Επιλογή, ευθύνη, ελευθερία: η συμβολή τους στην αιτιοπαθολογία της εξάρτησης και στη θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης

Μαρια Σμυρνακη1 & Ιωαννα Μηταδη2

 

(1) Ψυχολόγος, Διδάκτωρ Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης, Υπεύθυνη Ανοικτής Δομής Υποστήριξης ΚΕΘΕΑ Αριάδνη

Ταχυδρομική Διεύθυνση: Απολλοδώρου 12, Άγιος Ιωάννης Κνωσού, Ηράκλειο Κρήτης, Τ. Κ. 71409, Τηλέφωνο: 6958 450389, 2811 102525

Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου: marsmyrn@hotmail.com smirnaki@kethea-ariadni.gr

 

(2) Ψυχολόγος, Ταχυδρομική Διεύθυνση: Προξένου Κορομηλά 15, Θεσσαλονίκη, Τ.Κ. 54623 Τηλέφωνο: 6937 677928

Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου: jo.mitadi@gmail.com

 

Περίληψη

Η ανασκόπηση που ακολουθεί αποτελεί μια σύνθεση απόψεων, σκέψεων, προβληματισμών και συνδέσεων αναφορικά με τις έννοιες της επιλογής, της ευθύνης και της ελευθερίας. Πρόκειται για έννοιες αλληλοσχετιζόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες, οι οποίες συνδέονται στενά με τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και τη λειτουργία του ατόμου μέσα σε αυτήν, ενώ εμπλέκονται σημαντικά τόσο στην αιτιοπαθολογία της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες, όσο και στη θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης από αυτές. Καθώς οι έννοιες αυτές αποτελούν κεντρικής σημασίας έννοιες για την ανθρωπιστική και υπαρξιστική ψυχολογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια προσπάθεια «ανθρωπιστικής και υπαρξιστικής κυρίως προσέγγισης» του ψυχοκοινωνικού προβλήματος της ουσιοεξάρτησης και της διαδικασίας της απεξάρτησης. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα ωφέλιμη, βοηθητική, μέσα από την καλύτερη κατανόηση του τρόπου εγκατάστασης της εξάρτησης, στην ενδυνάμωση της θεραπευτικής αντιμετώπισης της εξάρτησης και των επακόλουθων συνεπειών της για το άτομο και την κοινωνία.

Λέξεις-κλειδιά: επιλογή, ευθύνη, ελευθερία, εξάρτηση, απεξάρτηση.

 

 

Εισαγωγή: η Αιτιοπαθολογία της εξάρτησης

Αναφορικά με την αιτιοπαθολογία της ουσιοεξάρτησης, ο Φ. Ζαφειρίδης (2005) υποστηρίζει ότι βασική προϋπόθεση προκειμένου να εκδηλωθεί η εξάρτηση είναι η ύπαρξη ενός ατόμου με συναισθηματικό έλλειμμα (έλλειμμα αγάπης, στοργής, φροντίδας, αποδοχής, ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων, συναισθηματικής ωρίμανσης, ψυχοσυναισθηματικής αυτονόμησης), το οποίο αποτελεί και το πραγματικό πρόβλημα του ατόμου. Το συναισθηματικό αυτό έλλειμμα οδηγεί στην εκδήλωση ορισμένων συμπτωμάτων, όπως άγχους, πόνου, θυμού, έντασης, λύπης και άλλων, που με τη σειρά τους οδηγούν στη δυσλειτουργία του ατόμου. Το συναισθηματικό έλλειμμα που είναι το πραγματικό πρόβλημα του ατόμου και τα συμπτώματά του (άγχος, πόνος, θυμός, ένταση, λύπη κ.ά.) αποτελούν αναγκαίους, αλλά όχι ικανούς παράγοντες για την εκδήλωση της εξάρτησης.

Το άτομο που είναι παρόν στην παραπάνω συνθήκη καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο να συγκαλύψει ή να μετουσιώσει το συναισθηματικό του έλλειμμα. Από τη μια μπορεί να επιλέξει να συγκαλύψει το πραγματικό του πρόβλημα μέσα από τη κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών, τον τζόγο, την υπερφαγία, την υπερβολική χρήση διαδικτύου, την υπερκατανάλωση υλικών αγαθών, και άλλες προβληματικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα απλά να καταστείλει τα συμπτώματα που εμφανίζει, χωρίς να αντιμετωπίσει το πραγματικό του πρόβλημα. Από την άλλη μπορεί να επιλέξει τη μετουσίωση / δημιουργική αντιρρόπηση του συναισθηματικού του ελλείμματος, μέσα δηλαδή από δημιουργικούς τρόπους, όπως την τέχνη, το ανθρωπιστικό έργο, την κοινωνική προσφορά κ.ά. να αντιμετωπίσει το πραγματικό του πρόβλημα, το συναισθηματικό έλλειμμά του (βλέπε σχήμα 1).

Κατά τον Φ. Ζαφειρίδη (2005) βάσει του παραπάνω μηχανισμού, πέρα από το άτομο, λειτουργεί και η ίδια η κοινωνία, η οποία εμφανίζεται να έχει σημαντικά ελλείμματα στα υποστηρικτικά της συστήματα, τις αξίες, τους θεσμούς της κ.ά. Τα ελλείμματα αυτά οδηγούν στην εκδήλωση μιας σειράς συμπτωμάτων, όπως το πρόβλημα των ναρκωτικών, του ρατσισμού, της βίας, του ατομισμού, της μοναξιάς και άλλων, τα οποία οδηγούν στη δυσλειτουργία της κοινωνίας και των ατόμων της. Στην συνθήκη αυτή, η κοινωνία και τα μέλη της έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε να συγκαλύψουν, είτε να μετουσιώσουν τα ελλείμματα της κοινωνίας. Η επιλογή της συγκάλυψης έχει ως αποτέλεσμα η κοινωνία και τα μέλη της να μην ασχολούνται με τα πραγματικά της προβλήματα, αλλά με τα συμπτώματα των προβλημάτων αυτών, ενώ η επιλογή της μετουσίωσης οδηγεί στη δημιουργική αντιμετώπιση-αντιρρόπηση των πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας (βλέπε σχήμα 2). Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών παρουσιάζεται να αποτελεί πολιτισμική και όχι απλά ατομική επιλογή.

 

Σχήμα 1

Άνθρωπος ➞ Συναισθηματικό Έλλειμμα ➞ Άγχος, πόνος, ένταση, λύπη κ.ά. (συμπτώματα του πραγματικού προβλήματος) ➞ Δυσλειτουργία ατόμου ➞ Επιλογή Συγκάλυψης ή Μετουσίωσης / Δημιουργικής Αντιρρόπησης του συναισθηματικού ελλείμματος

 

Σχήμα 2

Κοινωνία ➞ Ελλείμματα σε υποστηρικτικά συστήματα, αξίες, θεσμούς κ.ά. ➞ Σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, όπως ναρκωτικά, ρατσισμός, βία, μοναξιά, ατομισμός κ.ά. (συμπτώματα των πραγματικών προβλημάτων) ➞ Δυσλειτουργία Κοινωνίας ➞ Επιλογή Συγκάλυψης ή Μετουσίωσης / Δημιουργικής Αντιρρόπησης των ελλειμμάτων

 

Σε μια προσπάθεια κριτικής θεώρησης των παραπάνω είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως κάθε συμπεριφορά αποκτά νόημα μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης στάσης ζωής και των συμπεριφορών του ατόμου. Αν κάποιος έχει την τάση κυρίως να συγκαλύπτει, μια αποσπασματική επιλογή μετουσίωσης προφανώς δεν είναι αρκετή για να βρεθεί σε μια πιο ασφαλή και ουσιαστική πορεία με τον εαυτό του. Γαλήνιος, ισορροπημένος είναι ο άνθρωπος που διαπνέεται γενικότερα στη ζωή του από μια τάση και στάση μετουσίωσης και οδεύει στην αυτοπραγμάτωση. Επομένως, το νόημα μιας επιλογής μετουσίωσης ή συγκάλυψης μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο ανάλογα με τη γενικότερη στάση ζωής του. Και μπορεί μια επιλογή μετουσίωσης να δράσει στο άτομο από απλά υποστηρικτικά έως και «θεραπευτικά» όσον αφορά στα συναισθηματικά του ελλείμματα, ανάλογα με τη γενικότερη στάση ζωής του.

Όσον αφορά στην έννοια της επιλογής, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η διάσταση της επιλογής που μπαίνει στον τρόπο ζωής του ατόμου, στη στάση ζωής του, αλλά και στην εκδήλωση της εξάρτησης ή άλλων προβληματικών συμπεριφορών. Είναι αρκετά αισιόδοξο και ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το άτομο, όσο και να επηρεάζεται από τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία, πάντοτε έχει τη δυνατότητα να επιλέξει, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσει, τη στάση που θα υιοθετήσει απέναντι στα πράγματα, το πόσο παθητικά ή ενεργητικά, επιφανειακά ή ουσιαστικά θα διεκδικήσει τη ζωή του. Το αν οι πράξεις του ατόμου θα διαπνέονται από την ορμή προς την αυτοπραγμάτωση και θα καθοδηγούνται από το υπαρξιακό άγχος ή θα υποκύπτουν στη δύναμη της υπαρξιακής ενοχής και θα οδηγούν στο υπαρξιακό κενό.

Η έννοια της επιλογής συνδέεται στενά με την έννοια της προσωπικής ευθύνης και της ελευθερίας του ατόμου. Όταν θεωρείται ότι το άτομο που οδηγείται στην εξάρτηση ή σε άλλες ψυχοκοινωνικές δυσλειτουργίες, έως ένα βαθμό, το επιλέγει, τονίζεται η προσωπική του ευθύνη σχετικά με αυτό που κάθε φορά γίνεται, αλλά και η ελευθερία που, έως ένα βαθμό, πάντοτε έχει να επιλέξει αυτό που θέλει να γίνει. Και η συνειδητοποίηση της δυνατότητας επιλογής, της προσωπικής ευθύνης του ατόμου για αυτό που γίνεται και για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και της ελευθερίας που, έως ένα βαθμό, πάντοτε έχει να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, μπορεί να δώσει ιδιαίτερο νόημα στη ζωή. Με τη σειρά της, η νοηματοδότηση αυτή μπορεί να συμβάλλει στην μεταμόρφωση-αλλαγή της ζωής του ατόμου, στην πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του, στην έκφραση της βαθύτερης φύσης του, στην ανάληψη της προσωπικής και κοινωνικής του ευθύνης και να οδηγήσει στην αυτοπραγμάτωσή του μέσα από την ουσιαστική και δημιουργική συνύπαρξη και συν-λειτουργία του με τους άλλους (Maslow, 1995; May, 1980).

 

Η οπτική ενός μεταμοντέρνου

Σύμφωνα με τον P. Cushman (1990), τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ιστορική στροφή από τον Βικτοριανό σεξουαλικά περιορισμένο εαυτό στον μεταπολεμικό άδειο εαυτό. Άδειος είναι ο εαυτός που έχει συναισθηματικά ελλείμματα και τα αίτια που οδηγούν στην κατασκευή του άδειου εαυτού είναι η απουσία οικογένειας, κοινότητας και παράδοσης, η απουσία δηλαδή κοινωνικών αξιών που να ενσωματώνονται εσωτερικά.

Ο άδειος εαυτός προσπαθεί να γεμίσει μέσα από τη χρήση ναρκωτικών, την υπερφαγία, την υπερκατανάλωση, τον τζόγο, το κυνήγι σεξουαλικών εμπειριών, το διαδίκτυο, τα υλικά αγαθά κ.ά. Όλα αυτά, όμως, αποτελούν επιλογές συγκάλυψης, που έχουν ως αποτέλεσμα να προσφέρουν μια πρόσκαιρη ικανοποίηση στο άτομο κρατώντας το μακριά από την αντιμετώπιση των συναισθηματικών του ελλειμμάτων. Όλοι οι τρόποι γεμίσματος του άδειου εαυτού αποτελούν ασυνείδητους τρόπους αναπλήρωσης της απουσίας των κοινωνικών αξιών. Οι διάφορες εξαρτήσεις, ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, ο εγωκεντρισμός, η σύγχυση αξιών, η απουσία προσωπικού νοήματος, η δυσκολία διατήρησης ουσιαστικών σχέσεων, οι διαταραχές διατροφής, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά ενδείξεις της ύπαρξης του άδειου εαυτού σήμερα.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής αποτελεί έναν ψευδοπολιτισμό. Ο πραγματικός-φοβισμένος εαυτός κρύβεται και προς τα έξω παρουσιάζεται ένας παντοδύναμος εαυτός, ο λεγόμενος «ψευδής εαυτός», αυτός ο εαυτός που η κοινωνία, έτσι όπως λειτουργεί, απαιτεί να υπάρχει. Η σύγχυση και η έλλειψη υποστηρικτικών συστημάτων που να καθοδηγούν και να δίνουν νόημα στη ζωή του ατόμου αποτελούν κυρίαρχα χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Και οι αιτίες που δημιουργούν τον άδειο εαυτό απαιτούν τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, πολιτικές και ιστορικές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν (Cushman, 1990).

Οι θέσεις του Cushman διαμορφώνουν μια λιγότερο αισιόδοξη αντίληψη σχετικά με τον τρόπο που σήμερα λειτουργεί η κοινωνία και τη δυνατότητα του ανθρώπου να βελτιώσει τον τρόπο ζωής του. Το γέμισμα του άδειου εαυτού ή αλλιώς η επιλογή της συγκάλυψης παρουσιάζεται ως η κυρίαρχη επιλογή μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ωστόσο, γίνεται αναφορά στο ότι οι δομικές κοινωνικές αλλαγές είναι αυτές που θα οδηγήσουν στην αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν στην κατασκευή του άδειου εαυτού και εκεί, επί της ουσίας, περιορίζεται η επιλογή, η ευθύνη και η ελευθερία του ανθρώπου, παρόλο που δεν γίνεται ειδικότερη αναφορά στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι κοινωνικές αυτές αλλαγές.

 

Επιλογή, ευθύνη, ελευθερία: η ανθρωπιστική και υπαρξιστική προσέγγιση των εννοιών

Η ανθρωπιστική και η υπαρξιστική προσέγγιση δίνουν από κοινού μεγάλη έμφαση στην ελευθερία επιλογής, θεωρώντας την ελεύθερη βούληση ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ατόμου. Μάλιστα, θεωρούν την ελεύθερη θέληση ως ένα σπαθί με δύο όψεις, μιας και δεν προσφέρει μόνο αυτοπραγμάτωση και ευχαρίστηση, αλλά απειλεί, επίσης, με πόνο και δυστυχία, ανάλογα με τη στάση που το άτομο υιοθετεί απέναντί της. Πρόκειται για ένα δώρο που παρέχεται έμφυτα στον άνθρωπο και χρειάζεται ιδιαίτερη δύναμη και κουράγιο για να χρησιμοποιηθεί. Για τούτο και δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση (Davison & Neale, 1996).

 

Η ανθρωπιστική προσέγγιση

Κατά τον Shaffer (1978), ένα από τα κυρίαρχα θέματα με τα οποία ασχολείται η ανθρωπιστική ψυχολογία είναι αυτό της ανθρώπινης ελευθερίας. Παρά το γεγονός των περιορισμών που επιβάλλουν βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, η ανθρώπινη ύπαρξη διαθέτει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού της. Ως εκ τούτου, η ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μπορεί να περιοριστεί σε ασυνείδητα αίτια, ικανοποιήσεις αναγκών ή ενορμήσεις.

Επειδή, λοιπόν, η ανθρωπιστική ψυχολογία και κατ’ επέκταση η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία είναι απόρροια της υπαρξιακής προσέγγισης των ανθρωπίνων ζητημάτων, εστιάζει σε βασικές διαστάσεις της ανθρώπινης υπόστασης, όπως την ελευθερία και την υπευθυνότητα, την επιλογή, την αντιμετώπιση της μοναξιάς και τη μοναδικότητα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία πρεσβεύει ότι ελευθερία και υπευθυνότητα αλληλοσυνδέονται και ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να παραιτηθούν από την ελευθερία τους, παρά μόνο καταβάλλοντας μεγάλο κόστος.

Επειδή ακριβώς ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη να κατευθύνει τη ζωή του. Οι εκπρόσωποι της ανθρωπιστικής ψυχολογίας δεν παραγνωρίζουν τους εξωτερικούς εκείνους παράγοντες που περιορίζουν τις ανθρώπινες επιλογές, αλλά πιστεύουν ότι καθοριστικής σημασίας, τελικά, είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, εφόσον αναλαμβάνει τη διαχείριση του τρόπου ζωής της.

Η ανθρωπιστική ψυχολογία, ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ξεκάθαρα καθορισμένα όρια, εγγενή στην ανθρώπινη ύπαρξη, επιμένει ότι οι άνθρωποι διατηρούν μια θεμελιώδη ελευθερία και αυτονομία. Μπορούν, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν να μετακινήσουν ή να υπερβούν αυτά τα όρια και να επιλέξουν τη στάση τους απέναντι στους περιορισμούς και στις όποιες συνθήκες τους επιβάλλονται. Η επιλογή είναι μια κεντρική ιδέα στην ανθρωπιστική προσέγγιση, η οποία υπογραμμίζει την ευθύνη του ατόμου για τις αποφάσεις του (Shaffer, 1978).

 

Βασικές θέσεις εκπροσώπων της ανθρωπιστικής προσέγγισης

Carl Rogers

Σύμφωνα με τον Rogers (1970), ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ενεργητικό ον. Η ζωή του διαπνέεται από μια θεμελιώδη τάση να «πραγματώσει» τις δυνατότητές του, να έχει μια πλήρη και ολόπλευρη ανάπτυξη. Μέσα στην πραγματικότητα υπάρχει μια ποικιλία τρόπων συμπεριφοράς που βοηθούν, ή όχι, την ανάπτυξη και την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και στο πλαίσιο αυτό το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές λύσεις (Νέστορος, 1996). Η τάση πραγμάτωσης μπορεί να εμποδιστεί ή να διαστρεβλωθεί, αλλά όχι να καταστραφεί. Ο άνθρωπος έχει απεριόριστες πηγές για αλλαγή και αυτοκατευθυνόμενη συμπεριφορά, εφόσον του προσφερθεί το κατάλληλο κλίμα (Κίρναν, 1977).

Μάλιστα, βασική υπόθεση της προσωποκεντρικής προσέγγισης που αντιπροσωπεύει ο Rogers, είναι ότι τα άτομα έχουν μέσα τους πολλές πηγές αυτοκατανόησης και αλλαγής των πεποιθήσεών τους, της συμπεριφοράς τους και της συμπεριφοράς τους απέναντι στους άλλους. Η προσωποκεντρική προσέγγιση βοηθάει το άτομο να εξετάσει τα προβλήματά του με έναν τρόπο που μεταφέρει την ευθύνη από τους άλλους προς τον εαυτό του (Corsini & Wedding, 1995).

 

Abraham Maslow

Κατά τον Maslow (1968), οι ανάγκες για ασφάλεια, για αγάπη, για να ανήκει κανείς κάπου και για σεβασμό μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο από τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή, μόνο έξω από το άτομο. Αυτό σημαίνει σημαντική εξάρτηση από το περιβάλλον. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται στην εξαρτημένη αυτή θέση δεν μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί ότι κυβερνάει τον εαυτό του ή ότι ελέγχει τη μοίρα του. Αναγκαστικά είναι σε κάποιο βαθμό «προσανατολισμένος προς τους άλλους», ευαίσθητος στην καλή θέλησή τους, εξαρτημένος από τις πηγές που του παρέχουν την αναγκαία ικανοποίηση.

Εξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος που παρακινείται από τις ελλείψεις, φοβάται περισσότερο το περιβάλλον, καθώς υπάρχει πάντα η πιθανότητα να τον απογοητεύσει. Αυτό το είδος της γεμάτης άγχους εξάρτησης γεννά εχθρότητα. Και όλα αυτά καταλήγουν σε μια έλλειψη ελευθερίας, μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με την καλή ή την κακή τύχη του ατόμου. Αντίθετα, το αυτοπραγματωμένο άτομο, εξ’ ορισμού ικανοποιημένο στις βασικές του ανάγκες, είναι πολύ λιγότερο εξαρτημένο, πολύ λιγότερο υποχρεωμένο, πολύ περισσότερο αυτόνομο και αυτό-κατευθυνόμενο. Οι καθοριστικοί παράγοντες που το κυβερνούν είναι πρωταρχικά εσωτερικοί, παρά κοινωνικοί ή περιβαλλοντολογικοί. Οι πηγές των ενεργειών του είναι μάλλον εσωτερικές, παρά αντιδραστικές.

Κατά τον Maslow, η διαδικασία της υγιούς ανάπτυξης μπορεί να θεωρηθεί σαν μια σειρά ελεύθερων επιλογών, με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος κάθε άνθρωπος σε κάθε στιγμή της ζωής του. Σε κάθε φάση επιλογής, το άτομο καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην απόλαυση της ασφάλειας και εκείνη της ανάπτυξης, της εξάρτησης και εκείνη της ανεξαρτησίας, της παλινδρόμησης και εκείνη της προόδου, της ανωριμότητας και εκείνη της ωριμότητας. Τόσο η ασφάλεια, όσο και η ανάπτυξη προσφέρουν και άγχη και χαρές. Προχωρούμε μπροστά και αναπτυσσόμαστε, όταν οι χαρές της ανάπτυξης και τα άγχη της ασφάλειας ξεπερνούν τα άγχη της ανάπτυξης και τις χαρές της ασφάλειας. Και ο ρόλος του περιβάλλοντος δεν είναι άλλος από το να βοηθήσει το άτομο να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές του.

O Maslow υποστηρίζει, ακόμη, ότι οι παρορμήσεις και οι τάσεις προς την ολοκλήρωση, αν και είναι ενστικτώδεις, είναι πολύ αδύναμες στον άνθρωπο, έτσι ώστε, σε αντίθεση με άλλα ζώα που έχουν ισχυρά ένστικτα, οι παρορμήσεις αυτές πνίγονται πολύ εύκολα από τη συνήθεια, από λανθασμένες πολιτιστικές στάσεις απέναντί τους, από τραυματικές εμπειρίες, από εσφαλμένη εκπαίδευση. Επομένως, το πρόβλημα της επιλογής και της ευθύνης είναι πολύ πιο έντονο στους ανθρώπους, παρά σε οποιοδήποτε άλλο είδος.

Μάλιστα, υπάρχει μια ορισμένη τάση στον δυτικό κόσμο, η οποία έχει καθοριστεί ιστορικά, να θεωρείται ότι οι ενστικτώδεις αυτές ανάγκες του ανθρώπου – η λεγόμενη ζωώδης φύση του – είναι κακές ή διαβολικές. Κατά συνέπεια, πολλοί πολιτιστικοί θεσμοί έχουν φτιαχτεί με μοναδικό σκοπό τον έλεγχο, την αναστολή, την απώθηση και την καταπίεση της αρχικής αυτής φύσης του ανθρώπου.

Η ζωή είναι μια συνεχής σειρά επιλογών, στις οποίες ένας βασικός καθοριστικός παράγοντας επιλογής είναι το ίδιο το άτομο. Δεν μπορεί πια να θεωρείται το άτομο σαν «απόλυτα καθορισμένο από εξωτερικές δυνάμεις». Ο άνθρωπος, στον βαθμό που είναι αληθινός άνθρωπος, είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας του εαυτού του. Κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα έργο και δημιουργός του εαυτού του (Maslow, 1995).

 

Victor Frankl

Για τον Frankl (1987), πρωταρχικό ανθρώπινο κίνητρο αποτελεί η προσπάθεια του ατόμου να βρει κάποιο νόημα στη ζωή του. Ο άνθρωπος έχει μια θεμελιακή «θέληση για νόημα». Οι παράγοντες του περιβάλλοντος, η κληρονομικότητα και τα ένστικτα δεν είναι καθοριστικά της συμπεριφοράς, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν τι θέλουν να κάνουν και να γίνουν και να στραφούν στην επιδίωξη των σκοπών τους. Επιδιώκοντας αυτούς τους σκοπούς, τα άτομα προσπαθούν να βρουν το νόημα του εαυτού τους (Κίρναν, 1977).

Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι σημαντική. Κανένας δεν αντικαθίσταται, ούτε η ζωή του επαναλαμβάνεται. Αυτή η διπλή μοναδικότητα προσθέτει στην υπευθυνότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο υπεύθυνος για την εκπλήρωση του ειδικού νοήματος της προσωπικής του ζωής. Αλλά κρίνεται, επίσης, υπεύθυνος για τη στάση που θα υιοθετήσει απέναντι στην κοινωνία, την ανθρωπότητα.

Για τον Frankl, ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος από τις βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στη φύση. Αλλά είναι και πάντα παραμένει ελεύθερος να πάρει μια θέση απέναντι σε αυτές τις συνθήκες. Ακόμη και όταν η ζωή του ατόμου συνθλίβεται, υπάρχει η βασική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία να διαλέξει το άτομο μόνο του τη στάση που θα πάρει απέναντι στη μοίρα του. Η στάση αυτή μπορεί να μην αλλάζει τη μοίρα, αλλάζει όμως βαθιά το ίδιο το άτομο (Μαίη, 1979).

Όπως διδάσκει ο Frankl στη λογοθεραπεία, η ανθρώπινη ελευθερία δεν είναι κατά κανένα τρόπο μια απελευθέρωση από τις δύσκολες καταστάσεις, αλλά είναι μάλλον μια ελεύθερη στάση απέναντι στις δυσκολίες. Επομένως, η επιλογή μιας στάσης απέναντι στον πόνο σημαίνει ότι αναπτύσσει κανείς την ελευθερία. Το κοινωνικό περιβάλλον, η κληρονομικότητα και οι ενστικτικές ορμές μπορούν να περιορίσουν το πεδίο δράσης της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά δεν μπορούν ολοκληρωτικά να θολώσουν την ικανότητα του ανθρώπου να πάρει μια στάση προς όλες εκείνες τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει. Το αν οι περιστάσεις, έχουν επίδραση σε ένα ορισμένο άτομο και σε ποια κατεύθυνση αυτή η επίδραση θα οδηγηθεί, εξαρτάται από την ελεύθερη επιλογή του ατόμου. Οι συνθήκες δεν προσδιορίζουν το άτομο, αλλά εκείνο προσδιορίζει εάν θα υποχωρήσει σε αυτές ή θα τις αψηφήσει.

Εκτός από την έμφαση που δίνει στην υπευθυνότητα η λογοθεραπεία, αποφεύγει να καθιστά τον άνθρωπο υπεύθυνο για τα νευρωτικά ή ακόμη τα ψυχωτικά του συμπτώματα. Τον καθιστά, όμως, υπόλογο για τη στάση του απέναντι σε αυτά τα συμπτώματα. Γιατί ο άνθρωπος, όντας ελεύθερος και υπεύθυνος, θεωρεί αυτή την ελευθερία όχι ως ελευθερία από τις περιστάσεις, αλλά μάλλον ελευθερία για να επιλέξει μια στάση απέναντι σε αυτές.

Το να είναι κανείς ανθρώπινος σημαίνει ότι είναι ελεύθερος και υπεύθυνος. Στην εξαιρετική περίπτωση που προστίθεται η ενοχή, ο άνθρωπος είναι ακόμα υπεύθυνος, αλλά όχι πια ελεύθερος. Ενώ η αυθαιρεσία είναι ελευθερία χωρίς υπευθυνότητα, η ενοχή είναι ευθύνη χωρίς ελευθερία, δηλαδή χωρίς την ελευθερία να διαλέξει μια σωστή στάση απέναντι στην ενοχή (Frankl, 1987).

 

Η υπαρξιστική προσέγγιση

Ο υπαρξισμός είναι λιγότερο αισιόδοξος. Παρόλο που δέχεται την ελεύθερη θέληση και την υπευθυνότητα, τονίζει το άγχος που είναι αναπόφευκτο, όταν κάνουμε σημαντικές επιλογές. Το να είμαστε πραγματικά ζωντανοί σημαίνει να αντιμετωπίζουμε το άγχος που συνοδεύει τις υπαρξιακές μας επιλογές.

Το υπαρξιακό άγχος προέρχεται από πολλές πηγές. Μία από αυτές είναι η συνειδητοποίηση ότι πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις, να δρούμε και να ζούμε με τις συνέπειες. Πρέπει μόνοι μας να δημιουργήσουμε το νόημα της ζωής μας. Η τελική ευθύνη για να προικίσουμε τον κόσμο και τη ζωή μας με ουσία και σκοπό βρίσκεται στον καθένα από μας.

Το να αποφύγει να κάνει επιλογές, το να προσποιείται ότι δε χρειάζεται να τις κάνει, μπορεί να προστατέψει τον άνθρωπο από το άγχος, αλλά, επίσης, του στερεί μια ζωή με νόημα, που είναι ο πυρήνας της ψυχοπαθολογίας. Επομένως, ενώ το ανθρωπιστικό μήνυμα είναι αισιόδοξο, το υπαρξιστικό έχει μια απαισιόδοξη χροιά σχετική με θλίψη και άγχος, αλλά όχι με απελπισία, εκτός και αν η άσκηση της ελεύθερης βούλησης και η ανάληψη ευθύνης που τη συνοδεύει αποφεύγονται από το άτομο (Davison & Neale, 1996).

Κατά το υπαρξιστικό μοντέλο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και υπεύθυνος για την ύπαρξή του, αυτοκαθοριζόμενος και αυτόνομος. Ο άνθρωπος διαρκώς επιλέγει ανάμεσα στο να προχωρήσει μπροστά προς το άγνωστο μέλλον και να βιώσει το υπαρξιακό άγχος ή να πάει προς τα πίσω στο εύκολα προβλεπόμενο παρελθόν και να βιώσει την υπαρξιακή ενοχή. Η ελευθερία του να κάνει επιλογές δεν εξασφαλίζει ότι οι επιλογές αυτές θα είναι και σωστές. Χρειάζεται υπευθυνότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει να ζήσει αυθεντικά ή μη αυθεντικά.

Παρά τις εκάστοτε ανασταλτικές προς την ανάπτυξη επιδράσεις του περιβάλλοντος, άμεσου και ευρύτερου, όπου ζει ένας άνθρωπος, πάντα υπάρχει ένα περιθώριο ελευθερίας το άτομο να δράσει όπως επιθυμεί και είναι επιλογή, ευθύνη και απόφαση του ίδιου του ατόμου το πόσο θα επιτρέψει στον εαυτό του να τον επηρεάσουν οι ανασταλτικοί παράγοντες του περιβάλλοντός του. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον υπαρξισμό είμαστε το σύνολο των επιλογών που κάνουμε (Νέστορος, 1996).

 

Βασικές θέσεις εκπροσώπων της υπαρξιστικής προσέγγισης

  1. Kierkegaard

Μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της δομής της ανθρώπινης ύπαρξης έχουν πρωταρχικά επισημανθεί από τον Kierkegaard. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά γίνεται όπως ο ίδιος φτιάξει τον εαυτό του. Δομεί τον εαυτό του μέσα από τις επιλογές του και πάνω απ’ όλα από την ελευθερία να επιλέξει ανάμεσα σε έναν αυθεντικό και έναν μη αυθεντικό τρόπο ύπαρξης. Η μη αυθεντική ύπαρξη είναι το είδος του ανθρώπου που ζει κάτω από την τυραννία της ανώνυμης συλλογικότητας της κοινωνίας. Αυθεντική ύπαρξη είναι αυτή, κατά την οποία ο άνθρωπος αναλαμβάνει την ευθύνη για την ύπαρξή του (May, Angel & Ellenberger, 1994).

Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων αιώνων στον δυτικό κόσμο κυρίευσε τη φύση και έπειτα τους εαυτούς μας. Δεν κινδυνεύουμε ν’ αρνηθούμε τη σημασία της τεχνολογικής ανάπτυξης. Μάλλον απωθούμε το αντίθετο, την επίγνωση της ύπαρξής μας. Μια συνέπεια από την απώθηση της αίσθησης αυτής είναι και το ότι η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου για τον εαυτό του έχει διαλυθεί, όπως και η αντίληψη του εαυτού του ως υπεύθυνου ατόμου σήμερα (Μαίη, 1979).

 

  1. Binswanger

Σύμφωνα με τον Binswanger, το να είναι κανείς άνθρωπος δε σημαίνει απλώς ένα πλάσμα γεννημένο από ζωή που ζει και πεθαίνει, ριγμένο μέσα της για να χτυπηθεί, να ευτυχήσει ή να δυστυχήσει. Σημαίνει ένα πλάσμα που κοιτάζει τη μοίρα κατάματα, ένα πλάσμα που παίρνει μόνο του τη στάση του, που ξέρει να στέκεται στα πόδια του. Το γεγονός ότι οι ζωές μας καθορίζονται από τις δυνάμεις της ζωής, είναι μόνο η μια όψη της αλήθειας. Η άλλη είναι ότι εμείς καθορίζουμε αυτές τις δυνάμεις ως μοίρα μας. Μόνο και οι δύο όψεις μαζί περικλείνουν το όλο πρόβλημα της πνευματικής ισορροπίας (Μαίη, 1979).

 

J. Sartre

Ο Sartre (1956) εξισώνει την υπευθυνότητα με τη συγγραφή: το να είσαι υπεύθυνος σημαίνει να είσαι ο συγγραφέας του δικού σου πλάνου ζωής. Ο υπαρξιακός θεραπευτής συνεχώς επικεντρώνεται στην ευθύνη του κάθε ατόμου για το δικό του άγχος. Μέχρι οι ασθενείς να καταλάβουν ότι είναι υπεύθυνοι για την κατάστασή τους, υπάρχει μικρό κίνητρο για αλλαγή.

Η πρόταση του Sartre ότι η ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξή του – η ύπαρξη προηγείται της ουσίας – σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα για το οποίο δεν μπορούμε να προτείνουμε καμιά ουσία, γιατί αυτό θα του έδινε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό, αντίθετο στη δύναμη του ανθρώπου να μεταμορφώνεται επ’ άπειρο. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την ειδική φύση του ανθρώπου, που είναι η δύναμη που διαθέτει να δημιουργεί τον εαυτό του (Sartre, 1956).

 

Rollo Μay

Ο May (1979) συμφωνεί με τον Sartre όταν τονίζει «εμείς είμαστε οι επιλογές μας», αλλά προσθέτει «μέσα στα όρια του δεδομένου κόσμου μας». Όλοι γεννιόμαστε, παλεύουμε στις φάσεις της ανάπτυξης όσο καλύτερα μπορούμε και στο τέλος πεθαίνουμε. Εκείνο, όμως, που αλλάζει τρομακτικά, είναι το πώς αντιμετωπίζουμε τα χρόνια της ζωής μας. Σ’ αυτό το περιθώριο ελευθερίας βρίσκεται η ευθύνη του ατόμου για τον εαυτό του. Για τον May η ικανότητα συνείδησης αποτελεί τη βάση της ψυχολογικής ελευθερίας.

Ο May (1979) υποστήριξε ότι ανεξάρτητα με το πόσο μεγάλες είναι οι δυνάμεις που υποτάσσουν τους ανθρώπους και τους μετατρέπουν σε θύματα, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να συνειδητοποιεί την κατάσταση αυτή και να επηρεάζει το πώς θα σχετιστεί με τη μοίρα του.

Σύμφωνα με τον May, γίνεται μέσα μας ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στο «βόλεμα» και τον εφησυχασμό από τη μια μεριά και από την άλλη, στο μεγάλωμα, την ωρίμανση, την ανεξαρτησία και την ολοκλήρωση. Η ανθρώπινη ύπαρξη αντιλαμβάνεται και βιώνει τη δεύτερη επιλογή σαν μια οδυνηρή πορεία, καθώς η πάλη γίνεται ανάμεσα στην ασφάλεια που παρέχει η εξάρτηση (άρα η στασιμότητα) και τη χαρά αλλά και τον πόνο του μεγαλώματος (άρα την εξέλιξη). Τελικά οι άνθρωποι, κατά τον May, είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό που θα γίνουν ανάλογα με το αν έχουν επιλέξει τον δρόμο του «βολέματος» ή τον δρόμο του αγώνα (Ζαφειρίδης, 2005).

Ο άνθρωπος, κατά τον May (1994), είναι το συγκεκριμένο εκείνο ον που πρέπει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, να είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του, προκειμένου να πραγματώσει τον εαυτό του. Είναι, επίσης, εκείνη η ύπαρξη που γνωρίζει ότι σε κάποια στιγμή στο μέλλον θα πάψει να υπάρχει. Είναι η ύπαρξη που βρίσκεται πάντα σε μια διαλεκτική σχέση με τη μη-ύπαρξη, τον θάνατο. Και όχι μόνο ξέρει ότι κάποτε δε θα υπάρχει, αλλά μπορεί, με τις δικές του επιλογές, να απορρίψει και να στερηθεί την ύπαρξή του. Το να ζει κανείς ή να μη ζει δεν είναι μια επιλογή που κάνει κάποιος μόνο μια φορά και οριστικά στο επίπεδο που σκέφτεται την αυτοκτονία. Αντανακλά σε κάποιο βαθμό μια επιλογή που γίνεται σε κάθε περίσταση. Αληθινά ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που έχει επεξεργαστεί και ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, μια και η στάση μας απέναντι στον θάνατο αποτελεί μέρος της στάσης μας απέναντι στη ζωή.

Το γεγονός ότι, όταν στερήσουν στο άτομο την ελευθερία του νιώθει απέραντο μίσος, δείχνει πόσο σημαντικό είναι για αυτό το αγαθό της ελευθερίας. Συχνά το άτομο αναγκάζεται να παραχωρήσει ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας του και να παραιτηθεί από τα δικαιώματα και το χώρο που του ανήκει σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Σε τέτοιες περιπτώσεις ίσως δίνει την εντύπωση ότι έχει αποδεχτεί και προσαρμοστεί στην κατάσταση. Αλλά στην ουσία κάτι άλλο έρχεται για να γεμίσει το κενό, το μίσος και η εκδικητικότητα απέναντι σε εκείνους που του στέρησαν την ελευθερία του. Και το μέγεθος του μίσους είναι ανάλογο του βαθμού αποστέρησης του δικαιώματος για ζωή. Γιατί δεν είναι δυνατό για μια ανθρώπινη ύπαρξη να απαρνηθεί την ελευθερία της χωρίς κάτι άλλο να έρθει για να αποκαταστήσει την εσωτερική ισορροπία σαν μορφή εσωτερικής διαμαρτυρίας για τον εξωτερικό καταναγκασμό.

Το μίσος και η μνησικακία προσωρινά λειτουργούν θετικά για το άτομο, γιατί ως μορφές αντίδρασης και αντίστασης προστατεύουν την εσωτερική του ελευθερία. Όμως αργά ή γρήγορα πρέπει να ελεγχθούν και να λειτουργήσουν σαν κίνητρα για την ανάκτηση της αυθεντικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Διαφορετικά το μίσος γίνεται καταστρεπτική δύναμη. Δεν μπορεί κανείς αυτόματα να μετατρέψει τα καταστροφικά σε εποικοδομητικά συναισθήματα, χωρίς να περάσει από την επίγνωση και έκφραση των καταστροφικών του συναισθημάτων, αφού πρώτα γνωρίσει ποιόν ή τι μισεί.

Ελευθερία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη δική του εξέλιξη και να κατευθύνει ο ίδιος τη ζωή του. Είναι έκφραση ελευθερίας όταν αποδεχόμαστε την πραγματικότητα, όχι από τυφλή αναγκαιότητα αλλά σαν αποτέλεσμα επιλογής. Αυτό σημαίνει πως η αποδοχή των ορίων μας δε χρειάζεται να είναι υποχρεωτικά μια παραδοχή, αλλά μπορεί και θα έπρεπε να είναι μια εποικοδομητική πράξη ελευθερίας. Και είναι πολύ πιθανό ότι μια τέτοια επιλογή θα έχει δημιουργικότερα αποτελέσματα για το άτομο απ’ ότι αν δεν χρειαζόταν να αγωνιστεί ενάντια σε οποιουσδήποτε περιορισμούς. Γιατί ο άνθρωπος που πιστεύει πραγματικά στην ελευθερία δεν σπαταλά χρόνο πολεμώντας την πραγματικότητα αλλά αντίθετα την εξυμνεί.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αθόρυβη και σταθερή καθημερινή άσκηση της ελευθερίας από το άτομο που αγωνίζεται για την ψυχολογική και πνευματική του ολοκλήρωση μέσα στην παραζάλη μιας κοινωνίας, όπως η δική μας. Γιατί ελευθερία είναι κυρίως η δική μας δυνατότητα να ζυμώσουμε και να δημιουργήσουμε τον εαυτό μας, να γίνουμε ό,τι πραγματικά είμαστε.

Η ελευθερία δεν πραγματώνεται σε ένα κενό, δεν νοείται μακριά από τους άλλους. Ελευθερία δεν σημαίνει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε απομονωμένοι. Σημαίνει πως όταν κάποιος είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη μοναξιά, μπορεί να επιλέξει συνειδητά τη δράση, με υπευθυνότητα, στο πλαίσιο των σχέσεών του με τον κόσμο που τον περιβάλλει (May, 1994).

 

Irvin Yalom

Ο Yalom (1981) ορίζει τέσσερις έσχατες έννοιες που σχετίζονται σημαντικά με την ψυχοθεραπεία: ο θάνατος, η ελευθερία, η απομόνωση και η απουσία νοήματος. Η αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων από το άτομο συνιστά το περιεχόμενο της εσωτερικής σύγκρουσης από την πλευρά του υπαρξισμού.

Στο υπαρξιακό πλαίσιο αναφοράς, η ελευθερία σημαίνει ότι, αντίθετα με την καθημερινή εμπειρία του, το ανθρώπινο ον δεν εισέρχεται, ούτε τελικά εξέρχεται από ένα δομημένο σύμπαν σχεδιασμένο με συνοχή και μεγαλείο. Η ελευθερία αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και αρμόδιος για το δικό του κόσμο, το δικό του σχέδιο ζωής, τις δικές του επιλογές και δράσεις.

Μια σημαντική εσωτερική δυναμική σύγκρουση προκύπτει από την αντιμετώπιση της ελευθερίας. H σύγκρουση παράγεται από τη συνειδητοποίηση της ελευθερίας και της ρευστότητας από τη μια μεριά και της βαθιάς ανάγκης και επιθυμίας για ασφάλεια και πλαίσιο, από την άλλη.

Η έννοια της ελευθερίας εμπεριέχει πολλά θέματα που έχουν σαφείς αναφορές στην ψυχοθεραπεία. Το πιο εμφανές είναι η υπευθυνότητα. Τα άτομα διαφέρουν υπερβολικά στο βαθμό της υπευθυνότητας που είναι πρόθυμοι να δεχτούν για την κατάσταση της ζωής τους, καθώς και στον τρόπο που απαρνιούνται την ευθύνη.

Για παράδειγμα, κάποια άτομα μεταθέτουν την ευθύνη για τη δική τους κατάσταση σε άλλους ανθρώπους, στις συνθήκες της ζωής κ.ά. Άλλοι απαρνιούνται την ευθύνη αντιμετωπίζοντας τους εαυτούς τους σαν «αθώα θύματα» που υποφέρουν από εξωτερικά γεγονότα και επιμένουν να αγνοούν ότι αυτοί οι ίδιοι προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα. Επιπλέον, άλλοι αγνοούν την ευθύνη και με το να είναι προσωρινά «εκτός εαυτού» μπαίνουν σε μια προσωρινή παράλογη κατάσταση, στην οποία δεν είναι υπόλογοι ούτε στον εαυτό τους για τη συμπεριφορά τους.

Μια άλλη πλευρά της ελευθερίας είναι η βούληση. Το να γνωρίζει κανείς την ευθύνη για την κατάστασή του σημαίνει ότι μπαίνει στο κατώφλι της δράσης ή, σε θεραπευτικό πλαίσιο, της αλλαγής. Η βούληση αναπαριστά το πέρασμα από την ευθύνη στη δράση (Μay & Yalom, 1995).

 

Εξάρτηση – απεξάρτηση

Οι κοινωνικές συνθήκες αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη γένεση της εξάρτησης. Η εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες αποτελεί σύμπτωμα μιας δυσλειτουργικής κοινωνίας οδηγώντας τους εξαρτημένους στον αποκλεισμό, στην περιθωριοποίηση. Οι έντονες κοινωνικές ανακατατάξεις οδηγούν στην κρίση αξιών επηρεάζοντας σημαντικά τις σχέσεις των ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό, η εξάρτηση αποτελεί μια μακροχρόνια εξατομικευμένη διαδικασία που διαφέρει από άτομο σε άτομο, σε κάθε τόπο και στην κάθε χρονική στιγμή (Πουλόπουλος, 2011).

Η εξάρτηση αίρει την αυτονομία του ατόμου ως προς την ψυχοκοινωνική του λειτουργία. Ο εξαρτημένος είναι ένα άτομο που αδυνατεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες της καθημερινότητας και να διαχειριστεί επώδυνα συναισθήματα προσπαθώντας να τα αποφύγει. Οι εξαρτήσεις τα τελευταία χρόνια αποκτούν όλο και περισσότερες μορφές. Μέσα από το αντικείμενο της εξάρτησής του το άτομο έχει στόχο να ανακουφιστεί από τα αρνητικά συναισθήματα που του δημιουργούν οι προβληματικές σχέσεις με το περιβάλλον του. Η εξάρτηση συνιστά την έκφραση μιας ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής δυσλειτουργίας, ενώ συχνά παρουσιάζεται ως μια εσφαλμένη επιλογή «αυτοθεραπείας», η οποία τελικά οδηγεί στην ανελευθερία της βούλησης και της συναισθηματικής έκφρασης του ατόμου (Γεωργάκας, 2007).

Βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικού συστήματος συνιστούν μέσα από τη χαλάρωση των οικογενειακών και κοινοτικών υποστηρικτικών δεσμών, των παραδοσιακών ηθικών και κοινωνικοπολιτισμικών αξιών, η παθητικότητα, η αποξένωση, ο εγωκεντρισμός, η έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας, αλτρουισμού, αισθήματος ανήκειν, αλληλοβοήθειας, αλληλοϋποστήριξης, προσωπικού και κοινωνικού νοήματος, οράματος/προοπτικής. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην υποκατάσταση των ανθρωπιστικών αξιών από οικονομικές αξίες και υλιστικούς στόχους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα αποτελούν απόρροια των ακάλυπτων συναισθηματικών, ηθικών, κοινωνικών και πνευματικών αναγκών της ανθρώπινης ύπαρξης (Ζαφειρίδης, 2009). Ειδικότερα, το ψυχοκοινωνικό πρόβλημα της εξάρτησης αποτελεί έκφραση της κατάχρησης του δικαιώματος της ελευθερίας, ενώ ο εξαρτημένος παρουσιάζεται ως το εξιλαστήριο θύμα της οικογένειας και της κοινωνίας και γενικότερα του σύγχρονου τρόπου λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών (Ζαφειρίδης, 2005).

Η τοξικοεξάρτηση θεωρείται ως μια προσπάθεια ρύθμισης των οικογενειακών συναλλαγών, ενώ συγχρόνως συνιστά την έκφραση μιας επώδυνης αναζήτησης προσωπικής ταυτότητας ανάμεσα στην ανάγκη εξάρτησης των σχέσεων και την επιθυμία απελευθέρωσης από αυτές. Η χρήση των ναρκωτικών ορίζει τη συνεξάρτηση της οικογένειας, με την έννοια ότι αφορά όλα τα μέλη της, καθώς δημιουργεί ένα ιδιαίτερο σύνολο συμπεριφορών γύρω από τη χρήση, το οποίο επιτρέπει την εξασφάλιση της οικογενειακής συνοχής. Οι τοξικοεξαρτητικές συμπεριφορές θεωρούνται αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οικογενειακή ιστορία, η οποία επιδρά στη διαμόρφωση της οικογενειακής και ατομικής ταυτότητας των μελών της (Angel & Angel, 2010).

Στην καρδιά της ορθολογικότητας της κουλτούρας μας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου. Η εξάρτηση δεν είναι παρά ένας τυραννικός καταναγκασμός που σφραγίζει την καθημερινότητα της ζωής, γιατί έχει ήδη σφραγίσει από πριν τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο. Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός, εγκιβωτισμένος σε μια “κρύπτη” στο εσωτερικό του Εγώ. Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια. Η έναρξη της χρήσης των ναρκωτικών τοποθετείται, συνήθως, μετά την τραυματική εμπειρία του θανάτου αγαπημένου προσώπου, το ανέφικτο πένθος και τη δημιουργία της κρύπτης. Βαθύτερη επιδίωξη αυτού του άνθρωπου είναι να βάλει τα ναρκωτικά στη θέση αυτού πού έχει χάσει οριστικά, της ανεπανόρθωτης απώλειας, την οποία αρνείται ολοκληρωτικά (Μάτσα, 2012).

Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην αιτιοπαθολογία της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες έχουν διαμορφωθεί οι ακόλουθες θεωρίες αιτιοπαθογένειας (Ζαφειρίδης, 2005):

α. Οι ανθρωπιστικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες, η μη ικανοποίηση των βασικών αναγκών που αναφέρει ο Maslow, δηλαδή της αγάπης, της ασφάλειας, του αισθήματος του ανήκειν, του αυτοσεβασμού και του σεβασμού των άλλων, της αυτοπραγμάτωσης οδηγεί στη χρήση ναρκωτικών. Βάσει αυτού, στόχος των θεραπευτικών προγραμμάτων χρειάζεται να είναι η κάλυψη των αναγκών αυτών με απώτερο στόχο την αυτοπραγμάτωση του εξαρτημένου.

β. Η οικογενειακή-συστημική θεωρία, κατά την οποία, η εξάρτηση παρουσιάζεται ως το αποτέλεσμα μιας παθολογικής ισορροπίας μέσα στο οικογενειακό σύστημα. Ο εξαρτημένος αποσπά την προσοχή της οικογένειας από άλλα προβλήματά της και την κρατά ενωμένη μια και ο ίδιος γίνεται το επίκεντρο της προσοχής. Μέσα από τη χρήση ναρκωτικών «θυσιάζεται» για να «σώσει» την οικογένεια, να διατηρήσει την ενότητά της. Η θυσία αυτή είναι συγχρόνως το σημάδι της κρίσης της οικογένειας και το εργαλείο της λύσης της (παράδοξη λύση).

γ. Η ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι οι ελλείψεις κατά την προγενετική ανάπτυξη της προσωπικότητας ευθύνονται για την εξάρτηση, με κυρίαρχη τη συναισθηματική απουσία των γονιών. Ο εξαρτημένος παλινδρομεί μέσω της χρήσης σε ένα ναρκισσιστικό στάδιο άμεσης ικανοποίησης των πρώιμων αναγκών. Ασυνείδητα προσπαθεί να γίνει παιδί, εντελώς εξαρτημένο, χωρίς υπευθυνότητες.

δ. Η συμπεριφορική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, η εξάρτηση προέρχεται μέσα από μια διαδικασία μάθησης, όπου η ουσία αυξάνει τα ευχάριστα συναισθήματα και μειώνει τα ενδοψυχικά προβλήματα.

ε. Οι κοινωνικές θεωρίες, οι οποίες αναφέρουν ότι η εξάρτηση παρουσιάζεται ως το αποτέλεσμα της δυσλειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας. Οι σύγχρονες κοινωνικές δομές διαμορφώνουν ευάλωτα άτομα που με τη σειρά τους οδηγούνται στην εξάρτηση.

στ. Η ψυχιατρική άποψη, κατά την οποία οι χρήστες ναρκωτικών συνήθως παρουσιάζουν αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.

ζ. Οι βιολογικές θεωρίες, που υποστηρίζουν ότι έμφυτες ή επίκτητες φυσιολογικές συνθήκες μπορούν να καταστήσουν το άτομο ευάλωτο στην εξάρτηση, όπως για παράδειγμα μια διαταραχή στο σύστημα των ενδορφινών (Ζαφειρίδης, 2005).

Η μετάβαση ενός ατόμου από την εξάρτηση στην απεξάρτηση διαγράφει ένα οδοιπορικό διαρκώς μεταβαλλόμενων πλαισίων σχέσεων με τον εαυτό, την οικογένεια, το περιβάλλον του. Η απεξάρτηση μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαχρονική δυναμική διαδικασία έλξης του ατόμου από τον καταναγκασμό της εξάρτησης στην ελευθερία της βούλησης και του συναισθήματος. Η απεξάρτηση σηματοδοτεί μια πλήρη αλλαγή στάσης ζωής του εξαρτημένου σε όλα τα επίπεδα της ζωής του. Ουσιώδη και απαραίτητα συστατικά μιας ολιστικής απεξαρτητικής διαδικασίας αποτελούν ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων με την οικογένεια, τους φίλους και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου και η εκπαίδευση σε δραστηριότητες που προάγουν την ψυχοσυναισθηματική αυτονόμηση και λειτουργία του (Γεωργάκας, 2007).

Η θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης χρειάζεται να βασίζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε εξαρτημένου. Η τοξικοεξάρτηση αποτελεί ένα πολύπλοκο φαινόμενο που χρειάζεται αντιμετώπιση, γιατί έχει κόστος για το άτομο, την οικογένεια, την κοινωνία. Η απεξάρτηση αναφέρεται στη μετάβαση από το πεδίο των δεσμευτικών σχέσεων και διαντιδράσεων στην αυτοτέλεια και την αυτάρκεια του ατόμου (Πουλόπουλος, 2011). Στόχος της απεξάρτησης είναι να δοθεί ένα νέο νόημα στην εξαρτητική συμπεριφορά και να επαναπροσδιοριστούν οι σχέσεις, ώστε να αναδυθούν δημιουργικές, αυτοθεραπευτικές δυνατότητες (Angel & Angel, 2010).

Η απεξάρτηση αποτελεί μια εκπαιδευτική διαδικασία, μια διαδικασία μάθησης νέων δεξιοτήτων και διαπροσωπικών ικανοτήτων, μια αλλαγή του τρόπου ζωής που οδηγεί στην προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη. Η απεξάρτηση είναι σημαντικό να στοχεύει στη διάπλαση του κοινωνικού ανθρώπου και στην υιοθέτηση νέων, υγιών στάσεων ζωής, ενώ ο εξαρτημένος χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ολιστικά, ως ιδιαίτερη προσωπικότητα και ταυτόχρονα ως μέλος της κοινωνίας. Πρόκειται για μια διαδικασία μεταμόρφωσης του ατόμου σε κοινωνικό υποκείμενο, στα πλαίσια της οποίας καλλιεργούνται ανθρωπιστικές αξίες που οδηγούν στην κατάκτηση της ποιότητας της ζωής. Η απεξάρτηση αποτελεί μια εφ’ όρου ζωής διαδικασία εσωτερικού διαλόγου με τις υπαρξιακές μας ανάγκες, η οποία ξεκινάει με την μετάβαση του ατόμου από τον εγωκεντρισμό της χρήσης στη χαρά της σχέσης, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως αγάπη, ανθρωπιά, αλληλεγγύη, φιλία, υποχώρηση προσωπικών συμφερόντων μπροστά στο συλλογικό καλό, ανάληψη προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης, αυτογνωσία, αυτοβελτίωση, αυτοπραγμάτωση (Ζαφειρίδης, 2009).

Πολλές και διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις (ιατροκεντρικές, ψυχοκοινωνικές) έχουν αναπτυχθεί σε διάφορες χώρες. Οι προσεγγίσεις αυτές περιλαμβάνουν συμβουλευτική, ψυχοθεραπεία, οικογενειακή θεραπεία και στοχεύουν εκτός από την αποχή, στην κοινωνική επανένταξη και στη μείωση της βλάβης. Οι διάφορες προσεγγίσεις μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και να προσφέρουν βοήθεια σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε εξαρτημένου αλλά και το στάδιο που βρίσκεται (Πουλόπουλος, 2011).

 

Συζήτηση: Επιλογή, ευθύνη, ελευθερία και εξάρτηση – απεξάρτηση

Σε μια προσπάθεια κριτικής θεώρησης και σύνδεσης των όσων προηγήθηκαν συμπεραίνουμε ότι τόσο οι ανθρωπιστές, όσο και οι υπαρξιστές θεωρούν ότι το άτομο είναι στην ουσία το σύνολο των επιλογών του. Έχει την ελευθερία να επιλέγει σε κάθε δεδομένη στιγμή το δρόμο που θέλει να ακολουθήσει και ανάλογα με αυτή του την επιλογή διαμορφώνει την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του και κατευθύνει τη ζωή του.

Ειδικότερα, διακρίνουμε ότι στο θεωρητικό σχήμα του Φ. Ζαφειρίδη για την αιτιοπαθολογία της ουσιοεξάρτησης δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη δυνατότητα επιλογής του ατόμου και της κοινωνίας, όσον αφορά στη στάση που θα υιοθετήσουν απέναντι στα πράγματα, άρα και στην ελευθερία και την ευθύνη που έχουν γύρω από τη στάση που θα επιλέξουν. Η εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες παρουσιάζεται ως μια από τις επιλογές συγκάλυψης, στην οποία καταφεύγουν πολλοί άνθρωποι σήμερα. Με τον τρόπο αυτό, η ουσιοεξάρτηση τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο των επιλογών συγκάλυψης ή αλλιώς των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν προσεγγίζεται μεμονωμένα και ξεχωριστά από τα υπόλοιπα ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Και όπως η εξάρτηση αποτελεί μια επιλογή συγκάλυψης, έτσι και η απεξάρτηση αποτελεί επιλογή μετουσίωσης ή δημιουργικής αντιρρόπησης των συναισθηματικών ελλειμμάτων του ατόμου και της κοινωνίας. Έτσι, τονίζεται η ελευθερία επιλογής του ατόμου και η προσωπική και κοινωνική του ευθύνη όσον αφορά στην εξάρτηση και την απεξάρτηση, καθώς και άλλες κοινωνικές και ατομικές δυσλειτουργίες.

Στο πλαίσιο των θεωρητικών απόψεων του Cushman, η εξάρτηση παρουσιάζεται ως μια ένδειξη της ύπαρξης του άδειου εαυτού σήμερα, του εαυτού που έχει συναισθηματικά ελλείμματα λόγω της απουσίας κοινωνικών αξιών, όπως της οικογένειας, της κοινότητας και της παράδοσης. Το άτομο παρουσιάζεται να έχει περιορισμένη ελευθερία και δυνατότητα επιλογής, αλλά σημαντική ευθύνη για τον τρόπο που λειτουργεί ο ίδιος και το περιβάλλον του.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στην επιλογή, το άτομο θεωρείται ότι μπορεί απλά να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα γεμίσει τον άδειο του εαυτό. Αν δηλαδή θα διαλέξει να καταστείλει τα συμπτώματα των συναισθηματικών του ελλειμμάτων μέσα από τη χρήση ναρκωτικών, την υπερκατανάλωση, το κυνήγι σεξουαλικών εμπειριών, τον τζόγο, την υπερβολική χρήση διαδικτύου κ.ά. Η εξάρτηση με τον τρόπο αυτό τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Όσο για την απεξάρτηση και την πρόληψη της υποτροπής καθώς και της εξάρτησης, παρουσιάζεται ως μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας, η οποία προϋποθέτει δομικές κοινωνικές αλλαγές που θα μπορέσουν να οδηγήσουν στην αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν στην κατασκευή του άδειου εαυτού σήμερα και κατ’ επέκταση στην ανάγκη του να γεμίζει στιγμιαία με διάφορους τρόπους.

Στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής προσέγγισης, όπου το άτομο θεωρείται ελεύθερο να επιλέγει και υπεύθυνο για τις επιλογές του, η εξάρτηση και η απεξάρτηση παρουσιάζονται ως καταστάσεις που το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει ή όχι, διατηρώντας συνάμα την ευθύνη της κάθε επιλογής του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις απόψεις του Rogers, η εξάρτηση αποτελεί μια επιλογή που εμποδίζει την αυτοπραγμάτωση, ενώ η απεξάρτηση αποτελεί μια επιλογή που βοηθάει την ανάπτυξη και την ανάγκη του ατόμου για αυτοπραγμάτωση. Σύμφωνα με τις θέσεις του Maslow, η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από τη στιγμή που έχει ανάγκη τους άλλους για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών. Αντίθετα, το άτομο που είναι ικανοποιημένο στις βασικές του ανάγκες είναι περισσότερο ελεύθερο και αυτόνομο. Στο πλαίσιο αυτό, η εξάρτηση παρουσιάζεται ως μια επιλογή που περιορίζει την ελευθερία του ατόμου, ενώ η απεξάρτηση ως μια επιλογή ανάπτυξης που κάνει το άτομο περισσότερο ελεύθερο, υπεύθυνο και αυτόνομο.

Όσον αφορά στις απόψεις του Frankl, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη στάση που διαμορφώνει τόσο προς τον ίδιο του τον εαυτό, όσο και προς την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό, η εξάρτηση αποτελεί μια επιλογή μέσα από την οποία το άτομο αρνείται να ανταποκριθεί στην ευθύνη που έχει ως προς τον εαυτό του και την κοινωνία. Το άτομο που είναι αδύναμο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και τις αυξημένες απαιτήσεις της κοινωνίας μπορεί να επιλέξει το δρόμο του «βολέματος» μέσα από την εξάρτηση που «κοιμίζει» τα ψυχικά του ελλείμματα και μαζί το άγχος της ευθύνης για τον καθορισμό της πορείας της ζωής του. Η ενοχή που μπορεί να νιώθει ένα άτομο για την εξάρτησή του περιορίζει σημαντικά την ελευθερία του να επιλέξει μια σωστή στάση απέναντί της, δυσκολεύοντας την προσπάθειά του για απεξάρτηση.

Στο πλαίσιο της υπαρξιστικής προσέγγισης, η εξάρτηση παρουσιάζεται ως μια συνθήκη που προστατεύει το άτομο από το άγχος της ανάπτυξης (υπαρξιακό άγχος), αλλά ταυτόχρονα του στερεί τη δυνατότητα να ζήσει μια ζωή με νόημα. Και ενώ η εξάρτηση αποτελεί μια συνθήκη που χαρακτηρίζεται και συντηρείται από την υπαρξιακή ενοχή, η απεξάρτηση αποτελεί μια συνθήκη που χαρακτηρίζεται και καθοδηγείται από το υπαρξιακό άγχος. Και παρά τις όποιες ανασταλτικές επιδράσεις του περιβάλλοντος, πάντοτε υπάρχει κάποιο περιθώριο ελευθερίας το άτομο να επιλέξει την απεξάρτηση και αποτελεί ευθύνη και απόφαση του ίδιου του ατόμου το αν θα παραμείνει στην εξάρτηση ή θα ξεφύγει από αυτήν. Και αυτό, γιατί ακόμα και αν από το περιβάλλον του δεν προτείνονται άλλες λύσεις για τα προβλήματά του πέρα από τη συγκάλυψη, παραμένει ελεύθερο να φέρει το ίδιο την αλλαγή σε αυτό το περιβάλλον ή ακόμα και να το εγκαταλείψει στην προσπάθειά του να αγωνιστεί δυναμικά για να καλύψει με τρόπο ουσιαστικό τα συναισθηματικά και ψυχικά του ελλείμματα.

Ειδικότερα, βάσει των θεωρητικών απόψεων του Kierkegaard, η εξάρτηση αποτελεί έναν μη αυθεντικό τρόπο ύπαρξης, καθώς το άτομο γίνεται έρμαιο της ανώνυμης συλλογικότητας της κοινωνίας, ενώ η απεξάρτηση συνδέεται με έναν αυθεντικό τρόπο ύπαρξης, μια και το ίδιο το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του. Σύμφωνα με τις βασικές θέσεις του Sartre, τα εξαρτημένα άτομα αποκτούν ισχυρό κίνητρο για απεξάρτηση και αλλαγή του τρόπου ζωής τους, από τη στιγμή που συνειδητοποιήσουν ότι τα ίδια είναι υπεύθυνα για την ύπαρξή τους, βασικοί διαμορφωτές του τρόπου ζωής τους. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αρκετά δύσκολο. Και αυτό, γιατί το εξαρτημένο άτομο χάνει τον εαυτό του και η προσωπικότητά του αλλοιώνεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τον τρόπο ζωής που του επιβάλλει η χρήση, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις πραγματικές του ανάγκες και να ορίσει τον ίδιο του τον εαυτό, γεγονός που περιορίζει σημαντικά, χωρίς ωστόσο να καταργεί, την ικανότητά του να κάνει επιλογές και να αναλάβει την ευθύνη της ζωής και της ύπαρξής του.

Κατά τον May, η εξάρτηση αποτελεί μια στάσιμη κατάσταση που συνδέεται με την ασφάλεια, ενώ η απεξάρτηση αποτελεί μια διαδικασία εξέλιξης που συνδέεται με τον πόνο και τη χαρά της ανάπτυξης. Με την επιλογή της εξάρτησης το άτομο ουσιαστικά απορρίπτει και στερείται την ύπαρξή του, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν έχει επεξεργαστεί και ξεπεράσει το φόβο του θανάτου και αυτό περιορίζει σημαντικά την ελευθερία του. Τέλος, σύμφωνα με τις απόψεις του Yalom, τα εξαρτημένα άτομα προκειμένου να περάσουν από την επίγνωση της δικής τους ευθύνης για την κατάστασή τους στην αλλαγή αυτής της κατάστασης και του τρόπου ζωής τους, είναι απαραίτητο να διαθέτουν τη βούληση-θέληση που απαιτείται για ένα τέτοιο πέρασμα.

Με λίγα λόγια, η κυρίαρχη θέση της ανθρωπιστικής και υπαρξιστικής προσέγγισης, καθώς και των εκπροσώπων τους είναι ότι οι άνθρωποι είναι, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, ελεύθεροι να επιλέξουν τον τρόπο που θα ζήσουν, τη στάση που θα υιοθετήσουν μπροστά σε ό,τι συμβαίνει έχοντας την κύρια ευθύνη για τις επιλογές τους. Πρόκειται συνολικά για μια αισιόδοξη οπτική που τονίζει τη δυνατότητα που έχει κάθε άνθρωπος να αλλάξει τη ζωή του αναλαμβάνοντας την προσωπική και κοινωνική του ευθύνη μέσα από την αξιοποίηση της ελευθερίας του να επιλέγει. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη και βοηθητική, καθώς μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπους, που διαθέτουν μια τέτοια επίγνωση να μεταμορφώσουν τη ζωή τους και να οδηγηθούν μακριά από ο,τιδήποτε υποδουλώνει, κατευθύνει και χειραγωγεί τη βαθύτερη φύση τους.

Ωστόσο, αν τελικά, ισχύει η θέση αυτή, γιατί οι άνθρωποι σήμερα σε μεγάλο βαθμό καταλήγουν να λειτουργούν με έναν ανελεύθερο και συχνά ανεύθυνο τρόπο; Κατά πόσο τελικά επιλέγουν να ζουν με τον τρόπο αυτό; Και γιατί αυτό συμβαίνει; Επειδή οι άνθρωποι απλά δεν έχουν επίγνωση ότι οι ίδιοι, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, επιλέγουν τον τρόπο που θα διαμορφώσουν τη ζωή τους; Ή μήπως τελικά είναι βαθύτερες οι αιτίες, ανάλογα με τις εμπειρίες και τα βιώματα που κουβαλάει ο καθένας, οι οποίες κρατούν τους ανθρώπους δέσμιους στο να μην αξιοποιούν την ελευθερία που έχουν; Ο τρόπος που λειτουργεί κάθε κοινωνικό πλαίσιο θεωρούμε ότι επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αξιοποιούν την ελευθερία τους να επιλέγουν. Το άτομο, όσο ικανοποιημένο και αν είναι στις βασικές του ανάγκες, όσο ελεύθερο και αυτόνομο και αν παρουσιάζεται, δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα γύρω του, από την οικογενειακή και προσωπική ιστορία ζωής και τα ειδικότερα βιώματά του. Και ακόμη και αν το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέγει και υπεύθυνο για τις επιλογές του, μια τέτοια επίγνωση μπορεί να είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη προκειμένου το άτομο να κάνει επιλογές που διευκολύνουν την αυτοπραγμάτωσή του.

Έπειτα, πώς φθάνει κάποιος στο να αποκτήσει επίγνωση του ότι ο ίδιος είναι διαμορφωτής της ζωής του, όταν όλα γύρω του υποδηλώνουν το αντίθετο; Αλλά ακόμη και στην εξαιρετική περίπτωση που ο άνθρωπος έχει επίγνωση της ελευθερίας του να επιλέγει και της ευθύνης που έχει για ό,τι συμβαίνει σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, από πού εξαρτάται ο τρόπος με τον οποίο θα αξιοποιήσει μια τέτοια επίγνωση; Το αν δηλαδή αυτή η επίγνωση θα οδηγήσει σε επιλογές που ευνοούν ή εμποδίζουν την αυτοπραγμάτωσή του; Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι που τον ωθούν στο να επιλέξει τη μία ή την άλλη κατεύθυνση

Ενδεχομένως ένα πρώτο βήμα είναι να κατανοήσει, να συνειδητοποιήσει κανείς ότι είναι ο ίδιος που τελικά αποφασίζει για τον τρόπο ζωής του. Μια επίγνωση χωρίς την οποία δεν μπορεί κανείς να πάει ουσιαστικά μπροστά, να κινητοποιηθεί και να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του. Μάλιστα, η υιοθέτηση μιας ενεργητικής στάσης απέναντι στη ζωή, στον εαυτό και στους άλλους μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα ευνοϊκή και δημιουργική για όλους.

Έπειτα, είναι σημαντικό να αναζητήσει μέσα του τους βαθύτερους λόγους, που πιθανά τον δυσκολεύουν να αξιοποιήσει την ελευθερία που διαθέτει. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επισπευθεί χρονικά και να επιτευχθεί ολοκληρωτικά στο πλαίσιο μιας θεραπευτικής διαδικασίας, την οποία έχει τη δυνατότητα να επιλέξει για τον εαυτό του. Εν τέλει, κινητοποιημένος από τη θέληση να ζήσει μια ζωή με νόημα, μακριά από κάθε μορφή εξάρτησης και χειραγώγησης, θα μπορούσε να τολμήσει να αναλάβει εξολοκλήρου την ευθύνη της ζωής του. Αξίες όπως η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια, ο αλτρουισμός, η αγάπη, ο σεβασμός, η προσφορά κ.ά. διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα βοηθητική συνθήκη, προκειμένου ο άνθρωπος να εμπιστευτεί να εκφράσει, να ρισκάρει να ξεπεράσει τον εαυτό του προς όφελος του κοινού καλού και φυσικά του δικού του.

 

Αντί επιλόγου

Έπειτα από όσα προηγήθηκαν, θεωρούμε πως πρωταρχικός σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να ζει κάθε λεπτό ελεύθερα, τίμια και υπεύθυνα. Γιατί με τον τρόπο αυτό εκπληρώνει κατά το δυνατόν περισσότερο την ίδια τη φύση, τον προορισμό του να εξελιχθεί και ζει τις συγκινήσεις που συνοδεύουν αυτή τη διαδικασία ολοκλήρωσης.

Βέβαια, η ελευθερία, η υπευθυνότητα, η αγάπη, η εσωτερική ακεραιότητα, όλα αυτά είναι ιδανικά που ποτέ κανείς δεν τα φτάνει απόλυτα. Αποτελούν, όμως, τους λόγους, τους στόχους που δίνουν νόημα στην πορεία προς την ολοκλήρωση. Όταν ο Σωκράτης περιέγραφε τον ιδεώδη τρόπο ζωής και την ιδεώδη κοινωνία, ο Γλαύκων είπε: «Σωκράτη, δεν πιστεύω πως υπάρχει μια τέτοια πόλη του Θεού πουθενά στη γη». Και ο Σωκράτης του απάντησε: «Ανεξάρτητα από το αν μια τέτοια πόλη υπάρχει στον ουρανό ή θα υπάρξει ποτέ στη γη, ο συνετός άνθρωπος πρέπει να ζήσει σύμφωνα με τα ήθη αυτής της πόλης. Γιατί μόνο έτσι θα χτίσει σωστά το σπίτι του» (May, 1981. p. 292).

Επομένως, το κουράγιο για την ζωή εξαρτάται από το πόσο ένα άτομο πιστεύει σε ένα νόημα στη ζωή του. Γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Nietzsche: «Αυτός που ξέρει το γιατί στη ζωή του, θα υπερπηδήσει και κάθε εμπόδιο για το πώς». Η φράση αυτή πολύ εύστοχα δείχνει ότι η ύπαρξη νοήματος στη ζωή του ανθρώπου, λειτουργώντας ως εσωτερική πυξίδα, του δίνει μεγάλη ελευθερία να επιλέξει με υπευθυνότητα τους τρόπους με τους οποίους θα φθάσει στο νόημα αυτό (Νέστορος, 1996, σ. 303).

 

Βιβλιογραφία

Angel, S. & Angel, P. (2010). Οι τοξικοεξαρτημένοι και οι οικογένειές τους: μια συστημική προσέγγιση (μτφρ. Α. Βερβερίδης & Δ. Σιζοπούλου, επιμ. Β. Καφταντζή). Αθήνα: University Studio Press.

Γεωργάκας, Π. (2007). Εξάρτηση, μια ατομική επιλογή. Απεξάρτηση, μια συλλογική διαδικασία. Αθήνα: Επίκεντρο.

Corsini, R. & Wedding, D. (1995). Current Psychotherapies, fifth edition. U.S.A.: F. E. Peacock Publishers.

Cushman, P. (1990). Γιατί ο Εαυτός είναι Άδειος: Προς μια Ιστορικά Τοποθετημένη Ψυχολογία (μτφρ. Ε. Αυδή). American Psychologist, 45 (5), 599-611.

Davison, G. & Neale, J. (1996). Abnormal Psychology, 7th edition. New York: John Wiley & Sons Inc.

Frankl, V. (1987). Ψυχοθεραπεία και υπαρξισμός (μτφρ. Μ. Σταύρου). Αθήνα: Ταμασός.

Ζαφειρίδης, Φ. (2005). Παραδόσεις Μαθήματος Εξαρτήσεων στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων και των Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων. Θεσσαλονίκη.

Ζαφειρίδης, Φ. (2009). Εξαρτήσεις και κοινωνία. Αθήνα: Κέδρος.

Κίρναν, Τ. (1977). Ψυχοθεραπεία (μτφρ. Τ. Μαστοράκη). Αθήνα: Επίκουρος.

Μαίη, Ρ. (1979). Υπαρξιακή Ψυχολογία (μτφρ. Τ. Μαστοράκη). Αθήνα: Επίκουρος.

Maslow, A. (1995). Ψυχολογία της Ύπαρξης (μτφρ. Σ. Ανδρεοπούλου). Αθήνα: Δίοδος.

Μάτσα, Κ. (2012). Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη: ο τοξικομανής και ο θάνατος. Αθήνα: Άγρα.

May, R. (1981). Η έρευνα του ανθρώπου για τον εαυτό του (μτφρ. Π. Βλοντάκη). Αθήνα: Κονιδάρη.

May, R., Angel, E. & Ellenberger, H. (1994). Existence, first edition. London: Jason Aronson Inc.

Μay, R. & Yalom, I. (1995). Existential psychotherapy. In R. Corsini & D. Wedding (Eds.), Current psychotherapies, 262-292. Illinois: Peacock Publishers.

Νέστορος, Ι. (1996). Συνθετική Ψυχοθεραπεία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις: οι κοινότητες της αλλαγής. Αθήνα: Τόπος.

Rogers, C. (1970). Ομάδες Συνάντησης (μτφρ. Α. Ντούργα). Αθήνα: Δίοδος.

Sartre, J. (1956). Being and nothingness. New York: Philosophical Library.

Shaffer, J. (1978). Humanistic psychology. Englewood Cliffs: Prentice Hall.

 

Print Friendly, PDF & Email