Η ισόβια ποινή στην απεξάρτηση: μια μελέτη βιογραφίας ισοβιτών σε θεραπευτική κοινότητα στην φυλακή

Χριστίνα Κελεσενλή

 

Κοινωνιολόγος, MSc Ποινικό δίκαιο και εξαρτήσεις, θεραπευτικό προσωπικό στο ΚΕΘΕΑ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ, Πέραν 53, Αμπελόκηποι, 56123 Θεσσαλονίκη

Στοιχεία επικοινωνίας: email: kelesenlix@yahoo.gr

 

Περίληψη
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της πορείας της ζωής των μελών της Θεραπευτικής Κοινότητας ενός προγράμματος του ΚΕΘΕΑ σε σωφρονιστικό κατάστημα που έχουν καταδικαστεί με ισόβια ποινή και η ανάδειξη των νομικών και θεραπευτικών αναγκών αυτού του ιδιαίτερου πληθυσμού.
Σχεδιασμός: Ως ερευνητική μέθοδος επιλέχθηκε η βιογραφική-ερμηνευτική και το υλικό αποτελείται από τις γραπτές βιογραφίες και τις ατομικές συνεντεύξεις εγκλείστων.
Συμμετέχοντες: 5 μέλη της Θεραπευτικής Κοινότητας ΚΕΘΕΑ στο σωφρονιστικό κατάστημα που είναι καταδικασμένοι με ισόβια ποινή.
Ευρήματα: Τα ευρήματα που προέκυψαν κατά την επεξεργασία των δεδομένων οδηγούν στην διαπίστωση κοινών στοιχείων στην ζωή όλων των συμμετεχόντων, παρά το γεγονός ότι κάθε βιογραφική αφήγηση αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στην ολότητά της. Κοινός τόπος σε όλες τις βιογραφίες είναι το στοιχείο των αλλεπάλληλων βιογραφικών ρήξεων στην πορεία της ζωής τους, που συντελούνται μέσω της αναγκαστικής μετανάστευσης, της εμπλοκής με την εξάρτηση και την παραβατικότητα και του εγκλεισμού. Η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός είναι το στοιχείο που εξελίσσεται και ενισχύεται κατά την εξέλιξη του βίου. Τέλος, η Θεραπευτική Κοινότητα αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου η κατακερματισμένη ταυτότητα αναδομείται και μετασχηματίζεται.
Λέξεις κλειδιά: ισόβια ποινή, Θεραπευτική Κοινότητα, βιογραφική-ερμηνευτική μέθοδος, βιογραφική ρήξη.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα μελέτη αφορά την περίπτωση των έγκλειστων καταδικασμένων με ισόβια ποινή που συμμετέχουν σε ένα Θεραπευτικό Πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ εντός σωφρονιστικού καταστήματος κράτησης. Το υπό διερεύνηση δίλημμα αφορά το οξύμωρο σχήμα της συμμετοχής των ατόμων με ισόβιες ποινές σε μια διαδικασία θεραπείας, της οποίας ο χρόνος ολοκλήρωσης για τις περιπτώσεις αυτές είναι απροσδιόριστος. Η παρούσα εργασία στοχεύει να αναδείξει την προβληματική που γεννάται μεταξύ των δύο διαφορετικών θεωρητικών πλαισίων. Αφενός του νομικού πλαισίου, που καλύπτει την ποινική αντιμετώπιση των αδικημάτων που επισύρουν ισόβιες ποινές και αφετέρου του θεραπευτικού πλαισίου και του δικαιώματος στην υγεία και στην θεραπεία για τους εξαρτημένους δράστες.

 

ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΒΙΑ ΚΑΘΕΙΡΞΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Αν και ο όρος “ισόβια κάθειρξη” παραπέμπει σε εφ’όρου ζωής κράτηση, λίγοι είναι οι άνθρωποι που θα μείνουν στην φυλακή για όλη την ζωή τους (Liem & Elbers, 2015) καθώς στις περισσότερες χώρες υπάρχει το δικαίωμα της αποφυλάκισης υπό όρους. Ωστόσο, η επιβολή της ισόβιας ποινής παρουσιάζει κάποιες αυξητικές τάσεις που συγκλίνουν και εμφανίζονται κοινές παρά τις διαφορές των εκάστοτε νομικών συστημάτων. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό των αδικημάτων γύρω από τα ναρκωτικά αλλά και των εγκλημάτων βίας από εξαρτημένους, παρουσιάζει κοινά σημεία και συνδέεται με την επιβολή της ισόβιας ποινής.

Η διεθνής εμπειρία στον χώρο της ποινικής καταστολής, αναδεικνύει την τάση της αυστηροποίησης των ποινών για αδικήματα που σχετίζονται τόσο με ναρκωτικά όσο και με βίαια αδικήματα (κυρίως ανθρωποκτονίες) και αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας (International Center for Prison Studies, World Prison Brief Online, 2015).

Οι Η.Π.Α., λόγω της ποινικής τους νομοθεσίας (National Research Council, 2014), διατηρούν το προβάδισμα στον ρυθμό ανάπτυξης της φυλάκισης και των μέσων όρων παραμονής στην φυλακή. Μεταξύ του 1990 ως το 2009, ο μέσος όρος παραμονής στην φυλακή αυξήθηκε κατά 37% για βίαια εγκλήματα, 36% για εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά και 24% για εγκλήματα κατά της περιουσίας (Pew Center on the States, 2012). Επιπλέον, ξεχωρίζουν και λόγω της μεγάλης χρήσης της ισόβιας ποινής –κυρίως της ισόβιας χωρίς την δυνατότητα αναστολής. Στον αντίποδα βρίσκονται κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία στις οποίες η ισόβια ποινή θεωρείται αντισυνταγματική, (Nellis, 2013).

Η σχέση των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας με την εξάρτηση από την χρήση ουσιών είναι πολύ συχνή (Παρασκευόπουλος, 2014; Πουλόπουλος, 2011; Κουκουτσάκη, 2002). Επίσης, η αύξηση των βίαιων εγκλημάτων σχετίζεται με τον τρόπο ζωής των εξαρτημένων (SAMHSA, 2005) αλλά και με τις επιπτώσεις συγκεκριμένων ναρκωτικών, κυρίως τα χημικά, τα οποία επιδρούν αρνητικά και μεταβάλουν την ικανότητα του ατόμου να αξιολογεί, να ελέγχει και να ανακόπτει τάσεις βίαιης συμπεριφοράς (Φουρλοπούλου, 2005).

Η Ελλάδα, λόγω της αυξημένης εισροής μεταναστών, καθίσταται χώρα υποδοχής. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αθρόα εισροή πολλών αλλοδαπών στις ελληνικές φυλακές (Lianos, 2001; Akritidou, Antonopoulou & Pitsela, 2007). Οι αλλαγές αυτές ακολουθούν τις σωφρονιστικές τάσεις της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης και συνδέονται με την ποινική αντίδραση του εγκλεισμού σε αδικήματα αλλοδαπών και χρηστών ναρκωτικών ουσιών, όπως και με την τάση επιβολής μακροχρόνιων ποινών και αύξησης του χρόνου κράτησης.

Το ποσοστό καταδίκης με ισόβια κάθειρξη το 2003 ήταν 7,1% έναντι του συνολικού ποσοστού των κρατουμένων, ενώ κατά την 1/1/2017 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 9,8% (Υπουργείο Δικαιοσύνης, 2017). Οι κρατούμενοι για αδικήματα σχετικά με την νομοθεσία των ναρκωτικών το 2003 εκπροσωπούσαν το 40% του συνολικού πληθυσμού των κρατουμένων, ενώ κατά την 1/1/2017 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 21,2%. Τα ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά μετά την ψήφιση του Ν.4139 (2013) λόγω των ευεργετικών ρυθμίσεων που καθιέρωσε. Τέλος, σε σχέση με το ποσοστό των αλλοδαπών κρατουμένων, πριν από 1990 κυμαίνονταν κάτω από το 20% ενώ κατά την 1/1/2017 το ποσοστό ήταν 54,3%, με τους αλλοδαπούς κρατούμενους να αποτελούν κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό στις ελληνικές φυλακές.

Οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η προκατάληψη των αστυνομικών αρχών και της ποινικής δικαιοσύνης είναι κάποιοι από τους παράγοντες που ενίσχυσαν την αποδιδόμενη στους αλλοδαπούς εγκληματική δραστηριότητα και στην αύξηση της τιμωρητικότητας του ποινικού συστήματος. Επιπλέον, στην επιβολή αυστηρότερων ποινών στους αλλοδαπούς, συγκριτικά με τους ημεδαπούς, συντέλεσαν και κάποια διαδικαστικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι πολύ συχνά οι αλλοδαποί δεν διαθέτουν συνήγορο υπεράσπισης (Akritidou, Antonopoulou & Pitsela, 2007), αποτελούν μια ομάδα περιθωριοποιημένη που υφίσταται τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ρατσισμό και αποτελούν συχνά, κυρίως σε περιόδους κρίσης, τα εξιλαστήρια θύματα (Πουλόπουλος, 2011).

 

ΟΙ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ ΙΣΟΒΙΤΕΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Ο εγκλεισμός στοχεύει αποκλειστικά στην στέρηση της ελευθερίας. Οι κρατούμενοι αν και υφίστανται την ποινή της στέρησης της ελευθερίας δεν παύουν να είναι φορείς δικαιωμάτων (Human Rights Council, 2011).

Οι εξαρτημένοι ισοβίτες αποτελούν μια ομάδα που τελεί κάτω από έναν ιδιότυπο βαθμό περιθωριοποίησης καθώς αποτελούν το έσχατο περιθώριο σε μια ήδη περιθωριοποιημένη κατηγορία ατόμων. Ο εξαρτημένος ισοβίτης βιώνει τον στιγματισμό από την θέση του εξαρτημένου, από την θέση του ισοβίτη, και σε πολλές περιπτώσεις αλλοδαπών, βιώνει και τον ρατσισμό. Επιπλέον, η κοινωνική και ηθική απαξίωση για τα άτομα αυτά, από την θέση που βρίσκονται, τα καθιστά πολλές φορές ευάλωτα και συχνά αντιμετωπίζονται ως ανάξιοι φορείς δικαιωμάτων.

Η ισόβια ποινή έχει τεθεί υπό έντονη αμφισβήτηση (Nellis, 2013) και σε πολλές χώρες ζητείται ή έχει ήδη εφαρμοστεί η πλήρης κατάργησή της. Ο σκληρός χαρακτήρας της ισόβιας ποινής, αμβλύνεται ως ένα βαθμό, από την εφαρμογή θεσμών όπως η χάρη και η υφ’όρον απόλυση (Κουράκης, 2008). Ωστόσο, τόσο η χορήγηση χάρης, η οποία δύναται να αιτηθεί σε τελικό βαθμό από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, όσο και η υφ’όρον απόλυση, η οποία πολλές φορές εξαρτάται από την ενίοτε φειδωλή εφαρμογή του δικαστικού συμβουλίου, δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το πρόβλημα, ούτε παρέχουν τις εγγυήσεις για μια επί ίσης βάσης μεταχείριση των ισοβιτών κρατουμένων (Κουράκης, 2008).

Από σωφρονιστική άποψη, ο εγκλεισμός επί σειρά ετών οδηγεί σε βαθμιαία αποσύνθεση και καταρράκωση της προσωπικότητας. Η κοινωνική και ψυχική καταστροφή του εγκληματία, έστω και αν θεωρείται ως μορφή “απάντησης” της κοινωνίας στην βαριά προσβολή των αξιών της, δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο από τους βασικούς σκοπούς που καλείται να εξυπηρετήσει η ποινή (Κουράκης, 2008).

Για να εναρμονιστεί η ποινή της ισόβιας σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι απαραίτητο να καθιερωθούν περιοδικές αξιολογήσεις και να προσφέρονται οι πιθανότητες για απόλυση υπό όρους. Αφενός, οι περιοδικές αξιολογήσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν στην ισόβια ποινή. Μέσα από αυτό, όχι μόνο θα δοθεί ελπίδα για μια μελλοντική αποφυλάκιση στους ισοβίτες που εκτίουν αμετάβλητες ποινές, αλλά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως κίνητρο για καλή διαγωγή, για αυτοβελτίωση και θα δώσουν νόημα στον χρόνο που εκτίεται (Liem & Elbers, 2015). Αφετέρου, η απόλυση υπό όρους θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ως εναλλακτική της ποινής. Οι ισοβίτες που δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και έχουν ήδη εκτίσει μέρος της ποινής τους θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα εναλλακτικών μορφών τιμωρίας (Human Rights Watch, 2012).

 

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΥΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥΣ
Στην Ελλάδα οι αλλαγές που επήλθαν με τον Ν.4139 (2013), εισήγαγαν νέα ριζικά νομοθετήματα τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αντιμετώπιση του εξαρτημένου στην νομοθεσία για τα ναρκωτικά έχει χαρακτήρα ανθρωποκεντρικό και δίνει βαρύτητα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αλληλεπιδρούν μεταξύ εξάρτησης και ψυχολογικού, κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος (Παρασκευόπουλος, 2014).

Ο Ν. 4139 (2013) (και οι τροποποιήσεις σε αυτόν με τον N. 4322 του 2015) αντιμετωπίζει δύο βασικά κενά της προγενέστερης νομοθεσίας. Το πρώτο αφορά στην έλλειψη των εναλλακτικών μέτρων των δικαστών που έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες περιπτώσεις και το δεύτερο αφορά στην προβληματική διαδικασία διάγνωσης της εξάρτησης η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής όλων των ρυθμίσεων απεξάρτησης αντί ποινής. Επιπλέον, εισάγεται η δυνατότητα παρακολούθησης θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εφ’όσον κάποιος το επιθυμεί, (Κοσμάτος, 2013)

Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα στη θεραπεία και την υγεία (σωματική και ψυχική) είναι θεσμικά αναγνωρισμένο (Διακήρυξης της Βιέννης, 1993) και μπορεί να υλοποιηθεί μόνο έξω από τη φυλακή, εκεί δηλαδή που βρίσκονται οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που γεννούν την εξάρτηση και μέσω της αντιμετώπισής τους μπορεί να επιτευχθεί μια ουσιαστική θεραπευτική παρέμβαση με αποτέλεσμα την τελική ψυχολογική απεξάρτηση. Έτσι, μέσω των προβλέψεων συμμετοχής σε συμβουλευτικά και θεραπευτικά προγράμματα εντός των φυλακών, ως στάδιο προετοιμασίας αλλά και απόδειξη της προσπάθειας αλλαγής της νοοτροπίας εκ μέρους του κρατουμένου, απορρέουν τα μέτρα εκείνα που θα τον οδηγήσουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης εκτός των καταστημάτων κράτησης –π.χ. μέσω της ειδικής υφ’όρον απόλυσης– και μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος σε μέτρα ενίσχυσης και διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης –π.χ. αναβολή και αποχή της ποινικής δίωξης, (Παρασκευόπουλος & Κοσμάτος, 2013).

Οι διατάξεις του Ν. 4139 (2013) προσφέρουν σε όλους τους εξαρτημένους κρατούμενους το δικαίωμα στην υγεία και την θεραπεία, παρέχοντάς τους την δυνατότητα παρακολούθησης θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Για τους κρατούμενους με ισόβια ποινή, η ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς το κομμάτι της επανένταξης, δεν μπορεί να επιτευχθεί λόγω της φύσης της ποινής τους. Μολαταύτα, η εξάρτηση είναι ένα πρόβλημα που αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα και ουσιαστικά μπορεί να αποβεί μοιραίο τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία (Παρασκευόπουλος, 2014).

 

Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΤΩΝ ΙΣΟΒΙΤΩΝ
Η έρευνα σχετικά με τα άτομα που κρατούνται με ισόβιες ποινές είναι περιορισμένη. Στην βιβλιογραφική ανασκόπηση των Kazemian & Travis (2015) γίνεται αναφορά σε μια σειρά από περιορισμούς σε σχέση με την έρευνα του συγκεκριμένου πληθυσμού. Αρχικά, πολλές από τις σχετικές έρευνες διαφέρουν σε σχέση με το κράτος και το ποινικό σύστημα στο οποίο διεξήχθησαν με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της φυλακής να διαφέρει τόσο σε μέγεθος, όσο και σε εθνική σύνθεση. Επίσης, ορισμός της ισόβιας ή μακροχρόνιας ποινής διαφοροποιείται και επιπλέον πολλές από αυτές τις έρευνες έχουν βασιστεί σε δεδομένα που συλλέχθηκαν πριν από δεκαετίες με αποτέλεσμα τα τωρινά σωφρονιστικά συστήματα να διαφέρουν από εκείνες τις εποχές. Τέλος, αναφέρουν πως η σημαντική αύξηση των ατόμων που φυλακίζονται και του μεγέθους των ποινών που αποδίδονται έχει οδηγήσει σε νέα σειρά προβλημάτων όπως η διαχείριση του υπερσυνωστισμού των φυλακών, έλλειψη οικονομικών πόρων και περιορισμένη πρόσβαση σε προγράμματα και υπηρεσίες.

 

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
Οι πιθανές συνέπειες του εγκλεισμού έχουν αναλυθεί σε πολλές έρευνες. Ο Jewkes (2005), έχει γράψει σχετικά με τις εμπειρίες απώλειας των ισοβιτών και τις συνέπειες που επιφέρει ο μακροχρόνιος εγκλεισμός στην διατάραξη της κανονικότητας της ζωής από φυσιολογικά γεγονότα όπως η συμμετοχή στην εργασία, ο γάμος ή η μακροχρόνια σχέση, η ανατροφή των παιδιών. Το μόνιμο αίσθημα της μοναξιάς, οι οικογενειακοί δεσμοί που φθίνουν μέσα στον χρόνο, η απώλεια των συντρόφων, η συνύπαρξη με αγνώστους που διαφέρουν και η ρουτίνα του εγκλεισμού μπορούν να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στους κρατούμενους (Johnson & Mc Gunigall-Smith, 2008).

Ο Liebling (2011:536) περιγράφει “καινούργιο και διαφορετικό είδος πόνου του εγκλεισμού” το οποίο εμπεριέχει ένα είδος υπαρξιακής κρίσης της ταυτότητας που απορρέει από το μήκος και την αβεβαιότητα των ποινών και επιπλέον από τις περιορισμένες, διαθέσιμες εγκαταστάσεις.

Παρόμοια ευρήματα συνδέουν την άμεση και χρόνια επιρροή του εγκλεισμού με την βαριά κατάθλιψη (Wildeman, Schnittker & Turney, 2012), ενώ άλλες έρευνες στην Αμερική και στον Καναδά έχουν δείξει ότι οι ισοβίτες εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών και ανθρωποκτονιών κατά τον εγκλεισμό (Mumola, 2005; Gabor, 2007). Επιπλέον, ευρήματα συσχετίζουν τα άτομα που έχουν ιστορικό εγκλεισμών με υψηλούς δείκτες έκθεσης σε πρόωρους παράγοντες κινδύνου, όπως η χρήση ουσιών, η παιδική κακοποίηση και παραμέληση και η παιδική φτώχια (Schnittker, Massoglia & Uggen, 2012).

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΣΟΒΙΤΕΣ
Η σωφρονιστική πολιτική έχει παραβλέψει τις ιδιαίτερες ανάγκες των έγκλειστων ισοβιτών και τα όποια προγράμματα λειτουργούν εντός των φυλακών δεν έχουν σχεδιαστεί για τις ανάγκες αυτού του πληθυσμού.

Τα προγράμματα που υλοποιούνται στις φυλακές προσανατολίζονται περισσότερο στο αποτέλεσμα και στον επανεγκλεισμό ως δείκτη επιτυχίας ή αποτυχίας. Μια πολιτική που εστιάζει μόνο σε αυτόν τον παράγοντα, αγνοεί την αλλαγή και την πρόοδο που συντελείται σε άλλα επίπεδα και αφορούν σε συμπεριφορικά, γνωστικά και κοινωνικά αποτελέσματα.

Έρευνες έχουν δείξει ότι οι εγκληματικές σταδιοδρομίες χαρακτηρίζονται από πολλές περιόδους αποχής και κάποιοι ερευνητές έχουν αναγνωρίσει την σημασία του να αντιλαμβάνονται την αλλαγή ως μια σταδιακή διαδικασία. (Bottoms, Shapland, Costello, Holmes & Muir 2004; Kazemian, 2007; Maruna, 2001). Οι παρεμβάσεις που επικεντρώνονται μόνο στα τελευταία στάδια έκτισης της ποινής, προσφέρουν περιορισμένη καθοδήγηση και υποστήριξη και παραμελούν να προσφέρουν υποστήριξη και ενίσχυση κατά τις περιόδους που είναι περισσότερο αναγκαία.

Ωστόσο, η σημασία του μετασχηματισμού της ταυτότητας στην διαδικασία της αποχής έχει επισημανθεί από διάφορες έρευνες (Maruna, 2001; Burnett, 2004). Το περιβάλλον στις περισσότερες φυλακές δεν είναι το ιδανικό για την ανάπτυξη και την ενίσχυση μιας θετικής εικόνας και ταυτότητας. Για να επιτευχθεί η αλλαγή των επιβλαβών συμπεριφορών και στάσεων, οι κρατούμενοι πρέπει να εκτίθενται σε κοινωνικά αποδεκτές εναλλακτικές.

Σε άλλες έρευνες, φαίνεται ότι μόλις το άτομο αποδεχτεί το γεγονός ότι θα είναι φυλακισμένο για σημαντικά μεγάλο διάστημα, υπάρχει πιθανότητα να αναζητήσει νέο νόημα για την ζωή του (Carceral, 2006; Hassine, 2004). Σημαντική γνωστική και συμπεριφορική αλλαγή μπορεί να προκύψει από επαρκή στήριξη του προσωπικού όπως και από την δυνατότητα πρόσβασης σε προγράμματα και δράσεις που ενισχύουν την προσωπική ανάπτυξη (Toch, 2010).

Τέλος, η επανένταξη των ισοβιτών κρίνεται από τα συμβούλια των φυλακών και είναι ιδιαίτερα δύσκολη σε όσους έχουν ιστορικό βίας και σοβαρούς ποινικούς όρους. Η εξασφάλιση της ασφαλούς μετάβασης στην κοινωνίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Οι ισοβίτες πρέπει να προσαρμοστούν σε μια κοινωνία που έχει αλλάξει κατά τον χρόνο του εγκλεισμού τους και επιπλέον, ο εγκλεισμός έχει προκαλέσει ιδρυματοποίηση και άλλες επιβλαβείς συνέπειες (Haney, 2008). Σε πολλές περιπτώσεις η οικογένεια και τα κοινωνικά δίκτυά τους έχουν εξαφανιστεί και επίσης, κάποιοι στερούνται από κοινωνικές και επαγγελματικές δεξιότητες οι οποίες είναι αναγκαίες για την επιτυχή επανένταξή τους στην κοινωνία.

 

ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΟΒΙΤΩΝ
Ένα κομμάτι της έρευνας αφορά στο ποιοτικό στοιχείο και αναφέρεται στο υποκειμενικό βίωμα της ισόβιας ποινής από τους ίδιους τους ισοβίτες, παρουσιάζοντας τους τρόπους με τους οποίους συγκροτούν νέα νοήματα και προσαρμογές στην πραγματικότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν (Johnson & McGunigall-Smith, 2008; Crewe, Hulley & Wright, 2016), όπως και στην αξία της ποιοτικής έρευνας στον πληθυσμό αυτό, τόσο για τους ίδιους όσο και για το επιστημονικό προσωπικό που σχετίζεται με την διαχείριση και την φροντίδα τους.

O Fraley (2001), τονίζει ότι είναι πολύ δύσκολο για τους δράστες βίαιων εγκλημάτων να συμφιλιωθούν με τα θύματά τους και αναζητούν άλλους τρόπους εξιλέωσης. Για παράδειγμα οι ισοβίτες στην έρευνα του Liem & Richardson’s (2014) συνειδητοποίησαν ότι είναι αδύνατον να συμφιλιωθούν με τα θύματά τους άμεσα και έτσι επικεντρώθηκαν στις προσπάθειες να καθοδηγήσουν νέους σε κίνδυνο ώστε να τους αποτρέψουν να ακολουθήσουν βήματα σαν τα δικά τους. Οι προσπάθειες αυτές σύμφωνα με άλλες έρευνες λειτουργούν και ως τρόπος αντιστροφής του αρνητικού στίγματος και των στερεοτύπων που απορρέουν σχετικά με το αδίκημα και την ποινή.

Ο Cressey (1955), ερεύνησε την σημασία των ομαδικών παρεμβάσεων στο περιβάλλον της φυλακής. Ο Riessman (1965) αργότερα, τόνισε τα οφέλη της αρχής της θεραπείας από τον ρόλο του “βοηθού”, αναφερόμενος στα θετικά αποτελέσματα των ατόμων που προέκυπταν ως αποτέλεσμα του να βρίσκονται στον ρόλο του “βοηθού”. Τα αποτελέσματα αυτά αφορούσαν την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, την βελτιωμένη διάθεση και ψυχολογική ευεξία, μια ενισχυμένη αίσθηση σκοπού και νοήματος, την ανάπτυξη νέας ταυτότητας και την θετική αντίδραση και θεραπεία που απορρέει ως αποτέλεσμα του νέου ρόλου (Piliavin, 2003; Skovholt, 1974).

Το μοντέλο της Θεραπευτικής Κοινότητας είναι ένα καλό παράδειγμα παρέμβασης που βοηθά τόσο τον βοηθό όσο τον βοηθούμενο (De Leon, 2000). Έρευνα στις θεραπευτικές Κοινότητας της Αγγλίας (Stevens, 2014) παρουσιάζει την αποτελεσματικότητα των Κοινοτήτων αυτών σε σχέση με την αποχή και την ανακατασκευή των ταυτοτήτων των κρατουμένων μέσα σε μια διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού και απόρριψης του παλιού εαυτού. Η πρόκληση είναι το σύστημα της φυλακής να βοηθήσει τους απόφοιτους να διατηρήσουν και να εξελίξουν την θετική αλλαγή τους στο υπόλοιπο της ποινής τους και της επανένταξής τους. Επιπλέον, η έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης στις φυλακές αναδεικνύει ως σημαντικό θετικό στοιχείο την συμμετοχή των ισοβιτών, που έχουν ολοκληρώσει το πρόγραμμα και έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα, σε ρόλους συνθεραπευτή και πρότυπου για τα άλλα μέλη στην θεραπεία (Canode, 2007; SAMHSA, 2005; Wexler, Melnick, & Cao, 2004).

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Στόχος της παρούσας έρευνας είναι η ανάδειξη του υποκειμενικού βιώματος των ατόμων που έχουν καταδικαστεί με ισόβια κάθειρξη και παράλληλα βρίσκονται σε μια θεραπευτική κοινότητα εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, βιώνοντας την θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης.

Τα ερευνητικά ερωτήματα που καλείται να απαντήσει πιο συγκεκριμένα η εργασία αυτή είναι:

  1. Με ποιους τρόπους τα υποκείμενα βίωσαν συγκεκριμένες μεταβολές στην ιστορία της ζωής τους;
  2. Πως οικοδομείται η αφήγηση ζωής τους και πως εμπεριέχεται σε αυτήν ο εγκλεισμός που βιώνουν;
  3. Ποιες στρατηγικές οργανώνουν για να ανταπεξέλθουν στην παρούσα πραγματικότητα;
  4. Ποιο νόημα ή σημασία αποδίδουν στην προσπάθεια που κάνουν στην θεραπευτική κοινότητα;

Επιλέχθηκε για αυτόν τον σκοπό η προσέγγιση της βιογραφικής-αφηγηματικής συνέντευξης. Επιπλέον, οι βιογραφίες των συμμετεχόντων αναλύονται και ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της βιογραφικής ρήξης.

 

Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ “ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΡΗΞΗΣ”
Με τον όρο βιογραφική προσέγγιση περιγράφεται ένα πολυσχιδές πεδίο ερευνητικής δραστηριότητας, στο οποίο διαφορετικές μεθοδολογικές προτάσεις και ερευνητικές πρακτικές συνυπάρχουν, αντιπαρατιθέμενες και αλληλοσυμπληρούμενες (Τσιώλης, 2006). Δίνεται έμφαση στην “φωνή” των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων, στην δική τους ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας καθώς και στις αναπαραστάσεις των προσωπικών και συλλογικών εμπειριών τους (Ιωσηφίδης, 2003).

Η επιλογή της μεθόδου συνάδει με τους ερευνητικούς στόχους καθώς μέσα από την περιγραφή και εξιστόρηση των βιογραφιών των συμμετεχόντων θα αναδειχθούν, μέσα από μια ολιστική θεώρηση της βιογραφίας τους, ζητήματα νοηματοδότησης και συγκρότησης της ατομικής ταυτότητας σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο.

Η προσέγγιση της έρευνας υπό το πρίσμα της βιογραφικής ρήξης έγινε καθώς ο εγκλεισμός είναι στοιχείο που αποτελεί τομή στον χρόνο και οδηγεί το άτομο σε μια ουσιαστική διάκριση των βιωμένων εμπειριών σε ένα βιογραφικό “πριν” και ένα “μετά” (Σαββάκης & Τζανάκης, 2002). Η βιογραφική αφήγηση σε αυτές τις περιπτώσεις παρουσιάζει μια ασυνέχεια και οι πηγές του εαυτού ανευρίσκονται σε δύο διακριτούς μεταξύ τους ορίζοντες νοήματος. Η διαχείριση αυτής της ασυνέχειας είναι δυσκολότερη όταν προϋπάρχουν ή ακολουθούν γεγονότα που προκαλούν ενίσχυση του χάσματος της ρήξης και συνοδεύονται από “καθοδική κοινωνική κινητικότητα”. Ως συνέπεια, το ρήγμα ή τα ρήγματα στις ατομικές ιστορίες έχουν ως αποτέλεσμα την αποδόμηση της ταυτότητας του ατόμου (Τζανάκης & Σαββάκης, 2003).

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ο πληθυσμός μελέτης ήταν πέντε μέλη μιας Θεραπευτικής Κοινότητας του ΚΕΘΕΑ σε γενικό κατάστημα κράτησης που εκτίουν ποινές ισόβιας κάθειρξης. Από αυτούς, οι τέσσερις είναι αλλοδαποί και ο ένας είναι Έλληνας παλιννοστούν. Επιπλέον οι δύο έχουν καταδικαστεί για βίαια εγκλήματα (ανθρωποκτονία) και οι υπόλοιποι τρεις για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά.

Ο χώρος που έλαβαν μέρος οι συνεντεύξεις είναι οι εγκαταστάσεις της Θεραπευτικής Κοινότητας του ΚΕΘΕΑ στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης.

Η συμμετοχή στην έρευνα ήταν εθελοντική και υπογραμμίζεται ότι βασικό στοιχείο αποτελεί η προστασία των συμμετεχόντων και η διατήρηση της ανωνυμίας τους. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιούνται ψευδώνυμα και αποφεύγεται η αναφορά σε στοιχεία που ενδέχεται να αποκαλύψουν την ταυτότητα των συμμετεχόντων.

Κατόπιν ανάλυσης όλων των βιογραφιών επιλέχθηκε για εμβάθυνση και πληρέστερη παρουσίαση της μεθόδου, η βιογραφία του συμμετέχοντα με το ψευδώνυμο “Οδυσσέας”. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω του πληροφοριακού και εκφραστικού της πλούτου, της λογοτεχνικής της αρτιότητας και των ευρύτατων κοινωνικών και πολιτισμικών της αναφορών.

 

Η περίπτωση του Οδυσσέα
Η αφήγηση του Οδυσσέα ξεκινά με την αναφορά του τόπου καταγωγής και την κοινωνική κατάσταση της οικογένειας. Κάνει αναφορά στην ιστορική γραμμή της οικογένειάς του και μέσω αυτού γίνεται εμφανές πως η καταγωγή και η οικογένεια είναι στοιχεία σημαντικά για την διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Κατά την περιγραφή των παιδικών του χρόνων, ο Οδυσσέας, περιγράφει το υψηλό μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας και την ευνοϊκή θέση που είχε, ως ο μοναδικός γιός. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευχάριστα και είχε όλες τις προοπτικές για να λάβει εξαιρετική μόρφωση και παιδεία.

Ωστόσο, η πτώση του κομουνισμού και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, τον βρίσκει στην ηλικία της εφηβείας και βιώνεται ως ισχυρή και καθοριστική βιογραφική ρήξη. Η γενικότερη έκπτωση και αλλοτρίωση των αξιών τον ωθεί στην υιοθέτηση ριζοσπαστικών δράσεων και συμπεριφορών που αφενός είναι επιλογές ανάγκης, αφετέρου τον αποξενώνουν από την πρότερη ταυτότητά του.

Η μετανάστευση δεν αργεί να ακολουθήσει και ο Οδυσσέας έρχεται στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα και η ταυτότητα του μετανάστη, περιγράφονται με πολύ γλαφυρό τρόπο. Ο Οδυσσέας, ο λαμπρός και ευφυής νέος με τις πολλές προοπτικές, αφανίζεται και συγχωνεύεται στην ταυτότητα του “παρείσακτου μετανάστη”.

Οι δράσεις που ανέλαβε σχετίζονταν με την εξοικείωση στην ελληνική πραγματικότητα και την εκμάθηση της γλώσσας και της κουλτούρας των ντόπιων.

Στην πορεία θα παντρευτεί και θα κάνει 3 παιδιά. Η σύζυγος γνωρίζει για την εξάρτηση του Οδυσσέα και τον στηρίζει. Ο Οδυσσέας ως πατέρας πλέον, προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και να ελέγξει την εξάρτησή του.

Την περίοδο αυτή συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ενώ βρίσκεται σε πολύ ευάλωτη κατάσταση. Ο εγκλεισμός τον βρίσκει σε ηλικία … ετών και βιώνεται ως ισχυρό πλήγμα στην ζωή, την αυτοεκτίμηση και την βιογραφική του πορεία γενικότερα.

Εντός της φυλακής εντάσσεται πραγματικά αλλά και στερεοτυπικά στην ομάδα των ομοεθνών του, με τις αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις που σχετίζονται με αυτήν. Προσπαθεί να αντλήσει δύναμη μέσα από δραστηριότητες πνευματικές (διάβασμα, προσευχή) και αναζητά υποστήριξη από βοηθητικά δίκτυα εντός της φυλακής.

Έτσι, ξεκινά και τις ομάδες συμβουλευτικής του ΚΕΘΕΑ τις οποίες ολοκληρώνει και εντάσσεται στην Θεραπευτική Κοινότητα του προγράμματος του ΚΕΘΕΑ. Εκεί, και κάτω από το πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας, αρχίζει να νοηματοδοτεί διαφορετικά τόσο την παρούσα κατάσταση, όσο και την εξέλιξη της ζωής του συνολικά.

Στην ερώτηση που του έγινε σχετικά με την διαδικασία του δικαστηρίου και την ισόβια ποινή που του επιβλήθηκε, κάνει αναφορά για το αίσθημα της αδικίας και της προκατάληψης που ένοιωσε λόγω της καταγωγής του και για την κούραση που αισθάνεται για όλα όσα έχει βιώσει. Η ποινή που του επιβλήθηκε τον ανάγκασε να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές του και να αναζητήσει μηχανισμούς ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην μεγάλη πορεία που έχει να διανύσει εντός της φυλακής. Ενώ αρχικά υιοθέτησε αμυντικές στρατηγικές σύμφωνα με την κουλτούρα της φυλακής, στην πορεία και ως μέλος πλέον της Θεραπευτικής Κοινότητας, ο προσανατολισμός του άλλαξε και αναζητά πλέον την απεξάρτηση πέρα από τις ουσίες και τον εγκλεισμό, σε ένα βαθύτερο πνευματικό επίπεδο.

 

ΕΠΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Ο Οδυσσέας είναι ο πρωτότοκος και μοναδικός γιός μιας πενταμελούς οικογένειας από μια πρώην σοβιετική δημοκρατία. Η οικογένειά του διακατέχεται από το παραδοσιακό, πατριαρχικό μοντέλο. Το στοιχείο με το οποίο προσδιορίζει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, ο Οδυσσέας, είναι αυτό της γεωγραφικής αλλά και κοινωνικής τοποθέτησης. Η οικογένειά του άνηκε στα ανώτερα μεσαία στρώματα. Επιπλέον, οι γονείς του Οδυσσέα είναι μορφωμένοι σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής.

“Δηλαδή, η οικογένειά μου, αν μπορούσα να πω, άνηκε σε ανώτερο στρώμα της μεσαίας τάξης κάποτε.”

Ο Οδυσσέας, σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα της οικογένειας θα λάβει καλή εκπαίδευση και θα έχει την εύνοια της οικογένειας καθώς οι προσδοκίες όλων εναποτίθενται σε αυτόν, ως συνεχιστή της οικογενειακής γραμμής.

“Πρέπει, οπωσδήποτε, να παραδεχθώ ότι σε σχέση με τις μικρότερες αδελφές μου είχα ευνοϊκότερη αντιμετώπιση μέσα στην οικογένεια.”

Η εφηβεία βρίσκει τον Οδυσσέα να έχει όλες τις προοπτικές και τις δυνατότητες για μια λαμπρή εξέλιξη στην ζωή του. Ωστόσο, η πτώση του κομουνισμού και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε αμέσως μετά, ανακόπτουν την πορεία και τα όνειρά του. Η ταυτότητά του βρίσκεται σε ρήξη και η ατομικότητα χάνεται μέσα στην γενική ανατροπή της καθημερινότητας.

“Ξαφνικά, απαξιώθηκαν τα πάντα και έπρεπε κάποιος να είναι πραγματικά σκληρός για να επιβιώνει μέσα σ’αυτό το χαλασμό. Μέχρι 15-16 χρονών υπάρχει εξέλιξη στη ζωή μου και από εκεί κι ύστερα σαν να έχει σταματήσει το ρολόι.”

“Έπρεπε να προσαρμοστώ στα καινούργια δεδομένα και ό,τι είχα μάθε μέχρι τότες ήτανε άχρηστα στην καθημερινότητα μου.”

Λόγω των συνθηκών αυτών η οικογένεια μεταναστεύει στην Ελλάδα. Εκεί ο Οδυσσέας θα βιώσει τη συνέχεια στην ρήξη της ταυτότητάς του. Στοιχεία όπως η εθνική ταυτότητα, η ταυτότητα του πολίτη και η καταγωγή, εκμηδενίζονται στο νέο περιβάλλον το οποίο είναι εχθρικό, με διαφορετικό τρόπο, από το περιβάλλον από το οποίο έφυγε. Ο ρατσισμός και οι στερεότυπες αντιλήψεις για τους μετανάστες που εισέρευσαν μαζικά εκείνη την εποχή, περιθωριοποιούν τον Οδυσσέα σε πολλά επίπεδα.

“Ήμουν ένας μετανάστης από τους πολλούς άλλους. Τα πρώτα μου χρόνια στην Ελλάδα μπορώ να χαρακτηρίσω πως έζησα γεμάτος μέσα στον τρόμο του να ζεις στη σιωπή και την αθλιότητα. (η υπογράμμιση είναι από το κείμενο του ίδιου). Ένοιωθα σαν να είμαι ένας ενοχλητικός επισκέπτης σ’ένα κόσμο που δεν με χρειάζεται.”

Ο Οδυσσέας θα στραφεί στη χρήση ηρωίνης καθώς με αυτόν τον τρόπο διαχειρίζεται τα συναισθηματικά κενά που βιώνει.

“Είχα καλή δουλειά με αρκετά καλό μισθό, αυτό όμως δεν ήταν αρκετό – κάτι μου έλειπε και αυτό το κάτι ήρθε με μια μυτιά ηρωίνης όταν ήμουν περίπου 25-26 χρονών.”

Ακολούθησε ο γάμος του και η γέννηση των τριών παιδιών του. Κάνει προσπάθειά να διατηρηθεί σε λειτουργικά επίπεδα σχετικά με τη χρήση.

“Κάναμε και τρία παιδιά μαζί και αυτό με βοηθούσε να μην πέσω πολύ χαμηλά.”

“Οι πιο ωραίες στιγμές της ζωή μου, που πέρασα, είναι αυτές με τα παιδιά μου. Κρίμα που δεν τις έζησα ολοκληρωμένα”

Η φυλακή αποτελεί ισχυρό σοκ στον Οδυσσέα και το βιώνει ως απώλεια της ταυτότητας του –για άλλη μια φορά– σε βαθμό, μάλιστα, που πραγματεύεται ακόμα και την αυτοκτονία καθώς ο φόβος του θανάτου είναι μικρότερος από τον φόβο της ζωής του εγκλεισμού.

“Όταν μπαίνει κάποιος για πρώτη φορά στη φυλακή, σε μεγάλη ηλικία κιόλας, βιώνοντας της εμπειρία σαν πραγματική κόλαση, χάνει τα όσα υψώνουν τον άνθρωπο από το ζωικό σε ανθρώπινο επίπεδο και τον κρατάνε σε αξιοπρέπεια.”

“Σκεφτόμουνα σοβαρά ακόμη και το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, όχι μόνο για να γλυτώσω εγώ, αλλά για να μην ταλαιπωριούνται και οι άνθρωποι της οικογένειάς μου”

Κατά την πρωτόδικη εκδίκαση της υπόθεσής του, ο Οδυσσέας δικάζεται με την ποινή των ισοβίων. Το γεγονός αυτό βιώνεται από τον Οδυσσέα ως έντονα στιγματιστικό, σύμφωνα με τις στερεότυπες αντιλήψεις περί των αδικημάτων που επισύρουν τόσο βαριές ποινές.

“Όταν ο άνθρωπος πρώτη φορά πηγαίνει στο δικαστήριο και ακούει ισόβια, καταδικάζεται σε ισόβια… δημιουργείται γύρω του μια εντύπωση μανιακού, πώς να το χαρακτηρίσω; Όχι μανιακού… πώς να το χαρακτηρίσω; Δολοφόνου, μανιακού, τέτοια.”

“Άρχισα να συλλογίζομαι πως να φτιάξω μια ταυτότητα του ισοβίτη, γυρνώντας πίσω. Γιατί αντιλήφθηκα ότι έχω μεγάλη πορεία στη φυλακή”

Σε αυτό το σημείο ξεκινά και τις ομάδες της Συμβουλευτικής κρατουμένων του ΚΕΘΕΑ. Η νοηματοδότηση που κάνει ο Οδυσσέας καθ’όλη την πορεία του στο ΚΕΘΕΑ αγγίζει θέματα της προσωπικότητάς του, στοιχεία της ταυτότητάς του και έχει τον αναστοχαστικό χαρακτήρα της θεραπείας έναντι της συνολικής σκοπιάς της μέχρι τώρα ζωής του.

“Περίπου σ’αυτό το σημείο της ζωής μου με φωνάζουν για πρώτη φορά στη Συμβουλευτική ομάδα του ΚΕΘΕΑ. Σαν και ήμουνα σαν νεκρός σε κάθε συγκίνηση, με τα όσα είχα περάσει, η καρδιά μου δεν ήτανε τελείως παγωμένη, προσπαθούσα όμως να μην δείχνω τα συναισθήματά μου.”

“Έψαχνα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα όχι απλώς να το ξεχάσω το παρελθόν μου, αλλά να το αντιμετωπίσω…”

“Η αναζήτηση της αλήθειας για μένα είχε γίνει πνευματική ανάγκη και όχι ηθικό ζήτημα.”

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Συνολικά στην έρευνα, όλοι οι ερευνώμενοι, αν και με διαφορετικό προφίλ ο καθένας, παρουσίασαν μια αφήγηση ζωής στην οποία το στοιχείο της βιογραφικής ρήξης στην ταυτότητά τους είναι επαναλαμβανόμενο και πολλές φορές το χάσμα των ρήξεων μεγεθύνεται καθώς στοιχεία όπως η μετανάστευση, η εξάρτηση, η παρανομία και ο εγκλεισμός συνυπάρχουν και αλληλοκαλύπτονται.

 

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ “ΣΙΩΠΗ”
Η μετανάστευση ως βιογραφική τομή αναφέρεται στην βιβλιογραφία (Σαββάκης & Τζανάκης, 2007) και είναι ένα στοιχείο που βιώνεται ως έντονη βιογραφική ρήξη σχεδόν σε όλους τους ερευνώμενους. Η αλλαγή πολιτικού καθεστώτος η οποία ακολουθήθηκε από εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσε τομή στην βιογραφία τους και ρήξη στην ταυτότητα τους. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο αισθητή η μαζική συγχώνευση της ατομικότητας σε ένα συλλογικό “εγώ” που επέφεραν αυτές οι κοινωνικές μεταβολές στους ανθρώπους των χωρών αυτών. Αυτό παρουσιάζεται με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες περιγραφές.

“Εκείνα τα χρόνια στη μνήμη μου είναι αποτυπωμένα σε γκρι απόχρωση.

(Δεν θέλω να σταθώ πολύ σ’αυτά τα απαίσια χρόνια, τα οποία τα θυμάται ο κόσμος με θλίψη). Ξαφνικά, απαξιώθηκαν τα πάντα και έπρεπε κάποιος να είναι πραγματικά σκληρός για να επιβιώνει μέσα σ’ αυτό το χαλασμό.” Οδυσσέας

“Το ‘90 άνοιξαν τα σύνορα με την Ελλάδα και άκουγα ότι φεύγουν πολλοί άνθρωποι για ένα καλύτερο αύριο.” Λευτέρης

“Βασικά ήταν και δύσκολα τότε γιατί μόλις είχε τελειώσει ο κομουνισμός. Δεν ήταν εύκολα όπως τώρα.” Ματέο

Το δίλλημα και η ρήξη σε προσωπικό επίπεδο και σε επίπεδο αξιών, συνοδεύεται και με τις ανάλογες δράσεις. Οι παραβατικές συμπεριφορές που υιοθετούνται, νομιμοποιούνται και καθαγιάζονται από την ανάγκη της επιβίωσης και καθιστούν ανώφελα τα, μέχρι πρότινος, ισχυρά στοιχεία της προσωπικότητας.

“Έπρεπε να προσαρμοστώ στα καινούργια δεδομένα και ό,τι είχα μάθε μέχρι τότες ήτανε άχρηστα στην καθημερινότητα μου. Ο εξαιρετικός μαθητής και νεαρός με εκλεπτυσμένους τρόπους διαγωγής έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτά που είχε μάθει μέχρι τώρα και της μάσκας, την οποία εάν το διάλεγε έπρεπε να το φορέσει κιόλας. ” Οδυσσέας

Ο “μετανάστης” αποτελεί μια ταυτότητα η οποία δεν ξεχωρίζει το άτομο και ετεροκαθορίζεται από την κοινωνική γνώμη και τον ρατσισμό που βίωσε η μεγαλύτερη μερίδα των μεταναστών που ήρθαν μαζικά την εποχή εκείνη. Βασικά στοιχεία της ταυτότητας αυτής αποτελούν η παράνομη διαβίωση και η “σιωπή” – δηλαδή η έλλειψη άποψης και αξιοπρέπειας – που επιβάλλεται ως ανάγκη επιβίωσης. Η εμπειρία αυτή οριστικοποιεί και επισφραγίζει μια για πάντα την ρήξη της ταυτότητας που προηγήθηκε.

“Ήμουν ένας μετανάστης από τους πολλούς άλλους.

Ένοιωθα σαν να είμαι ένας ενοχλητικός επισκέπτης σ’ ένα κόσμο που δεν με χρειάζεται.” Οδυσσέας

“Κατεβήκαμε, πήραμε τις αποσκευές μας και αναζητήσαμε κάποιο ταξί.

Μαζί μας μπήκε και μια κυρία αλλά επειδή δεν γνώριζα ελληνικά έκανα τον μουγκό και τους έδωσα μια κάρτα του μαγαζιού που δούλευε ο αδερφός μου…” Μιχάλης

“Με βάλαν να κοιμηθώ σε ένα μικρό δωμάτιο μόνος μου και τα πιάτα χώρια, γιατί από ό,τι κατάλαβα όταν μεγάλωσα αρκετά, ότι σιχαινόταν από τους… (αναφέρεται στην εθνικότητά του). Μου ήταν πολύ δύσκολα όταν έμαθα την γλώσσα γιατί καταλάβαινα ότι με σιχαίνονται και με εκμεταλλεύονται.” Λευτέρης

 

Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ, ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟ-ΙΑΣΗ
Η εξάρτηση από τις ουσίες βιώνεται και νοηματοδοτείται ως μέσο αυτό-ίασης και αντίδρασης σε τραύματα που προκλήθηκαν στην προσωπικότητα των ατόμων, τόσο από τις βιωμένες ρήξεις του παρελθόντος, όσο και από τις δύσκολες συνθήκες του παρόντος. Παράγοντες όπως ο ρατσισμός και η μοναξιά της μετανάστευσης, η αποδόμηση της προϋπάρχουσας ταυτότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, που συγχωνεύθηκαν στην μαζική ταυτότητα του μετανάστη, η απογοήτευση και η ματαίωση του πρόωρου εγκλεισμού και στιγματισμού είναι στοιχεία τα οποία μέσω της χρήσης καλύπτονται και αποσιωπώνται.

“Άρχισα να πίνω χασίς. Με έπιαναν η αστυνομία, έδινα ψεύτικα στοιχεία για να μη με διώξουν … (αναφέρεται στην χώρα καταγωγής του). Μετά γύρισα πάλι στα ίδια. Και τί δεν πέρασα! Βίωσα bullying, κακοποίηση, ρατσισμό και λοιπά.” Λευτέρης

“Έβγαζα πολλά λεφτά και νόμιζα ότι τα είχα όλα: λεφτά, γυναίκες, μηχανές, αμάξια, ναρκωτικά. Και έτσι, σε ένα τέτοιο κόσμο ήμουν λες και δεν είχα κανένα πρόβλημα. Είχαμε και ο καθένας από ένα όπλο και νόμιζα και εγώ πως όλα ήταν εντάξει.” Θωμάς

 

Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
Η φυλακή ως χώρος αποτελεί ένα αρνητικό σύμβολο κοινωνικής απομόνωσης με στιγματιστικό εννοιολογικό φορτίο και προκαλεί ρήγμα στην εξέλιξη του βίου τόσο ως ασυνέχεια στην πορεία της ζωής, όσο και ως ηθικό στιγματισμό για την ταυτότητα του ατόμου (Σαββάκης & Τζανάκης, 2002).

Ο εγκλεισμός βιώνεται στις δύο από τις πέντε περιπτώσεις ως ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μιας διαρκούς εξαρτημένης τροχιάς από τις δυσκολίες στην ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία, στην εξάρτηση και τον παράνομο τρόπο ζωής που απορρέει από αυτήν. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από σχετικά ευρήματα (Schnittker et al., 2012), η εμπλοκή με τον νόμο και η φυλάκιση σε μικρή ηλικία, επηρέασε τις μετέπειτα εξελίξεις του βίου τους και είτε βιώθηκε ως στίγμα που προκάλεσε την ματαίωση και την αντίδραση είτε ενίσχυσε μια ταυτότητα εντός του παράνομου τρόπου ζωής.

“Μέχρι το 2000 που με πιάσαν για κλοπές, με βάλαν φυλακή στα ανήλικα στις φυλακές.” Λευτέρης

“Και με είχαν 1 μια βδομάδα σε βασανιστήρια και αυτή ήταν η στιγμή που ξεκίνησε η κατηφόρα μου γιατί ήξερα πως θα περάσω δικαστήριο, θα λερωθεί το ποινικό μου μητρώο και δεν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου με τις σπουδές μου και το μέλλον μου.” Θωμάς

Στις άλλες τρεις περιπτώσεις ο εγκλεισμός βιώθηκε ως τραυματική εμπειρία καθώς με την πρώτη σύλληψη επήλθε και η ισόβια ποινή. Διευρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο η ήδη βαθιά και έντονη ρήξη στην βιογραφική πορεία των ατόμων αυτών. Η ύπαρξη τραυματικών εμπειριών και τα ψυχολογικά προβλήματα που συνοδεύονται λόγω του εγκλεισμού, αναφέρονται και στην σχετική έρευνα (Haney, 2006; Wolf, Shi & Siegel, 2009; Kazemian & Travis, 2015).

“Όταν μπαίνει κάποιος για πρώτη φορά στη φυλακή, σε μεγάλη ηλικία κιόλας (… ετών), βιώνοντας της εμπειρία σαν πραγματική κόλαση, χάνει τα όσα υψώνουν τον άνθρωπο από το ζωικό σε ανθρώπινο επίπεδο και τον κρατάνε σε αξιοπρέπεια” Οδυσσέας

“Αρχίζουμε τις μαλακίες μέχρι που με πιάνουν και μπαίνω στη φυλακή και ανοίγει μεγάλη πόρτα για μένα και σε άλλο κόσμο.” Ματέο

 

ΙΣΟΒΙΑ ΠΟΙΝΗ, Η “ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ”
Η ισόβια ποινή γενικότερα, σε όλο το δείγμα της έρευνας, αποτέλεσε ένα γεγονός έντονης συναισθηματικής φόρτισης και αποτέλεσε την “χαριστική βολή” στην ήδη υπάρχουσα ρήξη του εγκλεισμού. Η ιδιαίτερη ηθική και κοινωνική αναπαράσταση την έννοιας της ισόβιας ποινής καθώς και το στίγμα που επιφέρει στο άτομο είναι από τα έντονα και κοινά στοιχεία που επηρέασαν όλους τους ερευνώμενους. Επιπλέον, η καταδίκη σε ισόβια βιώνετε ως αντιμετώπιση άδικη και ρατσιστική και οι ερευνώμενοι νοιώθουν πως δικάζονται βάσει προκαταλήψεων.

“Την ημέρα που άκουσα τον δικαστή “ισόβια” έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ένοιωσα τόσο αδικημένος που μου έβγαινε πολύ οργή, θυμός, μίσος.” Λευτέρης

“Έχω μεγάλη ποινή. Ισόβια. Πολύ δύσκολο κομμάτι. Ζητούσα μια ευκαιρία στο δικαστήριο. Τους μίλησα καθαρά. Ποιος ήμουν και ποιος είμαι. Τους έλεγα ότι “εάν έκανε λάθος δικό σας παιδί τι θα κάνατε τώρα που είναι και καθαρός. Δεν το αξίζει αυτή την ευκαιρία. Το ίδιο θα κάνατε; Και εγώ κάποιο άλλο μάνα είμαι και το δικό μου μάνα τόσα χρόνια κλαίει και πονάει”. Αλλά εγώ τα έλεγα και εγώ τα άκουσα. Ένοιωθα μεγάλο ρατσισμό στο δικαστήριο. Πολύ μιλάμε, πολύ.” Ματέο

Ο «ισοβίτης» είναι ένας ρόλος, μια ιδιαίτερη ταυτότητα, την οποία καλείται το άτομο να ενστερνιστεί προκειμένου να επιβιώσει τόσο εντός του κόσμου της φυλακής, όσο και κατά των στερεότυπων προσδοκιών της κοινωνίας εκτός της φυλακής. Ο ισοβίτης καλείται να δράσει και να προσαρμοστεί σε ένα «πριν» που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες ρήξεις και ένα «μετά» που είναι αόριστο και καθοριστικό (Σαββάκης & Τζανάκης, 2007).

“Μετά ήταν το πιο δύσκολο… το πιο δύσκολο ήτανε πως θα έλεγα στην μάνα μου. Γιατί σε εμάς αυτό είναι πολύ βαρύ – Ισόβια!” Μιχάλης

“Άρχισα να συλλογίζομαι πως να φτιάξω μια ταυτότητα του ισοβίτη, γυρνώντας πίσω. Γιατί αντιλήφθηκα ότι έχω μεγάλη πορεία στη φυλακή” Οδυσσέας

 

Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Οι Θεραπευτικές Κοινότητες αποτελούν ένα μοντέλο παρέμβασης στις φυλακές με πολλαπλά οφέλη (De Leon, 2000) και είναι ένα από τα ελάχιστα προγράμματα στον ελληνικό χώρο, στα οποία μπορεί να ζητήσει βοήθεια ο συγκεκριμένος πληθυσμός.

Η είσοδος στην θεραπεία απεξάρτησης και στην Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ αρχικά νοηματοδοτείται από όλους τους ερευνώμενους ως μία στρατηγική δράσης που έχει αόριστα νομικά οφέλη. Στην πορεία και κάτω από την επίδραση της θεραπευτικής διαδικασίας, η Κοινότητα νοηματοδοτείται ως ο χώρος στον οποίο η αναδόμηση της κατακερματισμένης ταυτότητας είναι εφικτή εντός του θεραπευτικού γίγνεσθαι (Maruna, 2001; Burnett, 2004).

Οι ερευνώμενοι κάνουν αναφορά σε ανακάλυψη του νοήματος που είχε χαθεί στην πρότερη, παιδική ηλικία, σε πνευματική αναζήτηση που ξεπερνά το πλαίσιο της απεξάρτησης των ουσιών και σε αισθήματα αποδοχής και ενσωμάτωσης που “θεραπεύουν” την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό.

“Για να πω την αλήθεια, δεν βρήκα αυτά που είχα φανταστεί αλλά και αυτά που βρήκα μου κάνουν γιατί κάνω κάτι που έπρεπε να κάνω όταν ήμουν μικρός.” Λευτέρης

“Έχω κάνει μεγάλη αλλαγή. Έχω δουλέψει πολύ με τη χρήση, με τη παραβατικότητα. Βλέπω τον εαυτό μου στο καθρέφτη και λέω “άλλη μια μέρα καθαρός”. Βλέπω, μιλάω, σκέφτομαι, νοιώθω, ονειρεύομαι καθαρός.” Ματέο

Όσον αφορά την προοπτική του μέλλοντος τους η ανασφάλεια που προκαλεί το μέγεθος της ποινής είναι εμφανής. Διαφαίνεται και εδώ, όπως και στην βιβλιογραφία, ο κίνδυνος της ιδρυματοποίησης και η ανάγκη ενίσχυσης για μια ομαλή επανένταξη (Haney, 2008). Ωστόσο, οι στρατηγικές αντιμετώπισης εντάσσονται πλέον στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας στην οποία επενδύουν τα όνειρά τους αλλά και από την οποία αντλούν δύναμη για να ανταπεξέλθουν στον φόβο που προκαλεί η προοπτική μιας μακρόχρονης διαβίωσης σε εγκλεισμό.

“Θα είναι αβάσταχτος ο πόνος που θα νιώσω αν σε κανένα χρόνο – δύο θα μου πουν «ξέρεις δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε». Θα γκρεμιστούνε όλα τα όνειρα μου και η προσπάθειά που έχω κάνει εδώ στην κοινότητα.”

“Από την άλλη περιμένω για τη ζωή μου ελπίδες, γιατί έχω μια μεγάλη ποινή. Απ’ τον Άρειο Πάγο, προνόμια απ’ την κοινότητα, μια άδεια από τη φυλακή – μέσω κοινότητας ώστε να δυναμώσει η σχέση μου με την οικογένειά μου.” Λευτέρης

“Αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι ότι εγώ θέλω να είμαι καθαρός. Γιατί αυτό έχει σημασία και δεν μπορεί να με εμποδίζει η ισόβια την προσπάθειά μου. Γιατί ξέρω ότι κάποια στιγμή και εγώ θα τελειώσω και θα βγω αλλά σημασία έχει να είμαι καθαρός. Γιατί έτσι θα αποκτήσω την οικογένειά μου και την κοινωνία”

“Δεν βλέπω τι με δίκασε, τι με δικάζει ή τι με κρατάει αλλά βλέπω τι κάνω.” Ματέο

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Το ερευνητικό εγχείρημα της εργασίας, βάση αυτής της προβληματικής, βασίστηκε στην ποιοτική μέθοδο θέλοντας να “δώσει φωνή” στα ίδια τα άτομα που ερευνά και αξιοποιήθηκε η μέθοδος ανάλυσης των βιογραφιών των συμμετεχόντων καθώς ο στόχος ήταν η κατανόηση της εξέλιξης του βίου τους συνολικά και το υποκειμενικό νόημα που οι ίδιοι αποδίδουν στα γεγονότα και στην πορεία της ζωής τους.

Τα ευρήματα που προέκυψαν από την ανάλυση των βιογραφιών παρουσιάζουν μια σειρά κοινών βιογραφικών ρήξεων σε όλο το δείγμα των συμμετεχόντων. Οι εξαρτημένοι αποτελούν μεγάλη μερίδα του έγκλειστου πληθυσμού και επιπλέον, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, προηγείται ένα ιστορικό που αφορά παραμέληση, βία, ρατσισμό, περιθωριοποίηση και στιγματισμό. Παρόλο που η κάθε ιστορία αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση και η εξέλιξη στην χρήση, την παραβατικότητα και τον εγκλεισμό διαφοροποιείται σε κάθε άτομο, κάποια στοιχεία εμφανίζουν κοινές θεματικές και προσομοιάζουν τόσο στο μικρό δείγμα της έρευνας, όσο και σε γενικά στοιχεία παρόμοιων πληθυσμών.

Το βασικό μοτίβο που προέκυψε σε όλες τις βιογραφίες, είναι το στοιχείο της βιογραφικής ρήξης στην εξέλιξη της πορείας της ζωής όλων των συμμετεχόντων.

Η μετανάστευση παρουσιάζεται ως η πρώτη βιογραφική ρήξη στην ζωή των ερευνώμενων η οποία αποτέλεσε τομή στην κανονικότητά τους και προκάλεσε την ανατροπή των μέχρι τότε ατομικών αλλά και κοινωνικών δεδομένων. Η συγχώνευση της ατομικότητας σε μαζικές στερεοτυπικές ταυτότητες αποτέλεσε την μήτρα νέων στρατηγικών δράσης που εμπεριέχουν το στοιχείο της παραβατικότητας, της εξάρτησης και του περιθωρίου.

Η εξάρτηση εγκαθιδρύεται και παρουσιάζεται ως μέσο επούλωσης των συναισθηματικών τραυμάτων και λειτουργεί ως υποκατάστατο ασφάλειας και ενίσχυσης της αποδομημένης ταυτότητας. Στην πορεία συνδέεται, προκαλεί αλλά και προκαλείται από παραβατικές δράσεις και καταλήγουν να είναι δύο έννοιες αλληλένδετες που περιθωριοποιούν περισσότερο το άτομο.

Επιπλέον, η παραβατικότητα είναι έννοια συνυφασμένη με την εξάρτηση και πολλές φορές θα καταλήξει σε βαριά αδικήματα τόσο σχετικά με την διακίνηση ναρκωτικών, όσο και με εγκλήματα βίας. Ως συνέπεια των παραπάνω, προκύπτει ο εγκλεισμός και οι συνέπειές του. Στα ευρήματα της παρούσας έρευνας, ο εγκλεισμός και η ισόβια ποινή βιώνονται ως οριζόντια τομή στην βιογραφική εξέλιξη των ατόμων και τους καθιστούν ως ένα ιδιότυπο περιθώριο εντός του πληθυσμού της φυλακής –πληθυσμού που αποτελεί ούτως ή άλλως το έσχατο κοινωνικό περιθώριο. Το στίγμα και ο τίτλος του “ισοβίτη” προκαλεί έντονο συναισθηματικό και εννοιολογικό φορτίο και περιορίζει τις δυνατότητες δράσης και αυτοπροσδιορισμού και επισφραγίζει μια μακρά καθοδική πορεία στην εξέλιξη του βίου.

Ως απάντηση σε αυτήν την “καθοδική διαδικασία” η Θεραπευτική Κοινότητα αποτελεί τον χώρο και τον τρόπο αναδόμησης της ταυτότητας και της επούλωσης των συναισθηματικών τραυμάτων μέσα από την διαδικασία αναστοχασμού του πρότερου βίου και της νοηματοδότησης της πραγματικότητας μέσα από την αυτογνωσία, την αλληλοβοήθεια, την ανάληψη προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης για την αλλαγή αλλά κυρίως μέσα από την αποδοχή της διαφορετικότητας ως δυνατότητας και όχι ως περιορισμό.

Ανατρέχοντας την σχετική βιβλιογραφία διαφαίνεται το γεγονός πως σε αντιδιαστολή με την αύξηση της ποινικής καταστολής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια διεθνώς, τα προγράμματα για τους εξαρτημένους εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων εμφανίζουν πολύ θετικά αποτελέσματα τόσο στην απεξάρτηση και την αλλαγή των ατόμων που εντάσσονται σε αυτά, όσο και στο κοινωνικό και οικονομικό όφελος αυτής της αλλαγής. Επιπλέον, ο χρόνος εγκλεισμού, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναπόφευκτος, μπορεί να γίνει ωφέλιμος και εποικοδομητικός μέσα από προγράμματα που θα ενισχύουν την εξατομικευμένη φροντίδα και την θετική εξέλιξη των κρατουμένων.

Τέλος, στην περίπτωση των ισοβιτών–μελών σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης, ο χρόνος της θεραπείας δεν μπορεί να διαιωνίζεται καθώς θα αποφέρει αρνητικά θεραπευτικά αποτελέσματα και δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένος χωρίς το στάδιο της κοινωνικής επανένταξης. Η επιστροφή στο επικίνδυνο περιβάλλον της φυλακής λόγω του υπόλοιπου της ποινής τους έρχεται σε αντίθεση με τον θεραπευτικό χαρακτήρα της λειτουργίας και της φιλοσοφίας των προγραμμάτων απεξάρτησης εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων και τον προοδευτικό χαρακτήρα της νομοθετικής μεταρρύθμισης του νόμου για τα ναρκωτικά.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η αξιοποίηση των ατόμων αυτών σε δράσεις και προγράμματα εντός του θεραπευτικού πλαισίου αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος, έχει μια προοπτική με πολλαπλά οφέλη τόσο για το άτομο και την εξέλιξή του, όσο και για το σύστημα εντός του οποίου κρατείται αλλά και βιώνει την διαδικασία της αλλαγής.

 

Συνεπώς, κάποιες προτάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν είναι οι εξής:
Θα ήταν σκόπιμο η έρευνα για τον πληθυσμό αυτό να επικεντρωθεί σε ζητήματα μετανάστευσης, περιθωριοποίησης και εξάρτησης, στοχεύοντας στην πρόληψη και την ουσιαστική αντιμετώπιση τους. Οι εξαρτημένοι που καταλήγουν στην φυλακή είναι συνήθως άτομα με περιορισμένες δυνατότητες δράσης και συνήθως αποτελούν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο περιθώριο πολύ πριν τον εγκλεισμό τους.

Τα προγράμματα παρέμβασης σε αυτόν τον πληθυσμό, κυρίως τα προγράμματα απεξάρτησης εντός των φυλακών, επιφέρουν σημαντικά οφέλη τόσο στους συμμετέχοντες των προγραμμάτων αυτών όσο και στο ευρύτερο σωφρονιστικό περιβάλλον. Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης των προγραμμάτων αυτών με την παράλληλη νομοθετική υποστήριξη με ευνοϊκές ρυθμίσεις (π.χ. την υφ’ όρον απόλυση, την επιτηρούμενη αποφυλάκιση ή την έκτιση της ποινής σε καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης, σε εύλογο χρονικό διάστημα και κατόπιν εκτίμησης της προσπάθειας και της αλλαγής που έχει επιτευχθεί μέσα από την συμμετοχή σε προγράμματα) που θα έχει στόχο την ομαλή και επιτυχή κοινωνική επανένταξη των ατόμων που δείχνουν πραγματική προσπάθεια και αλλαγή.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση τέτοιων καλών πρακτικών μπορεί να πραγματοποιηθεί από τους κοινωνικούς φορείς και τα θεραπευτικά προγράμματα που δρουν εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων αλλά μόνο με την στήριξη του νομοθέτη μέσα από προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν σε μια ανθρωποκεντρική και θεραπευτική αντιμετώπιση.

Επίσης, απαραίτητη είναι η εξέλιξη της έρευνας γύρω από αυτόν τον πληθυσμό και τα ζητήματα που συνδέονται με τις ανάγκες του η οποία θα ενισχύσει και θα εξελίξει το θεωρητικό υπόβαθρο των επιστημονικών πεδίων που ευθύνονται για την διαχείρισή του. Σε αυτό ευελπιστεί να συνεισφέρει και η παρούσα μελέτη.

 

Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία ελληνόγλωσση
Albrecht, H. J. (2002). Εξελίξεις στο σύγχρονο σωφρονισμό: Φυλακή και εγκλεισμός στις σύγχρονες κοινωνίες. Στο A. Xάιδου (Επιμ.) Το σωφρονιστικό σύστημα: ζητήματα θεωρίας και πρακτικής (σσ. 191-232). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Διακήρυξης της Βιέννης, 1993: (http://viennadeclaration.com./the-declaration/).

Ιωσηφίδης, Θ. (2003). Ανάλυση Ποιοτικών Δεδομένων στις Κοινωνικές Επιστήμες. Αθήνα: Κριτική.

Κουκουτσάκη, Α. (2002). Χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία: Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου. Αθήνα: Κριτική.

Κουράκης, Ν. (2008). Εισαγωγή στη θεωρία της ποινής. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Κοσμάτου, Κ. (2013). Τα εξαρτημένα άτομα στη νέα νομοθεσία για τα ναρκωτικά (άρθρα 21 1Α’, 30-35 Ν.4139/2013). Ποινική Δικαιοσύνη, 8-9: 805-810.

Μπουγάδη, Σ. (2010). Οι σύγχρονες τάσεις του εγκλεισμού: Από το αναμορφωτικό ιδεώδες της δεκαετίας του ‘70 στη σημερινή κατάσταση. Ποινική Δικαιοσύνη & Εγκληματολογία, 1: 28-40.

Παρασκευόπουλος, Ν. & Κοσμάτος, Κ. (2013). Ναρκωτικά, Γ’ Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Παρασκευόπουλος Ν. (2014). Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, Δ’ έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις. Οι κοινότητες της αλλαγής. Αθήνα: Τόπος.

Σαββάκης Μ. & Τζανάκης Μ. (2002). Ιδρυματικοί Θεσμοί, Συγκρότηση Κοινωνικών Μεθορίων και ∆ιαδικασίες Προβληματικοποίησης: Το Ψυχιατρείο Λέρου και το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας. Τετράδια Ψυχιατρικής, 79: 62-77.

Σαββάκης, Μ. & Τζανάκης, Μ. (2007). Η αφήγηση ως επούλωση τραυμάτων της ταυτότητας: Βιογραφική ρήξη και παρουσίαση του εαυτού. Στο Λιοδάκης Α., Τζανάκης Μ. & Τσούρτου Β. (Επιμ.), Τέχνη και ψυχιατρική (σσ. 303-314). Αθήνα-Χανιά: ΕΠΕΚΕΙΝΑ – Focus On Health,

Τζανάκης Μ. & Σαββάκης Μ. (2003). Οι Τόποι ως Ιστορικοπολιτισμικά Αντιπαραδείγματα και ως Σύμβολα Κοινωνικών Ορίων: Σπιναλόγκα και Λέρος. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Ι’ (36): 25-33.

Τσιώλης, Γ. (2006). Ιστορίες Ζωής και Βιογραφικές Αφηγήσεις. Η Βιογραφική Προσέγγιση στην Κοινωνιολογική Ποιοτική Έρευνα, Αθήνα: Κριτική.

Υπουργείο Δικαιοσύνης (2017). Γενικός Στατιστικός Πίνακας Κίνησης Κρατουμένων – Ποινών κατά την 1η Ιανουαρίου έκαστου έτους (2003-2017), στην ιστοσελίδα του Υπουργείου: www.ministryofjustice.gr.

Φουρλοπούλου, Α. (2005). Χρήση παράνομων και μη ψυχοδραστικών ουσιών και η σχέση με την εγκληματικότητα. Νοσηλευτική, 1: 37-44.

Χάιδου, Α. (2002). Το σωφρονιστικό σύστημα. Ζητήματα θεωρίας και πρακτικής. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

 

Βιβλιογραφία ξενόγλωσση
Akritidou, M., Antonopoulou, A. & Pitsela, A. (2007). Greece. In A.M. van Kalmthout, F.B.A.M. Hofstee – van dear Meulen & F. Dunkel (Eds.), Foreigners in European Prisons (pp. 392 – 424). Netherlands: Wolf Legal Publishers.

Bottoms, A., Shapland, J., Costello, A., Holmes, D. and Muir, G. (2004). Towards desistance: Theoretical underpinnings for an empirical study. The Howard Journal of Criminal Justice, 43: 368–389.

Burnett, R. (2004). To reoffend or not to reoffend? The ambivalence of convicted property offenders. In Maruna, S. & Immarigeon, R. (Eds.), After Crime and Punishment: Pathways to Offender Reintegration (pp. 152-180). Devon, U.K.: Willan.

Canode, B. (2007). Therapeutic communities in prison: An evidence-based tool for treating drug involved offenders in prison. A review and discussion of the literature on prison-based therapeutic communities in the United States. (Unpublished Terminal Project). of Oregon, Eugene, OR.

Carceral, K. C. (2006). Prison, Inc.: A Convict Exposes Life Inside a Private Prison. New York: NYU Press.

Cressey, D. R. (1955). The application of the theory of differential association. American Journal of Sociology, 61: 116–120.

Crewe, B., Hulley, S. & Wright, S. (2016). Swimming with the Tide: Adapting to Long-Term Impisonment. Justice Quarterly, 34(3), 517.

De Leon, G. (2000). The Therapeutic Community: Theory, Model, and Method. New York: Springer.

Fraley, S. (2001). The meaning of reconciliation for prisoners serving long sentences. Contemporary Justice Review, 4, 59-74.

Gabor, T. (2007). Deaths in custody. Retrieved from http://www.oci-bec.gc.ca/rpt/ pdf/oth-aut/oth-aut20070228-eng.pdf

Haney, C. (2006). Reforming Punishment: Psychological Limits to the Pains of Imprisonment. Washington, DC: American Psychological Association.

Haney, C. (2008). The consequences of prison life: Notes on the new psychology of prison effects. In D. Cantor, & R. Zukauskiene (Eds.), Psychology and law: Bridging the gap (pp. 143–166). Farnham, England: Ashgate.

Hassine, V. (2004). Life Without Parole: Living in Prison Today. Los Angeles, CA: Roxbury.

Human Rights Council (2011). Report submitted by the Special Rapporteur on torture and other cruel, inhuman or degrading treatment or punishment, Manfred Nowak. Mission to Greece. 4/3/2011.

Human Rights Watch, (2012). Old Behind Bars: The Aging Prison Population in the United States. Washington, DC: Human Rights Watch.

International Center for Prison Studies, (2015). World Prison Brief Online. Retrieved March 26, 2015 from prisonstudies.ogr/info/worldbrief/

Jewkes, Y. (2005). Loss, liminality and the life sentence: Managing identity through a disrupted lifecourse’. In A. Liebling & S. Maruna (Eds.), The effects of imprisonment (pp. 366-388). Cullompton: Willan.

Johnson, R. & McGunigall-Smith, S. (2008). Life Without Parole, America’s Other Death Penalty. The Prison Journal, 88 (2), 328-346.

Kazemian, L. (2007). Desistance from crime theoretical, empirical, methodological, and policy considerations. Journal of Contemporary Criminal Justice, 23: 5–27.

Kazemian, L. and Travis, J. (2015). Imperative for inclusion of long termers and lifers in research and policy. Criminology & Public Policy, 14 (2), 355-395.

Lianos, T. (2001). Illegal Migrants to Greece and their Choice of Destination. International Migration, 39, 2, 3-28.

Liebling, A. (2011). Moral performance, inhuman and degrading treatment and prison pain. Punishment and Society, 13: 530–550.

Liem, M., & Richardson, N. J. (2014). The role of transformation narratives in desistance among released lifers. Criminal Justice and Behavior, 20, 1-21.

Liem, M. and Elbers, J.M. (2015). The Role of Human Rights in Long-Term Sentencing. Security and Human Rights, 26 (2-4), 281-293

Maruna, S. (2001). Defining Desistance. Washington, DC: American Psychological Association.

Mumola, C. (2005). Suicide and homicide in state prisons and local jails. Washington, DC: Bureau of Justice Statistics.

National Research Council, (2014). The Growth of Incarceration in the United States: Exploring Causes and Consequences. Washington, DC: The National Academies Press.

Nellis, A., (2013). Life Goes On: The historic rise in life sentences in America. Washington DC: The Sentencing Project. Retrieved from The Sentencing Project website: http://www.sentencingproject.org/doc/publications/inc_Life%20Goes%200n%202013.pdf

Pew Center on the States, (2012). Time Served: The High Cost, Low Return of Longer Prison Terms. Washington, DC: Pew Center on the States.

Piliavin, J. A. (2003). Doing well by doing good: Benefits for the benefactor. In (Corey L. M. Keyes and Jonathan Haidt, eds.), Flourishing: Positive Psychology and the Life Well-Lived. Washington, DC: American Psychological Association.

Riessman, F. (1965). The “helper” therapy principle. Social Work, 10: 27–32.

Schnittker, J., Massoglia, M. & Uggen, C. (2012). Out and down: Incarceration and psychiatric disorders. Journal of Health and Social Behavior, 53: 448–464.

Skovholt, T. M. (1974). The client as helper: A means to promote psychological growth. Counseling Psychologist, 4: 58–64.

Stevens, A. (2014) ‘Difference’ and desistance in prison-based therapeutic communities. Prison Service Journal, 213, pp. 3-9.

Toch, H. (2010). “I am not now who I used to be then”: Risk assessment and the maturation of long-term prison inmates. The Prison Journal, 90: 4–11.

Wexler, H. K., Melnick, G. & Cao, Y. (2004). Risk and prison substance abuse treatment outcomes. A replication and challenge. Prison Journal, 84(1), 106-120.

Wildeman, C., Schnittker, J. & Turney, K. (2012). Despair by association: The mental health of mothers with children by recently incarcerated father. American Sociological Review, 77: 216–243.

Wolff, N., Shi, J. & Siegel, J.A. (2009). Patterns of victimization among male and female inmates: Evidence of an enduring legacy. Violence and Victims, 24: 469.

Print Friendly, PDF & Email