Χρήση ουσιών και έναρξη της χρήσης μέσα στη φυλακή: Αποτελέσματα μιας επισκόπησης σε εθνικό επίπεδο στις φυλακές της Αγγλίας και της Ουαλίας*

 

Boys, A.1, Farrell**, M.1,Bebbington, P.2, Brugha, T.3, Coid, J.4,. Jenkins, R.5,

Lewis, G.6,  Marsden, J.1, Meltzer, H.7, Singleton, N.7 , & Taylor, C.1

DOI: https://doi.org/10.57160/BGLC9096

 Περίληψη

Στόχοι: Να διερευνηθεί η χρήση ηρωίνης και κοκαΐνης σε ένα δείγμα βρετανών φυλακισμένων και να μελετηθούν τα χαρακτηριστικά των τροφίμων που ξεκινούν τη χρήση αυτών των ουσιών στη φυλακή.

Σχεδιασμός και συμμετέχοντες: Μια συγχρονική έρευνα όλων των φυλακών στην Αγγλία και την Ουαλία που πραγματοποιήθηκε ως τμήμα μιας μεγάλης μελέτης για την ψυχιατρική νοσηρότητα σε εθνικό επίπεδο.  Συνολικά 3.142 φυλακισμένοι (88,2% όσων επιλέχθηκαν) συμπλήρωσαν ένα δομημένο ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε από τον ερευνητή.

Μετρήσεις: Μετρήσεις του ατομικού και κοινωνικού ιστορικού του ατόμου, της ψυχιατρικής νοσηρότητας και της χρήσης ουσιών. Οι διαταραχές προσωπικότητας εντοπίστηκαν μέσω της Δομημένης Κλινικής Συνέντευξης για το DSM-IV (SCID-ΙΙ) και τα συμπτώματα νεύρωσης αξιολογήθηκαν χρησιμοποιώντας το αναθεωρημένο Κλινικό Εργαλείο Συνέντευξης (CIS-R).

Ευρήματα: περισσότερο από το 60% των χρηστών ηρωίνης και των χρηστών κάνναβης ανέφεραν ότι είχαν κάνει χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή σε σύγκριση με λιγότερο από το ένα τέταρτο των χρόνιων χρηστών κοκαΐνης. Περισσότεροι από το ένα τέταρτο των χρηστών ηρωίνης ανέφεραν ότι είχαν αρχίσει τη χρήση αυτής της ουσίας μέσα στη φυλακή. Ο βαθμός της εμπειρίας εγκλεισμού του ατόμου συνδεόταν πιο άμεσα με τη χρήση ηρωίνης ή/ και κοκαΐνης μέσα και έξω από τη φυλακή από ό,τι οι άλλες μεταβλητές που εκτιμήθηκαν: ατομικό ιστορικό, κοινωνικό ιστορικό ή ψυχιατρική νοσηρότητα.

Συμπεράσματα:  Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι φυλακές είναι ένα περιβάλλον υψηλού κινδύνου για τη χρήση ηρωίνης και την έναρξη και χρήση άλλων ουσιών.  Αν και συνδέονται με τη χρήση ουσιών, οι μεταβλητές της ψυχιατρικής νοσηρότητας δεν συνδέθηκαν με την έναρξη της χρήσης στη φυλακή.  Υπάρχει η ανάγκη να διερευνηθούν οι τρόποι μείωσης της έναρξης της χρήσης ηρωίνης μέσα στη φυλακή ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής πρόληψης του κινδύνου.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αντιμετώπιση της χρήσης ουσιών στη φυλακή αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν στοιχεία ότι τα επίπεδα χρήσης ουσιών μεταξύ των φυλακισμένων τείνουν να είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι στο γενικό πληθυσμό (Farrell κ.ά., 1998). Σε μια μελέτη με άντρες που είχαν προφυλακισθεί σε μια φυλακή στη βορειοανατολική Αγγλία, ο Mason κ.ά. (1997) βρήκαν ότι περίπου το 70% ανέφερε ιστορικό χρήσης παράνομων ουσιών και το 57% είχε κάνει χρήση παράνομων ουσιών κατά τη διάρκεια του έτους πριν από τη φυλακή, το 44% είχαν κάνει πρόσφατα χρήση αμφεταμινών, ένα τρίτο χρήση οπιούχων, και το 15% χρήση κοκαΐνης.  Αντίθετα, το ένα τρίτο του γενικού πληθυσμού (ηλικίας 16-59 ετών) αναφέρει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας, με ποσοστό λιγότερο από 1% να αναφέρει χρήση ηρωίνης, 2% χρήση κοκαΐνης και σε παρόμοια ποσοστά χρήση αμφεταμινών (Ramsay κ.ά., 2001).

Δεδομένης της παράνομης φύσης της χρήσης ουσιών και του εγκλήματος που σχετίζεται με την τοξικοεξάρτηση δεν αποτελεί ίσως έκπληξη πως υπάρχει υψηλή συγκέντρωση χρήσης και εξάρτησης από τις ουσίες στον πληθυσμό των φυλακών.  Εντούτοις, η επικράτηση της χρήσης ουσιών στις βρετανικές φυλακές δεν είναι στατική.  Οι εκθέσεις δείχνουν ότι από τότε που εισήχθη η πρωτοβουλία «Υποχρεωτική Εξέταση για Ουσίες» (MDT), τα ποσοστά χρήσης κάνναβης μεταξύ των φυλακισμένων έχουν μειωθεί (Edgar & O’Donnell, 1998), αν και ο αντίκτυπος που υπήρξε στην παράνομη χρήση οπιούχων μεταξύ των φυλακισμένων είναι αμελητέος.  Υπάρχουν ανησυχίες ότι η MDT μπορεί να ενθαρρύνει τους φυλακισμένους για χρήση ουσιών όπως η ηρωίνη και η κοκαΐνη αντί για χρήση κάνναβης.  Η κάνναβη έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ανίχνευσης στα ούρα (14-21 ημέρες σε σύγκριση με περίπου 3 ημέρες) και η χρήση της στη φυλακή επισείει παρόμοιες ποινικές κυρώσεις (Gore κ.ά., 1996 Edgar & O’Donnell, 1998).  Αν και από την ανάλυση των στοιχείων από την εξέταση από το 1995 ως το 1998 δεν φάνηκε καμία αύξηση στα ποσοστά των θετικών αποτελεσμάτων από την ουροληψία για έλεγχο της χρήσης οπιοειδών, η οποία θα υποδήλωνε σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά (Farrell κ.ά., 1999), είναι πιθανόν οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν να μην αύξησαν τα συνολικά ποσοστά των θετικών δειγμάτων ούρων σε αυτό το πρόγραμμα ελέγχου.

Οι μελέτες για τη χρήση ουσιών στους πληθυσμούς των φυλακών έχουν αυξήσει τις ανησυχίες σχετικά με την έναρξη της ενδοφλέβιας χρήσης ουσιών μέσα στη φυλακή.  Ο Gore και συνάδελφοί του βρήκαν ότι το 6% των ενδοφλέβιων χρηστών σε μια φυλακή στη Σκωτία και το ένα τέταρτο των ενδοφλέβιων χρηστών σε ένα άλλο σωφρονιστικό ίδρυμα δήλωσαν πως ξεκίνησαν την ενδοφλέβια χρήση κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους (Gore κ.ά., 1995).  Μια μελέτη με Ιρλανδούς φυλακισμένους ανέφερε ότι ένα πέμπτο εκείνων που είχαν κάποια στιγμή κάνει ενδοφλέβια χρήση ουσιών ξεκίνησαν την ενέσιμη χρήση μέσα στη φυλακή (Allwright κ.ά., 2000).  Αντίθετα, έρευνες που να εξετάζουν την έναρξη συγκεκριμένων κατηγοριών ουσιών είναι ελάχιστες.  Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ηρωίνη και η κοκαΐνη φαίνεται πως προκαλούν τις μεγαλύτερες βλάβες και εξάρτηση (UKADCU, 2000 Τμήμα Υγείας, 2002).  Οι προσπάθειες να γίνουν κατανοητές οι διαδικασίες που οδηγούν στην έναρξη της χρήσης αυτών των ουσιών και των τρόπων κατανάλωσής τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ενίσχυση της μείωσης της βλάβης και στις προσεγγίσεις πρόληψης που στοχεύουν στον πληθυσμό των φυλακών.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, και διεθνώς, τα προβλήματα ψυχικής υγείας εμφανίζονται επίσης συχνότερα μεταξύ των φυλακισμένων απ’ ό,τι στον γενικό πληθυσμό (Maden κ.ά., 1991 Birmingham κ.ά., 1996 Singleton κ.ά., 1999 Teplin, 1990). Για παράδειγμα, ο Birmingham κ.ά., (1996) βρήκε ότι εξαιρουμένης της κατάχρησης ουσιών, περισσότερο από το ένα τέταρτο δείγματος ανδρών που είχαν προφυλακισθεί αντιμετώπιζε μία ή περισσότερες ψυχικές διαταραχές, 16% των οποίων ήταν ψυχώσεις. Αντίθετα, τα επίπεδα ψύχωσης στον γενικό πληθυσμό ενηλίκων υπολογίζονται γύρω στο 0,5% (Singleton κ.ά., 2001).  Διάφοροι σημαντικοί παράγοντες έχουν συνδεθεί με τα ψυχιατρικά προβλήματα στους φυλακισμένους, συμπεριλαμβανομένων των: κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, ανεργία, σκασιαρχεία ή αποβολή από το σχολείο και διακοπή του σχολείου νωρίς πριν από την απόκτηση των τυπικών προσόντων (Maden κ.ά., 1995).  Τα ψυχιατρικά προβλήματα στους φυλακισμένους συνδέονται επίσης με το χρόνο παραμονής στη φυλακή, την οικογενειακή κατάσταση, την εθνική προέλευση και την ηλικία (Singleton κ.ά., 1998).

Αυτό το άρθρο επικεντρώνεται στη χρήση ηρωίνης και κοκαΐνης σε ένα δείγμα βρετανών φυλακισμένων.  Ο στόχος είναι να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά των ατόμων που είχαν κάνει κάποια στιγμή χρήση ηρωίνης ή/ και κοκαΐνης και των ατόμων που ξεκίνησαν τη χρήση αυτών των ουσιών όσο ήταν στη φυλακή.  Εξετάζεται επίσης η σχέση μεταξύ των ψυχιατρικών προβλημάτων και της χρήσης αυτών των ουσιών.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Το 1995, ως τμήμα μιας σημαντικής έρευνας για την ψυχιατρική νοσηρότητα σε εθνικό επίπεδο, εξετάστηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ONS) οι φυλακισμένοι όλων των εν λειτουργία φυλακών στην Αγγλία και την Ουαλία (n=131).  Το Τοπικό Σύστημα Τήρησης Αρχείου των Φυλακισμένων (LIDS) χρησιμοποιήθηκε ως πλαίσιο δειγματοληψίας.  Το LIDS είναι μια βάση δεδομένων που τηρείται σε όλες τις φυλακές και χρησιμοποιείται για την καταχώρηση πληροφοριών για όλους τους φυλακισμένους.  Το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν 1 στους 34 προφυλακισμένους άντρες, 1 στους 8 άντρες φυλακισμένους και 1 στις 3 γυναίκες φυλακισμένες (προφυλακισμένες και καταδικασμένες). Από τους 3.563 φυλακισμένους που επιλέχτηκαν, 3.142 (88,2%) συμμετείχαν σε μια 90λεπτη (κατά μέσον όρο) ατομική συνέντευξη με ένα εκπαιδευμένο στέλεχος της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.  Τριάντα επτά φυλακισμένοι αρχικά συμφώνησαν να συμμετέχουν, αλλά στη συνέχεια άλλαξαν γνώμη λόγω του απαιτούμενου χρόνου για να απαντηθεί το ερωτηματολόγιο, ενώ το 5,6% (n=198) αρνήθηκε να συμμετάσχει.  Με 118 από αυτούς δεν στάθηκε δυνατό να επικοινωνήσουμε όταν είχε σχεδιαστεί η πραγματοποίηση της συνέντευξης, 53 δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέντευξη λόγω γλωσσικών δυσκολιών και 15 κρίθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι ή διαταραγμένοι για να συμμετάσχουν στη συνέντευξη.  Οι υπόλοιποι αρνήθηκαν χωρίς να δώσουν συγκεκριμένο λόγο.  Για τη διασφάλιση του απορρήτου οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ατομικά, ή όταν ήταν απαραίτητο, παρουσία ενός άλλου ερευνητή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (για λόγους ασφαλείας του ερευνητή). Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μεθοδολογία και το πρωτόκολλο της μελέτης έχουν παρουσιαστεί αλλού (Singleton κ.ά., 1998).  Η έγκριση ηθικής για τη μελέτη χορηγήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών και Δεοντολογίας των Φυλακών του Υπουργείου Εσωτερικών.

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Οι συνεντεύξεις κάλυψαν ένα φάσμα θεμάτων συμπεριλαμβανομένων του ατομικού ιστορικού, του κοινωνικού ιστορικού, της ψυχιατρικής νοσηρότητας και της χρήσης ουσιών.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Τρεις δημογραφικές μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στις τρέχουσες αναλύσεις: (α) ηλικία (τέσσερις κατηγορίες: 16-20, 21-29, 30-39, 40+ κωδικοποιημένη ως 1-4), (β) φύλο (κωδικοποιημένο άνδρες=1 και γυναίκες=0), (γ) εθνικότητα (που χρησιμοποιεί τις εννέα κατηγορίες όπως προτείνονται από την Κυβερνητική Στατιστική Υπηρεσία (Government Statistical Service) (1996).  Λόγω του μικρού αριθμού των συμμετεχόντων που αναφέρουν «μη λευκές» εθνικές ομάδες, οι κατηγορίες που προέκυψαν τελικά ήταν τρεις («λευκός», «έγχρωμος» και «άλλο») όπως χρησιμοποιούνται από τους Singleton κ.ά. (1998).

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Συμπεριλήφθηκε μια σειρά 14 ερωτήσεων για την αξιολόγηση των διαφόρων πτυχών του κοινωνικού ιστορικού των τροφίμων.  Οι ερωτήσεις ταξινομήθηκαν σε δύο κατηγορίες: α) γεγονότα της παιδικής ηλικίας και β) τραυματικές εμπειρίες και τραυματισμοί του παρελθόντος.  Για κάθε μία από τις κατηγορίες παρουσιάστηκε στους συμμετέχοντες ένας κατάλογος τραυματικών γεγονότων και προβλημάτων (όπως ο εκφοβισμός-οι απειλές στο σχολείο, κάποια σοβαρή ασθένεια ή τραυματισμός, και η έλλειψη στέγης) και τους ζητήθηκε να υποδείξουν ποια (ενδεχομένως) είχαν βιώσει.

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ

Για τον εντοπισμό των διαταραχών της προσωπικότητας χρησιμοποιήθηκε η Δομημένη Κλινική Συνέντευξη του DSM-IV (SCID-ΙΙ) (Pfohl κ.ά., 1983) ενώ τα συμπτώματα νεύρωσης εξετάστηκαν χρησιμοποιώντας την αναθεωρημένη έκδοση του Κλινικού Εργαλείου Συνέντευξης (CIS-R, Lewis et Al, 1990).  Το CIS-R αποτελείται από 14 ενότητες που η κάθε μία αξιολογεί την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συμπτώματος νεύρωσης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα (π.χ. σωματικά συμπτώματα, ανησυχία, καταθλιπτικές σκέψεις κ.λπ.).  Κάθε ενότητα βαθμολογείται από 0 έως 4.  Εάν η βαθμολογία είναι 2 ή περισσότερο, τότε το σύμπτωμα καταχωρείται ως «σοβαρό».  Δημιουργήθηκε μια ομάδα δυαδικών μεταβλητών για να καθοριστεί, εάν κάθε ένας από τους δεκατέσσερις τύπους συμπτωμάτων ήταν «σοβαρός», ή όχι.  Συνολική βαθμολογία και για τις δεκατέσσερις ενότητες, μεγαλύτερη από δώδεκα υποδηλώνει την ύπαρξη νεύρωσης.

ΧΡΗΣΗ ΟΥΣΙΩΝ

Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να υποδείξουν από μία κατάσταση με διάφορους τύπους ουσιών (κάνναβη, αμφεταμίνες, κοκαΐνη κρακ, σκόνη κοκαΐνης, ηρωίνη, μη-συνταγογραφημένη μεθαδόνη, παράνομα ηρεμιστικά, διαλύτες και «άλλο») εάν: (α) είχαν κάνει χρήση κάποια στιγμή της ζωής τους (ηλικία έναρξης), (β) έκαναν χρήση ενώ βρίσκονταν στη φυλακή και (γ) έκαναν χρήση για πρώτη φορά ενώ βρίσκονταν στη φυλακή.  Ζητήθηκαν επίσης πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό ενδοφλέβιας χρήσης και την ηλικία έναρξης της χρήσης.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ

Αρκετές ερωτήσεις σχεδιάστηκαν για να αξιολογηθεί το ιστορικό εγκλεισμού των συμμετεχόντων. Οι τρόφιμοι αρχικά ρωτήθηκαν εάν ήταν προφυλακισμένοι, ή είχαν καταδικαστεί και κλήθηκαν να απαντήσουν πόσο χρόνο βρίσκονταν στη φυλακή σε σχέση με το τωρινό τους αδίκημα, επιλέγοντας από έναν κατάλογο οκτώ δυνατοτήτων (ο οποίος κυμαινόταν από το λιγότερο μια εβδομάδα έως 2 έτη ή περισσότερο).  Ρωτήθηκαν έπειτα, εάν είχαν προηγούμενες καταδίκες και εάν αυτή ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν στη φυλακή.  Όπου κρίθηκε σκόπιμο, ζητήθηκε ο συνολικός αριθμός των προηγούμενων ποινών κάθειρξης.

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Τα χαρακτηριστικά των χρηστών ηρωίνης και κοκαΐνης στο δείγμα διερευνήθηκαν με την ανάλυση της πολλαπλής λογαριθμικής παλινδρόμησης.  Τέσσερις ομάδες σύγκρισης εξετάστηκαν σε δύο ξεχωριστά στάδια: i) χρήστες (κάποια φορά) έναντι ατόμων που δεν έκαναν ποτέ χρήση, ii) εκείνοι που είχαν κάνει χρήση στη φυλακή έναντι εκείνων που είχαν κάνει χρήση μόνο έξω από τη φυλακή, iii) άτομα που ξεκίνησαν τη χρήση στη φυλακή έναντι εκείνων που ξεκίνησαν τη χρήση έξω από φυλακή και iv) άτομα που ξεκίνησαν τη χρήση στη φυλακή έναντι εκείνων που είχαν κάνει χρήση στη φυλακή, αλλά είχαν ξεκινήσει χρήση αλλού. Αποφασίστηκε να διαχωριστούν οι αναλύσεις κάθε μιας από αυτές τις συγκρίσεις για να επιτραπεί η λεπτομερής απεικόνιση των συμπεριφορών, αντί για την κατασκευή ενός γενικού μοντέλου με σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολλαπλών μεταβλητών.  Στο πρώτο στάδιο, όλα τα στοιχεία από το ατομικό ιστορικό καθώς και μετρήσεις σε σχέση με το κοινωνικό ιστορικό του εισήχθησαν ταυτόχρονα στην παλινδρόμηση για να διαπιστωθεί η σχέση τους με τη χρήση ουσιών, τη χρήση ουσιών στη φυλακή και την έναρξη χρήσης ουσιών στη φυλακή.  Στο δεύτερο στάδιο των αναλύσεων, μία σειρά σταδιακών λογαριθμικών παλινδρομήσεων με αντίστροφη εξουδετέρωση των πολλαπλών μεταβλητών διερεύνησε τους παράγοντες που σχετίζονται με τη φυλακή και τους ψυχιατρικούς παράγοντες σε σχέση με τη χρήση ουσιών.  Ελέγχθηκαν όλες οι σημαντικές μεταβλητές που παρουσιάστηκαν από την πρώτη ομάδα παλινδρομήσεων και που αφορούσαν το ατομικό ιστορικό του ατόμου καθώς και μετρήσεις σε σχέση με το κοινωνικό ιστορικό του.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Περιγραφή δείγματος

Τα τρία τέταρτα (2.371, 75,5%) του δείγματος ήταν άντρες και το 80,0% (2.515) εντάχθηκαν στην εθνική ομάδα «λευκοί» ενώ 424 (13,5%) στην εθνική ομάδα «έγχρωμοι».  Λίγο λιγότερο από ένα πέμπτο του δείγματος (590, 18,8%) ήταν ηλικίας μεταξύ 16 και 20 ετών, ενώ δύο πέμπτα διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής τους (1.289, 41,0%).

Χρήση ουσιών

Οκτώ στους δέκα φυλακισμένους (2.510, 79,9%) ανέφεραν ότι είχαν κάνει χρήση τουλάχιστον μιας παράνομης ουσίας κατά τη διάρκεια της ζωής τους (συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης).  Αυτό ήταν πιο συχνό για τους άντρες από ό,τι για τις γυναίκες (χ2=53,0 p<0.001).  Πάνω από τα τρία τέταρτα του δείγματος (76,7%) ανέφεραν χρόνια χρήση κάνναβης, περίπου το ήμισυ (48,7%) χρήση αμφεταμινών, 45,9% χρήση κοκαΐνης ή κρακ και το 38,3% ανέφερε χρήση ηρωίνης.  Μια πιο λεπτομερής περιγραφή της χρήσης ουσιών για κάθε φυλακισμένο και ανάλογα με το φύλο έχει παρουσιαστεί αλλού (βλ. Singleton κ.ά. 1999).

Ο πίνακας 1 δείχνει την επικράτηση της χρήσης ουσιών και το ποσοστό των χρηστών που ανέφεραν ότι είχαν κάνει χρήση της αντίστοιχης ουσίας ενώ βρίσκονταν στη φυλακή.  Αν και ο αριθμός των ατόμων που ανέφεραν χρήση κάνναβης στη φυλακή ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που ανέφεραν χρήση ηρωίνης  (1538 έναντι 743), όταν αυτοί οι αριθμοί εκφράστηκαν ως αναλογία των χρόνιων χρηστών που έκαναν χρήση της ουσίας στη φυλακή, τα ποσοστά ήταν παρόμοια και για τα δύο ουσίες (περισσότερο από εξήντα τοις εκατό).  Αντίθετα, η χρήση κοκαΐνης στη φυλακή αναφέρθηκε από λιγότερο από το ένα τέταρτο του δείγματος (24,3%) των ατόμων που κάνουν χρήση κοκαΐνης κατά τη διάρκεια όλης της ζωής τους.

Πίνακας 1: Επικράτηση χρόνιας χρήσης και χρήσης ουσιών στη φυλακή.

 

Είδος Ουσίας Συχνότητα

(% επί του συνόλου)

Χρήση κάποια στιγμή μέσα στη φυλακή

(% χρήσης κάποια στιγμή)

Έναρξη χρήσης στη φυλακή (% χρήσης κάποια στιγμή) % χρήσης μέσα στη φυλακή
Κάνναβη 2411(76,7) 1538 (63,8) 154 (6,4) 10,0
Αμφεταμίνες 1529 (48,7) 216 (14,1) 36 (2,4) 16,7
Κοκαΐνη /κρακ 1442 (45,9) 351 (24,3) 134 (9,3) 38,2
Ηρωίνη 1203 (38,3). 743 (61,8) 318 (26,4) 42,8
Ενδοφλέβια χρήση ουσιών 818 (26,0) 130 (15,9) 33 (4,0) 25,0

 

Έναρξη χρήσης ουσιών στη φυλακή

Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται επίσης η αναλογία των συμμετεχόντων που ανέφεραν ότι έκαναν χρήση ουσιών για πρώτη φορά μέσα στη φυλακή.  Συνολικά, 378 έγκλειστοι ξεκίνησαν τη χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης και 74 άρχισαν τη χρήση και των δύο ουσιών ενώ βρίσκονταν στη φυλακή.  Πάνω από το ένα τέταρτο (26,4%) των ατόμων που έκαναν χρόνια χρήση ηρωίνης ανέφεραν πρώτη φορά χρήσης της ουσίας ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, σε σύγκριση με μόλις 9,3% των χρηστών κοκαΐνης /κρακ, 2,4% των χρηστών αμφεταμινών, και 6,4% των χρηστών κάνναβης.  Ακόμη, όταν εκφράστηκε ως ποσοστό εκείνων που είχαν κάνει χρήση στη φυλακή (στήλη 5), διαπιστώθηκε ότι 42,8% είχε αρχίσει τη χρήση ηρωίνης στη φυλακή και 38,2% είχε αρχίσει τη χρήση κοκαΐνης στη φυλακή.

Από τα 161 άτομα που έκαναν χρήση ψυχοδιεγερτικών ουσιών για πρώτη φορά (αμφεταμίνες, κοκαΐνη ή κρακ-κοκαΐνη) ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, η πλειοψηφία (134, 83,2%) έκανε πρώτη φορά χρήση κοκαΐνης, ενώ μόλις 36 (22,4%) ανέφεραν χρήση αμφεταμινών για πρώτη φορά.  Υπήρξε κάποια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αυτών των δύο ομάδων και συνεπώς λόγω του μικρού αριθμού περιστατικών, τα χαρακτηριστικά των χρηστών αμφεταμινών δεν εξετάζονται περαιτέρω σε αυτό το άρθρο.   Ένα σχετικά μικρό ποσοστό εγκλείστων ανέφεραν ενδοφλέβια χρήση ουσιών ενώ βρίσκονταν στη φυλακή (130, 4.1%).  Ένα τέταρτο αυτών (33, 25,4%) υπέδειξαν πως ξεκίνησαν αυτή τη συμπεριφορά ενώ βρίσκονταν στη φυλακή.  Λόγω του μικρού αριθμού περιστατικών στην κατηγορία ενδοφλέβιας χρήσης, η κατηγορία αυτή δεν εξετάστηκε περαιτέρω.

Ανάλυση λογαριθμικής παλινδρόμησης

Οι χρήστες ηρωίνης και κοκαΐνης κατατάχθηκαν αρχικά σε σχέση με τις μεταβλητές του ατομικού ιστορικού καθώς και μετρήσεις σε σχέση με το κοινωνικό ιστορικό τους και μετά πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω παλινδρομήσεις για να εξεταστεί πώς συνδέονταν το ιστορικό εγκλεισμού και οι ψυχιατρικές διαγνώσεις αυτών των ομάδων όταν ελέγχθηκαν το ατομικό και το κοινωνικό ιστορικό.  Τα αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων δομήθηκαν γύρω από τα τέσσερα σύνολα μεταβλητών ( Ι) ατομικό ιστορικό, ΙΙ) κοινωνικό ιστορικό, ΙΙΙ) ιστορικό εγκλεισμού και IV) ψυχιατρικές διαγνώσεις).  Στον πίνακα 2 συνοψίζονται τα στοιχεία για τη συχνότητα των  μεταβλητών που χρησιμοποιούνται σ’ αυτές τις αναλύσεις.

 

Πίνακας 2: Ατομικό ιστορικό, κοινωνικό ιστορικό, ιστορικό εγκλεισμού και στοιχεία ψυχιατρικής νοσηρότητας του δείγματος

n % δείγματος

 

Ατομικό ιστορικό

 
Φύλο                                                                    Γυναίκες 771 24,5
Άνδρες 2.371 75,5
Ηλικιακή ομάδα                                                        16-20 590 18,8
21-29 1.289 41,0
30-39 825 26,3
40+ 438 13,.9
Εθνικές ομάδες                                                       Λευκοί 2.515 80,0
Έγχρωμοι 424 13,5
Άλλο 203 6,5
Κοινωνικό Ιστορικό    
Παιδική ηλικία
Σε τοπική μέριμνα ως παιδί 904 28,8
Διαταραχή συμπεριφοράς 2.220 70,7
Διακοπή σχολείου πριν από την ηλικία των 16 ετών 1.508 48,0
Βιώματα εκφοβισμού 888 28,.3
Αποβολή από το σχολείο 1.497 47,6
Τραύμα και Τραυματισμός
Σοβαρή ασθένεια ή τραυματισμός 486 15,5
Χωρισμός/ διαζύγιο 1.384 44,1
Θάνατος γονιού ή αδερφού 862 27,4
Απολύθηκε ή απομακρύνθηκε λόγω περικοπών 1.327 42,2
Υπήρξε άστεγος 1.309 41,7
Άλλο τραυματικό γεγονός 1.438 45,8
Ιστορικό εγκλεισμού
Τωρινή καταδίκη
1.705 54,3
Παλαιότερη καταδίκη 2.344 74,.6
Προηγούμενη εμπειρία εγκλεισμού 1.859 59,2
Αριθμός προηγούμενων εγκλεισμών:                     καμία 1.291 41,1
1-3 1.007 32,1
4-7 526 16,7
8 η περισσότερες 318 10,1
Ψυχιατρικές διαταραχές
Μέση τιμή διαγνώσεων 2.2
Νεύρωση (CISR score >12) 1.660 52,8
Παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας 1.190 37,9
Διαταραχή αντικοινωνική προσωπικότητας στη διάρκεια της ενήλικης ζωής 1.978 63,0

 

Ο πίνακας 3 παρουσιάζει τα αποτελέσματα από την πρώτη ομάδα λογαριθμικών παλινδρομήσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι παράγοντες ατομικό και κοινωνικό ιστορικό.  Παρουσιάζονται επίσης οι πιθανότητες για κίνδυνο χρήσης ουσιών και έναρξης χρήσης ουσιών, μέσα και έξω από τη φυλακή.  Στον πίνακα περιλαμβάνονται μόνο οι μεταβλητές του μοντέλου που εμφανίστηκαν σε ένα επίπεδο σημαντικότητας της τάξης του p<0.05.  Διάφορες μεταβλητές δεν σχετίζονταν σημαντικά με τη χρήση ουσιών σε καμία από τις συγκρίσεις και επομένως δεν συμπεριλήφθηκαν στον πίνακα, αυτές ήταν: εμπειρία στη διάρκεια της ζωής θανάτου συζύγου/ συνεργάτη, θανάτου στενού φίλου/ συγγενή και θνησιγένεια.

Πίνακας 3:  Προσαρμοσμένες πιθανότητες πρόβλεψης της χρήσης, της χρήσης στη φυλακή, και της έναρξης στη φυλακή με τις μεταβλητές ατομικό και κοινωνικό ιστορικό.

    Χρήση κάποια στιγμή vs καθόλου χρήση Χρήση στη φυλακή vs χρήση αλλού Έναρξη στη φυλακή vs έναρξη εκτός φυλακής Έναρξη χρήσης στη φυλακή vs χρήση στη φυλακή (έναρξη εκτός φυλακής)
    Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη
Ατομικό ιστορικό (πιθανότητες) 
Φύλο                                γυναίκα 1,00 1,00 1,00
                                             άντρας 0,67*** 2,35*** 3,00***
Ηλικιακή Ομάδα                   16-20 1,00 1,00 1,00 1,00 1,00 1,00
21-29 1,64*** 1,67*** 4,86*** 1,85*** 3,58*** 1,77*
30-39 1,14 1,27 5,30*** 1,89** 2,97*** 1,16
40+ 0,49*** 0,51*** 3,83*** 1,48 2,01 0,47
Εθνική ομάδα                       λευκός 1,00 1,00 1,00 1,00 1,00
Έγχρωμος 0,24*** 0,52*** 0,47 2,24* 0,51
Άλλο 0,81 0,99 0,23* 0,67 0,21*
Κοινωνικό ιστορικό (πιθανότητες)
Παιδική ηλικία
Στην τοπική κοινότητα ως παιδί 1,48** 1,53** 1,47* 1,70**
Διαταραχή συμπεριφοράς (παιδική ηλικία) 2,74*** 2,48*** 1,60*
Διακοπή σχολείου πριν την ηλικία των 16 ετών 1,19* 1,21* 1,42* 1,33* 1,41*
Εμπειρία εκφοβισμού/ απειλών 0,78** 0,65*** 0,62*** 0,72*
Αποβολή από το σχολείο 1,54*** 1,68*** 1,74***
Τραύμα και Βλάβη
Σοβαρή ασθένεια ή βλάβη 1,40** 1,43**
Χωρισμός/διαζύγιο 1,35* 1,50*
Θάνατος γονιού/αδελφού 0,82*
Απολύθηκε ή απολύθηκε λόγω περικοπών 1,24*
Υπήρξε άστεγος 2,11*** 1,81*** 0,71* 0,64** 0,66*
Άλλη τραυματική εμπειρία 1,48** 1,54*
***p<0.001; *p<0.01; *p<0.05

 

Μεταβλητές προσωπικών στοιχείων

Σε σύγκριση με άτομα ηλικίας 16-20 ετών από το δείγμα, εκείνοι που ήταν μεταξύ 21 και 29 ετών παρουσίασαν περισσότερες πιθανότερες να έχουν κάνει κάποια στιγμή χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης (πιθανότητες=1,64, p<0.001), ενώ τα άτομα 40 ετών και πλέον, κατά την περίοδο της συνέντευξης, παρουσίασαν περίπου τις μισές πιθανότητες να έχουν δοκιμάσει αυτές τις ουσίες (ηρωίνη –πιθανότητες=0,49, p<0.001 κοκαΐνη –πιθανότητες=0.51, p<0.001).  Οι άντρες κάτω των 20 ετών παρουσίασαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ηρωίνης και/ ή κοκαΐνης ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, από ό,τι οι πιο μεγάλοι σε ηλικία τρόφιμοι (αν και οι πιθανότητες για τους χρήστες κοκαΐνης μεγαλύτερους των 40 ετών δεν παρουσίασαν στατιστική σημαντικότητα [p=0.07]). Επιπλέον, τα άτομα ηλικίας 20-30 ετών είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν αρχίσει τη χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή από τα άτομα 16-20 ετών.  Παρόμοια, αλλά πολύ πιο μικρή, σχέση παρατηρήθηκε για την έναρξη της χρήσης κοκαΐνης μέσα στη φυλακή για τους χρήστες κοκαΐνης ηλικίας 21-29 ετών (πιθανότητες=1.77, p<0.05).  Εντούτοις, η ηλικία δεν μπόρεσε να βοηθήσει στη διάκριση των ατόμων που έκαναν χρήση στη φυλακή και είχαν ξεκινήσει τη χρήση κάποιας από τις δύο ουσίες μέσα στη φυλακή.

Οι λευκοί φυλακισμένοι ήταν πιθανότερο να αναφέρουν χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης κάποια στιγμή στη ζωή τους, σε σχέση με εκείνους που ταξινομήθηκαν ως «έγχρωμοι».  Η εθνική ομάδα δεν βοήθησε στη διάκριση ποιος είχε κάνει χρήση αυτών των ουσιών ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ούτε ποιος είχε αρχίσει τη χρήση ηρωίνης στη φυλακή.  Εντούτοις, μεταξύ εκείνων που είχαν κάνει χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή, το ότι ήταν «έγχρωμοι» σχετιζόταν ιδιαίτερα με την έναρξη της χρήσης σ’ αυτό το περιβάλλον.  Αντίθετα, για την κοκαΐνη, οι συμμετέχοντες που ταξινομήθηκαν στην ομάδα «άλλο» είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες έναρξης της χρήσης κοκαΐνης μέσα στη φυλακή.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Παιδική ηλικία

Αν και δεν αποτελεί σίγουρο παράγοντα πρόβλεψης της χρόνιας χρήσης ηρωίνης ή κοκαΐνης, η εμπειρία φροντίδας από την τοπική κοινότητα σχετίζεται με τη χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή καθώς επίσης και με την έναρξη της χρήσης στη φυλακή.  Εντούτοις, ο παράγοντας «φροντίδα από την τοπική κοινότητα» δεν βοήθησε στη διάκριση των ατόμων που είχαν αρχίσει τη χρήση ηρωίνης ή τη χρήση κοκαΐνης μέσα στη φυλακή, από τα άτομα που έκαναν χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή.  Μια διάγνωση στην παιδική ηλικία για διαταραχή της συμπεριφοράς τουλάχιστον διπλασίαζε τις πιθανότητες για τη χρήση κοκαΐνης ή /και ηρωίνης, και αποτελούσε επίσης παράγοντα κινδύνου για τη χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή (πιθανότητες=1,60, p<0.05), αλλά δεν σχετιζόταν με την έναρξη της χρήσης καμίας από τις δύο ουσίες, όταν οι παράγοντες ατομικό και κοινωνικό ιστορικό ήταν ελεγχόμενοι.

Οι έγκλειστοι που είχαν αφήσει το σχολείο πριν από την ηλικία των 16 ετών είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση κοκαΐνης ή /και ηρωίνης, να έχουν κάνει χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή, και για να έχουν αρχίσει τη χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή.  Αντίθετα, οι συμμετέχοντες που υπήρξαν θύματα εκφοβισμού στο σχολείο είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση αυτών των ουσιών, ή να έχουν κάνει χρήση μέσα στη φυλακή. Επιπλέον, το ιστορικό αποβολής από το σχολείο αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για τη χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης καθώς επίσης και για τη χρήση κοκαΐνης μέσα στη φυλακή.

Τραύμα και τραυματισμοί

Οι συμμετέχοντες που είχαν περάσει κάποια σοβαρή ασθένεια ή τραυματισμό είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης από εκείνους που δεν είχαν. Επίσης εντοπίστηκε θετική σχέση μεταξύ του χωρισμού ή του διαζυγίου και της χρήσης κοκαΐνης μέσα στη φυλακή.  Αυτή η μεταβλητή αποτέλεσε παράγοντα πρόβλεψης για το ποιοι χρήστες κοκαΐνης ξεκίνησαν τη χρήση αυτής της ουσίας μέσα στη φυλακή.  Τρεις άλλες αγχωτικές εμπειρίες της ζωής διέκριναν τους χρήστες κοκαΐνης από το υπόλοιπο δείγμα: οι χρήστες ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν βιώσει το θάνατο ενός γονιού ή ενός αδελφού και πιθανότερο να έχουν απολυθεί ή να έχουν απομακρυνθεί από την εργασία τους λόγω περικοπών και να έχουν υπάρξει άστεγοι.  Η εμπειρία έλλειψης στέγης διπλασίασε επίσης τις πιθανότητες για χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης.  Αντίθετα, εκείνοι που είχαν βιώσει την έλλειψη στέγης παρουσίασαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να αναφέρουν έναρξη της χρήσης ηρωίνης ή χρήση μέσα στη φυλακή από ό,τι άλλοι χρήστες αυτής της ουσίας.  Τέλος, το βίωμα κάποιου άλλου τραυματικού γεγονότος αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για τη χρήση κοκαΐνης μέσα στη φυλακή και σχετιζόταν θετικά με την έναρξη της χρήσης κοκαΐνης μέσα στη φυλακή.

Παράγοντες ψυχιατρικής νοσηρότητας και φυλάκισης

Η δεύτερη ομάδα λογαριθμικών παλινδρομήσεων εξέτασε τη σχέση μεταξύ των παραγόντων της φυλάκισης και των παραγόντων της ψυχιατρικής νοσηρότητας και της χρήσης ουσιών ελέγχοντας εκείνα τα στοιχεία από το ατομικό και κοινωνικό ιστορικό του ατόμου, που εντοπίστηκαν ως σημαντικά από τον πίνακα 3.  Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζονται στον πίνακα 4.

Πίνακας 4: Ποσοστά για τρέχουσα ψυχιατρική νοσηρότητα και ιστορικό εγκλεισμού όταν ελέγχονται οι μεταβλητές ατομικό και κοινωνικό ιστορικό.

Χρήση κάποια στιγμή vs καθόλου χρήση Χρήση στη φυλακή vs χρήση αλλού Έναρξη στη φυλακή vs έναρξη εκτός φυλακής Έναρξη χρήσης στη φυλακή vs χρήση στη φυλακή (έναρξη εκτός φυλακής)
Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη Ηρωίνη Κοκαΐνη
Ιστορικό εγκλεισμού (πιθανότητες)
Προηγούμενη καταδίκη 1,37*
Αριθμός προηγούμενων εγκλεισμών:

κανένας

 

1,00

 

1,00

 

1,00

 

1,00

 

1,00

 

1,00

 

1,00

 

1,00

1-3  1,47** 1,43*** 2,99* 2,41 32,7*** 6,01 11,83* 2,01
4-7 2,33*** 1,52*** 6,03*** 5,11** 48,2*** 13,47* 13,47* 2,65*
8 or more 4,51*** 2,27*** 8,22*** 6,86** 61,3*** 15,22* 14,75* 2,13
Χρόνος που έχει ήδη εκτίσει

(εάν έχει βρεθεί ξανά στη φυλακή)

1,44*** 1,33*** 1,33*** 1,19** 1,17**
Χρόνος που έχει ήδη εκτίσει

(εάν είναι η πρώτη του εμπειρία εγκλεισμού)

 

1,54*** 1,47*** 2,02*** 1,41 1,58**
Ψυχιατρική νοσηρότητα (πιθανότητες)
               
Συνολική ψυχιατρική διάγνωση 1,89*** 2,42*** 1,37** 1,44** 1,36*
Νεύρωση (CISR βαθμολογία 12+) 0,55***
Παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας 0,72*** 0,77**
Αντικοινωνική συμπεριφορά κατά την ενήλικη ζωή 3,20*** 2,95*** 2,12*** 2,73*** 0,24*

 

***p<0.001; *p<0.01; *p<0.05

 

Προηγούμενη εμπειρία εγκλεισμού

Οι παλινδρομήσεις εντόπισαν ένα παρόμοιο σύνολο επιρροών για τη χρήση κοκαΐνης και ηρωίνης.  Λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή του ατομικού και κοινωνικού ιστορικού, οι μετρήσεις σχετικά με τον εγκλεισμό έπαιξαν έναν σταθερά σημαντικό ρόλο στο χαρακτηρισμό του προφίλ της χρήσης και της έναρξης και για τα δύο ουσίες.  Όσο περισσότερο χρόνο είχε εκτίσει το άτομο στη φυλακή για την τρέχουσα καταδίκη, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα να είχε κάνει χρήση κοκαΐνης ή ηρωίνης μέσα στη φυλακή.  Επιπλέον, ο χρόνος που είχε στη φυλακή βοήθησε στη διάκριση των τροφίμων που ξεκίνησαν τη χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης μέσα στη φυλακή από όλους τους χρήστες, καθώς επίσης και από τους χρήστες που έκαναν χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή (με μια εξαίρεση).  Περαιτέρω αναλύσεις (που δεν παρουσιάζονται στον πίνακα 4) έδειξαν ότι ο χρόνος της ποινής που έχουν ήδη εκτίσει σχετιζόταν περισσότερο με τη χρήση κοκαΐνης στη φυλακή στις γυναίκες που φυλακίστηκαν για πρώτη φορά (πιθανότητες=2.1, p<0.001) από ό,τι στους άντρες (πιθανότητες=1.26, p<0.05). Σε όλες τις περιπτώσεις, οι πιθανότητες για χρήση σε σχέση με το χρόνο που έχουν ήδη εκτίσει ήταν περισσότερες για εκείνους που βρίσκονταν στη φυλακή για πρώτη φορά, από ό,τι για τους έγκλειστους που είχαν βρεθεί στη φυλακή πριν.  Όπως ήταν αναμενόμενο, ο χρόνος που έχουν ήδη εκτίσει για την τρέχουσα ποινή δεν έδειξε καμία σχέση με τη χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης.

Ο συνολικός αριθμός των προηγούμενων εγκλεισμών επεξηγεί με εντυπωσιακό τρόπο τον «κίνδυνο σε σχέση με το χρόνο έκθεσης» στους τρόπους χρήσης ουσιών. Η εμπειρία προηγούμενου εγκλεισμού συνδεόταν για όλους πολύ πιο στενά με τη χρήση ηρωίνης από ό,τι με τη χρήση κοκαΐνης.  Ο μεγαλύτερος αριθμός προηγούμενων εγκλεισμών αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες για τη χρήση της μίας ή και των δύο ουσιών μέσα στη φυλακή καθώς επίσης και την πιθανότητα χρόνιας χρήσης αυτών των ουσιών.  Για τους τροφίμους που είχαν τουλάχιστον οκτώ προηγούμενους εγκλεισμούς, οι πιθανότητες για χρήση ηρωίνης στη φυλακή ήταν τουλάχιστον οκτώ φορές περισσότερες από ό,τι για όσους βρίσκονταν στη φυλακή για πρώτη φορά και σχεδόν επτά φορές μεγαλύτερες όσον αφορά την κοκαΐνη.  Επιπλέον, εάν ένα άτομο είχε καταδικαστεί κατά την τελευταία του φυλάκιση, οι πιθανότητες χρήσης ηρωίνης αυξανόταν ακόμη περισσότερο (πιθανότητες=1.41, p<0.05).

Τα αποτελέσματα του προηγούμενου εγκλεισμού διέφεραν μεταξύ των φύλων.  Οι άντρες που είχαν εκτίσει ποινές στο παρελθόν είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ηρωίνης στη φυλακή από όσους βρίσκονταν στη φυλακή για πρώτη φορά (πιθανότητες= 10,6, p<0.01), ενώ για τις γυναίκες, οι πιθανότητες ήταν 4,5 (p=0.10).  Όσον αφορά την κοκαΐνη, η επίδραση του φύλου ήταν αντιστροφή: ο προηγούμενος εγκλεισμός σχετιζόταν πιο έντονα με τη χρήση αυτής της ουσίας στη φυλακή στις γυναίκες (πιθανότητες=20.6, p<0.05) από ό,τι στους άντρες (πιθανότητες=2.6, p=0.291).

Οι προηγούμενοι εγκλεισμοί αύξαναν επίσης τις πιθανότητες για έναρξη χρήσης ηρωίνης στη φυλακή.  Συγκρίνοντας όλους τους χρήστες ηρωίνης, η πιθανότητα έναρξης της χρήσης μέσα στη φυλακή ήταν 33 έως 61 φορές μεγαλύτερη για όσους βρίσκονταν στη φυλακή για πρώτη φορά.  Παρόμοια, αν και πολύ λιγότερο έντονη, σχέση παρατηρήθηκε μεταξύ των προηγούμενων εγκλεισμών και της έναρξης χρήσης κοκαΐνης στη φυλακή (αν και αυτό δεν φάνηκε ιδιαίτερα σημαντικό σε κάθε περίπτωση).

Τρέχουσες ψυχιατρικές διαγνώσεις

Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του ιστορικού των εγκλεισμών, λίγοι ήταν οι ευπροσδιόριστοι παράγοντες κινδύνου για τη χρήση κοκαΐνης ή ηρωίνης όσον αφορά το ψυχιατρικό προφίλ. Οι μεταβλητές της ψυχιατρικής νοσηρότητας που εξετάστηκαν αλλά αποκλείστηκαν από τα τελικά μοντέλα, ήταν: όλες οι υποκλίμακες συμπτωμάτων CISR, η κοινωνική φοβία (αγοραφοβία), οι σχιζότυπες διαταραχές προσωπικότητας, οι σχιζοειδείς διαταραχές και οι διαταραχές οριακής προσωπικότητας.

Ο συνολικός αριθμός των ψυχιατρικών διαγνώσεων αποτελούσε παράγοντα πρόβλεψης της χρήσης ηρωίνης και κοκαΐνης, καθώς επίσης και διέκρινε εκείνους που είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή.  Τα άτομα με τις περισσότερες ψυχιατρικές διαγνώσεις παρουσίαζαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ξεκινήσει τη χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή, αν και δεν υπήρξε καμία ευπροσδιόριστη σχέση με τη μύηση στην κοκαΐνη.

Οι έγκλειστοι με διάγνωση διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας μετά την ενηλικίωση ήταν περίπου τρεις φορές πιθανότερο να έχουν κάνει χρήση κοκαΐνης ή /και ηρωίνης.  Αυτή η διάγνωση σχετιζόταν επίσης με τη χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή, ενώ συνέβαλε στο να προβλεφθεί ποιοι τρόφιμοι χρήστες κοκαΐνης είχαν ξεκινήσει τη χρήση έξω από τη φυλακή.

Άλλες σχέσεις που παρατηρήθηκαν με τις ψυχιατρικές διαγνώσεις λειτούργησαν «προστατευτικά» (δηλ. σχετιζόμενες με λιγότερο κίνδυνο).  Ένα αποτέλεσμα CISR μεγαλύτερο του 12 (που υποδηλώνει νεύρωση ή περίπτωση με μια μη ψυχωτική διαταραχή) και η παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας συνδέθηκαν με τη μειωμένη πιθανότητα ένας τρόφιμος να είχε κάνει χρήση κοκαΐνης κάποια στιγμή στη ζωή του. Τα άτομα με διάγνωση της παρανοειδούς προσωπικότητας είχαν επίσης σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ηρωίνης κάποια στιγμή στη ζωή τους (πιθανότητες=0.77, p<0.01).  Καμία από αυτές τις διαγνώσεις δεν αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης χρήσης ή έναρξης της χρήσης αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή.

Τελικά, αξίζει να σημειωθεί πως ορισμένοι συσχετισμοί του ατομικού και του κοινωνικού ιστορικού που εμφανίστηκαν ως σημαντικοί στον πίνακα 3 μπορεί να οφείλονται στις τρέχουσες ψυχιατρικές διαγνώσεις και σε παράγοντες της φυλάκισης όπως φαίνεται στον πίνακα 4, και τελικά απορρίφθηκαν από τα τελικά μοντέλα.  Το ατομικό ιστορικό διατήρησε την επίδρασή του όταν ελέγχθηκαν οι μεταβλητές της φυλάκισης και οι ψυχιατρικές διαγνώσεις, και είχε ως ακολούθως: οι γυναίκες ήταν πιθανότερο να αναφέρουν χρήση ηρωίνης κάποια στιγμή στη ζωή τους (το φύλο όμως δεν μπόρεσε να κάνει τη διάκριση για το ποιοι χρήστες ηρωίνης έκαναν χρήση στη φυλακή), η ηλικία διατηρήθηκε σε όλες τις εξισώσεις με μια εξαίρεση μόνο –δεν προέβλεψε ποιοι χρήστες κοκαΐνης έκαναν χρήση της ουσίας στη φυλακή, η εθνική ομάδα παρέμεινε μόνο σε δύο από τα μοντέλα (χρήση ηρωίνης κάποια στιγμή και χρήση κοκαΐνης στη φυλακή έναντι της έναρξης της χρήσης στη φυλακή).

Αρκετές από τις μεταβλητές του κοινωνικού ιστορικού εξακολούθησαν να επιδρούν στις τελικές εξισώσεις. Η διαταραχή της συμπεριφοράς μπορούσε να προβλέψει τη χρήση ηρωίνης περισσότερο από κάθε άλλη μεταβλητή από την τρέχουσα ψυχιατρική κατάσταση και τη φυλάκιση.  Τα βιώματα εκφοβισμού διατήρησαν την προστατευτική επίδρασή τους και στις τέσσερις περιπτώσεις (όπως στον πίνακα 3).  Το ιστορικό αποβολής από το σχολείο προέβλεπε τη χρήση κοκαΐνης κάποια στιγμή στη ζωή του ατόμου καθώς επίσης βοηθούσε και στη διάκριση του ποιοι χρήστες κοκαΐνης ήταν πιθανότερο να έχουν κάνει χρήση της ουσίας στη φυλακή.  Στην κατηγορία τραύμα και τραυματισμοί, το βίωμα σοβαρής ασθένειας ή τραυματισμού διατηρήθηκε και στις δύο εξισώσεις ως παράγοντας πρόβλεψης της χρήσης κάποια στιγμή της ζωής και για τις δύο ουσίες (όπως στον πίνακα 3).  Επίσης, η εμπειρία έλλειψης στέγης διατηρήθηκε και στις δύο εξισώσεις.  Ο χωρισμός ή το διαζύγιο εξακολούθησαν να βοηθούν τη διάκριση για το ποιοι χρήστες κοκαΐνης έκαναν χρήση στη φυλακή και ποιοι είχαν ξεκινήσει τη χρήση της μέσα στη φυλακή.  Τέλος, το βίωμα άλλου τραυματικού γεγονότος προέβλεπε ποιοι χρήστες κοκαΐνης έκαναν χρήση στη φυλακή καθώς επίσης ποιοι ξεκίνησαν τη χρήση εκεί.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Όπως και σε άλλες έρευνες γύρω από τη χρήση ουσιών στις φυλακές (π.χ. Mason κ.ά., 1997, Maden κ.ά., 1996 Farrell κ.ά. 1996, Gore κ.ά., 1996), τα επίπεδα επικράτησης που αναφέρθηκαν από το τρέχον δείγμα ήταν πολύ υψηλότερα από ό,τι σε έρευνες του γενικού ενήλικου πληθυσμού.  Συγκεκριμένα, η επικράτηση της χρήσης ηρωίνης στο τρέχον δείγμα ήταν περίπου 40 φορές μεγαλύτερη από αυτό που θα αναμενόταν από ένα τυχαίο δείγμα πληθυσμού.  Αυτά τα συμπεράσματα πιθανόν έχουν προκύψει επειδή οι χρήστες ουσιών (και ιδιαίτερα οι χρήστες ηρωίνης) έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να βρεθούν στη φυλακή από άλλους ενηλίκους.  Εντούτοις, είναι εξίσου πιθανό ότι ο χρόνος στη φυλακή έχει κατά κάποιον τρόπο αιτιολογική σχέση με τα υψηλά επίπεδα χρήσης ουσιών.  Αν και οι συγχρονικές μελέτες αυτού του είδους δεν έχουν πραγματοποιηθεί για τον καθορισμό των αιτιολογικών σχέσεων μεταξύ των μεταβλητών, οι αναδρομικές μελέτες σχετικά με τη χρήση ουσιών και το χώρο μύησης στη χρήση μπορεί να ορίσουν ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη πιο ουσιαστικών μακροχρόνιων μελετών, με στόχο την πιο δυναμική αντιμετώπιση των αιτίων. Αυτό το άρθρο δίνει την ευκαιρία να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά των χρηστών κοκαΐνης και ηρωίνης καθώς και εκείνων που διατρέχουν περισσότερο κίνδυνο να ξεκινήσουν τη χρήση αυτών των ουσιών μέσα στη φυλακή.

Παρόμοια ποσοστά συμμετεχόντων που είχαν κάνει χρήση κάνναβης ή /και ηρωίνης κάποια στιγμή στη ζωή τους ανέφεραν χρήση μέσα στη φυλακή (60%).  Αντίθετα, λιγότερο από το ένα τέταρτο των ατόμων που είχαν κάνει χρήση κοκαΐνης κάποια στιγμή στη ζωή τους ανέφεραν χρήση μέσα στη φυλακή. Αυτά τα συμπεράσματα συμφωνούν με τα αποτελέσματα της «Υποχρεωτικής Εξέτασης για Ουσίες» που εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα χρήσης αμφεταμινών και κοκαΐνης και στους άντρες και στις γυναίκες φυλακισμένους.  Είναι πιθανόν ότι η κοκαΐνη είναι λιγότερο διαθέσιμη από την ηρωίνη και την κάνναβη στις βρετανικές φυλακές. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει και τις διαφορές της επικράτησης που αναφέρθηκαν μεταξύ της χρήσης αυτών των τριών ουσιών στη φυλακή.  Ωστόσο, μπορούν να υπάρχουν άλλες επιρροές.  Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι τα αποτελέσματα που συνδέονται με τη χρήση κάνναβης και τη χρήση ηρωίνης ταιριάζουν περισσότερο στη ζωή της φυλακής από ό,τι τα αποτελέσματα από τις διεγερτικές ουσίες, όπως η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνεςΈρευνες για τις επιλογές σε ουσίες που κάνουν οι νέοι άνθρώποι έχουν δείξει πως η κάνναβη και τα οπιούχα (όπως η ηρωίνη) επιλέγονται συχνά για να βοηθήσουν στη χαλάρωση, να ανακουφίσουν την πλήξη ή να βοηθήσουν το χρήστη να σταματήσει να σκέφτεται τα προβλήματά του (Boys κ.ά., 1999, 2000, 2001).  Όλες αυτές οι «λειτουργίες» της χρήσης ουσιών είναι πιθανό να βοηθούν σημαντικά ένα άτομο στην αντιμετώπιση του βιώματος του εγκλεισμού.  Αντίθετα, οι ίδιες μελέτες συνδέουν τις διεγερτικές ουσίες με λειτουργίες που σχετίζονται περισσότερο με την κοινωνικοποίηση και είναι ίσως λιγότερο συμβατές με το περιβάλλον της φυλακής.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το εύρημα πως περισσότερο από το ένα τέταρτο των χρόνιων χρηστών ηρωίνης ανέφεραν ότι είχαν ξεκινήσει τη χρήση αυτής της ουσίας μέσα στη φυλακή.  Ενώ το ίδιο ισχύει για λιγότερους από έναν στους δέκα χρήστες κοκαΐνης /κρακ, περίπου έναν στους δεκαπέντε χρήστες κάνναβης και λιγότερους από έναν στους σαράντα χρήστες αμφεταμινών.  Μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι πολλοί μπήκαν στη φυλακή σε ηλικία όπου θα ήταν επίσης ευάλωτοι στην έναρξη χρήσης ηρωίνης ακόμη κι αν είχαν παραμείνει στην κοινότητα. Οι έγκλειστες γυναίκες ανέφεραν χαμηλότερα ποσοστά έναρξης της χρήσης στη φυλακή, γεγονός που εξηγεί τα υψηλά ποσοστά έναρξης πριν από τη φυλάκιση.  Εναλλακτικά, δεν πρέπει να απορριφθεί η πιθανότητα τα στοιχεία αυτά που συλλέχθηκαν με αυτό-αναφορές να έχουν ενδεχομένως επηρεαστεί από έγκλειστους που ανέφεραν ότι μυήθηκαν αρχικά στη χρήση ηρωίνης στη φυλακή, ως μέσο έκφρασης των αρνητικών τους συναισθημάτων για το «σύστημα».  Δεδομένου ότι οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν μέσα στις φυλακές είναι επίσης πιθανό ότι οι ενδεχόμενες συνέπειες της παραδοχής της χρήσης ουσιών μέσα στη φυλακή να έχουν επηρεάσει τα στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση με τάση για μειωμένη αναφορά της χρήσης ουσιών.

Αν και δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο, 130 άτομα από όσους συμμετείχαν στις συνεντεύξεις παραδέχτηκαν πως είχαν κάνει ενδοφλέβια χρήση ουσιών μέσα στη φυλακή.  Ακόμη, το ένα τέταρτο αυτών των ατόμων ανέφεραν πως η πρώτη φορά που έκαναν τέτοιου είδους χρήσης ήταν μέσα στη φυλακή.  Οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ενδοφλέβια χρήση ουσιών στις φυλακές έχουν συζητηθεί διεξοδικά αλλού (π.χ. Bird κ.ά., 1997, Gore κ.ά., 1995).  Η έλλειψη πρόσβασης σε καθαρές βελόνες και σύριγγες σημαίνει ότι οι τρόφιμοι αντιμετωπίζουν σημαντικό κίνδυνο από την έκθεση σε ιούς του αίματος όπως ο ιός HIV, η ηπατίτιδα Β ή η ηπατίτιδα C μέσω της ανταλλαγής των εργαλείων χρήσης.  Τα αποτελέσματα της τρέχουσας μελέτης  υπογραμμίζουν αυτήν την ανησυχία.

Το εύρημα πως η αποβολή από το σχολείο συνδέεται με έναν αυξημένο κίνδυνο για χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης είναι σύμφωνο με τη βιβλιογραφία για τις ευάλωτες ομάδες και προσδιορίζει πως τα παιδιά που αποβάλλονται από το σχολείο διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο για χρήση ουσιών (π.χ. Sussman κ.ά., 1995).  Αν και δεν αποτελεί παράγοντα πρόβλεψης για χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης, το ιστορικό φροντίδας από την τοπική κοινότητα στην παιδική ηλικία συνδέεται σημαντικά με τη χρήση αυτών των ουσιών στη φυλακή καθώς επίσης και με την έναρξη της χρήσης εκεί.  Οι αναλύσεις έδειξαν ότι η σχέση μεταξύ του ιστορικού φροντίδας από την τοπική κοινότητα και της χρήσης ουσιών επηρεάστηκε από την ύπαρξη άλλων ψυχιατρικών διαταραχών και από την εμπειρία του εγκλεισμού.  Συνεπώς, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η φροντίδα από την τοπική κοινότητα πιθανόν αποτελεί ένδειξη υψηλού κινδύνου, αλλά δεν έχει αιτιολογική σχέση με τη χρήση ουσιών στη φυλακή.

Οι σχετικές επιρροές των παραγόντων: ατομικό ιστορικό, κοινωνικό ιστορικό, ψυχιατρικοί παράγοντες και ιστορικό εγκλεισμού έδειξαν πως συνολικά οι εμπειρίες εγκλεισμού ενός ατόμου συνδέονται πιο άμεσα με τη χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης μέσα και έξω από τη φυλακή από ό,τι άλλες μεταβλητές στα μοντέλα.  Γενικά, όσο περισσότερες φορές ένα άτομο είχε βρεθεί στη φυλακή, τόσο πιθανότερο ήταν να έχει δοκιμάσει αυτές τις ουσίες, να τις έχει χρησιμοποιήσει στη φυλακή και να έχει αρχίσει τη χρήση τους μέσα στη φυλακή.  Επιπλέον, το εύρημα ότι η διάρκεια που έχει ήδη εκτίσει από την τρέχουσα ποινή του το άτομο, συνδέεται με το εάν η χρήση ή η έναρξή της εμφανίστηκε ή όχι στη φυλακή υποστηρίζει την άποψη πως οι κίνδυνοι για χρήση ουσιών εξαρτώνται άμεσα από την έκθεση στη φυλακή.  Είναι επίσης πολύ πιθανό η χρήση ουσιών στο παρελθόν να αποτελεί ισχυρό, καθοριστικό παράγοντα της χρήσης ουσιών μέσα στη φυλακή.  Η εξάρτηση από τις ουσίες είναι πιθανό να αυξάνει τον κίνδυνο φυλάκισης αλλά και την πιθανότητα χρήσης ουσιών μέσα στη φυλακή.

Οι ψυχιατρικές μεταβλητές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάκριση της χρήσης ουσιών στη  φυλακή, αν και οι σχέσεις δεν ήταν τόσο ισχυρές όσο εκείνες της έκθεσης στη φυλακή.  Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο συνολικός αριθμός των ψυχιατρικών διαγνώσεων και η παρουσία διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας στην ενήλικη ζωή.  Όσο περισσότερες ψυχιατρικές διαγνώσεις είχε το άτομο τόσο πιθανότερο ήταν να έχει κάνει χρήση ηρωίνης ή /και κοκαΐνης και να έχει κάνει χρήση αυτών των ουσιών στη φυλακή.  Οι μεταβλητές της ψυχιατρικής νοσηρότητας δεν συνδέθηκαν γενικά με την έναρξη της χρήσης ουσιών στη φυλακή, η οποία κυριαρχήθηκε από την έκθεση στη φυλάκιση.  Εξαίρεση αποτέλεσε η σχέση της έναρξης της χρήσης ηρωίνης στη φυλακή με την ύπαρξη περισσότερων ψυχιατρικών διαγνώσεων.

Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ο εγκλεισμός στη φυλακή έχει μια διασπαστική επίδραση στα άτομα που είναι ήδη ευάλωτα και υπόκεινται σε ένα μεγάλο σύνολο κοινωνικών πιέσεων (ACMD 1996).  Οι ουσίες μέσα στις φυλακές πιθανόν να είναι ένα σχετικά σύγχρονο φαινόμενο.  Τα σύγχρονα στοιχεία, (είναι εξ ολοκλήρου βασισμένα στην αυτό-αναφορά και συνεπώς πρέπει να διατηρούνται όλες οι επιφυλάξεις γι’ αυτά τα στοιχεία), δείχνουν ότι οι φυλακές είναι ένα περιβάλλον υψηλού κινδύνου για τη χρήση και την έναρξη της χρήσης ηρωίνης και άλλων ουσιών.  Γίνονται σοβαρές προσπάθειες για πρακτικά μέτρα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένου του υποχρεωτικού ελέγχου για χρήση ουσιών, αν και αυτό δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερο αποτέλεσμα στην πρόσβαση και τη χρήση ηρωίνης μέσα στη φυλακή (Gore κ.ά., 1999).  Πιο πρόσφατα, γίνονται εκτεταμένες προσπάθειες για τη δημιουργία δομημένης θεραπείας της τοξικοεξάρτησης στη φυλακή (Kothari, Marsden & Strang, 2002).  Υπάρχει δυνατότητα αυτές οι παρεμβάσεις να στοχεύσουν στα άτομα που έχουν αρχίσει πρόσφατα τη χρήση ουσιών.  Επιπλέον, υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των τρόπων περιορισμού της έναρξης της χρήσης ηρωίνης ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής πρόληψης του κινδύνου.  Ωστόσο, ο λειτουργικός ρόλος των οπιοειδών και της κάνναβης ως τρόπου αντιμετώπισης του χρόνου μέσα στη φυλακή παραμένει μια σημαντική επιρροή στην απόφαση για τη χρήση αυτών των ουσιών σε αυτό το πλαίσιο και η μεγαλύτερη κατανόηση των κινήτρων για τη χρήση ουσιών μεταξύ των φυλακισμένων θα ήταν πολύτιμη.

Ευχαριστίες

Οι αναλύσεις των στοιχείων των ερευνών της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που παρουσιάστηκαν σε αυτό το άρθρο χρηματοδοτήθηκαν από το τμήμα ερευνητικής πρωτοβουλίας για την κατάχρηση ουσιών.  Οι απόψεις που εκφράζονται είναι εκείνες των συντακτών και όχι απαραιτήτως του τμήματος.

 

1National Addiction Centre

Institute of Psychiatry

Kings College London

4 Windsor Walk

London

SE5 8AF

 

2 Dept of Psychiatry & Behavioural Science,

RF & UCL Medical School

Archway Campus

Whittington Hospital

Highgate Hill

London N19 5NF

 

3University of Leicester

Department of Psychiatry

Clinical Science Building

Leicester Royal Infirmary

PO Box 65 Leicester LE2 7LX

 

4Barts and The London Queen Mary’s School of Medicine and Dentistry

Forensic Psychiatry Research Unit

St. Bartholomew’s Hospital

William Harvey House

61 Bartholomew Close

London EC14 7BE

 

5 Institute of Psychiatry

De Crespigny Park

London SE5 8AF

 

6 University of Bristol

Cotham House

Cotham Hill

Bristol

BS6 6JL

7 Office for National Statistics

1 Drummond Gate

London

SW1V 2QQ

 

* Τίτλος πρωτοτύπου: “Drug use and initiation in prison: results from a national prison survey in England and Wales”, Addiction, Volume 97, Number 12, December 2002

** Διεύθυνση Αλληλογραφίας: Michael Farrell

email address:M.Farrell@iop.kcl.ac.uk

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Advisory Council on the Misuse of Drugs (1996) drug misusers and the prison system –an integrated approach. Homeoffice. London HMSO

Allwright, S., Bradley, F., Long, J., Barry, J., Thornton, L. & Parry, J.V. (2000). Prevalence of antibodies to hepatitis B, hepatitis C, and HIV and risk factors in Irish prisoners: results of a national cross sectional survey. British Medical Journal, 321, 78-82.

Bird, A.G., Gore, S.M., Hutchinson, S.J., Lewis, S.C., Cameron, S., & Burns, S. (1997). Harm reduction measures and injecting inside prison versus mandatory drugs testing: results of a cross sectional anonymous questionnaire survey. British Medical Journal, 315, 21-24.

Birmingham L, Mason D, & Grubin D. (1996). Prevalence of mental disorder in remand prisoners: consecutive case study. British Medical Journal; 313, 1521-1524.

Boys A., Marsden J, Fountain J, Griffiths P, Stillwell G, & Strang J. (1999). What influences young people’s use of drugs? A qualitative study of decision-making. Drugs: Education, Prevention and Policy, 6, 373-389.

Boys A, Fountain J, Marsden J, Griffiths P, Stillwell G, & Strang J. (2000). Drug Decisions:  a qualitative study of young people, drugs and alcohol. London: Health Education Authority.

Boys, A., Marsden, J., & Strang, J. (2001). Understanding reasons for drug use amongst young people: a functional perspective. Health Education Research, 16, 457-469.

Department of Health (2002). Statistics from the Regional Drug Misuse Databases for six months ending March 2001.

Edgar, K., & O’Donnell, I. (1998). Mandatory drug testing in prisons: the relationship between MDT and the level and nature of drug misuse. Home Office Research Study 189, London Home Office.

Farrell, M., Howes, S., Taylor, C., Lewis, G., Jenkins, R., Bebbington, P. et al., (1998). Substance Misuse and Psychiatric Comorbidity: An overview of the OPCS National Psychiatric Morbidity Survey.  Addictive Behaviors 23, 909-918.

Farrell M, Boys A, Griffiths P (1996) Conducting a self completion census surveyon drug use prior to and within prison. In Advisory Council on the Misuse of Drugs (1996) drug misusers and the prison system –an integrated approach. HomeOffice. London HMSO

Farrell, M., MacCauley, R., & Taylor, C. (1999) Mandatory Drug Testing. National Addiction Centre London.

Gore, S.M., Bird, A.G., & Ross, A.J. (1995). Prison rites: starting to inject inside. British Medical Journal, 311, 1135-1136.

Gore, S.M., Bird, A.G., & Ross, A.J. (1996). Prison rights: mandatory drugs tests and performance indicators for prisons. British Medical Journal, 312, 1411-1413.

Gore S.M., Bird A.G., & Strang, J.S. (1999). Random mandatory drugs testing of prisoners: a biased means of gathering information. Journal of Epidemiology and Biostatistics, 4, 3-9.

Government Statistical Service, (1996). Harmonised Concepts and Questions for Government Social Surveys. Office for National Statistics: London.

Kothari, G., Marsden, J. & Strang, J. (2002). Opportunities and obstacles for effective treatment of drug misusers in the criminal justice system in England and Wales. British Journal of Criminology, 42, 412-432.

Lewis, G., Pelosi, A.J., & Araya, R. (1990). Measuring psychiatric disorder in the community: a standardised assessment for use by lay interviewers. Psychological Medicine, 22, 465-486.

Maden, A., Swinton, M. & Gunn, J. (1991). Drug dependence in prisoners. British Medical Journal, 302, 880.

Maden, A., Taylor, C.J.A., Brooke, D., & Gunn, J. (1995). Mental disorders in remand prisoners. Department of Forensic Psychiatry, Institute of Psychiatry: London.

Maden, A., Taylor, C.J.A., Brooke, D., & Gunn, J. (1996). Mental Disorder in Remand Prisoners. Home Office Research and Statistics Directorate.

Pfohl, B., Stangl, D. & Zimmerman, M. (1983). Structured interview for DSM-III personality. Department of Psychiatry, University of Iowa.

Mason, D., Birmingham, L., & Grubin, D. (1997). Substance use in remand prisoners: a consecutive case study. British Medical Journal, 315, 18-21.

Ramsay, M., Baker, P., Goulden, C., Sharp, C., & Sondhi, A. (2001). Drug Misuse declared in 2000: results from the British Crime Survey. Home Office Research Study No. 224, London, Home Office.

Singleton, N., Meltzer, H., Gatward, R., Coid, J., & Deasy, D. (1998). Psychiatric morbidity in England and Wales. Office for National Statistics. The Stationary Office, London.

Singleton, N., Bumpstead, R., O’Brien, M., Lee, A., & Meltzer, H. (2001). Psychiatric morbidity among adults living in private households, 2000. Office for National Statistics. The Stationary Office, London.

Singleton, N., Farrell, M., & Meltzer, H. (1999). Substance misuse among prisoners in England and Wales. Office for National Statistics. The Stationary Office, London.

Sussman, S., Dent, C., Simon, T., Stacy, A., Galaif, E., Moss, M., Craig, S. & Johnson, C. (1995). Immediate impact of social influence oriented substance abuse prevention curricula in traditional and continuation schools. Drugs and Society, 8, 65-81.

Teplin, L. (1990). The prevalence of severe mental disorder among male urban jail detainees: comparison with the Epidemiologic Catchment Area Program. American Journal of Public Health, 80, 663-9.

UKADCU, (2000). First annual report on tackling drugs to build a better Britain. London, HMSO.

Print Friendly, PDF & Email