Συνέντευξη με τον GEORGE De LEON

Κρήτη, 10 Μαΐου 2005
Ξενοδοχείο Creta Maris

 

Στο πλαίσιο του 10ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για την Εξάρτηση και την Πολιτική για τα Ναρκωτικά, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2005 στο Ηράκλειο Κρήτης, είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε και να πάρουμε συνεντεύξεις από τέσσερις διακεκριμένους ανθρώπους που έχουν να παρουσιάσουν πολύ σημαντικό έργο στο χώρο. Η πρώτη από τις συνεντεύξεις που παρουσιάζουμε σε αυτό το τεύχος είναι η συνέντευξη με τον καθηγητή έρευνας της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Dr.George De Leon, ο οποίος μας απάντησε σε ερωτήσεις που αφορούσαν τόσο το έργο του αλλά και την πορεία της ζωής του.
Λίγα λόγια για τον Dr. George De Leon, απέκτησε το Διδακτορικό του στον τομέα της ψυχολογίας, από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και από τότε ανέπτυξε μία μακρά και διακεκριμένη καριέρα στον τομέα της έρευνας των θεραπευτικών κοινοτήτων. Υπήρξε Διευθυντής Έρευνας στα προγράμματα του Phoenix και σε άλλες Θεραπευτικές Κοινότητες στην Αμερική. Ακόμα, εκτός από την τωρινή θέση του, ως Διευθυντή στο Κέντρο Έρευνας των Θεραπευτικών Κοινοτήτων (Center for Therapeutic Communtiy Research-CTCR), είναι και καθηγητής έρευνας της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Εκτός από ερευνητής, ο Dr. George De Leon είναι και σύμβουλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας στον τομέα των Εξαρτήσεων (American Academy of Health Care Providers in the Addictive Disorders), που αποτελεί τον κύριο εθνικό οργανισμό πιστοποίησης των επαγγελματιών στο χώρο των εξαρτήσεων από όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Ο Dr. George De Leon είναι μέλος της Ένωσης Αμερικανών Ψυχολόγων (American Psycholοgical Association), πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ψυχολόγων στον τομέα των Εξαρτήσεων (Society of Psycholοgists in the Addictive Behaviours), και ένα από τα ιδρυτικά μέλη και Εκλεγμένος Πρόεδρος του Νέου Τομέα Εξάρτησης (New Division 50 on Addictions) της Ένωσης Αμερικανών Ψυχολόγων ( American Psychological Association).
Ο Dr. George De Leon βραβεύτηκε πρόσφατα με το Pacesetter Award από το National Institute of Drug Abuse (NIDA) για την εξέχουσα προσφορά του στο τομέα της έρευνας της χρήσης ουσιών και με το EFTC Award, στο 10ο Συνέδριο που έγινε στην Κρήτη, για τη συνολική προσφορά του στον τομέα των Θεραπευτικών Κοινοτήτων.

Ακολουθεί η συνέντευξη που παρουσιάζουν η Κωνσταντίνα Υφαντή και η Τζίνη Χριστοφίλη

 

Ε (ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ): Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα, λοιπόν.
DL (George De Leon): Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι εδώ, είναι πολύ όμορφα.

 

Ε: Έχετε προσφέρει πολλά στο χώρο της έρευνας, πως ξεκινήσατε; Θα μπορούσατε να μας πείτε κάποιες από τις βασικές κατευθύνσεις στη δουλειά σας;
DL: Αρχικά ξεκίνησε σαν μια προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα εάν οι θεραπευτικές κοινότητες λειτουργούν, καθώς και εάν είναι αποτελεσματικές. Τον πρώτο καιρό ανάπτυξης των θεραπευτικών κοινοτήτων, τουλάχιστον στη Β.Αμερική, άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα προγράμματα αλλά δεν υπήρχε θεραπεία για την κατάχρηση ηρωίνης και για την κατάχρηση ουσιών. Υπήρχε μόνο η μεθαδόνη. Λόγω λοιπόν της ανάγκης που υπήρχε για θεραπεία, οι άνθρωποι ακολουθούσαν αυτή τη μέθοδο παρόλο που εκείνη την περίοδο η μεθαδόνη κυκλοφορούσε ως πειραματική ουσία. Οι Θεραπευτικές Κοινότητες ήταν η μόνη άλλη εναλλακτική για την αντιμετώπιση της κατάχρησης ουσιών και συγκεκριμένα της ηρωίνης.
Για αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1960-1970, υπήρχε ένα κρίσιμο ερώτημα: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι Θεραπευτικές Κοινότητες είναι αποτελεσματικές;». Εκείνη την περίοδο συνεργάστηκα με έναν φορέα με το όνομα Phoenix House, όπου τους βοήθησα να αναπτύξουν το θεραπευτικό πρόγραμμα, ως ερευνητής. Επειδή η προσέγγιση των Θεραπευτικών Κοινοτήτων στηρίζεται ουσιαστικά στην αμοιβαία βοήθεια, οι ειδικοί στις Θεραπευτικές Κοινότητες δεν έχουν τον αυστηρά παραδοσιακό ρόλο του ψυχολόγου, του ψυχίατρου με τον «συνηθισμένο» τρόπο όπως στις ιατρικές προσεγγίσεις ή στις προσεγγίσεις ψυχικής υγείας. Έτσι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορούσα να βοηθήσω δεν ήταν ως παραδοσιακός ψυχολόγος, αλλά ως ερευνητής, να προσφέρω δηλαδή κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους. Θεωρούσα πως ήταν πολύ σημαντικό να προσπαθήσω να απαντήσω το ερώτημα εάν οι Θεραπευτικές Κοινότητες έχουν αποτέλεσμα διότι μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή το 1967-68 δεν υπήρχαν έρευνες για τις ΘΚ για την αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Οι μόνες αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας στις θεραπευτικές κοινότητες ήταν η κλινική άποψη και η μαρτυρία, με άλλα λόγια αυτό που περιέγραφαν οι άνθρωποι. Έτσι δημιούργησα μια ομάδα μελετών που θα έδιναν τις βασικές πολιτικές απαντήσεις: «Έχουμε αποδείξεις ότι η Θεραπευτική Κοινότητα είναι αποτελεσματική;» και αργότερα «Πόσο στοιχίζει η θεραπεία στη ΘΚ;». Την περίοδο 1968-73, πραγματοποιήσαμε μια σειρά ερευνών μικρής κλίμακας, οι οποίες εξέταζαν τις αλλαγές στη συμπεριφορά, ή τις ψυχολογικές αλλαγές, στις ΘΚ χρησιμοποιώντας τις συνηθισμένες ψυχολογικές κλίμακες για το άγχος, την κατάθλιψη κλπ. Όλες αυτές οι εργασίες δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά ενώ αργότερα τις συγκεντρώσαμε σε ένα βιβλίο, το οποίο όμως δεν κυκλοφορεί πλέον. Ο τίτλος του ήταν “Phoenix House: Studies in the therapeutic community” και κυκλοφόρησε το 1974. Το βιβλίο αυτό περιλάμβανε τις σημαντικότερες έρευνες που πραγματοποιήσαμε το χρονικό διάστημα από το 1969 μέχρι το 1974.
Πιστεύω ότι θα σας ενδιαφέρει αυτό γιατί με ρωτήσατε για την εξέλιξη των ερευνών. Δημοσιεύοντας τις μελέτες σ’αυτό το βιβλίο, είχαμε τουλάχιστον μια βάση για να μπορούμε να καταθέτουμε προτάσεις για χρηματοδότηση από τον Εθνικό Οργανισμό για την Κατάχρηση Ουσιών (National Institute on Drug Abuse-NIDA) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνη την περίοδο ο NIDA χρηματοδοτούσε το Institute for Behavioral Research (IBR) στο Texas Christian University (TCU) για μια εθνική έρευνα που ονομαζόταν: «Το Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Κατάχρησης Ουσιών» [“The Drug Abuse Reporting Program -D.A.R.P.”] και η οποία είχε ως στόχο την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων των τριών κυριοτέρων μοντέλων της θεραπείας συντήρησης με μεθαδόνη, τα στεγνά προγράμματα εξωτερικής παρακολούθησης και τα προγράμματα διαμονής. Βάσει των μελετών από το βιβλίο εκείνο ο NIDA μας χρηματοδότησε τη μελέτη για τα θεραπευτικά αποτελέσματα ενός συγκεκριμένου προγράμματος, του Phoenix House. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε την έναρξη για την ομοσπονδιακή υποστήριξη των ερευνών στις ΘΚ ανά πρόγραμμα. Μέχρι τότε, όλα όσα γράφονταν για τις θεραπευτικές κοινότητες αφορούσαν τα άτομα που είχαν αποφοιτήσει, όσους δηλαδή είχαν ολοκληρώσει τη θεραπεία. Έτσι όλα όσα αναφέρονταν για τα αποτελέσματα ήταν πάντα αρκετά ευνοϊκά. Το επιστημονικό ερώτημα ωστόσο ήταν: «Τι γίνεται με όσους δεν ολοκληρώνουν τη θεραπεία; Με όσους διακόπτουν;». Αυτό το ερώτημα ήταν μια σοβαρή πρόκληση για το εάν οι θεραπευτικές κοινότητες ήταν αποτελεσματικές, εφόσον τα ποσοστά των διακοπών ήταν πολύ υψηλά. Το ποσοστό των ατόμων που ολοκλήρωναν τη θεραπεία ήταν σχετικά χαμηλό. Εκείνη την εποχή, η ολοκλήρωση της θεραπείας απαιτούσε τουλάχιστον 24 μήνες, πολλές φορές έως και 36 μήνες. Ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων ολοκλήρωναν αυτή την τόσο μακροχρόνια θεραπεία. Έτσι το ερώτημα ήταν όχι μόνο εάν η ΘΚ ήταν αποτελεσματική, αλλά και σε ποιο ποσοστό των ανθρώπων είναι αποτελεσματική; Καθώς ένα σχετικά μικρό ποσοστό των εισαγωγών ολοκλήρωναν τη θεραπεία, θεωρούνταν ότι, όσοι διέκοπταν είχαν αποτύχει, ενώ ότι όσοι ολοκλήρωναν τη θεραπεία είχαν δεχτεί κάποια θετική επίδραση. Έτσι ενώ υπήρχε η πεποίθηση ότι οι Θεραπευτικές Κοινότητες ήταν αποτελεσματικές, ουσιαστικά δεν γνώριζαν την αποτελεσματικότητά τους, καθώς υπέθεταν ότι επηρέαζε μόνο τον μικρό αριθμό των αποφοίτων τους. Επιπλέον όσοι ολοκληρώνουν ίσως να αποτελούν μια «ατομικά επιλεγμένη ομάδα». Έτσι ήταν και εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό να εκτιμούμε και τις διακοπές από τις ΘΚ. Το αρχικό μας δείγμα ήταν 730 εισαγωγές, ενώ το βασικό μας δείγμα στο follow-up ήταν περισσότερα από 500 άτομα, 100 απόφοιτοι και περισσότεροι από 400 που είχαν διακόψει.

 

Ε: Τα αποτελέσματα που βρήκατε από αυτή την έρευνα, σας ικανοποίησαν;
DL: Νομίζω ότι το βασικότερο μήνυμα σε αυτή την ιστορία είναι να κατανοήσουμε ότι είναι σημαντικό να συμπεριλάβουμε τόσο τα άτομα που ολοκλήρωσαν όσο και άτομα που διέκοψαν. Παρακολουθήσαμε τα άτομα πέντε έως και επτά χρόνια μετά τη θεραπεία, και αυτό που βρήκαμε είναι κάτι κοινά αποδεκτό στο χώρο αυτό, ότι δηλαδή όσοι ολοκλήρωναν τη θεραπεία είχαν καλύτερα αποτελέσματα, αλλά επίσης ότι τα ποσοστά επιτυχίας σε αυτούς που είχαν διακόψει, συνδέονταν άμεσα με τον χρόνο παραμονής στη θεραπεία.
Ήμασταν μάλλον η πρώτη μελέτη που έδωσε έμφαση στη διάρκεια της θεραπείας, ως καλύτερο παράγοντα πρόβλεψης. Και τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό το εύρημα έχει εφαρμογή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το αρχικό άρθρο για αυτό το ζήτημα, δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου [Journal of the American Medical Association, J.A.M.A.], το 1973. Δείξαμε τη σχέση ανάμεσα στη διάρκεια παραμονής μόνο για όσους διέκοψαν και στη μετέπειτα μείωση της εγκληματικότητας (και της χρήσης ουσιών). Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι ο «χρόνος παραμονής στο πρόγραμμα» αφορά ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό λοιπόν αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην δουλειά που έκανα, καθώς με βοήθησε να διακρίνω ποιο ήταν το επόμενο ερευνητικό ερώτημα για μένα και για το χώρο των ΘΚ. Ποια είναι τα ποσοστά παραμονής των μελών της κοινότητας; Ποιοι διακόπτουν και για ποιους λόγους; Πως αυξάνουμε την παραμονή τους στη θεραπεία; Έτσι το πρώτο τρίτο της ερευνητικής μου καριέρας εστιάστηκε στο να ξεκαθαρίσω την αποτελεσματικότητα των ΘΚ, ενώ το δεύτερο τρίτο της καριέρας μου εστιάστηκε στην κατανόηση των στοιχείων που συντελούν στην παραμονή στη θεραπεία. Αρχίσαμε λοιπόν να δημοσιεύουμε άρθρα σχετικά με το πώς είναι οι καμπύλες της παραμονής (τα ποσοστά διακοπών), τα στοιχεία αυτά είναι διαπολιτισμικά. Η καμπύλη παραμονής στη θεραπευτική κοινότητα, ανεξάρτητα σε ποια πολιτισμική κοινότητα την εξετάσεις, έχει παρόμοια μορφή. Ο κανόνας είναι ότι τα μέλη της κοινότητας διακόπτουν νωρίς. Έτσι λοιπόν, όσο περισσότερο χρονικό διάστημα παραμείνουν στη θεραπεία, τόσο οι διακοπές λιγοστεύουν, δηλαδή όσο περισσότερο μείνουν στη ΘΚ τόσο πιθανότερο είναι να ολοκληρώσουν τη θεραπεία.
Έπειτα εξετάσαμε κάποιους παράγοντες σχετικά με τους πελάτες που μπορεί να προβλέψουν την παραμονή. Οι παράγοντες πρόβλεψης της παραμονής που βρήκαμε ήταν πολύ λίγοι. Συνήθως τα άτομα που έχουν σοβαρή ψυχοπαθολογία, ή σοβαρή εμπλοκή με εγκληματικές δραστηριότητες διακόπτουν νωρίτερα. Εκτός από αυτά όμως δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε σταθερό παράγοντα πρόβλεψης της παραμονής, μέχρι το 1980 που ξεκίνησα μια καινούργια ερευνητική δουλειά, η οποία διαμόρφωσε πολλές από τις μελέτες μου έκτοτε. Ασχολήθηκα τότε με τη δημιουργία μιας κλίμακας για τη μέτρηση του βαθμού κινητοποίησης του ατόμου και άρχισα να εξετάζω το ερώτημα της κινητοποίησης και της ετοιμότητας για θεραπεία. Αυτή η κλίμακα (CMRS) έχει χρησιμοποιηθεί σε χιλιάδες ανθρώπους και μπορέσαμε να δείξουμε ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην αρχική κινητοποίηση και την παραμονή στη θεραπεία. Όσο υψηλότερη είναι η κινητοποίηση, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να παραμείνει ο πελάτης στη θεραπεία.
Υπάρχουν ορισμένοι πολύ απλοί νόμοι που έχουν δημιουργηθεί μέσα από την έρευνα στο χώρο της θεραπείας της τοξικοεξάρτησης οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί και με τη συμβολή των δικών μας μελετών. Έτσι λοιπόν, η διάρκεια της θεραπείας προβλέπει το αποτέλεσμα, η κινητοποίηση του ατόμου προβλέπει τη διάρκεια παραμονής, ενώ πολλές από τις πρόσφατες έρευνες ασχολούνται με τους παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν την κινητοποίηση και πως αυτοί μπορεί να ενισχυθούν.
Ενώ πραγματοποιούσαμε ένα ευρύ φάσμα άλλων μελετών για την κινητοποίηση, αναδύθηκαν άλλα σημαντικά ερωτήματα που σχετίζονται με τον τρόπο που αλλάζουν οι θεραπευτικές κοινότητες για να καλύψουν τις ανάγκες διαφορετικών πληθυσμών. Τα ερωτήματα αυτά ήταν: «Οι θεραπευτικές κοινότητες είναι αποτελεσματικές και για τους ψυχικά ασθενείς, ή για τα άτομα στη φυλακή, ή για τους εφήβους, ή για τις μητέρες και τα παιδιά τους;». Έτσι πραγματοποιήσαμε μια ολόκληρη σειρά μελετών για να αποδείξουμε την αποτελεσματικότητα σε αυτούς τους ειδικούς πληθυσμούς. Πολλές από αυτές έχουν συνοψισθεί σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1997, με τίτλο «Η Κοινότητα ως μέθοδος, Θεραπευτικές Κοινότητες για ειδικούς πληθυσμούς και ειδικές μελέτες» [“Community as a method, Therapeutic Communities for special populations and special studies”].
Τα τελευταία στάδια της δουλειάς μου εστίασαν σε ένα ερώτημα για το οποίο μάλλον μιλήσαμε λίγο και στο συνέδριο αυτό (Κρήτη, Μάιος 2005). Πρόκειται για ένα παράδοξο ερώτημα. Καθώς οι ΘΚ γίνονται ολοένα και περισσότερο αποδεκτές, εντάσσονται περισσότερο στις βασικές υπηρεσίες για τον άνθρωπο, μήπως χάνουν σιγά σιγά την ταυτότητά τους, τα μοναδικά αυτά στοιχεία που τις καθιστούν αποτελεσματικές; Αυτό το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμη, αν και είναι αλήθεια πως έχει επηρεάσει την επαγγελματική μου πορεία τα τελευταία 12-15 χρόνια.
Η στρατηγική ήταν αρχικά να καθορίσουμε ποια είναι τα ουσιαστικά στοιχεία που περιγράψαμε για την προσέγγιση της ΘΚ. Μετά θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν οι έρευνες που θα βοηθούσαν στον εντοπισμό αυτών των στοιχείων που είναι τα σημαντικότερα και τα οποία θα όφειλαν να διατηρηθούν. Έτσι εάν θέλουμε να προσαρμόσουμε τη θεραπευτική κοινότητα σε ένα πλαίσιο εξωτερικής παρακολούθησης, ή σε ένα ημερήσιο πρόγραμμα, ή σε ένα πρόγραμμα στη φυλακή, ή σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, ποιά είναι τα κύρια στοιχεία που θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν για να βεβαιωθούμε ότι η θεραπευτική κοινότητα θα λειτουργήσει αποτελεσματικά; Αλλιώς αρχίζει να μοιάζει με μια παραλλαγή ή ένα υβρίδιο προγράμματος παραδοσιακής μονάδας της ψυχικής υγείας ή άλλων υπηρεσιών για τον άνθρωπο. Ακόμη ένα επιπλέον πρόβλημα δεν είναι μόνο το ποια είναι τα βασικά στοιχεία της θεραπευτικής κοινότητας, αλλά επίσης να κατανοούμε πως και γιατί αυτά τα στοιχεία είναι αποτελεσματικά;
Μια προσπάθεια που σχετίζεται με την κάλυψη αυτού του θέματος υπάρχει στο τελευταίο μου βιβλίο Η Θεραπευτική Κοινότητα: η Θεωρία, το Μοντέλο και η Μέθοδος [The Therapeutic Community: Theory, Model and Method]. Φυσικά οι θεραπευτικές κοινότητες δεν ξεκίνησαν ως θεωρία, ξεκίνησαν ως πρακτική. Σε αυτή την περίπτωση η θεωρία ακολούθησε την πρακτική.

 

Ε: Ασχοληθήκατε λοιπόν και με την πιστοποίηση των θεραπευτικών κοινοτήτων;
DL: Είδαμε ότι καθώς οι θεραπευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν υπήρχε η ανησυχία εάν λειτουργούν ακόμη ως αυθεντικές θεραπευτικές κοινότητες. Αυτό ενίσχυσε την πρωτοβουλία που θα έθετε τα κριτήρια για την πρακτική στις ΘΚ. Η θεωρία και τα βασικά στοιχεία δίνουν τη βάση για την πρακτική και τα κριτήρια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν δύο πρωτοβουλίες σχετικά με τα κριτήρια πιστοποίησης. Η πρώτη αφορά στις θεραπευτικές κοινότητες μέσα σε σωφρονιστικά ιδρύματα σε εθνικό επίπεδο. Δουλέψαμε με μια υπο-επιτροπή [Therapeutic Communities of America, TCA] πάνω σε αυτό το θέμα και στηριχτήκαμε αρκετά στο βιβλίο αυτό, αλλά και σε άλλο υλικό σχετικό με το χώρο. Τα προγράμματα στη φυλακή λοιπόν μπορούν πλέον να ζητήσουν πιστοποίηση, βάσει αυτών των κριτηρίων. Ένας οργανισμός μπορεί, εάν το επιθυμεί, να ζητήσει πιστοποίηση από τον Σύνδεσμο Αμερικανικών Σωφρονιστικών Καταστημάτων [American Correctional Association], ο οποίος έχει προσθέσει και το μοντέλο της ΘΚ στη διαδικασία πιστοποίησης
Μία δεύτερη πρωτοβουλία που έδωσε ένα ακόμη πλαίσιο κριτηρίων εκτός των φυλακών, για τις ΘΚ στην κοινότητα και τα οποία στηρίζονται πάρα πολύ στο υλικό από το TCA αλλά και στο βιβλίο, είναι το CARF [The Rehabilitation and Accreditation Commission]. Αυτό το συμβούλιο είναι ο κύριος οργανισμός πιστοποίησης για νοσοκομεία και προγράμματα διαμονής. Τώρα υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο στην πιστοποίησή τους που αφορά πολύ συγκεκριμένα τις θεραπευτικές κοινότητες διαμονής. Όμως η πιστοποίηση εξακολουθεί να είναι εθελοντική, δεν είναι υποχρεωτική ή προαπαιτούμενη στο χώρο.

 

Ε: Ωστόσο είπατε ότι δεν είναι υποχρεωτικό;
DL: Ακόμη όχι είναι εθελοντικό. Εάν ένας οργανισμός επιθυμεί να πιστοποιηθεί και να λάβει αυτή την αναγνώριση, τότε θα το αναζητήσει. Χρειάζεται χρόνος για να πειστούν όλοι στο χώρο ότι η πιστοποίηση χρειάζεται.

 

Ε: Ας συνεχίσουμε με μια πιο γενική ερώτηση. Πόσο σημαντική είναι η εκπαίδευση στην κλινική/ θεραπευτική εργασία; Πιστεύετε ότι η προσωπική θεραπεία βοηθά στην εξέλιξη της δουλειάς του θεραπευτή;
DL: Και τα δύο είναι πάρα πολύ σημαντικά. Ας βάλουμε όμως μια βάση στην ερώτηση. Η Θεραπευτική Κοινότητα ουσιαστικά είναι μια προσέγγιση αυτό-βοήθειας, και στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας βοήθειας. Γνωρίζουμε ότι το πραγματικά θεραπευτικό στοιχείο της θεραπευτικής κοινότητας είναι η ίδια η κοινότητα. Η κοινότητα ως μέθοδος, και χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση για να ονομάσω τη διαδικασία της αμοιβαίας βοήθειας στις ΘΚ.
Το σημαντικό στην ερώτησή σου είναι ότι έτσι επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του προσωπικού στις ΘΚ. Ιδιαίτερα ο ρόλος του θεραπευτικού προσωπικού, που έχει παραδοσιακή κλινική εκπαίδευση: του ψυχολόγου, του κοινωνικού λειτουργού, του ψυχίατρου, του νοσηλευτή. Κατά ειρωνικό τρόπο, εάν το θεραπευτικό προσωπικό δεν κατανοεί πλήρως τη θεραπευτική κοινότητα ως μέθοδο, τότε μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα στο πρόγραμμα.
Μιλήσαμε νωρίτερα για τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, τότε το προσωπικό αποτελούνταν σε ποσοστό 75% από άτομα που έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία ένα θεραπευτικό πρόγραμμα και 25% από άτομα με παραδοσιακή κλινική εκπαίδευση. Έτσι κατά κύριο λόγο, το προσωπικό ήταν άτομα που είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία ένα θεραπευτικό πρόγραμμα και σχετικά λίγοι άνθρωποι με κλασική εκπαίδευση. Δεν υπήρχαν πολλοί ψυχολόγοι, ή κοινωνικοί λειτουργοί. Με αυτό τον τρόπο έχεις τα καλύτερα ποσοστά επιτυχίας. Είναι πολύ σημαντικό. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, καθώς οι θεραπευτικές κοινότητες επεκτάθηκαν και εξυπηρετούσαν πλέον διαφορετικούς πληθυσμούς, χρειαζόταν ολοένα και περισσότερο προσωπικό για τη στελέχωσή τους, περισσότερους «παραδοσιακούς» επαγγελματίες, θεραπευτές, ψυχολόγους, εκπαιδευτές. Το προσωπικό αυτό είναι απαραίτητο και έχει πολλές δεξιότητες. Εάν ωστόσο δεν προσαρμόσουν τη σκέψη και τις δεξιότητές τους επαρκώς στο βασικό θεραπευτικό μοντέλο της ΘΚ, την κοινότητα ως μέθοδο, το οποίο είναι αρκετά περίπλοκο, τότε μπορεί να υποβιβάσουν την αξία της θεραπευτικής μεθόδου. Το προσωπικό, όλο το προσωπικό, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η πρωταρχική θεραπεία στη ΘΚ πραγματοποιείται από και μέσα από την ίδια την κοινότητα.
Σχετικά με την εκπαίδευση, χρειαζόμαστε το διαφορετικό προσωπικό, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τη διεύρυνση των Θεραπευτικών Κοινοτήτων, αλλά και τους διαφορετικούς πληθυσμούς πελατών που προσεγγίζουν πλέον τις ΘΚ. Οι έφηβοι, ή οι ψυχικά ασθενείς έχουν ιδιαίτερες ανάγκες, οπότε υπάρχει απόλυτη ανάγκη για θεραπευτικό προσωπικό που να αποτελείται από εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Ωστόσο, όλα τα μέλη του προσωπικού πρέπει να εκπαιδευτούν στην κοινότητα ως μέθοδο. Αυτό ουσιαστικά επαναπροσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι παραδοσιακοί επαγγελματίες λειτουργούν στη ΘΚ, ως ψυχολόγοι, ως κοινωνικοί λειτουργοί, ως σύμβουλοι, ως νοσηλευτές, ως εκπαιδευτικοί. Μεγάλο μέρος των εργασιών μου αυτή την περίοδο, αφορά στην εκπαίδευση προσωπικού στην κοινότητα ως μέθοδο και την ανάπτυξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος σε εθνικό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άλλοι, όπως ο David Deitch, η Naya Arbiter και οι άνθρωποι στο DAYTOP Village παρέχουν πολλή εκπαίδευση, όλα αυτά τα χρόνια, για τη μέθοδο της ΘΚ, τόσο στην Αμερική όσο και σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η εκπαίδευση ωστόσο που περιγράφω εγώ βασίζεται πολύ σε αυτό το βιβλίο (Therapeutic Community: Theory, Model and Method), πρόκειται για ένα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης στην κοινότητα ως μέθοδο. Ποια είναι η θεραπευτική λογική πίσω από κάθε στοιχείο, και ποιος είναι ο ρόλος του προσωπικού στην κοινότητα ως μέθοδο. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι πρώτος και σημαντικότερος ρόλος των μελών του προσωπικού στη θεραπευτική κοινότητα είναι πραγματικά να αποτελούν και οι ίδιοι μέλη της κοινότητας. Στο ρόλο του μέλους της κοινότητας χρησιμοποιούν τις δεξιότητές τους για να εφαρμόσουν την κοινότητα ως μέθοδο.

 

Ε: Είναι πολύ χρήσιμο να υπάρχουν στο προσωπικό μιας θεραπευτικής κοινότητας και από τις δύο κατηγορίες. Και θεραπευτές και πρώην εξαρτημένοι, άτομα που έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία ένα Θεραπευτικό Πρόγραμμα.
DL: Ας σταθούμε λίγο στη γλώσσα, ή στις ετικέτες του προσωπικού: θεραπευτές, επαγγελματίες, πρώην εξαρτημένοι. Η λέξη «θεραπευτής» για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να περιορίζεται στους ψυχολόγους, ή τους κοινωνικούς λειτουργούς. Οποιοσδήποτε με τις κατάλληλες εμπειρίες και δεξιότητες μπορεί να είναι θεραπευτής. Στις πρώτες Θεραπευτικές Κοινότητες οι θεραπευτές ήταν πρώην εξαρτημένοι. Αυτό σημαίνει ότι ήταν σε θέση να καταλάβουν τι χρειαζόταν ένας πελάτης (μέλος) στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να προχωρήσει στη θεραπεία του, πώς να χρησιμοποιήσουμε την κοινότητα για να διευκολύνουμε την προσωπική απεξάρτηση. Αυτό το προσωπικό δεν είχε τυπική ή παραδοσιακή εκπαίδευση. Η βάση των θεραπευτικών τους δεξιοτήτων ήταν συχνά η εμπειρία τους από την προσωπική τους θεραπεία. Η εμπειρία τους στην αξιοποίηση των δεξιοτήτων τους στη δουλειά τους, τους ορίζει ως επαγγελματίες.
Οποιοσδήποτε εφαρμόζει στρατηγικές με στόχο την προαγωγή της θεραπείας του ατόμου είναι «θεραπευτής». Οι δεξιότητες μπορεί να προέρχονται από διαφορετικό χώρο, από σπουδές, ή όχι, από τη διαδικασία απεξάρτησής τους ή όχι. Έτσι δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να μιλάμε για προσωπικό που είναι «πρώην χρήστες». Είναι νομίζω προτιμότερο να μιλάμε για επαγγελματίες, η επαγγελματική εμπειρία των οποίων προέρχεται από βιωματική εμπειρία και εκπαίδευσή στις ΘΚ, και άρα για «μη-παραδοσιακούς επαγγελματίες». Οι παραδοσιακοί επαγγελματίες έχουν εμπειρία που προέρχεται από ακαδημαϊκή δουλειά και από δουλειά με πληθυσμούς σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και υπηρεσίες για τον άνθρωπο. Αυτές οι ετικέτες αναγνωρίζουν τις διαφορές στην προέλευση της εμπειρίας και της εκπαίδευσης αλλά εξαλείφουν το στίγμα που συνδέεται με τον όρο «πρώην χρήστης». Έτσι λοιπόν, σε έναν οργανισμό όλοι αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες, και είναι μια πολύ σημαντική στρατηγική για να ελαχιστοποιήσουμε όλες τις διαφορές μεταξύ του προσωπικού.

 

Ε: Έχετε δίκιο και το έχω ζήσει προσωπικά κι εγώ. Όταν εργαζόμουν με πληθυσμό εφήβων, χρειάστηκα έναν ολόκληρο μήνα για να τους καταφέρω να με εμπιστευτούν. Ενώ με τους μη παραδοσιακούς επαγγελματίες από την αρχή σχεδόν ήταν οκ. Υπάρχουν πολλές διαφορές το έχω δει. Δουλεύετε και ως θεραπευτής επίσης. Από το πολύτιμο έργο σας τι είναι αυτό που σας άρεσε περισσότερο να κάνετε; Ερευνητής, συγγραφέας ή θεραπευτής.
DL: Θα έλεγα ότι χρειάζομαι και τους τρεις ρόλους για να εκφραστώ και να νιώσω αποτελεσματικός. Χρειαζόμουν να ενημερώνω την έρευνά μου μέσω της θεραπευτικής μου εργασίας και τη θεραπευτική μου εργασία μέσω της έρευνας. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω στον ένα ρόλο χωρίς τον άλλο.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη ρόλος τον οποίο πιθανόν δεν τον γνωρίζεις, αλλά μου είναι εξίσου απαραίτητος. Να μπορώ να παίζω τη μουσική που μου άρεσε όλα αυτά τα χρόνια, τη τζαζ. Ο λόγος όμως που το αναφέρω αυτό τώρα είναι γιατί η μουσική ήταν η δραστηριότητα που με βοήθησε να κρατήσω τις ισορροπίες στη δουλειά που κάνω. Επιπλέον, στο χώρο που απασχολούμαστε υπάρχουν πολλοί πρώην μουσικοί, πρώην μουσικοί της τζαζ. Με αυτό τον τρόπο έχω ένα ακόμη μέσο να επικοινωνώ μαζί τους.

 

Ε: Ποιες είναι κάποιες από τις σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε και πως καταφέρατε να τις ξεπεράσετε;
DL: Σε προσωπικό επίπεδο, η δυσκολία όλη μου τη ζωή ήταν να καταφέρω να διαχειριστώ τις ανάγκες του Εγώ μου. Αυτό θα πει να διατηρήσω την ισορροπία στα κίνητρα που είχα για τη δουλειά που έκανα, να θέτω πάντοτε το εξής ερώτημα: «Πόση από τη δουλεία που ετοιμάζω είναι για να τραβήξει την προσοχή και πόση θα συνεισφέρει κάτι στον επαγγελματικό κόσμο; Πόση από αυτή τη δουλειά ‘θα κάνει τη διαφορά’ για τους πελάτες;», εξακολουθώ ακόμη να παλεύω με αυτό.
Στον επαγγελματικό τομέα υπάρχουν κάποιες πολύ σημαντικές δυσκολίες. Μια από αυτές είναι ότι η θεραπευτική κοινότητα όταν δημιουργήθηκε, αποτελούσε ένα εναλλακτικό μοντέλο θεραπείας. Δεν ήταν το κύριο μοντέλο. Τα πρώτα προγράμματα με τα οποία ταυτίστηκα τον πρώτο καιρό, όπως το Phoenix House, έχαιραν μικρής αναγνώρισης από την ακαδημαϊκή κοινότητα, από τον ιατρικό κόσμο, από τον κόσμο της ψυχικής υγείας και των υπηρεσιών για τον άνθρωπο. Συνεπώς, ως κλασικός ψυχολόγος με παραδοσιακές σπουδές στην ψυχική υγεία και την πειραματική ψυχολογία από το πανεπιστήμιο, έπρεπε ουσιαστικά να πάω σε έναν χώρο με πολύ λίγη αναγνώριση για τη δουλειά που γινόταν εκεί. Από τη μία πλευρά, αυτό ικανοποίησε το κομμάτι του Εγώ και με κράτησε και εκτός του συνηθισμένου συναγωνισμού. Μου έδωσε νέο έδαφος για να ανακαλύψω και να εργαστώ, όμως η δυσκολία εξακολουθεί να παραμένει, αν και η δουλειά μου έχει κερδίσει αρκετό σεβασμό και φήμη, υπάρχουν ωστόσο ακόμη κάποιοι που μου θέτουν ερωτήματα όπως για παράδειγμα: «Πόσο αξιόπιστο είναι το μοντέλο της Θεραπευτικής Κοινότητας;». Υπάρχουν λοιπόν προκλήσεις που δέχομαι ακόμη τόσο από ερευνητές όσο και από άλλους ανθρώπους. Έτσι μια δυσκολία είναι ότι βρίσκομαι διαρκώς στη θέση να υπερασπίζομαι όχι μόνο τη δουλειά μου αλλά και τη δουλειά στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτό είναι ένα συνεχές πρόβλημα, το να καταφέρεις δηλαδή να πείσεις τον παραδοσιακό χώρο της θεραπείας, τον ιατρικό κόσμο, να αναγνωρίσει τη σημασία αυτής της προσέγγισης. Εκτός από τη δουλειά μου, αυτό είναι σημαντικό σε αυτή την προσέγγιση και είναι μια διαρκής μάχη για τον επαγγελματία. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο χώρος κινδυνεύει διότι συνολικά δεν κατανοεί ότι πρέπει να διατηρήσει τη διαφορετικότητα της προσέγγισης, ιδιαίτερα τώρα που συμμετέχουν ολοένα και περισσότεροι «παραδοσιακοί» επαγγελματίες. Στο σύνολό του λοιπόν, όπως είπα και παραπάνω, ο χώρος αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης. Έτσι η δεύτερη μεγάλη δυσκολία είναι να παραμείνει θεραπευτικός, να συνεχίσει να προωθεί τη θεραπευτική κοινότητα σε μια μοναδική, τώρα την αποκαλώ μοναδική κοινωνικο-ψυχολογική προσέγγιση, ώστε να μην εξαφανιστεί και ουσιαστικά συγχωνευθεί στο σύνηθες σύστημα ψυχικής υγείας με λάθος τρόπο. Αυτή είναι μια διαρκής πρόκληση. Θα μιλήσω γι’αυτό αύριο στο συνέδριο, όμως αποτελεί δυσκολία, εγώ τη βίωσα ως τέτοια. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι πάω σε προγράμματα αποτελεσματικά και σε προγράμματα μη-αποτελεσματικά, όπως τα ονομάζω. Τα προγράμματα αυτά δεν είναι πιστά στο μοντέλο. Έτσι πρέπει να ξαναδώ γιατί κάνουν ό,τι κάνουν. Φυσικά αυτό οδηγεί σε εκπαιδευτικές λύσεις, όσον αφορά το χώρο, όμως η διατήρηση της πιστότητας αυτής της προσέγγισης αποτελεί ένα διαρκές πρόβλημα. Έτσι το βλέπω εγώ.

 

Ε: Υπάρχει κάποιο περιστατικό που σας εντυπωσίασε, από το οποίο μάθατε κάτι και θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας; Κάτι που σας εντυπωσίασε, κάτι που θα θυμάστε, που σας έκανε να πείτε «Αυτή η στιγμή είναι μοναδική!»
DL: Όταν πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι στο συγκεκριμένο χώρο, επηρεάστηκα βαθύτατα από την ακόλουθη παρατήρηση: είδα ανθρώπους, άτομα που έκαναν σοβαρή κατάχρηση ουσιών, ανθρώπους με εγκληματικές δραστηριότητες να μεταμορφώνονται. Δεν ήταν απλά ζήτημα βελτίωσης των συμπτωμάτων αλλά μεταμόρφωσης –«μεταμόρφωση στον τρόπο ζωής, στην ταυτότητα». Προερχόμουν από το χώρο της παραδοσιακής ψυχολογίας και είχα ασχοληθεί με ψυχικά ασθενείς. Είχα παρατηρήσει ότι η αλλαγή ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σε αυτά τα άτομα. Στο Phoenix House λοιπόν βλέπω ανθρώπους αυτό-καταστροφικούς, με παραβατική συμπεριφορά, οι οποίοι έρχονται στο πρόγραμμα και σταδιακά μέσα σε ένα διάστημα ενός έτους περίπου, οι άνθρωποι αυτοί μεταμορφώνονται. Αυτό άλλαξε ολόκληρη την επαγγελματική μου ζωή. Αυτό που είδα να συμβαίνει εκεί, μεταμόρφωσε κι εμένα τον ίδιο. Ακόμη και ως μουσικός της τζαζ, πριν γίνω ψυχολόγος, είχα φίλους που πέθαναν από την κατάχρηση ηρωίνης, ή που πήγαν στην κοινότητα Synanon. Όταν γύρισαν από την κοινότητα Synanon, οι ζωές τους είχαν αλλάξει.
Έτσι εάν πρέπει να συνοψίσω ποιο είναι το σημαντικό γεγονός, δεν είναι μία στιγμή μονάχα αλλά μια διαρκής παρατήρηση, ότι κάτι συμβαίνει στη Θεραπευτική Κοινότητα, το οποίο είναι ικανό να μεταμορφώσει ζωές και όχι απλά να βελτιώσει τα συμπτώματα. Αυτό καθόρισε την επαγγελματική μου ζωή για 40 χρόνια. Πάντα ασκούσα και ιδιωτικά το επάγγελμά μου περισσότερο για να μπορέσω να διατηρήσω την επαφή μου με διαφορετικά προβλήματα και ανθρώπους. Η κυριότερη δουλειά μου ήταν να μελετώ, να τεκμηριώνω να κατανοώ και να προωθώ αυτή την πολύ σημαντική προσέγγιση που είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει ζωές.

 

E: Συμφωνώ μαζί σας. Τώρα έχω να σας κάνω μια πιο προσωπική ερώτηση. Πως ήταν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε; Το οικογενειακό σας υπόβαθρο επηρέασε τις επιλογές στη ζωή σας και με ποιον τρόπο;
DL: Το οικογενειακό μου υπόβαθρο ήταν πολύ δύσκολο, κυρίως με οικονομικές στερήσεις, φτώχεια. Ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε νωρίς, ενώ πέρασε και μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του στη φυλακή. Έτσι εγώ ήμουν μόνος με τον αδερφό και τη μητέρα μου, επίσης στη φτώχεια. Αναγκάστηκα λοιπόν να δουλέψω από πολύ νεαρή ηλικία, από την ηλικία των 4-5 ετών, γυάλιζα παπούτσια.
Αυτά τα χρόνια των οικονομικών στερήσεων και των οικογενειακών προβλημάτων θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κοινωνικό αλλά και ψυχολογικό μειονέκτημα. Όμως στην πραγματικότητα είχαν και θετική επίδραση πάνω μου, έμαθα από πολύ νωρίς να είμαι υπεύθυνος. Πώς να κερδίζω οτιδήποτε θέλω, πώς να φροντίζω τους άλλους, καθώς η μητέρα μου δεν δούλευε έπρεπε να τη φροντίζω εγώ. Έμαθα πολύ νωρίς να είμαι ανεξάρτητος και να στηρίζομαι στον εαυτό μου, έτσι έπρεπε να προσπαθώ πολύ για τους στόχους μου.
Το σημαντικό σε αυτό είναι ότι με προετοίμασε αρκετά ώστε να μπορώ να έχω καλή επαφή με τους πελάτες που έρχονται στα προγράμματά μας, είτε είναι χρήστες ουσιών είτε είναι εγκληματίες. Ενώ ποτέ δεν υπήρξα χρήστης ουσιών ή εγκληματίας, μπορούσα να κατανοήσω τι σήμαινε να είσαι στο δρόμο. Καταλάβαινα τι σήμαινε να μην έχεις τίποτα, έτσι κατά κάποιο τρόπο η διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε αυτούς ήταν ότι εγώ επέλεξα να μην πάρω ναρκωτικά, μια απόφαση που σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από το γεγονός ότι είχα ευθύνες. Όταν ήμουν 13-14 ετών, άλλοι άνθρωποι ήδη εξαρτούνταν από εμένα, αυτό με βοήθησε να παραμείνω εστιασμένος στους στόχους μου και να προσπαθώ.
Αυτά τα μειονεκτήματα θεωρώ πως ήταν πολύ σημαντικοί προστατευτικοί παράγοντες απέναντι στη χρήση ουσιών. Εάν μπορούσαμε από νεαρή ηλικία να περάσουμε το μήνυμα στους νέους ότι κάποιοι τους χρειάζονται, ότι έχουν ευθύνες στη ζωή, τότε θα μειώναμε τις πιθανότητες να στραφούν στα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα (αυτό άλλωστε αποτελεί σημαντικό στοιχείο των ΘΚ).
Τα πλεονεκτήματα λοιπόν από το δύσκολο παρελθόν μου σαφώς ήταν περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα ήταν ότι με βοήθησε να συνδεθώ με τους πελάτες στις ΘΚ παρότι δεν συμμετείχα ποτέ σε εγκληματικές δραστηριότητες ή δεν έκανα χρήση ουσιών. Το πρώτο πράγμα που θέλουν να μάθουν τα μέλη είναι πότε έκανες χρήση ουσιών και τους απαντώ από πού προέρχομαι και τι ξέρω για την αλλαγή.

 

E: Πως βλέπατε το μέλλον σας τότε; Φανταζόσαστε ποτέ ότι θα γινόσασταν αυτό που είστε τώρα;
DL: Το σημαντικό σε αυτό το ερώτημα είναι η λέξη «φαντάζομαι», το οποίο θα ερμήνευα ως «φαντασίωση», κάτι σαν όνειρο. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που θυμάμαι σε μένα είναι διαρκώς να φαντάζομαι τι μπορώ να κάνω, ποιος μπορώ να είμαι, τι μπορώ να πετύχω. Για μια περίοδο, δεν είχα σαφή εικόνα για το μέλλον, ίσως από την ηλικία των 12 ετών μέχρι περίπου τα 21-22. Αν και πάντοτε δούλευα, αποφοίτησα από το λύκειο με μέτρια βαθμολογία και χωρίς συγκεκριμένες φιλοδοξίες εκείνη την περίοδο. Ήξερα όμως ότι ήθελα να γίνω κάτι, να γίνω κάποιος, ίσως να ασχοληθώ με τη μουσική. Όταν ήμουν πλέον 22 ετών, γνώρισα ένα θεραπευτή ο οποίος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Με βοήθησε να αρχίσω να κατασταλάζω στο τι θα μπορούσα να κάνω ως ψυχολόγος. Στο πανεπιστήμιο πήγα όταν τελικά ήμουν 26 ετών.

 

E: Αυτό μας οδηγεί στην επόμενη ερώτηση. Ποια άτομα στη ζωή σας θα θεωρούσατε μέντορές σας, τόσο στη δουλειά όσο και στη ζωή σας;
DL: Ο πρώτος που θυμάμαι ήταν ένας ψυχίατρος, ο Samuel Kahn, πολύ σημαντικός άνθρωπος. Υπήρχε ένας οδοντίατρος για παράδειγμα, ο οποίος όταν ήμουν 18 ετών ανέλαβε την φροντίδα των δοντιών μου χωρίς καμία αμοιβή, εντελώς δωρεάν. Και η πράξη αυτή ήταν πολύ βοηθητική για μένα, όχι ότι υπήρξε ιδιαίτερος καθοδηγητής, απλώς ήταν μια ευγενής επιρροή. Αργότερα στο πανεπιστήμιο, όταν τελικά πήγα, υπήρχαν αρκετοί καθηγητές μου οι οποίοι με εντυπωσίασαν και με ενθάρρυναν. Ακόμη και νέοι καθηγητές, ήταν ένας νεαρός κοινωνιολόγος από την Τσεχοσλοβακία, με το όνομα Jiri Nenyavasa, μην φανταστείτε ότι θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο που είπε, απλά με ενθάρρυνε. Ήταν φυσικά ο William Shoenfeld, ένας εξαιρετικός συμπεριφοριστής ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, μου έκανε πολύ εντύπωση και με βοήθησε όσον αφορά στον κριτικό τρόπο σκέψης. Ο Marshall Segall ακόμη ένας πολύ καλός κοινωνικός ψυχολόγος και φίλος. Έπειτα ήταν ο Richard Abell, από το W. A. White Psychoanalytic School, ένας υπαρξιστής ψυχίατρος και ο Rollo May, ένας υπαρξιστής ψυχολόγος. Ακόμη ο Robert Freymann ένας γιατρός. Όμως δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε μέντορες που με καθοδήγησαν στη ζωή μου. Αυτό που μου ενέπνευσαν ήταν ο θαυμασμός και αυτό που μου προσέφεραν περισσότερο ήταν ενθάρρυνση. Νομίζω ότι αυτό που χρειαζόμουν περισσότερο ήταν ενίσχυση να βρω τον προσανατολισμό μου.

 

E: Ποιες δεξιότητες αναπτύξατε που σας βοήθησαν να γίνετε αυτό που είσαστε σήμερα;
DL: Είχα μια πολύ δύσκολη μητέρα, ήταν μια συνεχής πρόκληση. Από μόνη της αποτελούσε ένα ψυχολογικό πρόβλημα, ήταν όμως και μια πρόκληση. Έτσι κατά κάποιο τρόπο η αλληλεπίδρασή μου μαζί της, ακόμη και οι επίπονες αλληλεπιδράσεις, όξυναν τις διαπροσωπικές μου δεξιότητες, την ικανότητά μου να αντιπαρατεθώ μαζί της, την ικανότητά μου να αντέξω την αντιπαράθεση. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τις πρώτες θεραπευτικές δεξιότητες, πώς να ακούω, πώς να αντιδρώ, πώς να καταλαβαίνω κάποιον, πώς να κοιτάζω κάποιον αναζητώντας τα στοιχεία-χαρακτηριστικά που ενδεχομένως υπάρχουν, όλες αυτές οι δεξιότητες ήταν καλά εξασκημένες πολύ πριν το πανεπιστήμιο.
Η ακαδημαϊκή εκπαίδευσή μου εστιάστηκε σε αυτά που δεν γνώριζα. Και αυτά που δεν γνώριζα ήταν η επιστήμη και η έρευνα. Αυτά που γνώριζα ήταν η θεραπευτική δουλειά, διάβαζα πολύ ακόμη και πριν το πανεπιστήμιο για την ψυχανάλυση και την ψυχολογία. Οι πρώτες διαισθητικές δεξιότητες που απέκτησα από την αλληλεπίδραση με τη μητέρα μου, διαμόρφωσαν το μετέπειτά ενδιαφέρον μου στην ψυχοδυναμική θεωρία, στην ψυχολογία, στην ψυχανάλυση, η οποία ανέκαθεν με προσέλκυε, και έτσι οδηγήθηκα να καλλιεργήσω και τις ερευνητικές μου δεξιότητες.
Θεωρώ ότι είναι απολύτως απαραίτητο να διαθέτεις και τις δύο κατηγορίες δεξιοτήτων, και διαπροσωπικές διαισθητικές δεξιότητες, οι οποίες αποτελούν στοιχεία της θεραπευτικής ικανότητας, αλλά και δεξιότητες στην έρευνα και στην επιστήμη. Χρειάζονται και τα δύο για να μπορείς να αξιολογείς τι κάνεις και τι παρατηρείς. Το αδύναμο σημείο στο διαισθητικό κομμάτι είναι ότι δεν μπορούν να αποδοθούν ευθύνες. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε. Ενώ στην αντικειμενικότητα της έρευνας το αδύναμο σημείο είναι ότι στερείται ενσυναίσθηση και διαίσθηση, έτσι είναι δύσκολο να εφαρμοστεί πρακτικά. Έτσι για να δουλέψεις αποτελεσματικά θεωρώ ότι χρειάζονται και τα δύο.

 

E: Υπήρξαν κάποιες «λάθος» αποφάσεις που πήρατε κατά τη διάρκεια της καριέρας σας, που όμως αργότερα αποδείχθηκαν καλές;
DL: Η απόφασή μου να μην ασχοληθώ με τον «παραδοσιακό» χώρο της ψυχικής υγείας ως ψυχολόγος και να εργαστώ στο χώρο των εξαρτήσεων ήταν επικίνδυνη και αβέβαιη τότε. Επιπλέον εγκατέλειψα την ακαδημαϊκή μου καριέρα για να πάω σε ένα φορέα όπως το Phoenix House, αυτό ουσιαστικά με έβαλε στο περιθώριο ως επαγγελματία. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η απόφαση ήταν λάθος. Αυτό που εννοώ είναι ότι πολλές από τις δεξιότητές μου και ιδιαίτερα αυτή του δασκάλου, δεν εκφράζονταν αρκετά. Δεν υπήρχαν μαθητές μου οι οποίοι θα μπορούσαν αργότερα να συνεχίσουν και να διευρύνουν τις έρευνες, αυτό είναι κάτι για το οποίο πολλές φορές μετανιώνω ακόμη.
Σε διάφορες περιόδους ωστόσο, είχα την ευκαιρία άμεσα ή έμμεσα να συμβάλω στην καλλιέργεια ανθρώπων του χώρου. Ορισμένοι από αυτούς είναι γνωστοί ερευνητές σε Θεραπευτικές Κοινότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποιοι από αυτούς είναι η Nancy Jainchill, ο Gerald Melnick, ο Stanley Sacks, η Joanne Sacks και ο Harry Wexler. Αυτοί όλοι είναι άνθρωποι που εκπαιδεύτηκαν κοντά μου και οι οποίοι τώρα αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη και παραγωγική καριέρα. Επίσης, υπάρχουν ερευνητές σε ολόκληρο τον κόσμο οι οποίοι έχουν πάρει κάποια εκπαίδευση από μένα, συμπεριλαμβανομένων ατόμων από την Ελλάδα, το Βέλγιο, τη Νορβηγία αλλά και εργαζόμενοι σε άλλες χώρες οι οποίοι ακόμη επικοινωνούν μαζί μου και με συμβουλεύονται.
Όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με το να έχεις 30 μεταπτυχιακούς φοιτητές, 2 ή 3 εκ των οποίων μπορεί να συνεχίσουν συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα. Έτσι πολλές φορές νιώθω απογοήτευση που πολλή από την ερευνητική αλλά και θεωρητική δουλειά μου δεν θα συνεχιστεί επειδή δεν υπάρχουν οι άνθρωποι να το κάνουν. Αν και βοήθησα να αναπτυχθεί το Κέντρο Ερευνών για τις Θεραπευτικές Κοινότητες [Center for Therapeutic Community Research (CTCR)] υπεύθυνη του οποίου είναι τώρα η Nancy Jainchill, εξακολουθούν να μην υπάρχουν αρκετοί φοιτητές.
Αυτό όμως που ήταν σωστό σε αυτή την απόφαση είναι ότι ουσιαστικά με οδήγησε σε μια μοναδική καριέρα, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω εάν ακολουθούσα το δρόμο της παραδοσιακής ψυχολογίας. Στην παραδοσιακή ψυχολογία, θα ήμουν απλά ένας από τις πολλές χιλιάδες ψυχολόγων που ασχολούνται με τα ίδια ζητήματα. Έτσι θα ήταν αρκετά πιο δύσκολο να προσφέρω κάτι ξεχωριστό. Μου δόθηκε η ευκαιρία να ορίσω τις έρευνες στο χώρο των ΘΚ και να εκπαιδεύσω εκατοντάδες μέλη του προσωπικού τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και στην πράξη. Έτσι αυτό που αρχικά φαινόταν ως λάθος απόφαση τελικά οδήγησε σε σωστό αποτέλεσμα, όσον αφορά στη μοναδικότητα της καριέρας. Αυτό είναι κάτι που πραγματικά με ευχαριστεί.

 

E: Πολύ ενδιαφέρον. Ποια είναι κάποια αυτά τα χαρακτηριστικά που θα θεωρούσατε χρήσιμα για ένα θεραπευτή; Αναφερόμενοι κυρίως σε ένα θεραπευτή που δουλεύει σε Θεραπευτική Κοινότητα.
DL: Για έναν θεραπευτή που ασχολείται σε Θεραπευτική Κοινότητα, τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά είναι οι δεξιότητες για την εφαρμογή της κοινότητας ως μέθοδο. Εάν είμαι καλός θεραπευτής σε Θεραπευτική Κοινότητα, κατανοώ ότι η κατάχρηση ουσιών είναι μια διαταραχή που αφορά το άτομο ως σύνολο, τις συμπεριφορές, τις στάσεις και τη συναισθηματική του ανάπτυξη. Κατανοώ επίσης ότι η κοινότητα είναι η βασική μέθοδος με την οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτά τα χαρακτηριστικά της διαταραχής. Τότε οι βασικές μου κλινικές δεξιότητες ουσιαστικά είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να εφαρμόσω την κοινότητα ως μέθοδο για να βοηθήσω το άτομο να αλλάξει αυτά τα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, να βοηθήσω το άτομο ουσιαστικά να χρησιμοποιήσει την κοινότητα των ομοτίμων για να μπορέσει να αλλάξει τον εαυτό του.
Ένα παράδειγμα, είναι αυτό του θεραπευτή που παίζει το ρόλο του καταλύτη. Για παράδειγμα, ένα μέλος της κοινότητας μπορεί να κοινοποιήσει ένα θεραπευτικό ζήτημα στο θεραπευτή. Ένας «παραδοσιακός» θεραπευτής θα προσπαθήσει ως πρώτη αντίδραση να το θεραπεύσει. Όμως η χρησιμότερη δεξιότητα για τον θεραπευτή σε Θεραπευτική Κοινότητα είναι πώς να βοηθήσει έτσι ώστε το συγκεκριμένο άτομο να αναζητήσει βοήθεια από την κοινότητα.
Οι θεραπευτικές δεξιότητες της ΘΚ σχετίζονται και με άλλους χώρους εκτός των θεραπευτικών κοινοτήτων. Εγώ, για παράδειγμα, στις θεραπευτικές συνεδρίες που διατηρώ ιδιωτικά, χρησιμοποιώ δεξιότητες διευκόλυνσης της ΘΚ για να βοηθήσω ορισμένα άτομα να μάθουν να χρησιμοποιούν τις σχέσεις και τις καταστάσεις στη ζωή τους από όπου μαθαίνουν πράγματα για τον εαυτό τους. Συχνά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι αλλάζω τον τρόπο θεραπείας και τον κάνω πιο αλληλοδραστικό, με περισσότερη αντιπαράθεση και καθοδήγηση. Αυτό το κάνω επιπρόσθετα με τις συμβατικές κλινικές δεξιότητες όπως είναι η ενεργητική ακρόαση.

 

E: Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο θεραπευτή να κάνει ή να έχει στο νου του;
DL: Και πάλι δεν είμαι σίγουρος εάν αναφέρεστε συγκεκριμένα στις θεραπευτικές κοινότητες, ή γενικά σε ένα θεραπευτή. Ας δούμε λίγο και τα δύο! Μια βασική συμβουλή για ένα νέο άνθρωπο που θέλει να ασχοληθεί με τη θεραπεία είναι φυσικά ότι θα πρέπει να γνωρίζει καλά τον εαυτό του. Και το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει να εξετάσει τα κίνητρά του, να εξετάσει ποια είναι η πραγματικότητα, πως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Το να γνωρίζεις τον εαυτό σου σημαίνει να πάρεις πληροφορίες και από άλλους για το πώς σε βλέπουν/βιώνουν. Δεν πρόκειται λοιπόν για απλό διαλογισμό, προσπαθώντας να κατανοήσεις ή να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Αλλά πρέπει να γνωρίζεις τον εαυτό σου και από μια κοινωνική άποψη, αυτό θα πει: «Πως τον/ την επηρεάζω; Τι συμπεριφορές και στάσεις εμφανίζω στις οποίες αντιδρούν οι άνθρωποι γύρω μου;».
Για τους θεραπευτές σε ΘΚ θα πρότεινα να έχουν μεγαλύτερη εκπαίδευση σε ομάδες. Οι θεραπευτές θα ήταν καλό να αξιοποιήσουν τους ομότιμούς τους για να αξιολογήσουν αμοιβαία τη συμπεριφορά ο ένας του άλλου, τις συμπεριφορές και τις στάσεις τους και το πως αυτές επηρεάζουν τους άλλους. Αυτός είναι ο πιο γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος σύμφωνα με την εμπειρία μου για να μάθουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους. Κάθε εβδομάδα έχει 168 ώρες και ο θεραπευτής σου σε βλέπει μόνο 1-3 ώρες. Είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσεις το κοινωνικό σου περιβάλλον για να μάθεις για τον εαυτό σου. Έτσι ένας θεραπευτής χρειάζεται το κουράγιο να αναζητήσει πληροφορίες για τον εαυτό του από τους άλλους γύρω του, είτε πρόκειται για επίσημη εκπαίδευση είτε όχι.
Οι θεραπευτές θα αποκτήσουν τις δεξιότητες να δουλεύουν με άλλους κατά κύριο λόγο μέσα από την εμπειρία. Εάν βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεξάρτητα εάν ασχολούνται με ψυχικά ασθενείς, με πληθυσμό στη φυλακή, ή με εφήβους το βασικό είναι η εμπειρία. Όμως ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουν εάν είναι αποτελεσματικοί ως θεραπευτές, είναι η διαρκής διερεύνηση του εαυτού τους και της επίδρασης που έχουν στους άλλους.
Αναφορικά με τους ερευνητές, αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον με την έρευνα είναι ότι διαρκώς εστιάζεις στην επαλήθευση των παρατηρήσεων που γίνονται για το περιβάλλον γύρω σου. Εστιάζεις στην τεκμηρίωση των ερμηνειών σου, των πεποιθήσεών σου. Κι αυτή είναι μια πολύ σημαντική δεξιότητα στη ζωή. Όχι μόνο για τους ερευνητές, είναι μια δεξιότητα ζωής που αντανακλάται στη διαρκή αναζήτηση της πραγματικότητας, της αλήθειας.
Θα ήθελα να δω περισσότερους ανθρώπους να εμπλέκονται με την έρευνα στις θεραπευτικές κοινότητες. Όμως ανεξάρτητα από το χώρο που θα εστιαστούν οι έρευνες, θα πρότεινα να ασχοληθούν με ένα πρόβλημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν αρκετή σαφήνεια και κατανόηση. Ένας θεραπευτής θα πρέπει να ασχοληθεί αρκετά με ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, για να μπορεί πραγματικά να πει ότι κατανοεί πως δουλεύουν με αυτό τον πληθυσμό. Ομοίως ένας θεραπευτής θα πρέπει να επιμείνει με ένα πρόβλημα αρκετά, για να κατανοήσει και να μπορέσει να απαντήσει ένα ερώτημα τη φορά. Ολοκληρώνοντας μια μελέτη, ποια είναι η πρότασή σου για την επόμενη; Αυτή η δουλειά είναι δύσκολη για πολλούς ερευνητές, καθώς είναι η αίγλη αλλά και η χρηματοδότηση που επηρεάζουν την κατεύθυνση πολλών ερευνών σε πιο δημοφιλή θέματα. Αυτό μπορεί να αποσπάσει ενέργεια και δημιουργικότητα που είναι απαραίτητες για την επίλυση ενός προβλήματος.

 

E: Σας ευχαριστούμε πολύ.
DL: Εγώ σας ευχαριστώ. Είναι τιμή για μένα να μιλάμε για αυτά τα πράγματα. Είναι σημαντικό ότι σας ενδιαφέρουν αυτά που έχω να πω… Χαίρομαι πολύ ειλικρινά.

Απόδοση στα ελληνικά Τζίνη Χριστοφίλη

ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ τεύχος 8

 

 

Print Friendly, PDF & Email