Συγκριτική μελέτη της χρήσης τοξικών ουσιών από άρρενες εφήβους στην Κύπρο ηλικίας 17 και 18 ετών μεταξύ 1998-2003 καθώς και των παραγόντων που την επηρεάζουν: Πορίσματα απο δύο διαδοχικές παγκύπριες αντιπροσωπευτικές έρευνες

 

Χατζηβασίλης Βασίλης[1], Παναγιωτόπουλος Χρήστος[2]

DOI: https://doi.org/10.57160/HXCM6896

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παρά τη σοβαρότητα του προβλήματος της χρήσης τοξικών ουσιών, η έρευνα γύρω από το θέμα αυτό παρουσιάζεται εξαιρετικά περιορισμένη στον τόπο μας. Στόχοι: Η παρούσα εργασία αποτελεί την πρώτη στο είδος της, η οποία επιχειρεί να αξιοποιήσει δεδομένα από δύο διαδοχικές μεγάλες παγκύπριες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με χρονικό διάστημα μεταξύ τους μία πενταετία. Η εργασία αποσκοπεί στην επισήμανση τυχόν διαφοράς στην χρήση τοξικών ουσιών από μερίδα του εφηβικού μας πληθυσμού μεταξύ των ετών 1998 και 2003, ενώ επιπρόσθετα επιχειρεί να αναδείξει εκείνους τους δημογραφικούς ή άλλους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την χρήση τοξικών ουσιών. Συμμετέχοντες: Το τελικό μας δείγμα στην έρευνα του 1998 απετέλεσαν 1935 άρρενες, έφηβοι, Ελληνοκύπριοι, ηλικίας 17 και 18 ετών, ενώ το αντίστοιχο δείγμα του 2003 ήταν 1224 άτομα. Μετρήσεις: Οι συμμετέχοντες και στις δύο περιπτώσεις συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο εθελοντικά και ανώνυμα. Η στατιστική ανάλυση έγινε με Ανάλυση της Μεταβλητότητας (ANOVA) και όπου κρίθηκε απαραίτητο εφαρμόσθηκε η δοκιμασία του κριτηρίου t (student t-test). Ευρήματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν: Α) Μία αύξηση στην χρήση τοξικών ουσιών μεταξύ 1998 και 2003 και η διαφορά αυτή βρέθηκε να είναι στατιστικά σημαντική. Β) Οι ακόλουθες μεταβλητές βρέθηκε να επηρεάζουν την χρήση τοξικών ουσιών: 1) η απασχόληση, 2) το εκπαιδευτικό επίπεδο, 3) Η σχέση του εφήβου με τη θρησκεία, 4) το επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ των γονέων και 5) η δομή της οικογένειας. Τα πορίσματά μας αυτά μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ανάπτυξης προληπτικών προγραμμάτων ενάντια στην χρήση τοξικών ουσιών στον τόπο μας.

Λέξεις κλειδιά: τοξικές ουσίες, ψυχοπαθολογία, παραβατικότητα, έφηβοι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά το έτος 2000 έχει υπολογισθεί παγκόσμια ότι περίπου 199.000 δολοφονίες (9.2 ανά 100.000 πληθυσμού) έχουν διαπραχθεί από ανήλικους. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι περισσότερες χώρες με επίπεδα διαπραγμένων δολοφονιών πάνω από 10.0 ανά 100.000 κατοίκους είναι χώρες με ραγδαίες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, όπως η Αλβανία (28.2 ανά 100.000) και η Ρωσική Ομοσπονδία (18.0 ανά 100.000). Οι χώρες με  χαμηλά επίπεδα φαίνεται να είναι οι δυτικοευρωπαϊκές, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία (WHO, 2002).

Ωστόσο, η βία στην κοινωνία, η βία μέσα στην οικογένεια και το διαζύγιο αποτελούν φαινόμενα με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα και στις δυτικές κοινωνίες, περιλαμβανομένης και της Κυπριακής. Ειδικότερα, διαχρονική μελέτη της διακύμανσης της συχνότητας εμφάνισης του διαζυγίου στην Κύπρο δείχνει ότι σε διάστημα μίας δεκαπενταετίας και πιο συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 1988 και 2002, το ακαθάριστο ποσοστό διάζευξης κυμάνθηκε από 0.56 (1988) σε 1.86 (2002). Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα που ακολουθεί, το οποίο δείχνει παραστατικά αυτά τα δεδομένα, η Κύπρος φαίνεται να παρουσιάζει τον ψηλότερο δείκτη διαζυγίων (ακαθάριστο ποσοστό διαζυγίων) σε σχέση με όλες τις γειτονικές της χώρες αλλά και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα τις μεσογειακές.

Σχεδιάγραμμα 1.1:   Ποσοστά διαζευκτικότητας σε επιλεγμένες χώρες

 

Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και κυρίως οι μεταλλαγές στο σύστημα των κοινωνικών αξιών, οι οποίες σηματοδοτούν μια μεταλλαγή της σύγχρονης κοινωνίας μας, αλλά ταυτόχρονα και του πυρήνα της με απότοκες διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της δομής και λειτουργίας της σύγχρονης οικογένειας, φαίνεται να επιφέρουν δυσλειτουργικά κοινωνικά φαινόμενα με προεξάρχον εκείνο της παραβατικότητας των ανηλίκων που δυστυχώς διαρκώς διογκώνεται σ’ όλες τις δυτικού τύπου κοινωνίες. Ωστόσο, το φαινόμενο της παραβατικότητας αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο συντίθεται και από άλλα επί μέρους φαινόμενα, όπως η χρήση ή κατάχρηση τοξικών ουσιών από έφηβους, η βίαιη συμπεριφορά των εφήβων ή ακόμη και η αχαλίνωτη σεξουαλική τους συμπεριφορά (Hadjivassilis et al, 2004).

Το πρόβλημα της διαπιστούμενης αυξητικής  τάσης στη χρήση τοξικών ουσιών απασχολεί παγκόσμια σχεδόν όλες τις χώρες σήμερα. Επαναλαμβανόμενες, ανά τριετία ή πενταετία, έρευνες πληθυσμού σε διάφορες χώρες καταγράφουν τη συχνότητα χρήσης τοξικών ουσιών στο σύνολο του πληθυσμού ή κατά ηλικιακές ομάδες. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει την παρακολούθηση της πορείας του προβλήματος. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τέτοιου είδους στατιστικά δεδομένα, που από μόνα τους αποτυπώνουν το εύρος του προβλήματος στις χώρες που αναφέρονται και την αυξητική του πορεία.

 

Πίνακας 1.1: Χρήση επιτρεπόμενων και παράνομων ουσιών στο γενικό πληθυσμό  επιλεγμένων χωρών

  ΗΠΑ Οι Κάτω Χώρες Ελλάδα
Ουσίες Πάντα χρησιμοποιούνταν  (2002) Χρήση τον τελευταίο χρόνο (2002) Χρήση τον τελευταίο μήνα (2002) Πάντα χρησιμοποιούνταν  (1999) Χρήση τον τελευταίο χρόνο (1999) Πάντα χρησιμοποιούνταν  (2001) Πάντα χρησιμοποιούνταν  (1984) Πάντα χρησιμοποιούνταν  (1998)
Αλκοόλ  195 εκα/ρια

83.1%

155 εκα/ρια

66.1%

119 εκα/ρια

51%

90.2% 82.5%
Καπνός 171 εκα/ρια

73.1%

84 εκα/ρια

36.0%

71 εκα/ρια

30.4%

67.9% 38.1%
Μαρ/άνα 94 εκα/ρια

40.4%

25 εκα/ρια

11.0 %

14 εκα/ρια

6.2.0%

15.6% 4.5% 17.0% 3.9% 12.2%
Κοκαΐνη 33 εκα/ρια

14.4%

6 εκα/ρια

2.5%

2 εκα/ρια

0.9%

2.1% 0.6% 2.9% 0.2% 1.1%
Κράκ 8 εκα/ρια

3.6%

1.6 εκα/ρια

0.7%

0.6 εκα/ριαs

0.2%

* not  tracked * not  tracked
Ηρωίνη 3.7 εκα/ρια

1.6%

0.4 εκα/ρια

0.2%

0.17 εκα/ριαs

 

0.1

0.3% 0.1% 0.4%% 0.2% 0.4%

Source:   a) Substance Abuse and Mental Health Services Administration, Us Department of Health and Human Services, Results from the 2002 National Survey on Drugs Use and Health: National Findings (Rockville, MD: Office of Applied Studies, Sept. 2003), table H.12, p. 199. b) University of Amsterdam, Center of Drug Research, Licit and Illicit Drug Use in the Netherlands, 1997, 1999. c) European Monitoring Center for Drugs and Drug Addiction, 2002

Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος εξ’ άλλου, είναι και οι έρευνες που αναφέρονται στους θανάτους, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με την χρήση τοξικών ουσιών. Έτσι, σύμφωνα και πάλι με τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα, στη συγγενική και κοντινή μας Ελλάδα, οι θάνατοι αυτοί (Πίνακας 1.2)  παρουσιάζουν διαχρονικά μια σταθερή αύξηση, ενώ το ηλικιακό φάσμα των ατόμων μέχρι 20 ετών φαίνεται διαρκώς να αυξάνει την συμμετοχή του σ’ αυτό το τραγικό φαινόμενο.

Πίνακας 1.2:  Διαπιστωμένοι θάνατοι που αποδίδονται στην χρήση τοξικών ουσιών στην Ελλάδα, 1990-2000.

1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000
Ηλικία
<20 2(0.02) 1(0.01) 4(0.05) 8(0.05) 7(0.03) 14(0.06) 24(0.10) 33(0.13) 47(0.18) 51(0.17)
21-30 44 47 49 71 90 98 102 112 122 130
>31 33 31 25 67 79 110 106 100 96 123
Σύνολο 79  79 78 146 176 222 232 245 265 304

Πηγή:  European Monitoring Center for Drugs and Drug Addiction, 2002

 

Αξίζει να τονισθεί ότι παρ’ όλη τη σοβαρότητά του θέματος της χρήσης ή κατάχρησης τοξικών ουσιών από έφηβους στον τόπο μας, μέχρι σήμερα καμία παγκύπρια επιδημιολογική έρευνα δεν έχει γίνει ακόμη, έτσι ώστε να καταγράφεται το εύρος και η σοβαρότητα του προβλήματος βάσει αξιόπιστων ερευνητικών δεδομένων και να θέτει τη βάση για μελλοντικές έρευνες παρόμοιου τύπου. Πρόσφατοι, κατά συρροή θάνατοι νεαρών ατόμων από χρήση τοξικών ουσιών φέρνουν και πάλι το συγκεκριμένο φαινόμενο στην επικαιρότητα.

Η εργασία αυτή λοιπόν, αποτελεί τη πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Σκοπός της είναι η καταγραφή  της χρήσης τοξικών ουσιών σε μία διαχρονική προοπτική, αξιοποιώντας τα δεδομένα που προέκυψαν από δύο παγκύπριες έρευνές μας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1998 και 2003 αντίστοιχα και οι οποίες είχαν ως κεντρικά θέματα την παραβατικότητα και την ψυχοπαθολογία των εφήβων στη χώρα μας. Παράλληλα, επιδιώκει μέσα από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων να αναδείξει τους δημογραφικούς ή άλλους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που πιθανά να συνδέονται με την χρήση των τοξικών ουσιών στην Κύπρο.

Η κεντρική υπόθεση στην οποία στηρίζεται η εργασία αυτή είναι ότι μεταξύ των δύο αναφερομένων πιο πάνω χρονικών περιόδων, αναμένεται να υπάρχει μια αύξηση στη χρήση τοξικών ουσιών από τον εφηβικό πληθυσμό στον τόπο μας.

Επιμέρους υποθέσεις για επιβεβαίωση είναι ότι:

Α)        οι ακόλουθοι δημογραφικοί ή άλλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες σχετίζονται με την αυξημένη χρήση τοξικών ουσιών, τόσο στην έρευνα του 1998, όσο και σε εκείνη του 2003:

  1. Οι συγκρούσεις μεταξύ των γονιών.
  2. Ηη απασχόληση του εφήβου.
  3. Η δομή της οικογένειας του εφήβου.
  4. Η θρησκευτικότητα του εφήβου (η σχέση του εφήβου με τη θρησκεία).
  5. Το εκπαιδευτικό επίπεδο του εφήβου.
  6. Τόπος διαμονής του εφήβου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Κατά το 1998 και 2003, δύο διαδοχικές έρευνες σε παγκύπριο αντιπροσωπευτικό δείγμα εφήβων ηλικίας 17 και 18 ετών πραγματοποιήθηκαν, οι οποίες αποσκοπούσαν στη διερεύνηση της ψυχοπαθολογίας και της παραβατικής τους συμπεριφοράς. Οι δύο αυτές έρευνες ακολούθησαν πανομοιότυπη μεθοδολογία (Χατζηβασίλης κ.α, 2002β). Η παρούσα εργασία αξιοποιεί τα ευρήματα των δύο αυτών μεγάλων ερευνών καταγράφοντας τα δεδομένα που αφορούν μόνο στη χρήση τοξικών ουσιών και στις δύο αυτές χρονικές περιόδους.

Συμμετέχοντες:

Τα δύο δείγματα πληθυσμού, εκείνο του 1998 και αυτό του 2003, υπήρξαν απόλυτα συμβατά μεταξύ τους και συγκρίσιμα όπως διαφαίνεται παρακάτω.

Δείγματα έρευνας 1998 και 2003

Το αρχικό μας δείγμα αποτέλεσαν άρρενες έφηβοι που κατετάγησαν στην κυπριακή Εθνική Φρουρά σε δύο φάσεις κατάταξης, δηλαδή εκείνη του Ιουλίου (1998) και εκείνη του Ιανουαρίου (1999). Συλλέχθηκαν με τη μέθοδο της απλής τυχαίας δειγματοληψίας στις αναφερόμενες δύο αυτές χρονικές περιόδους, 1591 και 344 ερωτηματολόγια αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά 2067 ερωτηματολόγια. Από το σύνολο αυτό, 1935 έγκυρα ερωτηματολόγια απαντήθηκαν από έφηβους ηλικίας 17 ή 18 ετών, οι οποίοι αποτέλεσαν και το τελικό μας δείγμα. Ειδικότερα, οι 690 συμμετέχοντες ήταν 17 ετών (από ένα σύνολο 5286 ανδρικού πληθυσμού της χώρας ηλικίας 17 ετών, δηλαδή ποσοστό 13%) ενώ 1248 συμμετέχοντες ήταν 18 ετών (από ένα σύνολο 5500 του ανδρικού πληθυσμού της χώρας ηλικίας 18 ετών, δηλαδή ποσοστό 22%). Ένα δείγμα αποτελούμενο από 340 συμμετέχοντες ηλικίας 17 ετών ή 18 ετών, είχε προϋπολογισθεί ως ελάχιστο απαραίτητο δείγμα προκειμένου να έχουμε ένα παγκύπριο αντιπροσωπευτικό δείγμα εφήβων ηλικίας 17 και 18 ετών (με δειγματοληπτικό σφάλμα –5%, +5%).

‘Όπως στην έρευνα του 1998 έτσι και σε εκείνη του 2003, συλλέχθηκαν με τη μέθοδο της απλής τυχαίας δειγματοληψίας στις αναφερόμενες δύο αυτές χρονικές περιόδους, 793 και 634 ερωτηματολόγια αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά 1427 ερωτηματολόγια. Από το σύνολο αυτό, 1224 έγκυρα ερωτηματολόγια απαντήθηκαν από έφηβους ηλικίας 17 ή 18 ετών, οι οποίοι αποτέλεσαν και το τελικό μας δείγμα. Ειδικότερα, οι 595 συμμετέχοντες ήταν 17 ετών (από ένα σύνολο 5760 του ανδρικού πληθυσμού της χώρας ηλικίας 17 ετών, δηλαδή ποσοστό 10%) και οι 616 συμμετέχοντες ήταν 18 ετών (από ένα σύνολο 5870 του ανδρικού πληθυσμού της χώρας ηλικίας 18 ετών, δηλαδή πάλι ποσοστό 10%). Ένα δείγμα 373 εφήβων, ηλικίας 17 ή 18 ετών, είχε υπολογισθεί ως ελάχιστο απαραίτητο δείγμα προκειμένου να έχουμε ένα παγκύπριο αντιπροσωπευτικό δείγμα εφήβων ηλικίας 17 και 18 ετών (με δειγματοληπτικό σφάλμα  –5%, +5%). Παρόλα αυτά, τελικά, συλλέχθηκε ένα μεγαλύτερο δείγμα από το ελάχιστο απαραίτητο.

Η συμμετοχή των εφήβων στις έρευνες αυτές ήταν εθελοντική και σε ανώνυμη βάση. Η συμμετοχή και στις δύο περιπτώσεις υπολογίσθηκε ότι φθάνει στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο του 99% των ατόμων που ενημερώθηκαν και προσκλήθηκαν για να συμμετέχουν. Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από το ότι οι έφηβοι που συμμετείχαν στην έρευνα και στις δύο χρονικές περιόδους βρίσκονταν στα Κέντρα Νεοσυλλέκτων, ένα χώρο σχετικά ελλιπή από ερεθίσματα.

Η συλλογή των πληροφοριών και στις δύο περιπτώσεις έγινε τη δεύτερη ή τρίτη μέρα της κατάταξης των εφήβων στην Εθνική Φρουρά, στα κέντρα κατατάξεως νεοσυλλέκτων, έτσι ώστε να περιορισθούν όσο γίνεται οι αρνητικοί παράγοντες που σχετίζονται με το γεγονός της κατάταξης, οι οποίοι πιθανόν να επιδρούν στην ψυχική κατάσταση ή τη γενική συμπεριφορά των εφήβων. Επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίσθηκε το γενικά παραδεκτό, για τέτοιου τύπου έρευνες, επίπεδο του 0.05. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα SPSS για ηλεκτρονικό υπολογιστή (Nurisis, 1993).

Ερωτηματολόγια

Το Αυτό-Βαθμολογούμενο Ερωτηματολόγιο Παραβατικής Συμπεριφοράς (ΑΒΕΠΣ), χρησιμοποιήθηκε και στις δύο έρευνες (Χατζηβασίλης κ.α, 2002α). Αποτελείται από 46 ερωτήσεις και συμπληρώθηκε από κάθε άτομο που συμμετείχε σε κάθε έρευνα προκειμένου να καταγραφεί η πιθανά υπαρκτή, το είδος καθώς και η συχνότητα της παραβατικής του συμπεριφοράς. Αυτό έχει δομηθεί κατά παρόμοιο τρόπο με το γνωστό General Delinquency Scale πού έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στις Η.Π.Α. (Elliot& Huizinga, 1983). Στις ερωτήσεις ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει μια από τις εναλλακτικές επιλογές: «Ποτέ», «1-2 φορές», «3-9 φορές», «10 φορές και περισσότερο». Για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας αξιολογήθηκαν μόνο έξι ερωτήσεις, από το πλήθος των ερωτήσεων του ΑΒΕΠΣ και στις δύο έρευνες και πιο συγκεκριμένα εκείνες που αναφέρονται στη χρήση τοξικών ουσιών.

Ο συντελεστής αξιοπιστίας του πιο πάνω ερωτηματολογίου, συμπεριλαμβανομένων και των ερωτήσεων που αποτελούν την ενότητα «κατάχρηση τοξικών ουσιών», (Cronbach’s a reliability coefficient) υπολογίσθηκε σε 0.7244, ο οποίος δείχνει ένα ικανοποιητικά υψηλό βαθμό αξιοπιστίας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Μέρος Α:  Σύγκριση ποσοστών χρήσης τοξικών ουσιών μεταξύ 1998 –  2003.

  1. Κάπνιζες τουλάχιστον 10 τσιγάρα την ημέρα; Όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα το δείγμα του 2003 παρουσιάζει μία υπολογίσιμη ποσοστιαία αύξηση στη χρήση καπνού με πλέον φανερή διαφοροποίηση (+2.7%), στην τέταρτη επιλογή της ερώτησης (δηλαδή, 10 φορές και περισσότερο κατά το έτος που πέρασε). Το εύρημα αυτό δείχνει ότι:

Πίνακας 2.Α.Ι.  Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στην χρήση καπνού ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003[1].

Κάπνιζες τουλάχιστον 10 τσιγάρα την ημέρα; Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

1) Ποτέ 1126 669 58.19 54.70  -3.49
2) 1-2 φορές 196 133 10.12 10.90  +0.78
3) 3-9 φορές 110 75   5.70 06.10  +0.40
4) 10+ 483 339 25.00 27.70  +2.70
Δεν δήλωσαν 20 8   1.00 0.70   -0.70
Σύνολο 1935 1224 100 100
Συνολική  % μεταβολή

1998-2003

+3.88

 

[1] Σε όλους τους πίνακες των αποτελεσμάτων τα ποσοστά μεταβολής δεν έχουν υπολογισθεί ούτε καταχωρηθεί καθώς σκοπός των πινάκων είναι να δείξει την συχνότητα χρήσης μόνο.

  1. Χρησιμοποίησες μαριχουάνα ή χασίς; Όπως και στην παραπάνω σύγκριση έτσι και σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζονται μεταβολές στην εκατοστιαία αντιπροσώπευση του δευτέρου μας δείγματος, που αφορά στην χρήση μαριχουάνα ή χασίς, με την καταγραφή μίας αύξησης του ποσοστού αυτού. Η αύξηση αυτή επικεντρώνεται κυρίως στην πρώτη (1-2 φορές) και δεύτερη επιλογή (3-9 φορές) της ερώτησης. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι ένας επιπρόσθετος και υπολογίσιμος αριθμός εφήβων του δείγματός μας, συγκριτικά μεταξύ 1998 και 2003, για διάφορους λόγους, δοκιμάζει τη χρήση μαριχουάνας ή χασίς.

Πίνακας 2.Α.IΙ. Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στην χρήση μαριχουάνας ή χασίς ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

 

Χρησιμοποίησες μαριχουάνα ή χασίς; Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

Ποτέ 1731 1045 89.45 85.40 -4.05
1) 1-2 φορές 89 70 4.60 5.70 +1.10
2) 3-9 φορές 31 53 1.60 4.30 +2.70
3) 10+ 60 49 3.10 4.00 +0.90
Δεν δήλωσαν 24 7 1.24 .60 -0.64
Σύνολο 1935 1224 100 100
Συνολική % μεταβολή

1998-2003

+4.70

 

  1. Έχεις κάνει χρήση ηρωίνης ή άλλων σκληρών ναρκωτικών; Αντίθετα η χρήση σκληρών ναρκωτικών δεν παρουσιάζει αύξηση, αλλά δείχνει μια πολύ μικρή μείωση (-1.3%) κατά τη δεύτερη χρονική περίοδο, σε σύγκριση με την πρώτη χρονική περίοδο και ιδιαίτερα αναφορικά με την τρίτη επιλογή της ερώτησης (3-9 φορές το προηγούμενο έτος), όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί.

Πίνακας 2.Α.ΙΙΙ. Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στη χρήση ηρωίνης ή άλλων «σκληρών» ναρκωτικών ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

 

Χρήση ηρωίνης ή άλλων

«σκληρών» ναρκωτικών ουσιών;

Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

1) Ποτέ 1839 1167 95.03 95.30 +0.27
2) 1-2 φορές 39 29 2.01 2.40 +0.39
3) 3-9 φορές 13 15 2.50 1.20 -1.30
4) 10+ 24 9 0.67 0.07 +0.03
Δεν δήλωσαν 20 4 1.00 0.30 -0.30
Σύνολο 1935 1224 100 100
Συνολική % μεταβολή

1998-2003

-0.88

 

  1. Χρησιμοποίησες από μόνος σου ηρεμιστικά χάπια; Η χρήση ηρεμιστικών χαπιών, χωρίς ιατρική συνταγή, δείχνει πολύ μικρή αύξηση στο δεύτερό μας δείγμα, σε σχέση με το πρώτο, ιδιαίτερα αναφορικά με τη δεύτερη επιλογή της ερώτησής μας (1-2 φορές κατά τον προηγούμενο χρόνο), δηλαδή αναφέρεται σε πολύ περιστασιακή χρήση.

 

Πίνακας 2,Α.ΙV. Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στη χρήση ηρεμιστικών χαπιών ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

Χρησιμοποίησες

από μόνος σου

ηρεμιστικά χάπια;

Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

1) Ποτέ 1776 1086 91.78 88.70 -3.08
2) 1-2 φορές 88 86 4.54 7.00 +2.46
3) 3-9 φορές 28 28 1.44 2.30 +0.86
4) 10+ 23 20 1.18 1.60 +0.42
Δεν δήλωσαν 20 4 1.00 0.30 -0.70
Σύνολο 1935 1224 100 100  
Συνολική %

μεταβολή  1998-2003

+3.74

 

  1. Χρησιμοποίησες αναβολικές ουσίες με σκοπό να μεγεθύνεις τους μυς του σώματός σου; Όπως και η πιο πάνω ερώτηση, η χρήση αναβολικών ουσιών επίσης δείχνει μία σχετικά μικρή αύξηση στο δεύτερο μας δείγμα, σε σχέση με το πρώτο, ιδιαίτερα και πάλι, αναφορικά με τη δεύτερη επιλογή της ερώτησής μας (1-2 φορές κατά τον προηγούμενο χρόνο).

Πίνακας 2.Α.V. Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στη χρήση αναβολικών ουσιών ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

 

Χρησιμοποίησες αναβολικές ουσίες με σκοπό να μεγεθύνεις τους μυς του σώματός σου; Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

1) Ποτέ 1808 1130 93.43 92.30 -1.13
2) 1-2 φορές 52 58 2.68 4.70 +2.02
3) 3-9 φορές 23 12 1.18 1.00 -0.18
4) 10+ 30 20 1.55 1.60 +0.05
Δεν δήλωσαν 22 4 1.10 0.30 -0.70
Σύνολο 1935 1224 100 100
Συνολική % μεταβολή  1998-2003 +1.89

 

  1. Μέθυσες;  Στον πίνακα που ακολουθεί παρατηρούνται οι πιο μεγάλες μεταβολές από οποιοδήποτε άλλο πίνακα, που προηγήθηκε. Το δείγμα των εφήβων του 2003, συγκρινόμενο με εκείνο του 1998, παρουσιάζει μια υπολογίσιμη αύξηση αναφορικά με τη χρήση οινοπνεύματος, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στην τέταρτη επιλογή της ερώτησης (10 φορές και περισσότερο κατά τον προηγούμενο χρόνο). Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι η παρατηρούμενη αυξημένη χρήση οινοπνεύματος στους έφηβούς μας, ηλικίας 17 και 18 ετών κατά το έτος 2003, παίρνει χαρακτηριστικά συστηματικής χρήσης.

Πίνακας 3.Α.VI:  Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών στη χρήση οινοπνεύματος ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

 

Μέθυσες; Συχνότητα (1998) Συχνότητα (2003) % (1998) % (2003) % μεταβολή

μεταξύ 1998

και 2003

1) Ποτέ 652 360 33.69 29.40 -4.29
2) 1-2 φορές 643 418 33.22 34.20 +0.98
3) 3-9 φορές 321 218 16.58 17.80 +1.22
4) 10+ 292 227 15.09 18.50 +3.41
Δεν δήλωσαν 27 1 1..30 0.10 -1.20
Σύνολο 1935 1224 100 100
Συνολική % μεταβολή

1998-2003

+5.61

Στον πίνακα που ακολουθεί επιχειρείται μία σύνοψη όλων των πιο πάνω δεδομένων. Έτσι προκύπτει ότι οι σημαντικότερες μεταβολές μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων, αναφέρονται κυρίως στα ευρήματα της ερώτησης έξι  .

Πίνακας 3.Α.VΙI:  Σύγκριση εκατοστιαίων ποσοστών μεταβολής στη χρήση τοξικών ουσιών και ανά ερώτηση ανάμεσα στο δείγμα του 1998 και του 2003.

 

 

ΕΡΩΤΗΣΗ

 

 

(1)

καπνός

 

 

(2)

χασίς

 

(3)

ηρωίνη

 

(4)

ηρεμιστικά

 

(5)

αναβολικά

 

(6)

αλκοόλ

% μεταβολή

μεταξύ 1998-2003

 

1) Ποτέ

-7.68 -4.05 +0..27 -3.08 -1.13 -4.29 -19.96
 

2) 1-2 φορές

-0.30 +1.10 +0.39 +2.46 +2.02 +0.98 +6.65
 

3) 3-9 φορές

+0.40 +2.70 -1.30 +0.86 -0.18 +1.22 +3.70
 

4) 10+

+2.70 +0.90 +0.03 +0.42 +0.05 +3.41 +7.51
 

%  μεταβολή

μεταξύ 1998-2003

 

+3.88 +4.70 -0.88 +3.74 +1.89 +5.61 18,94

 

Tα ευρήματά μας περιστρέφονται γύρω από δύο βασικά σημεία προβληματισμού, τα οποία απαντούν στις υποθέσεις που έχουμε αρχικά θέσει:

  1. Υπάρχει διαφορά στη χρήση τοξικών ουσιών από έφηβους, ηλικίας 17 και 18 ετών στην Κύπρο στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1998 – 2003;
  2. Αν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφορά, είναι η διαφορά αυτή στατιστικά σημαντική;

1)        Σύγκριση ανάμεσα στα ποσοστά που καταγράφηκαν στην πρώτη και στη δεύτερη χρονική περίοδο αναφορικά με τη χρήση τοξικών ουσιών.

Παρατηρήθηκαν, λοιπόν, κάποιες αξιοσημείωτες μεταβολές μεταξύ των δύο δειγμάτων στις δύο αυτές χρονικές περιόδους. Ύστερα από εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t (student t-test), που έγινε ανάμεσα στα  δύο δείγματα (εκείνο του 1998 και αυτό του 2003) και λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις των εφήβων στις έξι ερωτήσεις, οι οποίες καταγράφουν τη συμπεριφορά της «λήψης τοξικών ουσιών», παρατηρήθηκαν  στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αντίστοιχες ομάδες εφήβων των δύο δειγμάτων.

Έτσι, οι έφηβοι που απαντούν στο ερωτηματολόγιο χρήσης τοξικών ουσιών με χρήση «μία ή δύο φορές», «τρεις μέχρι εννέα φορές» και «δέκα φορές και περισσότερο», θεωρούνται ως χρήστες για την αντίστοιχη χρονική περίοδο, 1998 ή 2003. Η διαφορά αυτή ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες χρηστών τοξικών ουσιών, χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία κριτηρίου t (για ανεξάρτητα δείγματα), αναδεικνύεται σε στατιστικά σημαντική διαφορά (t = 4.549, p* 000).

Μέρος Β: Η επίδραση των δημογραφικών και ψυχοκοινωνικών μεταβλητών στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» και στις δύο μας έρευνες.

Το δεύτερο σκέλος των αποτελεσμάτων επικεντρώνεται στην πιθανή επίδραση των μεταβλητών αυτών στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών». Για την επίτευξη του σκοπού αυτού χρησιμοποιήθηκε άλλοτε η δοκιμασία της Ανάλυσης της Μεταβλητότητας (ANOVA) και όπου κρίθηκε απαραίτητο εφαρμόσθηκε η δοκιμασία του κριτηρίου t (student t-test).

Οι μεταβλητές που μελετήθηκαν ήταν οι ακόλουθες:

  1. Εργασιακό καθεστώς-απασχόληση εφήβου
  2. Τόπος μόνιμης διαμονής εφήβου
  3. Οι συγκρούσεις των γονέων κατά τους τελευταίους 12 μήνες
  4. Σχέση του έφηβου με την θρησκεία
  5. Εκπαιδευτικό επίπεδο
  6. Δομή της οικογένειας του έφηβου
  7. Διαμονή του εφήβου

3.Β.Ι   Απασχόληση

Έρευνα του 1998

Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας του 1998, η πλειοψηφία των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνα του 1998 ήταν τελειόφοιτοι μαθητές λυκείου (84.2%). Προκειμένου να αυξηθεί η στατιστική ισχύς του δείγματός μας, ενοποιήθηκε η υποομάδα των εργαζομένων (14.5%) και ανέργων (1.1%) σε μία νέα υποομάδα, εκείνη των εφήβων που δεν ήταν μαθητές, αλλά εργαζόμενοι ή άνεργοι και συγκρίθηκε με την ομάδα των εφήβων που είχαν ως απασχόλησή τους τη φοίτησή τους στο σχολείο. Από τη σύγκριση των δύο αυτών υποομάδων χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία του κριτηρίου t (t-test) προκύπτει μία στατιστικά σημαντική διαφορά στις απαντήσεις των δύο αυτών υποομάδων εφήβων στις ερωτήσεις της μεταβλητής «χρήση τοξικών ουσιών» (t = 8.360, p* <0.000).

Έρευνα του 2003

Ο έλεγχος της επίδρασης της μεταβλητής «απασχόλησης» στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» έγινε με Ανάλυση της Μεταβλητότητας (ANOVA), από την οποία προκύπτει ότι η μεταβλητή της «απασχόλησης» επηρεάζει τη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών», σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (F=11.215, p*<0.000).

Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τη δοκιμασία Tukey, η οποία ακολούθησε την Ανάλυση της Μεταβλητότητας, προκύπτει ότι εκείνοι οι έφηβοι που δεν συνέχισαν τη σχολική τους εκπαίδευση, αλλά ήταν εργαζόμενοι, φάνηκε να έχουν την τάση να είναι πιο επιρρεπείς στη χρήση τοξικών ουσιών, απ’ ό,τι αυτοί που δεν εργάζονται αλλά εξακολουθούν να είναι μαθητές. Η σύγκριση των δύο αυτών υποομάδων εφήβων παρουσίασε μια στατιστικά σημαντική διαφορά (p*<0.000).

Συμπερασματικά προκύπτει ότι τόσο από την έρευνα του 1998, όσο και εκείνη του 2002, οι εργαζόμενοι ή οι άνεργοι έφηβοι παρουσίαζαν μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης τοξικών ουσιών, συγκρινόμενοι με τους εφήβους, που διατηρούσαν τη μαθητική τους ιδιότητα.

3.Β.II  Τόπος μόνιμης διαμονής

Στην έρευνα του 1998, ο έλεγχος της επίδρασης της μεταβλητής αυτής στη χρήση τοξικών ουσιών έγινε με την εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι οι έφηβοι, που διαμένουν σε αστική περιοχή, συγκρινόμενοι με εκείνους, που διαμένουν σε αγροτική περιοχή, διαφοροποιούνται αναφορικά με τις απαντήσεις που έδωσαν. Η διαφορά αυτή αναδεικνύεται σε στατιστικά σημαντική διαφορά (t = 30.971, p* < 0.000).

Στην αντίστοιχη έρευνα του 2003, μετά από εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t (student t-test), προκύπτει ότι η διαφορά στις απαντήσεις των εφήβων, οι οποίοι προέρχονται είτε από αστική είτε από αγροτική περιοχή, δεν αναδεικνύεται ως διαφορά σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (t = -473, p = 0.636).

Συμπερασματικά, οι έφηβοι που διέμεναν κατά το 2003 σε αστική, σε σύγκριση με τους έφηβους που ζούσαν σε αγροτική περιοχή δεν παρουσίαζαν πλέον μία διαφοροποίηση αναφορικά με τη χρήση τοξικών ουσιών σε αντίθεση με το δείγμα του 1998.

3.Β.III  Οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων

Έρευνα του 1998

Ο έλεγχος της επίδρασης της μεταβλητής «οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων» στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» έγινε με Ανάλυση της Μεταβλητότητας (ANOVA), από την οποία προκύπτει ότι η μεταβλητή της «συγκρούσεις μεταξύ των γονέων» επηρεάζει τη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (F = 8.572, p*< 0.000 ). Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τη δοκιμασία Tukey, η οποία ακολούθησε την Ανάλυση της Μεταβλητότητας, προκύπτει ότι εκείνοι οι έφηβοι που προέρχονται από χαμηλό ή μέτριο επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ των γονέων τους παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση στις απαντήσεις τους, η οποία φαίνεται να είναι και στατιστικά σημαντική.

Έρευνα του 2003

Η μεταβλητή αυτή έδειξε να επηρεάζει τη χρήση τοξικών ουσιών μεταξύ των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνά μας. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε ένα ποσοστό 37% των οικογενειών των εφήβων μας, δηλώθηκε από αυτούς ότι οι γονείς τους παρουσιάζουν συχνούς καυγάδες, χωρίς όμως ξυλοδαρμούς και μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό (2.5%), εμπίπτει στην κατηγορία των ζευγαριών που εκδηλώνουν ψηλά επίπεδα επιθετικότητας μεταξύ τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά στις απαντήσεις των εφήβων που προέρχονται από οικογένειες μετρίου και χαμηλού επιπέδου επιθετικότητας σε σχέση με την χρήση τοξικών ουσιών, όπως και στην έρευνα του 1998. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της εφαρμογής της δοκιμασίας Tukey, η οποία ακολούθησε την Ανάλυση της Μεταβλητότητας προέκυψε ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι στατιστικά σημαντικό (F = 5.743, p*<0.001).

Εκτιμάται ότι η μη ανάδειξη στατιστικά σημαντικής διαφορά μεταξύ χαμηλού και ψηλού επιπέδου επιθετικότητας μεταξύ των γονιών, μετά από την εφαρμογή της δοκιμασίας κατά Tukey, και στις δύο μας έρευνες, πιθανόν να οφείλεται στο εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό των εφήβων, οι οποίοι δήλωσαν ότι οι γονείς τους παρουσίαζαν υψηλό επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ τους και ήταν μόλις 2.5% του συνολικού μας δείγματος για το 2003, ενώ μόλις 1.0% στο δείγμα του 1998.

Πιο συγκεκριμένα, αν στην έρευνα του 2003 ενώσουμε τις υποομάδες των εφήβων που δηλώνουν ότι οι γονείς τους παρουσιάζουν είτε μέτριο είτε υψηλό επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ τους και τους συγκρίνουμε με εκείνους, που δηλώνουν ότι οι γονείς τους παρουσιάζουν χαμηλό επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ τους και να εφαρμόσουμε στη συνέχεια τη δοκιμασία του κριτηρίου t. Προκύπτει ότι οι έφηβοι που ανήκουν σε οικογένειες με ψηλό ή μέτριο επίπεδο επιθετικότητας έδειξαν να επηρεάζουν σε βαθμό στατιστικά σημαντικό τη μεταβλητή «τοξικές ουσίες», σε σύγκριση με τους έφηβους που ανήκουν σε οικογένειες, στις οποίες δεν εκδηλώνονται ακραία φαινόμενα επιθετικότητας (t = 5.034, p*<0.000). Παραπλήσια ευρήματα προκύπτουν αν ακολουθήσουμε την ίδια διαδικασία ως ανωτέρω και για την έρευνα του 1998 (t = -29.40, p* < 0.000).

3.Β.IV  Η σχέση με τη θρησκεία

Έρευνα του 1998

Η μεταβλητή της «σχέσης με τη θρησκεία» φάνηκε να επηρεάζει τη χρήση τοξικών ουσιών, μετά από εφαρμογή της Ανάλυσης της Μεταβλητότητας (F=11.752, p*=0.000). Με περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μας, χρησιμοποιώντας και τη δοκιμασία κατά Tukey, προκύπτει ότι η διαφορά αυτή εντοπίζεται μεταξύ δύο υποομάδων, δηλαδή εκείνων οι οποίοι δηλώνουν ότι πιστεύουν στο Θεό και εκκλησιάζονται τακτικά, και εκείνων που δηλώνουν ότι πιστεύουν στο Θεό αλλά δεν εκκλησιάζονται τακτικά.

Έρευνα του 2003

Η μεταβλητή της θρησκείας φάνηκε αρχικά να μην επηρεάζει τη χρήση τοξικών ουσιών, μετά από εφαρμογή της Ανάλυσης της Μεταβλητότητας (F=1.271, p=0.279). Ωστόσο, στατιστικά σημαντική διαφορά προέκυψε και πάλι στη σύγκριση των απαντήσεων των εφήβων, οι οποίοι δηλώνουν ότι πιστεύουν στο Θεό και εκκλησιάζονται τακτικά και σε εκείνους που δηλώνουν ότι πιστεύουν μεν στο Θεό, αλλά δεν εκκλησιάζονται τακτικά (t = -2.365, p* < 0.019).

Συμπερασματικά, τόσο στην έρευνα του 1998 όσο και σε εκείνη του 2003, προκύπτει ότι η μεταβλητή «σχέση με τη θρησκεία» επηρεάζει σε βαθμό στατιστικά σημαντικό τη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών».

3.Β.V  Εκπαιδευτικό επίπεδο

Έρευνα του 1998

Ο αριθμός των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνα του 1998 και δήλωσαν απόφοιτοι δημοτικού (3.8%) ή γυμνασίου (11.2%), ήταν σχετικά μικρά ποσοστά, σε σύγκριση με τους εφήβους που δήλωσαν απόφοιτοι λυκείου (84,9%). Προκειμένου να αυξηθεί η στατιστική ισχύς του δείγματός μας ενοποιήσαμε τις δύο αυτές πρώτες υποομάδες σε μία ευρύτερη και συγκρίναμε τις απαντήσεις των εφήβων αυτών με εκείνες της τρίτης υποομάδας. Από τη σύγκριση που έγινε και μετά από εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t, προκύπτει ότι η διαπιστούμενη διαφορά στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο χρήσης τοξικών ουσιών, είναι στατιστικά σημαντική (t = -9.157, p*<0.000).

Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήξαμε και στην έρευνα του 2003, χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία της Ανάλυσης της Μεταβλητότητας, όπως φαίνεται αμέσως πιο κάτω. Αρχικά διαπιστώθηκε μια στατιστικά σημαντική διαφορά (F=8.408, p*<0.000), ενώ ύστερα από έλεγχο που έγινε σε δεύτερο χρόνο χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία Tukey, προέκυψαν επιπρόσθετα στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο από τις τρεις υποομάδες των εφήβων δηλαδή των αποφοίτων δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου.

3.Β.VI  Δομή της οικογένειας

Έρευνα του 1998

Η μελέτη της επίδρασης της «δομής της οικογένειας» στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» έγινε με εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t. Από το σύνολο των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνα του 1998, η πλειοψηφία (95%) ανήκαν σε οικογένεια και με τους δύο γονείς, ενώ οι υπόλοιποι σε άλλους είδους οικογενειακού σχηματισμού. Η εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t, μεταξύ των δύο αυτών υποομάδων εφήβων έδειξε ότι η διαφορά στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο χρήσης τοξικών ουσιών είναι στατιστικά σημαντική διαφορά (t = 56.418, p*<0.000).

Έρευνα του 2003

Η μελέτη της επίδρασης της «δομής της οικογένειας» στη μεταβλητή της «χρήσης τοξικών ουσιών» έγινε και πάλι με εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t. Από το σύνολο των 1224 εφήβων, 1094 διαβιούν με τη φυσική οικογένειά, δηλαδή και με τους δύο βιολογικούς τους γονείς (οικογένεια και με τους δύο γονείς), ενώ οι υπόλοιποι 129, βρίσκονται είτε σε οικογένειες με ένα διαζευγμένο γονέα (60), είτε σε οικογένειες με πατριό-μητριά (37), ή ακόμη σε οικογένειες με ένα χήρο γονέα (32).

Σύμφωνα με την εφαρμογή της δοκιμασίας του κριτηρίου t που έγινε, προκύπτει μια στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ όλων των εφήβων που προέρχονται από  άθικτες οικογένειες και όλων των υπολοίπων, δηλαδή τους εφήβους προερχόμενους από οικογένεια, είτε με διαζευγμένο, είτε πατριό/μητριά, ή χήρο/χήρα γονιό (t = 3.113, p* < 0.002).

  1. ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τα πρώτα πορίσματά μας είναι τα ακόλουθα:

Α) Διαπιστώνεται μία αύξηση, στατιστικά σημαντική, στη χρήση τοξικών ουσιών από έφηβους ηλικίας 17 και 18 ετών στην Κύπρο μεταξύ των ετών 1998 και 2003.

Β) Η αύξηση που διαπιστώνεται στη χρήση τοξικών ουσιών αφορά κυρίως στη χρήση οινοπνεύματος, με μία ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του 6%, μεταξύ των δύο υπό μελέτη χρονικών περιόδων [64.89% (1998) και 70.5% (2003)].

Γ) Οι υπόλοιπες τοξικές ουσίες είχαν την ακόλουθη ποσοστιαία μεταβολή στην χρήση τους από έφηβους μεταξύ 1998 και 2003:

Καπνός: +3.88% [40.82% (1998) και 44.70% (2003)].

Χασίς – Μαριχουάνα: +4.70 [9.30% (1998) και 14% (2003)].

Ηρωίνη ή άλλα «σκληρά ναρκωτικά»: -0.88 [5.18% (1998) και 4.3% (2003)].

Χρήση ηρεμιστικών: +3.74 [7.16% (1998) και  10.90% (2003)].

Χρήση αναβολικών:  +1.89 [5.41% (1998) και 7.30% (2003)].

Για μία ακόμη φορά αναδεικνύεται η χρήση οινοπνεύματος, αλλά και ο ρυθμός αύξησής του στον εφηβικό μας πληθυσμό, ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα άτομα της ηλικίας αυτής. Εξειδικευμένα προγράμματα για τη μείωση της χρήσης οινοπνεύματος, φαίνεται να προβάλλουν ως μια αναγκαιότητα τέτοια, που να μπορούν να φθάνουν και στους έφηβούς μας, οι οποίοι έχουν διακόψει τη σχολική τους φοίτηση (ομάδα υψηλού κινδύνου) και βρίσκονται σε εργασιακούς χώρους. Ειδικότερα για τη χρήση οινοπνεύματος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, καθότι η καταγραφείσα συχνότητα χρήσης οινοπνεύματος αναφερόταν κυρίως στην κατηγορία της συστηματικής χρήσης (10 φορές και περισσότερο το χρόνο).

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί και στην αύξηση χρήσης χασίς, αν και η αύξηση αυτή επικεντρώνεται περισσότερο στη χρήση «1-2 φορές» ή «3-9 φορές το προηγούμενο έτος). Δοθέντος ότι η χρήση χασίς μπορεί να υποδηλώνει εμπλοκή του έφηβου με άλλους συστηματικά παραβατικούς έφηβους ο κίνδυνος της μεταπήδησης στη χρήση «σκληρών» ναρκωτικών δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί (Χατζηβασίλης, 2003).

4.I  Απασχόληση / Εκπαιδευτικό επίπεδο

Επειδή η απασχόληση των εφήβων ουσιαστικά συνδέεται και με το εκπαιδευτικό επίπεδο των εφήβων μας, επιχειρείται εδώ ένας συνολικός σχολιασμός και των δύο αυτών μεταβλητών.

H υπόθεσή μας, ότι η απασχόληση των εφήβων μας αντί της φοίτησή τους στο σχολείο επηρεάζει αρνητικά τη σχέση τους με τη χρήση τοξικών ουσιών, φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της εργασίας αυτής.

Τα αποτελέσματά και στις δύο μας έρευνες, καταδεικνύουν ότι, όσοι έφηβοι συνέχισαν την σχολική τους εκπαίδευση μέχρι την ολοκλήρωσή της και δεν ήταν εργαζόμενοι σε σύγκριση με εκείνους που τη διέκοψαν και ήταν είτε εργαζόμενοι είτε άνεργοι, παρουσιάζονται να κάνουν λιγότερη χρήση τοξικών ουσιών και η διαφορά αυτή είναι στατιστικά σημαντική [(t = 8.360, p*< 0.000), 1998] και [(t = 19.311, p*< 0.000), 2003].

Τα ευρήματά αυτά είναι συμβατά και με τα ευρήματα της μεγάλης έρευνάς για την εφηβική παραβατικότητα που έγινε παλαιότερα, όπου επίσης βρέθηκε ότι τόσο η μεταβλητή «της απασχόλησης» όσο και η μεταβλητή «της εκπαίδευσης» επηρεάζουν τη γενική συμπεριφορά των εφήβων μας (Χατζηβασίλης, 2003).

Ανάλογα επίσης ευρήματα έχουν προκύψει και από μεγάλο αριθμό ερευνών που έχουν γίνει σε άλλες χώρες. Έτσι, σε μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Βέλγιο προέκυψε ότι τα άτομα που συμμετείχαν σ’ αυτή και δήλωναν χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, σε σύγκριση με τους υπολοίπους, παράλληλα δήλωναν και λιγότερη υγιεινή διατροφή, λιγότερη φροντίδα της υγιεινής του στόματός τους, λιγότερη χρήση της ζώνης ασφαλείας στο αυτοκίνητο, περισσότερες ώρες ημερησίως να βλέπουν τηλεόραση, περισσότερη χρήση καπνού, περισσότερη χρήση οινοπνεύματος, περισσότερη χρήση μαριχουάνας και περισσότερη χρήση χαπιών ecstasy (Vereeken et al. 2004). Πανομοιότυπα ευρήματα βρέθηκαν και από άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Φιλανδία (Koivusilta et al, 1998).

Το παραπάνω εύρημα που παρουσιάζει τους εργαζόμενους έφηβους, σε σύγκριση με τους έφηβους που εξακολουθούν να φοιτούν στο σχολείο, να σχετίζονται περισσότερο με την χρήση τοξικών ουσιών μπορεί να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους. Μία βάσιμη ερμηνεία πιστεύουμε είναι ότι το περιβάλλον εργασίας των εφήβων αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα, όπου εύκολα μπορεί να επηρεασθούν οι έφηβοι από ενήλικες χρήστες τοξικών ουσιών, κυρίως σε σχέση με το κάπνισμα και το οινόπνευμα. Αυτό υποστηρίζεται και από πορίσματα πρόσφατης μεγάλης έρευνας που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Paschall et al., 2002). Σε παρόμοια ευρήματα κατέληξε ακόμη μία έρευνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες (Wu et al., 2003).

Μία άλλη ερμηνεία που έχει προταθεί για την αιτιολόγηση των ευρημάτων αυτών είναι ότι οι έφηβοι που εργάζονται μπορούν πιο εύκολα, σε σχέση με τους έφηβους μαθητές, οι οποίοι είναι και οικονομικά εξαρτώμενοι από τους γονείς τους, να χρηματοδοτήσουν από μόνοι τους τη χρήση τοξικών ουσιών (Maddahian et al., 1986), (Gullen et al., 1985),(Gullen et al., 1997).

Τα πιο πάνω ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα προγράμματα παρέμβασης για την πρόληψη της χρήσης τοξικών ουσιών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κυρίως τον εφηβικό πληθυσμό που έχει διακόψει τη σχολική του φοίτηση και βρίσκεται ήδη σε εργασιακό περιβάλλον (Bauman & Phongsavan, 1999).

4.II  Διαμονή σε αστική ή αγροτική περιοχή  

Η υπόθεσή μας ότι η διαμονή των εφήβων μας σε αστική ή αγροτική περιοχή δεν επηρεάζει την χρήση τοξικών ουσιών, φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της ερευνά μας στο 2003. Ωστόσο, η έρευνα του 1998, παρουσιάζει τις δύο αυτές ομάδες εφήβων να διαφέρουν σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (t=30.971, p*<0.000). Παρόλα αυτά, αριθμός εργασιών έχει δείξει το πόσο σημαντική είναι η επιρροή του τόπου διαμονής και της εμπλοκής του εφήβου στη χρήση τοξικών ουσιών (Spoth et al., 2001), (James et al., 2002), (Atav & Spencer, 2002), (Fatoye &, Morakinyo, 2002). Είναι γενικά αποδεκτό ότι η διαμονή σε ένα περιβάλλον όπου τα ερεθίσματα (θετικά ή αρνητικά) είναι περισσότερα και τα ήθη πιο φιλελεύθερα, όπως γίνεται στην αστική περιοχή, οι πιθανότητες χρήσης τοξικών ουσιών αυξάνονται.

Η ερμηνεία του δικού μας διαφορετικού αποτελέσματος κατά το 2003, σε σχέση με τα αποτελέσματα των πιο πάνω ερευνών, αλλά και της δικής μας κατά το 1998, μπορεί να αποδοθεί στη διαπιστούμενη σημαντική αύξηση χρήση τοξικών ουσιών στον τόπο στο υπό μελέτη χρονικό διάστημα (ΕΚΤΕΠΝ,2004). Έτσι, βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αύξηση αυτή έχει επεκταθεί και στις αγροτικές μας περιοχές κατά τρόπο που να μην διαπιστώνεται πλέον οποιαδήποτε διαφορά στην χρήση τοξικών ουσιών τόσο από έφηβους αστικών, όσο και αγροτικών περιοχών. Ένα εύρημα που συνάδει ακριβώς και με τη μεγάλη έρευνά μας για την παραβατικότητα και την ψυχοπαθολογία των εφήβων μας (Χατζηβασίλης, 2003).

Έτσι, δραματικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί στις τελευταίες δεκαετίες, αναφορικά με την αλλαγή στον τρόπο ζωής του ανθρώπου, δυνατόν να έχουν τροποποιήσει διαφορές που παλαιότερα, πραγματικά να υπήρχαν στον τρόπο ζωής μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Τέτοιες αλλαγές στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου είναι η σημαντική επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία συνήθως έχουν πανεθνική εμβέλεια κάλυψης, η μείωση των αποστάσεων με τη χρήση ιδιόκτητων ταχέων μεταφορικών μέσων και η εκμηχανίκευση της αγροτικής εργασίας (Srole, 1972). Έτσι, και άλλες έρευνες, όπως και η δική μας του 2003, απέτυχαν να διαπιστώσουν οποιαδήποτε διαφορά στη χρήση τοξικών ουσιών μεταξύ  κατοίκων αστικών ή αγροτικών περιοχών (Peltzer et al., 2002), (Mainous et al., 2001).

Τέλος, αξίζει ν’ επισημανθεί ότι η διάκριση μεταξύ αστικής και αγροτικής περιοχής στην Κύπρο θα πρέπει ουσιαστικά να θεωρείται ασαφής, καθότι οποιαδήποτε αγροτική περιοχή απέχει λιγότερο από μια ώρα από το κέντρο, εφόσον χρησιμοποιηθεί ιδιόκτητο όχημα. Στην Κύπρο, η κατοχή ιδιωτικού οχήματος και τηλεόρασης, από τις οικογένειες που διαμένουν στην επαρχία, είναι ο κανόνας.

4.III  H θρησκευτικότητα του εφήβου

Η υπόθεσή μας ότι η θρησκευτικότητα του εφήβου επηρεάζει τη χρήση τοξικών ουσιών απ’ αυτόν, φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της παρούσας συγκριτικής εργασίας μας. Η διαφορά των απαντήσεων των εφήβων στο ερωτηματολόγιο χρήσης τοξικών ουσιών, μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι είναι θρησκευόμενοι, σε αντιδιαστολή με εκείνους που δηλώνουν ότι είναι άθεοι, δεν αναδεικνύεται σε στατιστικά σημαντική διαφορά [(t=0.53, p=0.958), 2003]. Ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να αποδοθεί στο πολύ μικρό αριθμό των ατόμων που δήλωσαν «άθεοι» (n=53), θεωρώντας ότι θα απαιτείτο ένα πολύ μεγαλύτερο τελικό δείγμα πληθυσμού για να αναδείξει μία στατιστικά σημαντική διαφορά, εφόσον βέβαια  αυτή υπήρχε.

Ωστόσο, στατιστικά σημαντική διαφορά προκύπτει στις απαντήσεις των εφήβων, που δηλώνουν ότι πιστεύουν στο θεό και εκκλησιάζονται τακτικά και σε εκείνους τους εφήβους, οι οποίοι δηλώνουν ότι πιστεύουν στο Θεό μεν, αλλά δεν εκκλησιάζονται τακτικά [F= 11.752, p*, 0.000), 1998 και (t = -2.365, p* <0.019), 2003].

Έτσι, μεγάλος αριθμός εργασιών έχει δείξει τον προστατευτικό ρόλο που μπορεί να έχει, αναφορικά με τη χρήση τοξικών ουσιών σε έφηβους, η θρησκευτικότητά τους, δηλαδή η ένταξή τους σε οποιαδήποτε θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα (Cronin, 1995), (Stylianou, 2004), (Cook et al., 1997), (Francis, 1997), (Francis & Mullen, 1993), (Hawks & Bahr, 1992), (Patock-Peckham et al., 1998).

4.IV  Η επιθετικότητα των γονέων

Η υπόθεσή μας ότι η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς μεταξύ γονέων επηρεάζει τη χρήση τοξικών ουσιών στους εφήβους φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα και των δύο ερευνών μας.

Η διαφορά μεταξύ των δύο υποομάδων εφήβων (χαμηλού και μέτριου επιπέδου επιθετικότητας μεταξύ των γονέων), έτσι όπως περιγράφηκαν στα αποτελέσματα, στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο χρήσης τοξικών ουσιών αναδεικνύεται σε στατιστικά σημαντική διαφορά και στις δύο μας έρευνες [(t = -29.40, p*< 0.000), 1998 και (t = 5.034, p*<0.000), 2003].

Στην παρούσα εργασία τα ευρήματά μας, αναφορικά με την επίδραση της μεταβλητής αυτής στη χρήση τοξικών ουσιών, που είναι ευρήματα δύο διαδοχικών παγκύπριων ερευνών, «συγκλίνουν» με τα ευρήματα μεγάλου αριθμού άλλων εργασιών (Denton & Kapmpfe, 1994), (Barnes  & Windle,  1987),(Rask et al., 2003),(Stephenson et al., 1996), που αναδεικνύουν την σχέση μεταξύ των μεταβλητών «χρήση τοξικών ουσιών» από έφηβους και «περιβάλλον βίας μέσα στην οικογένεια» όπως αυτή έχει μελετηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.

4.V  Η δομή της οικογένειας

Η υπόθεσή μας ότι η δομή της οικογένειας των εφήβων επηρεάζει τη χρήση από τους έφηβους τοξικών ουσιών, φαίνεται να επαληθεύεται από τα αποτελέσματα τόσο της έρευνας του 1998, όσο και εκείνης του 2003.

Η διαφορά στις απαντήσεις των εφήβων των δύο υποομάδων, εκείνων δηλαδή που προέρχονταν από άθικτη οικογένεια, σε σύγκριση με τους έφηβους που απάντησαν το ερωτηματολόγιο και προέρχονταν, είτε από οικογένεια με διαζευγμένο γονιό, είτε από οικογένεια με πατριό/μητριά, ή χήρο γονιό, αναδεικνύεται μετά την εφαρμογή του κριτηρίου t, σε στατιστικά σημαντική διαφορά [( t = 56.418, p*< 0.000), 1998 και (t = 3.113, p* < 0.002), 2003]. Ευρήματα τα οποία βρίσκονται σε απόλυτη ομοφωνία με τα ευρήματα όλων των παρακάτω εργασιών.

Το θέμα της σχέσης της μεταβλητής αυτής με τη χρήση από έφηβους τοξικών ουσιών έχει από παλαιά απασχολήσει την έρευνα διεθνώς. Πολλές εργασίες έχουν καταδείξει την άμεση σχέση των δύο αυτών μεταβλητών (Bjarnason et al., 2003a), (Bjarnason et al., 2003b), (Miller, 1997), (McArdle et al., 2002),(Sutherland  & Shepherd,  2001), (Challier et al., 2000), (Ledoux et al., 2002).

Από τις μεταβλητές που ερευνήθηκαν, φαίνεται ότι οι ακόλουθες επηρεάζουν σταθερά κατά τις δύο χρονικές στιγμές (1998 – 2003) τη χρήση τοξικών ουσιών από άρρενες, έφηβους, Ελληνοκύπριους, ηλικίας 17 και 18 ετών:

  1. η απασχόληση του εφήβου,
  2. το εκπαιδευτικό επίπεδο του εφήβου,
  3. το επίπεδο θρησκευτικότητας του εφήβου,
  4. το επίπεδο επιθετικότητας μεταξύ των γονέων του,
  5. η δομή της οικογένειας.

Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρόλο που η έρευνα και στις δύο χρονικές στιγμές χρησιμοποίησε δείγμα μόνο από άρρενες εφήβους ηλικίας 17-18 ετών, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα δεδομένα που προέκυψαν και από τις δύο παγκύπριες έρευνες ως μια βάση για μελλοντικά προγράμματα πρόληψης της χρήσης τοξικών ουσιών στην Κύπρο με δυνατότητα επέκτασης και στο γυναικείο φύλο.

 

[1] Ψυχίατρος – κοινωνιολόγος, Επικεφαλής Μονάδας Έρευνας, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, και Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού

[2] Ψυχιατρικός Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Θεραπευτής, Ass. Professor in Social Work/ Course Coordinator, Intercollege, Nicosia Cyprus, Ηλ.διεύθυνση: chrispan_73@hotmail.com

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική

Δημογραφική Έκθεση, Στατιστική Υπηρεσία, 2002, Λευκωσία.

ΕΚΤΕΠΝ (2004). Ετήσια Έκθεση 2004 του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας. Λευκωσία: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά.

Χατζηβασίλης Β., (1997). Το Διαζύγιο στην Κύπρο, σήμερα και χθες και η Παρένθεση, έκδοση του συγγραφέα, Λευκωσία.

Χατζηβασίλης Β., (2001). «Ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του διαζυγίου στη σύγχρονη Κύπρο», Επιθεώρηση Κοινωνικών ΅Ερευνών, 104-105 (Α-Β): 43-62.

Χατζηβασίλης Β., Μαδιανός Μ. και Φαρσεδάκης Ι., (2002α). «Ψυχοπαθολογία, παραβατική συμπεριφορά , θρησκευτικότητα και εμπειρία διαζυγίου σε αντιπροσωπευτικό δείγμα αρρένων εφήβων Ελληνοκυπρίων», εργασία που παρουσιάσθηκε στο 180 Παγκύπριο Ιατρικό Συνέδριο, Λευκωσία, 12-15/9/2002.

Χατζηβασίλης Β., Μαδιανός Μ. και Φαρσεδάκης Ι., (2002β).  «Ψυχοπαθολογία και παραβατική συμπεριφορά σε αντιπροσωπευτικό δείγμα αρρένων εφήβων Ελληνοκυπρίων», εργασία που παρουσιάσθηκε στο 180 Παγκύπριο Ιατρικό Συνέδριο, Λευκωσία, 12-15/9/2002.

Χατζηβασίλης Β. (2003). Κύπριοι Έφηβοι: Η Παραβατικότητα Και Τα Ψυχικά Τους Προβλήματα. έκδοση του συγγραφέα, Λεμεσός.

Αγγλόφωνη

Atav S, Spencer GA, (2002). “Health risk behaviors among adolescents attending rural, suburban, and urban schools: a comparative study”, Jul; 25(2): 53-64.

Barnes GM & Windle M, (1987). “Family factors in adolescent alcohol and drug abuse”, Pediatrician, 14(1-2): 13-8.

Bauman A, Phongsavan P, (1999). “Epidemiology of substance use in adolescence: prevalence, trends and policy implications”, Drug Alcohol Depend; 55(3): 187-207.

Bjarnason T, Andersson B, Choquet M, Elekes Z, Morgan M & Rapinett G, (2003a) “Alcohol culture, family structure and adolescent alcohol use: multilevel modeling of frequency of heavy drinking among 15-16 year old students in 11 European countries”, J Stud Alcohol, 64(2): 200-8.

Bjarnason T, Davidaviciene AG, Miller P, Nociar A, Pavlakis A & Stergar E, (2003b). “Family structure and adolescent cigarette smoking in eleven European countries”. Addiction, 98(6): 815-24.

Challier B, Chau N, Predine R, Choquet M & Legras B, (2000) “Associations of family environment and individual factors vs. tobacco, alcohol, and illicit drug use in adolescents”, Eur. J Epidemiol., 16(1): 33-42.

Cook CC, Goddard D & Westall R, (1997). “Knowledge and experience of drug use amongst church affiliated young people”, Drug Alcohol Depend, 6:46(1-2), 9-17.

Cronin C, (1995). “Religiosity, religious affiliation, and alcohol and drug use among American college students living in Germany”. Int. J. Addict., 30(2): 231-8.

Denton RE & Kapmpfe CM, (1994). “The relationship between family variables and adolescent substance abuse: a literature review”. Journal of Adolescence; 29(114): 475-95.

Elliot D.S. & Huizinga D., (1983). “Social class and delinquent behavior in a nation youth panel: 1976-1980”. Criminology, 21: 149-177.

Francis LJ & Mullen K, (1993) “Religiosity and attitudes towards drug use among 13-15 year olds in England”.Addiction, 88(5): 665-72.

Fatoye FO, Morakinyo O, (2002). “Substance use amongst secondary school students in rural and urban communities in western Nigeria”. East Afr. Med. J, 79(6): 299-305.

Francis LJ, (1997). “The impact of personality and religion on attitude towards substance use among 13-15 years olds”. Drug Alcohol Depend. 14; 44(2-3): 95-103.

Gullen FT, Larson MT, & Mothers RA, (1985). “Having money and delinquent involvement: The neglect of power in delinquency theory”. Criminal Justice and Behavior, 12:171-192.

Gullen FT, Williams N & Wright JP, (1997). “Work conditions and juvenile delinquency: Is youth employment criminogenic?”. Criminal Justice Policy and Research, 8: 119-143.

Hadjivassilis V., Onisiforou K. and Madianos M., 2004, “Promiscuity in a nationwide representative sample of male Greek-Cypriot adolescents”. Sexual and Relationship Therapy, Vol. 19, No 1:57-64.

Hawks RD & Bahr SH, (1992) “Religion and drug use”. J of Drug Educ., 22(1): 1-8.

James KE, Wagner FA, Antony JC, (2002). “Regional variation in drug purchase

opportunity among youths in the United States, 1996-1997”, J Urban Health, 79(1): 104-12.

Koivusilta L, Rimpela A, Rimpela M., 1998, “Health related lifestyle in adolescence predicts adult educational level: a longitudinal study from Finland”, J Epidemiol. Community Health,  52(12): 794-801.

Maddahian E, Newcomb MD, Bentler PM, (1986). Adv. Alcohol Subst. Abuse, 5(3): 63-780.

Ledoux, S., Miller, P., Choquet, M., Plant, M. (2002). Family structure, parent-child relationship, and alcohol and other drug use among teenagers in France and the United Kingdom, Alcohol and Alcoholism, 37(1): 52-60.

Mainous RO, Mainous AG, Martin CA, Oler MJ & Haney As, (2001). “The importance of fulfilling unmet needs of rural and urban adolescents with substance abuse”, J Child Adolesc Psychiatry Nurs., 14(1): 32-40.

McArdle P, Wiegersman A, Gilvarry E, Kolte B, McCarthy S, Fitzgerald M, Brinkley A, Blom M, Stoeckel I, Pierolini A, Michels I, Johnson R & Quensel S, (2002). “European adolescent substance use: the roles of family structure, function and gender” .Addiction, Mar.; 97(3): 329-36.

Miller P, (1997). “Family structure, personality, drinking, smoking and illicit drug use: a study of UK teenagers”. Drug Alcohol Depend., 14; 45(1-2): 121-9.

Nurisis M., (1993). SPSS for windows. Base system, users guide, Release 6.0. Chicago: SPSS inc.

Paschall MJ, Ringwalt CL, Flewelling RL, (2002). “Explaining higher levels of alcohol use among working adolescents: an analysis of potential explanatory variables”. J Stud Alcohol, 63(2): 169-78.

Patock-Peckham JA, Hutchinson GT, Cheong J & Nagoshi CT, (1998). “Effects of religion and religiosity on alcohol use in a college student sample: Drug Alcohol Depend., 49(2): 81-8.

Peltzer K, Malaka DW, Phaswana N, (2002). “Sociodemographic factors, religiosity, academic performance, and substance use among first-year university students in South Africa”, Psychol. Rep. 91(1): 105-13.

Rask K, Astedt-Kurki P, Paavilainen E & Laippala P, (2003). “adolescent subjective well-being and family dynamics”. Scand. J. Caring Sci., 17(2): 129-38.

Spoth R, Goldberg C, Neppl T, Τrudeau L, Ramisetty-Mikler S, (2001). “Rural-urban differences in the distribution of parent-reported risk factors for substance use among young adolescents. J Subst. Abuse, 13(4): 609-23.

Srole, (1972). “Urbanization and mental health: some reformations”. Am. Scientist, 60: 576-583.

Stephenson AL, Henry CS & Robinson LC, (1996). “Family characteristics and adolescent substance use”. Adolescence, 31(121): 59-77.

Stylianou S, (2004). “The role of religiosity in the opposition to drug use”, Int. J. Offender Ther. Comp. Criminol., Aug; 48(4): 429-48.

Sutherland I & Shepherd JP, (2001). “Social dimensions of adolescent substance use”, Addiction, Mar.; 96(3): 445-58.

Vereeken CA, Maes L, DE Bacquer D., (2004). “The influence of parental occupation and the pupils’ educational level on lifestyle behaviors among adolescents in Belgium”. J. Adolesc. Health, 34(4): 330-8.

WHO World report on violence and health Fact sheet 10/02, Copenhagen, October 2002: http://www.who.int/violence-injury-prevention).

Wu LT, Schlenger, WE, Galvin DM, (2003). “The relationship between employment and substance use among students aged 12 to 17”. J Adolesc. Health, Jan; 32(1): 5-15.

Print Friendly, PDF & Email