Παθολογική χρήση του διαδικτύου και Πρώιμα Δυσλειτουργικά Σχήματα σε φοιτητικό πληθυσμό

Μαρία Φωτεινού1, Πέτρος Ρούσσος2, Ντιάνα Χαρίλα3

1 Ψυχολόγος, MSc Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)

2 Αναπλ. Καθηγητής, Τμήμα Ψυχολογίας, ΕΚΠΑ

3 Δρ. Κλινικής Ψυχολογίας, Μέλος Εργαστηριακού-Διδακτικού Προσωπικού, Τμήμα Ψυχολογίας, ΕΚΠΑ

DOI: https://doi.org/10.57160/AMOB1204

 

Περίληψη

Η παθολογική χρήση του διαδικτύου αποτελεί μια ερευνητική θεματική, η οποία τα τελευταία χρόνια προσελκύει όλο και περισσότερο το ερευνητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, η έρευνα στο συγκεκριμένο πεδίο δεν έχει καταλήξει ακόμα σε σαφή αποτελέσματα ως προς μια πιο συγκεκριμένη και όσον το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση της πολυπλοκότητας του φαινομένου. Παρά τον όγκο των ερευνών και των δεδομένων παραμένουν αρκετά σημεία που χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Ένα από αυτά αφορά στη διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και των ΠΔΣ. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου σε σχέση με τα Πρώιμα Δυσλειτουργικά Σχήματα (ΠΔΣ) σε φοιτητικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, η διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ των ανωτέρω μεταβλητών, των πιθανών διαφορών ανάλογα με το φύλο και τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο ημερησίως και τέλος η πιθανή δυνατότητα πρόβλεψης της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου από τα ΠΔΣ και τη μεταβλητή του χρόνου. Το δείγμα της έρευνας αποτελείτο από 199 φοιτητές, εκ των οποίων οι 49 ήταν άντρες και οι 154 ήταν γυναίκες. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν : α) Αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων, β) GPIUS (Greek Problematic Internet Use Scale) – Ελληνική Κλίμακα Προβληματικής Χρήσης του Διαδικτύου, γ) YSQ – S3 (Young Schema Questionnaire, short version, 3rd edition) – Ερωτηματολόγιο Πρώιμων Δυσλειτουργικών Σχημάτων του Young. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και των ΠΔΣ, ενώ το φύλο και ο χρόνος ενασχόλησης δεν δύνανται να δράσουν διαφοροποιητικά ως προς την χρήση του διαδικτύου. Από την πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης προέκυψε ότι τα ΠΔΣ σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης μπορούν να προβλέψουν την παθολογική χρήση του διαδικτύου. Οι κατηγορίες των σχημάτων σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο είναι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης της Εξάρτησης από το διαδίκτυο F(6, 187) = 7,915, p< 0,001. Ωστόσο, τα ΠΔΣ και ο χρόνος ενασχόλησης με το διαδίκτυο, ως μεμονωμένοι παράγοντες δε φαίνεται να έχουν προβλεπτική ισχύ. Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας διαφαίνεται ότι η παθολογική χρήση του διαδικτύου εμφανίζει υψηλές συσχετίσεις με τα ΠΔΣ, δηλαδή με την ύπαρξη δυσλειτουργικών γνωστικών δομών σχετικά με τον εαυτό και τους άλλους. Αυτές οι δομές, μάλιστα, δύνανται να προβλέψουν την προβληματική χρήση του διαδικτύου, εφόσον, όμως, ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως αυτός του χρόνου ενασχόλησης.

 

Λέξεις κλειδιά: Πρώιμα Δυσλειτουργικά Σχήματα, διαδίκτυο, φοιτητικός πληθυσμός

 

Εισαγωγή

Ο όρος εξάρτηση χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε σχέση με την υπερβολική και μη ελέγξιμη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, όπως το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Ωστόσο, τις τελευταίες δυο δεκαετίες οι ειδικοί εστιάζουν στους λεγόμενους μη χημικούς ή συμπεριφορικούς εθισμούς, όπως η εξάρτηση από το facebook, η εξάρτηση από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η εξάρτηση από το διαδίκτυο κ.ά. (Andreassen et al., 2013). Μια μεγάλη μερίδα επιστημόνων συγκλίνει στη διατύπωση ενός γενικού ορισμού για αυτή την ψυχολογική έννοια ως μια μορφή τεχνολογικού εθισμού. Ο τεχνολογικός εθισμός είναι ένα είδος συμπεριφορικού εθισμού, ο οποίος έχει όλα τα χαρακτηριστικά άλλων μορφών εθισμού, όπως το νόημα, η ευφορία, η ανοχή, η απόσυρση, η σύγκρουση και η υποτροπή (Widyanto & Griffiths, 2006; Griffiths, 2000; Tao et al., 2010). Ο Davis (2001) πρότεινε ότι ο καταλληλότερος όρος για την περιγραφή της εντατικής χρήσης του διαδικτύου, η οποία δεν πληροί τα κριτήρια της εξάρτησης, είναι ο όρος «παθολογική χρήση του διαδικτύου» (PIU). Σύμφωνα με τον παραπάνω συγγραφέα, η παθολογική χρήση του διαδικτύου διακρίνεται στη συγκεκριμένη παθολογική χρήση του διαδικτύου (SPIU) και στη γενικευμένη παθολογική χρήση του διαδικτύου (GPIU) (Davis, 2001).

Όσον αφορά στην αιτιολογία του φαινομένου, ο Davis (2001), αξιοποιώντας τον όρο «παθολογική χρήση του διαδικτύου», πρότεινε ένα ολοκληρωμένο αιτιολογικό μοντέλο βασισμένο στη γνωσιακή – συμπεριφορική προσέγγιση, το οποίο κατέχει κεντρική θέση στη σχετική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι δυσπροσαρμοστικές γνωσίες ή τα δυσλειτουργικά σχήματα του ατόμου οδηγούν σε δυσλειτουργικές αντιδράσεις, δηλαδή σε παθολογική χρήση του διαδικτύου.

Προσαρμόζοντας τις έννοιες των Abramson et al. (1989) περί αιτιών και τον διαχωρισμό τους σε απαραίτητες, επαρκείς και συμβάλλουσες καθώς και σε εγγύς και απόμακρες, και βασισμένος στην αιτιολογική μεταξύ τους αλυσίδα που πρότειναν οι Abramson et al. (1989), o Davis υποστήριξε ότι οι προαναφερθείσες γνωσίες θεωρούνται επαρκείς παράγοντες για την αιτιογένεση του φαινομένου, δηλαδή παράγοντες που εγγυώνται την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ενώ η προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία (κοινωνικό άγχος, καταθλιπτική συμπτωματολογία, άλλη εξάρτηση) θεωρείται απαραίτητος παράγοντας, δηλαδή, ένας παράγοντας που πρέπει να υπάρχει ή να έχει συμβεί προκειμένου να εμφανιστούν τα συμπτώματα. Στο αιτιολογικό μοντέλο του Davis δίνεται έμφαση στα γνωστικά συμπτώματα της παθολογικής χρήσης, όπως εμμονικές σκέψεις σχετικά με το διαδίκτυο, μειωμένος έλεγχος των παρορμήσεων, αδυναμία διακοπής της χρήσης του διαδικτύου, αίσθηση ότι το διαδίκτυο είναι ο μόνος τους φίλος, δυσαρέσκεια λόγω απουσίας σύνδεσης, προσμονή σύνδεσης και σπατάλη χρόνου. Τα δυσπροσαρμοστικά γνωστικά σχήματα ορίζονται ως εγγύς αιτίες της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και η υποβόσκουσα συμπτωματολογία ως απόμακρη αιτία. Τέλος, ο Davis τονίζει τη σημασία διάκρισης της παθολογικής από την υγιή χρήση του διαδικτύου, δηλαδή τη «χρήση για ένα συγκεκριμένο σκοπό, ένα εύλογο χρονικό διάστημα, με απουσία γνωστικής ή συμπεριφορικής δυσαρέσκειας» (σελ. 193) (Davis, 2001).

Σύμφωνα με τον Young και τους συνεργάτες του (2017), τα Πρώιμα Δυσλειτουργικά Σχήματα (ΠΔΣ) αποτελούν «ένα ευρύ και διάχυτο μοτίβο, αποτελούμενο από γνωσίες, συναισθήματα, μνήμες και σωματικές αισθήσεις, που δημιουργήθηκε κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, αφορά στον εαυτό και στις σχέσεις με τους άλλους και είναι δυσλειτουργικό σε σημαντικό βαθμό» (σελ.31). Οι ανωτέρω συγγραφείς περιέγραψαν 18 πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα, τα οποία ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες που αντιστοιχούν στις πέντε βασικές συναισθηματικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας.7 Η πρώτη κατηγορία ονομάζεται Αποσύνδεση και Απόρριψη και περιλαμβάνει τα σχήματα Εγκατάλειψη / Αστάθεια, Καχυποψία / Κακοποίηση, Συναισθηματική Στέρηση, Ελαττωματικότητα / Ντροπή, Κοινωνική Απομόνωση / Αποξένωση. Η δεύτερη κατηγορία ονομάζεται Ανεπαρκής Αυτονομία και Επίδοση και περιλαμβάνει τα σχήματα Εξάρτηση / Ανικανότητα, Ευαλωτότητα σε Βλάβη ή Ασθένεια, Υπερβολική Εμπλοκή / Ανεκπλήρωτος Εαυτός, Αποτυχία. Η τρίτη κατηγορία ονομάζεται Ανεπαρκή Όρια και περιλαμβάνει τα σχήματα Αυτονόητο Δικαίωμα / Μεγαλομανία και Ανεπαρκής Αυτοέλεγχος / Αυτοπειθαρχία. Η τέταρτη κατηγορία ονομάζεται Προσανατολισμός στους Άλλους και περιλαμβάνει τα σχήματα Υποτακτικότητα, Αυτοθυσία, Αναζήτηση Επιδοκιμασίας / Αναγνώρισης. Τέλος, η πέμπτη κατηγορία σχημάτων ονομάζεται Υπερεπαγρύπνηση και Αναστολή και συμπεριλαμβάνει τα σχήματα Αρνητικότητα /Απαισιοδοξία, Συναισθηματική Αναστολή, Ανελαστικά Πρότυπα / Υπερεπικριτικότητα, Τιμωρητικότητα.

Βάσει των θεωριών των Davis (2001) και Young et al. (2017) τα ΠΔΣ μπορούν να νοηθούν ως εγγύς και επαρκείς παράγοντες που μπορεί να οδηγούν στην παθολογική χρήση του διαδικτύου, η οποία με τη σειρά της διατηρεί και ενδυναμώνει τα προϋπάρχοντα σχήματα. Οι Shajari et al. (2016) υποστηρίζουν, επίσης, τη συσχέτιση μεταξύ των δύο ψυχολογικών εννοιών. Σύμφωνα με τους ανωτέρω συγγραφείς, στις μέρες μας παρατηρείται συχνά η τάση τα άτομα να αναζητούν λύσεις για τις ανικανοποίητες κοινωνικές / ψυχολογικές ανάγκες τους στο διαδίκτυο. Αυτές οι ανάγκες ίσως εντοπίζονται σε δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, οι οποίες συνέβαλλαν στη δόμηση ΠΔΣ και στην ανάπτυξη εξαρτητικών συμπεριφορών. Στην έρευνά τους με δείγμα 195 προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ τόσο των 15 ΠΔΣ ξεχωριστά όσο και των 5 γενικών κατηγοριών και της εξάρτησης από το διαδίκτυο, με ιδιαίτερα υψηλή συσχέτιση ανάμεσα στην κατηγορία «Προσανατολισμός στους άλλους» και της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου.

Η παραπάνω διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη υψηλής συσχέτισης μεταξύ της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και των ΠΔΣ ενισχύεται από δεδομένα που υπάρχουν στη σχετική βιβλιογραφία και εξετάζουν τη συσχέτιση των ΠΔΣ με άλλες μορφές χημικών ή συμπεριφορικών εθισμών, κυρίως την εξάρτηση από ουσίες. Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν τα ΠΔΣ ως παράγοντες κινδύνου για την έναρξη και τη διατήρηση της χρήσης ουσιών (Shorey et al., 2013).

Η ευαλωτότητα των φοιτητών στην ανάπτυξη εξάρτησης από το διαδίκτυο, συγκριτικά με άλλες κοινωνικές ομάδες, οφείλεται τόσο σε ενδοατομικούς όσο και σε κοινωνικούς παράγοντες. Οι βασικότεροι από αυτούς είναι η εξοικείωση και η ενθάρρυνση της χρήσης του διαδικτύου για κοινωνικούς και ακαδημαϊκούς σκοπούς και οι ανεπτυγμένες τεχνολογικές δεξιότητες (Papastylianou, 2013; Young, 2004; Kandell, 1998). Επίσης, βασικοί παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εξάρτησης είναι οι ψυχολογικές και εξελικτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές. Οι προκλήσεις αυτές σχετίζονται με τη δόμηση μιας ταυτότητας και την προαπαιτούμενη ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς και την ανάπτυξη και διατήρηση πιο σταθερών διαπροσωπικών σχέσεων με άλλους (Young, 2004; Kandell, 1998). Οι φοιτητές μάλιστα καλούνται να ικανοποιήσουν τις προαναφερθείσες ανάγκες τους ταυτόχρονα με την προσπάθεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις της φοιτητικής ζωής. Εκτός των δυσκολιών που άπτονται της αναπτυξιακής φάσης που βρίσκονται οι φοιτητές/τριες, έχουν ήδη εντοπιστεί δύο παράγοντες που διαπερνούν όλο το πλέγμα των αλλαγών και που φαίνεται να επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία του φοιτητικού πληθυσμού. Αυτοί σχετίζονται άμεσα με τον έντονο ανταγωνισμό και με τις επιπτώσεις των νέων οικονομικών συνθηκών (οικονομική ύφεση) (Schumann, 2007; Ackermann & Schumann, 2010). Επιδημιολογικές μελέτες των τελευταίων ετών έχουν δείξει σημαντική αύξηση στα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης στον φοιτητικό πληθυσμό (Ευθυμίου, 2007; Holm – Handulla et al., 2009; Ackerman, & Schumann, 2010).

Βάσει της σχετικής βιβλιογραφίας, συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά δύνανται να επιτείνουν την ευαλωτότητα ορισμένων φοιτητών έναντι άλλων: Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα περισσότερα άτομα που εμφανίζουν εθιστική συμπεριφορά προς το διαδίκτυο είναι νέοι άντρες, εσωστρεφείς, με ακαδημαϊκή μόρφωση (Morahan-Martin, & Schumacher, 2000; Frangos et al., 2010). Ωστόσο, αποτελέσματα άλλων ερευνών εστιάζουν περισσότερο σε στοιχεία της προσωπικότητας ή σε απουσία διαφορών ως προς τα δημογραφικά στοιχεία (Young, & Rodgers, 1998; Brenner, 1997).

Φαίνεται ότι στο φοιτητικό πληθυσμό η παθολογική χρήση του διαδικτύου σχετίζεται σημαντικά με υψηλά επίπεδα άγχους Akin, A. & Iskender, M. (2011), καθώς και με χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση (Akhter, 2013). Παράλληλα, η εξάρτηση από το διαδίκτυο μειώνει την αυτοεκτίμηση, την εμπιστοσύνη στον εαυτό, την κοινωνική και ακαδημαϊκή αυτοαποτελεσματικότητα και προκαλεί αίσθημα μοναξιάς (Baturay & Toker, 2019)

Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ των ΠΔΣ και της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε η διερεύνηση της συσχέτισης ανάμεσα στην παθολογική χρήση του διαδικτύου και στα 18 ΠΔΣ καθώς και της συσχέτισης μεταξύ της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και των 5 κατηγοριών των ΠΔΣ. Επίσης, η διερεύνηση της πιθανής ύπαρξης διαφορών ως προς την παθολογική χρήση του διαδικτύου ανάλογα με το φύλο και το χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο, καθώς και η δυνατότητα πρόβλεψης της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου, βάσει του συνδυασμού των μεταβλητών των σχημάτων και του χρόνου ενασχόλησης με το διαδίκτυο.

 

Υλικό και μέθοδος

Συμμετέχοντες

Στην έρευνα έλαβαν μέρος συνολικά 199 συμμετέχοντες (n=199), εκ των οποίων οι 49 (22,6%) ήταν άντρες και οι 154 (77,4%) ήταν γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 20,2 έτη. Όσον αφορά το έτος σπουδών 114 (57,3%) συμμετέχοντες φοιτούσαν στο 1ο έτος, 55 (27,6%) στο 2ο έτος και οι υπόλοιποι σε μεγαλύτερο από το 2ο έτος. Σχετικά με τη διαμονή τους οι 184 (92,5%) συμμετέχοντες κατοικούσαν στην Αθήνα και οι 15 (7,5%) σε επαρχιακή πόλη. Οι συμμετέχοντες ήταν φοιτητές/τριες που φοιτούσαν σε διάφορες σχολές και Τμήματα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και του Πανεπιστημίου Πατρών.

 

Μέσα συλλογής δεδομένων

Χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων το οποίο κατασκευάστηκε για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας, όπου οι συμμετέχοντες καλούνταν να δώσουν πληροφορίες σχετικά με το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, τον τόπο διαμονής, το έτος σπουδών, το τμήμα φοίτησης και τέλος τη χρήση υπηρεσιών του διαδικτύου και τον χρόνο ενασχόλησης με αυτές. Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από 9 ερωτήσεις, εκ των οποίων οι 7 είναι κλειστού τύπου και οι δύο ανοιχτού τύπου, όπου οι συμμετέχοντες καλούνταν να γράψουν το τμήμα φοίτησής τους και το χρόνο ενασχόλησης με υπηρεσίες του διαδικτύου.

Επίσης, χρησιμοποιήθηκε η Ελληνική Κλίμακα Προβληματικής Χρήσης του ΔιαδικτύουGPIUS (Greek Problematic Internet Use Scale), η οποία κατασκευάστηκε από τους Ρούσσο και Δεληζήση (2011) και βασίζεται στο γνωσιακό – συμπεριφορικό μοντέλο του Davis (2001) για την παθολογική χρήση του διαδικτύου. Αποτελείται από 41 ερωτήματα, τα οποία απαρτίζουν πέντε παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας αποτελείται από 12 ερωτήματα και αφορά τις δυσπροσαρμοστικές γνωσίες, ο δεύτερος παράγοντας αποτελείται από 10 ερωτήματα και αφορά την υπερβολική χρήση / αδυναμία ελέγχου παρόρμησης, ο τρίτος παράγοντας αποτελείται από 8 ερωτήματα και αφορά τη ρύθμιση ή τροποποίηση συναισθήματος, ο τέταρτος παράγοντας αποτελείται από 5 ερωτήματα και αφορά την εξάρτηση από το διαδίκτυο και, τέλος, ο πέμπτος παράγοντας αποτελείται από 6 ερωτήματα και αφορά την αυτό-εικόνα / κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο. Οι συμμετέχοντες αποκρίνονται στo ερωτηματολόγιο μέσω πενταβάθμιας κλίμακας τύπου Likert, όπου 1 = «διαφωνώ απόλυτα», 2 = «διαφωνώ», 3 = «Αναποφάσιστος/η», 4 = «συμφωνώ», 5 = «συμφωνώ απόλυτα». Ο δείκτης εσωτερικής δείκτης εσωτερικής συνοχής της κλίμακας είναι α =0.88.

Τέλος, η μέτρηση των ΠΔΣ πραγματοποιήθηκε μέσω της σύντομης εκδοχής του Ερωτηματολογίου Πρώιμων Δυσλειτουργικών Σχημάτων του Young – YSQ – S3 (Young Schema Questionnaire, short version, 3rd edition). Η μετάφραση και προσαρμογή στα ελληνικά έγινε από τους Μαλογιάννη Ι., Αγγελή Κ. και Βλαβιανού Μ. (2018). Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από 90 ερωτήματα, τα οποία μετρούν 18 πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα που απαρτίζουν πέντε ευρύτερες κατηγορίες: I) Αποσύνδεση και απόρριψη, II) Ανεπαρκής αυτονομία και επίδοση, III) Ανεπαρκή όρια, IV) Προσανατολισμός στους άλλους, V) Υπεραγρύπνηση και αναστολή. Οι συμμετέχοντες αποκρίνονται στο ερωτηματολόγιο μέσω εξαβάθμιας κλίμακας τύπου Likert, όπου 1= «Δεν ισχύει καθόλου για μένα», 2= «Μάλλον δεν ισχύει για μένα», 3= «Ισχύει μάλλον, παρά δεν ισχύει», 4= «Ισχύει αρκετά για μένα», 5= «Ισχύει πάρα πολύ για μένα», 6= «Με περιγράφει τέλεια». Το ερωτηματολόγιο εμφανίζει υψηλή αξιοπιστία με δείκτη μεγαλύτερο του 0.70 και εγκυρότητα.

 

Διαδικασία συλλογής δεδομένων

Η διαδικασία χορήγησης των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε δια ζώσης τόσο εντός προγραμματισμένων πανεπιστημιακών διαλέξεων –και με την πρότερη συνεννόηση και σύμφωνη γνώμη των διδασκόντων– όσο και σε κοινόχρηστους πανεπιστημιακούς χώρους.

Αρχικά, οι συμμετέχοντες ενημερώνονταν από την ερευνήτρια για τους σκοπούς της έρευνας και τον εθελοντικό χαρακτήρα της συμμετοχής και στη συνέχεια για τη διαδικασία με την οποία θα διεξαχθεί η συλλογή των δεδομένων, καθώς και για τη διασφάλιση της ανωνυμίας και του απορρήτου επί του υλικού. Στη συνέχεια δινόταν χρόνος για τη διατύπωση πιθανών αποριών ή ερωτήσεων και δίνονταν οι οδηγίες συμπλήρωσής του, οι οποίες ήταν οι ίδιες με αυτές που αναγράφονταν στην αρχή των ερωτηματολογίων. Κατά τη διάρκεια της συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων η ερευνήτρια ήταν παρούσα και έδινε διευκρινίσεις, εφόσον χρειαζόταν. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώνονταν ατομικά και η διαδικασία διαρκούσε περίπου 30 λεπτά. Με το πέρας της εκάστοτε χορήγησης, τα ερωτηματολόγια συλλέγονταν από την ερευνήτρια και φυλάσσονταν σε μέρος που είχε πρόσβαση μόνο η ίδια.

 

Αποτελέσματα

Ο υπολογισμός των δεικτών συνάφειας Pearson r ανέδειξε στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των παραγόντων της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου και των παραγόντων των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων (πίνακας 1). Οι σημαντικότερες από τις προαναφερθείσες συσχετίσεις εντοπίστηκαν ανάμεσα στις κατηγορίες Αποσύνδεση/ Απόρριψη, Ανεπαρκής αυτονομία και επίδοση, Προσανατολισμός στους άλλους και τους παράγοντες του διαδικτύου Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες, Ρύθμιση συναισθήματος, Προσανατολισμός στους άλλους. Ο παράγοντας Αυτοεικόνα / Κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τα ΠΔΣ.

Πίνακας 1 Δείκτες Pearson r μεταξύ των πέντε κατηγοριών των ΠΔΣ και των πέντε παραγόντων της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου

Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες Υπερβολική χρήση/Αδυναμία ελέγχου ενόρμησης Ρύθμιση συναισθήματος Εξάρτηση από το διαδίκτυο Αυτοεικόνα/Κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο
Αποσύνδεση και Απόρριψη 0,49** 0,34** 0,44** 0,37** -0,04
Ανεπαρκής αυτονομία και Επίδοση 0,42** 0,34** 0,44** 0,42** -0,00
Ανεπαρκή όρια 0,24** 0,36** 0,26** 0,29** 0,07
Προσανατολισμός στους άλλους 0,24** 0,37** 0,48** 0,36** 0,07
Υπεραγρύπνηση και Αναστολή 0,31** 0,31** 0,34** 0,29** 0,07

Σημείωση 1. **p<0,01

 

 

Πραγματοποιήθηκε διπαραγοντική ανάλυση διακύμανσης (two way ANOVA independent measures) , για να εξεταστεί η επίδραση του φύλου και του χρόνου χρήσης του διαδικτύου, αλλά και η αλληλεπίδρασή τους στον κάθε παράγοντα της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν πέντε διπαραγοντικές αναλύσεις διακύμανσης, στις οποίες ανεξάρτητες μεταβλητές ήταν το φύλο και ο χρόνος ενασχόλησης με το διαδίκτυο και εξαρτημένη ο κάθε παράγοντας της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου χωριστά. Σε όλες τις αναλύσεις ικανοποιούταν η παραμετρική προϋπόθεση της ομοιογένειας της διασποράς.

Πιο αναλυτικά, ως προς τη μεταβλητή Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου (F(1, 186) = 4,389, p = 0,38,  =0,023) στην οποία οι άντρες είχαν υψηλότερο μέσο όρο (19,44) από τις γυναίκες (17,23). Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου ενασχόλησης με το διαδίκτυο (F(1, 186) = 0,001, p = 0,969,  < 0,001) ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και χρόνου στις δυσπροσαρμοστικές γνωσίες (F(1, 186) < 0,001, p = 0,998,  < 0,001). Αναφορικά με τη μεταβλητή Υπερβολική χρήση/Αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων υπήρξε μη στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου (F(1, 185) = 0,128, p = 0,721,  = 0,001) στην υπερβολική χρήση. Επίσης, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου ενασχόλησης με το διαδίκτυο (F(1, 185) = 2,122, p = 0,147,  = 0,011) ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και χρόνου στην υπερβολική χρήση (F(1, 185) = 0,399, p = 0,528,  = 0,002). Για τη μεταβλητή Ρύθμιση του συναισθήματος υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου (F(1, 189) = 6,733, p = 0,010,  = 0,024) στη ρύθμιση συναισθήματος με τις γυναίκες να έχουν υψηλότερο μέσο όρο (22,34) από τους άντρες (19,57). Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου (F(1, 189) = 0,640, p = 0,425,  = 0,003) ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και χρόνου στη ρύθμιση συναισθήματος (F(1, 189) = 0,351, p = 0,554,  = 0,002). Ως προς τη μεταβλητή Εξάρτηση από το διαδίκτυο υπήρξε μη στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου (F(1, 190) = 0,798, p = 0,373,  = 0,004) στην εξάρτηση του διαδικτύου. Επίσης δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου στο διαδίκτυο (F(1, 190) = 0,397, p = 0,529,  = 0,002) ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και χρόνου (F(1, 190) = 0,368, p = 0,545,  = 0,002). Σχετικά με τον παράγοντα Αυτοεικόνα / Κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο υπήρξε μη στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου (F(1, 190) = 0,221, p = 0,639,  = 0,001) στην αυτοεικόνα και στην κοινωνική άνεση. Επίσης δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου στο διαδίκτυο (F(1, 190) = 1,052, p = 0,306,  = 0,006) ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και χρόνου (F(1, 190) = 0,432, p = 0,512,  = 0,002). Επομένως, από τις αναλύσεις προέκυψε μη στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση των παραγόντων του φύλου και του χρόνου ενασχόλησης στην παθολογική χρήση του διαδικτύου.

Στα διαγράμματα 1-5 απεικονίζονται τα τυπικά σφάλματα για κάθε ανεξάρτητη μεταβλητή.

 

Διάγραμμα 1: Γραφική απεικόνιση σφαλμάτων για τη μεταβλητή Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 2: Γραφική απεικόνιση σφαλμάτων για τη μεταβλητή Υπερβολική χρήση / Αδυναμία ελέγχου

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 3: Γραφική απεικόνιση σφαλμάτων για τη μεταβλητή Ρύθμιση του συναισθήματος

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 4: Γραφική απεικόνιση σφαλμάτων για τη μεταβλητή Εξάρτηση από το διαδίκτυο

 

 

 

 

 

 

 

 

Διάγραμμα 5: Γραφική απεικόνιση σφαλμάτων για τη μεταβλητή Αυτοεικόνα/Κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο

 

 

 

 

 

 

 

 

Τέλος, χρησιμοποιήθηκε πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης (Multiple regression) για να ερευνηθεί εάν ο χρόνος χρήσης διαδικτύου και οι πέντε κατηγορίες των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων μπορούν να προβλέψουν τους τέσσερις παράγοντες της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου. Δεν κρίθηκε σημαντικό να πραγματοποιηθεί πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης για τον παράγοντα Αυτοεικόνα / Κοινωνική άνεση στο διαδίκτυο, καθώς από τη διερεύνηση των δεικτών συνάφειας Pearson r δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις.

Για τον παράγοντα Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες από την εξίσωση της παλινδρόμησης προκύπτει πως το μοντέλο εξηγεί το 27.6% της διακύμανσης (R2= 0,276, R2Adj= 0,252). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, οι κατηγορίες των σχημάτων σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο είναι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης των Δυσπροσαρμοστικών γνωσιών F(6, 183) = 11,601, p< 0,001. Για τον παράγοντα Υπερβολική χρήση αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων από την εξίσωση της παλινδρόμησης προκύπτει πως το μοντέλο εξηγεί το 21.7% της διακύμανσης (R2= 0,217, R2Adj= 0,191). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, οι κατηγορίες των σχημάτων σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο είναι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης της Υπερβολικής χρήσης / Αδυναμίας ελέγχου F(6, 182) = 8,416, p< 0,001. Αναφορικά με τον παράγοντα Ρύθμιση συναισθήματος από την εξίσωση της παλινδρόμησης προκύπτει πως το μοντέλο εξηγεί το 27.3% της διακύμανσης (R2= 0,273, R2Adj= 0,249). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, οι κατηγορίες των σχημάτων σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο είναι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης της Ρύθμισης συναισθήματος F(6, 186) = 11,628, p< 0,001. Τέλος , όσον αφορά στον παράγοντα Εξάρτηση από το διαδίκτυο από την εξίσωση της παλινδρόμησης προκύπτει πως το μοντέλο εξηγεί το 20.3% της διακύμανσης (R2= 0,203, R2Adj= 0,177). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, οι κατηγορίες των σχημάτων σε συνδυασμό με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο είναι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης της Εξάρτησης από το διαδίκτυο F(6, 187) = 7,915, p< 0,001.

Στους πίνακες 2-5 παρουσιάζονται οι μη τυποποιημένοι συντελεστές παλινδρόμησης (B), το τυπικό σφάλμα (SE B), και οι τυποποιημένοι συντελεστές (β) και το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας (p των τεσσάρων αναλύσεων παλινδρόμησης.

 

Πίνακας 2: Μη τυποποιημένοι και τυποποιημένοι συντελεστές για την ανάλυση παλινδρόμησης ως προς τον ο παράγοντα Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες

B SE B β p
Χρήση διαδικτύου 0,000 0,001 -0,010 .877
Αποσύνδεση και Απόρριψη 0,151** 0,034 0,486 <.001
Ανεπαρκής αυτονομία και Επίδοση 0,135** 0,051 0,252 .009
Ανεπαρκή όρια -0,027 0,067 -0,032 .688
Προσανατολισμός στους άλλους -0,134 0,062 -0,211 .033
Υπεραγρύπνηση και Αναστολή -0,011 0,045 -0,026 .833

Σημείωση 1 **p<0,01

 

Πίνακας 3: Μη τυποποιημένοι και τυποποιημένοι συντελεστές για την ανάλυση παλινδρόμησης ως προς τον παράγοντα Υπερβολικής χρήσης / Αδυναμίας ελέγχου

B SE B β p
Χρήση διαδικτύου 0,005** 0,002 0,179 .088
Αποσύνδεση και Απόρριψη 0,002 0,050 0,006 .961
Ανεπαρκής αυτονομία και Επίδοση 0,072 0,076 0,096 .338
Ανεπαρκή όρια 0,230 0,098 0,197 .020
Προσανατολισμός στους άλλους 0,143 0,091 0,160 .119
Υπεραγρύπνηση και Αναστολή 0,023 0,065 0,038 .729

Σημείωση 1 **p<0,01

 

Πίνακας 4: Μη τυποποιημένοι και τυποποιημένοι συντελεστές για την ανάλυση παλινδρόμησης ως προς τον παράγοντα Ρύθμισης συναισθήματος

B SE B β p
Χρήση διαδικτύου 0,000 0,001 0,013 .833
Αποσύνδεση και Απόρριψη 0,067 0,035 0,210 .053
Ανεπαρκής αυτονομία και Επίδοση 0,080 0,052 0,149 .121
Ανεπαρκή όρια -0,036 0,068 -0,042 .599
Προσανατολισμός στους άλλους 0,210** 0,062 0,328 .001
Υπεραγρύπνηση και Αναστολή -0,041 0,045 -0,092 .369

Σημείωση 1 **p<0,01

 

Πίνακας 5: Μη τυποποιημένοι και τυποποιημένοι συντελεστές για την ανάλυση παλινδρόμησης ως προς τον παράγοντα Εξάρτηση από το διαδίκτυο

B SE B β p
Χρήση διαδικτύου 0,001 0,001 0,081 .225
Αποσύνδεση και Απόρριψη 0,016 0,020 0,093 .408
Ανεπαρκής αυτονομία και Επίδοση 0,077** 0,029 0,261 .009
Ανεπαρκή όρια 0,040 0,039 0,085 .303
Προσανατολισμός στους άλλους 0,038 0,035 0,108 .291
Υπεραγρύπνηση και Αναστολή -0,012 0,026 -0,049 .649

Σημείωση 1 **p<0,01

 

Συμπεράσματα-Προτάσεις-Περιορισμοί

Από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας διαφαίνεται ότι η παθολογική χρήση του διαδικτύου εμφανίζει υψηλές συσχετίσεις με τα ΠΔΣ, δηλαδή με την ύπαρξη δυσλειτουργικών γνωστικών δομών σχετικά με τον εαυτό και τους άλλους. Το εύρημα αυτό, το οποίο συγκλίνει με το αιτιολογικό μοντέλο του Davis (2001) και τη θεωρία του Young (2017) για τα ΠΔΣ, υποδηλώνει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός των ΠΔΣ τόσο αυξάνεται η παθολογική χρήση του διαδικτύου και το αντίστροφο.

Συγκεκριμένα, η παθολογική χρήση του διαδικτύου φαίνεται να σχετίζεται θετικά και σημαντικά κυρίως με τις κατηγορίες Αποσύνδεση και Απόρριψη, Ανεπαρκής Αυτονομία και Επίδοση και Προσανατολισμός στους άλλους. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα σχετικά με την ύπαρξη υψηλότερων συσχετίσεων ανάμεσα στους παράγοντες Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες, Ρύθμιση του συναισθήματος και Εξάρτηση από το διαδίκτυο και στις προαναφερθείσες κατηγορίες σχημάτων, αλλά και τα συμπεράσματα των Shajari et al. (2016), Shorey et al. (2013) και Ball (1998, 2007), δύναται να διατυπωθεί το εξής συμπέρασμα: τα άτομα που δυσκολεύονται να διαφοροποιηθούν από τους άλλους και τείνουν στην ικανοποίηση των επιθυμιών των άλλων έναντι των δικών τους φοβούμενα την απόρριψη, χρησιμοποιούν το διαδίκτυο με σκοπό τη δημιουργία σχέσεων σε πιο ασφαλείς συνθήκες από αυτές της πραγματικής ζωής καθώς και για να ανακουφιστούν ή να αποφύγουν δυσφορικά συναισθήματα. Αυτό φαίνεται να συνδέεται με προηγούμενα ευρήματα ότι η χρήση όλων των κοινωνικών εφαρμογών στο διαδίκτυο (Cuss et al., 2013), καθώς και η ευχαρίστηση από την επικοινωνία (Chou & Hsiao, 2000) αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο της εξάρτησης από το διαδίκτυο στον φοιτητικό πληθυσμό. Η σύναψη σχέσεων στο διαδίκτυο είναι πιο εύκολη σε σχέση με την πραγματική ζωή και οι άνθρωποι λόγω της ανωνυμίας μπορούν να μοιραστούν περισσότερες πληροφορίες για τον εαυτό τους (Kandell, 1998). Τα άτομα αυτά, επίσης, τείνουν να εμφανίζουν περισσότερα συμπτώματα αν στερηθούν το διαδίκτυο για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί αιτιώδης σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων, είναι πιθανό να ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή οι ανωτέρω δυνατότητες που παρέχει το περιβάλλον του διαδικτύου, να οδηγούν σε ενίσχυση ή επιδείνωση των δυσπροσαρμοστικών αντιλήψεων σχετικά με τον εαυτό και τον κόσμο. Όλες οι παραπάνω διεργασίες, είναι πιθανόν να είναι εντονότερες ή/και περισσότερο εμφανείς σε νεαρές ηλικίες, όπως είναι οι φοιτητές/τριες, καθώς η δόμηση μιας αυτόνομης ταυτότητας οδηγεί σε εσωτερικές συγκρούσεις που προσπαθούν να επιλυθούν μέσω της δραπέτευσης σε εξαρτήσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένης και της εξάρτησης από το διαδίκτυο (Lanthier & Windham, 2004). Εκτός από τη δόμηση αυτόνομης ταυτότητας, η δημιουργία σταθερών σχέσεων με τους άλλους, με το συνοδό συναίσθημα άγχους που αναδύεται, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης αναπτυξιακής φάσης, τα οποία ενδεχομένως δρουν επιβαρυντικά στις προϋπάρχουσες δυσπροσαρμοστικές γνωστικές δομές.

Φαίνεται, ότι τα ΠΔΣ μπορούν να προβλέψουν την προβληματική χρήση του διαδικτύου, εφόσον, όμως, ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως αυτός του χρόνου ενασχόλησης, καθώς η εκάστοτε κατηγορία σχημάτων ή ο χρόνος μεμονωμένα εμφανίζουν χαμηλότερη προβλεπτική ισχύ. Σύμφωνα με το αιτιολογικό μοντέλο του Davis (2001), οι δυσπροσαρμοστικές γνωσίες – τα ΠΔΣ στην παρούσα έρευνα – δύνανται να εγγυηθούν την εμφάνιση της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου, με την απαραίτητη συμβολή και άλλων παραγόντων στην αιτιογένεση του φαινομένου.

Ωστόσο, πέρα από το προαναφερθέν συμπέρασμα, από τα αποτελέσματα της έρευνας δεν προκύπτουν δεδομένα που διευκολύνουν την ανάδυση ειδικότερων διαφοροποιήσεων ή αποχρώσεων του φαινομένου της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου, υπό την έννοια ότι δεν παρατηρούνται διαφορές στο δείγμα ανάλογα με το φύλο των συμμετεχόντων ή τον χρόνο ενασχόλησης. Πιθανόν, λαμβάνοντας υπόψη και την υψηλή συσχέτιση της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου με τα σχήματα, άλλοι παράγοντες που αφορούν σε στοιχεία της προσωπικότητας των συμμετεχόντων αλλά και σε ευρύτερους οικογενειακούς / περιβαλλοντικούς τομείς να διαδραματίζουν σημαντικότερο διαφοροποιητικό ρόλο ως προς την χρήση του διαδικτύου και επομένως να επηρεάζουν την ανωτέρω αλληλεπίδραση (Young & Rodgers, 1998).

Ως προς τους ανωτέρω παράγοντες μεμονωμένα, ο χρόνος τον οποίο οι συμμετέχοντες αφιερώνουν ημερησίως στο διαδίκτυο δεν τους διαφοροποιεί ως προς το αν η χρήση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως παθολογική. Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα η βιβλιογραφική ανασκόπηση αναδεικνύει αντιφατικά συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει μια μερίδα ερευνητών που υποστηρίζει ότι τα άτομα που εμφανίζουν εθιστική συμπεριφορά προς το διαδίκτυο αφιερώνουν σε αυτό περισσότερο χρόνο από τα «μη εθισμένα» άτομα (Morahan-Martin & Schumacher, 2000). Στον αντίποδα, οι Widyanto & Griffiths (2006), στην ανασκόπηση που πραγματοποίησαν σε ερευνητικά δεδομένα σχετικά με το διαδίκτυο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο αυξημένος χρόνος χρήσης των «εθισμένων» χρηστών που εντοπίζεται από ορισμένους ερευνητές, δεν καθιστά τη μεταβλητή αυτή έναν παράγοντα ενδεικτικό της παθολογικής ή μη χρήσης του διαδικτύου. Ενδεχομένως, τα ανωτέρω δεδομένα να δύνανται να στρέψουν την προσοχή των ερευνητών στην προσέγγιση και αξιολόγηση του φαινομένου της χρήσης του διαδικτύου με γνώμονα περισσότερο ποιοτικά παρά ποσοτικά χαρακτηριστικά.

Ομοίως, το φύλο, μεμονωμένα, δεν αποτελεί έναν διαφοροποιητικό παράγοντα ως προς τη χρήση. Ωστόσο, ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί η στατιστικά σημαντική επίδραση του φύλου στον παράγοντα Δυσπροσαρμοστικές γνωσίες, όπου οι άντρες είχαν μεγαλύτερο μέσο όρο, και στον παράγοντα Ρύθμιση του συναισθήματος, όπου μεγαλύτερος μέσος όρος εντοπίστηκε στις γυναίκες. Σύμφωνα με το ανωτέρω εύρημα, οι άντρες και οι γυναίκες δεν διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τη χρήση του διαδικτύου, με τη διαφορά ότι οι άντρες φαίνεται να δυσκολεύονται περισσότερο στις κοινωνικές σχέσεις στην πραγματική ζωή σε αντίθεση με τις διαδικτυακές σχέσεις, ενώ οι γυναίκες φαίνεται να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άντρες για να απαλύνουν δυσφορικά συναισθήματα. Σε γενικές γραμμές, από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας προκύπτουν αντιφατικά συμπεράσματα ως προς τις διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας είναι σύντονα με τα αποτελέσματα άλλων ερευνών, τα οποία απορρίπτουν την ύπαρξη διαφυλικών διαφορών (Young & Rodgers,1998, Brenner, 1997). Η απουσία στατιστικά σημαντικών διαφορών ανάλογα με το φύλο πιθανόν σχετίζεται και με το δείγμα της συγκεκριμένης έρευνας, το οποίο αφορά σε φοιτητικό πληθυσμό, δηλαδή σε άτομα νεαρής ηλικίας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας (2011), οι διαφυλικές διαφορές ως προς τη χρήση του διαδικτύου φαίνεται να αμβλύνονται σε μεγάλο βαθμό σε νεότερες ηλικίες και όσο αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο, κάτι που ισχύει και για το δείγμα της παρούσας έρευνας.

Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας φαίνεται να είναι σύντονα με αποτελέσματα ερευνών που καταλήγουν στη διαμόρφωση ειδικών προγραμμάτων πρόληψης της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου σε φοιτητικό πληθυσμό. Ένα βασικό σημείο σύγκλισης αφορά στην παρατήρηση ότι η δυναμική των σύγχρονων τεχνολογιών αναπόδραστα πια αλληλεπιδρά με την εσωτερική εμπειρία των φοιτητών και καθορίζει σημαντικές ψυχικές και γνωστικές λειτουργίες που αφορούν στην εικόνα εαυτού, στην αντιλαμβανόμενη εξωτερική πραγματικότητα αλλά και στην εμπειρία του σχετίζεσθαι με τους άλλους (Neverkovich et al., 2018; Vondrackova & Gabrhelik, 2016). Σύμφωνα με τους Neverkovich et al. (2018) και Vondrackova & Gabrhelik (2016) κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση προγραμμάτων πρωτογενούς πρόληψης κυρίως σε παιδιά, εφήβους και φοιτητές, οι οποίοι, όπως και στην παρούσα έρευνα, θεωρούνται πληθυσμοί υψηλού κινδύνου. Συνθέτοντας τα αποτελέσματα των ανωτέρω ερευνών διαφαίνεται ότι η πρωτογενής πρόληψη της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου από φοιτητές είναι σημαντικό να εστιάζει σε γνωστικούς παράγοντες, όπως η επεξεργασία δυσλειτουργικών γνωστικών σχημάτων, αλλά κυρίως στην ανάπτυξη και ενίσχυση κοινωνικών δεξιοτήτων καθώς και στην παροχή ευκαιριών κοινωνικοποίησης σε πραγματικές συνθήκες. Επιπρόσθετα, σε επίπεδο δευτερογενούς πρόληψης αναδύεται η σημασία της δημιουργίας και στελέχωσης συμβουλευτικών δομών εντός των πανεπιστημίων, στις οποίες οι φοιτητές θα έχουν ευκολότερη και πιο άμεση πρόσβαση. Η παρέμβαση και σε αυτό το επίπεδο είναι σημαντικό να επικεντρώνεται στη διαχείριση αισθημάτων άγχους και δυσφορίας, στην επεξεργασία γνωστικών σχημάτων που σχετίζονται με εξαρτητικές τάσεις και άγχος απόρριψης καθώς και εύρεση εναλλακτικών τρόπων διαχείρισής τους.

Όσον αφορά τα ανωτέρω κρίνεται σημαντικό να ληφθούν υπόψη και οι πιθανοί περιορισμοί. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε η συμπτωματική δειγματοληψία, από την οποία προέκυψε ένα σχετικά ομοιογενές δείγμα ως προς τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και αξιοποιήθηκαν, λόγω περιορισμένων βιβλιογραφικών δεδομένων, βιβλιογραφικά στοιχεία που προκύπτουν από το ερευνητικό πεδίο της εξάρτησης από ουσίες. Ως αποτέλεσμα, η μελλοντική διερεύνηση της συγκεκριμένης θεματικής σε δείγματα με διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά ή η επιλογή μιας μεθόδου δειγματοληψίας μέσω της οποίας να επιτυγχάνεται μεγαλύτερος βαθμός τυχαιότητας, θα παρείχε υψηλότερη δυνατότητα γενίκευσης και θα απέδιδε εξίσου ενδιαφέροντα ευρήματα, τα οποία ενδεχομένως να συμπλήρωναν και αυτά της παρούσας έρευνας, καθώς, παρόλο που τα ΠΔΣ αποτελούν σταθερές δομές που δημιουργούνται και εγκαθίστανται κατά την παιδική ηλικία, το στάδιο ανάπτυξης, οι κοινωνικές απαιτήσεις αλλά και το επίπεδο συναισθηματικής ωριμότητας δύνανται να επιδράσουν διαφοροποιητικά στις διεργασίες που περιγράφηκαν παραπάνω. Ωστόσο, η παρούσα έρευνα επιχείρησε τον εμπλουτισμό των ήδη υπαρχόντων δεδομένων με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση και την περαιτέρω μελλοντικά μελέτη του συγκεκριμένου φαινομένου, το οποίο τα τελευταία χρόνια προσελκύει το έντονο ενδιαφέρον τόσο των ερευνητών, όσο και των κλινικών που καλούνται σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό να κατανοήσουν τη ραγδαία αυξανόμενη δυναμική που οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες καταλαμβάνουν στη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων.

 

Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Ευθυμίου, Κ., Ευσταθίου, Γ., & Καλαντζή – Αζίζι, Α. (2007). Πανελλήνια Επιδημιολογική Έρευνα Ψυχικής Υγείας στον Φοιτητικό Πληθυσμό. ΤΟΠΟΣ

Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας (2011). Η χρήση του διαδικτύου από τους Έλληνες. http://www.observatory.gr

Ρούσσος, Π. Λ., & Δεληζήση, Ε. (1-3 Απριλίου, 2011). Κατασκευή και ψυχομετρικός έλεγχος της Ελληνικής Κλίμακας Προβληματικής Χρήσης του Διαδικτύου (GPIUS). Ανακοίνωση στο 2ο Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης της Διαταραχής Εθισμού στο Διαδίκτυο «e-LIFE 2011», Θεσσαλονίκη

 

Διεθνής βιβλιογραφία

Abramson, L. Y., Metalsky, G. I., & Alloy, L. B. (1989). Hopelessness depression: a theory-based subtype of depression. Psychological Review, 96(2), 358-372. https://doi: 10.1037/0033-295X.96.2.358

Ackerman, E. & Schumann, W. (2010). Die Uni ist kein Ponyhof; Zur psychosozialen Situation von Studierenden. Prävention und Gesundheitsförderung, 5 (3), 231-237

Akin, A. & Iskender, M. (2011) Internet Addiction and Depression, Anxiety and Stress. International Online Journal of Educational Sciences, 3(1), 138-148

Andreassen, C.S., Griffiths, M.D., Gjertsen, S.R., Krossbakken, E., Kvam, S., & Pallesen, S. (2013). The relationship between behavioral addictions and five-factor model of personality. Journal of Behavioral Addictions, 2(2), 90-99. https://doi: 10.1556/JBA.2.2013.003

Ball, S. A. (1998). Manualized treatment for substance abusers with personality disorders: dual focus schema therapy. Addictive Behaviors, 23, 883–891. https://doi: 10.1016/s0306-4603(98)00067-7

Ball, S. A. (2007). Comparing individual therapies for personality disordered opioid-dependent patients. Journal of Personality Disorders, 21, 305–321. https://doi: 10.1521/pedi.2007.21.3.305

Baturay, M. &  Toker, S. (2019) Internet addiction among college students: Some causes and effects. Education and information technologies, 24(5), 2863-2885

Brenner, V. (1997). Psychology of computer use: XL VII. Parameters of internet use, abuse and addiction: the first 90 days of the internet usage survey. Psychological Reports, 8(3), 879-882. https://doi: 10.2466/pr0.1997.80.3.879

Chou, C., & Hsiao, M. C. (2000). Internet addiction, usage, gratification, and pleasure experience: The Taiwan college students’ case. Computers & Education, 35(1), 65-80. http://dx.doi.org/10.1016/S0360-1315(00)00019-1

Davis, R. (2001). A cognitive – behavioral model of pathological internet use. Computers in Human Behavior, 17(2), 187-195. https://doi: 10.1016/S0747-5632(00)00041-8

Frangos, C. C., Frangos, C. C., & Kiohos, A. P. (2010). Internet addiction among greek university students: Demographic associations with the phenomenon, using the greek version of Young’s internet addiction test. International Journal of Economic Sciences and Applied Research, 3(1), 49-74

Griffiths, M. (2000). Does internet and computer “addiction” exist? Some case study evidence. CyberPsychology and Behavior, 3(2), 211-218. https://doi: 10.1089/109493100316067

Holm – Handulla, R., Hoffman, F. H., Sperth, M., & Funke, J. (2009). Psychische Beschwerden und Störungen von Studierenden. Psychotherapeut, 54(5), 346-356. https://doi: 10.1007/s00278-009-0693-3

Kandell, J. J. (1998). Internet addiction on campus: the vulnerability of college students. CyberPsychology and Behavior, 1, 11-17. https://doi: 10.1089/cpb.1998.1.11

Kuss, D. J., Griffiths, M. D., & Binder, J. F. (2013). Internet addiction in students: Prevalence and risk factors. Computers in Human Behavior, 29(3), 959–966. https://doi.org/10.1016/j.chb.2012.12.024

Lanthier, R. P., & Windham, R. C. (2004). Internet use and college adjustment: The moderating role of gender. Computers in Human Behavior, 20, 591-606. https://doi.org/10.1016/j.chb.2003.11.003

Malogiannis, I. A., Aggeli, A., Tzavara, C., Michopoulos, I., Vallianou, O., Pehlivanidis, A., Kalantzi-Azizi, A., Papadimitriou, G. N., & Zervas, I. (2018). Validation of the Greek version of the Young Schema Questionnaire-Short Form 3: Internal consistency reliability and validity. Psychiatriki, 29(3), 220–230. https://doi: 10.22365/jpsych.2018.293.220

Morahan-Martin, J., & Schumacher, P. (2000). Incidence and correlates of pathological internet use among college students. Computers in Human Behavior, 16(1), 13-29. https://doi: 10.1016/S0747-5632(99)00049-7

Neverkovich, D.S., Bubnova, S.I., Kosarenko, N.N., Sakhieva, G.R., Sizova, M.Z., Zakharova, L.V. & Sergeeva, G.M. (2018). Students’ Internet Addiction: Study and Prevention. Journal of Mathematics, Science and Technology Education, 14(4):1483-1495. https://doi: 10.29333/ejmste/83723

Noreen A. (2013) Relationship between Internet Addiction and Academic Performance among University Undergraduates. Educational Research and Reviews, 8(9), 1793-1796. https://doi: 10.5897/ERR2013.1539

Papastylianou, A. (2013). Relating on the internet, personality traits and depression: research and implications. The European Journal of Counselling Psychology, 2(1), 65-78. https://doi:10.5964/ejcop.v2i1.6

Shajari, F., Sohrabi, F., & Jomehri, F. (2016). Relationship between early maladaptive schema and internet addiction: A cross-sectional study. Asian Journal of Pharmaceutical Research and Health Care, 8(3), 84-91. https://doi: 10.18311/ajprhc/2016/4334

Shorey, R. C., Stuart, G.L., & Anderson, S. A. (2013). Early maladaptive schemas among young adult male substance abusers: A comparison with a non-clinical group. Journal of Substance Abuse Treatment, 44(5), 522-527. https://doi: 10.1016/j.jsat.2012.12.001

Tao, R., Huang, X., Wang, J., Zhang, H., Zhang, Y., & Li, M. (2010). Proposed diagnostic criteria for internet addiction. Addiction, 105(3), 556–564. https://doi: 10.1111/j.1360-0443.2009.02828.x

Widyanto, L., & Griffiths, M. (2006). “Internet addiction”: A critical review. International Journal of Mental Health and Addiction, 4, 31-51. https://doi: 10.1007/s11469-006-9009-9

Vondráčková, P. &  Gabrhelík, R. (2016) Prevention of Internet addiction: A systematic review. Journal of Behavioral Addictions 5(4), 568–579. https://doi 10.1556/2006.5.2016.08

Young, J. E., Klosko, S. J., & Weishaar, E. M. (2017). Θεραπεία σχημάτων. Ένας οδηγός για τον θεραπευτή. 5η Έκδοση, Πατάκη

Young, K.S. (2004). Internet addiction: A new clinical phenomenon and its consequences. American Behavioral Scientist, 48(4), 402-415. https://doi: 10.1177/0002764204270278

Young, K.S. & Rodgers, R. (April, 1998). Internet addiction: Personality traits associated with its development. Paper presented at the 69th annual meeting of the Eastern Psychological Association

Print Friendly, PDF & Email