Ο ρόλος των δυναμικών ενδοοικογενειακών χαρακτηριστικών στην εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες

Kάλια Νικολάου (1) & Μαρία Σμυρνάκη (2)

(1) Ψυχολόγος, MSc «Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις», Ταχυδρομική Διεύθυνση: Μακαρίου Γ’ 12, Ύψωνας, Τ.Κ. 4187, Λεμεσός, Κύπρος Τηλέφωνο: 6948170448, +357 99762649, Email: kalianikolaou2@gmail.com

(2) Ψυχολόγος, Διδάκτωρ Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης, Υπεύθυνη Ανοικτής Δομής Υποστήριξης ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ, Ταχυδρομική Διεύθυνση: Απολλοδώρου 12, Άγιος Ιωάννης Κνωσού, Ηράκλειο Κρήτης, Τ.Κ. 71409, Τηλέφωνο: 6958450389, 2811102525, Email: marsmyrn@hotmail.com smirnaki@kethea-ariadni.gr

 

Περίληψη

Στο πλαίσιο αυτής της ποιοτικής έρευνας μελετήθηκαν οι σχέσεις γονέων – εξαρτημένων από την ηλικιακή περίοδο της εφηβείας μέχρι και την ενηλικίωση, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων ενεργής χρήσης και θεραπείας. Στόχος ήταν να ταυτοποιηθούν προβληματικά χαρακτηριστικά επικοινωνίας στη σχέση αυτή, τα οποία συνέβαλλαν στην έναρξη και τη συντήρηση της εξάρτησης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή των μελών Κοινωνικής Επανένταξης του Κέντρου Αποκατάστασης Εξαρτημένων «Ιανός» το οποίο υπάγεται στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, δεκατέσσερις ημιδομημένες συνεντεύξεις έχουν ληφθεί από εξαρτημένους άντρες ηλικίας 30-45 ετών. Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν πως στις πλείστες περιπτώσεις, προϋπάρχει μία δυσλειτουργική επικοινωνία στην δυαδική αλληλεπίδραση των γονέων εξαρτημένων η οποία φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την εφαρμογή των γονεϊκών πρακτικών, την μεταγενέστερη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και την πορεία του προς την εξάρτηση. Οι οικογένειες αυτές στην πλειοψηφία, σημειώνουν διαχρονικά στοιχεία ακαμψίας, συνεξάρτησης και υπερεμπλοκής. Ωστόσο και ο εξαρτημένος λόγω χρόνιων κοινωνικών και συναισθηματικών αδυναμιών φαίνεται να διστάζει να διαχωριστεί από την οικογένεια. Συμπερασματικά, για να μπορέσει ο εξαρτημένος να διατηρήσει αποχή, χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί θεραπευτικά ολόκληρη η οικογένεια.

 

Λέξεις – Κλειδιά: Eξάρτηση, Οικογένεια, Επικοινωνία, Θεραπεία

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H εξάρτηση από παράνομες ουσίες αποτελεί παράδειγμα μιας ψυχικά και σωματικά τοξικής συμπεριφοράς, η οποία επιδρά καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του εξαρτημένου και στην ευημερία της ίδιας της κοινωνίας (Βαΐτση & Κοκκινάκη, 2002). Το οικογενειακό σύστημα, ως το αμεσότερο σύστημα αλληλεπίδρασης του ανθρώπου, φαίνεται να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην ανάδυση και την συντήρηση της εξαρτητικής συμπεριφοράς ενός ατόμου (Angel & Angel, 2010. Stanton & Todd, 2009).

Την περίοδο της εφηβείας, ο έφηβος σημειώνει μειωμένα επίπεδα αυτοελέγχου ενώ οι τάσεις αναζήτησης ευχαρίστησης και η παρορμητικότητα είναι οξυμένες. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μειωμένη γονεϊκή εποπτεία, η συναισθηματική παραμέληση, η απουσία ενίσχυσης και προαγωγής κοινωνικών δεξιοτήτων όπως και ο δογματισμός, αποτελούν γονεϊκές πρακτικές οι οποίες περιορίζουν την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου ενώ ευνοούν την έναρξη της χρήσης ουσιών (Challer et al, 1999. Griffin et al, 2000. Jackson et al, 1997. Kelly et al, 2002. Leeman et al, 2014). Τραυματικά βιώματα τα οποία προκύπτουν συχνά από την δυσλειτουργία ή/και παθολογία της σχέσης των συζύγων (διαζύγιο, σωματική βία προς την σύζυγο/παιδιά, λεκτική-ψυχολογική βία) ή από τον θάνατο ενός γονέα αναφέρονται συχνότερα στις οικογένειες με εξαρτημένα μέλη, διευκολύνοντας την έναρξη και την κλιμάκωση της χρήσης ουσιών (Spooner, 1999. Coleman et al, 1986. Hofler & Kooyman, 2006).

Στα πλαίσια μιας δυσλειτουργικής συζυγικής σχέσης, φαινόμενα τριγωνοποίησης και διπλού δεσμού χαρακτηρίζουν την επικοινωνία στη σχέση γονέων – εξαρτημένων από την περίοδο της εφηβείας μέχρι και την ενηλικίωση. Όταν πλέον η εξάρτηση εγκαθίσταται στην οικογένεια, ο εξαρτημένος συνήθως λαμβάνει αντιφατικά μηνύματα από τους γονείς (Haefner, 2014. Stanton, 1978. Tσούνης, 2013). Συχνά μέσα από ρόλους και συμπεριφορές που υιοθετεί ο εξαρτημένος γίνεται αντιληπτό πως η εξάρτηση ως σύμπτωμα, διευκολύνει την διατήρηση της ομοιοστατικής λειτουργίας της οικογένειας. Μέσα από την εξάρτηση η οικογένεια μπορεί να διατηρεί μια αδρανή στάση στα οικογενειακά προβλήματα ενώ ο εξαρτημένος μπορεί να παραμένει υπό την προστασία της οικογένειας (Cleveland, 1981. Κοτσίδας, 1994. Locke & Newcomb, 2004). Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ουσία με την σειρά της, διαδραματίζει διάφορους ρόλους στην ζωή του εξαρτημένου ανάλογα με την θέση και την ανάγκη του στην εκάστοτε κοινωνική συνθήκη (Γκότσης, 2008. Graeven & Schaef, 1978. Noone & Reddig, 1976. Seldin, 1972).

Στο πλαίσιο της θεραπείας η οικογένεια του εξαρτημένου δεν φαίνεται να σημειώνει ιδιαίτερες αλλαγές. Αντίθετα, η οικογένεια φαίνεται να διατηρεί συχνά μία άκαμπτη στάση στο πρόβλημα. Η αντίσταση συμμετοχής στη θεραπεία και η προσκόλληση σε ρόλους και κανόνες που δεν ευδοκιμούν, είναι τακτικές οι οποίες δεν φαίνεται να διευκολύνουν την ωρίμανση και την ψυχική αποκατάσταση του ενήλικα εξαρτημένου (Angel & Angel, 2010. Βαΐτση & Κοκκινάκη, 2002). Η έλλειψη θετικότητας στην οικογενειακή ατμόσφαιρα παρεμβάλλει στην προσπάθεια κοινωνικής επαφής και απεξάρτησης (Gordon & Zrull, 1991). Πολλές φορές η συνεξάρτηση της οικογένειας στο πρόβλημα διευκολύνει την οικογενειακή τύφλωση και την υπερεμπλοκή του γονέα. Διαδοχικά, αυτές οι γονεϊκές στάσεις φαίνεται να παρεμποδίζουν την προαγωγή της αυτοπεποίθησης και αυτοαποτελεσματικότητας του ενήλικα εξαρτημένου. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια του ενήλικα να επανενταχθεί κοινωνικά συναντά εμπόδια ενώ οι πιθανότητες υποτροπής του, αυξάνονται (Kaufman, 1981. Rowe & Liddle, 2003).

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Μεθοδολογικός Σχεδιασμός:
Η έρευνα αυτή αποτελεί μία μελέτη περίπτωσης η οποία πραγματοποιήθηκε με την συμμετοχή δεκατεσσάρων μελών του τμήματος Κοινωνικής Επανένταξης του Κέντρου Αποκατάστασης Εξαρτημένων «Ιανός» το οποίο υπάγεται στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Η επιλογή ποιοτικής μεθόδου ανάλυσης του υπό μελέτη θέματος ήταν σκόπιμη, σε μία προσπάθεια καλύτερης κατανόησης και ερμηνείας ενός πολύπλευρου κοινωνικού φαινομένου όπως η εξάρτηση. Συνεπώς, στο πλαίσιο μιας ημιδομημένης συνέντευξης, δεκατέσσερις άντρες ηλικίας 30-45 ετών, ελληνικής καταγωγής, περιέγραψαν την σχέση με τους γονείς τους από την εφηβεία έως σήμερα. Στην έρευνα αυτή δεν συμμετείχαν γυναίκες διότι την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, δεν υπήρχαν γυναίκες-μέλη στο τμήμα Κοινωνικής Επανένταξης. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στη δομή Κοινωνικής Επανένταξης και ήταν διάρκειας 45-60 λεπτών. Κατόπιν ενημέρωσης και συγκατάθεσης των συμμετεχόντων, οι συνεντεύξεις μαγνητοφωνούνταν καθ’ όλη την διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας με σκοπό την μετέπειτα επεξεργασία και ανάλυση του απομαγνητοφωνημένου υλικού.

Μέθοδος Ανάλυσης Δεδομένων
Για την αντικειμενική, συστηματική και ποσοτική καταγραφή του περιεχομένου της προφορικής επικοινωνίας με τους συμμετέχοντες, χρησιμοποιήθηκε η τεχνική ανάλυσης περιεχομένου, ακολουθώντας τα στάδια και τα βήματα της ανάλυσης. Μετά την απομαγνητοφώνηση, έγινε η ανάλυση μέσω της ταξινόμησης, της κωδικοποίησης και της κατηγοριοποίησης των δεδομένων. Κατόπιν επεξεργασίας των αρχικών κωδικών, προέκυψαν οι τελικές κατηγορίες μέσα από τις οποίες εξήχθησαν τα τελικά ευρήματα – συμπεράσματα.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Τα ευρήματα της έρευνας αυτής αναδεικνύουν συγκρουσιακές σχέσεις στο εσωτερικό της οικογένειας πριν ακόμα εγκατασταθεί η εξάρτηση στη ζωή του παιδιού. Αρχικά έχει καταστεί σαφές ότι η σχέση των γονέων από την παιδική – εφηβική ηλικία των εξαρτημένων είναι μια ευπαθής σχέση. Η επικοινωνία μεταξύ των συζύγων είναι προβληματική, οι θέσεις τους δεν είναι διαφοροποιημένες και οι ρόλοι τους συγχέονται. Ο πατέρας την περίοδο της εφηβείας των παιδιών είναι συνήθως συναισθηματικά απών τόσο από την σύζυγο όσο και από τα παιδιά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η μητέρα συχνά να προσκολλάται και να συμμαχεί με τον γιο ο οποίος φαίνεται να υποκαθιστά πολλές φορές την πατρική-συζυγική φιγούρα και να επιτελεί ρόλο γονέα.

 

ΣΧΕΣΗ ΣΥΖΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ
«Εγώ θυμάμαι από οχτώ χρονών, τους παρακαλάω να χωρίσουν […] Σίγουρα, σίγουρα, σίγουρα, ακόμη το πιστεύω αυτό [καλύτερα, να χώριζαν]. Μπορεί ακόμη να ζούσε ο πατέρας μου και να ήταν καλύτερα και στα μυαλά η μητέρα μου.»
[3ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Δεν μπορούσα να είμαι σε ένα σπίτι που ανά πάσα στιγμή όταν θα βρεθούνε δύο άνθρωποι, που είναι γονείς και λέγεται οικογένεια, να υπάρχει φασαρία έτσι; Δεν μπορούσα ρε παιδί μου, εγώ αυτήν εδώ την ένταση, δεν μπορούσα ασπούμε εγώ να βλέπω αυτά εδώ τα πράγματα..!»
[9ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΡΟΛΟΣ ΓΟΝΕΑ
«Στην ουσία, είχα πάρει κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του πατέρα μου […] Να μην πίνει [Προστάτευα την μητέρα του]. Είχε ξεφύγει ένα διάστημα όταν ήμουν πιο μικρός. Το συμμάζεψε μετά. Ήμουνα κάθετος στους άντρες που την κόντευαν, δεν ήθελα. Ήμουνα μικρός στη δουλειά, δούλευα, ασπούμε η αδελφή μου, πιο πολύ με μένα μεγάλωσε!»
[8ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Η προϋπάρχουσα συγκρουσιακή σχέση των συζύγων ξεκάθαρα επηρέασε τις αναποτελεσματικές γονεϊκές πρακτικές που υιοθετούσαν οι γονείς προς τα παιδιά τους στην εφηβεία. Συνήθως οι περισσότεροι γονείς παραμελούσαν συναισθηματικά τα παιδιά. Οι γονείς δούλευαν στις πλείστες περιπτώσεις πολλές ώρες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χρόνος και διάθεση να επενδύσουν στην σχέση με τα παιδιά τους. Δεν προήγαγαν τις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών και κυρίως δεν οριοθετούσαν τις συμπεριφορές τους. Πριν την εγκατάσταση της εξάρτησης, τα συζυγικά προβλήματα φαίνεται να καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας των γονέων. Οι περισσότεροι γονείς δεν επεδείκνυαν τον απαιτούμενο έλεγχο και την εποπτεία για την χαλιναγώγηση των παρορμητικών τάσεων των παιδιών. Δεν υπήρχε εξίσου, ιδιαίτερο γονικό ενδιαφέρον για την σχολική επίδοση των παιδιών. Υπήρξαν επίσης και οι περιπτώσεις όπου οι γονείς διατηρούσαν μία δογματική στάση προς τα παιδιά τους με αποτέλεσμα να προσπαθούν να επιβληθούν και να πειθαρχήσουν τα παιδιά με ένα κακοποιητικό στην ουσία τρόπο. Συμπερασματικά, όλοι οι εξαρτημένοι ως παιδιά, φαίνεται ότι μεγάλωναν με αρνητικά και ανεπαρκή πρότυπα διαπαιδαγώγησης και οριοθέτησης.

 

ΓΟΝΕΪΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ
«Δηλαδή, η μάνα μου δεν μας πρόσεχε εμάς, ήταν ερωτευμένη full με τον πατέρα μου, ζήλευε, ε ο πατέρας μου την αγαπούσε, αλλά είχε και το δικό του σκεπτικό εε και να όλο γυρνούσε σ’ εμάς δηλαδή, ή δεν θα μας προσέξουνε ή κάτι θα γίνει να μας μαλώσουνε χωρίς πολλές συζητήσεις και τέτοια.»
[12ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Δηλαδή, εγώ δεν πίστευα ποτέ, ότι δεν έχω κάτσει με την οικογένεια μου να δούμε μια ταινία ή να κάτσουμε να φάμε όλοι μαζί, Κυριακή σ’ ένα τραπέζι. […] Και να καθόμασταν, πάλι θα μαλώνανε, ναι. »
[9ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Συνήθως τριήμερα, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, έλειπα και σερί, με ξαναβλέπανε Κυριακή βράδυ σε εκείνη την ηλικία. Από τρίτη γυμνασίου έως και τρίτη λυκείου[…] Με αναζητούσαν, ‘ντάξει, με παίρναν κανένα τηλέφωνο […] Μέχρι να καταλάβουν τι γίνεται δεν ρωτούσαν όχι. Ξέραν ασπούμε, ‘ντάξει σήκωσε το τηλέφωνο, άρα είναι και ζωντανός, ξέρω ‘γω.»

[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Μας ήθελε στρατιωτάκια. Η αγάπη, η αγκαλιά, μια φορά με αγκάλιασε, όταν πήρα την πρώτη άδεια από το στρατό, από τότε δεν με ξαναγκάλιασε ο πατέρας μου. Ούτε από μικρό, εμένα ειδικά.»
[10ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Όλοι οι εξαρτημένοι ανέφεραν ότι η σωματική βία κυρίως του πατέρα προς την μητέρα ή τους ίδιους, το επερχόμενο διαζύγιο των γονέων ή ο θάνατος ενός γονέα κι ο επακόλουθος αποχωρισμός ή εγκατάλειψη, ήταν βιώματα τα οποία τραυμάτισαν την παιδική και εφηβική τους ηλικία.

 

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟ
«Εεε πως το λένε (..) από αυτούς τους άντρες [ήταν ο πατέρας μου] που χτυπάνε τις γυναίκες τους, τις βρίζουνε, κάνουνε, ράνουνε. Βίαιος, α μπράβο, αυτό έψαχνα! [Η μητέρα μου σαν γυναίκα αδύναμη, πως.. εε πώς να αντιδράσει; Ξυλοδαρμούς, να βλέπω τη μητέρα μου σε άσχημη κατάσταση, σε πολύ άσχημη κατάσταση.»
[6ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
«Ε μετά τα 16, είχα αφήσει μακριά μαλλιά λίγο και μ’ έπιασε απ’ τα μαλλιά [ο πατέρας] και μου λέει να πας να κουρευτείς και με βαρούσε στο τραπέζι και πήρα το μαχαίρι να τον σκοτώσω!»
[11ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΔΙΑΖΥΓΙΟ
«Ναι, υπήρξε χωρισμός, φασαρίες, εντάσεις και αποχωρισμός πολλές φορές, μέχρι να οριστεί η τελική απόφαση το να ζήσουν χωριστά, ωραία; […] Δεν το λες μαζί [να ήταν μέχρι τότε], υπήρχε ότι θα έλειπε ο πατέρας μου, θα έλειπε η μητέρα μου, θα μας έπαιρνε η μητέρα μου να φύγουμε απ’ το σπίτι να μην είμαστε δηλαδή σαν οικογένεια στο ίδιο περιβάλλον, λόγω εντάσεων και φασαρίας […]»
[9ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΝΕΑ
«[…] Θυμάμαι τον εαυτό μου από 6 χρονών και μετά, δηλαδή ακριβώς μετά τον θάνατο της μαμάς μου και μετά, σαν να άλλαξα και μεγάλωσα απότομα. Δηλαδή είχα συμπεριφορά μεγάλου από τότε. Δεν έπαιζα, όπως τα παιδάκια όλα που βγαίνανε στις αυλές και παίζανε, ξέρω ‘γω, ήμουνα πώς να τα πω, πιο κλειστός χαρακτήρας. […] Βγαίναν τα παιδάκια, παίζανε, εγώ έλεγα σιγά μην βγω να παίξω, ξέρω ‘γω. Έμενα, καθόμουνα και τους κοιτούσα απλά.»
[14ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ουσία θα ενταχθεί ευκολότερα στην ζωή αυτών των παιδιών, ως ένα μέσο αναλγησίας και αυτοθεραπείας από τον πόνο, ως μέσο αντίδρασης και αποστασιοποίησης από την οικογενειακή βιαιότητα αλλά και ως μέσος ευφορίας και προαγωγής της ήδη κατακερματισμένης αυτοπεποίθησης.

«[…] Ήθελα να γιατρέψω τον εαυτό μου από κάτι και χρειαζόμουν ένα φάρμακο γι’ αυτό το πράγμα. Στην ουσία έκανα τον γιατρό του εαυτού μου, αυτό έκανα. Και φυσικά μόλις βρήκα την ηρωίνη που είναι..ήταν για μένα το καλύτερο φάρμακο που μπορεί να υπάρχει. Αμέσως με απάλλαξε από τα πάντα τότε.»
[13ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

« Κοινωνικότητα [μου προσέφερε η ουσία], θάρρος, θράσος (.) με τις κοπέλες πολύ άνετος..»
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Καθώς η εξάρτηση εγκαθίσταται στην ζωή του εξαρτημένου, οι γονείς λόγω της υφιστάμενης προβληματικής τους σχέσης, θα καθυστερήσουν να αναγνωρίσουν την σοβαρότητα του προβλήματος. Ωστόσο και πάλι εν όψει του προβλήματος δεν φαίνεται να συνεργάζονται. Φαινόμενα τριγωνοποίησης και διπλού δεσμού τείνουν να χαρακτηρίζουν την επικοινωνία γονέων – εξαρτημένων από την περίοδο της εφηβείας και εντονότερα την περίοδο της χρήσης. Το πρόβλημα του παιδιού θα γίνει έναυσμα αντιφατικών γονεϊκών στάσεων και άμεσης έκφρασης της συζυγικής αντιπαλότητας. Συμμαχίες τείνουν να δημιουργούνται μεταξύ μητέρας – εξαρτημένου γιου ενώ ο πατέρας φαίνεται να υποβιβάζεται στην τριαδική σχέση. Η μητέρα φαίνεται να διατηρεί μια δεσποτική, υπερεμπλεγμένη θέση στο πρόβλημα σε αντίθεση με τον πατέρα που φαίνεται να διατηρεί μια περιφερειακή θέση.

 

ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ
«Κανένα μπάφο, τον πίνουμε το ‘ξέραν αυτό, δεν τους πολύ ενοχλούσε και αυτό περαστικό. Ε, σου λένε, έτσι όπως ήταν το χόρτο [κάτι περαστικό], γιατί σταματήσαμε να πίνουμε χόρτο κι αρχίσαμε το άλλο, πάλι έτσι το είδανε, ναι […] Το κατάλαβαν, [μετά ότι ήταν σοβαρό], αλλά ήταν αργά…»

«Καταρχήν, δεν το ‘ξεραν και το αντικείμενο καλά, δηλαδή η μάνα μου μ’ έχει δει με βελόνες και ο πατέρας μου και λεν’ ‘ντάξει περαστικό είναι, δεν είναι κάτι που θα μείνει για καιρό […] Σου λέει, μια φάση της ζωής τους είναι, θα περάσει.»
[12ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΤΡΙΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ
«Έτσι, ναι ακριβώς. Προσπαθούσα να πάρω μέρος και να είμαι δίκαιος ρε παιδί μου, δηλαδή να μην στηρίζω ή την μητέρα μου ή τον πατέρα μου γιατί και οι δύο, είχανε λάθη, ωραία; Προσπαθούσα, να τους τραβήξω κοντά, να δώσω λύση σε θέματα που δεν μπορούσα και το λάθος που κάναν οι δικοί μου, ήταν ασπούμε, ο πατέρας μου να μιλάει σε μένα για την μάνα μου και το αντίστροφο, η μητέρα μου ασπούμε να μιλάει σε μένα για τον πατέρα μου, δηλαδή για άσχημα πράγματα έτσι;»
[9ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Λέω μπαμπά, θυμάσαι που μαλώνατε; [αφότου πέθανε η μαμά] Πως δεν θυμάμαι λέει, ναι, με φώναζε η μαμά λέω στα κρυφά, μου ‘δινε λεφτά για να παίρνω το μέρος της, την ώρα που μαλώνατε για να πάω να πιω εγώ […] Καμιά φορά είχε τόσο δίκαιο ο πατέρας μου, που δεν μπορούσα να του το δώσω, κατάλαβες; Ναι φυσικά, [η μάνα μου ήξερε ότι με τα λεφτά θα πιω], φυσικά ο πατέρας μου το ‘χα πει και έπαθε σοκ.»
[7ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΔΙΠΛΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

«Με τον μπαμπά, μας έδιωξε μαζί κιόλας μια μέρα, θυμάμαι απ’ το σπίτι ένα βράδυ. Όχι, άστον να κοιμηθεί, όχι εγώ δεν τον θέλω εδώ μέσα, όχι εγώ τον θέλω. Φύγετε λέει και οι δύο ασπούμε. Και είχαμε κοιμηθεί θυμάμαι ένα βράδυ, έξω στ’ αμάξι.»
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Η μάνα μου δεν ήθελε να με διώξει. Ο πατέρας μου μ’ έδιωξε.. […] Γιατί μάλωναν γι’ αυτό το θέμα; Γιατί ο πατέρας μου έλεγε ότι πρέπει ν’ ακολουθήσει ένα πρόγραμμα, η μάνα μου έλεγε, το παιδί εγώ το θέλω σπίτι και μπορεί να καθαρίσει και μόνο του.»
[12ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Έκδηλα διαπιστώνεται πως η εξάρτηση ως σύμπτωμα εξυπηρετεί την διατήρηση της οικογενειακής ομοιόστασης. Ο εξαρτημένος συχνά μέσα από ρόλους αποδιοπομπαίου τράγου ή/και ταυτοποιημένου ασθενή, επισκιάζει άλλες οικογενειακές δυσλειτουργίες ή παρέχει ένα έκτοπο πεδίο έκφρασης της συζυγικής σύγκρουσης, διαχωρίζοντας τους γονείς ακόμη πιο έντονα.

 

«Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΑΣΘΕΝΗ»

«Ότι και να ‘κανα, αυτοί νόμιζαν ότι θα πήγαινα και θα ‘πινα, ένα είναι αυτό. Εγώ ξεκινούσα άλλη ζωή, να κάνω καινούργια αρχή και λέω αφού πάλι ίδια κατάσταση λέω ζούμε [φωνές, φασαρίες στο σπίτι], τουλάχιστον να πίνω και να ζω την ίδια κατάσταση. Τουλάχιστον να πίνω, να έχω και τη δικαιολογία ότι πίνω, γιατί αυτή ήταν η δικαιολογία, α πίνεις, κάνεις…»
[11ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

«Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ»

«[…] Αλλά νομίζω ότι το πρόβλημα το δικό μου, τους έφερε μάλλον πιο κοντά. Δεν ξέρω, ίσως και να μην ήτανε μαζί αυτή την στιγμή άμα δεν ξέρανε, άμα δεν είχα εγώ αυτό που, το πρόβλημα με την χρήση, έτσι νομίζω.»
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Μέσα από τις μακροχρόνιες οικογενειακές συγκρούσεις και τις συναισθηματικές διαρροές, η οικογένεια εμφανίζει στοιχεία συνεξάρτησης στο πρόβλημα του γιου. Καθώς η μητέρα δεν αναπτύσσει πρώιμα μια σχέση αμοιβαιότητας με τον πατέρα, προσκολλάται εντονότερα στο εξαρτημένο παιδί. Η υπερεμπλοκή κυρίως της μητέρα στη ζωή του γιου, την καθιστά περισσότερο συνεξαρτημένη και ψυχικά επιβαρυμένη από το πρόβλημα του. Σε μία προσπάθεια να αντλήσει νόημα και ικανοποίηση από την σχέση με τον γιο, η μητέρα σημειώνει έντονα προβλήματα οριοθέτησης τόσο στη δικής της συμπεριφοράς όσο και σε αυτήν του γιου.

«[…] Δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα τότε και πολλές φορές την θυμάμαι να τριγυρνάει στην πόλη και να με ψάχνει ασπούμε, που μπορεί να βρίσκομαι […]περισσότερο την επηρέαζε [η κατάσταση την μητέρα μου] γιατί, ήθελε να κάνει κάτι για μένα, να με σώσει και δεν μπορούσε!!»
[13ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«[…] Η μάνα μου όταν δεν είχα να πάρω δόση, μου έδινε υποκατάστατα το πρωί για να βγάλω τα στερητικά ή κρατούσε λίγη από την ηρωίνη που αγόραζα το πρωί, ήξερε τι έπρεπε να πάρω.»
[11ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας υιοθετούν την περίοδο της χρήσης, αναποτελεσματικές γονεϊκές πρακτικές όπως είναι η εύνοια, η σκληρή αγάπη, η υπερπροστασία και η υποτίμηση προς τον εξαρτημένο. Αυτές οι πρακτικές φαίνεται να παρεμποδίζουν την δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους ενώ διευκολύνουν την υποτροπή μετά από μία περίοδο αποχής του εξαρτημένου.

«Ότι άμα ήμουνα καλά, χαλί να…τι θέλει ο μικρός μας […] Ναι, με χάιδευαν και ίσως γι’ αυτό και συνέχεια ασπούμε υπήρχανε γλιστρήματα, οι λεγόμενες υποτροπές ασπούμε απ’ αυτό το πράγμα, γιατί εκμεταλλευόμουνα την αγάπη τους.
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Ναι, [με φρόντιζε η μαμά] και την ώρα που θα σε φρόντιζε, τζάμπα πάνε, αφού θα πας έξω να πιεις κι αυτό δεν ήταν της στιγμής, ήταν όλη μέρα, 24 ώρες […]Και την έλεγα μερικές φορές, με εκνευρίζεις ρε φίλε, θα πιω, πίνω εγώ τώρα για σένα. Μπράβο, πιες, αφού αυτό ξέρεις να κάνεις. »
[7ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Ο πατέρας μου, γιατί έτσι είναι σαν άνθρωπος [πιο σκληρός]. Διώξτους απ’ το σπίτι, τα πρεζάκια, [έλεγε στη μάνα μου] αυτό το ένα κι η αστυνομία είχε φωνάξει στο σπίτι.»
[6ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Στο πλαίσιο της θεραπείας, παρά την προσπάθεια του εξαρτημένου να απεξαρτηθεί, η οικογένεια δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανοιχτή στην αλλαγή. Το οικογενειακό σύστημα του εξαρτημένου παρουσιάζει έντονα στοιχεία ακαμψίας και οι γονείς φαίνεται να αντιστέκονται στην διαδικασία αλλαγής. Μέσα από στοιχεία οικογενειακής τύφλωσης, οι γονείς υποτιμούν την σοβαρότητα και την συνθετότητα του προβλήματος. Αυτό πιθανώς συνδέεται με τις αυξημένες απαιτήσεις τους πολλές φορές να πραγματώσει ο εξαρτημένος σε σύντομο χρονικό διάστημα, γονεϊκές προσδοκίες που δεν εκπλήρωσε για χρόνια. Επιπλέον, συχνά οι γονείς δεν αναγνωρίζουν τα θετικά σημεία αλλαγής του εξαρτημένου ή δεν ενισχύουν τις προσπάθειες αυτονόμησης του ενήλικα. Φαίνεται μέσα από την στάση τους μια ανάγκη ή/και επιθυμία να διατηρούν τον εξαρτημένο ενήλικα υπό την προστασία τους. Οι γονείς, καθώς φοβούνται τον διαχωρισμό, προτιμούν να διατηρούν τις θέσεις τους αδιαφοροποίητες. Οι ίδιοι δεν είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη τους στο πρόβλημα ενώ τείνουν να ενοχοποιούν κυρίως τον εξαρτημένο.

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ
«Ε, δεν καταλαβαίνουν κι αυτοί, δεν μπορούν να καταλάβουν, η μάνα μου δεν καταλαβαίνει όταν την μιλάω μερικές φορές πως μπορεί… τι είναι, κανένα χάπι για την γρίπη.. Μπορεί να είμαι σήμερα καλά και αύριο να πάω να πιω […] Νομίζει επειδή είμαι δύο χρόνια καθαρός, νομίζει τέλειωσε το πρόβλημα.»
[1ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Όχι εμένα, με έχουν βάλει την ταμπέλα που ήμουνα χρήστης και μόνο αυτό έχουνε να πούνε που ήμουνα χρήστης, δεν έχουνε να πούνε τίποτα άλλο.»
[2ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΜΗ ΑΝΑΛΗΨΗ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
«Τον δικαιολογώ μέχρι ένα σημείο, αλλά μέχρι ένα σημείο, που αυτός δεν αναλάμβανε τις ευθύνες του. Του ‘λεγα ρε πατέρα, δεν γίνεται δύο παιδιά να πέσουν στα ναρκωτικά, ένα 10 τοις εκατόν δεν φταις; Καθόλου δεν φταίω, εε δεν γίνεται!»
[11ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
«Δεν ξέρω ίσως να βρω μια καλύτερη δουλειά, να μην πηγαίνω στο γήπεδο και […] και κάποιες ίσως απόψεις και σκέψεις μου στο τώρα [αυτά θα ήθελαν να αλλάξω για να με εμπιστευτούν πιο πολύ οι γονείς μου]
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Επιπρόσθετα, οι γονείς στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας συζυγικής ψυχρότητας, διατηρούν συνήθως ένα ψυχικό διαζύγιο μεταξύ τους, στο πλαίσιο της θεραπείας. Η μητέρα φαίνεται να προσπαθεί ακόμα μέσα από την υπερεμπλοκή στη ζωή του γιου, να υποκαταστήσει τα αισθήματα του ανικανοποίητου που πηγάζουν από την συζυγική σχέση. Σε μια υπερεμπλεγμένη σχέση μητέρας – γιου, ο εξαρτημένος ενήλικας αναγνωρίζει την υπερεμπλοκή της μητέρα αλλά υποτάσσεται συχνά σε αυτή. Η σχέση με τον πατέρα είναι στις πλείστες περιπτώσεις μια διαχρονικά τυπική και συναισθηματικά πενιχρή σχέση. Ο εξαρτημένος φαίνεται να επηρεάζεται έντονα από την απουσία της πατρικής φιγούρας στη ζωή του παρά την κυριαρχική παρουσία της μητρικής φιγούρας.

 

ΣΧΕΣΗ ΣΥΖΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
«Μια κλασσική σχέση που μπορεί να εξελιχθεί μετά από ένα γάμο σαράντα ετών. Σε ένα πολύ μικρό βαθμό [επικοινωνούν οι γονείς μεταξύ τους].»
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

 

ΥΠΕΡΕΜΠΛΕΓΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΗΤΕΡΑΣ – ΓΙΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
«Ναι θα τσακωθούμε αν ασπούμε, είμαι σε κακή μέρα, θα τσακωθούμε. Αν είμαι φορτισμένος από κάτι και με φορτίσει λίγο παραπάνω, όχι επικοί καυγάδες. Ωραία, ‘ντάξει θα το κάνει αυτό το πράγμα [να ασκήσει έλεγχο η μαμά], αλλά σου λέω, έχω μάθει πλέον να το διαχειρίζομαι. Δεν με πειράζει καν. Ξέρω τι θα συμβεί και ξέρω τι θα της πω. Βασικά χρησιμοποιώ, της λέω την αλήθεια, ήμουνα με μια γκόμενα ασπούμε ή ήμουνα με κάτι φίλους απ’ τον ΟΚΑΝΑ. Ορθά, κοφτά. Βλέπει ότι είμαι μια χαρά και σου λέει ‘ντάξει με φίλους του ήτανε, οκ.»

 

ΣΧΕΣΗ ΠΑΤΕΡΑ – ΓΙΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
«Δεν ξέρει να συμπεριφέρεται ο πατέρας μου. Είναι αγράμματος. Και τώρα να ρωτήσεις τον πατέρα μου θα το παραδεχτεί. Απείχε και από τα τρία του παιδιά […] Ήταν δουλειά, σπίτι, καφενείο ο μπαμπάς μου. Έκανε και κανένα καυγά, ως εκεί.!»
[7ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

«Με τον πατέρα μου δεν… Η σχέση ήταν, είναι και θα είναι ένα φλατ πράγμα.! Φυσικά πήρε χαρά, άλλαξε λίγο τώρα που με βλέπει ότι είμαι καθαρός και όποτε με βλέπει μου το λέει και μου το ξανα λέει αλλά μέχρι εκεί […] Το μόνο μπράβο που άκουσα απ’ τον μπαμπά μου είναι τώρα που έκοψα τα ναρκωτικά.»
[13ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Εντούτοις, τα ευρήματα έχουν αναδείξει πως δεν φοβάται μόνο η οικογένεια τον διαχωρισμό αλλά κι ο εξαρτημένος φαίνεται να διστάζει να αποδεσμευτεί από την γονεϊκή κηδεμονία.

«Και μου λένε ξέρω ‘γω ο μπαμπάς σου είναι, ξέρεις, έπαθε αυτό, αυτό κι αυτό και εκεί χάθηκαν τα πόδια μου, πάει λέω, τελείωσε. Τελείωσε, γιατί μέχρι τώρα είναι αυτοί που με στήριζαν, με στηρίζουν και θα συνεχίσουν να με στηρίζουν.»
[4ο μέλος κοινωνικής επανένταξης]

Οι Frank και Golden (1992) υποστηρίζουν ότι η συνεξάρτηση φαίνεται να πηγάζει από ελλείμματα της πρώιμης ανατροφής όπως η βίαιη ή παραμελημένη στάση από τους γονείς. Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην συνεξάρτηση και την παιδική κακοποίηση. Τα άτομα τα οποία ανέπτυξαν αισθήματα δυσπιστίας, απόσυρσης και ανασφάλειας στα πλαίσια της προσκόλλησης τους, ανησυχούν για το ενδεχόμενο αποχωρισμού ή απώλειας. Η χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα αισθήματα ενοχής και ντροπής που νιώθουν οι εξαρτημένοι μπορούν να εξηγήσουν μια γενική αίσθηση απαξίας του εαυτού και μια αίσθηση ανεπάρκειας και αβοηθησίας. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από τέτοιες τάσεις, τείνουν να διατηρούν μεγαλύτερες ανάγκες προσκόλλησης στους άλλους. Η συνεξάρτηση στην περίπτωση αυτή είναι ένας μέσο ανταπόκρισης, το οποίο λειτουργεί επιθετικά στα μειονεκτικά αισθήματα τα οποία κατακλύζουν τον εξαρτημένο (Dejong et al, 1991. Rosenberg, 1969).

Επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις που οι εξαρτημένοι επιτελούσαν ρόλο γονέα στην εφηβεία μπορεί να εξακολουθούν να επιδεικνύουν συμπεριφορές κηδεμονίας και στην ενηλικίωση. Συχνά ο εξαρτημένος δυσκολεύεται να αποδεσμευτεί από τον πρώιμο δεσμό και να εγκαταλείψει την οικογενειακή σφαίρα επειδή αισθάνεται ενοχές ως προς το να εγκαταλείψει την οικογένεια και να λειτουργήσει αυτόνομα ή δεν έχει εξασκηθεί στο να λειτουργήσει με επιτυχία μόνος του. Η ανεπάρκεια του εξαρτημένου σε βασικούς τομείς επικοινωνίας, η ανεργία, η υφιστάμενη περιθωριοποίηση και απόρριψη που λαμβάνει από άλλα κοινωνικά πλαίσια, αποτελούν λόγους οι οποίοι μπορούν να καθιστούν αναγκαία για τον ίδιο την εξάρτηση από την οικογένεια (Padykoula & Conklin, 2010. Πουλόπουλος, 2011).

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στα πλαίσια αυτής της ποιοτικής μελέτης στόχος ήταν να γίνει μία αναζήτηση και ταυτοποίηση προβληματικών χαρακτηριστικών επικοινωνίας στη σχέση γονέων – εξαρτημένων. Ιδιαίτερες και ιδιόμορφες γονεϊκές στάσεις σε συνδυασμό με μια ευπαθή προσωπικότητα φαίνεται να διευκολύνουν την έναρξη και την συντήρηση της εξάρτησης ενώ δυσχεραίνουν την προσπάθεια αποχής. Ο στόχος της μελέτης δεν είναι να εξαπολυθούν δριμύ «κατηγορώ» στην οικογένεια ως απόλυτα υπεύθυνη για την κατάληξη ενός εξαρτημένου παιδιού. Ωστόσο, η εξάρτηση αποτελεί ένα βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο αιτιότητας και η οικογένεια ως το εγγύτερο σύστημα του ανθρώπου αποτελεί βασικό συστατικό του προβλήματος (Γεωργάκας, 2007).

Από την εφηβική περίοδο, έχει καταστεί σαφές ότι οι γονείς των εξαρτημένων παρουσιάζουν χρόνια, σοβαρά και άλυτα προβλήματα επικοινωνίας. Είναι εμφανές ότι τα συζυγικά προβλήματα των γονέων επιδρούσαν καθοριστικά στις στάσεις κακοποίησης, παραμέλησης και υπερεμπλοκής που υιοθετούσαν απέναντι στα παιδιά. Οι στάσεις των γονέων συνήθως την περίοδο αυτή είναι ασταθείς, απροσδιόριστες και μη οριοθετημένες. Είναι ευδιάκριτο πως οι γονείς υιοθετούσαν συνήθως τις ακραίες μορφές μια συμπεριφοράς. Οι οικογένειες αυτές λόγω ασταθούς οριοθέτησης ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφορα επιτρεπτικές ή εξουσιαστικές. Οι γονείς δεν υιοθετούν σταθερές πρακτικές πειθαρχίας και επιτήρησης του παιδιού. Δεν υπάρχει συλλογικότητα και συνεργασία στην οικογένεια. Αυτό συμβάλλει στην επιλογή παρακινδυνευμένων συμπεριφορών από τους εφήβους.

Στις οικογένειες αυτές γίνεται αντιληπτό πως όταν οι γονείς θα δράσουν είτε ως σύζυγοι είτε ως γονείς δρουν κυρίως με βάση τις ενστικτώδεις και λιγότερο εκλογικευμένες τάσεις τους χωρίς να συνυπολογίζουν τις ανάγκες και τα συναισθήματα του παιδιού. Οι ρόλοι που θα υιοθετήσουν λανθασμένα τα παιδιά πολλές φορές στην εφηβεία αλλά και στην χρήση, φαίνεται να συνδέονται με την συζυγική σύγκρουση και την σχετική ελλιπή ικανοποίηση που λάμβαναν οι γονείς από το ρόλο τους ως σύζυγοι. Τόσο οι συζυγικές δυσχέρειες όσο κι ο επακόλουθος αποπροσανατολισμός του παιδιού στο συζυγικό θόρυβο, αποτελούσαν σημαντικούς παράγοντες στην μετέπειτα γνωστική, συναισθηματική και συμπεριφορική απορρύθμιση του. Διαδοχικά, το παιδί καθώς δεν έχει ακόμη τις δυνατότητες να διαχειριστεί τα τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας τα οποία προκαλούν συχνά πολύ έντονα αρνητικά συναισθήματα, επιλέγει άμεσα τις ουσίες ως μέσο αναλγησίας και διαχείρισης αρνητικών συναισθημάτων (Spooner 1999. Whitbeck, 1999).

Την περίοδο της χρήσης και της εγκαθίδρυσης της εξάρτησης στην οικογένεια, οι επικοινωνιακές συναλλαγές μεταξύ γονέων – εξαρτημένων είναι από ανύπαρκτες έως καταστροφικές. Ο εξαρτημένος πια ως ενεργός χρήστης καθίσταται έρμαιο της ηρωίνης. Δεν είναι σε θέση να εκφέρει «καθαρό» λόγο. Στην οικογένεια οι γονείς είναι αυτοί που φαίνεται να παίρνουν τις αποφάσεις γι’ αυτόν ανάλογα με τον τρόπο που επιδρά το πρόβλημα στην εκάστοτε οικογενειακή συνθήκη. Τόσο η σχέση με τον κάθε γονέα, όσο και οι αντίστοιχες γονεϊκές πρακτικές ήταν εξίσου αναποτελεσματικές στην αναχαίτιση του προβλήματος.

Στα πλαίσια μιας τριαδικής σχέσης, οι γονείς δεν φαίνεται να ενισχύουν την ανεξαρτησία και την αυτόνομη διαχείριση της συμπεριφοράς του παιδιού τους. Αντίθετα, προάγουν αντιφατικές και εξωτερικές πρακτικές άσκησης ελέγχου στο παιδί οι οποίες συγκρούονται με τις αναπτυξιακές απαιτήσεις της αυτονομίας του (Haefner, 2014. Teyber, 1983a). Η συμμαχία γονέα – παιδιού, δημιουργεί συγκρούσεις αποχωρισμού και συμβάλλει στην ανεπαρκή προσαρμογή του παιδιού. Όταν ο ένας γονέας επενδύει συναισθηματικά περισσότερο στο παιδί αντί στον σύζυγο τότε το παιδί πιο εύκολα παλινδρομεί σε μια προβληματική συμπεριφορά (Teyber, 1983b).

Στην περίπτωση που ένα παιδί λαμβάνει διπλά μηνύματα, βιώνει της έλλειψη μιας ενιαίας προστασίας από πλευράς των γονέων. Το παιδί κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν λαμβάνει από τους γονείς χώρο, ελευθερία και σταθερότητα για να μπορέσει να αναπτύξει προσωπική ταυτότητα, αυτοέλεγχο και πρωτοβουλία. Ο διπλός δεσμός ο οποίος προωθείται από τον γονέα μπορεί να εμποδίσει την ικανότητα του παιδιού να διαφοροποιηθεί ψυχολογικά από την οικογένεια προέλευσης. Το παιδί αυτό βιώνει πιο πολλές συγκρούσεις αποχωρισμού ενώ αισθάνεται λιγότερο εσωτερικό έλεγχο (Teyber, 1983b. Τσούνης, 2013). Τόσο στην εφηβεία όσο και μετέπειτα στη χρήση, εφόσον το παιδί είναι ο δέκτης αυτών των μηνυμάτων, συχνά θα απαντήσει με εκδραματοποιημένες συμπεριφορές για τον εγκλωβισμό στο αδιέξοδο που παράγει ο διπλός δεσμός (Angel & Angel, 2010).

Πολλές φορές, η απόρριψη του εξαρτημένου αποτελεί εξίσου, μέσο των γονέων για να μειώσουν βραχυπρόθεσμα την συμμετοχή τους στο πρόβλημα όπως και την ένταση και το άγχος που πηγάζει από αυτήν (Kaufman, 1981. Kaufman, 1985). Ωστόσο οι στάσεις «εύνοιας» και η ενδεχόμενη συμμαχία κυρίως με την μητέρα, προκύπτουν πιθανόν και από την ανάγκη της ιδίας της μητέρας να καλύψει συναισθηματικές ελλείψεις που προέρχονται από έναν ανεπιτυχή γάμο. Καθώς η μητέρα διατηρεί την κυριαρχική θέση της στην οικογένεια φαίνεται να μπορεί να υποδαυλίζει την θέση και να «ευνουχίζει» ψυχολογικά τόσο τον πατέρα όσο και τον γιο.

Κατά την ενηλικίωση φυσιολογικά αναμένεται τα παιδιά σταδιακά να διαφοροποιηθούν, να αποδεσμευτούν και να αποδεσμεύσουν τους γονείς από την γονική κηδεμονία και υποστήριξη. Εντούτοις, στις περιπτώσεις των εξαρτημένων δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο σε διαστήματα αποχής. Στο πλαίσιο της θεραπείας, ο εξαρτημένος αυξάνει τη συνειδητότητα και την κινητοποίηση του. Εντούτοις, η οικογένεια στο στάδιο αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πρόθυμη να προβεί σε αλλαγές ως προς την δομή και την λειτουργικότητα της. Οι γονείς και κυρίως η μητέρα φαίνεται να επιδιώκουν να ασκούν υπέρμετρο έλεγχο πάνω στον εξαρτημένο. Είναι ενοχικοί, απορριπτικοί ή ευνοϊκοί και συναισθηματικά απαθείς.

Ίσως συνειδητά αλλά και ασυνείδητα, η οικογένεια θέτει περιορισμούς στην οικογενειακή αναδιοργάνωση με τέτοιο τρόπο που δεν ευνοεί ούτε την ανάκληση της οικογενειακής τάξης και αρμονίας ούτε την ανάκαμψη του εξαρτημένου. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, ο υπερέλεγχος, η υποτίμηση της συνθετότητας του προβλήματος και της αυτοαποτελεσματικότητας του εξαρτημένου, η οικονομική προστασία και η αποφυγή ανάληψης ευθύνης είναι βασικές γονεϊκές στάσεις οι οποίες αναγνωρίζονται ως αναποτελεσματικές όχι μόνο στην προσπάθεια απεξάρτησης αλλά και στην προσπάθεια φυσικής ωρίμανσης του ενήλικα.

Για να μπορέσει η οικογένεια να ανταποκριθεί στην αλλαγή πρέπει να διαθέτει εύκαμπτα όρια για να διευκολύνει την ανεξαρτητοποίηση του ενήλικου παιδιού. Οι γονείς πρέπει να επιτρέψουν στον ενήλικα να κινηθεί πιο ελεύθερα μέσα και έξω από την οικογένεια για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να αναπτύξει μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας (Βαΐτση & Κοκκινάκη, 2002). Επιπρόσθετα, για να μπορέσει ο εξαρτημένος να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση του, χρειάζεται να αναπτύξει μια σταθερή και υγιή σύνδεση με τις φιγούρες προσκόλλησης. Εάν αυτή η σύνδεση δεν εγκαθιδρυθεί ή παραμένει δύσκολη, ο εξαρτημένος δεν μπορεί να βιώσει ασφάλεια έτσι ώστε να επιχειρήσει να επανασυνδεθεί με τους σημαντικούς άλλους. Στην ουσία πιθανότατα να μην μπορέσει να διαμορφώσει νέους στενούς συναισθηματικούς δεσμούς χωρίς να χρησιμοποιεί την αποφυγή ως μηχανισμό άμυνας (Hofler & Kooyman, 2006).

Οι γονείς χρειάζεται να εμπιστευτούν το παιδί τους ότι είναι υπεύθυνο, ότι δεν θα σπάσει τους κανόνες και θα προσπαθήσει για το καλύτερο. Οι γονείς δεν πρέπει να ανταποκρίνονται με βάση τον έλεγχο και την εποπτεία που θέλουν να ασκήσουν αλλά με βάση την υπευθυνότητα και τη θετική αλλαγή που επιδεικνύει ο εξαρτημένος. Είναι αναγκαίο η οικογένεια να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί την φάση της αποπαίδωσης του ενήλικα. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι εάν ο εξαρτημένος δεν εκτεθεί στις κοινωνικές συνθήκες, δεν θα μάθει να αποφασίζει για τον εαυτό του και δεν θα αποτελέσει ποτέ μια αυτόνομη οντότητα (Emmelkamp & Heeres, 1988. Griffin et al 2000).

Συμπερασματικά, η κατάσταση στις οικογενειακές σχέσεις αποτελεί καταλύτη των αντιδράσεων που σχετίζονται με την αιτιολογία της υποτροπής ή την πρόληψη της. Η συμμετοχή του κοινωνικού δικτύου είναι απαραίτητη στην θεραπεία για την υποστήριξη του εξαρτημένου, την ενίσχυση των διαθέσιμων πηγών πρόνοιας και την ενσωμάτωση του στο κοινωνικό πλαίσιο. Όταν οι σημαντικοί άλλοι συμμετέχουν στην διαδικασία της θεραπευτικής παρέμβασης αυξάνεται η δέσμευση, η συμμόρφωση και η αποχή του θεραπευόμενου (Dobkin et al, 2001. Gordon & Zrull, 1991). Ο Newcomb (1997) υποστηρίζει πως όσο νωρίτερα ξεκινά η υποστήριξη του κοινωνικού δικτύου τόσο λιγότερα στο μέλλον τα προβλήματα συναισθηματικού άγχους, ναρκωτικών, σχέσεων, υγείας, οικογένειας και εργασίας.

Μέσα από την συμμετοχή στην θεραπεία, η οικογένεια μπορεί να τεθεί σε διαδικασία απενεχοποίησης, προσωπικής διαφοροποίησης, αλλαγής στάσης στο πρόβλημα και ενημερότητας ως προς τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην προσπάθεια απεξάρτησης (Πουλόπουλος, 2011). Χρειάζεται η οικογένεια να υποκαταστήσει τις υπάρχουσες προβληματικές δυναμικές επικοινωνίας με νέες και να εντοπίζει δικές της υποτροπές πριν την υποτροπή του εξαρτημένου. Κατά αυτό τον τρόπο θα αρχίσουν να αναδύονται πιο υγιή συμπεριφορικά πρότυπα αλληλεπίδρασης. Ο εξαρτημένος διαδοχικά, θα μπορεί να εσωτερικεύει διαφορετικές και πιο θετικές νόρμες επικοινωνιακών συνδιαλλαγών έτσι ώστε να αλληλεπιδρά με έναν πιο αυθεντικό και υγιή τρόπο.

 

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Αναφορικά με τους περιορισμούς της έρευνας, το δείγμα αποτελείται μόνο από άντρες επειδή στο τμήμα της Κοινωνικής Επανένταξης την περίοδο αυτή, δεν συμμετείχαν γυναίκες. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορέσει να αποτυπωθεί η οπτική εξαρτημένων γυναικών για την ποιότητα της επικοινωνίας στη σχέση με τους γονείς και την επίδραση αυτής στην εξάρτηση. Δεν υπάρχει εξίσου μια καταγραφή της οπτικής των γονέων ως προς την ποιότητα της επικοινωνίας και της σχέσης που θεωρούν οι ίδιοι ότι διατηρούν με τα εξαρτημένα παιδιά τους. Επίσης, η συμμετοχή μελών μόνο του Κέντρου Αποκατάστασης Εξαρτημένων «Ιανός» κι ο μικρός αριθμός στο δείγμα καθιστούν την έρευνα μία μελέτη περίπτωσης με περιορισμένη δυνατότητα γενίκευσης αποτελεσμάτων.

 

Βιβλιογραφία

Βαΐτση, Ν., & Κοκκινάκη, Μ. (2002). Διερεύνηση των οικογενειακών σχέσεων στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα (Δημοσιευμένη Πτυχιακή Εργασία). Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηρακλείου.

Γεωργάκας, Π. (2007). Εξάρτηση, μία ατομική επιλογή. Απεξάρτηση, μία συλλογική διαδικασία. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Γκότσης, Η. (2008). Η αξιοποίηση των απόψεων του Μιχαήλ Μπαχτίν σε αντιπαράθεση με την μονολογική φύση της εξάρτησης. Μετάλογος, 14, 6-22.

Κοτσίδας, Φ. (1994). Οικογένεια και Θεραπεία. Τετράδια Ψυχιατρικής, 45, ().

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική Εργασία και Εξαρτήσεις. Οι κοινότητες της αλλαγής. Αθήνα: Τόπος.

Tσούνης, Α. (2013). Ο ρόλος της οικογένειας στην εγκατάσταση της ουσιοεξάρτησης: Μια απόπειρα διερεύνησης της σχέσης. Εγκέφαλος, 50, 109-113.

Angel, S., & Angel, P. (2010). Οι τοξικοεξαρτημένοι και οι οικογένειες τους. Μια Συστημική Προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Challier, B., Chau, N., Predine, R., Choquet, M., & Legras, B. (1999). Associations of family environment and individual factors with tobacco, alcohol and illicit drug use in adolescents. European Journal of Epidemiology, 16, 33-42.

Cleveland, M. (1981). Family and Adolescent Drug Abuse: Structural Analysis of Children’s Roles. Family Process, 20, 295-304.

Coleman, S. B., Kaplan, J.D. & Dowing, R.W. (1986). Life Cycle and Loss ‘ Y The spiritual vacuum of heroin addicts. Family Process, 25, 5-23.

Dejong, C.A.J., Harteveld, F.M., Van de Wielen, G.E.M., & Van der Staak, C.P.F. (1991). Memories of Parental Rearing in Alcohol and Drug Addicts: A comparative Study. International Journal of the Addictions, 26, 1065-1076.

Dobkin, P.L., De Civita, M., Paraherakis, A., & Gill, K. (2002). The role of functional social support in treatment retention and outcomes among outpatient adult substance abusers. Addiction, 97, 347-356.

Emmelkamp, P.M.G., & Heeres, H. (1988). Drug Addiction and Parental Rearing Style: A Controlled Study. International Journal of the Addictions, 23, 207-216.

Frank, B.P., & Golden, G.K. (1992). Blaming by naming: Battered Women and the Epidemic of Codependence. Social Work, 37, 1-2.

Gordon, A.J., & Zrull, M. (1991). Social Networks and recovery: One year after inpatient treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 8, 143-152.

Graeven, D. B. & Schaef, R.D. (1978). Family Life and Levels of Involvement in an Adolescent Heroin Epidemic. International Journal of the Addictions, 13, 747-771.

Griffin, K.W., Botvin, G.J., Scheier, L.M., Diaz, T., & Miller, N.L. (2000). Parenting Practices as Predictors of substance use, delinquency, and aggression among urban minority youth: Moderating effects of family structure and gender. Psychology Addictive Behaviors, 14, 174-184.

Haefner, J. (2014). An application of Bowen Family Systems Theory. Issues in Mental Health Nursing, 35, 835-841.

Hofler, D.Z., & Kooyman, M. (1996). Attachment Transition, Addiction and Therapeutic Bonding – An Integrative Approach. Journal of Substance Abuse Treatment, 13, 511-519.

Jackson, C., Henriksen, L., Dickinson, D., & Levine, D.W. (1997). The early use of Alcohol and Tobacco: Its relation to children’s competence and parents’ behaviour. American Journal of Public Health, 87, 359-364.

Kaufman, E. (1981). Family Structure of Narcotic Addicts. International Journal of the Addictions, 16, 273-282.

Kelly, K.J., Comello, M.L.G., & Hunn, L.C.P. (2002). Parent – Child Communication, Perceived Sanctions against drug use and Youth Drug Involvement. Adolescence, 37, 775-787.

Leeman, R.F., Patock Peckham, J.A., Hoff, R.A., Suchitra Krishnan, S., Steinberg, M.A., Rugle, L.J., & Potenza, M.N. (2014). Perceived parental permissiveness toward gambling and risky behaviors in adolescents. Journal of Behavioral Addictions, 3, 115-123.

Locke, T., & Newcomb, M.D. (2004). Child maltreatment, parent alcohol – and drug related problems, polydrug problems and parenting practices: A test of gender differences and four theoretical perspectives. Journal of Family Psychology, 18, 120-134.

Newcomb, D.M. (1997). General Deviance and Psychological Distress: Impact of family support/bonding over 12 years from adolescence to adulthood. Criminal Behavior and Mental Health, 7, 369-400.

Noone, R.J. & Reddig, R.L. (1976). Case studies in the family treatment of drug abuse. Family Process, 15, 325-332.

Padykoula, N.L., & Conklin, P. (2010). The self-regulation model of attachment trauma and addiction. Clinical Social Work Journal, 38, 351-360.

Rosenberg, C.M. (1969). Young Drug Addicts: Background and Personality. The journal of Nervous and Mental Dicease, 148, 65-73.

Rowe, C.L. & Liddle, H.A. (2003). Substance Abuse. Journal of Marital and Family Therapy, 29, 97-120.

Seldin, N.E. (1972). The family of the Addict: A Review of the Literature. International Journal of the Addictions, 7, 97-107.

Spooner, C. (1999). Causes and correlates of adolescent drug abuse and implication for treatment. Drug and Alcohol Review, 18, 453-475.

Stanton, D., & Todd, T.C. (2009). Οικογενειακή Θεραπεία για την κατάχρηση ουσιών και την εξάρτηση. Αθήνα: Ερευνητές.

Stanton, D.M., Todd, T.C., Heard, B.D., Kirschner, S., Kleiman, J.I., Mowatt, D.T., Deusen, V.J.M. (1978). Heroin Addiction as a Family Phenomenon: A new conceptual model. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 5, 125-150.

Teyber, E. (1983a). Effects of the Parental Coalition on Adolescence Emancipation from the Family. Journal of Marital and Family Therapy, 9, 305-310.

Teyber, E. (1983b). Structural Family Relations: Primary Dyadic Alliances and Adolescent Adjustment. Journal of Marital and Family Therapy, 9, 89-99.

Whitbeck, L.B. (1999). Primary Socialization Theory: It All Begins with the Family. Substance Use & Misuse, 34, 1025-1032.

Print Friendly, PDF & Email