Νέοι και ναρκωτικά στη μετανεωτερική εποχή

Νικ. Παρασκευόπουλος

Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

 

Η οικονομική κρίση, με τις συνέπειες και με τα βιώματα που παράγει, φαίνεται στη χώρα μας να συνοψίζει τη μεγάλη ιστορική μεταβολή της εποχής. Ωστόσο, στην πραγματικότητα πρόκειται μόνο για την κορυφή του παγόβουνου. Η στροφή είχε ξεκινήσει πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσης, τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. Το πεδίο της εξαρχής κάλυπτε αμέτρητες πτυχές. Η παγκοσμιοποίηση αλέθει υλικά κοινωνικής συγκρότησης, πολιτικής, πολιτισμού, επιστήμης, επικοινωνίας, φυσικού περιβάλλοντος, συνθέτοντας ένα πρωτόγνωρο μόρφωμα. Κατά λογική ακολουθία, το μεταλλασσόμενο παρόν και το μέλλον – κίνδυνος δεν αποτελούν απλές προεκτάσεις του παρελθόντος. Εξειδικεύοντας εδώ κατευθείαν: οι εξαρτήσεις από τα ναρκωτικά και η ροπή των νέων γι’ αυτά, είναι φυσικό σήμερα να εμφανίζουν νέα χαρακτηριστικά, τα ο ποία δεν κατανοούνται επαρκώς αν αρκεστούμε στην παλιά βιβλιογραφία.

Στις νέες, ζωτικές αναλύσεις οι σκέψεις του Περικλή Παπανδρέου θα είναι παρούσες. Όχι οι σκέψεις για τον Περικλή, αλλά οι σκέψεις του οι ίδιες. Στον λόγο του, με ή χωρίς τα γραπτά, βάραιναν το παρόν και ιδίως το μέλλον. Έβλεπε την καταιγίδα που ερχόταν, αναδιφούσε έρευνες, περιγραφές και ενδεχόμενα, τεκμηρίωνε την κριτική του και αναζητούσε πνευματώδεις διεξόδους. Γι’ αυτό, τώρα που η καταιγίδα ξέσπασε, οι ιδέες του, κύμα ψυχής, είναι παρούσες.

Το αντικείμενο που ακροθιγώς προσεγγίζεται εδώ είναι η προσφυγή των νέων στα ναρκωτικά στην Ελλάδα σήμερα. Ως παραδοσιακό θέμα θα μπορούσε να περικλείει πολλά αυτονόητα και κινδυνολογίες, αναπαράγοντας γνωστές ευρύτερες συναινέσεις. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι οι σύγχρονες παράμετροί του είναι κοινά αποδεκτές. Ας εκκινήσουμε λοιπόν με την αναφορά δύο παραδειγματικών περιστατικών.

Πριν λίγο καιρό η ελληνική κοινή γνώμη παρακολούθησε τις ειδήσεις για τις οροθετικές (AIDS) γυναίκες που ασκούν πορνεία. Η επίσημη και η τηλεοπτική διεκτραγώδηση ήταν περιττές και κατά το πλείστον άστοχες, άλλωστε οι ειδήσεις ήταν από μόνες τους τραγικές. Εδώ όμως συγκρατώ τη διήγηση του γείτονα μιας πόρνης, μια δίλεπτη τηλεοπτική μαρτυρία. «Την έβλεπα στη γειτονιά συχνά. Μια μέρα την είχα δει όρθια, στηριγμένη στον τοίχο μιας οικοδομής και σε δημόσια θέα, να κάνει έρωτα… Γιατί κοπέλα μου φθάνεις σε αυτό το σημείο; τη ρώτησα. – «Εσύ θα μου έδινες χωρίς να κάνω τίποτα δύο ευρώ, για να πάρω τη δόση μου; … ήταν η απάντησή της».

Το δεύτερο περιστατικό ακούστηκε ευρέως, ίσως έγινε ή ίσως ήταν εξαρχής ένας αστικός μύθος. Σε σούπερ-μάρκετ της Θεσσαλονίκης ένας κύριος που είχε βάλει στο καλάθι του λίγα τρόφιμα (αυγά, φρυγανιές, πατάτες) πλησίασε διστακτικά το ταμείο. Άφησε στον πάγκο την αστυνομική του ταυτότητα και είπε στον ταμία: «Είμαι άνεργος με δυο παιδιά. Δεν έχω να σας πληρώσω. Κρατήστε την ταυτότητά μου, δείτε τα στοιχεία μου να με μηνύσετε για κλοπή, σε δυο τρεις μέρες θα επιστρέψω να την πάρω πίσω». Ο κύριος έφυγε σκυφτός, χωρίς κανείς να του φράξει το δρόμο. Ένας πρόχειρος έρανος μεταξύ των παρευρισκομένων κάλυψε την ασήμαντη οφειλή.

Είναι μάλλον ευνόητη η σχέση των διηγήσεων αυτών με το θέμα μας. Δείχνουν με συντομία την αναποτελεσματικότητα, το κοινωνικό όριο της προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη, εκεί όπου οι αδυσώπητες ανάγκες υπαγορεύουν την παράβαση. Με άλλα λόγια, εξηγούν πόσο δευτερεύουσα και ασθενική θα είναι η αποτρεπτική δύναμη του ποινικού ελέγχου, όταν η προσφυγή κάποιων ανθρώπων (για το θέμα μας: νέων) στα ναρκωτικά μοιάζει με μια στρατηγική επιβίωσής τους σε έναν κόσμο που τους συνθλίβει.1

Τα περιστατικά αυτού του τύπου και το νήμα που τα συνδέει διευκολύνουν εδώ έναν ειδικότερο συσχετισμό του θέματος «Νέοι και ναρκωτικά» με τις μετανεωτερικές συνθήκες, κατεξοχήν με την οικονομική κρίση ως συστατικό τους2. Τηλεγραφικά, οι ενδιαφέροντες στο σημείο αυτό όροι της μετανεωτερικότητας είναι οι ακόλουθοι: μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού και μάλιστα της νεολαίας πλήττεται από την ανεργία, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες ενσωμάτωσης που φθάνουν ως την εξαθλίωση και τη δυσκολία επιβίωσης. Σημαντική παράμετρος είναι η συνθήκη της εκδήλωσης της ανεργίας μέσα σε ένα περιβάλλον παράλληλης εξασθένησης των δημόσιων προνοιακών δομών (νοσοκομείων, σχολείων, δομών κοινωνικής ασφάλισης). Στο ίδιο περιβάλλον άλλωστε εντάσσεται ένας αριθμός παράνομα διαβιούντων στη χώρα ξένων, χωρίς προοπτικές ενσωμάτωσης και χωρίς επίσημη ταυτότητα3. Η ζοφερή εικόνα τεκμηριώνεται εύκολα με την ανάγνωση ακριβώς των αυξανόμενων αριθμών των ανέργων, των αστέγων και των αυτοκτονούντων.

Οι παραπάνω συνθήκες ζωής υπαγορεύουν αλλαγή της πρακτικής και της θεωρητικής βάσης των σχεδίων για παρεμβάσεις. Ως τώρα λέγεται (περίπου ως αυτονόητο), ότι η προβληματική οικογένεια και το έγκλημα θυματοποιούν τους ανηλίκους. Στόχος επομένως της στηρικτικής πολιτικής οφείλουν να είναι η αποκατάσταση ενός λειτουργικού οικογενειακού περιβάλλοντος και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που πλήττει ειδικά τους νέους. Στο σύγχρονο γκέτο, ωστόσο, θυματοποίηση συνιστά η ίδια η γέννηση μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς ευκαιρίες και προοπτικές4. Εκεί παραβατικός δεν είναι ο αποκλίνων, αλλά ο μέσος ανήλικος.

Ενώπιον της νέας κατάστασης οι παλαιοί θεσμοί προκύπτουν όχι βέβαια περιττοί, αλλά πάντως ανεπαρκείς. Παραμένει π.χ. πολύτιμη η προσφορά και συμβολή του θεσμού των ανάδοχων οικογενειών. Οι ευκατάστατες ωστόσο οικογένειες που μπορούν από οικονομική άποψη να αναδεχθούν παιδιά λιγοστεύουν.

Στο σύνολό τους ή χωριστά η καταπιεστική εξουσία, οι προβληματικές οικογένειες, οι ειδικοί εκείνοι που αναζητούν ομάδες – στόχους για να δικαιολογούν απορροφήσεις κονδυλίων, χάνουν σε σημασία και επίδραση. Οι περισσότεροι δεν εισέρχονται καθόλου στο γκέτο ή στα ποικιλώνυμα κέντρα υποδοχής μεταναστών, επομένως δεν καταφέρνουν καν να ενδιαφέρονται αν στο εσωτερικό τους κάποιος αποκλίνει από μοντέλα κανονικής συμπεριφοράς ή παραβαίνει κανόνες. Οι ιθύνοντες της μετανεωτερικής εποχής απλώς αποκλείουν, απελαύνουν και στη χειρότερη περίπτωση «αποθηκεύουν» ανθρώπους σε υπερκορεσμένες φυλακές – κοντέινερς, χωρίς προγράμματα και εργασία, χωρίς προοπτικές επανένταξης στη συνέχεια. Ήδη η στενή αιτιακή διασύνδεση του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού με το αντίστοιχο της χρήσης ναρκωτικών από νέους αναγνωρίζεται ως βασικό θέμα ενδιαφέροντος στην Ετήσια Έκθεση του ΟΗΕ για τον έλεγχο των ναρκωτικών, έτους 20115.

Ο ανήλικος αυτής της σκοτεινής εικόνας υποφέρει, όχι μόνο επειδή ο ίδιος δεν έχει προοπτικές εργασίας, προόδου και αξιοπρεπούς ζωής, αλλά και επειδή συμπάσχει με τους άνεργους γονείς του. Πολλοί εντωμεταξύ από όσους νέους δηλώνουν σε αρμόδιους λειτουργούς ότι δεν έχουν κανένα να τους στηρίζει, στην πραγματικότητα παραπλανούν. Απλώς κρύβουν τον τόπο διαμονής των γονιών ή συγγενών τους, που είναι φυγόδικοι, φυγόποινοι ή ξένοι με παράνομη διαμονή στη χώρα. Φθάνουν δηλαδή να διακινδυνεύουν τον δικό τους εγκλεισμό σε ιδρυματικές δομές, προκειμένου να μη δουν τους γονείς τους να φυλακίζονται.

Το αδιέξοδο των παιδιών του γκέτο δεν συναντάται μόνο στη συμβολική Βομβάη το «τρίτου κόσμου», αλλά και σε μεγαλουπόλεις της ανεπτυγμένης Δύσης. Σαν γλαφυρό τεκμήριο, τα μυθιστορήματα του George Pelekanos, σε κάθε βιβλιοπωλείο, περιγράφουν τη ζωή παιδιών των φτωχών συνοικιών της Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. Τα παιδιά αυτά προσδοκούν να ξεπεράσουν την ηλικία των 30 ετών, μόνο αν γίνουν κρατούμενοι, αστυνομικοί ή μπασκετμπολίστες. Με τη γραφίδα του ίδιου συγγραφέα, μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: «Ο Όλιβερ ανοιγόκλεισε τα μάτια: Τα έχω καταφέρει μια χαρά. Παρόλο που γεννήθηκα σε αυτό εδώ το στρατόπεδο γενοκτονίας που λέγεται γκέτο. Η φτώχεια είναι βία, Στρέιντζ, δεν το έχεις ακούσει ποτέ; Ένας μαύρος δεν μπορεί να διευθύνει τίποτε, εκτός αν το αρπάξει μόνος του»6.

Με δυο λόγια: η παράβαση δεν είναι πλέον απαραίτητα απόκλιση και φυγή, αλλά ένας τρόπος επιβίωσης, με απόκτηση στοιχειώδους εισοδήματος χάρη σε κλοπές ή στη μικροδιακίνηση ναρκωτικών7. Ο εξαθλιωμένος εκείνος που δεν έχει πρόσωπο και προοπτικές δουλειάς, αποκτά ταυτότητα, γίνεται «πρώτος αλήτης», ίσως μάλιστα πλουτίζει, αν ενταχθεί σε μία συμμορία8. Τα ναρκωτικά, όχι μόνο παραπλανούν βοηθώντας στην αρχή την ψυχική αποστασιοποίηση και την αντοχή απέναντι στον πόνο, αλλά εντάσσουν (έστω) σε πιάτσες ή σε χώρους προστατευμένους ή «προστασίας». Όποιος δεν έχει αύριο, δεν παύει να θέλει να σωθεί προς το παρόν.

Ρίσκο του νέου η σύλληψη, η φυλακή, η ταλαιπωρία; Το ρίσκο είναι προτιμότερο όμως από τη σιγουριά της παραμονής σε κατάσταση κοινωνικής ασφυξίας. Το οργανωμένο έγκλημα – συμμορία, μπορεί να στρατολογεί πλέον τα στελέχη του με άνεση. Ανταγωνίζεται επιτυχώς τη νόμιμη κοινωνία σε προσφορά ευκαιριών ένταξης και επιβίωσης. Οι άρχοντες του οικονομικού συστήματος προφανώς το γνωρίζουν: στην αγορά κοινωνικής ένταξης, το οργανωμένο έγκλημα, χωρίς όρους – εκτός της υπακοής στον αρχηγό – και πιο αποτελεσματικό, κερδίζει κατά κράτος.

Αφήνει εντέλει άραγε το σκοτεινό τοπίο να φανούν κάποιες διέξοδοι; Μια θετική απάντηση αρχίζει να γίνεται αξιόπιστη μόλις από τη στιγμή που εγκαταλείπεται η τάση προσήλωσης σε ατομικές θεραπείες των συλλογικών προβλημάτων. Πρόκειται για άλλη μια περίπτωση όπου εγχειρήματα καλών προθέσεων αποβαίνουν από μόνα τους τελείως ανεπαρκή. Οι ατομικές προσεγγίσεις ασφαλώς χρειάζονται, όπως αυτονόητα χρειάζεται η ιατρική περίθαλψη του αρρώστου. Οι N.A. Christakis και J.H. Fowler σχετικά πρόσφατα εξήγησαν όμως στο βιβλίο τους «Συνδεδεμένοι» (Connected), γιατί οι εκφοβιστικές επιγραφές στα πακέτα των τσιγάρων («Το κάπνισμα σκοτώνει» κ.λπ.) μένουν αναποτελεσματικές:9 απευθυνόμενες μόνο στο άτομο, δεν κατορθώνουν να επιδράσουν και να λύσουν ένα πρόβλημα με κρίσιμες τις κοινωνικές του διαστάσεις.

Χωρίς άλλο, η κοινωνικοπολιτική συνιστώσα της αντιμετώπισης των ναρκωτικών δεν είναι απλώς αναγκαία της προϋπόθεση, είναι η κύρια. Όταν η προνοιακή πολιτική του κράτους εξασθενεί, ως παραπλήρωμα απομένει ένας ακτιβισμός αλληλεγγύης και καταπολέμησης της ανεργίας και της φτώχειας.10 Το κατώφλι για την κοινωνική ενσωμάτωση δεν είναι ψηλό, αφού μια ζωή με σύριγγες, σιρόπια, διώξεις και φυλακές δεν αποτελεί όνειρο για κανέναν έφηβο. Αρκεί δηλαδή το κοινωνικό περιβάλλον να προσφέρει όρους επιβίωσης και αξιοπρεπή ταυτότητα, ώστε να είναι ελκυστικότερο από το οργανωμένο έγκλημα και τις ουσίες του.

 

[1] Για το ανέφικτο της επανόδου στη νομιμότητα, Z. Bauman, Σπαταλημένες ζωές – οι απόβλητοι της νεωτερικότητας (μτφρ. Μ. Καρασαρίνης, Κατάρτι 2005/2005) σ. 143.

2 Για το έγκλημα στη μετανεωτερική εποχή βλ. Α. Αντωνοπούλου, Σύγχρονες τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής (2010) 12 κε.

3 Για τη θέση του αλλοδαπού στην έννομη τάξη Ν. Χατζηνικολάου, Η απέλαση αλλοδαπού ως κύρωση του Ποινικού Δικαίου (2006) 3 κε. Βλ. Επίσης Β. Καρύδη, Όψεις κοινωνικού ελέγχου στην Ελλάδα. Ηθικοί πανικοί, Ποινική Δικαιοσύνη (2010) 66 κε.

4 Καταγραφή και συγκριτικές παρατηρήσεις για τα γκέτο βλ. από L. Wacquant, Parias urbains, ghetto – banlieues – etat (ed. La Decouverte, Paris 2006)

5 International Narcotics Control Board, Annual Report 2011.

6 G. Pelecanos, Στους δρόμους της βίας (μτφρ. Τ. Γαλατούλα, εκδ. Pocket 2003/2002) σελ. 266.

7 Εικόνες της Καμόρρα και της Νάπολης περιγράφει ο Ρ. Σαβιάνο, Γόμορρα (μτφρ. Μ. Οικονομίδου, Παττάκης 2008/2006) ιδίως 66 κε.

8 Η. Λυκούδη. Η δύναμη του μυρμηγκιού – Από το νόημα της χρήσης στην ουσία της θεραπείας (2009) 22 κε.

9 Nick Christakis – J. Fowler, Συνδεδεμένοι. Η εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πώς αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας (μτφρ. Δ. Ξυγαλατάς – Ν. Ρουμπέκας, Κάτοπτρο 2009/2009) 180.

10 Αναλυτικότερα: Χ. Πουλόπουλος, Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις. Οι κοινότητες της αλλαγής (Τόπος 2011) 321 κε.

 

 

Print Friendly, PDF & Email