Μια συνοπτική ανασκόπηση της διεθνούς και ελληνικής πολιτικής για τα ναρκωτικά

Πέτρος Τρίαντος

Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, PhD,

Υπεύθυνος Τμήματος Σχεδιασμού και Μελετών ΚΕΘΕΑ

 

DOI: https://doi.org/10.57160/QSMS9021

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το άρθρο παρουσιάζει συνοπτικά την εξέλιξη της πολιτικής για τα ναρκωτικά τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Αρχικά γίνεται αναφορά στο εγγενές πρόβλημα που καθορίζει τη διαμόρφωση πολιτικής, που είναι αυτό των αξιόπιστων μετρήσεων του αριθμού των εξαρτημένων. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής για τα ναρκωτικά σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η επόμενη ενότητα εστιάζει στην Ελληνική πολιτική για τα ναρκωτικά και στους παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της. Το άρθρο ολοκληρώνεται με την ανάδειξη των κυρίαρχων τάσεων στον σχεδιασμό και την άσκηση της πολιτικής για τα ναρκωτικά

 

ABSTRACT

The article provides a summative review on the formation of drug policy both in international and domestic level. A remark on the initial problem of measurement in the accurate number of addicts which is closely related to the drug policy formation. The development of drug policy both in international and European level is presented followed by the presentation of the Greek Drug policy and the crucial parameters in its implementation. Finally, the dominant trends in the design and implementation of drug policy are discussed.

 

Γενικά στοιχεία

Η πολιτική για τα ναρκωτικά, όπως και κάθε τομέας δημόσιας πολιτικής ο οποίος οφείλει να αποτελεί οργανωμένη απάντηση της πολιτείας σε ένα κοινωνικό πρόβλημα, αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η εκάστοτε κοινωνική δομή αντιλαμβάνεται την κατάσταση, τις συνέπειες που αυτή καθορίζει καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η κοινωνική αντίδραση πάντα στο πλαίσιο που ορίζεται από τις συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και τη τρέχουσα ιστορική συγκυρία. Όπως αναφέρει η Λαμπροπούλου (2002), η επιλεγμένη πολιτική αποτελεί κάθε φορά έναν «συμβιβασμό» μεταξύ της βέλτιστης λύσης και των διαθέσιμων επιλογών και πάντα σε αναλογία με τις εκάστοτε πολιτικό-ιδεολογικές κυρίαρχες απόψεις.

Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική για τα ναρκωτικά αποτελεί διαχρονικά ένα πεδίο στο οποίο οι διεθνείς συνθήκες παρέχουν γενικές κατευθύνσεις και οδηγίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά και συγκεκριμένο πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων στο οποίο θα πρέπει να κινηθούν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Η διαμόρφωση της πολιτικής μιας χώρας για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών επηρεάζεται και καθορίζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως η γεωγραφική της θέση, η πολιτική και οικονομική της κατάσταση, η ύπαρξη φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, η προτεραιότητα που δίνει η εκάστοτε κυβέρνηση στην επίλυση του προβλήματος, η προβολή που έχει το συγκεκριμένο πρόβλημα από τα μέσα ενημέρωσης, οι στάσεις και οι απόψεις της κοινής γνώμης αλλά και των ομάδων που θεωρούν ότι έχουν λόγο και άποψη στο θέμα[1], καθώς και η αίσθηση απειλής και κινδύνου για το κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον, ιστορικοί παράγοντες καθώς και η διαχρονική εξέλιξη των δεικτών εγκληματικότητας σε μια χώρα επηρεάζουν το σχεδιασμό της πολιτικής, καθώς καθορίζουν τη συνολικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος.

Γενικότερα οι πολιτικές για τα ναρκωτικά σε διεθνές επίπεδο κινούνται μεταξύ της ανοχής και της καταστολής, τόσο αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο όσο και την πρακτική των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Επιδιώκουν μια ισορροπία ανάμεσα στην επιβολή του νόμου και την πειθώ, δηλαδή ανάμεσα σε κυρώσεις και κίνητρα. Ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη θεώρηση του προβλήματος της χρήσης ουσιών ως θέμα δημόσιας υγείας, ποινικής δικαιοσύνης και αντεγκληματικής ή κοινωνικής πολιτικής, ανάλογα με την κεντρική θεώρηση η οποία θα επιλεχθεί.

Έτσι, στην περίπτωση των ΗΠΑ και του Πολέμου στα Ναρκωτικά (War on Drugs), ο οποίος κυριάρχησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και όλη τη δεκαετία του 1980, υπάρχει σημαντική επιρροή και πίεση της κοινής γνώμης, που είχε ως εφαλτήριο τους αυξημένους δείκτες εγκληματικότητας η οποία αποδίδονταν στα ναρκωτικά. Με τον τρόπο αυτό οι κυρίαρχες κοινωνικές αξίες που επικρατούσαν στις ΗΠΑ κατά τη συγκεκριμένη περίοδο επέβαλαν την αυστηρή καταστολή και την ποινική αντιμετώπιση ως τον κύριο άξονα διαχείρισης του φαινομένου.

Σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτές που συναντάμε στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών κατά τη δεκαετία του 2000, το κριτήριο της προστασίας της δημόσιας υγείας αναδείχθηκε ως κυρίαρχο και σε αυτό συνέβαλαν οι επιδημιολογικοί δείκτες επικράτησης μολυσματικών ασθενειών άμεσα συνδεδεμένων με τη χρήση ουσιών όπως το HIV/AIDS και οι Ηπατίτιδες B και C[2]. Η πολιτική για τα ναρκωτικά στις συγκεκριμένες χώρες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, κυρίως ως προβλήματος δημόσιας υγείας, προκρίνοντας με αυτόν τον τρόπο λιγότερο τη θεραπεία και περισσότερο τη μείωση της βλάβης της υγείας από τη χρήση.

 

Το πρόβλημα της μέτρησης

Οι διαφορετικές πολιτικές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών, χαρακτηρίζονται από αρκετές διαφοροποιήσεις και από σημαντικά ελλείμματα στον τομέα της καταγραφής και παρακολούθησης του φαινομένου. Ο τομέας αυτός έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς στηρίζει το σχεδιασμό πολιτικής και διευκολύνει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το ζήτημα των στοιχείων επιδημιολογικής επικράτησης της κατάχρησης ψυχοδραστικών ουσιών σε παγκόσμια κλίμακα αποτελεί ένα σύνθετο εγχείρημα. Όπως και σε κάθε άλλο πεδίο καταγραφής το οποίο σχετίζεται με τη δημόσια υγεία, η ακριβής αποτύπωση του αριθμού των ατόμων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα κατάχρησης παράνομων και νόμιμων ουσιών δεν μπορεί να γίνει με πιστότητα. Αυτή η αδυναμία αποτυπώνεται και εκφράζεται σε μια πληθώρα περιπτώσεων. Έτσι, περιορισμένος αριθμός ευρωπαϊκών χωρών έχει προχωρήσει σε έρευνες εθνικής κλίμακας οι οποίες θα μπορούσαν να παρέχουν τεκμηριωμένες εκτιμήσεις για την επικράτηση του φαινομένου. Επίσης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα στοιχεία που συλλέγονται δεν αναλύονται πέραν των απαιτήσεων οι οποίες υπάρχουν για τη σύνθεση επίσημων αναφορών. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά δεν είναι διαθέσιμα για δευτερογενείς αναλύσεις.

Με αυτή τη παραδοχή, οι πλέον τεκμηριωμένες επιδημιολογικές καταγραφές για τη χρήση ουσιών αναφέρονται από το Τμήμα Ναρκωτικών και Εγκλήματος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UNODC 2013). Συνοπτική εικόνα για την κατάσταση που καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο παρουσιάζει το διάγραμμα που ακολουθεί:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναφορικά με την ηλικιακή κατανομή τα ποσοστά επικράτησης κορυφώνονται στην ηλικιακή ομάδα 18-25. Στις επόμενες ηλικιακές ομάδες τα ποσοστά μειώνονται για να φτάσουν σε αμελητέες τιμές για την ηλικιακή ομάδα άνω των 65. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του UNODC(2021) , περίπου 275 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έκαναν χρήση ναρκωτικών το 2019 -αύξηση 22 τοις εκατό από το 2010. Η κάνναβη εξακολουθεί να είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο ναρκωτικό με κατ’ εκτίμηση 200 εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως. Επιπλέον, οι θάνατοι από χρήση οπιοειδών την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 41 τοις εκατό παγκοσμίως.

Για την Ελλάδα για το έτος 2019, όπως και κάθε χρόνο από το 2002, ο πιθανός αριθμός χρηστών υψηλού κινδύνου (high risk drug users – HRDU – στην ορολογία του EMCDDA) έχει υπολογιστεί με την εφαρμογή της διεθνώς προτιμώμενης μεθόδου των πολλαπλών εγγραφών (multiple records ή capture-recapture) στα ετήσια δεδομένα του Δείκτη Αίτησης Θεραπείας. Σε αυτή τη μεθοδολογία η προσαρμογή ενός κατάλληλου στατιστικού μοντέλου στις εγγραφές χρηστών από τρεις πηγές πληροφόρησης (ΚΕΘΕΑ, «18 ΑΝΩ», λοιπό δίκτυο) επιτρέπει την εκτίμηση του μεγέθους του «κρυμμένου πληθυσμού» των χρηστών που δεν παρουσιάστηκαν σε καμία θεραπευτική υπηρεσία κατά τη διάρκεια του έτους. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, ο χρήστης υψηλού κινδύνου ορίζεται ως μέλος του πληθυσμού των χρηστών οπιοειδών οι οποίοι ενδέχεται κάποια στιγμή να ζητήσουν τη βοήθεια μιας θεραπευτικής υπηρεσίας για τη χρήση τους. Οι χρήστες που λαμβάνουν υποκατάσταση αποτελούν ξεχωριστό πληθυσμό ο οποίος δεν προσμετράται σε αυτή τη διαδικασία.

 

 

Η πολιτική σε διεθνές επίπεδο

Η πρώτη προσπάθεια για τη χάραξη κοινής πολιτικής για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο, εντοπίζεται στη διάσκεψη της Χάγης το 1912 με τη συμμετοχή και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η διάσκεψη αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά την έναρξη της προσπάθειας διεθνούς συντονισμού για την αντιμετώπιση του προβλήματος, στην κατεύθυνση του ελέγχου της παραγωγής, διάθεσης και πώλησης συγκεκριμένων ουσιών (οποιοειδή και κοκαΐνη).

Ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες η πρώτη νομοθετική πράξη στη συγκεκριμένη κατεύθυνση καταγράφεται με τη θέσπιση του νόμου του Harrison (Harrison Act, 1914), ο οποίος κινούνταν στο πνεύμα των διατάξεων της Χάγης. Μεταξύ 1912 και 1961 ακόμα οκτώ διεθνείς συμφωνίες υπογράφηκαν, με κοινό σημείο την επέκταση του αριθμού των ουσιών οι οποίες τίθενται πλέον «υπό έλεγχο» καθώς και τη δημιουργία συστημάτων ελέγχου της «συμμόρφωσης» των χωρών προς τις συμφωνηθείσες πολιτικές. Η συνεδρίαση του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών το 1961 για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών σε παγκόσμια κλίμακα είχε στόχο την επικαιροποίηση και την προσαρμογή των προηγούμενων εννέα συμφωνιών στα σύγχρονα δεδομένα.

Οι διατάξεις που συμφωνήθηκαν σε αυτή τη σύσκεψη αποτέλεσαν και τη βάση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής για τα ναρκωτικά. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν 12 ευρωπαϊκές χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα). Με την αποδοχή και την υπογραφή της συνθήκης τα κράτη συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν την κατάχρηση ουσιών και την παράνομη διακίνησή τους στο πλαίσιο των εθνικών νομοθεσιών τους. Η συνθήκη επέτρεπε σε κάθε κράτος να αναπτύξει το δικό του Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, το οποίο θα λάμβανε υπόψη τόσο το νομοθετικό πλαίσιο της κάθε χώρας όσο και τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές ιδιαιτερότητές της. Η διατύπωση άφηνε στις εθνικές κυβερνήσεις εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο για διαφορετικές ερμηνείες του όρου «παράνομη διακίνηση». Αντίθετα, οι ορισμοί για τη χρήση και τη κατάχρηση ουσιών ήταν πιο ευρείς σε ερμηνείες, καθώς υποχρέωναν τα κράτη να «λάβουν μορφές δράσης» για την καταπολέμηση της χρήσης ναρκωτικών. Με τον τρόπο αυτό η συμφωνία παρείχε στα κράτη τη δυνατότητα για άσκηση πολιτικής προσαρμοσμένης στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, πάντα βέβαια, σε ακολουθία με τις γενικές αρχές της συμφωνίας. Επίσης, στη συνθήκη αυτή προστέθηκε στον κατάλογο των «υπό έλεγχο ουσιών» και η κάνναβη.

Η δεκαετία του 1970 σήμανε την αρχή μιας νέας προσέγγισης στη πολιτική για τα ναρκωτικά. Η συνθήκη του 1971 περιλάμβανε και συνθετικές ναρκωτικές ουσίες (π.χ. βαρβιτουρικά), οι οποίες δεν είχαν συμπεριληφθεί στους προηγούμενους καταλόγους των ουσιών που υπόκεινται σε έλεγχο.

Η Ευρώπη προχώρησε σε σχέδια συντονισμένης δράσης για τη μείωση της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας ως μέτρο αποθάρρυνσης της χρήσης ουσιών. Το 1972 υπογράφηκε πρωτόκολλο συνεργασίας το οποίο είχε στόχο την επέκταση και επικαιροποίηση των διατάξεων του 1961 με την οδηγία προς τις χώρες που συμμετείχαν στην υπογραφή του να «λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών και για την έγκαιρη αναγνώριση, θεραπεία, εκπαίδευση, μετά-φροντίδα, επανένταξη και κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα». Το σημαντικό σημείο σε αυτή τη συνθήκη είναι η εισαγωγή με τον πλέον οργανωμένο τρόπο (σε επίπεδο κεντρικών επιλογών πολιτικού σχεδιασμού) της θεραπευτικής αντιμετώπισης του προβλήματος της εξάρτησης.

Τέλος, η διάσκεψη του 1988, προέβλεπε μέτρα ποινικής αντιμετώπισης για συμπεριφορές οι οποίες μέχρι τη συγκεκριμένη αυτή χρονική περίοδο δεν θεωρούνταν παραβατικές, όπως χρήση και κατοχή ακόμα και μικρών ποσοτήτων συγκεκριμένων ουσιών. Φαίνεται σε αυτή την περίοδο ο μετασχηματισμός της αντιμετώπισης του κοινωνικού προβλήματος προς την κατεύθυνση της εντονότερης ποινικοποίησης. Εκείνη την περίοδο έγινε εμφανές ότι η ανάπτυξη νέων αγορών, νέων πληθυσμών χρηστών και νέων προτύπων χρήσης, απαιτούσαν ένα υψηλό επίπεδο συντονισμού για την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ναρκωτικά.

Η συμφωνία για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1993) παρείχε πλέον τη δυνατότητα για μια πλήρη προσέγγιση μιας κοινής δράσης για τα ναρκωτικά, η οποία και κατέληξε στο σχέδιο δράσης του 1995-1999. Οι δύο κύριοι άξονες οι οποίοι τέθηκαν σε αυτή την πρώτη προσπάθεια κοινής δράσης ήταν πρώτον μέσω επιτροπών της Ένωσης με αυξημένες αρμοδιότητες και διακρατική αντιπροσώπευση και δεύτερον με τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών. Ο πρώτος άξονας αφορούσε θέματα όπως η δημόσια υγεία και ο περιορισμός των πρόδρομων ουσιών και ο δεύτερος θέματα πολιτικής, ασφάλειας και νομοθετικού πλαισίου. Για την ενίσχυση του στόχου αυτού θεωρήθηκε απαραίτητη η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κέντρου πληροφόρησης παρακολούθησης και σχεδιασμού. Δημιουργήθηκε έτσι το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (EMCDDA) το οποίο επιχείρησε τόσο να καλύψει τα πληροφοριακά κενά και τα προβλήματα καταγραφής του φαινομένου όσο και να συμβάλει στο πεδίο παράθεσης των διαφορών και πλαισίου συντονισμού σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των κρατών μελών. Μέσω εθνικών σημείων (focal points) σε κάθε κράτος[3], τα οποία είναι υπεύθυνα για την παρακολούθηση, συλλογή, επεξεργασία και αποστολή των στοιχείων που αφορούν το πρόβλημα της χρήσης ουσιών σε κάθε χώρα, επιχειρείται η δημιουργία ενός δικτύου διάχυσης της πληροφορίας. Βασική αποστολή του EMCDDA είναι η ανάλυση και δημοσιοποίηση της πληροφορίας για το πρόβλημα της τοξικοεξάρτησης αλλά και η εδραίωση της συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας μεταξύ των κρατών-μελών. Η δημιουργία του κέντρου συνέπεσε (και συνεπώς ευνοήθηκε) και από μια μεταβολή στον πυρήνα της εφαρμοζόμενης πολιτικής για τα ναρκωτικά, την αντιμετώπισή τους όχι ως ζητήματος ποινικής δικαιοσύνης (όπως φάνηκε και από το πνεύμα των διεθνών συμφωνιών μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80) αλλά ως ζητήματος προστασίας της δημόσιας υγείας. Έτσι, τη συγκεκριμένη περίοδο γίνεται για πρώτη φορά η σύνδεση μεταξύ της χρήσης ουσιών και των επιπτώσεων στη ψυχική και σωματική υγεία των εξαρτημένων μέσα από τη συσχέτιση της χρήσης με την εμφάνιση και εξάπλωση στον πληθυσμό των εξαρτημένων του HIV/AIDS, της φυματίωσης αλλά και της ηπατίτιδας B και C.

Το 1998 η Ειδική διάσκεψη ολομέλειας των Ηνωμένων Εθνών (UN General Assembly Special Session – UNGASS) για τη μελέτη της παγκόσμιας κατάστασης του προβλήματος των ναρκωτικών, επεσήμανε την ανάγκη για αξιολόγηση της εφαρμοσμένης πολιτικής τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο με την εισαγωγή συγκεκριμένων, μετρήσιμων δεικτών επίτευξης στόχων και όρισε ένα δεκαετές πλάνο για την εφαρμογή των προτεινόμενων αρχών πολιτικής. Οι αρχές αυτές τόνιζαν την ανάγκη για επικέντρωση στον έλεγχο της παραγωγής, διανομής και διακίνησης των αμφεταμινών οι οποίες παρουσίαζαν σημαντική αύξηση ως ουσίες χρήσης σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, την ανάγκη για τη δημιουργία πληροφοριακών συστημάτων και αξιόπιστων στοιχείων για την παρακολούθηση του φαινομένου και την επικέντρωση στη διεθνή συνεργασία. Οι αρχές αυτές είχαν σαφώς γενικόλογο χαρακτήρα και χαρακτηρίστηκαν ως μια προσπάθεια αποφυγής ανάληψης της ευθύνης για την υιοθέτηση συγκεκριμένων κατευθυντήριων γραμμών πολιτικής.

Στη νέα χιλιετία η πολιτική για τα ναρκωτικά αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα σε διεθνές επίπεδο. H στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά για την οκταετία 2005 – 2012, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ το Νοέμβριο του 2004, επικεντρώθηκε σε δύο τομείς πολιτικής, τη μείωση της ζήτησης και τη μείωση της προσφοράς, καθώς και σε δύο εγκάρσια θέματα, τη διεθνή συνεργασία και την έρευνα, την πληροφόρηση και την αξιολόγηση (Συμβούλιο της ΕΕ, 2004).

Οι άξονες στους οποίους βασίζονται οι θεματικές της πολιτικής όπως προκύπτει από τη στρατηγική της ΕΕ, περιλαμβάνουν κατά πρώτον τον τομέα της δημόσιας υγείας, όπου τονίζεται ότι η ευρωπαϊκή πολιτική συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για άμβλυνση των βλαβερών συνεπειών των ναρκωτικών για την υγεία. Γίνεται αναφορά στις πρόδρομες χημικές ουσίες, οι οποίες μπορούν να εκτραπούν και να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή παράνομων ναρκωτικών, και προβλέπεται ένα πλαίσιο για τον έλεγχο του εμπορίου προδρόμων ουσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και στη διακίνηση από τρίτες χώρες. Όσον αφορά το ξέπλυμα χρημάτων, η κοινοτική νομοθεσία θεσπίζει σειρά μέτρων και για την πρόληψη του ξεπλύματος των εσόδων από ναρκωτικά. Το τέταρτο σημείο αφορά τη δικαιοσύνη και την εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών, τη συνεργασία μεταξύ αστυνομικών, τελωνειακών και δικαστικών αρχών, η οποία αναγνωρίζεται ως βασικό στοιχείο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών. Έτσι κρίνεται μείζον ζήτημα η έκδοση της απόφασης πλαισίου σχετικά με τη διακίνηση ναρκωτικών και η θέσπιση στοιχειωδών διατάξεων όσον αφορά τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων, καθώς και των ποινών που επιβάλλονται στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών. Τέλος, στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων αναφέρεται ότι η ΕΕ αναλαμβάνει διεθνή δράση με συνδυασμό πολιτικών πρωτοβουλιών, όπως τα σχέδια δράσης και ο διάλογος σχετικά με τα ναρκωτικά με διάφορες περιοχές παγκοσμίως, καθώς και η παροχή βοηθείας μέσω προγραμμάτων ανάπτυξης (Συμβούλιο της ΕΕ, 2004). Η στρατηγική αυτή προβλέπει συνεργασία με διακρατικούς φορείς που μπορούν να συμβάλλουν στη διατύπωση του Σχεδίου Δράσης της Ευρώπης, που επί της ουσίας αποτελείται από τα επιμέρους Εθνικά Σχέδια Δράσης. Η εφαρμογή των σχεδίων αυτών προβλεπόταν να αξιολογηθεί το 2009 και το 2012 και το πλαίσιο τους όφειλε να ορίζεται από κοινά κριτήρια: (1) Οι ενέργειες στο επίπεδο της ΕΕ πρέπει να προσφέρουν σαφή προστιθέμενη αξία και τα αποτελέσματά τους πρέπει να είναι μετρήσιμα, να μπορούν να σταθμισθούν και να είναι ρεαλιστικά. (2) Στα σχέδια δράσης πρέπει να δηλώνεται ρητά το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να υλοποιηθούν οι δράσεις (κατά προτίμηση κατά τη χρονική διάρκεια του σχεδίου δράσης), καθώς και οι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους και για τη σχετική με τις δράσεις έκθεση προόδου. (3) Οι δραστηριότητες πρέπει να συμβάλλουν άμεσα στην επίτευξη ενός τουλάχιστον των στόχων ή προτεραιοτήτων που ορίζονται από τη στρατηγική. (4) Οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικές (cost-effective). (5) Σε κάθε τομέα ο αριθμός παρεμβάσεων ή δραστηριοτήτων πρέπει να είναι περιορισμένος.

Με το πέρας της συγκεκριμένης περιόδου (και μάλλον αρκετά πριν) είχαν ήδη διαμορφωθεί οι άξονες για την ευρωπαϊκή στρατηγική για τα ναρκωτικά 2013-2020 στους ακόλουθους:

  • Την πρόληψη (περιβαλλοντική, καθολική, επιλεκτική και ενδεδειγμένη).
  • Την έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση.
  • Τη μείωση των κινδύνων και τον περιορισμό των βλαβών.
  • Τη θεραπεία, την αποκατάσταση.
  • Την κοινωνική επανένταξη και την απεξάρτηση.

Στους στόχος της Ε.Ε. για το συγκεκριμένο διάστημα ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην μετρήσιμη μείωση της ζήτησης ναρκωτικών, της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και της μείωση των κινδύνων για την υγεία, των κοινωνικών κινδύνων και βλαβών που προκύπτουν εξαιτίας των ναρκωτικών, καθώς και στην ανάδειξη (μέσω της έρευνας) των επιστημονικά τεκμηριωμένων (evidence-based) πολιτικών και δράσεων

Το νέο πρόγραμμα και το σχέδιο δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά για την περίοδο 2021-2025 καθορίζει το πολιτικό πλαίσιο και τις προτεραιότητες δράσης κατά τα επόμενα 5 έτη και περιλαμβάνει σειρά στρατηγικών προτεραιοτήτων για τα ναρκωτικά.

Το πρόγραμμα εστιάζει στα εξής:.

  • σε ενισχυμένα μέτρα ασφάλειας που θα επικεντρώνονται σε όλες τις πτυχές της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, από τις ομάδες οργανωμένου εγκλήματος έως τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων και την παράνομη διανομή και παραγωγή.
  •  Στην ενίσχυση της πρόληψης, συμπεριλαμβανομένης της ευαισθητοποίησης για τις δυσμενείς επιπτώσεις των ναρκωτικών, ιδίως το σημείο τομής μεταξύ της χρήσης ναρκωτικών, της βίας και άλλων μορφών εγκληματικότητας.
  • στην αντιμετώπιση των βλαβών που συνδέονται με τα ναρκωτικά μέσω της πρόσβασης σε θεραπεία, της μείωσης του κινδύνου και των επιβλαβών συνεπειών, καθώς και της ισόρροπης αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών στις φυλακές.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Η εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες δεν θα μπορούσε να εξεταστεί αυτόνομα από την συνολική εξέλιξη της άσκησης κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα και την αντίστοιχη εξέλιξη του κράτους πρόνοιας.

Η Στασινοπούλου (2006) αναφέρει ότι η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα παρουσίασε σημαντικές υστερήσεις. Αυτή η ανάπτυξη με χρονική υστέρηση επηρέασε και την ελληνική πολιτική για τα ναρκωτικά. Για την ελληνική κοινωνία, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα, η παράνομη διακίνηση και κατάχρηση ουσιών δεν αποτελούσε κοινωνικό πρόβλημα έως την δεκαετία του 1980. Ο πρώτος νόμος (1729) «για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης των ναρκωτικών και προστασίας της νεολαίας» οριοθετούσε το νομικό ορισμό των ναρκωτικών ουσιών, θέσπιζε τους βασικούς στόχους της πολιτικής, προσδιόριζε τους βασικούς φορείς για την άσκησή της και καθόριζε το νομοθετικό πλαίσιο ποινών για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών ουσιών. Ο πρώτος οργανισμός (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων-ΚΕΘΕΑ) ιδρύθηκε με το συγκεκριμένο νόμο ως η πρώτη οργανωμένη απάντηση της πολιτείας στο υπό διαμόρφωση κοινωνικό πρόβλημα

Ήδη από τη συγκεκριμένη περίοδο, όπως αναφέρει ο Πουλόπουλος (2009:90), άρχισαν να διαφαίνονται οι δύο τάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος: Καταστολή και απαγόρευση από τη μια πλευρά, αποποινικοποίηση και διαχωρισμός μεταξύ «μαλακών» και «σκληρών» ναρκωτικών ουσιών από την άλλη. Η δεκαετία του 1990 σηματοδοτήθηκε, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, από μετατόπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ναρκωτικά σε προγράμματα και δράσεις μείωσης της βλάβης από τη χρήση ουσιών και όχι τόσο σε προγράμματα θεραπείας απεξάρτησης, Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στους νέους κινδύνους για την υγεία που έφερνε η εξάπλωση του HIV/AIDS, η διεθνής πολιτική για τα ναρκωτικά έθετε στο επίκεντρό και σε προτεραιότητα την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στη σωματική υγεία και των κοινωνικών προβλημάτων των χρηστών ναρκωτικών ουσιών οι οποίοι δεν είχαν διαμορφώσει επιθυμία και αίτημα για διακοπή της χρήσης. Ο αντίκτυπος αυτής της τάσης στην ελληνική πολιτική ήταν η δημιουργία του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και η ίδρυση προγραμμάτων υποκατάστασης με φαρμακευτικές ουσίες. Τα ποσοστά επικράτησης της χρήσης ουσιών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην Ελλάδα παρουσιάζονται ιδιαίτερα αυξημένα. Η αύξηση αυτή συνεχίζεται και στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ, 2000), όπου οι περισσότεροι δείκτες (θάνατοι που αποδίδονται σε ναρκωτικά, δείκτης επικράτησης χρήσης σε νέους, δείκτης αίτησης για θεραπεία) συνηγορούν στην εξάπλωση του φαινομένου στην Ελλάδα.

Από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ελληνική πολιτική αποτέλεσε το πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης για τα ναρκωτικά το 2001, το οποίο ακολούθησε το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.

Η εφαρμογή του ξεκίνησε το 2002 και βασιζόταν στους δύο βασικούς άξονες της ευρωπαϊκής πολιτικής: Μείωση της προσφοράς και μείωση της ζήτησης. Τα επόμενα σχέδια δράσης μέχρι και σήμερα αποτελούν τροποποιήσεις του συγκεκριμένου. Το ισχύον σχέδιο πολιτικής της αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ελλάδα αποτελεί προϊόν δύο διαφορετικών αλλά και αλληλένδετων μορφών κοινωνικής αντίδρασης. Αφενός της κατασταλτικής πολιτικής μέσω επιβολής ποινικών μέτρων και αφετέρου της θεραπευτικής πολιτικής μέσα από ένα δίκτυο θεραπευτικών υπηρεσιών τοπικής και πανελλαδικής εμβέλειας. Η εθνική στρατηγική περιλαμβάνει στόχους οι οποίοι σχετίζονται με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δράσεων στη μείωση της ζήτησης, με αύξηση της προσβασιμότητας στις θεραπευτικές υπηρεσίες και με βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών που περιλαμβάνει ισόρροπη ανάπτυξη προγραμμάτων. Από την άλλη μεριά το εθνικό σχέδιο δράσης εξειδικεύει τους στόχους της στρατηγικής αυτής με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα. Οι βασικοί άξονες του εθνικού σχεδίου Δράσης είναι πέντε: ο συντονισμός, η μείωση της ζήτησης, η μείωση της προσφοράς, η διεθνής συνεργασία, και η εκπαίδευση, η έρευνα και η αξιολόγηση. Παρόλο που το εθνικό σχέδιο δράσης είχε εξαγγελθεί το 2006, το 2007 το Υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε νέο τετραετές Εθνικό Σχέδιο Δράσης, εστιάζοντας κυρίως σε ζητήματα που αφορούν τον τομέα της μείωσης της ζήτησης, όπου προτείνονται οργανωτικές αλλαγές στο χάρτη υπηρεσιών απεξάρτησης και πρόληψης και μια στροφή σε περισσότερο ολιστική αντίληψη της οργάνωσης των υπηρεσιών που στοχεύει στην εξασφάλιση του συνεχούς της φροντίδας (ΥΥΚΑ, 2007). Το επόμενο έτος, και ενώ στην ουσία δεν είχε ξεκινήσει η εφαρμογή του προηγούμενου σχεδίου, εκπονήθηκε νέο σχέδιο δράσης το οποίο θα κάλυπτε την τετραετία 2008-2012. Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις κατέστησαν και το συγκεκριμένο σχέδιο ουσιαστικά ανενεργό.

Το 2010 (ΕΚΤΕΠΝ, 2011) δημιουργήθηκε από τον τότε πρωθυπουργό, η Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού για τα Ναρκωτικά, η οποία προέβλεπε δημιουργία θέσης Εθνικού Συντονιστή και τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Κύριο έργο της επιτροπής ήταν η κατάρτιση ενός μεσοπρόθεσμου (για την διετία 2011-2012) σχεδίου δράσης για τα ναρκωτικά, υπό το πρίσμα της δημοσιονομικής δυσχέρειας και με βασικό άξονα τον εξορθολογισμό των δαπανών. Μια επιπλέον σημαντική παράμετρος που βάρυνε στην κατάρτιση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δράσης ήταν και η ανακοπή της πτωτικής πορείας επικράτησης του ιού HIV από το δεύτερο μισό του 2010, η οποία επέβαλε την θέσπιση πολιτικών ανάσχεσης. Και πάλι οι βασικοί άξονες είναι η μείωση της προσφοράς και η μείωση της ζήτησης. H περίοδος της οικονομικής κρίσης και το καθεστώς ασφυκτικής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς θεσμούς, επέφερε σημαντικές περικοπές στον προϋπολογισμό προς την υγεία γενικότερα και στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων ειδικότερα. Οι δύο μεγαλύτεροι οργανισμοί (ΟΚΑΝΑ και ΚΕΘΕΑ ) υπέστησαν σημαντικές μειώσεις της κρατικής επιχορήγησης ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Το 2011 αποτελεί σημαντικό έτος για τον τομέα της πρόληψης αναφορικά με την ποιοτική αναβάθμιση των συγκεκριμένων υπηρεσιών, καθώς σύμφωνα με τροπολογία που συμπεριλήφθηκε στο νόμο 3966/2011, προβλέπεται η μετονομασία των Κέντρων Πρόληψης σε Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας, τα οποία επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στην πρόληψη όλων των εξαρτήσεων με στόχο την περαιτέρω ισχυροποίηση της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας. Η διετία 2011-12 χαρακτηρίζεται από την επέκταση των προγραμμάτων υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ με τη λειτουργία 26 νέων μονάδων οι οποίες είχαν τη βάση τους σε νοσοκομειακές δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η συγκεκριμένη ενέργεια εντασσόταν στην αντιμετώπιση της επιδημιολογικής έξαρσης του HIV/AIDS και είχε ως βασικό στόχο τη μείωση ή/και την εξάλειψη της λίστας αναμονής, η οποία αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο πρόσβασης στις υπηρεσίες υποκατάστασης.

Το επόμενο έτος αποτελεί σημαντικό ορόσημο στη νομοθετική αντιμετώπιση των εξαρτήσεων. Ο νόμος 4139/13 αποτελεί σημαντική τομή στην εξέλιξη της νομοθετικής αντιμετώπισης του προβλήματος της εξάρτησης. Οι ρυθμίσεις του αναθεωρούν την ποινική αντιμετώπιση των εξαρτημένων και ορίζουν πολιτικές συντονισμού. Αναφορικά με την ποινική αντιμετώπιση προβλέπονται:

  • Η πλήρης αποποινικοποίηση της κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών που προορίζονται για προσωπική χρήση. Η καλλιέργεια της κάνναβης για προσωπική χρήση υποβιβάζεται σε πταίσμα.
  • Η πλημμεληματικού χαρακτήρα αντιμετώπιση της διακίνησης μικροποσότητας, καθώς και της προμήθειας ουσίας για οικείο πρόσωπο.
  • Αναγνώριση της ιδιότητας του εξαρτημένου ως νομικό επιχείρημα για μείωση ή αναστολή ποινής
  • Η ποινική αντιμετώπιση της εμπορίας και μεγαλεμπορίας ναρκωτικών ουσιών με καθορισμό ποσοτήτων και ύψους χρηματικών κερδών από την εμπορία

Με τον ίδιο νόμο καθορίζεται ότι η Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών θα σχεδιάσει και θα εκπονήσει την εθνική στρατηγική για τα ναρκωτικά. Η επιτροπή κατέληξε δύο χρόνια αργότερα σε προσχέδιο, το οποίο όμως δεν μετασχηματίστηκε σε συγκεκριμένο οριστικό κείμενο. Η ίδια νομοθετική ρύθμιση (4139/13) τη νομμοποίηση της χρήσης κάνναβης για ιατρική χρήση καθώς και για χρήση στην βιομηχανική παραγωγή. Μια σειρά νομοθετημάτων και υπουργικών αποφάσεων κατά τη διετία 2106-2018 ορίζουν το πλαίσιο προδιαγραφών για το σύνολο της διαδικασίας παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων κάνναβης για βιομηχανική χρήση. Για την χρήση της κάνναβης για λόγους υγείας, το πλαίσιο οριστικοποιήθηκε το 2017, όταν με Κοινή Υπουργική απόφαση όταν στον πίνακα ναρκωτικών ουσιών η κάνναβη μετατράπηκε από παράνομη ουσία σε ουσία η οποία υπόκειται στο καθεστώς ειδικού συνταγολογίου. Η νομιμοποίηση των φαρμακευτικών σκευασμάτων κάνναβης νομοθετήθηκε το 2018. Τέλος, στο άρθρο 51 του ίδιου νόμου, καθορίζονται οι αναγνωρισμένοι φορείς στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος.

Το επόμενο έτος (2019) αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό σημείο στην εξέλιξη των νομοθετικών ρυθμίσεων για τα ναρκωτικά σε δύο κυρίως σημεία: α. Με κοινή υπουργική απόφαση καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας των Χώρων Εποπτευόμενης Χρήσης (ΧΕΧ), με κύρια στόχευση τη μείωση βλάβης από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλά και τη σύνδεση των συγκεκριμένων χώρων σε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο υπηρεσιών θεραπείας και κοινωνικής ένταξης. Β. Στην ίδια υπουργική απόφαση περιλαμβάνεται το πλαίσιο αρχών και προδιαγραφών για την ίδρυση θεραπευτικών μονάδων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πέραν των ήδη αναγνωρισμένων με το άρθρο 51, του νόμου 4139/13. Γ. Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου(25/9/2019) μεταβάλλεται το νομοθετικό πλαίσιο που καθόριζε τη λειτουργία του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) αναφορικά με το Διοικητικό του Συμβούλιο και άλλα συλλογικά όργανα.

Την τελευταία περίοδο, η οποία χαρακτηρίστηκε από συνθήκες πανδημίας, σημαντική εξέλιξη αποτελεί η σύσταση Εθνικής Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών. Επίσης, η Εθνική Στρατηγική για τα Ναρκωτικά και τις Ψυχότροπες Ουσίες 2021-26, καθώς και το πρώτο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά και τις Ψυχότροπες Ουσίες 2021-23 ολοκληρώθηκαν και υποβλήθηκαν στον υπουργό Υγείας και τελικά στον πρωθυπουργό. Η έγκριση της Εθνικής Στρατηγικής και του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, 2021-26 και 2021-23 αντίστοιχα, αποτελεί αυτή την περίοδο, το σημαντικότερο ζήτημα σε σχέση με τις ουσιοεξαρτήσεις στην Ελλάδα.

 

Καταληκτικά

Η πολιτική για την αντιμετώπιση των παράνομων εξαρτησιογόνων ουσιών καθορίζεται διαχρονικά από το δίπολο πρόληψη/θεραπεία και καταστολή. Η επιλογή της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης εξαρτάται απόλυτα από την ιστορική συγκυρία, τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις οικονομικό-πολιτικές συνθήκες. Στο επίπεδο της ποινικής αντιμετώπισης διαπιστώθηκε περιοδικότητα στην εντατικοποίηση ή άμβλυνση της ποινικοποίησης του φαινομένου, ανάλογα με τις κυρίαρχες απόψεις αλλά και τις οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες που επηρέαζαν το σχεδιασμό και την άσκηση πολιτικής σε κάθε χώρα.

Στο επίπεδο της θεραπευτικής αντιμετώπισης δύο βασικά σημεία αναδεικνύονται: Αρχικά, το βασικό κριτήριο διάκρισης των θεραπευτικών προσεγγίσεων το οποίο είναι η χορήγηση ή μη υποκατάστατων ουσιών στη διαδικασία της απεξάρτησης. Έρευνες αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας κάθε θεραπευτικής μεθόδου συναντώνται αρκετές στη βιβλιογραφία. Η ίδια η έννοια της αποτελεσματικότητας στη θεραπεία της απεξάρτησης μπορεί να έχει ένα μεγάλο εύρος εκφάνσεων: Από μικρές βελτιώσεις στη δύσκολη καθημερινότητα του εξαρτημένου έως την πλήρη αποχή από τη χρήση ουσιών και τη παραβατικότητα. Δεν αποτελεί ορθή επιλογή η ανάδειξη μιας θεραπευτικής προσέγγισης ως ιδανικής. Και αυτό γιατί η συνθετότητα και η πολύ-παραγοντικότητα του φαινομένου της εξάρτησης δημιουργούν διαφορετικές θεραπευτικές ανάγκες που καλύπτονται από διαφορετικές προσεγγίσεις.

 

[1] Με άλλα λόγια αν θεωρείται η διάδοση των ναρκωτικών σε κάθε χώρα κοινωνικό πρόβλημα και αν αντιμετωπίζεται ως τέτοιο.

[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο

[3] Για την Ελλάδα, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΚΤΕΠΝ, (2021) Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ για την Κατάσταση των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα. Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).

ΕΚΤΕΠΝ, (2011) Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ για την Κατάσταση των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα. Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).

ΕΚΤΕΠΝ, (2000) Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ για την Κατάσταση των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα. Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).

Λαμπροπούλου, Ε., (2002) Η αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρώπη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Πουλόπουλος, Χ., (2009) Εξαρτήσεις :Οι θεραπευτικές κοινότητες. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Στασινοπούλου, Ό., (2006) Κοινωνική πολιτική: βασικές έννοιες, ιστορική εξέλιξη, φορείς και πρότυπα. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο, πανεπιστημιακές σημειώσεις

Τερζίδου, Μ., (2020) Ιστορική αναδρομή της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά στην Ελλάδα, Αθήνα: ΕΚΤΕΠΝ

Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, (2007) Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά 2007-2011. Εθνικό Τυπογραφείο: Αθήνα

EMCDDA, (2004) EU Drugs Strategy (2005-2012). Lisbon: European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction.

EMCDDA, (2021) Annual report: the state of the drugs problem in Europe. Lisbon: European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction.

United Nations office on Drugs and Crime, (2020) World Drug Report 2019, 2016. New York: United Nations Publications.

United Nations Programme on HIV/AIDS, (2010) Global report: UNAIDS report on the global AIDS epidemic 2010. Geneva: UN Publications.

 

Print Friendly, PDF & Email