Μητρότητα και εξάρτηση από παράνομες ψυχοτροπες ουσίες

Δήμητρα Παναγιώτου (1) & Χαράλαμπος Πουλόπουλος ID (2)

(1) Κλινική Κοινωνική Λειτουργός, Msc, στοιχεία επικοινωνίας: d.emi.23@hotmail.com

(2) Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στοιχεία επικοινωνίας: chpoulo@sw.duth.gr

DOI: https://doi.org/10.57160/ALVN4883

 

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη έχει ως κεντρικό θέμα την εμπειρία της μητρότητας μέσα από τις αφηγήσεις γυναικών που παρακολουθούν προγράμματα απεξάρτησης. Βασικό στόχο της παρούσας έρευνας συνιστά η αποτύπωση της νοηματοδότησης της γονεϊκότητας και η σχέση με το παιδί τους κατά τη φάση της εξάρτησης, της θεραπείας και της επανένταξης. Προσεγγίζεται το βίωμα των γυναικών από την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης την περίοδο που ήταν ενεργές χρήστριες, έως και σήμερα που είναι σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Παράλληλα, μέσα από την εμπειρία της μητρότητας αναδεικνύονται οι δυσκολίες που βίωσαν οι γυναίκες από το εγγύτερο περιβάλλον τους, αλλά και από την ευρύτερη κοινωνία.

Για τη μελέτη των παραπάνω αξιοποιήθηκε η ποιοτική μεθοδολογία, καθώς επίσης η επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων, η οποία έγινε σύμφωνα με την ανάλυση περιεχομένου. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 17 εις βάθος συνεντεύξεις σε 12 μητέρες ενταγμένες σε θεραπευτικά προγράμματα και σε 5 γυναίκες, επαγγελματίες κοινωνικής φροντίδας από το «Δίκτυο Υποστήριξης Εξαρτημένης Γυναίκας – Μητέρας και των Παιδιών της». Στην εν λόγω έρευνα, συμμετείχαν μέλη από τους φορείς ΨΝΑ-18 ΑΝΩ, ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ και το Γενικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρα.

Τα ερευνητικά δεδομένα των συνεντεύξεων με γυναίκες που βιώσαν τη μητρότητα, ενώ ήταν χρήστριες ναρκωτικών ουσιών σε συνδυασμό με την επικαιροποίηση των απαντήσεών τους μέσω της ομάδας των επαγγελματιών, υποδεικνύουν ότι ίσως η μητρότητα να αποτελεί το «κλειδί» για την αποτοξίνωση ή/και για την απεξάρτηση των γυναικών σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις από εξειδικευμένους φορείς, που θα σταθούν αρωγοί στη μέλλουσα μητέρα από την ημέρα της συνειδητοποίησης της κύησης μέχρι τα πρώτα έτη του παιδιού, παρέχοντας συνεχή επικουρική στήριξη και εποπτεία με στόχο την ενδυνάμωση των γυναικών στον γονεϊκό ρόλο και τη διασφάλιση της ευημερίας των παιδιών τους.

 

Λέξεις κλειδιά: γυναικεία τοξικοεξάρτηση, μητρότητα, εγκυμοσύνη, θεραπευτικά προγράμματα

 

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιάσει στην έμφυλη διάσταση της εξάρτησης από παράνομες ψυχότροπες ουσίες, καθώς στο χώρο των εξαρτήσεων κυριαρχεί η εικόνα ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα «κρυμμένο πληθυσμό» χρηστών, δύσκολα προσεγγίσιμο (De Wilde, 2005; United Nations Office on Drugs and Crime, 2014). Επίσης, έχει ενισχυθεί η άποψη ότι οι εξαρτηµένες γυναίκες πρέπει να θεωρούνται ειδικός πληθυσμός, καθώς υφίστανται διπλή διάκριση, αφενός λόγω φύλου και αφετέρου λόγω παρέκκλισης από τις παραδοσιακές νόρμες, εξαιτίας της εξάρτησης. Ο στιγματισμός για τις γυναίκες αυτές επιτείνεται όταν γίνονται μητέρες, καθώς συχνά το κοινωνικό σύνολο τις αποστρέφεται και τις κρίνει αγνοώντας ότι και οι ίδιες μπορεί να υπήρξαν θύματα πρώιμων τραυματικών εμπειριών κατά την παιδική ηλικία και από το οικείο περιβάλλον τους.

 

Αίτια της γυναικείας εξάρτησης

Οι ερμηνείες του φαινομένου της εξάρτησης στο γυναικείο πληθυσμό είναι πολλές και διαφορετικές. Η εξάρτηση των γυναικών έχει θεωρηθεί από ορισμένους ερευνητές ως μια μορφή αντίστασης στην πατριαρχική καταπιεστική κοινωνία και στον κοινωνικά καθορισμένο τρόπο κοινωνικοποίησης τους (Μάτσα, 2013). Αρκετές γυναίκες αισθάνονται ότι τις περιφρονούν και τις απορρίπτουν, ενώ η κλιμάκωση συμπεριφορών που σχετίζονται με τη χρήση, όπως και η συνεχής χρήση ουσιών, έχουν ως αποτέλεσμα να ενταθούν μέσα τους συναισθήματα απαξίωσης και ντροπής (Angel & Angel, 2010).

Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι οι γυναίκες που κάνουν χρήση ουσιών αντιμετωπίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άντρες, ψυχιατρικές διαταραχές (Brady & Ashley, 2005). Οι γυναίκες που κάνουν κατάχρηση ουσιών έχουν την τάση να κάνουν συχνά απόπειρες αυτοκτονίας και παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης σε σύγκριση με τους άντρες που κάνουν κατάχρηση ουσιών και κυρίως εμφανίζουν παρεκκλίνουσες και αντικοινωνικές συμπεριφορές (Σταυρόπουλος, 2009; Tuchman, 2010). Η μελαγχολική διάθεση, το αίσθημα απελπισίας και η απουσία ενδιαφέροντος για τη ζωή είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά των γυναικών που κάνουν κατάχρηση ουσιών και αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν. Η τάση αυτή πιθανόν να ερμηνεύεται από το γεγονός ότι βιώνουν περισσότερες τραυματικές εμπειρίες και κατ’ επέκταση ακολουθούν τραυματικές διαδρομές στη ζωή τους (Pelissier & Jones, 2005; Σταυρόπουλος, 2009). Επιπροσθέτως, οι γυναίκες που κάνουν χρήση ουσιών, συνήθως διαγιγνώσκονται με διαταραχή μετατραυματικού στρες, ενώ συχνά αναφέρουν σεξουαλική κακοποίηση (η αιμομιξία και ο βιασμός είναι κοινά μεταξύ των αναφερόμενων γεγονότων), καθώς και σωματική κακοποίηση (Uhler & Parker, 2002). Συχνά στις αφηγήσεις αυτών των γυναικών αναφέρονται περιστατικά σεξουαλικής ή και σωματικής βίας, με αποτέλεσμα η κατάχρηση ουσιών να αποτελεί το μέσο μιας δυσπροσάρμοστης αυτοδιαχείρισης του τραύματος και μία μορφή αυτοθεραπείας από τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (Kilpatric et al., 1997).

Σε αρκετές από τις βιβλιογραφικές αναφορές, οι οικογένειες εξαρτημένων γυναικών ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοντέλο συμπεριφοράς. Στο μοντέλο αυτό, οι εξαρτημένες γυναίκες φαίνεται να είναι σε συνεχή εμφανή ανταγωνιστική σχέση με τις μητέρες τους, τις οποίες χαρακτηρίζουν ως υπερπροστατευτικές και αυταρχικές. Οι πατεράδες αναφέρονται ως ανεπαρκείς, ανεκτικοί απέναντι στην κατάχρηση ουσιών από το παιδί τους, σεξουαλικά επιθετικοί και συχνά οι ίδιοι ως χρήστες αλκοόλ. Επίσης, συχνά αναφέρονται και περιστατικά  αιμομιξίας (Stanton & Todd, 2009). Συχνά επίσης εμφανίζεται μία παθολογική εκδοχή της αγάπης, που δημιουργεί «σκλαβιά». Οι εξαρτημένες γυναίκες συνήθως βιώνουν τη σχέση με τη μητέρα τους χωρίς τις απαραίτητες συμβολικές διαμεσολαβήσεις, παραλείποντας κάθε αναφορά σε ένα τρίτο πρόσωπο, εν προκειμένω τον πατέρα. Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά μετατρέπει τη σκλαβιά από τη μητέρα, σε σκλαβιά από την ουσία, αφήνοντας το αληθινό πρόβλημα αναλλοίωτο: την απουσία εισόδου του ατόμου στην επιθυμία (Recalcati, 2017).

Οι γυναίκες που κάνουν κατάχρηση ουσιών είναι συχνά μεγαλωμένες σε περιβάλλοντα που δεν ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση τους, νιώθουν τεράστια δυσκολία να εκφράσουν τη γνώμη τους και τα συναισθήματά τους και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. Η ένταξη στη χρήση γίνεται συχνά από τον σύντροφό τους, από τον οποίο συνήθως υφίστανται κακοποιητικές συμπεριφορές. Παράλληλα, συγκριτικά με τους άνδρες που κάνουν κατάχρηση ουσιών, βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ενοχής, ντροπής, κατάθλιψης και άγχους (Reed, 1985; Uhler & Parker, 2002). Η χρήση ουσιών στις γυναίκες συνδέεται με ένα κακοποιητικό περιβάλλον, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι συντροφικές σχέσεις. Οι γυναίκες συχνά ωθούνται στην υποτροπή, όταν είναι αποδέκτες βίαιων συμπεριφορών ή όταν ζουν σε συγκρουσιακό περιβάλλον (Tuchman, 2010). Επιπλέον, ο σύντροφος συχνά όχι μόνο αποθαρρύνει τη γυναίκα από την ένταξη σε θεραπεία, αλλά μπορεί επίσης να την απειλήσει με βία ή/και να εγκαταλείψει τη σχέση, όταν η γυναίκα επιδιώξει θεραπεία (Brady & Ashley, 2005). Εξαιτίας της χρήσης, της μειωμένης αυτοεκτίμησης και του τρόπου σκέψης που οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν αναπτύξει,  καθίστανται ακόμη πιο ευάλωτες στην αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων και στην αναζήτηση βοήθειας ή στην απομάκρυνση από το δυσμενές περιβάλλον (Briggs & Pepperell, 2009; Pasquali & Simonelli, 2015; Σταυρόπουλος, 2009).

 

 

Μητρική φροντίδα και κατάχρηση ουσιών

Οι μητέρες που κάνουν κατάχρηση ουσιών, έρχονται αντιμέτωπες με μια διπλή διάκριση, τόσο ως προς το φύλο τους όσο και ως προς τις προσδοκίες για το ρόλο της μητέρας εν γένει. Ο κοινωνικός στιγματισμός τις ακολουθεί, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται ως μη ικανές να αναλάβουν το μητρικό ρόλο, καθώς καταπατούν και ακυρώνουν τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα περί μητρότητας και διαψεύδουν τις κοινωνικές προσδοκίες για τα χαρακτηριστικά του ρόλου της εξιδανικευμένης μητέρας, η οποία θα πρέπει να έχει αστείρευτη υπομονή και χρόνο για το παιδί της ή ακόμη και να είναι έτοιμη να αυτοθυσιαστεί, προκειμένου να αφοσιωθεί στη μητρική της ιδιότητα.

Η εγκυμοσύνη είναι συχνά απρογραμμάτιστη, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να καταφεύγουν συχνά στην άμβλωση. Ωστόσο, συχνά αντιλαμβάνονται αργά την εγκυμοσύνη, είτε λόγω της αμηνόρροιας, που μπορεί να προέρχεται και από την κατάχρηση ουσιών, είτε λόγω της ψευδούς πεποίθησης ότι εξαιτίας της χρήσης δεν μπορούν να κυοφορήσουν, είτε λόγω της παραμέλησης και της έκθεσης του σώματός τους σε σεξουαλικές επαφές χωρίς προφυλάξεις.

Ωστόσο, υπάρχει μία μερίδα γυναικών που επιθυμούν να γίνουν μητέρες. Στις περιπτώσεις αυτές, η ανακοίνωση ή η συνειδητοποίηση της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για μία προσπάθεια αποτοξίνωσης ή/και απεξάρτησης και για αλλαγή του συνολικού τρόπου ζωής. Η μητρότητα αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία από πολλές γυναίκες, καθώς έχουν ένα σοβαρό κίνητρο, δηλαδή το βρέφος και την ευκαιρία να βιώσουν μία στενή σχέση αγάπης και δέσμευσης. Έτσι, μπορεί να νοηματοδοτούν το γεγονός αυτό ως σημάδι για αλλαγή (Klee, 2002). Συχνά, και μόνο στην ιδέα ότι θα υπάρξει επιτέλους ένας άνθρωπος που θα τις αγαπάει ό,τι και εάν συμβεί, δημιουργείται στις μέλλουσες μητέρες μία βαθιά ικανοποίηση και αποκτούν την αίσθηση ότι θα συντελεστεί μια επανόρθωση (Stern & Bruschweiler – Stern, 2018). Κάποιες φορές κίνητρο μπορεί να αποτελεί η επιθυμία να γίνουν καλοί γονείς ή ακόμη και ο φόβος απομάκρυνσης του παιδιού από τις κρατικές υπηρεσίες (Cleveland et al, 2016; Silva et al., 2014).

Η απουσία υποστηρικτικού δικτύου ή/και η έλλειψη κρατικής μέριμνας για τη στήριξη των γυναικών αυτών, τις φέρνει συχνά αντιμέτωπες μετά τη γέννηση του παιδιού με τη συνειδητοποίηση των απαιτήσεων της μητρότητας. Η μητρότητα, ορισμένες φόρες βιώνεται ως απειλή και συνοδεύεται από άγχος το οποίο δεν μπορούν να διαχειριστούν, νιώθοντας απροετοίμαστες να αντεπεξέλθουν σε αυτό το νέο ρόλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά βιώνουν το δίλημμα «παιδί ή ουσία», το οποίο χαρακτηρίζει την αμφιθυμική τους στάση απέναντι στο βρέφος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν είναι νηφάλια η μητέρα να είναι φροντιστική απέναντι στο παιδί, να του προσφέρει αγάπη και να καλύπτει τις ανάγκες του. Ωστόσο, την επόμενη στιγμή υπό την επήρεια των ναρκωτικών, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική. Αυτή η χαοτική και ασυνεπής γονεϊκή συμπεριφορά, μία συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από στιγμές τραυματικής απουσίας και στιγμές έντονης παρουσίας, προκαλεί στο παιδί ανικανότητα να προβλέψει τη συμπεριφορά της μητέρας και έντονο άγχος και δημιουργεί έναν αγχώδη-αμφιθυμικό δεσμό (Μισουρίδου, 2004). Παράλληλα, ορισμένες φόρες οι μητέρες που κάνουν κατάχρηση ουσιών, αδυνατούν να προσφέρουν επαρκή στέγη, φροντίδα και οικονομική σταθερότητα και ως εκ τούτου, το βρέφος βρίσκεται αντιμέτωπο με υψηλό κίνδυνο παραμέλησης. Έτσι, συχνά οι γυναίκες αδυνατώντας να διαχειριστούν τις ενοχές τους, εγκαταλείπουν τα βρέφη και βυθίζονται στην απραξία. Αναμφίβολα, αυτή η κατάσταση οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο. Η ψυχική ισορροπία της εξαρτημένης μητέρας διαταράσσεται, τόσο από τον φόβο της απώλειας της επιμέλειας των παιδιών σε συνάρτηση με το στιγματισμό, όσο και από την ενοχή που επιφέρει η εξάρτηση. Συνεπώς, η απόφαση για αναζήτηση θεραπείας καθίσταται δύσκολη (Brady & Ashley, 2005; Greenfield et al., 2007).

Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες που έχουν ήδη αποτοξινωθεί ή είναι στο στάδιο της θεραπείας εκλαμβάνουν θετικότερα την είδηση της εγκυμοσύνης, καθώς αισθάνονται ικανότερες για την έναρξη μιας σταθερής σχέσης (Silva et al., 2014). Αυτό το γεγονός θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι εξαρτημένες μητέρες που εισάγονται για θεραπεία πληρούν ως ένα βαθμό τις βασικές προϋποθέσεις για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά ως γονείς, καθώς έχουν μία στοιχειώδη σύνδεση με το βρέφος, την επιθυμία να το μεγαλώσουν και την επίγνωση ότι για να καταστεί αυτό εφικτό, χρειάζονται βοήθεια.

 

Η μεθοδολογία της έρευνας

Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνηθεί η νοηματοδότηση της μητρότητας κατά τη φάση της εξάρτησης, της θεραπείας και της επανένταξης, τόσο από τις ίδιες τις μητέρες, όσο και από γυναίκες, επαγγελματίες κοινωνικής φροντίδας του «Δικτύου Υποστήριξης Εξαρτημένης Γυναίκας-Μητέρας και των Παιδιών της». Μέσα από τις αφηγήσεις των συμμετεχουσών επιχειρείται η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι μητέρες υπό τη θεραπεία απεξάρτησης περιγράφουν την εμπειρία της μητρότητας, δηλαδή με ποιο τρόπο την ορίζουν, πώς βίωσαν την περίοδο της μετάβασης στη μητρότητα από την περίοδο της εγκυμοσύνης, ποιες ήταν οι αλλαγές στο σώμα τους και πώς η μητρότητα συνδέεται με τη θεραπευτική διαδικασία.

Η ερευνητική μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν η ποιοτική. Πραγματοποιήθηκαν 17 εις βάθος συνεντεύξεις (in-depth interviews), εκ των οποίων, έξι (6) συνεντεύξεις έγιναν με μητέρες που παρακολουθούν στεγνό πρόγραμμα, έξι (6) με μητέρες που είναι σε πρόγραμμα υποκατάστασης και πέντε (5) με γυναίκες, επαγγελματίες κοινωνικής φροντίδας από το «Δίκτυο Υποστήριξης Εξαρτημένης Γυναίκας-Μητέρας και των Παιδιών της».

Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε ένας οδηγός με έξι (6) άξονες οι οποίοι αποτελούσαν το καθοδηγητικό πλαίσιο της συζήτησης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τέθηκαν και ερωτήματα εκτός του σχεδιαγράμματος του οδηγού συνέντευξης. Οι Lofland και Lofland (1995, όπ. αναφ. Robson, 2007) τονίζουν τη σημασία ενός οδηγού συνέντευξης, όταν κάποιος εργάζεται με συνεντεύξεις εις βάθος. Ο οδηγός δεν είναι αυστηρά ένα δομημένο σύνολο ερωτήσεων αλλά η διάταξή τους μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα, ενώ παράλληλα μπορούν να περιληφθούν πρόσθετες ερωτήσεις. Οι ερευνητικοί άξονες που συμπεριλήφθηκαν είναι οι εξής:

Άξονας 1: Ο ορισμός της μητρότητας

Άξονας 2: Το βίωμα της μητρότητας:

2.1 Η περίοδος της εγκυμοσύνης

2.2 Γεγονότα από εκείνη την περίοδο

Άξονας 3: Η εικόνα του σώματος (πριν και μετά την γέννα)

Άξονας 4: Μητρότητα και κίνητρο απεξάρτησης:

4.1 Γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή τους την περίοδο που αποφάσισαν να παρακολουθήσουν το θεραπευτικό πρόγραμμα

4.2 Γεγονότα με το παιδί σε περίοδο χρήσης

Άξονας 5: Διαπροσωπικές Σχέσεις

Άξονες 6: Μελλοντικοί στόχοι

Οι συμμετέχουσες επιλέχθηκαν βάσει της σκόπιμης δειγματοληψίας. Έτσι, οι συμμετέχουσες επιλέχθηκαν όχι με αντικειμενικές και τυχαίες τεχνικές αλλά με βάση την υποκειμενική γνώση της ερευνήτριας για τα χαρακτηριστικά των συμμετεχουσών (Robson, 2007). Η επιλογή των μελών που συμμετείχαν στην έρευνα έγινε με κριτήριο να είναι μητέρες σε θεραπεία τουλάχιστον τρεις μήνες ή στο στάδιο της επανένταξης καθώς και με βάση τη διαθεσιμότητά τους. Οι επαγγελματίες  επιλέχθηκαν με κριτήριο να ανήκουν στο «Δίκτυο Υποστήριξης Εξαρτημένης Γυναίκας-Μητέρας και των Παιδιών της», καθώς αυτή η ομάδα εργαζομένων έχει άμεση επαφή με τις γυναίκες και άρα μπορεί να μεταφέρει μια εικόνα κοντά στην πραγματικότητα. Σημαντικό είναι να διευκρινίσουμε ότι οι επαγγελματίες δεν αποτελούν δείγμα στην παρούσα μελέτη, αλλά λειτουργούν ως μηχανισμός επιβεβαίωσης ή και αναίρεσης των δεδομένων.

Η συνέντευξη κατόπιν γραπτής άδειας των συνεντευξιαζόμενων (μητέρων και επαγγελματιών) ηχογραφήθηκε με κινητό τηλέφωνο. Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στους χώρους των θεραπευτικών προγραμμάτων (18 ΑΝΩ και ΟΚΑΝΑ) και σε χώρους εργασίας των στελεχών των οργανισμών. Εξαίρεση αποτέλεσαν δυο συνεντεύξεις σε μητέρες που πραγματοποιήθηκαν σε προσωπικό τους χώρο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετώπιζαν. Ο χρόνος απασχόλησης των συμμετεχουσών ήταν κατά μέσο όρο 45 λεπτά, ανά συνέντευξη.

Βασικό μέλημα κατά τη διεξαγωγή της έρευνας αποτελεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς και η διασφάλιση της ανωνυμίας των συμμετεχουσών στην εν λόγω έρευνα. Η ταυτότητα των μητέρων παραμένει απόρρητη και για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να δοθεί αριθμός και όχι όνομα στο κάθε άτομο, ανάλογα με τη σειρά που πραγματοποιήθηκαν οι συνεντεύξεις. Οι μητέρες συμβολίζονται με το γράμμα M και το γράμμα Σ ή Υ με κριτήριο αν παρακολουθούν πρόγραμμα στεγνό ή υποκατάστασης και διπλά ακολουθεί ένας αύξων αριθμός. Ίδια λογική ακολουθείται και στις γυναίκες επαγγελματίες κοινωνικής φροντίδας, που συμβολίζονται από το γράμμα Ε.

Ο σχεδιασμός της έρευνας αφορούσε συνεντεύξεις από μέλη φορέων (18 ΑΝΩ, ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ), όπου και ζητήθηκε αρχικά έγκριση για τη διεξαγωγή της μελέτης και υπογράφηκε σχετικό ερευνητικό πρωτόκολλο. Στις δυσκολίες της έρευνας εντάσσονται τα περιοριστικά μέτρα  της πανδημίας του COVID-19 που είχαν ως αποτέλεσμα ο χρόνος διεξαγωγής της να παραταθεί σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Επιπλέον, ένας περιοριστικός παράγοντας αποτελεί το γεγονός ότι οι απόψεις των υποκειμένων καταγράφονται σε δεδομένη στιγμή, που ενδεχομένως επηρεάζεται από τη φάση της θεραπευτικής διαδικασίας, καθώς η συνέντευξη πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος. Μία συνέντευξη σε διαφορετικό χρόνο από τις ίδιες μητέρες πιθανόν να προσέφερε διαφορετικές πληροφορίες.

Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου, ως πλέον κατάλληλης για την ανάλυση των συνεντεύξεων. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε κωδικοποίηση και κατηγοριοποίηση των αποσπασμάτων από το υλικό των εις βάθος συνεντεύξεων, καθώς προσφέρουν μια ενδοσκόπηση στις αναφορές των συμμετεχουσών, σε συνδυασμό με αναφορές από την ερευνητική βιβλιογραφία.

Οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν και το πρώτο στάδιο της ανάλυσης αφορούσε την κωδικοποίηση των απαντήσεων των υποκειμένων. Στη συνέχεια, οι ίδιοι ή με παρόμοιο νόημα κωδικοί αποτέλεσαν τις κατηγορίες που συνδέονται με κάθε ερευνητικό άξονα. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι οι απαντήσεις που αφορούσαν σε μια ερώτηση συνάγονται από το σύνολο της συνέντευξης και όχι από τις απαντήσεις που δίνονταν από τις γυναίκες όταν εκφωνήθηκε η συγκεκριμένη ερώτηση της συνέντευξης. Συγκεκριμένα, συμπεριλήφθηκαν αποσπάσματα με το ίδιο περιεχόμενο, που βρίσκονται όμως σε οποιοδήποτε μέρος της συνέντευξης και προκύπτουν ως αυθόρμητη απάντηση σε κάποιο ερώτημα, με σκοπό να μην παραλειφθεί καμιά πληροφορία που συνδέεται με το ερευνητικό ερώτημα. Στο τελικό στάδιο της ανάλυσης έγινε προσπάθεια εποικοδομητικής συζήτησης και ερμηνείας των δεδομένων καθώς και  η σύνδεσή τους με την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Τέλος, προέκυψαν οι προτάσεις σχετικά με την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας.

 

Παρουσίαση και συζήτηση των ευρημάτων της έρευνας

Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα ευρήματα της έρευνας ανά ερευνητικό άξονα και επιχειρείται η συζήτηση και η ερμηνεία τους, καθώς επίσης και η σύνδεση τους με άλλες έρευνες.

Α) Ορισμός της μητρότητας

Στο πλαίσιο της έρευνας ζητήθηκε από τις μητέρες να ορίσουν την έννοια της μητρότητας μέσα από το βίωμά τους. Οι απαντήσεις που έδωσαν χαρακτηρίζονται από έντονη συναισθηματική φόρτιση αναδεικνύοντας τις θετικές συνέπειες της μητρότητας, αλλά και τις αντίστοιχες ευθύνες. Η συνολική εικόνα του ορισμού θα μπορούσε να συμπτυχθεί στο: «Νομίζω ότι είναι μία γκάμα συναισθημάτων, είναι ένα μεγάλο ουράνιο τόξο, έχει από όλα. Έχει στεναχώρια και αγανάκτηση, έχει κούραση, έχει χαρά όμως, έχει περηφάνια, έχει αγάπη, έχει στοργή. Έχει διάφορα, έχει και καλά όμως.» Μ3Σ, 40 ετών.

Οι απαντήσεις των γυναικών δε φαίνεται να διαφέρουν από τις αναμενόμενες απαντήσεις που θα λαμβάναμε από οποιαδήποτε γυναίκα που βιώνει τη μητρότητα. Μοιράζονται συναισθήματα αγάπης αλλά και αγωνίας για τις ευθύνες του νέου ρόλου τους. Ενώ οι μητέρες επικεντρώνονται στα συναισθήματά τους για τον ορισμό, οι επαγγελματίες στην αντίστοιχη ερώτηση περιγράφουν την εικόνα της εξαρτημένης μητέρας μέσω της επαγγελματικής τους εμπειρίας ως «ταλαιπωρημένη», «ευάλωτη», «χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο». Οι λέξεις που χρησιμοποιούν είναι «πόνος», «κακοποιημένη», «ένα πληγωμένο πλάσμα», «εξαθλίωση», «φοβισμένες γυναίκες ταλαιπωρημένες».

Ίσως οι αντιθετικές απαντήσεις να οφείλονται πέρα από τη διαφορετική ιδιότητα και σε άλλους παράγοντες. Οι συμμετέχουσες μητέρες είναι ήδη σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα και έχουν διανύσει ένα μεγάλο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Συνεπώς, έχουν επεξεργαστεί μεγάλο μέρος των προβλημάτων/ζητημάτων τους και φαίνεται να έχουν αφήσει πίσω τους τη «μνήμη» της εξαρτημένης μητέρας. Αντίθετα, οι επαγγελματίες πιθανόν να απαντούν για την εικόνα της εξαρτημένης γυναίκας, πριν ενταχθεί σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα.

 

Β) Η περίοδος της εγκυμοσύνης

Η περίοδος της εγκυμοσύνης σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας σχετίζεται με θετικά γεγονότα και οι γυναίκες τη βιώνουν ως «ευκαιρία», είτε για να γίνουν μητέρες, είτε για να κάνουν μια «νέα αρχή».

Η αμφιθυμία που νιώθουν ανάμεσα στην ψυχοδραστική ουσία και τη μητρότητα διαφαίνεται σε διάφορα σημεία των αφηγήσεων τους: «…είχα και ένα φόβο για το πλάσμα που θα φέρω στον κόσμο. […]Φοβόμουν, επειδή ήμουνα στη χρήση.» Μ7Υ, 40 ετών.

Στις αφηγήσεις τους κυριαρχούν συναισθήματα, όπως ο φόβος για το παιδί, καθώς και οι τύψεις: «[…]ένιωθα ότι αυτήν τη στιγμή κάνω κακό στο παιδί. Πολλές τύψεις, πολλές ενοχές αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο, έτσι ένιωθα.» Μ6Σ, 29 ετών.

Όπως αναφέρει η Bydlowski (2009), η περίοδος της κύησης είναι μια στιγμή ιδιαίτερης ψυχικής κατάστασης, όπου συχνά αναδεύεται ο φόβος μιας επερχόμενης ψυχικής κατάρρευσης, επαναλαμβάνοντας πρωταρχικές αγωνίες (Bydlowski, 2009; Knott, 2020). Εκτιμάται ότι περίπου το 10–20% των γυναικών συνιστούν έναν πληθυσμό υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σχετικών διαταραχών με συχνότερη την κατάθλιψη (Καραγιάννη, 2015).

«Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και τόσο καλή. Πήγα να πάθω επιλόχειο κατάθλιψη. Έκλαιγα πάρα πολύ. Έκλαιγα με το παραμικρό.[…] Με το παραμικρό τα έβλεπα όλα πολύ μαύρα. Δεν υπήρχε λόγος.» Μ11Υ, 33 ετών.

Η ανάδειξη των τραυματικών γεγονότων αποτελούν ένα μέρος της συνολικότερης δυσμενούς κατάστασης με την οποία έρχονται αντιμέτωπες οι γυναίκες αυτές, καθώς συντρέχουν ταυτόχρονα με τη χρήση και διάφορα κοινωνικά προβλήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις και συννοσηρότητα (Μάτσα, 2013).

«Δεν το ήθελα γιατί ήμουνα στο δρόμο. Να φέρω ένα παιδί στον κόσμο το οποίο… Εδώ δεν μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου, θα μπορούσα να συντηρήσω ένα παιδί;» Μ7Υ, 40 ετών.

Οι γυναίκες λόγω της χρήσης δε βιώνουν την περίοδο της εγκυμοσύνης και συχνά αργούν να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει στο σώμα τους, ελαχιστοποιώντας έτσι τον χρόνο προετοιμασίας τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Αποτέλεσμα είναι να οδηγηθούν σε αύξηση της ανασφάλειας, καθιστώντας την προσαρμογή δυσκολότερη: «[…]ήταν μόλις είχα ξαναρχίσει τη χρήση. Και για αυτό δεν το κατάλαβα, ήταν μόλις είχα ξαναρχίσει την ηρωίνη.» Μ10Υ, 54 ετών.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας και με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, ο σύντροφος επιδρά τόσο στην έναρξη της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών, όσο και στο ρόλο της γυναίκας ως μητέρας. Αναφέρεται συχνά ότι οι εξαρτημένες μητέρες, εάν βρίσκονται σε κακοποιητικές σχέσεις, έχουν περισσότερες πιθανότητες υποτροπής στη χρήση και μεγαλύτερες πιθανότητες για αύξηση του άγχους. Παράλληλα, ένας κακοποιητικός σύντροφος αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση επιλόχειας κατάθλιψης, που σχετίζεται με την ψυχική και σωματική ευημερία της γυναίκας κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και της λοχείας. (Flanagan, et al., 2015). Μια μητέρα αναφέρει: «Γέννησα 8 μηνών γιατί με είχε δείρει την προηγούμενη και έγινε αποκόλληση πλακούντα, κάτι τέτοιο έπαθα και έπρεπε να βγει το μωρό, γιατί δεν ανάπνεε[…]» Μ5Σ, 37 Ετών.

Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, η εγκυμοσύνη αποτελεί μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από διεργασίες και αλλαγές στη σωματική εικόνα, στην αντίληψη του εαυτού, στην καθημερινότητα και στις σχέσεις. Ο ερχομός ενός παιδιού σηματοδοτεί την έναρξη μιας διαφορετικής ζωής, που τίθεται με όρους αμετάκλητους. Συνεπώς, η εγκυμοσύνη βιώνεται ως «κρίση», όπου το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με συναισθήματα άγχους, φόβου και αμφιθυμίας αλλά και ως ευκαιρία για αλλαγή τρόπου ζωής. Η Bibring (1959) εισήγαγε την άποψη ότι η εγκυμοσύνη εμπεριέχει το στοιχείο της κρίσης. Η μετάβαση στη γονική ιδιότητα είναι αντίστοιχη με άλλες εξελικτικές κρίσεις στην πορεία της ανάπτυξης, όπως η εφηβεία και η εμμηνόπαυση (Κατσίκη, 2006). Πρόκειται για κομβικά σημεία της ζωής, όπου το σώμα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Η κρίση καθιστά τα άτομα πιο ευάλωτα, αλλά παράλληλα τα ενδυναμώνει. Μπορεί να λειτουργήσει δημιουργώντας αποδιοργάνωση και δυσλειτουργία, αλλά μπορεί να αποτελέσει και ώθηση για εξέλιξη, ανάπτυξη και διαφοροποίηση. Η διαμόρφωση της μητρικής ταυτότητας δίνει τη δυνατότητα στη γυναίκα να επανεκκινήσει και να επινοήσει από την αρχή τον εαυτό της. Συνεπώς, η μητρότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εποικοδομητική κρίση που παρέχει ένα χρόνο και ένα τόπο για προσωπική αλλαγή (Stern & Bruschweiler – Stern, 2018).

Ένα σημαντικό κομμάτι που δεν αναφέρεται από τις μητέρες αλλά και από τις επαγγελματίες για την περίοδο της εγκυμοσύνης είναι οι συνέπειες στην υγεία των γυναικών. Είναι σημαντικό η γυναίκα να έχει τη δυνατότητα να παραμένει για ένα χρονικό διάστημα στο μαιευτήριο, να της χορηγούνται υποκατάστατα, ώστε να είναι ήρεμη, να λαμβάνει την κατάλληλη φροντίδα και παράλληλα να γίνεται επεξεργασία του κινήτρου της για θεραπεία. Όπως μας ανέφερε η Ε4, 46 ετών, έχει γίνει σχεδιασμός για δημιουργία πρωτοκόλλου με τα αντίστοιχα μαιευτήρια, έτσι ώστε οποιαδήποτε γυναίκα το επιθυμεί να χορηγείται άμεσα για το διάστημα που είναι στο νοσοκομείο και σε αυτό το μεσοδιάστημα να γίνεται κινητοποίηση για θεραπεία.

Γ) Η εικόνα του σώματος

Το σώμα αποτελεί το φυσικό όριο του εαυτού με τον «έξω» κόσμο, την κοινωνία, αλλά και το μέσο της αισθητηριακής αντίληψης. Το σώμα αναδεικνύεται σε βασικό συστατικό της ταυτότητας και της αίσθησης του εαυτού (Κατσίκη, 2006).

Η εγκυμοσύνη συνδέεται με έναν αριθμό βιολογικών και σωματικών αλλαγών που βιώνονται με αμφιθυμία. Η μητρότητα αποτελεί μια εμπειρία του σώματος και του πνεύματος. Οι αλλαγές που συντελούνται στο σώμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είτε τις χαίρονται είτε όχι, υποβοηθούν σε μεγάλο βαθμό την ψυχική προετοιμασία για τη μητρότητα (Stern & Bruschweiler – Stern, 2018). Οι γυναίκες έρχονται σε στενή επαφή με το σώμα τους. Επί εννέα μήνες ζουν με τη συνεχή επίγνωση ενός σώματος που αλλάζει. Η μητρότητα είναι μία εμπειρία διαπροσωπικής επαφής μέσω της οποίας καταρρίπτεται η ατομικότητα, καθώς συνυπάρχουν δυο όντα μαζί (Χουντουμάνη, 1996). Μια κατάσταση ακραίας ενότητας που ακολουθείται από μια κατάσταση ακραίου διαχωρισμού κατά τον τοκετό, όπου «ένα σώμα εγκαταλείπει ένα άλλο» (Knott, 2020:108). Οι περισσότερες περιέγραψαν τις αλλαγές ως κάτι «φυσιολογικό» ή και ως κομμάτι που επανορθώνει την εικόνα της χρήστριας: «…Έβλεπα το σώμα μου στον καθρέφτη και μου άρεσε. Γιατί γέμισε τα κενά. Γιατί από τη χρήση ήμουνα 38 κιλά. Οπότε άρχισα να μοιάζω με φυσιολογικό άνθρωπο.» Μ6Σ, 29 ετών.

Ωστόσο, ορισμένες εξέφρασαν την αγωνία τους να είναι επιθυμητές και τη δυσφορία τους για την αλλαγή της μορφής τους. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί σύμφωνα με τη θεωρία του Winnicott (2002), ο οποίος αναφέρει πως είναι τελείως φυσιολογικό η μητέρα να νιώσει ανταγωνισμό, ακόμα και εχθρότητα, απέναντι στο πλάσμα που έχει προκαλέσει τόσες αλλαγές στο σώμα της και τις οποίες η ίδια δεν μπορεί να ελέγξει.

Η στάση και η αντίληψη των γυναικών για τις αλλαγές που υφίσταται το σώμα τους αντικατοπτρίζει τη γενικότερη αντίληψη της πραγματικότητάς τους. Θα μπορούσαμε να τολμήσουμε να πούμε ότι το σώμα σύμφωνα με τους όρους του Csordas (1999:149) εκδηλώνει ένα «σωματικό τρόπο να είναι κανείς στον κόσμο»:«…αδιαφορούσα για τον εαυτό μου και για το σώμα μου, οπότε ήταν, όπως όλες τις άλλες μέρες. Απλώς ήξερα ότι είχα ένα μωρό, ότι κάτι μεγάλωνε μέσα μου[…] Τίποτε άλλο. Τίποτα άλλο διαφορετικό.» Μ8Υ, 40 ετών.

Επιπλέον, οι μητέρες αυτές έρχονται άμεσα αντιμέτωπες τόσο με τη χρήση όσο και με τις κρατικές υπηρεσίες που δεν τους επιτρέπουν ως ένα σημείο να συνδεθούν με το σώμα τους την περίοδο της κύησης: «Δεν ένιωθα άσχημα ή ωραία, δε νομίζω ότι έδωσα και καθόλου σημασία σε όλο αυτό. Όχι μόνο επειδή ήμουν στη χρήση αλλά μετά άρχισε ένα τεράστιο μαρτύριο με κοινωνικές υπηρεσίες[…]» Μ6Σ, 29 ετών.

Δ) Μητρότητα – Κίνητρο απεξάρτησης

H μητρότητα και κατ’ επέκταση το βρέφος λειτουργούν βοηθητικά ως προς το αίτημα για θεραπεία. Ωστόσο, η απόφαση ένταξης σε πρόγραμμα είναι προσωπική απόφαση που ενισχύεται από την παρουσία άλλων κινήτρων. Ως προεξέχον κίνητρο για τις γυναίκες που εισέρχονται στη θεραπεία, αποτελεί το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών τους (Greenfield, et al., 2007), καθώς οι περισσότερες απαντήσεις τους αφορούσαν είτε το ίδιο το παιδί ή σε γεγονότα που συνδέονται με αυτό: «[…]προσπαθώ για μένα και για το καλό του παιδιού μου. Γιατί έγινα μαμά και έχει προτεραιότητα το παιδί. Και η χρήση ήταν κάτι που έπρεπε να βγει από τη ζωή μου έτσι κι αλλιώς. Φοβήθηκα λοιπόν ότι θα μου το πάρει η πρόνοια.» Μ9Υ, 39 ετών.

Παράλληλα, πέρα από τη μητρότητα και το φόβο της άρσης της επιμέλειας στην πλειοψηφία των ερωτώμενων, καθοριστικό παράγοντα στην απόφαση ένταξης σε θεραπευτικό πρόγραμμα φαίνεται να διαδραματίζει και το προσωπικό όριο της αντοχής στην εξαθλίωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει μία γυναίκα: «Η καθεμία πρέπει να φτάσει στον πάτο της. Στον πάτο, όσο πιο κάτω δεν πάει, για να καταλάβει ότι πρέπει κάτι να αλλάξει.» Μ4Σ, 23 ετών.

Ένας ακόμη παράγοντας στην απόφαση  για ένταξη σε θεραπευτικό πρόγραμμα είναι η ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος, καθώς και ο ρόλος του θεραπευτή και η εμπιστοσύνη προς το άτομο να επιστρατεύσει τις εσωτερικές του δυνάμεις: «[…]Και με βοήθησε πολύ αυτή η κοινωνική λειτουργός, αυτή που φοβόμουνα, την ίδια αυτή κοινωνική λειτουργό την ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Γιατί μου έκανε καλό και με βοήθησε πολύ. Ήταν η μοναδική που πίστεψε σε μένα και έπεισε την εισαγγελέα να μου δώσει την επιμέλεια[…]» Μ11Υ, 33 ετών.

Επιπροσθέτως, άλλα κίνητρα, σύμφωνα με τις επαγγελματίες, είναι οι δικαστικές εκκρεμότητες, το προσωπικό κίνητρο, σοβαρά προβλήματα υγείας ή και οι συνέπειες της χρήσης, δηλαδή να έχουν «κουραστεί».

Στις αφηγήσεις τους οι γυναίκες, πέρα από το παιδί, αναφέρθηκαν στο προσωπικό κίνητρο, την κούραση από τη ζωή μέσα στη χρήση και στην υποστήριξη που δέχτηκαν από τρίτα πρόσωπα. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, όταν συνυπάρχουν όλοι οι παραπάνω παράγοντες, η αντίσταση για θεραπεία μειώνεται και η επιθυμία για μητρότητα συμβάλλει ως ένα βαθμό σε αυτό.

Ε) Γεγονότα με το παιδί κατά τη χρήση

Σε αντίθεση με το εξιδανικευμένο πρότυπο γονέα (συνήθως της μητέρας) που παρέχει εντατική γονική μέριμνα, η κοινωνία και η κοινωνική πολιτική εστιάζουν το ενδιαφέρον τους προς τους γονείς που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των παιδιών τους και την ευεξία. Η παιδική κακοποίηση συνδέεται στενά με τη φτώχεια και την κοινωνική αποστέρηση. Σε αυτό το πλαίσιο προσδιορίζονται συγκεκριμένες ομάδες ως ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των γονέων που κάνουν χρήση ναρκωτικών (Berger & Waldfogel, 2011; Bywaters et al., 2016). Τα παιδιά των χρηστών μεγαλώνουν συνήθως σε περιβάλλοντα με αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές, σύγχυση ρόλων, ασαφή όρια και ασταθή γονική παρουσία. Ένα περιβάλλον στο οποίο επικρατεί η συνωμοσία της σιωπής, οδηγεί τα παιδιά να μη νιώθουν και να μη μιλούν για τα συναισθήματά τους με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας που μειώνει την ικανότητα του παιδιού να εμπιστευτεί την αντίληψή του (Brooks & Rice, 1997).

Όλες αυτές οι συνολικές αρνητικές επιρροές που υφίστανται τα παιδιά, ως συνέπεια της εξάρτησης των γονέων, δημιουργούν προδιάθεση για τη δημιουργία καθυστέρησης της ομαλής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης τους (Μανούκα, 2017). Ενδεχομένως το γεγονός αυτό, να οφείλεται στο ότι οι εξαρτημένοι γονείς έχουν περιορισμένο ενδιαφέρον για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα και καθήκον, εκτός από την εξασφάλιση της δόσης τους. Συνεπώς, συχνά παρατηρείται ελλιπής ενασχόληση με τις συναισθηματικές και βιολογικές ανάγκες των παιδιών τους: «Αυτό που έλειπε και το ήξερα, το αισθανόμουν, ήταν η συναισθηματική και πνευματική επαφή με το παιδί και έχοντας ενοχές λόγω της χρήσης και λόγω ότι καταλάβαινα ότι δεν του έδινα αυτό που πρέπει συναισθηματικά, κοίταγα να το καλύπτω με υλικά αγαθά.» Μ1Σ, 49 ετών.

Η έλλειψη εκδήλωσης συναισθημάτων αγάπης, συνοχής, σταθερότητας, ασφάλειας και ανεμελιάς και ταυτόχρονα οι σοβαροί τραυματισμοί και η πραγματική ή συγκαλυμμένη βία, είναι συχνά φαινόμενα που παρατηρούνται σε οικογένειες τοξικομανών.

Ο φόβος της αφαίρεσης της επιμέλειας των παιδιών στοιχειώνει πολλές μητέρες χρήστριες ουσιών, ανεξάρτητα από τη γονική τους ικανότητα. Αυτό αποτρέπει πολλές από την επικοινωνία με τις κοινωνικές υπηρεσίες (Radcliffe, 2011) χάνοντας ενδεχομένως μια ευκαιρία για στήριξη. Στην παρούσα έρευνα, η μητέρα Μ3Σ, 40 ετών, έχοντας χάσει ήδη την επιμέλεια των δύο πρώτων παιδιών της, στο τρίτο της παιδί φεύγει τη δεύτερη μέρα της γέννας.

Όπως επισημαίνει και η Ε1, 40 ετών: «Θα αφήσουν το μωρό και θα φύγουν. Και για να κάνουν χρήση και για να μην έρθουν αντιμέτωπες με την κοινωνική λειτουργό. Ξέρουνε εξαρχής ότι θα τους κρατηθεί το μωρό.» Δημιουργείται ένα συναίσθημα γονικής ανεπάρκειας, που είτε αποτελεί κίνητρο να απευθυνθούν σε κάποιο πρόγραμμα ή να επιστρέψουν στη χρήση «βαθύτερα για να καλύψουν όλο αυτό το συναίσθημα ανεπάρκειας» Ε1, 40 ετών.

Είναι κοινή πεποίθηση ότι οι χρήστες ουσιών είναι μια δύσκολη και μη επιθυμητή πληθυσμιακή ομάδα για το κράτος πρόνοιας. Συνεπώς, οι εθισμένες γυναίκες είναι πιθανόν να έχουν βιώσει αρνητικές στάσεις από επαγγελματίες υγείας πριν την εγκυμοσύνη, κάτι που τις οδηγεί να δυσπιστούν απέναντι στο σύστημα υγείας και τις προοπτικές φροντίδας. (Boyd & Marcellus, 2007). Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρούσα έρευνα, καθώς οι μισές μητέρες περιέγραψαν αρνητικές εμπειρίες από τις υπηρεσίες υγείας. Η έρευνα έχει δείξει ότι οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ εθισμένων γυναικών και επαγγελματιών υγείας οδηγούν σε τέσσερις φορές λιγότερες πιθανότητες να λάβουν οι γυναίκες επαρκή προληπτική δράση και συνεχιζόμενη υγειονομική περίθαλψη (Carten et al., 2002).

ΣΤ) Διαπροσωπικές σχέσεις

Οι περισσότερες αναφέρονταν στις διαπροσωπικές σχέσεις και κυρίως αναφορικά με την οικογενειακή τους καταγωγή. Οι γυναίκες αυτές δεν αναφέρονται τυχαία στις οικογένειες καταγωγής τους και στις σχέσεις με τους γονείς τους, καθώς η μητρότητα και η εγκυμοσύνη αναζωπυρώνουν την αρχική συμβιωτική σχέση μητέρας-παιδιού, πυροδοτούν αναμνήσεις και συγκρούσεις γύρω από τον αποχωρισμό-ατομικοποίηση και ανακινούν θέματα ταυτότητας (Δραγώνα, 1999).

 

Οικογένεια καταγωγής

Η οικογένεια καταγωγής πέρα από το ρόλο που έχει διαδραματίσει στην εμπλοκή των παιδιών τους με τη χρήση, αφορά και την ευρύτερη κοινωνική πολιτική βάσει της οποίας, όταν γίνεται άρση της επιμέλειας των παιδιών από εθισμένους γονείς, είναι σύνηθες τα παιδιά να δίνονται στους παππούδες. Οι γονείς των τοξικομανών επωμίζονται συχνά το ρόλο του φροντιστή των εγγονών τους. Αυτή η συνθήκη πολλές φορές έχει οφέλη, αλλά ορισμένες φόρες είναι εμποτισμένη με συναισθήματα λύπης και πένθους (Backhouse & Graham, 2013; Gordon, 2018). Τα τελευταία χρόνια και με τη συμβολή του δικτύου γίνεται προσπάθεια να αλλάξει αυτή η συνθήκη, ώστε η μητέρα να αναλαμβάνει την ανατροφή του τέκνου της και επιπλέον να αποκτά κίνητρο για απεξάρτηση.

Εδώ πρέπει να τονιστεί, όπως αναφέρει ο Firman J. & Gila A. (2014: 95), πως «ακόμη και σε φαινομενικά υγιείς οικογένειες μπορούν να προκληθούν αφανώς εξουθενωτικά τραύματα στα παιδιά δια του ασυνείδητου τραυματισμού που έχουν υποστεί οι φροντιστές. Αυτού του είδους τα τραύματα των φροντιστών αποτελούν τυφλά σημεία στη λειτουργία του καθρεφτίσματος εκ μέρους του φροντιστή τα οποία δεν μπορούν παρά να δημιουργήσουν περιοχές μη ύπαρξης στο παιδί.»: «[…] υπάρχουν πολλοί γονείς που μπορεί να μην είναι στη χρήση, αλλά δεν είναι κατάλληλοι γονείς.[…]Γιατί και εμείς από οικογένειες, που μπορεί να μην υπήρχε εμφανής χρήση, ήρθαμε.» Μ6Σ, 29 Ετών.

Η έλλειψη εκδήλωσης συναισθημάτων είναι κάτι που συναντάται συχνά σε οικογένειες, όπου τα μέλη παρουσιάζουν προβλήματα εξάρτησης:

«…θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρή, αναζητούσα αγάπη από τη μητέρα μου. Και η μητέρα μου ήταν τόσο σκληρή που ήθελα να την αγκαλιάσω και φοβόμουνα μη φάω χαστούκι. Πώς να στο πω;» Μ12Υ, 49 ετών.

«…Δε μου αρέσει να με ακουμπάνε, δεν ξέρω τι πάει να πει συναίσθημα, από την οικογένειά μου δεν έχω αγκαλιάσματα, φιλάκια και τέτοια.» Μ3Σ, 40 ετών.

Ο πατέρας, είναι συνήθως ο αφανής γονιός, που συχνά εμφανίζεται ως «δεύτερος» ρόλος στην οικογενειακή ζωή. Είναι δηλαδή, παρών-απών στην ανάπτυξη του παιδιού: «Ο πατέρας μου πάντα ήταν αμέτοχος, ήταν ο δουλευταράς πού έφερνε τα λεφτά. Κατάλαβες; Αυτός ήταν ο πατέρας μου» Μ12Υ, 49 ετών.

Σύντροφοι

Οι γυναίκες χρήστριες συχνά δημιουργούν σχέσεις που βασίζονται στη συνεξάρτηση. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, όταν αντιμετωπίζεται η βασική εξάρτηση από ουσίες, οι γυναίκες είναι σε θέση να αναγνωρίσουν άλλες κρυμμένες εξαρτήσεις, όπως παθολογικά συγχωνευτικές σχέσεις: «[…]Αλλά επειδή δεν ήταν μόνο τότε ότι ήμουν εκεί για να πίνω, ήταν και η εξάρτηση μου με αυτό τον άνθρωπο. Που ήταν ο ένας, που ίσως όλη μου η οικογένεια. Δηλαδή είχα βρει όλη μου την οικογένεια σε έναν άνθρωπο» Μ4Σ, 23 ετών.

Πατέρες των παιδιών

Οι πατέρες των παιδιών είναι συχνά χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών: «[…]είναι δύο διαφορετικοί πατέρες και δε θέλω να έχω καμία σχέση, πίνουνε, είναι και οι δύο χρήστες» Μ5Υ, 37 ετών.

Συνήθως τους χαρακτηρίζουν ως αδιάφορους ή αμέτοχους αναφορικά με το παιδί: «Ο μπαμπάς του παιδιού μου ήταν ούτως ή άλλως αδιάφορος» Μ8Υ, 40 ετών.

Εν κατακλείδι, οι διαπροσωπικές σχέσεις γενικότερα αλλά και η οικογένεια καταγωγής συγκεκριμένα, συνιστούν παράγοντες που δεν πρέπει να αποκλείονται αναφορικά με την ανατροφή των παιδιών.

Ζ) Μελλοντικοί στόχοι

Οι γυναίκες επιθυμούν πάνω από όλα να αποκαταστήσουν τις σχέσεις με τα παιδιά τους. Παράλληλα εξωτερικεύουν με διάφορους τρόπους την επιθυμία τους να ενσωματωθούν στην κοινωνία (Μάτσα, 2008) και να νιώσουν χρήσιμες και δημιουργικές μέσω μια εργασίας. Στόχος τους είναι να μπορέσουν να θέσουν τη ζωή τους σε νέες βάσεις και να αποκτήσουν μία κοινωνική θέση και αναγνώριση, προκειμένου να διαβιώσουν συμμετοχικά και όχι παθητικά, με το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή να ζήσουν όπως όλοι υπόλοιποι: «Αφού πραγματοποιήσω αυτό το όνειρο, αφού πάρω το χαρτί και τελειώσω το σχολείο, είναι να βελτιώσω την επαγγελματική μου εικόνα. Να μην είμαι πια το κορίτσι της πρόνοιας, να έχω μία ασφάλεια δική μου, να πάρω ένα σπίτι και να κερδίσω τα παιδιά μου πίσω σιγά σιγά» Μ2Σ, 38 ετών.

 

Προτάσεις για έρευνα, πολιτική και κλινική πρακτική

Μέσα από την παρούσα έρευνα προκύπτουν ποικίλες προτάσεις αναφορικά με την περαιτέρω έρευνα, τις παρεμβάσεις για ενεργές χρήστριες και τη θεραπεία απεξάρτησης, επανένταξης και follow-up. Σε ερευνητικό επίπεδο θα ήταν σκόπιμη η περαιτέρω διερεύνηση της εμπειρίας της μητρότητας σε εξαρτημένες γυναίκες για ανάδειξη πρωτοπόρων κοινωνικών πολιτικών που έχουν ως στόχο την προστασία της μητέρας, καθώς και έρευνες που να συμπεριλαμβάνουν και τους πατέρες.

Στο πλαίσιο των παρεμβάσεων για ενεργές χρήστριες, εξαιρετικά χρήσιμη θα ήταν η δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων ημέρας για εξαρτημένες γυναίκες και μητέρες. Σε συνδυασμό με ένα ευρύτερο σύστημα παροχής ποικίλων υπηρεσιών ειδικά για τις μέλλουσες μητέρες, όπου θα παρέχεται προετοιμασία κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης μέσω «εκπαίδευσης» για το νέο ρόλο που θα αναλάβουν, σημαντικές είναι οι υπηρεσίες ατομικής υγιεινής και ιατρικής φροντίδας.

Παράλληλα, κρίνεται αναγκαίο να δημιουργηθούν δομές προσωρινής φιλοξενίας ειδικά για τις εγκυμονούσες, καθώς και ενδιάμεσες δομές σωματικής αποτοξίνωσης για άτομα που αποφασίζουν να ενταχθούν σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης. Η δημιουργία δομών φιλοξενίας και σωματικής αποτοξίνωσης είναι απαραίτητη, καθώς δεν υπάρχουν θεραπευτικά προγράμματα για γυναίκες, μητέρες ή μη, εκτός του Νομού Αττικής. Επομένως, για τις γυναίκες που έρχονται από την επαρχία χρειάζεται ένας χώρος φιλοξενίας πριν ενταχθούν σε θεραπευτικό πρόγραμμα.

Μια επιπλέον πρόταση αναφορικά με τα βρέφη και τα παιδιά των εξαρτημένων γονέων είναι να ενισχυθεί ο θεσμός της αναδοχής βρεφών έναντι της μακρόχρονης διαμονής σε ιδρύματα και με σκοπό την ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Απώτερος στόχος είναι τα παιδιά να επιστρέψουν στις φυσικές τους οικογένειες, εφόσον οι γονείς καταφέρουν να απεξαρτηθούν και σε δεύτερο χρόνο να εξετάζονται εναλλακτικές μορφές ωφέλιμες για τα παιδιά.

Σε θεραπευτικό επίπεδο, είναι σημαντικό η κοινωνική πολιτική να εστιάσει σε προγράμματα που απευθύνονται αμιγώς στο γυναικείο πληθυσμό, καθώς εγείρονται θέματα εμπιστοσύνης κατά τη θεραπευτική διαδικασία. Εξάλλου, είναι επιστημονικά γνωστό το γεγονός πως οι επιτιθέμενοι ήταν γενικά άντρες με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσπιστία και πιθανόν να δημιουργούνται σχέσεις εξουσίας, καθώς οι γυναίκες έχουν «εκπαιδευτεί» να αναλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο ρόλο, που μπορεί να οδηγεί σε αναπαράσταση της κακοποιητικής σχέσης που έχουν βιώσει στο παρελθόν (Kaufman et al., 1995; Παπαθανασίου, 2008). Επιπλέον, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψιν κατά τη διάρκεια της θεραπείας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φύλου και να παρέχεται η δυνατότητα επεξεργασίας του ρόλου τους ως μητέρες.

Συχνά, οι γυναίκες καλούνται να πραγματοποιήσουν το δύσκολο και υπεύθυνο έργο της μητρότητας χωρίς επαρκή συναισθηματική προετοιμασία και πρόβλεψη για το μέλλον. Συνεπώς, διαφαίνεται η αναγκαιότητα της ενεργού κοινωνικής στήριξης γενικότερα των γυναικών που ανατρέφουν μικρά παιδιά, αλλά και ειδικότερα των μητέρων που είτε είναι ενεργές χρήστριες, είτε ολοκληρώνουν κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προσφέρεται εξατομικευμένη παροχή βοήθειας. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να οριστούν πρωτόκολλα, όπως για παράδειγμα ποιος αναλαμβάνει την εποπτεία και για πόσο χρονικό διάστημα μετά την επιστροφή ενός παιδιού, το οποίο είχε απομακρυνθεί από το σπίτι του λόγω εξαρτήσεων των γονέων του. Επιπλέον, θεωρείται επιβεβλημένο να υπάρχει μέριμνα για τη δημιουργία πρωτοκόλλων παρέμβασης με την αξιοποίηση καλών πρακτικών, όπου θα προβλέπεται τι θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις υποτροπής της μητέρας, καθώς και θα ορίζεται με σαφήνεια ο φορέας που θα έχει την εποπτεία και την επαναληπτική παρακολούθηση (follow-up) σε ανάλογες περιπτώσεις. Επιπροσθέτως, απαιτείται η δημιουργία πρωτοκόλλου για τη δυνατότητα των γυναικών να λαμβάνουν υπηρεσίες από δημόσια νοσοκομεία ή/και να καταρτιστεί ειδικό τμήμα στα μαιευτήρια. Τέλος, είναι σημαντικό να υπάρξει συνεργασία και συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών που ασχολούνται με τη μητρότητα και την απεξάρτηση με σαφή όρια αρμοδιοτήτων, χωρίς να υφίσταται η επικάλυψη ρόλων και παρεμβάσεων.

 

Επίλογος

«Μητρότητα» και «χρήση» φαντάζουν ως δύο έννοιες, ασύμβατες μεταξύ τους, ωστόσο η αντίληψη αυτή μπορεί να αναδιαμορφωθεί και να ανακατασκευαστεί. Ίσως η μητρότητα να αποτελεί το «κλειδί» για τη θεραπεία των γυναικών σε συνδυασμό με εξειδικευμένους φορείς που θα είναι δίπλα της από τη μέρα της συνειδητοποίησης της κύησης μέχρι τα πρώτα έτη του παιδιού, παρέχοντας μια συνεχή επικουρική στήριξη και εποπτεία για τη λειτουργική διάσταση της μητρότητας.

Η εικόνα της μητέρας που κάνει κατάχρηση παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών,  ως «κακής» και «ανεύθυνης» συνυπάρχει με εκείνη της στοργικής γυναίκας που πάρα την εξάρτηση, έρχεται αντιμέτωπη με τους φόβους και τις αντιξοότητες για να αναθρέψει το παιδί της. Οι μητέρες στην εξάρτηση συχνά βιώνουν εξαντλητικές συνθήκες ζωής που μειώνουν τις δυνατότητες τους και την ικανότητα τους να προσφέρουν στο παιδί τους την προσοχή, την αγάπη και τη φροντίδα που έχει ανάγκη. Δεδομένου ότι η ζωή τους στη χρήση είναι επώδυνη και εξαντλητική και καθώς οι ίδιες ως παιδιά δεν έλαβαν τη στοργή και την αγάπη που χρειάζονταν, αναπαράγουν το φαύλο κύκλο του τραύματος της αποστέρησης. Οι γυναίκες, μητέρες που βρίσκονται στη χρήση, δεν χρειάζονται κατηγορίες και επικρίσεις, αλλά ένα σύστημα κοινωνικής φροντίδας και υγείας που θα στηρίξει τις αλλαγές που πρέπει να κάνουν στη ζωή τους, τόσο για τις ίδιες, όσο και για τα παιδιά τους. Η μητρότητα μπορεί να λειτουργήσει ως επανόρθωση του παιδικού τραύματος και να αποτελέσει ένα θεμέλιο, πάνω στο οποίο μπορούν να αναδιαμορφώσουν τον εαυτό τους και να οικοδομήσουν μια νέα θέση στη κοινωνία.

 

Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία

Angel, S. & Angel, P. (2010). Οι τοξικοεξαρτημένοι και οι οικογένειές τους. Μια συστημική προσέγγιση, (μτφ: Βερβερίδης, Α. & Σιζοπούλου, Δ.), Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Bydlowski, M. (2009). Το χρέος ζωής. Ψυχαναλυτική διαδρομή της μητρότητας, (μτφ: Χ. Τσαρμακλή). Επιστημονική επιμέλεια: Γ.Αλμπαζόγλου, Ζαίρα Παπαληγούρα-Ράλλη. Αθήνα: Παπαζήση.

Δραγώνα, Θ. (1999). Εγκυμοσύνη: Σωματικές ψυχικές και κοινωνικό – ψυχοκοινωνικές ανακατατάξεις. Στο Τσιάντης Γ & Δραγώνα Θ. (επιμ.), Μωρά και μητέρες. Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και υγειά στα δυο πρώτα χρονιά της Ζωής (σ.147-169), Αθήνα: Καστανιώτη.

Firman, J. & Gila, A. (2014). Το Πρωταρχικό τραύμα. Μια υπερπροσωπική θεώρηση του τραύματος, του εθισμού και την Ανάπτυξης. (μτφ: Καρακατσάνη Ρ.) Αθήνα: Π. Ασημάκης

Καραγιάννη, Δ. Κ. (2015). Αντιλήψεις εγκύων γυναικών για τη μητρότητα και το παιδί που κυοφορούν: η σχέση τους με την ύπαρξη προγεννητικών και επιλόχειων συμπτωμάτων και διαταραχών, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, τμήμα ψυχολογίας. Αθήνα: ΕΚΠΑ.

Κατσίκη, Γ. (2006). Το κοινωνικό – πολιτισμικό πλαίσιο της γέννησης και η συμβουλευτική εγκύων και νέων μητέρων. Στο Μαλικιώση – Λοϊζου Μ., Δημακάκου – Σιδηροπούλου Δ. & Κλεφτάρας Γ. (Επιμ.), Συμβουλευτική ψυχολογία στις γυναίκες (σ.113-135 ). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Knott, S. (2020). Μητέρες μια αντισυμβατική ιστορία (μτφ: Κάσδαγλη Σ.). Αθήνα: Μεταίχμιο.

Μανούκα, Α. (2017). Τοξικοεξάρτηση γονέων – παιδιά σε κίνδυνο. Καλές πρακτικές προστασίας του συμφέροντος των παιδιών σε συνάρτηση με υποστηρικτικές παρεμβάσεις, πολυεπίπεδη πλαισίωση, εποπτεία και διεπιστημονική συνεργασία. Αντίλογος: «Η απώλεια». Τετράδια, ψυχιατρικής, 7,8, σ. 179-185.

Μάτσα, Κ. (2008). Ψυχοθεραπεία και Τέχνη στην Απεξάρτηση. Το «παράδειγμα» του 18 ΑΝΩ. Αθήνα: Άργα

Μάτσα, Κ. (2013). Ταπείνωση και ντροπή. Γυναίκες τοξικομανείς. Αθήνα: Άργα.

Μισουρίδου, Ε. (2004). Εξάρτηση και μητρότητα: βασική φροντίδα και θεραπευτικές προσεγγίσεις, Τετράδια Ψυχιατρικής, 88, σ.59-64.

Παπαθανασίου, Μ. (2008). Ενσωματώνοντας τη φεμινιστική οπτική σε θεραπεία με γυναίκες χρήστριες ουσιών. Στο Μ. Χαρίτου-Φατούρου, Λ. Αρσελ-Τατά (Επιμ.), Καταργώντας τα εμπόδια: Συμβουλευτική και ενδυνάμωση γυναικών (σ. 117-140). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Recalcati, M. (2017). Τα χέρια της μητέρας – Επιθυμία, φαντασιώσεις και κληρονομιά της μητέρας (μτφ: Πονηρός Χ.). Αθήνα: Κέλευθος.

Robson, C. (2007). Η έρευνα του πραγματικού κόσμου. (μτφ: Νταλάκου Π.Β. & Βασιλικού Κ.), Μιχακοπούλου, Κ. (επιμ.), Αθήνα: Gutenberg.

Σταυρόπουλος, Β. (2009). Διαφορές στο προφίλ των εξαρτημένων με κριτήριο τη διακοπή της θεραπείας και το φύλο, Εξαρτήσεις, 15, σ.18-38.

Stanton, M. D.& Todd, Th. C. (2009). Οικογενειακή θεραπεία για την κατάχρηση ουσιών και την Εξάρτηση. (μτφ: Ρηγοπούλου Ζ.Μ.), Αθήνα: Ερευνητές – ΚΕΘΕΑ.

Stern, N. D. & Bruschweiler – Stern, N. (2018). Μια μητέρα γεννιέται. Πως η εμπειρία της μητρότητάς σε αλλάζει για πάντα. (μτφ: Ανδριτσάνου Ε.) Αθήνα: Αργά.

Χουντουμάνη, Α. (1996). Παιδιά και γονείς στο ξεκίνημα μιας σχέσης. Β’ έκδοση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματά.

Winnicott, D.W. (2002). Από την παιδιατρική στην ψυχανάλυση, (μτφ:Χατζόπουλος Θ.). Αθηνά :Καστανιώτη.

 

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Backhouse, J & Graham, A (2013). ‘Grandparents raising their grandchildren: acknowledging the experience of grief’, Australian Social Work: Special Issue: Special Section on Working with Children, vol. 66: 3, 440-454.

Berger, L. M., & Waldfogel, J. (2011). Economic determinants and consequences of child maltreatment. OECD social, employment, and migration working papers (111). Washington: OECD Publishing

Bibring, G. L. (1959). Some considerations of the psychological processes in pregnancy. Psychoanalytic Study of the Child, 14, 113–119.

Brady, T. M. & Ashley, O. S. (2005). Women in substance abuse treatment: Resultsfrom the Alcohol and Drug Services Study (ADSS). Department of Health and Human Services, Substance Abuse and Mental Health Services Administration, Office of Applied Studies.

Briggs, C. & Pepperell, j. L. (2019). Women, Girls and addiction & Celebrating the familine in couseling treatment and recovery. New Υork. London Routledge

Brooks, C.S. & Rice, K.F. (1997). Families in Recovery-Coming full circle. Baltimore: Paul H. Brookes.

Boyd, S. C. & Marcellus, L. (2007). With child: Substance use during pregnancy: A woman-centred approach. Halifax: Fernwood Publishing.

Bywaters, P., Bunting, L., Davidson, G., Hanratty, J., Mason, W., McCartan, C., & Steils, N. (2016). The relationship between poverty, child abuse and neglect: An evidence review. Joseph Rowntree Foundation, York, United Kingdom.

Carten, Κ., Contro, N., Larson, J., Scoceld, S., Sourkes, B., & Cohen, H. (2002). Family perspectives on the quality of pediatric palliative care. Archives of Pediatric and Adolescent Medicine, 156:1, 14-23.

Csordas, J.Th. (1999). Embodiment and cultural phenomenology (p.143-160) in Weiss G. & Ferm (eds.) Perspectives on embodiment: The intersections of Nature and Culture, New York, NY: Routledge.

Cleveland, L.M., Bonugli, R. & Mcglothen, K. (2016). The Mothering Experiences of Women with Substance Use Disorders. Advances in Nursing Science, 39, 119-129.

De Wilde, J. (2005). Gender-specific profile of substance abusing women in therapeutic communities in Europe, PhD, Chent University, Department of orthopedagogics https://biblio.ugent.be/publication/540184/file/5951017.pdf .

Flanagan, J., Coop Gordon, K., Moore, T.M. & Stuart, G.L. (2015). Women’s Stress, Depression, and Relationship Adjustment Profiles as They Relate to Intimate Partner Violence and Mental Profiles as They Relate to Intimate Partner Violence and Mental Health During Pregnancy and Postpartum. Psychol. Violence, 5, 66-73.

Greenfield, S. F., Brooks, A. J., Gordon, S. M., Green, C. A., Kropp, F., McHugh, R.K., et al. (2007). Substance abuse treatment entry, retention, and outcome in women: A review of the literature. Drug and Alcohol Dependence,86:1, 1-21

Gordon, L. (2018). My daughter is a drug addicted: grandparents caring for the children of addicted parents. New Zealand Journal of Social Sciences online, 13, 39-54.

Kauffman, E., Dore, M. M. & Nelson-Zlupko, L. (1995). The role of women’s therapy groups in the treatment of chemical dependence. American Journal of Orthopsychiatry, 65:3, 355–363. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/7485421/

Kilpatric, D.G., Acierno, R., Resnick, H. S., Saunders, B. E.& Best, C. L. (1997). A 2 – year Longitudinal Analysis of the Relatioships Between Violent Assault and Substance Use in Women, Journal of Consulting and Clinical Psychology, pp 834-847. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/9337502/

Klee, H. (2002). Drugs and parenting. In H. Klee, Jackson, M. & Lewis, S. (ed.). Drug misuse and motherhood (p.145-164). London New York: Routledge.

Martin, F. S. (2019). Engaging with motherhood and parenthood: A commentary on the social science drugs literature. International Journal of Drug Policy, 68, 147-153. https://cdn.dal.ca/content/dam/dalhousie/pdf/sociology-social-anthropology/FacultyProfileFiles/F.%20Martin%20-%20Engaging%20with%20Motherhodd%20and%20Parenthood%20PDF.pdf

Radcliffe, P. (2011). Motherhood, pregnancy, and the negotiation of identity: The moral career of drug treatment. Social Science & Medicine, 72, 984-991.

Reed, BG. (1985). Drug misuse and dependency in women: The meaning and implications of being considered a special population or minority group. International Journal of the Addictions. 20:1,13–62.

Pasquali, C.E. & Simonelli, A. (2015). Intimate Partner Violence and Drug Addiction: The Need of a Preventive Multi-Integrated and Gender-specific Approach. Journal Trauma Stress Disorder Treatment,4, 1-9.

Pelissier, B. & Jones, N. (2005). A Review of Gender Differences Among Substance Abusers, Crime Delinquency, 51:3, 343–372.

Silva, S.A., Pires, A. P., Guerreiro, C. & Cardoso, A. (2014). Balancing motherhood and drug addiction : The transition to parenthood of addicted mothers. Journal of Health Psychology, 18, 359-367.

Tuchman, E. (2010). Women and Addiction: The importance of Gender Issues in Substance Abuse Research. Journal of Addictive Diseases, 29, 127-138.

Uhler, A. S.& Parker, O. V. (2002). Treating Women Drug Abusers: Action Therapy and Trauma Assessment, Science & Practice Perspectives, 1:1, 30-35. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2851053/

United Nations Office on Drugs and Crime (2014). Substance abuse treatment and care for women: Case studies and lessons learned. New York: United Nation Publications. https://www.unodc.org/pdf/report_2004-08-30_1.pdf

Print Friendly, PDF & Email