Η χρήση κάνναβης και οι σχολικές επιδόσεις*

 

David M Fergusson, L John Horwood and Annette L Beautrais

Μετάφραση Γεωργία Χριστοφίλη

DOI: https://doi.org/10.57160/AIVU7187

Περίληψη

Στόχοι: Να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ της χρήσης κάνναβης από εφήβους/νεαρούς ενήλικες και της σχολικής επίδοσης.

Σχεδιασμός: Συγκεντρώθηκαν στοιχεία σε μια μακροχρόνια μελέτη 25 ετών, σχηματίζοντας συστάδα κατά τη γέννηση 1.265 παιδιών στη Νέα Ζηλανδία.

Μετρήσεις:  Στις αναλύσεις των μετρήσεων συμπεριλήφθηκαν: α) η συχνότητα της χρήσης κάνναβης στην εφηβεία και στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής (15-25 χρόνια), β) τα επίπεδα σχολικών επιδόσεων ως την ηλικία των 25 ετών, γ) η εκτίμηση των κοινωνικών, οικογενειακών και ατομικών χαρακτηριστικών πριν την ηλικία των 16 ετών.

Ευρήματα:  Η αυξανόμενη χρήση κάνναβης σχετίστηκε με τον αυξημένο κίνδυνο διακοπής του σχολείου χωρίς ουσιαστικές γνώσεις, με αποτυχία για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και αποτυχία απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου.  Ο συσχετισμός της χρήσης κάνναβης και της διακοπής του σχολείου χωρίς ουσιαστικές γνώσεις εξακολούθησε και μετά το σχολείο για άλλους παράγοντες.  Όταν έγιναν οι αναλύσεις για τα προϋπάρχοντα επίπεδα χρήσης κάνναβης δεν βρέθηκαν στοιχεία που να υποστηρίζουν την ύπαρξη αντίθετης πορείας σύμφωνα με την οποία οι χαμηλές εκπαιδευτικές επιτεύξεις οδηγούν σε αυξημένη χρήση κάνναβης.

Συμπεράσματα:  Τα ευρήματα υποστηρίζουν την άποψη ότι η χρήση κάνναβης μπορεί να συμβάλει στη μείωση των σχολικών επιδόσεων στους νέους.  Αυτό είναι πιθανό να καθρεφτίζει τις επιρροές του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γίνεται η χρήση της κάνναβης κι όχι κάποιο άμεσο αποτέλεσμα της κάνναβης στη γνωσιακή ικανότητα ή το κίνητρο.

Λέξεις κλειδιά: κάνναβη, σχολική επίδοση, μακροχρόνια έρευνα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερες έρευνες πραγματοποιούνται σχετικά με την επικράτηση, τους συσχετισμούς και τις συνέπειες από τη χρήση κάνναβης.  Αυτή η έρευνα έχει ξεκινήσει από τις ανησυχίες για τα αυξημένα ποσοστά χρήσης κάνναβης σε πολλές κοινωνίες και την συνεπαγόμενη δημόσια συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τις ευθύνες της νομοθεσίας ή της αποποινικοποίησης της κάνναβης.  Καθώς τα ευρήματα έχουν συσσωρευθεί, υπάρχουν αυξημένες ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η σοβαρή χρήση και η κατάχρηση της κάνναβης μπορεί να έχει πολλές αρνητικές συνέπειες για την προσωπική λειτουργικότητα του ατόμου και για την υγεία του (βλέπε, για παράδειγμα, 1-4).

Ένας χώρος που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στην κάνναβη και τις σχολικές επιδόσεις.  Αρκετές έρευνες έχουν βρει ότι οι νέοι που κάνουν χρήση κάνναβης συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλά επίπεδα επιδόσεων στο σχολείο, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω: χαμηλότεροι μέσοι όροι βαθμών, αρνητική στάση απέναντι στο σχολείο, μειωμένη ικανοποίηση από το σχολείο, χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, υψηλά ποσοστά απουσιών, υψηλότερα ποσοστά αποβολών από το σχολείο και υψηλότερα ποσοστά διακοπής του σχολείου (5-12).  Όπως είναι αναμενόμενο από αυτά τα αποτελέσματα, οι νέοι που κάνουν χρήση κάνναβης αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερο κίνδυνο για προβλήματα ανεργίας (11, 13-15).  Ωστόσο, πολύ λίγες είναι οι έρευνες που έχουν εξετάσει τέτοια ζητήματα και οι περισσότερες μελέτες έχουν επικεντρωθεί στις χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Λίγα είναι τα στοιχεία για τη χρήση κάνναβης και τις ευκαιρίες και τις επιδόσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Τα ευρήματα που περιγράφονται παραπάνω είναι σαφές πως υποδεικνύουν την πιθανότητα η σοβαρή χρήση ή η κατάχρηση κάνναβης να είναι παράγοντας αποθαρρυντικός όσον αφορά τις επιδόσεις στο σχολείο και να αυξάνει τον κίνδυνο της ανεργίας.

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο δρόμοι μέσα από τους οποίους η χρήση κάνναβης μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, η διακοπή του σχολείου και ο αυξημένος κίνδυνος ανεργίας.  Κατ’αρχήν η τακτική χρήση κάνναβης προϋποθέτει ότι το άτομο θα αναπτύξει ένα δίκτυο ομοτίμων και επαφών για να μπορεί να βρίσκει την κάνναβη και να κάνει χρήση.  Αυτό ενδεχομένως δείχνει ότι, ως αποτέλεσμα των επαφών με δίκτυα ομοτίμων ή άλλων που κάνουν χρήση ουσιών, οι νέοι που κάνουν σοβαρή ή τακτική χρήση κάνναβης αποκτούν αυτό που ο Kandel και οι συνεργάτες του (14) έχουν περιγράψει ως «αντισυμβατική» στάση.  Αυτή η στάση ίσως ενθαρρύνει τους νέους να αποφεύγουν την προσωπική επένδυση στην εκπαίδευση και να επιλέγουν διαφορετικό τρόπο ζωής.  Κατά δεύτερον, ίσως η σοβαρή χρήση κάνναβης να οδηγεί σε γνωσιακές ελλείψεις και έλλειψη κινητοποίησης που δημιουργούν εμπόδια στην πλήρη συμμετοχή στην εκπαίδευση και άρα οδηγούν σε μειωμένες επιδόσεις στο σχολείο (4, 9, 16, 17).  Και οι δύο περιπτώσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια κατάσταση κατά την οποία η σοβαρή χρήση κάνναβης οδηγεί σε αυξημένα ποσοστά μειωμένης επίδοσης στο σχολείο.

Ωστόσο υπάρχουν εναλλακτικές εξηγήσεις για τις σχέσεις μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των μειωμένων επιδόσεων στην εκπαίδευση.  Πιο συγκεκριμένα, είναι πιθανόν ότι οι συσχετισμοί μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των μειωμένων επιδόσεων στην εκπαίδευση να μην είναι αιτιακοί και να προκύπτουν ως συνέπεια των παραγόντων επιλογής που σχετίζονται με τη χρήση κάνναβης και τις μειωμένες επιδόσεις στην εκπαίδευση.  Έχει καταγραφεί, για παράδειγμα, ότι οι νέοι που κάνουν σοβαρή ή τακτική χρήση κάνναβης έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία προϋπήρχαν της έναρξης της χρήσης κάνναβης, μπορεί για παράδειγμα να είναι κοινωνικά μειονεκτούντες, να είχαν βιώσει αντιξοότητες στην παιδική τους ηλικία, να είχαν προβλήματα συμπεριφοράς από νωρίς και να συναναστρέφονται με παρεκκλίνοντες ομότιμους (8,18, 19).  Ίσως φανεί ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αυξάνουν τον κίνδυνο για χαμηλές επιδόσεις στην εκπαίδευση στο μέλλον.  Εάν ισχύει αυτό, τότε ο συσχετισμός μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των χαμηλών επιδόσεων στην εκπαίδευση μπορεί απλά να αντανακλά το γεγονός ότι οι ίδιοι παράγοντες κινδύνου και οι διαδικασίες της ζωής που ενθαρρύνουν τη χρήση κάνναβης, ενθαρρύνουν και τις χαμηλές επιδόσεις στην εκπαίδευση.

Μια τρίτη εξήγηση είναι ότι η εμπειρία αποτυχιών στην εκπαίδευση και οι μειωμένες εκπαιδευτικές επιδόσεις μπορεί να ενθαρρύνουν τη χρήση κάνναβης προκαλώντας αντίθετο αιτιακό συσχετισμό, κατά τον οποίο η χρήση κάνναβης αποτελεί συνέπεια των μειωμένων επιδόσεων στην εκπαίδευση.  Αν και είναι πάντα δύσκολο να καθοριστεί η κατεύθυνση της αιτιακής σχέσης βάσει των στοιχείων των συσχετισμών, μια προσέγγιση για τη διερεύνηση αυτού του ζητήματος είναι αυτή της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων για να οριστεί εάν η χρήση κάνναβης προηγήθηκε της διακοπής από το σχολείο.  Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι νέοι που έκαναν σοβαρή χρήση κάνναβης πριν διακόψουν το σχολείο, αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο διακοπής του σχολείου και αυτό ενισχύει την άποψη ότι η χρήση κάνναβης αυξάνει τον κίνδυνο για χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις ενώ οι ενδείξεις αυξημένης χρήσης κάνναβης μετά τη διακοπή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υποδηλώνουν αντίστροφη αιτιακή διαδικασία κατά την οποία η διακοπή από το σχολείο ενθαρρύνει τη χρήση κάνναβης.

Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό το άρθρο αναφέρει τα αποτελέσματα μιας μελέτης των σχέσεων μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των χαμηλών εκπαιδευτικών επιδόσεων σε μια μελέτη ατόμων στη Νέα Ζηλανδία που ομαδοποιήθηκαν κατά τη γέννησή τους και παρακολουθήθηκαν ως την ηλικία των 25 ετών.  Οι συγκεκριμένοι στόχοι αυτής της έρευνας ήταν:

  1. Να καταγράψει τους συσχετισμούς ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και τη συνεπαγόμενη μειωμένη επίδοση στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω: διακοπή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτυχία εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και αποτυχία απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου ακόμη και μετά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για κάθε αποτέλεσμα το άρθρο εξετάζει το βαθμό στον οποίο το αποτέλεσμα μπορούσε να προβλεφθεί από τους τρόπους χρήσης κάνναβης που προϋπήρχαν του αποτελέσματος.
  2. Να προσαρμόσει τυχόν συσχετισμούς ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και τη μειωμένη επίδοση στην εκπαίδευση για ενδεχομένως διάφορους παράγοντες οι οποίοι μπορεί να σχετίζονται τόσο με τη χρήση κάνναβης όσο και με τα επίπεδα των επιδόσεων στην εκπαίδευση.
  3. Να διερευνήσει το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ενδείξεις για αντίστροφη αιτιότητα κατά την οποία η αποτυχία στην εκπαίδευση οδήγησε σε αυξημένη χρήση κάνναβης.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Συμμετέχοντες

Τα στοιχεία που περιγράφονται σε αυτή την αναφορά συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης Christchurch Health and Development Study (CHDS).  Η μελέτη αυτή είναι μακροχρόνια σε ένα δείγμα 1.265 μη επιλεγμένων παιδιών που ομαδοποιήθηκαν κατά τη γέννησή τους (635 αντρών, 630 γυναίκες) σε μια περίοδο 4 μηνών στα μέσα του έτους 1977 στο Christchurch της Νέας Ζηλανδίας, μια αστική περιοχή.  Αυτή η ομάδα παιδιών μελετήθηκε στη γέννηση, στους τέσσερις μήνες, στο ένα έτος και ανά έτος ως την ηλικία των 16 ετών, και μετά ξανά στην ηλικία των 18, 21 και 25 ετών.  Επισκόπηση των σχεδιασμών της μελέτης και της μεθοδολογίας έχει δοθεί παραπάνω (20,21).  Στην ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες μετρήσεις.

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Χρήση κάνναβης

Σε κάθε εκτίμηση από την ηλικία των 15-25 ετών τα μέλη του δείγματος συμμετείχαν σε μια ερευνητική δομημένη συνέντευξη διάρκειας 1-2 ωρών όπου εξετάζονταν διάφορες πλευρές του ιστορικού της ζωής του ατόμου, η ψυχική υγεία και η ψυχοκοινωνική προσαρμογή από την τελευταία εκτίμηση.  Ως μέρος αυτής της εκτίμησης, τα νεαρά άτομα ρωτούνταν σχετικά με τη χρήση κάνναβης, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας της χρήσης από την τελευταία συνέντευξη και των προβλημάτων που σχετίζονταν με τη χρήση κάνναβης.  Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του δείγματος κλήθηκαν να αποτιμήσουν τον αριθμό των καταστάσεων στις οποίες είχαν κάνει χρήση κάνναβης στη διάρκεια των 12 μηνών που μεσολαβούσαν μεταξύ των συνεντεύξεων.  Έτσι στην ηλικία των 15 ετών αποτιμήθηκε η συχνότητα της χρήσης κάνναβης για την περίοδο των 14-15 ετών, στην ηλικία των 16 ετών για την περίοδο των 15-16 ετών, στην ηλικία των 18 ετών για τις περιόδους 16-17 και 17-18 ετών, στην ηλικία των 21 ετών για τις περιόδους 18-19, 19-20 και 20-21 ετών και στην ηλικία των 25 ετών για τις περιόδους 21-22, 22-23, 23-24 και 24-25 ετών.  Ως την ηλικία των 21 ετών οι συμμετέχοντες καλούνταν να υπολογίσουν τους απόλυτους αριθμούς των περιπτώσεων κατά τις οποίες είχαν κάνει χρήση κάνναβης κάθε χρόνο.  Μετά την ηλικία των 21 ετών οι εκτιμήσεις για κάθε έτος κωδικοποιήθηκαν σε διαστήματα: δεν έκανα ποτέ, έκανα χρήση μία ή δύο φορές μόνο, έκανα λιγότερο από μηνιαία χρήση, μηνιαία, τουλάχιστον εβδομαδιαία χρήση, αρκετές φορές την εβδομάδα, καθημερινά, αρκετές φορές την ημέρα.  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, αυτές οι κατηγορίες ερμηνεύτηκαν σε κατά προσέγγιση μετρήσεις σχετικά με την ετήσια συχνότητα χρήσης.  Με αυτό τον τρόπο τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μας έδωσαν μια εικόνα για τη συχνότητα της χρήσης που ανέφερε το άτομο για κάθε έτος από τα 14 έως τα 25 χρόνια του.  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν με δύο τρόπους:

  1. Οι μετρήσεις για τη συνολική συχνότητα της χρήσης κάνναβης που κάνει το άτομο από την ηλικία των 14 έως τις ηλικίες των 16, 18 και 20 ετών φτιάχτηκαν αθροίζοντας τα στοιχεία από την αναφερόμενη ετήσια συχνότητα στις ηλικιακές περιόδους 14-16, 14-18 και 14-20. αυτές οι μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να διερευνηθούν οι σχέσεις ανάμεσα στη συχνότητα χρήσης μέχρι μια ηλικία και οι μετρήσεις των μετέπειτα εκπαιδευτικών επιδόσεων.
  2. Για να γίνει μια εκτίμηση της συσσωρευτικής συχνότητας της χρήσης κάνναβης που κάνει το άτομο από την ηλικία των 17-25 ετών, τα στοιχεία από την αναφερθείσα ετήσια συχνότητα της χρήσης κάνναβης αθροίστηκαν για το διάστημα από τα 17-25 έτη. Αυτή η μέτρηση χρησιμοποιήθηκε για να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ της διακοπής του σχολείου (διακοπή σχολείου χωρίς την απόκτηση τίτλου) και της μετέπειτα χρήσης κάνναβης.

Εκπαιδευτικά αποτελέσματα

Ως μέρος της αξιολόγησης που πραγματοποιήθηκε στις ηλικίες 18, 21 και 25 ετών, τα μέλη του δείγματος ρωτήθηκαν για την πορεία τους στην εκπαίδευση από την προηγούμενη αξιολόγηση.  Στην ηλικία των 18 ετών οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τις επιδόσεις τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της επιτυχίας στις εξετάσεις, των βαθμών που επιτεύχθηκαν και της ηλικίας διακοπής του σχολείου.  Στην ηλικία των 21 και 25 ετών, οι πληροφορίες αφορούσαν την εκπαίδευση και κατάρτιση μετά το σχολείο, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής στο πανεπιστήμιο και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευση και των λεπτομερειών σχετικά με τα προσόντα που αποκτήθηκαν.  Αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τριών μετρήσεων εκπαιδευτικών επιδόσεων:

  1. Διακοπή του σχολείου πριν την απόκτηση πτυχίου. Στην ηλικία των 18 ετών οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν αφορούσαν τις επιδόσεις του ατόμου στις εξετάσεις για το Σχολικό Απολυτήριο.  Το Σχολικό Απολυτήριο περιλαμβάνει μια σειρά εξετάσεων σε εθνικό επίπεδο που τα παιδιά της Νέας Ζηλανδίας μπορούν να δώσουν στο τέλος του τρίτου έτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συνήθως στην ηλικία των 15-16 ετών.  Συνήθως, οι μαθητές εξετάζονται σε 4-6 μαθήματα.  Τα γραπτά τους βαθμολογούνται σε μια κλίμακα από το Α έως το Ε, με βαθμό Γ ή υψηλότερο να είναι η βάση για να περάσουν οποιοδήποτε μάθημα.  Για τις ανάγκες αυτής της ανάλυσης, τα μέλη του δείγματος που είχαν εγκαταλείψει το σχολείο στην ηλικία των 18 ετών χωρίς να έχουν πάρει τη βάση σε κανένα μάθημα στις εξετάσεις για το Σχολικό Απολυτήριο θεωρήθηκε ότι διέκοψαν το σχολείο χωρίς τίτλο σπουδών.  Συνολικά 18,7% (170/910) του δείγματος ικανοποιούσε αυτό το κριτήριο.
  2. Εγγραφή στο πανεπιστήμιο. Τα μέλη του δείγματος θεωρήθηκαν εγγεγραμμένα στο πανεπιστήμιο εάν μέχρι την ηλικία των 21 ετών ανέφεραν εγγραφή σε πανεπιστημιακό ή τεχνολογικό ίδρυμα.  Μόλις λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο (34,3%, 306/893) των συμμετεχόντων ικανοποίησαν αυτό το κριτήριο.  (Όσοι είχαν γραφτεί στο πανεπιστήμιο ως την ηλικία των 21 ετών, αποτελούσαν το 95% όσων θα γράφονταν τελικά σε κάποια σχολή ως την ηλικία των 25 ετών).
  • Απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου. Τα μέλη του δείγματος που ανέφεραν ως την ηλικία των 25 ετών ότι είχαν αποκτήσει πτυχίο πανεπιστημίου από πανεπιστημιακό ή τεχνολογικό ίδρυμα θεωρήθηκε πως είχαν αποκτήσει πανεπιστημιακό τίτλο: 26,6% (231/870) των μελών του δείγματος ικανοποιούσε αυτό το κριτήριο.

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Για να ελεγχθούν οι συσχετισμοί μεταξύ της συχνότητας της χρήσης κάνναβης και των μετρήσεων των εκπαιδευτικών επιδόσεων για πιθανή σύγχυση από άλλους κοινωνικούς, οικογενειακούς και μεμονωμένους παράγοντες, επιλέχθηκε μια σειρά μετρήσεων από τη βάση δεδομένων της μελέτης.  Αυτοί οι παράγοντες επιλέχτηκαν με βάση ότι περιέγραφαν τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας του ατόμου πριν από την ηλικία των 16 ετών και ήταν γνωστό ότι συνδέονταν είτε με τη χρήση κάνναβης είτε με τις εκπαιδευτικές επιδόσεις.

Κοινωνιοδημογραφικοί παράγοντες

  1. Ηλικία της μητέρας. Η ηλικία της μητέρας εκτιμήθηκε καθόλη τη διάρκεια από τη γέννηση του παιδιού (μέση ηλικία= 25.8, SD = 4.9, διακύμανση = 15-47).
  2. Η εκπαίδευση της μητέρας ταξινομήθηκε σε τρία επίπεδα βάσει του υψηλότερου επιπέδου εκπαιδευτικών επιδόσεων που αναφέρθηκε κατά τη γέννηση του παιδιού. Η ταξινόμηση είχε ως εξής: 1= κανένα επίσημο προσόν (51,2% του δείγματος), 2=  γυμνάσιο (30,3%), 3 = τριτοβάθμια εκπαίδευση (18,6%).
  • Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας αξιολογήθηκε κατά τη γέννηση του παιδιού χρησιμοποιώντας την κλίμακα επαγγελματικής θέσης για τη Νέα Ζηλανδία των Elley και Irving (22).  Αυτή η κλίμακα ταξινόμησε τις οικογένειες σε έξι κατηγορίες βάσει του επαγγέλματος του πατέρα.  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης αυτός ο δείκτης μειώθηκε σε ταξινόμηση 3 επιπέδων: 1= επαγγελματίας, διευθυντικό στέλεχος (20,2% του δείγματος), 2= υπάλληλος, τεχνικός, ειδικευμένος (52,8%) 3= ημιειδικευμένος, ανειδίκευτος, άνεργος (27,0%).  Οι οικογένειες στις οποίες δεν υπήρχε αρσενικός γονέας και οι οικογένειες των οποίων η ευημερία εξαρτιόταν από την πρόνοια ταξινομήθηκαν ως επίπεδο 3, βάσει των χαμηλών εισοδημάτων τους.

Μετρήσεις λειτουργικότητας της οικογένειας

  1. Αλλαγές των γονέων. Ως τμήμα των ετήσιων αξιολογήσεων από την ηλικία του 1 έτους έως τα 16 έτη, οι γονείς ρωτήθηκαν σχετικά με τις αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και τη θέση του παιδιού στην οικογένεια κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών.  Αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθεί μια κλίμακα μέτρησης της οικογενειακής αστάθειας κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας βάσει υπολογισμού του αριθμού των αλλαγών που έκαναν οι γονείς και που βίωσε το παιδί από τη γέννηση έως την ηλικία των 16 ετών.  Οι αλλαγές περιελάμβαναν όλες τις αλλαγές που προήλθαν από χωρισμό/διαζύγιο των γονιών, συμφιλίωση, δεύτερο γάμο, θάνατο, υιοθέτηση/επιμέλεια και άλλες.  Συνολικά, 36% του δείγματος είχε βιώσει τουλάχιστον μια αλλαγή ως την ηλικία των 16 ετών (μέση αλλαγή= 1,3, SD= 2,5, διακύμανση 0-20).
  2. Σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Στην ηλικία των 18 ετών, τα μέλη του δείγματος ρωτήθηκαν σχετικά με την έκθεσή τους σε σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία και πριν την ηλικία των 16 ετών.  Αυτές οι ερωτήσεις συμπεριλάμβαναν συγκεκριμένα διευκρινήσεις σχετικά με την έκθεση σε μια σειρά 15 ανεπιθύμητων σεξουαλικών εμπειριών κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.  Αυτές οι εμπειρίες ποικίλλουν από επεισόδια κακοποίησης χωρίς επαφή (π.χ. άσεμνη έκθεση, δημόσιος αυνανισμός) έως επεισόδια που εμπεριείχαν σεξουαλικές θωπείες ή άλλες μορφές σεξουαλικής επαφής, επεισόδια που εμπεριείχαν απόπειρα ή επιτυχημένη στοματική, πρωκτική ή κολπική σεξουαλική επαφή.  Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν έκθεση σε ανεπιθύμητες σεξουαλικές εμπειρίες στην παιδική τους ηλικία κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια επιπλέον σειρά ερωτήσεων σχετικά με το βαθμό και τη φύση της εμπειρίας της κακοποίησης καθώς και τα χαρακτηριστικά του δράστη (23).  Οι ίδιες ερωτήσεις επαναλήφθηκα στην ηλικία των 21 ετών.  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, τα μέλη του δείγματος ταξινομήθηκαν ως άτομα που είχαν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, εάν ανέφεραν είτε στην ηλικία των 18 είτε στην ηλικία των 21 ετών ότι είχαν βιώσει κακοποίηση που εμπεριείχε σωματική επαφή με ένα δράστη.  Συνολικά το 11,4% του δείγματος ανέφερε ότι είχε βιώσει σεξουαλική κακοποίηση με επαφή.
  • Σωματική κακοποίηση στην παιδική ηλικία (0-16 έτη). Παράλληλα με τις ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση, τα μέλη του δείγματος ρωτήθηκαν στην ηλικία των 18 και 21 ετών για τη χρήση σωματικής τιμωρίας από τους γονείς τους, κατά την παιδική τους ηλικία και πριν την ηλικία των 16 ετών.  Ο βαθμός χρήσης σωματικής τιμωρίας από τους γονείς αξιολογήθηκε σε πεντάβαθμη κλίμακα: ο γονιός δεν έκανε ποτέ χρήση σωματικής τιμωρίας, ο γονιός έκανε σπάνια χρήση σωματικής τιμωρίας, ο γονιός έκανε τακτικά χρήση σωματικής τιμωρίας, ο γονιός έκανε πολύ συχνά ή πολύ σκληρή χρήση σωματικής τιμωρίας, ο γονιός συμπεριφερόταν στον συμμετέχοντα στην έρευνα με σκληρό και καταχρηστικό τρόπο.  Ξεχωριστές ερωτήσεις τέθηκαν τόσο για τη μητέρα όσο και για τον πατέρα (24).  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, τα μέλη του δείγματος ταξινομήθηκαν ως άτομα που έχουν βιώσει σωματική κακοποίηση εάν ανέφεραν είτε στην ηλικία των 18 ετών είτε στην ηλικία των 21 ετών ότι τουλάχιστον ένας από τους δύο γονείς είχε τακτικά κάνει χρήση σωματικής τιμωρίας ή τους συμπεριφερόταν με σκληρό και απότομο τρόπο.  Με βάση αυτό το κριτήριο, συνολικά το 17,6% του δείγματος ταξινομήθηκε ως άτομα που είχαν βιώσει σωματική κακοποίηση.
  1. Προσκόλληση στους γονείς (15 έτη). Ο βαθμός προσκόλλησης στους γονείς εκτιμήθηκε στην ηλικία των 15 ετών χρησιμοποιώντας την κλίμακα Armsden και Greenberg για την προσκόλληση στους γονείς (25).  Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η πλήρης βαθμολογία της κλίμακας και η εκτίμηση με την coefficient a, ήταν .87 (μέση τιμή προσκόλλησης= 72.9, SD = 9.7, διακύμανση 32-84).
Μετρησεις της προσαρμογης των γονιών
  1. Εγκληματική δραστηριότητα των γονιών. Όταν τα μέλη του δείγματος ήταν 15 ετών, ρωτήθηκαν οι γονείς εάν κάποιος από τους δύο είχε ιστορικό εγκληματικής παραβατικότητας.  Βάσει αυτών των στοιχείων 13,3% του δείγματος ταξινομήθηκε πως έχει γονείς με ιστορικό εγκληματικότητας.
  2. Προβλήματα των γονιών με το αλκοόλ. Όταν τα μέλη του δείγματος ήταν 15 ετών, ρωτήθηκαν οι γονείς εάν κάποιος από τους δύο είχε ιστορικό αλκοολισμού ή προβλήματα με το αλκοόλ. Βάσει αυτών των στοιχείων 12,1% του δείγματος ταξινομήθηκε πως έχει γονείς με ιστορικό προβλημάτων με το αλκοόλ.
  • Χρήση παράνομων ουσιών των γονιών. Όταν τα μέλη του δείγματος ήταν 11 ετών, ρωτήθηκαν οι γονείς σχετικά με τη χρήση κάνναβης ή άλλων παράνομων ουσιών.  Βάσει αυτών των ερωτήσεων, 24,9% του δείγματος ταξινομήθηκε πως έχει γονείς με ιστορικό χρήσης παράνομων ουσιών.

Μετρήσεις της γνωσιακής ικανότητας/ των εκπαιδευτικών επιδόσεων στην παιδική ηλικία

  1. Γνωσιακή ικανότητα (8 ετών). Σε ηλικία των 8 ετών, εκτιμήθηκε η γνωσιακή ικανότητα του παιδιού με την αναθεωρημένη Κλίμακα Νοημοσύνης για Παιδιά Wechsler (WISC-R) (26).  Για τους σκοπούς αυτής της ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε η συνολική βαθμολογία IQ.  Η αξιοπιστία αυτής της βαθμολογίας, η οποία εκτιμήθηκε με μεθόδους split-half, ήταν .93 (μέσο IQ= 101,7, SD = 15,8, διακύμανση 30-143).
  2. Κατανόηση κειμένου (10 ετών). Η ικανότητα κατανόησης κειμένου εκτιμήθηκε σε ηλικία 10 ετών με το Progressive Achievement Test of Reading Comprehension (27).  Τα θέματα του τεστ επιλέχθηκαν να καλύπτουν επίπεδα αναγνωσμάτων για παιδιά ηλικίας 8-12 ετών. Η αξιοπιστία αυτού του τεστ, που εκτιμήθηκε με την coefficient a, ήταν .83 (μέση επίδοση διαβάσματος/κατανόησης= 10,4, SD = 7,1, διακύμανση 0-31).
  • Μαθηματική λογική (11 ετών). Σε ηλικία 11 ετών, χορηγήθηκε στα παιδιά τεστ μαθηματικής λογικής το οποίο βασίστηκε στο Progressive Achievement Test of Mathematics (28).  Τα θέματα του τεστ επιλέχθηκαν για να καλύπτουν επίπεδα δυσκολίας για ηλικίες από 8 έως 13 ετών.  Η αξιοπιστία αυτού του τεστ, που εκτιμήθηκε με την coefficient a, ήταν .87 (μέση επίδοση στα μαθηματικά= 24,9, SD = 7,4, διακύμανση 0-40).
  1. Σχολική Ικανότητα (13 ετών). Σε ηλικία 13 ετών, τα μέλη του δείγματος εκτιμήθηκαν με το Test of Scholastic Abilities (TOSCA) (29).  Το TOSCA είναι μια ευρεία μέτρηση σχεδιασμένη για να εκτιμήσει τις λεκτικές ικανότητες και τη μαθηματική λογική που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την επιτυχία στις ακαδημαϊκές πτυχές του σχολικού προγράμματος.  Η αξιοπιστία του τεστ, που εκτιμήθηκε με την coefficient a, ήταν .95 (μέση επίδοση στο TOSCA= 34,7, SD= 15,1, διακύμανση 0-69).

Ανεξάρτητοι παράγοντες

  1. Φύλο
  2. Προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού (8 ετών). Όταν τα μέλη του δείγματος ήταν 8 ετών, οι πληροφορίες σχετικά με τα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού λήφθηκαν από αναφορά των γονιών και των δασκάλων.  Οι αναφορές από τους γονείς λήφθηκαν από μια συνέντευξη με τη μητέρα του παιδιού, χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο για τη συμπεριφορά το οποίο συνδύαζε ερωτήσεις από τα ερωτηματολόγια για γονείς του Rutter (30) και του Conners (31).  Παράλληλα με την αναφορά από τη μητέρα, ζητήθηκε από το δάσκαλο του παιδιού να συμπληρώσει μια συνδυασμένη έκδοση των ερωτηματολογίων για δασκάλους του Rutter (30) και του Conners (32).  Η παραγοντική ανάλυση της συνάφειας των ερωτήσεων έδειξε ότι ήταν δυνατή η επιλογή ερωτημάτων από αυτές τις αναφορές τα οποία θα δημιουργούσαν μια ομοιο-διάστατη κλίμακα που αντικατόπτριζε το βαθμό αναφοράς από τους γονείς και τους δασκάλους όσον αφορά προβλήματα συμπεριφοράς σε δύο τομείς συμπεριφοράς (33): (i) Προβλήματα προσοχής: ο βαθμός στον οποίο το παιδί παρουσίαζε ανησυχία, προβλήματα συγκέντρωσης ή υπερκινητικότητα, (ii) προβλήματα συμπεριφοράς: ο βαθμός στον οποίο το παιδί παρουσίαζε επιθετική, αντιδραστική και διαταραγμένη συμπεριφορά.  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, οι αναφορές από το γονιό και το δάσκαλο αθροίστηκαν για να δημιουργηθούν δύο κλίμακες βαθμολογίας οι οποίες θα αντικατόπτριζαν το βαθμό των τάσεων του παιδιού για προβλήματα προσοχής και συμπεριφοράς στην ηλικία των 8 ετών.  Οι αξιοπιστίες των κλιμάκων αυτών, οι οποίες εκτιμήθηκαν με την  coefficient a, ήταν .82 και .93 αντίστοιχα (μέση βαθμολογία προβλημάτων συμπεριφοράς= 51,1, SD= 8,5, διακύμανση 43-102, μέση βαθμολογία προβλημάτων προσοχής = 20,3, SD= 5,7, διακύμανση 15-43).
  • Προβλήματα συμπεριφοράς (15 ετών). Ο βαθμός προβλημάτων συμπεριφοράς των εφήβων εκτιμήθηκε στην ηλικία των 15 ετών βάσει των αναφορών από τους γονείς και τις μετρήσεις αυτοαναφοράς διαταραγμένων και αντιδραστικών συμπεριφορών. Οι αναφορές των γονιών αξιολογήθηκαν με ερωτήσεις σχετικά με τις διαταραχές συμπεριφοράς από τον αναθεωρημένο κατάλογο ελέγχου για τα προβλήματα συμπεριφοράς (Revised Behavior Problem Checklist) (34), ενώ οι αυτοαναφερόμενες συμπεριφορές εκτιμήθηκαν με ερωτήσεις σχετικά με τη διαταραχή συμπεριφοράς/ αντίδρασης από τη Διαγνωστική Συνέντευξη για Παιδιά (35).  Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης οι αναφορές από τους γονείς και οι αυτό-αναφορές συνδυάστηκαν σε μια μονοδιάστατη κλίμακα αντικατοπτρίζοντας το επίπεδο προβλημάτων συμπεριφοράς του εφήβου.  Η συνδυασμένη κλίμακα ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη (a = .94) (μέση βαθμολογία προβληματικής συμπεριφοράς του εφήβου= 64,6, SD= 12,3, διακύμανση= 51-134).
  1. Κάπνισμα (16 ετών). Στην ηλικία των 16 ετών, τα μέλη του δείγματος ρωτήθηκαν για την τρέχουσα συμπεριφορά τους σχετικά με το κάπνισμα. Η συχνότητα του καπνίσματος καταγράφηκε σε μια πεντάβαθμη κλίμακα: μη-καπνιστής (57,5% του δείγματος), κάπνιζε λιγότερο από μια φορά το μήνα (13,2%), κάπνιζε τουλάχιστον μια φορά το μήνα (6,7%), κάπνιζε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα (8,5%), κάπνιζε καθημερινά (14,1%).
  2. Επιδίωξη καινοτομίας (16 ετών). Ο βαθμός που η ομάδα επιδιώκει καινοτόμες συμπεριφορές εκτιμήθηκε στην ηλικία 16 ετών, με την κλίμακα για την αναζήτηση καινοτομίας Τρισδιάστατη Κλίμακα Προσωπικότητας (36). Οι ερωτήσεις της κλίμακας συναθροίστηκαν για να βρεθεί μια συνολική μέτρηση για την επιδίωξη καινοτομίας.  Αυτή η κλίμακα είχε μέτρια αξιοπιστία (a= 76) (μέση βαθμολογία αναζήτησης καινοτομίας= 18,3, SD= 5,1, διακύμανση= 2,31).
  3. Συναναστροφή με παρεκκλίνοντες ομοτίμους (16 years). Στην ηλικία των 16 ετών, τα μέλη του δείγματος κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά σχετικών γραπτών ερωτήσεων αναφορικά με το βαθμό στον οποίο οι φίλοι τους κάπνιζαν, κατανάλωναν αλκοόλ, κάνναβη ή άλλες ουσίες, έκαναν «κοπάνες» ή παραβίαζαν το νόμο με κάποιο τρόπο. Αυτές οι ερωτήσεις αυτοαναφοράς συνδυάστηκαν για να βρεθεί μια συνολική μέτρηση σχετικά με το βαθμό κατά τον οποίο το νέο άτομο συναναστρεφόταν με παρεκκλίνοντες ομότιμους ή με ομότιμους που έκαναν χρήση ουσιών (37).  Η κλίμακα είχε μέτρια αξιοπιστία (a= .80) (μέση βαθμολογία συναναστροφής με ομότιμους= 5,6, SD= 2,6, διακύμανση= 2-12).

Στατιστική ανάλυση

Για να εξεταστούν οι συσχετισμοί ανάμεσα στη συνολική χρήση κάνναβης και τις μετέπειτα εκπαιδευτικές επιδόσεις, οι μετρήσεις της συνολικής χρήσης κάνναβης ταξινομήθηκαν αρχικά σε τέσσερις κατηγορίες που απεικονίζουν την έκταση της χρήσης κάνναβης.  Αυτή η ταξινόμηση ήταν: δεν έχει ποτέ κάνει χρήση κάνναβης, έχει κάνει χρήση κάνναβης 1-9 φορές, έχει κάνει χρήση κάνναβης μεταξύ 10-99 φορές, έχει κάνει χρήση κάνναβης 100+ φορές.  Ενώ αυτή η ταξινόμηση είναι αυθαίρετη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο πειραματισμός με μια σειρά εναλλακτικών τρόπων ταξινόμησης παρήγαγε ουσιαστικά τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που αναφέρονται εδώ.  Κατά συνέπεια, η ταξινόμηση της χρήσης κάνναβης δεν είναι πιθανό να έχει επηρεάσει τα συμπεράσματα που προέρχονται από αυτή την ανάλυση.  Οι συσχετισμοί δύο μεταβλητών της συνολικής χρήσης κάνναβης και των μετρήσεων των μετέπειτα εκπαιδευτικών επιδόσεων (Πίνακας 1) ελέγχθηκαν όσον αφορά στη στατιστική τους σημασία χρησιμοποιώντας το χ2 τεστ γραμμικότητας των Mantel-Haenszel.  Η δύναμη του συσχετισμού μεταξύ των μετρήσεων της συνολικής χρήσης κάνναβης και των πιθανών παραγόντων (Πίνακας 2) εκτιμήθηκε με τη συσχέτιση του Pearson.

Η συσχέτιση ανάμεσα στη συνολική χρήση κάνναβης και τις μετρήσεις εκπαιδευτικών επιδόσεων προσαρμόστηκε για διάφορους παράγοντες χρησιμοποιώντας μεθόδους λογαριθμικής παλινδρόμησης κατά τις οποίες κάθε εκπαιδευτικό αποτέλεσμα παλινδρομήθηκε με τη σχετική μέτρηση της συνολικής χρήσης κάνναβης και των πιθανών παραγόντων.  Αυτές οι αναλύσεις χρησιμοποίησαν μεθόδους επιλογής συμμεταβλητών, για να εντοπιστεί ένα σταθερό σύνολο διαφόρων παραγόντων για κάθε αποτέλεσμα.  Οι συμμεταβλητές που περιλαμβάνονται στο τελικό προσαρμοσμένο μοντέλο για κάθε αποτέλεσμα παρατίθενται στον Πίνακα 3.  Επιπλέον, για τις μετρήσεις της συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και το βαθμό επιδόσεων, τα μοντέλα παλινδρόμησης συμπεριέλαβαν επίσης τη μέτρηση διακοπής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως παράγοντα πρόβλεψης, προκειμένου να ελέγξουν την επίδραση της πρόωρης χρήσης κάνναβης στις επιδόσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τις συνέπειες των χαμηλών επιδόσεων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Οι προσαρμοσμένοι συσχετισμοί (Πίνακας 3) μεταξύ της συνολικής χρήσης κάνναβης και των εκπαιδευτικών επιδόσεων υπολογίστηκαν με τη μέθοδο που περιγράφηκε από τον Lee (38).

Για να εξεταστεί το αντίστροφο επιχείρημα της αιτιότητας ότι η εγκατάλειψη του σχολείου χωρίς πτυχίο μπορεί να αυξήσει την εμπλοκή του ατόμου με τη χρήση κάνναβης, η κατ’εκτίμηση μέση συχνότητα χρήσης κάνναβης στις ηλικίες μεταξύ 17-25 ετών, συγκρίθηκε για τα άτομα που εγκατέλειψαν το σχολείο χωρίς προσόντα και για αυτά που δεν το εγκατέλειψαν (Πίνακας 4).  Η στατιστική σημασία του μη προσαρμοσμένου συσχετισμού εκτιμήθηκε με ένα t-test για τους ασύνδετους μέσους όρους.  Τα μέσα ποσοστά χρήσης κάνναβης που παρατηρήθηκαν εξετάστηκαν με μεθόδους ανάλυσης της συνδιακύμανσης σε σχέση με άλλους σημαντικούς παράγοντες και το προγενέστερο ιστορικό χρήσης κάνναβης και η βαρύτητα του ελεγμένου συσχετισμού προήλθε από την ανάλυση του μοντέλου συνδιακύμανσης.  Δεδομένου ότι οι μετρήσεις της συχνότητας της χρήσης κάνναβης από τα 17-25 έτη παρουσίασαν μεγάλη καμπύλη και δεν ήταν φυσιολογικά διανεμημένες, τα συμπεράσματα των παραπάνω αναλύσεων διασταυρώθηκαν με την εκ νέου ανάλυση των στοιχείων χρησιμοποιώντας αντίθετα δυωνυμικά μοντέλα παλινδρόμησης, στα οποία η συχνότητα της χρήσης κάνναβης από τα 17-25 έτη διαμορφώθηκε ως συγραμμικό αποτέλεσμα της εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς προσόντα και διάφορων σχετικών παραγόντων.  Αυτή η ανάλυση παρήγαγε όμοια συμπεράσματα με την απλούστερη ανάλυση του μοντέλου συνδιακύμανσης.

Μέγεθος του δείγματος και προκαταλήψεις

Οι αναλύσεις σε αυτό το άρθρο βασίζονται στον αριθμό των συμμετεχόντων για τους οποίους υπάρχουν πλήρη στοιχεία στις μετρήσεις της χρήσης κάνναβης και των εκπαιδευτικών επιδόσεων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε ανάλυση.  Αυτά τα δείγματα κυμαίνονται σε μέγεθος από 870 έως 910 και αντιπροσωπεύουν από το 69% έως το 72% της αρχικής ομάδας των 1.265 συμμετεχόντων.  Υπήρξαν δύο βασικοί λόγοι για αυτές τις απώλειες στο δείγμα.  Κατ’ αρχήν, μέσω των κανονικών διαδικασιών «φθοράς» του δείγματος σε μια διαχρονική μελέτη, ένα ποσοστό της ομάδας χάθηκε μόνιμα από το follow-up, είτε λόγω μετανάστευσης, είτε λόγω άρνησης, είτε λόγω θανάτου.  Κατά δεύτερον, ακόμη και μεταξύ όσων εντοπίστηκαν στο follow-up δεν μπορούσαν όλοι οι συμμετέχοντες να αξιολογηθούν σε όλες τις περιπτώσεις, με συνέπεια την απώλεια στοιχείων σε κάποιες μετρήσεις για ορισμένες περιόδους παρατήρησης.

Το επίπεδο απώλειας του δείγματος εγείρει ζητήματα όσον αφορά στο βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μπορεί να έχουν επηρεαστεί από την μη-τυχαία δειγματοληψία.  Για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος, όλες οι αναλύσεις επαναλήφθηκαν με τις τεχνικές που περιγράφει ο Carlin κ.ά. (39).  Αυτές οι μέθοδοι περιελάμβαναν μια διαδικασία σε δύο στάδια.  Στο πρώτο στάδιο, κατασκευάστηκε ένα μοντέλο επιλογής του δείγματος με στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στη γέννηση ώστε να προβλεφθεί η συμμετοχή στο δείγμα ανάλυσης.  Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτή η ανάλυση έδειξε ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές τάσεις (p<.05) στο δείγμα που αναλύθηκε στην υπο-εκπροσώπηση παιδιών από υποβαθμισμένα περιβάλλοντα (χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών, μονογονεϊκές οικογένειες, παιδί Māori ή από νησί του ειρηνικού).  Βάσει του μοντέλου προσαρμοσμένης επιλογής, το δείγμα στρωματοποιήθηκε στη συνέχεια σε μια σειρά ομάδων και η πιθανότητα συμμετοχής στο δείγμα ανάλυσης εκτιμήθηκε για κάθε ομάδα.  Στο δεύτερο στάδιο, αναλύθηκαν εν νέου τα στοιχεία με τις παρατηρήσεις για κάθε άτομο σταθμισμένες με τις αντίθετες από τις πιθανότητες συμμετοχής στο δείγμα.  Σε όλες τις περιπτώσεις, η ζυγισμένη ανάλυση έδωσε σχεδόν όμοια συμπεράσματα με τα αποτελέσματα που αναφέρονται εδώ, υποδηλώνοντας ότι οι επιδράσεις στα αποτελέσματα από τα στοιχεία που λείπουν και οι ενδεχόμενες προκαταλήψεις στην επιλογή του δείγματος ήταν πιθανόν ελάχιστες.

 

Αποτελέσματα

Συσχετισμοί ανάμεσα στη συχνότητα χρήσης κάνναβης και τις εκπαιδευτικές επιδόσεις

Στον Πίνακα 1 εμφανίζεται η συνολική συχνότητα της χρήσης κάνναβης στις ηλικίες 16, 18 και 20 ετών σε σχέση με τις μετρήσεις των μετέπειτα εκπαιδευτικών επιδόσεων.  Για κάθε σύγκριση ο πίνακας παρουσιάζει τη συχνότητα της χρήσης κάνναβης ταξινομημένη σε μια σειρά κατηγοριών που κυμαίνεται από εκείνους που δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση κάνναβης έως εκείνους που ανέφεραν χρήση κάνναβης σε τουλάχιστον 100 περιπτώσεις.  Για τις μετρήσεις της χρήσης κάνναβης έως την ηλικία των 16 ετών, το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα που μετρήθηκε ήταν η διακοπή του σχολείου χωρίς απολυτήριο.  Για τις μετρήσεις της χρήσης κάνναβης έως την ηλικία των 18 ετών το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα είναι η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο έως την ηλικία των 21 ετών, και για τις μετρήσεις της χρήσης κάνναβης έως την ηλικία των 20 ετών η μέτρηση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος είναι η απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου έως την ηλικία των 25 ετών.  Έτσι ο Πίνακας 1 εξετάζει τους συσχετισμούς μεταξύ της προγενέστερης χρήσης κάνναβης και των μετέπειτα εκπαιδευτικών επιδόσεων.  Κάθε σύγκριση ελέγχθηκε όσον αφορά τη σημαντικότητα από το χ2 τεστ για τη γραμμική τάση των Mantel-Haenszel.  Σε όλες τις περιπτώσεις, υπήρξαν σημαντικοί συσχετισμοί (p<.0001) ανάμεσα στην προηγούμενη συνολική χρήση κάνναβης και στις μετέπειτα εκπαιδευτικές επιδόσεις.  Οι νέοι που είχαν κάνει χρήση κάνναβης σε περισσότερες από 100 περιπτώσεις είχαν ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς πτυχίο που 5,8 φορές υψηλότερα από εκείνους που δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση κάνναβης.  Ομοίως, εκείνοι που δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση κάνναβης είχαν 3,3 φορές περισσότερες πιθανότητες εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και 4,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν πανεπιστημιακό τίτλο από εκείνους που είχαν κάνει χρήση κάνναβης σε περισσότερες από 100 περιπτώσεις.

Πινακας 1  Χρήση κάνναβης και σχολικές επιδόσεις

Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία των 16 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχει κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p 1
% Διακοπή του σχολείου πριν την ολοκλήρωση 14.1
(102/724)
30.4
(41/135)
45.0
(18/40)
81.8
(9/11)
<.0001
Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία των 18 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχει κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p 1
% Εγγραφή σε πανεπιστήμιο ως την ηλικία των 21 ετών 39.4
(176/447)
34.1
(76/223)
31.9
(44/138)
11.8
(10/85)
<.0001
Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία των 20 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχει κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p 1
% Απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου ως την ηλικία των 25 ετών 38.5
(112/291)
22.4
(50/223)
30.2
(54/179)
8.5
(15/177)
<.0001

1 αξία p- βάσει του ελέγχου γραμμικότητας Mantel-Haenszel.

Συσχετισμοί ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και σε παράγοντες κοινωνικούς, οικογενειακούς και παιδικής ηλικίας

Στον Πίνακα 2 εμφανίζονται οι συσχετισμοί ανάμεσα στη συχνότητα χρήσης κάνναβης στις ηλικίες 16, 18 και 20 ετών και μια σειρά μετρήσεων παραγόντων κοινωνικών, οικογενειακών και παιδικής ηλικίας.  Ο Πίνακας δείχνει την παρουσία κυρίαρχων συσχετισμών ανάμεσα στις μετρήσεις της χρήσης κάνναβης και τις μετρήσεις του οικογενειακού κοινωνικού υποβάθρου, της οικογενειακής λειτουργίας, της προσαρμογής των γονέων και των χαρακτηριστικών της παιδικής ηλικίας.  Κατά γενικό κανόνα, η κατοπινή χρήση κάνναβης ήταν συχνότερη μεταξύ των νέων από κοινωνικά μειονεκτούντα περιβάλλοντα, μεταξύ των νέων με άσχημα παιδικά βιώματα, μεταξύ των νέων οι γονείς των οποίων είχαν ιστορικό εγκληματικότητας ή χρήσης ουσιών, μεταξύ των νέων που ήταν επιρρεπείς σε προβλήματα συμπεριφοράς στην παιδική τους ηλικία, μεταξύ των νέων που επιδίωκαν καινοτόμες συμπεριφορές και μεταξύ των νέων με υψηλά επίπεδα συναναστροφής με παρεκκλίνοντες ομότιμους. Υπήρξε επίσης μια σαφής τάση για τους άντρες να εμφανίσουν υψηλότερα ποσοστά χρήσης κάνναβης στο τέλος της εφηβείας από ότι οι γυναίκες.  Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό, ότι είτε δεν υπήρχαν είτε ήταν πολύ μικροί οι συσχετισμοί μεταξύ των μετρήσεων της γνωσιακής ικανότητας και των επιδόσεων στη μέση παιδική ηλικία ή την αρχή της εφηβείας και της μετέπειτα χρήσης κάνναβης, γεγονός που υποδηλώνει ότι βάσει της απόδοσής τους στο σχολείο, δεν υπάρχει σημαντικός λόγος να θεωρηθεί ότι οι νέοι που αργότερα έκαναν χρήση κάνναβης θα εντάσσονταν στην ομάδα κινδύνου για μετέπειτα ακαδημαϊκή αποτυχία.

Πίνακας 2. Κοινωνικοι, οικογενειακοι, ατομικοι παράγοντες και χρήση κάνναβης στην ηλικία των 16, 18, και 20 ετών.

Συγκεντρωτική συχνότητα χρήσης κάνναβης ανά ηλικία
Μέτρηση 16 ετών 18 ετών 20 ετών
Κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο
Ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση του παιδιού -.14 -.12 -.11
Εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας κατά τη γέννηση του παιδιού -.11 -.06 a -.07
Κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας .13 .08 .09
Λειτουργικότητα της οικογένειας
Αλλαγές γονιών (0-16 ετών) .23 .23 .16
Σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία (0-16 ετών) .18 .17 .13
Σωματική κακοποίηση στην παιδική ηλικία (0-16 ετών) .12 .13 .10
Προσκόλληση με τους γονείς (15 ετών) -.24 -.24 -.21
Γονική προσαρμογή
Ιστορικό εγκληματικότητας των γονιών (15 ετών) .13 .18 .18
Ιστορικό προβλημάτων με το αλκοόλ των γονιών (15 ετών) .12 .14 .13
Παράνομη χρήση ουσιών από τους γονείς (11 ετών) .20 .20 .17
Γνωσιακή ικανότητα/Σχολικές επιδόσεις  
WISC-R συνολική βαθμολογία IQ (8 ετών) -.01 a -.02 a -.01 a
Αφομοίωση Ανάγνωσης PAT (10 ετών) -.04 a -.04 a -.05 a
Μαθηματική Ικανότητα PAT (11 ετών) -.00 a -.03 a -.03 a
Σχολική Ικανότητα (TSA) (13 ετών) -.03 a -.06 a -.08
Ατομικά χαρακτηριστικά
Άντρες -.02 a .08 .17
Προβλήματα συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία (8 ετών) .16 .17 .18
Προβλήματα προσοχής του παιδιού (8 ετών) .11 .12 .12
Προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία (15 ετών) .40 .36 .34
Κάπνισμα (16 ετών) .47 .40 .30
Αναζήτηση καινοτομιών (16 ετών) .28 .38 .38
Βαθμολογία συναναστροφής με παρεκκλίνοντες ομότιμους (16 ετών) .47 .50 .44
Επιδόσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Διακοπή του σχολείου πριν την ολοκλήρωση .22 .17

 

a Η συσχέτιση δεν διαφέρει σημαντικά από το μηδέν (p>.05)

Συσχετισμοί μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των εκπαιδευτικών επιδόσεων προσαρμοσμένων για διάφορους παράγοντες

Τα παραπάνω αποτελέσματα αυξάνουν τη πιθανότητα οι συσχετισμοί ανάμεσα στις εκπαιδευτικές επιδόσεις και τη χρήση κάνναβης που παρουσιάστηκαν στον Πίνακα 1 να μπορούν να εξηγηθούν από τους συσχετισμούς ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και τους κοινωνικούς, οικογενειακούς  παράγοντες και τους παράγοντες της παιδικής ηλικίας που παρουσιάστηκαν στον Πίνακα 2.  Για να εξεταστεί αυτή η πιθανότητα, οι συσχετισμοί μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της εκπαιδευτικής επίδοσης ελέγχθηκαν για διάφορους παράγοντες που φαίνονται στον Πίνακα 2 χρησιμοποιώντας μεθόδους λογαριθμική παλινδρόμησης (βλ. μεθοδολογία).  Για να μετρηθούν οι εγγραφές στο πανεπιστήμιο και η απόκτηση πτυχίου, τα αποτελέσματα ελέγχθηκαν με βάση τις επιδόσεις πριν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Παρόλο που η γνωσιακή ικανότητα και οι επιδόσεις στη μέση παιδική ηλικία και τις αρχές της εφηβείας όπως εμφανίστηκαν στον Πίνακα 2 δεν συνδέθηκαν σημαντικά με τη χρήση κάνναβης, εξετάστηκε εάν αυτές οι μετρήσεις θα συμπεριληφθούν στα μοντέλα λογαριθμικής παλινδρόμησης, δεδομένου φάνηκε πως βελτιώνουν την ακρίβεια πρόβλεψης των αποτελεσμάτων της κάνναβης στις μετέπειτα εκπαιδευτικές επιδόσεις.

Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης φαίνονται στον Πίνακα 3 που δίνει τα ποσοστά κάθε αποτελέσματος για κάθε επίπεδο χρήσης κάνναβης μετά τον έλεγχο για συμμεταβλητές, σε συνδυασμό με την εκτιμώμενη αναλογία και το αντίστοιχο 95%ΔΕ από το προσαρμοσμένο μοντέλο για κάθε επίπεδο χρήσης κάνναβης, σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση κάνναβης. Ο Πίνακας δείχνει ότι:

  1. Ο έλεγχος για συγχεόμενες μεταβλητές μείωσε ως ένα ορισμένο βαθμό τους συσχετισμούς μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Ακόμα όμως και μετά από αυτό τον έλεγχο, ο συσχετισμός μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της διακοπής του σχολείου χωρίς απολυτήριο παρέμεινε σημαντικός (p<.001).  Το ελεγμένο μοντέλο έδειξε ότι εκείνοι που είχαν κάνει χρήση κάνναβης σε περισσότερες από 100 περιπτώσεις έως την ηλικία των 16 ετών είχαν 3,7 (95% ΔΕ, 1,8-7,.5) φορές περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο χωρίς απολυτήριο, από εκείνους που δεν είχαν κάνει χρήση κάνναβης.
  2. Για την εγγραφή στο πανεπιστήμιο ο έλεγχος για διάφορους παράγοντες μείωσε τους συσχετισμούς με τη χρήση κάνναβης σε βαθμό τόσο πρακτικής όσο και στατιστικής μη σημαντικότητας. Μετά από αυτές τις προσαρμογές το ποσοστό εισόδου στο πανεπιστήμιο για αυτούς που έχουν κάνει χρήση κάνναβης σε τουλάχιστον 100 περιπτώσεις στην ηλικία των 18 ετών ήταν σχεδόν όμοιο με το ποσοστό εισόδου στο πανεπιστήμιο από άτομα που δεν έκαναν χρήση.
  3. Για την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου, ο συσχετισμός με τη χρήση κάνναβης εξηγήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από άλλες μεταβλητές. Μετά τον έλεγχο για αυτές τις μεταβλητές, βρέθηκε μέτρια και οριακά σημαντική τάση (p=.06) για αυξανόμενη χρήση κάνναβης η οποία να συνδέεται με μειωμένη επιτυχία στην απόκτηση πτυχίου: το μοντέλο έδειξε ότι εκείνοι που έχουν κάνει χρήση κάνναβης σε περισσότερες από 100 περιπτώσεις στην ηλικία των 20 ετών έχουν πιθανότητες απόκτησης πτυχίου που είναι 0,68 (95% ΔΕ 0.5-1.0) φορές περισσότερες εκείνων που δεν είχαν κάνει χρήση κάνναβης ακόμα και μετά από τον έλεγχο για διάφορους παράγοντες.

Συνοπτικά, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η σοβαρή χρήση κάνναβης είχε ουσιαστική επίδραση στη διακοπή του σχολείου χωρίς απολυτήριο, δεν έχει καμία επίδραση στην είσοδο στο πανεπιστήμιο και έχει μικρή επίδραση στο ποσοστό απόκτησης πτυχίου.  Στους σημαντικούς παράγοντες περιλαμβανόταν: η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, η ηλικία της μητέρας, το εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας, το IQ των παιδιών, τα προβλήματα συγκέντρωσης στην παιδική ηλικία, τα προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία, το κάπνισμα στην εφηβεία, τα προβλήματα των γονιών με το αλκοόλ και οι επιδόσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Πίνακας 3.  χρήση κάνναβης και εκπαιδευτικά αποτελέσματα μετά τον ελεγχο των συμμεταβλητών.

Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία 16 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχει κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p Σημαντικές συμμεταβλητές
Διακοπή του σχολείου πριν την ολοκλήρωση
Προσαρμοσμένο % 17.5 24.7 33.5 43.7 <.001 1, 3-7
Odds ratio (95%CI) 1.0 1.5
(1.2-2.0)
2.4
(1.5-3.8)
3.7
(1.8-7.5)
Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία 18 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχουν κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p Σημαντικές συμμεταβλητές
Εγγραφή σε πανεπιστήμιο ως την ηλικία των 21 ετών
Προσαρμοσμένο % 34.7 33.3 31.8 30.4 >.30 1, 2, 3, 9
Odds ratio (95%CI) 1.0 0.94
(0.8-1.1)
0.88
(0.7-1.2)
0.82
(0.5-1.3)
Συχνότητα χρήσης κάνναβης ως την ηλικία 20 ετών
Αποτέλεσμα Δεν έχουν κάνει χρήση ποτέ 1-9
Φορές
10-99 Φορές 100+ Φορές p Σημαντικές συμμεταβλητές
Απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου ως την ηλικία των 25
Προσαρμοσμένο % 27.8 25.6 23.2 20.5 .06 1, 4, 8, 9
Odds ratio (95%CI) 1.0 0.88
(0.8-1.0)
0.77
(0.6-1.0)
0.68
(0.5-1.0)

Συμμεταβλητές:          1= Κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας (γέννηση), 2= Εκπαίδευση της μητέρας (γέννηση), 3= Ηλικία της μητέρας (γέννηση), 4= WISC-R IQ score (8 ετών), 5= Προβλήματα προσοχής της μητέρας (8 ετών), 6= Προβλήματα Συμπεριφοράς στην Εφηβείας (15 ετών), 7= Κάπνισμα (16 ετών), 8= Προβλήματα αλκοόλ των γονιών (15 ετών), 9= Πτυχίο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Έλεγχος αντίστροφης αιτιότητας

Τα αποτελέσματα στον πίνακα 3 δείχνουν ότι η πρόωρη βαριά χρήση κάνναβης συνδέθηκε με την εγκατάλειψη της εκπαιδευτικής διαδικασίας.  Εντούτοις, αυτό το αποτέλεσμα αυξάνει την πιθανότητα μιας αντίστροφης αιτιακής σχέσης στην οποία η εμπειρία πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου ενθαρρύνει την αυξημένη χρήση κάνναβης, ενεργοποιώντας ένα φαύλο κύκλο, στον οποίο η χρήση κάνναβης οδηγεί στην εγκατάλειψη της εκπαίδευσης και η εγκατάλειψη της εκπαίδευσης οδηγεί σε αυξανόμενη χρήση κάνναβης.  Αυτό το ζήτημα εξετάζεται στον Πίνακα 4 που παρουσιάζει το συσχετισμό μεταξύ της διακοπής του σχολείου χωρίς απολυτήριο και της χρήσης κάνναβης στις ηλικίες 17-25, πριν και μετά τον έλεγχο διαφόρων παραγόντων.  Διάφοροι σημαντικοί παράγοντες περιελάμβαναν: το ιστορικό εγκληματικότητας των γονιών, προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία, συναναστροφή με παρεκκλίνοντες ομότιμους στην εφηβεία, επιδίωξη καινοτομιών στην εφηβεία και ιστορικό χρήσης κάνναβης πριν από την ηλικία των 16 ετών.  Πριν τον έλεγχο διαφόρων μεταβλητών, υπήρχε σαφής συσχετισμός μεταξύ της εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς προσόντα και της μετέπειτα συχνότητας της χρήσης κάνναβης: εκείνοι που εγκατέλειψαν το σχολείο χωρίς απολυτήριο αναφέρουν πάνω από δύο φορές μεγαλύτερα ποσοστά χρήσης κάνναβης σε σύγκριση με εκείνους που δεν εγκατέλειψαν το σχολείο χωρίς απολυτήριο.  Ωστόσο, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όταν δόθηκε η δέουσα προσοχή στους μη εμφανείς παράγοντες και στα προϋπάρχοντα επίπεδα χρήσης κάνναβης μεταξύ εκείνων που εγκατέλειψαν το σχολείο χωρίς απολυτήριο και σε εκείνους που εγκατέλειψαν το σχολείο με απολυτήριο, δεν βρέθηκε κανένας συσχετισμός ανάμεσα στις επιδόσεις στο σχολείο και στη μετέπειτα χρήση κάνναβης.  Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι είναι απίθανο να υπάρχει αντίστροφη αιτιακη συσχέτιση κατά την οποία η εγκατάλειψη του σχολείου χωρίς απολυτήριο να ενθαρρύνει τη χρήση κάνναβης.

Πίνακας 4.  Εκτιμώμενο ποσοστό (μέση συχνότητα) χρήσης κάνναβης (17-25 ετών) με τη διακοπή του σχολείου χωρίς απολυτηριο πριν και μετά τον ελεγχο διάφορων παράγοντων

Διακοπή του σχολείου χωρίς απολυτήριο
Ναι
(N = 172)
Όχι
(N = 761)
p
Ποσοστό χρήσης κάνναβης (17-25 ετών) 220.6 106.4 <.0001
Ποσοστό χρήσης κάνναβης (17-25 ετών) μετά τον έλεγχο των συμμεταβλητώνa 132.9 125.0 >.60

 a Στις σημαντικές συμμεταβλητές περιλαμβάνονται: ιστορικό εγκληματικότητας των γονιών, προβλήματα συμπεριφοράς στην εφηβεία (15 ετών), συναναστροφή με παρεκκλίνοντες ομότιμους (16 ετών), επιδίωξη εμπειριών (16 ετών), χρήση κάνναβης πριν την ηλικία των 16 ετών.

Συζήτηση

Σε αυτό το άρθρο έχουμε χρησιμοποιήσει στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από μια μακροχρόνια μελέτη διάρκειας 25 ετών, για να εξετάσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και στις εκπαιδευτικές επιδόσεις.  Ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτού του ερευνητικού σχεδίου είναι ότι μπόρεσαν να εξεταστούν οι τρόποι με τους οποίους συνδέεται η προγενέστερη χρήση κάνναβης με τις μετέπειτα εκπαιδευτικές επιδόσεις και ο τρόπος με τον οποίο οι προηγούμενες εκπαιδευτικές επιδόσεις συνδέονται με τη μεταγενέστερη χρήση κάνναβης.  Τα συμπεράσματα και οι συνέπειές τους αναφέρονται περιληπτικά παρακάτω.

Συσχετισμός

Σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες (9, 10, 12) υπήρξαν στοιχεία σαφών και σταθερών συσχετισμών μεταξύ του βαθμού χρήσης κάνναβης και των μεταγενέστερων επιδόσεων στο σχολείο συμπεριλαμβανομένων της εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς απολυτήριο, της αποτυχίας εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και της αποτυχίας απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου.  Οι νέοι που έκαναν συχνή ή σοβαρή χρήση κάνναβης περισσότερο από 5 φορές είχαν περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο χωρίς απολυτήριο και 3,3-4,5 φορές λιγότερες πιθανότητες να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο ή να αποκτήσουν πανεπιστημιακό τίτλο.  Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ανεξάρτητα από ζητήματα αιτιότητας, η σοβαρή χρήση κάνναβης συνδέεται με χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις στην εφηβεία και την ενηλικίωση.

Συνυπάρχουσες μεταβλητές

Η επόμενη ανάλυση διερεύνησε το βαθμό στον οποίο οι συσχετισμοί μεταξύ της χρήσης κάνναβης και τις εκπαιδευτικές επιδόσεις θα μπορούσαν να εξηγηθούν από διάφορους παράγοντες που συνδέθηκαν με τη χρήση κάνναβης και αύξησαν τους κινδύνους για εκπαιδευτική αποτυχία.  Η εξέταση συσχετισμών κοινωνικών, οικογενειακών παραγόντων και της παιδικής ηλικίας με τη χρήση κάνναβης έδειξε ότι η μετέπειτα χρήση κάνναβης ήταν συχνότερη μεταξύ των νέων από κοινωνικά μειονεκτούντα περιβάλλοντα, όσων είχαν βιώσει αντιξοότητες στην παιδική τους ηλικία, όσων οι γονείς είχαν ιστορικό εγκληματικότητας ή χρήσης ουσιών, όσοι είχαν προβλήματα συμπεριφοράς νωρίς, όσων παρουσίασαν έντονη αναζήτηση νέων εμπειριών και όσων είχαν έντονη συναναστροφή με παρεκκλίνοντες ομότιμους ή ομότιμους που έκαναν χρήση ουσιών.  Αυτά τα αποτελέσματα σαφώς δείχνουν ότι η μετέπειτα χρήση κάνναβης συνδέεται με παράγοντες (κοινωνικά μειονεκτήματα, οικογενειακή δυσλειτουργία, προβλήματα προσαρμογής των γονιών, συμπεριφορά στην παιδική ηλικία και συναναστροφή με τους ομότιμους) που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την ανάπτυξη συμπεριφορών εξωτερίκευσης (40, 41).  Ωστόσο, ενώ η μετέπειτα χρήση κάνναβης συνδέθηκε με διάφορους δυσμενείς ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, δεν σχετίστηκε με τα επίπεδα γνωσιακής ικανότητας και ακαδημαϊκής επίδοσης που μετρήθηκαν στη μέση παιδική ηλικία και στην αρχή της εφηβείας.  Υπήρξαν λίγα στοιχεία που να στηρίζουν την υπόθεση ότι όσοι έκαναν χρήση κάνναβης συχνά στην εφηβεία αποτελούσαν ομάδα κινδύνου για εκπαιδευτική αποτυχία ή χαμηλές επιδόσεις πριν από την είσοδο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Αυτό το αποτέλεσμα υποδηλώνει σαφώς μια πιθανή αιτιακή σχέση μεταξύ της έκτασης της χρήσης κάνναβης και της μετέπειτα εκπαιδευτικής αποτυχίας.

Αυτή η υπόθεση υποστηρίχθηκε από περαιτέρω ανάλυση που δείχνει ότι, ακόμα και μετά από εκτενή έλεγχο για διάφορους παράγοντες, η αυξανόμενη χρήση κάνναβης πριν την ηλικία των 16 ετών σχετίζεται με αύξηση στα ποσοστά διακοπής του σχολείου χωρίς απολυτήριο.  Οι νέοι που ανέφεραν χρήση κάνναβης σε περισσότερες από 100 περιπτώσεις στην ηλικία των 16 ετών είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο χωρίς απολυτήριο από τους νέους που ανέφεραν ότι δεν έκαναν χρήση κάνναβης.  Αυτό το αποτέλεσμα υποστηρίζει την άποψη ότι η συχνή και πρόωρη χρήση κάνναβης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς απολυτήριο.

Παρόλα αυτά, όταν δόθηκε η δέουσα προσοχή σε διάφορους παράγοντες και στις σχέσεις μεταξύ της πρώτης σχολικής εκπαίδευσης και της μετέπειτα πορείας, δεν προέκυψε κανένας σημαντικός συσχετισμός μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και ο συσχετισμός μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου μειώθηκε σημαντικά.  Οι σχέσεις μεταξύ της χρήσης κάνναβης και αυτών των αποτελεσμάτων εξηγήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος από διάφορους παράγοντες και από τις σχέσεις μεταξύ της πρώτης εκπαιδευτικής αποτυχίας και της μετέπειτα εκπαιδευτικής επίδοσης.  Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περισσότερα από τα επιβλαβή αποτελέσματα της χρήσης κάνναβης στις μετέπειτα εκπαιδευτικές επιδόσεις εξηγούνται από τους συσχετισμούς μεταξύ της πρόωρης χρήσης κάνναβης και της εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς απολυτήριο.  Αυτά τα συμπεράσματα είναι σύμφωνα με τα συμπεράσματα προηγούμενης μελέτης αυτής της ομάδας που εξέτασε τις σχέσεις μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της ψυχικής υγείας (42).  Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση κάνναβης επηρέασε περισσότερο τους νέους χρήστες, ενώ αυτή η επιρροή μειωνόταν με την αύξηση της ηλικίας.  Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι τα συμπεράσματα είναι παρόμοια για τις εκπαιδευτικές επιδόσεις.  Η χρήση κάνναβης επηρεάζει σημαντικά εκείνους που αρχίζουν τη σοβαρή ή συχνή χρήση στην αρχή της εφηβείας.  Ο Lynskey κ.ά. (12) έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα από μια διαχρονική μελέτη ενός δείγματος Αυστραλών εφήβων υποδεικνύοντας ότι οι επιδράσεις της χρήσης κάνναβης στην πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου είναι περισσότερο εμφανείς στις νεώτερες ηλικίες.

Αντίστροφη αιτιότητα

Τέλος, η παρούσα μελέτη παρείχε την ευκαιρία να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο υπάρχουν αντίστροφοι αιτιακοί συσχετισμοί σύμφωνα με τους οποίους η εκπαιδευτική αποτυχία οδηγεί σε αυξημένη χρήση κάνναβης.  Αυτό επιτεύχθηκε με την εξέταση του βαθμού στον οποίο η πρώιμη εκπαιδευτική αποτυχία συνδέεται με τη μεταγενέστερη χρήση κάνναβης όταν δίνεται η απαραίτητη προσοχή στο κοινωνικό, οικογενειακό και σχετικό και με την προϋπάρχουσα χρήση κάνναβης παρελθόν.  Αυτή η ανάλυση έδειξε ότι όταν δόθηκε προσοχή σε διάφορους παράγοντες, η εκπαιδευτική αποτυχία δεν συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο για μεταγενέστερη χρήση κάνναβης.  Αυτό το αποτέλεσμα υποδηλώνει ότι εάν υπάρχουν αιτιακές σχέσεις μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της εκπαιδευτικής επίδοσης, είναι πολύ πιθανό να απεικονίζουν μια μονο-αιτιακή σχέση σύμφωνα με την οποία η αυξημένη χρήση κάνναβης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εκπαιδευτικής αποτυχίας.

Συμπεράσματα και περιορισμοί

Η βαρύτητα των αποτελεσμάτων αυτής της μελέτης δείχνει μια πιθανή αιτιακή σχέση ανάμεσα στην πρόωρη χρήση κάνναβης και τους αυξημένους κινδύνους εγκατάλειψης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τους νέους.  Αρκετά μέρη των αποτελεσμάτων υποστηρίζουν αυτό το συμπέρασμα.  Κατ’αρχήν, υπάρχουν στοιχεία για μια σταθερή σχέση δόσης-αντίδρασης ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και στους κινδύνους εγκατάλειψης του σχολείου χωρίς απολυτήριο.  Κατά δεύτερον, αυτός ο συσχετισμός παραμένει ακόμη και μετά τον έλεγχο για ένα ευρύ φάσμα διαφόρων άλλων παραγόντων.  Τρίτον, και πιο σημαντικό, η διερεύνηση του ιστορικού εκπαίδευσης των νέων που κάνουν χρήση κάνναβης στη μέση παιδική ηλικία και στην αρχή της εφηβείας έδειξε ότι η μεταγενέστερη χρήση κάνναβης δεν συνδέεται με προηγούμενες γνωσιακές ή ακαδημαϊκές ελλείψεις.  Με βάση τις επιδόσεις τους στη μέση παιδική ηλικία και στην αρχή της εφηβείας δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι εκείνοι που κάνουν χρήση κάνναβης αργότερα ανήκουν σε ομάδα κινδύνου για εκπαιδευτική αποτυχία.  Τέλος, η διερεύνηση της χρονικής αλληλουχίας έδειξε ότι δεν ήταν πιθανό να υπήρχε αντίστροφος αιτιακός συσχετισμός κατά τον οποίο οι μειωμένες εκπαιδευτικές επιδόσεις να έχουν οδηγήσει σε αυξημένη χρήση κάνναβης.  Αν και αυτή η μελέτη έδειξε επίσης ότι η χρήση κάνναβης σχετίζεται με την είσοδο στο πανεπιστήμιο και τη λήψη πανεπιστημιακού τίτλου, αυτοί οι συσχετισμοί εξηγούνται κατά ένα μεγάλο μέρος από τις επιδράσεις αποτελέσματα διαφόρων άλλων παραγόντων και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου σε επόμενα επιτεύγματα.

Στην αναθεώρηση των στοιχείων της σχέσης μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της εκπαιδευτικής επίδοσης, οι Lynskey και Hall (9) περιέγραψαν τρεις υποθέσεις που μπορεί να την εξηγήσουν.  Αρχικά, εξηγούν ότι η σχέση μπορεί να απεικονίζει τα δυσμενή αποτελέσματα της χρήσης κάνναβης στη γνωσιακή λειτουργία, η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να οδηγεί σε αυξημένους κινδύνους για εκπαιδευτική αποτυχία και σε χαμηλές επιδόσεις.  Δεύτερον, αναφέρουν ότι η σοβαρή χρήση κάνναβης μπορεί να οδηγήσει σε ένα «σύνδρομο έλλειψης κινήτρου» που μπορεί να ενθαρρύνει τη μειωμένη συμμετοχή στην εκπαίδευση.  Τέλος, προτείνουν ότι ο συσχετισμός μπορεί να απεικονίζει το γεγονός ότι το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο η αποκτάται και χρησιμοποιείται η κάνναβη μπορεί να ενθαρρύνει τους νέους να εμπλέκονται σε αυτό που ο Kandel και οι συνεργάτες του (14) έχουν περιγράψει ως «αντι-συμβατικό» τρόπο ζωής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μειωμένη συμμετοχή στην εκπαίδευση.  Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται σε αυτήν τη μελέτη δεν υποστηρίζουν τις υποθέσεις περί γνωσιακών ελλείψεων και συνδρόμου έλλειψης κινήτρου, καθώς θα αναμενόταν ότι με την αύξηση της ηλικίας και τη χρήση κάνναβης τα αποτελέσματα της χρήσης κάνναβης στη σχολική θα ήταν περισσότερο χαρακτηριστικά.  Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν το αντίθετο, ότι η πρόωρη χρήση κάνναβης έχει μεγαλύτερη επίδραση στις επιδόσεις από τη μεταγενέστερη χρήση.  Αυτό το συμπέρασμα υποδεικνύει ότι ο πιθανός μηχανισμός με τον οποίο η κάνναβη μπορεί να επηρεάσει τις εκπαιδευτικές επιδόσεις αφορά το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αποκτάται και χρησιμοποιείται η κάνναβη, με την υιοθέτηση στάσεων και αξιών που ενθαρρύνουν την εγκατάλειψη του σχολείου και περιορίζουν τις μετέπειτα ευκαιρίες εκπαίδευσης.

Η παρούσα μελέτη έχει διάφορα πλεονεκτήματα που επικεντρώνονται στη χρήση ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού για την εξέταση της εξέλιξης της χρήσης κάνναβης και των περιστασιακών σχέσεων μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των εκπαιδευτικών επιδόσεων.  Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί στη μελέτη.  Πιο συγκεκριμένα, αν και η χρήση του μακροχρόνιου σχεδιασμού κατέστησε δυνατό τον έλεγχο μιας ολοκληρωμένης σειράς πιθανών παραγόντων, είναι δυνατόν η ανάλυση να έχει παραλείψει έναν αριθμό παραγόντων.  Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια υπερεκτίμηση οποιουδήποτε συσχετισμού μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της εγκατάλειψης του σχολείου.  Επιπλέον, τα στοιχεία, όσον αφορά στη χρήση κάνναβης, έχουν συγκεντρωθεί βάσει αυτό-αναφοράς και αυτό μπορεί να εμπεριέχει προκαταλήψεις και ανακρίβειες.  Παραδείγματος χάρη, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναφέρουν τη συχνότητά  χρήσης κάνναβης μέχρι και 3 ή 4 χρόνια νωρίτερα.  Αυτές οι αναφορές μπορεί να εμπεριέχουν προκαταλήψεις στην ανάκληση των γεγονότων.  Ομοίως, μερικές συμμεταβλητές αξιολογήθηκαν αναδρομικά (π.χ. κακοποίηση των παιδιών) και θα μπορούσαν να έχουν επηρεαστεί από προκαταλήψεις ανάκλησης ή άλλου είδους.  Τέλος, υπήρξε σε κάποιο βαθμό απώλεια δείγματος.  Οι αναλύσεις που ενσωματώνουν τις στατιστικές διορθώσεις για την πιθανή προκατάληψη στην επιλογής δείγματος οδήγησαν σε παρόμοια αποτελέσματα όπως οι αναλύσεις που βασίστηκαν στα ανεπεξέργαστα στοιχεία.  Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει τελείως την πιθανότητα να υπήρξαν διαδικασίες επιλογής δείγματος που επηρέασαν και σχετίζονταν με τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.  Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να απειλήσει την εγκυρότητα των ευρημάτων της μελέτης.

Εν τούτοις, με αυτούς τους περιορισμούς, η παρούσα μελέτη υποδεικνύει ότι η συχνή χρήση κάνναβης έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τις εκπαιδευτικές επιδόσεις, αυτές οι συνέπειες είναι εντονότερες για την πρόωρη χρήση κάνναβης και την επίδρασή της στην εγκατάλειψη του σχολείου.  Αυτά τα αποτελέσματα προσθέτουν στα αυξανόμενα στοιχεία αυτής της διαχρονικής μελέτης που υποδεικνύει ότι η συχνή χρήση κάνναβης και, ιδιαίτερα, η πρώιμη χρήση κάνναβης μπορεί να έχουν πολλές συνέπειες στην υγεία και την ευημερία των νέων ανθρώπων.

Ευχαριστίες

Αυτή η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από χορηγίες από το Ερευνητικό Συμβούλιο Υγείας της Νέας Ζηλανδίας (Health Research Council), το Εθνικό Ερευνητικό Ίδρυμα Υγείας των Παιδιών (National Child Health Research Foundation), από το Ίδρυμα Ιατρικής Έρευνας του Καντέρμπουρυ (Canterbury Medical Research Foundation) και από το Lottery Grants Board της Νέας Ζηλανδίας.

*Τίτλος Πρωτοτύπου: “Cannabis and educational achievement”, Addiction, Volume 98, Number 12, December 2003

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Degenhardt, L. & Hall, W. (2001) The association between psychosis and problematical drug use among Australian adults: Findings form the National Survey of Mental Health and Well-Being, Psychological Medicine, 31, 659-668.
  2. Hall, W. & Solowij, N. (1997) Long-term cannabis use and mental health, British Journal of Psychiatry, 171, 107-108.
  3. Kalant, H., Corrigall, W., Hall, W. & Smart, R. (1999) The Health Effects of Cannabis (Toronto, Addiction Research Foundation).
  4. Solowij, N. (1998) Cannabis and Cognitive Functioning (Cambridge, Cambridge University Press).
  5. Bray, J. W., Zarkin, G. a., Ringwalt, C. & Qi, J. (2000) The relationship between marijuana initiation and dropping out of school, Health Economics, 9, 9-18.
  6. Brook, J. S., Balka, E. B. & Whiteman, M. (1999) The risks for late adolescence of early adolescent marijuana use, American Journal of Public Health, 89, 1549-1554.
  7. Brook, J. S., Brook, D. W., Rosen, Z. & Rabbitt, C. (2003) Earlier marijuana use and later problem behaviour in Colombian youths, Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 42, 485-492.
  8. Fergusson, D. M. & Horwood, L. J. (1997) Early onset cannabis use and psychosocial adjustment in young adults, Addiction, 92, 279-296.
  9. Lynskey, M. T. & Hall, W. (2000) The effects of adolescent cannabis use on educational attainment: A review, Addiction, 95, 1621-1630.
  10. Mensch, B. S. & Kandel, D. B. (1988) Dropping out of high school and drug involvement, Sociological Education, 61, 95-113.
  11. Newcomb, M. D. & Bentler, P. (1988) Consequences of adolescent drug use: Impact on the lives of young adults (Newbury Park, CA, Sage Publications).
  12. Lynskey, M. T., Coffey, C., Degenhardt, L., Carlin, J. B. & Patton, G. (2003) A longitudinal study of the effects of adolescent cannabis use on high school completion, Addiction, 98, 685-692.
  13. Brook, J. S., Adams, R. E., Balka, E. B. & Johnson, E. (2002) Early marijuana use: Risks for the transition to young adulthood, Psychological Medicine, 32, 79-91.
  14. Kandel, D. B., Davies, M., Karis, D. & Yamaguchi, K. (1986) The consequences in young adulthood of adolescent drug involvement: An overview, Archives of General Psychiatry, 43, 746-754.
  15. Newcomb, M. D. (1988) Drug use in the workplace (Dover, DE, Auburn House Publishing Co).
  16. Hall, W. & Solowij, N. (1998) Adverse effects of cannabis, Lancet, 352, 1611-1616.
  17. Pope, H. G. & Yurgelen-Todd, D. (1996) The residual cognitive effects of heavy marijuana use, Journal of the American Medical Association, 275, 521-527.
  18. Rob, M., Reynolds, I. & Finlayson, P. (1990) Adolescent marijuana use: Risk factors and implications, Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 24, 47-56.
  19. Smith, C. A., Krohn, M., D., Lizotte, A., J. et al. (2000) The effect of early delinquency and substance use on precocious transitions to adulthood among adolescent males, in: Fox, G. L. & Benson, M. L. (Eds.) Families, Crime and Criminal Justice, pp. 233-253 (Amsterdam, JAI Press).
  20. Fergusson, D. M., Horwood, L. J., Shannon, F. T. & Lawton, J. M. (1989) The Christchurch Child Development Study: A review of epidemiological findings, Paediatric & Perinatal Epidemiology, 3, 278-301.
  21. Fergusson, D. M. & Horwood, L. J. (2001) The Christchurch Health and Development Study: Review of findings on child and adolescent mental health, Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 35, 287-296.
  22. Elley, W. B. & Irving, J. C. (1976) Revised socio-economic index for New Zealand, New Zealand Journal of Educational Studies, 11, 25-36.
  23. Fergusson, D. M., Lynskey, M. T. & Horwood, L. J. (1996) Childhood sexual abuse and psychiatric disorder in young adulthood: I. Prevalence of sexual abuse and factors associated with sexual abuse, Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 35, 1355-1364.
  24. Fergusson, D. M. & Lynskey, M. T. (1997) Physical punishment/maltreatment during childhood and adjustment in young adulthood, Child Abuse & Neglect, 21, 617-630.
  25. Armsden, G. C. & Greenberg, M. T. (1987) The inventory of parent and peer attachment: Individual differences and their relationship to psychological well-being in adolescence, Journal of Youth and Adolescence, 16, 427-454.
  26. Wechsler, D. (1974) Manual for the Wechsler Intelligence Scale for Children – Revised (New York, Psychological Corporation).
  27. Elley, W. B. & Reid, N. A. (1969) Progressive Achievement Tests: Teacher Manual: Reading Comprehension, Reading Vocabulary (Wellington, New Zealand Council for Educational Research).
  28. Reid, N. A. & Hughes, D. C. (1974) Progressive achievement tests teacher’s manual, mathematics (Wellington, New Zealand Council for Educational Research).
  29. Reid, N. A., Jackson, P. F., Gilmore, A. & Croft, C. (1981) Test of Scholastic Abilities (Wellington, New Zealand Council for Educational Research).
  30. Rutter, M., Tizard, J. & Whitmore, K. (1970) Education, Health and Behaviour (London, Longmans).
  31. Conners, C. K. (1970) Symptom patterns in hyperkinetic, neurotic and normal children, Child Development, 41, 667-682.
  32. Conners, C. K. (1969) A teacher rating scale for use in drug studies with children, American Journal of Psychiatry, 126, 884-888.
  33. Fergusson, D. M., Horwood, L. J. & Lloyd, M. (1991) Confirmatory factor models of attention deficit and conduct disorder, Journal of Child Psychology & Psychiatry & Allied Disciplines, 32, 257-274.
  34. Quay, H. C. & Peterson, D. R. (1987) Manual for the Revised Behaviour Problem Checklist (Miami, H.C. Quay & D.R. Peterson).
  35. Costello, A., Edelbrock, C., Kalas, R., Kessler, M. & Klaric, S. A. (1982) Diagnostic Interview Schedule for Children (DISC) (Bethesda, MD, National Institute of Mental Health).
  36. Cloninger, C. R. (1987) A systematic method for clinical description and classification of personality variants. A proposal, Archives of General Psychiatry, 44, 573-588.
  37. Fergusson, D. M. & Horwood, L. J. (1999) Prospective childhood predictors of deviant peer affiliations in adolescence, Journal of Child Psychology & Psychiatry, 40, 581-592.
  38. Lee, J. (1981) Covariance adjustment of rates based on the multiple logistic regression model, Journal of Chronic Disorder, 34, 415-426.
  39. Carlin, J. B., Wolfe, R., Coffey, C. & Patton, G. C. (1999) Tutorial in Biostatistics. Analysis of binary outcomes in longitudinal studies using weighted estimating equations and discrete-time survival methods: Prevalence and incidence of smoking in an adolescent cohort, Statistics in Medicine, 18, 2655-2679.
  40. Fergusson, D. M. & Horwood, L. J. (2000) Does cannabis use encourage other forms of illicit drug use?, Addiction, 95, 505-520.
  41. Osgood, D. W., Johnston, L. D., O’Malley, P. M. & Bachman, J. G. (1988) The generality of deviance in late adolescence and early adulthood, American Sociological Review, 53, 81-93.
  42. Fergusson, D. M., Horwood, L. J. & Swain-Campbell, N. R. (2002) Cannabis use and psychosocial adjustment in adolescence and young adulthood, Addiction, 97, 1123-1135.
Print Friendly, PDF & Email