Η ταυτότητα της διπλής διάγνωσης μέσα από την οπτική ατόμων που κάνουν μόνο χρήση ουσιών

Παναγιώτης Κεραμεύς , MSc, BA Ψυχολoγος

Στοιχεία επικοινωνίας : keramefs@gmail.com

 

Περίληψη

Η διπλή διάγνωση, ή διαφορετικά οι συνυπάρχουσες δυσκολίες, ο εντοπισμός δηλαδή σε άτομα παράλληλα προβλήματος εξάρτησης και ψυχοπαθολογικής ετικετοποίησης, αποτελεί ένα γρίφο για το πεδίο των εξαρτήσεων. Η αιτιοπαθογένεια της είναι σύνθετη και αβέβαιη, ο ορισμός της αποτελεί πεδίο διαφωνιών και η θεραπευτική της διαχείριση φαίνεται να μην είναι αποτελεσματική και βρίσκεται υπό εξέταση. Στόχος στην παρούσα έρευνα είναι να μελετήσουμε τις πεποιθήσεις χρηστών για την ταυτότητα της διπλής διάγνωσης, έτσι ώστε να εξάγουμε συμπεράσματα για τον ορισμό και τη διαχείριση του φαινομένου από υποκείμενα της ένδο-ομάδας των εξαρτήσεων. Η συλλογή δεδομένων έγινε με focus group, που εστίασε στην αντίληψη της ταυτότητας της διπλής διάγνωσης, τις διακρίσεις και προκαταλήψεις που μπορεί να υφίστανται τα άτομα αυτής της ομάδας και στις δι-ομαδικές αλληλεπιδράσεις. Για την επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήσαμε τη θεματική ανάλυση περιεχομένου. Οι συμμετέχοντες επικεντρώνονται στην ψυχοπαθολογία των διπλά διαγνωσμένων και στη συνταγογραφούμενη φαρμακευτική τους αγωγή την οποία βλέπουν σαν νόμιμη χρήση, ενώ μιλούν για την ένδο-ομάδα τους ως διαφορετική και ιεραρχικά ανώτερη στην προσπάθεια της απεξάρτησης, κάνουν λόγο για το διπλό στιγματισμό και τις κοινωνικές προκαταλήψεις που υφίστανται και οι ίδιοι και μιλούν για τις δυσκολίες στις αλληλεπιδράσεις τους με τους διπλά διαγνωσμένους.

Λέξεις κλειδιά: Διπλή διάγνωση, Δι-ομαδικές σχέσεις, Κοινωνική ταυτότητα, Διπλός στιγματισμός

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Αίνιγμα της Διπλής Διάγνωσης

Η διπλή διάγνωση αναφέρεται στη συνύπαρξη προβλήματος εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες με ψυχιατρικές διαταραχές. Ο εντοπισμός και η αναγνώριση του φαινομένου ενέχει δυσκολίες και η διαχείριση του αποτελεί επίσης ένα θέμα υπό εξέταση (Finbar, 1993). Η βιβλιογραφία περιγράφει συχνά τη διπλή διάγνωση ως ένα γρίφο, ένα αίνιγμα ή μια πρόκληση για τα πεδία των εξαρτήσεων και της ψυχικής υγείας (McKenna & Ross, 1994; Mueser, Bellack & Blanchard, 1992; Mueser, Drake & Wallach, 1998). Ακόμη και ο όρος «διπλή διάγνωση» θεωρείται από πολλούς προβληματικός, καθώς είναι ιδιαίτερα ιατροκεντρικός και περιοριστικός στην έννοια της συννοσηρότητας και στην ψυχική ασθένεια (Μάτσα, 2017). Αντί αυτού προτείνεται ο όρος «Συνυπάρχουσες Δυσκολίες», ο οποίος αποτελεί μια δήλωση ενός γεγονότος, την περιγραφή μιας κατάστασης, που περιλαμβάνει ένα μεγαλύτερο φάσμα προβλημάτων (Guest & Holland, 2011). Το σκεπτικό πίσω από τις συζητήσεις για την αλλαγή της ορολογίας σε «Συνυπάρχουσες Δυσκολίες» έγκειται στο ότι πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι δεν θα πάρουν επίσημη διάγνωση, υστερώντας έτσι θεραπείας (Velleman & Baker, 2008).

 

Υπο-κατηγορίες στη Διπλή Διάγνωση

Η διπλή διάγνωση αποτελεί μια υπο-ομάδα κάτω από την ομπρέλα των εξαρτήσεων. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την υπο-ομάδα μπορεί να υπάρχουν υποκατηγορίες, ανάλογα με την αιτιοπαθογένεια (Department of Health, 2002). Για παράδειγμα, μια κατηγορία μπορεί να αποτελείται από άτομα στα οποία τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα προκλήθηκαν από ουσίες (κατάχρηση ή στερητικό) και που αυτά θα υποχωρήσουν όταν επανέλθει η νηφαλιότητα. Τα άτομα αυτής της κατηγορίας ίσως φαίνεται να μην ανήκουν πραγματικά στη διπλή διάγνωση καθώς τα συμπτώματα τους θα πάψουν όταν υπάρξει αποχή από τη χρήση. Μια δεύτερη κατηγορία αφορά τα άτομα που πράγματι ανήκουν στη διπλή διάγνωση, με προβλήματα εξάρτησης και ανεξάρτητα συμπτώματα ψυχιατρικών διαταραχών. Τα άτομα αυτά θα χρειαστούν πιθανόν ειδική θεραπευτική διαχείριση, προσοχή και φροντίδα. (McKenna & Ross, 1994). Τέλος μια τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που είχαν ψυχιατρικές διαταραχές και έκαναν χρήση ουσιών ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν τα συμπτώματα (μοντέλο αυτοθεραπείας) (Khantzian, 1985; 1997).

Μελέτες δείχνουν πως οι διπλά διαγνωσμένοι έχουν πιο παρατεταμένα και σοβαρά προβλήματα από εκείνους με μια μόνο διάγνωση και οδηγούνται συχνά σε κοινωνικό αποκλεισμό. Τέτοια προβλήματα είναι τα ψυχοκοινωνικά, όπως ανεργία, δυσκολίες με στέγαση, απουσία πρόσβασης στην εκπαίδευση, εμπλοκές με το νόμο λόγω βίας, μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονικής συμπεριφοράς, περισσότερες υποτροπές και νοσηλείες, μη συμμόρφωση με θεραπεία και εγκατάλειψη/ μη ολοκλήρωση προγραμμάτων, κίνδυνοι για μόλυνση HIV λόγω επικίνδυνων συμπεριφορών στη σεξουαλική ζωή ή στην ενδοφλέβια χρήση κτλ (Mueser, Drake & Wallach, 1998; Todd, et al., 2004; Zimmerman, Sheeran & Chelminski, 2004; Gregg, Barrowclough & Haddock, 2007).

Το βίωμα των ατόμων με διπλή διάγνωση περιέχει έτσι περισσότερη δυσφορία, ταραχή και παρορμητικότητα και αντιμετώπιση από την κοινωνία με μεγαλύτερη απόρριψη και φόβο, λόγω του διπλού τους στιγματισμού, προκατάληψη και διακρίσεις, τόσο λόγω της εξάρτησης, όσο και της ψυχικής ασθένειας (Μάτσα, 2013).

 

Κοινωνικές Διακρίσεις

Οι διπλά διαγνωσμένοι όντας τόσο ψυχικά ασθενείς, όσο και εξαρτημένοι, δέχονται πολλές φορές διακρίσεις και από τους ειδικούς της υγείας, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν με αρνητικά στερεότυπα, με φόβο, θυμό ή λύπηση, αφιερώνοντας έτσι λιγότερο χρόνο και ενέργεια στην φροντίδα τους (Morgan, 2014; Van Boekel, Brouwers, Van Weeghel & Garretsen, 2014). Οι ειδικοί σε προγράμματα απεξάρτησης φαίνεται να έχουν την θετικότερη αντιμετώπιση για τους χρήστες, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ειδικούς της υγείας, αλλά και σε αυτό το πεδίο η διπλή διάγνωση παραμένει μια δύσκολη πρόκληση (Najavits, 2002). Οι διπλά διαγνωσμένοι θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες ακόμη και στο να απευθυνθούν σε κάποια θεραπευτική δομή, καθώς οι ψυχιατρικές κλινικές δεν δέχονται άτομα που έχουν πρόβλημα εξάρτησης και τα περισσότερα προγράμματα απεξάρτησης δεν δέχονται στις κοινότητες τους ψυχιατρικά περιστατικά που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής (Μάτσα, 2017).

Η κλινική εμπειρία δείχνει πως αν το πλαίσιο απεξάρτησης είναι καλά οργανωμένο και το προσωπικό του είναι έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο, τα άτομα της διπλής διάγνωσης μπορούν να συνυπάρχουν με ίσους όρους με τους υπόλοιπους θεραπευόμενους, χωρίς διακρίσεις και να βλέπουν ευεργετικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο συνήθως δεν συμβαίνει, αλλά αντίθετα τα υποκείμενα της διπλής διάγνωσης αντιμετωπίζουν ποικίλες διακρίσεις στους θεραπευτικούς χώρους και δεν γίνονται δεκτά ούτε στις θεραπευτικές κοινότητες (Μάτσα, 2013).

Μπαίνουν έτσι στη συζήτηση ζητήματα δι-ομαδικών σχέσεων μέσα στην ίδια την ομάδα των εξαρτήσεων. Η διπλή διάγνωση αποτελεί μια υπο-ομάδα η οποία δέχεται διαφορετική αντιμετώπιση τόσο από τα θεραπευτικά προγράμματα, όσο και από τους χρήστες που δεν ανήκουν στις ομάδες διπλής διάγνωσης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να ακούγεται προβληματική αν λάβουμε υπόψη ότι τα εξαρτημένα άτομα αποτελούν από μόνα τους μια πολύ κοινωνικά στιγματισμένη ομάδα, πόσο μάλλον αν μέλη υπο-ομάδας των εξαρτημένων ατόμων, τα μέλη της διπλής διάγνωσης, δέχονται διακρίσεις τόσο κοινωνικά, όσο και από την ίδια τους την ομάδα του πεδίου των εξαρτήσεων. Αυτό μπορεί να συμβαίνει καθώς τα άτομα έχουν την ανάγκη θετικής αυτό-εικόνας ανάλογα με τη θέση της ομάδας στην οποία βρίσκονται, την οποία αποκτούν περνώντας σε διεργασίες κοινωνικών συγκρίσεων και δι-ομαδικών στρατηγικών (Tajfel & Turner, 1979). Για παράδειγμα, όταν ένα μέλος της ομάδας των εξαρτημένων συγκρίνει την ομάδα του με μια πιο προνομιούχα κοινωνική ομάδα ίσως αισθάνεται μειονεκτικά και ίσως περάσει σε διεργασίες δι-ομαδικών στρατηγικών ώστε να βελτιώσει αυτή την εικόνα. Μια από αυτές τις στρατηγικές μπορεί να είναι η σύγκριση της μειονοτικής ομάδας με μια ακόμη πιο στιγματισμένη ομάδα, έτσι ώστε να υπάρξουν νέα κριτήρια αξιολόγησης (Wetherell, 2004).

O διπλά διαγνωσμένος θα υποστεί κοινωνικές διακρίσεις με την ταυτότητα του εξαρτημένου ατόμου καθώς ακολουθεί ένα τρόπο ζωής ο οποίος έρχεται αντίθετος με τους κοινωνικούς κανόνες της κυρίαρχης ηθικής. Θεωρείται στερεοτυπικά ένα άτομο δίχως αυτό-έλεγχο, πλήρως ατομικιστικό, ηδονιστής, βίαιος, παραβιαστικός και παραβατικός. Το κοινωνικό σύνολο προβάλει την ανάγκη να προστατευτεί από το εξαρτημένο υποκείμενο, καθώς οι απαγορευμένες ουσίες που χρησιμοποιεί το κάνουν απρόβλεπτο, ανεξέλεγκτο, επιθετικό και επικίνδυνο. Πέραν όλων αυτών, για το κοινωνικό σύνολο ο χρήστης ουσιών είναι αυτόματα και ένας παραβάτης του νόμου, ένας εγκληματίας, εφόσον για το ποινικό δίκαιο η χρήση ναρκωτικών αποτελεί αδίκημα (Κουκουτσάκη, 2002).

Όσον αφορά στην ταυτότητα του ψυχικά ασθενή, ο διπλά διαγνωσμένος θα έχει να αντιμετωπίσει από το κοινωνικό σύνολο τον «φόβο της τρέλας». Και σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο που φέρει μια τέτοια ταυτότητα, αποτελεί ένα απρόβλεπτο ον, ανεξέλεγκτο και εν δυνάμει εγκληματία. Η ψυχική ασθένεια είναι ένα πεδίο άγνωστο για το ευρύ κοινό, που γεννά συναισθήματα φόβου, τα οποία ενισχύονται με κάθε ευκαιρία από τα ΜΜΕ. Την επικινδυνότητα του ψυχικά ασθενή δεν υποστηρίζει μόνο το ευρύ κοινό, αλλά και η επιστημονική κοινότητα, η οποία προβάλλεται ως γνώστης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πολλές φορές και του μέλλοντος και προχωρά σε ακούσιους εγκλεισμούς και υποχρεωτικές θεραπείες ατόμων, με τη πατερναλιστική δικαιολογία ότι μπορεί να καταστούν επικίνδυνοι τόσο για τον εαυτό τους, όσο και για τους γύρω τους (Τσαλίκογλου, 1990). Στην πραγματικότητα, τα εγκλήματα που πράττουν ψυχικά ασθενείς δεν διαφέρουν ούτε σε ποιότητα, ούτε σε ποσότητα από εκείνα του γενικού πληθυσμού (Hafner & Boker, 1973). Το άγνωστο ωστόσο της ψυχικής ασθένειας είναι κάτι που τρομάζει την κοινωνία, η οποία επιλέγει να «προστατεύεται» από αυτά τα άτομα, μέσω του εγκλεισμού, του αποκλεισμού και την περιθωριοποίηση αυτών των ατόμων, με τη δικαιολογία ότι τα «θεραπεύει» στα ψυχιατρικά ιδρύματα και τα επαναφέρει στην πολυπόθητη νόρμα. Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι μάλλον τα αντίθετα, καθώς η μακροχρόνια παραμονή σε κλειστά, στείρα και περιοριστικά ιδρύματα δείχνει πως τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα όχι μόνο δεν θεραπεύονται, αλλά είτε επιδεινώνονται, είτε δημιουργούνται και νέα (Μπάρτον, 1961).

Οι διπλά διαγνωσμένοι έτσι, οι «διπλά αποκλίνοντες» δέχονται διακρίσεις και στιγματισμό τόσο για τα προβλήματα εξάρτησης τους, όσο και για την ψυχική τους ασθένεια. Θεωρούνται διπλά επικίνδυνοι και ως απειλή για το κοινωνικό σύνολο γίνονται αντικείμενα καταστολής τόσο από την αστυνομική και δικαστική εξουσία, όσο και από το κυρίαρχο ψυχιατρικό μοντέλο (Μάτσα, 2017). Ο στιγματισμός ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι όχι μόνο διπλός, αλλά τριπλός ή και παραπάνω. Αν εξετάσουμε το ζήτημα με διαθεματικότητα, θα δούμε πως τα υποκείμενα αυτά στιγματίζονται όχι μόνο επειδή είναι εξαρτημένοι και ψυχικά ασθενείς, αλλά και γιατί μπορεί να είναι άνεργοι, πρόσφυγες, κοινωνικά αποκομμένοι και έχουν προβλήματα με το νόμο (Hartwell, 2004).

 

ΜΕΘΟΔΟΣ

Στόχος

Με βάση τις παραπάνω προβληματικές στις οποίες εντάσσεται η διπλή διάγνωση, στόχος της παρούσας έρευνας είναι να μελετήσει τις πεποιθήσεις χρηστών που δεν ανήκουν σε ομάδες διπλής διάγνωσης για την ταυτότητα της διπλής διάγνωσης. Με αυτό τον τρόπο επιχειρούμε να συμβάλλουμε στην προσπάθεια διαλεύκανσης του «αινίγματος» που συνοδεύει τη συγκεκριμένη ταυτότητα από μέλη ομάδων που εμπλέκονται άμεσα με τη διπλή διάγνωση, με την ελπίδα να βοηθήσουμε στη βελτίωση της αντιμετώπισης και της θεραπευτικής διαχείρισής τους.

 

Μέθοδος Συλλογής Δεδομένων

Τα δεδομένα αντλήθηκαν με ομάδα εστίασης (focus group), με μέλη συμβουλευτικού σταθμού που αντιμετωπίζουν μόνο πρόβλημα εξάρτησης και όχι ψυχοπαθολογίας. Οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και να μοιραστούν τις εμπειρίες, τα βιώματα και τις πεποιθήσεις τους για τη διπλή διάγνωση. Οι ερωτήσεις που κατεύθυναν την συζήτηση αφορούσαν τον τρόπο αντίληψης της διπλής διάγνωσης, την εικόνα που έχουν οι συμμετέχοντες για άτομα με την ταυτότητα της διπλής διάγνωσης και τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα σε μέλη διπλής διάγνωσης και σε άλλους χρήστες. Στόχος ήταν οι ομάδες να αλληλεπιδράσουν όπως θα λειτουργούσαν σε καθημερινά πλαίσια, εκφράζοντας απόψεις οι οποίες μέσα στο πλαίσιο της ομαδικής πόλωσης θα μπορούσαν να είναι ειλικρινείς.

 

Συμμετέχοντες

Το focus group αποτελούνταν από τρία άτομα, δυο άντρες και μια γυναίκα (Μ.Ο. ηλικίας 31 έτη). Ο αριθμός των συμμετεχόντων φαίνεται να είναι μικρός, μιας και η βιβλιογραφία αναφέρει πως ένα focus group στο οποίο θα λειτουργήσει αποτελεσματικά η δυναμική της ομάδας καλό θα ήταν να αποτελείται από τουλάχιστον 6 άτομα (Ιωσηφίδης, 2008). Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων στη συγκεκριμένη μελέτη.

 
Περιορισμοί-εμπόδια

Αρχικά οι κρατικές δομές της Θεσσαλονίκης που ασχολούνται με τη διπλή διάγνωση είναι μόνο δυο. Η προσέγγιση μιας και μόνο δομής ήταν δύσκολη, καθώς η γραφειοκρατία που επικρατεί στο θέμα των αδειών για έρευνα είναι απίστευτα χρονοβόρα και απαιτητική, με αποτέλεσμα να εμποδίζει τη διεξαγωγή μελετών. Έπειτα, όσον αφορά στο δείγμα, ομάδες πρώην χρηστών είναι συνήθως δύσκολο να συμμετάσχουν σε έρευνες, να εμπιστευθούν, να μιλήσουν για μέλη άλλων ομάδων, να δώσουν πληροφορίες και να τηρήσουν μια συνέπεια. Οι συμμετέχοντες του συγκεκριμένου focus group ήταν αρχικά 5, ενώ πολλοί περισσότεροι είχαν δηλώσει πως θα παραβρεθούν στο ανοιχτό κάλεσμα που έγινε. Από αυτούς τους 5, ένα μέλος αποχώρησε κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης όταν πληροφορήθηκε πως η συζήτηση θα μαγνητοφωνηθεί και πως θα πρέπει να υπογράψει έντυπο συγκατάθεσης. Ένα ακόμη μέλος χρειάστηκε να αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της κουβέντας για προσωπικές υποχρεώσεις. Πολύ αργότερα εμφανίστηκαν άλλα μέλη, τα οποία όμως δεν γινόταν πλέον να πάρουν μέρος στη συζήτηση.

 

Διεργασία

Στην ομάδα εστίασης συμμετείχαν τελικά 3 άτομα, τα οποία ανήκαν στην ίδια ομάδα του σταθμού, που σημαίνει ότι γνωρίζονταν ήδη αρκετό καιρό. Το γεγονός αυτό τους έκανε να αισθάνονται άνετα να εκφραστούν με ελευθερία και έτοιμοι για ενεργό συμμετοχή και αλληλεπίδραση. Η δυναμική της ομάδας δηλαδή υπήρχε ήδη καθώς τα μέλη αυτά είχαν αναπτύξει σχέσεις μεταξύ τους και δεν γινόταν μια συζήτηση ανάμεσα σε αγνώστους.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε φιλικό και άνετο κλίμα και οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να εκφραστούν με ελευθερία και ειλικρίνεια. Μετά τη λήξη της συνέντευξης μάλιστα, τα μέλη συνέχισαν την κουβέντα, στην οποία συμμετείχαν και άλλα μέλη που είχαν έρθει αργότερα στο χώρο, αλλά και εκείνα που προηγουμένως δίσταζαν να πάρουν μέρος στη συνέντευξη. Κάτι τέτοιο φανερώνει πως οι συμμετέχοντες βίωσαν ίσως την όλη διαδικασία ευχάριστα και βρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε.

 

Μέθοδος και Διαδικασία Ανάλυσης Δεδομένων

Ως εργαλείο ανάλυσης των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η θεματική ανάλυση περιεχομένου. Στόχος ήταν μια υποκειμενική ερμηνεία του περιεχομένου των στοιχείων των κειμένων που συλλέχθηκαν, μέσω της συστηματικής διαδικασίας ταξινόμησης και αναγνώρισης παρόμοιων θεμάτων ή μοτίβων λόγου (Braun & Clarke, 2006). Κατά την ανάλυση των δεδομένων δόθηκε ισότιμη βαρύτητα και προσοχή σε όλα τα λεγόμενα και τις εμπειρίες των συμμετεχόντων.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Με βάση την ανάλυση των δεδομένων του focus group, που αποτελούνταν από μέλη του Συμβουλευτικού Σταθμού, προέκυψαν δυο βασικές θεματικές κατηγορίες: 1. Η Έξω-Ομάδα / «Αυτοί» και 2. Η Ένδο-Ομάδα / «Εμείς». Στην πρώτη κατηγορία οι συμμετέχοντες μίλησαν για τις πεποιθήσεις τους γύρω από την έννοια της διπλής διάγνωσης και περιέγραψαν τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας. Έκαναν ιδιαίτερο λόγο για την ψυχοπαθολογία στη διπλή διάγνωση, τη φαρμακευτική αγωγή που τους χορηγείται, η οποία όπως αποδείχθηκε αποτελεί ένα φλέγον ζήτημα και την παρουσία των μελών αυτών στο Συμβουλευτικό Σταθμό. Στη δεύτερη κατηγορία γίνεται λόγος για το πώς τα μέλη της διπλής διάγνωσης διαφέρουν ή μοιάζουν με τα υπόλοιπα μέλη του σταθμού, πως η ευρύτερη κοινωνία αντιμετωπίζει την κάθε ομάδα και πως οι δυο αυτές ομάδες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους στην καθημερινότητα τους.

 

  1. Η Έξω-Ομάδα / «Αυτοί»

1α. Ψυχοπαθολογία και Διπλή Διάγνωση

Στην πρώτη κατηγορία που αναφέρεται στην Έξω-Ομάδα, τα μέλη ξεκινάν να ορίσουν τη διπλή διάγνωση με βάση την Ψυχοπαθολογία. Αναφέρουν πως για να ενταχθεί ένα άτομο στην ομάδα της διπλής διάγνωσης οφείλει να εξεταστεί από ψυχίατρο και να λάβει μια επίσημη διάγνωση.

Αναφορές στην ψυχοπαθολογία καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης γίνονται με αρκετά ιατροκεντρικούς όρους. Κατασκευάζονται με αυτό τον τρόπο οι ψυχολογικές δυσκολίες ως ασθένειες που επιδέχονται ίασης από ειδικούς της ψυχικής υγείας. Ο ψυχίατρος είναι αυτός που θα εκτιμήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης που βιώνει το άτομο, θα το εντάξει σε μια ομάδα (διπλής διάγνωσης ή όχι) και θα του χορηγήσει φάρμακα έτσι ώστε αυτό να καταφέρει να «ομαλοποιηθεί»

«Ε για να φτάσει μέχρι εκεί, να πάρει φάρμακα και όλο αυτό το […] μετά τι είναι […] εγώ πιστεύω θα υπάρχει πρόβλημα και εδώ [δείχνει με το δάχτυλο το κεφάλι του] εντάξει, το σημαντικό είναι εδώ [δείχνει πάλι το κεφάλι του]» (Φάνης, 37 ετών)

Το θέμα της φαρμακευτικής αγωγής δείχνει τη σοβαρότητα της κατάστασης που βιώνει ένας διπλά διαγνωσμένος. Στο ερώτημα αν η ψυχοπαθολογία ή οι εξαρτήσεις είναι η κύρια δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα μέλη της διπλής διάγνωσης, τα ψυχολογικά προβλήματα σύμφωνα με την παραπάνω άποψη είναι πιο σοβαρά και επικίνδυνα από το πρόβλημα της εξάρτησης. Ο Φάνης, με αυτή τη δήλωση, λέει ουσιαστικά πως είναι πολύ σημαντικό τα άτομα να είναι λειτουργικά σε γνωστικό επίπεδο. Αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τότε κάνουμε λόγο για διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας και διαταραχές που οδηγούν σε γνωστικά ελλείμματα, κάτι που πρέπει να επιλυθεί με παρεμβάσεις ειδικών και φαρμακευτική αγωγή. Όσο υπάρχουν θέματα ψυχοπαθολογίας έτσι, δεν θα μπορούν να επιλυθούν με την ίδια ευκολία προβλήματα εξάρτησης.

Τα υπόλοιπα μέλη ωστόσο αναφέρουν πως το θέμα της εξάρτησης από ουσίες και τα ψυχολογικά προβλήματα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα και δεν θα μπορούσαν να ιεραρχήσουν το ένα ως πιο σημαντικό από το άλλο.

«[…] είναι και στο ψυχολογικό και στην εξάρτηση δηλαδή των άλλων ουσιών. Απλά έχουν και το φάρμακο, ως υποτίθεται […] της παθήσεως τους» (Χρήστος, 20 ετών).

Εδώ η φαρμακευτική αγωγή ορίζεται ως κάτι καθημερινό και απλό, που συνοδεύει το άτομο στην προσπάθεια απεξάρτησης του και το βοηθά να βρίσκει τις ισορροπίες. Το άτομο ή τα προγράμματα δεν χρειάζεται να επικεντρωθούν στο ένα ή στο άλλο πρόβλημα, εφόσον ουσιαστικά είναι «το ίδιο πράγμα», με τη διαφορά ότι για τις ψυχολογικές «παθήσεις» υπάρχει ένα φάρμακο.

 

1β. Χορήγηση Φαρμάκων στη Διπλή Διάγνωση

Η Χορήγηση Φαρμάκων στη Διπλή Διάγνωση απασχόλησε ιδιαίτερα τους συμμετέχοντες της μελέτης και αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία της πρώτης θεματικής. Το θέμα της φαρμακευτικής αγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης ακολουθούνταν από ένα ιδιαίτερο κλίμα, που μαρτυρούσε πως ήταν ίσως απαγορευμένο ζήτημα, ταμπού ή ότι τα μέλη δεν είχαν κατασταλάξει από την αρχή σε μια συγκεκριμένη άποψη.

Αρχικά η φαρμακευτική αγωγή θεωρήθηκε ότι έχει ψυχιατρικό ρόλο. Τα φάρμακα εδώ αποτελούν συνταγογραφημένη αγωγή από ψυχίατρο, εφόσον το άτομο αντιμετωπίζει μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα. Η αγωγή αυτή παρουσιάζεται σε αυτή την περίπτωση από τα μέλη ως αναγκαία και ως κάτι που τα άτομα της διπλής διάγνωσης χρειάζονται. Μάλιστα δίνεται το επιχείρημα πως εφόσον ένα «στεγνό» πρόγραμμα δέχεται να συνεργαστεί με άτομα που παίρνουν φάρμακα, θα πρέπει αυτά τα φάρμακα να είναι αναγκαία.

«Ο άλλος ας πούμε μου έλεγε ότι είναι ο Δίας […] Είναι κάτι τέτοια που είναι ξεκάθαρα ότι θα πρέπει αυτός ο άνθρωπος να παίρνει φάρμακα» (Νίκη, 35 ετών)

Σε τέτοιες καταστάσεις, όπου το άτομο αποκλίνει ιδιαίτερα από τη νόρμα, δεν έχει έλεγχο της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνεται το ευρύ κοινό ή δυσκολεύεται λόγω συναισθηματικών προβλημάτων, οι συμμετέχοντες κρίνουν πως η φαρμακευτική αγωγή όχι μόνο είναι θεμιτή, αλλά είναι και απαραίτητη.

Ωστόσο η φαρμακευτική αγωγή, εκτός από τις περιπτώσεις που είναι σύμφωνα με τα μέλη απαραίτητη, κρίνεται από τους συμμετέχοντες κυρίως ως «παρεμποδιστική» στη διεργασία της απεξάρτησης.

«[…] σίγουρα θα είναι πρόβλημα ότι είναι σε επαφή με φάρμακα, έτσι; Το πρώτο. Δηλαδή είσαι πολύ κοντά στη χρήση […] όσον αφορά την απεξάρτηση. Ναι μεν δεν πίνω αυτό που έπινα, αλλά πίνω κάτι άλλο, οπότε είναι πολύ κοντά και πιο δύσκολο νομίζω σε κάποιον να κόψει, να καθαρίσει ας πούμε. Καταρχήν μια ζωή θα παίρνει φάρμακα ας πούμε.» (Νίκη, 35 ετών)

Το γεγονός ότι ένα άτομο που κάνει μια προσπάθεια απεξάρτησης παίρνει φάρμακα, τα οποία έχουν ψυχοδραστικές ιδιότητες, αντιφάσκει στα μάτια των συμμετεχόντων. Μάλιστα, τα μέλη θεωρούν πως κάποιος που παίρνει φαρμακευτική αγωγή είναι πολύ πιθανό να την παίρνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Με αυτό τον τρόπο εξαρτάται από μια ουσία για να είναι καλά, όπως ένας χρήστης μπορεί να είναι εξαρτημένος από ναρκωτικά.

«[…] δεν μου λέει κάτι εδώ μέσα τώρα ότι […] ακόμα και σαν μέλος εδώ έτσι; Ότι ο άλλος είναι διπλή διάγνωση. Δεν μου λέει κάτι. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ για αυτόν τον άνθρωπο είναι ότι δεν θα κόψει ποτέ τα ναρκωτικά.» (Νίκη, 35 ετών)

Στην καλύτερη περίπτωση τα φάρμακα αυτά παίρνουν τη μορφή υποκατάστατων και παρομοιάζονται με ουσίες που χορηγούνται σε μη «στεγνά» προγράμματα, καθιστώντας την προσπάθεια των μελών της διπλής διάγνωσης «μη ολοκληρωμένη» ή «μισή».

«Χρήστος: Γιατί εμένα ξέρεις τι, εμένα μου θυμίζει όπως αυτοί που πάνε να κόψουνε ας πούμε στον ΟΚΑΝΑ.

Νίκη: Ναι. Σαν υποκατάστατο.

Χρήστος: Ναι, που και πάλι είναι σαν πρώην τοξικομανείς, αλλά είναι κάπου αλλού ας πούμε»

«Όλοι προσπάθεια υποτίθεται ότι κάνουμε, αλλά εντάξει νομίζω […] μισή προσπάθεια κάνει ο άλλος.» (Χρήστος, 20 ετών)

Τα μέλη της διπλής διάγνωσης εδώ έχουν κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα του εξαρτημένου ατόμου, ωστόσο δεν μπορούν να καρπωθούν πλήρως την ταυτότητα του ατόμου που κάνει μια προσπάθεια απεξάρτησης, καθώς είναι συγχρόνως και «κάπου αλλού». Με αυτόν τον τρόπο οι συμμετέχοντες δημιουργούν τρεις διαφορετικές ταυτότητες: Αυτή των ατόμων που κάνουν μισή προσπάθεια παίρνοντας ουσίες σε προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων, αυτή των μελών της διπλής διάγνωσης που είναι μεν εξαρτημένοι, αλλά όχι ακριβώς και αυτή στην οποία εντάσσονται και οι ίδιοι, των ατόμων δηλαδή που κάνουν μια ολοκληρωμένη προσπάθεια σε «στεγνό» πρόγραμμα. Τα άτομα έτσι αξιολογούν κατά κάποιο τρόπο τις ομάδες, προσεγγίζοντας την ένδο-ομάδα με περισσότερη εύνοια.

Στη χειρότερη περίπτωση η φαρμακευτική αγωγή της διπλής διάγνωσης παρομοιάζεται από τους συμμετέχοντες της έρευνας με «χρήση». Η κατηγορία αυτή προκύπτει όταν τα μέλη του Σταθμού σκέφτονται πως τα φάρμακα που παίρνουν θεμιτά και συνταγογραφούμενα τα μέλη της διπλής διάγνωσης, οι ίδιοι μπορεί στο παρελθόν να τα έπαιρναν παράνομα για να κάνουν χρήση.

«Όταν ο άλλος ας πούμε παίρνει Tavor ή παίρνει ξέρω’γω Stedon, αυτά τα φάρμακα, εγώ αυτά τα έπαιρνα για να τη βρίσκω, κατάλαβες; Και ο άλλος τα παίρνει σαν αγωγή. Ε τώρα εμένα μου έρχεται αυτό και λίγο απέναντι, η απεξάρτηση» (Νίκη, 35 ετών)

«Χρήστος: Γιατί αυτό είναι πάλι σαν μια μορφή εξάρτησης […] κι ας είναι και φάρμακο ας πούμε.

Νίκη: Σαν να κάνω απεξάρτηση, αλλά να είμαι εξαρτημένος από κάτι.»

Σε αυτή την περίπτωση τα μέλη του Σταθμού κρίνουν ότι κάποια μέλη της διπλής διάγνωσης μπορεί και να «βολεύονται» στη διαγνωσμένη «διαταραχή» τους, καθώς είναι ένα μέσο που τους επιτρέπει να κάνουν νόμιμη χρήση.

«Χρήστος: Δηλαδή, είναι και σαν θετικό, δηλαδή εντάξει ευτυχώς έχω και την αρρώστια μου και παίρνω και τα φάρμακα μου ξέρω ‘γω.

Νίκη: Ναι, σε κάποιους μπορεί να το βρίσκουν και σαν βόλεμα αυτό, άνετα.[…] Όλους θα μας βόλευε αυτό το πράγμα. Σε ποιον θα χαλούσε εδώ μέσα να έχει μια καρτέλα την ημέρα ξέρω ‘γω από κάτι;»

Οι συμμετέχοντες δημιουργούν λοιπόν δυο κατηγορίες ατόμων στη διπλή διάγνωση: Από τη μια, τα άτομα τα οποία πράγματι έχουν ένα σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα και η φαρμακευτική αγωγή τους είναι απαραίτητη για να είναι λειτουργικοί και από την άλλη, τα άτομα που «βολεύονται» στην πολυτέλεια που τους παρέχει ο τίτλος της διπλής διάγνωσης, δεν έχουν στην πραγματικότητα απόλυτη ανάγκη τα φάρμακα και τα παίρνουν είτε γιατί δεν είναι έτοιμοι να κάνουν μια ολοκληρωμένη προσπάθεια, είτε γιατί τους αρέσει αυτή η κατάσταση κατάχρησης φαρμάκων. Ο διαχωρισμός σε δυο ομάδες διπλά διαγνωσμένων, αυτών που όντως χρειάζονται τη φαρμακευτική αγωγή η οποία τους βοηθάει και τους κάνει πιο λειτουργικούς και αυτών που απλά βολεύονται με αυτήν και κάνουν κατάχρηση αυτής, φαίνεται χαρακτηριστικά στο επόμενο απόσπασμα:

«[…] μερικοί πίνουνε, δηλαδή πίνουνε τα φάρμακα […] κάποιοι τα κάνουνε κατάχρηση και φαίνονται και κάποιοι δεν φαίνεται ότι έχουν πιεί, κατάλαβες; Ότι δηλαδή όντως τους βοηθάει, όντως τους κάνει πιο […] ανθρώπους, να το πω έτσι. Ανθρώπους σε εισαγωγικά έτσι; Αυτό, ότι μερικοί […] έρχονται εδώ πέρα φτιαγμένοι και άμα τους δεις εντάξει λες […] τώρα τι, τώρα είναι απεξάρτηση αυτό;» (Χρήστος, 20 ετών).

Παίζει σημαντικό ρόλο λοιπόν, σύμφωνα με τα μέλη του Σταθμού, η εσωτερική δύναμη του κάθε ατόμου και το πώς έχει ορίσει μέσα του την έννοια της απεξάρτησης. Ένα μέλος της διπλής διάγνωσης δηλαδή μπορεί είτε να είναι διατεθειμένο να κάνει μια ολοκληρωμένη προσπάθεια χωρίς τη συνοδεία φαρμάκων, αν έχει την ψυχική δύναμη για αυτό, είτε να βολευτεί στην ασφάλεια της φαρμακευτικής αγωγής και να πορευτεί με αυτό τον τρόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη ίσως και εφ’ όρου ζωής. Ο δρόμος που θα ακολουθήσει θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο έχει ορίσει ο ίδιος την απεξάρτηση.

«Απλά μετά νομίζω είναι και το πώς βολεύει στον καθένα […] η απεξάρτηση στο μυαλό του.» (Χρήστος, 20 ετών)

 

1γ. Η Διπλή Διάγνωση στο Συμβουλευτικό Σταθμό

Τα μέλη της διπλής διάγνωσης υπάρχουν στο Συμβουλευτικό Σταθμό και δημιουργούν δικές τους ομάδες, με ξεχωριστούς κανόνες, αλλά και περιορισμούς. Για να ενταχθεί ένα άτομο στη διπλή διάγνωση, πρέπει να έχει λάβει διάγνωση από ψυχίατρο και να του χορηγείται φαρμακευτική αγωγή.

Τα μέλη της διπλής διάγνωσης δεν είναι θεμιτό να έρχονται σε επαφή με άλλα μέλη του Σταθμού στους κοινούς χώρους, δεν μπορούν να συμμετέχουν σε άλλες ομάδες του Σταθμού ή να ανέλθουν στην Κοινότητα, παρά μόνο αν καταφέρουν να διακόψουν και τη συνταγογραφούμενη αγωγή τους.

«Ένας άνθρωπος που πίνει φάρμακα, που παίρνει φάρμακα και ένας άνθρωπος που προσπαθεί να κόψει χωρίς φάρμακα, χωρίς, μόνο με: αυτό που κάνουμε εμείς, ε είναι λογικό ότι […] δεν ταιριάζει […] σε μια φάση, σε αυτή την προσπάθεια που κάνουμε δεν πάμε μαζί, δεν μπορούμε να πάμε μαζί, δεν γίνεται» (Φάνης, 37 ετών)

Κοινός παράγοντας για όλους αυτούς τους περιορισμούς κρίνεται για ακόμη μια φορά η φαρμακευτική αγωγή, η οποία κρατάει πίσω αυτά τα μέλη στις διεργασίες του προγράμματος. Ο παράγοντας «τρέλα» είναι ένα ακόμη στοιχείο που δεν επιτρέπει στα μέλη της διπλής διάγνωσης να συμμετέχουν σε περισσότερες δραστηριότητες της δομής, καθώς σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, η ψυχοπαθολογία όπως και η κατάχρηση των φαρμάκων, δημιουργούν ελλείμματα επικοινωνιακά, γνωστικά, λειτουργικά και οι δυο ομάδες αποκτούν διαφορετικές επιθυμίες και άλλους ρυθμούς στη διεργασία της απεξάρτησης.

«Ε αλλιώς τα σκέφτεται κάποιος που έχει ένα τέτοιο θέμα […] και […] ποτέ δεν ξέρεις τι έχει ο άλλος μες στο μυαλό του […] και άμα έρθει ας πούμε με εμάς έτσι που: είμαστε και καλά πιο καλά και πιο καθαροί και τέτοια […] ε δεν θα καταλάβει και πολλά νομίζω. Έτσι όπως μιλάμε δεν θα μας προλαβαίνει […] ανάλογα με το τι έχει νομίζω.» (Χρήστος, 20 ετών)

Ήδη φαίνεται πως οι συμμετέχοντες της έρευνας αντιλαμβάνονται τη διπλή διάγνωση ως μια διακριτή ομάδα και την αξιολογούν με βάση τη δική τους ομάδα. Τα μέλη μιλούν με όρους «εμείς», «αυτοί». Η ένδο-ομάδα φαίνεται να αξιολογείται πιο θετικά, καθώς τα μέλη της είναι πιο λειτουργικά, κατανοούν καλύτερα την πραγματικότητα, μπορούν να επικοινωνήσουν πιο σωστά και είναι «πιο καλά» και σε πιο προχωρημένο στάδιο όσον αφορά την απεξάρτηση.

 

  1. Η Ένδο-Ομάδα / «Εμείς»

2α. Διαφορές Διπλής Διάγνωσης και Μελών Σταθμού.

Όπως είδαμε ήδη οι δυο ομάδες ορίζουν με διαφορετικό τρόπο την απεξάρτηση. Τα μέλη της διπλής διάγνωσης φαίνεται πολλές φορές να «βολεύονται» στη φαρμακευτική τους αγωγή και στη διάγνωση τους, μη κάνοντας ολοκληρωμένη προσπάθεια, ενώ τα υπόλοιπα μέλη κρίνουν την απεξάρτηση πιο σοβαρά.

«Χρήστος: Δεν ξέρω. Βολικό. Ότι κάπου βολεύονται. Μπορεί να έχεις μια ψυχική ασθένεια, γιατί […] δηλαδή κι εμένα όσο ήμουν μέσα στη χρήση και είχα πάει σε κάποιους ψυχιάτρους και μου βγάλαν ότι είμαι διπολικός ας πούμε. Αλλά εντάξει, μετά αφού έκοψα και είπα εντάξει όσο διπολικός και να είμαι δεν θα κάτσω να πάρω φάρμακα και δεν θα κάνω τίποτα […] είδα στην τελική ότι δεν χρειάζεται ρε φίλε ότι εντάξει, είναι μέσα στο μυαλό σου η πάλη. Αυτό. Διαφορετικός τρόπος αντίληψης του θέματος της απεξάρτησης νομίζω ότι είναι.

Νίκη: Του ‘θέλω’ ρε παιδί μου.»

«[…] το ‘θέλω’ της διπλής διάγνωσης είναι στην ουσία αυτό που λες, ότι θέλω να κόψω την ηρωίνη, την κοκαΐνη, το χασίσι και κανένα τρελό ξέρω ‘γω αν έπινα. Αυτά. Δεν είναι τα φάρμακα τα έτσι τα αλλιώς ας πούμε, όπως είναι σε εμάς.» (Νίκη, 35 ετών)

Οι συμμετέχοντες δηλώνουν πως και οι ίδιοι έχουν βρεθεί στη θέση του «ψυχικά ασθενή», του ατόμου που έχει ψυχιατρική εμπειρία και έχει λάβει μια επίσημη διάγνωση από ψυχίατρο. Παρόλα αυτά, ακόμη και σε αυτή την κατάσταση τα μέλη αυτά είχαν τις δυνατότητες να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και να αποφασίσουν να διακόψουν τη φαρμακευτική τους αγωγή. Η ένδο-ομάδα κατασκευάζεται με αυτό τον τρόπο ως πιο δυνατή και λειτουργική. Στην ένδο-ομάδα υπάρχει απουσία «τρέλας» και αντίθεση στη φαρμακευτική αγωγή, κάτι που κάνει την προσπάθεια απεξάρτησης της πιο ολοκληρωμένη.

«Νίκη: Ότι εγώ δηλαδή κάνω μια προσπάθεια, αλλά έχω την πολυτέλεια να την κάνω. Δεν μου γύρισε εντελώς δηλαδή, να είμαι αναγκασμένη να πάρω φάρμακα.

Χρήστος: Αυτό, ή και να μου γύρισε, θέλω να μην […]

Νίκη: Ναι, προσπαθώ να το φέρω μόνος μου [χωρίς φαρμακευτική αγωγή]»

«Εγώ για παράδειγμα όταν ήμουν μέσα και έπαιρνα για τρεις μήνες φάρμακα […] είπα σε μια στιγμή γιατί […] εγώ επειδή δεν είχα πιεί φάρμακα και άκουγα ότι θα γίνεις πιο χειρότερα με αυτά έτσι; Και στο μυαλό μου έβαλα ότι εντάξει, θα κόψω από μόνος μου και πήγα υπέγραψα, είπα στον ψυχίατρο ότι δεν θέλω άλλα, γιατί δεν ένιωθα κι εγώ καλά […] Με πειράζανε ναι. Και έκοψα από μόνος μου. Λέω εντάξει, θα το περάσω.»
(Φάνης, 37 ετών)

Η απουσία ψυχοπαθολογίας, οι αυξημένες δυνατότητες στην απεξάρτηση, η οποία ορίζεται με διαφορετικές επιθυμίες και η αντίθεση στη φαρμακευτική αγωγή είναι έτσι μερικές από τις διαφορές που εντοπίζουν οι συμμετέχοντες της μελέτης ανάμεσα σε αυτούς και στα μέλη της διπλής διάγνωσης.

 

2β. Κοινωνικές Προκαταλήψεις

Όταν η συζήτηση κινήθηκε στο θέμα των κοινωνικών προκαταλήψεων και διακρίσεων ενάντια στην ομάδα των χρηστών, οι συμμετέχοντες μπήκαν στη διαδικασία να αναρωτηθούν αν τα μέλη της διπλής διάγνωσης υφίστανται περισσότερη πίεση από τον κοινωνικό περίγυρο λόγω του διπλού τους στιγματισμού. Η ταυτότητα του εξαρτημένου ατόμου είναι άλλωστε από μόνη της αρκετά στιγματισμένη, πόσο μάλλον αν την ακολουθούσε και η ταυτότητα του ψυχικά ασθενή.

Ένα από τα μέλη έκρινε πως τα μέλη της διπλής διάγνωσης θα υφίστανται μάλλον περισσότερες προκαταλήψεις και διακρίσεις σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, καθώς η ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζεται συνήθως από το ευρύ κοινό με φόβο και αμηχανία, ως κάτι ξένο και επικίνδυνο.

«Δεν νομίζω ότι θα είναι το ίδιο (η αντιμετώπιση της κοινωνίας για τους απλούς χρήστες και τα μέλη της διπλής διάγνωσης). Η γνώμη μου έτσι; Πιο πολύ δεν είναι το ίδιο για τα ψυχολογικά, που πάει έτσι (κίνηση σαν να στρίβει κάτι στο κεφάλι) που υπάρχει αυτός ο άνθρωπος. Έτσι το πιστεύω εντάξει, δεν το έχω περάσει καμιά φορά.» (Φάνης, 37 ετών)

Τα υπόλοιπα μέλη θεώρησαν πως δεν υπάρχει διαφορά στο πως αντιμετωπίζει η ευρύτερη κοινωνία τους διπλά διαγνωσμένους, σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξαν πως η ταμπέλα του «διπλού στιγματισμού» δεν ισχύει μόνο για τα άτομα της διπλής διάγνωσης, αλλά για όλα τα άτομα που έχουν την ταυτότητα του πρώην εξαρτημένου. Για παράδειγμα αναφέρθηκε πως ένας πρώην εξαρτημένος θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία με καχυποψία και προκατάληψη, ως πρώην παραβάτης του νόμου, πρώην άτομο που πληγώνει τα κοντινά του πρόσωπα κτλ. Με αυτό τον τρόπο σκέψης το γεγονός ότι το μέλος της διπλής διάγνωσης θα φέρει ακόμη μια ταμπέλα, αυτή του ψυχικά ασθενή, δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την ήδη επιβαρυμένη εικόνα του στην κοινωνία.

«[…]σκέψου ότι δεν είναι και μια ταμπέλα. Εμείς δηλαδή δεν λεγόμαστε μόνο πρώην τόξικ ξέρω ‘γω, πρώην πρεζάκια. Λεγόμαστε και πρώην κλέφτες και πρώην ψεύτες και πρώην το ένα και πρώην το άλλο, κατάλαβες; Δεν έχουμε μια ταμπέλα, έχουμε εκατό. Τώρα στις εκατό, να είναι και μια διπλής διάγνωσης, εκατόν μια δηλαδή, νομίζω δεν κάνει διαφορά στον έξω κόσμο» (Νίκη, 35 ετών)

 

2γ. Αλληλεπιδράσεις Διπλά Διαγνωσμένων και Μελών Σταθμού

Στις δι-ομαδικές τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις τα μέλη του Σταθμού αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επαφή τους με τα μέλη της διπλής διάγνωσης. Τα μέλη του Σταθμού όση ώρα περιμένουν να ξεκινήσει η ομάδα τους, είναι πιθανό να έρθουν σε επαφή με μέλη της διπλής διάγνωσης που βρίσκονται στο χώρο. Αυτές οι συναντήσεις φαίνεται να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα στα μέλη και να προσπαθούν να τις αποφεύγουν, καθώς έρχονται σε δυσκολία.

«Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου. Όταν έρχομαι εδώ δηλαδή και έχει διπλής διάγνωσης με δυσκολεύει, όχι δεν μου αρέσει, με δυσκολεύει πολύ.» (Νίκη, 35 ετών)

Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες της έρευνας, αυτό συμβαίνει γιατί τα μέλη του Σταθμού μπορούν να καταλάβουν ότι τα μέλη της διπλής διάγνωσης είναι υπό την επήρεια φαρμάκων, τα οποία μπορούν μάλιστα και να αναγνωρίσουν ανάλογα με την εικόνα και τη συμπεριφορά του ατόμου, κάτι που τους ξενίζει και τους δυσκολεύει στα πλαίσια της απεξάρτησης.

«Νίκη: Μπορώ να βγάλω εκείνη την ώρα ακτινογραφία τι έχει πιεί ο άλλος ας πούμε.

Χρήστος: Ναι κι εγώ.

Νίκη: Μπορώ να σου βγάλω τη συνταγή κατευθείαν. Μπαίνω σε αυτό το τριπάκι και δε μ’αρέσει […] Με δυσκολεύει, όχι δεν μου αρέσει, το ξαναλέω. Αλλά ότι με δυσκολεύει, με δυσκολεύει. Μόνο που θα τον δω θα ξέρω τι έχει φάει.»

Η εξωτερική εικόνα των μελών της διπλής διάγνωσης θα είναι συνήθως, όπως αναφέρουν οι συμμετέχοντες, παράξενη, χωρίς ενέργεια και αντοχή, και η επικοινωνία τους θα είναι μη λειτουργική και ασυνάρτητη. Αυτή η εικόνα ενός ατόμου που αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα, δεν έχει την ικανότητα να επικοινωνήσει με ουσιαστικό τρόπο και κάνει κατάχρηση φαρμάκων δεν συμβαδίζει πλέον με τους ίδιους και προσπαθούν να την αποφύγουν. Χαρακτηριστικά αναφέρουν:

«Φαίνεται ότι […] αντιλαμβάνονται διαφορετικά ας πούμε τα: τις συζητήσεις και όλα αυτά. Ή θα τους πιάσει λογοδιάρροια θα αρχίσουν να μιλάνε ή θα λένε, θα πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο […] νομίζω ότι έχει και επιπτώσεις το κάθε φάρμακο, είναι…» (Χρήστος, 20 ετών)

«Νίκη: Ναι, είσαι αλλού, είσαι αλλού. Δεν μπορούμε να κάνουμε την κουβέντα που κάνουμε τώρα. Τώρα ας πούμε μπορεί να μιλούσαμε για τα χρυσόψαρα αν ένας ήταν χαπακωμένος για να καταλάβεις. Θα πιάναμε κουβέντα για χρυσόψαρα, ένα τέτοιο πράγμα.

Φάνης: Αυτό σκεφτόμουνα κι εγώ, ότι με αυτά δεν έχεις την ίδια καθαρότητα στο μυαλό να συζητήσεις με κάποιον, όταν παίρνεις φάρμακα είναι λογικό αυτό το πράγμα»

Πέραν όλων αυτών αυτό που δυσκολεύει τα μέλη του Σταθμού είναι ότι δεν μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους για αυτή την εικόνα, όπως θα έκαναν για παράδειγμα αν κάποιο μέλος είχε αντίστοιχη παρουσία στη δική τους ομάδα ή στην Κοινότητα.

«Απλά εκείνη την ώρα στον ίδιο χώρο με δυσκολεύει. Και δεν είναι […] αυτό το πράγμα δηλαδή αν υπήρχε μες στην Κοινότητα μες στην ομάδα θα το έβαζα κατευθείαν. Θα έλεγα ο τάδε είναι κάπως ας πούμε, τώρα αυτόν δεν μπορείς να τον πεις τίποτα […] Η μούγκα δηλαδή, αυτό το πράγμα.» (Νίκη, 35 ετών)

Ενδιαφέρον έχει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι τα μέλη του Σταθμού θεωρούν εξολοκλήρου υπεύθυνα τα φάρμακα για την μη λειτουργική εικόνα που παρουσιάζουν τα μέλη της διπλής διάγνωσης. Αγνοούν δηλαδή τα πιθανά συμπτώματα μιας ψυχοπαθολογικής κατάστασης που μπορεί να κάνουν το άτομο για παράδειγμα, να είναι σε παραλήρημα, να μην έχει ενέργεια, να βρίσκεται σε έντονη ψυχοκινητική διέγερση ή να έχει ιδεασμούς. Ακόμη και όταν τους ρωτήθηκε από τον συνεντευκτή, αν κάτι τέτοιο τους φαίνεται πιθανό σενάριο, οι συμμετέχοντες αρνήθηκαν, προβάλλοντας το επιχείρημα πως τα φάρμακα που παίρνουν τα άτομα αυτά θα έπρεπε να λειτουργούν με τρόπο που να εξουδετερώνουν αυτά τα συμπτώματα. Εφόσον λοιπόν τα συμπτώματα αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν, σημαίνει ότι τα άτομα κάνουν κατάχρηση της αγωγής τους. Φαίνεται έτσι ίσως η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις ψυχοδραστικές ιδιότητες των ουσιών, στις οποίες εντοπίζουν την αιτία για την αρνητική ή θετική πορεία ενός ατόμου, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα άλλους παράγοντες.

«Ε φίλε, άμα παίρνουν το φάρμακο υποτίθεται θα έπρεπε να είναι καλά. Όπως είπα και πριν, μερικοί δεν φαίνεται ότι έχουν πάρει φάρμακα. Άρα όταν βλέπεις ότι ο άλλος φαίνεται κουρούμπελο και έτσι εννοείται ότι είναι επίπτωση του φαρμάκου. Για εμένα.» (Χρήστος, 20 ετών)

Η σημαντικότερη δυσκολία λοιπόν που αντιμετωπίζουν τα μέλη του Σταθμού που βρίσκονται σε μια προσπάθεια απεξάρτησης, είναι πως η επαφή τους με μέλη της διπλής διάγνωσης θυμίζει επαφή με τη χρήση.

«Γιατί είναι σαν να έρχομαι σε επαφή με τη χρήση. Κατάλαβες; Είναι πολύ ξεκάθαρα αυτά στα δικά μας τα μάτια […] Δεν έχει ρε παιδί μου διαφορά […] να πάω τώρα Ναυαρίνου ας πούμε και να κάτσω με αυτούς που καθόμουν. Κι αυτοί φάρμακα παίρνανε […] τι διαφορά θα έχει; Και ο ένας πίνει και ο άλλος πίνει.» (Νίκη, 35 ετών)

Εδώ οι συμμετέχοντες της έρευνας παρομοιάζουν τα μέλη της διπλής διάγνωσης με χρήστες ουσιών που δεν είναι σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης. Οι ίδιοι κάνοντας μια ολοκληρωμένη προσπάθεια απεξάρτησης, οφείλουν να απομακρυνθούν από ουσίες, αλλά και από άλλους χρήστες. Λόγω αυτού αποφεύγουν και τα μέλη της διπλής διάγνωσης, τα οποία ουσιαστικά σύμφωνα με τον παραπάνω συλλογισμό, κάνουν χρήση ουσιών, ακόμη κι αν αυτές είναι νόμιμες και συνταγογραφούμενες.

Τα μέλη του Σταθμού έτσι θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τα μέλη της διπλής διάγνωσης όταν βρίσκονται μαζί στον ίδιο χώρο και θα προτιμήσουν να περάσουν το χρόνο τους με μέλη της δικής τους ένδο-ομάδας.

«Κοίτα, με ένα μέλος εδώ, δικό μας δηλαδή, μου είναι πολύ πιο εύκολο και το θέλω και πιο πολύ και να μιλήσω και να κάτσω και να […] όλο το πακέτο ας πούμε […] με ένα μέλος της διπλής διάγνωσης θα κοιτάξω να πάρω απόσταση εφόσον είναι κουρούμπελο […] θα κοιτάξω να πάρω απόσταση, θα κοιτάξω να ασχοληθώ με κάποιον δικό μας τέλος πάντων και από εκεί θα κοιτάξω να μην έρθω κάπως σε τόση επαφή» (Νίκη, 35 ετών)

Στο απόσπασμα αυτό διαφαίνεται ο διαχωρισμός των δυο ομάδων. Οι αναφορές στα μέλη των δυο ομάδων γίνονται με όρους «δικό μας» / «δικό τους», με εμφανή εύνοια στην ένδο-ομάδα, η οποία αξιολογείται ως προτιμότερη και πιο ευχάριστη.

Αποδεκτά και καλοδεχούμενα είναι τα μέλη της διπλής διάγνωσης που φέρουν χαρακτηριστικά της ένδο-ομάδας των μελών του Σταθμού. Όσοι δηλαδή είναι περισσότερο «λειτουργικοί» και μπορούν να απαντήσουν στις απαιτήσεις της ομάδας των μελών του Σταθμού και να σεβαστούν τα όρια της, είναι αποδεκτό και θεμιτό να ενταχθούν στους κόλπους της άλλης ομάδας. Αυτά είναι τα άτομα που δεν καταχρώνται της αγωγής τους, τα φάρμακα περισσότερο τους βοηθάνε να «ομαλοποιηθούν» παρά να αποκτήσουν άσχημη εικόνα και θα μπορέσουν να ενταχθούν στην άλλη ομάδα αν τελικά καταφέρουν να διακόψουν εντελώς την αγωγή.

«Σ: Οπότε θα δεχόσασταν εσείς ένα άτομο στην ομάδα σας αν δεν πίνει φάρμακα;

Νίκη: Αν δεν πίνει γιατί όχι; Αν ερχόταν έτσι όπως είναι όχι. […] Αν τώρα κάποιον τον βολεύει να τα παίρνει και θέλει να τα σταματήσει για να μπει στην ομάδα, καλώς να έρθει.»

Ο διαχωρισμός αυτός ανάμεσα σε ομάδες, η αποφυγή της έξω-ομάδας και η προτίμηση της ένδο-ομάδας, γίνεται όπως αναφέρουν οι συμμετέχοντες, όχι από κακία ή λόγω διακύβευσης συμφερόντων, αλλά για την προστασία του εαυτού κατά τη διάρκεια της ευαίσθητης και επικίνδυνης περιόδου της απεξάρτησης που διανύουν. Οι συμμετέχοντες μάλιστα υποστηρίζουν πως δεν υποτιμούν την ομάδα των διπλά διαγνωσμένων και τη σέβονται, αλλά παράλληλα οφείλουν να επικεντρωθούν στη δική τους ευημερία και προσπάθεια.

«Αν θέλεις να μείνεις καθαρός και ειδικά στη φάση που είμαστε εμείς […] αναγκαστικά πρέπει να το κάνεις αυτό το πράγμα [να αποφύγεις οτιδήποτε σχετίζεται με χρήση]. Όχι να υποτιμήσεις όμως. Δεν υποτιμάς, απλά προστατεύεις τον εαυτό σου. […] Δεν τους υποτιμώ σε καμιά περίπτωση. Απλά δεν μου χρειάζονται τώρα στη ζωή μου αυτή τη στιγμή. Δεν, δεν γίνεται να συνυπάρξω. Και τι διαφορά ας πούμε θα είχε να πω ότι βγαίνω με κάποιον από τη διπλή διάγνωση, από το να πω ότι βγαίνω με κάποιον από τη Ναυαρίνου που πίνει μόνο φάρμακα;» (Νίκη, 35 ετών)

Στο τέλος της συνέντευξης οι συμμετέχοντες πήραν την πρωτοβουλία και μίλησαν για το σεβασμό των άλλων ομάδων και την απουσία υποτιμητικής διάθεσης, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως στη διεργασία της απεξάρτησης δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν δι-ομαδικές συγκρούσεις. Η ομάδα της διπλής διάγνωσης παρουσιάζεται να βρίσκεται σε πιο πρωταρχικό στάδιο στη διεργασία αυτή, καθιστώντας την ομάδα του Σταθμού πιο προχωρημένη και λειτουργική. Η αποφυγή και μη συνεργασία των δυο ομάδων ωστόσο κρίνεται απαραίτητη από τους συμμετέχοντες, όχι ως αποκλεισμός και απόρριψη, αλλά ως τρόπος ολοκλήρωσης του προγράμματος απεξάρτησης και προσωπικής ανάπτυξης.

«Νίκη: Θέλω να πω ότι σε καμία περίπτωση δεν την υποτιμώ τη διπλή διάγνωση έτσι; Απλά στο πλαίσιο εδώ, εννοείται θα κοιτάξω να προστατέψω και εμένα και όποιον άλλον είναι δίπλα μου. Για αυτό και μίλησα έτσι, αλλά δεν υποτίμησα σε καμία περίπτωση αυτά τα άτομα.

Χρήστος: Κι εγώ συμφωνώ.

Φάνης: Ε ναι, τώρα δεν γίνεται να υποτιμάς κάποια άλλη ομάδα γιατί κι εμείς ήμασταν σε αυτή τη θέση και εμείς έχουμε φίλους που πίνουν και τους βλέπουμε, απλά απομακρυνόμαστε για να προστατεύουμε τον εαυτό μας, όχι να δω ξέρω ‘γω κάποιον έξω και να πω […] αυτό κι αυτό, να πω κακίες, πως το λένε. Όχι, όχι. Εγώ, προς θεού, όταν βλέπω κάποιον έτσι, με πάει κι εμένα εκεί που ήμουν […] Δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε κανέναν. Γιατί ήμασταν κι εμείς. Και δεν ξέρουμε ακόμα, τώρα είμαστε εδώ αλλά προσπαθούμε έτσι συνέχεια.»

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η έρευνα μελέτησε τις πεποιθήσεις χρηστών μιας δομής απεξάρτησης αναφορικά με την ταυτότητα της διπλής διάγνωσης. Οι συμμετέχοντες ανέπτυξαν το σκεπτικό τους πάνω σε θέματα ψυχοπαθολογίας στη διπλή διάγνωση, φαρμακευτικής αγωγής, διαφορών και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους εξαρτημένους μόνο από ουσίες και σε διπλά διαγνωσμένους και κοινωνικών προκαταλήψεων.

Αν και θεωρητικά η διπλή διάγνωση εντάσσεται κάτω από την «ομπρέλα» του πεδίου των εξαρτήσεων, οι συμμετέχοντες δεν αναγνώρισαν τα μέλη της ως μέλη της δικής τους ομάδας. Θεώρησαν πως οι διπλά διαγνωσμένοι έχουν περισσότερες δυσλειτουργίες, λόγω της ψυχοπαθολογίας τους, δεν κάνουν ολοκληρωμένη προσπάθεια απεξάρτησης, καθώς λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή και είναι σε πιο πρωταρχικό από αυτούς στάδιο στη διεργασία της απεξάρτησης, καθώς οι επιθυμίες και οι ρυθμοί τους είναι διαφορετικές από τις δικές τους.

Σύμφωνα με τη θεωρία των δι-ομαδικών σχέσεων (Tajfel & Turner, 1979), οι συμμετέχοντες εδώ είναι πιθανό να χρησιμοποιούν δι-ομαδικές στρατηγικές, έτσι ώστε να ενισχύσουν τη εικόνα της ένδο-ομάδας τους και ως αποτέλεσμα και τη δική τους αξία. Μια τέτοια στρατηγική είναι η σύγκριση της ένδο-ομάδας με μια ομάδα σε χειρότερη μοίρα. Αυτή η ομάδα φαίνεται να είναι η διπλή διάγνωση, η οποία λόγω του διπλού της στιγματισμού δέχεται διακρίσεις τόσο για την ψυχοπαθολογία της, όσο και για τα προβλήματα εξάρτησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο εδώ το γεγονός πως οι συμμετέχοντες δεν αναγνωρίζουν το διπλό στιγματισμό μόνο ως στοιχείο της διπλής διάγνωσης, αλλά θεωρούν πως είναι μια κατάσταση την οποία υπομένουν και οι ίδιοι (ως πχ πρώην παραβάτες του νόμου). Με αυτό τον τρόπο δικαιολογούν ίσως την απομάκρυνση τους από τα μέλη της διπλής διάγνωσης, δηλώνοντας ουσιαστικά πως δεν χρειάζεται αυτά τα μέλη να αντιμετωπίζονται ως ιδιάζουσες περιπτώσεις ή να έχουν την εύνοια είτε τη δική τους, είτε των θεραπευτών, είτε της κοινωνίας, καθώς και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.

Συνεχίζοντας με τις δι-ομαδικές στρατηγικές, οι πρώην χρήστες μέσω της απεξάρτησης, μπαίνουν σε διαδικασίες ατομικής κινητικότητας και έχουν τη δυνατότητα να «αποχωρήσουν» από τη μειονοτική ομάδα των «εξαρτημένων» με τις στερεοτυπικές απόψεις που υπάρχουν για αυτούς και να «ανέλθουν» στην ομάδα της «νόρμας». Με βάση αυτό το σκεπτικό, η διπλή διάγνωση αποτελεί μια κατηγορία που αποκλίνει τόσο πολύ από τη νόρμα, όντας οι αποκλίνοντες των αποκλινόντων, που η αποδοχή τους φαίνεται να μη συνάδει με αυτό το εγχείρημα. Έτσι, η αποφυγή της διπλής διάγνωση για την «προστασία του εαυτού σε αυτή τη φάση της ζωής τους» είναι η απάντηση για την ολοκλήρωση της απεξάρτησης και τη μετάβαση σε μια διαφορετική ομάδα.

Με τη θεωρία αυτή των δι-ομαδικών στρατηγικών, η αμφιθυμία που υπήρχε για τη φαρμακευτική αγωγή μπορεί ίσως να εξηγηθεί. Αφενός οι συμμετέχοντες υποστήριξαν τη φαρμακευτική αγωγή, καθώς είναι μέσο που επαναφέρει τους «δυσλειτουργικούς» ανθρώπους στην κανονικότητα και αφετέρου απορρίπτουν και καταδικάζουν τη φαρμακευτική αγωγή ως μια «νόμιμη χρήση» η οποία μπορεί να απομακρύνει το άτομο από το «θεμιτό».

Με βάση τα παραπάνω, οι συμμετέχοντες δεν θεωρούν την εξώ-ομάδα της διπλής διάγνωσης ως μια ομοιογενή ομάδα, αλλά βλέπουν σε αυτήν δυο υποκατηγορίες. Όπως στη βιβλιογραφία αναδεικνύονται διάφορες ομάδες στην διπλή διάγνωση, ανάλογα με τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα ή τις επιδράσεις των ψυχοτρόπων ουσιών (McKenna & Ross, 1994), οι συμμετέχοντες της παρούσας μελέτης δημιουργούν την υπο-ομάδα των ατόμων που αντιμετωπίζουν πολλές γνωστικές, συναισθηματικές, συμπεριφορικές ή επικοινωνιακές δυσλειτουργίες λόγω της ψυχοπαθολογίας τους και πραγματικά χρειάζονται τη φαρμακευτική αγωγή και την υπό-ομάδα των ατόμων που δεν χρειάζονται στην πραγματικότητα φαρμακευτική αγωγή, δεν θα έπρεπε να βρίσκονται ουσιαστικά στην ομάδα της διπλής διάγνωσης, αλλά «βολεύονται» σε αυτήν κατά τη διεργασία της απεξάρτησης.

 

Προτάσεις για μελλοντική έρευνα και προσέγγιση της διπλής διάγνωσης

Η παρούσα έρευνα ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας της διπλής διάγνωσης και εξάγει συμπεράσματα για τις απόψεις ατόμων της ένδο-ομάδας των Εξαρτήσεων, αλλά δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τους διπλά διαγνωσμένους. Χρήσιμη θα ήταν μια μελέτη η οποία θα έδινε το λόγο στα ίδια τα άτομα που υιοθετούν την ταυτότητα του διπλά διαγνωσμένου, έτσι ώστε να μελετήσει τα βιώματα και τις εμπειρίες τους.

Στη μελέτη αυτή φάνηκε πως τα μέλη ομάδων που δεν ανήκουν στη διπλή διάγνωση έχουν για αυτούς στερεοτυπικές αντιλήψεις και μπορεί να συμπεριφέρονται με διακρίσεις. Η προσέγγιση αυτών των μελών στα προγράμματα και η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση τους σε θέματα ψυχικής ασθένειας και κοινωνικών ταυτοτήτων θα ωφελούσε τα άτομα της διπλής διάγνωσης και θα έδειχνε στους υπόλοιπους πώς να τα εντάξουν στην ευρύτερη «ομάδα».

Όσον αφορά την προσέγγιση της διπλής διάγνωσης, σε αυτή τη μελέτη φαίνεται πως ένας από τους λόγους που ο περίγυρος των διπλά διαγνωσμένων τους αποφεύγει είναι η δυσλειτουργική επικοινωνία. Αυτό είναι στοιχείο που χαρακτηρίζει τόσο τις αλληλεπιδράσεις τους στα θεραπευτικά προγράμματα, όσο και στην καθημερινότητα τους έξω από αυτά. Χρήσιμες εδώ θα ήταν ανθρωπιστικές προσεγγίσεις, βιωματικού τύπου, όπου τα μέλη θα έρχονταν σε επαφή και θα μάθαιναν να επικοινωνούν λειτουργικά, δηλαδή να ακούν και να κατανοούν τους γύρω τους, να έρχονται σε επαφή με τις επιθυμίες και το σώμα τους, να «συναντούν» τους άλλους και να συνάπτουν ουσιαστικές σχέσεις, που θα χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια, άνευ όρων αποδοχή και ενσυναίσθηση. Επικέντρωση δηλαδή σε βιωματικές ασκήσεις επικοινωνίας, σύναψης σχέσεων και ανάδυσης επιθυμιών. Με τον τρόπο αυτό τα άτομα θα βελτίωναν τις σχέσεις τους με τους γύρω τους, που συχνά είναι προβληματικές και θα ανέδυαν επιθυμίες τους, έτσι ώστε να κάνουν πιο ευχάριστη την καθημερινότητα τους και να βρουν με δημιουργικό τρόπο εναλλακτικές στην ανία, τη μοναξιά και τη στασιμότητα.

 

 

Βιβλιογραφία

Braun, V. & Clarke, V. (2006). Using thematic analysis in psychology. Qualitative Research in Psychology, 3, 77-101.

Department of Health (2002). Dual Diagnosis Good Practice Guide. London: Department of Health Publications.

Finbar Sheehan, M., (1993). Dual diagnosis. Psychiatric Quarterly, 64(2), 107-134.

Gregg, L., Barrowclough, C. & Haddock, G. (2007). Reasons for increased substance use in psychosis. Clinical Psychology Review, 27, 494-510.

Guest, C. & Holland, M. (2011). Co-existing mental health and substance use and alcohol difficulties: why do we persist with the term ‘‘dual diagnosis’’ within mental health services?. Advances in Dual Diagnosis, 4(4), 162-172.

Hafner, H. & Boker, W. (1973). Mentally disordered violent offenders. Social Psychiatry, 8, 220-229.

Hartwell, S. (2004). Triple stigma: Persons with mental illness and substance abuse problems in the criminal justice system. Criminal Justice Policy Review, 15(1), 84-99.

Ιωσηφίδης, Θ. (2008). Ποιοτικές Μέθοδοι Έρευνας στις Κοινωνικές Επιστήμες. Αθήνα: Κριτική.

Khantzian, E. J. (1985). The self-medication hypothesis of addictive disorders: Focus on heroin and cocaine dependence. American Journal of Psychiatry, 142(11), 1259-1264.

Khantzian, E. J. (1997). The self-medication hypothesis of substance use disorders: A reconsideration and recent applications. Harvard Review of Psychiatry, 4(5), 231-244.

Κουκουτσάκη, Α. (2002). Χρήση Ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία: Συμπεριφορές μη Συμμόρφωσης Μεταξύ Ποινικού και Ιατρικού Ελέγχου. Αθήνα: Κριτική.

Μάτσα, Κ. (2017). Παρίες Ανάμεσα στους Παρίες: Τοξικομανείς και Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Άγρα

Μάτσα, Κ. (2013). Ψάξαμε Ανθρώπους και Βρήκαμε Σκιές: Το Αίνιγμα της Τοξικομανίας. Αθήνα: Άγρα.

McKenna, C. & Ross, C., (1994). Diagnostic conundrums in substance abuse with psychiatric symptoms: Variables suggestive of dual diagnosis. The American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 20(4), 397-412.

Morgan, B. D. (2014). Nursing attitudes toward patients with substance use disorders in pain. Pain Management Nursing, 15(1), 165-175.

Μπάρτον, Ρ. (1961). Ιδρυματική Νεύρωσις. Αθήνα: Συμπαράστασις.

Mueser, K. T., Bellack, A. S. & Blanchard, J. J., (1992). Comorbidity of schizophrenia and substance abuse: Implications for treatment. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 60(6), 845-856.

Mueser, K. T., Drake, R. E. & Wallach, M. A., (1998). Dual diagnosis: A review of etiological theories. Addictive Behaviors, 23(6), 717-734.

Najavits, L. M. (2002). Clinicians’ views on treating posttraumatic stress disorder and substance use disorder. Journal of Substance Abuse Treatment, 22, 79-85.

Tajfel, H & Turner, J. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In: Austin, G. W. & Worchel, S. (επιμ.) The Social Psychology of Intergroup Relations, pp 33-47, Monterey, California, Brooks / Cole.

Todd, J., Green, G., Harrison, M., Ikuesan, B. A., Self, C., Pevalin, D. J. & Baldacchino, A. (2004). Social exclusion in clients with comorbid mental health and substance misuse problems. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 39, 581-587.

Τσαλίκογλου, Φ. (1990). Ο φόβος της τρέλλας. Στο: Σακελλαρόπουλος, Π. Επικινδυνότητα και Κοινωνική Ψυχιατρική: Κείμενα από Δύο Συμπόσια για την Ψυχιατρική, την Επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη, σσ. 44-58, Αθήνα: Παπαζήση.

Van Boekel, L. C., Brouwers, E. P. M., Van Weeghel, J. & Garretsen, H. F. L. (2014). Healthcare professionals’ regard towards working with patients with substance use disorders: Comparison of primary care, general psychiatry and specialist addiction services. Drug and Alcohol Dependence, 134, 92-98.

Velleman, R. & Baker, A., (2008). Moving away from medicalised and partisan terminology: A contribution to the debate. Mental Health and Substance Use, 1(1), 2-9.

Wetherell, M. (2004). Ομαδική σύγκρουση και η κοινωνική ψυχολογία του ρατσισμού. Στο: Wetherell, M. (επιμ.) Ταυτότητες, Ομάδες και Κοινωνικά Ζητήματα, pp. 253-334. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Zimmerman, M., Sheeran, T., Chelminski, I. & Young, D. (2004). Screening for psychiatric disorders in outpatients with DSM-IV substance use disorders. Journal of Substance Abuse Treatment, 26, 181-188.

Print Friendly, PDF & Email