Η Γερμανία, το αλκοόλ και η πολιτική για το αλκοόλ: ταλάντευση ανάμεσα στην περίσκεψη, τη δράση και την υποτροπή

Η Γερμανία, το αλκοόλ και η πολιτική για το αλκοόλ: ταλάντευση ανάμεσα στην περίσκεψη, τη δράση και την υποτροπή1

Gerhard Bühringer2,

Technische Universität Dresden, Germany and

IFT Institut für Therapieforschung, Munich, Germany

 

  1. Τίτλος πρωτοτύπου: Germany, Alcohol and Alcohol Policy: Oscillating Between Contemplation, Action and Relapse, Addiction, Volume 101, No 4, April 2006
  2. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Gerhard Bühringer, Technische Universität Dresden, Klinische Psychologie und Psychotherapie, Addiction Research Unit, Chemnitzer Str. 46, D – 01187 Dresden, E-Mail: buehringer@psychologie.tu-dresden.de

 

Απόδοση στα ελληνικά: Γεωργία Χριστοφίλη

Translation into Greek: Georgia Christofili

 

Διαμόρφωση μιας σύγχρονης πολιτικής για το αλκοόλ: μια πρόσφατη πρόκληση

Ο όρος πολιτική για τα ναρκωτικά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στη γερμανική γλώσσα, καθώς για περισσότερο από 30 χρόνια, αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό το επίκεντρο των δημόσιων και πολιτικών συζητήσεων. Ο όρος πολιτική για το αλκοόλ ωστόσο, αποτελεί μια έννοια που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Πιθανότατα ο λόγος που οδήγησε στην ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα είναι οι αυξημένες επιστημονικές αποδείξεις για την επικράτηση των διαταραχών από το αλκοόλ στον πληθυσμό στη Γερμανία (Βλ. Bühringer et al., 2002), με τη δημοσίευση στα γερμανικά του “Alcohol Policy and the Public Good” (Edwards et al., 1994) το 1997 και τις πολιτικές πιέσεις από το Σχέδιο Δράσης για το Αλκοόλ 2000-2005 από τον Π.Ο.Υ. (WHO, 2000). Κάποια πρώτα δείγματα δράσεων εντοπίζονται αρκετά νωρίς: το 2003, για πρώτη φορά, η μείωση της κατά κεφαλή κατανάλωσης αλκοόλ διατυπώθηκε ως πολιτικός στόχος του Υπουργείου Υγείας, με στόχο να μειωθεί η νοσηρότητα και η θνησιμότητα που σχετίζεται με τη χρήση αλκοόλ. Παρόμοιες δράσεις όμως σπάνια πραγματοποιήθηκαν και περιορίστηκαν κυρίως στη μείωση της ζήτησης (π.χ. προγράμματα πρόληψης στα σχολεία, βλ. Die Drogenbeauftragte der Bundesregierung, 2003). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ένας νόμος για την προστασία των νέων, ο οποίος ψηφίστηκε το 2004, για να περιορίσει την κατανάλωση “alcopops” (συνδυασμός αλκοολούχου ποτού–οινοπνευματώδους και χυμών με γλυκαντικές ουσίες) αυξάνοντας τους φόρους πώλησης σε αυτή την κατηγορία ποτών. Παρά τις κάποιες μικρές βελτιώσει, η Γερμανία εξακολουθεί να αποτελεί χώρα που «αποδέχεται» την κατανάλωση επικίνδυνων ποσοτήτων αλκοόλ. Για παράδειγμα, οι νόμοι για την προστασία των νέων στη Γερμανία απαγορεύουν την αγορά και κατανάλωση μπύρας και κρασιού σε άτομα κάτω των 16 ετών και αλκοόλ στα άτομα κάτω των 18 ετών. Όμως αυτοί οι κανονισμοί δεν επιβάλλονται, αγορές που έχουν πραγματοποιηθεί σε πειραματικό πλαίσιο από ανηλίκους δείχνουν ότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου. Τα αλκοολούχα ποτά είναι διαθέσιμα σχεδόν παντού (σε όλα τα καταστήματα όπου πωλείται φαγητό καθώς και σε όλα τα εστιατόρια πωλείται και αλκοόλ). Αλκοόλ μπορεί να βρει κάποιος σε 24-ωρη βάση (π.χ. σε βενζινάδικα), και σε σχετικά χαμηλές τιμές. Υπάρχει όμως ένα τίμημα για αυτή τη φιλελεύθερη προσέγγιση.

 

Η παρούσα κατάσταση και οι τάσεις στη χρήση αλκοόλ και τις σχετικές με αυτό διαταραχές

Αντιπροσωπευτικές έρευνες σε εθνικό επίπεδο σε πληθυσμούς νέων και ενηλίκων πραγματοποιήθηκαν σε τακτικά χρονικά διαστήματα από το 1973 μέχρι το 1980 αντίστοιχα, ενώ στοιχεία από την εφαρμογή της θεραπείας υπάρχουν από το 1978 (για μια ανασκόπηση αυτών των στοιχείων και περισσότερες παραπομπές, βλ. Bühringer et al., 2002). Ορισμένα από τα σημαντικότερα ευρήματα από την έρευνα σε πληθυσμό ενηλίκων που πραγματοποιήθηκε το 2003, σε άτομα ηλικίας από 18 έως 59 ετών είναι τα ακόλουθα: από το αλκοόλ απείχε ποσοστό 16,9%, η πλειοψηφία των οποίων απείχε τις τελευταίες 30 ημέρες. Ποσοστό 71,1% περιέγραφε τον εαυτό του ως άτομο που κάνει κατανάλωση αλκοόλ χαμηλού κινδύνου (λιγότερο από 20 g και 30 g για τις γυναίκες και τους άνδρες αντίστοιχα). Ποσοστό 12,1% όμως κατανάλωναν επικίνδυνες ποσότητες αλκοόλ σε καθημερινή βάση. Ποσοστό 12,9% δήλωσε τέσσερις ή περισσότερες περιπτώσεις υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση (πέντε ή περισσότερα αλκοολούχα ποτά διαδοχικά) τις τελευταίες 30 ημέρες και ποσοστό 22,7% από το σύνολο του πληθυσμού ενηλίκων (34,7% του πληθυσμού των ανδρών!) είχαν βαθμολογηθεί από το AUDIT στο ανώτατο όριο για επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλ (≥ 8; Augustin & Kraus, 2005). Η εθνική κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ έφτασε το υψηλότερο επίπεδο των 10,2 λίτρων το 2003. Έτσι η Γερμανία διατηρεί σταθερά τη θέση της μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη κατανάλωση αλκοόλ (Meyer & John, 2005).

Η χρήση αλκοόλ νωρίς στην εφηβεία σχετίζεται με περισσότερα προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (Kraus, Bloomfield, Augustin & Reese, 2000). Κάποια σημαντικά στοιχεία από πρόσφατες έρευνες σε πληθυσμούς νέων είναι τα ακόλουθα: οι ανήλικοι ηλικίας 12 με 15 ετών είχαν επικράτηση στη διάρκεια της ζωής τους στη χρήση αλκοόλ 72%. Η μέση εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ για αυτή την ηλικιακή ομάδα αυξήθηκε από 14,1 g το 2001 σε 20,9 g το 2004 (αύξηση 48%!). Ενώ ποσοστό 5% είχε εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ περισσότερη από 120 g, ποσοστό 8% ανέφερε μία ή δύο ημέρες στις οποίες πραγματοποιήθηκε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση στη διάρκεια των τελευταίων 30 ημερών, ενώ ποσοστό 3% ανέφερε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση σε εβδομαδιαία βάση και 1% ανέφερε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση περίπου δύο φορές την εβδομάδα. Συνολικά, ποσοστό 12% από αυτή την ηλικιακή ομάδα κατανάλωνε υπερβολική ποσότητα αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση. Τα αντίστοιχα ποσοστά υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ για την ηλικιακή ομάδα από 16 έως 19 ετών ήταν 26%, 12% και 6%. Η εβδομαδιαία κατανάλωση καθαρού αλκοόλ αυξήθηκε από 65,5 g σε 97,5 g (αύξηση 33%) κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου (Bundeszentrale für gesundheitliche Aufklärung, 2004).

Τα υψηλά επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ και η προβληματική χρήση αλκοόλ επιφέρουν συνέπειες. Η εκτίμηση της επικράτησης βάσει του DSM-IV τόσο για την εξάρτηση από το αλκοόλ όσο και για την κατάχρηση αλκοόλ στον πληθυσμό των ενηλίκων κυμαίνονται σε ποσοστό 2,6% (Kraus & Augustin, 2001). Περίπου 42.000 άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από αίτια που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ (συνολικά 4,8% όλων των θανάτων, 7,5% των θανάτων των ανδρών και 2,4% των θανάτων των γυναικών). Το 1995 το άμεσο και έμμεσο κόστος που σχετιζόταν με το αλκοόλ υπολογίστηκε στα 20,7 εκατομμύρια Ευρώ (Bühringer et al., 2002). Η συνολική κατά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε σταδιακά περίπου 15% τα τελευταία 20 χρόνια, ωστόσο στους πληθυσμούς των εφήβων και νεαρών ενηλίκων (η έναρξη χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία, η τακτική και σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ σε νεαρή ηλικία, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση σε νεαρή ηλικία) εμφανίστηκε απότομη αύξηση.

 

Παρεμβάσεις πρόληψης και θεραπείας

Για μια περίοδο περίπου 100 χρόνων, η παραδοσιακή και μοναδική επαγγελματική αντιμετώπιση για τα προβλήματα που σχετίζονταν με το αλκοόλ στη Γερμανία ήταν τα ειδικά κέντρα για τη θεραπεία της τοξικοεξάρτησης, που παρείχαν μακρόχρονες υπηρεσίες θεραπείας σε πλαίσιο διαμονής και για την εξάρτηση από το αλκοόλ. Με αυτή την έννοια, οι σημαντικές αλλαγές οδήγησαν σε πολύ σημαντική μείωση της διάρκειας της θεραπείας, από 6-8 μήνες σε 1-4 μήνες και σε πολύ σημαντική αύξηση στη θεραπεία εξωτερικής παρακολούθησης. Η επανένταξη μετά την αποτοξίνωση χρηματοδοτείται από το κρατικό σύστημα συντάξεων και ασφάλισης. Η λογική είναι ότι η επανένταξη θα βοηθήσει τα εξαρτημένα άτομα να επιστρέψουν στη δουλειά, θα συνεχίσουν να συμβάλουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα και θα αποφύγουν την πρόωρη συνταξιοδότηση. Έχουν νομικό δικαίωμα να λάβουν θεραπεία χωρίς οικονομική επιβάρυνση, και δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου για να συμμετέχουν στη θεραπεία. Το 2004, 95.000 περιστατικά αντιμετωπίστηκαν σε πλαίσιο εξωτερικής παρακολούθησης και περίπου 41.000 περιστατικά αντιμετωπίστηκαν σε πλαίσιο διαμονής (προσωπικοί υπολογισμοί βάσει των Sonntag & Welsch, 2004a, 2004b).

Δράσεις για τη μείωση της ζήτησης έχουν αναπτυχθεί ως μέρος πρωτογενούς πρόληψης μόνο τα τελευταία 20 χρόνια, όμως είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένα και εφαρμόζονται σε ολόκληρη τη χώρα. Τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε αρκετά διαφορετικά προγράμματα (π.χ. βελτίωση των δεξιοτήτων ζωής, Botvin & Griffin, 2001, Kröger & Reese, 2000), τα περισσότερα από τα οποία στηρίζονται σε πολύ πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία. Το Ομοσπονδιακό Κέντρο Ενημέρωσης για την Υγεία παρέχει ενημερωτικά φυλλάδια, οδηγίες πρόληψης και εγχειρίδια για το ευρύ κοινό, για ειδικές ομάδες στόχους και επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά και εφήβους. Βάσει πρόσφατων στοιχείων από έρευνες στον ιατρικό χώρο (π.χ. ιδιώτες, internal medicineΣτΜ και χειρουργικές πτέρυγες νοσοκομείων), που έδειξαν υψηλά ποσοστά προβλημάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ, αναπτύχθηκαν και αξιολογήθηκαν προγράμματα έγκαιρου εντοπισμού και παρέμβασης (π.χ. John, Hapke & Rumpf, 2002), τα οποία χρησιμοποιούν τεχνικές της Συνέντευξης Κινητοποίησης και τεχνικές περιορισμού της χρήση αλκοόλ, και εφαρμόζονται σταδιακά.

 

Η ερευνητική βάση

Το πρώτο εξειδικευμένο γερμανικό περιοδικό για το αλκοόλ και άλλες εξαρτήσεις ιδρύθηκε το 1891, και αποτελεί πρόγονο του τωρινού περιοδικού Sucht. Εκείνη την περίοδο οι έρευνες περιορίζονταν σε μελέτες αποτελεσματικότητας της θεραπείας και συγκριτικές μελέτες σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τη χρήση αλκοόλ και τις αρνητικές της συνέπειες. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1930 και 1940, στις έρευνες για το αλκοόλ στη Γερμανία επικρατούσαν ολοένα και περισσότερο ζητήματα ευγονισμού, ενώ η επιστημονική κοινότητα συνέβαλε στην ιδεολογία και την εγκληματικότητα του εθνικού σοσιαλισμού (για περισσότερες πληροφορίες βλ. Bühringer & Watzl, 2003). Η πρώτη σημαντική μεταπολεμική ερευνητική ομάδα δημιουργήθηκε από τον Feuerlein γύρω στο 1970 και δημοσίευε μεταξύ άλλων: (1) στοιχεία για τη θεραπεία και το follow-up καθώς και παράγοντες που περιορίζουν την αποτελεσματικότητα, από μια μεγάλη πολύπλευρη μελέτη που περιλάμβανε 21 κέντρα και 1410 ασθενείς (Feuerlein & Küfner, 1989), και (2) και το διαγνωστικό εργαλείο σχετικά με το αλκοόλ “Munich Alcoholism Test” (MALT; Feuerlein, Ringer, Küfner & Antons, 1980), το οποίο έχει μεταφραστεί πλέον σε επτά γλώσσες.

Η συστηματική μακροχρόνια χρηματοδότηση από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εκπαίδευσης και Έρευνας για τις έρευνες σε όλα τα είδη εξαρτήσεων ξεκίνησε το 1990, με περίπου 24 εκατομμύρια Euro διαθέσιμα μέχρι το 2001, και άλλα 20 εκατομμύρια μέχρι το 2007. Σήμερα, τέσσερα ερευνητικά δίκτυα και συνεργαζόμενες ερευνητικές ομάδες συμμετέχουν σε έρευνες για το αλκοόλ (για περισσότερες πληροφορίες δείτε τα ακόλουθα site:

www.bw-suchtweb.de

www.medizin.uni-greifswald.de/epidem/forschung/intervention/earlint.html www.suchtforschungsverbund-nrw.de
και www.asat-verbund.de)

  • Μελέτες: νευροβιολογίας, γενετικής και υποδοχέων

Οι ερευνητικές ομάδες διερευνούν τις γενετικές διαφορές όσον αφορά την ευαισθησία στο αλκοόλ του ενδογενούς συστήματος για τα οπιοειδή (Rommelspacher, Smolka, Schmidt, Samochowiec & Hoehe, 2001) και των νευρωνικών συσχετισμών των επιθυμιών για κατανάλωση αλκοόλ (Heinz et al., 2005).

  • Μετρήσεις και ανάλυση της κατανάλωσης αλκοόλ και της σχετιζόμενης βλάβης, συν-νοσηρότητα, παράγοντες έναρξης, εξέλιξης και αυτόματης υποχώρησης των διαταραχών χρήσης αλκοόλ στο γενικό πληθυσμό και σε ομάδες υψηλού κινδύνου (Bischof, Rumpf, Hapke, Meyer & John, 2003; John, Hill, Rumpf, Hapke & Meyer, 2003; Kraus et al., 2000, Lieb et al., 2002, Wittchen, Nelson & Lachner, 1998).
  • Εργαλεία για screening και έγκαιρο εντοπισμό, προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης σε γενικά ιατρικά πλαίσια (Rumpf, Hapke, Meyer & John, 2002, Rumpf et al., 2003)
  • Νέες προσεγγίσει στη θεραπεία της εξάρτησης: π.χ., παρατεταμένη αποτοξίνωση, σύντομες παρεμβάσεις μέσω υπολογιστή, σταδιακή φροντίδα, εντατική φροντίδα εξωτερικής παρακολούθησης με στόχο την επανένταξη, ουσίες για την καταπολέμηση της έντονης επιθυμίας, συν-νοσηρότητα στην εξάρτηση από τη νικοτίνη (Ehrenreich et al., 1997, Kiefer et al., 2003, Kröger, Metz & Bühler, 2004, Mann, Lehert & Morgan, 2004, Soyka & Horak, 2004).

 

Στο μέλλον

Η σύνδεση ανάμεσα στην έρευνα και την πολιτική για την υγεία σπανίως πραγματοποιείται. Για μια μικρή ομάδα επιστημόνων, η διαμόρφωση εθνικής πολιτικής για το αλκοόλ βρίσκεται ακόμη σε εμβρυική φάση. Δεν γίνεται καμία δημόσια συζήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο μιας γερμανικής πολιτικής για το αλκοόλ, και -ακόμη χειρότερα- δεν υφίστανται πιθανές σκέψεις για τέτοια πολιτική. Δεν είναι σαφές εάν θα συνεχίσουμε να κινούμαστε προς μια ενεργητική φάση στην ανάπτυξη και την εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής για το αλκοόλ ή θα επιστρέψουμε σε πιο αρχικά στάδια. Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, πρόσφατα ένας γερμανός Υπουργός Οικονομικών πρότεινε να μειωθεί ο Φ.Π.Α. για την μπύρα από το κανονικό επίπεδο στο μειωμένο που έχει η κατηγορία τροφίμων, επειδή «η μπύρα είναι τρόφιμο σαν το ψωμί και το γάλα».

 

Ευχαριστίες

Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του Ερευνητικού Δικτύου για την Εξάρτηση ASAT (Διάθεση των Θεραπειών για την Κατάχρηση Ουσιών σύμφωνα με την Ετερογένεια των Ασθενών/Allocating Substance Abuse Treatments to Patient Heterogeneity). Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με: asatkoordination@mpipsykl.mpg.de (www.asat-verbund.de). Το δίκτυο ASAT υποστηρίζεται από επιχορήγηση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας (01 EB 0140–0142). Ο συγγραφέας θέλει να ευχαριστήσει τους C. Metzner, L. Kraus, H. Küfner και H.-U. Wittchen για την υποστήριξη και τις σημαντικές παρατηρήσεις τους και για τη γλωσσική επιμέλεια M. Cox.

 

Δήλωση για σύγκρουση συμφερόντων

Κατή τη συγγραφή αυτού του άρθρου δεν υπήρχε κανενός είδους σύγκρουση συμφερόντων.

ΣτΜ Κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη διάγνωση, διαχείριση και μη-χειρουργική αντιμετώπιση ασυνήθιστων ή σοβαρών παθήσεων

 

Βιβλιογραφία

Augustin, R. & Kraus, L. (2005). Alkoholkonsum, alkoholbezogene Probleme und Trends. Ergebnisse des Epidemiologischer Suchtsurvey 2003 [Alcohol Use, alcohol-related problems and trends. Results of the 2003 Epidemiological Survey of Substance Abuse]. Sucht, 51 (Supplement 1), S29-S39.

Bischof, G., Rumpf, H. J., Hapke, U., Meyer, C. & John, U. (2003). Types of natural recovery from alcohol dependence: a cluster analytic approach. Addiction, 98, 1737-1746.

Botvin, G. J. & Griffin, K. W. (2001). Life Skills Training: Theory, methods, and effectiveness of a drug abuse prevention approach. In E. F. Wagner & H. B. Waldron (Eds.), Innovations in Adolescent Substance Abuse Interventions (pp. 31-50). New York: Elsevier Science.

Bühringer, G., Augustin, R., Bergmann, E., Bloomfield, K., Funk, W., Junge, B., Kraus, L., Merfert-Diete, C., Rumpf, H. – J., Simon, R. & Töppich, J. (2002). Alcohol consumption and alcohol-related problems in Germany. Göttingen: Hogrefe & Huber.

Bühringer, G. & Watzl, H. (2003). On the history and new layout of the Journal SUCHT: Old wine in new bottles? (Editorial). Sucht, 49, 12-15.

Bundeszentrale für gesundheitliche Aufklärung (2004). Die Drogenaffinität Jugendlicher in der Bundesrepublik Deutschland 2004. Teilband Alkohol. [Drug Affinity among Young People in the Federal Republic of Germany 2004. Alcohol Report] Köln: Bundeszentrale für gesundheitliche Aufklärung Available under: www.BZgA.de [22.08.05].

Die Drogenbeauftragte der Bundesregierung (2003). Aktionsplan Drogen und Sucht [Action Plan on Drugs and Addiction]. Berlin/Bonn: Bundesministerium für Gesundheit und Soziale Sicherung. Available under: http://www.bmgs.bund.de/download/broschueren/A605.pdf [22.08.05].

Edwards, G., Anderson, P., Babor, T. F., Casswell, S., Ferrence, R., Giesbrecht, N., Godfrey, C., Holder, H. D., Lemmens, P., Mäkelä, K., Midanik, L. T., Norström, T., Österberg, E., Romelsjö, A., Room, R., Simpura, J. & Skog, O.-J. (1994). Alcohol Policy and the Public Good. Oxford: University Press. (German edition published in 1997: Alkoholkonsum und Gemeinwohl. Strategien zur Reduzierung des schädlichen Gebrauchs in der Bevölkerung. Stuttgart: Enke).

Ehrenreich, H., Mangholz, A., Schmitt, M., Lieder, P., Völkel, W., Rüther, E., Poser, W. (1997). OLITA: an alternative in the treatment of therapy-resistant chronic alcoholics. First evaluation of a new approach. European Archives of Psychiatry and Clinical Neuroscience. 247, 51-54.

Feuerlein, W.; Küfner, H. (1989). A prospective multicentre study of in-patient treatment for alcoholics: 18- and 48-month follow-up (Munich Evaluation for Alcoholism Treatment, MEAT). European Archives of Psychiatry & Neurological Sciences, 239, 144-157.

Feuerlein, W., Ringer, C., Küfner, H., & Antons, K. (1980). The Munich Alcoholism Test (MALT). In Galanter, M. (Ed.). Currents of Alcoholism. Vol. VII. New York: Grune & Stratton.

Heinz, A., Reimold, M., Wrase, J., Hermann, D., Croissant, B., Mundle, G., Dohmen, B.M., Braus, D.H., Schumann, G., Machulla, H.J., Bares, R., Mann, K. (2005). Correlation of stable elevations in striatal {micro}-opioid receptor availability in detoxified alcoholic patients with alcohol craving: a positron emission tomography study using carbon 11-labeled carfentanil. Archieves of General Psychiatry. 62, 57-64.

John, U., Hapke, U., Rumpf, H.J. (2002). Der Suchtforschungsverbund: Frühintervention bei substanzbezogenen Störungen (EARLINT). [Research collaboration in early substance use intervention (EARLINT)]. Sucht, 48, 209-216.

John, U., Hill, A., Rumpf, H. J., Hapke, U. & Meyer, C. (2003). Alcohol high risk drinking, abuse and dependence among tobacco smoking medical care patients and the general population. Drug and Alcohol Dependence, 69, 189-195.

Kiefer, F., Jahn, H., Tarnaske, T., Helwig, H., Briken, P., Holzbach, R., Kampf, P., Stracke, R., Baehr, M., Naber, D., Wiedemann, K. (2003). Comparing and combining naltrexone and acamprosate in relapse prevention of alcoholism: a double-blind placebo-controlled study. Archieves of general psychiatry, 60, 92-99.

Kraus, L. & Augustin, R. (2001). Repräsentativerhebung zum Gebrauch psychoaktiver Substanzen bei Erwachsenen in Deutschland 2000 [2000 Epidemiological Survey of Substance Abuse]. Sucht, 47 (Supplement 1), S3-S86.

Kraus, L., Bloomfield, K., Augustin, R. & Reese, A. (2000). Prevalence of alcohol use and the association between onset of use and alcohol-related problems in a general population sample in Germany. Addiction, 95, 1389-1401.

Kröger, C., Metz, K. & Bühler, A. (2004). Tabakentwöhnung bei Patienten in Rehabilitationskliniken. [Smoking cessation in patients treated in rehabilitation hospitals.] Suchtmedizin, 6, 61-66.

Kröger, C. & Reese, A. (2000). Schulische Suchtprävention nach dem Lebenskompetenzkonzept – Ergebnisse einer vierjährigen Interventionsstudie. [Substance abuse prevention in schools through life skills training – Results of a four year intervention study.] Sucht, 46, 209-217.

Lieb, R., Merikangas, K. R., Hofler, M., Pfister, H., Isensee, B. & Wittchen, H. U. (2002). Parental alcohol use disorders and alcohol use and disorders in offspring: a community study. Psychological medicine, 32, 63-78.

Mann, K., Lehert, P. & Morgan, M.Y. (2004). The efficacy of acamprosate in the maintenance of abstinence in alcohol-dependent individuals: results of a meta-analysis. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 28, 51-63.

Meyer, C. & John, U. (2005). Alkohol – Zahlen und Fakten zum Konsum. In Deutsche Hauptstelle für Suchtfragen (Ed.), Jahrbuch Sucht 2005 (pp. 7-28). Geesthacht: Neuland.

Rommelspacher, H., Smolka, M., Schmidt, L.G., Samochowiec, J., Hoehe, M.R. (2001) Genetic analysis of the mu-opioid receptor in alcohol-dependent individuals. Alcohol, 24, 129-135.

Rumpf, H. J., Hapke, U., Meyer, C. & John, U. (2002). Screening for alcohol use disorders and at-risk drinking in the general population: psychometric performance of three questionnaires. Alcohol and Alcoholism, 37, 261-268.

Rumpf, H. – J., Bischof, G., Grothues, J., Reinhardt, S., Hapke, U., Meyer, C., John, U., Broocks, A., Junghanns, K. & Hohagen, F.(2003). Frühintervention bei alkoholbezogenen Störungen in der Allgemeinarztpraxis: Ein Stepped-Care Ansatz [Early intervention for alcohol-related disorders in general practice: a stepped-care approach] Suchtmedizin in Forschung und Praxis, 5, 37-40.

Sonntag, D. & Welsch, K. (2004a). Deutsche Suchthilfestatistik 2003 für ambulante Einrichtungen [German statistical report for 2003 on outpatient treatment facilities for substance use disorders]. Sucht, 50 (Supplement 1), S6-S31.

Sonntag, D. & Welsch, K. (2004b). Deutsche Suchthilfestatistik 2003 für stationäre Einrichtungen [German statistical report for 2003 on inpatient treatment facilities for substance use disorders]. Sucht, 50 (Supplement 1), S32-S53.

Soyka, M. & Horak, M. (2004). Outpatient alcohol detoxification: implementation efficacy and outcome effectiveness of a model project. European Addiction Research, 10, 180-187.

Wittchen, H.-U., Nelson, G.B. & Lachner, G. (1998). Prevalence of mental disorders and psychosocial impairments in adolescents and young adults. Psychological Medicine, 28, 109-126.

WHO World Health Organization (2000). European Alcohol Action Plan 2000–2005. Available under: http://www.euro.who.int/document/E67946.pdf [22.08.05].

 

Print Friendly, PDF & Email