Εκλεκτισμός σε υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας και φροντίδας υγείας από την οπτική των εργαζομένων: Προκλήσεις για τα προγράμματα απεξάρτησης

Ελενα Ζαγοριανακου1, Γερασιμος Παπαναστασατος2

[1] Κοινωνική Λειτουργός, ΜSc στην Κοινοτική Κοινωνική Εργασία.

[2] Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος PhD, Υπεύθυνος Τομέα Έρευνας ΚΕΘΕΑ

 

Στοιχεία επικοινωνίας: e.zagorianakou@hotmail.com

 

DOI: https://doi.org/10.57160/VREL8892

 

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη αποτελεί διερεύνηση της αντίληψης των εργαζομένων σε φορείς κοινωνικής φροντίδας και φροντίδας υγείας σχετικά με την επιλογή εκλεκτικών πρακτικών ως προς την επάρκεια και την απρόσκοπτη παροχή φροντίδας. Αντικείμενο διερεύνησης αποτέλεσε η αναγνώριση η μη του φαινομένου από τους εργαζόμενους, οι ενδείξεις που καταδεικνύουν εκλεκτικές συμπεριφορές καθώς και η συμπεριφορά και η στάση εργαζομένων και οργανισμών. Πραγματοποιήθηκε ποιοτική μελέτη. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με ημιδομημένη σε βάθος συνέντευξη και για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία της ανάλυσης περιεχομένου. Τα συμπεράσματα της μελέτης δεν εντόπισαν θεσμική επιλεξιμότητα των εξυπηρετούμενων. Υπογραμμίζεται ότι καταδείχθηκαν στερεοτυπικές συμπεριφορές από μέρους των επαγγελματιών που θέτουν άτυπα εμπόδια στο δικαίωμα πρόσβασης κατηγοριών εξυπηρετούμενων στις υπηρεσίες. Παράλληλα, αναδείχθηκαν κατά την αντίληψη των εργαζομένων οι παράμετροι που σχετίζονται με την εμφάνιση του φαινομένου, οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται, ο ρόλος που διαδραματίζουν οι εκάστοτε διοικήσεις και οι τρόποι αντιμετώπισης του. Το φαινόμενο αποτελεί ένα κρίσιμο πεδίο προκλήσεων και για τα προγράμματα απεξάρτησης που όλο και περισσότερο δέχονται πιέσεις για δείκτες αποδοτικότητας μεταφρασμένους από τομείς δραστηριότητας που δεν σχετίζονται με την κοινωνική φροντίδα.

Λέξεις Κλειδιά: Εκλεκτισμός, διάκριση, χρηματοδότηση, απόδοση, υγεία, κοινωνική φροντίδα, αντίληψη εργαζομένων, δημόσιοι οργανισμοί, προγράμματα απεξάρτησης, στίγμα.

 

Εισαγωγή

Τα διάφορα μοντέλα κράτους πρόνοιας τα οποία υιοθετήθηκαν κυρίως, για την διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων δεν περιόρισαν τις ανισότητες και την οικονομική αποστέρηση. Αντίθετα η εστίαση στις συνεχιζόμενες οικονομικές κρίσεις, με κορύφωση την τελευταία της πρώτης δεκαετίας της χιλιετίας ευνοούν τη μεταφορά του κόστους της δαπάνης από το κράτος στον πολίτη διευρύνοντας το φάσμα των ανισοτήτων (Pappa, et al., 2013). Ο προσανατολισμός των φορέων δεν μοιάζει να κατευθύνει τις υπηρεσίες προς την αντιμετώπιση των προκλήσεων των κοινωνικών κινδύνων ικανοποιώντας τουλάχιστον τις δύο βασικές αρχές της δράσης τους, πρώτον την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού που απευθύνεται σε αυτούς και δεύτερον την μη παρέκκλιση της λειτουργίας τους από τον πυρήνα της αποστολής τους. Η μετάθεση, μάλιστα, των υπηρεσιών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα με συμβάσεις που ορίζονται στη βάση της απόδοσης σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο οι πάροχοι των υπηρεσιών να αποκλείουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες εκείνων που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες (Walters, 2009).

Η σύγχρονη πραγματικότητα προωθεί την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των φορέων μέσω της χρηματοδότησης με προσδιορισμό συγκεκριμένων, εύκολα διακριτών αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν από σκόπιμη, εν τέλει, διαχείριση περιστατικών. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ονομάζεται εκλεκτισμός και συναντάται σε ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων άλλων χωρών. Ο εκλεκτισμός φαίνεται να είναι ένα νέο φαινόμενο στο οποίο συχνά καταλήγει η επικράτηση λογικών μέτρησης της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας με εργαλεία τους δείκτες απόδοσης βραχυπρόθεσμων ποσοτικών στόχων.

Ο εκλεκτισμός, ευρύτερα γνωστός ως creaming στην Αγγλοσαξονική βιβλιογραφία αποτελεί μία άτυπη πρακτική παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένους εξυπηρετούμενους, στους οποίους εικάζεται και αναμένεται να είναι πιο αποτελεσματικές σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (Shaw et al., 2006). Η υιοθέτηση ανάλογης πρακτικής κατά την επιχειρησιακή διαδικασία παροχής των υπηρεσιών διακυβεύει την ίση μεταχείριση των πολιτών, παρότι στόχος των υπηρεσιών οφείλει να είναι η σύνθεση μιας κοινής αφετηρίας για να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες και οι ανάγκες όσων απευθύνονται σ’ αυτές (Raeymaeckers et al., 2017).

Επιχειρώντας να ορίσει τον εκλεκτισμό ο Guul et al. (2018), τον παρουσιάζει ως πρακτική κατά την οποία ο εργαζόμενος εστιάζει επιλεκτικά τις προσπάθειες εργασίας του σε εκείνους που συγκεντρώνουν τις καλύτερες προγνώσεις για την επίτευξη στόχων που τίθενται από την υπηρεσία. Οι υπηρεσίες παρέχονται μόνον, ή σχεδόν αποκλειστικά, στους εξυπηρετούμενους που είναι πιο πιθανό να ωφεληθούν (Gambrill, 2006). Φυσικό επακόλουθο είναι να στερούνται ωφέλειας συνήθως εκείνοι που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη (Behn, 2009). Ο DiRita προσδιορίζει την πρακτική του εκλεκτισμού ως το μέσο που καθορίζει ποιους αιτούντες θα εξυπηρετήσουν οι οργανισμοί προκειμένου να εξασφαλίσουν τις χρηματοδοτήσεις που θα επιτρέψουν τη βιωσιμότητα τους (Shaw et al., 2006).

Η τυπολογία και τα αίτια του εκλεκτισμού μελετήθηκαν από πολλούς ερευνητές. Οι εκλεκτικές πρακτικές αποτελούν μια συμφέρουσα επιλογή της πολιτείας που φέρει την υποχρέωση χρηματοδότησης γιατί μέσω της διαλογής των περιπτώσεων είναι εφικτή η βραχυπρόθεσμη εξοικονόμηση πόρων (Muhlhausen, 2013). Παράλληλα, αποτελούν μια στρατηγική προκειμένου οι οργανισμοί να θεωρούνται επιτυχημένοι πραγματώνοντας καλύτερα αποτελέσματα μέσα από διαδικασίες διαλογής (Bushway, 2011). Αντίστοιχα, η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών αποτελεί ένα αίτιο εμφάνισης και επιδείνωσης του εκλεκτισμού (Deusdad et al., 2017). Για τον λόγο αυτό, οι Miller, Roby, και Steenwijk (1970), απεικονίζουν την πρακτική ως επιβλαβή. Αυτό προκύπτει από την παραπλανητική χρήση της πρακτικής καθώς προβάλλει ότι με περιορισμένα μέσα επιτυγχάνονται υψηλά αποτελέσματα αποκρύπτοντας ότι αποκλείονται οι δύσκολα διαχειρίσιμες περιπτώσεις.

Τα πεδία εφαρμογής της πρακτικής του εκλεκτισμού είναι ποικίλα. Η πρακτική του εκλεκτισμού έχει εντοπιστεί, έχει αναγνωριστεί και έχει μελετηθεί σε πεδία που απαιτούν τη δημόσια δαπάνη για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών με εξ ορισμού περιορισμένη ανταποδοτικότητα σε κέρδος. Τα πιο σημαντικά προσδιορίζονται στα πεδία της κοινωνικής φροντίδας, της υγείας –συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας και των υπηρεσιών απεξάρτησης– και της εκπαίδευσης.

Οι κοινωνικές υπηρεσίες λειτουργούν είτε με επαρκείς χρηματοδοτήσεις και υψηλό κύρος εξασφαλίζοντας ισονομία και αποτελεσματικότητα, είτε αντιμετωπίζοντας ζητήματα υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης οπότε αναζητούν πρακτικές επιβίωσης (Pardeck, 2002). Αντίστοιχα, η δυναμική των κοινωνικών παροχών απεικονίζει το φαινόμενο του εκλεκτισμού σε παρατηρήσιμα και μη παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά (Osterman, 2013) με κυρίαρχο στοιχείο την επικράτηση της παθητικής στάσης κατά την άσκηση των καθηκόντων των εργαζομένων. Η ύπαρξη διακρίσεων στην κατανομή των κοινωνικών υπηρεσιών δημιουργεί μία διαπραγματευτική σχέση μεταξύ του εξυπηρετούμενου και του επαγγελματία (Handler, 2014).

Στις υπηρεσίες υγείας η πρακτική του εκλεκτισμού είναι περισσότερο ευδιάκριτη. Σε πολλές χώρες, οι δημόσιοι φορείς παροχής υγειονομικής περίθαλψης αγοράζουν υπηρεσίες από ιδιωτικούς παρόχους ή συνδυάζουν τις ιδιωτικές με τις κρατικές υπηρεσίες. Οι ιδιωτικοί πάροχοι πραγματοποιούν επιλεκτική διάκριση εξυπηρέτησης με στόχο το αναμενόμενο κόστος θεραπείας να είναι μικρότερο από την εισφορά (Barros, 2003). Αντίστοιχα, όταν τα νοσοκομεία λαμβάνουν ένα προκαθορισμένο ποσό για κάθε εισαγωγή, κατατάσσοντας τους ασθενείς μέσω της διάγνωσης κατευθύνονται προς την οικονομικότερη διαχείριση της ιατρικής φροντίδας (Berta et al., 2009). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά ασθενών από τους ιδιωτικούς προς τους δημόσιους οργανισμούς όταν απαιτούνται υψηλοί πόροι για την αποκατάσταση ή τη φροντίδα τους (Cheng et al., 2015). Στην Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί η υιοθέτηση πρακτικών όπως παρουσιάζονται στη διεθνή εμπειρία. Ωστόσο, καταγράφονται περιστατικά που αφορούν σε άρνηση ή διάκριση εκτέλεσης καθηκόντων δημόσιων λειτουργών. Η καταγραφή τους δεν είναι εκτενής, ενδεχομένως λόγω του πρώιμου σταδίου στο οποίο βρίσκεται η είσοδος του ιδιωτικού τομέα στον δημόσιο. Ένα παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σε ανησυχητικό σημείο οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με την ψήφιση του Ν.3389/2005 για την κάλυψη δημόσιων λειτουργικών αναγκών όπως η καθαριότητα, η σίτιση και η φύλαξη.

Στο πεδίο της κατάχρησης ουσιών και των υπηρεσιών απεξάρτησης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι επαγγελματίες οι οποίοι μπορεί να πραγματοποιούν διακρίσεις απέναντι στους χρήστες ουσιών ή να τους στιγματίζουν. Το στίγμα στους χρήστες ουσιών προωθεί τον φόβο, τη δυσπιστία και τη ντροπή και μπορεί να τους οδηγήσει σε αισθήματα θυμού ή απογοήτευσης (Atisme et al., 2019). Επιπλέον, εμποδίζει τα εξαρτημένα άτομα να αναζητήσουν θεραπεία και συμβάλλει στην επιδείνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας (Wakeman & Rich, 2017). Πέραν αυτού, η αποκάλυψη της χρήσης συνδέεται με τον φόβο των επιπτώσεων για παράδειγμα νομικές κυρώσεις (Lancaster, Seear & Ritter, 2017). Άμεση απόρροια, αποτελεί η παρεμπόδιση της πρόσβασης στο σύστημα υγείας, μειώνοντας τόσο την ακριβή αναφορά θεμάτων υγείας, όσο και την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας (Ahern, Stuber & Galea, 2007). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το στίγμα σχετίζεται με τον αποκλεισμό από δικαιώματα καθώς και τη μείωση ενίσχυσης πολιτικών που προσβλέπουν στη δίκαιη μεταχείριση (Atisme et al., 2019). Συχνά στο πλαίσιο της φροντίδας απεξάρτησης η μεροληπτική συμπεριφορά του επαγγελματία επηρεάζεις τον δεσμό που αναπτύσσει ο εξυπηρετούμενος με το θεραπευτικό πλαίσιο εμποδίζοντάς την ανάπτυξη της κλινικής σχέσης και τον συναισθηματικό δεσμό με το πρόσωπο αναφοράς στη θεραπεία που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αποτελεσματικότητας ενισχύοντας τη συνέχιση προλαβαίνοντας τη διακοπή της θεραπείας (Simpson & Joe, 2004).

Στην περίπτωση της εκπαίδευσης η πρακτική εκφράζεται χαρακτηριστικά με τα σχολεία που εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους (charterschools). Οποιοδήποτε σχολείο μπορεί να εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία όταν η χρηματοδότηση του είναι κρατική και η λειτουργία του επαφίεται σε μη κυβερνητική οργάνωση, ένα πανεπιστήμιο ή μια ομάδα ανθρώπων με αυτονομία στον έλεγχο και τη διαχείριση του προϋπολογισμού, του προγράμματος σπουδών και της επιλογής των μαθητών (Knopp, 2008). Το παράδειγμα στη Νέα Ορλεάνη, μετά τον τυφώνα Katrina, είναι χαρακτηριστικό: τα παραδοσιακά σχολεία αντικαταστάθηκαν με εκείνα των συγκεκριμένων στόχων (charterschools). Ο ανταγωνισμός για τις χρηματοδοτήσεις προσέλκυσε πρακτικές αποκλεισμού φοιτητών όπως μη εύρεση σχολείου κοντά στην περιοχή κατοικίας, ακατάλληλες εγκαταστάσεις για άτομα με αναπηρία, μειωμένο αριθμό θέσεων σε κάποια σχολεία, αποθαρρύνοντας τις εγγραφές τους. Παράλληλα, με το κλείσιμο των σχολείων που δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα επιδόσεων, οικοδομήθηκε μια ασταθής σχολική πραγματικότητα (Shawetal, 2006).

Ο εκλεκτισμός φαίνεται να επηρεάζεται από τη διάδραση τριών κρίσιμων παραμέτρων τη διοίκηση, τους επαγγελματίες και τους πολίτες. Ορισμένες φορές, υφίσταται ανεπίσημη κατεύθυνση από τη διοίκηση του οργανισμού για να εφαρμόζονται εκλεκτικές πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό οι εργαζόμενοι που επιδεικνύουν υψηλότερα επίπεδα εκλεκτισμού, λαμβάνουν υψηλότερά ποσοστά απόδοσης. Κατά τη βιβλιογραφική ανασκόπηση διαπιστώνεται ότι λίγες μελέτες έχουν εξετάσει πώς τα χαρακτηριστικά του εξυπηρετούμενου όπως το φύλο του ή το κίνητρο με το οποίο προσέρχεται στην υπηρεσία σχετίζονται με την ανταπόκριση των επαγγελματιών. Υποστηρίζεται ότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του εξυπηρετούμενου μπορεί να αποτελούν μια εξήγηση για τη διαφορετική μεταχείρισή του (Guul, Pedersen & Petersen 2018).

Οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής (δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, επαγγελματίες υγείας, σύμβουλοι απεξάρτησης), δεν μπορούν να παράσχουν απεριόριστη υποστήριξη. Συνήθως, λειτουργούν υπό πίεση με περιορισμένους διαθέσιμους πόρους, υψηλές απαιτήσεις της διοίκησης για αποτελέσματα και υψηλές απαιτήσεις των εξυπηρετούμενων για λήψη υπηρεσιών (Guul et al., 2018). Ίσως αυτός να είναι και ένας λόγος που συνειδητά ή ασυνείδητα εφαρμόζουν εκλεκτικές πρακτικές. Ωστόσο, έχει επισημανθεί ότι οι εξυπηρετούμενοι που θεωρούνται «ικανοί» χαίρουν καλύτερης ανταπόκρισης και ο καθορισμός προτεραιοτήτων μεταξύ τους μπορεί να βασιστεί στο εάν είναι φιλικοί ή εχθρικοί (Tummers, 2017).

Ένας παράγοντας ο οποίος μπορεί να προκαλέσει διάκριση είναι ο ίδιος ο εξυπηρετούμενος ο οποίος αιτείται για παροχές. Η σχέση με τον επαγγελματία δημιουργείται στη βάση της ανάγκης του εξυπηρετούμενου και καθορίζεται από τον τρόπο που αξιολογεί τις παροχές, με εκείνες που αφορούν σε οικονομικά οφέλη να κατέχουν μεγαλύτερη βαρύτητα (Handler, 2014).

Μεθοδολογία της έρευνας

Στο πλαίσιο των παραπάνω τέθηκε ως σκοπός της μελέτης η διερεύνηση των προσωπικών πεποιθήσεων, των αντιλήψεων και των αξιών των συμμετεχόντων επαγγελματιών σχετικά με την πρακτική του εκλεκτισμού. Αυτό επιχειρήθηκε αφενός μέσα από την καταγραφή των στοιχείων που γίνονται αντιληπτά από τα στελέχη οργανισμών και φορέων κοινωνικής φροντίδας ή υγείας ως επιλογές εκλεκτισμού και αφετέρου ο εντοπισμός των διαδικασιών με τις οποίες θεμελιώνεται η συγκεκριμένη πρακτική.

Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η θεματολογία επιλέχθηκε η ποιοτική μεθοδολογία καθώς επιτρέπει τη διερεύνηση της βιωματικής αντίληψης των καταστάσεων των συμμετεχόντων στην έρευνα, εντός του πλαισίου στο οποίο λαμβάνει χώρα το βίωμα (Τσιώλης, 2014). Κατά την Mason (2011) μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις απόψεις και τα συναισθήματα των ερωτώμενων με τα δεδομένα που παράγονται μέσω της διάδρασης και απαντώντας στα ερωτήματα «πώς», «τι» και «γιατί» (Ιωσηφίδης & Σπυριδάκης, 2006).

Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με ημιδομημένη σε βάθος συνέντευξη γιατί επιτρέπει την ευρεία διερεύνηση του φαινομένου που μελετάται και την κατανόηση του πλαισίου στο οποίο παράγεται και εκδηλώνεται (Μason, 2011). Επιπλέον, η δομή της χαρακτηρίζεται από ευελιξία καθώς δίνει τη δυνατότητα προσαρμογής με την προσθήκη, για παράδειγμα, επιπλέον ερωτήσεων (Uwe, 2017).

Η πρώτη απόπειρα διερεύνησης έγινε στα επαγγελματικά πεδία της κοινωνικής φροντίδας και της υγείας ως πιο πιθανό να εντοπισθούν παραδείγματα εκλεκτικής συμπεριφοράς των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας επιλέχθηκαν φορείς επιδοματικής πολιτικής, παιδικής προστασίας, παροχής υπηρεσιών στον τομέα των εξαρτήσεων και κοινωνικών υπηρεσιών. Στον τομέα της υγείας επιλέχθηκαν ιατρικά τμήματα δημόσιων νοσοκομείων.

Στη μελέτη συμμετείχαν 13 άτομα στον νομό Αττικής, ηλικίας 28-55 ετών. Δεν υπήρξε άνδρας συμμετέχοντας, τόσο λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από άντρες επαγγελματίες, όσο και από το γεγονός ότι σε κάποιες υπηρεσίες δεν υπήρχε άντρας επαγγελματίας στην ειδικότητα που απαιτείτο για τις ανάγκες της μελέτης

Πραγματοποιήθηκε σκόπιμη – επιδιωκόμενη επιλογή συμμετεχόντων για την ικανοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων στην επιλογή του πληθυσμού της έρευνας (Ιωσηφίδης, 2017). Οι προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται είναι οι εξής:

  • Οι συμμετέχοντες να εργάζονται σε υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας με ειδικότητα κοινωνικού λειτουργού ή ψυχολόγου και σε υπηρεσίες υγείας με ειδικότητα νοσηλευτή η γιατρού.
  • Να υπάρχουν επαγγελματίες με μεγαλύτερη και μικρότερη εργασιακή εμπειρία.

Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχές της ανάλυσης περιεχομένου η οποία αποτελεί μια τυποποιημένη μέθοδο που εξυπηρετεί τη συνολική διερεύνηση του κειμένου και δεν περιορίζεται σε επιλεκτικά τμήματα (Κυριαζή, 2005).

Όσον αφορά τα ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν οι Hammersley & Traianou (2012) προσδιορίζουν τις αρχές της δεοντολογίας της έρευνας σε σχέση με τον σχεδιασμό της, την σαφή και πλήρη ενημέρωση των συμμετεχόντων, την τήρηση της εμπιστευτικότητας και της ανωνυμίας των συμμετεχόντων, την εθελοντική φύση της συμμετοχής και την αμεροληψία της έρευνας. Η διεξαγωγή της έρευνας πραγματοποιήθηκε με την έγγραφη συναίνεση των συμμετεχόντων. Η συμμετοχή ήταν εθελοντική με δυνατότητα αποχώρησης οποιαδήποτε στιγμή ή άρνησης ανταπόκρισης σε οποιαδήποτε ερώτηση. Η συλλογή, η επεξεργασία και η απόδοση των δεδομένων έγιναν με βάση τις αρχές της εμπιστευτικότητας και της ανωνυμίας.

Ανάλυση δεδομένων

Μέσα από τις συνεντεύξεις προέκυψαν τέσσερα μεγάλα πεδία τα οποία συνθέτουν το πλαίσιο στο οποίο οι επαγγελματίες αντιλαμβάνονται και αναγνωρίζουν την πρακτική του εκλεκτισμού, προσδιορίζουν τις παραμέτρους που συμβάλλουν στην εμφάνιση του και προτείνουν τρόπους περιορισμού του. Το πρώτο συνδέεται με το πώς αντιλαμβάνονται οι επαγγελματίες την παροχή φροντίδας, το δεύτερο με το πώς αναγνωρίζουν την εκλεκτική πρακτική, το τρίτο συγκεντρώνει τις παραμέτρους που συγκροτούν τον εκλεκτισμό και το τέταρτο αναφέρεται στο πώς μπορεί να προληφθεί ή να αντιμετωπιστεί ο εκλεκτισμός.

Πρώτο πεδίο: Η αντίληψη των επαγγελματιών για την παροχή φροντίδας στους εξυπηρετούμενους.

Είναι πολύ σημαντικό στο πεδίο της εργασίας με ευάλωτες ομάδες να προσδιορίζεται στην αντίληψη των εργαζομένων η ίδια η φύση και τα χαρακτηριστικά της ευαλωτότητας. Οι αφηγήσεις, ωστόσο, προσπερνούν την ευαλωτότητα αυτή καθαυτή και επικεντρώνονται στη στάση των εξυπηρετούμενων. Συγκλίνουν δηλαδή στο ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμπεριφορά των εξυπηρετούμενων με κάποιους να διευκολύνουν και άλλους να δυσκολεύουν την άσκηση καθηκόντων του προσωπικού.

 

               Ευχάριστοι

               «είναι εκείνοι που είναι ευγενικοί, με κάλους τρόπους, τους οποίους είναι παρά πολύ ευχάριστο να τους εξυπηρετούμε» (ΣΤ,27,Ψ,ΚΥ)

 

               Απαιτητικοί

               «Μπορεί ένας ασθενής να λέει συνέχεια: “Πονάω! Πονάω!” και να του λες εσύ: “Ηρέμησε, εντάξει. Θα πάρεις ένα depon” και να σου λέει: “Ναι, αλλά εγώ πονάω έλα εδώ!”» (ΞΣ,52,Ν,Κ)

Οι επαγγελματίες προσδιόρισαν ομάδες εξυπηρετούμενων τους οποίους θα προτιμούσαν να μην εξυπηρετήσουν όπως τους χρήστες ουσιών, λόγω του ότι μπορεί να είναι φορείς μεταδοτικών νοσημάτων.

               Φόβος

               «Τα μολυσματικά… Είναι κάποιοι που τα φοβούνται πολύ. Τα αποφεύγουν» (ΧΒ,48,Ν,ΓΧ)

 

               Φόβος

               «Γνωρίζω συνάδελφο η οποία δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εξυπηρετήσει χρήστες γιατί τους φοβόταν, να μην κολλήσει κάτι» (ΜΖ,29,Ν,ΕΠ)

Επίσης, προσδιόρισαν θετικά τον βαθμό ικανοποίησης των εξυπηρετούμενων από την παροχή των υπηρεσιών.

               Ικανοποιημένοι

               «Συνήθως είναι ικανοποιημένοι. Εντάξει, τις φασαρίες τις κάνουν αλλά μετά έρχονται και ζητούν συγνώμη» (ΑΓ,28,Ν,ΕΠ)

Δεύτερο πεδίο: Η αναγνώριση της πρακτικής του εκλεκτισμού από τους επαγγελματίες.

Η αναγνώριση της πρακτικής εκλεκτισμού από τους συμμετέχοντες φαίνεται να διαφοροποιείται ανάλογα με την επαγγελματική κατηγορία στην οποία ανήκουν. Οι επαγγελματίες στις υπηρεσίες υγείας έδειξαν μεγαλύτερη δυσκολία να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά της πρακτικής του εκλεκτισμού. Αντίθετα, οι επαγγελματίες στις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας προσέγγισαν αρκετά αντιπροσωπευτικά τον ορισμό. Παρά τη δυσκολία οροθέτησης αμφότεροι περιγράφουν τον εκλεκτισμό ως μια αποκλίνουσα συμπεριφορά ως προς τον επαγγελματισμό που θα όφειλαν να επιδεικνύουν οι εργαζόμενοι και μάλιστα του προσδίδουν μια καθολική διάσταση, αναγνωρίζοντας επιπλέον ότι πρόκειται για πρακτική που εμφανίζεται αρκετά συχνά. Οι πολλαπλές αναφορές στις εκλεκτικές ενέργειες καθιστούν εύκολα αντιληπτό ότι αποτελούν εδραιωμένες συμπεριφορές.

               Όλοι

               «Το έχω δει πολλές φορές να συμβαίνει και γενικά πιστεύω ότι γίνεται παντού» (ΜΖ,29,Ν,ΕΠ)

 

Συχνά οι επαγγελματίες αισθάνονται να ενοχλούνται από την παρουσία των εξυπηρετούμενων και την επιμονή τους ή την απαίτησή τους να έχουν τη φροντίδα που θεωρούν ότι τους αναλογεί. Η εκδήλωση ενόχλησης εκ μέρους των επαγγελματιών από την παρουσία του εξυπηρετούμενου φαίνεται χαρακτηριστικά στις αναφορές κάποιων επαγγελματιών .

               Ενοχλείς

               «Στην αρχή με ευγένεια αλλά μετά μπορεί να φαίνεται στο ύφος μας ότι “έχεις αρχίσει και μας ενοχλείς”… Δεν είναι απαραίτητο να το πω με καλό ύφος την τρίτη, τέταρτη, πέμπτη φορά» (ΚΠ,55,Ν,Χ)

 

               Ακόμα εκεί

               «Ήτανε το HIV και έβλεπες ότι εσύ είχες πάει κάπου αλλού τώρα και είχες έρθει και αυτός ήταν ακόμα εκεί» (ΑΓ,28,Ν,ΕΠ)

 

Η απαξιωτική αντιμετώπιση του εξυπηρετούμενου από τον επαγγελματία στον οποίο απευθύνεται για στήριξη, ωστόσο από άλλους, αναγνωρίζεται ως παράμετρος που μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη συναισθήματος ματαίωσης στην μεταξύ τους σχέση (Σάλτζμπεργκερ – Ουίτενμπεργκ, 1995). Η ματαίωση αυτή σχετίζεται με το πώς ο εξυπηρετούμενος βιώνει, ως μέλος της κοινωνίας την απαξίωση την υποτίμηση και τον αποκλεισμό όταν προτίθεται να λάβει υπηρεσία. Αναφέρει συγκεκριμένα ένας επαγγελματίας:

               Ματαίωση

               «Ο άνθρωπος που θέλει να κάνει μία προσπάθεια νομίζω ότι επενδύει σε έναν φορέα. Και όταν τελικά έρχεται σε αυτόν και υπάρχουν τέτοιου είδους αντιδράσεις απαξίωσης… “Έλα μωρέ εντάξει… τι θα καταφέρεις και εσύ”…. Πολλοί αναφέρουν ότι εδώ μέσα αντιμετωπίζουν στάσεις που αντιμετωπίζουν και έξω στην κοινωνία. Μη αποδοχής… Υποτίμησης…» (ΔΤ,35,ΚΛ,Ν)

Σημαντική παράμετρος για την ανταπόκριση των επαγγελματιών συνιστά η επαγγελματική σχέση που διατηρούν με τους συναδέλφους τους καθώς σχετίζεται με τη βελτίωση της συναισθηματικής τους κατάστασης (Nissly & Michàl, 2005). Ο Αντωνίου (2006), επισημαίνει ότι η συνθήκη της επαγγελματικής ομάδας επιβαρύνεται όταν οι σχέσεις των μελών της χαρακτηρίζονται από έλλειψη αλληλεγγύης και αλληλοσυμπαράστασης. Στο πλαίσιο αυτό, συχνά οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν σε πλημμελή ανταπόκριση, την οποία αποδίδουν στους χαλαρούς δεσμούς της ομάδας των επαγγελματιών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξής:

               Σιγά μην πάω εγώ

               «Εμένα μου έχει τύχει να μου πουν “θα πας εσύ σε αυτόν… Θα πάω να σπάσω τα νεύρα μου; Γιατί να πάω;”» (ΧΒ,48,Ν,ΓΧ)

               Σιγά μην κολλήσω εγώ

               «Εσύ θα πας σ’ αυτό. Λέω “γιατί τι έχει αυτό;” … Μου λέει “έχει C”, αν τρυπηθεί κάποιος, να τρυπηθείς εσύ. “Σιγά μην κολλήσω εγώ”» (ΑΓ,28,Ν,ΕΠ)

Οι κεκαλυμμένες ενέργειες που καταδεικνύουν εκλεκτισμό σύμφωνα με τις συμμετέχουσες συνδέονται κυρίως με τη στάση που διατηρούν απέναντι στους εξυπηρετούμενους. Τα ζητήματα προκατάληψης, σχετίζονται με την προσωπική πεποίθηση του επαγγελματία (Κοκκινάκη, 2005).

               Προκαταλήψεις

               «…γενικά δεν ήθελε να πηγαίνει σε Μουσουλμάνους… η άλλη που δεν πάει ποτέ στους “χιβάδες” … το αποφεύγει μέχρι αηδίας» (ΑΓ,28,Ν,ΕΠ)

Μια παράμετρος που χρησιμοποιείται από τους συμμετέχοντες ως επεξηγηματική των εκλεκτικών πρακτικών αφορά στα στοιχεία της επαγγελματικής ταυτότητας τόσο των επαγγελματιών όσο και τα χαρακτηριστικά των εξυπηρετούμενων.

               Χαρακτήρας

               «Κοίταξε οι γιατροί κουβαλάνε το χαρακτήρα τους όπως και οι νοσηλευτές»

               (ΞΣ,52,Ν,Κ)

 

Τρίτο πεδίο: Παράμετροι που συμβάλλουν στην εμφάνιση της πρακτικής του εκλεκτισμού.

Όσον αναφορά τις παραμέτρους που ενδέχεται να συμβάλλουν στην εμφάνιση της πρακτικής του εκλεκτισμού θίχτηκαν ζητήματα εργασιακής καθημερινότητας (μη οργανωμένο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας και καθηκόντων) τα οποία συνδέονται με την εργασιακή ανταπόκριση. Η χρηματοδότηση των φορέων, από την άλλη, δεν προέκυψε να σχετίζεται με κάποιου τύπου αξιολόγηση ή επίτευξη αποτελεσμάτων που πρέπει να πραγματώσει η υπηρεσία προκειμένου να είναι βιώσιμη.

Παρότι οι συμμετέχοντες εργάζονται σε διαφορετικούς φορείς και πεδία αντιλαμβάνονται τις διοικήσεις τους και την επίπτωση της διοικητικής διαχείρισης με κοινό τρόπο. Τόσο για τα ζητήματα λειτουργίας και οι δυσκολίες που αυτά ενέχουν, όσο και ειδικότερα για τα περιστατικά εκλεκτισμού, οι συμμετέχοντες καταλογίζουν στη διοίκηση την ευθύνη δυσλειτουργιών. Η διακύμανση μάλιστα της δυσλειτουργίας κυμαίνεται από την αδράνεια μέχρι και τη συντήρηση ή την αναπαραγωγή των δυσκολιών.

               Αδιαφορία

               «Συνήθως αδιαφορεί… κοιτά πιο διοικητικά κομμάτια όπως να πάρουν κάρτες για το προσωπικό» (ΔΤ,38,ΚΛ,Ν)

               Μη παρέμβαση

               «Δεν παρεμβαίνει και μάλιστα ίσως το κατευθύνει όλο αυτό χωρίς να φαίνεται…τουλάχιστον στις υπηρεσίες που έχω βρεθεί ως ωφελούμενη αυτό έχω εισπράξει» (ΣΤ,27,Ψ,ΚΥ)

               Μη στήριξη

               «Νιώθουμε ανυπεράσπιστοι τελείως… Τους νοιάζει στον ασθενή να μη φανεί αρνητική εικόνα. Να έχουνε καλό όνομα… πολλές φορές αισθανόμαστε να μας πνίγει το δίκιο και να μην το βρίσκουμε» (ΧΒ,48,Ν,Π)

Στο σύνολο των συνεντεύξεων ως κύριο μειονέκτημα των υπηρεσιών παρουσιάστηκε η έλλειψη εποπτείας, η οποία κλιμακώνει την αρνητική οπτική των συμμετεχόντων για τις συνθήκες εργασίας τους αφού στερούνται ένα βασικό μέσο αποσυμπίεσης και προστασίας.

               Εποπτεία

               «Δεν υπάρχει εποπτεία… Πάρα πολύ βασική έλλειψη… με τη δουλειά μας επηρεάζουμε ζωές ανθρώπων… Για να προφυλασσόμαστε και εμείς αλλά κυρίως αυτοί που εξυπηρετούμε» (ΛΔ,52,ΚΛ,ΚΥ)

Από όλους σχεδόν τους συμμετέχοντες ειπώθηκε ότι οι συνθήκες εργασίας συνδέονται με την επαγγελματική εξουθένωση των εργαζομένων, η οποία ενεργοποιείται από τις υπερβάλλουσες επαγγελματικές απαιτήσεις και την αποεπένδυση του επαγγελματία από το επαγγελματικό του αντικείμενο (Burisch, 2006).

               Δεν θα ασχοληθώ μαζί σου

               «όταν ο άλλος έχει κάνει εννιά νύχτες και του έρθει την επόμενη ο ναρκομανής, κάνει εμετούς, σου λέει θα ασχοληθώ και μαζί του τώρα; Ας μην έπαιρνε ναρκωτικά. Εννέα νύχτες έχω κάνει, τα ‘χω δει όλα. Και δεν έχω πληρωθεί και για αυτά» (ΞΣ,52,Ν,Π)

 

               Δεν κάνω τη δουλειά μου

               «ξεκίνησα με πάρα πολύ ενθουσιασμό τον πρώτο χρόνο… Πλέον έχω φτάσει σε ένα σημείο που έχω τερματίσει, δεν ξέρω δηλαδή ειλικρινά για ποιο λόγο 100% είμαι ακόμα εκεί. Νομίζω μόνο για τα χρήματα. Δεν κάνω τη δουλειά μου, αυτό που εγώ είμαι, κοινωνική λειτουργός. Θα μπορούσε να την κάνει και κάποιος άλλος που δεν το έχει σπουδάσει» (ΑΚ,29,ΚΛ,ΠΡ)

 

Τέταρτο πεδίο: Τρόποι αντιμετώπισης του εκλεκτισμού.

Όταν ζητήθηκε να προσδιοριστούν τρόποι αντιμετώπισης του εκλεκτισμού εστίασαν σε αλλαγές που σχετίζονται με αντικειμενικές εργασιακές δυσκολίες και αφορούν τους φορείς τους επαγγελματίες και τους εξυπηρετούμενους. Σχετικά με τους φορείς θεωρούν επιβεβλημένη την ύπαρξη, ελέγχου, οργάνωσης και ιεραρχίας.

               Οργάνωση

               «Θα ήθελα καλύτερη οργάνωση στον χώρο… να σου δώσει εφόδια το κράτος. Να μπορείς να λειτουργήσεις σωστά. Δηλαδή και αυτοί που θέλουν να λειτουργήσουν σωστά, να μπορούν να λειτουργήσουν σωστά» (ΞΣ,52,Ν,Π)

 

               Έλεγχος υπηρεσιών

               «Θα έπρεπε να υπάρχει ένας σωστός έλεγχος των υπηρεσιών και των φορέων κάτι στο οποίο πάσχουμε σαν χώρα» (ΑΖ,33,ΚΛ,ΠΠ)

 

               Ιεραρχία

               «Να υπάρχει κάποιος προϊστάμενος ή διευθυντής που να είναι σε ειδικότητα του κλάδου και να ξέρει και πως λειτουργεί η υπηρεσία και να υπάρχει κοινή γραμμή» (ΑΖ,33,ΚΛ,ΠΠ)

Για τους επαγγελματίες πρότειναν περαιτέρω εκπαίδευση του προσωπικού και αλλαγή των αντιλήψεων του. Επίσης, κρίθηκε κρίσιμη η κάλυψη των αναγκών εποπτείας.

               Νοοτροπία

               «Πολλοί νοσηλευτές που δουλεύουν στα νοσοκομεία και καταλήγουν στις ψυχιατρικές κλινικές να απασχολούνται δεν έχουν λάβει εκπαίδευση. Έχουν ελλιπείς γνώσεις. Πρέπει να γίνει περαιτέρω επιμόρφωση… δεν έχουν πάρει την εξειδίκευση των νοσηλευτών στην ψυχική υγεία. Είναι ένα σεμινάριο ετήσιο που γίνεται στο Δρομοκαΐτειο, δεν το ‘χουν κάνει. Πολλοί επιλέγουν να μη το κάνουν, το θεωρούν περιττό, να πάνε να κάνουν την εξειδίκευση για δικούς τους λόγους» (ΦΒ,35,ΚΛ,Ψ)

 

               Εποπτεία

               «Θεωρώ ότι μία εποπτεία θα βοηθούσε πάρα πολύ… θα μπορούσε να βοηθήσει να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας» (ΝΜ,32,ΚΛ,ΚΚ)

 

Η λιγότερη δυνατή προσοχή δόθηκε στους εξυπηρετούμενους γιατί κυριαρχεί η νοοτροπία ότι ούτε οι ίδιοι θα αλλάξουν, ούτε οι συνθήκες οι οποίες αντιμετωπίζουν, ούτε ο τρόπος που τις αντιμετωπίζουν.

               Άξιοι της μοίρας τους

               «Κάποια περιστατικά θεωρούνται ίσως και άξιοι της μοίρας τους… Οπότε, το να μην ασχοληθείς μαζί του σε βάθος ή να προσπαθείς να τον αποφύγεις, δεν είναι μεμπτό από το σύνολο της Υπηρεσίας» (ΛΔ,52,Λ,ΚΥ)

 

               Τίποτα δεν θα αλλάξει

               «Επειδή κάποια πράγματα είναι στερεωμένα όπως έχουν, δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν αλλαγές προς το καλύτερο νομίζω» (ΜΖ,29,Ν,Ο)

Συζήτηση

Η πρακτική του εκλεκτισμού εμφανίζεται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, η προσπάθεια μελέτης της, θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικά πρόσφατη. Ο εκλεκτισμός πλήττει τομείς παραδοσιακά προστατευμένους από την κρατική μέριμνα προκαλώντας έντονο προβληματισμό για τον επανακαθορισμό των εννοιών του ιδιωτικού και του δημόσιου, του δημόσιου αγαθού και του εμπορεύματος και του δικαιώματος του πολίτη.

Και ενώ υπάρχει ένα σχετικό εύρος καταγραφών του φαινομένου στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία και έρευνα, στην ελληνόγλωσση δεν εντοπίζεται. Το γεγονός αυτό αποτελεί και το πρώτο ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης, όπου σε συνδυασμό με την βιβλιογραφία προκύπτει ένας ιδιότυπος εκλεκτισμός ο οποίος θα μπορούσε να περιγράφει με τρεις διαφορετικές μορφές.

Σκόπιμος Επιτελικός Εκλεκτισμός

Οι βιβλιογραφικές αναφορές επισημαίνουν ότι η πρακτική του εκλεκτισμού ακολουθείται από τους επαγγελματίες και κατευθύνεται από τις διοικήσεις προκειμένου να πραγματώσουν συγκεκριμένα αποτελέσματα απόδοσης, ώστε να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις, για τη βιωσιμότητα τους (Cunningham & Cunningham, 2017). Από οικονομίστικη άποψη εξασφαλίζει πόρους αλλά υστερεί από πλευράς ισονομίας (Hudson, 2015; Gambrill, 2006). Η διείσδυση της αγοράς στην υγεία και την κοινωνική φροντίδα εκπροσωπεί μια μάλλον θεσμική υιοθέτηση της πρακτικής του εκλεκτισμού σε διάφορες εθνικές πραγματικότητες (Koning & Heinrich, 2013).

Στην Ελλάδα δεν φαίνεται αυτή η πρακτική να έχει εμφανώς εξαπλωθεί ίσως γιατί η ηθική της αγοράς βρίσκεται σε αναπτυξιακή αφασία και δεν έχει αλώσει τον πυρήνα της κοινωνικής φροντίδας και της φροντίδας υγείας. Ωστόσο, φαίνεται από τις τοποθετήσεις των συμμετεχόντων, ότι η διοίκηση είναι απούσα και σε απόσταση από την παροχή της υπηρεσίας. Παράλληλα η μη σύνδεση της χρηματοδότησης με την απόδοση προστατεύει από την εμφάνιση πρακτικών εκλεκτισμού. Η έλλειψη διοικητικού ελέγχου, επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ευνοεί την εμφάνιση του εκλεκτισμού με αποτέλεσμα και οι δύο στρατηγικές να επηρεάζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση του πληθυσμού στις υπηρεσίες. Επιπρόσθετα, η μη επαρκής άσκηση από μέρους του εκάστοτε επαγγελματία των καθηκόντων του δεν αποδίδεται σε προσωπική επιλογή στάσης, αλλά σε διοικητική ανεπάρκεια. Τέλος, ως ένα κύριο μειονέκτημα των φορέων επανειλημμένως παρουσιάστηκε η έλλειψη εποπτείας.

Ένα σημείο που χρειάζεται προσοχή, επίσης, συνδέεται με την πρόσφατη στρατηγική χρηματοδοτήσεων που αφορά την έγκριση προϋπολογισμού στη βάση των επιδόσεων. Ο προϋπολογισμός επιδόσεων ως εργαλείο δημοσιονομικής διαχείρισης εστιάζει στην σύνδεση των αποτελεσμάτων με τους πόρους και καθορίζει την περιστολή δαπανών (Εγχειρίδιο πιλοτικού σχεδιασμού προϋπολογισμού επιδόσεων, 2019). Αυτή τη στρατηγική ήδη εφαρμόζει το Υπουργείο Οικονομικών στην Ελλάδα από το 2019 (Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού, 2019). Ο Diamond ήδη από το 2005 επισημαίνει τους κινδύνους, θέτοντας προς προβληματισμό το γεγονός ότι η μέτρηση των επιδόσεων συχνά είτε δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική κατάσταση των υπηρεσιών, είτε κρίνεται ανεπιτυχής λόγω των λανθασμένων δεικτών μέτρησης. Εγείρεται ως εκ τούτου ένα προφανές ερώτημα στο κατά πόσο είναι περισσότερο πιθανό στο άμεσο μέλλον να αναπτυχθούν φαινόμενα εκλεκτικής πρακτικής και στην Ελλάδα σε υπηρεσίες των οποίων η χρηματοδότηση εξαρτάται και προσδιορίζεται από τεχνικούς γενικευμένους δείκτες απόδοσης, χωρίς εξειδίκευση ως προς το αντικείμενο της φροντίδας που παρέχουν.

Παθητικός Εκλεκτισμός Κόπωσης

Οι δυσκολίες των συνθηκών εργασίας που συνήθως επιφανειακά θίγονται είναι ζητήματα απτά στη ζωή του μέσου εργαζόμενου. Ο Sennett (2008, 2010), αποτυπώνει εύστοχα τον σύγχρονο εργασιακό κόσμο που χαρακτηρίζεται από υποβάθμιση του ρόλου του εργαζομένου, έλλειψη σεβασμού για την εργασία του και έλλειψη αφοσίωσης στους θεσμούς. Μια παράμετρος κρίσιμη για την ανταπόκριση των επαγγελματιών είναι η επαγγελματική εξουθένωση καθώς το μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες που εργάζονται με άτομα των οποίων οι διαπιστωμένες ανάγκες είναι οξείες και χρόνιες (Αντωνίου & Τζαβάρα, 2005).

Στην παρούσα έρευνα οι εκλεκτικές πρακτικές δεν αναδεικνύονται ως μια στρατηγική επιλογή της διοίκησης των φορέων. Περισσότερο κάποιος θα μπορούσε να τις παρομοιάσει με αντιστάθμιση των συνθηκών εργασίας. Μέσα από τις διηγήσεις αναδείχθηκαν ζητήματα που σχετίζονται με τον επαγγελματικό ρόλο, τις συνθήκες εργασίας, την οργάνωση και τη λειτουργία του φορέα καθώς και το ρόλο που διαδραματίζει η διοίκηση και επιδρούν στην εμφάνιση των πρακτικών εκλεκτισμού. Σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση εκλεκτικής συμπεριφοράς του επαγγελματία διαδραματίζει η άσκηση μη συναφών καθηκόντων με την ειδικότητα του καθώς και η αύξηση των καθηκόντων του λόγω έλλειψης προσωπικού.

Ταυτόχρονα, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η σύγχυση στόχων, η έλλειψη κριτηρίων ενίοτε ευνοούν την χρήση μεθόδων από τους επαγγελματίες που απέχουν από τον πυρήνα των επαγγελμάτων τους.

Αυθόρμητος Αμυντικός Εκλεκτισμός

Πέραν από την οικονομίστικη διάσταση της πρακτικής του εκλεκτισμού η αναζήτηση επιπλέον λόγων εφαρμογής της, έδωσε φτωχά αποτελέσματα. Όπως υποστηρίζουν οι Guul et al. (2018), δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς το κατά πόσο τα χαρακτηριστικά του εξυπηρετούμενου σχετίζονται με την ανταπόκριση του επαγγελματία.

Η επίδραση της συμπεριφοράς του εξυπηρετούμενου αναδεικνύεται συχνά σε κύριο παράγοντα από τον οποίο εξαρτάται η συμπεριφορά του επαγγελματία σε μορφή μάλιστα που παγιώνεται και ενισχύεται από τους εργαζόμενους. Οι επαγγελματίες προσδίδουν στους εξυπηρετούμενους στοιχεία μη προσαρμοστικότητας προκειμένου να δικαιολογήσουν τη δική τους συνειδητή, ή ασυνείδητη, αμέλεια εκτέλεσης καθηκόντων. Η αντίληψη του εργαζομένου διαμορφώνει την ηθική επιλογή να προσφέρει υπηρεσίες που υπολείπονται σε χαρακτηριστικά και ποιότητα από τα συνήθη που η αποστολή του οργανισμού προσδιορίζει. Αντίστοιχα η αποτελεσματικότητα. διαμορφώνεται σύμφωνα με τον πιο εύκολο τρόπο να εργαστεί κάποιος και όχι με σκοπό τη διατήρηση της αποστολής του οργανισμού ή της κάλυψης της καταγεγραμμένης ανάγκης.

Στη βάση όλων των παραπάνω, θα ήταν σκόπιμο να πραγματοποιηθεί συστηματική έρευνα σε μονάδες υπηρεσιών αιχμής όπου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εκλεκτικές πρακτικές. Η ανάπτυξη ενός πλαισίου πρόληψης του εκλεκτισμού θα μπορούσε να διασφαλιστεί μέσα από την εκπαίδευση, την ανατροφοδότηση, τον συμμετοχικό σχεδιασμό και τις πολιτικές ανάπτυξης.

Το καίριο ζήτημα που ανακύπτει δεν είναι το πρόσωπο, ο επαγγελματίας που υιοθετεί τις εκλεκτικές πρακτικές, αλλά ο υπαρκτός κίνδυνος να ολισθήσει μια υπηρεσία στη καθημερινή της λειτουργία παγιώνοντας εκλεκτική πρακτική. Κάτι τέτοιο θα είχε ως άμεση απόρροια την άρση της καθολικότητας της χρήσης των αναγκαίων υπηρεσιών και κατ’ επέκταση ενός βαθύτερου και δυσδιάκριτου πλέον αποκλεισμού των πλέον ευάλωτων.

Η παρούσα έρευνα πέραν του προβληματισμού που αναπτύσσει θέτει ερωτήματα που συνδέονται με κρίσιμα πολιτικά διλήμματα και διευρύνει την τυπολογία των υπηρεσιών που μπορεί να εκπέσουν σε εκλεκτικές πρακτικές εστιάζοντας ειδικά στον τομέα της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων. Έτσι, σε επίπεδο πολιτικής έχει σημασία να ερευνηθεί το κατά πόσο η μετατόπιση σε διαχειριστικές πρακτικές με περιορισμό της φροντίδας στον έλεγχο των συμπτωμάτων δυσφορίας και στη μείωση της βλάβης αποκλειστικά, δεν αποτελεί ηγεμονική επιλογή στρατηγικής εκλεκτισμού. Επιπλέον, η διερεύνηση της επάρκειας στην παροχή υπηρεσίας σε ομάδες που κάνουν προβληματική χρήση ουσιών με διαλογή ή διάκριση είναι πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση, που συνδέεται τόσο με την οργάνωση των υπηρεσιών όσο και με την επαγγελματική ηθική.

Τέλος, η παγκόσμια πρόκληση της πανδημίας COVID-19 εγείρει πολλά ερωτήματα ως προς το κατά πόσο ευνοούνται ανάλογες πρακτικές εκλεκτισμού που επιτείνουν την απαίτηση για περαιτέρω στοχευμένη έρευνα.

Βιβλιογραφία

Ahern, J., Stuber, J., & Galea, S. (2007). Stigma, discrimination and the health of illicit drug users. Drug and Alcohol Dependence. Vol.88, Issues 2–3, pp. 188-196.

Andersen, J. (2012). Welfare States and Welfare State Theory. Aalborg: Centre for Comparative Welfare Studies, Institute for Economic & Politic. Aalborg University: Denmark.

Αντωνίου, Α.Σ., & Τζαβάρα, Χ. (2005). Ψυχοσωματική υγεία και εργασιακό stress των εργαζομένων σε ελληνικά νοσοκομεία. Νέα Υγεία, 47: 8.

Αντωνίου, Α.Σ. (2006). Εργασιακό στρες. Αθήνα: Παρισιάνου.

Atisme, K., Arrington, R., Yaugher, A., &Savoie-Roskos, M. (2019). Substance Use Disorder Stigma: What It Is and How You Can Prevent It. Utah State University Extension. Available at: https://digitalcommons.usu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2985&context=extension_curall

Barros, P.P. (2003). Cream-skimming, incentives for efficiency and payment system. Journal of Health Economics, Vol. 22, Issue 3, pp. 419-443

Behn, R. (2009). Leadership Counts: Lessons for Public Managers from the Massachusetts Welfare, Training, and Employment Program. Harvard University Press.

Berta, P., Callea, G., Martini, G., & Vittadini, G. (2009). The effects of upcoding, cream skimming and readmissions on the Italian hospitals efficiency: a population–based investigation. Crisp University of Milan Bicocca, University of Bergamo.

Burisch, M. (2006). Daw burnout – syndrome. Theorie der inneren Erschopfung Heidelberg.Available at:http://psychiatrie-heute.net/bb/pdf/BB_Das_Burnout-Syndrom. pdf

Bushway, S.D. (2011). Labor Markets and Crime. In Wilson, J.Q., & Petersilia, J. (Ed). Crime and Public Policy (pp.191-224 2nd ed). Oxford University Press.

Cheng, T.C., Haisken-DeNew J.P., & Yong, J. (2015). Cream skimming and hospital transfers in a mixed public-private system. Soc Sci.

Cunningham, J. & Cunningham, S. (2017). Social Policy and Social Work: An Introduction. Learning Matters.

Deusdad, B., Lev, S., Pace, C. & Vella, S. (2017). Care for older people in three Mediterranean countries: discourses, policies and realities of de-institutionalisation. In

Diamond, J. (2005). Establishing a Performance Management Framework for Government. Working paper IMF. https://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2005/wp0550.pdf

Εγχειρίδιο πιλοτικού σχεδιασμού προϋπολογισμού επιδόσεων, 2019 https://www.minfin.gr/documents/20182/351982/16-4-2019

Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2019 https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6aebdc768f4f7/10884664.pdf

Flavia Martinelli, Anneli Anttonen, Margitta Mätzke, (Ed.). Social Services Disrupted: Changes, Challenges and Policy Implications for Europe in Times of Austerity (pp. 259–278). New Horizons in Social Policy series.

Gambrill, E.D. (2006). Social Work Practice: A Critical Thinker’s Guide. Oxford University Press.

Guul, T.S., Pedersen, M.J., & Petersen N.B.G. (2018) Creaming among Caseworkers: Effects of client competence and client motivation on caseworker priotization of clients. Available at: https://dpsa.dk/papers/Guul,%20Pedersen%20&%20Petersen%20(DSPA).pdf

Handler, J.F. (2014). Protecting the Social Service Client: Legal and Structural Controls on Official Discretion. Academic Press INC.

Hammersley, M. & Traianou, A. (2012). Ethics in Qualitative Research: Controversies and Contexts. London: SAGE.

Hudson, C.G. (2015). Churning in the Human Services: Nefarious Practice or Policy of ‘Creative Destruction’?. New England Journal of Public Policy Vol.27. Issue 1 Article 6,Available at: https://scholarworks.umb.edu/nejpp/vol27/iss1/6

Ιωσηφίδης, Θ. & Σπυριδάκης, M. (2006). Ποιοτική Κοινωνική Έρευνα: Μεθοδολογικές Προσεγγίσεις και Ανάλυση Δεδομένων. Αθήνα: Κριτική.

Ιωσηφίδης, Θ. (2017). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας και επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών. Αθήνα: Τζιόλα.

Κοκκινάκη, Φ. (2005). Κοινωνική Ψυχολογία. Εισαγωγή στη Μελέτη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Koning, P. & Heinrich, C.J. (2013). Cream-Skimming, Parking and Other Intended and Unintended Effects of Performance-Based Contracting in Social Welfare Services. Vol. 32, Issue3, pp. 461-483.

Knopp, S. (2008). Charter schools and the attack on public education. International Socialist Review (62).

Κυριαζή, Ν. (2005). Η κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Lancaster, K., Seear, K., & Ritter, A. (2017). Reducing stigma and discrimination for people experiencing problematic alcohol and other drug use. National Drug and Alcohol Research Centre.

Μason, J. (2011). Η Διεξαγωγή της Ποιοτικής Έρευνας. Αθήνα: Πεδίο.

Miller, M.S., Roby, P., & Steenwijk A. (1970). Creaming the poor. Academic Journal Academic Journal Society. Vol. 7 Issue 8, pp. 38-45.

Muhlhausen, D.B. (2013). Do Federal Social Programs Work? ABC-CLIO.

Mukamel, D.B., Ladd, H., Weimer, D.L., Spector, W.D., & Zinn, J.S. (2009). Is There Evidence of Cream Skimming Among Nursing Homes Following the Publication of the Nursing Home Compare Report Card? Gerontologist. 49(6): 793–802.

Nissly, A., & Michàl, E., (2005). Social Support and Workers’ Intentions to Leave Their Jobs in Public Child Welfare. Journal Administration in Social Work, Vol. 29, Issue 1, pp.79-100.

Pappa, E., Kontodimopoulos, N., Papadopoulos, A., Tountas, Y., & Niakas, D. (2013). Investigating unmet health needs in primary health care services in a representative sample of the Greek population. International journal of environmental research and public health, 10(5), 2017-2027.

Pardeck, J.T. (2002). Family Health Social Work Practice: A Macro Level Approach. Greenwood Publishing Group.

Raeymaeckers, P., Leibetseder, B., Fluder, R., Gubrium, E. & Dierckx, D. (2017). The ‘activation turn’ and the new horizontal division of labour at the local level: the case of social assistance services in Austria, Belgium, Norway and Switzerland. In Flavia Martinelli, Anneli Anttonen, Margitta Mätzke, (Ed.). Social Services Disrupted: Changes, Challenges and Policy Implications for Europe in Times of Austerity (pp. 155–175). New Horizons in Social Policy series.

Ν.3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α): https://www.e-nomothesia.gr/kat-demosia-dioikese/n-3389-2005.html

Osterman, P. (2013). The Structure of the Youth Labor Market. In Stern, D. & Eichorn, D. Adolescence and Work: Influences of Social Structure, Labor Markets, and Culture. Routledge.

Σάλτζμπεργκερ – Ουίτενμπεργκ, Ι. (1995). Η αυτογνωσία από ψυχαναλυτική θεώρηση και οι ανθρώπινες σχέσεις. Μια κλαϊνική προσέγγιση. Β. Τσιαντή, (Μτφρ.). Αθήνα: Καστανιώτης.

Sennett, R. (2008). Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού. Αθήνα: Πεδίο.

Sennett, R. (2010). Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος. Οι συνέπειες του μετασχηματισμού της εργασίας στο νέο καπιταλισμό. Αθήνα: Πεδίο.

Shaw, K.M., Goldrick-Rab, S., Mazzeo, C., &Jacobs, J.A. (2006). Putting Poor People to Work: How the Work-First Idea Eroded College Access for the Poor. Russell Sage Foundation.

Simpson, D.D., and Joe, W. G. (2004) A longitudinal evaluation of treatment engagement and recovery stages. Journal of Substance Abuse Treatment Volume 27, Issue 2, September 2004, Pages 89-97

Τσίωλης, Γ. (2014). Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα. Αθήνα: Κριτική.

Tummers, L. (2017). The Relationship Between Coping and Job Performance. Journal of Public Administration Research and Theory, Vol. 27, Issue 1, pp. 150–162.

Wakeman, SE., & Rich, JD. (2017). Barriers to post-acute care for patients on opioid agonist therapy; an example of systematic stigmatization of addiction. Journal of General Internal Medicine 32, pp.17–19.

Walters, J. (2009). ‘Creaming’ Clients. Periodical Periodical. Governing. Available at: https://www.governing.com/topics/health-human-services/Creaming-Clients.html

Uwe, F. (2017). Εισαγωγή στην ποιοτική έρευνα. Αθήνα: Προπομπός.

Print Friendly, PDF & Email