Δερματοστιξία εξαρτημένων ατόμων σε περίοδο εγκλεισμού

Μαριλένα Χατζάκη1 & Χαράλαμπος Πουλόπουλος2

  1. MSc Κοινωνική Λειτουργός στο ΚΕΘΕΑ, e mail: hatzaki@kethea-ariadni.gr. Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος της διπλωματικής εργασίας στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος «Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις»
  2. Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, e mail: chpoulo@sw.duth.gr

DOI: doi.org/10.57160/JGTK2592

 

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στη διερεύνηση του φαινομένου της δερματοστιξίας εξαρτημένων ατόμων σε περίοδο εγκλεισμού. Σκοπός είναι να διερευνηθεί, πώς οι συνθήκες εγκλεισμού και η εξάρτηση επηρέασαν την απόφαση του ατόμου για δερματοστιξία, την επιλογή του σχεδίου και του σημείου εγγραφής και τη διασύνδεσή τους στο παρόν για τον φορέα του τατουάζ.

Για τη διεξαγωγή της έρευνας αξιοποιήθηκε η ποιοτική μέθοδος και η επεξεργασία των δεδομένων ολοκληρώθηκε με την ανάλυση περιεχομένου. Με τη μέθοδο της σκόπιμης δειγματοληψίας συμμετείχαν 14 άτομα από τα προγράμματα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ, 11 άνδρες και 3 γυναίκες, σε εις βάθος συνεντεύξεις. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να φωτογραφήσουν και να αφηγηθούν την ιστορία του τατουάζ τους.

Ο ψυχικός πόνος και η διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας φαίνεται να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την απόφαση για δερματοστιξία και αυτό αποτυπώνεται πάνω στο σώμα του ατόμου με τατουάζ φυλακής, χρήσης και εναντίωσης στο ποινικό σύστημα, αλλά και με έντονες βιογραφικές στιγμές. Επιπλέον, αναδεικνύεται έντονα το φαινόμενο της χρήσης ουσιών στα καταστήματα κράτησης κατά την απόφαση και την εγγραφή της δερματοστιξίας. Η επιλογή σχεδίου και σημείου υπόκεινται σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης και σε συνδυασμό με τις κοινωνικές αντιδράσεις που αντιμετωπίζουν οι φορείς φαίνεται να είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη σημασία του τατουάζ στο παρόν για τον φορέα του τατουάζ. Καταγράφονται σκέψεις τροποποίησης ή ακόμα και ολικής αφαίρεσης, που πιθανόν επηρεάζονται από τη διαδικασία της απεξάρτησης, αλλά κυρίως από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φορείς εξαιτίας του χαρακτήρα προέλευσης του τατουάζ.

 

Λέξεις κλειδιά: δερματοστιξία, τατουάζ, χρήση ουσιών, εγκλεισμός, τροποποιητική πράξη

 

Εισαγωγή

Η δερματοστιξία αποτελεί ένα μέσο εκτόνωσης και καταγραφής του εσωτερικού μας κόσμου. Ετυμολογικά, η λέξη δερματοστιξία αποτελείται από τις λέξεις «δέρμα + -στιξία» και αναφέρεται ως τη μόνιμη χάραξη σχεδίων, εικόνων στο δέρμα του ανθρώπου για διακοσμητικούς λόγους (Μπαμπινιώτης, 2002).

Στη καθομιλουμένη, η λέξη δερματοστιξία έχει αντικατασταθεί με τη ξενικής προέλευσης λέξη «τατουάζ», η ρίζα της οποίας είναι ωκεανική και προφέρεται “tatahou”, που σημαίνει «το σχέδιο που έχει χαραχθεί στο δέρμα». Η λέξη “tattoo” πρωτοεμφανίστηκε μετά την επιστροφή του Thomas Cook από το δεύτερο ταξίδι του στην Ωκεανία το 1778 (Μουτσόπουλος, 1996).

Οι πρώτες καταγραφές σχετίζονται με ναυτικούς, πόρνες, σκλάβους, κατάδικους και χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου στρώματα (Bhargava et al., 2016; Fisher, 2002; Μουτσόπουλος, 1996). Αντίθετα, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται δραματικός επαναπροσδιορισμός του φαινομένου, με αποτέλεσμα από αποκλίνουσα συμπεριφορά, πλέον να αποτελεί έναν αποδεκτό τρόπο έκφρασης (Sweetman, 1999; Lemma, 2016), με μία σημαντική λεπτομέρεια, ότι παραμένει μια συμπεριφορά που καταγράφεται σε πρώην κρατούμενους και λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο εγκλεισμού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΤΕΠΝ (2016), το έτος 2014 καταγράφηκαν 3948 χρήστες παρανόμων ναρκωτικών ουσιών που είχαν εμπλοκή με το ποινικό σύστημα. Επομένως ένας εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών έχει αυξημένες πιθανότητες να βρεθεί σε καθεστώς στέρησης της ελευθερίας του.

 

Δερματοστιξία και Χρήση Ουσιών

Η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών προσφέρει στο άτομο μια λύση αντιμετώπισης των αρνητικών συναισθημάτων, αποφυγής των παρορμήσεων του πόνου, του άγχους και της ντροπής, δρώντας ταυτόχρονα ως μέσο αυτοθεραπείας (Πουλόπουλος, 2011). Από την άλλη, η δερματοστιξία σύμφωνα με τη Lemma (2016), προσφέρει στο άτομο μία ευκαιρία αλλαγής της επιφάνειας ή της μορφής του σώματός του, με την έννοια της αναγέννησης και της επαναξίωσης. Ουσιαστικά αποτελεί μία προσπάθεια αυτοΐασης από την ψυχική οδύνη, όμοια με αυτή που δημιουργεί στο άτομο η χρήση ουσιών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα συσχέτισης των τατουάζ με τη χρήση ουσιών είναι τα ευρήματα μελέτης 1000 πτωμάτων, όπου ήταν πιθανόν να ξεχωρίσεις τους αλκοολικούς και τους χρήστες μαλακών ή σκληρών ναρκωτικών, από το είδος του τατουάζ που είχαν στο σώμα τους (Baden, 1973). Η Hellard et al. (2007) αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι σε συνθήκες εγκλεισμού οι ενδοφλέβιοι χρήστες ναρκωτικών ουσιών ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν την απόκτηση τατουάζ κατά την περίοδο κράτησης. Οι Bhargava et al. (2016) συσχέτισαν τις απεικονίσεις λιονταριών, αετών, αρχικών ονομάτων στα άνω άκρα με τη χρήση ουσιών. Οι Borokhov et al. (2006) ανέδειξαν τη συσχέτιση της χρήσης ουσιών και του σημείου εγγραφής του τατουάζ στο σώμα, αλλά και την επιλογή σχεδίου, ως μέσο για την ένταξή τους σε μια υποομάδα, ως ένδειξη της προτίμησης τους σε κάποια ναρκωτική ουσία ή στον τρόπο χρήσης της ουσίας ή ακόμα και για τα επιθυμητά ή αναμενόμενα αποτελέσματα επίδρασης αυτής.

 

Δερματοστιξία και Παραβατικότητα

Ενώ οι μελέτες για τη σύνδεση των παραγόντων δερματοστιξία – παραβατικότητα είναι περιορισμένες, υπάρχει μία τάση που δείχνει την πιθανή σχέση των τατουάζ με ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (Βhargava et al., 2016; Drews et al., 2000), οι οποίες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε παραβατικές συμπεριφορές.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι Borokhov et al. (2006) διαχωρίζουν τα τατουάζ σε ποινικά, μη ποινικά και συνδυαστικά. Τα ποινικά τατουάζ αφορούν εκείνα τα σχέδια που δείχνουν εμπλοκή με τον νόμο, πχ την κατάταξη σε μια εγκληματική συμμορία. Τα μη ποινικά τατουάζ δεν απεικονίζουν εμπλοκή με τον νόμο, αλλά περισσότερο την κοσμοθεωρία του υποκειμένου. Τέλος, τα συνδυαστικά τατουάζ περιέχουν εικόνες και σύμβολα και από τις δυο παραπάνω κατηγορίες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εγκληματική οργάνωση παγκόσμιας εμβέλειας Mara Salvatrucha, που χρονολογείται από τη δεκαετία του ‘80, η οποία αριθμεί 50.000 μέλη σε όλο τον κόσμο και διαπράττει αδικήματα περί εκβιασμών, ανθρωποκτονιών, βιασμών, διακίνησης ναρκωτικών, λαθρεμπορίου. Κύριο γνώρισμα των μελών της είναι η –συχνά- ολική κάλυψη του σώματος, αλλά και του προσώπου με τατουάζ (Wolf, 2012).

Η μελέτη των Koch et al. (2010) έδειξε ότι τα άτομα με πολλά τατουάζ έχουν περισσότερες αποκλίνουσες συμπεριφορές σε σχέση με τα άτομα με λιγότερα τατουάζ ή χωρίς καθόλου τατουάζ. Πιο συγκεκριμένα, άτομα με τέσσερα και παραπάνω τατουάζ ήταν πιο πιθανό να έχουν ήδη εμπλακεί σε παραβατικές πράξεις. Αντίστοιχα στη μελέτη των Rozycki Lozano et al. (2011) οι κρατούμενοι με τατουάζ φυλακής φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στις επανεισαγωγές στα σωφρονιστικά καταστήματα και σε πειθαρχικά παραπτώματα κατά την περίοδο εγκλεισμού.

 

Δερματοστιξία και Εγκλεισμός

Παρόλο που δεν είναι μια νόμιμη διαδικασία, μεγάλο ποσοστό κρατουμένων έχουν αποκτήσει τατουάζ κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, είτε κάνοντάς το οι ίδιοι, είτε εμπιστευόμενοι κάποιον άλλον συγκρατούμενό τους. Ο τρόπος δημιουργίας μελανιού είναι σχετικά απλός. Μέσω της ανάφλεξης διαφόρων ειδών καουτσούκ, παράγεται η αιθάλη, η οποία αναμειγνύεται με άλλα είδη ουσιών και έτσι δημιουργείται το απαραίτητο μελάνι (Μουτσόπουλος, 1996).

Η δερματοστιξία είναι μια τροποποιητική πράξη που παρατηρείται συχνά κατά την περίοδο εγκλεισμού και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά (Wohl et al., 2000), με μελέτες να καταγράφουν τατουάζ μόνο μέσα από περιβάλλον κράτησης (Hellard et al., 2007) αυξάνοντας τις πιθανότητες μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών (Disease Control and Prevention, 2006).

Στο πλαίσιο αυτό σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει το νόημα που αποδίδουν οι έγκλειστοι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών στη δερματοστιξία, ιδιαίτερα όταν αυτή αποκτάται στη διάρκεια του εγκλεισμού.

 

Μεθοδολογία

Για την εκπόνηση της παρούσας μελέτης, η οποία πραγματεύεται ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα, καθώς αντικείμενο της έρευνας αποτελεί μια ευάλωτη κοινωνική ομάδα, που καλείται να αφηγηθεί προσωπικά βιώματα, επιλέχθηκε η μέθοδος της ποιοτικής έρευνας, λόγω της φύσης του ερευνητικού προβλήματος (Mason, 2011; Ιωσηφίδης, 2003; Τσιώλης, 2014).

 

Μεθοδολογική Συλλογή Δεδομένων

Για τη συλλογή δεδομένων αξιοποιήθηκε η εις βάθος συνέντευξη, λόγω του αφηγηματικού χαρακτήρα που τη διέπει (Τσιώλης, 2006) και η επιτόπια αποτύπωση / εκτύπωση φωτογραφίας του υπό διερεύνηση θέματος, καθώς προσφέρει ένα διαφορετικό είδος πληροφοριών και αναδύει συναισθήματα και αναμνήσεις που δε θα ήταν δυνατόν να συλλεχθούν διαφορετικά (Harper, 2002). Προηγήθηκε η σύμφωνη γνώμη των ερωτηθέντων υπογράφοντας το αντίστοιχο έντυπο συναίνεσης (Mason, 2011).

 

Δειγματοληψία & Συμμετέχοντες-ουσες στην έρευνα

Η επιλογή των συμμετεχόντων έγινε με τη μέθοδο της σκόπιμης δειγματοληψίας (Robson, 2010; Ιωσηφίδης, 2003; Κυριαζή, 2011; Τσιώλης 2014), καθώς οι συμμετέχοντες έπρεπε να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία ήταν: α) η εξάρτηση στο παρελθόν ή στο παρόν, β) η εμπειρία του εγκλεισμού και γ) η απόκτηση ενός τουλάχιστον τατουάζ κατά τη διάρκεια της κράτησης. O υπό έρευνα πληθυσμός αναζητήθηκε μέσα από τα προγράμματα απεξάρτησης του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ). Ο επιθυμητός αριθμός συμμετεχόντων ήταν 12 ερωτώμενοι (άνδρες-γυναίκες) και εν τέλει ο αριθμός των συμμετεχόντων ανήλθε στους 14.

 

Πίνακας 1 Δημογραφικά στοιχεία συμμετεχόντων

Φύλο Ηλικία Θεραπευτική φάση Ηλικία έναρξης χρήσης Ηλικία πρώτης κράτησης Συνολική διάρκεια κράτησης (έτη) Αριθμός τατουάζ
Α 33 Κοινωνική Επανένταξη 14 18 1,5 2
Γ 62 Μεταθεραπευτική παρακολούθηση 16 40 4 4
Α 32 Κοινωνική Επανένταξη 15 27 2,5 5
Α 58 Μεταθεραπευτική παρακολούθηση 12 28 15 1
Γ 25 Μεταθεραπευτική παρακολούθηση 13 18 2 1
Α 34 Κοινωνική Επανένταξη 13 19 4 6
Γ 58 Κοινωνική Επανένταξη 28 28 17 2
Α 32 Μεταθεραπευτική παρακολούθηση 14 22 2,5 2
Α 35 Κοινωνική Επανένταξη 14 18 15 15
Α 33 Θεραπευτική Κοινότητα 19 24 6 1
Α 30 Θεραπευτική Κοινότητα 11 27 1,5 1
Α 33 Κοινωνική Επανένταξη 15 22 3,5 11
Α 32 Θεραπευτική Κοινότητα 12 19 9 2
Α 40 Θεραπευτική Κοινότητα 15 22 3,5 1

 

Η διεξαγωγή της έρευνας

Πραγματοποιήθηκε μία συνάντηση γνωριμίας και ενημέρωσης με μέλη του ΚΕΘΕΑ σε δομή του προγράμματος (Mason, 2011; Κυριαζή 2011), με στόχο τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της έρευνας. Σε αυτή τη συνάντηση τα άτομα ενημερώθηκαν για τη διασφάλιση της δεοντολογίας και της εχεμύθειας, τη τήρηση της ανωνυμίας, τη πιθανή δημοσίευση των αποτελεσμάτων, αλλά και την αναγκαιότητα μαγνητοφώνησης των συνεντεύξεων. Επιπλέον κλήθηκαν να φωτογραφίσουν το/τα τατουάζ τους με μια αυτόματη φωτογραφική μηχανή τύπου Polaroid με άμεση και επιτόπια εκτύπωση της εν λόγω φωτογραφίας. Για λόγους δεοντολογίας, ζητήθηκε από τα ίδια τα άτομα να φωτογραφήσουν μόνα τους ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου συμμετέχοντα, που θα επέλεγαν οι ίδιοι, τα τατουάζ τους, να φέρουν τη φωτογραφία στην προγραμματισμένη συνάντηση και με αφορμή το περιεχόμενο της εικόνας να αρχίσει η συνέντευξη. Στο τέλος της συνέντευξης, η ερευνήτρια έχοντας τη συναίνεση κάθε συμμετέχοντα προχωρούσε στη λήψη φωτογραφίας της ήδη εκτυπωμένης εικόνας μέσω της προσωπικής της κάμερας.

 

Ποιοτική Ανάλυση Δεδομένων

Για την επεξεργασία του ερευνητικού υλικού πραγματοποιήθηκε η απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, προσφέροντας σημαντικό όγκο πληροφοριών, ο οποίος αξιοποιήθηκε με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου. Αρχικά, έγινε η ομαδοποίηση του ερευνητικού υλικού με τη συλλογή των αποκρίσεων, ανά ερευνητικό άξονα. Στα αποσπάσματα κάθε ομάδας δόθηκαν κωδικοί, οι οποίοι συνοψίζουν το νόημα των αποσπασμάτων σε μια πρόταση (Robson, 2010; Κυριαζή, 2011). Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η τμηματοποίηση των δεδομένων, εστιάζοντας στις κοινά νοηματικές αποκρίσεις των ερωτώμενων με επόμενο στάδιο τη δημιουργία των κατηγοριών ανά θεματικό άξονα (Robson, 2010).

Πέραν του κωδικού, σε κάθε απόκριση καταγραφόταν και η ταυτότητα του ερωτώμενου. Τα στοιχεία που επιλέχθηκαν να περιλαμβάνονται στη διαμόρφωση της ταυτότητας των συμμετεχόντων ήταν τα εξής:

  • το αρχικό γράμμα του ονόματος, το οποίο για λόγους ανωνυμίας έχει τροποποιηθεί
  • τα σύμβολα ♂ (άρρεν) ♀ (θήλυ) για την περιγραφή του φύλου,
  • η ηλικία του ερωτώμενου,
  • η θεραπευτική φάση, όπου Α→ Θεραπευτική Κοινότητα, Β→ Κοινωνική Επανένταξη, Γ→ Μεταθεραπευτική Παρακολούθηση και τέλος
  • ο αριθμός των τατουάζ που έχει πραγματοποιήσει κάθε άτομο σε περιβάλλον εγκλεισμού, π.χ. «5τ» ισούται με πέντε τατουάζ.

 

Περιορισμοί στην έρευνα

Σε θεωρητικό επίπεδο, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η έλλειψη βιβλιογραφίας. Ειδικότερα, η ελληνική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία το θέμα των τατουάζ προσεγγίζεται γενικότερα και μεμονωμένα με τις παραμέτρους που εξετάζονται στην παρούσα έρευνα και όχι συνδυαστικά.

Επιπλέον, όσον αφορά τους συμμετέχοντες, η μη ίση αντιπροσωπευτικότητα και από τα δύο φύλα, είναι ένας αισθητός περιορισμός, όπως και το ότι όλοι οι συμμετέχοντες ήταν σε θεραπευτική διαδικασία.

Ένας ακόμη σημαντικός περιορισμός στην παρούσα μελέτη, είναι οι σχετικά περιορισμένες δυνατότητες γενίκευσης και σύγκρισης, που πηγάζουν από έναν εξίσου σημαντικό περιορισμό, αυτόν του μικρού αριθμού συμμετεχόντων (Ιωσηφίδης, 2003).

 

Ευρήματα

Η δερματοστιξία, μέσα από τις αφηγήσεις των ατόμων, φάνηκε να αποτελεί ένα μέσο εξιστόρησης σημαντικών βιογραφικών στιγμών (Koch et al., 2015; Wohlrab et al., 2006), απόκτησης κοινωνικής ταυτότητας (Abrams & Hogg, 1988), έκφρασης πεποιθήσεων, ιδεολογιών, εναντίωσης στο ποινικό σύστημα (Shoham, 2010), ένταξης σε μια υποομάδα (Bhargava et al., 2016; Koch et al., 2010; Shoham, 2010), έκφρασης συναισθημάτων αγάπης σε σημαντικά πρόσωπα (Koch & Roberts, 2012) και εκδήλωση της προτίμησης της ναρκωτικής ουσίας τη δεδομένη χρονική περίοδο (Borokhov et al., 2006). Αναλυτικότερα προέκυψαν τα ακόλουθα κεντρικά θέματα.

 

Η δερματοστιξία ως μέσο αυτοθεραπείας

Το άτομο βιώνει έντονα το συναίσθημα του φόβου και της αγωνίας για την προσαρμογή του στο περιβάλλον της φυλακής. Ταυτόχρονα κυριεύεται από συναισθήματα ενοχής για τους σημαντικούς άλλους της ζωής του, που βρίσκονται στην κοινωνία και η κατάσταση αυτή επιβαρύνεται, όταν ο εγκλεισμός είναι άδικος, δηλαδή το άτομο δεν έχει διαπράξει το αδίκημα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν δύο συμμετέχοντες:

«…είναι η φωτογραφία της (ερωμένη), που ήμασταν μαζί σε ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα και της πρόσθεσα εγώ φτερά αγγέλου, τώρα ξέρω εγώ που έχει φύγει από τη ζωή… πονούσα για αυτό και θεωρούσα και τον εαυτό μου υπεύθυνο (…) μπήκα φυλακή, αυτή εεε δυσκολεύτηκε μετά από εκεί και πέρα μόνη της και έφτασε σε ένα σημείο να πηδήξει ξέρω εγώ από το μπαλκόνι και να αυτοκτονήσει… εεε ασφαλώς ένιωθα τον εαυτό μου υπεύθυνο για κάτι τέτοιο και μέσα στα ναρκωτικά που έπινα, μες στο θολωμένο μυαλό τότε, μέσα στον πόνο που ένιωθα για την απώλεια…» (Α, ♂, 32, Γ, 2τ)

 

Σύμφωνα με τον Shoham (2010) η φυλακή είναι μια μικρή κοινωνία με αξίες και κανόνες και όπως σε κάθε κοινωνία συμβαίνουν αγχογόνα γεγονότα, που το άτομο δυσκολεύεται να διαχειριστεί, όπως θέματα υγείας, προβλήματα με τους συγκρατούμενους του και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Οι συνθήκες αυτές περιλαμβάνουν έντονα το στοιχείο της μοναξιάς, καθώς το άτομο απομακρύνεται από αγαπημένα πρόσωπα και σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει υποστηρικτικό περιβάλλον. Όταν οι συνθήκες αυτές γίνονται μια ρουτίνα για το άτομο, τότε παρατηρείται έντονα το στοιχείο της ιδρυματοποίησης, νιώθοντας περισσότερη ασφάλεια μέσα στη φυλακή και αφομοιώνοντας τον ρόλο του παράνομου. Εξάλλου σύμφωνα με τον Goffman (1994), όταν το άτομο προσαρμόζεται στους κανόνες ενός ολοπαγούς ιδρύματος, καθίσταται ολοένα και λιγότερο ικανό να ζήσει έξω από αυτό. Όλες αυτές οι καταστάσεις συνθέτουν τον ψυχικό πόνο που βιώνει το άτομο και εν δυνάμει διαμορφώνουν το υπόβαθρο της απόφασης για τη δερματοστιξία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.

«…είχα συνηθίσει στη φυλακή, μ’ άρεσε ας πούμε, πάτησα το πόδι μου πάλι στη φυλακή και ένιωσα σπίτι μου (…) είχα την εντύπωση δηλαδή ότι ο σταυρός που κουβαλάς είναι εδώ μέσα ας πούμε (…) δεν είχα σκοπό να ξαναβγώ…» (Μ, ♂, 33, Β, 11τ)

 

Η διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας

Παράλληλα, μετά την προσαρμογή του, το άτομο προσπαθεί να διαμορφώσει τη δική του προσωπική ταυτότητα, κινούμενο πιο ανεξάρτητα και συγχρόνως προσπαθώντας να κερδίσει τον σεβασμό των συγκρατούμενών του. Η προσωπική του όμως ταυτότητα είναι άμεσα συνυφασμένη με την ταυτότητα της ομάδας στην οποία ανήκει, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας (Abrams & Hogg, 1988) και το τατουάζ αποτελεί συνεπώς ένα ακόμη μέσο ένταξης σε μια ομάδα.

«…βασικά ήταν η πρώτη βδομάδα που είχα μπει στη φυλακή και η πρώτη μου φυλακή εεε προσπαθούσα να εγκλιματιστώ, εννοώ μπήκα φοβισμένος (…) οπότε επειδή όλοι είχαν τατουάζ, ήθελα και εγώ να κάνω κάτι το οποίο ένιωθα τότε ότι με εκφράζει και ότι θα με έβαζε στο κύκλο αυτό της φυλακής των κρατουμένων ότι έχουμε ένα κοινό ξέρω εγώ την φυλακή…» (T, ♂, 34, Γ, 6τ)

Μια άλλη σημαντική υποομάδα μέσα στη φυλακή είναι αυτή των εξαρτημένων, με αποτέλεσμα η χρήση ουσιών να καταγράφεται έντονα στην παρούσα έρευνα μιας και κυριαρχεί στις περιγραφές των συνθηκών πραγματοποίησης του τατουάζ, καθώς τα περισσότερα άτομα φαίνεται ότι προέβησαν στην τροποποιητική πράξη όντας υπό την επήρεια ουσιών.

«…πέρα από ότι μου θυμίζει αυτή τη βδομάδα ας πούμε δεν είναι κάτι άλλο, βασικά δε θυμάμαι κάτι άλλο από εκείνη τη μέρα, μόνο εκείνη τη βδομάδα που είχα βάλει τα XTC…Κι όταν το έκανα υπό την επήρεια XTC ήμουν…» (Μ, ♂, 33, Β, 11τ)

Η παραβατική συμπεριφορά του ατόμου, φαίνεται να συνεχίζεται με την πράξη της δερματοστιξίας σε περιβάλλον εγκλεισμού, η οποία συνιστά απαγορευμένη πράξη στα καταστήματα κράτησης. Ωστόσο, οι κρατούμενοι ανακαλύπτουν αυτοσχέδιους τρόπους εφαρμογής της, θέτοντας σε επιπλέον κίνδυνο την υγεία τους.

«…ποια είναι η διαδικασία λοιπόν, βέβαια θυμάμαι. Καταρχήν φτιάχνεται μία βάση με ένα κουτάλι που είναι ο κύριος κορμός του στο μοτέρ, το λυγίζεις έτσι και έχει και ένα μοτέρ που το βγάζαμε εμείς τότε είτε από cd player αυτό που γυρίζει είτε από το play station το ένα, είτε από το χειριστήριο που δονείται (…) βάζεις το μοτεράκι πίσω από το κουτάλι, μπροστά στο χερούλι του κουταλιού βάζεις ένα στυλό χωρίς το μελάνι μέσα, ένα big απλό ξέρω εγώ, εεε εκεί πέρα που γυρίζει το μοτεράκι φτιάχνεις με λιωμένο πλαστικό μια βάση ξέρω εγώ ώστε να περιστρέφεται σαν τη μπιέλα του αυτοκινήτου. Και βάζεις ένα πίρο στην άκρη και όπως γυρίζει το μοτεράκι πηγαίνει έτσι γύρω-γύρω ο πίρος, βάζεις μία μπατονέτα και στην άκρη της μπατονέτας παίρνεις το σύρμα του αναπτήρα και το καις και ισιώνει και το κολλάς και στη μπατονέτα, τη ζεσταίνεις και το κολλάς, μέσα η βελόνα που μπαίνει στο στυλό, βάζεις τη μπατονέτα πίσω και όπως γυρίζει, γυρίζει σαν τη μπιέλα και γυρίζει και καρφώνει. Το μελάνι παίρνεις είτε τηλεκάρτες, είτε κάτι πλαστικό κατά προτίμηση άσπρο πλαστικό να μην έχει δηλαδή χρώμα και παίρνεις ένα τζάμι μεγάλο, ένα τζάμι κάτι ξέρω εγώ κάτι με επιφάνεια κα βάζεις φωτιά. Καις από κάτω με το καπνό, μαυρίζει το τζάμι και μετά πιάνεις με μια τηλεκάρτα και ξύνεις τη μαυρίλα, αυτό γίνεται σκόνη. Μαζεύεις συγκεντρώνεις τη σκόνη σε ένα χαρτί, εμείς τότε γυρίζαμε ανάποδα τον αφρό ξυρίσματος που κάνει βαθούλωμα και ρίχναμε τη σκόνη τη μαύρη, ε ρίχναμε και μία-δύο σταγόνες Άβα ή κατά προτίμηση άσπρο σαμπουάν. Γιατί άμα βάλεις πράσινο παράδειγμα Άβα, θα σου βγει αυτό το μπλε το ‘φυλακίστικο’ που έχεις δει πολλές φορές. Το καλύτερο είναι να είναι από άσπρο πλαστικό ο καπνός και να έχει και άσπρο συστατικό για να βγει… να είναι πιο μαύρο το χρώμα» (Α, ♂, 32, Γ, 2τ)

 

Η σημασία της επιλογής σχεδίου

Οι εμπειρίες χρήσης και παραβατικότητας έρχονται να αποτυπωθούν με ένα σχέδιο πάνω σε ένα σημείο όπου το άτομο διαλέγει να χαράξει την ιστορία του, αρκετές φορές αναλαμβάνοντας το ίδιο την ευθύνη για τη διαδικασία της δερματοστιξίας και σε συνδυασμό με το καλαίσθητο του σχεδίου, αναδεικνύει την τάση της εποχής και τη προτίμηση σε στοιχεία της φύσης, όπως τα ζώα πού μπορεί να αποτελέσουν κριτήρια επιλογής του. Επιπλέον, μέσα από τα ευρήματα της έρευνας γίνεται αντιληπτή η ανάγκη του ατόμου να πιστέψει σε κάτι ανώτερο, αποτυπώνοντας ένα θρησκευτικό σύμβολο ή μια ιδεολογία, κάτι το οποίο επίσης αποτυπώνεται στην έρευνα των Koch et al. (2012). Εκτός από την αποτύπωση βιογραφικών στιγμών που προαναφέρθηκε, αρκετά τατουάζ αντικατοπτρίζουν τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου, καταγράφοντας συναισθήματα πόνου, μίσους και θυμού κυρίως με το ποινικό σύστημα.

«… πήγα φοβισμένη και έκλαιγα, αλλά γύρισε το μυαλό μου απότομα. Με όλα αυτά που έβλεπα και που είχαν συμβεί σε μένα. Θεωρούσα πολύ άδικο που ήμουν φυλακή. Εκεί δοκίμασα ναρκωτικά για πρώτη φορά…» (Φ, ♀, 58, Γ, 2τ)

 

Η εναντίωση στο ποινικό σύστημα εγγράφεται μέσω συμβόλων φυλακής, χρήσης και γενικότερα μοτίβων παραβατικότητας. Το τατουάζ θεωρείται ένα παράσημο, εύρημα που παρατηρείται και στη μελέτη του Shoham (2010), ένα εισιτήριο στον κόσμο της φυλακής και μία απόδειξη αποδοχής των κανόνων και της ιδεολογίας των κρατουμένων. Οι τρεις (3) τελείες με διφορούμενες σημασίες κυριαρχούν στην παρούσα έρευνα, και από τη μία μπορεί να αναφέρονται στην στάση των κρατουμένων για την αστυνομία και το φυλακτικό προσωπικό και από την άλλη στις αντιλήψεις τους για τις υποομαδές και τον κώδικα επικοινωνίας στις φυλακές δε, μπορεί να δημοσιευθεί στο περιοδικό ως έχει, όπως για παράδειγμα το συνώνυμο του Omerta «άκου, βλέπε, σώπα». Το συρματόπλεγμα και οι πέντε (5) τελείες που συμβολίζουν τον εγκλεισμό και δη το πειθαρχείο περιλαμβάνονται επίσης στο μοτίβο παραβατικότητας και εγκλεισμού. Επιπλέον καταγράφονται απεικονίσεις ουσιών, όπου δείχνουν την προτίμηση κάθε ατόμου σε μια ναρκωτική ουσία όπως και στη μελέτη των Borokhov et al. (2006), αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύουν και χαρακτηριστικά του φορέα, πχ αυτό του διακινητή ναρκωτικών, όπως στη μελέτη των Rozycki Lozano et al. (2011). Σημαντικό επίσης είναι να αναφερθεί, ότι στην παρούσα μελέτη οι άνωθεν αποτυπώσεις παρατηρούνται κυρίως στους άνδρες και όχι στις γυναίκες, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την τάση των γυναικών να αποφεύγουν τέτοιους είδους συμβολισμούς.

«…για μένα είναι αυτό που λένε…, ε αυτό μου βγάζει. Δηλαδή τα είχα με τους αστυνομικούς, αυτοί με κλείσανε μέσα, ήμουν κ εγώ βέβαια εδώ στο Ηράκλειο, ήμουν το μαύρο πρόβατο ας πούμε, “ποιος θα μπλέξει; Ο πρεζάκιας εδώ του Ηρακλείου” και δε μπλέξανε αυτοί που ήταν, μας πήραν όλους μέσα… τελείωσε. Και τα είχα με αυτούς εξαρχής και ακόμα δηλαδή τα έχω (…) Και δεν το μετανιώνω κιόλας που το έκανα…» (Ν, ♂, 30, Β, 1τ)

 

Επιπροσθέτως, τατουάζ αφιερωμένα σε πρόσωπα, που έχουν στιγματίσει τα άτομα, καταγράφονται στην παρούσα μελέτη, μέσω σημαντικών ημερομηνιών, αρχικών ονομάτων, αρκτικόλεξων και μηνυμάτων έκφρασης συναισθημάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αφιερώσεις, που αφορούν το άλλο φύλο και την οικογένεια, αποτυπώνονται κυρίως από τους άνδρες.

«…Αυτό το έκανα στην αρχή όταν πρώτο μπήκα στη Νεάπολη, εντάξει είναι τέσσερα ρωσικά γράμματα το είχα δει το είχε κάποιος άλλος, όταν τον ρώτησα τι ακριβώς σημαίνει, μου εξήγησε ότι είναι στα ρωσικά και σημαίνει τα αρχικά, “ορκίζομαι να αγαπάω τη μάνα μου μέχρι να πεθάνω”. Εντάξει μου άρεσε και αυτό το περιέγραψε σαν όρκο κάτι ας πούμε έχω χάσει και τη μητέρα μου…» (Μ, ♂, 33, Β, 11τ)

 

Η σημασία της επιλογής σημείου

Σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε η αλληλοεπίδραση σχεδίου και σημείου, καθώς υπήρχαν σχέδια που καθόριζαν και το σημείο εγγραφής, ομοίως με τη μελέτη των Borokhov et al. (2006) Επομένως αρκετά σύμβολα φυλακής εγγράφονται σε συγκεκριμένα σημεία, όπως το συρματόπλεγμα στο άνω άκρο, οι τρεις (3) ή πέντε (5) τελείες, το αρκτικόλεξο αφιερωμένο στη μητέρα στο εξωτερικό μέρος της παλάμης και μηνύματα αγάπης στο πέλμα. Επίσης, ένα τατουάζ αφιερωμένο σε ένα σημαντικό πρόσωπο εγγράφεται σε ένα «καθαρό» σημείο πάνω στο σώμα ή σε συμβολικά και σημαντικά σημεία του σώματος.

«…πάλι το ίδιο σημείο, η κεντρική φλέβα που πάει στη καρδιά, όπως το είχα κάνει στο προηγούμενο και στον πατέρα μου, από την πολλή αγάπη, ένιωσα τόσο πολύ, ήμουνα τόσο πολύ ερωτευμένος με την κοπέλα, την αγαπούσα πάρα πολύ, για αυτό το λόγο έχω κάνει εκεί, πάνω στο χέρι…» (Φ, ♂, 32, Γ, 5τ)

 

Στην εν λόγω έρευνα παρατηρούνται σημεία που επιλέγονται τυχαία ή σύμφωνα με την τάση της εποχής ή ακόμα και λόγω αισθητικής, σχετικά με το σημείο στο οποίο κατά την άποψή τους ταιριάζει το τατουάζ καλύτερα πάνω στο σώμα. Οι Wohlrab et al. (2006) έχουν αναφερθεί στη σημαντικότητα της καλαισθησίας και η Fisher (2002) έχει επίσης τονίσει την επίδραση της μόδας στην επιλογή σχεδίου και σημείου. Από την άλλη καταγράφονται σημεία που η επιλογή τους δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς έρχονται να καλύψουν μια ήδη υπάρχουσα «ουλή», όπως είναι τα σημάδια από την ενδοφλέβια χρήση ή μια απόπειρα αυτοκτονίας. Αντίστοιχα ευρήματα αποτυπώνονται στη μελέτη των Borokhov et al. (2006) και των Koch et al. (2010).

«…γιατί όταν έμαθα ότι είχε κάνει σχέση με άλλον είχα κάνει απόπειρα να κόψω τις φλέβες μου εκεί και δεν τα θυμάμαι εγώ καλά, είχα ξυπνήσει στο νοσοκομείο, ήμουνα από χρήση και φάρμακα και τέτοια και είχα το σημάδι ξέρω εγώ εδώ πέρα και μάλλον, βασικά τώρα τα συνδυάζω πιθανόν για αυτό το λόγο και το έκανα σε αυτό το χέρι σε αυτό το σημείο…» (T, ♂, 34, Γ, 6τ)

 

Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας επιλογής ενός σημείου εγγραφής φαίνεται να καθορίζεται από την ορατότητα του τατουάζ. Αρκετά άτομα διαλέγουν ένα σημείο μη ορατό ή διακριτικό, ώστε να είναι ορατό μόνο από το γυναικείο φύλο ή όταν το επιθυμούν εκείνοι. Επίσης, η επιλογή ενός μη ορατού σημείου προφυλάσσει το άτομο από το στίγμα του πρώην κρατούμενου και από τυχόν προβλήματα κυρίως με την αστυνομία.

«…να πω την αλήθεια ναι, γιατί ερχόντουσαν πολλοί σακατεμένοι για το συγκεκριμένο, όχι δεν με νοιάζει και ξύλο να φάω για το συγκεκριμένο δεν με νοιάζει. Ναι ήθελα να είναι λίγο κρυφό αλλά όχι και τόσο ας πούμε, δηλαδή να μπορώ αν θέλω να το κρύψω…» (Λ, ♂, 33, Β, 11τ)

 

Αντίθετα η επιλογή ενός ορατού σημείου είναι επιθυμητή για αρκετά άτομα, καθώς θέλουν να φαίνεται, να τραβάνε την προσοχή, να αναδεικνύουν στοιχεία της προσωπικότητας τους, όπως αυτό του χρήστη και του διακινητή και να μπορούν να το βλέπουν, ώστε να θυμούνται τον πόνο που έχουν προκαλέσει στους σημαντικούς άλλους της ζωής τους.

«…να δείχνω ότι εγώ είμαι ο νταραβερτζής, ο πότης, ο πώς να στο πω τώρα, ο παράνομος ξέρω ‘γώ, για αυτό έγινε και σε τέτοιο σημείο πολύ εμφανές, έτσι σε αυτή τη φάση ήμουνα πάρα πολλά ναρκωτικά, πάρα πολύ νταλαβέρι…» (Γ, ♂, 58, Δ, 1τ)

 

Η αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου

Με την απόκτηση ενός τατουάζ, το άτομο επιζητά και δεν μπορεί να αποφύγει τις αντιδράσεις των άλλων. Αρχικά στην προκείμενη μελέτη παρατηρείται να είναι σημαντική, κυρίως για τους άνδρες, η αποδοχή και η αναγνωρισιμότητα από τους ομότιμους, εντός και εκτός φυλακής. Επομένως, εντός φυλακής καταγράφονται αντιδράσεις κοροϊδίας, όταν το τατουάζ είναι αφιερωμένο σε μια γυναίκα, θαυμασμού, όταν το τατουάζ είναι «καλοχτυπημένο», αποδοχής και μύησης στην κουλτούρα της φυλακής, αλλά και αδιαφορίας, καθώς η εγγραφή τατουάζ στη φυλακή τείνει να είναι κάτι συνηθισμένο. Εκτός φυλακής, αναγνωρίζεται και ενισχύεται η ταυτότητα του ατόμου προκαλώντας τον σεβασμό και τον φόβο των ομότιμων.

«…μέσα υπήρχαν δύο ειδών αντιδράσεις: η μια ήταν η αδιάφορη του ότι “να άλλος ένας με τατουάζ” και η άλλη αντίδραση ήταν της ειρωνείας και της ζήλιας ή της ήττας μερικές φορές (…) Έξω μετρά, ήταν πολύ διαφορετικά, έξω στην πιάτσα ήμουν ο Στέλιος ο φυλακόβιος, ο έτσι, ο αλλιώτικος, που πρέπει να με φοβούνται…» (Σ, ♂, 35, Γ, 15τ)

 

Εξίσου σημαντική και για τα δύο φύλα φαίνεται να είναι για το άτομο η αντίδραση της οικογένειας, με αποτέλεσμα να δηλώνει την αντίθεσή της και την ανησυχία της για τη μετάδοση ασθενειών, αλλά και να προτρέπει για αφαίρεση του τατουάζ. Από την άλλη, οι άντρες φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την αντίδραση του άλλου φύλου και να ικανοποιούνται όταν αυτή είναι θετική. Αντίστοιχα ευρήματα αναδεικνύει η μελέτη των Coe et al. (1993) με αισθήματα απόρριψης από την οικογένεια και αποδοχής από το άλλο φύλο.

«…η κοπέλα το είδε εντάξει όταν τελείωσα τη φυλακή γιατί για ένα διάστημα πάλι ήμασταν μαζί εεε εκείνης νομίζω της άρεσε… το ότι ξέρεις… εγώ έκανα κάτι που… έχει να κάνει με εκείνη και μου το είχε πει (…) με την οικογένεια μου δεν είχε να κάνει το τι έχω φτιάξει… είχανε θέμα όπως έχουνε και με τα σκουλαρίκια, έχουνε και με τα τατουάζ… εεε εντάξει το έχουν ξεπεράσει πλέον…» (T, ♂, 34, Γ, 6τ)

 

Όσον αφορά τις αντιδράσεις του γενικότερου κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως προκύπτει από τα ευρήματα, η μη ορατότητα του τατουάζ και η επιλογή του σχεδίου καθαυτή αποτελούν προστατευτικό παράγοντα για το άτομο, κάτι το οποίο έχει αναδείξει ερευνητικά και η Fisher (2002).

 

Προβλήματα και εμπόδια στην καθημερινότητα

Το άτομο που φέρει το τατουάζ καλείται να αντιμετωπίσει αδιάκριτες ερωτήσεις, επίμονα βλέμματα, αντιδράσεις προβληματισμού, υποτίμησης και εν τέλει απομάκρυνσης άλλων, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον μερικό αποστιγματισμό της δερματοστιξίας και την περιθωριοποίηση των ατόμων που κατέχουν τατουάζ διαφορετικά από την τάση της εποχής.

«…εντάξει μπορεί να μην είναι μεγάλο τατουάζ για να φανεί και να έχεις να πεις πολλά πράγματα, αλλά είναι τρεις τελίτσες που σου βγάζουν βιογραφία. Λέει “έχεις κάνει φυλακή;”, τι να πεις…» (Φ, ♂, 32, Γ, 5τ)

 

Η απόρροια των παραπάνω αντιδράσεων γίνεται πιο κατανοητή με την καταγραφή εμποδίων και προβλημάτων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το άτομο. Αρκετά τατουάζ προδίδουν τη προέλευση τους, είτε λόγω του αποτελέσματος που φαίνεται ότι δεν είναι επαγγελματικό, είτε λόγω του σχεδίου, με επακόλουθο να αποτελούν πηγή πληροφόρησης για το παρελθόν του ατόμου. Η κατάληξη των παραπάνω είναι το άτομο να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην επαγγελματική του αποκατάσταση και στις διαπροσωπικές του σχέσεις και να νιώθει αισθήματα ντροπής και φόβου για τη πιθανή αποκάλυψη του παρελθόντος του. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι αυτό που το ίδιο το άτομο θέτει στην καθημερινότητα του, καθώς αρκετοί αναφέρουν περιορισμούς στην ένδυση και στην έκθεση τους σε μέρη όπως η θάλασσα, αλλά το δυσκολότερο είναι όταν αυτοί οι αυτοπεριορισμοί λαμβάνουν χώρα και μέσα στον προσωπικό τους χώρο, στο σπίτι τους.

«…μέσα στο σπίτι δεν κυκλοφορώ με ξεμάνικο, γιατί πες η γειτόνισσα έρθει, τι να δει ότι έχω κάνει φυλακή; Και γιατί να το δει; Και αυτό εμπόδιο είναι δηλαδή μέσα στο σπίτι μου λόγου χάρη δεν μπορώ να νιώθω άνετα, νιώθω ας πούμε ότι βρίσκομαι στο περιθώριο, περιθωριακή για αυτό και καλοκαίρι φοράω ας πούμε έτσι και μανίκι…» (Λ, ♀, 62, Δ, 4τ)

 

Τέλος, το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το άτομο σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας είναι ο φόβος για την σωματική του ακεραιότητα, καθώς γνωρίζει ότι σε έναν πιθανόν έλεγχο ή μια σύλληψη, η θέα και μόνο των τατουάζ εναντίωσης του ποινικού συστήματος εν δυνάμει προκαλεί την άσκηση βίας εις βάρος του. Από την μελέτη των Terrill et al. (2002) προκύπτει ότι ένα εξαρτημένο άτομο με τατουάζ, που προβαίνει σε μια αξιόποινη πράξη, είναι πιθανότερο να υποστεί βία από την αστυνομία.

«…όσο δεν το βλέπανε ήταν καλά, όταν το βλέπανε όμως είχα πρόβλημα, μέχρι και ξύλο έχω φάει από την αντιτρομοκρατική, πολύ ξύλο για αυτό εδώ (δείχνει το τατουάζ). Χωρίς να τους λέω τίποτα, έλεγαν “ξέρω εγώ αυτό που ακούγεται” και ήμουν πλέον σημαδεμένη, ότι ήμουν δηλαδή εναντίον τους πάρα πολύ με αυτό…» (Φ, ♀, 58, Γ, 2τ)

 

Η σκέψη για τροποποίηση ή αφαίρεση

Τα προαναφερθέντα εμπόδια και προβλήματα είναι ο λόγος που αρκετά άτομα εξέφρασαν την επιθυμία για τροποποίηση ή αφαίρεση των τατουάζ που κατέχουν. Εκείνοι που επιθυμούν την ολική τροποποίηση θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα δώσουν ένα πιο καλαίσθητο αποτέλεσμα και θα «καλύψουν» επώδυνα βιώματα με στόχο την αποσύνδεση τους από το παρελθόν. Περαιτέρω, αυτοί που επιθυμούν μερική τροποποίηση θέλουν να διορθώσουν ότι ατέλεια έχει το τατουάζ, προσδίδοντας μια επαγγελματική χροιά, διατηρώντας όμως το περιεχόμενο αυτού. Η ολική αφαίρεση από την άλλη προσφέρει μια μόνιμη λύση στην αποφυγή προβλημάτων και στον στιγματισμό του ατόμου, διώχνοντας τα αρνητικά συναισθήματα με έναν πιο λυτρωτικό χαρακτήρα.

Επιπλέον, αρκετά άτομα δηλώνουν αδιαφορία ή δίλημμα ως προς αυτές τις εναλλακτικές προτάσεις και στην πλειοψηφία τους κατέχουν τατουάζ εναντίωσης του ποινικού συστήματος και συμβόλων χρήσης. Εξίσου σημαντικό είναι ότι παρά τις άνωθεν εμπειρίες κάποια άτομα εξέφρασαν την επιθυμία διατήρησης του τατουάζ ως έχει καθώς δεν έχουν μετανιώσει για την απόφαση που έλαβαν τότε.

«…εγώ αυτό που έκανα δεν το μετάνιωσα ποτέ, για αυτό και το ξαναπάτησα… Θεωρώ ότι ναι, ότι είναι τόσο σημαντικές που είτε σε χαρτί είτε σε βιβλίο γραφτούν κάποια στιγμή θα χαθούν, οπότε ας χαθούν μαζί με εμένα τέλος πάντων να υπάρχουνε…»

(X, ♀, 25, Γ, 1τ)

 

Ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει την απόφαση για τροποποίηση ή αφαίρεση να είναι η σημασία που έχει το τατουάζ στο παρόν για τον φορέα του. Επομένως, τα άτομα που επιθυμούν τη διατήρηση του τατουάζ που φέρουν έχουν αποδεχτεί το παρελθόν τους, θεωρούν κομμάτι του εαυτού τους το τατουάζ και το κυριότερο, το ίδιο το τατουάζ συνεχίζει να τους εκφράζει. Αντίθετα παρατηρούνται καταγραφές όπου το άτομο έχει μετανιώσει και σήμερα ερμηνεύει διαφορετικά το τατουάζ που εγγράφεται στο σώμα του.

Κάποιοι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αποδοχή ή μη και για κάποιους άλλους καθοριστικός παράγοντας για τη σημασία του τατουάζ που φέρουν, είναι το καλαίσθητο ή μη αποτέλεσμα και όχι το ίδιο το σχέδιο και ο συμβολισμός του. Τέλος, μέσω της επανασύνδεσης με το παρελθόν από τη θέα του τατουάζ, κάποιοι θέλουν να ξεχάσουν επώδυνες αναμνήσεις και κάποιοι άλλοι θέλουν να θυμούνται αξιοποιώντας το τατουάζ ως μέσο πρόληψης.

«…με κάνει και λειτουργώ καλύτερα όταν κάνω κακές σκέψεις πχ στο να διακόψω τη κοινότητα και να ξαναπέσω στη χρήση και σε όλα αυτά. Μου κρούει ένα καμπανάκι, το σήμα κινδύνου. Είναι καλό. Με κάνει και αναγνωρίζω το τι έχω περάσει και όλα τα κόστη που είχα φάει. Είναι μια καλή αναδρομή στο κακό παρελθόν που είχα και στο πόσο το έχω πληρώσει…» (Π, ♂, 33, Β, 1τ)

 

Συμπεράσματα-προτάσεις

Συνοψίζοντας, μέσα από την παρούσα μελέτη γίνεται κατανοητή η σωματοποιημένη ιστορία του ατόμου που βιώνει ψυχικό πόνο. Ταυτόχρονα διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο το άτομο βρίσκει καταφύγιο στη χρήση ουσιών, αναδεικνύοντας έτσι το φαινόμενο της χρήσης παρανόμων ουσιών στα σωφρονιστικά καταστήματα που σε συνδυασμό με τη δερματοστιξία, αποτελούν ένα μέσο αυτοθεραπείας. Επιπροσθέτως, αποτυπώνεται έντονα η ανάγκη διαμόρφωσης της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου σε περιβάλλον εγκλεισμού, όπου η δερματοστιξία αποτελεί ένα μέσο απόκτησης αυτής, μέσα από το χειρισμό του σώματος ως καμβά. Παράλληλα όμως είναι σαφές ότι οι καταγεγραμμένες αρνητικές εμπειρίες των ατόμων και τα προβλήματα που προκύπτουν στην καθημερινότητά τους έχουν σαν αποτέλεσμα να οδηγούνται σε σκέψεις τροποποίησης ή αφαίρεσης της δερματοστιξίας που κατέχουν, καθώς αυτή φαίνεται να δυσχεραίνει τις προσπάθειες για την κοινωνική τους επανένταξη και να συνεισφέρει στη περιθωριοποίησή τους.

Μέσα από τις αφηγήσεις των ερωτώμενων και της τροποποιητικής πράξης που κάποτε επέλεξαν να πραγματοποιήσουν στο σώμα τους, γίνονται αισθητά και ορατά τα επώδυνα βιώματα και τα αρνητικά συναισθήματα που βίωσαν. Για τους περισσότερους, η ερευνητική διαδικασία στην οποία ενεπλάκησαν ήταν η πρώτη αφορμή που τους δόθηκε, ώστε να μιλήσουν για το τατουάζ που κατέχουν, ενώ εννέα (9) στα δεκατρία (13) άτομα, έχουν ολοκληρώσει τη θεραπευτική κοινότητα που αποτελεί την κύρια φάση θεραπείας (Πουλόπουλος, 2005). Παράλληλα αναδείχθηκε η σημασία της δερματοστιξίας στη διάρκεια του εγκλεισμού αλλά και της χρήσης και συνεπώς αξίζει να προταθεί η ένταξη της ιστορίας του τατουάζ στο εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο του ατόμου, προκειμένου να γίνει κατανοητό σε μεγαλύτερο βάθος το νόημα που της αποδίδεται στη χρήση και στην απεξάρτηση. Επιπλέον, η διαδικασία της τροποποίησης ή αφαίρεσης όπου κρίνεται αναγκαία (π.χ. παραβατικά τατουάζ σε εμφανή σημεία), θα μπορούσε να διευκολύνεται από το εκάστοτε θεραπευτικό πρόγραμμα μέσα από συνεργασίες με επαγγελματίες του χώρου, όπως γίνεται με άλλα θέματα (λόγου χάριν οδοντιατρικής φύσεως) που ενισχύουν την αυτοεκτίμηση του ατόμου.

Επιπροσθέτως κρίνεται σκόπιμη η αναζήτηση τρόπων νομιμοποίησης των τατουάζ μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα, ώστε να επιτευχθεί η μείωση βλάβης στο άτομο, καθώς ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες μετάδοσης κάποιας μολυσματικής ασθένειας (Butler et al., 2004; Ravlija et al., 2014). Επιπλέον, ένα επαγγελματικό αποτέλεσμα θα αποτελεί προστατευτικό παράγοντα για το άτομο στη μετέπειτα πορείας της ζωής του, εφόσον αυτό που θα φέρει στο σώμα του δε θα προδίδει τον χαρακτήρα της φυλακής.

Αναγκαία επίσης θεωρείται η περαιτέρω μελέτη και έρευνα για τη συσχέτιση των παραγόντων δερματοστιξίας, χρήσης ουσιών και εγκλεισμού. Η διερεύνηση των παραγόντων αυτών σε άτομα που δεν έχουν εισαχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης ή σε άτομα που ανήκουν σε πρόγραμμα υποκατάστασης, ενδεχομένως να αναδείξει διαφορετικά συμπεράσματα, καθώς η διαδικασία της απεξάρτησης επηρεάζει τον τρόπο σκέψεως και νοηματοδότησης. Επιπλέον, η μελέτη τατουάζ ενός ισότιμου αριθμού γυναικών–ανδρών, θα μπορούσε να φέρει στο φως σημαντικά χαρακτηριστικά για τα δύο φύλα και τις διαφοροποιήσεις τους αναφορικά με το θέμα. Η συσχέτιση των τατουάζ φυλακής με τις υποτροπές στο ποινικό σύστημα και τις επανειλημμένες επανεισαγωγές στα σωφρονιστικά καταστήματα θα είχε επίσης ενδιαφέρον, καθώς και η μελέτη εξαρτημένων ατόμων με τατουάζ φυλακής συγκριτικά με εξαρτημένα άτομα χωρίς τατουάζ φυλακής.

Τέλος, θα ήταν χρήσιμη η διερεύνηση περιπτώσεων που προχώρησαν στην τροποποίηση ή στην αφαίρεση των τατουάζ, καθώς ενδέχεται να προέκυπταν ευρήματα αναφορικά με τη μείωση ή μη του κοινωνικού στιγματισμού, που προκύπτει από τα προβλήματα, τα εμπόδια και τις αντιδράσεις που καθημερινά συναντούν τα άτομα.

 

Βιβλιογραφία ξενόγλωσση

Abrams, D., & Hogg, M. A. (1988). Comments on the Motivational Status of self-esteem in Social Identity and Intergroup Discrimination. European Journal of Social Psychology, σσ. 317 – 334.

Baden, M. (1973). Symbols: Tattoos on Teenage Cadavers. Med World News.

Bhargava, S., Rajvinder, S., & Kumari, K. (2016, April). Significance of Tattoo Marks in Forensic Psychology : Α Review. International Journal of Current Advanced Research, σσ. 857-859.

Borokhov, A., Bastiaans, R., & Lerner, V. (2006). Tattoo designs among drug abusers. Isr J Psychiatry Relat Sci, σσ. 28-33.

Butler, T., Kariminia, A., Levy, M., & Kaldor, J. (2004, December). Prisoners are at risk for hepatitis C transmission. European Journal of Epidemiology, σσ. 1119-1122.

Disease Control and Prevention. (2006, April). HIV Transmission among male inmates in a state prison system, Georgia. Morbidity and Mortality Weekly Report.

Drews, D., Allison, C., & Probst, J. (2000). Behavioral and self-concept differences in tattooed and non tattooed college students. Psychological Reports, σσ. 475-481.

Fisher, J. A. (2002). Tattooing the Body, Marking Culture. Body and Society, σσ. 91-107.

Goffman, E. (1994). Άσυλα. Αθήνα: ΕΥΡΥΑΛΟΣ.

Harper, D. (2002). Talking about pictures: a case for photo elicitation. Visual Studies, σσ. 13-26.

Hellard, M. E. (2007, September). Tattooing in Prison: Not such a pretty picture. American Journal of Infection Control, σσ. 477-480.

Koch, J. R., Roberts, A. E., Armstrong, M. L., & Owen, D. C. (2010). Body art, deviance, and American college students. The Social Science Journal, σσ. 151-161.

Lemma, A. (2016). Κάτω από το δέρμα. Αθήνα: ΑΡΜΟΣ.

Mason, J. (2011). Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. Αθήνα: Πεδίο.

Ravlija, J., Vasilj, I., Marijanovic, I., & Vasilj, M. (2014). Risk behaviour of prison inmates in relation to HIV/STI. Psychiatria Danubina, σσ. 395-401.

Robson, C. (2010). Η Έρευνα του Πραγματικού Κόσμου. Αθήνα: Gutenberg.

Rozycki Lozano, A. T., Morgan, R. D., Murray, D. D., & Varghese, F. (2011). Prison Tattoos as a Reflection of the Criminal Lifestyle. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, σσ. 509 – 529.

Shoham, E. (2010). “Signs of Honor” Among Russian Inmates in Israel’ s Prisons. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, σσ. 984-1003.

Sweetman, P. (1999). Anchoring the Post Modern Self? Body Modification and Identity. Body and Society, σσ. 50 – 76.

Terrill, W., & Mastrofski, S. D. (2002). Situational and Officer-Based determinants of Police Coercion. Justice Quarterly, σσ. 215-248.

Wohl, A. R., Johnson, D., Jordan, W., Lu, S., Beall, G., Currier, J., και συν. (2000). High – Risk Behaviors During Incarceration in African – American Men Treated for HIV at Three Los Angeles Public Medical Centers. Acquired Immune Deficiency Syndromes, σσ. 386 – 392.

Wohlrab, S., Stahl, J., & Kappeler, P. M. (2006). Modifying the body: Motivation for getting tattooed and pierced. Body Image, σσ. 87-95.

Wolf, S. (2012). Latin American and Society. Mara Salvatrucha:The most dangerous street gang in the Americas?

 

Βιβλιογραφία ελληνική

ΕΚΤΕΠΝ (2016) Ετήσια Έκθεση 2016

Ιωσηφίδης, Θ. (2003). Ανάλυση Ποιοτικών Δεδομένων στις Κοινωνικές Επιστήμες. Αθήνα: Κριτική.

Καλλινικάκη, Θ. (2010). Ποιοτικές Μέθοδοι στην Έρευνα της Κοινωνικής Εργασίας. Αθήνα: ΤΟΠΟΣ.

Κυριαζή, Ν. (2011). Η κοινωνιολογική έρευνα. Αθήνα: Πεδίο.

Μουτσόπουλος, Ν. Κ. (1996). Η Δερματόστιξη (Το Τατουάζ), Διαχρονική Διερεύνηση του φαινομένου. Θεσσαλονίκη: ΒΑΝΙΑΣ.

Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ.

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική Εργασία και Εξαρτήσεις: Οι κοινότητες της αλλαγής. Αθήνα: ΤΟΠΟΣ.

Πουλόπουλος, Χ. (2005). Εξαρτήσεις – Οι θεραπευτικές Κοινότητες. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.

Τσιώλης, Γ. (2006). Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις. Αθήνα: Κριτική.

Τσιώλης, Γ. (2014). Μέθοδοι και Τεχνικές ανάλυσης στη Ποιοτική Έρευνα. Αθήνα: Κριτική.

 

Print Friendly, PDF & Email