Γυναίκες χρήστριες τοξικών ουσιών με ιστορικό σωματικής και / ή σεξουαλικής κακοποίησης

 

Λαμπρινή Στρατίκη*, Διπλωματική Μεταπτυχιακού, MA in Social Work and Welfare Studies Κοινωνική Λειτουργός, εργαστηριακή συνεργάτης Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Τ.Ε.Ι Αθήνας

DOI: https://doi.org/10.57160/HCGJ2464

Περίληψη

Στα πλαίσια αυτής της έρευνας διεξήχθησαν συνεντεύξεις με γυναίκες που έκαναν κατάχρηση ουσιών, προκειμένου να καθοριστεί εάν είχαν βιώσει περιστατικά βίας κατά τη διάρκεια της ζωής τους και εάν θα μπορούσε να διαπιστωθεί κάποιος πιθανός συσχετισμός μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της σεξουαλικής/σωματικής κακοποίησης στις ζωές αυτών των γυναικών.

Διεξήχθη μια ποιοτική μελέτη, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των σε βάθος συνεντεύξεων σε ένα δείγμα πέντε γυναικών, οι οποίες παρακολουθούσαν το πρόγραμμα απεξάρτησης «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ», στην Αθήνα. Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε ειδικά από το ΚΕ.Θ.Ε.Α. (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων) για χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών με προηγούμενο ιστορικό φυλάκισης.

Παρά το γεγονός ότι το δείγμα της μελέτης μας ήταν πολύ μικρό και δεν επέτρεπε τη δυνατότητα γενίκευσης των ευρημάτων της, παρείχε ωστόσο σημαντικές πληροφορίες από τις αποκαλύψεις των γυναικών που συμμετείχαν, σχετικά με τις δικές τους αντιλήψεις, τις υποκειμενικές εμπειρίες για τη σχέση μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της βίας κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας δείχνουν ότι αυτές οι γυναίκες που έκαναν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών είχαν ιστορικό βίας και συγκεκριμένα, ιστορικό οικογενειακής κακοποίησης.

Εισαγωγή

Οι γυναίκες στα προγράμματα απεξάρτησης συχνά περιγράφουν άσχημες εμπειρίες συζυγικής βίας, ιστορικά οικογενειακής βίας, καθώς και αναμνήσεις σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης από την παιδική τους ηλικία (Miller, 1990 – Cosden και Cortez-Ison, 1999). Οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν υπάρξει, άλλωστε, παραδοσιακά θύματα αυτών των τύπων βίας στις περισσότερες κοινωνίες και κουλτούρες (Bhatt, 1998). Υπάρχει μια πληθώρα στοιχείων, τόσο θεωρητικών όσο και στατιστικών, που αποκαλύπτουν ότι η κακοποίηση των γυναικών αποτελεί ένα υπάρχον κοινωνικό πρόβλημα, που διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το μορφωτικό επίπεδο και η οικονομική κατάσταση δεν επηρεάζουν τη συχνότητα εμφάνισης της οικογενειακής βίας. Η βία αυτή είναι εξίσου υπαρκτή σε χώρες, όπου η θέση των γυναικών είναι υψηλή (Bhatt, 1998). Πέρα όμως από αυτή την ψυχρή «ισότητα» που χαρακτηρίζει τη βία, υπάρχουν εξίσου ψυχρές ανισότητες. Όπως παρατηρεί ο Bhatt (1998): «η συχνότητα εμφάνισης της βίας είναι κατά πολύ υψηλότερη στα άτομα που κάνουν κατάχρηση ουσιών παρά στα υπόλοιπα».

Η σχέση μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης είναι πολύπλοκη και είναι απαραίτητο να κατανοηθεί καλύτερα, προκειμένου οι ζωές των γυναικών να είναι απαλλαγμένες από την κατάχρηση ουσιών και τη βία. Οι μελέτες αποκαλύπτουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρεις κύριοι τρόποι επεξήγησης αυτής της σχέσης (Kilpatrick κ.ά., 1997). Σύμφωνα με τον πρώτο, η χρήση ουσιών οδηγεί στην κακοποίηση. Κατά το δεύτερο, η κακοποίηση είναι αυτή που οδηγεί στη χρήση ουσιών, ενώ ο τρίτος και τελευταίος τρόπος ερμηνείας αναφέρει ότι η χρήση ουσιών και η κακοποίηση διέπονται από μια αμφίδρομη σχέση.

Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να διερευνηθούν οι εμπειρίες και οι αντιλήψεις γυναικών, που κάνουν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, οι οποίες βίωσαν περιστατικά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης στη ζωή τους. Επειδή η μελέτη είναι ποιοτική, θα επικεντρωθεί σε πραγματικές εμπειρίες των ερωτώμενων γυναικών, ξεκινώντας με τη λήψη του ιστορικού από την παιδική τους ηλικία σε σχέση με την επακόλουθη κατάχρηση ουσιών. Η έρευνά μας θα εξετάσει το ζήτημα της παρουσίας σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης σε σχέση με τη μελλοντική κατάχρηση ουσιών από τις ερωτώμενες, όπως αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται στην Ελλάδα, μια χώρα με ελάχιστες προηγούμενες μελέτες αυτού του τύπου.

Επισκόπηση Βιβλιογραφίας

Παράγοντες Κίνδυνου Κατάχρησης Ουσιών

Ο μεγαλύτερος όγκος της βιβλιογραφίας των τελευταίων δεκαετιών διαχωρίζει τους διαφορετικούς τύπους παραγόντων κινδύνου κατάχρησης ουσιών. Όπως συμβαίνει και με άλλες μορφές προβλημάτων ψυχικής υγείας στους ανθρώπους, η κατάχρηση ουσιών είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης οργανικών παραγόντων, περιβαλλοντικών παραγόντων και τραυματικών γεγονότων ή εμπειριών στη ζωή του ατόμου (Swadi, 1999). Από ορισμένα τραυματικά γεγονότα και εμπειρίες στην παιδική ηλικία μπορεί να μην εμφανιστούν οι επιδράσεις τους παρά μόνο πολύ αργότερα στη ζωή του ατόμου, όταν θα υπάρξουν και οι αντίστοιχοι μηχανισμοί ενεργοποίησης, οι οποίοι σχετίζονται σημαντικά με τη χρόνια χρήση κοκαΐνης «κρακ» περιλαμβάνουν: εγκατάλειψη του σπιτιού, ιστορικό εξαναγκασμού χρήσης από σεξουαλικό σύντροφο και βιασμό στην παιδική ηλικία (Freeman κ.ά., 2002).

Οι Rounsaville, κ.ά. (1982) διαπίστωσαν ότι περίπου το ένα τρίτο των ενήλικων εθισμένων στα οπιοειδή είχαν βιώσει σημαντικά τραυματικά γεγονότα στην παιδική τους ηλικία. Παρόμοια, οι Johnsen και Harlow (1996) παρατήρησαν ότι οι γυναίκες που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία, ανέφεραν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά χρήσης σκληρών ναρκωτικών ουσιών στην ενήλικη ζωή τους, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν υποστεί κάποιας μορφής κακοποίησης. Ορισμένοι υποθέτουν ότι τέτοιου είδους στρεσογόνα γεγονότα μπορεί να οδηγήσουν έμμεσα στη χρήση ουσιών, λόγω της τάσης των ατόμων αυτών να εκδηλώσουν κατάθλιψη και των κακών δεξιοτήτων διαχείρισης του άγχους που διαθέτουν (Johns, 1990, όπως αναφέρεται στον Swadi, 1999).

Άλλες μελέτες εστιάζουν κυρίως στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (Cloninger κ.ά., 1988, Wills κ.ά., 1994, Stoker και Swadi, 1990, Lanz, 1995) και στην παρουσία ψυχοπαθολογίας (Lewinsohn κ.ά., 1995, Tarter κ.ά., 1995) αναφέροντας ότι η γενετική προδιάθεση, για συγκεκριμένες συμπεριφορές, μπορεί να ερμηνεύει μέρος του προβλήματος καθώς και ότι συγκεκριμένες διαταραχές διάθεσης αποτελούν παράγοντες κινδύνου για τα άτομα που κάνουν κατάχρηση ουσιών.

Γενικά Χαρακτηριστικά Γυναικών που κάνουν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών

Εστιάζοντας στα γενικά χαρακτηριστικά των γυναικών, είναι φυσιολογικό να αναρωτηθούμε: Παίζει ρόλο το φύλο, όταν εξετάζουμε η σχέση μεταξύ σωματικής/σεξουαλικής κακοποίησης και της συμπεριφοράς κατάχρησης ουσιών; Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, προκειμένου να μπορούμε να σχεδιάζουμε προγράμματα θεραπείας και πρόληψης σχετικά με την κατάχρηση ουσιών, που να καλύπτουν ειδικά τις ξεχωριστές ανάγκες των γυναικών αλλά και να μειώσουμε τους παράγοντες εκείνους που εμποδίζουν την παροχή θεραπείας και την παραμονή σε αυτήν (Ashley κ.ά., 2003). Τα θεραπευτικά μοντέλα για την κατάχρηση ουσιών βασίζονται, παραδοσιακά, στις ανάγκες των αντρών (Swan κ.ά., 2000).

Κατ’ αρχάς, και όσον αφορά την αιτιολογία, φαίνεται ότι οι γυναίκες κάνουν χρήση ουσιών συχνότερα, ως μέσο για να αντιμετωπίσουν το τραύμα και το άγχος, αντίθετα με τους άντρες, που είναι πιθανότερο να κάνουν χρήση ναρκωτικών με στόχο την ηδονή (Back κ.ά., 2003). Η κοινωνική απομόνωση που προκύπτει συχνά από περιπτώσεις οικογενειακής βίας μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα μια γυναίκα να στραφεί στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, για να αντιμετωπίσει καταστάσεις, όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες ή οι τάσεις αυτοκτονίας (Ashley κ.ά., 2003). Επιπλέον, ο κοινωνικός στιγματισμός, το «μαρκάρισμα» και οι ενοχές αποδεικνύονται σημαντικά εμπόδια, που αποτρέπουν τις γυναίκες να ζητήσουν θεραπεία σε προγράμματα που απευθύνονται και στους άντρες και στις γυναίκες τα οποία είναι λιγότερο ικανά να προσελκύσουν και να κρατήσουν εξαιρετικά ευάλωτες γυναίκες, όπως οι ομοφυλόφιλες ή οι ιερόδουλες (Ashley κ.ά., 2003).

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των γυναικών που κάνουν κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών είναι ότι συχνά έχουν ανατραφεί σε ένα περιβάλλον, που μπορεί να χαρακτηριζόταν από χαμηλά επίπεδα φροντίδας, υψηλό έλεγχο, υπερπροστατευτικότητα (Cosden και Cortez-Ison, 1999) ή κακοποίηση (Miller, 1990). Πολλές προέρχονται από περιβάλλον με αυξημένη χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών (Ashley κ.ά., 2003).

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι γυναίκες χρήστριες ουσιών προσελκύονται, συχνά, στη χρήση από τους συντρόφους τους (Swan κ.ά., 2000). Ο άντρας ως σύντροφος μπορεί να επηρεάσει πολύ τη γυναίκα, με αποτέλεσμα να αρχίσει και αυτή τη χρήση ουσιών. Παραδόξως, οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες αρχίζουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως το όπιο, σε μια προσπάθεια να «σώσουν» τη σχέση τους, θέλοντας να μοιραστούν τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες εμπειρίες με το σύντροφό τους. Οι γυναίκες αυτές υποτιμούν τόσο πολύ τους πιθανούς κινδύνους, που φτάνουν σε σημείο να δοκιμάσουν και οι ίδιες τη χρήση (Stocco κ.ά., 2000). Έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο της «διπλής εξάρτησης», εξάρτησης δηλαδή τόσο από την ουσία όσο και από το σύντροφο.

Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι γυναίκες που κάνουν χρήση είναι πιθανότερο να έχουν αρνητική εικόνα για το εαυτό τους απ’ ό,τι οι άντρες (Ashley κ.ά., 2003). Η καταναγκαστική συμπεριφορά του συντρόφου που κάνει χρήση, εστιάζει στην απομάκρυνση της γυναίκας από τα υποστηρικτικά της πλαίσια, όπως η οικογένεια και οι φίλοι. Η κοινωνική απομόνωση προκαλεί περαιτέρω εξάρτηση από το σύντροφο, δίνοντας έτσι στον τελευταίο την ευκαιρία να την αναγκάσει να κάνει χρήση κι άλλων ψυχοτρόπων ουσιών (Swan κ.ά., 2000). Ο γυναικείος εθισμός παρέχει στο σύντροφο που κάνει κατάχρηση ακόμη περισσότερο έλεγχο, αφού μπορεί να την εκμεταλλευτεί, όσο εκείνη βρίσκεται υπό την επήρεια των ουσιών ή να την απειλήσει με στέρηση της ουσίας, στην οποία είναι εξαρτημένη, αν εκείνη δεν συμφωνεί μαζί του (Swan κ.ά., 2000).

Σωματική & Σεξουαλική Κακοποίηση/Συνέπειες

Η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση δεν έχουν όρια ηλικίας (Cohen, 2000). Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν βιώσει την κακοποίηση σε διαφορετικά χρονικά σημεία στη ζωή τους. Είτε κατά την παιδική ηλικία είτε κατά την ενήλικη ζωή, ένα κορίτσι ή μια γυναίκα που βίωσε την κακοποίηση, αισθάνεται ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Έχουν όλες τους ίδιους φόβους, τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες αντιδράσεις, αν και όχι απαραίτητα με την ίδια σειρά. Η κακοποίηση μπορεί να λάβει χώρα σε διάφορους τομείς της ζωής μιας γυναίκας καθώς και σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής της. Μπορεί να συμβεί στην οικογένειά της, στην εργασία της ή ακόμα και έξω από αυτούς τους χώρους (Cohen, 2000). Λαμβάνοντας υπόψη ότι λόγω βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων, άντρες και γυναίκες έχουν διαφορετικές πιθανότητες να κακοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, τα ευρήματα του Pitzner (κ.ά. 2000) υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες γίνονται συχνότερα στόχοι σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης απ’ ό,τι οι άντρες.

Περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι σε όλες τις περιπτώσεις, η διαπροσωπική βία σχετιζόταν στενά με μεγαλύτερες συνέπειες στην κατάχρηση ουσιών, άσχετα από την ηλικία κατά την οποία συνέβη το περιστατικό βίας. «Ίσως οι γυναίκες να είναι ευάλωτες σε όλες τις ηλικίες για να αναπτύξουν κατάχρηση ουσιών μετά από περιστατικά κακοποίησης» (Pitzner κ.ά., σελ. 121-128).

Στη ζωή της ενήλικης γυναίκας, δεν πρέπει να υποτιμούνται οι συνέπειες της σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης. Ένα περιστατικό κακοποίησης, επηρεάζει ολόκληρη την ύπαρξή της ως άτομο τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Επειδή βρίσκεται σε μια ευάλωτη κατάσταση, μια γυναίκα μπορεί να ξεπεράσει τα όριά της και να διακινδυνεύσει ακόμη περισσότερο την υγεία της. Τα θύματα κακοποίησης αναφέρουν μια πληθώρα φυσικών και ψυχολογικών συνεπειών. Ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φοβίες, σωματοποίηση, παράνοια, ψύχωση και άλλες ψυχικές διαταραχές (Briere, 1992). Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης εμφανίζουν συχνά διαταραχές όπως τάσεις αυτοκτονίας, μονομανία και οριακές διαταραχές, καθώς και διατροφικές διαταραχές. Τα θύματα σωματικής κακοποίησης βιώνουν παρόμοια προβλήματα και είναι πιο επιρρεπή σε δυσθυμία, διαταραχή μετατραυματικού στρες και κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών (Pitzner κ.ά., 2000).

Η κατάχρηση κάθε τύπου σχετίζεται στενά με τη δημιουργία του τραύματος. Μονομεταβλητές αναλύσεις από τον Dutton κ.ά. (1999) αποκάλυψαν ότι όλες οι μεταβλητές κατάχρησης –ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση και/ή τραυματισμός– προέβλεπαν το επίπεδο της τρέχουσας κατάθλιψης καθώς και αυτό των οξέων συμπτωμάτων στρες. Ορισμένες μελέτες αναφέρουν ότι η κατάχρηση ουσιών μπορεί να λειτουργεί ως αυτό-διαχείριση των ψυχολογικών επιδράσεων που προκύπτουν όχι μόνο από την έκθεση στο ίδιο το τραύμα αλλά και από τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (Kilpatrick κ.ά., 1997). Ο Briere ονόμασε αυτό το φαινόμενο «χημική αποφυγή» (Briere, 1989 όπως αναφέρεται στον Kilpatrick κ.ά., 1997, σελ.835). Δηλαδή, η χρήση ή κατάχρηση ουσιών μετά από ένα περιστατικό κακοποίησης μπορεί να είναι μια εν μέρει αποτελεσματική, αν και δυσπροσαρμοστική και σύντομη στρατηγική αντιμετώπισης για τη μείωση συναισθημάτων αποστροφής (Kilpatrick κ.ά., 1997).

Η σχέση μεταξύ σωματικής/σεξουαλικής κακοποίησης & κατάχρησης Ουσιών

Σίγουρα η σχέση μεταξύ της σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης και της κατάχρησης ουσιών είναι «πολυδιάστατη και σύνθετη» (Miller, 1990- Miller κ.ά., 1993). Για παράδειγμα, παρά το ότι διεθνείς έρευνες και έρευνες στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και της κατάχρησης ουσιών, ωστόσο η αιτιολογική αυτή σχέση δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Υπάρχει ένα πλήθος πιθανών μεταβλητών που εμπλέκονται, όπως το οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού και οι μεταβλητές επίδρασης, όπως η ύπαρξη αλκοολικού συντρόφου (Fleming κ.ά., 1998). Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να δηλώνει και άλλους παράγοντες που δεν έχουν ονομαστεί ακόμα (Bear κ.ά., 2000).  Όσον αφορά την ενήλικη σωματική κακοποίηση, ο Larry W. Bennet αναφέρει:

«Η σχέση μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της κακοποίησης γυναικών οπωσδήποτε δεν είναι απλή, ωστόσο χρησιμοποιούνται συχνά απλές έννοιες για την επεξήγησή της… Ορισμένοι πιστεύουν ότι η χρήση ουσιών αποτελεί άμεση συνέπεια της γυναικείας κακοποίησης. Άλλοι θεωρούν την κατάχρηση ουσιών ως  παράγοντα κινδύνου, που αν και δεν αποτελεί άμεση αιτία, μπορεί ωστόσο να αυξήσει τη συχνότητα ή τη σοβαρότητα της γυναικείας κακοποίησης. Επίσης, κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η κατάχρηση ουσιών και η γυναικεία κακοποίηση αποτελούν ξεχωριστά ζητήματα και οποιαδήποτε προφανής σχέση μεταξύ των δύο είναι ψευδής» (1998, σελ. 1).

Ο Kilpatrick κ.ά., (1997 σελ. 834), που ορίζει τρεις εναλλακτικές επεξηγήσεις, (η κατάχρηση ουσιών οδηγεί στην κακοποίηση –η κακοποίηση οδηγεί στην κατάχρηση ουσιών– η κατάχρηση ουσιών και η κακοποίηση έχουν αμοιβαία σχέση) τείνει και ο ίδιος προς την τρίτη επιλογή:

«Για τη χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών, τα ευρήματα υποστηρίζουν την παρουσία ενός φαύλου κύκλου, στον οποίο η κατάχρηση ουσιών αυξάνει τον κίνδυνο κακοποίησης και η ίδια η κακοποίηση αυξάνει τον κίνδυνο επακόλουθης κατάχρησης ουσιών» (Kilpatrick κ.ά., 1997).

Ο Liebschutz κ.ά. (2002) παρατηρούν ότι η επικράτηση και η επίδραση της διαπροσωπικής κακοποίησης διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις γυναίκες και στους άντρες που παρουσιάζονται στα προγράμματα αποτοξίνωσης. Τα ευρήματά τους τονίζουν επίσης τη σημασία αξιολόγησης των ιστορικών σωματικής και σεξουαλικής βίας κατά τη μελέτη πληθυσμών που κάνουν κατάχρηση ουσιών.

Είναι προφανές ότι οι γυναίκες που υποφέρουν από το διπλό βάρος της κατάχρησης ουσιών και του ιστορικού κακοποίησης, αντιμετωπίζουν σύνθετες προκλήσεις με τις συμβατικές θεραπευτικές προσεγγίσεις (Swan κ.ά., 2000). Τελευταία, εμφανίζονται όλο και περισσότερα κλινικά στοιχεία, που υποστηρίζουν ότι πολλές γυναίκες βιώνουν δυσκολίες στο να παραμείνουν νηφάλιες και τελικά παρουσιάζουν υποτροπή, όταν τα ζητήματα βίας και σεξουαλικής κακοποίησης δεν επιλύνονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας (Swan κ.ά., 2000).

Μεθοδολογία

Η παρούσα έρευνα έχει σκοπό να διερευνήσει το ευαίσθητο θέμα που αφορά τις γυναίκες που κάνουν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, σε σχέση με την ύπαρξη ιστορικού σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, στην Ελλάδα. Επίσης μέσα από συνεντεύξεις με γυναίκες που έκαναν κατάχρηση ουσιών να εξετάσει εάν είχαν βιώσει σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση στη ζωή τους. Επιπλέον, μελετήσαμε και συζητήσαμε για την κακοποίηση και την επίδραση που είχε στη ζωή τους, προκειμένου να καθοριστεί ο πιθανός συσχετισμός μεταξύ των δύο.

Στη μελέτη εφαρμόστηκε ποιοτική, σε βάθος προσέγγιση. Εξετάσαμε μια ομάδα που αποτελούνταν από πέντε γυναίκες. Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» του ΚΕ.Θ.Ε.Α. στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα νέο ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα, που απευθύνεται στις συγκεκριμένες ανάγκες αντρών και γυναικών χρηστών με ιστορικό φυλάκισης. Ένας περιγραφικός απολογισμός του δείγματος παρουσιάστηκε για να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα των γυναικών απ’ τις οποίες λήφθηκαν οι συνεντεύξεις. Ως αποτέλεσμα αυτού, προέκυψαν ορισμένοι τομείς που εμφανίζονταν σημαντικότεροι από την άποψη των απαντήσεων. Αυτοί οι τομείς είναι οι εξής: οικογενειακό ιστορικό, συμβάντα/εμπειρίες, σωματική/σεξουαλική κακοποίηση, κατάχρηση ουσιών, η ζωή με τα ναρκωτικά και οι συνέπειές της και τέλος ο σύνδεσμος μεταξύ της σωματικής/σεξουαλικής κακοποίησης και της κατάχρησης ουσιών στις γυναίκες.

Ανάλυση Στοιχείων

Οικογενειακό Ιστορικό

Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις, προέρχονταν κυρίως από οικογένειες με αρκετά προβλήματα. Το οικογενειακό τους περιβάλλον έδειχνε ιδιαίτερα δυσλειτουργικό και όλες τους είχαν τραυματικές εμπειρίες και συμβάντα που άλλαξαν την πορεία της ζωής τους. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, όλες είχαν κάτι να πουν για την ανατροφή τους και το οικογενειακό τους περιβάλλον: το πώς έβλεπαν τον εαυτό τους στην οικογένεια, ποιος προκαλούσε τον περισσότερο πόνο αλλά και στιγμές που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν…

«Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι. Χώρισαν όταν ήμουν ενός έτους. Εγώ ζούσα με τη μητέρα μου, αλλά εκείνη δούλευε ταυτόχρονα και ο παππούς μου ήταν απ’ τη Ζάκυνθο. Δεν το άντεχε να βλέπει το εγγόνι του να στερείται τα πάντα…»

«Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι τσακώνονταν πολύ. Μερικές στιγμές δεν μπορώ να τις ξεχάσω, όταν ήμουν πολύ μικρή… (σιωπή, αρχίζει να κλαίει) όταν μεγάλωσα…» (συνεχίζει να κλαίει)

«… οι γονείς μου τσακώνονταν μεταξύ τους. Ήταν αρρωστημένη κατάσταση. Ο πατέρας μου είχε φιλενάδα και οι γονείς μου μάλωναν συνέχεια…».

Στην περίπτωση των γυναικών που είχαν απορριφθεί από τις οικογένειές τους, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά αρνητικά συναισθήματα, όπως η αίσθηση ανασφάλειας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

 «Με τον πατέρα μου δεν είχα καμία σχέση! Οι παππούδες μου με έβαζαν να τον παίρνω τηλέφωνο στα γενέθλια και στη γιορτή του, αλλά αυτός ποτέ δεν έπαιρνε στα δικά μου. Μου έστελνε τα τυπικά δώρα. Φαντάσου, είχα μια αδερφή και δεν το ήξερα –για να μην έχει η αδερφή μου ψυχολογικά προβλήματα– όχι, για να μην έχω εγώ».

«ΟΚ, με τον πατέρα μου δεν είχα μεγάλη επαφή. Υπήρχε ένταση μεταξύ μας. Όποτε τον έβλεπα, έστριβα γωνία. Ήταν άνθρωπος πολύ αυστηρών αρχών. Αυτό ήταν ένα σημείο που δεν συμφωνούσα μαζί του».

«… Γενικά με τον πατέρα μου έχω λίγο… Δεν έχω καμία σχέση. Ποτέ δεν τα βρήκαμε».

Εν συντομία, και οι πέντε γυναίκες εξέφρασαν συναισθήματα μεγάλης απόρριψης και απογοήτευσης για τους γονείς τους. Η πλειοψηφία είχε τραυματικές εμπειρίες με τον ένα ή και τους δύο γονείς ενώ δύο είχαν ζήσει με ένα μόνο γονέα για σύντομη χρονική περίοδο.

 Συμβάντα – Εμπειρίες

Στο πλαίσιο των συμβάντων και εμπειριών, διαπιστώνουμε ότι τα περισσότερα γεγονότα κατά τη διάρκεια της ζωής τους ήταν/είναι τραυματικά. Θεωρούμε ότι εμπειρίες, όπως η εγκατάλειψη του σπιτιού (εξαιτίας τραυματικών συμβάντων), η παραμονή για ένα χρόνο σε ορφανοτροφείο, η απώλεια συγγενών, και η σοβαρή ασθένεια στο οικογενειακό περιβάλλον, ήταν γεγονότα που άλλαξαν την πορεία της ζωής τους. Στα βιογραφικά στοιχεία πολλών γυναικών, συναντούμε αναμνήσεις χαοτικών εμπειριών από την παιδική ηλικία και έλλειψη φροντίδας και βασικής ασφάλειας.

«… Όταν ήμουν 19, έχασα τη μητέρα μου. Στην αρχή έβγαζα λεφτά με την πορνεία. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα πράγματα έγιναν μετά το θάνατο της μητέρας μου, όταν δεν έμενα πια στο σπίτι. Ζούσα στους δρόμους. Είχα χάσει κάθε επαφή με αυτό που λέγεται «οικογένεια»» (εγκατάλειψη σπιτιού και απώλεια συγγενικού προσώπου).

«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Είχα φύγει απ’ το σπίτι, παρά τους περιορισμούς της μητέρας μου. Πήδηξα έξω απ’ το παράθυρο. Είχα πάρει κάτι ναρκωτικά…» (εγκατάλειψη σπιτιού).

«… Όσα θυμάμαι απ’ την παιδική μου ηλικία είναι υπέροχα. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Το σπίτι μου καταστράφηκε όταν ο παππούς μου πέθανε… (κλαίει) Ήταν μόνο 54 ετών. Πολλοί άνθρωποι τον περνούσαν για πατέρα μου. Ήταν πολύ νέος. Αν τον είχα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά στη ζωή μου. Το σπίτι άδειασε και όλα άλλαξαν». (απώλεια συγγενικού προσώπου).

«(Κλαίγοντας, μετά σιωπή)… Έχω πολύ θυμό μέσα μου… αυτά που πέρασα εκείΤα θυμάμαι όλα. Δεν ξέρω που ήμουν γιατί ήταν ένα ορφανοτροφείο με πολύ καλά κρεβάτια αλλά όλα αυτά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον για παιδιά. Ήμασταν 120 παιδιά… Δεν το έχω καταλάβει… ήταν χειρότερα κι από φυλακή… για την ακρίβεια… στη φυλακή τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, γιατί εκεί μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις» (ορφανοτροφείο).

«… η αρρώστια της μάνας μου. Πάντα φοβόμουν ότι ήταν κληρονομική» (ασθένεια στην οικογένεια).

Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, συμφωνούμε με την παρατήρηση του Swadi (1999) ότι τα γεγονότα της ζωής παίζουν έναν αποδεδειγμένα σημαντικό ρόλο στην παιδική ηλικία και φυσικά αυτό συμβαίνει και για τους χρήστες ουσιών.

Σωματική/Σεξουαλική Κακοποίηση

Όταν αναφερόμαστε στην κακοποίηση σε αυτό το σημείο, πρέπει να διευκρινίσουμε την ακριβή μορφή κακοποίησης για την οποία μιλάμε. Τα ερωτήματα που πρέπει να διερευνηθούν όσον αφορά το ζήτημα της κακοποίησης είναι τα εξής: πότε συνέβη, ποιός τη διέπραξε και σε τι βαθμό.

«…Όταν έχασα τη γιαγιά μου, πήγα να βρω τον πατέρα μου. Του μίλησα λες και δεν ήταν ξένος. Ήμουν γύρω στα 12… Μου πρόσφερε ένα τσιγάρο, θέλεις να καπνίσεις; Μη φοβάσαι, είμαι ο πατέρας σου. Κάπνισε! Μια νύχτα, όταν κοιμόμουν, ο πατέρας μου ήρθε στο κρεβάτι μου να με βιάσει… Όταν κοιμόμουν!»

 Είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε εάν ήταν σωματική:

«… Ντρεπόμουν να βγω μαζί του με φίλους για ένα ποτήρι κρασί. Ήθελα να τον σκοτώσω. Το ποτό τον έκανε τόσο αηδιαστικό, που πήγε να σηκώσει χέρι πάνω μου, κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ. Δεν έχω δει ποτέ έναν άνθρωπο να ντροπιάζεται τόσο, ούτε με την ηρωίνη. Τσακωνόταν με τους γονείς του, με μένα».

«… είχε σπάσει το χέρι μου από το ξύλο. Τότε έφυγα και ξαναγύρισα, μετά ξαναέφυγα και γύρισα πάλι και αυτός συνέχιζε να με χτυπάει. Μετά από λίγο, αποφάσισα ν’ αλλάξω και σταμάτησα να ανέχομαι τα πάντα. Δεν μπορούσα ούτε να τον ακούω. Τον θεωρούσα ζώο, όχι άνθρωπο… χτυπούσε τη μαμά μου, τον αδερφό μου και εμένα».

«… η μαμά μου ποτέ δε με χτύπησε. Απλά, όταν ήμουν μικρή, μερικές φορές, μερικές νύχτες, προσπαθούσε να με μαχαιρώσει. Όχι να με σκοτώσει όμως. Ήταν ο θυμός της προς τον πατέρα μου. Βλέποντάς με να μεγαλώνω, έβλεπε τα χαρακτηριστικά του πάνω μου – αν και δεν είχα μεγαλώσει μαζί του, του έμοιαζα».

Περισσότερα ίσως μπορούμε να μάθουμε στις περιπτώσεις που η κακοποίηση ήταν σεξουαλική:

«Όταν ήμουν πέντε χρονών, προσπάθησαν να με βιάσουν. Δεν με πείραξε όμως η ίδια η απόπειρα, όσο όλες οι συνθήκες. Είχα κλέψει καραμέλες από ένα περίπτερο δίπλα στο σπίτι μου. Προσπάθησε να με βιάσει αυτός που με έπιασε να κλέβω».

Οι απαντήσεις όλων των γυναικών έδειξαν ότι στη ζωή τους είχαν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση σε ένα σημαντικό ποσοστό. Ορισμένες δυσκολεύονταν να μιλήσουν για αυτές τις εμπειρίες τους και έκλαψαν σε συγκεκριμένα σημεία κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων:

«Ο θείος του πατέρα μου με βίασε… (αρχίζει να κλαίει… σιωπή… κι άλλα δάκρυα). Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο… μου φέρνει πολύ πόνο… είναι πολύ δύσκολο για μένα».

Συγκεκριμένα, μια γυναίκα δεν απάντησε κατά τη συνέντευξη ενώ καταγραφόταν, αλλά μόνο αφού ολοκληρώθηκε διηγήθηκε την ιστορία βιασμού της από τον πατέρα της όταν είχε βγει από το ορφανοτροφείο και έμεινε μαζί του για τέσσερις μήνες:

«… για τέσσερις μήνες, όσο έμενα με τον πατέρα μου, προσπαθούσε να με βιάσει» (έκλαιγε πολύ όσο έλεγε την ιστορία της).

Άλλες μιλούσαν σχετικά χαλαρά και ανέφεραν, λεπτομερώς, τα περιστατικά βιασμού ή ανάρμοστης γονικής συμπεριφοράς:

«Θυμάμαι τον αδερφό της κοπέλας του πατέρα μου. Ήταν 35 χρονών. Εγώ ήμουν 16. Θυμάμαι ότι έπεσε πάνω μου. Προσπάθησα να ξεφύγω. Τον έσπρωξα από πάνω μου. Αυτό θυμάμαι. Δεν συνέβη τίποτα».

«… Ποτέ δεν είδα τον πατέρα μου σαν πατέρα. Ήταν ο άνθρωπος που προσπάθησε να μου κάνει αυτό που μου έκανε, κι εγώ παρά τη θολούρα μου από την επήρεια, καταλάβαινα ξεκάθαρα ότι είχε προσπαθήσει να με βιάσει. Γιατί, όταν πήγα να τον ρωτήσω «Τι πήγες να κάνεις;» μου απάντησε «Τα φαντάστηκες».

Σε ορισμένα σημεία, ο πόνος δεν μπορούσε να εκφραστεί λεκτικά και υπήρχαν συμβάντα που οι γυναίκες ντρέπονταν, πονούσαν ή ήταν πολύ φοβισμένες ακόμη και για να προσπαθήσουν να τα θυμηθούν. Η «σιωπή της βίας» σε συγκεκριμένα σημεία της συνέντευξης προκαλούσε θλίψη και οδύνη ή ακόμη και οργή.

Συνέπειες της κακοποίησης

Αφού συζητήσαμε τη σεξουαλική και σωματική βία, χρειάζεται να ρίξουμε φως στις συνέπειες της τραυματικής αυτής συμπεριφοράς. Όλες οι γυναίκες σε αυτή τη μελέτη επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό και οι συνέπειες αφορούν την υγεία τους και τη γενική τους κατάσταση. Μία από αυτές θυμάται τις συνθήκες μιας επίσκεψης στο νοσοκομείο κατά τη παραμονή της στο ορφανοτροφείο:

«… Δεν μπορούσα να φάω… και με πήγαν εκεί. Όχι μόνο με χτυπούσαν, αλλά με ανάγκασαν να μείνω και στο υπόγειο 10 μέρες για τιμωρία».

Οι ψυχαναγκαστικές διαταραχές, και η οριακή διαταραχή, καθώς και η χαμηλή αυτοεκτίμηση και ταπείνωση αποτελούν όλα συνέπειες που παρουσιάζονται συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

«… κοίτα, μπορεί να μην είμαι απ’ τις γυναίκες που τις έχουν δείρει άσχημα. Αλλά με έχουν εκμεταλλευτεί πολύ ως άνθρωπο. Με έχουν χτυπήσει άσχημα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι νιώθω κακοποιημένη, επειδή κακοποίησαν τα καλύτερα στοιχεία μου: ότι μπορούσαν να βασιστούν πάνω μου, ότι μπορούσα να δώσω αγάπη. Αυτό με εξαθλίωσε πολύ ως άνθρωπο».

Παρατηρείται κατάθλιψη και άγχος που κορυφώνονται σε απόπειρες αυτοκτονίας, όπως βλέπουμε από τις αναμνήσεις μιάς άλλης, που αναφέρεται στην απόπειρα βιασμού από τον αδερφό της κοπέλας του πατέρα της:

«… την πρώτη φορά που το συζητήσαμε (η μητέρα μου κι εγώ). Όταν ήμουν 16 ή 17 συνέβη άλλο ένα τέτοιο περιστατικό στο σπίτι και τότε έκανα απόπειρα αυτοκτονίας».

Τα συναισθήματα που εκφράζονται παραπάνω δείχνουν τη φοβερή βλάβη που μπορεί να προκληθεί στο θύμα, ειδικά όταν οι πράξεις αυτές γίνονται κατά την περίοδο της σεξουαλικής ταυτοποίησης του ατόμου.

 Κατάχρηση Ουσιών

Λαμβάνοντας υπόψη τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, τα τραυματικά γεγονότα και τις αρνητικές εμπειρίες ζωής, όπως έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία, μπορούμε να προχωρήσουμε αναλύοντας την κατάχρηση ουσιών.

Αναφορικά με το θέμα της κατάχρησης ουσιών σε γυναίκες εξαρτημένες χρήστριες ηρωίνης/κοκαΐνης, θεμιτό είναι να διερευνήσουμε δύο σημαντικά ερωτήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γιατί άρχισαν οι γυναίκες αυτές τη χρήση:

«Το έκανα γιατί είχε γίνει τρόπος ζωής μου, γιατί όλοι μου οι φίλοι έπαιρναν ναρκωτικά, γιατί δεν είχα μάθει να κάνω τίποτα άλλο…»

«Πιστεύω ότι παίρνοντας ναρκωτικά ξέφευγα απ’ όλα αυτά (τα συναισθήματά της). Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Για πολλά χρόνια τα κατάφερνα αλλά όταν ένιωθα χάλια και βαριόμουν τα ναρκωτικά, επέστρεφα πάλι στο ίδιο παλιό συναίσθημα. Γι’ αυτό, προσπαθούσα να παίρνω όσο γίνεται περισσότερα, για να μην  το αισθάνομαι».

«Ο λόγος ήταν ότι με καταπίεζε συνεχώς ο πατέρας μου, ακόμη και στη δουλειά. Μαλώναμε συνέχεια. Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας για χρόνια. Καθόμασταν ο ένας στο λαιμό του άλλου. Όλη η κατάσταση με τη φιλενάδα του… ήταν γενικά μια αρρωστημένη κατάσταση που δεν άλλαζε με τίποτα!»

Το δεύτερο ερώτημα είναι πότε άρχισαν τη χρήση:

«Η γιαγιά μου έλεγε, «Να μην παίρνεις καραμέλες. Να μην παίρνεις ναρκωτικά». Δεν ήξερα τι ήταν τα ναρκωτικά. Αν και υπήρχαν παιδιά που δεν έπαιρναν ναρκωτικά, εγώ διάλεξα αυτά που έπαιρναν».

«… μετά ακολούθησε μια περίοδος που έπεσα βαθιά στα ναρκωτικά. Όχι, ότι δεν έκανα χρήση παλιά, αλλά τώρα ήμουν πολύ βαθιά. Ήμουν 27 χρονών. Απ’ τα 15 έως τα 27 έκανα χρήση. Όταν ο πατέρας μου πέθανε, το πράγμα χειροτέρεψε. Άρχισα να κάνω εμπόριο, μεγάλο εμπόριο. Από τα 15-16 μου έπαιρνα κοκαΐνη, χάπια, έκσταση, LSD – ήμουν χρήστρια».

Φαίνεται ότι οι λόγοι και οι συνθήκες στη ζωή κάθε χρήστριας ουσιών αποτελούν σημαντικές παραμέτρους για τον καθορισμό των επιδράσεων ως προς την πρόληψη, τη θεραπεία και την περαιτέρω έρευνα.

 Η ζωή με τα ναρκωτικά και οι συνέπειές τους

Κάθε μορφή κατάχρησης, είτε αναφερόμαστε στη βία είτε στην κατάχρηση ουσιών, έχει την ίδια σημασία. Οι συνέπειες είναι σοβαρές σε όλες τις περιπτώσεις και στο σύνολό τους μπορούν να δείξουν το βαθμό της βλάβης που προκλήθηκε. Οι γυναίκες που κάνουν κατάχρηση ουσιών και στην περίπτωση χρήσης ηρωίνης/κοκαΐνης, έχουν πολλούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την καθημερινότητά τους, όπως προβλήματα υγείας, σωματικής και ψυχικής. Το κυριότερο είναι πως όλες έζησαν συνθήκες εξαθλίωσης, προδόθηκαν, απορρίφθηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν. Οι γυναίκες στην παρούσα μελέτη δηλώνουν, εμφανώς, τις συνέπειες της κατάχρησης ουσιών στη συνέντευξη.

«Είχα φτάσει 40 κιλά. Είχα κολλήσει ηπατίτιδα. Ήμουν πολύ αδύνατη και αδύναμη και δεν μπορούσα να φάω τίποτα».

Δύο άλλες γυναίκες μιλούν για τα συναισθήματά τους:

«Η κακοποίηση είναι και ταπείνωση, έτσι σε κάνουν να νιώθεις. Και ο άντρας μου και αυτός (ο πατέρας της) με έκαναν να αισθάνομαι εξαθλίωση. Κι αν έτρωγα πέντε μπουνιές, τι, αυτό είναι η κακοποίηση μόνο;»

«… Δεν ξέρω! Είμαι πολύ ευαίσθητη, πληγώνομαι εύκολα. Αναστατώνομαι και νιώθω προσβεβλημένη με το πιο μικρό πράγμα. Όταν συνέβη, μου άρεσε, αλλά δεν ήθελα να το δείξω… μερικοί λένε πως νιώθουν, εγώ δεν νιώθω. Ήταν παράξενο».

«Ήμουν όμορφη. Σήμερα δεν έχω καμία σχέση με αυτό που ήμουνα τότε».

«….όλο αυτό το διάστημα υπέφερα πολύ – και σωματικά και ψυχικά. Ο Σ. (ο σύντροφός της) είχε πέσει πολύ (εννοεί λόγω της ηρωίνης που έπαιρνε). Είχαμε κυριολεκτικά λιώσει! Λιώναμε, δεν αντέχαμε άλλο. Είχαμε φτάσει σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσε να συνεχιστεί, χρειαζόμασταν βοήθεια».

Όταν ρωτήθηκε πώς αισθάνεται για τον εαυτό της, μετά από όλα αυτά, μια γυναίκα απάντησε:

«…Σταμάτησα ν’ αγαπάω τον εαυτό μου για πολύ καιρό. Με μισούσα και με τιμωρούσα με διάφορους τρόπους»..

Μια άλλη γυναίκα εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται την «επιθετικότητα» και πώς βλέπει τις γυναίκες γενικά που έχουν υποστεί παρόμοια περιστατικά κακοποίησης:

«Κανείς δεν μπορεί να σε εξαθλιώσει τόσο όσο εσύ τον εαυτό σου. Κανείς! Και το χειρότερο είναι η ντροπή, όχι το ξύλο ούτε ο πόνος. Ήμουν γυναίκα. Σκληρή! Δεν με σταμάταγε τίποτα. Αυτή η σκληρότητα με έκανε να παίρνω ρίσκα, που με βοηθούσαν να ξεχωρίζω. Ξεχωρίζω, βλέπω τον εαυτό μου και σαν άντρα και σαν γυναίκα. Αν παίρνεις ναρκωτικά και είσαι γυναίκα, είσαι χαμένη. Και αν εξαρτιέσαι από οποιαδήποτε ουσία ή οτιδήποτε άλλο, είσαι τελειωμένη».

Βλέπουμε σε τρεις περιπτώσεις ότι ο λόγος που φυλακίστηκαν είχε να κάνει με αδικήματα που αφορούσαν τα ναρκωτικά:

 «… η αστυνομία ήρθε σπίτι μου και με συνέλαβε ακριβώς έξω απ’ την πόρτα μου με μεγάλη ποσότητα…»

«… έμεινα στη φυλακή για ναρκωτικά τεσσεράμισι χρόνια απ’ τη ζωή μου»

«… Ήμουν στη φυλακή πριν τρία χρόνια, βρήκαν ηρωίνη/κοκαΐνη πάνω μου, πέρασα δικαστήριο, δεν πήγα και με καταδίκασαν σε εφτά χρόνια…»

Οι γυναίκες στη συνέχεια μας παρουσιάζουν τις αντιλήψεις τους για τη ζωή στη φυλακή σε συνδυασμό με τη χρήση ναρκωτικών:

«… πρώτα δεν άντεχα την ιδέα ότι πήγα φυλακή και ότι αυτό είχε συμβεί σε μένα, όλα αυτά τα συναισθήματα. Μετά απ’ αυτό δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στον κόσμο έξω. Νόμιζα ότι όλοι ήξεραν για μένα… Είχα και προβλήματα με τη μέση μου. Πονούσα πολύ τότε. Είχα πέσει στη φυλακή και είχα πάθει κάταγμα… και όσο περισσότερο πονούσα τόσα περισσότερα ναρκωτικά έπαιρνα. Βασικά, έβρισκα πολλές δικαιολογίες, για να πάρω ναρκωτικά και έμενα σπίτι. Εκεί, είχε καταλήξει η ζωή μου. Έπαιρνα ναρκωτικά. Δεν έβγαινα έξω, επειδή φοβόμουν μην με πιάσουν πάλι για χρήση… Αυτή ήταν η ζωή μου»

Μια άλλη παρατήρηση που μπορεί να μας βοηθήσει είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι γυναίκες διαχειρίζονταν-έβλεπαν τις σχέσεις τους με το αντίθετο φύλο:

«… Έκανα για πρώτη φορά έρωτα στα 15-16 μου και το έκανα περισσότερο επειδή έπρεπε. Είχα νταλαβέρια με τα ναρκωτικά και δεν είχα κάνει ποτέ έρωτα»

Μία γυναίκα αναφέρεται σε ένα σύντροφο που ήταν «πολύ ανεκτικός». Έδειχνε εξαιρετική ανοχή για τη χρήση που έκανε η ίδια, ο οποίος την υποστήριξε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της. Το ερώτημα που τίθεται και ζητά απάντηση είναι: ποιός είναι ακριβώς ο ρόλος του συντρόφου στο πρόβλημα κατάχρησης ουσιών μιας γυναίκας; Στην περίπτωση της συγκεκριμένης γυναίκας αντιλαμβανόμαστε τη συναισθηματική συμπλοκότητα ανάμεσα στο θυμό και την ενοχή:

«… Τελειώσαμε με τον άντρα μου όταν βγήκα απ’ τη φυλακή το 99. Ήμασταν παντρεμένοι για δεκατρία χρόνια τότε και σήμερα είμαι τριάνταοκτώ. Ήταν υποστηρικτικός. Στο πλευρό μου. Πολύ ανεκτικός. Το έβλεπα από τον τρόπο που ερχόταν και με επισκεπτόταν δυο φορές τη βδομάδα. Έκλαιγε και με παρακαλούσε να αλλάξω ζωή. Με φρόντιζε πάντα. Πολλές φορές δεν ένιωθα καλά γιατί αισθανόμουν ότι τον κορόιδευα, επειδή μου έδινε τόσα πολλά. Ταυτόχρονα, δεν είχα καμία άλλη σχέση»

«… ότι τον πρόδωσα! Τον πρόδωσα! Και ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη, με περίμενε να γυρίσω πίσω. Αυτό ήταν, μου είχε πει ότι με αγαπούσε και με αγαπούσε ακόμα».

«… αυτή είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν έχω σχέση… Όχι, ότι μου είναι εύκολο. Είναι δύσκολο. Είναι κάτι νέο για μένα. Όμως, όταν κάθομαι και το σκέφτομαι, μου αρέσει και δεν μ’ αρέσει. Πάντα, υπήρχε κάποια μητέρα, κάποιος σύντροφος… Τώρα, όμως, μπορώ να κάνω ό,τι μ’ αρέσει».

Μία από τις ακραίες συνέπειες που παρατηρήθηκε σε τρεις από τις πέντε γυναίκες που ερωτήθηκαν ήταν το γεγονός πως σε κάποιο στάδιο της χρήσης, είχαν αντιμετωπίσει την πορνεία:

 «… Δούλευα μέχρι τα δεκαεφτά μου στο φούρνο. Τότε γνώρισα έναν άντρα που είχε κι αυτός τελειώσει μια φάση σε θεραπευτική κοινότητα. Ήταν στην αποκατάσταση. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά τότε. Άρχισε να έχει υποτροπές, με διάφορους τρόπους που δεν αναγνώριζα, το ίδιο κι εγώ».

«… Δούλευα σε κλαμπ, δούλεψα και σε μαγαζί με μοτοσικλέτες, και ήμουν και πόρνη…»

Πράγματι, η ζωή με τα ναρκωτικά προκάλεσε ένα φαινόμενο ντόμινο με συνέπειες που περιλάμβαναν βίαιες σχέσεις, αυτοκαταστροφικούς τρόπους ζωής και ακόμα και εκπόρνευση.

Ο Σύνδεσμος Μεταξύ Σωματικής/ Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Κατάχρησης Ουσιών από τις Γυναίκες

Μετά τη διερεύνηση και των δύο ζητημάτων ξεχωριστά και την παρατήρηση σημαντικών τομέων, κρίνεται αναγκαίο σε αυτό το σημείο να εστιάσουμε και στα δύο, ταυτόχρονα. Είδαμε σε όλη τη διάρκεια των συνεντεύξεων ότι οι περισσότερες γυναίκες μεγάλωσαν σε ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, όπου αναφέρονταν περιστατικά σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης εκτενώς:

«Ο.Κ., με τον πατέρα μου δεν είχα μεγάλη επαφή. Υπήρχε ένταση μεταξύ μας. Όποτε τον έβλεπα, έστριβα γωνία. Ήταν άνθρωπος πολύ αυστηρών αρχών. Αυτό ήταν ένα σημείο που δεν συμφωνούσα μαζί του. Και επειδή είχα πολλά προβλήματα μαζί του, αυτός έδερνε τη μητέρα μου. Είχε μια φιλενάδα και από την άλλη μεριά έπαιζε το ρόλο του ανθρώπου με αρχές. Είχε υψηλές απαιτήσεις από μάς. Γενικά, φώναζε πολύ, έβριζε, ήταν οξύθυμος»

«Όταν είσαι παιδί, τρως ένα χαστούκι όταν κάνεις αταξίες… Δεν νομίζω ότι αυτό σε επηρεάζει… Αυτό γίνεται σε όλα τα σπίτια… Χώρισε με τη μαμά μου… ο αδερφός μου είχε ήδη μπει στο ίδρυμα… είμαι η τελευταία πόρνη… (Σιωπή) Έτσι, μου είπε κάποτε ο πατέρας μου».

Στη μία περίπτωση, βλέπουμε την επίδραση που είχαν και οι δύο αυτές συμπεριφορές κακοποίησης πάνω τους:

 «Όταν τα πράγματα έγιναν, όπως έγιναν με τον πατέρα μου, άρχισα να παίρνω ναρκωτικά τακτικά»

Σε μια άλλη περίπτωση, βλέπουμε βία και ναρκωτικά μαζί:

 «Υποτίθεται ότι ήμασταν ερωτευμένοι, αλλά στην ουσία είχαμε μια σχέση εξάρτησης. Έψαχνα κάποιο είδος ασφάλειας ή  για την ακρίβεια, στοργής. Κι εγώ τον υποστήριζα. Γίναμε και οι δυο χρήστες. Αργότερα η σχέση είχε πολύ ξύλο με χρήση ναρκωτικών μαζί».   

Συνοψίζοντας, οι συνεντεύξεις αποκάλυψαν σημαντικά περιστατικά και εμπειρίες στη ζωή τους. Μάθαμε για στιγμές που πέρασαν στη φυλακή, τον τρόπο που χειρίστηκαν κάποια περιστατικά, την ανατροφή τους, τη γνώμη τους για το αντίθετο φύλο, τη γνώμη τους για την οικογενειακή βία, τις εμπειρίες τους με τα ναρκωτικά. Τέλος, εξέφρασαν ελπίδες για ό,τι θα τους φέρει το μέλλον, όταν ολοκληρώσουν το πρόγραμμα.

Συζήτηση

Στη μελέτη αυτή εξετάσαμε τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις πέντε γυναικών που έκαναν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, και συγκεκριμένα τα τραυματικά γεγονότα της ζωής τους αναφορικά με τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση. Πρόθεσή μου ήταν να διερευνήσω εάν υπάρχει ένας πιθανός συσχετισμός μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της σεξουαλικής/ σωματικής βίας. Διαχωρίζοντας και αναλύοντας τις κατηγορίες των στοιχείων μου, είδα πολύ πιο ξεκάθαρα τους τομείς που αφορούν την έρευνά μου.

Όπως παρουσιάζεται σε αυτό το άρθρο, πολλές ερευνητικές μελέτες αποκαλύπτουν συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου, όπως οι περιβαλλοντικές επιρροές, τα σοβαρά γεγονότα ζωής και οι αρνητικές εμπειρίες. Εξετάστηκαν παράγοντες που μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο οδηγώντας στην κατάχρηση ουσιών, όπως: η πίεση των ομότιμων, ένα χαμηλής φροντίδας ή υψηλού ελέγχου, υπερπροστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον, περιστατικά οικογενειακής βίας, ιστορικό εθισμού στην οικογένεια κ.λπ. Εξετάζοντας τα ευρήματά μας, βλέπουμε ότι και οι πέντε γυναίκες βίωσαν πολλά από τα παραπάνω. Και οι πέντε γυναίκες προέρχονταν από βίαια οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου υπήρχε κακοποίηση και βία. Συγκεκριμένα, όλες οι γυναίκες είχαν βιώσει σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση στην παιδική ή εφηβική τους ηλικία. «Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που στρέφονται αργότερα στην κατάχρηση ουσιών, μπορεί να κάνουν χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών για να αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις μακροχρόνιες επιδράσεις της  σεξουαλικής κακοποίησης, όπως η αίσθηση αδυναμίας, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η κοινωνική απομόνωση που προκύπτουν από την προβληματική αίσθηση του εαυτού, τις μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες και την ανικανότητα έκφρασης εμπιστοσύνης προς τους άλλους» (Rohsenow κ.ά., 1998, σελ.17). Όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία και τα ευρήματα: «Η βία εμφανίζεται συνήθως στο πλαίσιο στενών σχέσεων από πατέρες, εραστές και συζύγους και συνδέεται στενά με την εξάρτηση των γυναικών από τους άντρες για την αναζήτηση ταυτότητας, ασφάλειας και δύναμης. Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες μορφές βίας έναντι των γυναικών κατηγορούνταν ότι ευθύνονταν για την ενθάρρυνση και την αποδοχή της κακοποίησης / κατάχρησης» (Cohen, 2000, σελ.34).

Επιπλέον, οι γυναίκες αποκαλύπτουν γεγονότα, ιδιαίτερα τραυματικά, που μπορεί να επηρεάσουν αργότερα τη ζωή όπως: η εγκατάλειψη του σπιτιού, η καταναγκαστική χρήση ναρκωτικών από το σύντροφο και ο βιασμός στην ενήλικη ζωή. Αυτοί οι «μηχανισμοί ενεργοποίησης», αντικατοπτρίζουν το παρελθόν και εμφανίζονται αργότερα. Στις απαντήσεις που πήραμε από τις γυναίκες, βλέπουμε το τραυματικό γεγονός και που αυτό τις οδήγησε στη ζωή τους μέχρι σήμερα. Παρατηρούμε ότι οι περισσότερες γυναίκες εγκατέλειψαν το σπίτι τους σε νεαρή ηλικία ή έπεσαν θύματα βιασμού στην ενήλικη ζωή τους πολλές φορές από τους συντρόφους τους ή ακόμη και από μέλη του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντός τους. Στα ευρήματά μας, διαπιστώνουμε ότι όλες αυτές οι γυναίκες βίωσαν μεγάλο πόνο, αναφορικά με τις σχέσεις τους, και συγκεκριμένα με την οικογένεια τους. Στο βιβλίο του, ο Vernon E. Wiehe αναφέρει ότι: «μια σχέση μεταξύ της σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία και μεταγενέστερων προβλημάτων κατάχρησης ουσιών είναι πιθανό να εμφανιστεί, επειδή τα ναρκωτικά και το αλκοόλ χρησιμοποιούνται για να σβηστούν οι οδυνηρές αναμνήσεις που αφορούν την κακοποίηση και επανεμφανίζονται κατά περιόδους στο άτομο» (Wiehe, 1998 όπως αναφέρεται στον Cohen, 2000, σελ. 35).

Επίσης, όταν μιλάμε για τις σχέσεις των γυναικών που κάνουν κατάχρηση ουσιών, πρέπει να αναφερόμαστε στο φαινόμενο «ντόμινο», όπου παρατηρείται με τη συχνή αλλαγή συντρόφων όπου τα αποτελέσματα είναι, αναμφισβήτητα, αρνητικά. Στα ευρήματά μας, βλέπουμε ότι όλες οι γυναίκες είχαν ιστορικό διαζυγίου ή σχέσεων που βασικά δεν οδηγούσαν πουθενά ή, που δεν βασίζονταν στην αγάπη. Ωστόσο, τα συγκεκριμένα ευρήματά μας δεν αποκάλυψαν καμία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή βιασμό που να οδήγησε σε αυτή, όπως αναμενόταν από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Όλες οι γυναίκες, εκτός από μία, δεν είχαν παιδιά ή, ενώ μιλούσαν για τη σχέση (-εις) τους δεν ανέφεραν ότι σχεδίαζαν να κάνουν παιδιά.

Στην παρούσα μελέτη, οι γυναίκες ήταν Ελληνικής καταγωγής, εκτός από μία. Εξετάζοντας τα ευρήματα μας, βλέπουμε ότι οι γυναίκες είχαν ανατραφεί σε ελληνικές οικογένειες σε ένα οικογενειακό περιβάλλον αρκετά «προβληματικό»και είχαν αρχίσει τη χρήση ναρκωτικών στην εφηβική τους ηλικία,. Για ορισμένες, η απώλεια κάποιου συγγενικού προσώπου είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη γενική κατάστασή της ζωής τους αργότερα. Όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία και τα ευρήματα, για κάποιες γυναίκες, όπου υπήρχε θάνατος μέλους της οικογένειάς τους, η εξέλιξη της ζωής τους μετά το γεγονός ήταν προοδευτικά αρνητική. Ωστόσο, σε μία από τις συνεντεύξεις μας είδαμε ένα περιστατικό θανάτου στην οικογένεια (όπου το άτομο που πέθανε, ήταν το ίδιο που ευθυνόταν για την πρόκληση επώδυνων συναισθημάτων) να δημιουργεί συναισθήματα  ανακούφισης, κατά κάποιον τρόπο. Σε μια τέτοια περίπτωση όπου ο πατέρας της γυναίκας πεθαίνει, η γυναίκα δεν πηγαίνει καν στην κηδεία του.

Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, η κακοποίηση στα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ακραία μορφή γονικής απόρριψης που είναι πιθανό να προκαλέσει εξασθένηση των δεσμών του παιδιού με την οικογένεια και στενές σχέσεις με ομότιμους που κάνουν χρήση ναρκωτικών (Freeman κ.ά., 2002).

Οι γυναίκες, στα ευρήματά μας, δήλωσαν ότι ένιωθαν απόρριψη από το οικογενειακό τους περιβάλλον, γεγονός που συνδέεται με το ότι κατά την εφηβική τους ηλικία έκαναν φιλίες με εφήβους που έκαναν χρήση και έτσι εμπλέκονταν στη χρήση ναρκωτικών.

Οι Sarason κ.ά. (1986) διαπίστωσαν ότι οι αντιλήψεις για τη μητρική φροντίδα συσχετίζονταν θετικά με τον αριθμό και την ποιότητα κοινωνικών υποστηριγμάτων που αναφέρονταν τόσο από τους άντρες όσο και από τις γυναίκες. «Τα χαμηλά επίπεδα γονικής φροντίδας και τα υψηλά επίπεδα γονικού ελέγχου φαίνεται ότι επηρεάζουν την ενήλικη λειτουργία με αρνητικό τρόπο, οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο ψυχολογικών διαταραχών» (Parker κ.ά..1987, όπως αναφέρεται στους Cosden και Cortez-Ison, 1999, σελ. 150). Βλέπουμε λοιπόν σύμφωνα με τα παραπάνω, ότι τα περισσότερα προβλήματα που σχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών αφορούν τους οικογενειακούς δεσμούς, το οικογενειακό περιβάλλον, τη μητρική και πατρική ασφάλεια και γενικά την υγιή ανατροφή στην οικογένεια. Μετά τη λήψη των συνεντεύξεων και από τις πέντε γυναίκες, παρατηρούμε ότι αυτό που έλειπε σε όλες ήταν ένα σταθερό-ασφαλές σπίτι, ένας σταθερός σύντροφος, ακόμη και μια σταθερή δουλειά. Η ασφάλεια και η σταθερότητα είναι δυο λέξεις με ουσιαστικό νόημα στη ζωή κάθε ανθρώπου. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο απειλητική φαίνεται η ζωή, σ’ αυτές τις γυναίκες που δεν έχουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Προχωρώντας στην ανάλυσή μας, βλέπουμε ότι η βία και η κατάχρηση ουσιών εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία και διαπιστώνουμε ότι αυτό αντανακλάται στις ομοιότητες μεταξύ των πέντε γυναικών. Εντοπίζονται, μάλιστα, αρκετοί κοινοί τομείς: ο εθισμός, η φυλάκιση λόγω κάποιας παράνομης πράξης σχετικής με τον εθισμό τους, η σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση και τέλος η παραμέληση και η απόρριψη που ένιωθαν όχι μόνο από το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον αλλά και από τους φίλους τους και την κοινωνία γενικότερα.

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης αποτελούν ένα πρώτο βήμα-έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση με στόχο τη διαμόρφωση μιας συντονισμένης προσπάθειας για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.

*Διεύθυνση επικοινωνίας: Πύργου 10, Ηλιούπολη 16345 Αττική, τηλ 2109706347, 2109915924 κινητό 6945238084 email: lamph@her.forthnet.gr

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ashley, O.S., Marsden, M.E., and Brady, T.M. (2003) Effectiveness of substance abuse treatment programming for women: a review. American Journal of Drug and Αlcohol Abuse, 29(1), 19-53.

Back, S.E., Sonne, S.C., Killeen, T., Dansky, B.S., and Brady, K.T. (2003) Comparative profiles of women with PTSD and co morbid cocaine or alcohol dependence; posttraumatic stress disorder. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 29(1), 169-189.

Bear, Z., Griffiths, R., and Pearson, B. (2000) Childhood Sexual Abuse and Substance Use. Executive Summary, The Centre for Research on Drugs and Health Behaviour, No 67.

Bennett, L.W. (1998) Substance Abuse and Woman Abuse by Male Partners, Harrisburg, PA: VAWnet – National Electronic Network on Violence Against Women. Available from: http://www.vawnet.org.

Bhatt, R.V. (1998) Domestic violence and substance abuse. International Journal of Gynecology & Obstetrics, 63, supplement 1, S25-S31.

Briere, J. (1992) Methodological issues in the study of sexual abuse effects. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 60, 196-203.

Cloninger, C.R., Sigvardsson, S., and Bohman, M. (1988) Childhood personality predicts alcohol abuse in young adults. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 12(4), 494-505.

Cohen, M. (2000) Counseling addicted women: A practical guide. London: Sage.

Cosden, M., and Cortez-Ison, E. (1999) Sexual Abuse, Parental Bonding, Social Support, and Program Retention for Women in Substance Abuse Treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 16(2), 149-155.

Dutton, M.A., Goodman, L.A., and Bennett, L. (1999) Court- Involved Battered Woman’s Responses to Violence: The Role of Psychological, Physical, and Sexual Abuse. Violence and Victims, 14(1), 89-104.

Fleming, J., Mullen, P.E., Sibthorpe, B., Attewell, R., and Bammer, G. (1998) The relationship between childhood sexual abuse and alcohol abuse in women- a case- control study. Addiction, 93(12), 1787-1798.

Freeman, R.C., Collier, K., and Parillo, K.M. (2002) Early life sexual abuse as a risk factor for crack cocaine use in a sample of community-recruited women at high risk for illicit drug use. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 28(1), 109-131.

Froggett, L. (2002) Love, Hate and Welfare: Psychosocial approaches to policy and practice. Bristol: Policy Press.

Johnsen, L., and Harlow, L. (1996) Childhood sexual abuse linked with adult substance use, victimization, and AIDS-risk. AIDS Education and Prevention, 80, 44-57.

Kaufman, E., and Kaufman, P. (1979) Family Therapy of Drug and Alcohol Abuse. New York: Gardner Press.

Kilpatrick, D.G., Acierno, R., Resnick, H.S., Saunders, B.E., and Best, C.L (1997) A-2 year Longitudinal Analysis of the Relationships Between Violent Assault and Substance Use in Women. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 65(5), 834-847.

Lanz, J. (1995) Psychological, behavioral, and social characteristics associated with early forced sexual intercourse among pregnant adolescents. Journal of Interpersonal Violence, 10, 188-200.

Lewinsohn, P., Gotlib, I., and Seeley, J. (1995) Adolescent psychopathology: IV. Specificity of psychosocial risk factors for depression and substance abuse in older adolescents. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 34(9), 1221-1229.

Liebschutz, J., Savetsky, J.B., Saitz, R., Horton, N.J., Lloyd, C., and Samet, J.H. (2002) The relationship between sexual and physical abuse and substance abuse consequences. Journal of Substance Abuse Treatment, 22(3), 121-128.

Miller, B.A. (1990) The interrelationships between alcohol and drugs and family violence, in De La Rosa, M., Lambert, E.Y., and Gropper. B. (eds), Drugs and Violence: Causes Correlates, and Consequences, National Institute on Drug Abuse, Research Monograph 103, 177-207.

Miller, B.A., Downs, W.R., and Testa, M. (1993) Interrelationships between victimization experience and women’s alcohol use. Journal of Studies on Alcohol, Supplement No 11, 109-117.

Pitzner, J.K., McGarry-Long, J., and Drummond, P.D. (2000) A history of abuse and negative life events in patients with a sexually transmitted disease and in a community sample. Child Abuse & Neglect, 24(5), 715-731.

Rohsenow, D.J., Corbett, R., and Devine, D. (1988) Molested As Children: A hidden Contribution to Substance Abuse? Journal of Substance Abuse Treatment, 5, 13-18.

Rounsaville, B., Weissman, M., Wilber, C., and Kleber, H. (1982) Pathways to opiate addiction: an evaluation of different antecedents. The British Journal of Psychiatry, 141(5), 437-446.

Stocco, P., Llacer, J.J.L., DeFazio, L., Calafat, A., and Mendes, F. (2000) Women drug abuse in Europe: Gender identify, Venezia.

Stoker, A., and Swadi, H. (1990) Perceived family relationships in drug abusing adolescents. Drug and Alcohol Dependence, 25, 293-297.

Swadi, H. (1999) Individual risk factors for adolescent substance use. Drug and Alcohol Dependence, 55(3), 209-224.

Swan, S.C, Farber,S., and Campbell, D. (2000) Violence in the Lives of Women in Substance Abuse Treatment: Service and Policy Implications. A report of the Greater New Haven Domestic Violence Task Force and The Connecticut Women’s Consort Haven, CT. Available from: http://www.womensconsortium.org.

Tarter, R.E., Blackson, T., Brigham, J., Moss, H., and Caprara, G.V. (1995) The association between childhood irritability and liability to substance use in early adolescence: A 2- year follow- up study of boys at risk for substance abuse. Drug and Alcohol Dependence 39(3), 253-261.

Wills, T., Vaccaro, D., and McNamara, G. (1994) Novelty seeking, risk taking, and related constructs as predictors of adolescent substance use: an application of Cloninger’s Theory. Journal Substance Abuse, 6(1), 1-20.

Print Friendly, PDF & Email