Αλκοολική εξάρτηση και ποιότητα ζωής: Σύγχρονη ανασκόπηση του προβλήματος

 

ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΛΙΑΠΠΑΣ, MD, Ph.D, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ, ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΙΓΙΝΗΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΘΗΝΑ», ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΙΝΗΤΕΙΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΝΙΕΡΗ-ΚΟΚΚΩΣΗ1, Ph.D, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΡΝΕΛ, (CORNELL UNIVERSITY). ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ – ΑΙΓΙΝΗΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

DOI: https://doi.org/10.57160/LFAD9870

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης παραπέμπει στην πλέον διαδεδομένη ψυχική διαταραχή, στο πλαίσιο της οποίας ατομικοί και κοινωνικοί παράγοντες σε σχέση αλληλεπίδρασης διαμορφώνουν την εγκατάστασή της και συμπεριλαμβάνουν την παρουσία παράλληλης ψυχικής διαταραχής και ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων. Τα ποσοστά συννοσηρότητας είναι υψηλά, η δε ψυχοπαθολογία  μπορεί να  προηγείται ή να έπεται  της εκδήλωσης του συνδρόμου της αλκοολικής εξάρτησης, καθώς και να αποτελεί έκφραση κάποιου λανθάνοντος κοινού παθογενετικού παράγοντα. Είναι γνωστό ότι η κατάχρηση οινοπνεύματος έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα και γενικότερα στη σωματική και ψυχική υγεία του χρήστη. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση των ατόμων που έχουν πλέον αναπτύξει το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης, η σταδιακή έκπτωση που παρουσιάζεται στους ανωτέρω τομείς λειτουργικότητας και υγείας αντανακλάται στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των εξαρτημένων από το οινόπνευμα ατόμων. Η αντιμετώπιση των σχετικών με την αλκοολική εξάρτηση προβλημάτων απαιτεί την πολυεπίπεδη και μακροχρόνια παροχή υπηρεσιών με εξειδικευμένες ιατρικές, ψυχοθεραπευτικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όρισε την εξάρτηση από το οινόπνευμα ως μία χρόνια διαταραχή της συμπεριφοράς, η οποία εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενη και συνεχή χρήση οινοπνευματωδών, σε ποσότητα που υπερβαίνει τις συνήθεις διατροφικές πρακτικές, και η οποία είναι ασύμβατη με τα κοινωνικά πρότυπα του περιβάλλοντος στο οποίο ζει ο χρήστης. Σήμερα, η αλκοολική εξάρτηση καταγράφεται ως νόσος «χρόνια εξελισσόμενη και δυνητικά θανατηφόρα, η οποία προκαλεί σοβαρές ψυχιατρικές, σωματικές και κοινωνικές επιπλοκές», αλλά και το άτομο που έχει εκδηλώσει εθισμό στα οινοπνευματώδη θεωρείται ότι είναι ασθενής (Λύκουρας 2000). Ο εθισμός αναφέρεται συνήθως στην ανεξέλεγκτη, καταναγκαστική παρόρμηση, στην ακατάσχετη επιθυμία και τη χρήση ουσιών χωρίς ιατρικό σκοπό και με μεγάλο κόστος-από ιατρική και κοινωνική άποψη- για το άτομο και την κοινωνία (Leshner 1997)

Ο όρος αλκοολισμός, αν και στερείται σαφήνειας, έχει επικρατήσει στη διεθνή βιβλιογραφία. Ως αλκοολισμός θεωρείται η «κατάχρηση» και  χρόνια «εξάρτηση» από το αλκοόλ, σύμφωνα με τα κριτήρια που περιγράφονται στα  μείζονα διαγνωστικά εγχειρίδια για τη ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών DSM-IV. (American Psychiatric Association 1994) και ICD-10 (WHO 1992). Τα κριτήρια αυτά σύμφωνα με το ICD-10 περιλαμβάνουν: έντονη επιθυμία λήψης οινοπνεύματος, δυσκολίες στον έλεγχο της συμπεριφοράς λήψης οινοπνεύματος, σύνδρομο στέρησης κατά τη διακοπή ή την ελάττωση της δοσολογίας και αντοχή σε αυξημένες δόσεις οινοπνεύματος προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή επίδραση. Παράλληλα παρατηρείται σταδιακή παραμέληση των εναλλακτικών πηγών ευχαρίστησης και ενδιαφερόντων, καθώς και επιμονή στη χρήση οινοπνεύματος παρά τις σοβαρές βλαπτικές επιπτώσεις (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας 1993). Στα εγχειρίδια ICD-10 και DSM-IV υποστηρίζεται ότι είναι απαραίτητη η διαφοροποίηση ανάμεσα στην επιβλαβή χρήση, την κατάχρηση οινοπνεύματος και την αλκοολική εξάρτηση. Η επιβλαβής χρήση συνδέεται με την πρόκληση σωματικής ή ψυχικής βλάβης στην υγεία του χρήστη. Η κατάχρηση αφορά ένα δυσπροσαρμοστικό τύπο χρήσης που οδηγεί σε κλινικά σημαντική έκπτωση ή ενόχληση, που εκδηλώνεται σε βασικούς τομείς της ζωής του χρήστη όπως ο οικογενειακός, ο εργασιακός, ο κοινωνικός στο πλαίσιο του οποίου παρατηρούνται  δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, ή και εκδηλώσεις παραπτωματικής και γενικά αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η αλκοολική εξάρτηση αφορά ένα παθολογικό πρότυπο χρήσης οινοπνεύματος με τελική εγκατάσταση της ψυχολογικής ή και σωματικής εξάρτησης ,στην οποία σημαντική θέση έχει μία ακατανίκητη επιθυμία για χρήση με εξαιρετικά επιβλαβείς συνέπειες στην ψυχική και σωματική υγεία του χρήστη. Στη περίπτωση της εξάρτησης, το εξαρτημένο άτομο εκτός της σταδιακής αύξησης της ποσότητας κατανάλωσης και της ανοχής στο οινόπνευμα, παρουσιάζει παράλληλα μείωση του ελέγχου λήψης οινοπνεύματος, και γενικότερα αύξηση της εμπλοκής με το αλκοόλ, καθώς και σοβαρή παραμέληση των κοινωνικών, επαγγελματικών και ψυχαγωγικών του δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων (American Psychiatric Association 1994; Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας 1993; World Health Organization 1992).

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί ότι το φαινόμενο της υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα να αποτελεί μία από τις πλέον σοβαρές απειλές για την παγκόσμια υγεία (World Health Organization 2001). Μολονότι το πρόβλημα της χρήσης οινοπνευματωδών στο πλαίσιο αρκετών Ευρωπαϊκών χωρών φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί, ορισμένοι επιδημιολογικοί δείκτες και εμπειρικά δεδομένα κατά τις τελευταίες δεκαετίες υποδεικνύουν μία σχετική αύξηση της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών σε πολλές χώρες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η κατάχρηση οινοπνευματωδών καταγράφεται ως συχνότερη στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, ενώ οι ναρκωτικές ουσίες εμφανίζουν μεγαλύτερη διάδοση στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη WHO (2002), σε διεθνές επίπεδο, το ποσοστό των ατόμων που έχουν αναπτύξει διαταραχές συσχετιζόμενες με το αλκοόλ εκτιμάται σε 76,3 εκατομμύρια, ενώ το ποσοστό που κάνουν χρήση οινοπνεύματος αναφέρεται σε 2 δισεκατομμύρια. Στην Αγγλία, σύμφωνα με έρευνα του 1991, η εμφάνιση του προβλήματος στο γενικό πληθυσμό επισημάνθηκε σε ποσοστά 7% των ανδρών και 5% των γυναικών αντίστοιχα αλλά και σε πρόσφατες εκτιμήσεις το ποσοστό στο γενικό πληθυσμό ανέρχεται σε 5,55% περίπου(McKenna et al. 1996; WHO 2002). Στις ΗΠΑ, αναφέρεται ότι 15.1 εκατομμύρια άτομα ( περίπου 1 στους 18 ή 5.55% ) παρουσιάζουν το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης, εκ των οποίων 4.6 εκατομμύρια είναι γυναίκες. (NWHIC 2005). Επιπλέον, ένας πληθυσμός μερικών ακόμα εκατομμυρίων ατόμων αναφέρεται ότι εμπλέκεται σε επιβλαβή χρήση οινοπνευματωδών που μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλα συνδυαζόμενα με το οινόπνευμα προβλήματα. Είναι ενδεικτικό της μεγάλης έκτασης του προβλήματος ότι 53% των ανδρών και γυναικών αναφέρουν ότι ένα ή περισσότερα άτομα από το στενό τους περιβάλλον έχουν πρόβλημα με το οινόπνευμα (NIAAA 2005).

Η κατάχρηση/εξάρτηση από το οινόπνευμα συνοδεύεται από ποικίλα ιατρικά, ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως είναι η παραβατικότητα και η βία. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο ΠΟΥ για την Ευρώπη, ένας στους τέσσερις θανάτους αντρών ηλικίας 15 έως 29 ετών, συνδέεται με τη χρήση/κατάχρηση οινοπνεύματος, ενώ μόνο κατά το έτος 1999, 55.000 νεαρά άτομα έχασαν τη ζωή τους από αιτίες σχετιζόμενες με τη χρήση οινοπνευματωδών (World Health Organization 2001). Η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει τα υψηλά ποσοστά θανάτων που συνδέονται με τη χρήση οινοπνεύματος, ενώ ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται να δοθεί στα τροχαία ατυχήματα και τη συσχέτισή τους με την υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών (Παπαδόδημα 2001).

Στην Ελλάδα, αναφέρεται σε δημοσιεύματα στον Τύπο, ότι περίπου 250.000 άνθρωποι στη χώρα μας είναι εξαρτημένοι από το οινόπνευμα, ότι 40% των θανάτων από τροχαία οφείλονται στο αλκοόλ, και ότι κάθε χρόνο περίπου 5.000 άτομα χάνουν τη ζωή τους από αιτίες που σχετίζονται με τα οινοπνευματώδη. Αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο του υψηλού βαθμού επιπολασμού, ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της εξειδικευμένης μονάδας απεξάρτησης από εθιστικές ουσίες και το οινόπνευμα- πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ», (Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αιγινητείου Νοσοκομείου), την περίοδο 1998-2002, προσήλθαν 252 νέα περιστατικά παθολογικής χρήσης οινοπνευματωδών (Λιάππας et al. 2002).

Σύμφωνα με στοιχεία διακρατικής μελέτης που εκπονήθηκε το 1998 σε μαθητικό πληθυσμό, η κατανάλωση οινοπνεύματος παρουσίαζε ανησυχητική αυξητική τάση στα νεαρά άτομα με μεγαλύτερη κατανάλωση στα αγόρια σε σύγκριση με τα  κορίτσια.8 Οι περισσότερο πρόσφατες εκτιμήσεις, φαίνεται να  δείχνουν μία σχετική μείωση του ποσοστού των μαθητών και στα δύο φύλα που δηλώνουν τη χρήση οινοπνευματωδών σε όλες τις περιόδους αναφοράς, κυρίως στη μηνιαία κατανάλωση, με εξαίρεση την εβδομαδιαία κατανάλωση «άλλων οινοπνευματωδών».(ΕΚΤΕΠΝ 2003).

Παρά την έλλειψη εκτεταμένων στατιστικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει πρόβλημα αλκοολισμού στην Ελλάδα, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός ανηλίκων ατόμων του γενικού πληθυσμού παρουσιάζει εμπλοκή στη χρήση οινοπνεύματος, γεγονός που απασχολεί σοβαρά την πολιτεία και την επιστημονική κοινότητα. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα, κυρίως σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου, τα παιδιά στη χώρα μας δοκιμάζουν για «πρώτη φορά» οινοπνευματώδη ποτά κατά μέσο όρο σε ηλικία 12 ετών, ενώ περίπου το 12% του μαθητικού πληθυσμού στο επίπεδο του Λυκείου δηλώνει «συχνή» κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών (ΕΠΙΨΥ 2003; Kokkevi et al. 2000).

ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ

Η ύπαρξη παράλληλης ψυχοπαθολογίας με τη χρήση ουσιών αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο  στην εξάρτηση από ουσίες ή από οινόπνευμα. Στο πλαίσιο της συννοσηρότητας, τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και οι ψυχικές παθήσεις που καταγράφονται σε συνάρτηση με την αλκοολική εξάρτηση ενδέχεται να υπερβαίνουν το 50% των περιπτώσεων των χρηστών που απευθύνονται στις σχετικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Συγκεκριμένα,  ως προς τον άξονα Ι του διαγνωστικού εγχειριδίου DSM-IV, η αλκοολική εξάρτηση μπορεί να καταγράφεται παράλληλα με  καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές του ύπνου, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, κρίσεις πανικού, σχιζοσυναισθηματικές διαταραχές, καθώς και σχιζοφρενικού ή ψυχωσικού τύπου διαταραχές (Λιάππας 2000; (Λιάππας 2001). Επίσης, τα άτομα που παρουσιάζουν διαταραχές συνδεόμενες με το αλκοόλ, εμφανίζουν σαφώς υψηλότερη συχνότητα αυτοκτονιών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό,(Murphy, Wetzel 1990)αλλά και γενικότερα παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και υψηλά επίπεδα αυτοκτονικού ιδεασμού (Κονταξάκης 1994; Μadianos, Gefou-Madianou, Stefanis 1599). Επιπλέον, έχει εντοπιστεί η στενή σχέση μεταξύ κατάχρησης/εξάρτησης από το οινόπνευμα και φοβίας κοινωνικού τύπου (Paparrigopoulos et al. 2000).

Ως προς τον άξονα ΙΙ του διαγνωστικού εγχειριδίου DSM-IV, σε μεγάλο ποσοστό των χρηστών, καταγράφεται παράλληλα με τη κατάχρηση/εξάρτηση από το οινόπνεύμα, η διάγνωση της διαταραχής προσωπικότητας, με συχνότερη την διαταραχή προσωπικότητας αντικοινωνικού τύπου. Επίσης, η εξάρτηση από το οινόπνευμα, μπορεί να συνυπάρχει με εξαρτήσεις από άλλες ουσίες, όπως π.χ. την κοκαΐνη. Γενικά, σύμφωνα με μία αδρή εκτίμηση, τα άτομα που εκδηλώνουν εξάρτηση από κάποια ουσία ή το οινόπνευμα, σε ποσοστό 53% εμφανίζουν παράλληλα με το σύνδρομο της εξάρτησης και κάποια άλλη ψυχική διαταραχή

 ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Οι αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση/κατάχρηση οινοπνεύματος αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο επιστημονικής μελέτης σε παγκόσμιο επίπεδο. Βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες, συνθέτουν ένα πλέγμα παραγόντων, οι οποίοι συνυπάρχουν σε σχέση αλληλεπίδρασης και καταγράφονται στο πλαίσιο της κατάχρησης/εξάρτησηςαπό το αλκοόλ.

Ως προς τον κληρονομικό παράγοντα, μελέτες σύγκρισης μεταξύ μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων δείχνουν ότι η πιθανότητα εμφάνισης της εξάρτησης από το οινόπνευμα είναι μεγαλύτερη σε μονοζυγωτικούς διδύμους (Λύκουρας 2000). Επίσης, υποστηρίζεται ότι το ποσοστό εθισμού από το οινόπνευμα είναι αυξημένο μεταξύ των μελών των οικογενειών των εξαρτημένων από το οινόπνευμα ατόμων (Λιάππας 1992). Η συχνότητα της χρήσης/κατάχρησης στα παιδιά των ατόμων που εμφανίζουν εξάρτηση από το οινόπνευμα, είναι 4 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με τα παιδιά των φυσιολογικών γονέων. Αυτό το εύρημα ισχύει και στη περίπτωση των παιδιών που ζουν με θετούς γονείς (Λύκουρας 2000).

Αναφορικά με γενετικούς και νευροφυσιολογικούς παράγοντες, σε αρκετές μελέτες αναφέρεται ότι τα παιδιά με υπερκινητικού τύπου διαταραχές, μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων και προβλήματα επικέντρωσης της προσοχής, εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες παθολογικής εμπλοκής με το οινόπνευμα (Λιάππας 1992).

Ως προς τους ψυχοπαθολογικούς παράγοντες, είναι γνωστό ότι η χρήση/κατάχρηση οινοπνεύματος, αλλά και γενικότερα η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, συνοδεύεται από ποικίλα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, τα οποία μπορεί να λειτουργούν ως προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση του συνδρόμου εξάρτησης. Παραδείγματος χάριν, η εμπλοκή με το οινόπνευμα αναπτύσσεται συχνότερα σε άτομα που εμφανίζουν διαταραχές προσωπικότητας, κυρίως αντικοινωνικού και μεθοριακού τύπου, καθώς και σε άτομα με χαρακτηριστικά παθητικής και εξαρτητικής προσωπικότητας. Επίσης, τα άτομα που εκδηλώνουν το σύνδρομο, παρουσιάζουν σε σημαντικό ποσοστό συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, αλλά και ψυχωσικά συμπτώματα, όπως παρανοϊκού τύπου ιδεασμό, αυξημένη ενασχόληση με το σωματικό εγώ και αισθήματα ενοχής (Λιάππας 2001;Λιάππας et al. 2003). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι άτομα που είναι πιο επιρρεπή στην κατάχρηση οινοπνεύματος εμφανίζουν συχνότερα χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, αισθήματα ενοχής, ενασχόληση με το σωματικό εγώ, καθώς επίσης, μειωμένο έλεγχο των παρορμήσεων και χαμηλό αίσθημα υπευθυνότητας (Λιάππας 1992; Seeman, Seeman 1992; Welsh, Buchsbaum, Kaplan 1992).

Χρειάζεται να επισημανθεί ότι η  ίδια η χρήση οινοπνεύματος οδηγεί σε δευτεροπαθή ψυχοπαθολογία ή και επιτείνει τις υπάρχουσες ψυχιατρικές διαταραχές και τα συμπτώματα (Λιάππας 2000). Η προτίμηση που εκδηλώνει ο χρήστης για τη χρήση/κατάχρηση μιας συγκεκριμένης ουσίας, φαίνεται να έχει άμεση σχέση με την προσπάθεια που κάνει να καταστείλει επώδυνα υποκλινικά ψυχιατρικά συμπτώματα (Λιάππας 1992; Λιάππας 2001). Η χρήση οινοπνεύματος θεωρείται ότι μειώνει τη νευρικότητα, ενώ ενισχύει το αίσθημα αυτοπεποίθησης και παράλληλα, χρησιμοποιείται συχνά από τους χρήστες στην αντιμετώπιση στρεσογόνων γεγονότων (Λύκουρας 2000).

Ως προς τους δημογραφικούς παράγοντες που σχετίζονται με την κατάχρηση οινοπνεύματος, έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη σημαντικής συσχέτισης με την ηλικία έναρξης της χρήσης, η οποία στους άνδρες τοποθετείται στα 20 χρόνια, ενώ στις γυναίκες σε σχετικά μεγαλύτερη ηλικία (Kaplan, Sadock 1998;Schuckit 1998). Ως προς τους κοινωνικούς παράγοντες που οδηγούν ή ενισχύουν τη χρήση/κατάχρηση, έχουν εντοπιστεί σημαντικές συσχετίσεις αφενός με τον τύπο εργασίας ή επαγγέλματος (η έκθεση του ατόμου στο οινόπνευμα είναι προφανώς μεγαλύτερη σε ορισμένα επαγγέλματα) και αφετέρου με την κοινωνική τάξη (σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις το πρόβλημα εμφανίζεται συχνότερα) (Λύκουρας 2000). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση συμπεριφοράς χρήσης/κατάχρησης έχουν οι προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου και η στάση του γενικότερα απέναντι στο οινόπνευμα. Είναι γνωστό, ότι οι στάσεις γενικά διαμορφώνονται με βάση τα κοινωνικά πρότυπα και τις αξίες που ενυπάρχουν στο κοινωνικό – πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει το άτομο, και δια μέσου των οποίων ασκείται επιρροή και στη συμπεριφορά του ατόμου σχετικά με τη χρήση (Brennan 1990).

Επίσης, σχετικά με το πως αιτιολογούν την κατάχρηση οινοπνεύματος τα δυο φύλα, οι αλκοολικοί άνδρες αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στα οικονομικά προβλήματα, τα οποία θεωρούν ως κύρια αιτία που οδηγεί στη χρήση οινοπνεύματος, ενώ οι γυναίκες αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία σε ψυχοτραυματικά γεγονότα, όπως το διαζύγιο και η απώλεια σημαντικού προσώπου (Brennan 1990; Fink et al. 1996).

Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων άνω των 65 ετών – αν και η κατάχρηση μειώνεται καθώς αυξάνεται η ηλικία – οι παράγοντες που συντείνουν στην αύξηση της χρήσης/κατάχρησης οινοπνεύματος περιλαμβάνουν εκτός από την προηγηθείσα παθολογική χρήση, συνθήκες όπως η έλλειψη συντρόφου και η κοινωνική απομόνωση. Ως προς το μορφωτικό επίπεδο, να σημειωθεί ότι το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του ατόμου δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την κατάχρηση οινοπνεύματος. Επίσης, αναφορικά με το φύλο, οι ηλικιωμένοι άνδρες, συγκριτικά με τις γυναίκες, παρουσιάζουν συχνότερα παθολογική χρήση (Fink et al. 1996).

Τέλος, σχετικά με την εμφάνιση του προβλήματος της χρήσης/κατάχρησης οινοπνεύματος σε νεαρά άτομα, τα ευρήματα των σχετικών μελετών υποδεικνύουν τη συσχέτιση ανάμεσα στη συμπεριφορά των γονιών και την υιοθέτηση αντίστοιχων συμπεριφορών από τα παιδιά. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί σύμφωνα με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της μίμησης και ταύτισης του παιδιού με τους γονείς. Η αντίληψη που έχει διαμορφώσει ο ίδιος ο νεαρός χρήστης για τη στάση των γονιών του απέναντι στο οινόπνευμα, είναι εύλογο ότι καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και τη δική του συμπεριφορά και στάση απέναντι στο οινόπνευμα (Λιάππας 1992).

Σχετικά με τους προγνωστικούς παράγοντες στην κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, οι σχετικές  μελέτες σε μαθητές Μέσης Εκπαίδευσης σε σχολεία της Αθήνας, Πάτρας και Ιωαννίνων, αναφέρουν ότι οι βασικοί αιτιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τη μη επιτυχή έκβαση της κοινωνικοποίησης του παιδιού  στο πλαίσιο της οικογένειας ή στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και τη συνακόλουθη ρήξη με τα προβαλλόμενα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Επίσης, σημαντικός παράγοντας αποτελεί η προβολή προτύπων συμπεριφοράς για τη χρήση οινοπνεύματος είτε από την οικογένεια είτε από τους φίλους. Επιπλέον, η πίεση που ασκείται από την κοινωνική ομάδα των συνομηλίκων για χρήση οινοπνευματωδών και ουσιών, καθώς και η ευχάριστη εμπειρία της πρώτης χρήσης, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που ενισχύουν την υιοθέτηση των συμπεριφορών χρήσης/κατάχρησης στο μέλλον (Λιάππας 1992).

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΥ

Οι αρνητικές επιπτώσεις που απορρέουν από την παθολογική εμπλοκή με το οινόπνευμα επιβαρύνουν σοβαρά τη σωματική υγεία και την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα των ατόμων που έχουν εκδηλώσει το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης, γεγονός που έχει ως επακόλουθο την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους (Fink et al. 1996).

Η κλινική εικόνα του εθισμένου από το οινόπνευμα ατόμου συνοδεύεται πολύ συχνά από συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές, καθώς και από αλκοολικής αιτιολογίας οργανικές διαταραχές του εγκεφαλικού ιστού. Επίσης, μετά από σημαντική μείωση ή διακοπή της χρήσης οινοπνεύματος, το άτομο μπορεί να εκδηλώσει στο πλαίσιο του συνδρόμου στέρησης ακόμα και παραλήρημα με ψυχωσικόμορφο περιεχόμενο, και γενικά να παρουσιάσει οργανικές και ψυχικές καταστάσεις που οφείλονται σε τοξίκωση και ενέχουν συχνά ποικίλους κινδύνους για την υγεία του  ατόμου(Λύκουρας 2000). Όσον αφορά στην κλινική εικόνα της αλκοολικής τοξίκωσης, οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν μετά τη χρήση μια προσωρινή κατάσταση κατά τη διάρκεια της οποίας προκαλούνται κατά κύριο λόγο διαταραχές στη συμπεριφορά όπως, π.χ. αιφνίδιες εκδηλώσεις επιθετικότητας, διαταραχές στο επίπεδο των γνωστικών λειτουργιών κ.α. Μολονότι το οινόπνευμα θεωρείται κατασταλτικό του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) , συχνά στην αρχή της μέθης δρα ως διεγερτική ουσία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται υψηλά επίπεδα εγρήγορσης σε διάφορες περιοχές του ΚΝΣ, που ελέγχουν συγκεκριμένες λειτουργίες. Οι επιπτώσεις στο ΚΝΣ είναι πολλές, με σημαντικότερη την αλκοολική αμνησική διαταραχή, η οποία είναι γνωστή και ως σύνδρομο Korsakoff (Λύκουρας 2000).

Οι μακροχρόνιες επιπλοκές στην υγεία που απορρέουν από την παθολογική εμπλοκή με το οινόπνευμα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα διαταραχών που εκτείνεται από ελαφρές διαταραχές, όπως είναι οι κεφαλαλγίες έως πολύ πιο σοβαρές διαταραχές, όπως ασθένειες του ήπατος,(κίρρωση) καρδιολογικά προβλήματα (καρδιομυοπάθειες, αρρυθμίες, καρδιακά επεισόδια κ.α.), γαστρεντερικές διαταραχές (γαστρεντερίτιδα, φλεγμονές του οισοφάγου και του στομάχου κ.α.), μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων καθώς και αβιταμίνωση και σεξουαλική ανικανότητα (Λύκουρας 2000; Schuckit 1998; Romeis et al. 1999). Το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης αποτελεί μια από τις συνήθεις αιτίες για την πρόκληση οξείας παγκρεατίτιδας και συνοδεύεται συχνά από αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης νεοπλασιών, (ήπατος, οισοφάγου, λάρυγγος) σε συχνότητα δεκαπλάσια από αυτή που εμφανίζεται στο γενικό πληθυσμό (Schuckit 1998; Soran et al. 2000). Η πιο σοβαρή αρνητική παράμετρος της παθολογικής χρήσης/κατάχρησης οινοπνεύματος αναφέρεται στη θνησιμότητα, με βασικά αίτια τις καρδιολογικές παθήσεις και τον καρκίνο (Schuckit 1998;Longabaugh et al. 1994).

Εν τούτοις, θεωρείται ότι η ελαφριά έως μέτρια κατανάλωση οινοπνεύματος(έως 2 ποτά την ημέρα για τους άνδρες και 1 για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους) μπορεί να έχει ευεργετικές συνέπειες, καθώς έχει συνδεθεί με την πυκνότητα της οστικής μάζας και την πρόληψη της οστεοπόρωσης. Αναφέρεται, επίσης, ότι η μέτρια χρήση οινοπνεύματος συνδέεται με την αύξηση των επιπέδων των λιποπρωτεϊνών της χοληστερόλης, τη μείωση του κινδύνου στεφανιαίας νόσου, αλλά και τη μείωση του άγχους σε κοινωνικές συναλλαγές (Fink et al. 1996).

Το οινόπνευμα θεωρείται κατασταλτικό και κατά συνέπεια, η συνεχής παθολογική χρήση αυξάνει τις πιθανότητες υποβάθμισης της συναισθηματικής διάθεσης του χρήστη. Επιπλέον, αυξάνεται η πιθανότητα αρνητικών εμπειριών καθώς το εθισμένο άτομο συχνά αναφέρεται στην έλλειψη παροχής κοινωνικής στήριξης και τη συρρίκνωση της λειτουργικότητάς του σε διάφορους κοινωνικούς τομείς. Οι δυσμενείς συνέπειες από τη παθολογική χρήση οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση της συναισθηματικής του κατάστασης. Είναι πιθανό όμως, η διαταραχή ως προς τη συναισθηματική διάθεση να έχει προηγηθεί της χρήσης/κατάχρησης οινοπνεύματος, ενώ με τη συνεχιζόμενη χρήση μπορεί να παρουσιάσει ακόμα περισσότερο σοβαρές επιπλοκές (Foster, Marshall, Peters 2000).

Οι επιπτώσεις από την παθολογική χρήση οινοπνεύματος στο ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο,  είναι δύσκολο να αξιολογηθούν. Σε αρκετές μελέτες η διερεύνηση των επιπτώσεων βασίζεται σε υποκειμενικές αναφορές των συγγενών, ή άλλων ατόμων του περιβάλλοντος του εθισμένου ατόμου. Συχνά, οι εκτιμήσεις αυτές δεν αποτυπώνουν αντικειμενικά την κοινωνική λειτουργικότητα του αλκοολικού ατόμου (Longabaugh et al. 1994). Είναι γεγονός, ότι οι σχετικές περιγραφές των συγγενών των εθισμένων ατόμων αναφέρονται σε ποικίλα κοινωνικά προβλήματα που τα άτομα αυτά δημιουργούν εξαιτίας της αδυναμίας να αντεπεξέλθουν σε κοινωνικούς ρόλους και υποχρεώσεις. Ένας τομέας ο οποίος δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί είναι η συχνά παραπτωματική συμπεριφορά, που εμφανίζουν τα άτομα αυτά στην οποία περιλαμβάνεται και η επικίνδυνη οδήγηση, τα τροχαία ατυχήματα, καθώς και άλλα ατυχήματα, όπως εργατικά ατυχήματα από αμέλεια (π.χ. επεισόδια πυρκαγιάς) (Λιάππας 1992).

Γενικά, αυτό που έχει παρατηρηθεί είναι ότι στα πρώτα στάδια της χρήσης οινοπνεύματος, η λειτουργικότητα του ατόμου μειώνεται κυρίως σε ό,τι αφορά τους ρόλους που σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή. Στη συνέχεια, η αυξανόμενη εμπλοκή στην αλκοολική εξάρτηση, οδηγεί στην προοδευτική μείωση της ικανότητάς του εθισμένου ατόμου να λειτουργήσει στο κοινωνικό περιβάλλον, γεγονός που εκδηλώνεται συχνά με συμπεριφορές αντικοινωνικές και αδιαφορία απέναντι στις δραστηριότητές που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας.

Τέλος, τα ηλικιωμένα άτομα, που κάνουν κατάχρηση  οινοπνευματωδών, παρουσιάζουν αυξημένα προβλήματα υγείας σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο, όπως: ηπατική δυσλειτουργία, περιφερική νεφροπάθεια, άνοια, σύγχυση, κατάθλιψη, αϋπνία, και μείωση της λιβιδινικής ενέργειας. Επιπλέον, τα ηλικιωμένα άτομα που είναι χρήστες έχουν αυξημένες πιθανότητες κατάγματος του ισχίου από πτώσεις και εμφάνισης κακοήθους νεοπλασίας, εγκεφαλικών επεισοδίων, καθώς και ψυχιατρικών συνδρόμων ή άλλων διαταραχών(Fink et al. 1996).

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Στη θεραπεία του συνδρόμου αλκοολικής εξάρτησης εφαρμόζονται πολλών ειδών θεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνονται διαφορετικές ή και αντικρουόμενες. Η κλινική και ερευνητική εμπειρία υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τύπος ασθενούς που πάσχει από το σύνδρομο της αλκοολικής εξάρτησης, ούτε ένα μόνο είδος θεραπευτικής αντιμετώπισης, η οποία να μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις και τις ανάγκες των ατόμων που κάνουν χρήση/κατάχρηση, και εκείνων που είναι εξαρτημένοι.  Επίσης, σε διάφορες φάσεις της «αλκοολικής διαδρομής», φαίνεται να είναι απαραίτητο το εθισμένο άτομο να υποστηρίζεται από διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις και διαφορετικού τύπου  θεραπευτικά πλαίσια (Λιάππας et al. 2003; Longabaugh et al. 1994; Endelson, Mello 1979).

Το πρώτο και ουσιαστικό βήμα στη θεραπεία είναι η διακοπή της χρήσης οινοπνεύματος. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων, καθώς και την κλινική κατάσταση και την επιθυμία του ασθενούς. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο ο ασθενής να ενταχθεί σε ένα θεραπευτικό σχήμα, με στόχο τη διατήρηση της αποχής από το οινόπνευμα, αλλά, κυρίως, την ανάπτυξη απαραίτητων ικανοτήτων και μηχανισμών, έτσι ώστε να «αλλάξει τρόπο ζωής» (Kaplan, Sadock 1998; Endelson, Mello 1985). Σύμφωνα με αυτή την τοποθέτηση, η θεραπεία πρέπει να αποσκοπεί όχι μόνο στην άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της χρήσης, αλλά στην κατάκτηση βαθύτερης αυτογνωσίας, η οποία να οδηγεί στην ψυχική και πνευματική αναδόμηση του πρώην χρήστη (Schuckit 1979; Λιάππας et al. 2000).

Στις περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις, βασικός στόχος κατά το στάδιο της σωματικής απεξάρτησης είναι η διακοπή της χρήσης και στη συνέχεια η σταθερή αποχή από το οινόπνευμα. Σε ορισμένες παρεμβάσεις η αντιμετώπιση στοχεύει ευρύτερα στη μείωση της βλάβης και των αρνητικών επιπτώσεων που προέρχονται από την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του εθισμένου ατόμου. Σε αυτή τη περίπτωση, η προσέγγιση μπορεί να περιλαμβάνει τη βελτίωση της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας, η οποία έχει υποστεί σημαντική έκπτωση εξαιτίας της κατάχρησης /εξάρτησης Endelson, Mello 1985; Λιάππας et al. 2000; Liappas et al. 2002). Η ολιστική θεώρηση στη θεραπεία της αλκοολικής εξάρτησης, αποσκοπεί σε θεραπευτικές ενέργειες, οι οποίες τοποθετούνται πέρα από τη διακοπή της χρήσης και στοχεύουν ευρύτερα στην βελτίωση της λειτουργικότητάς σε βασικούς τομείς και γενικότερα στη αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του πρώην χρήστη Welsh, Buchsbaum, Kaplan 1992; Foster, Marshall, Peters 2000; Endelson, Mello 1985; Patience et al. 1997). Μετά τη διακοπή της χρήσης, χρειάζεται να παρέχεται στο πρώην εθισμένο άτομο μία μακροχρόνια ψυχοκοινωνική υποστήριξη, ώστε να μπορέσει  να αναπτύξει ή να επανακτήσει ικανότητες και να καταστεί λειτουργικό σε κύριους και σημαντικούς τομείς της καθημερινής ζωής (Kaplan, Sadock 1998; Endelson, Mello 1985).

Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις κατά κύριο λόγο οργανώνονται σύμφωνα με το ιατρικοφαρμακευτικό, ψυχοκοινωνικό και ψυχοθεραπευτικό μοντέλο. Ως προς τη διακοπή της χρήσης, οι διαδικασία αυτή πραγματοποιείται ακόμα και στο πλαίσιο ομάδων αυτοβοήθειας. Η απεξάρτηση όμως, σωματική και ψυχολογική, καθώς και η κοινωνική προσαρμογή και ενσωμάτωση του πρώην εθισμένου ατόμου, είναι απαραίτητο να διενεργούνται σε εξειδικευμένα κέντρα και μονάδες δια μέσου επιλεγμένων θεραπευτικών προσεγγίσεων και τεχνικών. Συνοπτικά, οι υπηρεσίες αυτές μπορεί να προσφέρουν: α) ατομική ψυχοθεραπευτική παρέμβαση λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τις δυνατότητες του ατόμου για ψυχοθεραπεία, β) ομαδικού τύπου ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, γ) ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις και ενέργειες για κοινωνική ενσωμάτωση, δ) θεραπευτικές κοινότητες χρηστών, καθώς και ε) υποστήριξη στην οικογένεια του χρήστη είτε σε ατομικό, είτε σε ομαδικό επίπεδο.

Ως προς τη ψυχοθεραπεία σε ατομικό επίπεδο, οι προσεγγίσεις περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο, την υποστηρικτή ψυχοθεραπεία, τη ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικού τύπου, τη γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, και τη ψυχοθεραπεία μείωσης της βλάβης, η οποία αφορά ένα συνδυασμό ψυχοδυναμικής και γνωσιακής προσέγγισης εστιάζοντας στη μείωση της βλάβης από τη χρήση. Ως προς την ομαδική ψυχοθεραπεία οι παρεμβάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τις θεραπευτικές κοινότητες, τις ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών οι οποίες αποτελούν ομάδες αυτοβοήθειας, την ομαδική γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, το ψυχόδραμα, τις τεχνικές δημιουργικής θεραπείας, καθώς και τη θεραπεία δικτύου, η οποία αξιοποιεί την υποστήριξη της οικογένειας και των ατόμων από το περιβάλλον του χρήστη (Λιάππας, Πομίνι 2004).

Η συνηθέστερη ψυχοθεραπευτική μέθοδος για τις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών διαταραχές είναι η ομαδικού τύπου θεραπεία. Ο όρος αυτός διευρυμένος, αναφέρεται και σε ομάδες διεργασίας με κύριο θεραπευτικό παράγοντα την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών, και σε ομάδες ψυχοεκπαιδευτικές και διδακτικές συμπεριφορικών-γνωσιακών δεξιοτήτων. Στην αλκοολική εξάρτηση, η ομαδική προσέγγιση αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στη διακοπή ή μείωση της χρήσης ή στην αντιμετώπιση των σχετιζόμενων με τη χρήση συμπεριφορών και προβλημάτων. Η επικράτηση της ομαδικής θεραπείας οφείλεται στο σχετικά χαμηλό κόστος που απαιτείται για τη λειτουργία ομαδικών παρεμβάσεων, την πεποίθηση ότι τα μέλη μπορούν να ωφεληθούν από την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων με άλλα άτομα που είχαν παρόμοια προβλήματα, καθώς και η ισχυρή επίδραση των βασισμένων σε συνθεραπευόμενους ομάδων όπως οι ΑΑ(Αλκοολικοί Ανώνυμοι). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελετών που εξετάζουν την θεραπευτική αποτελεσματικότητα των διαφόρων προσεγγίσεων, διαφαίνεται ότι η προσθήκη εξειδικευμένης ομαδικής θεραπείας μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της «συνήθους θεραπείας», ενώ δεν διαπιστώνονται διαφορές ως προς την αποτελεσματικότητα μεταξύ ομαδικής και ατομικής θεραπείας, ούτε αναδεικνύεται ένας μεμονωμένος τύπος ομαδικής θεραπείας ως περισσότερο αποτελεσματικός από άλλους.(Weiss et al. 2004)

Ένα στοιχείο μείζονος σημασίας για το σχεδιασμό των κατάλληλων θεραπευτικών στρατηγικών και παρεμβάσεων στην αντιμετώπιση του συνδρόμου της εξάρτησης, είναι το φαινόμενο της συννοσηρότητας και της παράλληλης διάγνωσης (Liappas et al. 2003; Λιάππας et al. 2003). Αρκετοί ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη παροχής ολοκληρωμένων και εξειδικευμένων προγραμμάτων αποτοξίνωσης και απεξάρτησης, στο πλαίσιο των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αποσαφήνιση της διάγνωσης λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο της συννοσηρότητας, καθώς και την απαραίτητη περιγραφή των αρνητικών συνεπειών που έχουν επέλθει από τη χρήση, συμπεριλαμβανόμενης της καταγραφής των προδιαθετικών παθολογικών παραγόντων, οι οποίοι συμμετέχουν στην εγκατάσταση της  εμπλοκής του ατόμου με το οινόπνευμα (Λιάππας 1992; (Seeman, Seeman 1992).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνοπτικά, άμεσος στόχος στη θεραπεία της αλκοολικής εξάρτησης είναι η διακοπή και μόνιμη αποχή από το οινόπνευμα. Στη συνέχεια, η θεραπεία χρειάζεται να αποσκοπεί γενικότερα στη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας του πρώην χρήστη καθώς και στην ανάπτυξη μιας νέας στάσης απέναντι στη χρήση οινοπνεύματος και την υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ζωής (Longabaugh et al. 1994; Λιάππας et al. 2000; Liappas et al. 2002; Daeppen et al. 1998). Θεραπευτικές προσπάθειες που στοχεύουν μονόπλευρα στον απεθισμό παραβλέποντας την αναγκαιότητα τροποποίησης του «αλκοολικού» τρόπου σκέψης στο πλαίσιο του οποίου έχει «ασκηθεί» το αλκοολικό άτομο κατά τη διάρκεια της εξάρτησής του, καταλήγουν συνήθως σε αποτυχία (Λιάππας et al. 2003; Seivewright 2001). Συνεπώς, σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, η βελτίωση της λειτουργικότητας του ασθενούς και η ανάπτυξη ενός νέου τρόπου θεώρησης του εαυτού και της ζωής, αποτελούν το σημαντικά σημεία της θεραπείας. Η θετική συσχέτιση ανάμεσα στη  συντήρηση της διακοπής του  οινοπνεύματος και τη βελτίωση της λειτουργικότητας του ασθενούς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο ο διττός αυτός στόχος είναι μια επιλέξιμη περιοχή της θεραπείας, η οποία πραγματοποιείται μέσω συγκεκριμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων και τεχνικών και αντανακλάται στη στάση των εμπλεκόμενων στη θεραπεία θεραπευτών. Αν λοιπόν μία θεραπεία αποσκοπεί στην επιτυχή αποχή από το οινόπνευμα και παράλληλα προωθεί τη βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων του ασθενούς, η σχέση αυτή χρειάζεται να διερευνηθεί στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της θεραπείας και είναι αναμενόμενο να διαφανεί στα θεραπευτικά αποτελέσματα.

Τέλος, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της θεραπευτικής παρέμβασης, είναι χρήσιμο να περιλαμβάνει όχι μόνο τα δεδομένα της χρήσης (π.χ. η διακοπή), αλλά και τις αλλαγές ως προς την λειτουργικότητα και γενικότερα τη ποιότητα ζωής του εξαρτημένου από το οινόπνευμα ατόμου. Η αξιολόγηση μπορεί να αναφέρεται σε ορισμένους τομείς στους οποίους επικεντρώνεται η προσπάθεια μιας συγκεκριμένης θεραπείας, όπως διάφορες διαστάσεις της ποιότητας ζωής και της λειτουργικότητας στις οποίες ο πρώην χρήστης παρουσιάζει έκπτωση (Daeppen et al. 1998). Επίσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης, είναι χρήσιμο να εξετάζονται παράλληλα με τις υποκειμενικές αναφορές των χρηστών σχετικά με τη διακοπή ή τη μείωση της χρήσης, ή τις ποικίλες αρνητικές επιπτώσεις, οι απόψεις και εκτιμήσεις άλλων ατόμων από το περιβάλλον τους. Η μεθοδευμένη, αντικειμενική και πολύπλευρη εκτίμηση των στοιχείων που αφορούν στη χρόνια χρήση/κατάχρηση οινοπνεύματος και τα ποικίλα προβλήματα που συναρτώνται με την εξάρτηση είτε ως προδιαθεσικοί παράγοντες, είτε ως συνέπεια της χρήσης, αποτελούν μια εκτεταμένη θεματολογία αξιολόγησης που χρειάζεται να πραγματοποιείται στο πλαίσιο της θεραπευτικής αντιμετώπισης.

Εν κατακλείδι, η κλινική εμπειρία και η έρευνα σε αυτόν τον τομέα αναδεικνύουν την αναγκαιότητα παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο ενός σφαιρικού σχήματος θεραπείας, με άξονα όχι μόνο τη ρύθμιση της χρήσης, αλλά την αναβάθμιση της λειτουργικότητας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της υγείας του πρώην χρήστη. Το εξαρτημένο από το οινόπνευμα άτομο πέρα από τη διακοπή της χρήσης, χρειάζεται να αναπτύξει, ή να επανακτήσει ικανότητες και δεξιότητες, να δημιουργήσει νέες και κατάλληλες κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, και να αναδυθεί σε μία μακροχρόνια διαδικασία αναπλαισίωσης της ψυχικής και της κοινωνικής του ζωής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. American Psychiatric Association (1994) Diagnostic and statistical manual of mental disorders. 4th American Psychiatric Association, Washington DC.
  2. Brennan, P.L, Moos, R.H. (1990) Life stressors, social resources, and late-life problem drinking. Psychological Aging, 5, 314-325.
  3. Daeppen, J.B., Krieg, M.A., Burnand, B., Yersin, B. (1998) MOS-SF-36 in evaluating health-related quality of life in alcohol-dependent patients. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 24(4), 685-694.
  4. Endelson, J.H., & Mello, N.K.(1985) The diagnosis and treatment of alcoholism. McGraw-Hill, New York.
  5. Fink, A., Hays, R.D., Moore, A.A., & Beck, J.C. (1996) Alcohol-related problems in older persons: determinants, consequences, and screening. Archives of International Medicine, 156, 1150-1156.
  6. Foster, J.H., Marshall, E.J., & Peters, T.J. (2000) Application of a quality of life measure, the Life Situation Survey (LSS), to alcohol – dependent subjects in relapse and remission. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 24(11), 1687-1692.
  7. Hibell, B., Andersson, B., Ahlstrom, S., Balakireva, O., Bjarnasson, T., Kokkevi, A., & Morgan, A. (2000) The 1999 ESPAD Report. The European School Survey Project on Alcohol and Other Drugs, Stockholm.
  8. Kaplan, H.I., & Sadock, B.J. (1998) Alcohol-related disorders. In: Kaplan, H.J., Sadock, B.I., (eds) Synopsis of psychiatry, 8th Williams and Wilkins, Baltimore, 391-407.
  9. Kokkevi, A., Terzidou, M., Politicou, K., & Stefanis, C. (2000) Substance use among high school students in Greece: outburst of illicit drug use in a society under change. Drug and alcohol dependence, 58, 181-188.
  10. Leshner, Al. (1997) Drug abuse and addiction treatment research. The next generation. Gen. Psychiatry, 54, 691-693.
  11. Liappas, J., Paparrigopoulos, T., Tzavellas, E., & Christodoulou, G. (2003) Alcohol detoxification and social anxiety symptoms: a preliminary study of the impact of mirtazapine administration. Journal of Affective Disorders, 76, 279-284.
  12. Liappas, J., Paparrigopoulos, T., Tzavellas, E., & Christodoulou, G. (2002) Impact of alcohol detoxification on anxiety and depressive symptoms. Drug and Alcohol Dependence, 68, 215-220.
  13. Longabaugh, R., Mattson, M.E., Connors, G.J,, & Cooney, N.L.(1994) Quality of life as an outcome variable in alcoholism treatment research. Journal of Studies on Alcohol, 55 (12), 119-129.
  14. McKenna, M., Chick, J., Buxton, M., Howlett, H., Patience, D., & Ritson, B. (1996) The Seccat Survey: I. The costs and consequences of alcoholism. Alcohol and Alcoholism , 31:6, 565-576.
  15. Murphy, G.D., & Wetzel, R.D. (1990) The lifetime risk of suicide in alcoholism. Archives of General Psychiatry, 47, 383-392.
  16. National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism (NIAAA) http://www.niaaa.nih.gov/faq/fag.htm (4/08/05
  17. Paparrigopoulos, T., Liappas, J., Economou, D., Fafouti, S., & Christodoulou, G. (2000) Comorbidity of alcohol abuse/dependence with social anxiety disorder reduction of social anxiety symptoms after treatment. 5th ENCP Regional Meeting, St. Petersbourg, Russia.
  18. Patience, D., Buxton, M., Chick, J., Howlett, H., McKenna, M., & Ritson, B. (1997) The SECCAT Survey: II. The Alcohol Related Problems Questionnaire as a proxy for resource costs and quality of life in alcoholism treatment. Alcohol and Alcoholism, 32(1), 79-84.
  19. Romeis, J.C., Waterman, B., Scherrer, J.F., Goldberg, J., Eisen, S.A., Heath, A.C. et al. (1999) The impact of sociodemographics, comorbidity and symptom recency on health-related quality of life in alcoholics. Journal of Studies on Alcohol, 60(5), 653-662.
  20. Schuckit, M.A. (1979) Drug and alcohol abuse, a clinical guide to diagnosis and treatment. Plenum Medical Book Company, New York.
  21. Schuckit, M.A. (1998) Alcohol and alcoholism. In: Harrison (ed) Principles of internal medicine. 14th McGraw-Hill, ΝΥ, 2503-2508.
  22. Seeman, M., & Seeman, A.Z. (1992) Life strains, alienation, and drinking behavior. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 16, 199-205.
  23. Seivewright, N. (2001) Community treatment of drug misuse: more than methadone. Cambridge University Press, United Kingdom.
  24. Soran, A., Chelluri, L., Lee, K.K.W., & Tisherman, S.A. (2000) Outcome and quality of life of patients with acute pancreatitis requiring intensive care. Journal of Surgical Research, 91, 89-94.
  25. Weiss, R.D., Jaffee, W. B., Menil, V.P., & Cogley, C.B. (2004) Group Therapy for substance Use Disorders: What do we Know?. Harvard Rev. Psychiatry, 12:6, 339-350.
  26. Welsh, J.A., Buchsbaum, D.G., & Kaplan, C.B. (1992) Quality of life of alcoholics and non-alcoholism: does excessive drinking make a difference in the urban setting? Quality of Life Research, 16, 199-205.
  27. World Health Organization (1992) International classification of diseases and related health problems.10th Vol 1: Tabular list. Vol 2: Instruction manual. Vol 3: Index. WHO, Geneva.
  28. World Health Organization (1992). The ICD-10 classification of mental and behavioural disorders: clinical descriptions and diagnostic guidelines. Geneva: World Health Organization.
  29. World Health Organization (2001) Global status report on alcohol. WHO/NCD/MSD/2001.2.
  30. World Health Organization (2002). http://www.who.int/substance_abuse/facts/en/ (4/08/2005

www.4woman.gov (4/08/05)

  1. Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία, ΕΚΤΕΠΝ (2003) Ετήσια έκθεση για την κατάσταση των ναρκωτικών στην Ελλάδα κατά το 2002, ΕΠΙΨΥ, Αθήνα.
  2. Κονταξάκης, Β., Χαβάκη-Κονταξάκη, Μ., & Χριστοδούλου, Γ. (1994) Απόπειρες αυτοκαταστροφής σε άτομα με κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών. Εις: Χριστοδούλου Γ, Κονταξάκης Β (επιμ εκδ): Θέματα προληπτικής ψυχιατρικής (Τόμος 1). Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής, Αθήνα, 247-251.
  3. Λιάππας, Γ.Α. (1992) Ναρκωτικά: εθιστικές ουσίες, κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. Eκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
  4. Λιάππας, Ι. (2000) DSM-IV τύπου ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις προκαλούμενες από κατάχρηση εθιστικών ψυχοτρόπων ουσιών. 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, Κύπρος, Τόμος Περιλήψεων: 9.
  5. Λιάππας, Ι., Μέλλος, Ε., Πέππας, Ε., Θεοτοκά, Ι., & Χριστοδούλου, Γ. (2002) Σύγκριση θεραπευτικής αποτελεσματικότητας του προγράμματος «ΑΘΗΝΑ» μεταξύ χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών και χρηστών οινοπνεύματος. 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, Χαλκιδική, 19-23 Απριλίου 2002, Τόμος Περιλήψεων: Ρ37.
  6. Λιάππας, Ι., Μέλλος, Ε., Πομίνι, Β., Πέππας, Ε., Παπαβασιλείου, Π., Θεοτοκά, Ι. (2000) και συν. Δραστηριότητες της στεγνής ανοικτής ψυχοθεραπευτικής μονάδας απεξάρτησης της Ψυχιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών «Αθηνά» κατά τον 1ο χρόνο λειτουργίας της. 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, Κύπρος, Τόμος Περιλήψεων: 77 (περίληψη ΑΑ083).
  7. Λιάππας, Ι., Παπαρρηγόπουλος, Θ., Τζαβέλλας, Η., & Χριστοδούλου, Γ.Ν. (2001) Συννοσηρότητα και ουσιοεξάρτηση: σύγχρονες απόψεις. Ψυχιατρική, 12:3), 215-222.
  8. Λιάππας, Ι., Παπαρρηγόπουλος, Θ., Τζαβέλλας, Η., Κοντοάγγελος, Κ., Καρύδης, Χ., & Ραμπαβίλας, Α. (2003) Αλκοολισμός και συννοσηρότητα: διάγνωση και αντιμετώπιση στο πλαίσιο του προγράμματος «ΑΘΗΝΑ». Εξαρτήσεις, 4.
  9. Λιάππας, Ι., Πομίνι Β. (επιμ), (2004), Ουσιοεξάρτηση, Σύγχρονα θέματα, ITACA.
  10. Λύκουρας, Λ. (2000). Οινοπνευματώδη. Εις: Χριστοδούλου ΓΝ. και συν. (επιμ εκδ) Ψυχιατρική (1ος Τόμος). εκδόσεις Βήτα, Αθήνα, 226-233.
  11. Μadianos, M., Gefou-Madianou, D., & Stefanis, C.(1994) Adolescent drinking and alcohol-related problems in a nationwide general population. The International Journal of the Addictions, 29:12, 1581-1599.
  12. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (1993) Ταξινόμηση ICD-10 ψυχικών διαταραχών και διαταραχών της συμπεριφοράς. Απόδοση στα ελληνικά και επιμέλεια: Στεφανής, Κ., Σολδάτος, Κ., Μαυρέας, Β., (Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας). εκδόσεις Βήτα, Αθήνα.
  13. Παπαδόδημα, Σ. (2001) Οινόπνευμα και άλλες ψυχοδραστικές ουσίες στο οδικό ατύχημα. Διδακτορική Διατριβή. Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα.
  14. Τhe National Women’s Health Information Center- NWHIC
  15. Υφαντής, Θ., Κούτρας, Β., Καφετζόπουλος, Ε., & Μαρσέλος, Μ.(1990) Οικογενειακοί, εκπαιδευτικοί, προσωπικοί και γενικότεροι κοινωνικοί παράγοντες ως προγνωστικοί δείκτες της χρήσης και της κατάχρησης οινοπνευματωδών ποτών από μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης. Ιατρική, 58:3, 264-272.

Print Friendly, PDF & Email