Aγχώδης και Αποφευκτικη Προσκόλληση στις Διαπροσωπικές σχέσεις ατόμων με ουσιοεξαρτήσεις: Συγκριτική μελέτη σε εξαρτημένα άτομα είτε απο αλκοόλ είτε από κοκαΐνη και σε άτομα του γενικού πληθυσμού χωρίς εξάρτηση

[1]Άννα Τροβά, [2]Θωμάς Παπαρρηγόπουλο, [3]Ηλίας Τζαβέλλας, [4]Ιωάννης Λιάππας, [5]Μαρία Τζινιέρη-Κοκκώση

DOI: https://doi.org/10.57160/OQQS3031

Περίληψη

Στόχος: Η παρούσα μελέτη έχει στόχο τη συγκριτική διερεύνηση τύπων προσκόλλησης στις ενήλικες διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ ατόμων εξαρτημένων είτε από αλκοόλ, είτε από κοκαΐνη και ατόμων του γενικού πληθυσμού χωρίς εξάρτηση από κάποια ουσία.

Μέθοδος: Το δείγμα αποτελείται από 60 συμμετέχοντες, εκ των οποίων 20 παρουσίαζαν εξάρτηση από κοκαΐνη και 20 από αιθανόλη, ενώ 20 άτομα χωρίς εξάρτηση από κάποια ουσία, αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι τρεις ομάδες επελέγησαν έτσι ώστε να παρουσιάζουν αντιστοιχία ως προς το φύλο, την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο. Η έρευνα διεξήχθη στη ψυχοθεραπευτική μονάδα απεξάρτησης της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ και του ΟΚΑΝΑ, Πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ». Στους επιλεγέντες χορηγήθηκε η Αναθεωρημένη Κλίμακα για τα Βιώματα στις Κοντινές Σχέσεις (Revised Experiences in Close Relationships, G-ECR-R) η οποία εξετάζει τους τύπους προσκόλλησης στο πλαίσιο του σχετίζεσθαι.

Αποτελέσματα: Οι διαφορές ως προς τις μετρήσεις που αφορούν τον τύπο προσκόλλησης διαπιστώνονται ανάμεσα στο σύνολο των 40 ουσιοεξαρτώμενων ατόμων και της ομάδας ελέγχου, ενώ δεν διαπιστώνονται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων εξαρτημένων ατόμων. Συγκεκριμένα, τα άτομα χωρίς πρόβλημα ουσιοεξάρτησης φάνηκαν να έχουν την τάση προς χαμηλότερα επίπεδα αγχώδους, αλλά κυρίως αποφευκτικής προσκόλλησης σε σύγκριση με το σύνολο των εξαρτημένων ατόμων από αλκοόλ ή κοκαΐνη (p<0.05).

Συμπεράσματα: Η υπόθεση ότι ουσιοεξαρτημένα άτομα εκδηλώνουν συμπεριφορές άγχους και αποφυγής στο τρόπο του σχετίζεσθαι, φαίνεται να έχει ισχύ. Οι εν λόγω διαστάσεις θεωρείται ότι διασυνδέονται με ψυχοσυναισθηματικά ελλείμματα κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία αυτών των ατόμων, και σχετίζονται με την παρεμπόδιση ανάπτυξης ασφαλούς δεσμού του βρέφους με τη μητέρα και, στην συνέχεια, με εγκατάσταση [6]ανασφαλούς τύπου προσκόλλησης και επανάληψη αυτού του τύπου στο σχετίζεσθαι των ενήλικων διαπροσωπικών σχέσεων. Οι συνακόλουθες δυσκολίες αυτών των ατόμων διαφαίνονται όχι μόνο ως προς τη δέσμευση στις ενήλικες διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και στη διατήρηση της θεραπευτικής σχέσης και της θεραπείας γενικότερα. Συνεπώς, τα ευρήματα της μελέτης είναι χρήσιμα στην κατανόηση των αιτίων της μη συνεργασίας των εξαρτημένων ατόμων στη διαδικασία απεξάρτησης και αναδεικνύουν τη σημασία των επανορθωτικών βιωμάτων στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής σχέσης ή της ιατρικής σχέσης γενικότερα.

Λέξεις κλειδιά: Προσκόλληση, Αλκοολική εξάρτηση, Εξάρτηση από κοκαΐνη

 

 Εισαγωγή

Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ του τύπου της προσκόλλησης/πρόσδεσης στο σχετίζεσθαι και της ουσιοεξάρτησης από την αιθανόλη ή την κοκαΐνη είναι σπάνια στη διεθνή, καθώς και στην ελληνική βιβλιογραφία. Στην ελληνική βιβλιογραφία η προσκόλληση έχει μελετηθεί σε εφήβους σε σχέση με άλλες μεταβλητές, όπως το άγχος αποχωρισμού και τις αντιλήψεις των εφήβων για τις σχέσεις τους, οι οποίες λειτουργούν ως παράγοντας πρόβλεψης της επιθετικότητας (1, 2). Περιορισμένος είναι και ο αριθμός ξενόγλωσσων μελετών που αναφέρονται στην προσκόλληση στις ενήλικες σχέσεις και την εξάρτηση από την αιθυλική αλκοόλη (3-6). Σύμφωνα μάλιστα με τη βιβλιογραφική μας αναζήτηση, δεν υπάρχουν μελέτες όσον αφορά στην σχέση της ενήλικης προσκόλλησης και της εξάρτησης από την κοκαΐνη. Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που διερευνούν τη σχέση της προσκόλλησης και της χρήσης ουσιών σε άλλες ηλικιακές ομάδες, όπως στην εφηβεία, (7) την σχέση της προσκόλλησης και της έκθεσης των παιδιών στην χρήση ουσιών από τους γονείς (8, 9) τους νευροαναπτυξιακούς κινδύνους σε παιδιά που έχουν εκτεθεί ενδομητρίως στη χρήση κοκαΐνης (10), τις συνέπειες της χρήσης κοκαΐνης στην παροχή της μητρικής φροντίδας (11) και την σχέση της προσκόλλησης με άλλες παραμέτρους, όπως η υγεία (12).

Ο ρόλος της προσκόλλησης / πρόσδεσης στην ανάπτυξη του παιδιού

Η προσκόλληση/πρόσδεση, ο ιδιαίτερος δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και το πρόσωπο που το φροντίζει, θεωρείται σημαντικός τόσο για την επιβίωση όσο και για τη μετέπειτα σωματική και ψυχική του ανάπτυξη (13). Οι πρώιμες εμπειρίες του βρέφους έχουν σημαντική διαπλαστική επίδραση στη ανάπτυξη της προσωπικότητας και επιδρούν στη μεταγενέστερη ψυχική και σωματική υγεία, στην κοινωνική προσαρμογή και γενικότερα στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου (14). Σύμφωνα με τη Θεωρία της Προσκόλλησης, την οποία εισήγαγε ο Bowlby (1969) οι πρώιμες εμπειρίες με τα άτομα που παρέχουν την πρωταρχική βρεφική φροντίδα μετασχηματίζονται σε ενδοψυχικές αναπαραστάσεις του τρόπου του σχετίζεσθαι και σταθεροποιούνται κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (15-18). Τα εσωτερικευμένα αυτά μοντέλα σχέσεων περιλαμβάνουν πεποιθήσεις για τον εαυτό και τους άλλους (π.χ. γονείς-φροντιστές) και τη φύση των σχέσεων αυτών (14) μέσω των οποίων παράγονται κανόνες που χρησιμοποιούνται προκειμένου να καθοδηγήσουν τη μετέπειτα συμπεριφορά στο τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων (13, 14, 17, 19-21). Η δημιουργία αυτών των εσωτερικών σχημάτων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων προκύπτει από επαναλαμβανόμενες αλληλεπιδράσεις με τους γονείς-φροντιστές και προσδιορίζονται από την γονική ανταπόκριση στις ανάγκες των παιδιών κατά τη διάρκεια επεισοδίων απογοήτευσης/ματαίωσης και θλίψης (13,17,20,22). Οι εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις σχέσεων θεωρούνται ότι λειτουργούν ως φίλτρα για τις μελλοντικές σχέσεις και διαπροσωπικές εμπειρίες στην ενήλικη ζωή (14, 16, 17, 23, 24).

Σύμφωνα με το Διεθνές Πρόγραμμα Περιγραφής της Σεξουαλικότητας (International Sexuality Description Project-ISDP) που διεξήχθη σε 62 διαφορετικά πολιτισμικά σημεία-πλαίσια, τα άτομα που εκτέθηκαν σε πρώιμες κοινωνικές εμπειρίες, οι οποίες εμπεριείχαν έντονο στρες, όπως η παροχή ασυνεπούς και χωρίς ευαισθησία γονικής φροντίδας, η έλλειψη επαφής με τη μητέρα κατά τη νηπιακή ηλικία, τα καταπιεστικά φυσικά περιβάλλοντα και οι οικονομικές δυσκολίες, τείνουν να αναπτύσσουν τύπους μη ασφαλούς συναισθηματικής προσκόλλησης συνδεόμενοι στην ενήλικη ζωή με βραχείας διάρκειας σεξουαλικές σχέσεις, μεγαλύτερο βαθμό υπογονιμότητας και περιορισμένο βαθμό προσωπικής ανάπτυξης (25-27).

Οι αρνητικές εμπειρίες στο πλαίσιο της σχέσης μητέρας-βρέφους κατά την πρώιμη ηλικία, ενδέχεται να αυξήσουν την πιθανότητα της χρήσης και κατάχρησης ουσιών κατά την εφηβική και ενήλικη ζωή. Συγκεκριμένα, η κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία και τα τραυματικά γεγονότα προδιαθέτουν σε συμπεριφορές καπνίσματος και χρήση αλκοόλ κατά την εφηβική ηλικία, και κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, αλκοολισμό και χρήση ουσιών στην ενήλικη ζωή (28, 29). Επιπρόσθετα, σύγχρονες έρευνες υποστηρίζουν ότι η ανασφαλής προσκόλληση συσχετίζεται με τη μειωμένη ικανότητα του ατόμου για τη βίωση και την έκφραση των συναισθημάτων, την αλεξιθυμία, την επιβλαβή χρήση αλκοόλ και την αλκοολική εξάρτηση (3, 30, 31), καθώς η χρήση αλκοόλ μέσω της αγχολυτικής του επίδρασης ενδέχεται να ενισχύει την αποφυγή συναισθημάτων απόρριψης (32).

Αντίθετα, άτομα που προέρχονται από οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα με χαμηλότερο στρες, θα αναπτύξουν περισσότερο ασφαλείς τύπους συναισθηματικής προσκόλλησης συνδεόμενους με την ανάπτυξη μακρόχρονων συναισθηματικών, ερωτικών και αναπαραγωγικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή (35-37). Η ασφαλής προσκόλληση γίνεται αντιληπτή ως η σχετική απουσία αγχώδους και αποφευκτικής προσκόλλησης (36) στις ενήλικες διαπροσωπικές σχέσεις και θεωρείται ότι σχετίζεται με την προσαρμοστική ικανότητα του ατόμου, ενώ η ανασφαλής προσκόλληση συνδέεται με την δυσπροσαρμοστική ρύθμιση του συναισθήματος (37).

 

Αγχώδης και αποφευκτική προσκόλληση

Η αγχώδης μορφή προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται από ανησυχία στο ενδεχόμενο αποχωρισμού, εγκατάλειψης, ανεπαρκούς αγάπης, ανησυχία για την διαθεσιμότητα και ανταπόκριση των άλλων και για το αν έχουν επενδύσει επαρκώς στην σχέση (38), καθώς και ενεργοποίηση της συμπεριφοράς προσκόλλησης (36) και προσπάθεια εξασφάλισης της διαθεσιμότητας των άλλων (19).

Κατά την παιδική ηλικία, το αγχώδες και ανασφαλές παιδί, μπορεί να είναι πιο έντονα προσκολλημένο στην μητέρα του σε σύγκριση με ένα χαρούμενο, ασφαλές παιδί που φαίνεται να την θεωρεί περισσότερο «δεδομένη» (39). Στην περίπτωση που η αλληλεπίδραση μητέρας-παιδιού καταλήγει συχνά σε σύγκρουση, η κάθε πλευρά της δυάδας είναι πιθανό να επιδεικνύει περιστασιακά έντονο άγχος ή στεναχώρια, ειδικά όταν αντιλαμβάνεται ότι το άλλο μέλος είναι απορριπτικό (13).

Η εμπειρία των παιδιών που μεγαλώνουν με την αγχώδη διάσταση στην σχέση τους με το άτομο που τους παρέχει φροντίδα χαρακτηρίζεται από αισθήματα αβεβαιότητας για τη γονική υποστήριξη, αλλά και από συγκαλυμμένες, αλλά ισχυρά διαστρεβλωμένες πιέσεις προς στο παιδί να λειτουργεί ως «φροντιστής» για τον γονέα (19). Επιπλέον, απειλές εγκατάλειψης του παιδιού, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν και απειλές αυτοκτονίας, επιτείνουν την ανάπτυξη άγχους αποχωρισμού και αγχώδους προσκόλλησης (19).

Επιπλέον, σε ενήλικα άτομα που παρουσιάζουν εξαρτητική ψυχοπαθολογία, η πριν από τη θεραπεία εκτίμηση της προσκόλλησης, αλλά και άλλων παραμέτρων όπως της αλεξιθυμίας και της επιθυμίας για χρήση αλκοόλ, μπορεί να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη θεραπεία απεξάρτησης από το αλκοόλ (4). Συγκεκριμένα, προσεγγίζοντας θεραπευτικά την αγχώδη προσκόλληση στις ενήλικες σχέσεις ενδέχεται να περιοριστεί η επιθυμία για αλκοόλ και να βελτιωθεί η κοινωνική και εργασιακή λειτουργικότητα (4).

Ως προς την αποφευκτική μορφή προσκόλλησης, έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που αποφεύγουν την επαφή ή την αλληλεπίδραση με το άτομο που τους παρέχει φροντίδα, όταν βρίσκονται σε συνθήκη επανασύνδεσης ύστερα από σύντομο διάστημα αποχωρισμού και σε συνθήκες στρες, ελαχιστοποιούν την έκφραση των αρνητικών τους συναισθημάτων. Στην ενήλικη ζωή, τα άτομα αυτά θεωρείται ότι έχουν προσκολληθεί με αποφευκτικό τρόπο (14). Σύμφωνα με την Ainsworth (39), ο αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης σχετίζεται με απορριπτικές ή αδιάφορες ανταποκρίσεις στα μηνύματα του βρέφους, ειδικά όταν τα βρέφη εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα, ενώ στο βάθος του αποφευκτικού τύπου προσκόλλησης υπάρχει αναξιόπιστη, ασυνεπής γονική φροντίδα.

Η αποφευκτική προσκόλληση στις ενήλικες σχέσεις χαρακτηρίζεται από υποτίμηση της σημασίας των στενών σχέσεων, αποφυγή της οικειότητας, της εξάρτησης και της ανάπτυξης αισθημάτων εμπιστοσύνης, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται η έντονη τάση για αυτάρκεια και σχετική αδρανοποίηση της συμπεριφοράς προσκόλλησης (36,38). Επίσης, έχει βρεθεί συσχέτιση μεταξύ της αποφευκτικής προσκόλλησης στις ενήλικες σχέσεις και της έλλειψης αυτοαποκάλυψης (42, 43). Από την πλευρά της ψυχοπαθολογίας, άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας που τυπικά χαρακτηρίζονται από απουσία συναισθηματικών σχέσεων, αρκετά συχνά παρουσιάζουν εξάρτηση από την αιθυλική αλκοόλη (44). Είναι γνωστή η συννοσηρότητα μεταξύ της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και των διαταραχών χρήσης ουσιών, η οποία συνδέεται με σοβαρότερη και δυσμενέστερη έκβαση στην ψυχοθεραπεία (45).

Τέλος, διάφοροι κοινωνικοδημογραφικοί και ψυχοπιεστικοί παράγοντες, ειδικά αν συσσωρευτούν, μπορεί να επηρεάσουν το άτομο που παρέχει φροντίδα στο παιδί, και συνεπώς, τον τρόπο σχετίζεσθαι του γονέα με το παιδί, καθώς και την ανατροφή του παιδιού (46). Συγκεκριμένα, το εισόδημα και το μέγεθος της οικογένειας, η ηλικία των γονέων και η εκπαίδευση, τα μείζονα στρεσογόνα γεγονότα, όπως η απώλεια ενός γονέα, η γέννηση ενός αδερφού, η σοβαρή ασθένεια, οι συζυγικές σχέσεις και η ψυχική κατάρρευση του γονέα, μπορεί να επηρεάζουν την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και τον τύπο της προσκόλλησης του παιδιού προς τον γονέα που παρέχει την φροντίδα (47-52). Ως προς τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις σε γονείς που χαρακτηρίστηκαν να βιώνουν κάποια ψυχοπιεστική κατάσταση, αναφέρεται ως παράδειγμα τα προγράμματα επίσκεψης επαγγελματιών ψυχικής υγείας στο σπίτι, τα οποία ήταν πολύ υποβοηθητικά για τις μητέρες που είχαν κατάθλιψη, αλλά και μητέρες που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας (40), καθώς παρείχαν ενίσχυση ως προς τη μητρική ευαισθησία προς τα μηνύματα του παιδιού.

Η παρούσα μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη τη πενιχρή βιβλιογραφία αναφορικά με την προσκόλληση στις ουσιοεξαρτήσεις, έθεσε ως σκοπό τη διερεύνηση του τύπου της ενήλικης προσκόλλησης σε άτομα που παρουσιάζουν εξάρτηση από αλκοόλ ή κοκαΐνη, ώστε να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ευκρίνεια τα πιθανά ελλείμματα στις ενήλικες σχέσεις των ουσιοεξαρτημένων ατόμων αναφορικά με την αγχώδη ή την αποφευκτική προσκόλληση. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο σχεδιασμό και στην παροχή κατάλληλων θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Μέθοδος

Οι συμμετέχοντες στην παρούσα μελέτη είναι άτομα που εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες: α) εξαρτημένα από την αιθυλική αλκοόλη, β) εξαρτημένα από την κοκαΐνη και γ) άτομα του γενικού πληθυσμού χωρίς εκδηλώσεις ουσιοεξάρτησης. Οι δύο ομάδες εξαρτημένων ατόμων προέρχονται από τους συμμετέχοντες στη στεγνή ανοικτή ψυχοθεραπευτική μονάδα απεξάρτησης, Πρόγραμμα «Αθηνά». Εξ αυτών, 20 ήταν εξαρτημένοι από το αλκοόλ και 20 από την κοκαΐνη, σύμφωνα με τα κριτήρια του DSM-IV (53). Επιπλέον, συμμετείχαν 20 άτομα προερχόμενα από το γενικό πληθυσμό, τα οποία κατά δήλωση δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα ουσιοεξάρτησης και ως εκ τούτου αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.

Αρχικά κλήθηκαν να λάβουν μέρος στη μελέτη όσα άτομα απευθύνθηκαν στο Πρόγραμμα «Αθηνά» για απεξάρτηση από την κοκαΐνη από το 2007 και μετά. Η ενημέρωση για τη διεξαγωγή της μελέτης έγινε τηλεφωνικά, ανεξάρτητα αν είχαν διακόψει ή ολοκληρώσει τη θεραπεία τους. Από το σύνολο των εξαρτημένων από την κοκαΐνη (40 άτομα) που προσεγγίστηκαν, 11 άτομα δεν βρέθηκαν (δεν ήταν σε ισχύ οι τηλεφωνικοί τους αριθμοί, οι συγγενείς τους δεν γνώριζαν ή δεν επιθυμούσαν να ενημερώσουν για την αλλαγή των τηλεφωνικών τους αριθμών), 9 δεν ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν και ένα είχε αποβιώσει.

Στη συνέχεια έγινε αντιστοίχιση της ομάδας αυτής (φύλο, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο) με άτομα που είχαν διάγνωση αλκοολικής εξάρτησης και με μη ουσιοεξαρτημένα άτομα από το γενικό πληθυσμό. Δεν υπήρξαν αρνήσεις από τα άτομα των ομάδων αυτών.

Πριν τη χορήγηση των ερωτηματολογίων, δόθηκε στους συμμετέχοντες έντυπο συγκατάθεσης και ενημέρωσης ως προς την εθελοντική συμμετοχή στη μελέτη και την ανωνυμία των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια. Επίσης, τονίστηκε ότι θα παρέχεται η δυνατότητα ενημέρωσης για τα αποτελέσματα της μελέτης και ότι η απόφαση μη συμμετοχής δεν θα είχε επιπτώσεις στην ενδεχόμενη συνεργασία του εξαρτημένου ατόμου με το πλαίσιο.

 

Ερωτηματολόγια

Χορηγήθηκε η Αναθεωρημένη Κλίμακα για τα Βιώματα στις Κοντινές Σχέσεις (Revised Experiences in Close Relationships, G-ECR-R) των Fraley, Waller, και Brennan (54), της οποίας η εγκυρότητα και η αξιοπιστία υποστηρίζεται από μελέτες στον ελληνικό πληθυσμό (55). Αποτελείται από 36 ερωτήσεις. Η βαθμολόγηση γίνεται σε επταβάθμια κλίμακα τύπου Likert. Οι 18 ερωτήσεις με μονή αρίθμηση αποτελούν την υποκλίμακα της αποφυγής (avoidance) στις διαπροσωπικές σχέσεις και υποδηλώνουν την ύπαρξη αρνητικής εικόνας για τους άλλους, και οι υπόλοιπες 18 με ζυγή αρίθμηση αποτελούν την υποκλίμακα του άγχους (anxiety) στις σχέσεις και υποδηλώνουν την ύπαρξη αρνητικής εικόνας για τον εαυτό (36). Επίσης, χορηγήθηκε έντυπο για την συλλογή των κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων.

 

Στατιστική ανάλυση

Εφαρμόστηκε η δοκιμασία Kolmogorov-Smirnov Test στο σύνολο του δείγματος, αλλά και σε κάθε ερευνητική ομάδα ξεχωριστά, για τον έλεγχο της κανονικότητας (normality) των μεταβλητών. Δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση ο έλεγχος δεν απέρριψε την κανονικότητα (Kolmogorov-Smirnov statistic p>0.05) εφαρμόστηκαν μόνο παραμετρικοί έλεγχοι. Επίσης, εφαρμόστηκε η δοκιμασία χ2 προκειμένου να διερευνηθεί η διαφοροποίηση ως προς τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων των τριών ερευνητικών ομάδων.

Το ανά ζεύγη t-test συνέκρινε τις μέσες τιμές των υποκλιμάκων «αγχώδους προσκόλλησης» και «αποφευκτικής προσκόλλησης» για τις συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων. Η ανάλυση διασποράς κατά ένα παράγοντα (ANOVA) χρησιμοποιήθηκε για να διερευνηθούν οι μεταβλητές του άγχους και της αποφυγής σε περίπτωση στατιστικά σημαντικής διαφοροποίησης μεταξύ των ομάδων.

Πίνακας 1. Kοινωνικοδημογραφικά στοιχεία ανά ομάδα

 

 

 

 Απουσία Εξάρτηση Εξάρτηση Σύνολο

 ουσιοεξάρτησης από αλκοόλ από κοκαΐνη

Ν=20 Ν=20 Ν=20

Φύλο   Γυναίκα N 4 4 4 12
% 20.0 20.0 20.0 20.0
Άνδρας N 16 16 16 48
% 80.0 80.0 80.0 80.0
 Εκπαίδευση   Βασική N 2 2 2 6
% 10.0 10.0 10.0 10.0
Μέση N 8 8 9 25
% 40.0 40.0 45.0 41.7
Ανώτερη/Ανώτατη N 10 10 9 29
% 50.0 50.0 45.0 48.4
 Οικ.

 κατάσταση

  Άγαμος N 15 13 15 43
% 75.0 65.0 75.0 71.7
Διαζευγμένος-η/Σε διάσταση N 3 3 6
% 15.0 15.0 10.0
Έγγαμος-η N 5 4 2 11
% 25.0 20.0 10.0 18.3
 Παιδιά   Όχι N 15 16 15 46
% 75.0 80.0 75.0 76.7
Ναι N 5 4 5 14
% 25.0 20.0 25.0 23.3
 Διαβίωση   Με άλλους N 18 12 15 45
% 90.0 60.0 75.0 75.0
Μόνος N 2 8 5 15
% 10.0 40.0 25.0 25.0
 Επάγγελμα   Πλήρης απασχόληση N 15 9 10 34
% 75.0 45.0 50.0 56.7
Μερική απασχόληση N 1 2 4 7
% 5.0 10.0 20.0 11.7
Μαθητής, φοιτητής N 1 1 1 3
% 5.0 5.0 5.0 5.0
Εκτός εργασίας N 3 8 5 16
% 15.0 40.0 25.0 26.7
 Σύνολο    N  20  20  20  60
 %  100.0  100.0  100.0  100.0
 Μέση Ηλικία

 (έτη)

  Μέση τιμή 33.6  35.2

 

34.2 34.3

Αποτελέσματα

Τα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.

Οι κατανομές του φύλου, της ηλικίας, της εκπαίδευσης, της οικογενειακής κατάστασης και της ύπαρξης παιδιών, ήταν παρόμοιες και στις τρεις ερευνητικές ομάδες. Η δοκιμασία χ2 και το t-test (στην περίπτωση της ηλικίας), δεν έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση σε κανένα από τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων μεταξύ των τριών ερευνητικών ομάδων.

Όσον αφορά στην διαβίωση και στο επάγγελμα, οι συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου οι οποίοι κατά δήλωση δε είχαν «Κανένα πρόβλημα ουσιοεξάρτησης», είχαν αναλογικά μεγαλύτερο ποσοστό «διαβίωσης με άλλους» και εργασία «πλήρους απασχόλησης», καθώς και αναλογικά μικρότερο ποσοστό «Εκτός εργασίας».

 

Πίνακας 2. Μέσοι όροι των υποκλιμάκων της Αναθεωρημένης Κλίμακας για τα Βιώματα στις Κοντινές Σχέσεις (G-ECR-R) ανά ερευνητική ομάδα

  Ερευνητική Ομάδα Σύνολο Επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας
Απουσία ουσιοεξάρτησης Εξάρτηση από αλκοόλ Εξάρτηση από κοκαΐνη p-value
Yποκλίμακα άγχους Μέση τιμή (±ΤΑ) 3.4 (1.2) 3.9 (1.5) 3.8 (1.6) N.S.
Υποκλίμακα αποφυγής Μέση τιμή (±ΤΑ) 2.8 (.8) 3.7 (1.4) 3.7 (1.3) *0.047

Σημείωση: N.S.: Μη ύπαρξη στατιστικά σημαντικής διαφοροποίησης. *p < .05

Όπως φαίνεται στον πίνακα 2, οι μέσοι όροι των συμμετεχόντων σε κάθε ομάδα κυμάνθηκαν στα επίπεδα των μεσαίων διαβαθμίσεων, δηλ διαβάθμιση «Ουδέτερα/Ανάμεικτα». Στην υποκλίμακα του άγχους, η ομάδα ελέγχου των συμμετεχόντων χωρίς πρόβλημα ουσιοεξάρτησης είχαν την τάση να έχουν χαμηλότερες τιμές, χωρίς όμως η υποκλίμακα του άγχους να διαφοροποιείται στατιστικά σημαντικά μεταξύ των τριών ομάδων. Αντίθετα η υποκλίμακα αποφυγής διαφοροποιείται και συγκεκριμένα, οι μη ουσιοεξαρτημένοι, είχαν χαμηλότερη μέση τιμή σε σύγκριση με τους εξαρτημένους από το αλκοόλ και τους εξαρτημένους από την κοκαΐνη (0.047) οι οποίοι παρουσίασαν παρόμοια επίπεδα μέσων τιμών αποφυγής.

Συζήτηση-Συμπεράσματα

Τα ευρήματα της παρούσης μελέτης συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης σημαντικών διαφορών στη διάσταση της προσκόλλησης ανάμεσα στις ομάδες των εξαρτημένων είτε από το αλκοόλ είτε από την κοκαΐνη και την ομάδα ελέγχου του γενικού πληθυσμού αποτελούμενη από άτομα χωρίς εξάρτηση από κάποια ουσία. Η σημαντική διαφοροποίηση διαπιστώθηκε μεταξύ του συνόλου των εξαρτημένων και των μη εξαρτημένων ατόμων αναφορικά με την παράμετρο της αποφυγής στις διαπροσωπικές σχέσεις. Τα ευρήματα της μελέτης εμφαίνεται να υποστηρίζουν την υπόθεση ότι σε άτομα με εξάρτηση από ουσίες ή αλκοόλ, διαπιστώνονται ελλείμματα στους τρόπους του σχετίζεσθαι, προερχόμενα πιθανόν από τις πρωταρχικές σχέσεις γονέων-παιδιών κατά την παιδική ηλικία ή και αργότερα. Ως είναι γνωστό, η ανάπτυξη μη ασφαλούς δεσμού με το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας μπορεί να αντικατοπτρίζεται στις ενήλικες σχέσεις, και συγκεκριμένα στην παράμετρο των συμπεριφορών αποφυγής στο πλαίσιο των ενήλικων διαπροσωπικών σχέσεων. Δηλαδή, οι διαφορές διαφαίνονται στην αυτοαναφερόμενη αποφυγή της οικειότητας, στην έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, στην έλλειψη αυτοαποκάλυψης, αλλά και στο αίσθημα αυτάρκειας και στη σχετική αδρανοποίηση της συμπεριφοράς προσκόλλησης στις ενήλικες σχέσεις.

Ως προς την υποκλίμακα του άγχους, η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και στις δύο ομάδες ουσιοεξαρτημένων δεν ήταν στατιστικά σημαντική, αν και παρατηρήθηκε η τάση από τα άτομα του γενικού πληθυσμού να δηλώνουν χαμηλότερο επίπεδο άγχους στις διαπροσωπικές σχέσεις σε σύγκριση με τις δυο ομάδες ατόμων με διάγνωση ουσιοεξάρτησης. Δηλαδή, οι διαφορές διαφαίνονται και σε αυτή τη διάσταση ως ένα βαθμό, αλλά χωρίς να φθάνουν σε στατιστική σημαντικότητα, και αφορούν στην αυτοαναφερόμενη ανησυχία για τη διαθεσιμότητα και ανταπόκριση των άλλων, στην ανησυχία για το ενδεχόμενο αποχωρισμού και εγκατάλειψης και την υποκειμενική αίσθηση ανεπαρκούς αγάπης από τους άλλους. Πιθανόν, ο λόγος που δεν διαφοροποιήθηκαν με στατιστική σημαντικότητα οι εν λόγω ομάδες ατόμων να οφείλεται στο ότι σημειώνεται επικράτηση του άγχους στις διαπροσωπικές σχέσεις και ύπαρξη υψηλών ποσοστών ανασφαλούς προσκόλλησης (35-40%) και στο γενικό πληθυσμό (56).

Τα αποτελέσματα της μελέτης υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι ουσιοεξαρτημένοι βιώνουν ελλείμματα στις διαπροσωπικές σχέσεις τα οποία μπορεί να αποδοθούν σε πρώιμα ελλείμματα στη σχέση του παιδιού με τον γονέα που παρέχει φροντίδα, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν καλύφθηκαν οι συναισθηματικές παιδικές ανάγκες. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται η περίπτωση γονέων που δεν είχαν τη συναισθηματική ικανότητα να αντέχουν τα άγχη και τη δυσφορία του βρέφους, στοιχείο που αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη αποφευκτικής προσκόλλησης στην ενήλικη ζωή (57).

Η ενδεχόμενη κλινική σημασία της συγκεκριμένης μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι η εκτίμηση του τύπου της προσκόλλησης μπορεί να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εξαρτημένοι θεραπευόμενοι αναφορικά με την επένδυση στη θεραπευτική σχέση και τη διατήρησή της. Τα υψηλότερα ποσοστά ανασφαλούς προσκόλλησης στους ουσιοεξαρτώμενους, θέτουν το ζήτημα της διερεύνησης του τρόπου που οι θεραπευόμενοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον θεράποντα ιατρό ή το ψυχοθεραπευτή. Το αυξημένο στρες στις διαπροσωπικές σχέσεις συνδέεται με τον αγχώδη τύπο προσκόλλησης και με το φόβο για εγγύτητα που οδηγεί σε αυξημένη επιθυμία για χρήση αλκοόλ (4). Στην ατομική ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτής οφείλει να λάβει υπόψη του αυτές τις δυσκολίες του θεραπευόμενου και να δώσει μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη καλής θεραπευτικής σχέσης. Επιπλέον, η ομαδική θεραπεία ενδείκνυται για τα άτομα που έχουν αποφευκτικού τύπου προσκόλληση, και στα οποία η εξάρτηση από την ουσία, που περιγράφεται από τον Flores ως «διαταραχή της προσκόλλησης» (58), γίνεται αντιληπτή ως ο φόβος του ατόμου να δημιουργήσει στενούς συναισθηματικούς δεσμούς (32). Στο πλαίσιο αυτό, η συμμετοχή στις ομάδες ψυχοθεραπείας, αλλά και των Ανώνυμων Αλκοολικών συνδέεται με σημαντική μείωση της αγχώδους και αποφευκτικής προσκόλλησης και αύξηση της ασφαλούς προσκόλλησης μέσω της έμφασης που αποδίδεται στις σχέσεις (6).

Αρκετές μελέτες υποδεικνύουν την ύπαρξη συσχέτισης ανάμεσα στην ανασφαλή προσκόλληση και τη συχνότερη εκδήλωση επικίνδυνων για την υγεία συμπεριφορών, όπως η χρήση ουσιών και η μη συνέπεια στη θεραπευτική διαδικασία (57), γεγονός που ενισχύει τη σημασία των επανορθωτικών βιωμάτων στις σχέσεις του ατόμου και της δημιουργίας υγιέστερων σχέσεων στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας.

Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης έχουν σημαντικούς περιορισμούς κυρίως λόγω του μικρού αριθμού των συμμετεχόντων, που δικαιολογείται από το γεγονός ότι το ποσοστό των εξαρτημένων από κοκαΐνη ατόμων που προσέρχονται σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο των προσερχομένων για απεξάρτηση από την αιθυλική αλκοόλη ή άλλες ουσίες (ηρωίνη, χασίς). Η διεξαγωγή ανάλογων μελετών με μεγαλύτερα δείγματα είναι αναγκαία για την επιβεβαίωση των ευρημάτων. Επίσης, σημαντική είναι η διεξαγωγή προοπτικών μελετών στο πλαίσιο μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας, στις οποίες θα μπορεί να αξιολογηθούν ενδεχόμενες αλλαγές του τύπου σχετίζεσθαι, καθώς και η επίδραση στη συμπεριφορά χρήσης ουσιών, κατά τη διάρκεια αρκετών ετών.

Η εκτίμηση του τύπου της προσκόλλησης θα μπορούσε να ενσωματωθεί στα προγράμματα απεξάρτησης και στις θεραπευτικές κοινότητες, και να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης και επεξεργασίας τόσο στις ατομικές και ομαδικές συνεδρίες όσο και στη συμβουλευτική της οικογένειας.

[1] Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ-Αιγινήτειο Νοσοκομείο-ΟΚΑΝΑ, Πρόγραμμα «Αθηνά», Στοιχεία επικοινωνίας: Τηλ.: 210-7757692, e-mail: trovaanna@gmail.com

[2] Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ-Αιγινήτειο Νοσοκομείο, Πρόγραμμα «Αθηνά»

[3] Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ-Αιγινήτειο Νοσοκομείο

[4] Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ-Αιγινήτειο Νοσοκομείο, Πρόγραμμα «Αθηνά»

[5] Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ-Αιγινήτειο Νοσοκομείο

Βιβλιογραφία

Λαζαράτου Ε, Αναγνωστόπουλος Δ. Η κλινική σημασία του άγχους αποχωρισμού και η θεωρία της προσκόλλησης. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 2003, 20(2), 138-141

Μακρή-Μπότσαρη Ε. Οι αντιλήψεις των εφήβων για τις σχέσεις προσκόλλησης με γονείς και συνομηλίκους ως παράγοντας πρόβλεψης της επιθετικότητας στην εφηβεία. Ψυχολογία 2005, 12(2), 232-248

De Rick A, Vanheule S. The relationship between perceived parenting, adult attachment style and alexithymia in alcoholic inpatients. Addictive Behaviors 2006, 31(7):1265-1270

Thorberg FA, Young RM, Sullivan KA, Lyvers M, Connor JP, Feeney GFX. Alexithymia, craving and attachment in a heavy drinking population. Addictive Behaviors 2011, 36(4):427-430

Vungkhanching M, Sher KJ, Jackson KM, Parra GR. Relation of attachment style to family history of alcoholism and alcohol use disorders in early adulthood. Drug and Alcohol Dependence 2004, 75(1):47-53. doi:10.1016/j.drugalcdep. 2004.01.013

Smith BW, Tonigan JS. Alcoholics Anonymous benefit and social attachment. Alcoholism Treatment Quarterly 2009, 27(2):164-173. doi:10.1080/07347320902784783

Kassel JD, Wardle M, Roberts JE. Adult attachment security and college student substance use. Addictive Behaviors 2007, 32(6):1164. doi:10.1016/j.addbeh.2006.08.005

Haltigan JD, Lambert BL, Seifer R, Ekas NV, Bauer CR, Messinger DS. Security of attachment and quality of mother-toddler social interaction in a high-risk sample. Infant Behavior and Development 2012, 35(1):83-93. doi:10.1016/j.infbeh.2011.09.002

Kelley ML, Nair V, Rawlings T, Cash TF, Steer K, Fals-Stewart W. Retrospective reports of parenting received in their families of origin: Relationships to adult attachment in adult children of alcoholics. Addictive Behaviors 2005, 30(8):1479-95. doi:10.1016/j.addbeh.2005.03.005

Koren G, Nulman I, Rovet J, Greenbaum R, Loebstein M, Einarson T. Long-term neurodevelopmental risks in children exposed in utero to cocaine: The Toronto adoption study. Annals of the New York Academy of Sciences 1998, 846, 306-313. doi: 10.1111/j.1749-6632.1998.tb09747.x

Strathearn L, Mayes LC. Cocaine addiction in mothers. Potential effects on maternal care and infant development. Annals of the New York Academy of Sciences 2010, 1187, 172-183. doi: 10.1111/j.1749-6632.2009.05142.x

Sadava SW, Busseri MA, Molnar DS, Perrier CPK, DeCourville N. Investigating a four-pathway model of adult attachment orientation and health. Journal of Social and Personal Relationships 2009, 26(5):604-633. doi: 10.1177/0265407509354402.ν

Βowlby J. Attachment and loss. Attachment (Vol. Ι). Basic Books, New York (NY), 1969

Gervai J. Environmental and genetic influences on early attachment. Child and Adolescent Psychiatry and Mental Health 2009, 3(1):25

Kobac RR, Sceery A. Attachment in late adolescence: Working models, affect regulation, and representations of self and others. Child Development 1988, 59(1):135-146

Main M. Metacognitive knowledge, metacognitive monitoring, and singular (coherent) vs. multiple (incoherent) models of attachment: Findings and directions for future research. In: Harris P, Stevenson-Hinde J, Parkers C (eds) Attachment across the lifecycle. Routledge and Kegan Paul, New York (NY), 1991:127-159

Main M, Kaplan N, Cassidy J. Security in infancy, childhood, and adulthood: A move to the level of representation. In: Bretherton I, Waters E (eds) Growing points in attachment theory and research. Monographs of the Society for Research in Child Development (Vol. 50, Nos 1-2, Serial No. 209). University of Chicago Press for the Society for Research in Child Development, Chicago (IL), 1985: 66-104

Sroufe LA. Emotional development: The organization of emotional life in the early years. Cambridge University Press, New York (NY), 1996

Βowlby J. Attachment and loss. Separation: Anxiety and anger (Vol. ΙΙ). The Hogarth Press, Ltd and the Institute of Psycho-Analysis, London (England), 1973

Bowlby J. A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. Basic Books, New York (NY), 1988

Riggs SA, Jacobvitz D, Hazen N. Adult attachment and history of psychotherapy in a normative sample. Psychotherapy: Theory/Research/Practice/Training 2002, 39(4):344-353

Bretherton I. Attachment theory: Retrospect and prospect. In: Bretherton I, Waters E (eds) Growing points of attachment theory and research. Monographs of the society for research in child development (Vol. 50, Nos 1-2). University of Chicago Press for the Society for Research in Child Development, Chicago (IL), 1985:3-35

Slade A. Attachment theory and research: Implications for theory and practice of individual psychotherapy with adults. In: Cassidy J, Shaver PR (eds) Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications. Guilford Press, New York (NY), 1999:575-594

Sroufe LA, Carlson EA, Levy AK, Egeland B. Implications of attachment theory for developmental psychopathology. Development and Psychopathology 1999, 11(1):1-13

Belsky J, Steinberg L, Draper P. Childhood experience, interpersonal development, and reproductive strategy: An evolutionary theory of socialization. Child Development 1991, 62(4):647-670

Kirkpatrick LA. Evolution, pair-bonding, and reproductive strategies: A reconceptualization of adult attachment. In: Simpson JA, Rholes WS (eds) Attachment theory and close relationships. Guilford Press, New York (NY), 1998:353-393

Schmitt DP. On the psychological origins of sexual promiscuity: A cross-cultural study of personality, romantic attachment, and sociosexuality. [Manuscript submitted for publication]. 2003

Felitti VJ, Anda RF, Nordenberg D, Williamson DF, Spitz AM, Edwards V, et al. Relationship of childhood abuse and household dysfunction to many of the leading causes of deaths in adults: The adverse childhood experiences (ACE) study. American Journal of Preventive Medicine 1998, 14(4):245-258

Springs FE, Friedrich WN. Health risk behaviors and medical sequalae of childhood sexual abuse. Mayo Clinic Proceedings 1992, 67(6):603-604

Cooper ML, Shaver PR, Collins NL. Attachment styles, emotion regulation, and adjustment in adolescence. Journal of Personality and Social Psychology 1998, 74(5):1380-1397

Thorberg FA, Lyvers M. Attachment, fear of intimacy and differentiation of self among clients in substance disorder treatment facilities. Addictive Behaviors 2006, 31(4):732-737

Höfler DZ, Kooyman M. Attachment transition, addiction and therapeutic bonding-An integrative approach. Journal of Substance Abuse Treatment 1996, 13(6):511-519

Belsky J. Attachment, mating, and parenting: An evolutionary interpretation. Human Nature 1997a, 8(4):361-381

Belsky J. Modern evolutionary theory and patterns of attachment. In: Cassidy J, Shaver PR (eds) Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications. Guilford Press, New York (NY), 1999b: 141-161

Rohner RP, Britner PA. Worldwide mental health correlates of parental acceptance-rejection: Review of cross-cultural and intracultural evidence. Cross-Cultural Research 2002, 36(1):16-47

Ravitz P, Maunder R, Hunter J, Sthankiya B, Lancee W. Adult attachment measures: A 25-year review. Journal of Psychosomatic Research 2010, 69(4):419-432

Caspers KM, Yucuis R, Trouthman B, Spinks R. Attachment as an organizer of behavior: Implications for substance abuse problems and willingness to seek treatment. Substance Abuse Treatment, Prevention, and Policy 2006, 1:32

Mikulincer M, Shaver PR. Attachment styles in adulthood: Structure, dynamics, and change. Guilford, New York (NY), 2007

Ainsworth MD. The development of infant-mother interaction among Ganda. In: Foss BM (ed) Determinants of infant behavior (Vol. 2). Methuen, London (England), 1963:67-112

Duggan AK, Berlin LJ, Cassidy J, Burrell L, Tandon SD. Examining maternal depression and attachment insecurity as moderators of the impacts of home visiting for at-risk mothers and infants. Journal of Consulting and Clinical Psychology 2009, 77(4):788-799

Ainsworth MDS, Blehar MC, Waters E, Wall S. Patterns of attachment: A psychological study of the strange situation. Lawrence Erlbaum Associates, Hillsdale (NJ), 1978

Dozier M. Attachment organization and treatment use for adults with serious psychopathological disorders. Development and Psychopathology 1990, 2(1):47-60

Mikulincer M, Nachshon O. Attachment styles and patterns of self-disclosure. Journal of Personality and Social Psychology 1991, 61(2):321-332

Sadock BJ, Sadock VA. Kaplan & Sadock’s pocket handbook of clinical psychiatry. 4th ed. Lippincott Williams & Wilkins, New York (NY), 2005

Goldstein RB, Compton WM, Pulay AJ, Ruan WJ, Pickering RP, Stinson FS, Grant BF. Antisocial Behavioral Syndromes and DSM-IV Drug Use Disorders in the United States: Results from the National Epidemiologic Survey on Alcohol and Related Conditions. Drug and Alcohol Dependence 2007, 90(2-3):145–158. doi: 10.1016/j.drugalcdep.2007.02.023

Belsky J. Interactional and contextual determinants of attachment security. In: Cassidy J, Shaver PR (eds) Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications. Guilford Press, New York (NY), 1999a:249-286

Gloder-Tippelt GS, Huerkamp M. Relationship change at the transition to parenthood and the security of infant-mother attachment. International Journal of Behavioral Development 1998, 22(3):633-655

Moss E, Cyr C, Dubois-Comtois K. Attachment at early school age and developmental risk: Examining family contexts and behavior problems of controlling-caregiving, controlling-punitive, and behaviorally disorganized children. Developmental Psychology 2004, 40(4):519-532

Nair H, Murray AD. Predictors of attachment security in preschool children from intact and divorced families. Journal of Genetic Psychology 2005, 166(3):245-263

Owen M, Cox M. Marital conflict and the development of infant-parent attachment relationships Journal of Family Psychology 1997, 11(2):152-164

Teti DM, Sakin JW, Kucera E, Corns KM, Eiden RD. And baby makes four: Predictors of attachment security among preschool-age firstborns during the transition to siblinghood. Child Development 1996, 67(2):579-596

Cummings EM, Daviers PT. Effects of marital conflict on children: Recent advances and emerging themes in process-oriented research. Journal of Child Psychology and Psychiatry 2002, 43(1):31-63

American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical manual of mental disorders (text rev). 4th ed. 2000

Fraley RC, Waller NG, Brennan KA. An item response theory analysis of self-report measures of adult attachment. Journal of Personality and Social Psychology 2000, 78(2):350-365

Tsagarakis M, Kafetsios K, Stalikas A. Reliability and validity of the Greek version of the Revised Experiences in Close Relationships measure of adult attachment. European Journal of Psychological Assessment 2007, 23(1):47-55

Mickelson KD, Kessler RC, Shaver PR. Adult attachment in a nationally representative sample. Journal of Personality and Social Psychology 1997, 73(5):1092-1106

Maunder RG, Hunter JJ. Attachment and psychosomatic medicine: Developmental contributions to stress and disease. Psychosomatic Medicine 2001, 63(4):556-567

Flores, PJ. Addiction as an attachment disorder: Implications for group therapy. International Journal of Group Psychotherapy 2001, 51(1), 63-81