Διερεύνηση της σχέσης των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και του εγκλεισμού κατά την πανδημία COVID-19 στην προβληματική χρήση του διαδικτύου σε νεαρούς ενήλικες

Χρήστος Σωζοπουλος1 & Χρήστος Παναγιωτοπουλος2

(1) Ψυχολόγος M.Sc, συστημικός ψυχοθεραπευτής. E–mail: chrissm3@yahoo.gr, ID: https://orcid.org/0009-0005-3051-5798

(2) Καθηγητής ψυχιατρικής κοινωνικής εργασίας, Πανεπιστημίου Λευκωσίας. E-mail: panagiotopoulosc@unic.ac.cy ID: https://orcid.org/0000-0002-7625-4029

 

DOI: https://doi.org/10.57160/BNWR7202

 

Παραπομπή σε APA 7th edition:

Σωζοπουλος, Χ., & Παναγιωτοπουλος, Χ. (2023). Διερεύνηση της σχέσης των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και του εγκλεισμού κατά την πανδημία COVID-19 στην προβληματική χρήση του διαδικτύου σε νεαρούς ενήλικες. ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ, 40.

 

Περίληψη

Σκοπός: Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη σχέση των 5 Παραγόντων της Προσωπικότητας και των αισθημάτων μοναξιάς κατά την περίοδο της δεύτερης καραντίνας, με την προβληματική χρήση του διαδικτύου (ΠΧΔ). Στοχεύει στην ανάδειξη της περίπλοκης διασύνδεσης των προδιαθεσικών ψυχολογικών μεταβλητών με τους περιβαλλοντικούς στρεσογόνους παράγοντες (εγκλεισμός, μοναξιά λόγω καραντίνας).

Μέθοδος: Η μελέτη διενεργήθηκε διαδικτυακά σε μη κλινικό πληθυσμό 144 ενηλίκων, ηλικιακού φάσματος 18-30 ετών. Για τη μέτρηση των ως ανωτέρω αναφερόμενων μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν σταθμισμένα ερωτηματολόγια τακτικής κλίμακας Likert. Για την μέτρηση των 5 παραγόντων της προσωπικότητας χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο IPIP-50, ενώ για την μέτρηση της προβληματικής χρήσης και της μοναξιάς χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια PIUQ-9 και UCLA-3.

Συμπεράσματα: Διαπιστώθηκε ότι ο Νευρωτισμός συσχετίζεται θετικά με την ΠΧΔ, και συνιστά ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα εκδήλωσης ΠΧΔ. Ακολούθως, διαπιστώθηκε ότι η Ευσυνειδησία συσχετίζεται αρνητικά με την ΠΧΔ. Ακόμη φάνηκε ότι τα υψηλά αισθήματα μοναξιάς συσχετίζονται θετικά με την ΠΧΔ και η μοναξιά όντως μπορεί να θεωρηθεί προβλεπτικός παράγοντας της ΠΧΔ. Τέλος, ο συνδυασμός υψηλού Νευρωτισμού και υψηλού αισθήματος μοναξιάς είχε την μεγαλύτερη επίπτωση στην εμφάνιση ΠΧΔ, με κύριο παράγοντα βαρύτητας την μοναξιά (περιβαλλοντική συνθήκη). Τα αποτελέσματα της μελέτης, θέτουν σημαντικές προεκτάσεις για την περαιτέρω διερεύνηση του πεδίου, κυρίως στον τομέα της πρόληψης, αλλά και της θεραπείας.

 

Λέξεις-κλειδιά: Χαρακτηριστικά προσωπικότητας, Νευρωτισμός, 5 Παράγοντες, μοναξιά, εγκλεισμός, προβληματική χρήση διαδικτύου, εξάρτηση

 

Εισαγωγή

Το διαδίκτυο συνιστά τον βασικότερο πυρήνα της μοντέρνας και εστιασμένης στην πληροφόρηση κοινωνίας. Καταργεί τις αποστάσεις, απλοποιεί την καθημερινότητα, προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας και τροφοδοτεί τα -κατά την νευροεπιστήμη- «κυκλώματα ανταμοιβής» στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν αφενός μπορεί να γίνει λόγος για εθισμό στο διαδίκτυο, και αφετέρου για εθισμό παρόμοιο με αυτόν της ουσιοεξάρτησης.

Η έννοια της προσωπικότητας και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών που την συγκροτούν κατέχει κεντρική θέση στην προσπάθεια απάντησης των παραπάνω ερωτημάτων. Η προσωπικότητα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα σκέφτονται και πράττουν. Δεν είναι όμως αρκετή για να εξηγήσει όλη την διακύμανση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξετάζονται και οι περιβαλλοντικές παράμετροι συνδυαστικά με τις ατομικές ψυχολογικές παραμέτρους. Μία εξ’ αυτών των παραμέτρων, αποτέλεσε η μεταβολή της ζωής μας λόγω της πανδημίας Covid-19, η οποία άλλαξε ποικιλοτρόπως τις ισορροπίες στον «συλλογικό ψυχισμό», και αποτελεί εκκωφαντικό παράδειγμα ψυχικού στρες για την πλειονότητα των συνανθρώπων μας. Μένει να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο μπορεί να συνεισφέρει στην προβληματική χρήση του διαδικτύου.

 

Βασικές θεωρητικές έννοιες: Προβληματική χρήση διαδικτύου / Εθισμός στο διαδίκτυο /
Διαδικτυακή εξάρτηση

Η χρήση του διαδικτύου συνιστά μια σχετικά καλά οριοθετημένη έννοια, η οποία συγκροτείται στη διάρκεια και τη συχνότητα της χρήσης του εκ μέρους του ατόμου, ή και στην ενασχόληση με συγκεκριμένες δράσεις και υπηρεσίες. Ωστόσο, δεν μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά το ίδιο και για τον όρο «Προβληματική χρήση του διαδικτύου» (Problematic internet use – PIU), εφεξής οριζόμενη ως ΠΧΔ.

Η ΠΧΔ, εννοιολογικά συναντάται στη διεθνή βιβλιογραφία με διάφορες παραλλαγές στην ορολογία όπως, «παθολογική χρήση του διαδικτύου» (Pathological Internet Use), «διαταραχή εθισμού από το διαδίκτυο (Internet Addiction Disorder – IAD), «υπερβολική χρήση του διαδικτύου» (Excessive Internet Use) και «Καταναγκαστική χρήση του διαδικτύου» (Compulsive Internet Use) (Block, 2008; Widyanto & Griffiths, 2006).

Υπάρχει, ακόμη, ποιοτική και ποσοτική σύγχυση σχετικά με το τι συνιστά προβληματική χρήση του διαδικτύου, λόγω της ετερογένειας – συνθετότητας του φαινομένου. Η ΠΧΔ / διαταραχή εθισμού από το διαδίκτυο (αποδιδόμενη στα αγγλικά ως PIU/IAD) δεν έχει (ακόμη) συμπεριληφθεί στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5) (American Psychiatric Association, 2013), ούτε στην 11η έκδοση του εγχειριδίου (ICD-11) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organisation, 2018).

Ερευνητές όπως ο Block (2008), έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της συμπερίληψης του εθισμού στο διαδίκτυο ως διαταραχής στο DSM-5. Και στην πρόσφατη αναθεώρηση αυτού, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Παρατηρείται ότι η διάγνωση είναι περίπλοκη, καθώς υπάρχει υψηλή επικάλυψη συμπτωμάτων με άλλες διαγνώσιμες διαταραχές ψυχικής υγείας και συμπεριφορικά σύνδρομα (Block, 2008; Weinstein et al., 2014).

Από την άλλη, φαίνεται ότι σε αντίθεση με τον προβληματικό τζόγο, ο οποίος συνιστά ψυχική διαταραχή μη σχετιζόμενη με ουσίες και συμπεριλαμβάνεται στο DSM-5, η διαταραχή από διαδικτυακά παιχνίδια (Internet Gaming Disorder – IGD), έχει συμπεριληφθεί στην ενότητα των διαταραχών πoυ χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, ενώ θεωρείται αναγνωρισμένη διαταραχή στο ICD-11. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η IGD είναι μια όψη της ΠΧΔ, η οποία και θεωρείται ως όρος – ομπρέλα σε ό,τι αφορά τις προβληματικές συμπεριφορές στο διαδίκτυο. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται ότι δεν ισχύει με τα τωρινά ερευνητικά δεδομένα και περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει το διαγνωστικό ζήτημα.

 

Προβληματική Χρήση Διαδικτύου: Αιτιοπαθογένεια και παράγοντες κινδύνου

Μια από τις βασικές αιτίες εκδήλωσης της ΠΧΔ, αφορά στη σχέση του διαδικτύου με τη συγκρότηση της προσωπικότητας. Τo διαδίκτυο μπορεί να δημιουργήσει μια «ιδανική κατάσταση εαυτού», πειραματισμού, εξερεύνησης και ανωνυμίας. Κατά την ψυχαναλυτική οπτική συνιστά έναν χώρο «ελεύθερο συγκρούσεων του Εγώ» (Turkle, 2005, όπως αναφέρεται στο Σιδηροπούλου, 2014). Σύμφωνα και με νεότερες θεωρίες προσωπικότητας (Oronato & Turner, 2004), η αντίληψη του εαυτού ποικίλλει αρκετά ανάλογα με το πλαίσιο εκδήλωσης της συμπεριφοράς και την περίσταση. Σε ό,τι αφορά στην ΠΧΔ, φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται και συμπεριφέρεται ένα άτομο εντός του διαδικτύου, σχετίζεται άρρηκτα με τα ψυχικά εφόδια, που φέρει, καθώς και από τις όποιες ανικανοποίητες ανάγκες (Σιδηροπούλου, 2014), τις βασικές πεποιθήσεις και την υποκειμενική αξία που προσδίδει στη συμπεριφορά του
(Berkman et al., 2017).

Εμβαθύνοντας λίγο περισσότερο στην ψυχοδυναμική οπτική, το διαδίκτυο φαίνεται να έχει ενδιαφέρον και ως μεταβατικό αντικείμενο. Εδώ το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο «πώς κινείται «ψυχικά» εντός του διαδικτύου, πώς διαχειρίζεται τις ανταμοιβές και τις ματαιώσεις και πώς η έλλειψη του μέσου δεν βιώνεται ως βαθύτερη ψυχοσυναισθηματική έλλειψη» (Σιδηροπούλου, 2014). Αν και οι παραπάνω θεωρίες αφορούν κυρίως τη συγκρότηση της ταυτότητας των εφήβων, έχουν ιδιαίτερη σημασία ως πλαίσια κατανόησης και για τους νεαρούς ενήλικες καθόσον αρκετές «άλυτες» συγκρούσεις, συνεχίζουν να υφίστανται ή εκδηλώνονται και στην νεαρή ενήλικη ζωή.

Μια ακόμη ψυχολογική αιτία που φαίνεται να επηρεάζει την εκδήλωση της ΠΧΔ και του διαδικτυακού εθισμού είναι τα ενδοοικογενειακά δυναμικά. Ειδικότερα, σε ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας φάνηκε ότι οικογενειακοί παράγοντες όπως τα δυσλειτουργικά μοτίβα επικοινωνίας (υψηλό εκφρασμένο συναίσθημα, έντονα επικριτική στάση κ.ά.), οι διαπροσωπικές δυσκολίες, το χαμηλό εισόδημα, το διαζύγιο και η έλλειψη στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων εντός της οικογένειας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην εμφάνιση ΠΧΔ όσο και στην IGD σε εφήβους αλλά και νεαρούς ενήλικες (Schneider et al., 2017; Park et al., 2014).

Επιπλέον, έρευνες και στον ελλαδικό χώρο καταδεικνύουν όχι μόνο τη σημασία των αρμονικών οικογενειακών σχέσεων, αλλά και τη διαπραγμάτευση των ορίων και της γονικής μέριμνας στην ανάπτυξη της ΠΧΔ (Σιώμος και συν, 2012). Όπως αναφέρει ο Σιώμος, οι γονείς συχνά τείνουν να υπό-εκτιμούν τον χρόνο που εμπλέκονται τα παιδιά τους με τους υπολογιστές, σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις των ίδιων των παιδιών. Είναι σημαντικό η μέριμνα να υπάρχει ήδη από την εφηβική ηλικία όπου οι γονείς έχουν έλεγχο σε σχέση με τη συμπεριφορά του εφήβου στο διαδίκτυο, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τους νεαρούς ενήλικες και αυτό είναι μια σημαντική υπό εξέταση παράμετρος.

Εξίσου σημαντικοί παράγοντες είναι και οι ιδιοσυγκρασιακοί – ενδοϋποκειμενικοί παράγοντες, όπως τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Άτομα τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλή εσωστρέφεια και παρουσιάζουν μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς την κοινωνικοποίησή τους, τείνουν να χρησιμοποιούν περισσότερο το διαδίκτυο (Landers & Lounsbury, 2006), ενώ οι εξωστρεφείς τείνουν να χρησιμοποιούν περισσότερο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Correa et al., 2010). Πιο πρόσφατες έρευνες, δείχνουν ως ισχυρότερο προβλεπτικό παράγοντα τον υψηλό Νευρωτισμό (Marciano et al., 2020; Kuss et al., 2014; Zhou et al., 2017)

Επιπρόσθετος παράγοντας κινδύνου είναι και τα χαρακτηριστικά του διαδικτύου καθαυτού. Ο άμεσος και απρόβλεπτος τύπος ανταμοιβής που προσφέρεται διαμέσου του διαδικτύου, καθιστά συμπεριφορικά πιο εύκολη την εξάρτηση από αυτό, σε αντίθεση με άλλες δραστηριότητες, οι οποίες προσφέρουν μακροχρόνιες ανταμοιβές. Ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένες διάφορες σελίδες στο διαδίκτυο φαίνεται να προσελκύει αρκετά άτομα, ιδίως νεαρότερων ηλικιών (Chen & Kim, 2013).

Σημαντικό ρόλο φυσικά διαδραματίζουν και ευρύτερες περιβαλλοντικές μεταβλητές, οι οποίες δεν είναι εις βάθος μελετημένες (Chung et al., 2019), όπως η διαθεσιμότητα και η ευκολία στην πρόσβαση του διαδικτύου, η διαφήμιση των διαδικτυακών παιχνιδιών, τα ίντερνετ καφέ, τα οποία μάλιστα συνιστούν και μέρος κοινωνικοποίησης για αρκετά νεαρά άτομα.

 

Επιδημιολογικά στοιχεία – Προφίλ εθισμένων χρηστών

Η επιδημιολογική εικόνα, το προφίλ των εθισμένων χρηστών είναι δύσκολο να αποκρυσταλλωθεί με σαφήνεια, λόγω της ίδιας της «φευγαλέας» φύσης της ΠΧΔ. Σε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, οι Kuss και συν (2014) μελέτησαν 68 επιδημιολογικές μελέτες αναφορικά με την ΠΧΔ. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι τόσο στους εφήβους, όσο και στους νεαρούς ενήλικες, είναι δύσκολο να βρεθεί χρυσή τομή. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά εργαλεία μέτρησης της ΠΧΔ με διαφορετικά όρια στις βαθμολογίες, με αποτέλεσμα η επιδημιολογία της ΠΧΔ να κυμαίνεται από 0.8% (Ιταλία), μέχρι 26.7% (Κίνα – Χονγκ Κονγκ). Για τον λόγο αυτό, θεωρείται πιο δόκιμο να διακρίνονται τα προφίλ των χρηστών ανάλογα με την βαρύτητά της προβληματικής χρήσης.

Η βιβλιογραφία έχει καταδείξει αρκετά σημεία προσοχής στην κλινική εικόνα των εθισμένων εφήβων χρηστών σε ό,τι αφορά την ΠΧΔ. Ως εθισμένο χαρακτηρίζεται το άτομο που δαπανά 42 και περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως στο διαδίκτυο (Σιώμος, 2013). Η κατάθλιψη είναι η συχνότερη συννοσηρή διαταραχή, όμως η ύπαρξη ΔΕΠ-Υ αποτελεί τον κυριότερο προγνωστικό παράγοντα για την ανάπτυξη εθισμού στο διαδίκτυο και για τους εφήβους αλλά και για τους νεαρούς ενήλικες (Chen et al., 2015; Evren et al., 2018; Ioannidis et al., 2018).

Άλλες μελέτες, διακρίνουν διαβαθμισμένα προφίλ που δείχνουν την βαρύτητα της ΠΧΔ. Συχνά διακρίνονται 4 προφίλ «Μη προβληματική χρήση», «χρήση ως ρυθμιστής της διάθεσης», «προβληματική χρήση του διαδικτύου», και «σοβαρή προβληματική χρήση». Η επικράτηση των δύο τελευταίων προφίλ ανέρχεται στο 18.5% και 4.9% αντίστοιχα, ενώ η συνολική επικράτηση ανέρχεται περίπου στο 23%, ποσοστό που συμφωνεί με άλλες μελέτες επί ευρωπαϊκού εδάφους (Laconi et al., 2018). Σε σχέση με το φύλο και την ΠΧΔ, τα ευρήματα είναι αμφιλεγόμενα. Σε αρκετές μελέτες εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα τα κορίτσια απ’ ό,τι τα αγόρια (Lopez-Fernandez, 2018) αλλά και το αντίθετο (Durkee et al., 2012; Munno et al., 2017).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα δεδομένα που αφορούν τους νεαρούς ενήλικες. Οι μελέτες των παραγόντων Προσωπικότητας βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε (νεαρούς) ενήλικες, καθώς η προσωπικότητά τους θεωρείται σαφώς πιο απαρτιωμένη. Οι νεαροί ενήλικες, ακόμη, παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα κλινική εικόνα σε σχέση με την ΠΧΔ. Μελέτες (Pettorruso et al., 2020) έδειξαν υψηλή συσχέτιση της ΠΧΔ και της δυσκολίας συναισθηματικής αυτορρύθμισης και της παρορμητικότητας σε νεαρούς ενήλικες 18-29 ετών. Ακόμη, αναδείχθηκε μια συνεχώς αυξανόμενη τάση συνεμφάνισης ΠΧΔ και καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων.

Άλλη σημαντική παράμετρος που έχει διερευνηθεί και συσχετίζεται με την ΠΧΔ κυρίως σε νεαρούς ενήλικες, είναι η παράλληλη χρήση ουσιών (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ). Η διαδικτυακή εξάρτηση και η παράλληλη χρήση φαίνεται να διαμεσολαβούνται από την παρορμητικότητα (Liu, Lan, Wu, & Sen-Yan, 2019). Τέλος, μια συνιστώσα που αφορά αποκλειστικά τους νεαρούς ενήλικες και σχετίζεται θετικά με την ΠΧΔ είναι η συνεξάρτηση στις διαπροσωπικές σχέσεις (Diotaiuti et al., 2023).

Σε ό,τι αφορά τον ελλαδικό χώρο, υπάρχουν ενδιαφέροντα ερευνητικά ευρήματα από τη διερεύνηση της ΠΧΔ σε κλινικά δείγματα νεαρών ενηλίκων με βάση τα στοιχεία του
ΚΕΘΕΑ ΠΛΕΥΣΗ και ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ κατά τα έτη 2016-2018 (Ετμεκτζόγλου, 2019). Κοινωνιο-δημογραφικές πληροφορίες όπως το φύλο μαρτυρούν ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν άνδρες (83%). Σε ό,τι αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης, οι περισσότεροι/ες συμμετέχοντες/ουσες ήταν απόφοιτοι λυκείου ή σπούδαζαν. Οι περισσότεροι εξ αυτών ζούσαν με την γονεϊκή τους οικογένεια 53% εκ των οποίων αναφέρουν συγκρουσιακές σχέσεις – προβλήματα στην οικογενειακή ζωή, ενώ όσοι έχουν σημειώσει σχολική / ακαδημαϊκή αποτυχία ανέφεραν μια πληθώρα λόγων όπως άγχος, γραφειοκρατικά προβλήματα, έλλειψη ενδιαφέροντος και μόλις 7.1% λόγω προβληματικής χρήσης διαδικτύου.

 

Χαρακτηριστικά προσωπικότητας και προβληματική χρήση διαδικτύου σε νεαρούς ενήλικες

Το μοντέλο Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας που έχει τύχει της μεγαλύτερης ερευνητικής τεκμηρίωσης και πιο ευρείας αποδοχής είναι το μοντέλο των 5 Παραγόντων (Μεγάλη Πεντάδα) των Costa και McCrae (1996, 1999). Οι Costa και McCrae διατύπωσαν τη θέση ότι οι βασικότερες ατομικές διαφορές μπορούν να οργανωθούν γύρω από 5 βασικούς παράγοντες προσωπικότητας. Οι 5 αυτοί παράγοντες είναι ο Νευρωτισμός, η Εξωστρέφεια, η Διαθεσιμότητα σε εμπειρίες, η Συνεργατικότητα και η Ευσυνειδησία.

Ο Νευρωτισμός θεωρείται ένα από τα πλέον μελετημένα στοιχεία της προσωπικότητας και σχετίζεται με δυσκολίες στη συναισθηματική αυτορρύθμιση, την προσαρμογή και με δυσκολία διαχείρισης του ψυχολογικού στρες (Ormel et al., 2012). Άτομα με υψηλότερα σκορ στον Παράγοντα του Νευρωτισμού είναι πιθανό να περιγράφονται ως πιο ευμετάβλητα και να βιώνουν περισσότερο αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος, φόβο, ανησυχία, κατάθλιψη και μοναξιά (Thompson, 2008). Επιπλέον τα άτομα αυτά μπορεί να αναπτύξουν ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές, όπως διαταραχές άγχους, διάθεσης, χρήσης ουσιών κ.ά. (Jeronimus et al., 2016).

Η Εξωστρέφεια σχετίζεται με τη διαπροσωπική πλευρά του εαυτού και δείχνει κατά πόσο τα άτομα αναζητούν εμπειρίες κοινωνικής συναλλαγής. Η Διαθεσιμότητα σε εμπειρίες σχετίζεται με την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του ατόμου, την δεκτικότητα στην αλλαγή και στα νέα ερεθίσματα, την δημιουργικότητα και την αναλυτική νόηση. Η Συνεργατικότητα σχετίζεται με ζητήματα εμπιστοσύνης, αλτρουισμού και προκοινωνικών συμπεριφορών. Τέλος, η Ευσυνειδησία σχετίζεται με ζητήματα συνέπειας, αξιοπιστίας, ηθικής, πειθαρχίας κ.ά.

Η αλληλεπιδραστική σχέση των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και της εκδήλωσης ψυχοπαθολογίας είναι αρκετά περίπλοκη, εφόσον μπορεί να εμπλέκονται πολλές ενδιάμεσες μεταβλητές (Koronczai, Kokonyei, Griffiths, & Demetrovics, 2019). Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και την ΠΧΔ, πληθώρα ερευνητικών δεδομένων που υποστηρίζει τη συσχέτισή τους. Σε μετα-ανάλυση 12 μελετών (Kayis et al., 2016), βρέθηκε ότι και οι 5 Παράγοντες σχετίζονται με την προβληματική χρήση του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, η Συνεργατικότητα, η Διαθεσιμότητα σε εμπειρίες, η Εξωστρέφεια και η Ευσυνειδησία σχετίζονταν αρνητικά με την ΠΧΔ, ενώ ο Νευρωτισμός σχετιζόταν θετικά. Μάλιστα, η σχέση Νευρωτισμού και ΠΧΔ φαίνεται να είναι η πιο εις βάθος μελετημένη και αποτυπώνεται σε μια πληθώρα α) μελετών συσχέτισης (Kuss et al., 2014; Zhou et al., 2017), β) μελετών με σύγκριση ομάδων ελέγχου και ομάδων που πληρούσαν τα κριτήρια για τη διαταραχή εθισμού στο διαδίκτυο (Kakulte & Shejwal, 2017; Muller et al., 2013), γ) μελετών ανάλυσης παλινδρόμησης (Malik & Rafiq, 2016).

Σε πιο πρόσφατες μελέτες (Marciano et al., 2020), όπου μετρήθηκαν όλες οι όψεις της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου, φάνηκε ότι και πάλι ο Νευρωτισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Το μέγεθος επίδρασής του, ωστόσο, φαίνεται να ποικίλλει ανάλογα με τον υπό μελέτη πληθυσμό και την εννοιολογική προσέγγιση και αξιολόγηση της ΠΧΔ. Στους νεαρούς ενήλικες, φαίνεται ότι ο Νευρωτισμός προβλέπει την εκδήλωση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, τα οποία προκειμένου να υφεθούν, εκδηλώνονται με τη μορφή ΠΧΔ (Zhou et al., 2021). Επιπλέον, φαίνεται ότι 1) η σχέση Νευρωτισμού και της ΠΧΔ διαμεσολαβείται από το αρνητικό συναίσθημα και την παρορμητικότητα, 2) ότι ο Νευρωτισμός σχετίζεται και με άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές, όπως η χρήση ουσιών και η διαταραχή από διαδικτυακά παιχνίδια (Dash et al., 2019).

Άλλα σημεία ενδιαφέροντος αναφορικά με τη σχέση των 5 Παραγόντων και της ΠΧΔ αποτελούν πρώτον η συσχέτιση μεταξύ χαμηλής Συνεργατικότητας και χαμηλής Ευσυνειδησίας σε σχέση με την ΠΧΔ και τον διαδικτυακό εθισμό. (Kakulte & Shejwal, 2017; Zhou et al., 2017). Δεύτερον, η ιδιάζουσα σχέση μεταξύ Εξωστρέφειας και ΠΧΔ. Ορισμένες μελέτες καταδεικνύουν θετική συσχέτιση των δύο εννοιών. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η παρουσία περισσότερων συμπτωμάτων διαδικτυακού εθισμού σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα Εξωστρέφειας (Kuss et al., 2014), Παρόμοια ευρήματα παρουσιάζονται και για τη σχέση του παράγοντα της Διαθεσιμότητας σε νέες εμπειρίες και της ΠΧΔ (Kakulte & Shejwal, 2017). Τρίτον, η σχέση Ευσυνειδησίας και ΠΧΔ φαίνεται να είναι αντίστροφη. Όσο χαμηλότερη η Ευσυνειδησία, τόσο υψηλότερα τα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και ΠΧΔ.

Διαδικτυακές συνήθειες, προβληματική χρήση του διαδικτύου κατά την πανδημία Covid-19 –
Βιβλιογραφικά δεδομένα

Τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν με τη μορφή εγκλεισμού (Lockdown), καραντίνας και άλλα μέτρα τοπικού χαρακτήρα πυροδότησαν αισθήματα άγχους, κοινωνικής απομόνωσης, περιορισμένης κινητικότητας, κατάθλιψης αλλά και έντονου φόβου και αβεβαιότητας για παρατεταμένες χρονικές περιόδους (Alheneidi et al., 2021). Με την έλευση του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η διάρκεια του εγκλεισμού παρατάθηκε έτη περαιτέρω. Με βάση τα παραπάνω, η βιβλιογραφία αναδεικνύει μια λογική υπόθεση: Η πανδημία του κορωνοϊού και τα συνακόλουθα μέτρα αποτελέσαν μια σοβαρή πρόκληση για τη συλλογική ψυχική υγεία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται να παρουσιάζει η σχέση του εγκλεισμού την περίοδο της καραντίνας με τη διαδικτυακή δραστηριότητα. Εξαιτίας της φυσικής και κοινωνικής απομόνωσης, παρατηρήθηκε μια τάση των ανθρώπων να ασχολούνται περισσότερο με το διαδίκτυο, ώστε να διεκπεραιώνουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες (μελέτη, τηλέ-συναντήσεις – κοινωνικοποίηση κ.ά.). Ακόμη, η αυξημένη χρήση του διαδικτύου οδήγησε στην ανάπτυξη υπηρεσιών υγείας εξ αποστάσεως (Siste et al., 2020). Η διαδικτυακή επικοινωνία μέσω διαδικτύου φαίνεται να μείωσε τα αισθήματα απομόνωσης και μοναξιάς. Συνεπώς, η χρήση του διαδικτύου κατά τον εγκλεισμό δεν φάνηκε να είναι μια μονομερώς αρνητική τάση.

Στον αντίποδα, διαπιστώθηκε ότι η πανδημία αύξησε την ανάγκη ενημέρωσης και συνετέλεσε στην εξάπλωση του φαινομένου των ψευδών ειδήσεων, στη διάχυση ενός κλίματος φόβου και πανικού και εν γένει σε μια «πανδημία πληροφορίας» (Garrett, 2020). Τα δεδομένα αναδεικνύουν μια θετική συσχέτιση μεταξύ της αναζήτησης πληροφοριών για την Covid-19 και στην αύξηση του άγχους υγείας (Qiu et al., 2020). Παρατηρώντας ότι οι συνήθεις στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες αποτύγχαναν, αρκετά άτομα χρησιμοποίησαν το διαδίκτυο ως έναν νέο μηχανισμό αντιμετώπισης (Kiraly et al., 2020).

Ειδικότερα, αναφορικά με τη σχέση του εγκλεισμού και της ΠΧΔ, αποτελέσματα παλινδρομικών αναλύσεων ανέδειξαν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του αισθήματος μοναξιάς και της προβληματικής χρήσης, καθώς και μια συσχέτιση μεταξύ μοναξιάς και συνολικού χρόνου διαδικτυακής πλοήγησης (Alheneidi et al., 2021). Οι νεότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα σημείωσαν και υψηλότερα ποσοστά μοναξιάς. Όσοι σημείωσαν υψηλότερα επίπεδα μοναξιάς, ανέφεραν επίσης ότι λάμβαναν περισσότερες ειδήσεις μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Ακόμη, έχουν καταδειχθεί οι συσχετίσεις συγκεκριμένων πτυχών της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου και του εγκλεισμού, όπως είναι η προβληματική – καταναγκαστική ενασχόληση με την πορνογραφία και το διαδικτυακό παιχνίδι-τζόγο (Mestre-Bach et al., 2020; King et al., 2020). Συμπεραίνεται ότι τα άτομα που βιώνουν υψηλή μοναξιά χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως διέξοδο και η σχέση αυτή είναι επαναλαμβανόμενη και αμφίδρομη (Yao & Zhong, 2014).

 

Μεθοδολογία έρευνας

Στην παρούσα μελέτη, έγινε προσπάθεια να διευρυνθεί η γνώση για την προβληματική χρήση του διαδικτύου και στους νέους ενήλικες στον γενικό πληθυσμό. Οι νεαροί ενήλικες αποτελούν πληθυσμό ενδιαφέροντος, πολύ λιγότερο μελετημένο, ενώ παράλληλα φαίνεται να έχουν πιο εδραιωμένα μοτίβα συμπεριφοράς.

Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω διαδικτύου. Τηρήθηκαν όλες οι κατευθυντήριες γραμμές της Δεοντολογίας, ενώ για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος τυποποιημένων (δομημένων), και αυτό-συμπληρούμενων ερωτηματολογίων. Αναλυτικότερα, καταρτίστηκε έντυπο συγκατάθεσης εντός του οποίου περιγράφονταν διεξοδικά ο σκοπός, τα οφέλη και τα εργαλεία της έρευνας. Δόθηκαν συγκεκριμένες οδηγίες συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων και η συμμετοχή ήταν προαιρετική και ανακλητή σε κάθε στάδιο της έρευνας.

Ακόμη, διασφαλίστηκε η ανωνυμία των συμμετεχόντων/ουσών, καθώς τα ερωτηματολόγια δεν διέθεταν όνομα ή κωδικό. Κατέστη σαφές ότι η χρήση οποιονδήποτε δημογραφικών δεδομένων αφορά αποκλειστικά επιστημονικούς σκοπούς, σύμφωνα και με την κείμενη Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για τα Προσωπικά Δεδομένα (28/05/2018). Τέλος, οι συμμετέχοντες/ουσες συμπλήρωναν τα ερωτηματολόγια, μόνον κατόπιν ρητής συγκατάθεσής τους.

Για τη μέτρηση των χαρακτηριστικών προσωπικότητας επιλέχθηκε το ερωτηματολόγιο 50-item International Personality Item Pool Big-Five Factor markers Scale του Goldberg (1992) προσαρμοσμένο στην ελληνική έκδοση. Το ερωτηματολόγιο αυτό αποτελείται από κλίμακες των 50όψεων/ερωτήσεων, βαθμολογούμενες σε μια 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert. Οι ψυχομετρικές ιδιότητες της κλίμακας είναι οι κάτωθι: Αξιοπιστία εσωτερικής συνοχής (δείκτης α του Cronbach) κυμαίνεται μεταξύ 0.79 ως 0.87 (Goldberg et al., 2006). Επιπρόσθετα η εσωτερική συνοχή για την ελληνική έκδοση της κλίμακας είναι 0.882. Αυτό σημαίνει ότι η αξιοπιστία θεωρείται πολύ υψηλή.

Αναφορικά με τη μέτρηση της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου (ΠΧΔ), επιλέχθηκε το ερωτηματολόγιο Problematic Internet Use Questionnaire-9 (PIUQ-9). To PIUQ-9 αποτελεί μια συντομευμένη εκδοχή του 18-Item PIUQ. Το PIUQ-9 συγκροτείται στη βάση 2 παραγόντων, τον παράγοντα «Γενικό Πρόβλημα» και δύο υπό-παράγοντες: «Εθισμός» και «Διαταραχή Παραμέλησης και Ελέγχου». Το ερωτηματολόγιο βαθμολογείται και αυτό με μια 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert. Το άθροισμα στις κλίμακες του PIUQ-9 κυμαίνεται από 9 έως 45, με υψηλότερη βαθμολογία να σηματοδοτεί υψηλότερο ρίσκο για προβληματική χρήση του διαδικτύου

Οι ψυχομετρικές ιδιότητες του PIUQ-9 παρουσιάζονται όπως αξιολογήθηκαν από τους Laconi et al. (2019) σε διάφορες γλώσσες μεταξύ των οποίων και η ελληνική. Τα αποτελέσματα των παραγοντικών αναλύσεων μαρτυρούν ότι ο κοινός δείκτης διακύμανσης έδειξε ότι ο γενικός παράγοντας εξηγεί από 57.0 έως 76.5% της κοινής διακύμανσης, ο οποίος υποστηρίζει την παρουσία ενός ισχυρού γενικού παράγοντα.

Για τη μέτρηση της εμπειρίας της μοναξιάς, χρησιμοποιήθηκε η 3η έκδοση της Κλίμακας της Μοναξιάς (UCLA 3η έκδοση), μεταφρασμένης στα ελληνικά. Η κλίμακα θεωρείται έγκυρη και αξιόπιστη τόσο από διεθνείς όσο και από ελληνικές μελέτες (Anderson & Malikiosi-Loisos, 1992;·Kafetsios & Sideridis, 2006;·Russell, 1996). Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων/ουσών στην συγκεκριμένη κλίμακα αξιολογούνται βάσει τετράβαθμης κλίμακας τύπου Likert. Υψηλότερη βαθμολογία υποδηλώνει και υψηλότερο υποκειμενικό αίσθημα μοναξιάς. Η κλίμακα UCLA βάσισε τη στάθμισή της και σε νεαρούς ενήλικες και αυτό την καθιστά καταλληλότερη για τη συγκεκριμένη μελέτη.

Στην παρούσα μελέτη, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η σκόπιμη δειγματοληψία. Δόθηκε έμφαση στη μελέτη του γενικού και όχι του κλινικού πληθυσμού. Ο υπό μελέτη πληθυσμός είχε ηλικιακό κριτήριο (18-30 έτη), συμμετείχαν συνολικά 144 άτομα (Ν=144).

 

Αποτελέσματα

Από τα 144 άτομα, οι 43 συμμετέχοντες ήταν άνδρες (29.9%) και οι 101 γυναίκες (70.1%). Ο Μ.Ο. της ηλικίας ήταν τα 24.2 έτη και η Τ.Α. ήταν 3,53. Tο μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων διαμορφώθηκε ως εξής: Οι 34 εξ’ αυτών ήταν απόφοιτοι Λυκείου (23.6%), οι 49 ήταν πτυχιούχοι Πανεπιστημίου (34%), οι 14 ήταν πτυχιούχοι ΤΕΙ (9.7%). Ακόμη, υψηλός αριθμός συμμετεχόντων και συγκεκριμένα 44 εξ’ αυτών ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (30.6%) και 3 βρίσκονταν σε διδακτορικό επίπεδο εκπαίδευσης (2.1%).

Αναφορικά με τον τόπο καταγωγής, το 89.6% προερχόταν από αστικά κέντρα, ενώ μόνο μόλις το 10.4% από επαρχιακές περιοχές. Αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, το 55.2% του δείγματος ζει με την οικογένειά του, το 16.7% συγκατοικεί με την/τον σύντροφο, και το 22.2% μένει μόνο του.

Ακόμη, μελετήθηκε το εργασιακό καθεστώς των συμμετεχόντων ως μια σημαντική μεταβλητή, τόσο για το συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος, όσο και για το γεγονός ότι η πανδημία έπληξε αρκετά τον εργασιακό τομέα. Το 29.9% των συμμετεχόντων διατήρησε την εργασία του, το 4.9% έχασε την εργασία του, ενώ ένα ποσοστό 18.1% βρήκε εργασία. Τέλος το 47.2% δεν υπέστη κάποια εργασιακή μεταβολή.

Η μέτρηση των 5 παραγόντων προσωπικότητας γίνεται σε 5βαθμη κλίμακα Likert. Κάθε παράγοντας αποτελείται από 10 ερωτήσεις. Η minimum συνολική τιμή που μπορεί να λάβει κάθε παράγοντας είναι 10 και η maximum 50. Ο Νευρωτισμός παρουσίασε τον δεύτερο χαμηλότερο μέσο όρο και την υψηλότερη τυπική απόκλιση (Μ.Ο.=28,6 Τ.Α.=8,64). Η υψηλή τυπική απόκλιση, εξηγεί και το γεγονός ότι για τον Παράγοντα Νευρωτισμό σημειώνονται ακραίες τιμές. Η μέτρηση της ΠΧΔ γίνεται σε 5βαθμη κλίμακα Likert και αποτελείται από 9 ερωτήσεις. Το ελάχιστο σκορ στην συγκεκριμένη κλίμακα είναι 9 και το μέγιστο 45. Παρατηρείται σχετικά χαμηλός μέσος όρος της ΠΧΔ (Μ.Ο.=23,3 Τ.Α.=7,12). Η μέτρηση της μοναξιάς γίνεται σε 4βαθμη κλίμακα Likert και αποτελείται από 20 ερωτήσεις. Το ελάχιστο σκορ είναι 20 και το μέγιστο 80. Και εδώ το αίσθημα της μοναξιάς κυμαίνεται σε χαμηλό μέσο όρο (Μ.Ο.=34,3 Τ.Α.=8,00) (Πίνακας 1).

 

Πίνακας 1. Μέτρα θέσης και διασποράς των κλιμάκων των ερωτηματολογίων IPIP, PIUQ-9 και UCLA-3

  Ν Εύρος Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος Τυπική απόκλιση
Εξωστρέφεια Total 144 32.00 15.00 47.00 32.6389 6.14579
Συνεργατικότητα Total 144 19.00 27.00 46.00 39.9167 3.74446
Ευσυνειδησία Total 144 32.00 14.00 46.00 34.6181 6.72226
Νευρωτισμός Total 144 38.00 11.00 49.00 28.6597 8.64705
Δεκτικότητα Total 144 21.00 24.00 45.00 35.1319 4.45372
Προβληματική χρήση Total 144 31.00 10.00 41.00 23.3125 7.12277
Μοναξιά Total 144 40.00 20.00 60.00 34.3472 8.00552
Σύνολο 144

 

Στη συνέχεια, μέσω της διαδικασίας visual binning, η οποία επιτρέπει τη μετατροπή των συνεχών μεταβλητών σε κατηγορικές, έγινε ομαδοποίηση των παρατηρούμενων σκορ στους 5 Παράγοντες της Προσωπικότητας, την ΠΧΔ και την αντιλαμβανόμενη μοναξιά, καθώς στα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν δεν δίνονται cut-off scores. Με αυτόν τον τρόπο οι ομάδες που προέκυψαν για κάθε μεταβλητή χαρακτηρίζονταν από χαμηλές, μέσες και υψηλές βαθμολογίες. Η κατανομή των σκορ στο υπό μελέτη δείγμα παρουσιάζεται στον Πίνακα 2.

 

Πίνακας 2. Εύρος ομαδοποιημένων βαθμολογιών για το IPIP-50, το ΠΧΔQ-9 και το UCLA-3

Χαμηλή Μέση Υψηλή
Εξωστρέφεια 15-25 26-36 37-45
Συνεργατικότητα 27-32.6  32.7-39.3  39.4-46
Ευσυνειδησία 14-24 25-35 36-46
Νευρωτισμός 11-23 24-36 37-49
Δεκτικότητα 24-33.3 33.4-37.6 37.7-45
Προβληματική Χρήση Διαδικτύου (ΠΧΔ) 10-19.6 19.7-30.3 30.34-41
Μοναξιά 20-32.6 32.68-46.33 46.34-60

 

Για τους Παράγοντες της προσωπικότητας που έχουν αυξημένο ενδιαφέρον, αναφορικά με τον Νευρωτισμό, το ποσοστό των συμμετεχόντων/ουσών με υψηλά σκορ στην κλίμακα του Νευρωτισμού ανέρχεται στο 20.1%. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα υψηλά σκορ στις μεταβλητές της ΠΧΔ και της Μοναξιάς, τα ποσοστά των συμμετεχόντων/ουσών, ανέρχονται στο 15.3% και 8.3% του δείγματος. Στα σχήματα 1, 2 και 3 παρατηρείται η κατανομή των συμμετεχόντων με βάση το φύλο σε σχέση με τον Παράγοντα του Νευρωτισμού, της Μοναξιάς και της ΠΧΔ.

 

Σχήμα 1. Κατανομή βαθμολογιών Νευρωτισμού με βάση το φύλο

 

 

 

 

 

 

 

Σχήμα 2. Κατανομή βαθμολογιών Μοναξιάς με βάση το φύλο

 

 

 

 

 

 

 

Σχήμα 3. Κατανομή βαθμολογιών ΠΧΔ με βάση το φύλο

 

 

 

 

 

 

 

Στη συνέχεια ελέγχθηκε η υπόθεση της ανεξαρτησίας των μεταβλητών του φύλου, του Νευρωτισμού, της ΠΧΔ, της μοναξιάς και της Ευσυνειδησίας, χρησιμοποιώντας το στατιστικό χ2. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ φύλου και Νευρωτισμού (χ2(2)=2,76, p>.005), φύλου και ΠΧΔ (χ2(2)=6,18 , p>.005), φύλου και Μοναξιάς (χ2(2)=,361, p>.005) και τέλος φύλου και Ευσυνειδησίας (χ2(2)= 2,28 , p>.005). Επομένως, γίνεται δεκτή η υπόθεση της ανεξαρτησίας των μεταβλητών. Ακολούθησαν οι έλεγχοι κανονικότητας των κατανομών των απαντήσεων των συμμετεχόντων/ουσών στα ερωτηματολόγια (Πίνακας 3). Παρατηρείται εδώ ότι δεν μπορεί να απορριφθεί πλήρως και σε όλες τις περιπτώσεις η μηδενική υπόθεση της κανονικότητας των κατανομών, πιθανόν λόγω του μεγάλου (N>100) και ανισομερούς δείγματος.

 

Πίνακας 3. Έλεγχοι κανονικότητας κατανομής στα ερωτηματολόγια

Φύλο Kolmogorov-Smirnova Shapiro-Wilk
Statistic df Sig. Statistic df Sig.
Νευρωτισμός Τotal Άνδρας .127 43 .080 .972 43 .379
Γυναίκα .077 101 .153 .980 101 .119
Συνεργατικότητα Total Άνδρας .109 43 .200* .953 43 .078
Γυναίκα .168 101 .000 .920 101 .000
Ευσυνειδησία Total Άνδρας .176 43 .002 .959 43 .125
Γυναίκα .061 101 .200* .977 101 .081
Προβληματική χρήση Total Άνδρας .104 43 .200* .946 43 .043
Γυναίκα .064 101 .200* .982 101 .178
Μοναξιά_Total Άνδρας .112 43 .200* .964 43 .196
Γυναίκα .144 101 .000 .928 101 .000

 

Προκειμένου να εξεταστούν οι υποθέσεις με τη σειρά, κρίθηκε σκόπιμο να αξιοποιηθεί ο δείκτης Pearson, για τις μεταβλητές του φύλου, των 5 Παραγόντων προσωπικότητας, της μοναξιάς και της ΠΧΔ. Παρατηρήθηκε ότι πράγματι υπάρχει στατιστικώς σημαντική θετική συσχέτιση του Νευρωτισμού με την ΠΧΔ και τη μοναξιά (r=,281 p<.001, r=,306 p<.001 αντίστοιχα). Επιπλέον, παρατηρείται στατιστικώς σημαντική θετική συσχέτιση της μοναξιάς και της ΠΧΔ (r=,249 p<.001), και στατιστικώς σημαντική αρνητική συσχέτιση παρατηρείται μεταξύ των μεταβλητών της Ευσυνειδησίας και της ΠΧΔ (r=-,291 p<.001) (Πίνακας 4).

 

Πίνακας 4. Συσχετίσεις ανάμεσα στους 5 Παράγοντες, την Μοναξιά, την ΠΧΔ και το φύλο

1 2 3 4 5 6 7 8
1.Εξωστρέφεια 1
2.Συνεργατικότητα .108 1
3.Ευσυνειδησία .082 .217** 1
4.Νευρωτισμός -.209* .130 -.110 1
5. Δεκτικότητα .326** .304* .329** .128 1
6.ΠΧΔ -.120 -.039 -.291** .281** -0.60 1
7.Μοναξιά -.366** -.190* -.182* .306** -0.73 .249** 1
8. Φύλο -.115 .246** .026 .138 .023 .144 .053 1
Σύνολο 144 144 144 144 144 144 144 144

Σημείωση: *=p<0.05, **=p<0.01

 

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν στατιστικές δοκιμασίες t-test ανεξάρτητων δειγμάτων, προκειμένου να διερευνηθεί η διαφορά στους μέσους όρους των συμμετεχόντων, αναφορικά με τις βαθμολογίες στις κλίμακες IPIP, PIUQ-9 και UCLA 3. Πρώτα, ελέγχθηκε αν πληρείται η προϋπόθεση της ισότητας των διακυμάνσεων των δύο ομάδων. Εξετάσθηκαν οι διαφορές μεταξύ υψηλών και χαμηλών σκορ, όπως ακριβώς όριζαν οι ερευνητικές υποθέσεις.

Παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στους μέσους όρους των ομάδων με υψηλό Νευρωτισμό, σε σχέση με την ομάδα με χαμηλό Νευρωτισμό, αναφορικά με την ΠΧΔ (t(70)=-3,409 p=,001). Βρέθηκαν επίσης στατιστικώς σημαντικές διαφορές στους μέσους όρους μεταξύ των ομάδων υψηλής και χαμηλής Ευσυνειδησίας και υψηλής και χαμηλής Μοναξιάς σε σχέση με την ΠΧΔ (t(67)=3,084 p=,003 και t(51)=-3,054 p=,004 αντίστοιχα). Δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ μέσης και υψηλής Συνεργατικότητας και ΠΧΔ. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι στο δείγμα δεν υπήρχαν συμμετέχοντες/ουσες που εμπίπτουν στην κατηγορία του «Χαμηλού σκορ», στον Παράγοντα Συνεργατικότητα, επομένως δεν κατέστη εφικτή μια τέτοια σύγκριση.

Σημείο προσοχής εδώ αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο κατανεμήθηκαν οι συμμετέχοντες/ουσες στις ομάδες ανά μεταβλητή. Για τον παράγοντα Νευρωτισμό έχουμε N=49 συμμετέχοντες/ουσες που σημείωσαν χαμηλή βαθμολογία και Ν=29 που σημείωσαν υψηλή βαθμολογία. Ακολούθως, για τον παράγοντα Συνεργατικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία (N=119) σημείωσε υψηλά σκορ και μόνο Ν=25 σημείωσε μέση βαθμολογία. Για τον Παράγοντα Ευσυνειδησία η κατανομή σε υψηλές και χαμηλές βαθμολογίες ήταν Ν=62 και Ν=7 αντίστοιχα, ενώ για τη Μοναξιά η κατανομή ήταν N=46 για την υψηλή βαθμολογία και μόλις N=7 για τη χαμηλή.

Παρατηρείται εδώ ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες/ουσες σημείωσαν μέσα και υψηλά σκορ στον παράγοντα Μοναξιά. Ως δευτερεύον εύρημα εδώ, επισημαίνεται ότι μέσα από τη δοκιμασία t-test ανεξάρτητων δειγμάτων προέκυψαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στους μέσους όρους ανδρών και γυναικών, αναφορικά με τους Παράγοντες του Νευρωτισμού και της Συνεργατικότητας, ενώ για τα επίπεδα Ευσυνειδησίας και Μοναξιάς δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.

Στο επόμενο βήμα πραγματοποιήθηκε και δοκιμασία t-test συζευγμένων δειγμάτων μεταξύ της χρήσης του διαδικτύου υπό κανονικές συνθήκες (πριν και μετά την καραντίνα) και της χρήσης του διαδικτύου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Φάνηκε ότι υπήρχε διαφορά στους μέσους όρους σε ώρες μεταξύ χρήσης διαδικτύου υπό κανονικές συνθήκες και χρήσης κατά την περίοδο του εγκλεισμού. (Μ.Ο.=2,9 T.A.=,85 και Μ.Ο.=3,4 Τ.Α.=,73). Οι διαφορές αυτές μάλιστα είναι πράγματι στατιστικά σημαντικές (t(143)=7.755, p=.000). Όλα τα αποτελέσματα των δοκιμασιών t, παρουσιάζονται συγκεντρωτικά στον Πίνακα 5.

Πίνακας 5.  T-tests ανεξάρτητων και συζευγμένων δειγμάτων

T-tests ανεξάρτητων δειγμάτων Μ.Ο Τ.Α. t p
Προβληματική χρήση_total Nευρωτισμός_group
Χαμηλός

Υψηλός

21.5349

27.1034

6.44

7.29

-3.409 .001
Προβληματική χρήση_total Ευσυνειδησία_group
Χαμηλή

Υψηλή

28.7143

20.8710

7.82

6.21

3.084 .003
Προβληματική χρήση_total Μοναξιά_group
Χαμηλή

Υψηλή

18.00

26.50

5.35

7.03

-3.054 .004
T-test συζευγμένου δείγματος
Χρήση διαδικτύου κατά την διάρκεια του lockdown 3.43 .735 7.755 .000
Χρήση διαδικτύου ΓΕΝΙΚΑ (είτε πριν είτε μετά το lockdown) 2.92 .853

 

Σε περαιτέρω ανάλυση, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ όλων των επιπέδων των μεταβλητών των 5 Παραγόντων και της Μοναξιάς, συμπεριλαμβάνοντας και τα μέσα επίπεδα προκειμένου να διερευνηθεί αν υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές και στα μέσα-υψηλά και μέσα-χαμηλά σκορ. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης με έναν παράγοντα (Oneway ANOVA), η οποία, σε συμφωνία με τα αποτελέσματα των t-tests, έδειξε στατιστική σημαντικότητα των επιπέδων Νευρωτισμού, Μοναξιάς, Ευσυνειδησίας και ΠΧΔ.

Σε δεύτερο επίπεδο, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος post-hoc test και συγκεκριμένα το τεστ Tukey, ώστε να διερευνηθεί ποια από τα επίπεδα (χαμηλό-μέσο-υψηλό) διαφέρουν μεταξύ τους. Παρατηρήθηκαν διαφορές όχι μόνο μεταξύ υψηλών και χαμηλών επιπέδων, αλλά και μεταξύ υψηλών και μέσων επιπέδων. Αναλυτικότερα, αναφορικά με τα επίπεδα Νευρωτισμού και Ευσυνειδησίας, διαπιστώθηκε ότι F(2,141)=5,991 p=.003 και F(2,141)=8,078 p=.000 αντίστοιχα.

Η διαφορά στους μέσους όρους μεταξύ υψηλού και μέσου επιπέδου, όπως προέκυψε από το Tukey test, κυμάνθηκε σε επίπεδο σημαντικότητας p=.016 και p=.003. Ομοίως, για τα επίπεδα της Μοναξιάς σε σχέση με την ΠΧΔ, τα αποτελέσματα της ANOVA έδειξαν ότι F(2,141)=8,695 p=.000 και η διαφορά μεταξύ στους μέσους όρους υψηλού και μέσου επιπέδου κυμάνθηκε σε επίπεδο σημαντικότητας p=.001. Με τη χρήση της ANOVA εξετάστηκε και η σχέση μεταξύ α) του μορφωτικού επιπέδου, β) του τόπου διαμονής, γ) της οικογενειακής κατάστασης και δ) του εργασιακού καθεστώτος σε σχέση με την ΠΧΔ, εντούτοις, δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των παραπάνω μεταβλητών με την ΠΧΔ.

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις απλής και πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης, ώστε να διερευνηθεί το μέγεθος επίδρασης των χαρακτηριστικών προσωπικότητας, της μοναξιάς και του εγκλεισμού, αλλά και ο συνδυασμός των δύο, στην εκδήλωση της ΠΧΔ.

Η πρώτη γραμμική παλινδρόμηση εφαρμόστηκε ώστε να εξετάσει το κατά πόσο ο υψηλός Νευρωτισμός (ψυχολογική μεταβλητή) μπορεί να προβλέψει την ΠΧΔ. Στη συγκεκριμένη μελέτη, φάνηκε ότι ο Νευρωτισμός προβλέπει το 5.2% της συνολικής διακύμανσης της ΠΧΔ (R2=.052, F(1,142)=7.719, p=.006). Αν και η προβλεπτική αξία του μοντέλου δεν είναι υψηλή, αυτό ενδεχομένως οφείλεται και στο γεγονός του σχετικά μικρού δείγματος. Παρόλα αυτά, το μικρό δείγμα δεν αίρει τη στατιστική σημαντικότητα του αποτελέσματος, ώστε να μην το λαμβάνουμε υπόψη. Ακόμη, όπως αναμενόταν, δεν αναδείχθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση μεταξύ Εξωστρέφειας και Συνεργατικότητας με την ΠΧΔ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει και το γεγονός ότι αν και το δείγμα μας εξετάζει γενικό και όχι κλινικό πληθυσμό, οι συμμετέχοντες/ουσες που σημείωσαν πολύ υψηλά σκορ στην κλίμακα του Νευρωτισμού ήταν N=29, δηλαδή το 20.1% του συνολικού δείγματος. Εγείρεται το εξής ερώτημα: Αν με κάποιο τρόπο ο υψηλός Νευρωτισμός σχετίζεται ή «τροφοδοτείται» με κάποιο τρόπο από τα επίπεδα μοναξιάς που βίωσαν τα άτομα λόγω εγκλεισμού.

Για την διερεύνηση αυτής της πιθανότητας εφαρμόστηκε μια δεύτερη γραμμική παλινδρόμηση, σύμφωνα με την οποία το αίσθημα μοναξιάς μπορεί να προβλέψει κατά 8.4% την εκδήλωση συμπεριφορών που περιγράφονται από τον παράγοντα του Νευρωτισμού (R2=.084, F(1,142)=13,028, p=.000). Το εύρημα αυτό, αν και δεν προκύπτει άμεσα από τις ερευνητικές υποθέσεις, θεωρείται σημαντικό επειδή εξηγεί, έστω εν μέρει, τα υψηλά ποσοστά Νευρωτισμού σε μη κλινικό δείγμα. Ακόμη, όπως αναμενόταν, οι Παράγοντες της Εξωστρέφειας και της Ευσυνειδησίας δεν αναδεικνύουν συσχέτιση με την ΠΧΔ.

Στη συνέχεια εφαρμόστηκε γραμμική παλινδρόμηση προκειμένου να διαπιστωθεί αν και σε ποιο βαθμό το αίσθημα της μοναξιάς λόγω του εγκλεισμού (περιβαλλοντικό στρες) μπορεί να προβλέψει την ΠΧΔ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η Μοναξιά προβλέπει το 11.0% της συνολικής διακύμανσης της ΠΧΔ (R2=.110, F(1,142)=17,504,p=.000). Τα αποτελέσματα της ανάλυσης είναι στατιστικώς σημαντικά, εύρημα το οποίο επιβεβαιώνει την δεύτερη ερευνητική υπόθεση όταν μετράται συνολικά ο Παράγοντας Μοναξιά. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι οι βαθμολογίες στην κλίμακα UCLA-3 ήταν πιο ομοιόμορφα κατανεμημένες μεταξύ των συμμετεχόντων και αυτό δικαιολογεί το μικρότερο μέγεθος επίδρασης της Μοναξιάς στην ΠΧΔ σε σχέση με τον Νευρωτισμό. (N=46 για την υψηλή βαθμολογία, N=7 για την χαμηλή και N=91 για την μέση βαθμολογία).

Προκειμένου να εξεταστεί η τρίτη υπόθεση της συνδυαστικής επίδρασης των ψυχολογικών μεταβλητών και του περιβαλλοντικού στρες, ως ισχυρότερου προβλεπτικού παράγοντα εκδήλωσης ΠΧΔ, πραγματοποιήθηκε πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση, κατόπιν ελέγχου των προϋποθέσεων εφαρμογής της (πολυπαραγοντική γραμμικότητα, πολυσυγγραμμικότητα, μη αυτοσυσχέτιση σφαλμάτων, προϋπόθεση ακραίων τιμών).

Τα αποτελέσματα της πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι ο συνδυασμός Νευρωτισμού και Μοναξιάς εξηγεί το 14.1% της διακύμανσης της ΠΧΔ, (R2=.141, F(2,141)=11,594, p=.000). Ειδικότερα, φάνηκε ότι η μοναξιά είχε μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας απ’ ό,τι ο Νευρωτισμός στην εκδήλωση της ΠΧΔ (β=.281, p=.001). Τα αποτελέσματα της ανάλυσης είναι στατιστικώς σημαντικά και επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι η συνδυαστική επίδραση των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και του περιβαλλοντικού στρες τοποθετεί τα άτομα σε μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης ΠΧΔ.

 

Συμπεράσματα – Συζήτηση

Διαπιστώθηκε ότι ο Νευρωτισμός συσχετίζεται θετικά με την ΠΧΔ, και συνιστά ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα εκδήλωσης ΠΧΔ στους νεαρούς ενήλικες, σε συμφωνία και με την υπάρχουσα βιβλιογραφία (Κayis et al., 2017; Kuss et al., 2014; Marciano et al., 2020; Zhou et al., 2017). Ομοίως διαπιστώθηκε ότι η Ευσυνειδησία συσχετίζεται αρνητικά με την ΠΧΔ (Kakulte & Shejwal, 2017; Zhou et al., 2017). Συγκεκριμένα, όσο υψηλότερη βαθμολογία σημειωνόταν στον Παράγοντα Ευσυνειδησία, τόσο μικρότερη ήταν η τάση εκδήλωσης συμπεριφορών σχετιζόμενων με ΠΧΔ. Για τη Συνεργατικότητα δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική αρνητική συσχέτιση, σε αντίθεση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία (Wang & Zhao, 2017), κάτι που μπορεί να οφείλεται και στο μέγεθος του δείγματος.

Μια ερμηνεία του λόγου για τον οποίο ο Νευρωτισμός σχετίζεται με, αλλά και προβλέπει, την ΠΧΔ είναι ότι συχνά οι άνθρωποι (και ειδικότερα οι νεαροί ενήλικες) που χαρακτηρίζονται ως «νευρωσικοί», βιώνουν συχνά αρνητικά συναισθήματα και χρησιμοποιούν δυσπροσαρμοστικές στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων όταν βρίσκονται σε μια στρεσογόνο συνθήκη. Φαίνεται πιθανό για τα άτομα αυτά, το διαδίκτυο να συνιστά ένα πλαίσιο, εντός του οποίου αισθάνονται ασφάλεια, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η αντιλαμβανόμενη δυσφορία που συνοδεύει τις πραγματικές (offline) κοινωνικές συνθήκες. Επιπλέον, το διαδίκτυο μπορεί να χρησιμοποιείται ως αυτορρυθμιστικό μέσο/στρατηγική επίλυσης προβλήματος.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν οι «νευρωσικοί» νεαροί ενήλικες παρουσιάζουν ΠΧΔ, επειδή χρησιμοποιούν συχνότερα το διαδίκτυο ή επειδή απλώς περνούν περισσότερο χρόνο σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Το γεγονός ότι παρατηρείται μείωση της λειτουργικότητας και δυσφορικά συναισθήματα από την παρατεταμένη ΠΧΔ, δεν δίνει απάντηση για το ποια είναι η πραγματική σχέση μεταξύ Νευρωτισμού και ΠΧΔ.

Στη συνέχεια μελετήθηκε ο ρόλος που διαδραματίζουν τα αισθήματα μοναξιάς στην εκδήλωση της ΠΧΔ. Σημαντικό να αναφερθεί εδώ ότι η μοναξιά εξετάστηκε όχι σαν μια προδιαθεσική ψυχολογική μεταβλητή, αλλά σαν αποτέλεσμα του περιβαλλοντικού στρες. Η υπόθεση και εδώ επιβεβαιώθηκε, εφόσον τα υψηλά αισθήματα μοναξιάς συσχετίζονται θετικά με την ΠΧΔ και η μοναξιά όντως μπορεί να θεωρηθεί προβλεπτικός παράγοντας της ΠΧΔ σε συμφωνία με την βιβλιογραφία (Alheneidi et al., 2021). Ακόμη, οι Saadati et al. (2021), επισημαίνουν ότι η σχέση μεταξύ μοναξιάς και ΠΧΔ είναι αιτιωδώς αμφίδρομη. Η ΠΧΔ μπορεί να προκαλέσει αισθήματα μοναξιάς, λόγω του γεγονότος ότι αποξενώνει τα άτομα από τους σημαντικούς τους άλλους, αλλά και αντίστροφα.

Η μοναξιά μπορεί να προκαλεί αύξηση της συνολικής ενασχόλησης με το διαδίκτυο, όχι όμως κατ’ ανάγκη αύξηση της ΠΧΔ. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κι άλλοι παράγοντες όπως τα αισθήματα αυτό-αποτελεσματικότητας, ικανοποίησης από την ζωή, συνεξάρτησης στις διαπροσωπικές σχέσεις, πεποιθήσεων αναφορικά με το διαδίκτυο και τον χρόνο που περνά ένα άτομο σε αυτό κ.ά. Τέλος, αναφορικά με τον έλεγχο της δεύτερης υπόθεσης, εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα αποτέλεσε το γεγονός ότι η μοναξιά μπορεί να προβλέψει αύξηση στα επίπεδα Νευρωτισμού, ακόμη και σε μη κλινικό δείγμα πληθυσμού.

Η παρούσα έρευνα παρέχει ακόμη ενδείξεις ότι ο συνδυασμός ψυχολογικών μεταβλητών, αλλά και περιβαλλοντικού στρες αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης παθολογικών-εξαρτητικών συμπεριφορών, όπως η ΠΧΔ. Αν και οι απαντήσεις στον Παράγοντα Μοναξιά ήταν πιο ομοιόμορφα κατανεμημένες σε σχέση με τις αντίστοιχες για τον Νευρωτισμό, εντούτοις η μοναξιά είχε μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας πρόβλεψης στο μοντέλο. Το παραπάνω εύρημα είναι αρκετά εντυπωσιακό και καταδεικνύει την επίδραση που είχε η εμπειρία του εγκλεισμού για τους νεαρούς ενήλικες.

Αναφορικά με τα δευτερεύοντα ευρήματα της έρευνας, παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές αναφορικά με το φύλο, τον Νευρωτισμό, τη Συνεργατικότητα και τη Μοναξιά σε σχέση με την ΠΧΔ. Περισσότερο επιβαρυμένες φάνηκαν οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, ωστόσο η αξιοπιστία του παραπάνω ευρήματος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό, καθώς υπήρχε δυσανάλογη αντιπροσώπευση γυναικών και ανδρών στο δείγμα της μελέτης.

Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ μορφωτικού επιπέδου και ΠΧΔ, πράγμα που ενδεχομένως εξηγείται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι/ες συμμετέχοντες/ουσες είχαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ακολούθως, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ τόπου διαμονής και ΠΧΔ, πιθανώς επειδή το διαδίκτυο μπορεί να υπερκεράσει γεωγραφικές δυσκολίες. Δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ούτε μεταξύ οικογενειακής κατάστασης, εργασιακού καθεστώτος και ΠΧΔ.

Όπως και στην ουσιοεξάρτηση, έτσι και στην προβληματική χρήση του διαδικτύου, φάνηκε ότι η ΠΧΔ ακολουθεί ένα παρόμοιο μοτίβο εκδήλωσης και μπορεί να επιφέρει εξίσου δυσμενείς συνέπειες για τα άτομα. Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι οι συνέπειες της διαδικτυακής εξάρτησης δεν διακρίνονται το ίδιο εύκολα με αυτές της ουσιοεξάρτησης, πράγμα που καθιστά την ΠΧΔ δυνητικά ακόμη πιο επικίνδυνη, δεδομένου και ότι η ηλικία εμφάνισης συμπτωμάτων ΠΧΔ ολοένα και μικραίνει.

 

Περιορισμοί & προτάσεις για περαιτέρω έρευνα

Δύο βασικοί περιορισμοί της έρευνας αφορούν τον σχετικά μικρό αριθμό του δείγματος και την αρκετά δυσανάλογη αντιπροσώπευση των δύο φύλων. Αν και το δείγμα αποτέλεσαν άτομα εντός του γενικού πληθυσμού, εντούτοις η δειγματοληψία δεν έγινε με τυχαίο τρόπο. Περαιτέρω, ο διαχωρισμός σε ομάδες με βάση τις βαθμολογίες στα ερωτηματολόγια κατακερμάτισε ακόμη περισσότερο το δείγμα, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται, ως επί το πλείστον, μικρά μεγέθη επίδρασης και χαμηλές αρνητικές ή θετικές συσχετίσεις.

Είναι σημαντικό οι μελλοντικές έρευνες να συμπληρώσουν τα ποσοτικά δεδομένα με ποιοτικά, χρησιμοποιώντας μεικτές μεθόδους ανάλυσης. Τρίτον, δεν διερευνήθηκαν άλλες ενδιάμεσες μεταβλητές πέραν των παραγόντων της Προσωπικότητας και των αισθημάτων μοναξιάς.

Η συνεχιζόμενη έρευνα στο πεδίο της διαδικτυακής εξάρτησης, αποτελεί μείζον επιστημονικό ζήτημα, διότι τα δεδομένα γύρω από το διαδίκτυο συνεχώς μεταβάλλονται. Το ίδιο μεταβάλλεται και η εννοιολόγηση της προβληματικής χρήσης, τα εργαλεία-κλίμακες μέτρησής της, καθώς και οι παρεμβάσεις που απορρέουν από αυτά.

 

 

Βιβλιογραφία

Alheneidi, H., AlSumait, L., AlSumait, D., & Smith, A. P. (2021). Loneliness and Problematic Internet Use during COVID-19 Lock-Down. Behavioral sciences (Basel, Switzerland), 11(1), 5. https://doi.org/10.3390/bs11010005

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th edn). American Psychiatric Publishing, Arlington, VA.

Anderson, L. R., & Malikiosi-Loizos, M. (1992). Reliability data for a Greek translation of the Revised UCLA Loneliness Scale: comparisons with data from the USA. Psychological reports, 71(2), 665–666. https://doi.org/10.2466/pr0.1992.71.2.665

Berkman, E. T., Livingston, J. L., & Kahn, L. E. (2017). Finding the “self” in self-regulation: The identity-value model. Psychological inquiry, 28(2-3), 77–98. https://doi.org/10.1080/1047840X.2017.1323463

Block J. J. (2008). Issues for DSM-V: internet addiction. The American journal of psychiatry, 165(3), 306–307. https://doi.org/10.1176/appi.ajp.2007.07101556

Chen, H. T., & Kim, Y. (2013). Problematic use of social network sites: the interactive relationship between gratifications sought and privacy concerns. Cyberpsychology, behavior and social networking, 16(11), 806–812. https://doi.org/10.1089/cyber.2011.0608

Chen, Y. L., Chen, S. H., & Gau, S. S. (2015). ADHD and autistic traits, family function, parenting style, and social adjustment for Internet addiction among children and adolescents in Taiwan: a longitudinal study. Research in developmental disabilities, 39, 20–31. https://doi.org/10.1016/j.ridd.2014.12.025

Chung, S., Lee, J., & Lee, H. K. (2019). Personal Factors, Internet Characteristics, and Environmental Factors Contributing to Adolescent Internet Addiction: A Public Health Perspective. International journal of environmental research and public health, 16(23), 4635. https://doi.org/10.3390/ijerph16234635

Correa, T., Hinsley, A., & Gil de Zúñiga, H. (2010). Who interacts on the Web?: The intersection of users’ personality and social media use. Computers in Human Behavior. 26. 247-253. DOI: 10.1016/j.chb.2009.09.003

Diotaiuti, P., Mancone, S., Corrado, S., De Risio, A., Cavicchiolo, E., Girelli, L., & Chirico, A. (2023). Internet addiction in young adults: The role of impulsivity and codependency. Mental health of higher education students, 16648714, 368.

Durkee, T., Kaess, M., Carli, V., Parzer, P., Wasserman, C., Floderus, B., Apter, A., Balazs, J., Barzilay, S., Bobes, J., Brunner, R., Corcoran, P., Cosman, D., … Wasserman, D. (2012). Prevalence of pathological internet use among adolescents in Europe: demographic and social factors. Addiction (Abingdon, England), 107(12), 2210–2222. https://doi.org/10.1111/j.1360-0443.2012.03946.x

Ετμεκτζόγλου, Μ. (2019). Ο Εθισμός στο Διαδίκτυο. Διερεύνηση της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου σε εξυπηρετούμενους του ΚΕΘΕΑ ΠΛΕΥΣΗ και ΚΕΘΕΑ ΑΡΙΑΔΝΗ κατά τα έτη 2016, 2017 & 2018.(Μεταπτυχιακή εργασία). Ανακτήθηκε από: http://ikee.lib.auth.gr/record/315397?ln=el

Evren, B., Evren, C., Dalbudak, E., Topcu, M., & Kutlu, N. (2018). Relationship of internet addiction severity with probable ADHD and difficulties in emotion regulation among young adults. Psychiatry research, 269, 494–500. https://doi.org/10.1016/j.psychres.2018.08.112

Garrett, L. (2020). COVID-19: The medium is the message. Lancet, 395 (10228):942–3. doi: 10.1016/S0140-6736(20)30600-0

Goldberg, L. R., Johnson, J. A., Eber, H. W., Hogan, R., Ashton, M. C., Cloninger, C. R., & Gough, H. C. (2006). The International Personality Item Pool and the future of public-domain personality measures. Journal of Research in Personality, 40, 84-96.

Goldberg, L. R. (1992). The development of markers for the Big-Five factor structure. Psychological Assessment, 4, 26-42.

Ioannidis, K., Treder, M. S., Chamberlain, S. R., Kiraly, F., Redden, S. A., Stein, D. J., Lochner, C., & Grant, J. E. (2018). Problematic internet use as an age-related multifaceted problem: Evidence from a two-site survey. Addictive behaviors, 81, 157–166. https://doi.org/10.1016/j.addbeh.2018.02.017

Kafetsios, K., & Sideridis, G. D. (2006). Attachment, social support and well-being in young and older adults. Journal of health psychology, 11(6), 863–875. https://doi.org/10.1177/1359105306069084

Kakulte, A.T., & Shejwal, B. (2017). Internet Addiction and Personality Differences among Adolescents. Indian Journal of Health and Wellbeing, 8, 315-318.

Kayiş, A.R., Satici, S.A., Yilmaz, M.F., Şimşek, D., Ceyhan, E., Bakioğlu, F. (2016). Big five-personality trait and internet addiction: a meta-analytic review. Computers in Human Behaviour, 63:35–40. https://doi.org/10.1016/j.chb.2016.05.012

Koronczai, B., Kökönyei, G., Griffiths, M. D., & Demetrovics, Z. (2019). The Relationship Between Personality Traits, Psychopathological Symptoms, and Problematic Internet Use: A Complex Mediation Model. Journal of medical Internet research, 21(4), e11837. https://doi.org/10.2196/11837

Kuss, D. J., Griffiths, M. D., Karila, L., & Billieux, J. (2014). Internet addiction: a systematic review of epidemiological research for the last decade. Current pharmaceutical design, 20(25), 4026–4052. https://doi.org/10.2174/13816128113199990617

Laconi, S., Kaliszewska-Czeremska, K., Gnisci, A., Sergi, I., Barke, A., Jeromin, F., Groth, J., Gamez-Guadix, M., Ozcan, N. K., Demetrovics, Z., Király, O., Siomos, K., Floros, G., & Kuss, D. J. (2018). Cross-cultural study of Problematic Internet Use in nine European countries. Computers in Human Behavior, 84, 430–440

Landers, R. N., & Lounsbury, J. W. (2006). An investigation of Big Five and narrow personality traits in relation to Internet usage. Computers in Human Behavior, 22(2), 283–293. https://doi.org/10.1016/j.chb.2004.06.001

Lopez-Fernandez O. (2018). Generalised Versus Specific Internet Use-Related Addiction Problems: A Mixed Methods Study on Internet, Gaming, and Social Networking Behaviours. International journal of environmental research and public health, 15(12), 2913. https://doi.org/10.3390/ijerph15122913

Malik A, & Rafiq, N. (2016). Exploring the relationship of personality, loneliness, and online social support with internet addiction and procrastination. Pakistan Journal of Psychological Research, 31(1):93–117

Marciano, L., Camerini, L.A., & Schulz, J.P. (2020). Neuroticism in the digital age: A meta-analysis. Computers in Human Behavior Reports, 2, https://doi.org/10.1016/j.chbr.2020.100026

Mestre-Bach, G., Blycker, G. R., & Potenza, M. N. (2020). Pornography use in the setting of the COVID-19 pandemic. Journal of behavioral addictions, 9(2), 181–183. https://doi.org/10.1556/2006.2020.00015

Onorato, R. S., & Turner, J. C. (2004). Fluidity in the self-concept: The shift from personal to social identity. European Journal of Social Psychology, 34(3), 257–278. https://doi.org/10.1002/ejsp.195

Ormel, J., Riese, H., & Rosmalen, J. G. M. (2012). Interpreting neuroticism scores across the adult life course: immutable or experience-dependent set points of negative affect? Clinical Psychology Review, 32(1), 71-79. https://doi.org/10.1016/j.cpr.2011.10.004

Park, T., Kim, S., & Lee, J. (2014).Family therapy for an Internet-addicted young adult with interpersonal problems. Journal of family therapy, 36(4), 394-419.

Pettorruso, M., Valle, S., Cavic, E., Martinotti, G., di Giannantonio, M., & Grant, J. E. (2020). Problematic Internet use (ΠΧΔ), personality profiles and emotion dysregulation in a cohort of young adults: trajectories from risky behaviors to addiction. Psychiatry research, 289, 113036. https://doi.org/10.1016/j.psychres.2020.113036

Qiu, J., Shen, B., Zhao, M., Wang, Z., Xie, B., & Xu, Y. (2020) A nationwide survey of psychological distress among Chinese people in the COVID-19 epidemic:Implications and policy recommendations. Gen Psychiatry, 33(2): e100213. doi: 10.1136/gpsych-2020-100213

Saadati, Μ. H., Mirzaei, H., Okhovat, B., & Khodamoradi, F. (2021). Association between internet addiction and loneliness across the world: A meta-analysis and systematic review. SSM – population health, 16, 100948. https://doi.org/10.1016/j.ssmph.2021.100948

Schneider, L. A., King, D. L., & Delfabbro, P. H. (2017). Family factors in adolescent problematic Internet gaming: A systematic review. JournalofBehavioralAddictions, 6(3), 321–333. https://doi.org/10.1556/2006.6.2017.035

Σιδηροπούλου, Α. (2014). H Διερεύνηση της Σχέσης των Εφήβων με το Διαδίκτυο και το Ζήτημα του Εθισμού. (Διδακτορική διατριβή). Διαθέσιμο στο: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.

Siomos, K., Floros, G., Fisoun, V., Evaggelia, D., Farkonas, N., Sergentani, E., Lamprou, M., & Geroukalis, D. (2012). Evolution of Internet addiction in Greek adolescent students over a two-year period: the impact of parental bonding. European child & adolescent psychiatry, 21(4), 211–219. https://doi.org/10.1007/s00787-012-0254-0

Siste, K., Hanafi, E., Sen, L. T., Christian, H., Adrian, Siswidiani, L. P., Limawan, A. P., Murtani, B. J., & Suwartono, C. (2020). The Impact of Physical Distancing and Associated Factors Towards Internet Addiction Among Adults in Indonesia During COVID-19 Pandemic: A Nationwide Web-Based Study. Frontiersinpsychiatry, 11, 580977. https://doi.org/10.3389/fpsyt.2020.580977

Σιώμος, Κ- Φλώρος, Γ. (2013). Οφέλη και κίνδυνοι στη χρήση του διαδικτύου. Εκδόσεις Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Διαταραχής Εθισμού στο Διαδίκτυο, (συλλογικό έργο 304 σελ).

Weinstein, A., Feder, L., Rosenberg, K., & Dannon, P. (2014). Internet Addiction Disorder: Overview and Controversies. Behavioral Addictions: Criteria, Evidence, and Treatment. 10.1016/B978-0-12-407724-9.00005-7.

Widyanto, L., & Griffiths, M. (2006). ‘Internet addiction’: A critical review. International Journal of Mental Health and Addiction, 4(1), 31-51

Zhou, Y., Li, H., Han, L., & Yin, S. (2021). Relationship Between Big Five Personality and Pathological Internet Use: Mediating Effects of Loneliness and Depression. Frontiers in psychology, 12, 739981. https://doi.org/10.3389/fpsyg.2021.739981

Zhou, Y., Li, D., Li, X., Wang, Y., & Zhao, L. (2017). Big five personality and adolescent Internet addiction: The mediating role of coping style. Addictivebehaviors, 64, 42–48. https://doi.org/10.1016/j.addbeh.2016.08.009

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: *Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος διπλωματικής εργασίας στο πλαίσιο του ΔΠΜΣ «Ποινικό δίκαιο και εξαρτήσεις».