Ανήλικες χρήστριες εξαρτησιογόνων ουσιών: Οι όψεις της νεαρής γυναικείας τοξικομανίας μέσα από τη ζωή της Christiane F

Βαρβάρα Αλεξίου, Ψυχολόγος

Στοιχεία επικοινωνίας: viky_aleksiou@hotmail.com

DOI: 10.57160/QAOI5841

 

Παραπομπή σε APA 7th edition:

Αλεξίου, Β. (2022). Ανήλικες χρήστριες εξαρτησιογόνων ουσιών: Οι όψεις της νεαρής γυναικείας τοξικομανίας μέσα από τη ζωή της Christiane F. ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ, 39.

 

Περίληψη

Παρά τα πολλά υποσχόμενα διεθνή στατιστικά στοιχεία για τη μείωση των ποσοστών της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών από άτομα νεαρής ηλικίας, οι κοινότητες καλούνται ακόμα και σήμερα να αντιμετωπίσουν μια ατυχή πραγματικότητα: τα νεαρά κορίτσια πειραματίζονται με τις εξαρτησιογόνες ουσίες σε μικρότερη ηλικία από ποτέ, με το μέσο όρο ηλικίας έναρξης της χρήσης πλέον να είναι μεταξύ των 12 και 13 ετών. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αυξάνονται ολοένα και περισσότερο τα ποσοστά των νεαρών γυναικών που κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, εκπονείται η παρούσα μελέτη, η οποία στοχεύει να αναπτύξει το πορτρέτο της νεαρής χρήστριας εξαρτησιογόνων ουσιών, όπως αυτό αναδύεται μέσα από την κινηματογραφική ταινία Christiane F, με παράλληλη εμπλοκή της διαθέσιμης βιβλιογραφίας. Μέσα από τη σχετική αποδελτίωση της βιβλιογραφίας και παράλληλη παρακολούθηση και κριτική ανάλυση της ταινίας, διαπιστώνεται ότι η γυναικεία τοξικομανία σε νεαρή ηλικία διέπεται έντονα από το φαινόμενο της συνεξάρτησης από άντρα, επίσης χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών. Ο άνδρας χρήστης σε επίσης νεαρή ηλικία, συνιστά για την πλειονότητα των νεαρών γυναικών τον προμηθευτή της δόσης, αλλά και την αιτία έναρξης της χρήσης εκ μέρους της γυναίκας. Επιμέρους, αναδυόμενα θέματα που διαμορφώνουν το πορτρέτο της νεαρής ουσιοεξαρτημένης περιλαμβάνουν την επιρροή της ομάδας των ομοτίμων – και ειδικά ατόμων του ίδιου φύλου, την ανατροφή και διαβίωση σε ανθυγιεινά οικογενειακά περιβάλλοντα με έντονο το αίσθημα της πατρικής απουσίας και την εκπόρνευση, μεταξύ άλλων.

 

Λέξεις κλειδιά: συνεξάρτηση, γυναικεία τοξικομανία, Christiane F, ανήλικες χρήστριες ουσιών

 

Εισαγωγή

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι μελέτες διαιώνιζαν την ιδέα ότι η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και οι γυναίκες είναι δυο θέματα εντελώς ασύμβατα. Η θεώρηση της χρήσης ουσιών ως κάτι κατεξοχήν ανδρικό, συνέβαλε έντονα στην περιθωριοποίηση των εξαρτημένων γυναικών και στον αποκλεισμό τους από θεραπευτικά δίκτυα φροντίδας. Παράλληλα, η κοινωνική κατασκευή της παιδικής ηλικίας και η θεώρηση των νεαρών ετών της ζωής ως αθώα ή ξέγνοιαστα, οδήγησαν στην καθυστερημένη ανάπτυξη πολιτικών πρόληψης και αντιμετώπισης της χρήσης ουσιών σε άτομα νεαρής ηλικίας (Covigon, 1997).

Η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών επιφέρει παρόμοιες επιπτώσεις και στα δυο φύλα, όλων των ηλικιών. Ωστόσο, είναι κοινώς γνωστό πως οι γυναίκες τοξικομανείς βιώνουν σε συχνότερο και εντονότερο βαθμό ποικίλα φαινόμενα, όπως ο στιγματισμός, η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός, μεταξύ πολλών άλλων. Όπως το θέτει σχετικά και η Μάτσα (2013):

Δεν πιστεύουμε πως υπάρχει ανδρική και γυναικεία τοξικομανία. Ίσα ίσα, στον κόσμο της τοξικομανίας […] δεν είσαι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, είσαι τοξικομανής με τη νοοτροπία του τοξικομανούς. Θεωρούμε, όμως, ότι οι γυναίκες στο σύνολό τους κουβαλούν στους συχνά αδύνατους ώμους τους το μεγαλύτερο βάρος του κοινωνικού κατατρεγμού… (σσ. 19).

Συμπληρωματικά, η κοινωνική κατασκευή της νεανικότητας και της ίδιας της ορολογίας της εξάρτησης αποτελούσε για καιρό σημαντικό εμπόδιο στην κατανόηση της χρήσης ουσιών από νεαρές γυναίκες. Η κοινωνική θεώρηση της εξάρτησης συλλαμβάνει το πρόβλημα με όρους μιας δυσλειτουργικής κοινωνίας, προϊόν της οποίας το υποκείμενο που κάνει χρήση, είναι εκδήλωση ενός ευρύτερου κοινωνικού συμπτώματος. Η παρέμβαση στις ουσίες στην προκείμενη νοείται με όρους κοινωνικής επανεκπαίδευσης, δηλαδή διδασκαλίας των ατομικών ή κοινωνικών ικανοτήτων μέσω των οποίων το άτομο μπορεί να διοχετεύει τη ζωτική του ενέργεια χωρίς να καταφεύγει στη χρήση ουσιών. Με αυτόν τον τρόπο η χρήση ουσιών είναι μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, αλλά δεν είναι ασθένεια με την κλασική έννοια του όρου (Levin, 2018), ενώ παράλληλα τείνει να αφορά τον ενήλικα πληθυσμό, αφού το παιδί και το νεαρό άτομο προσεγγίζεται ως ένα αθώο, ξέγνοιαστο υποκείμενο που επηρεάζεται και παρασύρεται απλώς από κοινωνικά προβλήματα όπως η χρήση ουσιών, με αποτέλεσμα το ίδιο νεαρό άτομο να αντιμετωπίζεται ως παθητικό όν (Kullar, 2009).

 

Δεδομένα χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών από νεαρές γυναίκες

Σύμφωνα με το European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (2007) η ουσία που χρησιμοποιείται συχνότερα από τους νέους κάτω των 15 ετών είναι η κάνναβη. Παράλληλα, η χρήση εισπνεόμενων ουσιών είναι υψηλότερη από αυτή οποιουδήποτε παράνομου ναρκωτικού εκτός της κάνναβης. Οι χώρες που καταγράφουν δεδομένα χρήσης ουσιών για νεότερες ηλικιακές ομάδες αναφέρουν ισχυρή αυξήση στη διαρκή επικράτηση της χρήσης κάνναβης κατά τα πρώτα εφηβικά χρόνια – τη φάση της ζωής κατά την οποία είναι πιο πιθανό να πειραματιστεί το άτομο με τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Οι διαφορές μεταξύ των ηλικιακών ομάδων είναι πολύ μεγαλύτερες από τις διαφορές μεταξύ των δυο φύλων. Σε όλες τις χώρες, μια μεγάλη αύξηση του επιπολασμού εμφανίζεται μεταξύ ηλικιών 11–12 και 15–16 ετών. Στην Ελλάδα αυτή η αύξηση είναι διπλάσια ενώ στην Αγγλία είναι δεκαπέντε φορές υψηλότερη. Η χρήση κανναβιδοειδών από την ηλικία των 13 ετών, είναι ιδιαίτερα υψηλή στην Τσεχία, την Σλοβενία, τη Σλοβακία και την Εσθονία. Μόνο η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν μείωση κατά 1% στην πρώιμη χρήση κάνναβης από νεαρής ηλικίας άτομα, μεταξύ των ετών 1995–2003. Περνώντας σε πιο πρόσφατα δεδομένα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (2022), για την περίοδο 2016–2021, 1,4 εκατομμύρια νεαροί από είκοσι έξι κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν χρήση αμφεταμινών και 1,9 εκατομμύρια έκαναν χρήση της ψυχοτρόπου ουσίας MDMA τον τελευταίο χρόνο. Η επικράτηση της κεταμίνης σε νεαρούς κυμάνθηκε από 0,4% στην Δανία για το 2021, και 0,8% στην Ρουμανία για το 2019. Τέλος, 15,8 εκατομμύρια νεαροί έκαναν χρήση κανναβιδοειδών τον τελευταίο χρόνο –στην Ελλάδα, το 8% αφορούσε μαθητές 15–16 ετών.

Ορισμένα ευρήματα έχουν δείξει ότι οι νεαρές γυναίκες εμφανίζουν μοναδικές ευπάθειες που μπορούν να οδηγήσουν σε κατάχρηση ουσιών (Μώρου & Πουλόπουλος, 2019 ž Τσίγκανου, 2020). Επιπλέον, η έρευνα αποκαλύπτει ότι η χρήση ουσιών έχει πιο βαθύ αντίκτυπο στα νεαρά κορίτσια από ότι στα αγόρια, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά (Briggs & Pepperell, 2009). Οι εν λόγω μελέτες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τα τρωτά σημεία, τις συνέπειες και τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο της χρήσης ουσιών από νεαρά κορίτσια.

Η σκιαγράφηση του πορτρέτου της εξαρτημένης νεαρής γυναίκας αποτελεί μια θεματική επίκαιρη και επιτακτική, δεδομένων των ολοένα και αυξανόμενων ποσοστών της χρήσης ουσιών από νεαρά κορίτσια. Η ανάδειξη των συναισθημάτων, εμπειριών και σκέψεων αυτών των νεαρών κοριτσιών μέσα από την αποδελτίωση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, αλλά και μέσα από την ζωή της 13χρονης τοξικοεξαρτημένης Christiane F, όπως αυτή παρουσιάζεται στην ομότιτλη ταινία θα αναδείξει τα βιώματα ενός παιδιού που αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα, παρασυρόμενη από την ομάδα των συνομηλίκων, και από την ανάγκη της να βιώσει αγάπη, από ένα ανδρικό πρότυπο.

Η μεθοδολογία που υιοθετείται στην παρούσα αρθρογραφία, είναι αυτή της ανασκόπησης της βιβλιογραφίας, σε συνδυασμό με την παράλληλη ανάλυση του χαρακτήρα της Christiane με βάση την ομότιτλη ταινία. Στην ουσία, στόχος είναι να αναλυθεί ο χαρακτήρας, οι συμπεριφορές και οι εμπειρίες της 13χρονης ηρωινομανούς Christiane, σε μια προσπάθεια να διαπιστωθεί το εάν οι εμπειρίες αυτές συνάδουν με τις αναφορές της προγενέστερης βιβλιογραφίας για το πορτρέτο της νεαρής τοξικοεξαρτημένης γυναίκας.

 

Οι κινηματογραφικές ταινίες στο πεδίο των εξαρτήσεων

Η ιστορία της ανάδειξης των πτυχών της ουσιοεξάρτησης και του τοξικομανούς ατόμου μέσα από κινηματογραφικές ταινίες ανιχνεύεται στις πρώτες μέρες επικράτησης του σινεμά, από τη μικρού μήκους βουβή ταινία Hallucinations Pharmaceutiques (Georges Méliès, 1908, Γαλλία), μέχρι και λογής προπαγανδιστικές ταινίες που στρατολογήθηκαν από τις Αμερικανικές εκκλησίες στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ταινία Reefer Madness, η οποία είναι γνωστή και με τον τίτλο Tell Your Children (Gasnier, 1972, Ηνωμένες Πολιτείες).

Οι κινηματογραφικές αφηγήσεις για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, συνδέονται συχνά με φαινόμενα όπως είναι το έγκλημα (π.χ. The Scarface, Martin Bregman, 1983) και η πορνεία (π.χ. Sweet Jane, Joe Gayton, 1998), αλλά και με οριακούς χώρους της πόλης και περιθωριακούς αστικούς χαρακτήρες (π.χ. Trainspotting, Danny Boyle, 1996). Επιπρόσθετα, ταινίες σχετιζόμενες με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, συσχετίζονται τακτικά με συγκεκριμένες φυλετικές ομάδες, προάγοντας ορισμένα στερεότυπα. Αυτά, εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο «καθήκον»: οι ουσίες είναι επικίνδυνες, λόγω της συσχέτισής τους με μια συγκεκριμένη μειονοτική ομάδα, η οποία με τη σειρά της, υποτιμάται λόγω της συσχέτισής της με τα ναρκωτικά. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πρώιμης ρατσιστικής εικόνας σε σχετικές ταινίες είναι η ταινία Narcotic, σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Dwaine Esper (1932) τον οποίο ο Stephenson (2000) έχει βαφτίσει ως «την πιο διαβόητη και κακή ιδιοφυΐα του κινηματογράφου της Αμερικής» (σσ. 25). Ένα συμπληρωματικό χαρακτηριστικό στοιχείο των κινηματογραφικών ταινιών για την ουσιοεξάρτηση, είναι η κατά ένα τρόπο, αναπόφευκτη καθοδική πορεία που έχει ο χρήστης, μετά τη λήψη της πρώτης του δόσης: μόλις ο πρωταγωνιστής στην ταινία Narcotic δοκιμάσει την πρώτη του ρουφηξιά όπιο, δεν μπορεί να αντισταθεί να επιστρέψει στο άντρο. Από εκεί χάνει ασθενείς, μετά φίλους και μετά τη γυναίκα του. Αυτό δεν τον σταματάει, ωστόσο. Σύντομα αρχίζει να διακινεί ουσίες και όταν ούτε αυτό τον εξυπηρετεί πλέον, αυτοκτονεί. Παρόμοιες μοίρες είχαν οι πρωταγωνιστές στο Cocaine Fiends του William O’ Connor (1935) και στο Marihuana Weed with Roots in Hell του Dwaine Esper (1936). Τέλος, υπήρχε από πάντα μια ισχυρή σχέση μεταξύ της έντονης σεξουαλικής συμπεριφοράς και της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών στη μεγάλη οθόνη (Black, 2010). Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι ταινίες Requiem for a Dream (Eric Watson, 2000) και Kids (Larry Clark, 1995).

 

Νεολαία και χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στη μεγάλη οθόνη

Πέραν των ανωτέρω, ένα ακόμα στοιχείο στις κινηματογραφικές παρουσιάσεις του προφίλ του ουσιοεξαρτημένου, είναι η ηλικία έναρξης της χρήσης – οι περισσότεροι πρωταγωνιστές είτε είναι ανήλικοι, είτε παρουσιάζονται να ξεκινούν τη χρήση από αρκετά νεαρή ηλικία (Motyka & Al-Imam, 2021). Τούτο δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ταινίες διατίθενται στο εμπόριο σε συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες, ενώ παράλληλα, σκιαγραφούν μια πραγματικότητα: οι νέοι είναι πιο πιθανό να πειραματιστούν με την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, συγκριτικά με άλλες ηλικιακές ομάδες (Hunt, et.al., 2011 ž Σκανδάμη, et.al., 2015 ž Κοκκέβη, et.al., 2011).

Ωστόσο, πέραν του ανωτέρω, αυτό που παρουσιάζεται αρκετά έντονα στις ταινίες για την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών από νεαρής ηλικίας άτομα, είναι ο φόβος των κοινωνιών για την νεολαία. Οι νέοι αποτελούν απειλή για την κοινωνική τάξη ž η επαναστατικότητά τους εκφράζεται με όλους τους τρόπους που είναι διαθέσιμοι: απορρίπτουν τις όποιες θετικές γονικές πρακτικές, προτιμώντας αντί αυτού την επικίνδυνη ​​και ιδιότροπη αστική ζωή (ενδεικτικό παράδειγμα είναι η ταινία Thirteen, Michael London‎, 2003), ενώ επιδίδονται σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένης της κατάχρησης ουσιών και αλκοόλ. Οι ταινίες με κύριους πρωταγωνιστές τους ανήλικους τοξικομανείς, κατονομάζουν την επίδραση της ομάδας των συνομηλίκων και τα αισθήματα πλήξης και αδράνειας ως τις βασικότερες αιτίες έναρξης της χρήσης (Iannicelli, 2001).

Συμπληρωματικές κινηματογραφικές ταινίες με κεντρικούς πρωταγωνιστές τους, ανήλικα και νεαρής ηλικίας, άτομα, είναι οι Perfect High (Vanessa Parise, 2015), The Basketball Diaries (Scott Kalvert, 1995), Esto no es Berlín (Hari Sama, 2019), Teenage Angst (Thomas Stuber, 2008), Gia (James D. Brubaker, 1998) και Spring Breakers (Harmony Korine, 2012), μεταξύ άλλων.

Ορισμένες κινηματογραφικές ταινίες, ωστόσο, αναδεικνύουν μια άλλη όψη της εφηβείας και των νεαρών χρόνων της ζωής – όψη που συνιστά σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τη χρήση ουσιών σε νεαρή ηλικία – και δεν πρόκειται για άλλη από τα αισθήματα πλήξης, αδράνειας ή ανίας ή έλλειψης ενδιαφέροντος για τον έξω κόσμο, που νιώθουν κατά καιρούς οι αναδυόμενοι ενήλικες (Τριανταφυλλίδου & Τσουμάκας, 2006). Μια παραδειγματική ταινία τέτοιου τύπου είναι η Less than Zero (Marek Kanievska, 1987), όπου οι νεαροί παρακινούνται από κάτι περισσότερο από έναν αόριστο τρόμο για το μέλλον και περνούν την ώρα τους επιδιδόμενοι σε λογής σεξουαλικές δραστηριότητες και χρήση ουσιών.

Η αναπαράσταση της χρήσης ουσιών από νεαρής ηλικίας άτομα στη μεγάλη οθόνη πέραν των ανωτέρω χαρακτηριστικών, φαίνεται ότι προβάλλει έντονα και ένα επιπλέον φαινόμενο, αυτό της συνεξάρτησης (codependency). Η συνεξάρτηση είναι μια ανθυγιεινή, έντονη συναισθηματική ή ψυχολογική εξάρτηση από ένα άλλο άτομο. Φαινόμενο γνωστό και ως «ο εθισμός στην αγάπη», οι συνεξαρτώμενοι συνήθως εισέρχονται σε σχέσεις που είναι μονόπλευρες και συναισθηματικά επιζήμιες, επειδή ο σύντροφός τους επηρεάζεται από μια παθολογική κατάσταση, όπως ο εθισμός στις εξαρτησιογόνες ουσίες (Panaghi, et.al., 2016). Σύμφωνα με τους Rotunda & Doman (2001), υπάρχουν δυο είδη συνεξάρτησης. Στην πρώτη περίπτωση, το καθαρό από ουσίες άτομο, ξεκινάει ένα σύνολο συμπεριφορών που πιστεύουν ότι θα βοηθήσουν το εξαρτημένο άτομο, μέσα από την δικαιολόγηση της κακής του συμπεριφοράς σε δημόσιες περιστάσεις, για παράδειγμα. Η δεύτερη μορφή συνεξάρτησης αφορά στην υιοθέτηση των ίδιων συμπεριφορών του εξαρτημένου ατόμου από το καθαρό από ουσίες, άτομο, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένα εντονότερο δέσιμο μεταξύ τους, ή/και λόγω αισθημάτων φόβου και εγκατάλειψης. Σε αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με τους Knudson & Terrell (2012), το γυναικείο φύλο βρίσκεται συχνότερα στη θέση του συνεξαρτημένου ατόμου, συνιστώντας ένα απ’ τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ της νεαρής ουσιοεξαρτημένης.

 

Το πορτρέτο της νεαρής τοξικοεξαρτημένης

Η νεαρή τοξικοεξαρτημένη γυναίκα διέπεται από ένα σύνθετο και αρκετά ιδιαίτερο ψυχο-συμπεριφορικό προφίλ, το οποίο συνοδεύεται από αρκετές ιδιαιτερότητες λόγω βιολογικών, και κοινωνικών παραγόντων. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η ορολογία της παιδικής ηλικίας (που αναφέρεται στην ουσία στα αναπτυσσόμενα άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών), είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Αυτό σημαίνει ότι οι θεωρήσεις και ορισμοί για τη νεολαία και την παιδική ηλικία διαφέρουν από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Για παράδειγμα, σε μια δεδομένη κοινωνία και χρονική στιγμή, ο νεαρός έφηβος νοείται ως κάποιος που επαναστατεί και αντιτάσσεται σε οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, κάτι που συνδράμει στο να αναπτυχθεί μελλοντικά, σε έναν ώριμο ενήλικα. Σε άλλους πολιτισμούς ωστόσο, ο νεαρός έφηβος προσεγγίζεται ως ένας ήδη ώριμο άτομο, που πρέπει να προετοιμαστεί ακόμα περισσότερο για τον ενήλικα κόσμο (Hung & Fung, 2020). Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει ο Collins (2020), ενώ στις περισσότερες χώρες του κόσμου ως ανήλικος νοείται οποιοσδήποτε δεν έχει συμπληρώσει τα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής, σε ορισμένες κοινωνίες και πολιτισμούς, ενήλικος θεωρείται οποιοσδήποτε συμπληρώνει απλώς τα δεκατέσσερα έτη ζωής.

Ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει το ανωτέρω συνιστά η προς μελέτη ταινία στην εν λόγω αρθρογραφία, Christiane F, όπου η ανήλικη με τα σημερινά δεδομένα, Christiane, την ημέρα των γενεθλίων της αναφέρει στη φίλη της, Babsie, ‘έγινα 14 και σήμερα ενηλικιώνομαι’ (56:39).

Τα ανήλικα κορίτσια γίνονται ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος πληθυσμός χρηστών ουσιών παγκοσμίως και, δεδομένου ότι βιώνουν ταχύτερη εξέλιξη του εθισμού από τους άνδρες (Sharma, et.al., 2019), είναι σημαντικό να κατανοήσει ο ειδικός τις ιδιαιτερότητες της νεανικής γυναικείας εξάρτησης, ώστε να συμβάλλει στην ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης και θεραπείας που είναι προσαρμοσμένα στις γυναίκες, και ειδικά για όσες δεν συμπληρώσει τα 18 έτη ζωής τους.

Η νεαρή τοξικοεξαρτημένη, προέρχεται συνήθως από ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον, με αρνητικά γονικά πρότυπα και έντονο το αίσθημα της πατρικής απουσίας, ενώ οι περισσότερες νεαρές γυναίκες ξεκινούν τη χρήση ουσιών μετά από παρότρυνση του ερωτικού τους συντρόφου, ή λόγω πιέσεων από την ομάδα των συνομηλίκων (Netzelmann, et.al., 2015). Πολλές ανήλικες χρήστριες εξαρτησιογόνων ουσιών, επίσης, είναι θύματα σεξουαλικής βίας και κακοποίησης, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υποτροπιάσουν και βιώνουν εντονότερα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία τους από την κατάχρηση ουσιών (Azim & Bontell, 2015).

Συμπληρωματικά, οι Wexler & Stephens (2014) τονίζουν ότι ένα βασικό ζήτημα σε κάθε προσέγγιση στη γυναικεία εξάρτηση είναι η ταυτότητα της γυναίκας και η θέση που έχει στην κοινωνία. Στην πλειονότητα των κοινωνιών του σύγχρονου κόσμου, η εξαρτημένη γυναίκα, ειδικά νεότερης ηλικίας, νιώθει πως έχει ελλειμματική ταυτότητα και τείνει να υιοθετεί ένα σύνολο ανδροπρεπών για την κοινωνία, συμπεριφορών (π.χ. επιθετική συμπεριφορά, παραβατικότητα), που όμως τη βοηθούν να επιβιώσει στον κόσμο των ναρκωτικών. Πίσω από αυτή την ‘ανδρική μεταμφίεση’ και τις επιθετικές ή προκλητικές συμπεριφορές, η εξαρτημένη κρύβει την οδύνη που βιώνει. Τούτο, γίνεται ιδιαίτερα εμφανές μέσα από τη βιογραφική ταινία Christiane F.

 

Η περίπτωση της Christiane F, Felscherinow, και τα αναδυόμενα θέματα

Η κινηματογραφική ταινία Christiane F, ευρύτερα γνωστή και ως Wir Kinder vom Bahnhof Zoo στη γερμανική, είναι μια αυτοβιογραφική δραματική ταινία του 1981, σε σκηνοθεσία του Uli Edel και απεικονίζει τη ζωή μιας 13χρονης εθισμένης στην ηρωίνη, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο Δυτικό Βερολίνο. Η 13χρονη Christiane ‘μένει στο Βερολίνο από έξι ετών, με τη μητέρα, την αδερφή και τη γάτα της’ (02:00), και παρουσιάζεται από την αρχή ως μια παραμελημένη και μοναχική έφηβη, προερχόμενη από χωρισμένους γονείς, που μεγαλώνει σε συγκρότημα κατοικιών στα περίχωρα της πόλης. Αναζητώντας αδιάκοπα την αγάπη και αίσθηση του ανήκειν, η Christiane παρασύρεται σταδιακά στον εθισμό στα ναρκωτικά –ειδικά την ηρωίνη– και την πορνεία.

Η Christiane F αφορά σε μια ιστορία συνεξάρτησης που επικεντρώνεται στην Christiane και τον εραστή της, Detlev, αλλά και τους στενούς άντρες φίλους τους και «μέντορές» τους στην χρήση, Axel και Atze. Η αφηγήτρια είναι η γυναίκα τοξικομανής που καταφέρνει να φύγει από το φαύλο κύκλο της εξάρτησης, τόσο από την ίδια την ουσία, όσο και τον άνδρα–χρήστη ουσιών.

 

Περιρέουσα ατμόσφαιρα και ιστορικά στοιχεία

Μέσα από την Christiane F ωραιοποιούνται αλλά και δαιμονοποιούνται ορισμένα στοιχεία τόσο της ουσιοεξάρτησης αυτής καθαυτής, όσο και των τοξικομανών εφήβων, αξιοποιώντας κατά έναν τρόπο τις έντονα συναισθηματικές συζητήσεις των δυτικογερμανικών μέσων ενημέρωσης για τα ναρκωτικά εκείνη την εποχή. Στη δεκαετία του 1970, περίοδο κατά την οποία η Christiane F γυρίστηκε, υπήρξε μια δραματοποίηση των κινδύνων του λεγόμενου Rauschgiftwelle («κύματος των ναρκωτικών») και των θυμάτων του. Την τότε περίοδο, υπήρχε ένας αρκετά καταδικαστικός τόνος έναντι των εξαρτησιογόνων ουσιών (συμπεριλαμβανομένης και της κάνναβης) και άρχισε να κυριαρχεί ακόμη και στις φιλελεύθερες εφημερίδες που είχαν προηγουμένως υιοθετήσει μια πιο ανοιχτόμυαλη στάση. Οι πολιτικές για τα ναρκωτικά στη Δυτική Γερμανία παρέμειναν στην «σκληρή γραμμή», απαγορεύοντας όλα τα ναρκωτικά (και τα υποκατάστατα οπιούχων, όπως η μεθαδόνη), στοχεύοντας στην πλήρη αποχή (Schmid, 2003).

Η εμφάνιση της επιδημίας του AIDS στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 επρόκειτο να αλλάξει δραστικά αυτήν την κατάσταση, αφού είχε διαπιστωθεί η σύνδεση μεταξύ της ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών και του ιού HIV. Μέχρι το τέλος του 2000, υπολογίζεται ότι 50.000 έως 60.000 άτομα είχαν καταγραφεί ως θετικοί στον ιό HIV στη Δυτική Γερμανία, πολλοί από τους οποίους ήταν χρήστες ηρωίνης. Ως απάντηση σε αυτή την κατάσταση, η έννοια της μείωσης της βλάβης (όπως είναι η δωρεάν ανταλλαγή συρίγγων) εισήλθε στις συζητήσεις των μέσων ενημέρωσης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επιπρόσθετα, τα Kontaktläden (κέντρα συγκέντρωσης για τοξικομανείς) δημιουργήθηκαν σε όλη την Δυτική Γερμανία, παρέχοντας προσωρινή διαμονή, σίτιση, συμβουλευτικές ή υποστηρικτικές υπηρεσίες και πρακτικές μείωσης βλάβης. Αυτά τα καταφύγια για εξαρτημένους, ένας μεγάλος αριθμός από τους οποίους ήταν άστεγοι, έγιναν περιβόητες «ζώνες προβλημάτων» (Stephens, 2007). Ένα από αυτά τα κέντρα, ήταν και η σιδηροδρομική στάση του Ζωολογικού κήπου του Βερολίνου, τη στάση του Bahnhof Zoo, μέσα στο οποίο κέντρο, έχει γυριστεί και ένα μεγάλο μέρος της ταινίας.

Σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό κλίμα διαδραματίζεται η ταινία Christiane F, με τον σταθμό Bahnhof Zoo να αγκαλιάζει όσους βρίσκονταν στο περιθώριο, μαζί και τους τοξικομανείς. Κοντά στον σταθμό υπήρχε η περιβόητη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια η οποία ήταν κυριολεκτικά ο τελικός προορισμός για πολλούς τοξικομανείς – οι οποίοι έγιναν ορατοί στην τότε επικρατούσα κοινωνία μόνο όταν έγιναν πρωτοσέλιδα ως θύματα υπερβολικής δόσης. Τούτο το γεγονός, μπορεί να το διαπιστώσει ο τηλεθεατής προς το τέλος της ταινίας, όταν η Christiane αναζητεί τη φίλη της, Babsie, στους δρόμους της Δυτικής Γερμανίας χωρίς αποτέλεσμα (02:03:16). Λίγο αργότερα, στο εξώφυλλο μιας πρωινής εφημερίδας ξεπροβάλλει το πρόσωπο της Babsie, κάτω από έντονα μαύρα γράμματα που ενημέρωναν ότι ‘εντοπίστηκε το νεαρότερο θύμα ναρκωτικών του Βερολίνουž ήταν μόνο 14 ετών!’ (02:05:41). Αυτή η τοπογραφία συνδέθηκε με τον υπόκοσμο των τοξικομανών και χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως τοποθεσία για επιμέρους ταινίες για νεαρούς παρίες, όπως στο Das Ende des Regenbogens [The End of the Rainbow] (Uwe Friessner, 1979). Αναπόφευκτα, ο σταθμός Zoo παρέμεινε στο επίκεντρο των κινηματογραφιστών που ασχολούνταν με κοινωνικά ζητήματα.

 

Όψεις της νεανικής γυναικείας ουσιοεξάρτησης μέσα από τη ζωή της Christiane  F

Η πλοκή της ταινίας Christiane F χαρτογραφεί ακατάπαυστα την καθοδική πορεία της 13χρονης πρωταγωνίστριας στον εθισμό της στην ηρωίνη με άκρως δραματικό τρόπο – από την επιθυμία της στην αρχή να λάβει την ουσία δια της μύτης και όχι ενέσιμα (‘δε θέλω να τρυπηθώ, μόνο να σνιφάρω’: 46:38), έως και τη στιγμή που αποφασίζει να δοκιμάσει την ενέσιμη χρήση της ηρωίνης (‘θέλω να τρυπηθώ’: 01:03:20), επειδή ένα αγόρι από την παρέα της, τη διαβεβαιώνει ότι (‘έχει πολύ διαφορά η ένεση από το σνιφάρισμα, το τρύπημα είναι σαν οργασμός στο σεξ’: 01:03:34), καταλήγοντας εν τέλει στην τακτική χρήση ηρωίνης, την κατάρρευσή της στο σπίτι της (01:29:48), σε μια παραλίγο υπερβολική δόση (02:05:45) και εν τέλει, τη λύτρωσή της (02:08:17–02:08:35).

Η ταινία γυρίζεται ως επί το πλείστον τη νύχτα με γαλαζοπράσινα εφέ φωτισμού, τα οποία δίνουν στο άθλιο περιβάλλον μια κάπως απόκοσμη ονειρική ποιότητα. Ο φωτισμός δημιουργεί μια ενδιάμεση κατάσταση παρόμοια με αυτή της συνείδησης των ηρωινομανών: νέοι και γεμάτοι ζωή, αλλά βρισκόμενοι συνεχώς στο χείλος του θανάτου ž είναι μεν «ψηλά» (high) αλλά συνάμα νιώθουν πως πετούν στα χαμηλά, δεν είναι πλήρως ξύπνιοι, μα ούτε και κοιμισμένοι. Άλλωστε, η ταινία υπογραμμίζει περαιτέρω το «ενδιάμεσο» της κατάστασής τους, πλαισιώνοντάς τους κυρίως σε οριακές και αντιθετικές θέσεις (Kolitzus, 1982), όπως είναι η είσοδος ενός 13χρονου κοριτσιού σε μια ντισκοτέκ, όταν η μητέρα του νομίζει πως κοιμάται με ασφάλεια, στο σπίτι της φίλης της, Cassie (03:09). Επομένως, μια σημαντική όψη της νεανικής γυναικείας τοξικομανίας, είναι η τάση τους να αντιτίθενται στους γονικούς κανόνες, και να βρίσκονται σε ακατάλληλα για την ηλικία τους, μέρη. Από αυτή την τάση συνήθως ξεκινάει η μύηση των νέων στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών αφού, συχνά δεν γίνονται αντιληπτοί από τους γονείς τους έγκαιρα (Howard, 2003).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα με βάση το ανωτέρω, είναι η σκηνή που η Cassie, η οποία μύησε πρώτη την Christiane στον κόσμο της παραβατικότητας, ακουμπάει ημιλιπόθυμη πάνω στη Christiane, σε ένα παγκάκι στον σταθμό Zoo. Στο πλήθος των επιβατών, βρίσκεται η μητέρα της Cassie, η οποία αρπάζει την κόρη της, κατηγορώντας την Christiane ότι ‘η Cassie δεν χρειάζεται φίλες που της βάζουν κακές ιδέες’ (24:10). Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι την εν λόγω σκηνή, η Christiane δεν είχε κάνει χρήση ηρωίνης, παρά μόνο χαπιών, εκφράζοντας απέχθεια απέναντι σε ενέσιμες εξαρτησιογόνες ουσίες σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, συμπληρώνοντας ορισμένες έρευνες που επισημαίνουν ότι η πλειονότητα των νεαρών εξαρτημένων γυναικών προτιμά ουσίες που είναι κυρίως εισπνεόμενες και όχι ενέσιμες (π.χ. Wexler & Stephens, 2014).

 

Δυσλειτουργικές οικογενειακές πρακτικές και η απουσία του πατέρα

Η ταινία διατυπώνει την οριακή κατάσταση της Christiane ως έφηβη, στην ηλικία των 13 ετών, εγκλωβισμένη μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσής της, και μέσα από εντελώς αντίθετες εικόνες της, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους. Επανειλημμένα, απεικονίζεται ως ένα μοναχικό παιδί στο σπίτι να σβήνει μόνο του τα κεριά της τούρτας για τα 14α γενέθλιά του (56:39). Αυτές οι εικόνες έρχονται σε αντίθεση με τις εικόνες που δείχνουν την Christiane να είναι μαζί με τους συνομηλίκους της στη ντισκοτέκ Sound και να ποζάρει ως νεαρή γυναίκα φορώντας μακιγιάζ και γόβες (03:32), προσπαθώντας να πείσει την υποδοχή της Sound, ότι είναι 16 χρονών (03:58).

Η είσοδος σε νυχτερινούς χώρους και στέκια συνιστά ένα βασικό τοπογραφικό στοιχείο το οποίο εισάγει τους νέους ανεξαρτήτως φύλου, στον κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών (Haver, et.al., 2011). Μέσω διαφόρων μελετών (π.χ. Fazio, et.al., 2010 ž Moloney, et. al., 2009, κ.α.) έχει διαπιστωθεί ότι τα ανήλικα αγόρια έχουν συχνότερα τη γονική εύνοια – ειδικά του πατέρα – να επισκέπτονται clubs, και άλλα νυχτερινά κέντρα, κάτι που εν μέρει οφείλεται στη θεώρηση των χώρων αυτών ως κάτι που μπορεί να διαχειριστεί καλά το αναπτυσσόμενο αγόρι. Τα κορίτσια από την άλλη σπανιότερα παίρνουν την έγκριση των γονέων τους για την είσοδό τους σε τέτοια μέρη, λόγω του ότι θεωρούνται μέρη με έντονη παραβατικότητα και βία, στην οποία τα κορίτσια δεν πρέπει να εκτεθούν. Ωστόσο, αυτό ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις που ο πατέρας στην οικογένεια είναι παρόντας. Αναλυτικότερα, σε περιπτώσεις οικογενειών που ο πατέρας είναι πλήρως απόντας είτε από τη γέννηση του παιδιού είτε αργότερα, τα κορίτσια υπό την πλήρη απουσία μιας αυστηρής ανδρικής φιγούρας και μιας – συνήθως – συναισθηματικά απούσας μητέρας, φεύγουν κρυφά από το σπίτι ευκολότερα, έχοντας τη τάση να επισκέπτονται συχνότερα τοποθεσίες ακατάλληλες για την ηλικία τους δίνοντας ψευδή στοιχεία και υιοθετώντας εντός τους παραβατικές συμπεριφορές.

Η απουσία του πατέρα στην περίπτωση της Christiane F, είναι ιδιαίτερα έντονη ήδη από τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Στα δυο πρώτα λεπτά (02:00), μας ενημερώνει ότι μένει στο Δυτικό Βερολίνο ‘από έξι ετών, με τη μητέρα, την αδερφή και τη γάτα της’. Η πρώτη αναφορά στον πατέρα της πρωταγωνίστριας γίνεται στο λεπτό 13:06, όταν επιστρέφοντας από το σχολείο, βλέπει την αδερφή της να ετοιμάζει τα πράγματά της, ‘για να πάει να μείνει με τον γέρο της’. Η Christiane δεν δείχνει ευχαριστημένη από την απόφαση της αδερφής της, καθώς θεωρεί πως ‘ξεχνάει τα θέματα που είχαν, όσο έμενε [ο πατέρας τους] μαζί τους’ (13:41), με την αδερφή της να της απαντάει πως ‘θέλει να προσπαθήσει να επανορθώσει [ο πατέρας τους]’ (13:44). Αυτός ο σύντομος διάλογος των δυο αδερφών και οι αντιδράσεις της πρωταγωνίστριας μας μεταδίδουν το μήνυμα ότι η Christiane δεν είχε θετικές σχέσεις με τον πατέρα της. Αυτός είναι και ο πρώτος παράγοντας επικινδυνότητας για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών από νεαρές γυναίκες (Brown, 2018).

Το γενικότερο δυσλειτουργικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει και ζει η Christiane είναι ένας ακόμα παράγοντας επικινδυνότητας για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Στα λεπτά 16:28 ως 16:41 εντοπίζουμε την πρωταγωνίστρια να μαγειρεύει με τη μητέρα της, και να περνάνε ποιοτικό χρόνο μεταξύ τους, ωστόσο αυτή η αλληλεπίδραση διακόπτεται, όταν η μητέρα της, της ανακοινώνει πως ήρθε ο τέως σύντροφός της, Clause, για να γευματίσουν όλοι μαζί (16:45). Αυτό το γεγονός πυροδοτεί την απόφαση της Christiane να ξαναπάει στο Sound, όπου μπλέκει σε λογής καταστάσεις (π.χ. βανδαλισμός στα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων του σταθμού Zoo, 19:04).

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η Christiane και η μητέρα της παρουσιάζονται να έχουν σχετικά καλές σχέσεις, σε τυπικό κυρίως επίπεδο. Επίσης, φαίνεται ότι η μητέρα της δεν είναι αρκετά παρούσα στο σπίτι – ο τηλεθεατής ενημερώνεται από την αρχή της ταινίας ότι ‘η μαμά σκοτώνεται στη δουλειά […]’ (13:23), οπότε υποθέτουμε πως εργάζεται για πολλές ώρες. Παρά ταύτα, η μητέρα της πρωταγωνίστριας όταν τη βρίσκει λιπόθυμη στο μπάνιο του σπιτιού τους (01:29:48), φροντίζει να αποτοξινωθεί κατ’ οίκον (01:31:33), αναγνωρίζοντας παράλληλα κατά έναν τρόπο τη συνεξάρτηση που έχει αναπτύξει στον Detlev – τούτο συνοψίζεται σε επόμενο σημείο της αρθρογραφίας – αφού καλεί τον Detlev να αποτοξινωθεί και εκείνος μαζί με την κόρη της, στο ίδιο δωμάτιο (‘με βρήκε η μητέρα σου για να ξεκόψουμε μαζί […]’, 01:33:10).

Η απόφαση των γονέων να αποτοξινωθούν κατ’ οίκον τα παιδιά τους, ειδικά όταν εκείνα βρίσκονται σε νεαρή ηλικία, δεν είναι σπάνια και απαντάται συχνά στη βιβλιογραφία (π.χ. Hout & Bingham, 2012). Ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες γενικότερα, την τότε εποχή οι ίδιες ήταν σε σπάνιο βαθμό αποδέκτες θεραπευτικών υπηρεσιών, και επομένως βίωναν τις αμέτρητες συνέπειες του αποκλεισμού από κοινότητες είτε θεραπείας, είτε απεξάρτησης σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Οι γυναίκες που ήθελαν να απεξαρτητοποιηθούν, επομένως, κατέφευγαν στην αρκετά επώδυνη και επίπονη διαδικασία της οικιακής αποτοξίνωσης (Rizzo, et.al., 2022).

 

Η κοινωνική επιρροή από την ομάδα των συνομηλίκων

Η κοινωνική επιρροή και οι κοινωνικές πιέσεις από την ομάδα των ομοτίμων, συνιστούν έναν βασικό αιτιολογικό παράγοντα που νέοι και νέες καταφεύγουν στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Σε έρευνα του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) σε συνεργασία με την εταιρία VPRC το φθινόπωρο του 2005, αναφορικά με τις αντιλήψεις των εφήβων για τη χρήση ουσιών οι ίδιοι οι έφηβοι κατονομάζουν τις «κακές παρέες» ως αιτιολογικό παράγοντα της χρήσης (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων & VPRC, 2006).

Σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, τα νέα κορίτσια είναι περισσότερο πιθανό να ξεκινήσουν τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, ώστε να «ταιριάξουν» με την ομάδα των συνομηλίκων (π.χ. Iannicelli, 2001 ž Netzelmann, et.al., 2015), και ειδικά με τα άτομα του ίδιου φύλου στην αρχή και έπειτα με το άλλο φύλο (π.χ. Berge, 2015). Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται συνεχώς στην ταινία Christiane F, ήδη από τα πρώτα λεπτά: η Christiane δηλώνει πως ‘η Cassie τους ξέρει όλους και η Sound είναι σαν δεύτερο σπίτι της, τη θαυμάζω πολύ’ (03:29-03:32), ενώ λίγο αργότερα, απορρίπτει την πρόταση ενός παιδιού από την παρέα να πάρει ένα είδος ουσίας σε μορφή χαπιού (07:54), λέγοντας πως ‘απλώς δεν έχει όρεξη’ (07:59), προκειμένου να πείσει το συνομιλητή της ότι δεν είναι η πρώτη φορά που παίρνει ναρκωτικά ενώ στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτό, είναι το πρώτο σημάδι που μας δείχνει την ανάγκην της πρωταγωνίστριας να νιώθει πως ανήκει σε μια ομάδα και να συμμορφωθεί με τα πρότυπα και συμπεριφορές που τη διέπουν. Εν τέλει, ενώ έχει απορρίψει την ουσία, τη φυλάει, και την παίρνει λίγο αργότερα (10:05).

Η πρωταγωνίστρια της ταινίας σε πολλές σκηνές της, τάσσεται ενάντια στην ηρωίνη και προσπαθεί με κάθε μέσο να πείσει τους συνομηλίκους της ‘να μην αγγίζουν την άσπρη!’ (57:38). Παράλληλα, διαπιστώνει πως όλη η παρέα της έχει πειραματιστεί με ενέσιμη χρήση ηρωίνης, και το ίδιο ισχύει για τον Detlev, ένα αγόρι για το οποίο έχει αρχίσει να τρέφει αισθήματα (29:20). Η ίδια, αν και αρνείται στην αρχή να δοκιμάσει ηρωίνη, αργότερα φαίνεται να αποδέχεται όλη αυτή την κατάσταση, χαρίζοντας και χρήματα στους Axel και Atze για να αγοράσουν ηρωίνη (43:00), με την σκέψη ότι ο ένας φίλος της ‘πραγματικά χρειάζεται τη δόση του’ (42:54). Ωστόσο, όταν η Christiane τους πληρώνει και εκείνοι επιστρέφουν με την ουσία, την αποχαιρετούν και φεύγουν. Αυτό, φαίνεται πως ενόχλησε την πρωταγωνίστρια και την έκανε να νιώθει ότι «μένει εκτός» και την οδηγεί στο να πειραματιστεί με την ηρωίνη (‘θέλω να δοκιμάσω και εγώ’, 44:49), διατηρώντας ακόμα, όμως, το συναίσθημα του φόβου: ‘δεν θέλω να τρυπηθώ, θέλω μόνο να σνιφάρω’ (46:02).

Η ανωτέρω σκηνή ταυτίζεται και συμπληρώνει τη προγενέστερη βιβλιογραφία. Καταρχάς, οι νεαρές γυναίκες πράγματι αποθαρρύνονται σε σημαντικό βαθμό στην αρχή, να δοκιμάσουν την ενέσιμη χρήση της ηρωίνης, κυρίως λόγω της εικόνας της ένεσης, του αίματος, της μυρωδιάς της βραστής ηρωίνης, και της διαδικασίας που απαιτείται για να βράσει, επίσης. Επομένως, για αρχή, τείνουν να προτιμούν την εισπνεόμενη χρήση της συγκεκριμένης οπιούχου ουσίας (π.χ. Friedman & Alicea, 1995 ž Rosenbaum, 1981a ž Steward, et.al., 2021).

Οι επιδράσεις των συνομηλίκων στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι πολύ δυνατές. Στην περίπτωση της Christiane, παρά την αρχική της απροθυμία να πειραματιστεί με την ηρωίνη και τη μετέπειτα λήψη της δια της εισπνοής, παρασύρεται από την ομάδα των συνομηλίκων της, που ετοιμάζουν τη δόση τους στις τουαλέτες του σταθμού Zoo, ζητώντας τους να την αφήσουν ‘να τρυπηθεί’ (01:03:20). Από αυτή τη σκηνή και έπειτα – η οποία είναι και αρκετά σοκαριστική, διότι η πρωταγωνίστρια χρησιμοποιεί τα σύνεργα ενός άγνωστου ατόμου, μιας και δεν είχε δικά της (01:04:35), ξεκινάει η κατρακύλα της, έχοντας επιτύχει το στόχο της: έχει εισέλθει στη παρέα.

 

Το φαινόμενο της συνεξάρτησης με άνδρα επίσης χρήστη, εξαρτησιογόνων ουσιών

Οι επιδράσεις των συνομηλίκων για την έναρξη της χρήσης σε νεαρής ηλικίας γυναίκες είναι ιδιαίτερα σημαντικές και έντονες, αλλά, ακόμα πιο έντονη είναι η επίδραση του παράγοντα της συνεξάρτησής τους με άνδρα–χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών (Wexler & Stephens, 2014). Αναρίθμητες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει το ότι ένας καίριος παράγοντας για την γυναικεία ουσιοεξάρτηση είναι η συναναστροφή με άντρα επίσης χρήστη ουσιών, ο οποίος συχνά συνιστά και τον προμηθευτή της δόσης (π.χ. McGrath & Oakley, 2012 ž Orford, et.al., 2010).

Η συνεξάρτηση της Christiane από τον Detlev, είναι εμφανής ήδη από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, που προοικονομούν τον φαύλο κύκλο εθισμού στο οποίο εισέρχεται η Christiane. Πιο αναλυτικά, στο λεπτό 35:40, η πρωταγωνίστρια διαπιστώνει ότι ο Detlev προχώρησε τη ζωή του με άλλη, κάτι που οδηγεί την Christiane να πειραματιστεί με την ηρωίνη, εν αρχή, εισπνεόμενα. Ενδιαφέρον προκαλεί το ότι η πρωταγωνίστρια, μετά τη λήψη της δόσης, βρίσκει το θάρρος να μιλήσει στον Detlev, ο οποίος συνειδητοποιεί πως έχει πάρει κάποια ουσία (50:46). Η Christiane εν τέλει, ενημερώνει τον μέλλοντα εραστή της, ότι ‘ήθελε στα αλήθεια να μάθει τι νιώθει’ (50:55).

Η νεανική περιέργεια για το αίσθημα ευφορίας που προκαλεί η ηρωίνη ή μια οποιαδήποτε άλλη ουσία κορυφώνεται σε περίπτωση που υπάρχουν ερωτικά συναισθήματα για έναν άνδρα που είναι επίσης χρήστης, εξαρτησιογόνων ουσιών. Επί της ουσίας, πλέον δεν αφορά στο να μάθει η γυναίκα πως νιώθει μετά τη λήψη της ουσίας, αλλά πως νιώθει ο αγαπημένος της, σε μια πρώιμη προσπάθεια να μοιραστεί τον πόνο του, να γίνει ένα μαζί του, μέσω της ουσίας. Αυτό συμβαίνει για το λόγο ότι η γυναίκα δεν μπορεί να βρει άλλη οδό για να συνδεθεί μαζί του, η ουσία γίνεται ο κρίκος που τη συνδέει με τον σημαντικό της άλλο, τροφοδοτώντας συναισθήματα συνεξάρτηση; (Simmons & Singer, 2001), τα οποία μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα σε περιπτώσεις που η γυναίκα είναι νεαρής ηλικίας, και επομένως είναι περισσότερο ευάλωτη στην υποτροπή και σε άλλα φαινόμενα, όπως η εκπόρνευση και η επισφαλής σεξουαλική ζωή (Rosenbaum, 1981b).

Μάλιστα, το ένα τέταρτο των σεξουαλικά ενεργών νεαρών κοριτσιών αναφέρουν πως η πρώτη τους σεξουαλική επαφή ήταν χωρίς προστασία, με άνδρα, επίσης χρήστη, εξαρτησιογόνων ουσιών (Clark, et.al., 2018). Σε πολλές μελέτες, επίσης, υπάρχει εκ μέρους των νεαρών γυναικών μια ταύτιση μεταξύ του αισθήματος της ευφορίας λόγω της σεξουαλικής σύνδεσης με τον άλλον, και της χρήσης οπιοειδών – ειδικά ηρωίνης (π.χ. Katzman, 2020). Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά ο διάλογος της Christiane με τον Detlev και τον φίλο τους, Axel, στις τουαλέτες του σταθμού Zoo:

Christiane: ‘δεν έχει διαφορά αν σνιφάρω ή αν τρυπιέμαι!’ (01:03:24)

Axel: ‘έχει πολύ διαφορά η ένεση από το σνιφάρισμα, το τρύπημα είναι σαν οργασμός στο σεξ’ (01:03:34)

[ακολουθούν σκηνές όπου η Christiane, λαμβάνει ενέσιμη ηρωίνη]

Axel: ‘πως σου φάνηκε;’ (01:07:40)

Christiane: ‘αλλιώς φανταζόμουν τον οργασμό…’

Η κεντρική φαρμακολογική ιδιότητα της οπιούχου ηρωίνης είναι η ευφορία που επιφέρει, σε συνδυασμό με αρκετά ισχυρή αναλγησία (το λεγόμενο rush ή getting high, στην αργκό). Αυτό το αποτέλεσμα αφορά σε μια υποκειμενικού τύπου αίσθηση ευχαρίστησης που διαρκεί έως ένα λεπτό το πολύ και, με την απόκτηση ανοχής αυτή παύει να υφίστανται με αποτέλεσμα ο εθισμένος να κάνει χρήση της ουσίας για την αποφυγή της εκδήλωσης στερητικών συμπτωμάτων, τα οποία ξεκινάνε μετά από περίπου δέκα ώρες, μετά από την τελευταία δόση (Arnao, 1985). Πολλές νεαρές γυναίκες –ειδικά όσες δεν είναι δραστηριοποιημένες σεξουαλικά– και όσες είναι συναισθηματικά συνεξαρτημένες με σύντροφο – χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών, έχουν την τάση να ταυτίζουν το ευφορικό αυτό αίσθημα, με τον οργασμό ή την ευχαρίστηση από τη σεξουαλική πράξη, κυρίως λόγω της σεξουαλικοποίησης της ηρωίνης και των επιδράσεών της που προωθούνται έντονα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ωστόσο, αυτό το ευφορικό αίσθημα σε πολλούς, δεν εμφανίζεται αμέσως, παρά μόνο αργότερα, κάτι που τους κινητοποιεί στο να ξαναδοκιμάσουν (Berge, 2015). Αυτό ακριβώς συνοψίζει και η περίπτωση του δεκαπεντάχρονου ηρωινομανή, Sam:

Όταν χτυπάς για πρώτη φορά ένεση το πιθανότερο είναι να κάνεις εμετό, να νιώθεις απαίσια αλλά γρήγορα θα το ξαναπροσπαθήσεις. Θα γαντζωθεί επάνω σου σαν παθιασμένος εραστής. Το φτιάξιμο που σε «χτυπά» και ο τρόπος που θα ζητάς περισσότερη ηρωίνη –σαν να σου στέρησαν τον αέρα–, αυτός είναι ο τρόπος που θα σε παγιδέψει (Μετάβαση στη Ζωή, 2022).

Τα λόγια του Sam, ισχύουν και στη περίπτωση της πλέον, 14χρονης Christiane η οποία όταν συνειδητοποιεί πως δεν βίωσε το αίσθημα ευφορίας του εραστή της, του ζητάει να κοιμηθούν μαζί ‘με τον όρο να μην τρυπηθούν’ (01:08:20 – 01:08:28). Ωστόσο, λίγο αργότερα η Christiane αναζητάει την ηρωίνη στον σταθμό Zoo (01:13:40 – 01:13:46) για τον λόγο ότι ‘θέλει να είναι τόσο μαστουρωμένη, όσο και ο εραστής της’ (01:13:55).

Στις περισσότερες περιπτώσεις συνεξάρτησης ο άνδρας – χρήστης είναι και ο προμηθευτής της δόσης στη γυναίκα, ανεξαρτήτως ηλικιακού υποβάθρου (Cavacuiti, 2004). Αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας συνήθως είναι εκείνος που φροντίζει για την εύρεση χρημάτων, και έπειτα για την αγορά της δόσης, την οποία μοιράζεται με την σύντροφό του. Τούτο, το παρατηρεί κανείς και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας Christiane F. Η εύρεση χρημάτων εκ μέρους του άνδρα επιτυγχάνεται κυρίως με μικροεγκλήματα και μικροπαραβάσεις καθώς και κλοπές (Felson & Staff, 2016), ωστόσο, στην περίπτωση της Christiane, ο Detlev προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για την αγορά της δόσης τους, ‘κάνει πεζοδρόμιο’ (53:27), στην πίσω πλευρά του σιδηροδρομικού σταθμού Bahnhof Zoo.

Η Christiane με τον Detlev προσπάθησαν να κόψουν την ηρωίνη πολλές φορές, περνώντας όλο και μικρότερες περιόδους αποχής, επιστρέφοντας πάντοτε, στην χρήση ουσιών. Όταν ο ένας υποτροπίαζε, το ίδιο έκανε και ο άλλος. Σε πολλές στιγμές πίστευαν ότι θα απεξαρτητοποιηθούν, όμως, χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη, ο εθισμός επανεμφανιζόταν, σαν να μην είχε φύγει ποτέ:

Detlev: ‘όμως, αν το κάνουμε με μικρές δόσεις, δεν θα εθιστούμε ξανά’ (01:40:44)

Christiane: ‘ξέρουμε ότι το κόβουμε άμα είναι, ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας μια μικρή δόση’ (01:40:48)

 

Πορνεία και σεξεργασία

Το θέμα της πορνείας επικρατεί σε όλη την ταινία, αφού παρουσιάζεται ως ένα μέσο για την εύρεση χρημάτων για την αγορά της ουσίας τόσο εκ μέρους του Detlev, όσο και της Christiane, κάτι που συνιστά ένα βασικό στοιχείο της νεανικής ουσιοεξάρτησης (Weber, et.al., 2005) το οποίο απαντάται συχνότερα σε τοξικοεξαρτημένες γυναίκες όλων των ηλικιακών τάξεων (Λάζος, 2002).

Η επικράτηση της θεματικής της πορνείας, φαίνεται μέσα από τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας αφού σε ορισμένες διαδικτυακές βάσεις ταινιών όπως η IBDd, ο πρωτότυπος από τα γερμανικά, τίτλος μεταφράζεται ως ‘Πόρνη στα δεκατρία για τα ναρκωτικά’ (shorturl.at/gSV25). Το θέμα της πορνείας αναφέρεται συχνά πυκνά στην ταινία και επικρατεί σε συζητήσεις της πρωταγωνίστριας με τον εραστή της, Detlev, και με τη φίλη της, Babsie. Ενδεικτικά παραδείγματα, είναι τα εξής:

Christiane: ‘θέλω να είμαι όσο μαστουρωμένη είσαι και εσύ’ (01:13:55)

Detlev: ‘καλά ž θα πάω με τον επόμενο πελάτη για χάρη σου’ (01:14:13)

Babsie: ‘σήμερα ξεπέταξα επτά πελάτες μέσα σε μια ώρα’ (01:16:14)

Christiane: ‘επτά σε μια ώρα…καλά λεφτά!’ (01:16:21)

Η στάση της Christiane απέναντι στην πορνεία, στην αρχή παρουσιάζεται ως ουδέτερη, αν και ανησυχεί ιδιαίτερα για τον Detlev. Σε πολλές σκηνές, έχει εκδηλώσει την απροθυμία της του να εκπορνεύεται ο εραστής της, ειδικά με έναν τύπο ‘που τον έχει ερωτευτεί’ (01:14:16). Μάλιστα, σε πολλές σκηνές της ταινίας, φαίνεται η Christiane να χαρίζει χρήματα στον εραστή της και τους φίλους τους (01:02:19) και προσφέρεται να ζητιανέψει, προκειμένου να μπορέσει να αγοράσουν με τον Detlev τη δόση τους (01:18:49). Όταν η Christiane συνειδητοποιεί πως δεν θα καταφέρει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό μέσω της επαιτείας, οδηγείται στην πορνεία (01:20:34).

Η εθελούσια εκπόρνευση ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού με έναν κατά πολύ μεγαλύτερο άνδρα, δεν αποτελεί μόνο κοινωνικό πρόβλημα και έγκλημα (παιδοφιλία), αλλά και ένα αρκετά τραυματικό γεγονός για το ανήλικο θύμα (Λάζος, 2002 ž Berge, 2015). Το γεγονός αυτό φαίνεται από την αποστροφή της Christiane όσο εκτελεί πεολειχία στο πελάτη της (01:21:50) η οποία αργότερα επιστρέφει και στην αγκαλιά του εραστή της, γεμάτη περηφάνεια, λέγοντάς του ‘πως βρήκε τη λύση’ (01:23:45). Ο Detlev ωστόσο, ο οποίος εκπορνεύεται περισσότερο καιρό από την σύντροφό του, γνωρίζει πως τα εκατό μάρκα (pf) που του έδωσε η Christiane, δεν μαζεύονται με επαιτεία μέσα σε λίγες ώρες. Αμέσως καταλαβαίνει ότι η σύντροφός του εκπορνεύτηκε, κάτι το οποίο τον θύμωσε. Η στιχομυθία που ακολούθησε με το ζευγάρι, ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα:

Detlev: ‘που βρήκες τόσα λεφτά’; (01:24:02)

Christiane: ‘ζητιάνευα… μα δεν βγήκε τίποτα […] έκανα πεολειχία σε έναν τύπο’ (01:24:10)

Detlev: ‘με δουλεύεις;’ (01:24:19)

Christiane: ‘για ‘σένα το έκανα ρε!’ (01:24:33)

Detlev: ‘για ‘σένα το έκανες…. φοβήθηκες, μη ξεμείνεις από δόση’ (01:25:11)

Η μεταστροφή από την εξάρτηση στον σύντροφο – χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών στην αποκλειστική εξάρτηση στην ουσία, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της γυναικείας εξάρτησης. Η γυναίκα πλέον, βρίσκει δικούς της τρόπους για να αγοράζει τη δόση της, δεν εξαρτάται από τον σύντροφο – χρήστη για την εύρεση της ουσίας, ενώ παρατηρείται και μια σταδιακή απεξάρτηση από τον σύντροφο, από συναισθηματική σκοπιά. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι πλέον περνάει πολλές ώρες χώριά του, και στο κρεβάτι άλλων ανδρών (Wexler & Stephens, 2014). Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά ενισχύει τη συμμετοχή των γυναικών στη σεξουαλική εργασία. Η πιθανότητα διακοπής της σεξουαλικής εργασίας σχετίζεται αντιστρόφως με την χρήση ουσιών, ενώ η χρήση ουσιών και η εμπλοκή στην σεξεργασία, έχουν συχνά μια υποτροπιάζουσα πορεία (Μάτσα, 2011).

Ενδεικτικό παράδειγμα που ταυτίζεται με το ανωτέρω είναι η σκηνή όπου η Christiane ενώ έχει αποτοξινωθεί κατ’ οίκον (01:33:10), υποτροπιάζει και εκπορνεύεται ξανά (01:44:16), έχοντας κακή σχέση με τις υπόλοιπες εκδιδόμενες, αφού προσπαθεί να «πιάσει» πελάτη πρώτη (01:44:20).

Η σεξεργασία αποτελεί ένα αρκετά συχνά συνδεόμενο θέμα με τη γυναικεία τοξικομανία όλων των ηλικιών, αλλά εντοπίζεται και σε υψηλά επίπεδα σε περιπτώσεις ανήλικων γυναικών, για τον κύριο λόγο ότι η ενήλικη τοξικοεξαρτημένη συχνά απασχολείται με νόμιμη εργασία, ή/και υποαπασχόληση –ενώ κάνει και μικροπαραβάσεις, ή μικροκλοπές, προτού οδηγηθεί στην πορνεία. Στην περίπτωση της νεαρής εξαρτημένης, η σεξεργασία συχνά, είναι η μόνη λύση (Bittle, 2002).

 

Συζήτηση

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Δυτική Γερμανία αποτελούσε την μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης για την αγορά ηρωίνης, με περίπου 50.000 χρήστες σκληρών ναρκωτικών να ήταν ακόμη στην εφηβεία τους και το Δυτικό Βερολίνο να θεωρούταν ως η «πρωτεύουσα των τοξικομανών» της Γερμανίας (Cochrane, 1999). Η ιστορία της Christiane F, συγκλόνισε ένα έθνος που αγνοούσε τις διαστάσεις του προβλήματος της τοξικοεξάρτησης και των φαινομένων που σχετίζονται με αυτό όπως η σεξεργασία. Η κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας έγινε η πιο επιτυχημένη ταινία στην ιστορία της Δυτικής Γερμανίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μια τεράστια εμπορική επιτυχία διεθνώς. Η Christiane F επίσης, άνοιξε το δρόμο για την σκηνοθεσία περαιτέρω σχετικών ταινιών, που αναγνωρίζουν ανοικτά ότι η ουσιοεξάρτηση είναι ένα δημόσιο πρόβλημα.

Η συγκεκριμένη βιογραφική ιστορία της Christiane F, αναδεικνύει τις πτυχές της νεανικής ουσιοεξάρτησης μαζί και τις όψεις της γυναικείας τοξικομανίας, συμπληρώνοντας την ήδη διαθέσιμη βιβλιογραφία. Η συνεξάρτηση με άνδρα, επίσης χρήστη ουσιών, η πίεση και η κοινωνική επιρροή της ομάδας των συνομηλίκων, η απουσία του πατέρα και η συναισθηματικά ανεπαρκής μητέρα και η σεξεργασία συνιστούν λίγα από τα πολλά αναδυόμενα θέματα της ταινίας τα οποία συνθέτουν το πορτρέτο της νεαρής τοξικοεξαρτημένης γυναίκας. Συμπληρωματικά, η ταινία θέτει επίσης το θέμα της γενικής άγνοιας για τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, τις ασθένειες που επέρχονται από την ανταλλαγή συρίγγων, και την γενικότερη απάθεια του κόσμου για τη χρήση ουσιών από νέους, που πλήττει ακόμα και σήμερα πολλές χώρες (Berge, 2015).

Η ιστορία της Christiane απεικονίζει τη σύνδεση ενός πρώιμου εθισμού στην ηρωίνη, της παιδικής σεξεργασίας και τις επιπτώσεις της διαβίωσης ενός παιδιού σε ένα αποκομμένο από φροντίδα και αγάπη, οικογενειακό περιβάλλον. Από την οπτική της Ψυχολογίας, μπορεί κανείς να πει ότι ο κόσμος της ζωής της Christiane ήταν ο ονειρικός κόσμος που έχτισε για τον εαυτό της, για να ξεχάσει την καθημερινή της ζωή και το περιβάλλον από το οποίο ήταν περιτριγυρισμένη. Ο ψυχολόγος Urie Bronfenbrenner διατύπωσε τη θεωρία των οικολογικών συστημάτων για να εξηγήσει το πώς συμβαίνει η αλληλεπίδραση μεταξύ των παιδιών και του περιβάλλοντός τους και το πώς οι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν ο ένας τον άλλο. Το μοντέλο περιλαμβάνει διάφορα οικοσυστήματα που όλα έχουν αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνει ένα παιδί. Υπάρχουν πέντε επίπεδα που περιγράφονται από τον Bronfenbrenner που επηρεάζουν το παιδί. Αυτά, κατά τον ίδιο (1995), κατηγοριοποιούνται από το πιο οικείο, έως το πιο ευρύτερο επίπεδο.

Σύμφωνα με τη θεωρία του Bronfenbrenner, μπορεί κανείς να πει ότι το μικροσύστημα της Christiane, το άμεσο περιβάλλον της, ήταν η οικογένειά της με την οποία ζούσε, που συνίσταται στη μητέρα και τη μικρότερη αδερφή της, η οποία φεύγει από το σπίτι. Η Christiane προσπάθησε να δραπετεύσει σε έναν ονειρικό κόσμο που υποτίθεται ότι ήταν το καταφύγιό της, αλλά τελικά, αποδείχθηκε ότι ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της. Η ίδια προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την οικογένειά της και ως εκ τούτου να δεθεί με τη  συμμαθήτριά της, Cassie, ‘που τη συμπαθούν όλοι’ (03:29), την οποία τη συμπεριέλαβε στον δικό της φιλικό κύκλο. Μέσω της παρέας με αυτούς τους συνομηλίκους της, και τον έρωτά της για τον Detlev, άρχισε να παίρνει όλο και περισσότερες εξαρτησιογόνες ουσίες και τελικά κατέληξε γρήγορα να είναι εθισμένη στην οπιούχο ηρωίνη.

Ο Bronfenbrenner περιγράφει ένα επιμέρους σύστημα – το μεσοσύστημα, ως το σύστημα που εξετάζει τους συνδέσμους πολλών μικροσυστημάτων και προσπαθεί να ξεδιπλώσει τη μεταξύ τους σχέση. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ του σχολείου και της οικογένειας, για παράδειγμα, πρέπει να γίνονται κατανοητές (Κωτσίδας, 1994). Για παράδειγμα, η μητέρα της Christiane δεν ήταν ποτέ σχεδόν παρούσα στο σπίτι, και όταν βρισκόταν εκεί, ήταν συναισθηματικά παγωμένη απέναντι στην κόρη της. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ανακάλυψε ότι η Christiane εγκατέλειψε το σχολείο, ενώ εκπορνευόταν για να αγοράσει την επόμενη δόση της. Η μητέρα της, δεν ήθελε να της ασκήσει μεγάλη πίεση, και ως εκ τούτου της έδωσε το ελεύθερο να συμπεριφέρεται όπως εκείνη ήθελε. Όλες αυτές οι αλληλεπιδράσεις έδωσαν στην Christiane την ευκαιρία να ζήσει τον κόσμο της στον οποίο δραπέτευσε χωρίς κανένα εμπόδιο για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατορθώνοντας να κρύψει τον εθισμό της στην ηρωίνη από την οικογένειά της για αρκετό καιρό. Στον οικολογικό χάρτη του Bronfenbrenner υπάρχει και το εξωσύστημα που περιλαμβάνει συνδέσμους που ίσως υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων ρυθμίσεων. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να περιορίζουν την ανάπτυξη του παιδιού άμεσα, αλλά να το επηρεάζουν έμμεσα, όπως είναι λόγου χάρη, το γεγονός ότι η μητέρα της είχε προχωρήσει τη ζωή της με τον πατριό της Christiane, Clause, με τον οποίο η πρωταγωνίστρια δεν αλληλοεπιδρούσε πραγματικά, αλλά που την επηρέαζε, ούτως ή άλλως. Τούτο γίνεται εμφανές στη σκηνή 16:41, όπου ενώ λίγο πιο πριν βλέπουμε μια αγαπημένη στιγμή μεταξύ μητέρας και κόρης που μαγειρεύουν μαζί, τη στιγμή που χτυπάει την πόρτα ο Clause αυτή η στιγμή χάνεται, και η Christiane φεύγει αμέσως από το σπίτι, με προορισμό το νυχτερινό κέντρο.

Το εξωσύστημα περιλαμβάνει επίσης μέρη, που έχουν αντίκτυπο στη συμπεριφορά του παιδιού. Στην ανάπτυξη της Christiane, η ντισκοτέκ και νυχτερινό κέντρο Sound για παράδειγμα, έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να μετατραπεί σε ηρωινομανή. Στην πραγματικότητα, στην Christiane δεν άρεσε καθόλου το μέρος αυτό. Στην αρχή της ταινίας, η Christiane το περιγράφει ως ένα μέρος φρικτό και βρωμερό, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έκανε παρέα τις περισσότερες φορές ήταν εκεί και είχε εύκολη πρόσβαση σε ναρκωτικά. Παρόλο που η απομόνωσή της από τον άμεσο κόσμο της ζωής και την καθημερινή της ζωή στο σπίτι είχαν ήδη αναπτυχθεί, η ντισκοτέκ Sound ήταν το επόμενο βήμα για να απομονωθεί ακόμα περισσότερο από το σπίτι και οικογένειά της.

Ο πολιτιστικός γεωγράφος, David Sibley (1995) συζητά τις έννοιες της «καθαρότητας και της ρύπανσης» στις Γεωγραφίες του αποκλεισμού, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί χρήσιμα εδώ:

Οι ρυπογόνοι [δηλαδή, βρώμικοι για την κοινωνική τάξη και συνοχή], παράγοντες είναι πιο πιθανό να είναι κοινωνικές και συχνά περιθωριοποιημένες στον χώρο, μειονότητες όπως οι γκέι, οι πόρνες, οι άστεγοι και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει… και τους χρήστες σκληρών ναρκωτικών (Sibley, 1995, σσ. 60).

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αλλαγή της εμφάνισης της Christiane καθώς επισκέπτεται όλο και πιο συχνά τους «μολυσμένους» χώρους (ειδικά τον σιδηροδρομικό σταθμό Bahnhof Zoo). Το αθώο «καθαρό» βλέμμα της 13χρονης Christiane, με ροδαλά και λαμπερά μάτια, μετατρέπεται στο στερεότυπο του «βρώμικου τοξικομανή» με το χλωμό δέρμα, το κηλιδωμένο πρόσωπο και τα λιπαρά μαλλιά. Αυτό το βλέμμα – χλωμό, κοκαλιάρικο και με συνοδεία από μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια – με τις συνδηλώσεις της εφηβικής αποξένωσης και της περιφρόνησης των προσδοκιών των ενηλίκων, καταρρίπτει πλήρως την θεώρηση της νεανικής ηλικίας ως τα χρόνια της αθωότητας, και εισάγει τους τηλεθεατές στη ζωή ενός κοριτσιού, που βιάστηκε να μεγαλώσει.

Η έρευνα και η μελέτη του θέματος της χρήσης ουσιών, είναι τεράστιας σημασίας στην κοινωνία στην οποία ζούμε. Τούτου λεχθέντος, είναι αρκετά σύνηθες για τα νεαρά άτομα να έχουν πρόσβαση σε απεριόριστη και καταχρηστική χρήση ναρκωτικών, γεγονός που μας οδηγεί κατά έναν τρόπο να αναρωτιόμαστε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται αυτά τα θέματα, ποια υποστήριξη λαμβάνουν οι εξαρτημένοι νέοι και επίσης, το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ελαχιστοποιήσουμε αποτελεσματικά αυτήν την κατανάλωση, ώστε να αποφευχθεί η υποτροπή. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, άλλωστε, παρόλο που επικρίθηκε ότι ρομαντικοποιεί τη χρήση ηρωίνης από νεαρά κορίτσια, στόχευε να ενημερώσει την κυρίαρχη κοινωνία για το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών. Όταν ρωτήθηκε για την προσέγγισή του σε αυτό το λεπτό και αμφιλεγόμενο θέμα, εξέφρασε την οργή του για τους επιβάτες κοντά στο σταθμό Zoo, που προσποιούνταν ότι το πρόβλημα της χρήσης ηρωίνης από νέους ανθρώπους, δεν υπήρχε:

Όταν ξεκίνησα την έρευνά μου στο Βερολίνο για αυτήν την ταινία, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν ότι οι επιβάτες στο σταθμό του υπόγειου σιδηρόδρομου Kurfürstendamm, δεν έδιναν καμία σημασία στους ηρωινομανείς παρόλο που μερικές φορές εκατό παιδιά ήταν χάμω κάτω. Αυτό που λέω είναι ότι ο κόσμος ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε, αλλά το αγνόησε. Η πρώτη μου ιδέα ήταν ότι θα κάνω τον κόσμο να το προσέξει μέσω της ταινίας μου. Δεν θα μπορούν πλέον να αποστρέφουν τα μάτια τους… (Kolitzus, 1982, σσ. 88).

Εν κατακλείδι, ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιας τάξης ενώ έχει αναπτυχθεί έντονα από την παγκοσμιοποίηση και τον καπιταλισμό στον οποίο ζούμε. Εναπόκειται σε εμάς –τους επαγγελματίες της ψυχολογίας– να δώσουμε προσοχή σε αυτά τα φαινόμενα, και να γνωρίζουμε τα ζητήματα φύλου που εμπλέκονται στην τοξικομανία και την ουσιοεξάρτηση, με στόχο να παρέχουμε εξατομικευμένες υπηρεσίες στον εξαρτημένο χρήστη, με βάση την ηλικία ή το φύλο του, κι άλλους σημαντικούς δημογραφικούς παράγοντες που καθοδηγούν μια παρέμβαση.

 

‘Μακάρι να κοιμούνταν και να ξυπνούσαν

όταν θα είχαν πια ενηλικιωθεί’

Σαίξπηρ, The Winters Tale

 

Βιβλιογραφία

Ελληνόφωνη βιβλιογραφία

Arnao, G. (1985). Το δίλημμα ηρωίνη: μύθοι και επιστημονική έρευνα. Θεσσαλονίκη: Βαβέλ.

Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (2022). Ευρωπαϊκή έκθεση για τα ναρκωτικά: Τάσεις και εξελίξεις 2022. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ε.Ε.

IBDd (2022). Πόρνη στα δεκατρία για τα ναρκωτικά, στο: https://www.imdb.com/title/tt0082176/

Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) & VPRC (2006). Έρευνα για τις στάσεις και αντιλήψεις της κοινής γνώμης για το πρόβλημα των ναρκωτικών και τα κέντρα απεξάρτησης. Αδημοσίευτη Έρευνα της VPRC για το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων. Αθήνα.

Κοκκέβη, Ά., Φωτίου, Α., Ξανθάκη, Μ. & Καναβού, Ε. (2011). Οι εξαρτησιογόνες ουσίες στην εφηβεία. Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής. Αθήνα: ΕΠΙΨΥ.

Κωτσίδας, Φ. (1994). Η γενική θεωρία των συστημάτων. Τετράδια Ψυχιατρικής, 45, 67-71.

Λάζος, Γ. (2002). Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Καστανιώτη.

Μάτσα, Κ. (2011). Ψάξαμε ανθρώπους, βρήκαμε σκιές: το αίνιγμα της τοξικομανίας. Αθήνα: Άγρα.

Μάτσα, Κ. (2013). Ταπείνωση κ’ ντροπή: γυναίκες τοξικομανείς. Σειρά: Ψυχολογία. Αθήνα: Άγρα.

Μετάβαση στη Ζωή (2022). Πόσο εύκολο είναι να εθιστείς στην ηρωίνη; στο: shorturl.at/hmsY7

Μώρου, Β. & Πουλόπουλος, Χ. (2019). Η κακοποίηση στην παιδική ηλικία των γυναικών όπου συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Εξαρτήσεις, 32, 10-25.

Σκανδάμη, Π., Βετούλη, Π., Κερασιώτη, Ε., Καφετζόπουλο, Ε. & Μαλλιώρη, Μ. (2015). Έγκαιρη παρέμβαση για τους νεαρούς χρήστες παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών με παραβατική συμπεριφορά. Αρχεία της Ελληνικής Ιατρικής, 33(1), 115-123. shorturl.at/sBPY1

Τριανταφυλλίδου, Α. & Τσουμάκας, Κ. (2006). Αλκοόλ και εφηβεία. Δελτίο Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του Εθνικού και Πανεπιστημίου Αθηνών, 53, 33-40. shorturl.at/JSZ13

Τσίγκανου, Ι. (2020). Βιωμένη εμπειρία και τροχιές ζωής ουσιοεξαρτημένων γυναικών. Στο Ι. Τσίγκανου, Χ. Τσατσαρώνη, Π. Καραγκούλα & Α. Κίτσιου (Επιμ.), Όψεις ουσιοεξάρτησης στην Ελλάδα της κρίσης (σσ. 75 – 140). Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

 

Αγγλόφωνη βιβλιογραφία

Azim, T. & Bontell, I. (2015). Women, drugs, and HIV. Journal of Drug Policy, 26(1), 16-21

Berge, J. (2015). Substance use in adolescents and the young adults: Interactions of drugs of abuse & role of parents/ peers in early onset of substance use. Doctoral Thesis. Lund University.

Bittle, S. (2002). Youth involvement in prostitution: a literature review. Canada: Dep. of Justice.

Black, E. (2010). Marked women: Prostitutes in the cinema. History of Sexuality, 19(3), 563-564.

Briggs, C. & Pepperell, J.L. (2009). Women, girls, and addiction. London: Routledge.

Bronfenbrenner, U. (1995). Developmental ecology through space and time. Washington: APA.

Brown, S. (2018). The lived experience of daughters who have absent fathers: a phenomenological study. Doctoral dissertation. Minneapolis, Minnesota, Walden: Walden University Press.

Cavacuiti, C. A. (2004). You, me, and drugs – A love triangle: Important considerations when both members of couple are abusing substances. Substance Use and Misuse, 39(4), 645–656.

Clark, M., Buchanan, R., Kovensky, R. & Leve, L.D. (2018). Partner influences on young women’s risky drug and sexual behavior. International Journal of Reproductive Health, 15, 156.

Cochrane, A. (1999). Reimagining Berlin: World city or ordinary place? Urban Studies, 6(2).

Collins, M. (2020). Social constructions of children and youth. Social Policy, 50(3), 493-510

Covigon, J. (1997). Social construction ff the minority drug problem. Social Justice, 24, 117-147.

Edel, U. (1981). Christiane F [Ταινία]. Διαθέσιμο στο: https://tenies-online.best/load/2-1-0-3087

European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction – EMCDDA (2007). The drug use and related problems among very young people (under 15 years old). Belgium: EMCDDA.

Fazio, A., Laidler, K., Moloney, M. & Hunt, G. (2010). Gender, sexuality, and ethnicity as factors of club – drug use among Asian and Americans. Journal of Drug Issues, 40(2), 405-432

Felson, R. & Staff, J. (2017). Committing economic crime for drugs. Crime & Delinquency, 63(4).

Friedman, J. & Alicea, M. (1995). Women and heroin. Gender and Society Journal, 9(4), 432-449.

Haver, T., Vanderplasschen, O., Lammertyn, J. & Broekaert, E. (2011). Drug use and the nightlife: More than just dance music. Substance Abuse Treatment Prevention and Policy, 27(6), 18.

Hout, V. & Bingham, T. (2012). Mothers’ experiences of their children’s detoxification in home: a pilot study. Journal of Community Practitioners’ and Health Visitors’ Association, 85(7).

Hunt, K., Sweeting, H., Sargent, J., et.al. (2011). Is there an association between seeing incidents of alcohol or drug use in films and young Scottish own alcohol or drug use? BMC, 11, 259.

Howard, P. (2003). Pathology or modernity? Rethinking risk factor analyses of the young drug – addicted users. International Journal of Addiction Research and Theory, 11, 141–144.

Iannicelli, P. (2001). Drugs in cinema: Separating the myths from reality. UCLA Law, 9, 139–166.

Katzman, C. (2020). Intersection of women’s sexual pleasure and drugs. Substance Abuse, 40(2).

Kolitzus, H. (1982). Interview mit Uli Edel, Regisseur des Films ‘Christiane F. Probleme der per Kommunikationspolitik und Medienpädagogik, Sonderheft zum Thema: Sucht im Film nos. 4/5, 88–91. [Μτφρ: Συνέντευξη με τον Uli Edel, σκηνοθέτη της ταινίας Christiane F. -Wir Kinder vom Bahnhof Zoo. Φόρουμ για τρέχοντα προβλήματα στη επικοινωνιακή πολιτική και εκπαίδευση στα ΜΜΕ. Ειδικό άρθρο με θέμα: Ο εθισμός στον κινηματογράφο].

Kullar, S. (2009). The social construction of substance using women in BC’s child welfare system. Master Thesis, in School of Social Work. Columbia: University of British Columbia Press.

Levin, L. (2018). Addictions as a social construction: knowledge’s, public positioning, and state implementation of treatments. Addiction Medicine & Therapy Journal, 5(3), 106-120.

Lin, S. & Hin, F. (2020). Social constructionist view of adolescence. Views on Adolescence,1.

McGrath, M. & Oakley, B. (2012). Codependency and pathological altruism. In Oakley, B., Knafo, A. & Wilson, D. (Eds.), Pathological altruism (pp. 49-75). Oxford: Oxford University.

Moloney, M. (2009). Epidemiology meets the cultural studies: Studying and understanding youth cultures, clubs, and drugs. The Journal of Addiction Research & Theory, 17(6), 601–621

Motyka, M.A. & Al-Imam, A. (2021). Representations of psychoactive drugs’ use in mass culture and their impact on audiences. International Journal of Environmental Public Health, 18.

Netzelmann, T., Dan, M., Dreezens-Fuhrke., J., Kalikov, J., Karnite, A., Kucharova, B., Musat, G. et al. (2015). Women using drugs: a qualitative situation and needs analysis. Cross-country rapid assessment and response (RAR Report). Berlin, Germany: SPI Forschung gGmbH

Orford, J., Copello, A., Valleman, R. & Templeton, L. (2010). Family members affected by a close relative’s addiction: The stress-strain-coping-support model. Drugs Policy, 17(1), 36-43.

Panaghi, L., Ahmadabadi, Z., Khosravi, N. & Madanipour, A. (2016). Living with addicted men and codependency: A moderating effect of personality. Addiction and Health, 8(2),98-106.

Rizzo, D., Mu, T., Cotroneo, S. & Arunogiri, S. (2022). Barriers to accessing addiction treatment for women at risk of homelessness. Frontiers in Global Women’s Health, 3, 795532.

Rosenbaum, M (1981a). Women on heroin. Crime, law, and deviance series. NJ: University Press

Rosenbaum, M. (1981b). Women addicts’ experience of heroin world. Urban Life, 10(1), 65–91.

Rotunda, R.J. & Doman, K. (2001). Partner enabling of substance use disorders: A critical review and some future directions. The American Journal of Family Therapy, 29(4), 257-270.

Schmid, M. (2003). Drogenhilfe in Deutschland entstehung du entwicklung 1970-2000. Frankfurt: Verlag [Μτφρ: Παρέμβαση στα ναρκωτικά στη Γερμανία. Προέλευση και ανάπτυξη].

Sharma, S., Khanna, S., Holstege, C. & Pooja, A. (2019). Women and addiction. Clinics, 103(4).

Sibley, D. (1995). Geographies of exclusion. Basingstoke and New York: Palgrave MacMillan.

Simmons, J. & Singer, M. (2006). I love you … and the heroin: The care and the collusion among the drug-using couples. Journal of Substance Abuse Treatment, Prevention Policy, 1(7).

Stephenson, J. (2000). Addicted: The myth & menace of drugs in films. California: Creation Books.

Stephens, R. P. (2007). Germans on drugs. Michigan/ Ann Arbor: University of Michigan Press.

Stewart, A., West, B.S., Rafful, C. et al. (2021). “I would rather do it myself”: injection initiation patterns among women who inject drugs in Tijuana, Mexico. Harm Reduction, 18(105).

Weber, A.E., Boivin, B.J., Blais, L. & Haley, N. (2005). Predictors of initiation into prostitution among female street youths. International Journal of the Urban Health, 81(4), 584-95.

Wexler, H. & Stevens, S. (2014). Women and substance abuse. United Kingdom: Haworth Press.