Ευδοξία K. Δημητριάδου (1) & Δήμητρα Φρ. Σορβατζιώτη (2)
(1) Δικαστική Ψυχολόγος, MSc email: eva.dimitriadou@gmail.com
(2) Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Νομικής, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας email: sorvatzioti.d@unic.ac.cy
DOI: https://doi.org/10.57160/PPGM6897
Περίληψη
Στα Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών (ΔΘΝ), η διάγνωση της εξάρτησης αποτελεί μέρος μιας σφαιρικής αξιολόγησης του δράστη βάσει ενός δομημένου πρωτοκόλλου τεσσάρων σταδίων (δικαστική σκιαγράφηση, κλινική σκιαγράφηση, διαγνωστική εκτίμηση, αποδοχή), που ενέχει επιστημονικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Αυτές αφορούν τις διαδικασίες, τις μεθόδους, τις παρεμβάσεις, και το θεωρητικό υπόβαθρο που λειτουργεί ως πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Παράλληλα η αξιολόγηση αυτού του τύπου συνιστά μοχλό κινητοποίησης της θεραπείας. Σε αντίθεση με την αξιολόγηση μέσω της τυπικής πραγματογνωμοσύνης, που χρησιμοποιείται στο ελληνικό ποινικό σύστημα, είναι εμπεριστατωμένη και παρουσιάζει τη σχέση της εξάρτησης με το έγκλημα. Κατά αυτόν τον τρόπο, η αξιολόγηση της εξάρτησης που χρησιμοποιούν τα ΔΘΝ, συνιστά εργαλείο για το ποινικό σύστημα για τον εντοπισμό του κινήτρου της επαναλαμβανόμενης εγκληματικότητας και πρόληψης υποτροπής. Αυτό το ίδιο εργαλείο είναι και το μέσον για το σχεδιασμό του ατομικού θεραπευτικού πλάνου, του οποίου την πορεία και εξέλιξη παρακολουθεί ο Δικαστής. Η παρουσίαση της διαδικασίας αξιολόγησης στην παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει την ανάγκη για την αναθεώρηση της μέχρι σήμερα αξιολόγησης της εξάρτησης από το ελληνικό ποινικό σύστημα δικαιοσύνης, ιδίως για όσους ομολογούν την πράξη τους και επιθυμούν να θεραπευτούν.
Λέξεις κλειδιά: εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κλινική σκιαγράφηση, διαγνωστική εκτίμηση, δικαστήρια θεραπείας ναρκωτικών, θεραπευτική δικαιοσύνη, αξιολόγηση εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, πραγματογνωμοσύνη, υποτροπή.
Παραπομπή σε APA 7th edition:
Εισαγωγή
Τα Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών (ΔΘΝ)[i], είναι ποινικά δικαστήρια εξειδικευμένα στην επιτήρηση της θεραπείας του κατηγορουμένου-δράστη από την εξάρτηση των ναρκωτικών. Η διαδικασία και οι όροι που επιβάλλονται από τα ΔΘΝ έχουν στόχο την επιτυχή ολοκλήρωση της θεραπείας και τη μείωση της ποινικής υποτροπής (Σορβατζιώτη, 2019). Στα ΔΘΝ, η δυναμική σύμπραξη μεταξύ ποινικής δικαιοσύνης και υπηρεσιών θεραπείας, είναι μία ηχηρή απάντηση στην εγκληματικότητα που συνδέεται με την εξάρτηση από ψυχοδραστικές εξαρτησιογόνες ουσίες, καθόσον μειώνει την ατομική και την κοινωνική βλάβη που επιφέρει η εξάρτηση.
Η αποτελεσματικότητα των ΔΘΝ συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ολοκληρωμένη αξιολόγηση των υποψήφιων συμμετεχόντων. Η λήψη αποφάσεων όσον αφορά στη διάγνωση της εξάρτησης, στην αποδοχή του υποψηφίου στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα, στην παραπομπή του στο κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο, στον θεραπευτικό σχεδιασμό και έλεγχο της θεραπευτικής προόδου βασίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Η αξιολόγηση είναι κινητοποιητική για τη θεραπεία και έτσι προωθείται η αλλαγή της συμπεριφοράς με απώτερο σκοπό τη συμμόρφωση με το Νόμο. Με τη δέσμευση στη θεραπεία το άτομο προσανατολίζεται στο μέλλον. Ο στόχος είναι η ολοκλήρωση της θεραπείας και όχι η απόδοση ευθύνης και ενοχής για το παρελθόν και παρόν. Αναγνωρίζεται η σχέση της θεραπείας με την πρόληψη της εγκληματικότητας. Κατά συνέπεια στην αξιολόγηση δίνεται έμφαση στην περίπλοκη σχέση της εξάρτησης με το έγκλημα. Τέλος, ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας, που συμπεριλαμβάνει την επιβεβαίωση της ιδιότητας του ατόμου ως ικανού προσώπου και ισότιμου πολίτη, το δικαίωμα του ατόμου στη «φωνή», στην αξία και τον σεβασμό, την αντιμετώπιση του ατόμου με αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, την εφαρμογή ηθικής στη φροντίδα, την ενεργητική δικαστική παρέμβαση, την ενεργητική συμμετοχή όλων των συμμετεχόντων και την ενθάρρυνση της αυτοδιάθεσης και της ατομικής επιλογής (Richardson, 2016, όπ. αναφ. στο Σορβατζιώτη, 2017, σ. 98) τηρείται με πρακτικές όπως αξιολόγηση με πολιτισμική επιδεξιότητα, μέριμνα για προσβασιμότητα στη θεραπεία, προστασία των προσωπικών δεδομένων, ενημέρωση για το περιεχόμενο και τους όρους του Θεραπευτικού Προγράμματος.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά της αξιολόγησης του εξαρτημένου υποψηφίου στα ΔΘΝ (εφεξής αξιολόγηση) αντικατοπτρίζουν τις αρχές της Θεραπευτικής Δικαιοσύνης (Richardson, 2016, όπ. αναφ. στο Freiberg et al., 2016). Η Θεραπευτική Δικαιοσύνη συνιστά «διεπιστημονική προσέγγιση του δικαίου, η οποία έχει στόχο τη μείωση των αρνητικών τάσεων του ατόμου που έχει παραπεμφθεί ενώπιον [της δικαιοσύνης] και την παράλληλη αύξηση των θετικών» (Blagg, 2007, όπ. αναφ. στο Σορβατζιώτη, 2017, σ. 98). Τα ΔΘΝ είναι μια συνεκτική υλοποιημένη μορφή της Θεραπευτικής Δικαιοσύνης (Hora, Schma & Rosenthal, 1998), την οποία η Σορβατζιώτη χαρακτηρίζει ως την επιτομή της ποινικής δικαιοσύνης (Sorvatzioti, 2018). Η αποτελεσματικότητα των ΔΘΝ αποδεικνύει ότι η Θεραπευτική Δικαιοσύνη αποδίδει όταν εφαρμόζεται σε νομικά ζητήματα που έχουν ψυχοκοινωνικές ρίζες (Hora et al., 1998).
Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί μια εμπεριστατωμένη ανασκόπηση των Αρχών λειτουργίας των ΔΘΝ και ιδίως προβαίνει στη διερεύνηση της διαπίστωσης της εξάρτησης και της σχέσης της με το αδίκημα στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης αξιολόγησης του κατηγορούμενου-εξαρτημένου δράστη. Έχει σκοπό να ευαισθητοποιήσει τη νομική κοινότητα προς την κατεύθυνση μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν ανάλογες εφαρμογές και στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη. Επίκεντρο είναι η ανάδειξη της ανάγκης αναδιάρθρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης του εξαρτημένου δράστη στο ελληνικό ποινικό σύστημα. Η αναδιάρθρωση της διαδικασίας αυτής αφορά τον αρμόδιο αξιολογητή, τη μέθοδο, τον προσανατολισμό της διαδικασίας και κυρίως τον στόχο της, που θα πρέπει να είναι η εξακρίβωση της σύνδεσης της εξάρτησης με το έγκλημα, και περαιτέρω η θεραπεία. Η εν γένει διαδικασία θα συνδράμει στην ενδεδειγμένη θεραπευτική παρέμβαση, στη μείωση της ποινικής υποτροπής, σε μια περισσότερο ανθρωποκεντρική προσέγγιση και εν τέλει θα συνεισφέρει στη μείωση της ατομικής και κοινωνικής βλάβης. Ο πληθυσμός που θα εξυπηρετηθεί αφορά ένα μεγάλο ποσοστό υπότροπων κυρίως εξαρτημένων δραστών που διαπράττουν εγκλήματα που απειλούνται κυρίως με ποινή φυλάκισης.
Στόχος & προσανατολισμός της αξιολόγησης στα δικαστήρια θεραπείας ναρκωτικών
Οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν από την Εθνική Ένωση των Επαγγελματιών των Δικαστηρίων για τα Ναρκωτικά, για την ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων ΔΘΝ, περιλαμβάνουν τα δέκα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία στα οποία στηρίζουν τη λειτουργία τους τα ΔΘΝ (National Association of Drug Court Professionals [NADCP], 2004). Δύο εξ αυτών αφορούν στην αξιολόγηση:
Σύμφωνα με το παρακάτω χαρακτηριστικό στοιχείο:
Οι επιλέξιμοι υποψήφιοι θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να τοποθετούνται άμεσα στα δικαστικά προγράμματα. Η σύλληψη αποτελεί ψυχοτραυματικό, κινητοποιητικό γεγονός, δημιουργεί μία άμεση κρίση. Η περίοδος μετά τη σύλληψη είναι μία ευκαιρία για παρέμβαση προκειμένου να εισαχθεί η αξία της θεραπείας. Η παρέμβαση των ΔΘΝ βασίζεται στη φύση της κρίσης, που ενέχει η σύλληψη και η κράτηση (NACDP, 2004, p. 5).
Επειδή [οι συλληφθέντες] βρίσκονται σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση κρίσης, η σύλληψη μπορεί να είναι η τέλεια στιγμή για σκιαγράφηση. Οι αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης είναι εμφανείς, σοβαρές και αναντίρρητες (Inciardi, 1994, n.p.).
Όσον αφορά στο ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, εάν δεν γίνει έγκαιρη αναγνώριση της εξάρτησης, οι εξαρτημένοι θα αφεθούν ελεύθεροι αγνοώντας τις θεραπευτικές επιλογές, ενώ η ψυχοπιεστική εμπειρία της σύλληψης είναι πιθανό να πυροδοτήσει νέα χρήση (Inciardi, 1994).
Το ΔΘΝ έχει τη μοναδική δυνατότητα αμέσως μετά τη σύλληψη, που αποτελεί ένα σημαντικά κινητοποιητικό γεγονός, να επηρεάσει, να πείσει και να εξωθήσει τα άτομα στην εισαγωγή ή στη συνέχιση της θεραπείας. Η αμεσότητα της απάντησης των ΔΘΝ στη σύλληψη, δηλαδή η έγκαιρη αναγνώριση των κατάλληλων ατόμων και η άμεση δέσμευσή τους στη θεραπεία είναι κεντρικό στοιχείο που διακρίνει τα ΔΘΝ από κάθε άλλου τύπου θεραπευτική παρέμβαση (Cooper, Peters & Kushner, 2014, p. 10).
Πράγματι, οι έρευνες επιβεβαιώνουν ότι το διάστημα μεταξύ της σύλληψης και της αποδοχής στο Πρόγραμμα είναι καθοριστικό τόσο για την ολοκλήρωση του Προγράμματος όσο και για την πιθανότητα ποινικής υποτροπής (Carey, Mackin & Finigan, 2012; Carrey & Waller, 2011).
Σύμφωνα με έτερο χαρακτηριστικό στοιχείο των ΔΘΝ (NADCP, 2004, σ.7), «Τα Δικαστήρια για τα Ναρκωτικά παρέχουν πρόσβαση σε ένα συνεχές υπηρεσιών που περιλαμβάνει τη σκιαγράφηση και τη διαγνωστική εκτίμηση». Το συνεχές δηλώνει, αρχικά, τη συνεκτική ακολουθία των υπηρεσιών του ΔΘΝ που μοιράζονται μία κοινή φιλοσοφία και ένα κοινό όραμα. Στο ΔΘΝ η θεραπεία ουσιαστικά ξεκινά στο Δικαστήριο και συνεχίζει με την ένταξη του συμμετέχοντα στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός το ΔΘΝ είναι μία θεραπευτική εμπειρία από την αρχή ως το τέλος, αφετέρου οι επαγγελματίες που το στελεχώνουν, δικαστές, εισαγγελείς και θεραπευτές, είναι μέλη της θεραπευτικής ομάδας και έχουν εξειδικευμένη γνώση επί του αντικειμένου (NACDP, 2004). Επιπλέον, το συνεχές δηλώνει το εύρος των επιπέδων και της εντατικότητας της φροντίδας, που βασίζεται στην αντιστοίχιση με τις εξατομικευμένες ανάγκες του συμμετέχοντα και στη διασύνδεση των υπηρεσιών, ώστε να επιτυγχάνεται ολοκληρωμένη αποκατάσταση του περιστατικού. Επομένως, το συνεχές αφορά στη σφαιρικότητα της προσέγγισης των προβλημάτων του συμμετέχοντα, στην εξατομίκευση των υπηρεσιών, στη συνεχή παροχή υπηρεσιών με το ίδιο όραμα από το δικαστήριο θεραπείας και τις υπηρεσίες αποκατάστασης, στη διασύνδεση των υπηρεσιών με ομαλή ροή πληροφοριών, και στην εξωστρεφή συνεργασία με άλλες τοπικές υπηρεσίες. Αντίστοιχα, η αξιολόγηση των συμμετεχόντων, ως μέρος αυτού του συνεχούς, είναι σφαιρική, εξατομικευμένη, επαναλαμβανόμενη και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των συνεργαζόμενων υπηρεσιών.
Σκοπός της αξιολόγησης είναι να αναγνωριστούν οι κατάλληλοι υποψήφιοι για θεραπεία με παραπομπή στο ΔΘΝ, ώστε να σταματήσει ο αλλεπάλληλος κύκλος εξάρτησης-εγκλήματος (Inciardi, 1994). Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση που διενεργείται στα ΔΘΝ διερευνά τη σχέση εξάρτησης-εγκλήματος μέσα από μία σφαιρική εκτίμηση του δράστη, ώστε να παρέμβει στοχευμένα θεραπευτικά σε αυτή τη σχέση. Έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα διασύνδεσης ναρκωτικών και εγκλήματος: τα ναρκωτικά οδηγούν στην εγκληματικότητα, η εγκληματικότητα οδηγεί στα ναρκωτικά, η γενεσιουργός αιτία των ναρκωτικών και της εγκληματικότητας είναι κοινή (Bean, 2013). Κατά την αξιολόγηση του υποψηφίου στα ΔΘΝ η διερεύνηση της διασύνδεσης αφορά στο πρώτο μοντέλο, δηλαδή απαντά στο ερώτημα αν η εξάρτηση είναι η αίτια του εγκλήματος.[ii]
Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης συλλέγονται πληροφορίες με άμεσο στόχο την απόφαση του δικαστή για αποδοχή στο Πρόγραμμα και παραπομπή στο κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο και απώτερο στόχο τον σχεδιασμό του ατομικού θεραπευτικού πλάνου (Peters & Peyton, 1998)[iii]. Η αξιολόγηση δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, είναι μία συνεχής πολυφασική διαδικασία, που διενεργείται καθ’ όλη την πορεία εισαγωγής στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα, σε διάφορες τοποθεσίες, από πολλούς ειδικούς, με συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους.
Οι τέσσερις φάσεις της αξιολόγησης στα ΔΘΝ
Η αξιολόγηση για την εισαγωγή στο ΔΘΝ του υποψηφίου-δράστη αδικήματος που συνδέεται με την εξάρτηση περιλαμβάνει τέσσερις φάσεις: τη δικαστική σκιαγράφηση, την κλινική σκιαγράφηση, τη διαγνωστική εκτίμηση και την αποδοχή[iv] (Σχήμα 1).
Δικαστική σκιαγράφηση
Η δικαστική σκιαγράφηση (legal screening/paper eligibility) διενεργείται πριν την είσοδο στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα, από ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς του ποινικού συστήματος και έχει στόχο να κριθεί αν ο υποψήφιος συμμετέχων πληροί τα προκαθορισμένα, αντικειμενικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα κριτήρια επιλεξιμότητας, που σχετίζονται κυρίως, με τον τύπο, τη βαρύτητα και την αιτία διάπραξης του αδικήματος σύμφωνα με τη νομοθεσία και τη νομολογία και με το ποινικό του μητρώο (Peters & Peyton, 1998; Σορβατζιώτη, 2017, 2018). Αυτής της δικαστικής σκιαγράφησης, προηγείται η αίτηση του κατηγορουμένου για την εισαγωγή της υπόθεσής του στην δικαιοδοσία του Θεραπευτικού Δικαστηρίου, το οποίο αποτελεί ποινικό δικαστήριο.
Το βασικότερο κριτήριο δικαστικής σκιαγράφησης είναι αν η εγκληματική πράξη συνδέεται με την εξάρτηση. Στο πλαίσιο αυτό γίνονται δεκτά στην πλειονότητά τους υποθέσεις που αφορούν εγκλήματα κατοχής ναρκωτικών, κατοχής για σκοπούς διακίνησης μεταξύ χρηστών ή από εξαρτημένο άτομο σε τρίτους, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας με σκοπό την τροφοδότηση της εξάρτησης και υποθέσεις παραβίασης περιοριστικών όρων (Σορβατζιώτη, 2017). Ρητά, ωστόσο, αποκλείονται εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών για σκοπούς εμπορίας εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της σεξουαλικής ελευθερίας. Στην πλειονότητά τους τα ΔΘΝ αποκλείουν εγκλήματα βίαια σύμφωνα με τους περιορισμούς του Ομοσπονδιακού Κανονισμού Καταστολής του Εγκλήματος και Ασφαλούς Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (1968), αν και υπάρχουν αμφίρροπα ερευνητικά δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των ΔΘΝ που αποδέχονται βίαιους δράστες (Carey et al., 2012; Mitchell et al., 2012; Saum & Hiller, 2008; Shaffer, 2010).
Συμπληρωματικά στοιχεία της δικαστικής σκιαγράφησης αφορούν στις περιστάσεις του αδικήματος και στο δελτίο εγκληματικότητας καθώς και στη μη συμμετοχή σε ΔΘΝ κατά το προηγούμενο έτος, αν και το τελευταίο δεν φαίνεται να συνιστά απόλυτο δεσμευτικό κριτήριο ανά χώρα. Αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στα αρχεία της Αστυνομίας, της Εισαγγελίας και των Δικαστηρίων. Ανασταλτικό παράγοντα σύμφωνα με τους (Peters & Peyton, 1998) φαίνεται ότι αποτελεί η έκτιση προσωρινής κράτησης ή ποινής με όρους, κατά τον κρίσιμο χρόνο της εισαγωγής στο ΔΘΝ. Επιπλέον κριτήριο αποτελεί ο τόπος διαμονής του υποψηφίου, που θα πρέπει να μην παρακωλύει τη συνεπή εμφάνισή του στο ΔΘΝ και στο αντίστοιχο θεραπευτικό πρόγραμμα. Σε αυτό το στάδιο της αξιολόγησης, δικαστής, εισαγγελία και συνήγοροι μεριμνούν, ώστε αφενός να προστατεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης και αφετέρου να διασφαλίζεται ότι ο ελεύθερος, στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας, δράστης δεν αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της κοινωνίας ή του θεραπευτικού περιβάλλοντος (Peters & Peyton, 1998). Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι αν οι υποψήφιοι συμμετέχοντες (κατηγορούμενοι) δεν ικανοποιούν τα κριτήρια της δικαστικής σκιαγράφησης που συνιστά την πρωταρχική σκιαγράφηση, δεν συνεχίζουν σε περαιτέρω αξιολόγηση.
Κλινική σκιαγράφηση
Η κλινική σκιαγράφηση (clinical screening) διεξάγεται πριν την είσοδο στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα και προσδιορίζει την καταλληλόλητα του υποψήφιου συμμετέχοντα. Δηλαδή, κατά την κλινική σκιαγράφηση εξετάζεται (Peters & Peyton, 1998):
- Αν υπάρχει διαταραχή εξάρτησης και η σοβαρότητα αυτής
- Αν η διαταραχή μπορεί να διευθετηθεί αποτελεσματικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες φροντίδας λαμβάνοντας υπόψη τις εξατομικευμένες ανάγκες και τα υποστηρικτικά συστήματα του εξεταζόμενου
- Αν υπάρχουν άλλα κλινικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη θεραπεία του
- Αν υπάρχουν ψυχο-κοινωνικοί παράγοντες που μπορεί να υποβαθμίσουν τη θεραπεία
- Η εξισορρόπηση της ανάγκης για θεραπεία με την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας
- Η προθυμία, το κίνητρο και η ετοιμότητα για θεραπεία
- Τέλος, διασαφηνίζονται και δίνονται εγγράφως οι απαιτήσεις και οι όροι του Προγράμματος και υπογράφεται η φόρμα συναίνεσης για διάθεση και επεξεργασία πληροφοριών, που αποτελούν προσωπικά δεδομένα, από το Θεραπευτικό Πρόγραμμα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σημείο αφετηρίας και βασική αρχή που διαπνέει την αξιολόγηση των ΔΘΝ είναι ότι ο εξεταζόμενος, εφόσον περάσει επιτυχώς το στάδιο της δικαστικής σκιαγράφησης, θεωρείται καταρχήν κατάλληλος για την εισαγωγή του στη θεραπευτική διαδικασία εκτός αν αποδειχθεί ακατάλληλος προς τούτο.
Η κλινική σκιαγράφηση μπορεί να διεξαχθεί από περισσότερες από μία υπηρεσίες που δεν εξειδικεύονται απαραίτητα σε ζητήματα εξάρτησης (Peters & Peyton, 1998). Οι υπηρεσίες αυτές συμπεριλαμβάνουν το Θεραπευτικό Πρόγραμμα που συνεργάζεται με το Δικαστήριο Θεραπείας, την τοπική υγειονομική υπηρεσία, τον επιμελητή επιτήρησης, τoν συντονιστή του ΔΘΝ ή/και το εξειδικευμένο πρόγραμμα συντονισμού (π.χ.Treatment Accountability for Safer Communities (TASC)[v]. Δεν έχει τόση σημασία ποιος διενεργεί τη σκιαγράφηση, όσο το να είναι κινητοποιητικός ως προς τη θεραπεία (Cooper et al., 2016). Τα ΔΘΝ ρυθμίζουν αντίστοιχα τη διαδικασία, ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητά της.
Η διαδικασία κλινικής σκιαγράφησης διαρκεί περίπου τριάντα (30) λεπτά και περιλαμβάνει μία σύντομη ημι-δομημένη συνέντευξη, κλινική παρατήρηση, ψυχομετρικά τεστ, ανασκόπηση αρχείων (ποινικό μητρώο, προηγούμενες καταδίκες για ναρκωτικές ουσίες, αρχεία θεραπείας, προηγούμενα αποτελέσματα ούρων, αρχεία εργασιακής απασχόλησης), τοξικολογική διερεύνηση, διασταύρωση πληροφοριών από επιμελητές, οικείους κ.ά. (Peters & Peyton, 1998).
Το 75% των ΔΘΝ χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο ενός πρωτοκόλλου αντικειμενικής σκιαγράφησης και παραπομπής, δομημένα εργαλεία κλινικής σκιαγράφησης, που δίνουν σημαντικά πιο αξιόπιστα, και έγκυρα αποτελέσματα σε σύγκριση με μόνη την εκτίμηση του ειδικού για την επιλογή κατάλληλων θεραπευόμενων και κατάλληλης αγωγής (Gottfredson & Moriarty, 2006; Miller & Shutt, 2001). Ειδικά, τα άτομα με σύνθετα προβλήματα παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα, όταν έχουν αξιολογηθεί βάσει ενός ολοκληρωμένου πρωτοκόλλου αξιολόγησης, που σημαίνει ότι συνεκτιμήθηκαν οι ανάγκες τους και παραπέμφθηκαν κατάλληλα (Kofoed et al., 1986, όπ. αναφ. στο Knight, Flynn & Simpson, 2008). Ωστόσο, σύμφωνα με τα δεδομένα βέλτιστων πρακτικών, η κλινική συνέντευξη είναι απαραίτητο να συνυπάρχει με τη χρήση εργαλείων (NΑDCP, 2018).
Στόχος της κλινικής σκιαγράφησης είναι η αποτελεσματική αναγνώριση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εξαρτημένων παραβατών για την περαιτέρω διαγνωστική εκτίμηση που απαραίτητα ακολουθεί (Inciardi, 1994).
α. Σκιαγράφηση εξάρτησης
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη σκιαγράφηση της εξάρτησης είναι το Alcohol Dependence Scale/Addiction Severity Index (τμήμα που αφορά τη χρήση ουσιών) (Skinner & Horn, 1984; McLellan et al., 1992), το Texas Christian University (TCU) Drug Screen-5 (Institute of Behavioral Research [IBR], 2017), Simple Screening Instrument (Center for Substance Abuse Treatment [CSAT], 1994). Τα προαναφερθέντα ψυχομετρικά εργαλεία χρησιμοποιούνται για να ανιχνεύσουν τα κλασικά συμπτώματα εξάρτησης κατά DSM, ο αριθμός των οποίων πλέον προσδιορίζει και τη σοβαρότητα της εξάρτησης (DSM-V, 2015).
Σύμφωνα με τα πρότυπα βέλτιστων πρακτικών των ΔΘΝ (NΑDCP, 2013), για να εισαχθεί κανείς στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα υπό την εποπτεία Δικαστηρίου, απαιτείται, πρώτον, να είναι εξαρτημένος και, δεύτερον, να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποτροπιάσει ποινικά ή να μην καταφέρει να θεραπευτεί σε λιγότερο εντατικό πρόγραμμα από αυτό που εφαρμόζεται στα ΔΘΝ. Προτεραιότητα δίνεται στους εξαρτημένους που έχουν υψηλότερες ανάγκες για θεραπεία και παράλληλα υψηλό κίνδυνο ποινικής υποτροπής. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η συμμετοχή αυτής της ομάδας εξαρτημένων στη θεραπεία παρουσιάζει σχεδόν διπλάσια μείωση εγκληματικότητας, ενώ τα οικονομικά οφέλη που εξασφαλίζονται είναι έως και 50% υψηλότερα σε σχέση με τη θεραπευτική παρέμβαση σε περιστατικά μικρότερης βαρύτητας (Fielding et al., 2002; Lowenkamp, Holsinger & Latessa, 2005, όπ. αναφ. στο Marlowe, 2012a).
β. Σκιαγράφηση συννοσηρότητας
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη σκιαγράφηση συννοσηρότητας είναι είτε το Global Appraisal of Individual Needs-Short Screener (Dennis et al., 2006), είτε το Mental Health Screening Form-III (Carroll & McGinley, 2000) σε συνδυασμό με κάποιο από τα διαγνωστικά εργαλεία εξάρτησης που περιγράφηκαν ανωτέρω (Peters, 2008). Μπορεί να χρησιμοποιηθούν και εργαλεία μεμονωμένα για ψυχικές διαταραχές. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη διερεύνηση του αυτοκτονικού ιδεασμού, με εργαλεία όπως το Adult Suicide Ideation Questionnaire (Reynolds, 1991), καθώς οι συλληφθέντες δράστες που πάσχουν από διαταραχές εξάρτησης παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά αυτοκτονικότητας, ιδιαίτερα κατά τη στέρηση διεγερτικών και σε συννοσηρότητα με κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια (Peters & Peyton, 1998). Διερευνάται επίσης, ο ψυχικός τραυματισμός με εργαλεία όπως το Primary Care PTSD Screen for DSM-5 (Prins et al., 2015).
Η συννοσηρότητα λαμβάνεται υπόψη όχι ως κριτήριο αποκλεισμού συμμετοχής στο Πρόγραμμα, αλλά ως στοιχείο για τη διασαφήνιση της σχέσης εξάρτησης-εγκλήματος και την ανεύρεση εξειδικευμένων υπηρεσιών στον ατομικό θεραπευτικό σχεδιασμό. Έρευνα που έλαβε χώρα σε είκοσι τρία ΔΘΝ των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό την αξιολόγησή τους, έδειξε ότι τα ΔΘΝ είναι αποτελεσματικά για ένα μεγάλο εύρος συμμετεχόντων ανεξάρτητα από την ύπαρξη συννοσηρότητας (Rossman et al., 2011).
γ. Σκιαγράφηση γνωστικής έκπτωσης και λειτουργικότητας
Η αξιολόγηση γνωστικής έκπτωσης και λειτουργικότητας γίνεται μέσω εξειδικευμένων εργαλείων όπως το Montreal Cognitive Assessment (Nasreddine et al., 2005).
Η Αμερικανική Ένωση Ιατρικής των Εξαρτήσεων [ASAM] (2011, n.p.) περιγράφει την εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες ως:
…χρόνια ασθένεια της ανταμοιβής, του κινήτρου, της μνήμης και των σχετικών νευρωνικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου […] που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα του εξαρτημένου ατόμου να διακόψει τη λήψη της ουσίας, αδυναμία ελέγχου της συμπεριφοράς, «δίψα» για ουσία […] και δυσλειτουργική συναισθηματική απάντηση, η οποία χωρίς θεραπεία ή δραστηριότητες αποκατάστασης,[…] είναι προοδευτική και μπορεί να οδηγήσει σε αναπηρία ή πρόωρο θάνατο.
Η έκπτωση της μνημονικής ικανότητας, η μη στοχοκατευθυνόμενη συμπεριφορά, η δυσκολία συγκέντρωσης και προσοχής, η δυσκολία στην εκμάθηση και τήρηση κανόνων, η αδυναμία προδρομικών δράσεων και η έλλειψη κοινωνικών αναστολών εμποδίζουν την αξιολόγηση και τη δέσμευση του ατόμου στους κανόνες του ΔΘΝ καθώς και στην τήρηση αυτών, ώστε καταλήγουν να έχουν περισσότερες πιθανότητες παραβίασης των περιοριστικών και θεραπευτικών όρων που επιβάλλονται. Άρα, το επίπεδο έκπτωσης γνωστικών λειτουργιών εξετάζεται, όχι για να αποκλείονται αυτά τα άτομα από το ΔΘΝ, αλλά για να τους παρέχονται εξειδικευμένες υπηρεσίες. Για τον λόγο αυτό, τα ΔΘΝ μπορεί να παρατείνουν τη διάρκεια του Προγράμματος. Το θεραπευτικό συμβόλαιο και το έγγραφο των περιοριστικών όρων που υπογράφονται (Σορβατζιώτη 2019), επανεξετάζονται ώστε να είναι πλήρως κατανοητά και να εκφράζουν τη βούληση του ατόμου-υποψηφίου, και για αυτό το σκοπό υπάρχουν φορές που αναθεωρούνται προς βελτίωση (Cooper et al., 2014). Το δοκιμαστικό διάστημα των τριάντα ημερών που δίνει το ΔΘΝ πριν την τελική αποδοχή του κατηγορουμένου στη διαδικασία, το οποίο θα αναλυθεί παρακάτω, είναι χρήσιμο και για την κριτική ικανότητα του συμμετέχοντα. Στην έλλειψη κινήτρου το ΔΘΝ απαντά με το εξωτερικό κίνητρο (της αποφυγής εγκλεισμού στη φυλακή) που με την πάροδο του χρόνου εσωτερικεύεται (επιθυμία για αποχή από τη χρήση). Το θεραπευτικό πλάνο περιλαμβάνει εντατική και εξατομικευμένη εποπτεία, υποστηρικτική και ολιστική θεραπεία καθώς και συντονισμό (case management).
δ. Σκιαγράφηση ενδείξεων μολυσματικών ασθενειών
Για τη διερεύνηση ενδείξεων μολυσματικών ασθενειών χρησιμοποιείται το Simple Screening Instrument for Infectious Diseases (CSAT, 1994), το οποίο εστιάζει στους συμπεριφορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που καθιστούν το άτομο ευάλωτο στον κίνδυνο νόσησης από μολυσματικές ασθένειες. Στις κατευθυντήριες οδηγίες των ΔΘΝ (NADCP, 2004, p. 8) ένα από τα ορόσημα που αφορούν την αξιολόγηση είναι ότι «η σκιαγράφηση για μολυσματικές ασθένειες και οι παραπομπές σε κατάλληλες ιατρικές υπηρεσίες πρέπει να γίνονται σε αρχικό στάδιο».
ε. Σκιαγράφηση του κινδύνου του υποψηφίου συμμετέχοντα στα ΔΘΝ
Όσον αφορά τη διαπίστωση του κινδύνου, ο οποίος συνδέεται κυρίως με ποινική υποτροπή, έχει αποδειχθεί ότι οι δομημένες προσεγγίσεις, όπως η χρήση εργαλείων εκτίμησης εγκληματογενών αναγκών, προσδίδουν μεγαλύτερη αξιοπιστία, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με μη δομημένες υποκειμενικές εκτιμήσεις ειδικών (Ægisdóttir et al., 2006; Bonta, Law & Hanson, 1998; Hilton, Harris & Rice, 2006̇; Meehl, 1954/1996, όπ. αναφ. στο Serin & Lowenkamp, 2015).
Όπως είπε ο Prins (1986, όπ. αναφ. στο Δουζένης, 2008), «η πρόβλεψη της επικινδυνότητας είναι κάτι πολύ επικίνδυνο». Ο Δουζένης (2008) τονίζει ότι για να είναι επιστημονικά βάσιμη η πρόβλεψη του κινδύνου ουσιαστικά πρέπει να αφορά στον κίνδυνο υποτροπής και το ερώτημα στο οποίο θα απαντά θα πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένο. Η πρόβλεψη κινδύνου να μελετάται για πράξεις που έχουν εκδηλωθεί τουλάχιστον μία φορά και να μελετάται, η πιθανότητα επανάληψης της ίδιας δράσης σε ένα καθορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Στα ΔΘΝ η πρόβλεψη του κινδύνου στοχεύει στην επιλογή των κατάλληλων υποψηφίων, δηλαδή των high risk/high need ή high value, και στην παραπομπή τους σε ενδεδειγμένη θεραπεία, αυτή δηλαδή που παρεμβαίνει με την κατάλληλη εντατικότητα στις εγκληματογενείς τους ανάγκες. Οι συγκεκριμένοι όροι αποδίδονται στο μοντέλο «Risk, Needs, Responsivity (RNR)» που βασίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές: την αρχή του κινδύνου, την αρχή των αναγκών, και την αρχή της ανταπόκρισης (Andrews & Bonta, 2006, 2010, όπ. αναφ. στο Casey et al., 2014).
Η αρχή του κινδύνου αποτελεί την πρώτη αρχή και εισάγει το ότι η εντατικότητα της αγωγής (θεραπείας και εποπτείας) αντιστοιχεί στα επίπεδα κινδύνου. Όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα κινδύνου, τόσο πιο εντατική θα είναι η αγωγή (Lowenkamp et al., 2006· Smith, Gendreau & Swartz, 2009, όπ. αναφ. στο Marlowe, 2012b). Έτσι, κατά κανόνα στο εντατικό πρόγραμμα του ΔΘΝ αντιστοιχούνται άτομα τόσο με πλούσιο ιστορικό αντικοινωνικής συμπεριφοράς όσο και ιστορικό ανεπιτυχών θεραπευτικών προσπαθειών. Ο κίνδυνος εν προκειμένω αφορά προγνωστικό δείκτη ποινικής υποτροπής (Marlowe, 2009). Ως παράγοντες ποινικής υποτροπής ορίζονται τα χαρακτηριστικά των παραβατών που στατιστικά έχουν συσχετιστεί με ποινική υποτροπή. Αυτοί οι παράγοντες διακρίνονται σε στατικούς και δυναμικούς. Οι στατικοί είναι αυτοί που δεν αλλάζουν ή αλλάζουν προς μία κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα η ηλικία πρώτης σύλληψης και οι προηγούμενες καταδίκες. Οι δυναμικοί είναι οι παράγοντες που μεταβάλλονται. Οι οκτώ κεντρικοί δυναμικοί παράγοντες (central eight) που έχουν συσχετιστεί με την ποινική υποτροπή είναι: η αντικοινωνική συμπεριφορά, οι αντικοινωνικές πεποιθήσεις, οι αντικοινωνικές παρέες, τα μοτίβα αντικοινωνικής προσωπικότητας, η χρήση ουσιών, τα οικογενειακά/συζυγικά προβλήματα, η έλλειψη εκπαίδευσης/εργασιακής εμπειρίας, η έλλειψη ψυχαγωγίας στον ελεύθερο χρόνο (Andrews, Bonta & Wormith, 2006).
Oι συμμετέχοντες με υψηλό δείκτη κινδύνου (high risk), αυτοί δηλαδή που παρουσιάζουν μικρή πιθανότητα επιτυχίας σε ένα λιγότερο εντατικό πρόγραμμα, συγκεντρώνουν συχνότερα τα παρακάτω χαρακτηριστικά (Marlowe, Patapis & DeMatteo, 2003, όπ. αναφ. στο Marlowe, 2012b, p. 2):
- νεότερη ηλικία κατά τη διάρκεια της θεραπείας (συνήθως νεότεροι των 25 ετών)
- αρσενικό γένος
- πρώιμη εμφάνιση κατάχρησης ουσιών ή παραβατικότητας (συχνά αρχόμενη από την εφηβική ηλικία)
- προηγούμενες κακουργηματικές καταδίκες
- προηγούμενες ανεπιτυχείς προσπάθειες θεραπείας
- συνυπάρχουσα αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας
- αντικοινωνικές παρέες ή σύντροφοι που κάνουν κατάχρηση ουσιών.
Η εφαρμοσμένη αντιστοίχιση των επιπέδων εποπτείας με τα επίπεδα κινδύνου είναι ερευνητικά τεκμηριωμένη (Marlowe et al., 2006). Οι συμμετέχοντες με υψηλό δείκτη κινδύνου (στους οποίους διαπιστώθηκε ταυτόχρονη παρουσία αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας και ιστορικού ανεπιτυχούς θεραπευτικής προσπάθειας), είχαν καλύτερα αποτελέσματα επιτυχίας στο ΔΘΝ, όταν οι εμφανίσεις τους ενώπιον του δικαστή ήταν πιο εντατικές (τουλάχιστον ανά δύο εβδομάδες), σε αντίθεση με τους συμμετέχοντες με δείκτη χαμηλού κινδύνου, οι οποίοι απέδιδαν το ίδιο, ανεξάρτητα από την συχνότητα των εμφανίσεών τους (Festinger et al., 2002, όπ. αναφ. στο Marlowe et al., 2006).
Η δεύτερη αρχή του μοντέλου «Risk, Needs, Responsivity (RNR)» είναι η αρχή των αναγκών, σύμφωνα με την οποία η θεραπεία είναι εστιασμένη στις εγκληματογενείς ανάγκες του ατόμου. Από το σύνολο των αναγκών, δηλαδή των προβληματικών σημείων του ατόμου, οι εγκληματογενείς ανάγκες σχετίζονται με την ποινική υποτροπή. Κατά συνέπεια, εάν αυτές αντιμετωπιστούν, μειώνεται η πιθανότητα συνέχισης εγκληματικής δράσης. Τέτοιες ανάγκες μπορεί να είναι η εξάρτηση, η έλλειψη εργασίας, η έλλειψη δεξιοτήτων βιοπορισμού καθώς και άλλα ελλείματα που καθιστούν το άτομο ευάλωτο να εμπλακεί εκ νέου στο έγκλημα (Belenko, 2006; Simpson & Knight, 2007, όπ. αναφ. στο Marlowe, 2012a). Για τον λόγο αυτό, οι ανάγκες ουσιαστικά καθορίζουν τον θεραπευτικό σχεδιασμό με στόχο τη μείωση της ποινικής υποτροπής. Οι όροι «εγκληματογενής ανάγκη» και «δυναμικός παράγοντας κινδύνου» χρησιμοποιούνται συνήθως με την ίδια σημασία. Αντίθετα, οι μη εγκληματογενείς ανάγκες όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος, η αστεγία, η κοινοτική συνοχή δεν σχετίζονται άμεσα με την ποινική υποτροπή. Στη σκιαγράφηση κινδύνου-αναγκών των ΔΘΝ, η παράμετρος των εγκληματογενών αναγκών καθορίζεται από τη βαρύτητα της εξάρτησης. Υψηλών αναγκών άτομα θεωρούνται αυτά που πάσχουν από μέτρια έως βαριά εξάρτηση (Marlowe, 2012a).
Η τρίτη αρχή του μοντέλου «Risk, Needs, Responsivity (RNR)» είναι η αρχή της ανταπόκρισης, σύμφωνα με την οποία το θεραπευτικό πρόγραμμα πρέπει να ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του εξυπηρετούμενου. Ως γενική απόκριση θεωρείται η χρήση πρακτικών των οποίων η αποτελεσματικότητα στον πληθυσμό-στόχο είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, όπως η γνωσιο-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία (Andrews & Bonta, 2010). Ως ειδική απόκριση θεωρείται η ανταπόκριση του θεραπευτικού προγράμματος στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε δράστη, όπως η γνωστική ικανότητα, το φύλο κ.ά.
Τα ΔΘΝ που εφαρμόζουν τον συνδυασμό αυτών των τριών αρχών του μοντέλου RNR (κίνδυνος, εγκληματογενείς ανάγκες και ανταπόκριση) στο σχεδιασμό του θεραπευτικού πλάνου παρουσιάζουν σημαντική μείωση της ποινικής υποτροπής. Κάποιες έρευνες έδειξαν μείωση της υποτροπής έως και 26% (Andrews & Bonta, 2006, όπ. αναφ. στο Casey et al., 2014).
Τα τρία εργαλεία κινδύνου-αναγκών που έχουν κριθεί καταλληλότερα για εφαρμογή στο πλαίσιο των ΔΘΝ είναι: το Correctional Offender Management Profiling for Alternative Sanctions (Northpointe Institute for Public Management, 1996), το Level of Service-Case Management Inventory (Andrews, Bonta & Wormith, 2004) και το Post-Conviction Risk Assessment (Administrative Office of the United States Courts, Office of Probation and Pretrial Services, 2011). Συμπληρωματικά χορηγούμενο εργαλείο, ειδικό στη διαπίστωση του «εγκληματικού προφίλ» του δράστη, είναι το TCU Criminal Thinking Scales (IBR, 2007). Σε μερικά ΔΘΝ η αξιολόγηση κινδύνου και αναγκών μπορεί να γίνει από διαφορετικές υπηρεσίες ή διαφορετικούς αξιολογητές. Επί παραδείγματι, μπορεί η αξιολόγηση κινδύνου να γίνει από κάποια δικαστική υπηρεσία ή την αστυνομία και η αξιολόγηση αναγκών από το Θεραπευτικό Πρόγραμμα (Marlowe, 2012a).
Συνοψίζοντας, κατά κανόνα τα άτομα που προκρίνονται στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα είναι αυτά που συνδυάζουν δείκτες υψηλού κινδύνου και υψηλών αναγκών. Σε αυτά τα άτομα η παράμετρος του κινδύνου καθορίζεται από τους στατικούς και δυναμικούς παράγοντες και σηματοδοτεί την πιθανότητα αποτυχίας θεραπείας τους σε λιγότερο εντατικά προγράμματα. Η δε παράμετρος των αναγκών καθορίζεται από την εγκληματογενή ανάγκη της εξάρτησης και σηματοδοτεί τη μέτρια έως βαριά εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες.
Σε όσες περιπτώσεις γίνονται δεκτά άτομα με μικρότερο επίπεδο κινδύνου ή εξάρτησης, γίνονται κάποιες τροποποιήσεις στο πρόγραμμα σύμφωνα με το μοντέλο ταξινόμησης του Marlowe (2009) που προτείνει την αντιστοίχιση υποψηφίων στην κατάλληλη αγωγή βάσει κινδύνου-αναγκών. Ανεξάρτητα από την εντατικότητα της αγωγής, η ουροληψία, η επιτήρηση, οι ανταμοιβές και οι έξυπνες ποινές είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ΔΘΝ (Marlowe, 2009).
Οι έρευνες παρουσιάζουν ότι για τους συμμετέχοντες χαμηλού δείκτη κινδύνου η συνύπαρξη ατόμων διαφορετικών αναγκών και κινδύνου στην ίδια ομάδα, φέρνει αρνητικά αποτελέσματα, καθώς αναλώνονται οικονομικοί πόροι ενώ δεν είναι απαραίτητο, προκαλούνται οι λεγόμενες «ιατρογενείς επιδράσεις» με την έκθεση ήπιων περιστατικών σε συμπεριφορές εξάρτησης και αντικοινωνικότητας και παρεμποδίζεται η γενική λειτουργικότητα που θα μπορούσαν αυτά τα περιστατικά να έχουν σε λιγότερο περιοριστικό πλαίσιο (Lowenkamp & Latessa, 2004; McCord, 2003, όπ. αναφ. στο Marlowe, 2012b). Συγκεκριμένα η έρευνα των Petrosino, Turpin-Petrosino και Finckenauer (2000) έδειξε ότι οι συμμετέχοντες με χαμηλό δείκτη κινδύνου όταν βρίσκονταν σε μικτές θεραπευτικές ομάδες είχαν χειρότερη επίδοση στη θεραπεία συγκριτικά με τους συμμετέχοντες υψηλού δείκτη κινδύνου.
στ. Τοποθέτηση του υποψήφιου συμμετέχοντα στο ΔΘΝ σε ενδεδειγμένο θεραπευτικό πλαίσιο και ο ρόλος του συντονιστή των ΔΘΝ
Το μοντέλο του Marlowe (2009) προτείνει την ταξινόμηση βάσει κινδύνου και αναγκών σε τέσσερα επίπεδα θεραπείας και επίβλεψης. Επιπλέον, ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση ταξινόμησης σε κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο των πασχόντων από διαταραχές εξάρτησης και συννοσηρότητα είναι τα “Κριτήρια της Αμερικάνικης Ένωσης Ιατρικής των Εξαρτήσεων” (ASAM Criteria-Treatment Criteria for Addictive, Substance Related and Co-occuring Conditions; Mee-Lee et al., 2013). Τα ΑSAM Criteria αποτελούν κατευθυντήριες οδηγίες για την κατάλληλη ως προς το είδος και την εντατικότητα θεραπεία μεταξύ πέντε επιπέδων σε ένα συνεχές φροντίδας, σκιαγραφώντας τις εξής έξι παραμέτρους: 1) τοξίκωση/πιθανότητα στερητικών συμπτωμάτων, 2) βιοϊατρικές συνθήκες-επιπλοκές, 3) συναισθηματικές-συμπεριφορικές-γνωσιακές συνθήκες – επιπλοκές, 4) ετοιμότητα για αλλαγή/αντίσταση στη θεραπεία, 5) υποτροπή/εξακολούθηση του προβλήματος/διατήρηση, 6) απεξάρτηση/περιβάλλον διαβίωσης (Mee-Lee et al., 2013).
Η προσέγγιση της ευέλικτης θεραπείας (adaptive treatment) ή το μοντέλο φροντίδας βήμα-βήμα (stepped care model) έχει συνεισφέρει θετικά αποτελέσματα στη θεραπεία και στη διατήρηση πόρων σε πολλά κοινοτικά προγράμματα απεξάρτησης μεταξύ των οποίων και στα ΔΘΝ (DeMatteo et al., 2009). Αυτό το μοντέλο υποστηρίζει την τροποποίηση του είδους και της εντατικότητας της αγωγής ανάλογα με την πορεία του συμμετέχοντα βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων (Murphy et al., 2007).
Το Computer-assisted system for patient assessment and referral (CASPAR) είναι μία ηλεκτρονική βάση δεδομένων που περιλαμβάνει τις τοπικές και περιφερειακές υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών που συνεργάζονται με το ΔΘΝ. Χρησιμοποιείται ως ηλεκτρονικός οδηγός παραπομπής ανάλογα με τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στη σκιαγράφηση (Gurel et al., 2005). Μεταξύ συμβούλων που είχαν λάβει εκπαίδευση στο εργαλείο ASI, αυτοί που είχαν εκπαιδευτεί δύο επιπλέον ώρες στη χρήση του ηλεκτρονικού οδηγού CASPAR σχεδίασαν καταλληλότερα θεραπευτικά πλάνα. Επιπλέον, οι παραπεφθέντες είχαν περισσότερες παρουσίες στη θεραπεία και υψηλότερα ποσοστά αποφοίτησης, ενώ οι εκπαιδευμένοι στον οδηγό σύμβουλοι παρουσίασαν μεγαλύτερη εργασιακή ικανοποίηση (Carise et al., 2005, όπ. αναφ. στο Gurel et al., 2005). Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται εικοσιτετράωρη τηλεφωνική γραμμή ενημέρωσης και παραπομπής.
Η διασύνδεση των υποψηφίων στα ΔΘΝ με τις υπηρεσίες θεραπείας και αποκατάστασης στην κοινότητα είναι έργο του συντονιστή (case manager), δηλαδή του υπεύθυνου για τη διαχείριση του περιστατικού. Ως διασύνδεση δεν νοείται απλώς μία έγγραφη παραπομπή ή μία τηλεφωνική κλήση. Με τη διασύνδεση επιτυγχάνεται η ουσιαστική αξιολόγηση της ικανότητας του συμμετέχοντα να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες όπου παραπέμπεται, η υποστήριξη με τη φυσική παρουσία του συντονιστή και η ταυτόχρονη ανάπτυξη δεξιοτήτων του συμμετέχοντα. Υπάρχουν δε περιπτώσεις που ο συντονιστής εξαιτίας των εξειδικευμένων γνώσεών του μπορεί να διενεργήσει εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει και το έργο τη κλινικής σκιαγράφησης. Χρήσιμα εργαλεία κατά την τέλεση των καθηκόντων του συντονιστή είναι τα υπομνήματα συνεργασίας (Memorandum of Understanding) ή συμφωνίας (Memorandum of Agreement) που αφορούν στα προσδοκώμενα αποτελέσματα της συνεργασίας μεταξύ των παρόχων φροντίδας, δηλαδή μεταξύ του θεραπευτικού προγράμματος, συμπληρωματικών υπηρεσιών και του ΔΘΝ, και του συμμετέχοντα. Υπάρχουν τέσσερα κύρια μοντέλα διαχείρισης με κριτήριο την εντατικότητα (μεσολάβηση, ενδυνάμωση, απευθείας παροχή υπηρεσιών, αποκατάσταση). Τον ρόλο του συντονιστή μπορεί να έχει είτε μέλος της ομάδας του ΔΘΝ, είτε εξωτερικό πρόσωπο ή ομάδα με αποκλειστικά καθήκοντα συντονισμού. Η τοποθεσία και η ειδικότητά του εξαρτάται από τις προτεραιοποιημένες ανάγκες διαχείρισης του ΔΘΝ (Monchick et al., 2006).
η. Σκιαγράφηση του υποψηφίου ως προς το κίνητρο και ετοιμότητα για θεραπεία
Ως κίνητρο στη θεραπεία, ορίζεται «η πιθανότητα εμπλοκής σε συμπεριφορές που προορίζονται να οδηγήσουν ή να συνδεθούν με θετικά ή/και αναμενόμενα αποτελέσματα» (Miller, 1985, σ. 99, όπ. αναφ. στο Σπύρου & Πουλόπουλος, 2016, σ. 33). Εξωτερικής φύσης θεωρείται το κίνητρο που σχετίζεται με επιρροές και γεγονότα, όπως η αποφυγή εγκλεισμού, ενώ εσωτερικής φύσης εκείνο που συνδέεται με πεποιθήσεις, αξίες και προτιμήσεις, όπως η ανάγκη προσωπικής αλλαγής (Σπύρου & Πουλόπουλος, 2016). Τα εργαλεία που εξετάζουν το κίνητρο και την ετοιμότητα του υποψηφίου στο ΔΘΝ είναι το TCU Criminal Justice Client Evaluation of Self and Treatment (IBR, 2005), το Circumstances, Motivation, Readiness and Suitability Scale (De Leon, 1993), το Stages of Change, Readiness and Treatment Eagerness Scale (Miller, 1994) και το University of Rhode Island Change Assessment Scale (McConnaughy, Prochaska & Velicer, 1983; DiClemente & Hughes, 1990). Τα προαναφερθέντα εργαλεία στοχεύουν στην αναγνώριση των μη έτοιμων για το πρόγραμμα υποψηφίων και στην τοποθέτηση στο κατάλληλο, ανάλογα με το κίνητρο, επίπεδο θεραπείας.
Η προϋπόθεση συμμετοχής αφορά περισσότερο τη συμφωνία για συμμόρφωση βάσει εξωτερικού τουλάχιστον κινήτρου. Όμως, τα άτομα με χαμηλό εσωτερικό κίνητρο δεν αποκλείονται. Έρευνες έχουν δείξει ότι το εξωτερικό κίνητρο με την πάροδο του χρόνου μπορεί να εσωτερικευθεί και έχει τα ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα. Όταν οι όροι του Προγράμματος είναι ξεκάθαροι (Young, 2002), το εξωτερικό κίνητρο φαίνεται να αυξάνει τον χρόνο παραμονής στη θεραπεία (Lawental et al., 1996; Marlowe et al., 2001, όπ. αναφ. στο Cosden et al., 2006), που με τη σειρά του αυξάνει τα θεραπευτικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της υποτροπής, τόσο της ποινικής (recidivism) όσο και της χρήσης (relapse) (Simpson, Joe & Brown, 1997; Simpson et al., 1997, όπ. αναφ. στο Cosden et al., 2006). Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι η κινητοποίηση των συμμετεχόντων δεν αποτελεί προϋπόθεση του Προγράμματος αλλά στόχο του Προγράμματος.
Κρίσιμο λοιπόν κρίνεται να προσδιοριστεί το κίνητρο του υποψηφίου, ώστε να εισαχθεί στο κατάλληλο-ανάλογα με τη φάση κινητοποίησης-περιβάλλον θεραπείας, με την κατάλληλη εντατικότητα, τις αντίστοιχες απαιτήσεις, τις κατάλληλες παρεμβάσεις. Τα άτομα με χαμηλό κίνητρο, νοσο-υποτίμηση (underestimation) ή ακόμα και νοσο-αγνωσία (anosoagnosia/unawareness) μπορεί να λάβουν υπηρεσίες συνέντευξης κινητοποίησης πριν προχωρήσουν στην κύρια θεραπευτική διαδικασία. Το 93% των ΔΘΝ των Ηνωμένων Πολιτειών περιλαμβάνουν στις υπηρεσίες τους τη συνέντευξη κινητοποίησης (Peyton & Gossweiler, 2001, όπ. αναφ. στο DeMatteo et al., 2006). Η συνέντευξη κινητοποίησης είναι σημαντική γιατί εάν άτομα με χαμηλή ετοιμότητα τοποθετηθούν σε εντατική θεραπεία, η οποία δεν πραγματεύεται την αμφιθυμία τους ως προς την αποχή και τη θεραπεία, μπορεί να οδηγηθούν σε πρόωρη διακοπή για αυτόν ακριβώς τον λόγο (Marlowe, 2012; Πουλόπουλος, 2011). Άλλωστε, ο χρόνιος και υποτροπιάζων χαρακτήρας της εξάρτησης σημαίνει ότι η πορεία στα στάδια της αλλαγής δεν είναι γραμμική και πάντα κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και θεραπείας λαμβάνεται υπόψη σε ποιο στάδιο βρίσκεται ο εξεταζόμενος. Κατά Prochaska και DiClemente (1984), τα στάδια αλλαγής παρουσιάζονται ως εξής: αδιαφορία για αλλαγή, προβληματισμός περί της αλλαγής, απόφαση για αλλαγή, δράση για να επιτευχθεί η αλλαγή, συντήρηση της αλλαγής.
Μετά λοιπόν τον προσδιορισμό του κινήτρου, ακολουθεί προφορική συζήτηση προσανατολισμού και κινητοποίησης και απαραίτητα μία έγγραφη περιγραφή των απαιτήσεων και των υπηρεσιών του ΔΘΝ. Υπογράφονται οι φόρμες εμπιστευτικότητας για την αναζήτηση απαραίτητων πληροφοριών και τη συζήτηση των πληροφοριών με την ομάδα του ΔΘΝ για την απόφαση περί της αποδοχής στο Πρόγραμμα (NADCP, 2004; Peters & Peyton, 1998).
Αφού ολοκληρωθεί και η κλινική σκιαγράφηση, συντάσσεται έκθεση στην οποία περιλαμβάνεται το πρώτο σύνολο των πληροφοριών που περιγράφουν την περίπτωση του αξιολογούμενου. Λαμβάνοντας τη σχετική έκθεση και αφού συνεργαστεί με την υπόλοιπη ομάδα του ΔΘΝ, ο δικαστής του ΔΘΝ κρίνει αν αυτό είναι το κατάλληλο πλαίσιο για τον εξεταζόμενο. Η τελική κρίση για την αποδοχή, λοιπόν, επαφίεται στον δικαστή, o οποίος αποφασίζει σε συνεργασία με την υπόλοιπη ομάδα του ΔΘΝ και σε καταφατική περίπτωση και αποδοχή του αιτούντος στο ΔΘΝ ακολουθεί ο προσδιορισμός και η παραπομπή της υπόθεσης στην αμέσως επόμενη επ’ ακροατηρίω συνεδρία του ΔΘΝ (Peters & Peyton, 1998; Σορβατζιώτη, 2018).
Διαγνωστική εκτίμηση του υποψήφιου στα ΔΘΝ
Η τρίτη φάση αξιολόγησης του υποψηφίου στα ΔΘΝ είναι η διαγνωστική εκτίμηση (assessment), μία βιοψυχοκοινωνική ανάλυση της παρούσας και παρελθούσας κατάστασης του συμμετέχοντα, η οποία διεξάγεται αμέσως μετά την εισαγωγή του στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα του ΔΘΝ, με την έναρξη της προενταξιακής περιόδου αξιολόγησης των τριάντα ημερών. Η διαγνωστική εκτίμηση συμβάλλει στον σχεδιασμό ενός εξατομικευμένου θεραπευτικού πλάνου, που περιλαμβάνει το είδος, την εντατικότητα και την ακολουθία της ενδεδειγμένης θεραπείας, καθώς και ειδικές υπηρεσίες. Διενεργείται από το προσωπικό του Θεραπευτικού Προγράμματος που συνεργάζεται με το Δικαστήριο Θεραπείας και συγκεκριμένα από επαγγελματίες με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα θεραπείας των εξαρτήσεων, ποινικής δικαιοσύνης και παραβατικότητας.[vi] Η συνολική διαδικασία της διαγνωστικής εκτίμησης έχει διάρκεια μία έως δύο ώρες ή και παραπάνω, ανάλογα με τη φύση των προβλημάτων του εξεταζόμενου. Σε αυτό το στάδιο κατανοείται σε βάθος ο αντίκτυπος της χρήσης ουσιών στο άτομο, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης της εξάρτησης με την εγκληματική συμπεριφορά (Belenko et al., 2011; Cooper et al., 2014; Cooper et al., 2016; Peter & Peyton, 1998).
α. Διάγνωση εξάρτησης και λοιπή ψυχοκοινωνική αξιολόγηση
Η διάγνωση της εξάρτησης αποτελεί μέρος αυτής της ενδελεχούς διερεύνησης, συνοψίζει τα τρέχοντα συμπτώματα και τη συνοδό έκπτωση λειτουργικότητας και συνάγεται σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια DSΜ βάσει ειδικών διαγνωστικών εργαλείων (Cooper et al., 2016), όπως το ASI (McLellan et al., 1992) και το TCU CJ Comprehensive Intake (IBR, 2005).
β. Διαγνωστική εκτίμηση συννοσηρότητας
Για τη διαγνωστική εκτίμηση συννοσηρότητας με ψυχική διαταραχή χρησιμοποιείται είτε η δομημένη συνέντευξη Psychiatric Research Interview for Substance and Mental Disorders (Hasin et al., 1996), είτε ο συνδυασμός ενός τεστ προσωπικότητας, όπως το Minnesota Multiphasic Personality Inventory (Butcher et al., 1989), με το προαναφερθέν ASI. Για την αξιολόγηση του κινδύνου αυτοκτονίας κατάλληλο εργαλείο είναι το Suicide Risk Decision Tree (Joiner et al., 2009). Για τη διαγνωστική εκτίμηση της διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες χρησιμοποιούνται εργαλεία όπως το Clinician-Administered PTSD Scale for DSM-5 (Weathers et al., 2013). Μάλιστα, διερευνώνται οι εμπειρίες που δύνανται να επανα-τραυματίσουν το άτομο κατά τη διάρκεια της αγωγής του. Για το λόγο αυτό έχει συνταχθεί ο «Οδηγός περί του Τραύματος στη Δικαστηριακή Πρακτική» (“Essential components of trauma-informed judicial practice: What every judge needs to know about trauma”, Substance Abuse and Mental Health Services Administration, 2013).
γ. Αντιστοίχιση του υποψηφίου με θεραπευτικές υπηρεσίες
Κατά τον θεραπευτικό σχεδιασμό επανεκτιμώνται οι έξι άξονες του οδηγού τοποθέτησης (ASAM Criteria) ώστε να αποφασιστεί η τελική τοποθέτηση σε κατάλληλη ως προς το είδος και την εντατικότητα θεραπεία μεταξύ των πέντε επιπέδων φροντίδας (Mee-Lee et al., 2013).
H διαγνωστική εκτίμηση καταλήγει στο θεραπευτικό πλάνο, το οποίο έχει έγγραφο τύπο, διανέμεται στην ομάδα του ΔΘΝ και αποτελεί το πλαίσιο συνεργασίας της διεπιστημονικής ομάδας, που στο σύνολό της θεωρείται θεραπευτική. Το θεραπευτικό πλάνο περιλαμβάνει την αιτία παραπομπής, τα συμπτώματα, τις προτεραιότητες, τα δυνατά σημεία, τα εμπόδια, την υποστήριξη, τη συχνότητα θεραπείας και το χρονοδιάγραμμα των στόχων (Peters & Peyton, 1998).
Σε περίπτωση που κατά τη διαγνωστική εκτίμηση διαπιστωθεί ότι οι συμμετέχοντες που είχαν κριθεί κατάλληλοι στο στάδιο της κλινικής σκιαγράφησης δεν είναι τελικά αποδεκτοί από το ΔΘΝ, εισάγονται στην παραδοσιακή διαδικασία της ποινικής δίκης. Έρευνες στην Η.Π.Α παρουσίασαν ότι περίπου το 1/2 των δραστών πλημμελημάτων και το 1/3 των δραστών κακουργημάτων, οι οποίοι από την κλινική σκιαγράφηση θεωρήθηκαν ότι χρήζουν της εντατικής αγωγής του ΔΘΝ, δεν κάλυπταν τελικά, μετά την αναλυτικότερη διαγνωστική εκτίμηση, τα κριτήρια της διαταραχής εξάρτησης και δεν παραπέμθηκαν στην διαδικασία των ΔΘΝ αλλά στην παραδοσιακή ποινική διαδικασία. (Marlowe, Festinger & Lee, 2003, 2004; Marlowe et al., 2003, όπ. αναφ. στο DeMatteo et al., 2009).
Αποδοχή του υποψηφίου στο ΔΘΝ
Το τελικό στάδιο αξιολόγησης του υποψηφίου δράστη στο ΔΘΝ είναι το εισαγωγικό και παράλληλα δοκιμαστικό χρονικό διάστημα των τριάντα ημερών στο Θεραπευτικό Πρόγραμμα υπό εποπτεία Θεραπευτικού Δικαστηρίου, που ξεκινάει με τη διαγνωστική εκτίμηση (τρίτη φάση όπως περιγράφηκε ανωτέρω, βλ. Σχήμα 1). Έχει στόχο αφενός την αξιολόγηση καταλληλότητας και αφετέρου τη δυνατότητα του υποψηφίου να αποφασίσει μέσα στον εύλογο αυτό χρόνο ελεύθερα και υπεύθυνα για τη συμμετοχή του. Μετά την ολοκλήρωση της διαγνωστικής εκτίμησης, αρχίζει η φάση της αποδοχής (admission) που βασίζεται στην κλινική παρατήρηση, σε ενδο-ομαδικές διεργασίες και στα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων. Για παράδειγμα, η απουσία στερητικού συνδρόμου και «δίψας» για ουσίες, η δυσκολία ενσωμάτωσης στην ομάδα και η αδιάλειπτη σειρά αρνητικών ουροληψιών θέτει αμφιβολίες όσον αφορά στην εξάρτηση του υποψηφίου και συνεπώς στην καταλληλότητά του για συμμετοχή στο ΔΘΝ (Belenko, Fabrikant & Wolf, 2011).
Σε αυτή τη φάση, παρατηρείται η εξελικτική πορεία των συμπτωμάτων στο χρονικό διάστημα των 30 ημερών, στοιχείο απαραίτητο για τη διαφοροδιάγνωση. Με το πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος, όπως περιγράφηκε, λαμβάνει χώρα η τελική επίσημη ένταξη στο Πρόγραμμα, εφόσον συναινεί σε αυτή ο υποψήφιος και την επικυρώσει με την απόφασή του ο Δικαστής του Θεραπευτικού Δικαστηρίου. Σε αυτό το σημείο η ομάδα του ΔΘΝ εισηγείται και ο Δικαστής αποφαίνεται για την επίσημη ένταξη του υποψηφίου ή μη στο Πρόγραμμα, διατηρώντας το δικαίωμα να απορρίψει την εισήγηση με αιτιολογημένη απόφαση. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το ΔΘΝ περιλαμβάνει ένα πολύ απαιτητικό πρόγραμμα και έρευνες παρουσίασαν ένα σημαντικό ποσοστό που ανέρχεται στο 1/3 των υποψηφίων περίπου αποφασίζει σε αυτό το δοκιμαστικό διάστημα τη μη συμμετοχή στο ΔΘΝ (Belenko, 2002b, όπ. αναφ. στο Belenko et al., 2011).
Για κάθε ένα από τα στάδια της αξιολόγησης υπάρχει ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του. Γενικώς έχουν διαπιστωθεί διαφοροποιήσεις μεταξύ των ΔΘΝ ως προς κάποια στοιχεία της διαδικασίας αξιολόγησης που ακολουθούν. Οι διαφοροποιήσεις αφορούν κυρίως στο αρμόδιο όργανο για τη διενέργεια δικαστικής σκιαγράφησης, στον χρόνο της υπογραφής συμβολαίου και στην διάρκεια του δοκιμαστικού διαστήματος (Belenko et al., 2011).
Πολιτισμική επιδεξιότητα και προσβασιμότητα στα ΔΘΝ
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι σε δύο από τα δέκα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία των ΔΘΝ (NADTC,2004) γίνεται αναφορά στην πολιτισμική επιδεξιότητα. Αυτή αφορά στην ικανότητα των ΔΘΝ να λειτουργούν αποτελεσματικά στο πλαίσιο της κουλτούρας, των πολιτισμικών πεποιθήσεων, των συμπεριφορών, των αναγκών που παρουσιάζουν οι εξυπηρετούμενοι και η κοινότητα ως σύνολο.
Ιδιαίτερα, τα ΔΘΝ έχουν λάβει υπόψη, στη διαμόρφωση της αξιολόγησης του υποψηφίου, την παράμετρο του φύλου. Μάλιστα, χρησιμοποιούνται εργαλεία για την αυτοαξιολόγηση του Προγράμματος ως προς την πολιτισμική επιδεξιότητα, όπως το εργαλείο αναγκών του Osborne (2008) και το Agency Cultural Competence Checklist-Revised Form (Dana, 1998).
Συνοπτικά, στις Η.Π.Α σύμφωνα με τη Διοίκηση Πόρων και Υπηρεσιών Υγείας (HRSA), οι τομείς που ορίζουν το ανταποκρινόμενο στην κουλτούρα θεραπευτικό περιβάλλον είναι το όραμα, οι αξίες, η διοίκηση, το στρατηγικό πλάνο, η αξιολόγηση-ανάλυση του προγράμματος, η γλώσσα επικοινωνίας, η ανάπτυξη του προσωπικού και οι υποδομές του οργανισμού (Linkins et al., όπ. αναφ. στο SAMHSA, 2014). Έτσι, αυξάνεται η ποιότητα των υπηρεσιών, αφού βάσει πολιτισμικών δεδομένων γίνεται η ζεύξη υποψηφίου και αξιολογητή, ο τρόπος κινητοποίησης του υποψηφίου, η ενδεδειγμένη παραπομπή, το εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας και η πρόληψη πιθανών ανασταλτικών παραγόντων στη θεραπεία (SAMHSA, 2014).
H πρακτική της ίσης μεταχείρισης και των ίσων ευκαιριών αποτελεί επίσης μία εκ των βέλτιστων πρακτικών αξιολόγησης του υποψηφίου των ΔΘΝ (NADCP, 2018). Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, τα ΔΘΝ προσανατολίζονται στη διαμόρφωση κριτηρίων εισαγωγής στη διαδικασία τους, ώστε να παρέχουν αδιακρίτως πρόσβαση στη θεραπεία σε άτομα που αποδεδειγμένα μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα και δεν απειλούν τη δημόσια ασφάλεια ή την πρόοδο του προγράμματος, κάτι που τελικά αυξάνει την αποτελεσματικότητα στους δείκτες επιτυχίας των δικαστηρίων αυτών. Τέλος, τα ΔΘΝ αυτοαξιολογούνται με συγκεκριμένα εργαλεία ως προς την παροχή ισότιμης φροντίδας και ως προς τη γενική στάση των ατόμων-πηγών παραπομπής.
Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι τα ΔΘΝ αντί να αναμένουν να δεχτούν αιτήσεις, έχουν έναν ενεργητικό ρόλο αναζητώντας αιτήσεις και διεκδικώντας τη δέσμευση και την παραμονή των συμμετεχόντων.
Αντί επιλόγου
Από την παραπάνω ανάλυση διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση του εξαρτημένου δράστη στα ΔΘΝ διαφοροποιείται ουσιωδώς από την αντίστοιχη αξιολόγηση που γνωρίζουμε ότι λαμβάνει χώρα, σύμφωνα με το Ν.4139/2013 α.30παρ.3, στο ελληνικό ποινικό σύστημα δικαιοσύνης. Αυτό καταρχήν είναι κατανοητό καθώς στο ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν υπάρχουν γενικά θεραπευτικά δικαστήρια.
Ειδικά όμως ως προς την αξιολόγηση της εξάρτησης μεταξύ των ΔΘΝ και των παραδοσιακών ποινικών δικαστηρίων, όπως αυτά λειτουργούν στην Ελλάδα, διαπιστώνονται ως κύρια σημεία διαφοροποίησης η φιλοσοφία στην οποία ερείδεται η αξιολόγηση, το σημείο αφετηρίας της, ο στόχος της, ο χρόνος και η διάρκειά της, ο αρμόδιος αξιολογητής, το περιεχόμενο της αξιολόγησης, η μεθοδολογία της, το διάστημα μεταξύ σύλληψης-αξιολόγησης-θεραπείας, το πέρασμα σε παρέμβαση, η παραπομπή και διασύνδεση, η μέριμνα πρoσβασιμότητας της θεραπείας, η έμφαση σε θετικές τάσεις και σε ψυχολογικά-κοινωνικά δεδομένα, η αξιοπιστία και η προτεραιοποίηση. Αυτή η διαφοροποίηση συμβαίνει διότι το ζητούμενο στην ελληνική ποινική διαδικασία είναι η διαπίστωση της εξάρτησης με σκοπό την ανάλογη με τις προβλέψεις του νόμου ποινική μεταχείριση, ενώ στα δικαστήρια θεραπείας ναρκωτικών εκτός από τη διαπίστωση της εξάρτησης, αναζητείται περαιτέρω η σχέση της με το έγκλημα ως εγκληματογόνο παράγοντα, το ενδεδειγμένο ατομικό θεραπευτικό πλάνο με βάση το σύνολο των αναγκών του ατόμου και η μείωση της υποτροπής τόσο κατά την διάρκεια της θεραπείας όσο και μετά την επιτυχή ολοκλήρωσή της.
Πέραν των διαφορών όμως, κρίνεται σημαντικό να εντοπίσουμε κάποιες αντιστοιχίες στις διαδικασίες, στους ρόλους και στα ζητήματα ενδιαφέροντος. Η σύγχρονη ελληνική νομοθεσία έχει αναγνωρίσει το σημαντικό ρόλο της θεραπείας της εξάρτησης σε σχέση με την υποτροπή. Τα αναγνωρισμένα ελληνικά θεραπευτικά κέντρα συνεργάζονται με την ποινική δικαιοσύνη (αποδέχονται συμμετέχοντες που επιθυμούν να θεραπευτούν από την εξάρτηση και κατόπιν επιβολής περιοριστικού όρου χορηγούν σχετικές βεβαιώσεις κ.λπ.). Τα εργαλεία αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται σήμερα από τους ειδικούς διεπιστημονικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες στον τομέα της θεραπείας, είναι αντίστοιχα με αυτά που είδαμε παραπάνω στην ανάλυση και τα οποία χρησιμοποιούν τα ΔΘΝ. Οι παραπάνω αντιστοιχίες αποτελούν κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε το ελληνικό ποινικό σύστημα να υιοθετήσει ορισμένες αρχές των ΔΘΝ προσαρμοσμένες στην ισχύουσα νομοθεσία, όπως αναλύεται παρακάτω.
Στην ελληνική ποινική διαδικασία ο ειδικός πραγματογνώμονας για τη διαπίστωση της εξάρτησης από εξαρτησιογόνες ψυχοδραστικές ουσίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη επαφή του κατηγορουμένου με τη διαπίστωση του προβλήματος και την αντιμετώπισή του εντός του ποινικού μηχανισμού, αμέσως μετά τη σύλληψη. Λαμβάνοντας υπόψιν τον ρόλο της αξιολόγησης ως πιθανού σταθμού αλλαγής του ατόμου, εάν η αξιολόγηση αυτή γίνει τη στιγμή με το μεγαλύτερο εξωτερικό κίνητρο, το περιεχόμενο της εξέτασης είναι προσανατολισμένο στο πώς η εξάρτηση οδήγησε στο έγκλημα και η στάση του πραγματογνώμονα κινητοποιητική, οι εξεταζόμενοι ίσως υιοθετήσουν θετική ή/και θετικότερη στάση απέναντι στη θεραπεία. Αυτό λοιπόν που προτείνεται είναι το ενδεχόμενο εργαλειοποίησης της πραγματογνωμοσύνης ως μέσου πρώτης επαφής με τη θεραπεία μετά τη σύλληψη για να εισαχθεί η αξία της θεραπείας.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η σκιαγράφηση της εξάρτησης, δηλαδή η αναγνώριση ενδείξεων εξάρτησης, δεν ταυτίζεται με τη διάγνωση της εξάρτησης. Μελετώντας τα διαγνωστικά κριτήρια της εξάρτησης κατά DSM-V, αντιλαμβανόμαστε πως η διάγνωση της εξάρτησης είναι μια διαδικασία δυναμική και χρονοβόρα και αφορά σε όλη τη ζωή του ατόμου. Παρατηρήσαμε ανωτέρω ότι στην διαδικασία των ΔΘΝ υπάρχει μια πρόβλεψη που αφορά σε ένα διάστημα αξιολόγησης του κατηγορουμένου ορισμένων ημερών. Στο διάστημα αυτό διαπιστώνεται τελικώς η καταλληλότητα του υποψηφίου για θεραπεία και εξασφαλίζεται η εξαγωγή ασφαλούς διάγνωσης και διαφοροδιάγνωσης από την εξέλιξη των συμπτωμάτων, τις ενδοομαδικές διεργασίες, τη συνεχή κλινική παρατήρηση από τους ειδικούς, και την κοινωνική πίεση για αποκάλυψη και συμμόρφωση. Η καθιέρωση ενός δοκιμαστικού διαστήματος αξιολόγησης σε αναγνωρισμένα θεραπευτικά κέντρα στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης θα οδηγούσε σε εμπεριστατωμένη διάγνωση της εξάρτησης, αντί της απλής αναγνώρισης των ενδείξεων εξάρτησης.
Η πρόβλεψη του Νόμου 4139/2013 για τα νομικά κριτήρια διάγνωσης της εξάρτησης και για τον αντικειμενικό προσδιορισμό του είδους και της βαρύτητας της εξάρτησης σε συνδυασμό με τα κλινικά διαγνωστικά κριτήρια του DSM-V, με τα οποία κρίνεται η σοβαρότητα της εξάρτησης, αποτελούν ενδείξεις της ανάγκης μετάβασης σε μία διαγνωστική μέθοδο που θα προσδώσει μετρήσιμες έννοιες στη διαπίστωση της εξάρτησης. Η «θετικοποίηση» της αξιολόγησης στα πλαίσια της πραγματογνωμοσύνης με την υιοθέτηση επιστημονικά τεκμηριωμένων προσεγγίσεων θα συνέβαλε στην κατά το βέλτιστον αξιοποίησή της προς όφελος του εξαρτημένου δράστη και του ποινικού συστήματος.
Ένα σημαντικό ζήτημα, όπως είδαμε ανωτέρω στην ανάλυση των ΔΘΝ, είναι η σφαιρικότητα της αξιολόγησης του δράστη. Διενεργώντας σφαιρική εκτίμηση αναδεικνύονται «ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα» για τον αξιολογούμενο, απαραίτητα για τη διάγνωση της εξάρτησης, τη σύνδεσή της με το έγκλημα καθώς και την ποινική και θεραπευτική μεταχείριση (βλ. τον εθισμό στον τζόγο ως κίνητρο εγκληματικότητας και ελαφρυντικό παράγοντα στην επιμέτρηση ποινής στην Ποινική Έφεση 15/2011 Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου, όπ. αναφ. στο Σορβατζιώτη, 2013). Ειδικά, η τυχόν ύπαρξη συννοσηρότητας θα ήταν σκόπιμο να ερευνηθεί διευρύνοντας την αξιολόγηση που γίνεται στο πλαίσιο της ελληνικής ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, θα ήταν σημαντικό να συμπεριληφθεί η διερεύνηση συννοσηρότητας για τους εξής λόγους: Η συννοσηρότητα ως ιατρικός όρος θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί με το νομικό κριτήριο «παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών» ή/και με τα «ψυχολογικά δεδομένα» κατ’ άρθρο 30 παρ 3 του Νόμου 4139/13. Επιπλέον, η διερεύνηση συννοσηρότητας συνδράμει στη διαφοροδιάγνωση καθώς πολύ συχνά οι διαταραχές χρήσης ουσιών μιμούνται, προκαλούνται ή επιφέρουν συμπτώματα μιας άλλης ψυχικής διαταραχής. Τρίτον, η διερεύνηση συννοσηρότητας είναι σημαντική για την παραπομπή σε ενδεδειγμένο και ίσως εξειδικευμένο πλαίσιο θεραπείας. Αν το πλαίσιο θεραπείας δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συμμετέχοντα, υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες διακοπής της θεραπείας με ό,τι συνεπάγεται αυτό από πλευράς στίγματος, στερεοτύπων αποτυχίας, και ποινικών συνεπειών. Τέλος, η συννοσηρότητα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό στοιχείο για τη διαλεύκανση της σύνδεσης της εξάρτησης με το έγκλημα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα παρουσιάζεται στη μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας, τα διαγνωστικά κριτήρια της οποίας περιλαμβάνουν την παρορμητικότητα σε δύο τομείς που θα μπορούσαν να είναι αυτοκαταστροφικοί (π.χ. κατάχρηση ουσιών).
Η αναγνώριση της έκπτωσης γνωστικών λειτουργιών και λειτουργικότητας είναι ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο για τη διαπίστωση της εξάρτησης καθώς η έκπτωση αυτή καθιστά αμφίβολες ή ελλιπείς τις απαραίτητες για τη διάγνωση αναφορές του συμμετέχοντα, καθορίζει τον προσδιορισμό της βαρύτητας της εξάρτησης και συνδράμει στον σχεδιασμό ενδεδειγμένης αγωγής. Τέλος, η έκπτωση γνωστικών λειτουργιών μπορεί να έχει ιδιαίτερη αξία για ενδεχόμενη προβολή αυτοτελών ισχυρισμών σύμφωνα με τα άρθρα 34 ή 36 ΠΚ σε συνδυασμό με την εξάρτηση του άρθ. 30 Ν.4139/2013.
Εν κατακλείδι, η εμπεριστατωμένη με ειδικά εργαλεία αξιολόγηση της εξάρτησης μπορεί να εκτιμήσει και τη διασύνδεση της εξάρτησης με το έγκλημα. Η αξιολόγηση αμέσως μετά τη σύλληψη μπορεί γίνει έναυσμα για θεραπεία υπό την πίεση του ποινικού μηχανισμού και του εγκλεισμού. Η έγκυρη πληροφόρηση από τον ειδικό επιστήμονα για τη διασύνδεση της εξάρτησης με το έγκλημα και τυχόν συννοσηρότητα θα βοηθήσει το ποινικό σύστημα να αξιολογήσει ποινολογικά την εντοπισμένη εγκληματογόνο αιτία και να λειτουργήσει θεραπευτικά και προληπτικά στην υποτροπή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ξενόγλωσσες
Administrative Office of the United States Courts, Office of Probation & Pretrial Services, 2011. Federal Post Conviction Risk Assessment [Measurement Instrument]. Washington, DC: Author. Retrieved from https://www.uscourts.gov/services-forms/probation-and-pretrial-services/supervision/post-conviction-risk-assessment
American Society of Addiction Medicine, 2011. A Description of Addiction. Retrieved from https://www.asam.org/docs/default-source/quality-science/a-description-of-addiction-(1).pdf?sfvrsn=7db64fc2_4
Andrews, D.A., Bonta, J., & Wormith, S.J., 2004. The Level of Service/Case Management Inventory (LS/CMI) [Measurement Instrument]. Toronto: Multi-Health Systems.
Andrews, D.A., & Bonta, J., 2010. The psychology of criminal conduct. 5th ed. Cincinnati, OH: Anderson Publishing.
Andrews, D.A., Bonta, J., & Wormith, J.S., 2006. The recent past and near future of risk and/or need assessment. Crime & Delinquency, 52, 7–27.
Athman, J., Carlson, P., & Haley, B., 2017. The Role of Law Enforcement in Treatment Courts. Presentation at the 2017 Minnesota State Treatment Court Conference. Retrieved from http://www.mncourts.gov/mncourtsgov/media/scao_library/Drug%20Courts/Drug%20Court%20Conference/Law-Enforcement-Panel.pdf
Bean, P., 2013. Drugs and Crime. 3rd ed. London: Willan Publishing.
Belenko, S., Fabrikant, N., & Wolff, N., 2011. The long road to treatment: Models of screening and admission into Drug Courts. Criminal Justice and Behavior, 38(12), 1222-1243.
Butcher, J.N. et al., 1989. Manual for the restandardized Minnesota Multiphasic Personality Inventory: MMPI-2. An administrative and interpretive guide. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press.
Carey, S., Finigan, M., & Pukstas, K., 2008. Exploring the key components of drug courts: A comparative study of 18 adult drug courts on practices, outcomes and costs. Portland, OR: NPC Research. Retrieved from https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/223853.pdf
Carey, S.M., Mackin, J.R., & Finigan, M.W., 2012. What works? The ten key components of drug court: Research-based best practices. Drug Court Review, 8(1, Special Issue), 6-42.
Carey, S.M., & Waller, M.S., 2011. Oregon drug court cost study – statewide costs and promising practices, final report. Portland, OR: NPC Research. Retrieved from https://npcresearch.com/wp-content/uploads/ORDC_BJA_Cost_and_Best_Practices_Final_Rerelease_03112.pdf
Carroll, J.F.X., & McGinley, J.J., 2000. Mental Health Screening Form-III (MHSF-III) [Measurement instrument]. New York: Project Return Foundation.
Casey, P.M., et al., 2014. Offender risk & needs assessment instruments: A primer for courts. Washington, DC: National Center for State Courts. Retrieved from https://www.ncsc.org/~/media/Microsites/Files/CSI/BJA%20RNA%20Final%20Report_Combined%20Files%208-22-14.ashx
Center for Substance Abuse Treatment, 1994. Treatment Improvement Protocol Series: Vol. 11. Simple screening instruments for outreach for alcohol and other drug abuse and infectious diseases. Rockville, MD: U.S. Department of Health and Human Services.
Cosden, M., et al., 2006. Effects of motivation and problem severity on court-based drug treatment. Crime & Delinquency, 52(4), 599-618.
Cooper, C., et al., 2016. Strategies for Systematically Screening All Drug Court Arrestees and Probation Violators for Drug Court Eligibility [Webinar]. Available at https://www.youtube.com/watch?v=Oa78kbhz4Kg&list=PLBafxvPcOut7oQ2OOXn8q1GqkFTmXASgu&index=5&t=0s
Cooper, C., Peters, R.J., & Kushner, J., 2014. A Technical Assistance Guide for Drug Court Judges on Drug Court Treatment Services [Final draft]. Washington, DC: Bureau of Justice Assistance Drug Court Technical Assistance Project. Retrieved from http://www.wellnesscourts.org/files/FINAL%20TREATMENT%20GUIDE%20%20for%20Judges%20Apr_%202014.pdf
Dana, R.H., 1998. Understanding cultural identity in intervention and assessment, multicultural aspects of counselling series: Vol. 9. Thousand Oaks, CA, US: Sage Publications, Inc. Retrieved from http://dx.doi.org/10.4135/9781483328225
De Leon, G., 1993. Circumstances Motivation, and Readiness (CMR) Scale for Substance Abuse Treatment [Measurement Instrument]. New York: Center for Therapeutic Community Research at NDRI.
DeMatteo, D.S., Marlowe, D.B., & Festinger, D.S., 2006. Secondary prevention services for clients who are low risk in drug court: A conceptual model. Crime & Delinquency, 52(1), 114-134.
DeMatteo, D., Marlowe, D.B., Festinger, D.S., & Arabia, P.L., 2009. Outcome trajectories in drug court: Do all participants have serious drug problems? Criminal Justice and Behavior, 36(4), 354-368.
Dennis, M.L., Feeney, T., Stevens, L.H., & Bedoya, L., 2006. Global Appraisal of Individual Needs–Short Screener (GAIN-SS): Administration and Scoring Manual for the GAIN-SS Version 2.0.1. Bloomington, IL: Chestnut Health Systems. Retrieved from http://www.chestnut.org/LI/gain/GAIN_SS/index.html
DiClemente, C.C., & Hughes, S.O., 1990. Stages of change profiles in outpatient alcoholism treatment. Journal of Substance Abuse, 2, 217-235.
Freiberg, A., et al., 2016. Queensland drug and specialist courts review, final report. Brisbane: Queensland Department of Justice and Attorney-General. Retrieved from http://www.courts.qld.gov.au/__data/assets/pdf_file/0004/514714/dc-rpt-dscr-final-full-report.pdf
Gist, N.E., 1995. Treatment Accountability for Safer Communities [Fact Sheet]. Washington, DC: U.S. Department of Justice, Office of Justice Programs, Bureau of Justice Assistance. Retrieved from http://www.druglibrary.org/schaffer/GovPubs/tasc.pdf
Goldstein, P.J., 1985. The drugs/violence nexus: A tripartite conceptual framework. Journal of drug issues, 15(4), 493-506.
Gottfredson, S.D., & Moriarty, L.J. (2006). Clinical versus actuarial judgments in criminal justice decisions: Should one replace the other? Federal Probation, 70(2), 15-18.
Gurel, O., Carise, D., Kendig, C., & McLellan, A.T., 2005. Developing CASPAR: A computer-assisted system for patient assessment and referral. Journal of Substance Abuse Treatment, 28(3), 281-289.
Hasin, D.S., et al., 1996. Psychiatric Research Interview for Substance and Mental Disorders (PRISM): Reliability for substance abusers. American Journal of Psychiatry, 153(9), 1195-1201.
Hora, P.F., Schma, W.G., & Rosenthal, J.T., 1998. Therapeutic jurisprudence and the drug treatment court movement: Revolutionizing the criminal justice system’s response to drug abuse and crime in America. Notre Dame L. Rev., 74, 439.
Inciardi, J.A. (1994). Treatment Improvement Protocol Series: Vol. 7. Screening and assessment for alcohol and other drug abuse among adults in the criminal justice system. Rockville, MD: Center for Substance Abuse Treatment, U.S. Department of Health and Human Services.
Institute of Behavioral Research, 2005. TCU CJ Client Evaluation of Self and Treatment (TCU CJ CEST). Fort Worth: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. Available from ibr.tcu.edu
Institute of Behavioral Research, 2005. TCU CJ Comprehensive Intake (TCU CJ CI) [Measurement Instrument]. Fort Worth: Texas Christian University.
Institute of Behavioral Research, 2007. Texas Christian University Criminal Thinking Scales (TCU CTS Form). Fort Worth: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. Available from ibr.tcu.edu
Institute of Behavioral Research, 2017. Texas Christian University Drug Screen 5 (TCUDS V) [Measurement Instrument]. Fort Worth: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. Available from ibr.tcu.edu
Joiner, T.E., Van Orden, K.A., Witte, T.K., & Rudd, M.D., 2009. The Interpersonal Theory of Suicide: Guidance for Working with Suicidal Clients. Washington, DC: American Psychological Association.
Knight, K., Flynn, P.M., & Simpson, D.D., 2008. Drug court screening. In: C. Hardin & J.N. Kushner, eds. Monograph Series: Vol. 9. Quality improvement for drug courts: Evidence-based practices. Alexandria, VΑ: National Drug Court Institute, National Association of Drug Court Professionals, pp. 3-12.
Marlowe, D.B., 2009. Evidence-based sentencing for drug offenders: An analysis of prognostic risks and criminogenic needs. Chapman Journal of Criminal Justice, 1(1), 167–201.
Marlowe, D.B., 2012a. Targeting the right participants for adult drug courts (part one) [Fact Sheet]. National Drug Court Institute, 7(1), 1-11.
Marlowe, D.B., 2012b. Alternative tracks in adult drug courts: Matching your program to the needs of your clients (part two) [Fact Sheet]. National Drug Court Institute, 7(2), 1-12.
Marlowe, D.B., et al., 2006. Matching judicial supervision to clients’ risk status in drug court. Crime & Delinquency, 52(1), 52-76.
McConnaughy, E.A., Prochaska, J., & Velicer, W.F., 1983. Stages of change in psychotherapy: Measurement and sample profiles. Psychotherapy: Theory, Research, and Practice, 20(3), 368-375. Available at http://dx.doi.org/10.1037/h0090198
McLellan, A.T., et al., 1992. The Fifth Edition of the Addiction Severity Index. Journal of Substance Abuse Treatment, 9(3), 199-213.
Mee-Lee D., et al., eds., 2013. The ASAM criteria: Treatment criteria for addictive, substance-related, and co-occurring conditions. 3rd ed. Carson City, NV: The Change Companies, American Society of Addiction Medicine Inc. Retrieved from https://www.asam.org/resources/the-asam-criteria/about
Miller, W.R., 1994. SOCRATES: The Stages of Change Readiness and Treatment Eagerness Scale [Measurement Instrument]. Albuquerque: University of New Mexico, Department of Psychology.
Miller, J.M., & Shutt, J.E., 2001. Considering the need for empirically grounded drug court screening mechanisms. Journal of Drug Issues, 31(1), 91-106.
Mitchell, O., Wilson, D.B., Eggers, A., & MacKenzie, D.L., 2012. Assessing the effectiveness of drug courts on recidivism: A meta-analytic review of traditional and non-traditional drug courts. Journal of Criminal Justice, 40(1), 60-71.
Monchick, R., Scheyett, A., & Pfeifer, J., 2006. Monograph Series: Vol. 7. Drug court case management: Role, function, and utility. Alexandria, VA: National Drug Court Institute.
Murphy, S.A., et al., 2007. Developing adaptive treatment strategies in substance abuse research. Drug & Alcohol Dependence, 88(Supp. 2), S24-S30. doi: 10.1016/j.drugalcdep.2006.09.008
Nasreddine, Z.S., et al., 2005. The Montreal Cognitive Assessment, MoCA: A brief screening tool for mild cognitive impairment [Measurement Instrument]. J Am Geriatr Soc, 53(4), 695–9.
National Association of Drug Court Professionals, 2003. Drug Courts, Chiefs of Police and Sheriffs: A Broader Look at Law Enforcement. Alexandria, VA: U.S. Department of Justice, Office of Community Oriented Policing Services.
National Association of Drug Court Professionals, 2004. Drug Court Resource Series. Defining drug courts: The key components. Washington, DC: U.S. Department of Justice.
National Association of Drug Court Professionals, 2013. Adult drug court best practice standards, Vol. I. Alexandria, VA: Author.
National Association of Drug Court Professionals, 2018. Adult drug court best practice standards, Vol. I, Text Revision. Alexandria, VA: Author.
Northpointe Institute for Public Management, 1996. COMPAS [Computer software]. Traverse City, MI: Author. Available from https://www.equivant.com/northpointe-suite/
Osborne, A., 2008. Cultural Competency in Drug Treatment. In C. Hardin & J.N. Kushner, eds. Monograph Series: Vol. 9. Quality improvement for drug courts: Evidence-based practices. Alexandria, VA: National Drug Court Institute, National Association of Drug Court Professionals, pp. 43-50.
Peters, R., 2008. Co-Occurring Disorders. In C. Hardin, & J.N. Kushner, eds. Monograph Series: Vol. 9. Quality improvement for drug courts: Evidence-based practices. Alexandria, VA: National Drug Court Institute, National Association of Drug Court Professionals, pp. 51-61.
Peters, R.H., & Peyton, E., 1998. Guideline for drug courts on screening and assessment. Washington, DC: Drug Courts Program Office, Office of Justice Programs, US Department of Justice.
Petrosino, A., Turpin-Petrosino, C., & Finckenauer, J.O., 2000. Well-meaning programs can have harmful effects! Lessons from experiments of programs such as Scared Straight. Crime & Delinquency, 46(3), 354-379.
Prins, A., et al., 2015. The Primary Care PTSD Screen for DSM-5 (PC-PTSD-5). [Measurement instrument]. Washington DC: U.S. Department of Veterans Affairs, National Center for PTSD. Available from www.ptsd.va.gov
Prochaska, J.O., & DiClemente, C.C., 1984. The transtheoretical approach: Crossing boundaries of therapy. Homewood, IL: Dow Jones-Irwin.
Reynolds, W.M., 1991. Adult Suicide Ideation Questionnaire: Professional manual. Odessa, FL: Psychological Assessment Resources.
Rossman, S.B., et al., 2011. The multisite adult drug court evaluation: The impact of drug courts, Vol. 4. Washington, DC: Urban Institute Justice Policy Center. Retrieved from https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/grants/237112.pdf
Saum, C.A., & Hiller, M.L., 2008. Should violent offenders be excluded from drug court participation? An examination of the recidivism of violent and nonviolent drug court participants. Criminal Justice Review, 33(3), 291-307. Serin, R., & Lowenkamp, C., 2015. Selecting and using risk and need assessments [Fact Sheet]. National Drug Court Institute, 10(1), 1-22.
Saum, C.A., Scarpitti, F.R., & Robbins, C.A., 2001. Violent offenders in drug court. Journal of Drug Issues, 31(1), 107-128.
Shaffer, D.K., 2010. Looking inside the black box of drug courts: A meta-analytic review. Justice Quarterly, 28(3), 493–521.
Skinner, H.A., & Horn, J.L., 1984. Alcohol Dependence Scale: User’s Guide. Toronto: Addiction Research Foundation.
Sorvatzioti, D., 2018. Sentencing drug addiction. A comparative approach in Common and Continental legal systems. Universite de Montreal, 25 September 2018. Centre International de Criminologie Comparee. Available from https://www.cicc-iccc.org/fr/videos/sentencing-drug-addiction_-a-comparative-approach-in-common-and-continental-legal-systems
Substance Abuse and Mental Health Services Administration., 2014. Treatment Improvement Protocol Series: Vol. 59. Improving Cultural Competence. Rockville, MD: Author.
Substance Abuse and Mental Health Services Administration, SAMHSA’s National Center on Trauma-Informed Care and SAMHSA’s National GAINS Center for Behavioral Health and Justice, 2013. Essential Components of Trauma-Informed Judicial Practice: What every judge needs to know about trauma [draft]. Rockville, MD: Author. Retrieved from https://www.nasmhpd.org/sites/default/files/DRAFT_Essential_Components_of_Trauma_Informed_Judicial_Practice.pdf
Sue, D.W., 2001. Multidimensional facets of cultural competence. The Counseling Psychologist, 29(6), 790–821.
Weathers, F.W., et al., 2013. The Clinician-Administered PTSD Scale for DSM-5 (CAPS-5) [Measurement Instrument]. Washington DC: U.S. Department of Veterans Affairs, National Center for PTSD. Available from www.ptsd.va.gov
Young, D., 2002. Impacts of perceived legal pressure on retention in drug treatment. Criminal Justice and Behavior, 29(1), 27-55.
Ελληνόγλωσσες
American Psychiatric Association, 2015. Διαγνωστικά Κριτήρια από DSM-5. Μετάφραση & Επιμέλεια από Κ. Γκοτζαμάνης. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Υπουργείο Δικαιοσύνης & Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, 2014. Χάρτα Δικαιωμάτων των Εξαρτημένων Ατόμων. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Δουζένης, Α., 2008. Επικινδυνότητα. Στο Α. Δουζένης & Λ. Λύκουρας, επιμ. Ψυχιατροδικαστική. Αθήνα: Π.Χ. Πασχαλίδης, σσ. 52-63.
Πουλόπουλος, Χ., 2011. Κοινωνική Εργασία και Εξαρτήσεις: Oι Kοινότητες της Aλλαγής. Αθήνα: Tόπος.
Τζινιέρη-Κοκκώση, Μ. και συν., επιμ., 2009. Εγχειρίδιο Ποιότητας Ζωής με άξονα το ερωτηματολόγιο WHOQOL-100. Βελτιωμένη έκδ. Αθήνα: ΒΗΤΑ Medical Arts.
Σορβατζιώτη, Δ., 2013. Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά και η εξάρτηση από τον τζόγο: Μια νομική αναλογία στο κίνητρο του εγκλήματος και στις ελαφρυντικές περιστάσεις για την ποινή. Ποινική Δικαιοσύνη, 16(12), 1123-1130.
Σορβατζιώτη, Δ., 2017. Το εφαρμοσμένο μοντέλο του ειδικού Δικαστηρίου για τη θεραπεία από την εξάρτηση ναρκωτικών ουσιών. Εξαρτήσεις, 28, 95-114.
Σορβατζιώτη, Δ., 2018. Τα Ποινικά Δικαστήρια Θεραπείας από τα Ναρκωτικά. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση και προτάσεις για εφαρμογή τους στο Ελληνικό σύστημα δικαίου. Ποινική Δικαιοσύνη, 21(11), 1094-113.
Σορβατζιώτη, Δ., 2019. Οι θεραπευτικοί όροι ως περιοριστικοί όροι στις υποθέσεις των Δικαστηρίων Θεραπείας Ναρκωτικών. The Art of Crime, 6. Διαθέσιμο στο https://theartofcrime.gr/may-2019/
Σπύρου, Σ. & Πουλόπουλος, Χ., 2016. Παράγοντες κινητοποίησης χρηστών ουσιών για ένταξη σε θεραπευτική κοινότητα, ’Άτη, 9(12), 32-39.
[i] Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών ή Θεραπευτικά Δικαστήρια (όπως συχνά με επιφύλαξη μεταφέρεται από την αγγλική γλώσσα ο όρος “Drug Courts”. Πρόκειται για ειδικά δικαστήρια διαχείρισης υποθέσεων και μεταχείρισης δραστών που εμπλέκονται με την προβληματική χρήση ψυχοδραστικών ουσιών).
[ii] Σύμφωνα με το εννοιολογικό μοντέλο του Goldstein (1985), τα εγκλήματα που εμπίπτουν σε αυτή την αιτιακή σχέση μπορεί να είναι ψυχοφαρμακευτικής αιτιολογίας (psychopharmacological), εγκλήματα με οικονομικό κίνητρο (economic-compulsive), συστημικά εγκλήματα (systemic) και αδικήματα που εμπίπτουν στο Νόμο περί Ναρκωτικών.
[iii] Το εν λόγω έργο αποτελεί σημείο αναφοράς και (πρωτογενή) πηγή πολλών μεταγενέστερων μελετών στο ζήτημα της αξιολόγησης του εξαρτημένου δράστη των ΔΘΝ, ενώ το περιεχόμενό του επιβεβαιώνεται από τη λοιπή βιβλιογραφία (βλ. Εθνική Ένωση των Επαγγελματιών των Δικαστηρίων για τα Ναρκωτικά (NADCP).
[iv] Η αποδοχή αφορά το τέλος του δοκιμαστικού διαστήματος των 30 ημερών στο Θεραπευτικό Κέντρο υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου για την αξιολόγηση καταλληλότητας του υποψηφίου.
[v] Είναι ένα μοντέλο διαχείρισης περίπτωσης που λειτουργεί ως σύνδεσμος των παραβατών, του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και των προγραμμάτων θεραπείας ναρκωτικών (Gist, 1995).
[vi] Όπως και στο στάδιο σκιαγράφησης, συνήθως παραπάνω από μία υπηρεσίες διενεργούν την αξιολόγηση.