Αγγελική Αποστολάκη*, Σταμάτιος Σπύρου**
DOI: https://doi.org/10.57160/BGEH6723
Περίληψη
Στόχοι: Η συσχέτιση πράξεων αυτοομολογούμενης αποκλίνουσας συμπεριφοράς (νεανική παραβατικότητα και δοκιμή/χρήση νόμιμων και παράνομων τοξικών ουσιών) με στάσεις του μαθητικού πληθυσμού απέναντι σε πιθανές παραβάσεις.
Σχεδιασμός: Μαθητές τυχαία επιλεγμένων σχολείων συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο.
Χώρος: 18 Γυμνάσια-Λύκεια στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής.
Συμμετέχοντες: 2.702 μαθητές (αγόρια 1.269 κορίτσια 1.426 [53% και 47% αντίστοιχα]) Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ηλικίας 14 έως 19 ετών.
Μετρήσεις: Όσοι μαθητές απάντησαν θετικά σε πράξεις αυτοομολογούμενης παραβατικότητας (επιθετικότητα, μικροπαραβατικότητα και παραβατικότητα καθώς και δοκιμή/χρήση μαριχουάνας) και όσοι δήλωσαν επίσης ότι θα τελούσαν πιθανές πράξεις παραβατικού χαρακτήρα (μικροπαραβατικότητα1, μικροπαραβατικότητα2 και παραβατικότητα).
Ευρήματα: Θετική στάση απέναντι στη μικροπαραβατικότητα1 (Είναι σωστό να μπεις στο σινεμά ή στο γήπεδο χωρίς να πληρώσεις;) εμφάνισε το 33% του δείγματος, σχετικά με τη μικροπαραβατικότητα2 (Είναι σωστό να κλέψει κανείς ένα ποδήλατο αν δεν έχει συνέπειες;) το 12% και ως προς την παραβατικότητα (Πρέπει κανείς να πληρώνει για ό,τι παίρνει από ένα κατάστημα;) το 14%. Όσον αφορά την τελεσθείσα παραβατικότητα (ερωτήσεις που απαντήθηκαν θετικά από τους μαθητές 1. Θύμωσες και έσπασες πράγματα 40% 2. Ήρθες στα χέρια με κάποιον/α συμμαθητή/τρια σου; 45% 3. Προκάλεσες ηθελημένα ζημιά σε ιδιοκτησία του σχολείου; 16% 4. Πήρες κάτι που δεν σου ανήκε αξίας πάνω από 1.000 δρχ.; 16% 5. Πήρες λεφτά κρυφά από το σπίτι σου; 23% 6. Πήρες και οδήγησες το αυτοκίνητο της οικογένειας σου χωρίς την άδεια των γονιών σου και χωρίς άδεια οδήγησης; 8% 7. Πήρες και οδήγησες ξένο αυτοκίνητο χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη; 2% 8. Μπήκες σ’ ένα σπίτι κρυφά; 5% 9. Είχες μπλεξίματα με την αστυνομία; 4%. Τέλος, σχετικά με την εμπλοκή του μαθητή στη δοκιμή/χρήση μαριχουάνας το ποσοστό ανήλθε σε 17%.
Συμπεράσματα: Οι τεχνικές εξουδετέρωσης, όπως αυτές καταγράφονται σε στάσεις των μαθητών απέναντι σε προτεινόμενες πράξεις παραβατικού χαρακτήρα, λειτουργούν θετικά στην τέλεση πράξεων αποκλίνουσας συμπεριφοράς από έφηβους μαθητές.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ εκτιμώμενης και τελεσθείσας παραβατικότητας στο μαθητικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα στη μελέτη αυτή θα ελεγχθεί η υπόθεση σύμφωνα με την οποία μαθητές που αποδέχονται, μερικώς ή πλήρως, προτεινόμενες πράξεις μικροπαραβατικού και παραβατικού χαρακτήρα τελούν, σε ποσοστό μεγαλύτερο από τους άλλους, πράξεις αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Η παραπάνω υπόθεση εδράζεται στην άποψη ότι ο έφηβος μαθητής δεν υιοθετεί ούτε και αποδέχεται καθ’ ολοκληρίαν ένα συγκεκριμένο παραβατικό σύστημα αξιών, αλλά συνεχώς παλινδρομεί μεταξύ συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται ως κοινωνικά αποδεκτές και μη. Η άποψη αυτή στηρίζεται στη θεωρητική προσέγγιση του D. Matza, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά και ειδικότερα η αποκλίνουσα στην εφηβεία αναδύεται μέσα από μια συνεχή διαδικασία αλληλεπίδρασης και μια διεργασία ολίσθησης. Η ανακάλυψη μέσων παράβασης του νόμου είναι ουσιαστική για τον έφηβο αφού συντελεί στην αποδοχή και τέλεση πράξεων αποκλίνοντος χαρακτήρα.
ΟΛΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Η ολίσθηση, ως χαρακτηριστικό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σύμφωνα με τον Matza[1], στηρίζεται στη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού,[2] διαφέρει όμως από αυτή στο ότι αποδέχεται την αποκλίνουσα συμπεριφορά ως στοιχείο των επιλογών του εφήβου, λαμβάνοντας υπόψη πάντα τις επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις. Μια ακόμη διαφοροποίηση της θεωρίας της ολίσθησης από τη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, όσον αφορά την ερμηνεία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, έγκειται στο ότι η ολίσθηση χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα θυμού απέναντι στην αδικία που βιώνει ο έφηβος από την επιλεκτική επιβολή του νόμου και τις αντιδράσεις της κοινότητας στο τρόπο συμπεριφοράς του. Κατά τον Matza[3] οι έφηβοι παραβάτες είναι άτομα ψυχολογικά αποξενωμένα από το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον που μεταπηδούν (drift in and out) από το αποδεκτό στο απαγορευμένο με κατάληξη την υιοθέτηση μιας αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Με τη διαδικασία ολίσθησης του εφήβου συνδέεται και η έννοια των περιστάσεων και των συνθηκών για την τέλεση πράξεων αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Από τη διερεύνηση της παραπάνω σχέσης προκύπτει ότι η αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κανόνων που υπαγορεύονται από την ομάδα ομηλίκων του εφήβου, αλλά επίσης προϊόν των συνθηκών που επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, οι οποίες ενθαρρύνουν την τέλεση πράξεων αποκλίνοντος χαρακτήρα.[4] Συμπερασματικά, η παραβατικότητα κατά τον Matza ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της αμφιταλάντευσης του εφήβου ανάμεσα στις συμβιβαστικές προσδοκίες των ενηλίκων, στις πιέσεις των φίλων, στις περιστάσεις καθώς και στις φυσικές ευκαιρίες που ενθαρρύνουν μια τέτοιου είδους συμπεριφορά.
Με τις περιστάσεις συνδέονται επίσης και οι τεχνικές εξουδετέρωσης (techniques of neutralization)[5] που κατασκευάζει ο έφηβος και οι οποίες δρουν καταλυτικά στην τέλεση παραβάσεων, αφού δικαιολογούν την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ο D. Matza υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραβατικότητας των ανηλίκων οφείλεται στο ότι πράξεις που θεωρούνται παραβάσεις αποβάλλουν αυτό το χαρακτήρα, όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Οι περιστάσεις αυτές ευνοούν την εκμάθηση και την εφαρμογή των τεχνικών εξουδετέρωσης της ηθικής ευθύνης για πράξεις οι οποίες αποδοκιμάζονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Οι τεχνικές με τις οποίες η παραβατική συμπεριφορά εμφανίζεται ως ηθικά ουδέτερη κατατάσσονται σε πέντε βασικές κατηγορίες, οι οποίες συνοπτικά αναφέρονται παρακάτω: α) η άρνηση της ευθύνης της πράξης από το νεαρό παραβάτη που εμφανίζεται συχνά με τη δικαιολογία της έλλειψης πρόθεσης «δεν ήθελα να το κάνω αυτό» β) η άρνηση της βλάβης σε περίπτωση που η πράξη είναι παράνομη αλλά όχι απαραίτητα ανήθικη –εδώ η απενοχοποίηση του εφήβου πραγματοποιείται μέσα από τον ισχυρισμό «δεν έβλαψα κανέναν» γ) η άρνηση της ύπαρξης του θύματος είναι σημαντική αφού ο παραβάτης εκλαμβάνει τον εαυτό του ως θύμα ή το θύμα ως τιμωρητέο προβάλλοντας τις συχνές δικαιολογίες «μου το έκαναν και εμένα» και «καλά να πάθει, του χρειαζόταν», δ) η υιοθέτηση ότι ο περίγυρος λειτουργεί ως κατήγορος με την πρόταση «όλοι εμένα κατηγορούν» και τέλος ε) η επίκληση και η πρόταξη υψηλότερων ιδανικών [6] που απαλλάσσουν από ενοχές τον έφηβο – εδώ παραβιάζεται ένας κανόνας προς όφελος της στενότερης κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει ο παραβάτης και χρησιμοποιείται η δικαιολογία «δεν το έκανα για τον εαυτό μου».
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Μελέτες που διερεύνησαν τις έννοιες της ολίσθησης και των τεχνικών εξουδετέρωσης διίστανται ως προς την επαλήθευση των υποθέσεων που εισήγαγε ο Matza. Ο R. Ball[7] υποστήριξε ότι οι τεχνικές εξουδετέρωσης παραμένουν ασύνδετες με τη «βασική παράβαση κανόνων» στους νέους εφήβους ενώ συνδέονται με το βαθμό αυτοεκτίμησής τους. Σε έρευνα[8] που διεξήχθη ανάμεσα σε νέους αστικών και αγροτικών περιοχών δεν επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι οι παραβάτες δεν αποδέχονται την αποκλίνουσα συμπεριφορά, αλλά την ασπάζονται επειδή θεωρούν ότι οι φίλοι τους την υιοθετούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, οι νέοι που αποδέχονται ότι έχουν τελέσει πράξεις αποκλίνοντος χαρακτήρα είναι περισσότερο πιθανόν να αποδεχτούν μια αντίστοιχη συμπεριφορά παρά αυτοί οι οποίοι απέχουν εξ ολοκλήρου από την παράβαση. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται με μεταβλητές όπως το φύλο, ο τόπος καταγωγής (αστικές και αγροτικές περιοχές) καθώς και τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία.
Η Giordano[9], ερευνώντας τη θεωρία του Matza, συνέκρινε τις στάσεις των μαθητών που φοιτούν σε δημόσια σχολεία με ανήλικους παραβάτες που έχουν προωθηθεί σε διάφορα στάδια του συστήματος απονομής δικαιοσύνης (εμπλοκή με την αστυνομία, το δικαστήριο και με ιδρύματα αγωγής ανηλίκων). Από τη μελέτη προέκυψε ελάχιστη στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις αντιλήψεις των μαθητών και των ανηλίκων παραβατών, επειδή οι παραβάτες δεν αντιλαμβάνονται τον τρόπο μεταχείρισής τους από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ως άδικο ή μεροληπτικό. Η ανάλυση των στοιχείων κατέδειξε ότι οι ανήλικοι παραβάτες αναπτύσσουν θετικά συναισθήματα απέναντι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων διότι η εμπλοκή τους με αυτό τους δημιουργεί ένα αίσθημα εξοικείωσης.
Σε μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης των τεχνικών εξουδετέρωσης, από άτομα με την ιδιότητα του θύματος και σύμφωνα με το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, ο Landsheer et al.,[10] διέκρινε τρεις κατηγορίες (α. μη παραβάτες, β. μικροπαραβάτες και γ. παραβάτες) σχετικές με το μέγεθος της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Στην έρευνα αξιολογήθηκαν οι απαντήσεις 2.700 νέων (12-25 ετών) από διαφορετικές πόλεις της Ολλανδίας. Οι μη παραβάτες ήταν αρνητικοί σε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά (εκτιμώμενη ή τελεσθείσα) σε αντίθεση με τους μικροπαραβάτες και παραβάτες, οι οποίοι υιοθετούσαν εκτιμώμενες πράξεις παραβατικού χαρακτήρα ως επιτρεπτές. Σε κάθε περίπτωση όλοι ανεξαιρέτως οι νέοι που μελετήθηκαν αποδοκίμαζαν πράξεις παραβατικού χαρακτήρα εφόσον υπήρχε προσωπική σχέση μεταξύ θύτη και θύματος.
Ο Agnew[11] διερευνώντας τη σχέση των ανηλίκων με τη βία καταλήγει ότι οι περισσότεροι την απορρίπτουν και όσοι την αποδέχονται, σύμφωνα με τα στοιχεία, αυτό οφείλεται στην αποδοχή τεχνικών εξουδετέρωσης. Οι τεχνικές εξουδετέρωσης αναπτύσσονται με το συγχρωτισμό που δημιουργείται με ομάδες ομηλίκων παραβατών και σύμφωνα με τα στοιχεία της διαχρονικής έρευνας προηγούνται της βίαιης πράξης. Η ανάλυση αυτή όμως δεν αποδεικνύει πώς ο συγχρωτισμός με ομηλίκους προηγείται των τεχνικών εξουδετέρωσης και δεν προσδιορίζει μια αιτιατή σχέση μεταξύ τους.
Συμπληρωματικά με τις παραπάνω μελέτες που διερεύνησαν την αξιοπιστία των τεχνικών εξουδετέρωσης, πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν τη σημασία των τεχνικών εξουδετέρωσης στην ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς. Ο Thurman[12] αναλύοντας δείγμα ενηλίκων Ν=350 κατέληξε ότι όταν καταγράφεται χαμηλή «ηθική δέσμευση» οι τεχνικές εξουδετέρωσης λειτουργούν απενοχοποιητικά. Οι Mitchell και Dodder [13] απέδειξαν ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ τεχνικών εξουδετέρωσης και διαφόρων μορφών αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Συνεχίζοντας οι Mitchell et all.[14] τη διερεύνηση της παραπάνω υπόθεσης κατέληξαν ότι υπάρχει ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ παράβασης και τεχνικών εξουδετέρωσης. Τέλος ο Hollinger[15] υποστήριξε ότι η εμπειρική απόδειξη των παραπάνω συσχετίσεων, παραβατικότητας και τεχνικών εξουδετέρωσης, ήταν δύσκολη με μόνη εξαίρεση τον παράγοντα ηλικία.
ΔΕΙΓΜΑ
Το δείγμα της έρευνας περιλαμβάνει 2.702 μαθητές ηλικίας 13-19 ετών που φοιτούν σε 18 δημόσια σχολεία της ευρύτερης περιοχής της Αττικής.[16] Η επιλογή του δείγματος των σχολείων έγινε με τη μέθοδο της τυχαίας διαστρωμάτωσης και με βάση την καταγεγραμμένη δύναμη των σχολείων σε τρεις (3) Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όπως αυτές λειτουργούσαν το 1996. Η συμμετοχή των μαθητών ήταν καθολική και η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου έγινε σε αρκετά υψηλό ποσοστό (96%). Η πιλοτική μελέτη (προέρευνα) έλαβε χώρα σε ένα γυμνάσιο της Αθήνας το οποίο και δεν συμπεριελήφθη στο τελικό δείγμα των σχολείων της Αττικής. Από την προέρευνα προέκυψε η ανάγκη εμπλουτισμού του ερευνητικού εργαλείου με επτά επιπλέον ερωτήσεις. Έγινε επίσης έλεγχος εσωτερικής συνέπειας, από τον οποίο προέκυψαν υψηλά ποσοστά αξιοπιστίας.[17]
Το ερευνητικό εργαλείο περιείχε ερωτήσεις (65 κλειστές) σχετικές με δημογραφικά και οικογενειακά στοιχεία του μαθητή, τη σχέση του με τοξικές ουσίες, την αυτοεκτίμησή του καθώς και ερωτήσεις που αναφέρονταν στην εκτιμώμενη και τελεσθείσα αποκλίνουσα συμπεριφορά,[18] και σε αξιολογήσεις των σχέσεων του μαθητή με την οικογένεια, το σχολείο και τους φίλους του. Το ερευνητικό εργαλείο κατασκευάσθηκε ειδικά γι’ αυτή την έρευνα από την ερευνήτρια η οποία το διένειμε και ήταν παρούσα κατά τη συμπλήρωσή του. Οι καθηγητές κατά τη διάρκεια της συμπλήρωσης απουσίαζαν από τις τάξεις.
Περιορισμοί της μελέτης
Μια διεξοδική αναφορά στους περιορισμούς της έρευνας είναι απαραίτητη. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, για λόγους έλλειψης χρόνου και λόγω του απαγορευτικού κόστους, δεν ήταν εφικτό να συμπεριληφθεί στην έρευνα η περιφέρεια. Δεν συμπεριλήφθηκαν επίσης στο δείγμα οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου ηλικίας 12-13 ετών λόγω της περιόδου προσαρμογής που διέρχονται εξαιτίας της μετάβασης από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Στην παρούσα έρευνα δεν συμπεριλήφθηκαν ούτε τα πειραματικά, τα κλασικά και τα μουσικά σχολεία λόγω της διαφοροποίησης που παρατηρείται στο διδακτικό τους προσωπικό (μεταπτυχιακές σπουδές και μουσικές σπουδές αντιστοίχως). Ακόμη δεν επελέγησαν τα ΤΕΕ (Τεχνικά Επαγγελματικά), οι ΤΕΣ (Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές), καθώς και τα Εσπερινά Λύκεια, διότι δεν εξασφαλιζόταν: 1) η ομοιομορφία ηλικίας στο δείγμα, όπως αυτή έχει διαπιστωθεί στα Γενικά Λύκεια και 2) πολλοί μαθητές των ΤΕΣ και των Εσπερινών Λυκείων έχουν μόνιμη απασχόληση, στοιχείο που τους διαφοροποιεί σημαντικά από τους προς διερεύνηση μαθητές του δείγματος.
Δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία σε μια άλλη ιδιότητα του μαθητή, η οποία είναι δυνατόν να συνυπάρχει πολλές φορές παράλληλα με τη μαθητική: η ιδιότητα του εργαζόμενου μαθητή. Υπάρχουν μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν μια σχέση μεταξύ αγοράς εργασίας στο μαθητικό πληθυσμό και παραβατικότητας (63). Στην Αμερική η εργασία είναι μια συνηθισμένη, παράλληλα με το σχολείο, δραστηριότητα των εφήβων (64). Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι η εργασία δημιουργεί όρους για ανεξαρτησία, υπευθυνότητα και πειθαρχία (65) και ότι παράλληλα εμποδίζει τη ροπή προς την εγκληματικότητα (66). Δεν είναι όμως προφανές ότι η εργασία έχει πάντα ευεργετική επίδραση στους μαθητές, οι οποίοι πολλές φορές εργάζονται κάτω από δυσμενείς συνθήκες και με χαμηλά συνήθως ημερομίσθια.
ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά μετρήθηκε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε δύο διαστάσεις και αφορούσε: α. πράξεις για τις οποίες ζητήθηκε από το μαθητή να εκτιμήσει τη νομιμότητά τους αξιολογώντας έτσι την ηθική δέσμευση του ερωτώμενου και β. τελεσθείσες πράξεις αποκλίνοντος χαρακτήρα, οι οποίες, σύμφωνα με τη σοβαρότητα της πράξης, κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα. Για την εκτιμώμενη παραβατικότητα οι μεταβλητές ήταν οι εξής: α. μικροπαραβατικότητα1 β. μικροπαραβατικοτητα2 γ. παραβατικότητα. Για την αυτοομολογούμενη αποκλίνουσα συμπεριφορά οι μεταβλητές ήταν: α. επιθετικότητα β. μικροπαραβατικότητα και γ. παραβατικότητα.
Α. ΜΙΚΡΟΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ1
Είναι σωστό να μπεις στο σινεμά ή στο γήπεδο χωρίς να πληρώσεις;
Συμφωνώ 252 9,3
Συμφωνώ κατά κάποιον τρόπο 637 23,6
Διαφωνώ 1.791 66,3
ΕΛΛ 22 ,8
Β. ΜΙΚΡΟΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ2
Είναι σωστό να κλέψει κανείς ένα ποδήλατο αν δεν έχει συνέπειες;
Συμφωνώ 130 4,8
Συμφωνώ κατά κάποιον τρόπο 182 6,7
Διαφωνώ 2.360 77,3
ΕΛΛ 30 1,1
Γ. ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πρέπει κανείς να πληρώνει για ό,τι παίρνει από ένα κατάστημα;
Συμφωνώ 2.312 85,6
Συμφωνώ κατά κάποιον τρόπο 208 7,7
Διαφωνώ 158 5,8
ΕΛΛ 24 ,9
Σχετικά με την τελεσθείσα παραβατικότητα οι κατηγορίες ήταν
- ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ
Θύμωσες και έσπασες πράγματα;.
- Ναι 076 39,8
- Όχι 591 58,9
- ΕΛΛ 35 1,3
Ήρθες στα χέρια με κάποιον/α συμμαθητή/τρια σου;
- Ναι 222 45,2
- Όχι 444 53,4
- ΕΛΛ 36 1,3
Προκάλεσες ηθελημένα ζημιά σε ιδιοκτησία του σχολείου;
- Ναι 421 15,6
- Όχι 246 83,1
- ΕΛΛ 35 1,3
- ΜΙΚΡΟΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πήρες κάτι που δεν σου ανήκε αξίας πάνω από 1.000 δρχ.;
- Ναι 433 16
- Όχι 234 82,7
- ΕΛΛ 35 1,3
Πήρες λεφτά κρυφά από το σπίτι σου;
- Ναι 618 22,9
- Όχι 049 75,8
- ΕΛΛ 35 1,3
Πήρες και οδήγησες το αυτοκίνητο της οικογένειάς σου χωρίς την άδεια των γονιών σου και χωρίς άδεια οδήγησης;
- Ναι 207 7,7
- Όχι 460 91
- ΕΛΛ 35 1,3
- ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πήρες και οδήγησες ξένο αυτοκίνητο χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη;
- Ναι 47 1,7
- Όχι 619 96,9
- ΕΛΛ 36 1,4
Μπήκες σ’ ένα σπίτι κρυφά;
- Ναι 124 4,6
- Όχι 543 94,1
- ΕΛΛ 35 1,3
Είχες μπλεξίματα με την αστυνομία;
- Ναι 102 3,8
- Όχι 565 94,9
- ΕΛΛ 35 1,3
Έχεις φύγει από το σπίτι σου χωρίς να ειδοποιήσεις τους δικούς σου, για περισσότερα από μία ημέρα;
- Ναι 139 5,1
- Όχι 527 93,5
- ΕΛΛ 36 1,4
ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΑ
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στόχος της μελέτης είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι τεχνικές εξουδετέρωσης για πράξεις αποκλίνοντος χαρακτήρα που παρουσιάζονται στο μαθητικό πληθυσμό συντελούν στην αποδοχή εκτιμώμενων πράξεων παραβατικού χαρακτήρα και εν συνεχεία στην τέλεσή τους[19]. Σχετικά με εκτιμώμενες πράξεις μικροπαραβατικού χαρακτήρα παρατηρείται ότι όσο η σοβαρότητα της προτεινόμενης πράξης αυξάνει τόσο το μέγεθος της μερικής ή της εξ’ ολοκλήρου αποδοχής της πράξης διαφοροποιείται. Η έλλειψη θύματος και βλαπτικότητας της εκτιμώμενης πράξης συντελεί στην αποδοχή των υπό έρευνα πράξεων από το μαθητικό πληθυσμό. Η πιθανή αντίδραση από την αφαίρεση ενός αντικειμένου, όπως αυτή προσδιορίζεται στην εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα2 και παραβατικότητα, δεν επηρεάζεται από τις συνέπειες που τυχόν μπορεί να προκύψουν με την τέλεση της πράξης. Όσον αφορά την τελεσθείσα αποκλίνουσα συμπεριφορά τα στοιχεία κατέδειξαν ότι όσο η σοβαρότητα της πράξης αυξάνει τόσο μειώνεται και η συμμετοχή του εφήβου μαθητή σε αντίστοιχες πράξεις. Παράλληλα η επιθετικότητα είναι ασύνδετη συμπεριφορά και πιθανώς να οφείλεται σε μεταπτώσεις της εφηβικής ηλικίας.
Στην εργασία αυτή θα παρουσιαστεί η σχέση μεταξύ της εκτιμώμενης αποκλίνουσας συμπεριφοράς (μικροπαραβατικότητα1, μικροπαραβατικότητα2 και παραβατικότητα) με το φύλο των μαθητών του δείγματος, τη σχολική τάξη στην οποία φοιτά ο υπό έρευνα μαθητικός πληθυσμός και τέλος η πιθανή σχέση των εκτιμώμενων πράξεων με άλλες μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς (δοκιμή/χρήση μαριχουάνας και αυτοομολογούμενη αποκλίνουσα συμπεριφορά). Οι δημογραφικοί παράγοντες, φύλο και σχολική τάξη,[20] παρουσιάζουν τις εξής διακυμάνσεις: σχετικά με το φύλο η αποδοχή των εκτιμώμενων συμπεριφορών είναι μικρότερη στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια. Όσο όμως η σοβαρότητα των εκτιμώμενων συμπεριφορών αυξάνει τόσο η απόρριψη κυμαίνεται στα ίδια ποσοστά ανεξαρτήτως φύλου.
Σχετικά με την εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα1, μικροπαραβατικότητα2 και την παραβατικότητα τα στοιχεία κατέδειξαν ότι η μερική αποδοχή (συμφωνώ κατά κάποιον τρόπο) δεν διαφοροποιείται ως προς το φύλο. Η έννοια της μερικής αποδοχής της υπό εκτίμησης πράξης ταυτίζεται με τη διαδικασία της ολίσθησης και επιβεβαιώνει παράλληλα την ύπαρξη τεχνικών εξουδετέρωσης, αφού ο μαθητής αμφιταλαντεύεται στην αποδοχή ή απόρριψη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Η ολίσθηση συνοδεύεται από τις τεχνικές εξουδετέρωσης που συντελούν στο να αποδεχθεί ο ανήλικος μαθητής την υπό εκτίμηση πράξη.
Όσον αφορά τη σχολική τάξη και την πρώτη υπό εκτίμηση πράξη (μικροπαραβατικότητα1) η διασταύρωση των μεταβλητών κατέδειξε ότι όσο η σχολική τάξη μεγαλώνει τόσο αυξάνει και η αποδοχή της εκτιμώμενης πράξης. Η απόρριψη της πράξης, κατά συνέπεια, λειτουργεί αντίστροφα: όσο η σχολική τάξη μεγαλώνει τόσο μειώνεται η αντίσταση στην υπό εκτίμηση πράξη. Η μερική αποδοχή δεν διαφοροποιείται σημαντικά αν και παραμένει σταθερή και στις τρεις τάξεις Λυκείου. Όσο η σοβαρότητα της εκτιμώμενης πράξης (μικροπαραβατικότητα2) μεγαλώνει τόσο τα αποτελέσματα της σχέσης διαφοροποιούνται. Σχετικά με την αποδοχή της πράξης υπάρχει μια σταθερότητα σε όλες τις σχολικές τάξεις με μόνη εξαίρεση την τελευταία τάξη του Λυκείου όπου το ποσοστό αγγίζει το 25%.
Για τη μερική αποδοχή δεν υπάρχει συγκεκριμένη τάση της διασταύρωσης των μεταβλητών με μόνη εξαίρεση την Γ΄ Γυμνασίου όπου το 30% δήλωσε μερικώς ότι αποδέχεται την πράξη. Τέλος η απόρριψη μένει σταθερή. Αναφορικά με τη σοβαρότερη πράξη (παραβατικότητα) η αποδοχή και η απόρριψη παραμένουν σταθερές χωρίς όμως να ισχύει το παραπάνω και για τη μερική αποδοχή. Αν και στις δύο σχολικές τάξεις του Γυμνασίου (Β και Γ) και στις δύο πρώτες του Λυκείου (Α και Β) δεν υπάρχει σημαντική διαφορά, στην τελευταία τάξη του Λυκείου το 31% των μαθητών δήλωσε μερική αποδοχή όχι όμως και σιγουριά για την αποδοχή της πράξης.
Από την ανάλυση της σχέσης μεταξύ της σχολικής τάξης και της εκτιμώμενης αποκλίνουσας συμπεριφοράς συμπεραίνουμε ότι για τη μερική αποδοχή και στις τρεις πράξεις καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές. Στην εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα1 και στην παραβατικότητα παρατηρήθηκε ότι τα ποσοστά διπλασιάζονται από τη Β΄ Γυμνασίου στη Γ΄ Λυκείου. Ερμηνεύοντας την παραπάνω διαπίστωση είναι γεγονός ότι όσο ο μαθητής μεγαλώνει τόσο αναπτύσσει τεχνικές εξουδετέρωσης, αφού αυξάνει το ποσοστό αυτών που μερικώς αποδέχονται την πράξη. Η μερική αποδοχή έχει χαρακτήρα μιας ακαθόριστης και υπό σκέψη στάσης του μαθητή, ο οποίος διαπραγματεύεται και ουδετεροποιεί τη στάση απέναντι στην πράξη με αποτέλεσμα να δικαιολογεί κάθε πιθανή απόφασή του. Η ουδετεροποίηση σε συνδυασμό πάντα με την ολίσθηση είναι φαινόμενο της εφηβείας κατά τον Matza.
Εκτός από τους ήδη αναλυθέντες δημογραφικούς παράγοντες, η στάση και εκτίμηση των μαθητών για παραβατικές πράξεις θα εξετασθεί με πράξεις αποκλίνοντος χαρακτήρα: χρήση/δοκιμή μαριχουάνας. Η εμπλοκή του μαθητικού πληθυσμού σε πράξεις που σχετίζονται με ναρκωτικές ουσίες, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, είναι ιδιαίτερα υψηλή. Ειδικότερα το 18% του συνολικού δείγματος δήλωσε ότι έχει δοκιμάσει τουλάχιστον μια φορά μαριχουάνα. Συσχετίζοντας τις παραπάνω μεταβλητές δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ουσιαστική σχέση με μόνη εξαίρεση το συμπέρασμα ότι το 33% του δείγματος των μαθητών που δήλωσαν δοκιμή/χρήση αποδέχονται τις υπό έρευνα εκτιμώμενες πράξεις.
Οι παραβάσεις που δήλωσαν οι μαθητές ότι διέπραξαν έχουν κατηγοριοποιηθεί, σύμφωνα με τη σοβαρότητα της πράξης, σε επιθετικότητα, μικροπαραβατικότητα και παραβατικότητα. Οι πράξεις αυτές έχουν κωδικοποιηθεί σε α. καμία πράξη β. μία πράξη και γ. δύο πράξεις και άνω για να συσχετισθούν με την α. αποδοχή β. μερική αποδοχή και γ. απόρριψη των υπό εκτίμηση πράξεων. Σχετικά με τις δύο εκτιμώμενες πράξεις μικροπαραβατικότητας, δηλαδή μικροπαραβατικότητα1 και μικροπαραβατικότητα2, σε σχέση με την επιθετικότητα διαπιστώθηκε ότι αυτοί που δήλωσαν αποδοχή και μερική αποδοχή της εκτιμώμενης πράξης είχαν τελέσει σε μεγαλύτερο ποσοστό δύο πράξεις και άνω. Τα ποσοστά των μαθητών που είχαν εμφανίσει επιθετική συμπεριφορά και αποδέχθηκαν τις εκτιμώμενες πράξεις ήταν τα εξής: στην πρώτη σχέση (εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα1 και επιθετικότητα) ως προς την αποδοχή της πράξης (50%) και ως προς τη μερική αποδοχή της πράξης (43%). Στη δεύτερη σχέση (εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα2 και επιθετικότητα) τα ανάλογα ποσοστά ήταν 53% και 49%. Σχετικά με την απόρριψη της υπό εκτίμηση πράξης, τα στοιχεία κατέδειξαν ότι αυτοί που δήλωσαν αντίθετοι με τη εκτιμώμενη πράξη δεν ομολόγησαν καμία πράξη επιθετικού χαρακτήρα. Αναφορικά με την τελευταία διμετάβλητη σχέση (εκτιμώμενη παραβατικότητα και επιθετικότητα) επαληθεύτηκε το παραπάνω συμπέρασμα.
Εξετάζοντας τη σχέση των υπό εκτίμηση πράξεων (εκτιμώμενη μικροπαραβατικότητα1, μικροπαραβατικότητα2 και παραβατικότητα) με μικροπαραβατικές πράξεις παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό των μαθητών που δήλώσαν μία πράξη και άνω και αποδέχονται ή μερικώς δέχονται τις υπό εκτίμηση πράξεις είναι μεγαλύτερο από αυτούς που δεν διέπραξαν καμία παράβαση. Η απόρριψη όλων των εκτιμώμενων πράξεων είναι αρκετά μεγαλύτερη για τους μαθητές που δήλωσαν ότι δεν τέλεσαν καμία πράξη. Ειδικότερα το 70% δήλωσε ότι αφενός δεν δέχεται τις εκτιμώμενες πράξεις αφετέρου ομολογεί ότι δεν τέλεσε καμία πράξη. Τέλος σχετικά με τις τρεις υπό εκτίμηση πράξεις και την τελευταία και περισσότερο σοβαρή κατηγορία αποκλίνουσας συμπεριφοράς (παραβατικότητα) επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη διαπίστωση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Από τη μελέτη του μαθητικού πληθυσμού, που εστιάστηκε στο προ-παραβατικό στάδιο (εκτίμηση και στάση του μαθητή απέναντι σε παραβάσεις) και στην αυτοομολογούμενη αποκλίνουσα συμπεριφορά, προέκυψε ότι η έγκριση των εκτιμώμενων παραβάσεων πιθανώς λειτουργεί ως εφαλτήριο για το μαθητή κατά το κρίσιμο στάδιο της εφηβείας. Οι τεχνικές που εξουδετερώνουν πιθανές αναστολές του έχουν ήδη εσωτερικευτεί μέσα από την προγενέστερη αποδοχή ή τη μερική αποδοχή της μελλοντικής παράβασης. Η παράβαση ερμηνεύεται ως πράξη αντίδρασης για τον έφηβο και προϋποθέτει την παλινδρόμηση μεταξύ σύννομης και έκνομης συμπεριφοράς οριοθετώντας έτσι ένα σύστημα αξιών που εμμέσως αντικατοπτρίζει τους δεσμούς που δημιουργεί ο μαθητής. Η ουδετεροποίηση και η ολίσθηση, παρότι υποδηλώνουν την απουσία ισχυρών δεσμών, είναι στοιχεία ουσιαστικά στην πραγμάτωση της παράβασης. Εν κατακλείδι, η παρούσα μελέτη θα μπορούσε να συμπληρωθεί μέσα από τη διερεύνηση τυχόν διαφοροποίησης στάσεων και πράξεων παραβατικού χαρακτήρα ως προς την ηλικία (φοιτητές και σπουδαστές). Επίσης μια μελέτη ποιοτικών στοιχείων σε ανήλικους παραβάτες θα προσδιόριζε ευκρινέστερα τα στάδια που προηγούνται από την τέλεση της παράβασης.
* Αγγελική Αποστολάκη, Διδάκτωρ Νομικής
** Σταμάτιος Σπύρου, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής
[1] Matza D., 1964, ‘Delinquency and Drift’ New York Wiley.
[2] Sutherland E.H., 1955, Principles of Criminology Chicago Lippincott
[3] Matza D., and Sykes G., 1961, ‘Juvenile delinquency and subterranean values’ American Sociological Review 26: 712-719.
[4] Sykes G., and Matza D., 1957,’Techniques of Neutralization: A theory of Delinquency’ American Journal of Sociology 22:664-670.
[5] Sykes G., and Matza D., 1957 οπ.π.,
[6] Sykes G., and Matza D., 1957 οπ.π.
[7] Ball R., 1983, ‘Development of basic norm violation: Neutralization and self –concept within a male cohort’ Criminology 21:75-94.
[8] Hindelang M., 1974, ‘Moral evaluations of illegal behaviors’ Social Problems 21:370-385. and Hindelang M., 1970, ‘The Commitment of delinquents to their misdeeds: Do delinquents drift’ Social Problems 17:502-509.
[9] Giordano P.C., 1976, ‘The Sense of Injustice? An Analysis of Juveniles’ Reactions to the Justice System Criminology 14:93-112
[10] Landsheer J.A., H’t Hart and Kox W., 1994, ‘Delinquent values and victim damage: Exploring the Limits of Neutralization Theory’ British Journal of Criminology 34:44-53.
[11] Agnew R., 1994, ‘The Techniques of Neutralization and Violence’ Criminology 32: 555-580.
[12] Thurman Q.C., 1984, ‘Deviance and the Neutralization of Moral Commitment: An Empirical Analysis’ Deviant Behavior 5: 291-304
[13] Mitchell J., and Dodder R.A., 1984, ‘Types of Neutralization and Types of Delinquency’ Journal of Youth and Adolescence 12 (4): 307-318.
[14] Mitchell J., Dodder R.A., and Norris T.D., 1990, ‘Neutralization and Delinquency: A Comparison by Sex and Ethnicity’ Adolescence 25 (98):487-497.
[15] Hollinger R.C., 1991, ‘Neutralizing in the Workplace: An Empirical Analysis of Property Theft and Production Deviance’ Deviant Behaviour 12: 169-201.
[16] Αποστολάκη Α., 2001 «Ναρκωτικές Ουσίες και Αποκλίνουσα Συμπεριφορά: Όψεις και Έλεγχος του φαινομένου στο Μαθητικό Πληθυσμό» Διδακτορική Διατριβή, Νομική Αθηνών, Εποπτεύουσα: Καθηγήτρια Κ.Δ.Σπινέλλη
[17] Έλεγχος εσωτερικής συνέπειας.Ο έλεγχος εσωτερικής συνέπειας έγινε διαμέσου της σύγκρισης των απαντήσεων σε ερωτήσεις σχετικές μεταξύ τους. Η ασυνέπεια ορίζεται στατιστικά ως εξής: Συνέπεια Ερ1 Χ Ερ2 = Ν-Ρ/Ν όπου Ν ο αριθμός των μαθητών που απάντησαν έγκυρα στις 2 ερωτήσεις και Ρ οι μαθητές που απάντησαν με ασυνέπεια. Από τον έλεγχο που έγινε βρέθηκαν πολύ υψηλά ποσοστά συνέπειας. Έτσι για ερωτήσεις που αφορούν στη χρήση ουσιών έχουμε τα εξής: Αλκοόλ = 99.3% Μαριχουάνα και άλλες ναρκωτικές ουσίες εκτός ηρωίνης= 98.5% Οι μετρήσεις που προέκυψαν από την προέρευνα ήταν ανεπαρκείς και έτσι απεφασίσθη ο εμπλουτισμός του ερευνητικού εργαλείου της μελέτης με 7 επιπλέον ερωτήσεις, οι οποίες επέτρεψαν τον έλεγχο της πολυσήμαντης αντιστοιχίας μεταξύ αποκλίνουσας συμπεριφοράς και δοκιμής/χρήσης τοξικών ουσιών σε συνάρτηση με την ποιότητα των δεσμών που έχει ο μαθητής με το άμεσο περιβάλλον του.
[18] Το ερωτηματολόγιο συμπεριέλαβε ερωτήσεις για πιθανολογούμενες πράξεις αποκλίνουσας συμπεριφοράς που στόχο είχαν να αξιολογήσουν τη στάση του μαθητή απέναντι σε κανόνες και κυρώσεις της κοινωνίας.
[19] Η ανάλυση των στοιχείων έγινε με τη χρήση του SPSS v.11 και χρησιμοποιήθηκαν διασταυρώσεις μεταβλητών (crosstabulation) και συσχετίσεις (bivarate correlation).
[20] Από την αντιπαραβολή των στοιχείων προέκυψε ότι η σχολική τάξη του μαθητή συμπίπτει με την ηλικία που δήλωσαν οι μαθητές του δείγματος.