Ένα μοντέλο σταδιακής ένταξης για τον προβληματικό και παθολογικό τζόγο

 

Alex Blaszczynski1 & Lia Nower2

Μετάφραση: Φωτεινή Δράκου

DOI: https://doi.org/10.57160/PIGY2078

Περίληψη

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ούτε ένα θεμελιώδες θεωρητικό μοντέλο για τον τζόγο που να αιτιολογεί επαρκώς τις διάφορες βιολογικές, ψυχολογικές και οικολογικές μεταβλητές οι οποίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παθολογικής εκδήλωσής του. Η όποια πρόοδος στον τομέα, παρεμποδίζεται από ανακριβείς ορισμούς του παθολογικού τζόγου, από την αποτυχία να διαχωριστούν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον τζόγο και τους προβληματικούς τζογαδόρους και από την τάση να πιστεύεται ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι αποτελούν έναν ενιαίο, ομοιογενή πληθυσμό με παρόμοιες ψυχολογικές αρχές που ισχύουν εξίσου σε όλα τα μέλη της τάξης τους. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η προώθηση ενός σταδιακού μοντέλου που θα ενοποιεί την πολύπλοκη σειρά από βιολογικές, προσωπικές, αναπτυξιακές, γνωστικές και μαθησιακές θεωρίες και οικολογικές ορίζουσες του προβληματικού και παθολογικού τζόγου. Προτείνεται ο εντοπισμός τριών σαφών υποσυνόλων τζογαδόρων, που να παρουσιάζουν πρόβλημα στον έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Τα σύνολα αυτά θα περιλαμβάνουν (α) προβληματικούς τζογαδόρους με προβλήματα συμπεριφοράς, (β) συναισθηματικά ευάλωτους προβληματικούς τζογαδόρους και (γ) αντικοινωνικούς, παρορμητικούς, προβληματικούς τζογαδόρους. Αναλύονται οι επιπτώσεις στην κλινική αντιμετώπιση.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ως παθολογικός τζόγος ορίζεται η «επίμονη και επαναλαμβανόμενη δυσπροσάρμοστη συμπεριφορά επένδυσης σε τυχερά παιχνίδια», η οποία χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα ελέγχου της και οδηγεί σε σημαντικές επιβλαβείς ψυχοκοινωνικές συνέπειες: προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές και νομικές (<1>APA 1994). Στη διαθέσιμη φιλολογία αναφέρονται αρκετές μελέτες που περιγράφουν υπολογισμούς διάδοσης, δημογραφικά και κλινικά προφίλ, σκιαγραφήσεις προσωπικοτήτων και νευροβιολογικά υποστρώματα που θεωρούνται ότι διαδραματίζουν βασικό ρόλο στον ανεπαρκή έλεγχο σ’ ό,τι αφορά τον παθολογικό τζόγο. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν διαθέτουμε μελέτες που να περιγράφουν ένα εμπειρικά επαληθευμένο θεωρητικό μοντέλο παθολογικού τζόγου, το οποίο να ενοποιεί αποτελεσματικά τα στάδια ενός πλήρους βασικού πλαισίου εργασίας και όλη την πολύπλοκη σειρά από βιολογικούς, ψυχολογικούς και οικολογικούς παράγοντες που να επεξηγούν την αιτιολογία της διαταραχής (<3>Brown 1988- <5>Shaffer & Gambino 1989- <4>Ferris, Wynne & Single 1998- <2>Blaszczynski 1999). Όπως αναφέρουν οι <5>Shaffer & Gambino (1989), η περαιτέρω εξέλιξη στην κατανόηση και την αντιμετώπιση του παθολογικού τζόγου, εξαρτάται από τη δημιουργία ενός περιεκτικού επεξηγηματικού μοντέλου του τζόγου και της παθολογικής συμπεριφοράς που σχετίζεται με αυτόν, το οποίο να ενσωματώνει γνώσεις που προέρχονται από έρευνες, θεωρίες και πρακτικές εφαρμογές. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει ένα βασικό μοντέλο, σκιαγραφώντας μια σειρά από τρία διαφορετικά στάδια που οδηγούν στην ανάπτυξη ξεχωριστών υποσυνόλων παθολογικού τζόγου.

Το μοντέλο σταδιακής ένταξης στηρίζεται στο σκεπτικό ότι η αναζήτηση ενός θεωρητικού μοντέλου που θα ισχύει εξίσου και έγκυρα για όλους τους παθολογικούς τζογαδόρους αποτελεί παραπλανημένο τόλμημα. Μια εναλλακτική και περισσότερο παραγωγική προσέγγιση, είναι να αναγνωριστεί η ύπαρξη συγκεκριμένων υποσυνόλων τζογαδόρων, καθένα από τα οποία δέχεται την επιρροή διαφορετικών παραγόντων, όλα όμως παρουσιάζουν παρόμοια φαινομενολογικά χαρακτηριστικά. Η κλινική γνώση μας έχει ήδη δείξει ότι παρότι στους παθολογικούς τζογαδόρους εμφανίζονται συχνά συμπτώματα κατάθλιψης, χρήσης ουσιών, παρορμητισμού και συμπεριφορών αντικοινωνικού τύπου, ο ρόλος και η επίδραση αυτών των μεταβλητών στην αιτιολογία και τη διαχείριση της διαταραχής διαφέρει πολύ σε κάθε περιστατικό. Για παράδειγμα, στα τρία τέταρτα του συνόλου των προβληματικών τζογαδόρων εκδηλώνονται συμπτώματα κατάθλιψης (<6>Blaszczynski & McConaghy 1988- <7>Linden, Pope & Jonas 1986). Για μερικούς, ο τζόγος χρησιμοποιείται ως μέσο δημιουργίας ενός διαχωρισμού, ενός φράγματος προκειμένου να μειωθούν ή να αποφευχθούν τα συμπτώματα μιας χρόνιας κατάθλιψης (<9>Jacobs 1986- <8>Blaszczynski & McConaghy 1989). Σε άλλους, η κατάθλιψη φαίνεται ότι αποτελεί τη συναισθηματική αντίδραση σε οικονομικές κρίσεις και άλλα προβλήματα που προκαλούνται από εκτεταμένες συμπεριφορές τζόγου. Κάθε σύνολο έχει τη δική του σημαντική επίδραση σε ό,τι αφορά τον καθορισμό κατάλληλων παρεμβάσεων για κλινική διαχείριση.

Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΖΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΖΟΓΟΥ

Ιστορικά, οι όροι «καταναγκαστικός τζογαδόρος» και «παθολογικός τζογαδόρος» χρησιμοποιήθηκαν εναλλάξ για να δηλώσουν τα άτομα που αναφέρουν ανεξέλεγκτες ορμές για τζόγο. Ο <10>Moran (1970) υπερασπίστηκε την αποκλειστική χρήση του όρου «παθολογικός», ενός όρου που υιοθετήθηκε αργότερα ως η επίσημη ψυχιατρική ταξινόμηση σύμφωνα με το δεδομένο ότι η λέξη «καταναγκασμός» υποδηλώνει δυστονική συμπεριφορά του εγώ. Αντίθετα, οι περισσότεροι τζογαδόροι που αντιμετωπίζουν προβλήματα, θεωρούν τη συμπεριφορά τους συντονική του εγώ και εκδηλώνουν ελάχιστη επιθυμία για να τη διακόψουν, παρά τις αρνητικές της συνέπειες.

Πρόσφατα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται και άλλοι, εναλλακτικοί όροι: «προβληματικοί», «σε κίνδυνο», «μεταβατικοί», «διαταραγμένοι» «υπερβολικοί» και «επιπέδου 2» τζογαδόροι. Κάθε όρος κάνει χρήση διαφορετικών κριτηρίων και τρόπων ταξινόμησης. Για παράδειγμα, οι <11>Abbott, Palmisano & Dickerson (1995) ταξινομούν τους τζογαδόρους είτε ως «υπερβολικούς» είτε ως «φυσιολογικούς», σύμφωνα με το πόσο χρόνο, πόσες δαπάνες και πόσες επισκέψεις πραγματοποιούν σε χώρους τζόγου. Αντίθετα, οι <12>Winters, Stinchfield & Fulkerson (1993) χρησιμοποίησαν μια περίπλοκη μορφή ταξινόμησης, βασισμένη στο άθροισμα των συμπτωμάτων και τη συχνότητα τζόγου. Άλλοι χρησιμοποιούν μόνο το άθροισμα των συμπτωμάτων και διαφορετικές κατηγορίες  (π.χ. <13>Fisher 1993 (κοινωνικός τζογαδόρος/ παθολογικός τζογαδόρος)- <14>Gupta & Derevensky 1998b (κοινωνικός/ προβληματικός/ παθολογικός)- <15>Shaffer κ.ά. 1994 (μη παθολογικός/ μεταβατικός/ παθολογικός)- <48>Vitaro, Arseneault & Tremblay, 1997 (ψυχαγωγικός/ ελάχιστα προβληματικός/ μέγιστα προβληματικός).

Η <16>Αρχή για τα Καζίνο & τα Τυχερά Παιχνίδια της Βικτόρια (VCGA) 1997 ανέφερε ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η παρουσία βλαβών/ προβλημάτων και όχι το άθροισμα συμπτωμάτων, ως μέσο ορισμού του προβληματικού τζόγου. Η θέση αυτή επιδεικνύεται και στον ορισμό που δίνεται από την πλειοψηφία της VCGA: «Ο όρος ‘προβληματικός τζόγος’ αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία η δραστηριότητα τζόγου προκαλεί κακό/ βλάβη/ πρόβλημα στον ατομικό παίκτη και/ ή την οικογένειά του/της ενώ μπορεί να επεκτείνεται και στην κοινότητα» (<16>VCGA 1997- σελ. 106), καθώς επίσης και από τον ορισμό που έδωσε ο <4>Ferris κ.ά. (1998): «Ο προβληματικός τζόγος είναι η υπερβολική συμπεριφορά τζόγου που δημιουργεί αρνητικές συνέπειες στον παίκτη, τα υπόλοιπα άτομα στο κοινωνικό του δίκτυο και την κοινότητα» (σελ. 58). Και στους δύο ορισμούς, η παρουσία βλαβών/ προβλημάτων είναι αυτή που υπαγορεύει τη διάγνωση, μια προσέγγιση που δέχεται την αυστηρή κριτική του <17>Walker (1998) επειδή οι «βλάβες/ προβλήματα» βασίζονται σε υποκειμενικές κρίσεις αξιών. Επεξηγηματικά, ο <17>Walker (1998) αναφέρει ότι σύμφωνα με τον ορισμό της VCGA, ένα άτομο μπορεί να ταξινομηθεί ως προβληματικός τζογαδόρος, ακόμη και στην περίπτωση που ο/η σύντροφός του έχει αυστηρές θρησκευτικές ενστάσεις στο τζόγο και ενοχλείται από την απλή εβδομαδιαία αγορά ενός λαχείου αξίας $2.00. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο τζόγος μπορεί μεν να προκαλέσει συζυγική ασυμφωνία (βλάβη/ πρόβλημα), αλλά παραμένει αμφισβητήσιμο αν ο συγκεκριμένος τζογαδόρος θα πρέπει να θεωρηθεί παθολογικός, σύμφωνα με τα κριτήρια DSM-IV.

Ο ορισμός των συνόλων σύμφωνα με υποκειμενικά κριτήρια έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της ομάδας πληθυσμού πιθανών ασθενών, συμπεριλαμβάνοντας τζογαδόρους με προβλήματα στην ίδια κατηγορία με τους παθολογικούς τζογαδόρους και καταλήγοντας σε αυξημένη εμφάνιση σφαλμάτων Τύπου I. Οι τζογαδόροι που βιώνουν προβλήματα σχετικά με τον τζόγο ταξινομούνται έτσι εσφαλμένα ανάμεσα σε αυτούς που δεν μπορούν να ελέγξουν και να διαχειριστούν τις ορμές τους για τζόγο.

Από την άποψη της πρώιμης παρέμβασης και της δημόσιας υγείας, η προσέγγιση αυτή μπορεί να παρέχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, αφού ενθαρρύνει τους τζογαδόρους να αναζητήσουν παροχή θεραπευτικών συμβουλών στα πρώτα στάδια της πορείας τους. Μια αρνητική όψη αυτής της τάσης, ωστόσο, είναι ότι συγχέει τις όψεις των προβλημάτων τζόγου και του παθολογικού τζόγου, οδηγώντας αναπόφευκτα στη συγχώνευση προβληματικών και μη προβληματικών τζογαδόρων σε ένα ετερογενές σύνολο. Ως συνέπεια της ανομοιογένειας, αναφέρονται αντιφατικά αποτελέσματα στην ερευνητική βιβλιογραφία, και η σύγχυση αυτή αντικατοπτρίζεται περισσότερο στις διάφορες προσεγγίσεις για θεραπεία και στην απουσία αποδεκτών οδηγιών για «βέλτιστες πρακτικές».

Τα προβλήματα τζόγου μπορούν να οριστούν ως η προστριβή ή η δυσκολία σε οποιονδήποτε τομέα λειτουργίας, που προκύπτει από τον τζόγο. Συνήθως, τα προβλήματα τζόγου μπορεί να προκύπτουν με το αποτέλεσμα διαφωνίας απόψεων σχετικά με τα ποσά που επενδύονται ή το χρόνο που δαπανείται μακριά από το σπίτι/ την οικογένεια, με την παρουσία υπερβολικών οικονομικών απωλειών σχετικά με το διαθέσιμο εισόδημα, με την υπεραπασχόληση στον τζόγο, με την έλλειψη ελέγχου ή άλλες αρνητικές συνέπειες. Αυτή η κατάσταση είναι αναμφίβολα παρόμοια με τα παράπονα που ακούγονται συχνά από τους συντρόφους παικτών γκολφ ή άλλων ατόμων που έχουν κάποιο χόμπι.

Αντίθετα, το καθοριστικό χαρακτηριστικό του προβληματικού τζογαδόρου είναι όχι απλώς η εμφάνιση αρνητικών συνεπειών, αλλά και η ύπαρξη υποκειμενικής αίσθησης ανεπαρκούς ελέγχου, η οποία ερμηνεύεται ως μια διαταραγμένη ή ασθενής κατάσταση που αποκλίνει από τη φυσιολογική, υγιή συμπεριφορά. Ο ανεπαρκής έλεγχος της συμπεριφοράς ορίζεται από τις επανειλημμένες, ανεπιτυχείς απόπειρες αντίστασης στην ορμή που εμφανίζεται, παρά την ειλικρινή επιθυμία γι’ αυτό, και αποτελεί το κεντρικό, διαγνωστικό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό του παθολογικού τζόγου.

Αν και αρκετοί ερευνητές έχουν αποπειραθεί να αναγνωρίσουν τις τυπολογίες των τζογαδόρων (<10>Moran 1970- <18>Kusyszyn 1972), οι περισσότερες μελέτες τείνουν να παραμελούν τη δύσκολη εργασία ομαδοποίησης των ατόμων σε ομογενή δείγματα, βασισμένα σε αιτιολογία, προσωπικότητα, φύλο ή τύπο τζόγου. Αυτό έχει ως συνέπεια, όπως παρατηρεί ο <4>Ferris κ.ά. (1998) στην εξέτασή του, τα σύγχρονα θεωρητικά μοντέλα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους να έχουν συμβάλει στη διαδικασία κατανόησης για τις αιτίες του προβληματικού τζόγου, αλλά κανένα να μην είναι αρκετά περιεκτικό ώστε να καλύπτει κάθε όψη του τζόγου. Ελάχιστα επιχειρήματα υπάρχουν διαθέσιμα για τις τυπολογίες, εκτός από την άποψη που εκφράζεται από τον <9>Jacobs (1986) και τους <19>Blaszczynski, Winter & McConaghy (1986) ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο υποσύνολα τζογαδόρων: ένα χρόνια υπο-ενεργοποιημένο και ένα άλλο, χρόνια  υπερενεργοποιημένο.

ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΖΟΓΟΥ

Τα δημοφιλή μοντέλα παθολογικού τζόγου συμπεριλαμβάνουν τις εξής προσεγγίσεις: εξάρτησης (<9>Jacobs 1986- <20>Blume 1987), ψυχοδυναμικές (<21>Bergler 1958- <22>Rosenthal 1992- <23>Wildman 1997), ψυχοβιολογικές (<19>Blaszczynski κ.ά. 1986- <24>Carlton & Goldstein 1987- <26>Lesieur & Rosenthal 1991- <27>Rugle 1993- <25>Comings κ.ά. 1996), συμπεριφορικές (<28>Anderson & Brown 1984- <29>McConaghy κ.ά. 1983), γνωσιακές (<31>Sharpe & Tarrier 1993- <30>Ladouceur & Walker 1996) και κοινωνιολογικές (<32>Rosecrance 1985- <33>Ocean & Smith 1993) .

Τα μοντέλα αυτά δεν αναιρούν το ένα το άλλο, αλλά διαθέτουν πολλά κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα, οι αρχές ενίσχυσης, που προέρχονται από τη θεωρία μάθησης, ενσωματώνονται ως κεντρικά στοιχεία στην προσέγγιση της εξάρτησης, στη θεραπεία της συμπεριφοράς και στα βιολογικά μοντέλα που επεξηγούν την εμμονή στον τζόγο. Ουσιαστικά, όλα τα παραπάνω μοντέλα αναγνωρίζουν την αλληλεπίδραση των βασικών βιοψυχοκοινωνικών μεταβλητών στη διαδικασία μελέτης των αιτίων, αλλά δίνουν έμφαση σε διαφορετικά σύνολα λειτουργιών, επεξηγώντας τη διαδικασία εξέλιξης από την αρχική συμμετοχή ως τον ανεπαρκή έλεγχο και την επιμονή.

Η διεισδυτική -αλλά λάθος υπόθεση- που είναι εγγενής σε όλα τα μοντέλα είναι ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι αποτελούν έναν ομοιογενή πληθυσμό και ότι οι θεραπείες που προέρχονται από τη θεωρία μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά σε κάθε παθολογικό τζογαδόρο, ανεξάρτητα από τον τύπο τζόγου, το φύλο του παίκτη, το αναπτυξιακό ιστορικό του ή τη νευροβιολογία του. Οι θεωρίες μάθησης (<34>Dickerson 1979) υποστηρίζουν τη λειτουργία σταθερών και μεταβλητών προγραμμάτων ενίσχυσης, αλλά δεν επεξηγούν γιατί μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού πληθυσμού των τζογαδόρων χάνει τελείως τον έλεγχο. Παρόμοια, οι γνωστικές θεωρίες (<31>Sharpe & Tarrier 1993- <30>Ladouceur & Walker 1996) τονίζουν το ρόλο των διαστρεβλωμένων και παράλογων γνωστικών σχημάτων, αλλά στερούνται από τις εμπειρικές αποδείξεις που να τεκμηριώνουν ότι τα παραπάνω έχουν αιτιολογική σημασία και δεν αποτελούν δευτερεύουσες επιδράσεις γνωστικής ασυμφωνίας. Οι ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις (<26>Lesieur & Rosenthal 1991) εστιάζονται στις ενδοψυχικές διαδικασίες που σχετίζονται με τις απόπειρες αντιμετώπισης ανεπίλυτων συγκρούσεων, αλλά θεωρούν τον τζόγο ως καταναγκαστική νεύρωση ή διαταραχή της παρόρμησης, ακολουθώντας τη γραμμή των εξαρτήσεων και των διαστροφών.

Βασικά, ο παθολογικός τζόγος θεωρείται είτε διαταραχή είτε το αδιέξοδο σημείο της κλίμακας στην ανάμειξη με το τζόγο. Τόσο το ψυχοδυναμικό μοντέλο όσο και το μοντέλο ασθένειας του εθισμού με τα βιολογικά παράγωγά του υποστηρίζουν ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι είναι κατηγορηματικά διαφορετικοί από τους μη παθολογικούς ομολόγους τους. Το επιχείρημα αυτό έχει οδηγήσει στην αναζήτηση ποιοτικών ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα στους παθολογικούς τζογαδόρους και σε άλλες διαταραχές στη χρήση ουσιών. Αυτές περιλαμβάνουν συσχετισμούς χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (<35>Blaszczynski, Buhrich & McConaghy 1985- <37>McCormick κ.ά. 1987- <36>Castellani & Rugle 1995), συνοσηρότητας (<38>Hall κ.ά. 2000- <40>Slutske κ.ά. 2000- <39>Langenbucher κ.ά. 2001) και βιολογίας (<25>Comings κ.ά. 1996- <41>Rugle & Melamed 1993).

Όσοι ακολουθούν την άποψη των διαστάσεων, αναφέρουν ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι δεν εκδηλώνουν διαφορετικά ποιοτικά και καθοριστικά χαρακτηριστικά, εκτός από το χρόνο που ξοδεύεται στον τζόγο (<42>Walker 1992). Οι παθολογικοί τζογαδόροι ταξινομούνται σύμφωνα με ένα τυχαίο σημείο διαχωρισμού στο διαστατικό συνεχές. Η ιδέα των υποσυνόλων μειώνεται ή αμελείται.

Ωστόσο, όπως περιγράφεται παρακάτω, συγκλίνουσες ερευνητικές απόψεις τονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στους πληθυσμούς και υποστηρίζουν την ύπαρξη ξεχωριστών υποσυνόλων παθολογικών τζογαδόρων (<41>Rugle & Melamed 1993- <44>Steel & Blaszczynski 1996- <43>Gonzalez-Ibanez, Jimenez & Aymami 1999).

Τζογαδόροι με διαταραχές διάθεσης

<19>Οι Blaszczynski κ.ά. (1986) και <45>Blaszczynski (1988) έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο υποσύνολα τζογαδόρων που αναζητούν με διαφορετικό τρόπο τη μείωση ή την αύξηση των καταστάσεων διέγερσης. Όσοι ακολουθούν την πρώτη οδό, υποφέρουν από άγχος και επιλέγουν χαμηλών δεξιοτήτων δραστηριότητες για να μειώσουν τα σημεία εστίασης και να παράγουν καταστάσεις διαχωρισμού/ απομόνωσης, ενώ όσοι ακολουθούν τη δεύτερη οδό ενδέχεται να επιλέγουν παιχνίδια υψηλών δεξιοτήτων για να ξεπερνούν τις καταστάσεις δυσφορίας, μια άποψη που βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη γενική θεωρία του μοντέλου εθισμών του Jacobs (<9>Jacobs 1986). Μελέτες έχουν αναφέρει την υψηλή διάδοση των διαταραχών διάθεσης, ιδιαίτερα του άγχους και/ ή της κατάθλιψης, μεταξύ των προβληματικών και παθολογικών τζογαδόρων (<47>Black & Moyer 1998- <46>Beaudoin & Cox 1999- <48>Vitaro, Arsenault & Tremblay 1999). Σε ένα δείγμα Αφρο-Αμερικάνων ηλικιωμένων ατόμων, οι <49>Bazargan, Barzargan & Akanda (2001) εντόπισαν μια στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στις συμπεριφορές τζόγου και στα επίπεδα άγχους.

Οι συναισθηματικές καταστάσεις ενδέχεται να διαφέρουν σύμφωνα με το φύλο. Οι <50>Marks & Lesieur (1992) εξέτασαν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και έφτασαν στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες τζογαδόροι διαφέρουν συστηματικά από τους άντρες, αναφορικά με την εκδήλωση ψυχολογικής δυσφορίας. Σε μια μελέτη των Ανώνυμων Τζογαδόρων (GA) οι <51>Getty, Watson & Frisch (2000) ανακάλυψαν ότι τα μέλη των Α.Τ. εκδήλωσαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης απ’ ό,τι η ομάδα ελέγχου, και οι γυναίκες μέλη των Α.Τ. ανέφεραν περισσότερο την κατάθλιψη απ’ ό,τι οι άντρες. Παρόμοια, σε μια μελέτη 817 μαθητών λυκείου, οι <52>Gupta & Derevensky (1998a) διαπίστωσαν ότι οι έφηβοι προβληματικοί ή παθολογικοί τζογαδόροι επιδεικνύουν στοιχεία υπερ- ή υπό-διέγερσης, μεγαλύτερη συναισθηματική καταπόνηση, υψηλότερα επίπεδα σύγχυσης και υψηλότερες αναλογίες συνοσηρότητας απ’ ό,τι οι μη προβληματικοί τζογαδόροι. Ωστόσο, το άγχος (υπερδιέγερση) και η σύγχυση ξεχώρισαν ως οι υψηλότεροι παράγοντες πρόγνωσης για τους άντρες και η καταθλιπτική διάθεση, ο διαχωρισμός και η χρήση διεγερτικών διαπιστώθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες πρόγνωσης για τις γυναίκες που είναι προβληματικοί και παθολογικοί τζογαδόροι.

Η κατάθλιψη αποτελεί συνηθισμένη πάθηση συνοσηρότητας που εντοπίζεται στους παθολογικούς τζογαδόρους, αλλά στη συγκεκριμένη ομάδα αναφέρθηκε ένας αριθμός σημαντικών υποσυνόλων. Οι <53>Graham & Lowenfeld (1986) αναγνώρισαν ένα υποσύνολο προσωπικοτήτων με καταθλιπτικές αντιδράσεις, χρησιμοποιώντας το MMPI, ενώ τόσο ο <54>McCormick (1994) όσο και οι <36>Castellani & Rugle (1995) ανακάλυψαν ένα χρόνια δύσθυμο υποσύνολο με γνωστικό καταθλιπτογενή τύπο, που αποτελεί προγνωστικό παράγοντα για την πρόβλεψη της υποτροπής. Οι παθολογικοί τζογαδόροι στην κατηγορία των καταθλιπτικών, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, αναφέρθηκαν ως πιθανότεροι να επιλέξουν τύπους τζόγου που είναι κοινωνικά απομονωμένοι, επαναληπτικοί ή μονότονοι για να ελέγξουν αυτή την κατάσταση της διάθεσής τους (<55>Rosenthal & Lesieur 1992- <54>McCormick 1994).

Η πλήξη σχετίζεται με όψεις της κατάθλιψης και έχει αποδειχθεί ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι έχουν μικρή ανοχή στην πλήξη (<56>Blaszczynski, McConaghy & Frankova 1990). Ο <54>McCormick (1994) περιέγραψε ένα υπερενεργητικό υποσύνολο που χαρακτηρίζεται ως χρόνια υποβαθμισμένο και αναζητεί συνέχεια τρόπους να σταματήσει την πλήξη. O Lesieur και οι συνεργάτες του (<57>Lesieur & Blume 1991- <55>Rosenthal & Lesieur 1992) αναφέρονται σε αυτούς τους τζογαδόρους ως «επιζητούντες δράση». Αυτά τα άτομα δεν υποφέρουν μονάχα από χρόνια πάθηση, αλλά ακόμη και η δράση που τους προσφέρει ο τζόγος γίνεται βαρετή αν δεν ανανεώνεται, δεν διαφοροποιείται και δεν είναι ικανή να παράγει αυξανόμενα επίπεδα διέγερσης. Αυτοί «οι επιζητούντες δράση» αναζητούν μεγάλες αποδόσεις, παίζουν σε ανταγωνιστικές μορφές τζόγου, οι οποίες απαιτούν υψηλές δεξιότητες, και έχουν την ανάγκη να εντυπωσιάζουν.

Οι «επιζητούντες τη δράση» τζογαδόροι χαρακτηρίζονται επίσης από υψηλό επίπεδο ενέργειας, ανάγκη για διεγερτικές καταστάσεις, υπερενεργητικότητα, παρορμητισμό, ανικανότητα χειρισμού συναισθηματικών εντάσεων, ανικανότητα χαλάρωσης και υπομανία (<58>Custer 1984- <59>Peck 1986- <60>McCormick & Taber 1987). Όσοι εμπίπτουν σε αυτό το προφίλ, κλίνουν προς δραστηριότητες που θεωρούνται εξαιρετικά διεγερτικές, όπως είναι οι ιπποδρομίες (<19>Blaszczynski κ.ά. 1986) και έρχονται σε αντίθεση με τους καταθλιπτικούς τζογαδόρους που προτιμούν συνήθως τους κουλοχέρηδες (<19>Blaszczynski κ.ά. 1986).

Παρορμητικοί τζογαδόροι

Υπάρχει ένας αυξανόμενος όγκος από στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο παθολογικός τζόγος ενδέχεται να σχετίζεται, σε μερικά άτομα, με υψηλά επίπεδα κληρονομικού παρορμητισμού και ότι αυτός ο παρορμητισμός έχει άμεση σχέση με το πόσο σοβαρά είναι τα προβλήματα στους χώρους εντός και εκτός τζόγου και με τις αντιδράσεις στη θεραπεία (<10>Moran 1970- <37>McCormick κ.ά. 1987- <41>Rugle & Melamed 1993- <36>Castellani & Rugle 1995- <44>Steel & Blaszczynski 1996- <43>Gonzalez-Ibanez κ.ά. 1999).

Μελέτες έχουν αναγνωρίσει ένα «αντικοινωνικό παρορμητικό» υποσύνολο τζογαδόρων, οι οποίοι επιδεικνύουν αυξημένα επίπεδα παρορμητισμού που σχετίζονται αρκετά με τις μετρήσεις ψυχοπαθολογίας και με τα κλινικά κριτήρια για τη διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας (<61>Blaszczynski, Steel & McConaghy 1997- <44>Steel & Blaszczynski 1996). Οι τζογαδόροι αυτοί παρουσιάζουν οικογενειακό ιστορικό προβληματικού τζόγου, πρώιμη έναρξη, σοβαρότερα επίπεδα τζόγου, ιστορικό με τάσεις ή/ και απόπειρες αυτοκτονίας, εξάρτηση ουσιών, συνοσηρότητα, αντικοινωνικά και ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, συναισθηματική αστάθεια, ευρεία δυσλειτουργία σε χώρους εκτός του τζόγου και έλλειψη ανταπόκρισης στη θεραπεία (<61>Blaszczynski, Steel & McConaghy 1997- <61>Steel & Blaszczynski 1997, <61?>1998 ).

Βιολογικοί συσχετισμοί του τζόγου

Η ενίσχυση της ιδέας ότι υπάρχουν ορισμένα υποσύνολα τζογαδόρων αποτελεί το συναρπαστικό αντικείμενο στο πεδίο της βιοχημείας (<63>Carrasco κ.ά. 1994- <64>Moreno, Saiz-Ruiz & lpoez-Ibor 1991) και της γενετικής (<25>Comings κ.ά. 1996), κάνοντας διστακτικές συνδέσεις ανάμεσα στα γονίδια υποδοχής και δυσλειτουργίας των νευροδιαβιβαστών, για να εξηγηθεί η ανεπάρκεια, η διέγερση, ο παρορμητισμός και ο παθολογικός τζόγος. Τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η σεροτονίνη (ρύθμιση διάθεσης), η νορεπινεφρίνη (που μεταφέρει τη διέγερση) και η ντοπαμίνη (ρύθμιση ανταμοιβής) μπορεί να διαδραματίζουν όλες ρόλο στον παρορμητισμό, τις διαταραχές διάθεσης και τον ανεπαρκή έλεγχο (<67>Lopez-Ibor 1988- <68>Roy, De Jong & Linnoila 1989-<61>; <64>Moreno κ.ά. 1991- <66>DeCaria κ.ά. 1996- <65>Bergh κ.ά. 1997).

Μελέτες γενετικής έχουν επίσης αναφέρει ότι όπως και οι χρήστες ουσιών, οι παθολογικοί τζογαδόροι είναι πολύ πιθανότερο -σε σχέση με την ομάδα ελέγχου- να διαθέτουν το αλληλόμορφο γονίδιο υποδοχής D2A1 (<25>Comings κ.ά. 1996), που αποδεικνύεται σημαντικός παράγοντας κινδύνου στον παθολογικό τζόγο. Αυτή η γενετική απόκλιση παρουσιάζεται επίσης συχνότερα σε άτομα με διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων και σχετίζεται με μειωμένη πυκνότητα του υποδοχέα D2 και ανεπάρκειες στους ντοπαμινεργούς διαδρόμους ανταμοιβής. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 76,2% των παθολογικών τζογαδόρων που έκαναν ταυτόχρονα κατάχρηση αλκοόλ, είχαν το γονίδιο σε σύγκριση με το  49,1% των ανδρών χωρίς συνοσηρότητα κατάχρησης αλκοόλ ή εξάρτησης. Υποτίθεται ότι η έλλειψη υποδοχέων D2 προκαλεί στα άτομα την ανάγκη να αναζητούν δραστηριότητες που προκαλούν ευχαρίστηση, θέτοντάς τους σε κίνδυνο για πολλαπλές εξαρτητικές, παρορμητικές και καταναγκαστικές συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων της κατάχρησης ουσιών, της υπερκατανάλωσης τροφής, του εθισμού στο σεξ και τον παθολογικό τζόγο (<69>Blum κ.ά. 2000). Έτσι, η γενετική έρευνα μας δείχνει ότι η ορμή για έντονη και μερικές φορές επιζήμια αναζήτηση ευχαρίστησης έχει βιολογικά αίτια, παρότι η επιλογή συμπεριφοράς διαφέρει σε κάθε άτομο.

Η ανακάλυψη ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ του D2A1 αλληλόμορφου και των παρορμητικών – εξαρτητικών – καταναγκαστικών συμπεριφορών, όπως είναι ο παθολογικός τζόγος, μπορεί να έχει επιπτώσεις και στη φαρμακολογική θεραπεία. Οι <70>Blum κ.ά. (1996) υποθέτουν ότι η φαρμακολογική ευαισθησία σε ντοπαμινεργούς ανταγωνιστές μπορεί να καθορίζεται εν μέρει από τους γονότυπους DRD2 και ότι οι φορείς του γονιδίου A1 είναι περισσότερο αντιδραστικοί στους ανταγωνιστές D2. Έτσι, είναι πιθανό οι παθολογικοί τζογαδόροι που φέρουν το D2A1 αλληλόμορφο να αντιδρούν θετικά στους αγωνιστές D2, όπως είναι η βρομοκρυπτίνη, η bupropion και η n-propylnor-apomorphine.

Είναι πιθανόν τα βιολογικά βασισμένα στοιχεία παρορμητισμού να δημιουργούν ένα υποσύνολο τζογαδόρων που εκδηλώνουν διαφορετικές αντιδράσεις στην ανταμοιβή και την τιμωρία, και χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη κλίση στο να αναζητούν δραστηριότητες που προσφέρουν ανταμοιβή, από ανικανότητα καθυστέρησης στην ευχαρίστηση, από μετριασμένη αντίδραση στην τιμωρία και από αποτυχία τροποποίησης της συμπεριφοράς λόγω των αντίξοων συνεπειών.

Υπάρχουν επαρκή στοιχεία που υποστηρίζουν το επιχείρημα ότι υπάρχουν υποσύνολα  προβληματικών και παθολογικών τζογαδόρων με ξεχωριστά κλινικά χαρακτηριστικά και αιτιολογικές διαδικασίες. Το πρώτο σύνολο δεν πάσχει από ψυχιατρική παθολογία, αλλά είναι το θύμα μιας εξαιρετικά εξαρτητικής δομής στην ενίσχυση της συμπεριφοράς. Το δεύτερο σύνολο είναι βιολογικά και συναισθηματικά ευάλωτο, χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και/ ή άγχους, ενώ το τρίτο σύνολο, αν και διαθέτει και αυτές τις ευαισθησίες, είναι αποφασιστικά παρορμητικό, αντικοινωνικό και συνήθως διπλά εθισμένο.

Μοντέλο σταδιακής Ενταξης στον τζόγο

Το παρόν άρθρο αναφέρεται σ’ ένα προκαταρκτικό μοντέλο που αποπειράται να ενοποιήσει τις βιολογικές, προσωπικές, αναπτυξιακές, γνωστικές και μαθησιακές θεωρίες και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που περιγράφονται στη βιβλιογραφία, σε ένα θεωρητικό, ενιαίο πλαίσιο εργασίας. Το μοντέλο αυτό υποθέτει την ύπαρξη τριών κύριων σταδίων, που ολοκληρώνονται με τον παθολογικό τζόγο. Κάθε στάδιο σχετίζεται με συγκεκριμένους παράγοντες τρωτότητας, δημογραφικά χαρακτηριστικά και αιτιολογικές διεργασίες. Όλα τα στάδια περιέχουν συγκεκριμένες διαδικασίες και ενδεικτικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά, αλλά ξεχωρίζουν με παράγοντες που εξετάζονται εμπειρικά.

Το πρώτο στοιχείο που είναι κοινό και στα τρία στάδια είναι η διαθεσιμότητα και η πρόσβαση στον τζόγο. Οι οικολογικές ορίζουσες είναι αυτές που σχετίζονται με τη δημόσια πολιτική και τη ρυθμιστική νομοθεσία, δημιουργώντας και υποθάλπτοντας ένα περιβάλλον στο οποίο ο τζόγος είναι κοινωνικά αποδεκτός, ενθαρρύνεται και προάγεται. Επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η διαθεσιμότητα και η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις τζόγου σχετίζονται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης παθολογικού τζόγου (<71>Abbott & Volberg 1996- <73>Volberg 1996- <72>Grun & McKeigue 2000).

Η επόμενη διεργασία που ισχύει συνήθως σε όλους τους τζογαδόρους στη σταδιακή ένταξη είναι η επιρροή κλασικής και συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, που οδηγούν σε αυξημένη συμμετοχή και στην ανάπτυξη συνηθειών γύρω από τον τζόγο, καθώς και στη γνωσιακή διαδικασία που οδηγεί σε εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τις προσωπικές δεξιότητες και την πιθανότητα κέρδους.

Μελέτες έχουν επιδείξει την ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ του υποκειμενικού ενθουσιασμού (<74>Dickerson, Hinchy & Fabre 1987), του διαχωρισμού (<9>Jacobs 1986), του αυξημένου καρδιακού παλμού (<28>Anderson & Brown 1984- <76>Leary & Dickerson 1985- <3>Brown 1988- <75>Griffiths 1995) και του τζόγου. Οι αποτελεσματικές συνθήκες εμφανίζονται όταν οι διακοπτόμενες νίκες, που επιτυγχάνονται με μεταβλητή αναλογία, προκαλούν κατάσταση διέγερσης που περιγράφεται συχνά ισοδύναμη με το «φτιάξιμο από ναρκωτικά», ενώ με την επανάληψη των νικών, η διέγερση αυτή προσαρμόζεται συνήθως σε ερεθίσματα που σχετίζονται με το περιβάλλον του τζόγου (<34>Dickerson 1979- <31>Sharpe & Tarrier 1993). Επιπροσθέτως, η αρνητική ενίσχυση παράγεται όταν οι καταστάσεις αποστρεφόμενου άγχους και κατάθλιψης μειώνονται από τον ενθουσιασμό του τζόγου, αυξάνοντας περαιτέρω την πιθανότητα συνέχισης του τζόγου. Τελικά, αναπτύσσεται ένα μοτίβο συνήθειας στον τζόγο.

Από την νέα-παβλοφιανή οπτική, το «νευρωνικό μοντέλο» της συνήθους συμπεριφοράς δημιουργείται μέσω μιας διαδικασίας διέγερσης του εγκεφαλικού φλοιού (<77>McConaghy 1980). Αφού πυροδοτηθεί από στοιχεία σχετικά με τον τζόγο, ο μηχανισμός ολοκλήρωσης της συμπεριφοράς που υποκρύπτεται πίσω από αυτό το νευρωνικό μοντέλο διεγείρεται και παράγει την ορμή για να συνεχιστεί η συμπεριφορά ως την ολοκλήρωσή της (<29>McConaghy κ.ά. 1983). Απόπειρες αντίστασης στην ολοκλήρωση της συνήθειας προκαλούν μείωση της διέγερσης που βιώνεται ως ορμή, καταναγκασμός ή ανάγκη ολοκλήρωσης της συμπεριφοράς. Η κατάσταση αυτή λειτουργεί ως καταναγκαστική ανάγκη για ολοκλήρωση του μοτίβου συνήθειας της συμπεριφοράς ως την ολοκλήρωσή του.

Καθώς η συχνότητα του τζόγου αυξάνεται, εμφανίζονται ισχυρές προκατειλημμένες και διαστρεβλωμένες γνωσιακές δομές. Οι δομές αυτές διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις σχετικά με την απόδοση, τις προσωπικές δεξιότητες και τον έλεγχο επί των αποτελεσμάτων, τις προκατειλημμένες αξιολογήσεις, τις εσφαλμένες αντιλήψεις, τις προληπτικές σκέψεις και τη θεωρία των πιθανοτήτων (βλ. <75>Griffiths 1995- <30>Ladouceur & Walker 1996 για μια περιεκτική εξέταση αυτών των διεργασιών). Η ικανότητα και η διεισδυτικότητα των διαστρεβλωμένων και παράλογων δομών γνωστικών πεποιθήσεων, ενδυναμώνεται με την αύξηση των επιπέδων ανάμειξης στον τζόγο (<78>Griffiths 1990, <75>1995).

Πάντοτε, εξαιτίας της φύσης των πιθανοτήτων στον τζόγο, ο παίκτης χάνει και οι ήττες αρχίζουν να συσσωρεύονται. Η πίεση εντείνεται για την αντιστάθμιση των απωλειών με ακόμη περισσότερο τζόγο και τα χρέη σύντομα γιγαντώνονται (<79>Lesieur 1984), ενώ ο παίκτης προσπαθεί απεγνωσμένα να απαλλάξει τον εαυτό του από την επιδεινούμενη οικονομική του κατάσταση. Σε αυτό το στάδιο, οι διαγνωστικοί δείκτες παθολογικού τζόγου αναγνωρίζονται εύκολα.

Στάδιο 1: προβληματικοί τζογαδόροι εξαρτημένης συμπεριφοράς

Οι αρχές της θεωρίας της μάθησης και των γνωσιακών διαδικασιών είναι βασικές στην υιοθέτηση της απώλειας ελέγχου σε όλους τους παθολογικούς τζογαδόρους. Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι υπάρχει ένα υποσύνολο «προβληματικών τζογαδόρων με προβλήματα συμπεριφοράς», που μερικές φορές μπορεί να ικανοποιούν τα κριτήρια για τον παθολογικό τζόγο, αλλά χαρακτηρίζονται από έλλειψη συγκεκριμένου χαρακτηριστικού ψυχοπαθολογίας. Ουσιαστικά, αυτοί οι τζογαδόροι κυμαίνονται ανάμεσα στο χώρο του κανονικού/ εντατικού τζόγου και του υπερβολικού τζόγου λόγω των επιδράσεων των συνθηκών, των διαστρεβλωμένων γνώσεων σχετικά με την πιθανότητα νίκης και/ ή μιας σειράς κακών κρίσεων ή λήψεων αποφάσεων, και όχι εξαιτίας του ανεπαρκούς ελέγχου. Όπως απεικονίζεται στο  Σχ. 1, τα μέλη αυτού του υποσυνόλου μπορεί να απασχολούνται πολύ με τον τζόγο, να τον αποζητούν, να κάνουν κατάχρηση αλκοόλ και να παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους σε αντίδραση προς τα οικονομικά βάρη που οφείλονται στη συμπεριφορά τους. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτά τα συμπτώματα είναι η συνέπεια και όχι η αιτία των μοτίβων επαναλαμβανόμενης υπερβολικής συμπεριφοράς τζόγου.

Η είσοδος σε αυτό το υποσύνολο μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία και μπορεί να επιδεινωθεί από την έκθεση στον τζόγο λόγω τύχης, από μέλη της οικογένειας ή από ομάδες ομοτίμων. Το υποσύνολο αυτό αναφέρει τις λιγότερες δυσκολίες λόγω του τζόγου από κάθε παθολογικό τζογαδόρο και δεν εκδηλώνει σοβαρά συμπτώματα προ-νοσηρής ψυχοπαθολογίας, κατάχρησης ουσιών, παρορμητισμού, εκκεντρικής ή αποδιοργανωμένης συμπεριφοράς.

Το προφίλ αυτού του υποσυνόλου είναι χαρακτηριστικό του δείγματος «ομάδας ένα», όπως αναγνωρίζεται στην ομαδική αναλυτική μελέτη των <43>Gonzalez-Ibanez κ.ά. (1999) με 60 άντρες παίκτες κουλοχέρη με φρουτάκια και με ελεγχόμενους τζογαδόρους στη μελέτη αποτελεσμάτων θεραπείας του <45>Blaszczynski’s (1988). Τα άτομα και στις δύο μελέτες βρέθηκε ότι επιδεικνύουν ελάχιστα επίπεδα ψυχοπαθολογίας ή επίπεδα που εμπίπτουν στα φυσιολογικά όρια μετά τη θεραπεία.

Βρίσκονται στο κατώτερο όριο της παθολογικής διάστασης και κυμαίνονται μεταξύ του έντονου και προβληματικού τζόγου, εκδηλώνουν κίνητρα να ακολουθήσουν θεραπεία, συμμορφώνονται με τις οδηγίες και μπορεί να επανακτήσουν με επιτυχία ελεγχόμενα επίπεδα τζόγου μετά τη θεραπεία. Προτείνεται ότι η παροχή συμβουλών και τα προγράμματα ελάχιστης παρέμβασης είναι τα πλέον ωφέλιμα γι’ αυτό το υποσύνολο.

Στάδιο 2: συναισθηματικά ευάλωτοι προβληματικοί τζογαδόροι

Σε αυτό το υποσύνολο, παρατηρούνται παρόμοιες οικολογικές ορίζουσες, διαδικασίες εξαρτημένης μάθησης και γνωστικοί σχηματισμοί. Ωστόσο, εκτός από αυτά, οι τζογαδόροι αυτοί παρουσιάζουν προ-νοσηρό άγχος και/ ή κατάθλιψη, ιστορικό κακών δεξιοτήτων αντιμετώπισης και επίλυσης προβλημάτων και αρνητικές οικογενειακές εμπειρίες, αναπτυξιακές μεταβλητές και καταστάσεις ζωής. Όπως φαίνεται και στο  Σχ. 2, αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν ο καθένας αθροιστικά και παράγουν έναν «συναισθηματικά ευάλωτο τζογαδόρο», του οποίου η συμμετοχή στον τζόγο κινητοποιείται από την επιθυμία του να ρυθμίσει τις συναισθηματικές του καταστάσεις και/ ή να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ψυχολογικές ανάγκες.

<80>Οι Jacobs (1988), <81>Lesieur & Rothschild (1989) και <82>Gambino κ.ά. (1993) αναφέρουν ισχυρά τεκμήρια που δείχνουν ότι το οικογενειακό ιστορικό παθολογικού τζόγου αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου προδιάθεσης για τα παιδιά. Στη μελέτη των <82>Gambino κ.ά. (1993), τα άτομα με γονείς προβληματικούς τζογαδόρους είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνουν και αυτά παθολογικοί τζογαδόροι. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε 12 φορές παραπάνω όταν και οι δύο γονείς και οι παππούδες ήταν προβληματικοί τζογαδόροι. Το οικογενειακό ιστορικό προβληματικού τζόγου μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου, αλλά δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως επαρκής αιτιολογία από μόνο του.

<9>Ο Jacobs (1986), στη γενική του θεωρία για τους εθισμούς, υποθέτει ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και καταστάσεις στη ζωή, σε αλληλεπίδραση με τις φυσιολογικές καταστάσεις διέγερσης, παίζουν βασικό ρόλο στην επιρροή της ανάπτυξης προβλημάτων τζόγου. Αναφέρει ότι ο υπερβολικός τζόγος προκαλείται από την αλληλεπίδραση δύο ομάδων παραγόντων προδιάθεσης: ανώμαλες φυσιολογικές καταστάσεις ανάπαυλας υπέρ- ή υπό-διέγερσης και ιστορικό αρνητικών εμπειριών στην παιδική ηλικία. Η προσωπική τρωτότητα συνδέεται με εμπειρίες ανεπάρκειας, κατωτερότητας, χαμηλής αυτοπεποίθησης και απόρριψης στην παιδική ηλικία (<37>McCormick κ.ά. 1987- <83>McCormick, Taber & Kruedelbach 1989). Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο τζόγος θεωρείται το μέσο συναισθηματικής διαφυγής με παράλληλη επίδραση αποφυγής της εναλλαγής και εστιασμένης προσοχής που προκαλεί (<28>Anderson & Brown 1984- <9>Jacobs 1986). Αυτό το υποσύνολο τζογαδόρων εμφανίζει υψηλότερα επίπεδα ψυχοπαθολογίας, ιδιαίτερα κατάθλιψης, άγχους και εξάρτησης στο αλκοόλ. Οι γυναίκες δείχνουν προτίμηση στις συσκευές παιχνιδιών με χαμηλές δεξιότητες, όπως είναι οι κουλοχέρηδες, το βίντεο-πόκερ και τα φρουτάκια, ενώ οι άντρες ασχολούνται με επιτραπέζια παιχνίδια και στοιχήματα αθλητικά που προκαλούν υψηλότερα επίπεδα διέγερσης.

<43>Το δείγμα «ομάδας 2» των Gonzalez-Ibanez κ.ά. (1999) παρέχει αποδείξεις που υποστηρίζουν ένα υποσύνολο συναισθηματικά ευάλωτων τζογαδόρων, ένα σύνολο που κατέχει μια ενδιάμεση θέση μεταξύ του λιγότερο σοβαρού συνόλου και του περισσότερο δυσλειτουργικού τρίτου δείγματος. Παρομοίως, η δομή των παραγόντων που αναφέρεται από τους <44>Steel & Blaszczynski (1996) αναγνωρίζει ένα σύνολο που αποτελείται κυρίως από γυναίκες, με υψηλές ενδείξεις ψυχολογικής δυσφορίας και υψηλότερες βαθμολογίες στους δείκτες ψυχολογικής καταπόνησης, ιστορικό κατάθλιψης, απόπειρες αυτοκτονίας και οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό. Σε σύγκριση με τους άντρες, αυτές οι γυναίκες παθολογικοί τζογαδόροι ήταν μεγαλύτερες, είχαν κατά Beck πολύ υψηλότερη κατάθλιψη και άγχος και παρουσίαζαν ισχυρότερη προτίμηση στους κουλοχέρηδες, παρότι οι βαθμολογίες τζόγου κατά South Oaks ήταν παρόμοιες. Ανέφεραν επίσης υψηλά επίπεδα παρορμητισμού που ήταν ίσα με τα αντίστοιχα αντρικά, αλλά χαμηλότερα επίπεδα οικονομικών χρεών.

Το ψυχολογικό προφίλ εξηγείται επίσης από τους απέχοντες τζογαδόρους στη 2-5ετή μελέτη θεραπευτικών αποτελεσμάτων των <45>Blaszczynski’s (1988) και <84>Blaszczynski, McConaghy & Frankova’s (1991) που χρησιμοποίησαν ένα δείγμα από 63 τζογαδόρους. Στις ψυχολογικές μετρήσεις, οι απέχοντες επέδειξαν ενδιάμεση θέση μεταξύ των πιο ελεγχόμενων και των σοβαρά διαταραγμένων τζογαδόρων όσον αφορά την ψυχοπαθολογία. Λόγω του αρνητικού αναπτυξιακού ιστορικού και των κακών δεξιοτήτων αντιμετώπισης, τα άτομα αυτά θεωρήθηκαν πολύ εύθραυστα για να διατηρήσουν επαρκή έλεγχο της συμπεριφοράς τους και να τους επιτραπεί ο ελεγχόμενος τζόγος.

Το Σχήμα 2 απεικονίζει τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο πρώτων σταδίων. Οι τζογαδόροι του Σταδίου 1 παίζουν αρχικά για διασκέδαση ή κοινωνικοποίηση και αισθάνονται ενθουσιασμένοι από την πρόσβαση και τη διαθεσιμότητα των παιχνιδιών. Αντίθετα, οι τζογαδόροι του Σταδίου 2 είναι συναισθηματικά ευάλωτοι ως αποτέλεσμα ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων, και χρησιμοποιούν τον τζόγο κυρίως για να βρουν ανακούφιση από αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, με τη διαφυγή ή τη διέγερση που τους παρέχει. Αφού αρχίσει η συνήθεια του τζόγου, ενθαρρύνεται η εξαρτημένη συμπεριφορά και η εξάρτηση και στα δύο στάδια. Ωστόσο, η ψυχολογική δυσλειτουργία στους τζογαδόρους του Σταδίου 2 καθιστά αυτό το σύνολο ανθεκτικότερο στην αλλαγή και απαιτεί θεραπεία που επιλύει τις κρυφές τρωτότητες και τη συμπεριφορά τζόγου.

Στάδιο 3: «αντικοινωνικά παρορμητικοί» προβληματικοί τζογαδόροι

Το τρίτο υποσύνολο παθολογικών τζογαδόρων αφορά εξαιρετικά διαταραγμένα άτομα με ουσιαστικές ψυχοκοινωνικές επιδράσεις του τζόγου, που χαρακτηρίζονται από ενδείξεις που υποδηλώνουν νευρολογική ή νευροχημική δυσλειτουργία. Παρόμοια με τους τζογαδόρους του Σταδίου 2, το υποσύνολο αυτό διαθέτει ψυχοκοινωνικές και βιολογικές τρωτότητες. Ωστόσο, το σύνολο αυτό διαχωρίζεται από τα χαρακτηριστικά παρορμητισμού και διαταραχής αντικοινωνικής συμπεριφοράς (<44>Steel & Blaszczynski 1996- <61>Blaszczynski κ.ά. 1997) και την ανεπάρκεια προσοχής  (<41>Rugle & Melamed 1993), που εκδηλώνεται σε διάφορες δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές και τον παρορμητισμό που επηρεάζει πολλές όψεις του γενικού επιπέδου ψυχοκοινωνικής λειτουργίας του παίκτη ( Σχ. 3).

Κλινικά, οι τζογαδόροι με ιστορικό παρορμητισμού εμπλέκονται σε μια ευρύτερη γκάμα από προβλήματα συμπεριφοράς ανεξάρτητα από τον τζόγο, συμπεριλαμβανομένων της κατάχρησης ουσιών, των τάσεων αυτοκτονίας, του ευερεθισμού, της χαμηλής ανοχής στην πλήξη και των εγκληματικών συμπεριφορών. Σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, η επίδραση του παρορμητισμού επιδεινώνεται υπό την πίεση και την παρουσία αρνητικών συναισθημάτων. Οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις, η εκτεταμένη χρήση αλκοόλ και ο πειραματισμός με πολλαπλές ναρκωτικές ουσίες, η εγκληματικότητα εκτός τζόγου και το οικογενειακό χαρακτηριστικό αντικοινωνικότητας και προβλημάτων με το αλκοόλ, αποτελούν χαρακτηριστικά αυτού του συνόλου. Ο τζόγος ξεκινάει σε νεαρή ηλικία, αυξάνει γρήγορα σε ένταση και σοβαρότητα, μπορεί να εμφανίζεται σε περιόδους έξαρσης και σχετίζεται με πρόωρη εισαγωγή σε εγκληματικές συμπεριφορές που συνδέονται με τον τζόγο. Οι τζογαδόροι αυτοί έχουν λιγότερα κίνητρα να αναζητήσουν άμεσα θεραπεία, έχουν χαμηλές αναλογίες συμμόρφωσης και αντιδρούν άσχημα σε κάθε μορφή παρέμβασης. Οι <61>Blaszczynski κ.ά. (1997) ονομάζουν αυτούς τους τζογαδόρους στο υποσύνολό τους «αντικοινωνικά παρορμητικούς».

Υποστηρίζοντας αυτή την κλινική περιγραφή, οι <44>Steel & Blaszczynski (1996) εξερεύνησαν τη σχέση ανάμεσα στον παρορμητισμό, τα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά και τον τζόγο σε ένα σύνολο 115 τζογαδόρων. Η μελέτη αυτή επανέλαβε προηγούμενα ευρήματα, δείχνοντας ότι τα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας σχετίζονται σημαντικά με τον παρορμητισμό και τα χαρακτηριστικά αντικοινωνικής προσωπικότητας, εύρημα που συμφωνεί με την παρατήρηση του <54>McCormick’s (1994) ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι με ταυτόχρονα προβλήματα κατάχρησης ουσιών είναι περισσότερο παρορμητικοί και επιδεικνύουν υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικών διαταραχών από τους χρήστες ουσιών. Οι τζογαδόροι στο σύνολο  της «ομάδας τρία» των <43>Gonzalez-Ibanez κ.ά. (1999) εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά: υψηλότερα επίπεδα τζόγου, παρορμητισμό, αναζήτηση συγκινήσεων και περιπέτειας, έλλειψη αναστολών και ευαισθησία στην πλήξη, σε βαθμό μεγαλύτερο από τους υπόλοιπους τζογαδόρους.

Το υπερδραστήριο υποσύνολο στη διαταραχή που σχετίζεται με την ανεπάρκεια της προσοχής αποτελεί μια αναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παρορμητισμό, ξεκινάει από την παιδική ηλικία και εντοπίζεται συχνά στη διαταραχή διαγωγής και τις συμπεριφορές αντικοινωνικής προσωπικότητας. Ο Goldstein και οι συνεργάτες του (<86>Goldstein κ.ά. 1985- <85>Carlton κ.ά. 1987) ανέφεραν διαφορετικά μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας EEG και συμπτώματα  που ανέφεραν οι ίδιοι παράλληλα με αυτά που εντοπίστηκαν στη διαταραχή ανεπάρκειας προσοχής στην παιδική ηλικία, σε μια σειρά από μικρά δείγματα θεραπευμένων τζογαδόρων.

<87>Οι Carlton & Manowitz (1994), σε μια επέκταση του έργου τους, ανακάλυψαν υψηλά επίπεδα παρορμητισμού σε 12 μέλη των Ανώνυμων Τζογαδόρων, αλλά οι βαθμολογίες παρορμητισμού αυτών των ατόμων δεν σχετίζονταν με την προσωπική ή κοινωνική διαταραχή τους που οφειλόταν στο τζόγο. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζουν και οι συγγραφείς, η έλλειψη συσχετισμού μπορεί να αποτελεί σφάλμα Τύπου II, με δεδομένη τη χαμηλή δύναμη που σχετίζεται με το μικρό μέγεθος του δείγματος. Αντιστοίχως, σε μια μελέτη χρηστών ουσιών, οι παθολογικοί τζογαδόροι  και η ομάδα ελέγχου (<88>Petry, 2001) ανακαλύφθηκε σημαντικός συσχετισμός μεταξύ του παρορμητισμού, της κατάχρησης ουσιών και του παθολογικού τζόγου.

<41>Οι Rugle & Melamed (1993) διεξήγαγαν αρκετές νευροψυχολογικές μετρήσεις ανεπάρκειας σε 33 παθολογικούς τζογαδόρους και έναν παρόμοιο αριθμό κανονικών ατόμων της ομάδας ελέγχου. Οι σημαντικές διαφορές που εντοπίστηκαν μεταξύ των δειγμάτων των μετρήσεων για εκτελεστικές λειτουργίες, οδήγησαν τους συγγραφείς στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές των συμπεριφορών στην παιδική ηλικία, που σχετίζονταν με την υπερδραστηριότητα, την τάση καταστροφής και τη δυσκολία διακοπής ανασταλτικών συμπεριφορών, είχαν μεγάλη σημασία στο διαχωρισμό των τζογαδόρων από την ομάδα ελέγχου. Οι <41>Rugle & Melamed (1993) συμπέραναν ότι υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν την ιδέα ότι τουλάχιστον τα συμπτώματα ανεπάρκειας της προσοχής αντικατοπτρίζουν σημάδια παρορμητισμού, είναι παρόντα στην παιδική ηλικία και προκαθορίζουν την εμφάνιση συμπεριφοράς παθολογικού τζόγου. Αυτή η βιολογική ευαισθησία εξασθενεί τον έλεγχο της συμπεριφοράς όχι μόνο στον τομέα του τζόγου αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής. Το στοιχείο αυτό δίνει βάση στην υπόθεση ότι ο παρορμητισμός εξελίσσεται και είναι ανεξάρτητος από τον τζόγο και λειτουργεί ως καλός προγνωστικός παράγοντας για τη σοβαρότητα της ανάμιξης σε τουλάχιστον ένα υποσύνολο τζογαδόρων.

Περιληπτικά, το  Σχ. 4 απεικονίζει το ενοποιημένο μοντέλο σταδίων, στο οποίο ο προβληματικός τζόγος ξεκινά εξαιτίας οικολογικών παραγόντων, εξελίσσεται μέσω ενός εκ των τριών σταδίων και τελικά συγκλίνει στο επίπεδο κλασικών και αποτελεσματικών συνθηκών, που υποθάλπουν την ανάπτυξη συνήθειας, την αναζήτηση και την προβληματική και παθολογική συμπεριφορά τζόγου.

Ανάλυση

Η πλειοψηφία των μελετών αναφέρει ευρήματα που βασίζονται σε δείγματα τζογαδόρων που έχουν συγκριθεί με ομάδες ελέγχου. Μέχρι πρόσφατα, λίγη προσοχή έχει δοθεί σε παράγοντες πέρα από το φύλο και την ηλικία προκειμένου να καθοριστεί αν υπάρχουν ή όχι ενδο-ομαδικές διαφορές μεταξύ των παθολογικών τζογαδόρων. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα δείγματα θεωρούνται ομοιογενούς τύπου.

Μεμονωμένα μοντέλα που υποθέτουν ότι οι παθολογικοί τζογαδόροι αποτελούν έναν ομοιογενή πληθυσμό, ενδέχεται να μην είναι πλέον επαρκή, με βάση τα στοιχεία που επιδεικνύουν θεωρητικά ότι ο τζόγος είναι μια ετερογενής και πολυδιάστατη διαταραχή, το τελικό αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης γενετικών, βιολογικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η απλή αντιμετώπιση του τζόγου ως εξάρτηση ή καταναγκαστική διαταραχή ή διαταραχή ελέγχου των ερεθισμάτων είναι πολύ περιορισμένη. Υπάρχει η ανάγκη να αναγνωριστούν κλινικά ξεχωριστά υποσύνολα τζογαδόρων που εμφανίζουν κοινά, εμφανή πρωτεύοντα συμπτώματα, αλλά ταυτοχρόνως διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με τις σημαντικές μεταβλητές που έχουν αιτιολογική σημασία και καθορίζουν τις προσεγγίσεις στη διαχείριση και την πρόγνωση, όπως είναι η προ-νοσηρή ψυχοπαθολογία, το ιστορικό παιδικής ηλικίας και η νευροβιολογική ωριμότητα.

Το μοντέλο σταδίων είναι μια προκαταρκτική, εμπειρικά ελεγκτέα σύλληψη που υποθέτει την ύπαρξη τριών υποσυνόλων παθολογικών τζογαδόρων. Και τα τρία υπόκεινται σε οικολογικές μεταβλητές, συντελεστική και κλασική εξαρτημένη μάθηση και γνωσιακές διεργασίες. Η δύναμη αυτού του μοντέλου έγκειται στην αναγνώρισή του ότι μια αναλογία τζογαδόρων είναι ουσιαστικά «φυσιολογικοί» στον χαρακτήρα, δηλαδή δεν εμφανίζουν ενδείξεις προ-νοσηρής ψυχολογικής διαταραχής, αλλά απλώς χάνουν τον έλεγχο στον τζόγο αντιδρώντας στις επιδράσεις των συνθηκών και των διαταραγμένων γνώσεων που περιβάλλουν την πιθανότητα νίκης. Ο «παθολογικός τζόγος» είναι ένα μεταβατικό στάδιο, στο οποίο παρατηρούνται διακυμάνσεις μεταξύ εντατικού και εκτεταμένου τζόγου, μια κατάσταση που μπορεί επίσης να συμβαίνει αυθόρμητα ή με ελάχιστες παρεμβάσεις. Οι τζογαδόροι Σταδίου 1 μπορούν να επιτύχουν ελεγχόμενο τζόγο με παρεμβάσεις.

Το μοντέλο αναγνωρίζει επίσης ένα δεύτερο υποσύνολο που χαρακτηρίζεται από διαταραγμένα οικογενειακά και προσωπικά ιστορικά, κακές δεξιότητες αντιμετώπισης και επίλυσης προβλημάτων, συναισθηματική αστάθεια λόγω βιολογικών και ψυχοκοινωνικών ανεπαρκειών και αργότερη εμφάνιση τζόγου. Ο τζόγος αναζητείται ως μέσο συναισθηματικής διαφυγής μέσω του διαχωρισμού ή ως μέσο που στοχεύει στη ρύθμιση των αρνητικών καταστάσεων της διάθεσης ή των ψυχολογικών καταστάσεων υπέρ- ή υπό-διέγερσης.

Το τρίτο σύνολο αυτού του σχηματισμού χαρακτηρίζεται από βιολογική ευαισθησία προς τον παρορμητισμό, πρόωρη εμφάνιση, ανεπάρκειες προσοχής, αντικοινωνικά χαρακτηριστικά και κακή αντίδραση στη θεραπεία. Οι δυσλειτουργικές νευρολογικές δομές και λειτουργίες και η δυσλειτουργία των συστημάτων ουσιών εκπομπής ώσης σε σύναψη υποστηρίζουν αυτή την τρωτότητα.

Από κλινική άποψη, κάθε στάδιο περιλαμβάνει διαφορετικές επιπτώσεις για την επιλογή στρατηγικών διαχείρισης και παρεμβάσεων θεραπείας. Οι κλινικές παρατηρήσεις που υποστηρίζονται από τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι τζογαδόροι Σταδίου 3 χαρακτηρίζονται από αντικοινωνική, παρορμητική προσωπικότητα που επιδεικνύει ένα ευρύ φάσμα πολλαπλών δυσλειτουργικών συμπεριφορών, συμπεριλαμβάνοντας την κατάχρηση ουσιών, τα εγκληματικά αδικήματα και την κοινωνική αστάθεια (<44>Steel & Blaszczynski 1996). Αυτά τα κλινικά χαρακτηριστικά συσχετίζονται με πρόωρη εμφάνιση τζόγου, σοβαρότερα προβλήματα τζόγου, γενική ψυχοπαθολογία και περίοπτα χαρακτηριστικά διαταραχής ελλειμματικής προσοχής υπερκινητικότητας.

Αν οι βιολογικοί συσχετισμοί συμβάλλουν στην αιτιολογία της διαταραχής στις περιπτώσεις τέτοιων παρορμητικών τζογαδόρων, οι κλινικοί πρέπει να είναι ενήμεροι για την ανάγκη να επιλύουν τα προβλήματα προσοχής και οργανωτικής ανεπάρκειας, συναισθηματικής τρωτότητας, μη ανοχής άγχους, κακής επίλυσης προβλημάτων και δεξιοτήτων αντιμετώπισης. Τα θέματα συμμόρφωσης και φθοράς από τη θεραπεία πρέπει επίσης να υπογραμμιστούν, με δεδομένη τη τάση των παρορμητικών τζογαδόρων να είναι ασυνεπείς, αναξιόπιστοι και να πλήττουν εύκολα. Οι τζογαδόροι αυτοί απαιτούν εντατικές γνωστικές-συμπεριφορικές παρεμβάσεις με στόχο τον έλεγχο των ερεθισμάτων που χορηγούνται σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

Αντίθετα, οι θεραπευτικές ανάγκες αυτού του συνόλου διαφέρουν σημαντικά από τον καταθλιπτικό ή αγχωμένο τζογαδόρο, ο οποίος αναζητεί συναισθηματική παρηγοριά μέσω της απομόνωσης που σχετίζεται με το επαναλαμβανόμενο παιχνίδι σε μια ηλεκτρονική μηχανή (<28>Anderson & Brown 1984). Η κατάθλιψη ή το άγχος μπορεί να προκύπτουν από ανωμαλίες των νευροδιαβιβαστών ή γενετικές ανωμαλίες (<25>Comings κ.ά. 1996) από βιωμένες τραυματικές καταστάσεις ή απώλειες (<2001>Taber, McCormick & Ramirez 1987), ή να αποτελούν αντίδραση σε κάτι που προκαλεί άγχος. Οι ψυχοθεραπευτικές στρατηγικές που είναι σχεδιασμένες για να ενισχύουν τις δεξιότητες αντιμετώπισης του άγχους και η παροχή μη επικριτικής υποστήριξης είναι απαραίτητα στοιχεία σε αυτά τα περιστατικά. Οι τζογαδόροι των Σταδίων 2 και 3 απαιτούν φάρμακα για να εξισορροπήσουν τη νευροχημεία τους. Ωστόσο, η εκδήλωση της διαταραχής και η σοβαρότητά της, η πορεία και η πρόγνωση των συναισθηματικά ευάλωτων τζογαδόρων, διαφέρουν από αυτές του παρορμητικού τζογαδόρου. Η κατανόηση των ουσιαστικών διαφορών που ορίζουν τα υποσύνολα των τζογαδόρων είναι λοιπόν σημαντική στο πώς θα υπαγορευθεί η αναγκαιότητα και η κατάλληλη μορφή απαιτούμενης παρέμβασης.

Το μοντέλο των σταδίων παρέχει ένα βασικό πλαίσιο εργασίας που ενοποιεί τα ερευνητικά στοιχεία και τις κλινικές παρατηρήσεις, προσφέροντας μια δομή που βοηθά τους κλινικούς να αναγνωρίσουν και να διαχωρίσουν τα σαφή υποσύνολα των τζογαδόρων που απαιτούν διαφορετικές στρατηγικές διαχείρισης. Ιδανικά, το μοντέλο πρέπει να παρέχει έναν πρακτικό και ασφαλή κλινικό οδηγό που τελικά θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων βελτιώνοντας τις διαγνωστικές διαδικασίες. Το μοντέλο είναι ανοικτό σε εμπειρικές δοκιμές.

Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Σίδνει, Σίδνει, Αυστραλία1 και Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Πανεπιστήμιο Μισούρι, Σαίντ Λούις, Μισούρι, ΗΠΑ2

Αναφορές

<11>Abbott, M., Palmisano, B. & Dickerson, M. (1995) Video game playing, dependency and delinquency: a question of methodology? Journal of Gambling Studies, 11, 287–301.

<71>Abbott, M. W. & Volberg, R. (1996) The New Zealand national survey of problem and pathological gambling. Journal of Gambling Studies, 12, 43–160.

<1>American Psychiatric Association (APA) (1994) Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 4th edn. Washington, DC: American Psychiatric Association Press.

<28>Anderson, G. & Brown, R. I. F. (1984) Real and laboratory gambling, sensation seeking and arousal: toward a Pavlovian component in general theories of gambling and gambling addictions,. British Journal of Psychology, 75, 401–411.

<49>Bazargan, M., Bazargan, S. & Akanda, M. (2001) Gambling habits among aged African Americans. Clinical Gerontologist, 22, 51–62.

<46>Beaudoin, C. M. & Cox, B. J. (1999) Characteristics of problem gambling in a Canadian context: a preliminary study using a DSM-IV-based questionnaire. Canadian Journal of Psychiatry, 44, 483–487.

<65>Bergh, C., Eklund, T., Sodersten, P. & Nordin, C. (1997) Altered dopamine function in pathological gambling. Psychological Medicine, 27, 473–475.

<21>Bergler, E. (1958) The Psychology of Gambling. New York: Hill and Wang.

<47>Black, D. W. & Moyer, T. (1998) Clinical features and psychiatric co-morbid ity of subjects with pathological gambling behaviour. Psychiatric Services, 49, 1434–1439.

<45>Blaszczynski, A. (1988) Clinical studies in pathological gambling. PhD Thesis, University of New South Wales,  Australia.

<2>Blaszczynski, A. (1999) Pathological gambling: an impulse control, addictive or obsessive-compulsive disorder? Anuario de Psicologia, 30, 93–109.

<35>Blaszczynski, A., Buhrich, N. & McConaghy, N. (1985) Pathological gamblers, heroin addicts and controls compared on the E.P.Q. ‘Addiction Scale’. British Journal of Addictions, 80, 315–319.

<6>Blaszczynski, A. & McConaghy, N. (1988) SCL-90 assessed psychopathology in pathological gamblers. Psychological Reports, 62, 547–552.

<8>Blaszczynski, A. & McConaghy, N. (1989) Anxiety and/or depression in the pathogenesis of addictive gambling. International Journal of the Addictions, 24, 337–350.

<56>Blaszczynski, A., McConaghy, N. & Frankova, A. (1990) Boredom proneness in pathological gambling. Psychological Reports, 67, 35–42.

<84>Blaszczynski, A., McConaghy, N. & Frankova, A. (1991) Control versus abstinence in the treatment of pathological gambling: a two to nine year follow-up,. British Journal of Addictions, 86, 299–306.

<61>Blaszczynski, A., Steel, Z. & McConaghy, N. (1997) Impulsivity in pathological gambling: the antisocial impulsivist. Addictions, 92, 75–87.

<19>Blaszczynski, A., Winter, S. W. & McConaghy, N. (1986) Plasma endorphin levels in pathological gamblers. Journal of Gambling Behavior, 2, 3–14.

<69>Blum, K., Braverman, E. R., Holder, J. M., Lubar, J. F., Monastra, V. J., Miller, D., Lubar, J. O., Chen, T. J. & Comings, D. E. (2000) Reward deficiency syndrome: a biogenetic model for the diagnosis and treatment of impulsive, addictive, and compulsive behaviours. Journal of Psychoactive Drugs, 32 (Suppl. i–iv), 1–112.

<70>Blum, K., Sheridan, P. J., Wood, R. C., Braverman, E. R., Chen, T. J., Cull, J. G. & Comings, D. E. (1996) The D2 dopamine receptor gene as a determinant of reward deficiency syndrome. Journal of the Royal Society of Medicine, 89, 396–400.

<20>Blume, S. (1987) Compulsive gambling and the medical model. Journal of Gambling Behavior, 3, 237–247.

<3>Brown, R. I. (1988) Models of gambling and gambling addictions as perceptual filters. Journal of Gambling Behavior, 4, 224–236.

<24>Carlton, P. L. & Goldstein, L. (1987) Physiological determinants of pathological gambling, pps. 111–122. In: Galski, T., ed. A Handbook of Pathological Gambling. Springfield, IL: Charles C. Thomas.

<87>Carlton, P. L. & Manowitz, P. (1994) Factors determining the severity of pathological gamblers in males. Journal of Gambling Studies, 10, 147–157.

<85>Carlton, P. L., Manowitz, P., McBride, H., Nora, R., Swartzburg, M. & Goldstein, L. (1987) Attention deficit disorder and pathological gambling. Journal of Clinical Psychiatry, 48, 487–488.

<63>Carrasco, J. L., Saiz-Ruiz, J., Hollander, E., Cesar, J. & Lopez-Ibor, J. J. (1994) Low platelet monoamine oxidase activity in pathological gambling. Acta Psychiatrica Scandinavica, 90, 427–431.

<36>Castellani, B. & Rugle, L. (1995) A comparison of pathological gamblers to alcoholics and cocaine misusers on impulsivity, sensation seeking, and craving. International Journal of the Addictions, 30, 275–289.

<25>Comings, D. E., Rosenthal, R. J., Lesieur, H. R. & Rugle, L. (1996) A study of the dopamine D2 receptor gene in pathological gambling. Pharmacogenetics, 6, 223–234.

<58>Custer, R. L. (1984) Profile of the pathological gambler. Journal of Clinical Psychiatry, 45, 35–38.

<66>Decaria, C., Hollander, E., Grossman, R., Wong, C., Mosovich, S. & Cherkasky, S. (1996) Diagnosis, neurobiology and treatment of pathological gambling. Journal of Clinical Psychiatry, 57, 80–84.

<34>Dickerson, M. G. (1979) FI schedules and persistence at gambling in the U.K. betting office. Journal of Applied Behavioural Analysis, 12, 315–323.

<74>Dickerson, M., Hinchy, J. & Fabre, J. (1987) Chasing, arousal and sensation seeking in off course gamblers. British Journal of Addiction, 82, 673–680.

<4>Ferris, J., Wynne, H. & Single, E. (1998) Measuring Problem Gambling in Canada. Draft Final Report for the Inter-Provincial Task Force on Problem Gambling.  Canada: Canadian Centre for Substance Abuse.

<13>Fisher, S. E. (1993) Gambling and pathological gambling in adolescents. Journal of Gambling Studies, 9, 277–288.

<82>Gambino, B., Fitzgerald, R., Shaffer, H., Renner, J. & Courtage, P. (1993) Perceived family history of problem gamblers and scores on SOGS. Journal of Gambling Studies, 9, 169–184.

<51>Getty, H. A., Watson, J. & Frisch, G. R. (2000) A comparison of depression and styles of coping in male and female GA members and controls. Journal of Gambling Studies, 16, 377–391.

<86>Goldstein, L., Manowitz, P., Nora, R., Swartzburg, M. & Carlton, P. L. (1985) Differential EEG activation and pathological gambling. Biological Psychiatry, 20, 1232–1234.

<43>Gonzalez-Ibanez, A., Jimenez, S. & Aymami, M. N. (1999) Evaluacion y tratamiento cognitivo-conductual de jugadores patologicos de maquinas recreativas con premio . Anuario de Psicologia, 30, 111–125.

<53>Graham, J. R. & Lowenfeld, B. L. (1986) Personality dimensions of the pathological gambler. Journal of Gambling Behavior, 2, 58–66.

<78>Griffiths, M. (1990) The cognitive psychology of gambling. Journal of Gambling Studies, 6, 31–42.

<75>Griffiths, M. (1995) Adolescent Gambling. London: Routledge.

<72>Grun, L. & McKeigue, P. (2000) Prevalence of excessive gambling before and after introduction of a national lottery in the United Kingdom: another example of the single distribution theory. Addiction, 95, 959–966.

<52>Gupta, R. & Derevensky, J. (1998a) An empirical examination of Jacob’s General Theory of Addictions: do adolescent gamblers fit the theory? Journal of Gambling Studies, 14, 17–49.

<14>Gupta, R. & Derevensky, J. (1998b) Adolescent gambling behaviour: a prevalence study and examination of the correlates associated with problem gambling. Journal of Gambling Studies, 14, 319–345.

<38>Hall, G. W., Carriero, N. J., Takushi, R. Y., Montoya, I. D., Preston, K. L. & Gorelick, D. A. (2000) Pathological gambling among cocaine-dependent outpatients. American Journal of Psychiatry, 157, 1127–1133.

<9>Jacobs, D. F. (1986) A general theory of addictions: a new theoretical model. Journal of Gambling Behavior, 2, 15–31.

<80>Jacobs, D. F. (1988) Evidence for a common dissociative like reaction among addicts. Journal of Gambling Behavior, 4, 27–37.

<18>Kusyszyn, I. (1972) The gambling addict versus the gambling professional: a difference in character? International Journal of the Addictions, 7, 387–393.

<30>Ladouceur, R. & Walker, M. (1996) A cognitive perspective on gambling. In: Salkovskies, P. M., ed. Trends in Cognitive and Behavioural Therapies, pp. 89–120. Chichester : John Wiley and Sons.

<39>Langenbucher, J., Bavly, L., Labouvie, E., Sanjuan, P. M. & Martin, C. S. (2001) Clinical features of pathological gambling in an addictions treatment cohort. Psychology of Addictive Behaviors, 15, 77–79.

<76>Leary, K. & Dickerson, M. G. (1985) Levels of arousal in high and low frequency gamblers. Behaviour Research and Therapy, 23, 635–640.

<79>Lesieur, H. R. (1984) The Chase. Cambridge, MA: Schenkman.

<57>Lesieur, H. R. & Blume, S. B. (1991) Evaluation of patients treated for pathological gambling in a combined alcohol, substance abuse and pathological gambling treatment unit using the Addiction Severity Index. British Journal of Addiction, 86, 1017–1028.

<26>Lesieur, H. & Rosenthal, R. (1991) Pathological gambling: a review of the literature (prepared for the American psychiatric Association task Force on DSM-IV committee on disorders of impulse control not elsewhere classified). Journal of Gambling Studies, 7, 5–40.

<81>Lesieur, H. R. & Rothschild, J. (1989) Children of Gamblers Anonymous members. Journal of Gambling Behavior, 5, 269–282.

<7>Linden, R. D., Pope, J. M. & Jonas (1986) Pathological gambling and major affective disorder: preliminary findings. Journal of Clinical Psychiatry., 47, 201–203.

<67>Lopez-Ibor, J. J. (1988) The involvement of serotonin in psychiatric disorders and behaviour. British Journal of Psychiatry, 153, 26–39.

<50>Marks, M. E. & Lesieur, H. R. (1992) A feminist critique of problem gambling research. British Journal of Addiction, 87, 549–565.

<77>McConaghy, N. (1980) Behaviour completion mechanisms rather than primary drives maintain behavioural patterns. Activas Nervosa Superior (Praha), 22, 138–151.

<29>McConaghy, N., Armstrong, M. S., Blaszczynski, A. & Allcock, C. (1983) Controlled comparison of aversive therapy and imaginal desensitisation in compulsive gambling. British Journal of Psychiatry, 142, 366–372.

<54>McCormick, R. A. (1994) The importance of coping skill enhancement in the treatment of the pathological gambler. Journal of Gambling Studies, 10, 77–86.

<60>McCormick, R. A. & Taber, J. I. (1987) The pathological gambler: salient personality variables. In: Galski, T., ed. The Handbook of Pathological Gambling, pp. 9–39. Springfield, IL: Charles C. Thomas.

<83>McCormick, R. A., Taber, J. & Kruedelbach, N. (1989) The relationship between attributional style and posttraumatic stress disorder in addicted patients. Journal of Gambling Studies, 7, 99–108.

<37>McCormick, R. A., Taber, J., Kruedelbach, N. & Russo, A. (1987) Personality profiles of hospitalized pathological gamblers: the California personality inventory. Journal of Clinical Psychology, 43, 521–527.

<10>Moran, E. (1970) Varieties of pathological gambling. British Journal of Psychiatry, 116, 593–597.

<64>Moreno, I., Saiz-Ruiz, J. & Lopez-Ibor, J. J. (1991) Serotonin and gambling dependence. Human Psychopharmacology, 6, 9–12.

<33>Ocean, G. & Smith, G. J. (1993) Social reward, conflict and commitment: a theoretical model of gambling behaviour. Journal of Gambling Studies, 9, 321–339.

<59>Peck, C. P. (1986) Risk-taking behaviour  and compulsive gambling. American Psychologist, 41, 461–465.

<88>Petry, N. M. (2001) Substance abuse, pathological gambling, and impulsiveness. Drug and Alcohol Dependence, 63, 29–38.

<32>Rosecrance, J. (1985) Compulsive gambling and the medicalization of deviance. Social Problems, 32, 275–284.

<22>Rosenthal, R. (1992) Pathological gambling. Psychiatric Annals, 22, 72–78.

<55>Rosenthal, R. & Lesieur, H. (1992) Self-reported withdrawal symptoms and pathological gambling. American Journal of Addictions, 1, 150–154.

<68>Roy, A., De Jong, J. & Linnoila, M. (1989) Extraversion in pathological gamblers: correlates with indexes of noradrenergic function. Archives of General Psychiatry, 46, 679–681.

<27>Rugle, L. (1993) Initial thought on viewing pathological gambling from a physiological and intrapsychic structural perspective. Journal of Gambling Studies, 9, 3–16.

<41>Rugle, L. & Melamed, L. (1993) Neuropsychological assessment of attention problems in pathological gamblers. Journal of Nervous and Mental Disease, 181, 107–112.

<5>Shaffer, H. & Gambino, B. (1989) The epistemology of ‘addictive disease’: gambling as a predicament. Journal of Gambling Behavior, 3, 211–229.

<15>Shaffer, H. J., Labrie, R., Scanlan, K. M. & Cummings, T. M. (1994) Pathological gambling among adolescents: Massachusetts Gambling Screen (MAGS). Journal of Gambling Studies, 10, 339–362.

<31>Sharpe, L. & Tarrier, N. (1993) Towards a cognitive-behavioural theory of problem gambling. British Journal of Psychiatry, 162, 407–412.

<40>Slutske, W. S., Eisen, S., True, W. R., Lyons, M. J., Goldberg, J. & Tsuang, M. (2000) Common genetic vulnerability for pathological gambling and alcohol dependence in men. Archives of General Psychiatry, 57, 666–673.

<61>Steel, Z. & Blaszczynski, A. (1996) The factorial structure of pathological gambling. Journal of Gambling Studies, 12, 3–20.

<2000>Taber, J. I., McCormick, R. A. & Ramirez, L. F. (1987) The prevalence and impact of major life stressors among pathological gamblers. International Journal of the Addictions, 22, 44–48.

<16>Victorian Casino and Gaming Authority (VCGA) (1997) Definition and Incidence of Pathological Gambling Including the Socioeconomic Distribution. Melbourne: Victorian Casino and Gaming Authority.

<48>Vitaro, F., Arseneault, L. & Tremblay, R. E. (1999) Impulsivity predicts problem gambling in low SES adolescent males. Addiction, 94, 565–575.

<73>Volberg, R. (1996). Gambling and Problem Gambling in New York: a Ten Year Replication Survey, 1986–96. Report to the New York Council on Problem Gambling.  Gemini Research.

<42>Walker, M. (1992) The Psychology of Gambling. London: Pergamon Press.

<17>Walker, M. (1998) On defining pathological gambling. National Association of Gambling Studies Newsletter, 10, 5–6.

<23>Wildman, R. (1997) Gambling: An Attempt at an Integration. Edmonton: Wynne Resources Inc.

<12>Winters, K. C., Stinchfield, R. D. & Fulkerson, J. (1993) Toward a development of an adolescent gambling problem severity scale. Journal of Gambling Studies, 9, 63–84.