Γιώργος Γιαννούσης, Κοινωνιολόγος,
Σύμβουλος Τοξικοεξάρτησης, Υπεύθυνος Θεραπευτικής Κοινότητας του ΚΕΘΕΑ-ΕΞΟΔΟΣ
DOI: https://doi.org/10.57160/PXWC1218
Περίληψη
Στόχος: Στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση της ταυτότητας εξαρτημένων από ψυχοτρόπες ουσίες ατόμων. Πιο συγκεκριμένα η μελέτη δεν αποσκοπεί σε μια προσπάθεια αναγνώρισης αντικειμενικών, αιτιολογικών παραγόντων της τοξικοεξάρτησης, αλλά επιχειρεί να καταδείξει πώς συμβάντα της διαδρομής του βίου υποκειμενοποιήθηκαν, διαμόρφωσαν τη δομή της προσωπικότητας των υπό μελέτη ατόμων και συνέβαλαν στην υιοθέτηση ενός «σχεδίου δράσης» προς την εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες. Πρόκειται δηλαδή για μια μελέτη της τοξικοεξαρτημένης προσωπικότητας.
Σχεδιασμός: Η έρευνα αφορά εξαρτημένους από ψυχοτρόπες ουσίες που είναι σε φάση απεξάρτησης σε θεραπευτική κοινότητα. Επιλέχθηκε η βιογραφική προσέγγιση ως η καταλληλότερη μέθοδος, ενώ οι αφηγήσεις ζωής αποτέλεσαν το μεθοδολογικό εργαλείο της παρούσας έρευνας.
Χώρος: Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στη θεραπευτική κοινότητα του ΚΕΘΕΑ-Έξοδος στη Λάρισα.
Ευρήματα: Η τοξικοεξάρτηση μοιάζει σαν ο καταλύτης μιας σειράς γεγονότων που δεν μπόρεσαν να συμβολοποιηθούν: γεγονότα όπως η απώλεια σημαντικών ανθρώπων, η μετανάστευση, οι πολλαπλές μετατοπίσεις και οι δύσκολες μεταβάσεις δεν μπόρεσαν να γίνουν αντικείμενα επεξεργασίας και παρέμειναν πλευρές ενός ψυχικού τραύματος που ενεργοποιείται και επικαιροποιείται μέσα από επαναλαμβανόμενες τραυματικές πράξεις. Σημαίνοντα ρόλο στις παραπάνω διαμεσολαβήσεις διαδραματίζει η οικογένεια. Κυρίαρχο δεδομένο στις οικογενειακές σχέσεις είναι η δυσλειτουργική διαγενεακή μεταφορά σχημάτων ζωής, οι μεταμορφώσεις των οποίων συντελούν στη διαγενεακή μεταβίβαση του ψυχικού τραύματος και οδηγούν στην εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Τέλος, στα ευρήματα καταγράφεται η πολιτισμική σύγκρουση που βιώνει το υποκείμενο-τοξικοεξαρτημένος στη μεταβατική φάση της εφηβείας, όπου και επιχειρεί να νοηματοδοτήσει τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
Συμπεράσματα: Στα συμπεράσματα καταγράφεται το πώς μορφοποιούνται στην υποκειμενική συνείδηση των φορέων των βιογραφιών τα κυρίαρχα βιογραφικά στοιχεία της διαδρομής του βίου τους. Η σχέση του υποκειμένου με όλα αυτά τα στοιχεία είναι δυναμική και συστήνει έναν αγώνα, ο οποίος παρά την «ήττα» του υποκειμένου είναι παρών. Οι νέες μορφοποιήσεις αναδύονται κάτω από μια παροντική οπτική, η οποία διαμεσολαβείται από την αφηγηματική διαδικασία. Το παρόν της αφήγησης τοποθετείται στο ευρύτερο θεραπευτικό περιβάλλον και επιχειρεί νέες νοηματοδοτήσεις των δεδομένων της ύπαρξης των υποκειμένων.
Λέξεις κλειδιά: αφηγήσεις ζωής, τοξικοεξαρτημένη προσωπικότητα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διερεύνηση των αιτιολογικών παραγόντων που συντελούν στην τοξικοεξάρτηση αναφέρεται, κυρίως, στην επισήμανση διαφόρων παραγόντων κινδύνου (risk factors) (Wills et al., 1997). Οι παράγοντες αυτοί στοιχειοθετούνται από δεδομένα της κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων, όπως το οικογενειακό περιβάλλον, το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, το μορφωτικό επίπεδο, το πολιτισμικό πλαίσιο, το σχολικό περιβάλλον, οι σχέσεις με τους συνομήλικους, κτλ. (McMurran, 1997). Ωστόσο, η γραμμική αυτή προσέγγιση, σκοντάφτει στην πολυπλοκότητα του φαινομένου της τοξικοεξάρτησης και ενέχει τον κίνδυνο γενικεύσεων, δεδομένου πως δεν λαμβάνει υπόψη την εμφάνιση της τοξικοεξάρτησης σε πληθυσμούς που δεν έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως και το αντίθετο, άτομα που συγκεντρώνουν όλους τους παράγοντες κινδύνους να μην κάνουν χρήση. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα του ατόμου και την εν δυνάμει ιδιότητά του να ανασυνθέτει τα προσωπικά του βιώματα. Με αυτή την έννοια τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων αποτελούν δομικές κατηγορίες, οι οποίες συνδιαμορφώνουν την προσωπικότητα μέσω της συμβολοποίησης και της εσωτερίκευσής τους και χρησιμοποιούνται προκειμένου να συντεθεί ο Εαυτός, ο Άλλος και το εσωτερικό περιβάλλον της ταυτότητας (Zavalloni & Louis-Guerin, 1984/1996). Η εσωτερίκευση αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να αναζητηθεί μόνο με τη χρήση ποιοτικών μεθοδολογικών εργαλείων, στην κατεύθυνση της υποκειμενοποίησης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Στα πλαίσια της διερεύνησης των ψυχοκοινωνικών διαστάσεων που σχετίζονται με την ανάδυση και την εξέλιξη του ατομικού και του οικογενειακού σχεδίου των εξαρτημένων από ναρκωτικές ουσίες, εξετάζεται, στην παρούσα μελέτη, ο τρόπος με τον οποίο καταγράφονται στο ατομικό υποκείμενο-στον τοξικοεξαρτημένο- και δομούν την ταυτότητα του συγκεκριμένα κοινωνικο-ιστορικά και οικογενειακά δρώμενα της διάρκειας της ζωής του. Με άλλα λόγια εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους τα κοινωνικά και οικογενειακά δεδομένα επηρεάζουν και καθορίζουν τη συγκρότηση της ταυτότητας του τοξικοεξαρτημένου. Και πιο συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο προσοικειώνεται την οικογενειακή και κοινωνική πραγματικότητα και επενδύει με νόημα τα οικογενειακά και κοινωνικά συμβάντα.
Σύμφωνα με τη θέση ότι το άτομο προσοικειώνεται την οικογενειακή και κοινωνική πολυπλοκότητα στο βαθμό που την εντάσσει στο δικό του νοηματικό πλαίσιο αναφοράς, σε μία δηλαδή ταυτότητα που συνδέει τις παροντικές παρατηρήσεις με παρελθούσες εμπειρίες και μελλοντικές προσδοκίες (Ναυρίδης, 1994), οδηγηθήκαμε στην επιλογή της βιογραφικής προσέγγισης. Η βιογραφική προσέγγιση γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της εσωτερικότητας του υποκειμένου και του εξωτερικού περιβάλλοντος, αναζητώντας την πραγματικότητα, μέσα και μέσω του λόγου (Hinchman & Hinchman, 1997). Διαμέσου, δηλαδή, των μηχανισμών που το άτομο διαμορφώνει ενεργητικά την πρώτη ύλη των εμπειριών του, αποδίδοντας τους νόημα και ακολουθία που τα ίδια τα γεγονότα δεν διαθέτουν, επιδρώντας σε διαφορετικούς βαθμούς στον πολιτισμό τους και δεχόμενοι τις επιδράσεις του (Mink, 1978. Novitz, 1979. Ricoeur, 1983. White, 1987).
Η ανάλυση των συνεντεύξεων στηρίχθηκε στη γλώσσα του κειμένου (Βιδάλη, 1999), προκειμένου να δοθεί έμφαση στις αναδυόμενες από την αφήγηση ιδιότητες. Το υποκείμενο καθίσταται ο προνομιακός συνομιλητής, το σύμπαν του οποίου χρειάζεται να γίνει το αφετηριακό σημείο ερμηνείας της τοξικοεξαρτημένης προσωπικότητας. Έτσι, ο λόγος του αφηγητή αναδεικνύεται, εκτός από μέσο κοινωνικής συναλλαγής και δόμησης της ταυτότητας και ως προσπάθεια κυριαρχίας της ύπαρξης του υποκειμένου στις μορφές και τα νοήματα (Steiner, 1989), καθώς και ως έκφραση της διαλεκτικής σχέσης της ταυτότητας του ατόμου με το κοινωνικό του περιβάλλον (Ricoeur, 1992).
Στη βάση αυτής της παραδοχής η αφηγηματική μορφή με την οποία τα άτομα οργανώνουν και περιγράφουν τις εμπειρίες τους αποκαλύπτει τόσο τις αυτοαναφορικές κατασκευές τους όσο και το πολιτισμικό πλαίσιο ανάδυσης τους, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως λειτουργικά αδιαχώριστο από την ατομική συμπεριφορά, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την κοινωνιολογική αξία των αφηγηματικών συνεντεύξεων. Έτσι, οι αφηγήσεις ζωής των χρηστών ναρκωτικών ουσιών, για τον εαυτό, τον άλλο, τον κοινωνικό τους κόσμο, τη χρήση, μπορεί να διαφωτίσει τη θέση που κατέχει το ναρκωτικό στην εσωτερική δόμηση της πραγματικότητας, την οποία έχουν διαμορφώσει προκειμένου να αντιληφθούν τον κόσμο και να προσανατολιστούν μέσα σε αυτόν και παράλληλα να επιτρέψουν την ανάδυση στοιχείων που διαπλέκουν τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Βέβαια, η προσπάθεια του ερευνητή να ανασύρει τις εσωτερικές νοηματοδοτήσεις που έχει ο εξαρτημένος προσδιορίζεται από την προσωπικότητα του, τη βιογραφία του και την προσωπική του κοσμοαντίληψη. Προσδιορίζεται, επίσης, από την οπτική γωνία που αντικρίζει το πρόβλημα της χρήσης και της εξάρτησης. Αποτελεί μια ασθένεια, μια δυσλειτουργική συμπεριφορά, μια αντιδραστική στάση, μια αυτοκαταστροφική έξη, ένα οικογενειακό ή/και κοινωνικό σύμπτωμα, ένα κοινωνικό φαινόμενο με προβληματικές διαστάσεις; Η εκάστοτε οπτική και αντίληψη του φαινομένου από τον ερευνητή, η θεωρητική του δηλαδή κατασκευή, θα δημιουργήσει το αντίστοιχο πλαίσιο της ερευνητικής σχέσης και εφαρμογής. Η ερευνητική πρακτική του δεν εξαρτάται μόνο από την αντικειμενική πραγματικότητα της χρήσης, αλλά και από τις νοηματοδοτήσεις και τις ερμηνείες της. Στο πλαίσιο επομένως αυτό πρέπει να αξιολογηθεί και η ερμηνευτική προσπάθεια του ερευνητή.
Επειδή, βέβαια, η προσπάθεια κατανόησης έχει πολλές διαστάσεις, οφείλει κανείς να κατανοήσει τη χρήση ως προς όλες τις διαστάσεις της (κοινωνικές, ατομικές, οικογενειακές), χωρίς η θεωρητική του προσέγγιση να στέκεται εμπόδιο σε αυτή την κατανόηση, ενώ οι υποθέσεις του χρειάζεται να αποτελούν έναν οδηγό πλοήγησης και όχι μια απόλυτη αλήθεια. Η υπέρβαση αυτή οδηγεί την έρευνα σε μια συστημική ανάλυση του φαινομένου, όπου η χρήση δεν θεωρείται ως απόρροια της προσωπικότητας του εξαρτημένου, αλλά ως συμπεριφορά που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων, το οποίο επηρεάζει την εμφάνιση και την ένταση του. Επίσης, στην ψυχαναλυτική θεώρηση που τη θεωρεί ως προϊόν της ιστορικής διάστασης του οικογενειακού και διαγενεακού συστήματος. Άρα κάνει επιτακτική την ανάγκη ενασχόλησης όχι μόνο με το άτομο, αλλά με το άτομο μέσα στα πλαίσια και τους ρόλους του, στην ιστορική τους προοπτική.
Η ερευνητική παρέμβαση αποκτά μια σφαιρική, ολιστική ματιά, τόσο με συστημικούς, όσο και με ψυχαναλυτικούς όρους, συγκλίνοντας και τις δύο προσεγγίσεις με όρους κοινωνικής ψυχοπαθολογίας (Βοσνιάδου, 1997). Αυτό σημαίνει πως οι εξαρτημένοι εκφράζουν, επίσης, μια ψυχοκοινωνική παθολογία. Δηλαδή, οι εσωτερικευμένες αντιλήψεις και η προβληματική της χρήσης ναρκωτικών ουσιών δεν προκύπτουν μόνο από και στο ενδοψυχικό επίπεδο, αλλά και από τις κοινωνικές συνθήκες στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Η τοξικοεξάρτηση ως κοινωνικό φαινόμενο δεν χάνει, επομένως, τις κοινωνικές της καταβολές, αιτιάσεις και προσανατολισμούς, παρά ενσαρκώνεται στο φέρον υποκείμενο, το οποίο ενδοβάλλει, μετουσιώνει και συγκεφαλαιώνει το κοινωνικό και το οικογενειακό στο ατομικό.
Ένα άλλο μεθοδολογικό ζήτημα της ποιοτικής έρευνας αφορά την ποιότητα της ερευνητικής σχέσης με τον αφηγητή. Επειδή η ποιοτική έρευνα δεν αποτελεί, μόνο, μία γνωστική διαδικασία, είναι σημαντικό να τονιστεί η σημαντικότητα της σχέσης που θα πρέπει να αναπτυχθεί μεταξύ ερευνητή και αφηγητή, σχέση αντίστοιχη με αυτή που είχε το άτομο με τους προϋπάρχοντες φορείς της εσωτερικευμένης πραγματικότητας του. Αυτή η σχέση θα επιτρέψει στον ερευνητή να γίνει ο «σημαντικός άλλος» και από αυτή τη θέση θα προσπαθήσει να συγκατασκευάσει με τον αφηγητή μια συνεκτική αφήγηση και ένα διαφορετικό κόσμο, στον οποίο ο τελευταίος θα ανασύρει και ενδεχομένως θα τροποποιήσει τις αξίες και τις στάσεις του.
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με άτομα που βρίσκονται σε θεραπεία απεξάρτησης, έχοντας ο ερευνητής, με επίγνωση του διπλού του ρόλου, παράλληλη θεραπευτική σχέση. Επιπλέον, με επίγνωση του ότι η επαγγελματική μου αφετηρία εκκινά από μια παράδοση ψυχοθεραπευτικής θεωρίας και πρακτικής που ανοίγουν νέες προοπτικές σε βάθος γνώσης, ερμηνείας και ανάλυσης του φαινομένου. Η βιογραφική μέθοδος εστιάζοντας στην υποκειμενικότητα, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και ψυχικά επιβαρυντική για τον ερευνητή. Επιτρέπει ωστόσο τη συγκέντρωση ενός πλούσιου υλικού, το οποίο οργανώνεται από το ίδιο το υποκείμενο. Ο κλινικός επιστήμονας βρίσκεται εδώ σε προνομιακή θέση. Η κλινική του εμπειρία συνιστά ένα προνομιακό πεδίο στη διαχείριση τόσο της υποκειμενικότητας του αφηγητή, όσο και της ψυχικής επιβάρυνσης, που πηγάζει από αυτή (Ιγγλέση 1997). Η ιδιότυπη αυτή κατάσταση τού επιτρέπει μέσα από τη σύγχυση, τις ασάφειες και τις αντιφάσεις, που συνθέτουν τη ζωή των εξαρτημένων, να ανιχνεύσει τις διαδικασίες, επιχειρώντας να δώσει μια ερμηνεία στο φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης.
Από την άλλη η ερευνητική διαδικασία αποτελεί έναν «άλλο» χώρο, με διαφορετικές νόρμες, περιορισμούς, αρχές, στόχους, κλπ. Τα όρια ανάμεσα σε δύο πλαίσια με διαφορετικές λειτουργίες και στόχους (ένα θεραπευτικό και ένα ερευνητικό) δεν μου ήταν πάντοτε σαφή. Αυτό με οδήγησε σε επανεξέταση ζητημάτων και όρων που άπτονται της υποκειμενικότητας, της εμπλοκής μου ως ερευνητή σε αντιδιαστολή με την εμπλοκή μου ως θεραπευτή (δηλαδή ζητήματα μεταβίβασης) και, επίσης, των προκαταλήψεων του κάθε ρόλου.
ΣΚΟΠΟΣ
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους κοινωνικά και οικογενειακά δεδομένα υποκειμενοποιούνται, καθορίζουν τη συγκρότηση της ταυτότητας των εξαρτημένων της έρευνας και αναδύονται σε μια παροντική οπτική μέσω των βιογραφικών αφηγηματικών συνεντεύξεων.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Συμμετέχοντες
Η παρούσα μελέτη θα επικεντρωθεί στη μετα-ανάλυση πέντε αφηγήσεων ζωής που πάρθηκαν στα πλαίσια ενός ευρύτερου ερευνητικού σχεδίου που αφορά τη μελέτη της τοξικοεξαρτημένης προσωπικότητας.
Τα πέντε άτομα που επιλέχθηκαν για τη συγκεκριμένη μελέτη είναι τέσσερις άντρες και μία γυναίκα που βρίσκονται σε διαδικασία απεξάρτησης σε θεραπευτική κοινότητα, με διάρκεια παραμονής πάνω από εννέα μήνες. Η διάρκεια παραμονής στη θεραπεία αποκαθιστά την ψυχική ισορροπία του εξαρτημένου και τον καθιστά περισσότερο ικανό αφηγητή του βίου του. Η επιλογή τους έγινε με βάση το χρόνο παραμονής τους στη θεραπευτική κοινότητα και την ευχέρειά τους να συμμετάσχουν στην έρευνα τη δεδομένη στιγμή. Οι ηλικίες είναι 26 περίπου χρονών κατά μέσο όρο για τους άντρες και η γυναίκα είναι 22 χρονών. Το εκπαιδευτικό επίπεδο κυμαίνεται από έναν τελειόφοιτο ΙΕΚ, δύο απόφοιτους Λυκείου, έναν τελειόφοιτο Β’ Λυκείου και έναν απόφοιτο Γ’ Γυμνασίου. Οι γονείς δύο εξ αυτών διατηρούν το γάμο τους, ενώ των δύο έχει πεθάνει ο πατέρας και των υπόλοιπων δύο οι γονείς είναι διαζευγμένοι. Η κύρια ουσία κατάχρησης είναι για όλους η ηρωίνη.
Εργαλεία
Τα υπό μελέτη δεδομένα της έρευνας προέρχονται από ανοικτές-σε-βάθος-βιογραφικές συνεντεύξεις. Οι βιογραφικές αφηγηματικές συνεντεύξεις θεωρούνται ως ο πιο κατάλληλος τύπος συνέντευξης, εφόσον δίνει τη δυνατότητα στα άτομα να μιλήσουν ελεύθερα για την εμπειρία τους και επιπλέον να την επανασυγκροτήσουν νοηματικά σαν μια ιστορία, την ίδια την ιστορία της ζωής τους (Ναυρίδης, 1994). Μετά τη συνέντευξη ακολούθησε απομαγνητοφώνηση και ανάλυση των βιογραφικών αφηγηματικών κειμένων σε τέσσερα στάδια (Τσιώλης, 2006): α) Ανάλυση της διαδρομής του βίου στη χρονολογική της σειρά, β) κειμενική διάρθρωση της βιογραφικής αφήγησης, γ) δομική περιγραφή, δ) αναλυτική αφαίρεση. Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζεται η ανάλυση των βιογραφικών κειμένων στο τελευταίο της στάδιο, όπου δίνεται έμφαση στη γλώσσα του κειμένου και τα παραγόμενα εξ αυτού νοήματα.
Η βιογραφική μέθοδος αναγάγει τις αφηγήσεις ζωής σε πεδίο μελέτης της διαδικασίας κατασκευής της υποκειμενικότητας, στις συναλλαγές της με το κοινωνικό. Και επιτρέπει τη σε βάθος ανάλυση του ψυχοκοινωνικού Εαυτού, όπως αναδύεται στον αυθόρμητο λόγο των βιογραφικών αφηγήσεων, επικεντρώνοντας στις μεταβατικές περιόδους ζωής και στα αντίστοιχα γεγονότα/εμπειρίες, που καθορίζουν την αντίληψη των αφηγητών για τον Εαυτό, τον Άλλο, το Κοινωνικό τους περιβάλλον και τους τρόπους με τους οποίους το νοηματοδοτούν. Δεδομένου, επίσης, πως στις βιογραφικές αφηγήσεις τα άτομα προσπαθούν να εγκαταστήσουν νοήματα ή σχέσεις ανάμεσα στα γεγονότα που περιγράφουν (Gergen & Gergen, 1997), η βιογραφική προσέγγιση αποτελεί ένα από τα βασικότερα πλαίσια στο οποίο μπορούμε να μελετήσουμε τον ψυχοκοινωνικό κόσμο των υποκειμένων.
Τέλος, οι αναδυόμενες ιδιότητες των βιογραφικών αφηγηματικών συνεντεύξεων χαρτογραφούν την πορεία διαμόρφωσης του εαυτού (Freeman, 1993), μέσω της μνήμης και της συμμετοχής του ατόμου στα συστήματα της κουλτούρας του (Bruner, 1990/1997). Κατά αυτήν την έννοια η ίδια η βιογραφία αποτελεί βασικό μέσο ατομικής, αλλά και πολιτισμικής ανάπτυξης (Polkinghorne, 1988). Γιατί οι βιογραφικές αφηγήσεις δεν αντιμετωπίζονται ως μια «απλή ταξινόμηση αναπαραστάσεων» (Neisser, 1988), αλλά ως πεδία που μπορούν να αποκαλύψουν το ευρύ φάσμα παραγόντων που συνθέτουν την ταυτότητα των αφηγούμενων: προσωπική και οικογενειακή ιστορία, συνείδηση κοινωνικής ένταξης, ενσωματωμένα πρότυπα σημαντικών άλλων, αυτοαντίληψη, αλλά και συναισθηματικές στάσεις απέναντι στον κόσμο. Κατά την ανάλυση της βιογραφικής αφήγησης, το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζεται όχι μόνον στο εμπειρικό περιεχόμενο των λεκτικών εκφορών των συμμετεχόντων, αλλά και στο κοινωνικό τους νόημα. Τα παραπάνω πεδία και το διαφορικό ενδιαφέρον της ανάλυσης καταδεικνύουν την κοινωνιολογική σημασία των αφηγήσεων ζωής.
Ανάλυση των συνεντεύξεων
Στον τρόπο ανάλυσης του υλικού, στο τελευταίο στάδιο ανάλυσης (αναλυτική αφαίρεση), σημαντικό είναι το θέμα της μνήμης, η οποία διαμέσου του συμβολικού συστήματος της γλώσσας ανασυνθέτει την εμπειρία σε νόημα μια δεδομένη στιγμή για αυτόν που βιώνει την εμπειρία. Επίσης, σημαντική είναι η φροϋδική ανάλυση του τραύματος, η οποία φωτίζει μια άλλη σημαντική πλευρά της σχέσης ανάμεσα στην αφηγηματική μνήμη και την εμπειρία.
Ο αφηγηματικός λόγος προσεγγίζεται ως κείμενο, όπου η γλώσσα οργανώνει την εμπειρία σε αφηγηματική μνήμη, δηλαδή, όχι ως αναπαράσταση πραγματικών γεγονότων αλλά ως κατασκευή, σύμφωνα με την κονστρουκτιβιστική θεωρία. Επομένως, αποτελεί ήδη μια μορφή ερμηνείας του βίου καθιστώντας τη δική μου ανάλυση των αφηγήσεων ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας. Το μετα-επίπεδο αυτό συνιστά μια αποδόμηση και μια νέα συμβολοποίηση του λόγου των αφηγητών, όπου κυριαρχούν οι νοηματικές κατασκευές του κειμένου. Στη διαδικασία αυτή χρησιμοποίησα ορισμένες έννοιες της ψυχαναλυτικής θεωρίας, όπως η μνήμη, το πένθος και η ταύτιση και ορισμένες έννοιες της συστημικής θεωρίας, όπως το σύμπτωμα και η κυκλικότητα. Έτσι, «η έννοια της μνήμης ορίζεται ως μια εκ των υστέρων αφηγηματική κατασκευή που επηρεάζεται από σκέψεις και επιθυμίες του παρόντος, γύρω από τις οποίες οργανώνει τα μνημονικά ίχνη και τις φαντασιώσεις που προκάλεσε η συνάντηση με το πραγματικό γεγονός. Η ταύτιση και το πένθος ορίζονται ως μηχανισμοί άμυνας που αναπτύσσονται σε συνάρτηση με ένα τραυματικό γεγονός» (Βιδάλη 1999). Με βάση τη συστημική προσέγγιση η εκδηλούμενη προβληματική συμπεριφορά θεωρείται αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του όλου συστήματος και ορίζεται ως σύμπτωμα αυτής. Επιπλέον θεωρείται ότι αποτελεί το τελευταίο στάδιο σε μια σειρά από ενδιάμεσες, ηπιότερες, αρνητικές καταστάσεις. Η κυκλικότητα αποτελεί μια από τις βασικές έννοιες της συστημικής προσέγγισης. Σε κάθε σύστημα υπάρχει μια κυκλική σχέση ανάμεσα στις δράσεις και αντιδράσεις των επιμέρους ενοτήτων του. Ειδικότερα, στο σύστημα της οικογένειας η κυκλικότητα είναι πιο έντονη από άλλα συστήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί η οικογένεια έχει μια μακρά ιστορία αλληλεπίδρασης, η οποία συχνά περιλαμβάνει όχι μόνο τα μέλη της πυρηνικής αλλά και μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Οι οικογενειακοί μύθοι εμπλέκονται συχνά στις κυκλικές αυτές αλληλεπιδράσεις (Παπαδιώτη-Αθανασίου Β. 2000).
ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Οι τοξικοεξαρτημένοι, όποια δομή και αν έχει η προσωπικότητα τους, είναι σημαδεμένοι από πρώιμους ψυχολογικούς τραυματισμούς, ελλειμματικοί και χωρίς όρια, με έντονη παρορμητικότητα και ανασφάλεια. Είναι άνθρωποι που μέσω της χρήσης αναζήτησαν έναν τρόπο να κάνουν πιο ανεκτή τη σχέση με τον Άλλο (Μάτσα, 2001).
Όλο και περισσότερες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι τα εξαιρετικά οδυνηρά ή τραυματικά γεγονότα, ακόμη και αυτά που βιώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία, δύνανται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας στην ψυχική και τη σωματική υγεία (Felitti, 1991. Golding, Cooper & George, 1997. Kesler & Magee, 1993). Οι παραπάνω ενδείξεις και παραδοχές μπορούν να εξηγήσουν την αναδρομική εμφάνιση των ψυχικών τραυμάτων με τη μορφή εξαρτητικής συμπεριφοράς. Σε αυτή την περίπτωση το ψυχικό τραύμα επενδύεται με συμπεριφορές που μπορούν να αναβιώσουν τα συναισθήματα του πρώιμου τραύματος.
Τα ψυχολογικά τραύματα συνδέονται, επίσης, με την αδυναμία ένταξης ενός γεγονότος του παρελθόντος σε μια νέα συνάφεια, που είναι σύστοιχη με τις καινούργιες εμπειρίες του ατόμου. Η δύναμη των ξεχασμένων γεγονότων βρίσκεται στις συναισθηματικές τους συνιστώσες. «Το τραύμα αναπαρίσταται μέσω της ανάγκης για αντίδραση σε κάτι που στην πρώιμη ηλικία αντιστοιχεί σε απώλεια εαυτού», αναφέρει η Ποταμιάνου (2005). Ακριβώς για αυτό η ανάκληση των γεγονότων αποτελεί ανάμεσα στα άλλα και μια μορφή δικαιολόγησης μιας συγκεκριμένης συναισθηματικής στάσης. Υπό αυτή την έννοια η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες ερμηνεύεται ως μια αντίδραση σε τραυματικά γεγονότα, τα οποία έχουν υποτιμηθεί, με την έννοια ότι δεν έχουν καταστεί γλωσσικά συμβάντα.
Οι εκδηλώσεις και η αναπαραγωγή των οικογενειακών τραυμάτων, τα οποία βιώθηκαν από τις προηγούμενες γενεές, οδηγούν στον προσδιορισμό της γενεαλογικής αιτιοπαθογένειας της τοξικοεξάρτησης και τη συνδέουν με άλλες εκδηλώσεις ψυχικού πόνου, οι οποίες οφείλονται, είτε εξολοκλήρου είτε εν μέρει, στις διακυμάνσεις της ψυχικής ζωής μεταξύ των γενεών. Οι διακυμάνσεις αυτές κορυφώνονται στις μεταβατικές περιόδους, όπως το πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή. Η αρχή της εξαρτητικής συμπεριφοράς συμπίπτει, σύμφωνα με τις περισσότερες καταγεγραμμένες έρευνες με αυτή τη χρονική περίοδο, δηλαδή την εφηβική ηλικία (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν., 2004/ ΚΕΘΕΑ, 2007).
Γνωρίζουμε ότι κατά την εφηβεία επιτελείται μια σύνθεση όλων των συνειδητών και ασυνείδητων πλευρών της προσωπικότητας σε μια ιεραρχία εικόνων του εαυτού που διαρκεί στο χρόνο. Το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης έχει ονομαστεί ταυτότητα. Η σύνθεση αυτή καθοδηγεί την πορεία αυτονόμησης του ατόμου, στη μεταβατική φάση της όψιμης εφηβείας, και πυροδοτεί αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα με πολλαπλούς αποδέκτες. Οι καταστάσεις που οδηγούν στη διαταραχή αυτής της συνθετικής εργασίας για τη διαμόρφωση της ταυτότητας έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία του εφήβου να εισέλθει στο στάδιο του ενήλικα. Ο έφηβος αδυνατεί να ενηλικιωθεί και να ανταποκριθεί στις λειτουργικές ανάγκες της ζωής του, να διαμορφώσει μία καθαρή και ικανοποιητική ιδέα για τον εαυτό του και, τέλος, να εναρμονίσει τη ζωής του με αυτήν του κοινωνικού συνόλου.
Οι παραπάνω καταστάσεις που οδηγούν στη διαταραχή αυτής της συνθετικής εργασίας για τη διαμόρφωση της ταυτότητας και έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία του εφήβου να εισέλθει στο στάδιο του ενήλικα, διαφαίνεται σε όλες τις συνεντεύξεις της παρούσας μελέτης. Το εύρος της κλίμακας μη ενηλικίωσης που καλύπτουν οι περιπτώσεις των εξαρτημένων είναι μεγάλο, σε όλες όμως, αν και σε διαφορετικό βαθμό, κάποιες ανεπάρκειες του Εγώ είναι παρούσες.
Παρότι η χρήση εμφανίζεται στη ζωή του υποκειμένου στην εφηβεία, η λήψη αυτής της απόφασης δεν αντιπροσωπεύει απλώς μια στιγμή στη ζωή των πληροφορητών. Στην πραγματικότητα ο σχηματισμός της απόφασης ή της κύλισης στην εξάρτηση στηρίζεται σε μια μακροχρόνια διεργασία που καταλαμβάνει το σύνολο της ζωής του ατόμου. Η διεργασία αυτή αποτελεί τον τόπο όπου δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της εξάρτησης και συνενώνονται στο σχηματισμό της υποκειμενικής σύνθεσης και δυσλειτουργίας. Ωστόσο οι αντικειμενικές συνθήκες μπορεί να αποτελούν την αναγκαία συνθήκη για την εξάρτηση, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκη και την ικανή. Η συνθήκη της χρήσης ολοκληρώνεται σταδιακά και περνάει μέσα από εκείνα τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο οικειοποιήθηκε τα εξωτερικά αντικειμενικά δεδομένα και υλοποιείται με την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης από το υποκείμενο. Η δράση αυτή αποκρυσταλλώνεται στο παράδοξο σχήμα «μένω φεύγοντας και φεύγω μένοντας» (Μάτσα 2001), το οποίο φαίνεται να έχει μια συγκεκριμένη εφαρμογή για τους εξαρτημένους της παρούσας έρευνας. Η διαγενεαλογική αιτιοπαθογένεια της τοξικοεξάρτησης, με τις δύο παραπάνω κατευθύνσεις – την ύπαρξη ψυχικών τραυμάτων και την αδυναμία μετάβασης στην ενήλικη ζωή- μας οδηγεί στην αναγκαιότητα να διασαφηνιστεί το αντικειμενικό και το υποκειμενικό, το εξωτερικό και το εσωτερικό και οι συγκεκριμένες μορφές που παίρνει η συνάρθρωση τους. Μας παραπέμπει, δηλαδή, στο άτομο το οποίο μέσω της αφήγησης ενθέτει την υποκειμενικότητά του στο οικογενειακό και γενικότερα στο κοινωνικοιστορικό πλαίσιο και όχι στους αντικειμενικούς αιτιολογικούς παράγοντες της τοξικοεξάρτησης.
ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Τα ευρήματα που παρουσιάζονται αφορούν την ανάλυση πέντε βιογραφικών συνεντεύξεων[1] που πραγματοποιήθηκαν στη θεραπευτική κοινότητα του ΚΕΘΕΑ Έξοδος. Η έρευνα αφορά τη μελέτη της τοξικοεξαρτημένης προσωπικότητας μέσα από την καταγραφή των βιογραφιών των συμμετεχόντων. Μέσα από την ανάλυση των κειμένων που παρήχθησαν με τη μέθοδο της βιογραφικής αφηγηματικής συνέντευξης μελετήσαμε διαφορετικές εκδοχές του τρόπου με τον οποίο εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες βίωσαν τα γεγονότα της ζωής τους και επιχείρησαν να διαχειριστούν τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ύπαρξής τους. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται, με συμβολικούς τίτλους, ένα σύντομο ιστορικό του φορέα της βιογραφίας και τα ευρήματα της ανασυγκρότησης της δομής της κάθε περίπτωσης (αναλυτική αφαίρεση), όπου αναδεικνύεται η βιογραφική σημασία που λαμβάνουν ποικίλα συμβάντα στη ζωή των συμμετεχόντων στην έρευνα, ως υποκειμενικοί παράγοντες εμφάνισης της τοξικοεξάρτησης.
Η αφετηρία της ανάλυσης μεταφέρεται από τις κοινωνικές εξαρτήσεις στα υποκείμενα που βιώνουν αυτές τις εξαρτήσεις, με ενδιάμεσο σταθμό την οικογένεια, η οποία, ως η πρωτογενής κοινωνική ομάδα, ασκεί ένα ρόλο άκρως συγκεφαλαιωτικό και διαμεσολαβητικό. Η μελέτη προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα, τι συμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων μέχρι τη στιγμή που οι εξωτερικές, αντικειμενικές συνθήκες αρχίζουν να μετατρέπονται σε συγκεκριμένα ατομικά σχέδια δράσης, προσανατολισμένα στη χρήση ναρκωτικών ουσιών; Πώς βιώθηκε αυτή η περίοδος από τα υποκείμενα; Για να απαντήσουμε, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε την ατομική και την οικογενειακή ιστορία των ανθρώπων, και συγκεκριμένα το τμήμα εκείνο που προηγείται της εκδήλωσης της τοξικοεξαρτητικής συμπεριφοράς. Αυτό που συμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων αυτών μπορεί να κατανοηθεί όταν η ανάλυση του βιογραφικού υλικού θα επικεντρωθεί στο σημείο εκείνο, όπου τέμνονται και συγχωνεύονται το κοινωνικό με το ατομικό, δύο επίπεδα που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς αρθρώνεται η προσωπική ιστορία του εξαρτημένου με την κοινωνική παραγωγή της. Ικανό διαμεσολαβητή στην παραπάνω συνθετική διάρθρωση αποτελεί η αφηγηματολογική εκδοχή του εαυτού των εξαρτημένων της έρευνας, μέσα στο θεραπευτικό περιβάλλον της θεραπευτικής κοινότητας.
Απώλειες
Η Μαρία είναι 22 χρονών. Ζει με τη μητέρα της και τη μικρότερη αδελφή της. Από την αφήγησή της φαίνεται ότι έζησε μια ήσυχη παιδική ηλικία. Ο πατέρας της δούλευε, ενώ η μητέρα της έμεινε στο σπίτι, για να μεγαλώσει τα δύο της παιδιά. Μοναδικό μελανό σημείο οι αψιμαχίες της γιαγιάς της (μητέρας του πατέρα της) με τη μητέρα της. Οι καβγάδες αυτοί έγιναν η αιτία για ένα μεγάλο τσακωμό του ζευγαριού που έφτασε στα πρόθυρα διαζυγίου. Η Μαρία ήταν τότε στην πρώτη δημοτικού και φαντασιωνόταν, πώς θα είναι ως παιδί χωρισμένων γονιών. Η γιαγιά της αυτή είχε μια έντονη αδυναμία στα αγόρια, γεγονός που σηματοδοτούσε μια αρνητική σχέση της Μαρίας μαζί της. Επίσης, από μικρή αμφισβητούσε πολύ τους δασκάλους και ενώ ήταν επιμελής μαθήτρια, ήταν παράλληλα και ατίθαση. Το σκηνικό της παιδικής της ηλικίας αλλάζει με την ασθένεια (καρκίνος) του πατέρα της. Λόγω συχνών επισκέψεων και εισαγωγών στο νοσοκομείο σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ανέλαβε την φροντίδα των παιδιών η γιαγιά. Σε ηλικία 9 ετών χάνει τον πατέρα της. Το γεγονός αυτό στάθηκε ικανό να αλλάξει άρδην τις ισορροπίες στην οικογένειά της και να οριοθετήσει ένα διαφορετικό σκηνικό. Η ατμόσφαιρα είναι πένθιμη και σιωπηλή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μητέρα της αναγκάζεται να εργαστεί με συνέπεια πολλές αρμοδιότητες του σπιτιού να περάσουν στα χέρια της Μαρίας. Επίσης, σε μια συμβολική κίνηση της μητέρας μετακομίζουν σε ένα νέο σπίτι. Στο Γυμνάσιο, αρχικά συνδέεται με κάποιες συμμαθήτριες, όμως πολύ γρήγορα αποκόπτεται από την παρέα. Συντροφευόταν, κυρίως, από ένα συμμαθητή της, κάτι που δεν ενέκρινε η μητέρα της. Παράλληλα στα δεκατέσσερά της ξεκινά τη χρήση κάνναβης. Η περίοδος εκείνη της ζωής της είναι πολύ έντονη. Ενώ δεν παρατά τις υποχρεώσεις του σχολείου ξενυχτά συστηματικά και πάντα συντροφεύεται από κάποιον άντρα, με τον οποίο, συνήθως, κάνουν χρήση μαζί. Αποκτά το στίγμα της ‘χρήστριας’ στο σχολείο και περιθωριοποιείται εντελώς. Κάνει εισπνοές και περιστασιακά ενέσιμη χρήση ηρωίνης από δεκαέξι ετών. Στα δεκαεπτά δοκιμάζει κοκαΐνη, ενώ σταδιακά καταναλώνει ένα συνδυασμό ναρκωτικών (ηρωίνη, κοκαΐνη, κάνναβη και χάπια). Η κατάσταση στην οικογένεια είναι τραγική. Υπάρχουν πολλές εντάσεις και συγκρούσεις με τη μητέρα της. Πολλές φορές τη συλλαμβάνουν για χρήση και κατοχή ναρκωτικών και εν τέλει φυλακίζεται για υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών για δεκαεπτά μήνες. Η αποφυλάκιση τη φέρνει στο κατώφλι ενός Θεραπευτικού Προγράμματος Απεξάρτησης.
Τα ψυχικά τραύματα μιας οικογένειας συνδέονται με επώδυνες απώλειες, εξαφανίσεις και μυστικά (εξαιτίας εγκαταλείψεων, απομακρύνσεων, ή θανάτων) τα οποία οδήγησαν σε ένα παθολογικό πένθος. Η τοξικοεξάρτηση συνδέεται με την ανικανότητα της οικογένειας να επεξεργαστεί καταστάσεις πένθους και αποχωρισμού, οι οποίες τελικά αντισταθμίζονται με μια βίαιη πράξη. Στη συγκεκριμένη αφήγηση η Μαρία μπορεί να συγκριθεί με έναν άνθρωπο-σκιά, μια σκιά που περιφέρεται προσπαθώντας να καλύψει την έλλειψη κάποιου άλλου. Η Μαρία στην τρυφερή παιδική ηλικία είχε επωμισθεί την ευθύνη να διεκπεραιώσει τη διαδικασία του πένθους. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, το ότι ξεκίνησε να έχει προβλήματα μετά το θάνατο του πατέρα της («…εγώ θυμάμαι ότι ήμουνα σκληρή μετά από αυτό ξέρω εγώ, ειρωνική, ειρωνευόμουνα πολύ»).
Η περιγραφή της αντίδρασης της μητέρας της και της αδελφής της («μετά η μάνα μου δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι με τίποτα, η αδελφή μου μύριζε εκεί πέρα τα σακάκια και αυτά»), υπονοεί ένα παθολογικό πένθος, ενώ τα προβλήματα της κοπέλας μας οδηγούν, επίσης, να σκεφτούμε ένα κρυφό δέσιμο που είχε με τον πατέρα της. Σε αυτήν την περίπτωση, η παθολογία της αναδύεται μέσα από το συνδυασμό ενός μη επεξεργασμένου πένθους της οικογένειάς της και τη δική της αδυναμία να επεξεργαστεί ένα προσωπικό πένθος. Το αβίωτο πένθος τη συνόδευσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Η αφήγηση ξεκινά με την περιγραφή ασύνδετων αναμνήσεων από την παιδική ηλικία οι οποίες δείχνουν την καθοριστική σημασία του τραύματος, από το θανάτου του πατέρα της, το οποίο όπως είπε δημιούργησε ένα «πριν» και ένα «μετά» στη ζωή της και καθόρισε τη συνέχεια («Είναι σαν να ήταν μια ζωή που είχα πριν από αυτό και άλλη μια μετά από αυτό, δηλαδή καμία σχέση το ένα με το άλλο»). Συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές το τραυματικό γεγονός να επικαλύπτει όλα τα υπόλοιπα συμβάντα της ζωής. Έτσι η παιδική ηλικία της Μαρίας επισκιάστηκε από το θάνατο του πατέρα της. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς παιδική ηλικία.
Η μητέρα της Μαρίας δεν είχε στηρίγματα να αντέξει το πένθος ούτε και τα ψυχικά αποθέματα. Από το θάνατο του άντρα της και μετά αναγκάστηκε, βέβαια, να ενεργοποιήσει δυνάμεις που υποβόσκανε και να τροποποιήσει το ρόλο της ως μητέρα και νοικοκυρά, σε ένα συγχωνευμένο ρόλο, μητέρας και πατέρα σε συνδυασμό με αυτόν της εργαζόμενης νοικοκυράς («…η μαμά μου ακόμα και τώρα λέει, ότι μεγάλωσε μετά από αυτό», «Εντάξει η μάνα μου άρχισε να γίνεται πιο ρεαλίστρια μετά από αυτό, ξέρω εγώ, μέχρι τότε ήταν πολύ ρομαντική»). Η συστάδα αυτών των ρόλων επιβίωνε κάτω από ένα συντηρητισμό και έλεγχο των απολαύσεων που είχε ως αποτέλεσμα να μην εκφράζει τις πραγματικές της επιθυμίες και ανάγκες.
Από την άλλη η Μαρία δημιούργησε μια εξιδανικευμένη μορφή του πατέρα της («Ο πατέρας μου από την άλλη, δεν τον έβλεπα τόσο πολύ αλλά νομίζω ήταν πιο ελεύθερος, δεν ξέρω πώς να το πω, βασικά με έπαιρνε, βγαίναμε έξω, αλλιώς, η μαμά ήταν μέσα στο σπίτι κολλημένη») και ένα πρότυπο που δεν επέτρεψε την έκφραση και επεξεργασία του θυμού (δικαιολογημένου σε αυτές τις περιπτώσεις) για τον πρόωρο χαμό του πατέρα. Ενός θυμού που δυνητικά θα μπορούσε να ξεσπάσει σε διάφορες κατευθύνσεις: στον ίδιο τον πατέρα (εκεί δεν έχει εκφραστεί ακόμα), σε μεταφυσικές δυνάμεις κλπ.
Η εξιδανίκευση αυτή συνδυασμένη με την αδυναμία διαχείρισης του πόνου της απώλειας (κάτι που δεν της το δίδαξε ούτε η μητέρα της, ούτε συναισθηματικά την υποστήριξε να το ξεπεράσει) είχαν ως αποτέλεσμα τη φαντασιακή αίσθηση ότι ο πατέρας της είναι κάπου κοντά, ζωντανός. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως δεν είχε πάει σχεδόν ποτέ στον τάφο του πατέρα της («Στον τάφο του δεν είχα πάει ποτέ, ακόμα και τώρα, είχα πάει πέρυσι νομίζω, για πρώτη φορά»).
Η ανεπάρκεια του μητρικού στοιχείου στη σχέση με μία πενθούσα μητέρα – που οδήγησε σε μια εξαρτητική σχέση μαζί της («Η μαμά ήταν όλη τη μέρα κολλημένη μαζί μου. Πάνω από το κεφάλι μου όλη μέρα, σε οτιδήποτε έκανα») – και ταυτόχρονα η σχέση με ένα εξιδανικευμένο πατέρα στερούν από τον ψυχισμό του κοριτσιού τη δυνατότητα και τα μέσα για την αλλαγή του αντικειμένου, από το μητρικό στο πατρικό και εμποδίζουν το πέρασμα στη θηλυκότητα. Η λανθάνουσα θηλυκότητα που διακρίνει τη συμπεριφοράς της, στην περίοδο της χρήσης, την οδηγεί σε συντροφικές σχέσεις ανάγκης. Περιγράφει πως συνδεόταν πάντα με κάποιον άντρα – συνήθως εξαρτημένο από ναρκωτικές ουσίες («Εντάξει, συνήθως τότε ήμουνα με κάποιον άνδρα»). Αυτό σημαίνει, επιπροσθέτως, πως μέσω της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, ‘απολάμβανε’ αυτό που δεν είχε στην οικογενειακή της ζωή: έναν άντρα προστάτη, καθοδηγητή, αγαπημένο. Έτσι, στη χρήση ζούσε μια πιο ‘ρεαλιστική’ εκδοχή της ζωής της και συνακόλουθα μια λανθάνουσα μορφή παιδικότητας.
Η απώλεια σε αυτήν την κρίσιμη ηλικία οδήγησε τη Μαρία στο να τοποθετήσει τον εαυτό της στη θέση του πατέρα της και να ζήσει στη σκιά του. Η συνθήκη αυτή έδρασε κατασταλτικά στην υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας της, και επώασε μια τυφλή αντίδραση, η οποία την οδηγούσε σε δράσεις που, ασυνείδητα, θα τη φέρνανε κοντά στον πόνο που είχε βιώσει, αλλά ποτέ δεν είχε εκφράσει («Νομίζω ότι ήταν ταραγμένη εκείνη η περίοδος, ότι ήμουνα πολύ θυμωμένη»). Τέλος, επειδή ο πατέρας της αποτελούσε το απόλυτο πρότυπο για αυτή, είναι ίσως μια φυσιολογική εξέλιξη να προσπαθήσει να αντιγράψει – με ασυνείδητα αντανακλαστικά – ακόμα και την πορεία του στο θάνατο, μια και μέσα από την χρήση φλέρταρε συνεχώς μαζί του («Δηλαδή θυμάμαι ότι δεν, από ένα σημείο και μετά δεν με ενδιέφερε πλέον τίποτα, ούτε και αν πεθάνω»).
Η εξιδανίκευση του προσώπου του πατέρα, είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη απομυθοποίηση της μητέρας, η οποία όντας ζωντανή είχε πολλά μειονεκτήματα. Έτσι ενώ η Μαρία αναφέρεται στη σχέση με τον πατέρα της με όρους που παραπέμπουν σε μια ώριμη ενήλικη σχέση (σχέση που έχει δοκιμαστεί στην εφηβεία από συγκρούσεις και αμφισβητήσεις) με τη μητέρα της περιγράφει μια κόντρα και μια απόσταση. Παράλληλα τη διακατέχει και ένα συναισθηματικό δέσιμο, που είναι υποσυνείδητο και όχι εύκολα εμφανές. Περιγράφει, έτσι, μια ασυνείδητη τάσης εξάρτησης που διατρέχει τη σχέση τους και λαμβάνει μέρος σε όλες τις δράσεις τους.
Τέλος, αναφέρεται, σχεδόν, επιγραμματικά στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της την περίοδο που ήταν εξαρτημένη από τα ναρκωτικά. Πιθανότατα, όπως διαφαίνεται από το σύνολο της αφήγησης, διαπερνά τόσο βιαστικά αυτά τα γεγονότα συναισθανόμενη ντροπή για ότι έζησε εκείνη την περίοδο της ζωής της.
Η αφήγηση της Μαρίας παρουσιάζεται ως μια διαδικασία ανάμνησης, η οποία ξεκινά από το θάνατο και την ανικανότητα προσαρμογής της σε μια νέα πραγματικότητα -χωρίς τον πατέρα- και προχωρά στην ανάπλαση του παρελθόντος. Η αφηγηματολογική επιλογή της εκ των υστέρων οπτικής επιτρέπει την ανατροπή της χρονικής αλληλουχίας. Ο στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η εργασία του πένθους: το εγώ να ξεπεράσει την απώλεια και να στραφεί και πάλι προς τη ζωή. Η συνθήκη αυτή υποδηλώνει καταρχήν την κοινωνική αδυναμία του σημερινού ανθρώπου να εντάξει το θάνατο στη ζωή του και τη συνακόλουθη υποκειμενοποίηση της διαχείρισης των υπαρξιακών δεδομένων. Δευτερευόντως, η έλλειψη τόσο των κοινωνικών προτύπων πένθους, όσο και η οικογενειακή δυσκαμψία και η έλλειψη προσαρμοστικότητας συνδέονται με όψεις που αναφέρονται στη συγκρότηση της προσωπικότητας της Μαρίας. Μιας προσωπικότητας που παραμένει κατά ένα μέρος προσκολλημένη στο πρόσωπο, στην εικόνα του πατέρα – ως ένα αντικείμενο πρωτογενούς επένδυσης – ενώ θα έπρεπε να αποδεσμευτεί, για να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση. Η ίδια προσκόλληση περιγράφεται και με αντικείμενο του πόθου τα ναρκωτικά, η εξάρτηση από τα οποία δείχνει ότι αντιστέκεται να αναλάβει μια προσπάθεια απο-εξιδανίκευσης και απο-ταύτισης της εσωτερικευμένης πατρικής φιγούρας (γεγονός που διαφαίνεται από την άρνηση να επισκεφτεί τον τάφου του), και αποδοχής της ενήλικης πραγματικότητάς της.
Απουσίες
Ο Γιώργος είναι 29 χρονών και ζει στην Αθήνα. Ο γονείς του χωρίσανε, όταν ήταν παιδί. Η σχέση τους ήταν ταραγμένη («τσακωνόντουσαν») με κύρια χαρακτηριστικά την παραβατική συμπεριφορά και την μποέμικη φιλοσοφία του πατέρα και την παρορμητική, ελεγκτική και υποδουλωτική στάση της μητέρας. Η φυλάκιση του πατέρα («Φυλακή μπήκε για ακάλυπτες επιταγές, απάτες προς το δημόσιο βασικά») δημιουργεί καταρχήν μια αμηχανία που επικαλύπτει το γεγονός και σε δεύτερη φάση ένα κενό στις μεταξύ τους σχέσεις με άμεση περιθωριοποίηση του πατέρα («είχε μπει στη φυλακή … είχαν κάποια επικοινωνία, δεν τα ξαναβρήκαν με τη μητέρα μου»). Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια είχε ως ανδρικό πρότυπο τον πατέρα του. Θυμάται όταν ακόμη ήταν ενωμένη η οικογένεια, τις ωραίες βραδιές που έστηνε ο πατέρας του καλώντας φίλους στο σπίτι. Από την άλλη η μποέμικη συμπεριφορά του πατέρα του στάθηκε αιτία έντονων αντιπαραθέσεων στο ζευγάρι με αποτέλεσμα τον οριστικό τους χωρισμό. Με τη διάλυση του γάμου ο Γιώργος και η μικρότερη αδελφή του διαμένουν με τη μητέρα τους, η οποία, για να αποφύγει κυρίως τον έλεγχο των γονιών της, μετακομίζει σε άλλο σπίτι. Πολύ γρήγορα συντροφεύεται από έναν άντρα, ο οποίος αναλαμβάνει πατρικό ρόλο απέναντι στα παιδιά. Ο καινούργιος άντρας της μητέρας του γίνεται αποδεκτός και στην αρχή, όταν ο Γιώργος είναι ακόμη οκτώ χρονών οι συνθήκες ζωής είναι καλές. Αργότερα όμως η μητέρα του άρχισε να διαπληκτίζεται με τον καινούργιο σύντροφό της, με αποτέλεσμα ο Γιώργος και η αδελφή του να τρομοκρατούνται και να φεύγουν από το σπίτι. Στο Γυμνάσιο είχε την εύνοια των περισσοτέρων, επειδή ήταν γιος ενός ανθρώπου που στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας ήταν ο πιο «μάγκας» της περιοχής. Άρχισε πολύ σύντομα να συναναστρέφεται με συμμαθητές του που κάνανε χρήση χασίς και κάπνιζε μαζί τους. Τότε ανακαλύπτει τυχαία πως και ο πατριός του είναι χρήστης χασίς. Όταν του ανακοίνωσε ότι είναι χρήστης, εκείνος όχι μόνο δεν τον επέπληξε, αλλά του ζήτησε να κάνουν χρήση μαζί. Όταν συλλάβανε τον πατριό του με χασίς, στο σπίτι προκλήθηκε πανικός και άρχισαν έντονες αψιμαχίες στο ζεύγος. Πάνω σε ένα καβγά ο πατριός μαρτυρά πως και ο Γιώργος κάνει χρήση χασίς. Στη συνέχεια ο Γιώργος πάει σε νυχτερινό Γυμνάσιο. Εκεί οι συνθήκες είναι υποβαθμισμένες. Πολλοί μαθητές κάνουν χρήση ηρωίνης. Η «ανεξαρτησία» που διαισθάνεται πως νιώθουν τον παρασύρει στην παρέα τους, όπου άμεσα δοκιμάζει και συστηματοποιεί τη χρήση ηρωίνης. Το ανακοινώνει στην οικογένεια του, ως άλλοθι, ρίχνοντάς τους την ευθύνη. Οι καβγάδες γίνονται πιο έντονοι, ενώ δυσχεραίνει και η αντιπαράθεση στο ζευγάρι. Ο πατριός γίνεται βίαιος και η μητέρα του αδυνατεί ακόμη και να τον διώξει. Όταν τελικά χωρίζουν ο Γιώργος παραμένει για ένα διάστημα στο σπίτι φοβούμενος τις ενέργειες του πατριού του. Τότε για πρώτη φορά σταματά να κάνει χρήση, για λίγο όμως διάστημα. Στη συνέχεια δοκιμάζει να σταματήσει τη χρήση με κατασταλτικά χάπια. Εκείνη την περίοδο έχει καταθλιπτικά συμπτώματα και αυτοκτονικές τάσεις. Εν τω μεταξύ η μητέρα του συντροφεύεται από νέο άντρα, ο οποίος επιχειρεί να βοηθήσει και στην περίπτωση του Γιώργου. Η συμπεριφορά του Γιώργου όμως χειροτερεύει συνέχεια με αποκορύφωμα να κλέψει χρήματα από το νέο σύντροφο της μητέρας του. Το γεγονός αυτό την εξαγριώνει και τον διώχνει από το σπίτι. Για δύο χρόνια σε ηλικία εικοσιτεσσέρων έως είκοσι έξι ετών έζησε μακριά από το σπίτι. Στο διάστημα αυτό έζησε ως τρωγλοδύτης. Ζητιάνευε στα φανάρια και διέμενε σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Η μητέρα του αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή του. Όταν ξαναγύρισε στο σπίτι, τον υποδέχθηκαν εγκάρδια, αλλά του θέσανε ως προϋπόθεση να απευθυνθεί σε ένα Θεραπευτικό Πρόγραμμα Απεξάρτησης. Έτσι, βρίσκεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Ισπανία. Μετά από πέντε αποτυχημένες απόπειρες απεξάρτησης στην Ισπανία, εντάσσεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Ελλάδα.
Η περίπτωση του Γιώργου μας παραπέμπει στις περιπτώσεις εκείνες που τα οικογενειακά ψυχικά τραύματα απορρέουν από συζυγική ρήξη και παραπτωματικές πράξεις του πατέρα. Ο Γιώργος, μέσω της κοινωνικής και σωματικής του κατάρρευσης, «καταγγέλλει» την ύπαρξη αυτού του γεγονότος, ενός πατέρα που υπήρξε αντιφατικός και χειριστικός («Δεν έκανε ποτέ του καμιά δουλειά, είχε πάντα στο μυαλό του να κάνει μεγάλες επιχειρήσεις, έκανε πατέντες ότι να’ναι, ταξί δούλευε, στη νύχτα προστασία σε μαγαζιά») και μιας ελεγκτικής μητέρας («Προσγειωμένη, θέλει να ελέγχει τα πάντα, έστω και το παραμικρό αν δεν περάσει από το χέρι της δεν είναι καλά τα πράγματα. Το ίδιο κάνει με τον τωρινό της άντρα»), που συμβάλανε στη δημιουργία οικογενειακών μύθων με επώδυνα αποτελέσματα και δυσμενείς, αντιφατικές επιρροές στον ίδιο.
Οι τραυματικές εμπειρίες της οικογένειάς του γεννήσανε μύθους και προλήψεις σχετικά με τις αποδεκτές οικογενειακές συμπεριφορές και πρότυπα ζωής, που μεταφέρθηκαν στην επόμενη γενιά. Ένα τέτοιο διαγενεακό pattern που καταδιώκει, πατέρα και γιο, είναι η εντολή «να κάνουν κάτι μεγάλο». Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: α) «Ο παππούς ο Αντώνης (πατέρας του πατέρα του), δεν τον έχω γνωρίσει, όλοι λέγανε ότι ήταν μεγάλος και τρανός, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω», β) «Ήταν περήφανος για τη ζωή του για όλα αυτά που πέρασε – ο άλλος του παππούς- ήταν κομμουνιστής, εξορίες» και γ) «Και καλά επειδή μπλεκόταν στη νύχτα, δεν ξέρω, κι οι φίλοι του ακόμα και τώρα λένε, ο πατέρας σου έχει κάνει!»). Η εντολή αυτή λειτούργησε στον άξονα του μεγαλειώδη πατέρα και έκανε το Γιώργο να νιώθει μειονεξία απέναντι σε όλους. Ο πατέρας του στο πλαίσιο της μεγαλομανούς συμπεριφοράς του είχε διαμορφώσει στην τοπική κοινωνία το προφίλ ενός ανθρώπου με «μάγκικα» χαρακτηριστικά («θεωρούσα ότι ο πατέρας μου ήταν κάτι πολύ μεγάλο, έτσι όπως μου το λέγανε οι φίλοι του», «όλοι τον είχαν για το μάγκα που πέρασε στην περιοχή, στην αρχή μ’ άρεσε, με πλησιάζανε για αυτό το λόγο»). Από την άλλη η ανοχή της μητέρας («οι γονείς της δεν την αφήναν να βγαίνει μετά το χωρισμό της») διαμόρφωσε ένα πλαίσιο με αξιακό περίγραμμα την αντίληψη «ανήκω χωρίς όρους» («Γύρισα στο σπίτι πάλι υπό όρους, πάλι δηλαδή το ίδιο πράγμα, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου μετά τα 15 μου χρόνια είναι σπίτι πάντα υπό όρους»), που τον οδήγησε σε μια σταδιακή φυγή από την πραγματικότητα, την οποία ως παιδί θεωρούσε ανεξαρτησία και στη διαφυγή των ναρκωτικών («είχα γραφτεί στο νυχτερινό σχολείο έψαξα για δουλειά να το παίξω ανεξάρτητος μη με πολυζαλίζετε εμένα, εκεί είχε πολλούς χρήστες, δεν ξέρω πως έγινε … με τράβαγε ότι κανείς δεν τους έλεγε τίποτα, ούτε οι καθηγητές έτσι δοκίμασα μου άρεσε με το που ξεκίνησα κατευθείαν»). Αυτό είχε ως συνέπεια μια διασπασμένη, πολυκερματισμένη ταυτότητα, που δεν του επέτρεψε την αξιοποίηση όλων των εσωτερικών φωνών και την εκδήλωση περισσότερο ρεαλιστικών αναφορών και προσδοκιών.
Η κατάρρευση του πατρικού προτύπου ήταν οδυνηρή («πάλι λεφτά θέλεις, δανεικά ζήταγε για να κάνει κάποια δουλειά… πούλησε το σκύλο μου γιατί δεν είχε λεφτά, τον είχα σιχαθεί»), όχι όμως αποδεκτή από το Γιώργο. Ακόμη και η εμφανής απόρριψη του πατέρα από τη μητέρα και τους συγγενείς της, που έτεινε να ταυτίζει τη συμπεριφορά του Γιώργου με αυτή του πατέρα του («ίδιος ο Βαγγελάκης μου έλεγε η γιαγιά, ενώ εγώ ήμουν περήφανος, εκείνη το έλεγε σαν να με μάλωνε»), είχαν ως αποτέλεσμα να την ενδοβάλλει, παρά τον αντίθετο φαινομενικά στόχο. Η ανοχή της μητέρας ήταν οδυνηρή, επίσης, και τον οδηγούσε στη διαγενεακή εντολή να κάνει κάτι μεγάλο για εκείνη. Η συζυγική σχέση εμφανώς διατρεχόταν από έναν πόλεμο, ανάμεσα στην πατρογονική και στη μητρογονική γραμμή, σχετικά το ποια πρότυπα θα κυριαρχήσουν. Και οι δύο ταυτίσεις – η συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο, ενός μεγαλειώδους με έναν αποτυχημένο πατέρα, και μια ελεγκτική, αλλά αδύναμη μητέρα – διαμορφώσανε συνθήκες ακινησίας. Ανάμεσα σε ένα αδρανή μητρικό σχέδιο και σε ένα διασπασμένο πατρικό, ο Γιώργος κινήθηκε μεταξύ του συμβιβασμού και της αντίθεσης, διότι η εσωτερίκευση των δύο αυτών σχεδίων τον οδήγησε σε μια πάλη, φανερή ή λανθάνουσα, που τον καθήλωνε («κάτι φάρμακα που με κρατάγανε σε καταστολή, θυμάμαι ούτε να φάω δεν μπορούσα, φωνάζανε να συνέλθω να φάω και μετά ξανακοιμούμουνα, δεν ήμουνα καλά για πολύ καιρό είχα πάθει κατάθλιψη, δηλαδή δεν ήθελα να κάνω τίποτα, τους έλεγα ότι θέλω να αυτοκτονήσω, τους τα ‘λεγα και τα πίστευα»).
Η ακινησία οδήγησε στην απουσία («μετά είχα αποκοπεί πολύ από τους φίλους, είχα πέσει πολύ, δεν με ένοιαζε»). Η απουσία νοηματοδοτεί την ύπαρξή του και ενισχύει το ανήκειν. Ο Γιώργος ανήκει μέσα από την απουσία/την ανυπαρξία. Τα ναρκωτικά δημιούργησαν αυτό το αίσθημα της απουσίας, δημιουργώντας μια νεκρή ζώνη («η μάνα μου με έδιωξε από το σπίτι έζησα στο δρόμο, κοντά στα δυο χρόνια, δεν είχα καμιά επαφή με το σπίτι»). Η περίοδος που ζει μακριά από την οικογένειά του, εξαθλιωμένος και μόνος, αποτυπώνει μια φάση της εξελικτικής του διαδικασίας, όπου ο Γιώργος πραγματοποιεί μια επανάληψη: σταματά τις εσωτερικές διεργασίες, αναβιώνει εμφατικά την αίσθηση ανημποριάς και βυθίζεται σε μια περιοχή εσωτερικής αποστέρησης («είχα φτάσει στο σημείο να λυπάμαι τον εαυτό μου…»). Σε αυτό το διάστημα της χρονικής ακινησίας, δεν βιώνει συνειδητά τη ζωή του, σαν να μην έχει υπόσταση. Μέσα στη δίνη της ανυπαρξίας προσπαθεί να δραματοποιήσει και να διεκτραγωδήσει τα τραυματικά ρήγματα για να τους δώσει νόημα, πάντα με καταλύτη τα ναρκωτικά και με μια επίφαση συνειδητοποίησης («ένα πρωί ξύπνησα, είχα πέσει από το παγκάκι, με κοιτούσε ο κόσμος, ένιωσα σαν ένας σκύλος που τον κοιτούν οι περαστικοί»).
Στην κρίσιμη φάση της εφηβικής ηλικίας, την περίοδο της αναζήτησης ταυτοποιητικών προτύπων, ήρθε αντιμέτωπος με το ερώτημα που μπορώ να τοποθετηθώ μεταξύ του πατέρα μου και της μητέρας μου. Μεταξύ των ‘καλών’ και των ‘κακών’ προτύπων. Είναι η στιγμή που αναζητεί για τον εαυτό του μια ταυτότητα, η οποία είναι το προϊόν μιας διαλεκτικής κίνησης ανάμεσα σε μια διαδικασία ταυτοποίησης και σε μια διαδικασία διαφοροποίησης («Το μέλλον το δικό μου κάποιος άλλος έπρεπε να το καθορίσει»). Στην περίπτωση του Γιώργου παρατηρούμε μια αδυναμία να πάρει θέση απέναντι στα διαφορετικά, ετερογενή και πολυδιάσπαστα στοιχεία των οικογενειακών επιρροών. Οι ψυχικές διαδικασίες που διαδραματίζονται – ιδιαίτερα η ταυτοποίηση και η εξιδανίκευση – δεν λειτούργησαν επαρκώς στην κατεύθυνση της σύνδεσης αρχών, αντικειμένων και ολοτήτων και την απαρτίωση της προσωπικότητάς του. Από τις αντιφατικές επιρροές αναδύονται συγκρούσεις, ενδοψυχικές και ενίοτε διαπροσωπικές. Οι συγκρούσεις αυτές στην προεφηβική ηλικία θα πάρουν τη μορφή της «φυγής». Τάσεις φυγής από το σπίτι («θυμάμαι –μετά από δύο χρόνια απουσίας από το σπίτι- παραμονή Χριστουγέννων [παύση] ήμουνα στα φανάρια, δεν είχε αυτοκίνητα ζητιάνευα…σκεφτόμουνα πώς τα περνάν οι γονείς μου») και από τη ζωή («-έκανα χρήση- πιστεύω ότι είναι να αποφύγω καταστάσεις που δεν μου αρέσανε, βασικά ένιωθα μικρός μέσα στην οικογένεια, μικρός πιστεύω, δεν μπορούσα να βρω τρόπο, ξέρω ‘γω, ένιωθα ότι δεν μπορώ εγώ να κάνω πράγματα σαν τους άλλους, ανήμπορος δηλαδή, από μικρός το έχω ότι δεν μπορώ να κάνω πράγματα δηλαδή, παρόλο που δεν το χα πάρει από κανέναν…»). Διαμορφώνεται σταδιακά η περίοδος της ανυπαρξίας, το κενό. Το κενό γεννά μια σιωπή, μια ατομική και κοινωνική αδράνεια που αντιπροσωπεύει το παράπτωμα και την αποτυχία του πατέρα και την ανοχή της μητέρας ( «….όλοι μου ‘λέγαν ότι μπορείς να κάνεις πράγματα. Από μόνος μου αισθανόμουνα ότι δεν μπορώ να κάνω πράγματα…έβλεπα την Κατερίνα (την αδελφή του) να μετρά περισσότερο ο λόγος της, εμένα μέτραγε ο λόγος μου πάντα σαν παιδάκι. Έκανα χρήση για να βγω από πάνω βασικά από την Κατερίνα τον Γιάννη (τον πρώην σύντροφο της μητέρας του) τον ίδιο μου τον εαυτό βασικά, ότι κάτι κάνω και εγώ»). Η ελαττωματικότητα της πατρικής εικόνας είναι προϊόν της κοινωνικής έκπτωσης, την οποία βιώνει ο πατέρας προτείνοντας στο γιο του μια αντιφατική εικόνα προς ταυτοποίηση (μάγκας και αποτυχημένος παράλληλα). Τον φέρνει αντιμέτωπο με μια παράδοξη επιταγή, που συνακόλουθα τον ωθεί στην επιθυμία να βγάλει τη μητέρα του από την ουδετερότητα.
Αλλά και στη συνέχεια, ο τρόμος, η έλλειψη, η ταπείνωση που βιώνει αντιμέτωπος με μια καινούργια τραυματική εμπειρία, όντας εξαθλιωμένος από τη χρήση και την περιθωριοποίησή του, είναι εξαιρετικά επώδυνα και αφήνουν εν-τυπώματα διαρκείας που αναζωπυρώνουν τα παλαιότερα τραυματικά ίχνη. Η μόνη του άμυνα είναι οι τραυματικές εμπειρίες να καθίστανται ως ξένο σώμα που ο ίδιος κάθε φορά, σε μια κατάσταση αφόρητης παθητικότητας, αδυνατεί να «βιώσει». Αδυνατεί να νοηματοδοτήσει τα τραυματικά γεγονότα, να τα συνδέσει με μνήμες, λόγια, φαντασιώσεις και να τα ενσωματώσει στην προσωπική του ιστορία. Η απουσία, η ανυπαρξία και η άρνηση παραμένουν μόνη διέξοδος ψυχικής επιβίωσης και παίρνουν τη θέση του υπαρξιακού νοήματος της ζωής του. Αυτό που διαπραγματεύεται, μέσα από τη διακινδύνευση και τη συρρίκνωση του συναισθήματος, είναι η ζωή και ο θάνατος, όχι μόνο του σώματος – μέσα από τη χρήση ναρκωτικών, αλλά και το θάνατο του υποκειμένου στη συμβολική του διάσταση – μέσα από την απουσία του.
Δυσλειτουργίες
Ο Γιάννης είναι 27 χρονών. Οι γονείς του ζούνε μαζί έχοντας όμως μια άκρως δυσλειτουργική σχέση. Η ζωή του σημαδεύτηκε από επώδυνα γεγονότα, που διέρρηξαν την αίσθηση του «ανήκειν» και δημιουργήσανε τις προϋποθέσεις ύστερων ψυχικών τραυμάτων. Οι γονείς του ξεκίνησαν το γάμο τους με τις χειρότερες προϋποθέσεις, βρισκόμενοι παράλληλα σε δεινή οικονομική θέση. Ο πατέρας του είχε ένα ατύχημα, όταν ο Γιάννης ήταν σε ηλικία πέντε χρονών. Έζησε από θαύμα («σώθηκε από θαύμα τελικά»), οι συνέπειες όμως του ατυχήματος ήταν καταστροφικές («του πήρε καιρό να θυμηθεί ονόματα και πρόσωπα»), μια και μετά από αυτό άλλαξε η συμπεριφορά του πατέρα του («έγινε άλλος άνθρωπος»), ο οποίος άρχισε να πίνει πολύ και να πηγαίνει με άλλες γυναίκες («μανία με τις γυναίκες είχε κι έπαιρνε κι εμένα μαζί του σε αυτά τα μαγαζιά»). Η σχέση του πατέρα του με τους γονείς του επιδεινώθηκε («δεν μπορώ να θυμηθώ τον λόγο που μάλωνε με τον παππού»), με αποτέλεσμα ο Γιάννης να βρεθεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, στους παππούδες που υπεραγαπούσε και στους γονείς του με τους οποίους είχε μια δύσκολη σχέση. Τέλος, ο θάνατος των παππούδων συνέβαλε εκ νέου στη διάρρηξη της αίσθησης του «ανήκειν», δεδομένης της ιδιαίτερης σχέσης που είχε αναπτύξει μαζί τους («ήμουνα μπροστά στο θάνατο της γιαγιάς»). Το πένθος έχει προσωποποιηθεί στο Γιάννη, ο οποίος έχει μυθοποιήσει το πρότυπο ζωής των παππούδων του («δεν πρόκειται να ξαναβρώ ανθρώπους σαν κι αυτούς…»). Τέλος, η αφήγησή του δημιουργεί ασυνέχειες και ο ίδιος είναι νευρικός και αγχωμένος. Διαφαίνεται η διασπαστική αντίληψη που δημιουργεί για τον εαυτό του και την οικογενειακή του ιστορία. Είναι, καθ’ ομολογία του, συναισθηματικά αποστερημένος από τους γονείς του, πληγωμένος και χωρίς προσανατολισμό. Η μητέρα του δούλευε από πολύ μικρή στα χωράφια, ενώ στα δεκατρία μετακόμισε με την οικογένειά της στην πόλη, προκειμένου να συμβάλλουν στην καλύτερη μόρφωση του μικρού της αδελφού. Για να αποφύγει τη σκληρότητα του περιβάλλοντός της, παντρεύεται τον άντρα της, ο οποίος προέρχεται από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Είναι ο πρώτος έρωτας και τελευταίος έρωτας της ζωής της, ενώ παράλληλα γίνεται αποδεχτή και από τους γονείς του άντρα της. Όταν έμεινε έγκυος, ο άντρας της φλέρταρε την αδελφή της. Δεν τόλμησε όμως να τον χωρίσει, δεδομένου πως φοβόταν την κοινωνική κατακραυγή και δεν είχε οικονομικά και συναισθηματικά στηρίγματα. Στην πορεία, ενώ κάνανε τρία παιδιά, ο γάμος τους είχε προβλήματα. Η συμπεριφορά του πατέρα του Γιάννη, άλλαζε προς το χειρότερο: έγινε μέθυσος, έβριζε και σύχναζε συνέχεια στο καφενείο. Η σχέση απόκτησε μια συμβατικότητα και απονεκρώθηκε συναισθηματικά. Τα δύο πρώτα παιδιά έχουν μια λειτουργική συμπεριφορά, ενώ ο Γιάννης δημιουργεί συνέχεια προβλήματα. Η μητέρα του αναγκάζεται για οικονομικούς λόγους να εργαστεί και χάνει περισσότερο τον έλεγχο των παιδιών. Ο πατέρας του πάει από το κακό στο χειρότερο, μένει άνεργος και περιφέρεται στα καφενεία. Τα παιδιά του ντρέπονται για αυτόν και ο Γιάννης προκαλεί ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Εκείνη την περίοδο ο Γιάννης, στα δεκατρία του δοκιμάζει κάνναβη. Συνεχίζει να έχει παραβατική συμπεριφορά και να κάνει χρήση κάνναβης ως τα δεκάξι, όπου δοκιμάζει αμφεταμίνες, παραισθησιογόνα και κοκαΐνη. Παράλληλα διατηρεί μια σχέση με μια κοπέλα, η οποία του συμπαραστέκεται στις δύσκολές του στιγμές. Παρότι δεν έχει καλές σχέσεις με τους γονείς του, κλείνεται συστηματικά στο σπίτι, φοβούμενος την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Κάνει χρήση με τον αδελφό του, ο οποίος αργότερα εμφανίζει ψυχιατρικά προβλήματα (ψύχωση). Στο στρατό κάνει συστηματική χρήση και να έχει παραβατική συμπεριφορά. Όταν απολύεται καταναλώνει ένα συνδυασμό ναρκωτικών ουσιών και εγκαταλείπει το σπίτι του για τρία χρόνια. Τα χρόνια της απουσίας του από το σπίτι έζησε με μια γυναίκα, από την οποία είχε πρόσβαση σε ναρκωτικές ουσίες. Όταν ξαναγύρισε στο σπίτι έκανε χρήση ηρωίνης με αυτοκαταστροφικό τρόπο. Κλείστηκε ξανά στο σπίτι, αποσύρθηκε από τη ζωή και δεν τον ενδιέφερε τίποτα. Σε αυτή τη φάση, μετά από πιέσεις της οικογένειάς του και κυρίως της μητέρας του αποφάσισε να απευθυνθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης.
Η αποσιώπηση των συναισθημάτων των γονέων και η επιβολή της σιωπής αυτής στα συναισθήματα του παιδιού -μελλοντικού χρήστη- τοποθετεί τη γέννηση των συμπεριφορών του Γιάννη, στην πορεία του ως την εξάρτηση, στην αδυναμία του να αναγνωρίζει τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα που βιώνει και ακόμα λιγότερο να τα νομιμοποιεί, γεγονός που έχει σαν αιτία τη λειτουργία, από την πλευρά των γονιών, μηχανισμών διαστρέβλωσης, απόκρυψης και καμουφλαρίσματος σε θέματα που τοποθετούνται στη σκιά, για την οικογένεια. Επιπροσθέτως, τα συναισθηματικά του στηρίγματα – ο παππούς του και η γιαγιά του – θα φύγουν απρόοπτα από τη ζωή και θα βυθίσουν ακόμη περισσότερο τον Γιάννη στην ανυπαρξία. Ο Γιάννης στην αφήγηση μοιάζει να «ξαναζωντανεύει» τις συγκινήσεις της παιδικής του ηλικίας, των οποίων η έκφραση είχε απαγορευτεί από τους ψυχικά ανήμπορους και κατεστραμμένους γονείς, διατηρώντας με κάθε τρόπο τη γονεϊκή απαγόρευση, εφόσον χειραγωγεί τα συναισθήματα του μέσω της ναρκωτικής ουσίας. Έκδηλη είναι η παρουσία ενός ντροπιαστικού οικογενειακού μυστικού το οποίο είναι καμουφλαρισμένο πίσω από τη γενικότερη εντύπωση του «δεν τρέχει τίποτα» (ο πατέρας του λίγο πριν το γάμο με τη μητέρα του επιχείρησε να ερωτοτροπήσει με την αδελφή της μέλλουσας γυναίκας του, γεγονός που καθόρισε την ποιότητα της σχέσης τους για όλα τα επόμενα χρόνια). Μοιάζει ο Γιάννης μέσω της χρήσης ναρκωτικών ουσιών να προσπαθεί να θεραπεύσει την έλλειψη της συναισθηματικής ανταπόκρισης των γονιών του και την επιμονή του δικού του αντιδραστικού και υπερβολικού παιδικού μίσους. Το μίσος αυτό, βέβαια, δεν καταγράφεται με σαφήνεια, δημιουργεί ενοχές, ντροπιαστικά συναισθήματα και προσωπικά αδιέξοδα, δεδομένου ότι αντιπαρατίθεται με το πρωταρχικό συλλογικό υπαρξιακό του δεδομένο που παράγεται από την οικογένεια, τον πρωταρχικό, δηλαδή, πυρήνα από τον οποίο προέρχεται και στον οποίο ανήκει.
Η ρήξη αυτή δημιουργεί έναν τραυματικό εαυτό, έλλειψη υπαρξιακού προσανατολισμού, με εμφανή στοιχεία ανεπάρκειας νοήματος σε όλα τα επίπεδα δράσης ή μη δράσης («άρχισα να κλείνομαι στο σπίτι, τα είχα βαρεθεί όλα, να ασχολούμαι με τον κόσμο, να κοιμάμαι με όλο αυτό το φόβο το βράδυ, να είμαι καχύποπτος…»). Τα τραυματικά γεγονότα παρίστανται ως ρήγματα στο ψυχικό γίγνεσθαι πού διαγράφεται πριν και κατόπιν αυτών. Υπάρχει ρήγμα νοήματος, ρήγμα αιτιότητας, ρήγμα στο συνεχές πού δομείται μέσα από τους μετασχηματισμούς της παράστασης και τις ταυτιστικές θέσεις που καταλαμβάνει διαδοχικά το υποκείμενο («δεν με ενδιέφερε τίποτα τα τρία τελευταία χρόνια όση χρήση κι αν έκανα δεν με γέμιζε τίποτα έκανα χρήση μόνο για να κοιμάται το μυαλό να μη σκέφτομαι»). Το παραπάνω ρήγμα επανέρχεται διαγενεακά, μεταμορφώνεται και συμβολοποιείται στο κώμα που έπεσε ο πατέρας του μετά το ατύχημα. Ένα κώμα που επανέρχεται συμβολικά μέσα από τη χρήση ουσιών – αλλά και κυριολεκτικά με τα αλλεπάλληλα περιστατικά υπερβολικής δόσης. Το ίδιο περιγράφει και για τον παππού του, ο οποίος μετά το θάνατο της γυναίκας του, άρχισε να πίνει («μόλις πέθανε η γιαγιά ο παππούς άρχισε να πίνει, δεν έπινε ο παππούς»), γεγονός που τον οδήγησε αίφνης σε ένα θανατηφόρο ατύχημα («ήταν μεθυσμένος… και έπεσε από τα σκαλιά και χτύπησε στο κεφάλι. Σαν κάτι να άλλαξε μέσα μου … καθόμουν μέσα στο σπίτι κλεισμένος, ούτε έτρωγα ούτε τίποτα»). Φαίνεται πως ένα pattern που επαναλαμβάνεται είναι οι άντρες της οικογένειας στα δύσκολα να πέφτουν σε «κώμα», να αποσύρονται. Στην αφήγηση, ενώ χρονικά δεν συνδέονται, φαίνεται ο ίδιος να συνδέει το ψυχικό τραύμα του θανάτου του παππού και της γιαγιά με την πρώτη εμπειρία χρήσης κάνναβης («πέρασα πολύ πόνο με αυτά που έγιναν με τον παππού και την γιαγιά, κι έφτασα στα μέσα της πρώτης Γυμνασίου να κάνω χρήση ινδικής κάνναβης…»)
Σ’ αυτή την προοπτική, η αποδιοργανωτική ισχύς του τραύματος απειλεί την επαναδιαπραγμάτευση του παιδικού βιώματος στην εφηβεία, την ιστορικοποίηση του παρελθόντος και δυσχεραίνει την ταυτοποιητική διαδικασία. Ο έφηβος Γιάννης δεν μπορεί να επαναδιαπραγματευτεί εκ των υστέρων τα παιδικά ψυχικά τραύματα και να τους δώσει φαντασιακές και αιτιολογικές παραστάσεις, χωρίς να ακινητοποιήσει το παρόν στη θανατηφόρα επανάληψη της τραυματικής εμπειρίας, μέσω της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
Σε αυτό συμβάλλει η εσωτερικευμένη αντίληψη ότι η αποφυγή των οδυνηρών αναμνήσεων, λειτουργεί εξισορροπητικά στο οικογενειακό σύστημα, παρόλο που αντικειμενικά διαταράσσει τις οικογενειακές σχέσεις και προκαλεί περισσότερα προβλήματα. Έτσι ο Γιάννης, θυσιάζοντας τις προσωπικές του αναφορές, γίνεται μέρος ενός συστήματος που όλοι θυσιάζουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις στο βωμό του ανήκειν. Και όλοι εμπλέκονται στους υφιστάμενους μηχανισμούς της οικογένειας να ενσωματώνει τα μέλη της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ένας από αυτούς είναι η δημιουργία τριγώνου ανάμεσα στη μητέρα και το Γιάννη, ο οποίος επιλέγεται προκειμένου να επιλύονται οι συζυγικές συγκρούσεις, με τους γονείς να επικεντρώνουν την προσοχή τους στο παιδί που ορίζεται ως άρρωστο ή κακό.
Η δυσλειτουργική συζυγική σχέση («μια τυπική διαδικασία γάμου, μπορεί άμα δεν ήμασταν εμείς να είχανε χωρίσει», «δεν είχανε ποτέ σχέση, να μιλήσουν ως ανδρόγυνο») οδήγησε σε διαφορετικά αντιφατικά σχέδια για το μεγάλωμα του Γιάννη, η σύνθεση των οποίων ήταν προβληματική («δεν το άντεχα όλο αυτό που γινόταν στο σπίτι και μεγάλος που ήμουνα δεν ξέρω σαν να μην ήθελα να είχα καμία σχέση με του γονείς μου»… «από τη στιγμή που εκείνοι δεν είχαν σχέση δεν είχαμε κι εμείς ως αδέλφια»… «είναι μεγάλα τα κενά, δεν μπορούσα να βρω ένα λόγο να καλύψω τα κενά που είχα από μικρός»). Φαίνεται πως ο Γιάννης μεγάλωσε μέσα από την επιθυμία της μητέρας, ανάμεσα στην οδυνηρή πραγματικότητα («είχε απελπιστεί η μάνα μου να με σηκώνει από κώματα και να με τρέχει στα νοσοκομεία») και το φανταστικό παιδί που είχε πλάσει στο υποσυνείδητο της. Μέσα από αυτή τη συνθήκη ο Γιάννης εντάχθηκε στο γενεαλογικό ιστό της οικογενειακής ιστορίας, με κυρίαρχο ρόλο να εκπληρώσει τις επιθυμίες που δεν εκπληρώθηκαν από τη μητέρα του.
Τέλος, επειδή οι συναισθηματικές σχέσεις ορίζονται από την κοινωνική πραγματικότητα που τις περιβάλλουν, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η οικογένεια του Γιάννη παρουσιάζεται ως φτωχική. Άτυπα προβάλλεται στο Γιάννη το πατρικό γονεϊκό σχέδιο, να αποκαταστήσει την κοινωνική θέση της οικογένειας. Παρότι κάθε ψυχολογική σύγκρουση διαμεσολαβείται από τη λειτουργία του ψυχικού μηχανισμού, οι αιτίες δεν μπορούν να αναζητηθούν αποκλειστικά στις εντάσεις μεταξύ των ψυχικών αρχών. Ιδιαίτερα το αίσθημα της κατωτερότητας μπορεί να γεννηθεί από μια κοινωνική διαφοροποίηση, όπως είναι οι φτωχικές συνθήκες διαβίωσης. Το αίσθημα κατωτερότητας, συνυφασμένο με τις αντικειμενικές συνθήκες συναισθηματικής και κοινωνικής αποστέρησης, οδήγησε σε μια φαντασιωτική δραστηριότητα που βοήθησε τον Γιάννη να υπομείνει αυτές τις ματαιώσεις και τις συγκρούσεις, εκπληρώνοντας παράλληλα σε φανταστικό επίπεδο τις επιθυμίες που δεν μπορούσε να εκπληρώσει στην πραγματικότητα. Για τον Γιάννη, λοιπόν, αναπτύσσεται μια αμφιθυμία ανάμεσα στην επιθυμία να πραγματώσει τους γονεϊκούς πόθους, επιθυμία που την αναλαμβάνει ως δικό του πόθο, και στο αίσθημα απόστασης, αποξένωσης, διαφοράς που κυριεύει σταδιακά τη σχέση με τους γονείς του («πολλές φασαρίες στο σπίτι, το είχα κάνει το σπίτι σε πολύ άσχημη κατάσταση, ναρκωτικά», «…από το σπίτι είχα απομακρυνθεί το είχα δει σαν ξενοδοχείο»). Αναβιώνει, έτσι, το δράμα της γονεϊκής διαδοχής, βιώνοντας την ένταση ανάμεσα σε μια κληρονομημένη ταυτότητα και σε μια αβέβαιη επίκτητη ταυτότητα, που μεταφράζεται σε ένα αίσθημα ανικανότητας, συναισθηματικής απονέκρωσης και τέλματος. Οι αποτυχίες του είναι ένας αδέξιος τρόπος άμυνας ενάντια στη γονεϊκή επιρροή («…είμαι άνθρωπος δηλαδή που πώς να σου πω, δε άμα δε νιώσω εγώ τον άνθρωπο – εννοεί τους γονείς του – αυτό που θα μου πει δεν πρόκειται να το κάνω… τι να κάνω πήγα βρήκα στήριξη στα ναρκωτικά…είναι μεγάλα τα κενά από μικρός με τους ανθρώπους»).
Τέλος, το ατύχημα του πατέρα του έγινε αφορμή να ζήσει με τον παππού και τη γιαγιά και να ζήσει από κοντά ένα κλίμα αγάπης που είχε αποστερηθεί από τους γονείς του («το κώμα ήταν ο λόγος που βρήκα αγάπη από δύο ανθρώπους και καταφύγιο –εννοεί τον παππού και τη γιαγιά του»). Αντίστοιχα η χρήση και η εξάρτηση μέσα από αλλεπάλληλα «κώματα» στάθηκε η αφορμή να διεκδικήσει την αυτονομία του διαμέσου της απεξάρτησης και μιας νέας νοηματοδότησης της ύπαρξής του. Βλέπουμε εδώ τη διαφορετική νοηματοδότηση της τραυματικής εμπειρίας, η οποία αντεστραμμένη μπορεί να έχει προωθητικές ικανότητες για το άτομο.
Εξαρτήσεις
Ο Κώστας είναι 30 χρονών. Είναι ο μεγαλύτερος γιος μιας οικογένειας με τρία συνολικά αγόρια. Οι γονείς του χωρίσανε, όταν ήταν παιδί, λόγω, κυρίως, της συνεχόμενης περιθωριοποίησης του πατέρα του. Η μητέρα του ανέλαβε την κηδεμονία των παιδιών και εργάστηκε σκληρά για τα αναθρέψει. Ο Κώστας ξεκινά την αφήγηση από την παιδική του ηλικία, όπου διαφαίνεται η έμφαση που δίνει στο «γονεϊκό» ρόλο που είχε υιοθετήσει μετά το χωρισμό των γονιών του. Περιγράφει δύσκολα επώδυνες αναμνήσεις, που κυρίως συνδέονται με τη συμπεριφορά του πατέρα του. Μιλά εμφατικά για τη ζωή του στη χρήση, που σχεδόν ταυτίζεται με την εργασία του στον ελληνικό στρατό. Οι εμπειρίες στη χρήση και στο στρατό φαίνεται πως λειτούργησαν ως μέσο «αυτονόμησης» για τον Κώστα. Παράλληλα, υπερτονίζει τους συνδέσμους με την οικογένειά του, η οποία φαίνεται πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Η μητέρα του μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έναν αυταρχικό και αυστηρό πατέρα και μια φυγόπονη μητέρα. Η αυστηρότητα των αρχών είχε ως αποτέλεσμα η μητέρα του Κώστα να μεγαλώσει με το στίγμα της «ντροπιασμένης», έπειτα από μια συνάντηση που είχε με κάποιο αγόρι. Το γεγονός αυτό καθόρισε τη μετέπειτα ζωή της και της διαμόρφωσε τάσεις φυγής από το σπίτι. Ταυτόχρονα συσσώρευσε ένα τεράστιο μίσος για την κοινωνία και τα στερεότυπά της για το ρόλο των δύο φύλων. Σε μια απόπειρα να φύγει από το σπίτι συναντιέται, ερωτεύεται και παντρεύεται το σύζυγό της. Ο πατέρας του Κώστα προέρχεται από πολύτεκνη οικογένεια χωρισμένων γονιών, όπου στο πρόσωπο της γυναίκας του βρήκε την οικογένεια που του έλειπε. Εντάσσεται απόλυτα στη νέα οικογένεια, δουλεύει ως υπάλληλος στο ταξί του πεθερού του και αποκτούν το πρώτο τους παιδί. Η εξέλιξη ήταν όμως αρνητική, δεδομένου του ότι καβγάδιζαν συνέχεια για επαγγελματικούς λόγους. Οι καβγάδες αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα τον προσωρινό χωρισμό του ζευγαριού. Όταν ξαναγύρισε στη γυναίκα του και στη δουλειά του πεθερού του, αποκτήσαν άλλα δύο παιδιά. Τότε η μητέρα του αναγκάζεται να σταματήσει τη δουλειά της και ο πατέρας του, για να ανταπεξέλθει στα αυξημένα έξοδα αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λαθραία εισαγωγή μεταναστών στη χώρα. Το γεγονός εξαγριώνει τη μητέρα του Κώστα, που του απαιτεί να σταματήσει τις παρανομίες. Εκείνος όμως συνεχίζει κρυφά, ενώ τα έσοδα τα τζογάρει. Από εκείνη την περίοδο και μετά η πορεία του πατέρα του έχει μια εξαιρετικά φθίνουσα πορεία, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η πλήρης περιθωριοποίηση. Ενδιάμεσα τον εγκαταλείπει η γυναίκα του και χάνει τη δουλειά του στο ταξί. Ο Κώστας νιώθει μειονεκτικά για τη συμπεριφορά του πατέρα του και γίνεται ασυνείδητα προστάτης της μητέρας του. Ως τα δεκαπέντε δεν έχει ιδιαίτερα προβλήματα. Στην ηλικία αυτή δοκιμάζει πρώτη φορά χασίς, αλλά δεν έχει σημαντικά προβλήματα. Στη Β΄Λυκείου επιλέχθηκε ως επαγγελματίας οπλίτης πενταετούς υποχρέωσης και από τότε ως πρόσφατα εργαζόταν στο στρατό. Αρχικά υπηρέτησε σε ένα νησί του Αιγαίου. Εκεί συνέχισε να κάνει χρήση χασίς, μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες στο νησί από την πατρίδα του. Το 2000 για πρώτη φορά βρίσκεται στην ειρηνευτική αποστολή στο Κόσσοβο. Όταν επέστρεψε δοκίμασε να κάνει περιστασιακή χρήση ηρωίνης. Η σχέση του με μια κοπέλα που ήταν στη χρήση στάθηκε αφορμή να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς και τους φόβους του και να συστηματοποιήσει τη χρήση ηρωίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από εκείνη την περίοδο η συμπεριφορά του γίνεται ακραία. Κάνει καθημερινή χρήση ηρωίνης και παράλληλα ασχολείται με τη λαθραία εισαγωγή μεταναστών από την Αλβανία. Όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι υποψίες των ανωτέρων του στο στρατό για τη συμπεριφορά του, αποφασίζει να ζητήσει αναρρωτική άδεια και να αιτηθεί την παραίτησή του. Ταυτόχρονα ζητά τη βοήθεια της μητέρας του, που ως τότε δεν ήξερε τίποτα, και απευθύνεται σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης.
Μέσα από την αφήγηση του Κώστα διαφαίνεται πως η τοξικοεξάρτηση είναι το τελευταίο στάδιο μιας σειράς εξαρτητικών ενδοοικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων. Υποδηλώνει άρρητα προηγούμενες εξαρτήσεις σε διαπροσωπικό επίπεδο. Συχνά οι σχέσεις εξάρτησης διαμορφώνονται μέσα από σημαντικά γεγονότα ζωής και επιδιώκονται ενεργά από άτομα που παρουσιάζουν μία υφέρπουσα ισχυρή ανάγκη εξάρτησης – άτομα που συνήθως περιγράφονται ως άτομα με «εξαρτητική προσωπικότητα» (depended personality) (Bornstein, 1993. Millon, 1996).
Η δυσκολία των τοξικοεξαρτημένων να εγκαταλείψουν τους γονείς τους και η τάση τους να τους επωμισθούν ψυχικά αποτυπώνεται, επίσης, στην αφήγηση του Κώστα. Στην οικογένεια του πιστεύουμε ότι οι πραγματικοί έφηβοι είναι οι γονείς του, η συμπεριφορά των οποίων συνδέεται με ελλειπή αυτονόμηση τους από την πατρική οικογένεια και ένα υπολανθάνον αίτημα ανεξαρτητοποίησης, που υπάρχει πίσω από την ανώριμη στάση τους («…πιστεύω ότι –ο πατέρας μου- προσπαθούσε και αυτός να αποδείξει ότι μπορεί να καταφέρει πολλά πράγματα και δεν είχε το χώρο, νομίζω»). Η δυσλειτουργική σχέση των γονιών του Κώστα («Εντάξει, βασικά, όπως θυμάμαι εγώ τη ζωή μου από μικρή ηλικία υπήρχαν πολλά προβλήματα στο σπίτι»), η παραβατική συμπεριφορά του πατέρα («Ναι τον έχουν συλλάβει, έχει κάνει φυλακή. Όσο ήταν ακόμη με το ταξί, πήγαινε στα Γιάννενα, φόρτωνε Αλβανούς»), η αδυναμία της μητέρας να διαχειρισθεί κρίσιμες στιγμές και ο επεισοδιακός χωρισμός δημιουργούν τις συνθήκες ανάπτυξης του γονεοποιημένου παιδιού- μελλοντικού χρήστη («Θυμάμαι πολύ έντονα μία φορά…πρέπει να ήμουν τεσσάρων χρονών ενώ ο πατέρας μου κοιμόταν…είχα αλλάξει το πάμπερς του αδελφού μου»), διευκρινίζοντας ότι όλη η οικογένεια του Κώστα στηρίζεται πάνω του, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να αντλήσει βοήθεια από πουθενά. Γεγονός που τον οδηγεί σε μια ανακύκλωση ενοχών και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, σε μια αέναη διαδικασία που τον φθείρει σωματικά και συναισθηματικά («…μου ζήτησε – ο αδελφός του – αν είχα να του δώσω ναρκωτικά, χασίς, εγώ του έδωσα και ο αδερφός μου στον δρόμο τράκαρε… Τέλος πάντων εγώ, από εκείνη τη στιγμή και μετά ένιωθα πολλές ενοχές ας πούμε για όλο αυτό»). Η επικείμενη γενεαλογική ρήξη – ως συνέπεια της αποστασιοποίησης του πατέρα και της συνεχούς περιθωριοποίησης του, («Εντάξει υπήρχε αγάπη προς εμάς δεν μπορούσε να τη δείξει και όλο αυτό τον έριξε στο τζόγο, το ποτό και παράλληλα με όλα αυτά ήρθαν τα προβλήματα»), τον οδηγεί ακόμα περισσότερο στον σχεδόν ‘αιμομικτικό κύκλο’, όπου επικρατεί η αδυναμία του αποχωρίζεσθαι. Στον κύκλο αυτό παρατηρούμε ότι συχνά ο Κώστας κατηγορεί αμείλικτα τον εαυτό του ότι κάνει κακό στους γονείς του («αλλά από τη στιγμή που μαθεύτηκε ότι ήμουνα χρήστης ε κάποια στιγμή παγώσανε…δεν νιώθω ότι μπορώ να τους πιάσω και να τους μιλήσω πραγματικά για αυτά που νιώθω και για το κακό που μπορεί να τους έχω κάνει…») και τοποθετεί τις ρίζες της ενοχής αυτής σε μια ‘αποτυχία’ της παιδικής φυσιολογικής και μεταβατικής προσδοκίας του παιδιού να «σώσει» τους γονείς του με σκοπό να έχει ως ανταπόδοση την αγάπη τους και την κατανόηση τους.
Διαπιστώνουμε, επομένως, στα πρότυπα αλληλεπίδρασης της οικογένειας αυτής, την ύπαρξη ενός σταθερού προτύπου συναισθηματικής αποφυγής και ενός κύκλου ντροπής/ενοχής/μεταμέλειας που παραμένει ο ίδιος σε όλες τις γενιές, παρότι, επιφανειακά, η συμπεριφορά κάθε γενιάς μοιάζει διαφορετική. Η ενοχή είναι ένα θέμα που επανέρχεται διαγενεακά. Καλλιεργήθηκε στη μητέρα του με έντονο τρόπο, όταν διοχετεύτηκαν σε αυτή όλες οι προκαταλήψεις του φύλου που έφερε ο δικός της πατέρας. Ενισχύθηκαν με την περιθωριοποίηση του πατέρα και ολοκληρώθηκαν, στην κάτω γενιά, με την εξάρτηση του Κώστα. Δημιουργείται ένα είδος κοινωνικής ενοχής, από την οποία απορρέει ένα μίσος – της μητέρας του Κώστα προς τον πατέρα της και του Κώστα προς τον δικό του πατέρα – ως αντίδραση στην ταπείνωση.
Η προσέγγιση της συμπτωματικής συμπεριφοράς της χρήσης ναρκωτικών ουσιών ορίζεται εδώ ως αποτυχημένη λύση στις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας με τα σημαντικά για το άτομο πρόσωπα του περιβάλλοντος. Ο υποδεικνυόμενος από την οικογένεια ως ‘ασθενής’ έχει ένα λειτουργικό ρόλο μέσα στην οικογενειακή ομάδα, ο οποίος συνίσταται στο να ικανοποιεί τις ασυνείδητες ανάγκες των υπολοίπων μελών. Δημιουργούνται, έτσι, οι προϋποθέσεις μιας εσωτερικής σύγκρουσης που εμφανίζονται όταν μεταξύ των επιρροών ενυπάρχουν στοιχεία ανταγωνιστικά, χωρίς το υποκείμενο να έχει βρει ικανοποιητικές διαμεσολαβήσεις που να επιτρέπουν τη συνύπαρξη τους, γεγονός που δεν επιτρέπει την αρτίωση της ταυτότητας του υποκειμένου. Ο Κώστας στο κρίσιμο σημείο της αναζήτησης των διαμεσολαβήσεων με τις οποίες θα αντιμετώπιζε τις ενδοψυχικές, ψυχολογικές και κοινωνικές αντιφάσεις που τον διατρέχανε στην παιδική και εφηβική του ηλικία, απαντά με την παράδοξη λύση διαμεσολάβησης που συνιστά η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Είναι εμφανές στον Κώστα ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας της χρήσης, η οποία τον εισαγάγει στον κόσμο των ενηλίκων και του αποδίδει ένα συγκεκριμένο πρότυπο ζωής («ο Γιάννης πέρα από τη χρήση τα είχε όλα τόσο τακτοποιημένα στο σπίτι ήθελα πολύ να του μοιάσω δεν υπήρχε περίπτωση να χρωστά χρήματα είχε τη συνήθεια του χασικλή όλα τα άλλα τα είχε στη σειρά»).
Από τη δυσκολία συναισθηματικού αποχωρισμού με την οικογένεια του απορρέει μια σειρά αντιφάσεων που διατρέχει τη ζωή του Κώστα. Από-σύνδεση από τη μια μεριά, μέσα από την επιλογή του στρατού σε νεαρή ηλικία («…από το πουθενά βρέθηκα στο στρατό») και, κυρίως, από τον κόσμο των ναρκωτικών, αλλά από την άλλη έκφραση αλληλεγγύης στη μητέρα, στην οποία νιώθει ένα χρέος («…διέθεσα και πολλά χρήματα στο σπίτι, βοήθησα τη μητέρα μου να στήσει το σπίτι, όλα αυτά, να βοηθήσει να πάνε τα παιδιά φροντιστήριο»), που συνδέεται με το αίσθημα ενοχής που περιγράψαμε παραπάνω. Αποσύνδεση και εμπλοκή δημιουργούν ένα εξαρτητικό πλέγμα σχέσεων που δεν επιτρέπει την ουσιαστική αυτονόμηση του Κώστα («Και από το πουθενά μέσα σε 5 μήνες βρέθηκα να μένω μόνος μου, σε ένα νησί, ήμουνα 18 χρονών.. από την μία μου άρεσε, από την άλλη ξέρω εγώ ένιωθα και τη μοναξιά ας πούμε έτσι πολύ νοσταλγία, θυμόμουν τη μητέρα μου…»).
Ο Κώστας διακρίνεται, επίσης, από την τάση να διαφοροποιηθεί από τον αποτυχημένο πατέρα, για τον οποίο νιώθει ντροπή και θυμό. Αυτό που κυριαρχεί στη συνείδηση του είναι η δυσφορία ανάμεσα στην επιθυμία για διαφοροποίηση και σε ένα φόβο να επαναλάβει τα πατρικά σχήματα συμπεριφοράς («Έτσι όπως τα έχω σκεφτεί και – έγιναν τόσα – επειδή μου λένε ότι μοιάζω με τον πατέρα μου»). Εν τέλει μέσα από τη ζωή του στη χρήση αναπαράγει πολλές παρόμοιες συμπεριφορές, όπως η λαθραία εισαγωγή μεταναστών στη χώρα («…με έπαιρνε τηλέφωνο, θες πενήντα γραμμάρια; Ναι. Πέρασαν κάτι φίλοι μου τα σύνορα, πήγαινε πάρε τους από την Κοζάνη και φέρε τους. Εντάξει είχα μπει σε ένα τέτοιο παιχνίδι και εγώ»). Καταγράφεται, δηλαδή, μια ασυνείδητη ροπή να επαναλάβει τα τραύματα που έζησε στην παιδική του ηλικία, αλλά, επίσης, και η έλλειψη άλλου σχεδίου ζωής, και διαφοροποιημένων αντρικών προτύπων. Είναι εμφανής η ταύτιση με έναν πατέρα του οποίου η αξία δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από το δικό του πατέρα. Με την αποτυχία του διαδραματίζει τη σύγκρουση μιας άλλης γενιάς. Η αποτυχία του μέσα από τη χρήση ουσιών και την κατάρρευση είναι το σύμπτωμα και το μέσο που τοποθετεί τον Κώστα στον οικογενειακό μύθο. Είναι ένα σύμπτωμα, που από τη μια έχει αξία μηνύματος, και από την άλλη διαιωνίζει το οικογενειακό pattern της «πτώσης» («Ένας λόγος –που έκανε χρήση ουσιών- που πιστεύω είναι ότι, εγώ πάντα έλεγα από μέσα μου ότι ποτέ δεν πρόκειται να μοιάσω στον πατέρα μου και ότι ποτέ δεν πρόκειται να βάλω αλκοόλ στο στόμα μου και να φτάσω στο σημείο να χτυπήσω τη γυναίκα μου. Πιστεύω ότι για αυτό το λόγο ξεκίνησα την ηρωίνη ας πούμε, κατάφερα να μη γίνω αλκοολικός μάλλον, αλλά δεν κατάφερα να μην εξαρτηθώ από κάτι άλλο ας πούμε, δηλαδή….ότι του έχω μοιάσει πάρα πολύ, δηλαδή είμαι ίδιος με τον πατέρα μου σε αυτό»).
Πολλά εθισμένα στα ναρκωτικά άτομα ενσυνείδητα διαιωνίζουν τον πόνο και την οδύνη τους, με το να παίρνουν ναρκωτικά. Ο Khantzian (1997) θεώρησε αυτήν την πλευρά της διαιώνισης του πόνου που συνδέεται με τη χρήση ουσιών, ως εκδήλωση μιας καταναγκαστικής επανάληψης ενός πρώιμου τραύματος. Σε μερικές περιπτώσεις, η επανάληψη της επιβολής του πόνου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, αναπαριστά μια προσπάθεια να επεξεργαστεί κανείς τραυματικές καταστάσεις, που δεν μπορεί να θυμηθεί ή έχει απωθήσει. Έτσι, το κίνητρο για τη χρήση ναρκωτικών μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια προσπάθεια ελέγχου του πόνου μάλλον, παρά ως προσπάθεια ανακούφισης από αυτόν. Η ιδέα ότι τα άτομα που είναι εθισμένα στα ναρκωτικά προσπαθούν να θεραπευτούν από μόνα τους και να ελέγξουν τον πόνο, ενυπάρχει στη στάση του Κώστα, ο οποίος μέσα από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών επιχειρεί να αναστείλει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα του («Εντάξει, ξεχνούσα τα προβλήματά μου, ήταν ένας τρόπος να ξεχνάω, να ξεχνάω τον πόνο μου ας πούμε τα βάσανά μου»). Ενώ, αντίθετα, η θεραπεία απεξάρτησης περιγράφεται ως μια απόπειρα να κατανοήσει τις αντιφάσεις της υποκειμενικής του κατάστασης. Η επιλογή του ναρκωτικού συνδέεται με το ψυχολογικό και φαρμακολογικό αποτέλεσμα που επιφέρει, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε χρήστη. Την επιλογή ναρκωτικού πιθανόν την καθορίζει το πιο επώδυνο συναίσθημα. Στην περίπτωση του Κώστα η οργή και ο πόθος για μια συμβιωτική σχέση με τη μητέρα και για μια απονεκρωμένη πατρική φιγούρα, φαίνεται ότι τον οδηγεί ραγδαία από τη «νοικοκυρεμένη» χρήση κάνναβης στην επικίνδυνη χρήση ηρωίνης και σε ένα φαύλο κύκλο, όπου τα συναισθήματα αναξιότητας, ενοχής, αυτοκριτικής και ντροπής τον ωθούν στην απόσυρση και στην ‘ευδαιμονία’ της απομόνωσης που προκαλεί η ηρωίνη, απομόνωση που έχει και παλινδρομικές και αμυντικές διαστάσεις.
Εν κατακλείδι, η απουσία ενός πατρικού προτύπου ικανού να του μεταδώσει ένα ασφαλές σύστημα ορίων, παραμένει ο αιώνια έφηβος. Μέσω ενός αντικατοπτρισμού κοινωνικής ισχύος (στρατός και παράνομη συμπεριφορά) είχε προσπαθήσει να βρει τον πατέρα από τον οποίο τον είχε αποστερήσει η μητέρα. Αυτό το ίδιο οικογενειακό σχήμα, συνεπικουρούμενο από τη μητρική ένδεια, επισπεύδει αντικοινωνικές συμπεριφορές που είναι εντέλει διεκδικήσεις αγάπης οι οποίες δεν βρίσκουν έκφραση παρά σε μια θορυβώδη αποτυχία, την κοινωνική, οικογενειακή και ενδοπροσωπική του απομόνωση («…δεν μπορούσα να κάνω σχέσεις με ανθρώπους, ήμουνα, έμενα πολύ μόνος και τα ναρκωτικά βρέθηκαν μπροστά μου ας πούμε και ήταν έτσι και πολύ καλή παρέα να στο πω»).
Μετανάστευση
Ο Βασίλης είναι 25 χρονών και κατάγεται από την Αλβανία. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα προ δεκαετίας. Η οικονομική τους κατάσταση στην Αλβανία περιγράφεται ικανοποιητική ως πολύ καλή. Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, όχι για οικονομικούς λόγους («δεν θυμάμαι να ήρθα για οικονομικούς λόγους ας πούμε δηλαδή μια χαρά θυμάμαι ήμουνα εκεί και ανέσεις… στα όπα όπα μας είχαν») όπως συνέβαινε με τους περισσότερους συμπατριώτες του, αλλά επειδή ο πατέρας του κινδύνευε με φυλάκιση, λόγω παράνομων δραστηριοτήτων που είχε αναπτύξει (παράνομο εμπόριο υγρών καυσίμων) («κάτι είχε προκύψει εκεί πέρα κάτι με κάτι πετρέλαια»). Η άφιξη στο νέο τόπο παραμονής, περιγράφεται ως σοκαριστική. Βίωσε ρατσιστικές αντιδράσεις, γεγονός που τον έκανε βίαιο και τον οδήγησε σε παραβατική συμπεριφορά («μπορεί να μου ‘λεγε γεια σου και εγώ να το ‘βλεπα να μαλώσουμε», «με το που μου λέγανε μια κουβέντα επειδή δεν την καταλάβαινα πήγαινα και μάλωνα», «με έπιασε μια μανία ό,τι έβλεπα, το έκλεβα…»). Η περιγραφή του εστιάζεται στις δύσκολες συνθήκες διαμονής -σε αντιδιαστολή με τις οικονομικές ανέσεις που είχαν στην πατρίδα τους («μέναμε αρχικά σε ένα υπόγειο, μύριζε»), στις συνθήκες εκμετάλλευσης που διαβίωναν οι γονείς του στις δουλειές τους («από ‘κει που είχαμε όλες τις ανέσεις θυμάμαι τον πατέρα μου να δουλεύει συνέχεια»), ακόμα και στον εκχριστιανισμό που υπέστη, προκειμένου να αποκτήσουν ευκολότερα άδεια παραμονής («μετά εντάξει, βαφτίστηκα, βασικά ένιωθα μια υποτίμηση ούτε να το θυμάμαι δεν θέλω, μειονεκτικά»). Ο πατέρας του περιγράφεται ως αυστηρός, παραδοσιακός, να προσπαθεί να ελέγξει τα του οίκου του με πειθαρχικά μέσα. Ενδεικτικό είναι πως μετά το θάνατό του η κατάσταση επιδεινώνεται στο σπίτι («Στα 15 όταν ήμουνα πέθανε ο πατέρας μου σε ένα τρακάρισμα, μετά δεν υπήρχαν όρια κανένα»). Δεν μπορεί, όμως, να εγκλιματιστεί στα νέα δεδομένα και επιδεινώνεται η νευρική του στάση απέναντι κυρίως στη γυναίκα του και στον άλλο του γιο («με το παραμικρό… χωρίς να το συζητούσε κατευθείαν σήκωνε χέρι…»). Η μητέρα περιγράφεται ως υπομονετική και προστατευτική με τα παιδιά της («Η μάνα μου τον φοβόταν τον πατέρα μου, αλλά αν δεν είχε εμάς θα είχε φύγει δεν θα τα ‘τρωγε αυτά»). Η ζωή του στην Ελλάδα διαμορφώνεται κάτω από το πρίσμα του στίγματος του μετανάστη. Οι δυσκολίες προσαρμογής ήταν πολλές και επώδυνες. Παρόλα αυτά κατάφερε να φοιτήσει για ένα χρόνο σε ΙΕΚ ως ‘βοηθός μάγειρα’. Από την άλλη η εμπειρία της μετανάστευσης περιόρισε τις επιλογές του και τον ώθησε στην παραβατικότητα και τη χρήση ναρκωτικών από τα 14 με τη χρήση κάνναβης. Παράλληλη είναι και η χρήση και κατάχρηση αλκοόλ, μιας ουσίας που συνδέεται με την υποκουλτούρα των μεταναστών.
Η αφήγηση ζωής του Βασίλη μας οδηγεί, επομένως, στις περιπτώσεις εκείνων των ψυχικών οικογενειακών τραυμάτων που οφείλονται σε επώδυνες μετακινήσεις, όπως είναι η μετανάστευση. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η τοξικοεξάρτηση είναι η συνέπεια ενός μη επεξεργασμένου πένθους της ‘χαμένης πατρίδας’ των γονιών. Φαίνεται ότι η εξάρτηση, στις περιπτώσεις που οι γονείς παρουσιάζουν σοβαρές δυσκολίες στο να επεξεργαστούν την εμπειρία της μετανάστευσης, λειτουργεί ως ένα μέσο επιβίωσης, προστασίας ή «εξέλιξης» τους («Μ’ άρεσε να κάνω άσχημα πράγματα να κάθομαι να πλακώνομαι με τους άλλους χωρίς λόγο μπορεί για να δείχνω ότι είμαι κάποιος μπορεί και για το όνομα της εθνικότητας αν μου το έλεγε κάποιος μάλωνα μαζί του», «Μόλις γύρισα στο Βόλο έφυγα κατευθείαν να βρω τους άλλους που κάναμε παρέα αυτοί το ίδιο και χειρότερα εγώ την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ασχολούμουνα με τα ίδια πώς να πιω να βγάλω λεφτά να περνάω καλά»).
Ο Βασίλης μαζί με την οικογένεια του μετανάστευαν από την Αλβανία στην Ελλάδα, όταν ο Θοδωρής ήταν οκτώ ετών. Η περίπτωση του Βασίλη, σκιαγραφεί ένα σκηνικό όπου οι γονείς του είχαν μια ριζική ρήξη με τη μητρική τους γλώσσα, την κουλτούρα και τον τόπο καταγωγής τους, για λόγους ανείπωτους που βιώθηκαν εκεί, αλλά και για λόγους ενσωμάτωσης στη νέα χώρα (εκχριστιανισμός και απόπειρα αφομοίωσης της κουλτούρας τους). Η αποσιώπηση των γονεϊκών δραμάτων προκαλεί σε διαγενεακό επίπεδο την εμφάνιση παράξενων συμπτωμάτων, ψευδαισθήσεων και απομόνωσης. Αυτά ως ένα βαθμό καθορίζονται από υπαρκτά γεγονότα και συνδέονται με τη λειτουργία που επιφέρει η διαφορετικότητα και το στίγμα. Τις περισσότερες όμως φορές ο Βασίλης μοιάζει να τα προκαλεί και να τα μεγεθύνει καταναλώνοντας κάνναβη αρχικά και αμφεταμίνες και ηρωίνη μετέπειτα, προκειμένου να περνά σε έναν άλλο κόσμο στον οποίο να γίνεται αποδεκτός και να μπορεί, έστω φαντασιακά, να υπηρετήσει το οικογενειακό σχέδιο που εξελίσσεται διαγενεακά, αυτό της κοινωνικής καταξίωσης και ανέλιξης.
Παράλληλα με την κοινωνική ανέλιξη, η έννοια της αποδοχής είναι, επίσης, μια σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη της εξαρτητικής συμπεριφοράς: ως Αλβανός γινόταν αποδέκτης ρατσιστικών συμπεριφορών, στην καθημερινή του ζωή, ενώ στους κόλπους των τοξικοεξαρτημένων η καταγωγή του αποτελούσε ως και προνόμιο («Έκανα γνωριμίες αυτό με την καταγωγή με βόλευε με σεβόντουσαν μου δείχναν εμπιστοσύνη»). Παρουσιάζει, επίσης, τον εαυτό του να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις τάξεις των ανθρώπων της παρανομίας, υπηρετώντας με ένα λανθάνοντα τρόπο το οικογενειακό σχέδιο της κοινωνικής ανέλιξης. Τέλος, σημαντική παράμετρος που αναδύεται από την αφήγηση είναι η ενδεχόμενη ανάπτυξη παράνομων δραστηριοτήτων του πατέρα του Βασίλη, απόρροια της κουλτούρας της οικογένειας για άνευ όρων κοινωνική ανέλιξη. Οι παράνομες αυτές δραστηριότητες λειτουργούσαν στο συλλογικό υποσυνείδητο της υπόλοιπης οικογένειας ως κάτι το φαντασιακό, ικανό όμως να κινεί τα νήματα και να καθορίζει τις κινήσεις της οικογένειας. Ο Βασίλης ποτέ δεν είχε αντιληφθεί ή μάθει με σαφήνεια κάτι συγκεκριμένο. Ό,τι γινόταν παρέμενε ένα ανείπωτο μυστικό. Γεγονός που αποδεικνύει τη βαρύτητα που είχαν οι παράνομες δραστηριότητες στην ανάπτυξη και ευημερία της οικογένειας, όχι ως ενέργεια, αλλά ως σκοπιμότητα.
Επιπροσθέτως του γενεαλογικού παρελθόντος της οικογένειας, η μετανάστευση δημιούργησε μια σειρά χαρακτηριστικών, όπως η σιωπή, η απάρνηση και η αναδίπλωση στον εαυτό, που συνδέονται με την κοινωνική έκπτωση. Η κοινωνική έκπτωση σε συνδυασμό με το κυρίαρχο οικογενειακό pattern της κοινωνικής ανέλιξης, ωθούν τον Βασίλη σε μια αντίστροφη πορεία ή σε μια απόπειρα έκνομης αποκατάστασης. Και στις δύο περιπτώσεις η απουσία επένδυσης σε κοινωνικά αντικείμενα είναι ιδιαίτερα εμφανής. Το κοινωνικό αντικείμενο που επενδύεται μόνο, συγκλίνει στην κουλτούρα της χρήσης και της παρανομίας, οδηγώντας ακόμη περισσότερο τον Βασίλη στο περιθώριο («Έβλεπα ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο και για μια «δουλειά» παράτησα τη δουλειά και ένα ΙΕΚ»). Η αποεπένδυση μεταφράζεται κυρίως σε απουσία σχεδίων, επαγγελματικών ή κοινωνικών και όπου υπάρχουν δεν καλύπτουν τις προσδοκίες και κυρίως την κοινωνική δυσφορία, οπότε και εγκαταλείπονται. Έρχονται τότε σε σύγκρουση το κυρίαρχο πατρικό μοντέλο κοινωνικής ανέλιξης, με το αίσθημα και τη συνθήκη «του μη ανήκειν» που καλλιεργείται στους μετανάστες Αλβανούς. Ένα αίσθημα που δεν τους επιτρέπει εύκολα την κοινωνική κινητικότητα (στην οικογένεια αυτή ένα σημείο που τους επέτρεπε να νιώσουν, στη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα, ότι διαφοροποιούνται οικονομικά και ανέρχονται κοινωνικά, ήταν οι συνεχείς μετακομίσεις σε καλύτερα σπίτια. Απέναντι στη διαδικασία της κοινωνικής καθόδου, η κατοικία είναι ένα μέσο αντιστάθμισης, αναπλήρωσης και αποσιώπησης της κοινωνικής πτώσης).
Το τραύμα της μετανάστευσης («Ναι με επηρέασε η μετανάστευση μόλις ακούω τη λέξη –Αλβανός- αν του πω είμαι από εκεί, αυτόματα, χωρίς να πει ο άλλος τίποτα σε εμένα σαν να νιώθω εντελώς διαφορετικά μαζί του»), συνοδευόμενο από την κοινωνική έκπτωση, δημιούργησε μια σειρά από αντιδραστικά συμπτώματα που προκαλεί το άγχος της ταπεινωτικής εικόνας και της απαξίωσης του εαυτού. Συμπτώματα που, όπως είδαμε, αφορούν σε παραβατικές συμπεριφορές, στην εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και σε μια παραληρηματική συμπεριφορά, που εκδήλωσε τόσο ο πατέρας («Ακόμη δεν είμαι σίγουρος για το ατύχημα αν ήταν τυχαίο… δεν ξέρω γιατί θόλωνε, δεν ξέρω είχε ενοχές γιατί δεν σκότωσε αυτόν που έφαγε τον αδελφό του δεν ξέρω…»), όσο και ο Βασίλης. Για τον μετανάστη έφηβο, Βασίλη, οι δυσκολίες στην αναζήτηση ταυτότητας καθορίζονται από τις δύο κοινωνίες που τον περιβάλλουν («Δεν έκανα σχέδια για εδώ, σκεφτόμουνα για την Αλβανία, αν και δεν μου φαίνεται λογικό. Έφυγα από 8 χρονών και εκεί πέρα μπορεί να μην έκανα χρήση γυρνούσα πάντα εδώ και εκεί κάτι σαν διαγωνισμό το έβλεπα, για όνειρα εκεί το βλέπω αλλά δεν είναι καθαρό»). Και οι δύο, παρά το ασαφές περίγραμμα τους, είναι εξαιρετικά σαφείς ως προς τις απαιτήσεις τους. Επικαθορίζονται, επίσης, από το βαθμό ένταξης και αποδοχής στην χώρα υποδοχής. Και, τέλος, από την εσωτερίκευση και τις επιρροές που δέχθηκε από τα γονεϊκά σχεδία και πρότυπα ζωής. Μοιάζει ως ένα βαθμό, δηλαδή, η πορεία του Βασίλη προδιαγεγραμμένη α) από την καταγωγή του, β) τις ενδοοικογενειακές συνθήκες, γ) τη μετανάστευση και δ) από το λανθάνον αίτημα κοινωνικής ανέλιξης που διατρέχει διαγενεακά το οικογενειακό σύστημα. Παράγοντες που συμπυκνώνονται στην εκδοχή του ίδιου για τους λόγους που εξαρτήθηκε από τις ναρκωτικές ουσίες: «Για ποιους λόγους ξεκίνησα τη χρήση ε κάποιο συγκεκριμένο δεν έχω… όταν ξεκίνησα έκανα χρήση για την παρέα αλλά κοιτούσα να βγάλω λεφτά πρώτα από όλα δηλαδή μόνο να βγάλω λεφτά… μετά στη συνέχεια γιατί έμπλεξα έτσι έβρισκα όλη την ώρα λόγους μπορεί να ήταν για να εντυπωσιάσω… μετά γιατί μόνο αυτό με έκανε να νιώθω καλά».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Όλο και περισσότερες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι τα εξαιρετικά οδυνηρά ή τραυματικά γεγονότα, ακόμη και αυτά που βιώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία, δύνανται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας στην ψυχική και τη σωματική υγεία (Felitti, 1991/ Golding, Cooper & George, 1997/ Kesler & Magge, 1993). Οι αφηγήσεις ζωής της παρούσας μελέτης τοποθετούν την εξάρτηση μεταξύ των συμπτωμάτων μιας παθολογίας γενεαλογικού περιεχομένου, όπου το υποκείμενο φέρει ασυνείδητα συναισθήματα μιας τραυματικής εμπειρίας, η οποία οργανώνεται σε περιβάλλον ντροπής, πόνου, θλίψης, εσωστρέφειας και μυστικών. Αφετέρου, η τοξικοεξάρτηση είναι το τελευταίο στάδιο μιας σειράς εξαρτητικών ενδοοικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων. Υποδηλώνει, δηλαδή, άρρητα προηγούμενες εξαρτήσεις σε ενδοπροσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο.
Η παρούσα μελέτη δεν εστίασε στους αιτιολογικούς παράγοντες της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, παρά στο πώς εξωτερικά συμβάντα υποκειμενοποιήθηκαν από τον τοξικοεξαρτημένο και συνδιαμόρφωσαν το προσωπικό του σύμπαν. Η υποκειμενοποίηση αυτή, μέσω της αναστοχαστικής ιδιότητας της βιογραφικής προσέγγισης, μας επιτρέπει την παραπομπή σε γενικότερες φόρμες μέσω των εγγενών εννοιών και πληροφοριών που περιέχει. Σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα δεν περιορίζονται σε έναν προσωπικό αναστοχασμό, αλλά αποτελούν τη συνισταμένη των ατομικών αναπαραστάσεων των αφηγητών και συνεπώς συνιστούν ένα πλαίσιο μετα-κανόνων μέσα στο οποίο οργανώνεται η λογική των σχέσεων της οικογένειας και των ευρύτερων συστημάτων που ανήκουν τα άτομα. Εδώ έγκειται η κοινωνιολογική σημαντικότητα της έρευνας: δεν αφορά απλά εξατομικευμένες περιπτώσεις. Αντιθέτως, βιώματα σαν και αυτά που απορρέουν από τις αφηγήσεις πηγάζουν από κοινωνικά μορφώματα τα οποία προσδίδουν στα άτομα κοινωνικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν αφενός σε μια συγκεκριμένη συλλογικότητα, ομάδα ή κατηγορία και αφετέρου ενέχουν μια διάσταση διαχρονικότητας, καταδεικνύοντας τους τρόπους λειτουργίας και τις δομές των κοινωνικών σχηματισμών και τους τρόπους με τους οποίους αυτοί εγγράφονται στις ατομικές αφηγήσεις. Η παραπάνω παραδοχή μάς επιτρέπει την ανάδειξη κάποιων συμπερασμάτων με ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και κλινικό ενδιαφέρον:
- Σε όλες τις συνεντεύξεις τα άτομα αναφέρονται έντονα στην οικογένειά τους. Παρότι θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι είναι αποστασιοποιημένα, τα λόγια τους δείχνουν ότι υποφέρουν από την απόρριψη, την ενοχή και το θυμό που αισθάνονται. Η προσωπική τους εικόνα παρουσιάζεται ως εικόνα κάποιου που στερήθηκε την οικογένεια, με αποτέλεσμα να φτάνουν σε σημείο να γίνουν επιθετικοί με τον εαυτό τους και να έχουν συγκρουσιακή σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της. Παρότι οι ίδιοι δεν καταδεικνύουν άμεσα την οικογένεια ως αιτιοπαθογόνο παράγοντα, η έντονη αναφορά σε προβληματικές πτυχές της οικογένειας και των ενδοοικογειακών σχέσεων μας παραπέμπει στη διατύπωση της συστημικής κατασκευής που ορίζει την εξαρτητική συμπεριφορά ως σύμπτωμα της ευρύτερης οικογενειακής δυσλειτουργίας.
- Για τους εξαρτημένους από ναρκωτικές ουσίες κοινός τόπος των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων φαίνεται να είναι μια αμφιθυμικού τύπου αναφορά και προσκόλληση στα οικογενειακά πρότυπα που τις περισσότερες φορές είναι ασυνείδητη, καθώς συνοδεύεται από μια λανθάνουσα συνειδητή στάση ανεξαρτησίας και πλήρους διαχωρισμού από τα ίδια αυτά πρότυπα. Υπάρχει δηλαδή μια ασυνείδητη στάση εξάρτησης.
- Οι εξαρτημένοι φαίνεται να ανακυκλώνονται σε πρότυπα και ορισμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα που βιώνουν. Παράλληλα φαίνονται να μην παίρνουν καμιά επαρκή και ολοκληρωμένη ψυχοκοινωνική ανατροφοδότηση του πώς βιώνουν αυτή την πραγματικότητα, ώστε να εμπεδωθεί μια αντίστοιχη εικόνα του εαυτού τους. Με άλλους όρους θα λέγαμε πως δεν έχει συντελεστεί επαρκώς η κοινωνικοποίησή τους και ειδικότερα η οικογένεια, ως η θεμελιώδης και βασική ψυχοκοινωνική μονάδα, δεν έχει συντελέσει με επάρκεια το διαμεσολαβητικό της ρόλο, δηλαδή να συγκεφαλαιώσει το ατομικό με το κοινωνικό (Sartre, 1975/ Ferrarotti 1989).
- Από το βιογραφικό υλικό συνάγεται ότι ο τύπος των οικογενειών της έρευνας φαίνεται να βασίζεται στην αρχή της διατήρησης του υφιστάμενου πλαισίου. Δίνουν έμφαση, δηλαδή, στη διατήρηση των υφιστάμενων οικογενειακών ορίων, μύθων και πρακτικών και κατά συνέπεια δεν επιτρέπονται οι ατομικές διαφοροποιήσεις και αλλαγές. Η εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες έρχεται να δημιουργήσει μια νόθα διαφοροποίηση του εφήβου, στην προσπάθειά του να αυτονομηθεί από την οικογένειά του.
- Τα υποκείμενα της έρευνας ζουν και δρουν μέσα σε παράλληλα και αλληλοσυγκρουόμενα ταυτοποιητικά συστήματα. Η συνύπαρξη αυτού του αντιφατικού και αποστερητικού κοινωνικού και οικογενειακού πλαισίου με την ανάγκη για επεξεργασία εναλλακτικών στρατηγικών, παράγει μια φανερή αντίθεση. Η αντίθεση αυτή βιώνεται από τα ίδια τα υποκείμενα ως μια ιδιόρρυθμη ψυχολογική κατάσταση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διπλός δεσμός: Οι συνθήκες στην οικογένεια βιώνονται ως ασφυκτικές και, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει χώρος για τη δημιουργία κάποιου σχεδίου «απόδρασης».
- Ταυτόχρονα, βιώνουν και τη χαρακτηριστική για την εφηβεία εξελικτική κρίση διαμόρφωσης της ταυτότητας. Αυτό το εξελικτικό στάδιο εμποδίζεται με ενδοοικογενειακές αλλά και ενδοατομικές εντάσεις και συγκρούσεις και το μπλοκάρισμα κορυφώνεται με την εξαρτητική συμπεριφορά, η οποία κλειδώνει το πέρασμα στην ενήλικη ζωή. Ως εκ τούτου η εφηβεία για τους τοξικοεξαρτημένους της έρευνας δεν φαίνεται να είναι μια απόλυτα ευδιάκριτη περίοδος στη ζωή τους, παρά ένα σχετικά σύντομο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον κόσμο του παιδιού και τον κόσμο της εξάρτησης.
- Ο εξωτερικός παράγοντας που φαίνεται να πυροδοτεί και να ενεργοποιεί το τελικό σχέδιο προς την εξαρτητική συμπεριφορά είναι η παρέα των συνομηλίκων, στην κρίσιμη εφηβική ηλικία. Το αφετηριακό, όμως, σημείο αιτιογένεσης της εξαρτητικής συμπεριφοράς ξεκινά από τη γέννηση του ατόμου και περικλείει τόσο το διαγενεακό περιβάλλον, όσο και τη διαδρομή του βίου του, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
- Η κατανάλωση ουσιών (χρήση-κατάχρηση-εξάρτηση) λειτουργεί ως τρόπος αυτοθεραπείας και μείωσης των δυσάρεστων συναισθημάτων. Παράλληλα, το σύμπτωμα της χρήσης επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία στο οικογενειακό σύστημα επιτρέποντας ή/και διευκολύνοντας τη διατήρηση των υφιστάμενων ισορροπιών, έστω και αν αυτές οδηγούν την οικογένεια σε δυσλειτουργίες και επώδυνες καταστάσεις.
- Διαφαίνεται ότι η αιτιοπαθογένεια της τοξικοεξάρτησης είναι συστηματικά διαγενεαλογική. Αυτή η διαγενεαλογική αιτιοπαθογένεια φαίνεται, από τις συνεντεύξεις ότι καθορίζεται από τη φύση των επώδυνων τραυμάτων προηγούμενων γενεών. Η ψυχική μεταβίβαση αυτών των τραυμάτων, δίνει αφορμή για παθολογικές καταστάσεις, όπως απουσία συναισθημάτων, δυσκολία των τοξικοεξαρτημένων να αποχωριστούν τους γονείς τους και το αντίστροφο. Σημαντικός διαγενεαλογικός παράγοντας είναι, επίσης, η μεταβίβαση προτύπων ζωής, από τη μια γενιά στην άλλη, που δεν έχουν υποστεί τις κοινωνικές προσαρμογές που απαιτούνται. Η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες αναδύεται, δηλαδή, στο πλαίσιο μιας πολιτισμικής σύγχυσης που βιώνουν οι οικογένειες των εξαρτημένων, ανάμεσα σε παραδοσιακά και νεωτεριστικά πρότυπα διαβίωσης.
- Ο τρόπος που διαχειρίζεται η οικογένεια του τοξικοεξαρτημένου τις τραυματικές εμπειρίες συγκλίνει στην αποσιώπηση και απόκρυψη των επώδυνων συναισθημάτων και γεγονότων ή στην προβληματική αποκάλυψη και την ανεπαρκή επεξεργασία τους. Τα μυστικά κυριαρχούν στη ζωή τους, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνεται το συναίσθημα της οικογένειας. Αυτά τα ψυχικά τραύματα, ο μελλοντικός τοξικοεξαρτημένος, τα αντιλαμβάνεται μόνο αισθητηριακά, λόγω του ότι δεν έχουν συμβολοποιηθεί, ενώ οι αναχρονιστικές προσπάθειες για συμβολοποίηση, εκδηλώνονται με συμπτώματα εκδραμάτισης, τα οποία εν συνεχεία ο έφηβος θα προσπαθήσει να διαγράψει μέσω της χρήσης ψυχοκαταπραϋντικών ουσιών. Επιπροσθέτως, σε μια αέναη κυκλική διεργασία, μέσω αυτών, προσπαθεί να βιώσει και να αναβιώσει τα συναισθήματα των πρώιμων τραυματικών εμπειριών.
- Τα πολύ έντονα άγχη, οι στιγμές της αποπροσωποποίησης, οι διαταραχές του σώματος ή της συμπεριφοράς σηματοδοτούν την επανάληψη τραυματικών ή δύσκολων εμπειριών, τις οποίες το υποκείμενο δεν μπορεί να επεξεργασθεί ψυχικά. Οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών δεν στερούνται από τραυματικές νευρώσεις τον ειδικό χαραχτήρα των οποίων, εγγυάται ο καταναγκασμός της επανάληψης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Το καταιγιστικό θέαμα της χρήσης βοηθά, με την επανάληψη του, στην κάλυψη του ψυχικού πεδίου με σκοπό να γεμίσει το κενό. Επιπλέον, διατηρείται ένας σταθερός δεσμός με αυτό που προκάλεσε την πληγή, δηλώνοντας έτσι μια σύνδεση που καθηλώνει.
- Η θεματική του θανάτου, της απώλειας και του πένθους κατέχει κεντρική θέση στη ζωή πολλών τοξικοεξαρτημένων και του τόσο διαταραγμένου οικογενειακού τους συστήματος. Αυτό το σύστημα, μέσα στη δίνη της τρομερής απώλειας, συνήθως χαρακτηρίζεται από την άρνηση να αναγνωρίσει το γεγονός του πραγματικά ή συμβολικά συντελεσθέντος θανάτου, να διαχειριστεί τα αμφιθυμικά συναισθήματα που τον συνοδεύουν, να επεξεργαστεί το θρήνο και το πένθος. Είναι το σύστημα που τελικά θα «επιλέξει», σύμφωνα με τις ανάγκες του, εκείνο το μέλος του, το οποίο θα γίνει για χάρη της οικογένειας (της ενότητας της, η απώλεια της οποίας μοιάζει με θάνατο) ο φορέας των δεινών της, ο εκφραστής της διαταραχής της. Μπαίνοντας στον κόσμο των ναρκωτικών ο έφηβος θυσιάζεται για να «σώσει» την οικογένεια του, για να διατηρήσει την ενότητα της. Με την τοξικοεξάρτηση επικυρώνει την παραμονή του στην οικογενειακή εστία, αφού οι γονείς δεν επιτρέπουν τον αποχωρισμό του, που τον ζουν σαν αναβίωση μιας παλιάς τραυματικής απώλειας και ο ίδιος αδυνατεί να αυτονομηθεί.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τους εξαρτημένους είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην ταυτότητα που τους διαμόρφωσαν οι κοινωνικές και κυρίως οι οικογενειακές εξαρτήσεις και στην ταυτότητα που άρχισε να συγκροτείται με τη χάραξη μιας νέας ατομικής διαδρομής – νόθας, όπως διαφαίνεται από τις συνέπειες της τοξικοεξάρτησης- που επαναλαμβάνει κυκλικά την παλινδρομική κίνηση μη πραγματικής αυτονόμησης από το οικογενειακό κατεστημένο. Το περιεχόμενο των οικογενειακών εξαρτήσεων βρίθει από τραυματικές και δυσάρεστες αναμνήσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε ψυχικά τραύματα, κυρίως μέσω της οδού της αποσιώπησης, των μυστικών και επομένως της μη δυνατότητας επεξεργασίας τους. Η συνθήκη αυτή οδηγεί σε μια παράδοξη συνεκτικότητα του οικογενειακού συστήματος με κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο pattern, το «μαζί αλλιώς χαθήκαμε», οι διαγενεακές μεταμορφώσεις του οποίου ενοποιούν με δεσμούς εξάρτησης την οικογένεια.
Επίμετρο
Η μελέτη της τοξικοεξαρτημένης προσωπικότητας της παρούσας έρευνας μας οδηγεί, όχι μόνο στους εξωτερικούς κοινωνικούς και οικογενειακούς καταναγκασμούς, αλλά και στο πως αυτοί βιώθηκαν και υποκειμενοποιήθηκαν από τα άτομα. Δηλαδή, τι μεσολάβησε, πυροδότησε και διαμόρφωσε τις εσωτερικευμένες εικόνες και κατηύθυνε τα άτομα στην υιοθέτηση ενός σχεδίου δράσης προσανατολισμένου στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Η εστίαση αυτή, στην εσωτερική διεργασία υποκειμενοποίησης των εξωτερικών συμβάντων, μας υπενθυμίζει ότι μόνο μέσα από την παραδοχή του «αποχωρισμού» και της «διαφοράς» μπορεί να πραγματοποιηθεί η αναμέτρηση με το παρελθόν, ο ανασχηματισμός της παρελθούσης εμπειρίας, η διαφορετική νοηματοδότηση και δόμηση της πραγματικότητας και εν τέλει η διαδικασία της απεξάρτησης.
Η παραδοχή αυτή είναι, δηλαδή, απόλυτα εφαρμόσιμη σε επίπεδο θεραπευτικής ενασχόλησης με τους εξαρτημένους από ναρκωτικές ουσίες. Πιο συγκεκριμένα το θεραπευτικό περιβάλλον της θεραπευτικής κοινότητας στήνει ένα σκηνικό στο οποίο επιτρέπεται η έκφραση των ψυχικών τραυμάτων και άρα η αναπλαισίωση των βιωμένων αντιλήψεων των τοξικοεξαρτημένων. Συνάμα, οι αφηγήσεις ζωής και οι γενεογραμματικές αφηγήσεις, επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση και την ενδοσκόπηση των θεραπευόμενων, στους οποίους παρέχουν τη δυνατότητα να σκεφτούν για τις πραγματικές αιτίες της εξάρτησής τους. Η αφήγηση των προσωπικών τους εμπειριών βοηθά, επίσης, να αποστασιοποιηθούν από τη δράση και να εκτιμήσουν τις καταστάσεις που βιώνουν. Θα λέγαμε πως η αφηγηματική θεραπευτική προσέγγιση ενδείκνυται σε άτομα που έχουν υποστεί τραυματικές, δυσάρεστες εμπειρίες ή/και έχουν μετουσιώσει το τραυματικό γεγονός σε ψυχικό τραύμα. Αυτό γιατί οι αναδυόμενες ιδιότητες της αφήγησης έχουν μια αυτοποιητική διάσταση. Οδηγούν σε ανασύνθεση των προσωπικών βιωμάτων και ημερεύουν τις τραυματικές εμπειρίες, αναδύοντας από αυτές τις «ευεργετικές» τους ιδιότητες. Επίσης, τις οριοθετούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο νοημάτων αυτές τις τραυματικές εμπειρίες, νοηματοδοτώντας το σύμπτωμα της τοξικοεξάρτησης με ένα οικείο τρόπο. Οδηγούν, δηλαδή, σε συμβολοποίηση του συμπτώματος (άρα το κάνουν περισσότερο αναγνωρίσιμο), και παράλληλα σε χαρτογράφηση της συμπεριφοράς τους και των ρόλων τους.
Η αφήγηση δημιουργεί συνθήκες αυτοϊασης (αυτοθεραπείας). Η γενεογραμματική αφήγηση βοηθά, επιπλέον, το άτομο να χαρτογραφήσει το διαγενεακό, οικογενειακό σύστημα, να αποκρυπτογραφήσει μηνύματα, να σπάσει «κωδικούς», να συνδέσει και να εντάξει τη συμπεριφορά του σε ένα πλαίσιο. Να αναγνωρίσει τα διαγενεακά patterns που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά του και να ανοίξει την προοπτική της προσωπικής επιλογής.
Τέλος, το προϊόν της αφήγησης αποτυπώνει τη βιωμένη πραγματικότητα τους, που συχνά παραμένει μη αντιληπτή, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους θεραπευτές. Βοηθά, επομένως, στην αναδιαπραγμάτευση των «σημαντικών» – όπως τα ορίζει ο αφηγητής – συμβάντων της διαδρομής του βίου και στη χάραξη άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων της θεραπευτικής διαδρομής του αφηγητή.
Τα υλικά της καθολικής «ήττας» που χαρακτηρίζουν τους τοξικοεξαρτημένους, συνυφασμένα με τα υλικά της θεραπευτικής πρακτικής και της αφηγηματολογικής εκδοχής του εαυτού, αναδημιουργούνται σε ένα νέο οδηγό πλοήγησης και αποτελούν τα νέα μορφοποιημένα σχήματα και πρότυπα ζωής. Η παροντική οπτική των νέων αυτών μορφοποιήσεων άρει τη βιογραφική ρήξη και ασυνέχεια των τοξικοεξαρτημένων και δίνει τη δυνατότητα για νέες νοηματοδοτήσεις της ύπαρξής τους. Επίσης, επιχειρεί την ένταξη των τοξικοεξαρτημένων στη γενεαλογία της οικογένειάς τους όχι ως φορείς της οικογενειακής ιδεολογίας, αλλά ως αυτόνομα άτομα, μέσω της ερμηνείας και υπέρβασης των γενεαλογικών σχημάτων ζωής που χαρακτηρίζονται από παγιδευτικές εμπλοκές. Υπό αυτή την έννοια η απεξάρτηση συνίσταται σε έναν αγώνα αυτονόμησης του ατόμου από την οικογένειά του και την παράλληλη ενδυνάμωση των δεσμών μαζί της. Συνδέεται, επίσης, με την αναζήτηση της ταυτότητας του ατόμου, μέσα από τις αντιφάσεις και τις εμπλοκές των οικογενειακών και κοινωνικών πλαισίων στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον της μετανεωτερικότητας.
[1] Οι φορείς των βιογραφιών παρουσιάζονται με διαφορετικά ονόματα.
Βιβλιογραφία
- Bornstein, (1993), The dependent personality. New York: Guilford
- Bruner J.S. (1990), Πράξεις νοήματος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997.
- Felitti, V.S. (1991), Long-term medical consequences of incest, rape and molestation. Southern Medical Journal, 84, 328-331.
- Ferrarotti (1989), The Present State of Sociology in Italy, Current Sociology, 37, 2, 1-137.
- Freeman, (1993), Rewriting the Self: History, Memory, Narrative, London & New York, Routledge.
- Gergen K.J. & Gergen M.M. (1997), Narratives of the Self, Hinchman L.P. & Hinchman S.K. (eds), Memory, Identity, Community. The idea of Narrative in the Human Sciences, N.Y., State University of New York Press, σ. 161-184.
- Golding J. M., Cooper M. L. & George L.K. (1997), Sexual assault history and Health perceptions: Seven general population studies. Health Psychology, 16, 417-425.
- Hinchman L.P. & Hinchman S.K. (end), (1997), Memory, Identity, Community. The idea of Narrative in the Human Sciences, N.Y., State University of New York Press.
- Kesler, R.S., & Magee, W.J. (1993), Childhood adversities and adult
depression: Basic patterns of association in a U.S. national survey. Psychological Medicine, 23, 679-690.
- Khantzian (1997), The self-medication hypothesis of substance use disorders: reconsideration and recent applications. Harv Rev Psychiatry 4:231-244.
- McMurran, Μ. (1997), The Psychology of Addiction, East Sussex, Hove, Taylor & Francis.
- Millon, (1996), Disorders of personality: DSM–IV and beyond. New York: Wiley.
- Mink L. (1978), Narrative Form as a Cognitive Instrument, στο Canary R. & Kozicki H. (eds), The Writing of History: Literary Form and Historical Understanding, Madison, University of Wisconsin Press, σ. 129-149.
- Neisser (1988), Five Kinds of Self-Knowledge, Philosophy and Literature, vol. 13(1), σ. 57-74.
- Novitz (1989), Art, Narrative and Human Nature, Philosophy and Litterature, vol. 13(1), σ. 57-74.
- Polkinghorne D. (1988), Narrative Knowing and the Human Sciences, Albany, State University of New York
- Ricoeur P. (1992), Oneself as Another (K. Blamey, Transl.), Chicago, The University of Chicago Press Neisser U., 1988. “Five Kinds of Self-Knowledge”, Philosophical Psychology, 1, σ. 35-39.
- Sartre J.P. (1975), Το πρόβλημα της μεθόδου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα.
- Steiner (1989), Real Presences, Chicago, Chicago University Press.
- White (1987), The Content of the Form: Narrative Discourse and Historical Representation, Baltimore, J. Hopkins University Press.
- Wills T. A., McNamara G., Vaccaro D., & Hirky A.E. (1997), Escalated Substance Use: A Longitudinal Grouping Analysis from Early to Middle Adolescence, στο Marlat G.A. & Vandebos R. (eds) Addictive Behaviors, APA, Washington C., σ. 97-128.
- Zavalloni M. & Louis-Guerin C. (1984), Κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση. Εισαγωγή στην εγώ-οικολογία, Ρήγα Α.Β. (επιμ), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα (1996).
- Βιδάλη Α. (1999), Άραγε εμείς ήμασταν; Εκδ. Εξάντας Τρίαψις Λόγος, Αθήνα.
- Βοσνιάδου Τ. (1997), Ζητήματα Μεθοδολογίας στη Διερεύνηση της Ταυτότητας του Φύλου στις Γυναίκες, στο Ναυρίδης Κ., Χρηστάκης Ν., Ταυτότητες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
- Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν. (2004), Ετήσια Έκθεση για την κατάσταση των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), Αθήνα, 2005.
- Ιγγλέση Χ. (1990), Πρόσωπα γυναικών, προσωπεία της συνείδησης, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1997.
- ΚΕΘΕΑ (Ιούνιος 2007), Κοινωνιο-δημογραφικά χαρακτηριστικά και συνθήκες χρήσης των ατόμων που απευθύνθηκαν στα συμβουλευτικά κέντρα του ΚΕΘΕΑ τα έτη από 2000 έως και 2006, Διαχρονική μελέτη, Αθήνα.
- Μάτσα Κατερίνα (2001), Ψάξαμε Ανθρώπους και Βρήκαμε Σκιές, Το Αίνιγμα της Τοξικομανίας, εκδ. Αργά, Αθήνα.
- Ναυρίδης Κ. (1994), Κλινική Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
- Παπαδιώτη-Αθανασίου Β. (2000), Οικογένεια και Όρια, Συστημική Προσέγγιση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
- Ποταμιάνου Άννα (2005), Το τραυματικό, Επανάληψη και διεργασία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
- Τσιώλης Γ. (2006), Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, εκδ. Κριτική, Αθήνα.