Η πρόληψη της παραβατικότητας ανηλίκων και τα προγράμματα Κοινωνικής Ανάπτυξης

Ιουλία Λαμπράκη
Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Κοινωνιολόγος-Εγκληματολόγος, Τομέας Έρευνας ΚΕΘΕΑ

 

Περίληψη

Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζονται στοιχεία σχετικά με την παραβατικότητα των ανηλίκων, το πλαίσιο αντιμετώπισής της, τις σύγχρονες τάσεις στην αντεγκληματική πολιτική, την κοινωνική πρόληψη και τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης, όπως και τα ευρήματα της έρευνας που διεξήχθη για την αποτίμηση της ελληνικής εμπειρίας σε σχέση με τα αντίστοιχα προγράμματα.

Συγκεκριμένα, η έρευνα σκόπευε να διερευνήσει το κατά πόσον υπάρχουν προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης και πρόληψης που απευθύνονται στους ανηλίκους και στην οικογένεια σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, το είδος τους, το πλαίσιο λειτουργίας των προγραμμάτων, το εύρος ανάπτυξης, τη διασύνδεση με τοπικές ανάγκες, τους μηχανισμούς αξιολόγησης των δράσεων, την ανταποκρισιμότητα και την αποτελεσματικότητά τους, τα προβλήματα στην υλοποίησή τους, καθώς και τις προτάσεις για βελτίωση.

Όσον αφορά τη μεθοδολογία, η έρευνα διενεργήθηκε με ποιοτικού τύπου εργαλεία. Ειδικότερα, λήφθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ημιδομημένες συνεντεύξεις από πρόσωπα – κλειδιά. Για την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική ανάλυση και συγκεκριμένα η ανάλυση περιεχομένου.

Η έρευνα κατέδειξε ότι τα προγράμματα έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας σε ικανοποιητικό βαθμό. Συγκεκριμένα, καταγράφτηκε ένας σημαντικός αριθμός υλοποιούμενων παρεμβάσεων σε τοπικό επίπεδο που πληρούσε τα κριτήρια των προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης. Μεταξύ αυτών ορισμένα είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση, ενώ παράλληλα συγκέντρωναν το ενδιαφέρον της τοπικής κοινότητας για συμμετοχή σε αυτά. Τα συγκεκριμένα στοιχεία δείχνουν ότι ανάλογες παρεμβάσεις μπορεί να αναπτύξουν αξιοσημείωτη δυναμική στο μέλλον.

 

Λέξεις κλειδιά: παραβατικότητα ανηλίκων, κοινωνική πρόληψη, κοινοτική πρόληψη, προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης, ελληνική εμπειρία

 

Εισαγωγή

Το πλαίσιο αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική. Τα ποινικά μέτρα που διαχρονικά χρησιμοποιούνταν από την ποινική δικαιοσύνη για την καταστολή της φαίνεται ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στην πρόληψη της παραβατικότητας. Οι προσπάθειες ποινικοποίησης νέων συμπεριφορών επιβεβαιώνουν την αδυναμία του ποινικού συστήματος για επιτυχή διαχείριση του φαινομένου. Μάλιστα, η συγκεκριμένη αδυναμία γίνεται ορατή σε διεθνές επίπεδο με συνακόλουθες προσπάθειες αναμόρφωσης του νομοθετικού πλαισίου ανηλίκων και αναζήτησης καλών πρακτικών. Αντίστοιχα, οι περισσότερες χώρες στοχεύουν στην εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με τις κατευθυντήριες γραμμές που χαράσσουν οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Ο.Η.Ε. και το Συμβούλιο Ευρώπης (Πιτσελά, 2001), οι οποίες προσανατολίζονται στην προστασία των δικαιωμάτων των νεαρών ατόμων και στην αρχή της ελάχιστης παρέμβασης. Οι διεθνείς οργανισμοί και η ερευνητική εμπειρία συγκλίνουν στο ότι η αντεγκληματική πολιτική που σχεδιάζεται για ανηλίκους πρέπει να προσανατολίζεται στην κοινωνική πρόληψη, δηλ. στη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής, ανάπτυξης, προαγωγής της ψυχικής και κοινωνικής υγείας. Η συγκεκριμένη στρατηγική δίνει έμφαση στη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ αντεγκληματικής και κοινωνικής πολιτικής, ενώ στο σχεδιασμό και την υλοποίησή της κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η κοινότητα, η οποία μπορεί να υποστηρίξει τις πρωτοβουλίες και να συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.

Παρακάτω, θα παρουσιάσουμε ορισμένα στοιχεία που αφορούν την παραβατικότητα των ανηλίκων και τη θέση της κοινωνικής πρόληψης και ειδικότερα των προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης σε αυτήν. Επίσης, θα παρουσιάσουμε ορισμένα από τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με την ελληνική εμπειρία στην υλοποίηση των συγκεκριμένων προγραμμάτων.

 

Θεωρητική προσέγγιση της παραβατικότητας ανηλίκων 

Τα αδικήματα των ανηλίκων

Η παραβατικότητα[1] των ανηλίκων αναφέρεται, συνήθως, σε ένα σύνολο συμπεριφορών που θεωρούνται ως παραβατικές. Πρόκειται για κοινωνικά ή/ και ποινικά αποδοκιμαστέες συμπεριφορές, που κυμαίνονται από απλές αντικοινωνικές συμπεριφορές (Αρτινοπούλου, 2001) μέχρι και ποινικά επιλήψιμες. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι επιθετικές, εκφοβιστικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, η σχολική βία ή ο σχολικός εκφοβισμός (bullying) (Olweus, 1994. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 2010. Smith & Sharp, 1994), μια σειρά από ευκαιριακά – περιστασιακά εγκλήματα, όπως κλοπές, διαρρήξεις, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, βανδαλισμοί, επικίνδυνη οδήγηση και παραβάσεις ΚΟΚ, ορισμένες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όπως η χρήση ουσιών και η κατάχρηση αλκοόλ, αλλά και σοβαρότερα εγκλήματα, όπως η σωματική επίθεση, η σεξουαλική επίθεση, αδικήματα που εμπίπτουν στους ειδικούς νόμους περί ναρκωτικών και λιγότερο συχνά εγκλήματα κατά της ζωής, όπως ανθρωποκτονίες.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διεθνώς μια διαφοροποίηση στην παραβατικότητα των ανηλίκων τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική. Εμφανίζονται νέες  μορφές παραβατικής συμπεριφοράς, που τις περισσότερες φορές, φαίνεται να είναι απόρροια του συνδυασμού της συνεχούς ποινικοποίησης συμπεριφορών και των κοινωνικών αλλαγών που ευνοούν την εμφάνιση νέων αντικοινωνικών συμπεριφορών από τους νέους. Νέες μορφές εγκλημάτων, όπως οι βανδαλισμοί, οι σωματικές βλάβες, η κατοχή όπλων, οι ληστείες, οι σεξουαλικές επιθέσεις και τα βίαια εγκλήματα γενικά γνωρίζουν μεγάλη έξαρση, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες.

Θα λέγαμε ότι, σε πολλές περιπτώσεις οι νέες μορφές αδικημάτων είναι εναρμονισμένες με τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες και αντικατοπτρίζουν, ακριβώς, το κοινωνικό πλαίσιο της εμφάνισής τους. Μάλιστα, ο χαρακτήρας των πράξεων (π.χ. βανδαλισμοί) υποδηλώνει περισσότερο μια μορφή αντίδρασης και πολλές φορές διαμαρτυρίας των νέων στις κοινωνικές αλλαγές που επιτελούνται. Η βιβλιογραφία, άλλωστε, συνδέει την παραβατική συμπεριφορά των νέων με την υιοθέτηση αξιών ως αντίδραση στη δυσλειτουργία των κοινωνικών θεσμών (Μαγγανάς & Λάζος, 1997. Κουράκης, 1999, 2000).

Στην Ελλάδα, οι νέες τάσεις στις παραβατικές συμπεριφορές των ανηλίκων εμφανίζονται με πιο αργούς ρυθμούς με αποτέλεσμα η συνολική εικόνα της συμπεριφοράς αυτής να κυμαίνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Το συγκεκριμένο γεγονός μπορεί να συνδεθεί, σε κάποιο βαθμό, με το ρόλο που ακόμη επιτελεί η οικογένεια στην ελληνική κοινωνία ως βασικός θεσμός κοινωνικοποίησης. Προκειμένου να σχηματίσουμε μια ενδεικτική εικόνα των ποσοτικών διακυμάνσεων και του είδους των αδικημάτων που διαπράττονται από ανηλίκους, επεξεργαστήκαμε τα στοιχεία της στατιστικής της αστυνομίας που αφορούν τους ανήλικους γνωστούς δράστες και τα στοιχεία της δικαστικής στατιστικής που αφορούν τους καταδικασθέντες ανηλίκους από το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης για τα έτη 1990 έως το 2009.[2]

Πίνακας 1: Γενικό σύνολο γνωστών δραστών – καταδικασθέντων ανηλίκων ανά έτος

Γενικό Σύνολο Σύνολο

Καταδικασθέντων ανά φύλο

Καταδικασθέντες  επί του συνόλου των γνωστών δραστών

(%)

Γνωστοί δράστες (Ν) Καταδικασθέντες (Ν) Άρρεν % Θήλυ %
1990 15298 6809 6547 96,2 262 3,8 44,5
1991 18535 6317 6118 96,8 199 3,2 34,1
1992 20332 7964 7710 96,8 254 3,2 39,2
1993 18882 6095 5884 96,5 211 3,5 32,3
1994 16530 5469 5268 96,3 201 3,7 33,1
1995 17061 6388 6144 96,2 244 3,8 37,4
1996 17940 5666 5432 95,9 234 4,1 31,6
1997 20599 7278 6982 95,9 296 4,1 35,3
1998 20387 4964 4726 95,2 238 4,8 24,4
1999 21834 4106 3839 93,5 267 6,5 18,8
2000 23372 3844 3575 93,0 269 7,0 16,4
2001 25249 4500 4203 93,4 297 6,6 17,8
2002 24938 4422 4116 93,1 306 6,9 17,7
2003 21603 3872 3604 93,1 268 6,9 17,9
2004 22829 3951 3745 94,8 206 5,2 17,3
2005 24991 4439 4156 93,6 283 6,4 17,8
2006 25268 3749 3592 95,8 157 4,2 14,84
2007 22622 2495 2377 95,3 118 4,7 11,03
2008 22480 2408 2297 95,4 111 4,6 10,71
2009 19196

 

Αναφορικά με τους γνωστούς δράστες των αδικημάτων, η εικόνα της παραβατικότητας των ανηλίκων από ποσοτικής άποψης, θα λέγαμε ότι, παρουσιάζει διακυμάνσεις με αυξητική τάση, η οποία γίνεται, κυρίως, αισθητή από το 1997 και έπειτα, οπότε αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των γνωστών δραστών (20.599 δράστες αδικημάτων) σε σχέση με το μέσο όρο (~17.797 δράστες αδικημάτων) των προηγούμενων ετών (1990-1996). Από το 1997 έως το 2001 παρατηρείται σταθερή αύξηση στον αριθμό των γνωστών δραστών, ενώ από το 2002 και έπειτα, σημειώνονται αυξομειώσεις που, ωστόσο διατηρούν τα νούμερα σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Αξιοσημείωτη διαφοροποίηση στα ποσοτικά μεγέθη παρατηρούμε το 2009, καθώς σημειώνεται σημαντική μείωση στον αριθμό των γνωστών δραστών (19.196) σε σχέση με το μέσο όρο (~23.518 δράστες) των τελευταίων δέκα ετών (1999-2008).

Όσον αφορά την ένδικη παραβατικότητα που προκύπτει από τους καταδικασθέντες ανηλίκους, η εικόνα δεν είναι ίδια με αυτήν των γνωστών δραστών των βεβαιωθέντων αδικημάτων της αστυνομίας, αλλά ακολουθεί αρκετά διαφορετική τάση. Ο αριθμός των καταδικασθέντων χαρακτηρίζεται από αυξομειώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών, ενώ όπως παρατηρούμε από το 1998 και έπειτα σημειώνει αισθητή μείωση. Ειδικότερα, από το 2000, ο αριθμός των καταδικασθέντων ακολουθεί πτωτική τάση, με μικρές αυξομειώσεις, ενώ το 2008 ο αριθμός των καταδικασθέντων είναι σχεδόν κατά 2,5 φορές μικρότερος σε σχέση με το μέσο όρο (5.378) του αριθμό των ανηλίκων καταδικασθέντων της προηγούμενης δεκαετίας (1990-1999). Εξετάζοντας τη μεταβλητή του φύλου στο συνολικό αριθμό των καταδικασθέντων ανηλίκων, παρατηρούμε ότι το ποσοστό της συμμετοχής των αγοριών καταλαμβάνει κατά μέσο όρο το 95% της ένδικης παραβατικότητας των ανηλίκων για τα έτη 1990-2008. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό της συμμετοχή των κοριτσιών αντιστοιχεί στο 5% κατά μέσο όρο.

Αναφορικά με τις κατηγορίες των αδικημάτων που διαπράττονται από ανηλίκους, αυτές αφορούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους τις παραβάσεις των ειδικών ποινικών νόμων και σε μικρότερο ποσοστό τις παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα. Για τα έτη 1990-2009, οι παραβάσεις των γνωστών δραστών της Αστυνομίας αφορούν κατά 90% περίπου παραβάσεις των ειδικών νόμων και κατά 10% περίπου αδικήματα του Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, οι ανήλικοι εμπλέκονται κυρίως σε αδικήματα που αφορούν παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Τα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα συνίστανται σε αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας, σωματικές βλάβες και σε μικρότερο ποσοστό στα αδικήματα της επαιτείας και αλητείας, ενώ η συμμετοχή των ανηλίκων στα εγκλήματα κατά της ζωής είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Η εικόνα που απεικονίζεται είναι ενδεικτική της ποιότητας των αδικημάτων των ανηλίκων. Όπως γίνεται αντιληπτό, σε σύγκριση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα τα βίαια εγκλήματα δεν αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος των παραβατικών συμπεριφορών των ανηλίκων. Εντούτοις, χρειάζεται να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στα ελληνικά σχολεία στα κρούσματα αντικοινωνικών και εκφοβιστικών συμπεριφορών, τύπου bullying (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 2010), οι οποίες ναι μεν δεν αποτελούν ποινικά αδικήματα, εντούτοις η εμφάνισή τους εγείρει προβληματισμό σχετικά με τις συνθήκες που ευνοούν την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών, όπως και με τη μετέπειτα πορεία των ανηλίκων στην παραβατικότητα.

 

Το πλαίσιο αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων

Η αντεγκληματική πολιτική, δηλαδή το σύνολο των πολιτικών αντιμετώπισης του εγκλήματος, έχει ως στόχο την προστασία της κοινωνίας από την εγκληματικότητα, τη φροντίδα για τη μελλοντική εξέλιξη του δράστη και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του θύματος (Τσήτσουρα, 2003). Προκειμένου να επιτύχουν το συγκεκριμένο σκοπό τους οι στρατηγικές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας χρησιμοποιούν μια σειρά από μέτρα και μέσα (Delmas-Marty, 1991). Η παραδοσιακή αντιμετώπιση της εγκληματικότητας περιλαμβάνει τους μηχανισμούς καταστολής και κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης, οι οποίοι ενεργοποιούνται έπειτα από την παράβαση των νόμων με την επιβολή κυρώσεων (Φαρσεδάκης, 1996). Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μέτρα ποινικής πρόληψης. Ωστόσο, στη σύγχρονη εκδοχή της, η αντεγκληματική πολιτική έχει διευρύνει το φάσμα των μέσων που χρησιμοποιεί προκειμένου να ελέγξει την έκταση της εγκληματικότητας συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τα εναλλακτικά της ποινής μέτρα και τα μέτρα κοινωνικής πρόληψης.

Αναφορικά με το πλαίσιο αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων,  φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια, οι τάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο ανηλίκων στρέφονται προς τα εναλλακτικά της ποινής μέτρα και την αρχή της ελάχιστης παρέμβασης. Μεταξύ των εναλλακτικών μέτρων συγκαταλέγονται η επανορθωτική αποκαταστατική δικαιοσύνη (Μαγγανάς, 2000α. Αρτινοπούλου, 2010), η κοινωνική διαμεσολάβηση (Αρτινοπούλου, 2007), τα εξωϊδρυματικά μέτρα, όπως η κοινωφελής εργασία (Μαγγανάς, 1999), η παραπομπή σε θεραπευτικές δομές όταν πρόκειται για χρήστες, όπως και άλλα μέτρα, τα οποία έχουν ως στόχο την επανένταξη. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για θυματοκεντρικές προσεγγίσεις, οι οποίες επιδιώκουν τη συμφιλίωση δράστη και θύματος μέσα από την αποκατάσταση της βλάβης και την αποζημίωση του θύματος. Επιπλέον, σε επίπεδο πρόληψης αναδεικνύεται η σημασία της κοινωνικής πρόληψης, δηλ. της λήψης κοινωνικών μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη της παραβατικότητας.

Αναφορικά με την ελληνική εμπειρία, η αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων παραδοσιακά βασιζόταν στις ποινικές απαντήσεις. Τη δεκαετία του 1980 εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα αντεγκληματικής πολιτικής με κοινωνικό χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1990 βλέπουμε πιο συγκροτημένες προσπάθειες, ενώ τα τελευταία χρόνια είναι εμφανείς οι τάσεις ένταξης των μέτρων της κοινωνικής πρόληψης στη νομοθεσία ανηλίκων. Οι προσπάθειες βελτίωσης της νομοθεσίας αποτυπώνονται στις πιο πρόσφατες νομοθεσίες του 2003 (Ν. 3189/2003) και του 2010 (Ν. 3860/2010) που δίνουν έμφαση στην κοινωνική πρόληψη και στην αρχή της ελάχιστης παρέμβασης.

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο στοχεύει στην ηπιότερη αντιμετώπιση των ανηλίκων με την εφαρμογή εξωϊδρυματικών μέτρων που σκοπό έχουν την επανένταξή τους στην κοινωνία. Υπογραμμίζεται η σημασία του κοινωνικού περιβάλλοντος των ανηλίκων για την ομαλή ανάπτυξη και την ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Δίνεται έμφαση στη λήψη κοινωνικών μέτρων και στην αποκέντρωση των υπηρεσιών στο τοπικό πλαίσιο, όπου αναγνωρίζονται καλύτερα οι υφιστάμενες ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται και η ίδρυση φορέων, όπως το «Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της θυματοποίησης και της παραβατικότητας των ανηλίκων» (Κ.Ε.Σ.Α.Θ.Ε.Α.). Τα μέτρα αυτά μάλιστα θεωρούνται πιο κατάλληλα για ανηλίκους, οι οποίοι διαβιώνουν σε κοινωνικές συνθήκες οι οποίες τους θέτουν σε κίνδυνο είτε να θυματοποιηθούν είτε να εμπλακούν σε παραβατικές συμπεριφορές, εκκρεμεί κάποια δίωξη για αξιόποινη πράξη, τους έχουν επιβληθεί αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, έχουν απολυθεί από κάποιο ίδρυμα αγωγής υγείας, θεραπευτικό κατάστημα ή ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.

Από το γράφημα που ακολουθεί μπορούμε να σχηματίσουμε μια ενδεικτική εικόνα αναφορικά με τις τάσεις των τελευταίων ετών στην αντεγκληματική πολιτική.

 

Γράφημα1

 

 

 

 

 

 

 

Συγκεκριμένα, μπορούμε να δούμε τους γνωστούς δράστες της Αστυνομίας σε σύγκριση με τους καταδικασθέντες από την Ποινική Δικαιοσύνη για τα έτη 1990-2009. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε ότι στα στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας η παραβατικότητα των ανηλίκων εμφανίζει αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια με κάποια μείωση το 2009. Αντιθέτως, η ένδικη παραβατικότητα χαρακτηρίζεται από καθοδικές τάσεις, ενώ διαπιστώνουμε ότι εάν εξετάσουμε το ποσοστό των καταδικασθέντων επί του συνόλου των γνωστών δραστών, υπάρχει αισθητή μείωση την τελευταία δεκαετία. Η τάση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα βαθμό ως απόρροια των γενικότερων εξελίξεων στις τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής για ανηλίκους που δίνουν προτεραιότητα στις εξωδικαστικές διευθετήσεις και στα εναλλακτικά μέτρα.

 

Η κοινωνική πρόληψη

Η κοινωνική πρόληψη αναδείχθηκε κυρίως τη δεκαετία του 1980 στο πλαίσιο της κινητοποίησης των ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών για την εύρεση προσφορότερων πρακτικών πρόληψης με σεβασμό στα δικαιώματα των νεαρών ατόμων. Η συζήτηση μάλιστα εντάθηκε από τη δυσαρέσκεια για την αναποτελεσματικότητα των επίσημων μηχανισμών της ποινικής δικαιοσύνης να διαχειριστούν το έγκλημα και αντίστοιχα την ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Συγκεκριμένα, τις δεκαετίες 1980 και ’90, ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης επέδειξαν αξιοσημείωτη πρόοδο αφενός στην προστασία των δικαιωμάτων των νεαρών ατόμων και αφετέρου στη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής με χαρακτηριστικά κοινωνικής πρόληψης και κατ’ εξαίρεση καταστολής. Υπογραμμίστηκε ότι η λειτουργία οποιασδήποτε  διαδικασίας που αναφέρεται σε ανήλικο πρέπει να διέπεται από τις βασικές αρχές της προαγωγής, του σεβασμού και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Οι πρωτοβουλίες είχαν ως απώτερο στόχο τη χάραξη μιας κοινής αντεγκληματικής πολιτικής για τους ανηλίκους σε διεθνές επίπεδο.

Ως προς το περιεχόμενο, η κοινωνική πρόληψη χρησιμοποιεί κοινωνικού χαρακτήρα μέσα για να προσδιορίσει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κοινωνικούς παράγοντες ή τις συνθήκες που ευνοούν την εμφάνιση του εγκλήματος (Τσήτσουρα, 2003). Η αντεγκληματική πολιτική που προσανατολίζεται στις παρεμβάσεις της κοινωνικής πρόληψης πλαισιώνεται από τρεις άξονες: τη συμμετοχή των πολιτών, τη διαιρετικότητα και την αποκέντρωση (Παπαθεοδώρου, 2002. Ζαραφωνίτου, 2003). Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκεται ένα πλουραλιστικό σχήμα συνεργασίας (multi-agency/ partnership approach) της κεντρικής εξουσίας με την τοπική αυτοδιοίκηση, το κοινό, ιδιωτικούς φορείς, κυβερνητικές και μη οργανώσεις, εθελοντές και γενικά την ευρύτερη κοινότητα με στόχο την πρόληψη (Crawford, 1998).

Το κοινοτικό συμμετοχικό πρότυπο ενθαρρύνει τους νέους και ολόκληρη την κοινότητα να εμπλακούν ενεργά στον εντοπισμό των τοπικών ζητημάτων, στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης ενισχύοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία και καθιστώντας την πρόληψη ευθύνη ολόκληρης της κοινότητας (Παπαθεοδώρου, 2002. Ζαραφωνίτου, 2003). Η σημασία της συμμετοχής και του κοινοτισμού έγκειται στο ότι η τοπική κοινότητα αναγνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες της και επομένως μπορεί να αποφασίσει για το είδος των παρεμβάσεων που ανταποκρίνονται με πιο ικανοποιητικό τρόπο σε αυτές. Έτσι, η κινητοποίηση, η υπευθυνοποίηση, η ευαισθητοποίηση και η συσπείρωση της ευρύτερης κοινότητας θεωρείται καταλυτικής σημασίας στην επιτυχή έκβαση των δράσεων, καθώς δρα συμπληρωματικά και υποστηρικτικά στην ενδυνάμωση της λειτουργίας των θεσμών της κοινωνίας και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης (Παπαθεοδώρου, 2002).

Για το λόγο αυτό, οι παρεμβάσεις κοινωνικής πρόληψης απευθύνονται προς τους βασικούς θεσμούς κοινωνικοποίησης του ατόμου και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ανάπτυξής του: οικογένεια, σχολείο, παρέες συνομηλίκων, κοινότητα. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η ενδυνάμωση του ρόλου της οικογένειας, η στήριξη των γονέων για να ανταποκριθούν στο ρόλο τους, η ενίσχυση του ρόλου του σχολείου, όπως και η ενίσχυση του δεσμού των παιδιών με την οικογένεια και το σχολείο. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις είναι σημαντικό να πλαισιώνονται από τη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας, όπως παροχή ευκαιριών εκπαίδευσης, κατάλληλη ιατρική και ψυχική φροντίδα της υγείας, διατροφή, στέγαση, πρόληψη των αντικοινωνικών συμπεριφορών, της χρήσης ναρκωτικών και άλλων ουσιών (Φαρσεδάκης, 1985. Tonry, Farrington, 1995). Συνεπώς, η κοινωνική πρόληψη προτείνει μια ολιστική προσέγγιση στη νεανική παραβατικότητα που λαμβάνει υπόψη όλες τις πλευρές που συνθέτουν το πλαίσιο εμφάνισής της.

 

Κοινωνική ανάπτυξη

Η κοινωνική ανάπτυξη εντάσσεται στα μέτρα κοινωνικής πρόληψης. Ως μακροπρόθεσμη στρατηγική έχει ως στόχο να διασφαλίσει την ευημερία και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των παιδιών και της οικογένειας με τη λήψη προληπτικών μέτρων που αναγνωρίζουν και κατευθύνουν τις σύνθετες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές διαδικασίες που συμβάλλουν στην εμφάνιση του εγκλήματος και τη θυματοποίηση (Muncie, 1999). Για το σκοπό αυτό, βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση (integrated approach) της νεανικής παραβατικότητας που συνδυάζει θεωρίες κοινωνικοποίησης, κοινωνικού ελέγχου, κοινωνικής μάθησης, διαφορικού συγχρωτισμού, πολιτισμικών διαφορών, καθώς και άλλες προσεγγίσεις κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων (Hawkins, 1996). Κατ’ αυτήν, οι παρεμβάσεις πρέπει να ικανοποιούν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των διάφορων σταδίων της εξέλιξης του παιδιού.

Η κοινωνική ανάπτυξη, ως μέρος της κοινωνικής πρόληψης, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην κοινωνικοποίηση και στην παιδεία των ανηλίκων ως διαδικασίες ορόσημα στη ζωή τους για την υιοθέτηση θετικών προτύπων και στάσεων ζωής (Χάιδου, 2003). Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, η κοινωνικοποίηση, δηλαδή η εκμάθηση των κοινωνικών συμπεριφορών πραγματοποιείται από την οικογένεια, το σχολείο και άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Επιπρόσθετα, ο ρόλος της παιδείας είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην προσωπική ανάπτυξη και την ευημερία, καθώς εμπνέει στους νέους εκείνες τις αξίες, στάσεις, συμπεριφορές και δεξιότητες που προάγουν την κοινωνική ανάπτυξη. Έτσι, μια παιδεία που καλλιεργεί συναισθήματα αλληλεγγύης και ισότητας προς τους άλλους, κατανόησης προς την διαφορετικότητα στην κουλτούρα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις, που καλλιεργεί μια συλλογική κοινωνική συνείδηση, χωρίς προκαταλήψεις, αλλά με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να λειτουργήσει κατασταλτικά στην εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών από τους νέους.

Οι προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης είναι συνήθως: α) η κοινωνική, που συνίσταται στην ενίσχυση των μέτρων και των θεσμών της κοινωνικής πολιτικής για την προστασία των παιδιών και της οικογένειας, β) η αναπτυξιακή, η οποία υπογραμμίζει τη σημασία της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης του παιδιού και της επίδρασης των παραγόντων του κοινωνικού περιβάλλοντος σε αυτή και γ) η κοινοτική, η οποία δίνει έμφαση στη συμμετοχή του κοινού στην αντιμετώπιση των κοινοτικών προβλημάτων (Μαγγανάς, 1999). Η αναγνώριση των παραγόντων που ευνοούν (παράγοντες “κίνδυνου”) ή αντιθέτως αποτρέπουν (“προστατευτικοί” παράγοντες) την εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών και η διαχείρισή τους αποτελούν το θεωρητικό σχήμα στο οποίο βασίζονται οι επιμέρους αναπτυξιακές, κοινωνικές και κοινοτικές προσεγγίσεις της συγκεκριμένης στρατηγικής πρόληψης (O’ Mahony, 2009. Jenson, 2010). Οι παράγοντες “κινδύνου” συνδέονται με αρνητικές εμπειρίες και βιώματα του ατόμου που προέρχονται: το οικογενειακό περιβάλλον, το σχολείο, τις παρέες συνομήλικων, το περιβάλλον διαμονής, την κοινωνικοοικονομική αποστέρηση, την πρώιμη έναρξη της παραβατικής συμπεριφοράς, τις κοινωνικές αλλαγές, κ.ά. Η αναγνώριση των παραγόντων που ευνοούν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών θεωρείται πολύ σημαντική για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους (Crawford, 1998). Από την άλλη πλευρά, ως “προστατευτικοί παράγοντες” θεωρούνται εκείνες οι επιρροές, εσωτερικές ή εξωτερικές, ή εκείνοι οι μηχανισμοί, που βοηθούν τα παιδιά και τα νεαρά άτομα να αντεπεξέλθουν καλύτερα και να γίνονται πιο ανθεκτικά στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής (National Crime Prevention Strategy, 2004).

Οι παρεμβάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης αναγνωρίζουν και κατευθύνουν τους παράγοντες αυτούς σε κρίσιμα σημεία της ανάπτυξης του ατόμου. Τα περισσότερα προγράμματα που συναντάμε στη διεθνή βιβλιογραφία εντάσσονται στο πλαίσιο της λήψης μέτρων κοινωνικής πολιτικής και αφορούν παρεμβάσεις ενδυνάμωσης της οικογένειας, υποστήριξης των γονέων στο ρόλο τους, ενίσχυσης του ρόλου του σχολείου, δέσμευσης των παιδιών προς αυτό, συνεργασίας των βασικών φορέων κοινωνικοποίησης των παιδιών: οικογένειας – σχολείου, στις ευκαιρίες απασχόλησης, στην κοινότητα, όπως και στις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου (Crawford, 1998). Τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της προσωπικότητας των παιδιών και των νέων, στην ομαλή ένταξή τους στην οικογένεια και στην κοινωνία, όπως και στην υπευθυνοποίησή τους επιτελώντας με αυτόν τον τρόπο εγκληματοπροληπτική λειτουργία. Μάλιστα, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων διεθνώς δείχνει ότι, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πρόληψης, μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της εμπλοκής σε παραβατικές συμπεριφορές και στην ομαλή κοινωνική ανάπτυξη των ανηλίκων.

 

Έρευνα για τη διερεύνηση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόληψης – ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο

Στόχοι και οριοθέτηση αντικειμένου έρευνας

Η έρευνα διερευνούσε το κατά πόσον υπάρχουν προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης και πρόληψης που απευθύνονται στους ανηλίκους και στην οικογένεια σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, το είδος τους, το πλαίσιο λειτουργίας των προγραμμάτων, το εύρος ανάπτυξης, τη διασύνδεση με τοπικές ανάγκες, τους μηχανισμούς αξιολόγησης των δράσεων, την ανταποκρισιμότητα και την αποτελεσματικότητά τους, τα προβλήματα που δυσχεραίνουν την υλοποίησή τους, καθώς και τις προτάσεις για βελτίωση και τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξής τους[3]. Το στάδιο της συλλογής των δεδομένων (τεκμήρια, συνεντεύξεις) της έρευνας διήρκεσε 2 περίπου έτη (από τα τέλη του 2007 έως και αρχές του 2010).

Μεθοδολογία

Η έρευνα διενεργήθηκε με ποιοτικού τύπου εργαλεία. Συγκεκριμένα, η διεξαγωγή της έρευνας βασίστηκε στα παρακάτω στάδια:

  • Καταγραφή του δείγματος (των φορέων και των ερωτώμενων)
  • Συλλογή των δεδομένων: συνεντεύξεις και τεκμήρια (γραπτό υλικό)
  • Επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων (θεματική ποιοτική ανάλυση)
  1. Καταγραφή του δείγματος

Στο στάδιο της καταγραφής του δείγματος, αρχικά, πραγματοποιήθηκε  διερεύνηση του τοπικού πλαισίου σχετικά με την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης που πληρούσαν τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω. Συγκεκριμένα, από τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης που εντοπίστηκαν επιλέχθηκαν εκείνα τα οποία απευθύνονταν σε παιδιά και νέους έως 18 ετών, στην οικογένεια και σε γονείς παιδιών που βρίσκονταν στις αντίστοιχες ηλικίες, στο σχολείο και στην ευρύτερη κοινότητα.

Η επιλογή του δείγματος πραγματοποιήθηκε ως προς: α) τους φορείς υλοποίησης των προγραμμάτων, β) τους ερωτώμενους και γ) το γεωγραφικό πλαίσιο υλοποίησης της έρευνας.

Αναφορικά με το φορέα υλοποίησης, μέσα από τη διερεύνηση προέκυψε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση είναι ο κύριος φορέας στον οποίο ανατίθεται η αρμοδιότητα της υλοποίησης του μεγαλύτερου όγκου των κοινωνικών προγραμμάτων. Το δεδομένο αυτό οριοθέτησε το πεδίο μελέτης στους πρωτοβάθμιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τους Δήμους .

Ως γεωγραφικό πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας οριοθετήθηκε το λεκανοπέδιο του νομού της Αττικής και συγκεκριμένα το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, όπου διοχετεύεται ο κύριος όγκος των προγραμμάτων, υπάρχει μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, μεγάλος αριθμός Δήμων με διαφοροποιημένα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως και υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και φόβου του εγκλήματος.

Τα κριτήρια επιλογής των Δήμων ήταν κοινωνικά, δημογραφικά (μέγεθος, πυκνότητα και ποιοτική σύνθεση του πληθυσμού, κοινωνικοδημογραφικό προφίλ των κατοίκων, κοινωνικοοικονομική κατάσταση),  γεωγραφικά, ενώ λήφθηκαν υπόψη στοιχεία για την εγκληματικότητα, καθώς και κριτήρια που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της έρευνας. Ένα από τα βασικά κριτήρια επιλογής των Δήμων ήταν η δραστηριοποίησή τους στον τομέα των κοινωνικών προγραμμάτων και ιδιαίτερα των προγραμμάτων κοινωνικής πρόληψης/ ανάπτυξης. Τέλος, να αναφέρουμε ότι πρακτικά ζητήματα, όπως η πρόσβαση στους οργανισμούς που συνίστατο τόσο στη διαθεσιμότητά τους όσο και στην προθυμία του προσωπικού να συμμετάσχει στην έρευνα αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη συμμετοχή τους στο τελικό δείγμα.

Στην τελική επιλογή του δείγματος, προσπαθήσαμε να διασφαλίσουμε, κατά το δυνατόν, τη γεωγραφική αντιπροσωπευτικότητα των Δήμων στο δείγμα, ώστε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Για το σκοπό αυτό, επιλέχθηκαν 12 Δήμοι του λεκανοπεδίου της Αττικής, οι οποίοι κρίθηκαν με τα παραπάνω κριτήρια ως καταλληλότεροι για τη διεξαγωγή της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, το δείγμα της έρευνας αποτελούν οι Δήμοι Αγίας Βαρβάρας, Αιγάλεω, Βούλας, Καλλιθέας, Κορυδαλλού, Μοσχάτου, Ηλιούπολης, Υμηττού, Ζωγράφου, Γαλατσίου, Κηφισιάς και Αγίας Παρασκευής.

Συλλογή των δεδομένων: συνεντεύξεις και τεκμήρια

Για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν: α) η προσωπική ποιοτική συνέντευξη και β) τα γραπτά τεκμήρια (Robson, 2007). Συγκεκριμένα, λήφθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ημιδομημένες συνεντεύξεις από πρόσωπα – κλειδιά (key informants) (Butler & Howell, 1980), δηλ. στελέχη των προγραμμάτων και υπηρεσιών που ήταν σε θέση να γνωρίζουν εμπεριστατωμένα το πλαίσιο λειτουργίας τους και γι’ αυτό κρίθηκαν ως τα πλέον κατάλληλα για την άντληση των πληροφοριών. Συνολικά, λήφθηκαν 17 συνεντεύξεις. Τα τεκμήρια συνίστανται σε γραπτά κείμενα με πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με τα προγράμματα, όπως περιγραφή των προγραμμάτων (στόχοι, διαδικασίες, εγκύκλιοι, κ.ά.), αξιολογήσεις, εκθέσεις, ερευνητικές μελέτες, αρχεία, στατιστικά στοιχεία για τους αποδέκτες των υπηρεσιών, κ.ά. στα οποία πραγματοποιήθηκε ανάλυση περιεχομένου.

Επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων  

Για την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η θεματική ποιοτική ανάλυση και συγκεκριμένα η ανάλυση περιεχομένου.

Κλείνοντας την παρουσίαση της μεθοδολογίας να αναφέρουμε ότι κατά την ερευνητική διαδικασία συναντήσαμε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι συνδέονται τόσο με τη φύση της ποιοτικής έρευνας όσο και με τη διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι αδυναμίες πρόσβασης σε υλικό σχετικό με την ικανοποίηση των αποδεκτών από τις υπηρεσίες και η απουσία αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων ως προς τους στόχους τους. Εντούτοις, καταβλήθηκε προσπάθεια να περιοριστούν οι συγκεκριμένες δυσκολίες και να διασφαλιστεί η αξιοπιστία και η εγκυρότητα της έρευνας.

 

Ευρήματα έρευνας

Παρακάτω παρατίθενται συνοπτικά ανά θεματικές κατηγορίες ορισμένα από τα ευρήματα της έρευνας.

 

Α) Το πλαίσιο λειτουργίας των προγραμμάτων

Θα λέγαμε ότι, γενικά, τα προγράμματα υλοποιούνται στο πλαίσιο της παροχής μέτρων κοινωνικής πολιτικής από το κράτος προς τον πολίτη. Μάλιστα αποτελούν μέρος της ευρύτερης μεταρρύθμισης που πραγματοποιήθηκε στο ρόλο του σύγχρονου κράτους στον τομέα κοινωνικής παρέμβασης με την παραχώρηση από αυτό προς την τοπική αυτοδιοίκηση αρμοδιοτήτων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και προγραμμάτων (Σκαμνάκης, 2006).

Συνεργασίες

Η έρευνα έδειξε ότι στην υλοποίηση των προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης, οι περισσότεροι ΟΤΑ συνεργάζονται με τοπικούς, εθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς και παρεμφερείς υπηρεσίες για θέματα που άπτονται της υγείας, της κοινωνικής ανάπτυξης και της ευημερίας.

 Στελέχωση

Γενικά, τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης στελεχώνονται από επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων, στην πλειονότητά τους κοινωνικούς επιστήμονες, όπως κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, κοινωνικούς  λειτουργούς, καθώς και άλλες ειδικότητες, όπως παιδοψυχίατρους, εργοθεραπευτές και λογοθεραπευτές. Ωστόσο, στις περισσότερες υπηρεσίες επικρατέστερη ειδικότητα είναι αυτή των κοινωνικών λειτουργών, καθώς η κοινοτική εργασία στη χώρα μας ασκείται παραδοσιακά από τους κοινωνικούς λειτουργούς (Καραγκούνης, 2008).

 Επιμόρφωση προσωπικού

Στην πλειοψηφία του, το προσωπικό των προγραμμάτων λαμβάνει επιμόρφωση στον τομέα των προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής, καθώς και της πρόληψης ειδικότερα. Η επιμόρφωση πραγματοποιείται τόσο με προσωπική πρωτοβουλία των στελεχών όσο και με πρωτοβουλία του οργανισμού.

Η φυσιογνωμία των φορέων παροχής προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης

Όσον αφορά τη φυσιογνωμία των φορέων υλοποίησης των προγραμμάτων, πρόκειται κυρίως για κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων που παρέχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας και μέριμνας, καθώς και γενικότερου περιεχομένου κοινωνικά προγράμματα, που απευθύνονται σε ολόκληρο τον πληθυσμό των κατοίκων της περιοχής τους, αλλά και σε πιο εξειδικευμένες ανάγκες. Οι παραπάνω υπηρεσίες διακρίνονται σε ΝΠΔΔ που παρέχουν υπηρεσίες ανοιχτής ή κλειστής περίθαλψης σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού, σε ΝΠΙΔ (δημοτικές επιχειρήσεις, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες) με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, των συνθηκών ζωής της πόλης κλπ. και Διευθύνσεις ή τμήματα που εντάσσονται στον οργανισμό λειτουργίας των Δήμων με σκοπό το σχεδιασμό και την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας.

 Η πρωτοβουλία για την υλοποίησή των προγραμμάτων

Η πρωτοβουλία για το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης ανήκει άλλοτε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλοτε σε εξωτερικούς φορείς που σχεδιάζουν τα προγράμματα και στη συνέχεια τα διοχετεύουν προς υλοποίηση σε αυτούς. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα αποτελούν σημαντικό γνώμονα για την κατεύθυνση των τάσεων στο χώρο της κοινωνικής και αντεγκληματικής πολιτικής που ασκείται σε τοπικό επίπεδο.

 Διασύνδεση με τοπικές ανάγκες

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των προγραμμάτων από τους Δήμους βρίσκεται σε συνάρτηση με τα τοπικά δεδομένα και τις ανάγκες, την κοινωνικοδημογραφική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής, την ύπαρξη ή μη άλλων παρεμφερών υπηρεσιών, το ανθρώπινο δυναμικό, την παρουσία εθελοντικών φορέων ή άλλων υποστηρικτικών δικτύων, τη διαθεσιμότητα οικονομικών πόρων και την ευαισθητοποίηση των τοπικών φορέων και της τοπικής κοινότητας. Η κοινωνικοδημογραφική σύνθεση του πληθυσμού αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την υλοποίηση προγραμμάτων προκειμένου να υπάρξει αντιστοιχία ανάμεσα στο περιεχόμενο των προγραμμάτων και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι μιας δεδομένης περιοχής. Επομένως, το είδος των προγραμμάτων είναι προσαρμοσμένο και απεικονίζει τις ανάγκες και τη φυσιογνωμία της περιοχής. Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός και το περιεχόμενο των προγραμμάτων προσδιορίζονται από τη χρηματοδότησή τους, η οποία προέρχεται κατά σημαντικό μέρος από πόρους  της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται για την εφαρμογή των σχεδιαζόμενων στρατηγικών.

 

Β) Τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης

Στα προγράμματα έχουμε εντάξει τόσο τις πρωτογενείς παρεμβάσεις που απευθύνονται στο γενικό πληθυσμό των ανηλίκων όσο και τις δευτερογενείς παρεμβάσεις που απευθύνονται σε παιδιά που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες δυσκολίες ή προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς και προσαρμογής, έχουν εκδηλώσει αντικοινωνικές συμπεριφορές ή έχουν εμπλακεί στους κόλπους της ποινικής δικαιοσύνης και στα οποία αναγνωρίζονται επιβαρυντικοί παράγοντες που ευνοούν την εμπλοκή τους ή τη συνέχιση της εμπλοκής τους στην παραβατικότητα. Επιπλέον, έχουμε συμπεριλάβει τόσο τα προγράμματα που είχαν ως άμεσο στόχο την πρόληψη της παραβατικότητας και της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς (χρήση ουσιών) όσο και εκείνα που είχαν ως άμεσο στόχο την ενίσχυση των θεσμών κοινωνικοποίησης (οικογένεια, σχολείο), την ανάπτυξη δεξιοτήτων και τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Αν και για τα συγκεκριμένα προγράμματα η πρόληψη παραβατικών και παρεκκλινουσών συμπεριφορών αποτελεί δευτερεύοντα στόχο, ωστόσο συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, καθώς η βιβλιογραφία συγκλίνει στο ότι οι πρωτογενείς παρεμβάσεις προάγουν την κοινωνική ευημερία και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο μπορεί να λειτουργήσουν εγκληματοπροληπτικά (Lippman,  Moore, McIntosh, 2009. Bornstein et. al., 2002. Hofferth, Owens, 2001. Larson, 2000).

Σε γενικές γραμμές, αυτό που προκύπτει είναι ότι στους ελληνικούς Δήμους και συγκεκριμένα στους Δήμους της Αττικής υλοποιείται ένας ικανοποιητικός αριθμός προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών. Ειδικότερα, οι βασικές θεματικές κατηγορίες στις οποίες έχουν ενταχθεί όλα τα προγράμματα που εντοπίστηκαν από την έρευνα στους Δήμους της Αττικής είναι οι παρακάτω:

  1. Προαγωγής υγείας, συμβουλευτικής και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης
  2. Πρόληψης ναρκωτικών
  3. Πρόληψης της παραβατικότητας
  4. Υποστήριξης της εκπαίδευσης/ πρόληψης μαθησιακών δυσκολιών
  5. Κοινωνικής ένταξης/ πρόληψης του κοινωνικού αποκλεισμού
  6. Διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου
  7. Ευαισθητοποίησης/ κινητοποίησης της κοινότητας

 Προαγωγής υγείας, συμβουλευτικής και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης

Τα προγράμματα αγωγής υγείας, συμβουλευτικής και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες στο γενικό πληθυσμό, σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, εφήβους, ενήλικες και οικογένειες. Ειδικότερα, τα συγκεκριμένα προγράμματα διαχειρίζονται δυσκολίες συμπεριφοράς, συναισθηματικές, προσαρμογής στο σχολείο και προβλήματα οικογενειακών σχέσεων.

Πρόληψης ναρκωτικών

Τα προγράμματα πρόληψης ναρκωτικών υλοποιούνται από τους Δήμους σε συνεργασία με άλλους φορείς, όπως το Υπουργείο Παιδείας, το ΚΕΘΕΑ, ο ΟΚΑΝΑ, κ.ά. Πρόκειται για προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης σε παράγοντες που οδηγούν στις εξαρτήσεις με στόχο τη μείωση της πιθανότητας εμπλοκής των ανηλίκων στη χρήση ουσιών. Οι συγκεκριμένες παρεμβάσεις δίνουν έμφαση στους παράγοντες που λειτουργούν προστατευτικά ως προς την εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών, στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, ενώ οι παρεμβάσεις απευθύνονται στην οικογένεια, στην εκπαιδευτική κοινότητα, στην τοπική κοινότητα και σε επαγγελματίες.

 Πρόληψης της παραβατικότητας

Όσον αφορά τα προγράμματα πρόληψης της παραβατικότητας, που ουσιαστικά πρόκειται για τα τοπικά συμβούλια πρόληψης της παραβατικότητας, αυτά έχουν προληπτικό, συμβουλευτικό και ενημερωτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στοχεύουν στην πρόληψη της παραβατικότητας μέσα από τη διαχείριση των κοινωνικών παραγόντων που οδηγούν σε παραβατικές συμπεριφορές, στην ευαισθητοποίηση και δραστηριοποίηση των πολιτών για την πρόληψη της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, στην ενίσχυση του εθελοντισμού και των θεσμών της γειτονιάς και στη μείωση του αισθήματος φόβου και ανασφάλειας. Να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα δεν έχουν λειτουργήσει ακόμη ουσιαστικά, τουλάχιστον στην πλειονότητα των Δήμων.

Υποστήριξης της εκπαίδευσης/ πρόληψης μαθησιακών δυσκολιών

Τα προγράμματα υποστήριξης της εκπαίδευσης, πρόληψης μαθησιακών δυσκολιών και σχολικής διαρροής παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες σε μαθητές, υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχει η ύπαρξη καλής σχέσης του μαθητή με το σχολείο. Η καλή σχέση με το σχολείο φαίνεται ότι συνιστά έναν «προστατευτικό» παράγοντα ως προς την εμφάνιση «προβλημάτων» στη συμπεριφορά των ανηλίκων, όπως επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή εμπειρία.

Κοινωνικής ένταξης/ πρόληψης του κοινωνικού αποκλεισμού

Τα προγράμματα κοινωνικής ένταξης, πρόληψης του κοινωνικού αποκλεισμού, παρέχουν συμβουλευτική απασχόλησης, κατάρτιση και επαγγελματικό προσανατολισμό, με στόχο την πρόληψη του κοινωνικού, οικονομικού και εργασιακού αποκλεισμού. Δίνουν έμφαση στην στήριξη των ατόμων που πλήττονται ή απειλούνται με κοινωνικό αποκλεισμό ή με αποκλεισμό από την αγορά εργασίας και μεριμνούν για τη διασφάλιση ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών πρόσβασης σε όλους τους τομείς.

Διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου

Τα προγράμματα διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου έχουν ως βασικό στόχο τη δημιουργική απασχόληση και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και των νέων, δεν έχουν δηλαδή ως βασικό στόχο την πρόληψη της παραβατικότητας, αλλά αυτή αποτελεί έναν έμμεσο στόχο. Πρόκειται για εκπαιδευτικά προγράμματα και παιχνίδια, καλλιτεχνικές, αθλητικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικό και θεατρικό παιχνίδι, μουσικοκινητική αγωγή, εικαστικά, εκμάθηση ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως και μελέτη μαθημάτων για το σχολείο.

Ευαισθητοποίησης/ κινητοποίησης της κοινότητας   

Τα προγράμματα ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης της κοινότητας επιδιώκουν την ενίσχυση του πνεύματος κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης της τοπικής κοινότητας.  Πρόκειται για προγράμματα ευαισθητοποίησης και κοινωνικής δράσης στα τοπικά ζητήματα, προγράμματα εθελοντισμού στους τομείς κοινωνικής φροντίδας, οργάνωσης δραστηριοτήτων κοινωνικού χαρακτήρα, όπως και άλλων δράσεων που εντείνουν τους δεσμούς των ατόμων με την τοπική κοινότητα και τους εμπλέκουν στον τρόπο λειτουργίας της.

 

Γ) Η αξιολόγηση των προγραμμάτων

Η έρευνα διερεύνησε κατά πόσο οι Δήμοι έχουν αναπτύξει μηχανισμούς αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας των προγραμμάτων και των υπηρεσιών τους. Επιπλέον, εξέτασε παραμέτρους που συνδέονται με την ανταποκρισιμότητα και την επίτευξη των στόχων των προγραμμάτων.

Ύπαρξη μηχανισμών αξιολόγησης

Ως προς την ύπαρξη μηχανισμών αξιολόγησης, αυτό που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι στους περισσότερους ΟΤΑ δε γίνεται αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων, τουλάχιστον όσον αφορά την αντιστοιχία στόχων και αποτελεσμάτων. Η γενική εικόνα συνηγορεί στο ότι οι περισσότεροι οργανισμοί δεν αξιολογούν τα προγράμματα και τις δράσεις τους ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί (αντιστοίχιση στόχων – αποτελεσμάτων), την ικανοποίηση των εξυπηρετούμενων, του προσωπικού και της ευρύτερης κοινότητας από τις παρεχόμενες υπηρεσίες -κατά πόσο ως προς την επίδρασή τους στην πρόληψη παραβατικών συμπεριφορών που απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό (Ζαραφωνίτου, 2003. Ιατρίδης, 2005). Οι μηχανισμοί αξιολόγησης που έχουν αναπτυχθεί, αποτελούν περισσότερο διαδικασίες αποτίμησης της λειτουργίας του εκάστοτε έργου (στατιστικά, απολογιστικά στοιχεία, ετήσιες εκθέσεις για την κατάθεση προϋπολογισμού, κ.ά.) που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ομαλής και κατά τα προβλεπόμενα εφαρμογής του και συνήθως δεν υπεισέρχονται στη διερεύνηση παραμέτρων που σχετίζονται με την ποιοτική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του. Μάλιστα, οι όποιες αξιολογήσεις γίνονται κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Επιπλέον, η διερεύνηση συγκεκριμένων παραμέτρων συχνά πραγματοποιείται στο πλαίσιο επιστημονικών ερευνών που υλοποιούνται με πρωτοβουλία των Δήμων.

Χρειάζεται, ωστόσο να επισημανθεί ότι δε λείπουν και οι Δήμοι, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μηχανισμούς αξιολόγησης τόσο της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών όσο και του προσωπικού. Φαίνεται, συνεπώς, ότι σε μεγάλο βαθμό η ύπαρξη μηχανισμών αξιολόγησης συνδέεται με μεμονωμένες πρωτοβουλίες των Δήμων. Μάλιστα, η έρευνα έδειξε ότι αρκετοί Δήμοι προτίθενται να αξιολογηθούν ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προκειμένου να κατανοήσουν το ρόλο τους στο σύστημα άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Η περιορισμένη αξιολόγηση συνεπάγεται την απουσία ανατροφοδότησης των οργανισμών με πληροφορίες που αφορούν την υλοποίηση των προγραμμάτων, την αποτελεσματικότητά τους και τις μελλοντικές προοπτικές για την υλοποίηση παρεμφερών δράσεων, δεδομένα απαραίτητα για τη βελτίωση και την ανάπτυξή τους.

 Ανταποκρισιμότητα των προγραμμάτων

Όσον αφορά την παράμετρο της ανταποκρισιμότητας των προγραμμάτων, προσδιορίζεται, κυρίως, από την προσέλευση και τη συμμετοχή του πληθυσμού – στόχου και της ευρύτερης κοινότητας στα προγράμματα. Η συμμετοχή του κοινού μεταφράζεται τόσο ποσοτικά -σε αριθμό συμμετοχής- όσο και ποιοτικά -σε ενδιαφέρον για τα προγράμματα και τις υπηρεσίες. Αυτό που προκύπτει από την επεξεργασία των συνεντεύξεων και των σχετικών στοιχείων που τηρούν οι υπηρεσίες συγκλίνει στο ότι, γενικά, η προσέλευση στα προγράμματα είναι ικανοποιητική, ενώ και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει το κοινό γι’ αυτά είναι αξιοσημείωτο. Η εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται ανάμεσα στο προσωπικό και την κοινότητα αξιολογείται ως ένα πολύ θετικό στοιχείο στην επιτυχία του σκοπού των προγραμμάτων.

Επιτυχία προγραμμάτων

Σχετικά με το εάν πέτυχαν τα προγράμματα τον αρχικό τους στόχο και εάν είχαν εν γένει επιτυχία σε σχέση με τι είχαν ορίσει αρχικά ως τέτοια, αυτό που προκύπτει, είναι ότι οι περισσότερες απαντήσεις συγκλίνουν στο ότι τα προγράμματα πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο. Με βάση την εμπειρία τους ως στελέχη των προγραμμάτων, οι περισσότεροι ερωτώμενοι χαρακτήρισαν ως «καλή» ή «πολύ καλή» την επιτυχία των προγραμμάτων.

Ο εγκληματοπροληπτικός ρόλος των προγραμμάτων 

Αναφορικά με το κατά πόσο τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης επιτελούν εγκληματοπροληπτικό ρόλο, φαίνεται πως όλοι οι ερωτώμενοι συμφωνούν ότι τα προγράμματα μπορεί να λειτουργήσουν εγκληματοπροληπτικά, τουλάχιστον έμμεσα. Οι απόψεις των ερωτώμενων σχετικά με την επιτυχία των προγραμμάτων και την προληπτική λειτουργία τους αποτελούν προσωπικές πεποιθήσεις τους, καθώς όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν υπάρχουν επίσημα ερευνητικά δεδομένα που να στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό. Οι απόψεις τους απορρέουν από την καθημερινή επαφή τους με τον πληθυσμό που επωφελείται από τις υπηρεσίες, την τήρηση φακέλου όπου αποτυπώνεται το ιστορικό και η πορεία του κάθε ατόμου στο πρόγραμμα, καθώς και τα ευρύτερα μηνύματα που λαμβάνουν από την κοινότητα ως προς τη λειτουργία των υπηρεσιών.

Δυσκολίες

Αναφορικά με άλλες παραμέτρους, η διαδικασία της υλοποίησης των προγραμμάτων συναντά αρκετά προβλήματα και δυσκολίες που δυσχεραίνουν την αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους. Συγκεκριμένα, η απουσία θεσμικού πλαισίου, πολιτικής, συντονισμού και οργάνωσης, η αποσπασματικότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες, η γραφειοκρατία, και η ελλιπής οικονομική υποστήριξη αναφέρθηκαν ως τα κυριότερα προβλήματα που πλαισιώνουν και δυσχεραίνουν τις οποιεσδήποτε προσπάθειες.

Προτάσεις

Οι προτάσεις των ερωτώμενων συναρτώνται με τις ανάγκες που έχουν διαφανεί στη διαδικασία υλοποίησης των προγραμμάτων. Μεταξύ αυτών, επισήμαναν την αναγκαιότητα για πλαισίωση των δράσεων από συγκροτημένη πολιτική, οργάνωση και συντονισμό, τη διευθέτηση γραφειοκρατικών θεμάτων, την οικονομική στήριξη και τις αλλαγές στο σχεδιασμό της κοινωνικής πολιτικής. Παράλληλα, επισημάνθηκε ότι η έρευνα και η αξιολόγηση μπορούν να συμβάλλουν με τη σειρά τους στη βελτίωση των υπηρεσιών και των προγραμμάτων ανατροφοδοτώντας τους φορείς με πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητά τους.

 

Συμπεράσματα

Κλείνοντας, να συνοψίσουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα. Η ελληνική αντεγκληματική πολιτική για ανηλίκους ταυτιζόταν μέχρι πρόσφατα με τους μηχανισμούς του ποινικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και τις αντίστοιχες κατασταλτικού τύπου απαντήσεις. Οι σύγχρονες τάσεις στην πολιτική αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων στρέφονται στη συνεργασία της κεντρικής εξουσίας με την τοπική αυτοδιοίκηση, το κοινό, ιδιωτικούς φορείς, κυβερνητικές και μη οργανώσεις, όπως και στην αποκέντρωση των υπηρεσιών και την ανάληψη διευρυμένων αρμοδιοτήτων από τις τοπικές κοινωνίες.  Έτσι, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας καταβάλλονται προσπάθειες εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής με την παραχώρηση διευρυμένων αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ και παράλληλα ενίσχυσης του κοινωνικού χαρακτήρα της αντεγκληματικής πολιτικής για ανηλίκους με εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα.

Στο πλαίσιο των παραπάνω τάσεων υλοποιούνται πρωτογενείς παρεμβάσεις πρόληψης σε τοπικό επίπεδο, υλοποιείται ένας ικανοποιητικός αριθμός προγραμμάτων κοινωνικής ανάπτυξης για τα παιδιά και την οικογένεια, τα οποία συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας. Συγκριτικά με άλλες χώρες που έχουν αναπτύξει ένα αξιόλογο δίκτυο υπηρεσιών πρόληψης και προαγωγής υγείας, η χώρα μας βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Τα προγράμματα δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, υπολειτουργούν ή δεν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο δίκτυο υπηρεσιών κοινωνικής και αντεγκληματικής πολιτικής. Εν τούτοις, να πούμε ότι το παράδειγμα ορισμένων Δήμων που έχουν αναπτύξει ένα αξιόλογο δίκτυο υπηρεσιών προς την κοινότητα, δείχνει ότι η οργάνωση και ο συντονισμός των υπηρεσιών, η διευθέτηση γραφειοκρατικών θεμάτων, η οικονομική στήριξη, η πλαισίωση των προγραμμάτων με μία σαφή πολιτική, η ενεργοποίηση των πολιτών και η συμμετοχή τους σε τοπικές δράσεις μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη επιτυχημένων πολιτικών πρόληψης για ανηλίκους.

Η επιτυχής διαχείριση των δυσχερειών, η βελτίωση του καθεστώτος σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης και ο ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός των προγραμμάτων μπορούν να δημιουργήσουν αξιόλογες προοπτικές για το μέλλον τους στη χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση, η ποινική αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων, αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει να διέπεται από τη βασική κατευθυντήρια αρχή της διαπαιδαγώγησης και από το σεβασμό στα αναγνωρισμένα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις εγγυήσεις από το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.

 

 

[1] Για τους ανηλίκους, χρησιμοποιείται σκόπιμα ο όρος παραβατικότητα αντί για εγκληματικότητα, καθώς ο πρώτος κρίνεται ως λιγότερο στιγματιστικός. Ο όρος παραβατικότητα, θα λέγαμε, ότι πλησιάζει περισσότερο στον ορισμό που δίνεται στο εγκληματικό φαινόμενο από τις κοινωνικές επιστήμες κατά τις οποίες το έγκλημα αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο με βαθύτερους προσδιοριστικούς παράγοντες και κοινωνικές προεκτάσεις και δεν περιορίζεται σε αυτόν που δίνεται από το Ποινικό Δίκαιο (Φαρσεδάκης, 1985. Μαγγανάς & Λάζος, 1997).

[2] Πηγή: Διεύθυνση Πληροφορικής Ελληνικής Αστυνομίας και Στατιστική της Δικαιοσύνης, Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στη Στατιστική της Δικαιοσύνης τα στοιχεία αναφέρονται για τα έτη 1990-2004 σε άτομα ηλικίας 7-17 ετών και για τα έτη 2005-2008 αναφέρονται σε άτομα ηλικίας 8-18 ετών (σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία Ν. 3189/2003). Στη Στατιστική της Αστυνομίας, τα στοιχεία αναφέρονται για τα όλα έτη 1990-2009 σε άτομα ηλικίας 7-17 ετών. Τα στοιχεία εξεργάστηκαν για τους σκοπούς της διατριβής, Λαμπράκη, Ι. (2011), Η Πρόληψη της Νεανικής Παραβατικότητας μέσω των Προγραμμάτων της Κοινωνικής Ανάπτυξης, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

[3] Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής, Λαμπράκη, Ι. (2011), Η Πρόληψη της Νεανικής Παραβατικότητας μέσω των Προγραμμάτων της Κοινωνικής Ανάπτυξης, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αρτινοπούλου, Β. (2001), Βία στο σχολείο: έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη, Μεταίχμιο, Αθήνα.

Αρτινοπούλου, Β. (2007), Κοινωνική διαμεσολάβηση, Σημειώσεις μαθήματος Τμήματος Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.

Αρτινοπούλου, Β. (2010), Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Αρτινοπούλου, Β. (2010), Κοινωνική διαμεσολάβηση: Εκπαιδεύοντας τους μαθητές στη διαχείριση της βίας και του εκφοβισμού, Συνεργασία: Καλαβρή, Χ., Μιχαήλ, Η., Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Bornstein, M. H., Davidson, L., Keyes, C. L. M., Moore, K. A., and The Center for Child Well-Being (2002b), Well-being: Positive Development across the Life Course, Erlbaum, Mahwah, NJ.

Bottrell, D., Armstrong. D., France, A. (2010), “Young People’s Relations to Crime: Pathways across Ecologies”, Youth Justice (2010), Vol. 10(1): 56–72.

Butler, L. & Howell, R. (1980), “Coping with growth: Community needs assessment techniques”, Oregon State University, Western Rural Development Center, Corvallis, Oregon.

Catalano, R. F., Haggerty, K. P., Oesterle, S., Fleming, C. B., & Hawkins, J. D. (2004) “The importance of bonding to school for healthy development: Findings from the Social Development Research Group”, Journal of School Health (2004), 74(7): 252-261.

Crawford, A. (1998), Crime Prevention and Community Safety: Politics, Policies and Practices, Longman, London.

Cunningham N. J. (2007), “Level of Bonding to School and Perception of the School Environment by Bullies, Victims, and Bully Victims”, Journal of Early Adolescence, (November 2007), Vol. 27 (4): 457-478.

Delmas – Marty, M. (1991), Πρότυπα & Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής, μετάφραση και εισαγωγή Χ. Ζαραφωνίτου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Elliott, D., Huizinga, D., Ageton, S. (1985), Explaining Delinquency and Drug Use, Sage publications, Beverly Hills, California.

Elsea, M., Rees, J. (2001), “At what age are children likely to be bullied at school?”, Aggressive Behavior, Vol. 27: 419-429.

Gullotta, T., Adams, G., Montemayor, R. (1998), Delinquent violent youth: Theory and Interventions, Sage, U.S.A.

Hawkins, D. (1996), Delinquency and Crime: current theories, Cambridge University Press, Cambridge.

Hirschi, T. & Gottfredson, M. (1994), The generality of deviance, Transaction Publishers, U.S.A.

Jenson, J. M. (2010) “Advances in Preventing Childhood and Adolescent Problem Behavior”, Research on Social Work Practice (2010), Vol. 20(6): 701-713.

Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Α. (Επιμελητής Έκδοσης) (2010), Ομαδική βία και επιθετικότητα στα σχολεία, Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ειδική Επιτροπή Μελέτης των Ομάδων Ενδοσχολικής Βίας (ΕΕΜΟΕΒ), Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Ζαραφωνίτου, Χ.(1995), Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Ζαραφωνίτου, Χ. (2001), “Ο φόβος του εγκλήματος: Ενδοαστεακή κατανομή της εγκληματικότητας και κοινωνικές αναπαραστάσεις του φαινομένου στο εσωτερικό της ελληνικής πρωτεύουσας”, Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2001: 186-196

Ζαραφωνίτου, Χ. (2003), Πρόληψη της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο: οι σύγχρονες τάσεις της εγκληματολογικής έρευνας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Ιατρίδης, Δ. (2004), Τσαούσης, Δ. (επιμέλεια ), Σχεδιασμός κοινωνικής πολιτικής: θεωρία και πράξη του κοινωνικού σχεδιασμού, Gutenberg, Αθήνα.

Ιατρίδης Δ. Σ. (2005), Οργανισμοί Κοινωνικής Φροντίδας Σχεδιασμός κοινωνικής πολιτικής για ανάπτυξη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Καραγκούνης, Β. (2008), Κοινοτική εργασία και τοπική ανάπτυξη, Εκδ. Τόπος, Αθήνα.

Κατσιγαράκη, Ε. (2004), Οικογένεια & Παραβατικότητα, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα.

Κουράκης, Ν. (1999), Έφηβοι παραβάτες και κοινωνία: θεμελιώδεις αξίες, θεσμοί και νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα (Juvenile delinquents and society: a study of the fundamental values, institutions and juvenile delinquency in Greece), Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα.

Κουράκης, Ν. (2000), «Παραβατικότητα εφήβων και αξίες στη σύγχρονη Ελλάδα», στο Δασκαλάκη, Η., Παπαδοπούλου, Π., Τσαμπαρλή, Δ., Τσίγκανου, Ι., Φρονίμου, Ε. (2000) Εγκληματίες και Θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Αφιέρωμα στη μνήμη του Η. Δασκαλάκη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα.

Κουράκης, Ν. (2006), Για να νιώθουμε ασφαλείς σε μια κοινωνία ενεργών πολιτών: Πρακτικό εγχειρίδιο για τη νόμιμη προστασία του πολίτη από την καθημερινή παραβατικότητα, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα.

Λαμπράκη, Ι. (2011), Η Πρόληψη της Νεανικής Παραβατικότητας μέσω των Προγραμμάτων της Κοινωνικής Ανάπτυξης, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λαμπροπούλου, Ε. (1994), Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Λαμπροπούλου, Ε. (2003), «Κοινοτισμός και κοινοτική πρόληψη: Το “νέο παράδειγμα” στην αντεγκληματική πολιτική» στον Τιμητικό τόμο για την Αλίκη Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου, Μαγγανάς, Α., (επιμ.), (2003), Δικαιώματα του Ανθρώπου – Έγκλημα – Αντεγκληματική Πολιτική: Ηuman rights, crimecriminal policy: droits de lhomme, crimepolitique criminelle, Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα, σ. 777-797.

Lippman, L., H., Anderson Moore, K., McIntosh, H. (2009), “Positive Indicators of Child Well-Being: A Conceptual Framework, Measures and Methodological Issues”, Innocenti Working Paper No. 2009-21, Florence, UNICEF Innocenti Research Centre.

Μαγγανάς, Α., Λάζος, Γ. (1997), Κοινωνικέ αξίες των παραβατικών και των μη παραβατικών, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα.

Μαγγανάς, Α. (1999), «Μέθοδοι πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας: Η Καναδική εμπειρία», Ποινική Δικαιοσύνη, 4/1999:392-399.

Μαγγανάς, Α. (1999), Θέματα Εγκληματολογικά & Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Μαγγανάς, Α. (2000α), «Η επανορθωτική δικαιοσύνη (restorative justice) ως μέσον επίτευξης της κοινωνικής ειρήνης», Ποινική Δικαιοσύνη, 5/2000: 553-561.

Μαγγανάς, Α. (2000β), «Η εξέλιξη της νεανικής παραβατικότητας στο Κεμπέκ», Ποινική Δικαιοσύνη, 6/2000: 671-676.

Μαγγανάς, Α. (2001), «Υπάρχουν νέες εξελίξεις στον τομέα της δικαιοσύνης για ανήλικους; Μια συγκριτική επισκόπηση», Ποινική Δικαιοσύνη, 7/2001, σελ. 758-769.

Μαγγανάς, Α. (2003), «Παραβατική συμπεριφορά ανηλίκων», Ποινική Δικαιοσύνη, 11/2003: 1176-1177.

Μαγγανάς, Α. (2010), «Κοινωνικές υπηρεσίες για ανηλίκους: Ένας αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας. Η εμπειρία του Κεμπέκ», Εγκληματολογία τεύχος 1 (2010), εξαμηνιαία έκδοση, Ποινική Δικαιοσύνη.

Moore, K. A. and Halle, T. G. (2001), “Preventing Problems vs. Promoting the Positive: What do we want for our Children?” στο Hofferth, S., Owens T. (2001), Children at the Millennium: Where have we come from, where are we going? Advances in Life Course Research series: JAI Press.

Morita, Y., Junger-Tas, J., Olweus, D., Catalano, R., Slee, P. (1999), The nature of school bullying: a cross-national perspective, Routledge, London.

Muncie, J. (1999), Youth and crime: a critical introduction, Sage, London.

National Crime Prevention Strategy (2004), Calgary’s Crime Prevention Through Social Development Network: Youth At Risk, Mount Royal College, Canada.

Νόβα-Καλτσούνη, Χ. (2001), Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς στην εφηβεία: ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου, Gutenberg, Αθήνα.

O’ Mahony, P. (2009), “The Risk Factors Prevention Paradigm and the Causes of Youth Crime: A Deceptively Useful Analysis?”, Youth Justice (2009) Vol. 9(2): 99–114.

Olweus, D. (1994), “Bullying at school: Long-term outcomes for the victims and an effective school-based intervention program” στο Huesman, L. R., Aggressive behavior: Current perspectives, Plenum, New York.

Πανούσης, Γ. (2008), «Ενδοσχολική βία: Χωρίς όρια και χωρίς ορίζοντα;», Περιοδικό Αστυνομική Ανασκόπηση, Ιούλιος-Αύγουστος 2008,

Παπαθεοδώρου, Θ. (2002), Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική Πολιτική: συγκριτική προσέγγιση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Πιτσελά, Α. (2001), Δίκαιο ανηλίκων, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής – Διεθνή και Ευρωπαϊκά, Σάκκουλα, Αθήνα.

Robson, C. (2007), Η έρευνα του πραγματικού κόσμου: ένα μέσον για κοινωνικούς επιστήμονες και επαγγελματίες ερευνητές,, Μιχαλοπούλου, Κ. (επιστημονική επιμέλεια), Καλυβά, Φ. (επιμέλεια μετάφρασης), Νταλάκου, Β., Βασιλικού Κ. (μετάφραση), Gutenberg, Αθήνα.

Σκαμνάκης, Χ. (2006), Ο ρόλος των φορέων της αυτοδιοίκησης στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής: η περίπτωση των φορέων Αχαΐας, Gutenberg, Αθήνα.

Smith P. K., Sharp, S. (1994), School bullying: insights and perspectives, Routledge, London, Rigby, K. (2003), Bullying in school: and what to do about it, Jessica Kingsley Publishers, London.

Τσήτσουρα, Α. (2003), Η πρόληψη της εγκληματικότητας, Σημειώσεις μαθήματος, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Φαρσεδάκης, Ι. (1985), Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος των ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Φαρσεδάκης, Ι. (1996), Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Χάιδου, Α. (2003), Εγκληματολογικά Κείμενα: Ανήλικοι – Ναρκωτικά – Κοινωνικός Έλεγχος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.