Διερεύνηση της γέννησης παιδιού ως παράγοντα διακοπής της χρήσης σε μητέρες χρήστριες

Γεωργία Δρόσου

Κοιν.Λειτουργός, MSc, Ειδική Παιδαγωγός Γ.Ν.Θ. Ιπποκράτειο, Κέντρο Αναπτυξιακής Παιδιατρικής «ΑΠ.ΦΩΚΑΣ», στοιχεία επικοινωνίας drosoy@gmail.com

 

Περίληψη

Ο σκοπός της παρούσας ανασκοπικής μελέτης είναι να διερευνήσει μία σειρά παραμέτρων που συνδέονται με την κύηση και τη γέννηση παιδιού από τοξικοεξαρτώμενη μητέρα. Πιο συγκεκριμένα, εάν η μητρότητα από μόνη της είναι ικανή να εξαλείψει την κατάχρηση ουσιών και να οδηγήσει στον απεγκλωβισμό από τον κόσμο της τοξικοεξάρτησης καθώς επίσης και ποια είναι η άμεση «πορεία» των παιδιών που γεννιούνται από μητέρες τοξικοεξαρτώμενες. Η έρευνα αποτελεί μια ανασκοπική διερευνητική μελέτη των χαρακτηριστικών των τοξικοεξαρτώμενων γυναικών-μητέρων και των συμπεριφορών τους σε σχέση με τη χρήση αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Αφορά είκοσι δύο (22) εγκυμονούσες τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες και εν συνεχεία μητέρες που τα παιδιά τους (στο σύνολο είκοσι τέσσερα) εμφάνισαν νεογνικό στερητικό σύνδρομο και εξαιτίας αυτού χρειάστηκαν νοσηλεία σε εξειδικευμένο ιατρικό τμήμα συγκεκριμένα στην Α’ Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του Γ.Ν.Θ. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ και παρέμβαση της κοινωνικής υπηρεσίας, το χρονικό διάστημα από 01-01-2009 έως 31-12-2016. Η συλλογή πληροφοριών και δεδομένων έγινε μέσα από το ήδη υπάρχον ιατρικό και κοινωνικό ιστορικό καταγραφής στο «φάκελο» των παιδιών και των μητέρων τους κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.

Στην τοξικοεξαρτώμενη μητέρα η ανάγκη της για χρήση συχνά φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των αναγκών του εμβρύου που κυοφορεί και εν συνεχεία του παιδιού που τίκτει. Συνοδεύεται από τον μύθο της «κακιάς» μητέρας και ταυτίζεται με την ιδιότητα της μητρικής ανικανότητας του να δίνεις σε ένα παιδί αυτό που το ίδιο έχει ανάγκη τόσο σε επίπεδο συναισθηματικής επάρκειας όσο και σε επίπεδο υλικών αναγκών.

Η παρούσα έρευνα δεν αποσκοπεί στην καθιέρωση αιτιολογικής-αντικειμενικής σχέσης ανάμεσα στη μητρότητα και στην τοξικοεξάρτηση αλλά μια προσπάθεια να καταδείξει πως ένα σημαντικό συμβάν ζωής στη ζωή μια γυναίκας χρήστριας υποκειμενοποιείται, διαμορφώνει και συμβάλλει σε ένα «σχέδιο δράσης» σε σχέση με τις συμπεριφορές χρήσης.

Λέξεις κλειδιά: τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα, μητρότητα, νεογνικό στερητικό σύνδρομο

 

EΙΣΑΓΩΓΗ

Στις φυσιολογικές εγκυμοσύνες η διάρκεια της κύησης καθώς και οι μέρες της λοχείας, αποτελούν για τη μητέρα μια περίοδο κρίσης, μέσα σε όλη την ψυχολογική διαδικασία που συνοδεύει τη γέννηση ενός παιδιού. Διαδικασία η οποία αφορά τη φαντασίωση της δημιουργίας ενός «ονειρικού παιδιού» (Negri 2001). Ξεκινά από τη στιγμή που προγραμματίζεται και φαντασιώνεται η σύλληψη και η εγκυμοσύνη, έως τη στιγμή της σχέσης της με το νεογνό. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι το πέρασμα από μια αρχική ναρκισσιστική θέση σε επενδύσεις αντικειμένων αγάπης, μέσα από μια σταδιακή μετάβαση του ενδιαφέροντος της γυναίκας από τον εαυτό της στο παιδί (Γιωσαφάτ, 2010, Σουϊγκάρτ 1991). Ο τοκετός, η γέννηση ενός παιδιού είναι το μέσον της πραγματοποίησης της φαντασίωσης, αλλά και της καταξίωσης της γυναίκας (Bydlowski 2009). Το παιδί που προέρχεται από τα σπλάχνα της την εδραιώνει και κοινωνικά. Αποτελεί το άτομο εκείνο που της δίνει την ευκαιρία να γίνει οικογένεια, της διαιώνισης της ίδιας, να δημιουργήσει ένα πλάσμα που να περικλείει και να εκφράζει τις καλύτερες δικές της επιθυμίες αλλά και εκείνες των γονιών της. Διακρίνει στο παιδί το μέσον για μια πιο ολοκληρωμένη αρμονία (Brazelton et al., 2009, Bydlowski 2009). Όταν μια γυναίκα διατηρεί επιθυμητή και ισορροπημένη σχέση με τον εαυτό της, κατά συνέπεια και με τον σύντροφό της, τότε συνήθως η εγκυμοσύνη αποτελεί συνειδητή επιλογή και η δυνατότητα ανέλιξης της στη σχέση της με το παιδί αλλά και στη στάση ζωής, είναι ορατή (Bydlowski 2009, Γεωργάκας 2001, Bergeret 1999). Σε γυναίκες που βρίσκονται σε σχέσεις μειονεκτικές, από κοινωνικής άποψης, η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού συχνά δεν αποτελούν συνειδητή επιλογή ενός οικογενειακού προγραμματισμού (Negri 2001, Μάτσα 2001, Colten 2010).

Στις γυναίκες, όπου υπάρχει πρόβλημα τοξικοεξάρτησης, η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού αποτελούν συνήθως γεγονότα που προήλθαν μέσα από μια φυσική πράξη είτε ως απρόβλεπτο γεγονός είτε ως ένα ατύχημα (Ο.ΚΑ.ΝΑ. 2013, Badcock 2008, Bernadi et al., 1989) δίχως να έχει προηγηθεί μια διαδικασία νοητικής επεξεργασίας (Negri, 2001).

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει οικογενειακός προγραμματισμός καλά διαρθρωμένος και η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί ένα γεγονός που φέρνει τη μητέρα, τοξικοεξαρτώμενη, αντιμέτωπη με έναν δραματικό τρόπο με την ύπαρξη ενός παιδιού και με την ανάγκη ανάληψης ευθυνών (EMCDDA 2012, NICE 2010, Ornoy et al.,1996). Η χρήση ναρκωτικών είναι καθηλωτικό γεγονός που κυριεύει τη σκέψη και όλες οι πτυχές της οικονομικής, συναισθηματικής, βιολογικής, κοινωνικής ζωής ετεροκαθορίζονται απ’ αυτήν (Μάτσα 2000, EMCDDA, 2014). Το βασικό χαρακτηριστικό της χρήσης είναι ένα σύμπλεγμα γνωστικών και συμπεριφορικών συμπτωμάτων με ανάγκη για έντονα αυξανόμενες ποσότητες της ουσίας, με σπατάλη πολύ χρόνου σε δραστηριότητες απαραίτητες για να βρεθεί η ουσία, με σημαντική μείωση ή/και εγκατάλειψη κοινωνικών, επαγγελματικών ή ψυχαγωγικών οφειλών (Γεωργάκας 2001, Μάνος 1997, Λιάπας 1992, American Psychiatric Association 2013). Η χρήση της ουσίας συνεχίζει παρά τη γνώση ότι έχει ένα επίμονο ή υποτροπιάζον σωματικό, ψυχολογικό, κοινωνικό ή διαπροσωπικό πρόβλημα που είναι πιθανό να έχει προκληθεί ή να παροξύνεται από την ουσία (Γαζγαλίδης 2005, Μάτσα 1994). Οι τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες παρουσιάζουν συχνά προβλήματα υγείας από υποσιτισμό και κακή υγιεινή (Finkelsstein 1994, Velasquez et al., 2003). Μπορεί να εμπλακούν με τραυματισμούς οφειλόμενους σε κακό συντονισμό των κινήσεων ή έκπτωση της κρίσης. Η χρήση ουσιών μπορεί να συνδέεται με βίαιη ή επιθετική συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει σε εγκληματική δραστηριότητα και σε προβλήματα με τον νόμο (Μάνος 1997, Γεωργάκας 2001). Καθώς οι ουσίες αυτές περνούν στον πλακούντα μπορούν να προκαλέσουν εξάρτηση και στερητικό σύνδρομο στο νεογέννητο (Βαδιακά & αλ.1990, Goel et al., 2011). Η εγκυμοσύνη γίνεται αντιληπτή συνήθως σε προχωρημένο στάδιο (κυρίως λόγω ορμονικών διαταραχών του γυναικείου κύκλου από τη χρήση) και οι γυναίκες χρήστριες έχουν συνήθως δυσκολία στο να αναλάβουν την αναγκαία γυναικολογική φροντίδα κατά τη διάρκεια της κύησης και μετά τον τοκετό είτε λόγω μη έγκαιρης αναζήτησης υποστηρικτικών υπηρεσιών, είτε από φόβο για τα μελλοντικά τους γονικά δικαιώματα (Ο.ΚΑ.ΝΑ. 2013, NICE 2010, Μισουρίδου 2015) είτε λόγω δυσκολίας συνέπειας και τήρησης των σχετικών συναντήσεων, με αρνητικές συνήθως συνέπειες για τις ίδιες και το νεογνό. Η πιθανή επιλογή της διακοπής της χρήσης με ανορθόδοξους τρόπους μπορεί να αποβεί πολύ πιο επικίνδυνη από ότι σε μια τοξικοεξαρτώμενη έγκυο που παραμένει σε φαρμακευτικά υποβοηθούμενη θεραπεία (NICE, 2010). Ήδη από την έναρξη της εγκυμοσύνης η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα φαίνεται να ακυρώνει και να αψηφά τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα του μητρικού ρόλου και κουβαλά το στίγμα της «κακής μητέρας» (Colten et al., 1997, Σουιγκάρτ 1991). Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα η τοξικοεξαρτώμενη εγκυμονούσα βιώνει καταστάσεις άγχους, ενοχών, απελπισίας, ανικανότητας να αναλάβει το μητρικό της ρόλο και κουβαλά τον κοινωνικό στιγματισμό της «επικίνδυνης» μητέρας τόσο για το παιδί της όσο και για την κοινωνία.

Η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα δια μέσου της εμπειρίας της από τα βιώματα της, δηλαδή από τα γεγονότα εκείνα των οποίων άμεση αντίληψη έχει μόνο η ίδια, οργανώνεται και εξωτερικεύεται ένα σύμπλεγμα γνωστικών, συμπεριφορικών και σωματικών εκδηλώσεων όπως απάθεια, δυσφορία, ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση, έκπτωση της κρίσης, κόπωση, έντονο άγχος ή κατάθλιψη (Μάνος 1997, Μάτσα 1997, Velasquez et al., 2003, American Psychiatric Association 2013). Η δυσκολία στην αντίληψη και συγκέντρωση είναι χαρακτηριστική και πολλές φορές σε μία προσπάθεια απόδειξης να πείσει τις κοινωνικές υπηρεσίες και τον κόσμο ότι είναι καλή μητέρα (Colten et al., 1997), υιοθετεί συμπεριφορές υπεραξίας του εαυτού με παραληρητικές ιδέες και ψευδείς αναφορές. Η δυσαρθρική ομιλία, η διαταραχή του συντονισμού των κινήσεων, ο λήθαργος και ο νυσταγμός (Μάνος 1997) δυσχεραίνουν την επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις, κατά συνέπεια και την ανάπτυξη της σχέσης μητέρας – παιδιού (Ornoy et al., 2010, Γιωσαφάτ 1987). Κατά τον Πελεγρίνη (2004), σαν «έμμονο δηλώνεται το πράγμα που υπάρχει εντός των ορίων του κόσμου και της εμπειρίας». Το ‘πράγμα’ είναι γενικός και αόριστος όρος ο οποίος δηλώνει ότι υπάρχει είτε στην πραγματικότητα, είτε στη νόηση μας, είτε στην εμπειρία μας, είτε στη φαντασία μας. Ο Καντ στη θεωρία του για τη γνώση (Πελεγρίνης, 2004) υποστηρίζει: «Η γνώση μας, λοιπόν, δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις παραστάσεις της εμπειρίας μας. Τα όρια της γνώσης μας είναι τα όρια της εμπειρίας μας». Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μεταξύ της δομημένης πραγματικότητας της χρήστριας μητέρας και της δομημένης πραγματικότητας της ηθικής κοινωνίας και ενός παιδιού που μόνο καλό μπορεί να είναι, η χρήστρια μητέρα βιώνει αμφιθυμικές συγκρούσεις μεταξύ του κακού και του καλού, τις οποίες συχνά αδυνατεί να διαχειριστεί αφού η ασφάλεια της, τα όρια της δικής της πραγματικότητας βρίσκονται σε όρια που περιλαμβάνουν τις παραπάνω συμπεριφορές.

Ο αντίκτυπος της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών κατά τη διάρκεια της κύησης επισύρει σοβαρούς κινδύνους για την έγκυο, το έμβρυο και το νεογνό οι οποίοι ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό από την ένταση και τη διάρκεια της χρήσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όπως επίσης από την παράλληλη ή μη χρήση ουσιών παράνομων ή νόμιμων (π.χ. τσιγάρων, αλκοόλ) (Goel et al., 2011).

Επίσης, συχνά η καθημερινότητα των τοξικοεξαρτώμενων γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης συνυπάρχει με κακές συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, παραμέληση της ατομικής τους υγιεινής, έκθεση του σώματος τους σε σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις παρότι ο κίνδυνος μόλυνσης από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες είναι πραγματικά πολύ μεγάλος (DHDA, 2007, NZMH, 2008, Γαζγαλίδης, 2005).

Όταν τελικά γεννηθεί το παιδί από τοξικοεξαρτώμενη μητέρα θα εμφανίσει το νεογνικό στερητικό σύνδρομο (neonatal opioids withdrawal syndrome ή αλλιώς neonatal abstinence syndrome) (μυϊκοί σπασμοί, χαμηλό βάρος, έμετοι, διαταραχές στον ύπνο και τη διατροφή, λόξυγκα, συμπτώματα που διαρκούν περίπου κατά μέσο όρο τριάντα ημέρες και εφαρμόζεται θεραπεία υποκατάστασης που σταδιακά μειώνεται) ή και νευρολογικές ή αναπτυξιακές διαταραχές ή και άλλα προβλήματα (σε ένα μικρό ποσοστό ηπατίτιδα Β ή C), (Βαδιακά & αλ., 1990) καταστάσεις που απαιτούν νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας νεογνών και η μητέρα του πρέπει να απαντήσει με συνέπεια στις ανάγκες του παιδιού της. Σύμφωνα με το EMCDDA, όλες οι ψυχοτρόπες ουσίες, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην την προ-γεννητική, περιγεννητική και μεταγεννητική περίοδο όσο και μετέπειτα στη ζωή του παιδιού.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο Goffman (2001) υποστηρίζει ότι η ταυτότητα του στίγματος δεν περιορίζεται μόνο στη μητέρα τοξικοεξαρτώμενη αλλά συνοδεύει και το παιδί με μια ηθική διάσταση. Πολλές φορές είναι τόσο βαθιά ριζωμένη κοινωνικά και έχει τόσο ένταση και έκταση που μπορεί να επηρεάζει και τις στάσεις των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας, που να θεωρούνται και αυτές στιγματισμένες που ασχολούνται με αυτήν την ομάδα παιδιών (Colton, et al., 1997).

Οι χρήστριες μητέρες, συνήθως, συμβιώνουν με κάποιο εξαρτημένο άτομο που μπορεί να είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού τους ή μπορεί και να μην είναι. Άλλες φορές καλούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματική φροντίδα του παιδιού ως μονογονέας (είτε γιατί ο βιολογικός πατέρας του παιδιού είναι φυλακισμένος είτε γιατί είναι άγνωστος σε αυτές). Επίσης, χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα των «τυπολογικών» και άκαμπτων μοντέλων ερμηνείας οικογενειακής δομής των εξαρτημένων γυναικών, συνήθως προέρχονται από οικογένειες με χαρακτηριστικά σε ακραίες παθολογικές μορφές όπως: σχέσεις γονέων και παιδιών έντονα δυσλειτουργικές, δυσεπίλυτες συγκρουσιακές καταστάσεις, χαοτικό, απρόβλεπτο και ασυνεπή εσωτερικό πλαίσιο λειτουργίας (Τσούνης, 2013, Μάτσα 1994, Kaufman 1994). Μέσα σε αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες η μητέρα τοξικομανής βιώνει το δίλημμα «μητρότητα ή χρήση», γεγονός που χαρακτηρίζει και την αμφιθυμική στάση της προς το βρέφος (EMCDDA, 2012). Στις περισσότερες περιπτώσεις η εξαρτημένη μητέρα αδυνατεί να ανταποκριθεί στο μητρικό της ρόλο, η αποχή από τις ουσίες αναγνωρίζεται ως μακροπρόθεσμος στόχος και η εγκατάλειψη της προσπάθειας να είναι μια «καλή» μητέρα είναι συνήθης πρακτική. Εάν δεν έχει υποστήριξη (οικονομική, κοινωνική, συναισθηματική) από το ευρύτερο οικογενειακό, συγγενικό, κοινωνικό περιβάλλον και συγκεκριμένα από τους γονείς της είναι σχεδόν βέβαιο, ότι με παρέμβαση της πολιτείας, θα απομακρυνθεί το παιδί από αυτήν.

Η οποιαδήποτε παρέμβαση, την περίοδο νοσηλείας του παιδιού στο νοσοκομείο, όποιου φορέα στόχο έχει την πραγματική φροντίδα του βρέφους και κατ’ επέκταση της μητέρας και τις άμεσες απαντήσεις στις επιτακτικές απαιτήσεις της «πεζής» πραγματικότητας όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση, τη διατροφή, την αναζήτηση υποστήριξης από σημαντικούς άλλους καθώς και από κοινωνικούς φορείς. Εδώ απαντάται ένα δίλημμα εάν η προστασία και τα δικαιώματα του παιδιού που ξεκινούν να υφίστανται με τη γέννηση του, μπορούν να παραβιάσουν τα δικαιώματα της μητέρας του για προσωπική επιλογή για διακοπή της χρήσης και θεραπεία (UNICRI, 2013).

Στην Ελληνική Επικράτεια, η Πολιτεία, συνήθως, παρεμβαίνει όταν έχει γίνει βάσιμη αναφορά – καταγγελία από φυσικό ή νομικό πρόσωπο για τις συνθήκες διαβίωσης του τέκνου. Τα ζητήματα της γονικής μέριμνας και επιμέλειας της τοξικοεξαρτώμενης μητέρας ρυθμίζονται στην Ελλάδα με τις κοινές διατάξεις του Οικογενειακού Κώδικα (Αστικός κώδικας, Κεφάλαιο ενδέκατο, άρθρα 1505 – Σχέσεις γονέων και τέκνων).

Η επίτευξη της αναπροσαρμογής των δεδομένων της τοξικοεξαρτημένης μητέρας σε κοινωνικά φυσιολογικό μη –εξαρτημένο τρόπο ζωής αποτελεί σημαντική πρόκληση/πρόσκληση τόσο για τον επαγγελματία όσο και για την εξαρτημένη έγκυο και εν συνεχεία μητέρα χρήστρια (DHDA, 2007).

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ερώτημα εάν η μητρότητα από μόνη της αποτελεί τελικά διαβατήριο και συνθήκη αναγκαία και ικανή για απεγκλωβισμό από τον κόσμο της τοξικοεξάρτησης καθώς επίσης και ποια είναι η άμεση «πορεία» των παιδιών που γεννιούνται από μητέρες τοξικοεξαρτώμενες.

 

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η «χρήση» (drug use) διαφοροποιείται από την «εξάρτηση» (drug addiction). Στην μεν πρώτη έχουμε απλή δοκιμαστική, περιστασιακή χρήση ουσιών ενώ στην εξάρτηση, το κύριο γνώρισμα είναι, αφενός η ανάγκη για συνεχή αύξηση του εξαρτησιογόνου παράγοντα αφετέρου η προσπάθεια για απεξάρτηση αυτού έχει επώδυνο, δυσχερή χαρακτήρα και πολλές φορές καθίσταται αδύνατη η διακοπή του (WHO, 2014). Η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα αποτελεί φαινόμενο πολυδιάστατο, πολυπαραγοντικό που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο βιολογικών, ψυχολογικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Στην συγκεκριμένη μελέτη ο όρος χρήση ταυτοποιείται με την έννοια της εξάρτησης.

Η γυναικεία τοξικοεξάρτηση και η μητρότητα είναι φαινομενικά, δύο συνθήκες σε αντιπαράθεση. Η διεθνής βιβλιογραφία (Darke et al., 1992, Babcock 2008, Bernadi et al., 1989) υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές συνθήκες δείχνουν τη «μάχη» που γίνεται ανάμεσα στο χαοτικό τρόπο ζωής που προσφέρει η εξάρτηση από τις ουσίες και στο «φυσιολογικό» και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ζωής που απαιτεί ο ρόλος μιας «κανονικής» γυναίκας και μιας «καλής» μητέρας. Η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα, και χωρίς να παραβλέπουμε ότι κάθε γυναίκα είναι μοναδική και έχει ένα δικό της σενάριο ζωής (Μάτσα, 2001), φαίνεται να έχει κάποια κοινά κοινωνικά βιώματα. Συνήθως προέρχεται από μία οικογένεια όπου συναντάμε: μικρό βαθμό εκφραστικότητας και διαταραγμένη συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη, ασαφή όρια και ιεραρχία, χαμηλό βαθμό συνοχής και πολύ υψηλό βαθμό σύγκρουσης (Γεωργάκας 2001, Μάτσα 1997 & 2001, Babcock 2008, Τσούνης 2013). Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για χαρακτηριστικά που συναντά κανείς σε μεγάλο αριθμό οικογενειών στην περίπτωση των οικογενειών της εξαρτημένης γυναίκας τα εντοπίζουμε σε παθολογικά ακραίες μορφές.

Συνήθως η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα απαντά στην οικογένεια της μέλη, με ιστορικό ψυχικών διαταραχών, με χρήση ψυχοτρόπων ουσιών ή και τοξικών ουσιών, με κατάχρηση αλκοόλ, κυρίως από την πλευρά του πατέρα, σε συνδυασμό ενίοτε και με άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές όπως αυτή του τζόγου (Μάτσα 2001). Το οικογενειακό προφίλ της συνήθως χαρακτηρίζεται από έντονες και βίαιες συγκρουσιακές καταστάσεις που αντανακλάται και στη μεγάλη συχνότητα είτε διαζυγίων είτε εν διαστάσει γονέων (Σφηκάκη 2001, Τσούνης 2013, Colten 2010). Οι «τριγωνικές» σχέσεις, ο αρνητικός τρόπος επικοινωνίας (π.χ. παράπονα, μομφές), η σύγχυση ή απουσία ορίων, τα «διπλά» μηνύματα είναι χαρακτηριστικά της οικογένειας της εξαρτημένης γυναίκας (Μάτσα 1994). Από πολύ μικρή ηλικία είναι πιθανόν να έχει υποστεί περιστατικά λεκτικής αλλά κυρίως σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης μέσα και έξω από την οικογένεια και η στροφή της προς τις ουσίες, να είναι μια «στρατηγική» εξέγερσης και επιβίωσης, αυτό-ίασης του ψυχικού πόνου που έχει βιώσει και αντιμετώπισης του έντονου και καθολικού άγχους που την διακατέχει (Babcock 2008). Η χρήση των ουσιών εξαλείφει τα συναισθήματα αποστέρησης που για πάρα πολλές έφηβες είναι δύσκολο να τα αντέξουν και η εξάρτηση από τα ναρκωτικά χρησιμοποιείται συχνά σαν αποζημίωση, σαν υποκατάστατο για παλιότερους δεσμούς «…που άφησαν το νεαρό κορίτσι συναισθηματικά σακαταμένο και εξαρτημένο…» (Σουιγκάρτ 1991).

Συχνά συναντάται στο προφίλ των οικογενειών των τοξικοεξαρτώμενων γυναικών, θάνατοι αγαπημένων προσώπων που είχαν τον χαρακτήρα μιας ψυχολογικής κρίσης (απροσδόκητο, ανεξέλεγκτο και πρόωρο γεγονός) (Τσούνης 2013). Η καταφυγή στη χρήση ουσιών πιθανόν να είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης της συναισθηματικής καθήλωσης στο γεγονός του θανάτου όταν υπάρχουν ανολοκλήρωτες διαδικασίες θρήνου. Συχνά, η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα συνδυάζει και αλκοόλ και ψυχοτρόπες ουσίες προκειμένου να αντιμετωπίσει το αίσθημα της ανεπάρκειας, της ανικανότητας και της «ελλειμματικής» της ταυτότητας (NICE 2010, Μάτσα 1997).

Έχει παρατηρηθεί ότι στη γυναικεία εξάρτηση συναντούνται πιο συχνά φαινόμενα ψυχικών διαταραχών από αυτά των ανδρών, με μεγαλύτερη συχνότητα την κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτό-υποτίμηση, θυμό, ενοχή, ντροπή, απουσία ή έλλειψη υποστηρικτικού οικογενειακού και κοινωνικού δικτύου, όπως επίσης και μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκατοστροφικών συμπεριφορών και αποπειρών αυτοκτονίας (Bergeret 1999). Η καταφυγή στην πορνεία ως μέσο υποστήριξης, με τον ορατό κίνδυνο μόλυνσης από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, η επιθετικότητα και η υιοθέτηση ανδροπρεπών συμπεριφορών την βοηθούν να επιβιώσει στο σκληρό κόσμο των ναρκωτικών που δυστυχώς κάποιες φορές την οδηγεί στο θάνατο. Η Μάτσα (2001) αναφέρει ότι ένα ποσοστό 50% των τοξικοεξαρτώμενων γυναικών «επιλέγει» την πορνεία ως μέσο εξασφάλισης της δόσης τους ενώ μόνο ένα 6% αναλογεί στους τοξικοεξαρτώμενους άνδρες.

Η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα συχνά έχει συμβιώσει ή συμβιώνει με κάποιο χρήστη ουσιών και είναι αυτή που τον φροντίζει είτε ως σύζυγος, είτε ως σύντροφος είτε ως συγγενικό πρόσωπο (π.χ. αδερφή) επικεντρώνοντας στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών και όχι του εαυτού της (Μάτσα 2001, Σφηκάκη 2001, Colten 2010). Δημιουργείται αυτό που αποκαλούμε συνεξάρτηση, με τη γυναίκα χρήστρια να δυσκολεύεται να διαλύσει τη σχέση και να ξεκινήσει ένα καινούριο σενάριο ζωής σε αντίθεση με τους άνδρες που έχουν την ικανότητα να αποσύρονται πιο εύκολα από μια σχέση με τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα.

Η μητρότητα στη ζωή των μητέρων χρηστριών σηματοδοτεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, άμεσα συνδεδεμένο με τη γυναίκεια τους ταυτότητα και τις ανάγκες τους (NICE 2010, Μισουρίδου 2015). Η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού μπορεί να είναι ένα τυχαίο και ίσως ανεπιθύμητο γεγονός (Negri 2001). Η εξαρτημένη γυναίκα μπορεί να αντιληφθεί τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης σε προχωρημένο στάδιο λόγω διαταραχών του εμμηνορροϊκού κύκλου της που παρουσιάζονται από τη χρήση ουσιών, μπορεί να επιδιώξει τη διακοπή κύησης ή κάποιες φορές να προσπαθεί να την αποκρύψει (Μισουρίδου 2015, Κερασιώτη & αλ. 2012). Συχνά όμως φαντασιώνεται τη μητρότητα, ως μια επιθυμία που συνυπάρχει με τη «…φαντασίωση του παιδιού ως λυτρωτή από τη ζωή της στην τοξικοεξάρτηση και που τελικά θα την κινητοποιήσει προς την κατεύθυνση της προστασίας του εαυτού της και την επίλυση των προβλημάτων της. Το παιδί, ως σημείο αναφοράς στο πραγματικό, θα αποκαταστήσει τη χαμένη ενότητα και θα της δώσει τον σκοπό που της διαφεύγει…» (Ρήγα 1991). Ενώ η ίδια η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα θέλει να πιστεύει ότι προς τα εκεί βρίσκεται η μαγική λύση για την απεξάρτηση της, δεν συνειδητοποιεί ότι οι εσωτερικές της αντιφάσεις και ανάγκες της την αποδυναμώνουν και την καθηλώνουν στη χρήση (UNICRI, 2013). Η επιθυμία να αποκτήσει ένα παιδί δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη δυνατότητα της ή ακόμα και με τη συναισθηματική πραγματικότητα να φροντίσει ένα παιδί (Σουιγκάρτ 1991). Κάτω από την εύθραυστη κρούστα της επιθυμίας ή της «δύναμης» για την πραγματική φροντίδα του παιδιού της υπάρχει ο εφιαλτικός φόβος μήπως χάσει αρχικά την επιμέλεια και εν συνεχεία την κηδεμονία του παιδιού της. Ο φόβος αυτός πηγάζει από μια βαθιά αίσθηση αδυναμίας αφού καλείται να απαντήσει στο δίλημμα «το παιδί ή την ουσία» και βαθιά μέσα της αισθάνεται πως οι διαπροσωπικές της συγκρούσεις και οι εσωτερικές της αντιφάσεις της αφαιρούν τα στηρίγματα πάνω στα οποία βασίζεται η ίδια της η ταυτότητα (Κερασιώτη & αλ. 2012). Αυτό που λείπει στην πρώιμη σχέση τοξικοεξαρτώμενης μητέρας και παιδιού, υπογραμμίζει η Μάτσα (2011) είναι ο «…ενθουσιασμός και η αμοιβαία απόλαυση αυτής της σχέσης…», τα οποία συμβάλλουν καθοριστικά στην διασφάλιση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας του παιδιού. Η γέννηση του παιδιού είναι συνδεδεμένη μ’ ένα συνεχές δόσιμο (Γιωσαφάτ 2010) που η μητέρα που κάνει χρήση ουσιών συνήθως αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ρεαλιστικές απαιτήσεις και αυτοδεσμεύσεις που απαιτεί η πραγματική φροντίδα του βρέφους.

Όταν παρά τις αντίξοες συνθήκες η τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα φέρει στον κόσμο ένα παιδί, το παιδί συνήθως εμφανίζει νεογνικό στερητικό σύνδρομο ή και άλλα προβλήματα αναπτυξιακής ή νευρολογικής φύσεως και απαιτείται νοσηλεία αυτού σε Μονάδα Εντατικής Νοσηλεία Νεογνών. Η εμπειρία νοσηλείας ενός παιδιού σε Μ.Ε.Ν.Ν. είναι μια βασανιστική εμπειρία για οποιαδήποτε μητέρα, άρα και για την τοξικοεξαρτώμενη μητέρα, η οποία δεν της επιτρέπει να αναγνωρίσει μέσα τις όποιες μητρικές της ιδιότητες και να εντοπίζει τα δικά της ζωντανά κομμάτια (NEGRI, 2001). Η νοσηλεία λοιπόν του παιδιού στην Μονάδα τις περισσότερες φορές αποτελεί την έναρξη της εμπλοκής της μητέρας χρήστριας με διαφορετικές υπηρεσίες. Η παρέμβαση αυτή δίνει στη μητέρα χρήστρια τη δυνατότητα να έλθει σε επαφή τόσο με τη δική της κατάσταση όσο και με εκείνη του παιδιού της. Οι χρήστριες μητέρες αρχίζουν να ανησυχούν για τον ρόλο των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας αφού το δικαίωμα τους στην τοξικοεξάρτηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το συναισθηματικό έργο της πραγματικής φροντίδας μιας ευάλωτης νέας ζωής, του παιδιού τους (NICE, 2010). Η ταυτότητα της «στιγματισμένης» (Goffman, 2001) υποκειμενοποιείται, αποκτά περισσότερο μια ηθική διάσταση και η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα κουβαλά το στίγμα της «κακής» μητέρας, της «ανίκανης και επικίνδυνης» για το παιδί της. Η χρήστρια μητέρα καλείται να φέρει σε πέρας ένα εξαιρετικό σύνθετο έργο: να δημιουργήσει έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με ένα βρέφος του οποίου η απελπιστική εξάρτηση απαιτεί τη σταθερή παρουσία της δίπλα του (Σουιγκραντ 1991). Οι αντιρρήσεις, οι αιχμές, η επιθετικότητα, η προκλητικότητα που πολλές φορές εκδηλώνει στη συνεργασία της με τις υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας πιθανόν να είναι ενδείξεις μια καταπιεσμένης δύναμης και ενός θυμού που την κατακλύζει. Αισθάνεται σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο ανήμπορη και ακινητοποιημένη. Μπλοκαρισμένη από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις, παύει να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των πράξεων της. Οι πράξεις της γίνονται ασυνεπείς με τις στάσεις της.

Η Κοκκινάκη (2006) ορίζει ως στάση (attitude) «…τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε τα αντικείμενα…(π.χ. πρόσωπο, συμπεριφορά, φυσικό αντικείμενο, ιδέα, θεσμό, καταναλωτικό προϊόν κ.τ.λ)… στο περιβάλλον μας…». Η χρήση ουσιών από την μητέρα, ως στάση, εμφανίζει σταθερότητα στο χρόνο, αντίσταση σε προσπάθεια αλλαγής σε σχέση με τις συμπεριφορές χρήσης και η τοξικοεξάρτηση επηρεάζει τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες και τη συμπεριφορά της. Ως αποτέλεσμα αυτού, είναι να της γίνεται αφαίρεση της επιμέλειας (άρθρο 1518 παρ. 1 Α.Κ.) και εκάστοτε και της γονικής μέριμνας (άρθρο 1510 παρ. 1 Α.Κ.) του παιδιού της και να καταλήγει είτε σε μητρικούς ή πατρικούς παππούδες και γιαγιάδες ή σε ανάδοχες οικογένειες ή στα αρμόδια κρατικά ιδρύματα ή σε υιοθεσία. Συχνά, το παιδί αντιμετωπίζεται μεμονωμένα ή σαν θύμα μια κακής μητέρας ή κακών γονέων (Σουιγκάρτ 1991).

Η γυναικεία εξάρτηση από τις ουσίες φαίνεται να έχει περισσότερο τιμωριτικό χαρακτήρα παρά θεραπευτικό (Velasquez et al., 2003). Οι τοξικοεξaρτόμενες μητέρες φαίνεται να αντιμετωπίζονται με αρκετή καχυποψία όσο αφορά την ικανότητα τους να ανταποκριθούν στο μητρικό τους ρόλο στοχοποιούνται πολύ πιο έντονα καθώς κοινωνικά θεωρούνται «κακές» μητέρες (Babcok 2008). Στην Αμερική οι πολιτικές απομάκρυνσης παιδιών από το σπίτι είναι πολύ πιο συχνές όταν υπάρχει μητέρα εξαρτημένη ενώ παραδόξως δεν ισχύει το ίδιο όταν υπάρχει τοξικοεξαρτώμενος πατέρας (Babcok 2008).

Η αντιμετώπιση του θέματος της πραγματικής φροντίδας και ανατροφής των παιδιών από μητέρα τοξικοεξαρτώμενη ποικίλει έντονα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πολιτικές αφαίρεσης της επιμέλειας και ακόμη περισσότερο της γονικής μέριμνας των παιδιών από μητέρα τοξικομανή δεν έχουν ούτε ικανοποιητικώς διαμορφωθεί ούτε τυποποιηθεί στην πράξη ούτε υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (EMCDDA, 2012).

Σύμφωνα με το UNICRI (2013) σε αρκετές χώρες η θεραπεία υποκατάστασης συστήνεται ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ η αποτοξίνωση πρέπει να αποφεύγεται αυστηρά, ειδικά κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου κύησης είτε για να αποτρέψει τυχόν γενετικές ανωμαλίες και αποβολή και κατά το τρίτο τρίμηνο είτε για αποτροπή πρόωρου τοκετού. Από την άλλη όμως, τα πρωτόκολλα που αφορούν στη θεραπεία των εγκύων γυναικών που κάνουν χρήση οπιοειδών ουσιών, αυτά ενδέχεται να διαφέρουν από χώρα σε χώρα.

Πάλι σύμφωνα με το UNICRI (2013) σε τέσσερις χώρες (Γερμανία, Ιρλανδία, Ην. Βασίλειο και Ρουμανία), οι έγκυες χρήστριες γυναίκες αποτελούν ειδική υποομάδα στο σύνολο της γυναικείας εξάρτησης και παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές στο γενικότερο πλαίσιο υποκατάστασης, ενώ στη Σουηδία, Ουγγαρία, Νορβηγία έχουν αναπτυχθεί ξεχωριστές ειδικές κατευθυντήριες. Στη Δανία όπως επίσης και στη Σουηδία υπάρχουν πολιτικές παιδικής προστασίας ενίσχυσης της προσπάθειας παραμονής των παιδιών με την τοξικοεξαρτώμενη μητέρα και σταθεροποίηση αυτής της σχέσης (EMMMDA, 2010).

Η διαχείριση του προβλήματος της χρήσης ουσιών κατά την κύηση όπως επίσης και αμέσως μετά την γέννηση ενός παιδιού απαιτεί εξειδίκευση υπηρεσιών με συγκεκριμένο πρωτόκολλο ενεργειών (DHDA, 2007), για την πρόληψη των κινδύνων τόσο για την έγκυο όσο και για το έμβρυο/βρέφος και την κατά προτεραιότητα εισαγωγή των τοξικοεξαρτώμενων εγκύων σε θεραπευτικό πρόγραμμα (NZMΕ, 2008).

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Σκοπός: Σκοπός της παρούσας ανασκοπικής μελέτης είναι να διερευνήσει μία σειρά παραμέτρων που συνδέονται με την κύηση και τη γέννηση παιδιού από τοξικοεξαρτώμενη μητέρα, με κυρίαρχη από αυτές το γεγονός εάν η μητρότητα, ως μία από τις πιο σημαντικές ιδιαιτερότητες της γυναικείας χρήσης, αποτελεί καθοριστική συνθήκη για την αλλαγή των συμπεριφορών χρήσης από την τοξικοεξαρτώμενη γυναίκα. Συχνά η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα συνοδεύεται από το μύθο της κακιάς μητέρας που δεν μπορεί να εξασφαλίσει ένα θετικό ή αρκετά σωστό οικογενειακό περιβάλλον και ταυτίζεται με την ιδιότητα της μητρικής ανικανότητας του να δίνεις σε ένα παιδί αυτό που το ίδιο έχει ανάγκη τόσο σε επίπεδο συναισθηματικής επάρκειας όσο και σε επίπεδο υλικών αναγκών. Η μητέρα χρήστρια αποφεύγει να αποκαλύψει τη χρήση της από φόβο για τη νομική συνέπεια του αποχωρισμού από το παιδί της. Η ανάγκη της για χρήση συχνά φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των αναγκών του εμβρύου που κυοφορεί και εν συνεχεία του παιδιού που τίκτει.

Η γέννηση ενός παιδιού από γυναίκα χρήστρια τοξικών ουσιών συνεπάγεται εμφάνιση νεογνικού στερητικού συνδρόμου στο παιδί για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτείται άμεσα παραπομπή και νοσηλεία αυτού σε Μ.Ε.Ν.Ν. Η εμφάνιση της προαναφερθείσας κατάστασης από πλευράς βρέφους αποτελεί και την «πιστοποίηση» της χρήσης ναρκωτικών ουσιών εκ μέρους της μητέρας του κατά της διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η νοσηλεία–παραμονή του βρέφους με νεογνικό στερητικό σύνδρομο σηματοδοτεί πολλές φορές και την έναρξη της παρέμβασης της κοινωνικής υπηρεσίας του εκάστοτε νοσοκομείου.

Δευτερεύουσα παράμετρος, που θα εξεταστεί, είναι η «τύχη» αυτών των παιδιών μετά το εξιτήριο τους από τη Μ.Ε.Ν.Ν. του νοσοκομείου. Η συσχέτιση της εξαρτητικής συμπεριφοράς της μητέρας με τις πιθανές νομικές επιπτώσεις στο παιδί της καταλήγει σε καταστάσεις που δημιουργούν προκλήσεις για την εφαρμογή πολιτικών αφαίρεσης της επιμέλειας των παιδιών από την τοξικοεξαρτώμενη μητέρα.

Η παρούσα έρευνα δεν αποσκοπεί στην καθιέρωση αιτιολογικής- αντικειμενικής σχέσης ανάμεσα στη μητρότητα και στην τοξικοεξάρτηση αλλά μια προσπάθεια να καταδείξει πως ένα σημαντικό συμβάν ζωής στη ζωή μια γυναίκας χρήστριας υποκειμενοποιείται, διαμορφώνει και συμβάλλει σε ένα «σχέδιο δράσης» σε σχέση με τις συμπεριφορές χρήσης.

Σχεδιασμός: Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ανασκοπική διερευνητική μελέτη των χαρακτηριστικών των τοξικοεξαρτώμενων γυναικών-μητέρων και των συμπεριφορών τους σε σχέση με τη χρήση αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Οι γυναίκες αυτές γέννησαν παιδιά με διάγνωση νεογνικού στερητικού συνδρόμου τα οποία παραπέμφθηκαν, νοσηλεύτηκαν και κάποια από αυτά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρέμειναν για κοινωνικούς λόγους στην Α’ Μ.Ε.Ν.Ν.

Η Α’ Μ.Ε.Ν.Ν. αποτελεί μία εκ των δύο εξειδικευμένων μονάδων εντατικής νοσηλείας νεογνών που συστεγάζονται στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ και τελεί και υπό την αιγίδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της Ιατρικής Σχολής. Ουσιαστικά αποτελεί και μία από τρεις επιλογές που υπάρχουν για κάλυψη αναγκών ιατρικής θεραπείας και νοσηλείας νεογνών με διάγνωση νεογνικού στερητικού συνδρόμου στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας.

Η Α’ Μ.Ε.Ν.Ν. του Γ.Ν.Θ. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ συνεργάζεται με το τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του νοσοκομείου για τη διαχείριση των νοσηλευόμενων βρεφών που εμφανίζουν νεογνικό στερητικό σύνδρομο και κατ’ επέκταση των τοξικοεξαρτώμενων μητέρων τους.

Δείγμα: Το δείγμα της μελέτης αφορά είκοσι δύο (22) εγκυμονούσες τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες και εν συνεχεία μητέρες που τα παιδιά τους (στο σύνολο είκοσι τέσσερα) εμφάνισαν νεογνικό στερητικό σύνδρομο και εξαιτίας αυτού χρειάστηκαν νοσηλεία σε εξειδικευμένο ιατρικό τμήμα και συγκεκριμένα στην Α’ Μ.ΕΝ.Ν. του Γ.Ν.Θ. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ. Ουσιαστικά αποτελεί το σύνολο του όγκου των υποθέσεων που χειρίστηκε η συγκεκριμένη μονάδα το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2016. Έγινε προσπάθεια να τηρηθεί η ανωνυμία και το απόρρητο των πληροφοριών. Δεν υπήρξε η δυνατότητα ενημέρωσης αυτών για τη χρήση των όποιων στοιχείων είχαν δώσει δεδομένου ότι τα στοιχεία επικοινωνίας που υπήρχαν συχνά δεν ανταποκρινόταν σε κάποιον λήπτρια/λήπτη.

Μεθοδολογία: Η συλλογή πληροφοριών και δεδομένων έγινε μέσα από το ήδη υπάρχον ιατρικό και κοινωνικό ιστορικό καταγραφής στο «φάκελο» των παιδιών και των μητέρων τους κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους Το κοινωνικό ιστορικό είχε ληφθεί μέσα από συναντήσεις όπου η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα διηγούνταν τις εμπειρίες της και από την καταγραφή συμπεριφορών της μητέρας χρήστριας, μέσω παρατήρησης, κατά την επαφή με το παιδί της στη Μ.Ε.Ν.Ν.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ως δείγμα έρευνας 22 γυναίκες–μητέρες τοξικοεξαρτώμενες, κατά δήλωση των ιδίων, με ταυτόχρονη χρήση περισσότερων των δύο ουσιών. Οι μητέρες του δείγματος βρέθηκαν σε κατάσταση εγκυμοσύνης με τυπική σύλληψη και γέννησαν στο Γ.Ν.Θ. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ.

To 86% των γυναικών του δείγματος της έρευνας, κατοικούσαν στο ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης, ενώ συχνά αναφερόταν αλλαγές διευθύνσεων κατοικίας κατά τη διάρκεια παραμονής του νεογνού στο νοσοκομείο.

Οι ηλικίες των μητέρων κυμαίνονταν μεταξύ 19 και 36 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 28 έτη. Το 86% των μητέρων είχαν ελληνική υπηκοότητα (όχι απαραίτητα και ελληνική καταγωγή). Το υπόλοιπο ποσοστό (14%) αφορά τρεις μητέρες οι οποίες είχαν υπηκοότητα αλλοδαπής (μία λιθουανική, μία αλβανική και μία ρώσικη). Καμία από τις συμμετέχουσες δεν εργαζόταν σε εργασία με κοινωνική ασφάλιση. Όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσής τους, η κατάθεση επίσημων εγγράφων δεν ήταν απαραίτητο στοιχείο, με αποτέλεσμα η επαλήθευση των πληροφοριών αναφοράς ήταν δυσχερής δεδομένου του γεγονότος ότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις. Οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους ήταν άνεργες (16 από τις 22), 5 από αυτές δήλωσαν ότι ήταν ιερόδουλες και 1 σερβιτόρα.

Από τη μελέτη του δείγματος προέκυψε ότι οι 2 στις 3 γυναίκες ανέφεραν ότι υπέστησαν κάποιου είδους κακοποίηση κατά την παιδική της ηλικία (σωματική ή λεκτική), μεγάλωσαν μακριά από τους γονείς (με παππούδες/γιαγιάδες) ή ως μη επιθυμητά παιδιά. Στις περιπτώσεις των υπολοίπων γυναικών απλώς αναφέρθηκε άγνοια αναγνώρισης συμπεριφορών κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία.

Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το προφίλ των γυναικών του δείγματος είναι η μεγάλη συχνότητα χρήσης τοξικών ουσιών (35%), ή εμφάνισης ψυχικών διαταραχών ή/και κατάχρησης αλκοόλ/άλλες συμπεριφορές εξάρτησης (π.χ. τζόγος) (30%) στο ιστορικό των μελών της οικογένειας προέλευσης.

Όσον αφορά τον τομέα της τοξικοεξάρτησης των μητέρων, πριν από την εγκυμοσύνη, το 77% των γυναικών του δείγματος είχαν κάνει προσπάθειες απεξάρτησης. Αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση των γυναικών του δείγματος, από τις 22 γυναίκες, οι 16 ήταν άγαμες και οι υπόλοιπες 6 έγγαμες.

 

Χρήση και μητρότητα

Από τις 22 μητέρες του δείγματος της έρευνας γεννήθηκαν 24 παιδιά, ήτοι δύο εκ των γυναικών ήταν μητέρες δύο παιδιών η καθεμιά. Πιο συγκεκριμένα, μία εκ των αναφερόμενων γυναικών-μητέρων είχε δίδυμη κύηση (όπου το ένα παιδί πέθανε αμέσως μετά τη γέννησή του) και μία γέννησε δύο παιδιά σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Τα παιδιά στο σύνολό τους νοσηλεύτηκαν στην Α’ Μ.Ε.Ν.Ν. του Γ.Ν.Θ. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ, με διάγνωση νεογνικού στερητικού συνδρόμου, το οποίο ήταν αποτέλεσμα της τοξικοεξάρτησης της μητέρας.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, από τις 16 άγαμες μητέρες του δείγματος, μόνο το 25% των συντρόφων αυτών, αναγνώρισε μετέπειτα, με νομικό τρόπο, το παιδί. Για την περίπτωση των 6 έγγαμων μητέρων οι οποίες αφορούν σε 8 παιδιά, μόνο στις 2 από τις 8 περιπτώσεις παιδιών, η μητέρα αναγνώρισε τον σύζυγό της ως πατέρα του παιδιού της.

Κατά τη διάρκεια παραμονής της μητέρας και του νεογνού της στο νοσοκομείο παρουσία ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος (παππούς/γιαγιά) και προστατευτική-υποστηρικτική παρέμβαση του άμεσου συγγενικού περιβάλλοντος της εξαρτημένης μητέρας είχαμε στις 18 από τις 24 περιπτώσεις γέννησης των παιδιών. Όμως στην πλειονότητα των περιπτώσεων και σε ποσοστό που ξεπερνά το 70% η παρουσία αυτή ήταν αποτέλεσμα μη αυτόβουλης δράσης αλλά προϊόν εξαναγκασμένης ή υποχρεωτικής ενέργειας εξωγενών παραγόντων π.χ. της κοινωνικής υπηρεσίας του νοσοκομείου, εισαγγελικής εντολής κ.λπ.

Η έρευνα έδειξε ότι το 68% των γυναικών (15 από το σύνολο των 22) όταν προσήλθαν να γεννήσουν στο νοσοκομείο ήταν σε φάση χρήσης περισσοτέρων από μία τοξικών ουσιών, χωρίς να παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης και χωρίς να υποστηρίζονται από κάποιο επίσημο κοινωνικό φορέα. Για όλες αυτές τις μητέρες αναφέρθηκε ελλιπής ή ανύπαρκτος προγεννητικός έλεγχος εκτός από μία που ήταν εντός γάμου και ζούσε υπό συνθήκες προστατευμένου οικογενειακού περιβάλλοντος. Για τις περιπτώσεις αυτών των γυναικών η μητρότητα καθώς και η πιθανότητα για άρση της επιμέλειας του παιδιού λειτούργησε «θετικά» σε λιγότερες από τις μισές. ‘Ητοι στο μεγαλύτερο ποσοστό ίσο με το 64% των γυναικών (8 από τις 15) δεν σημειώθηκε καμία αλλαγή κατάστασης στην συμπεριφορά τους όσον αφορά την χρήση τοξικών ουσιών, μετά τη γέννηση του παιδιού.

Οι μητέρες που συμμετείχαν σε πρόγραμμα του Ο.ΚΑ.ΝΑ., αντιστοιχούν σε ποσοστό 32% (7 από το σύνολο των 22). Και στις 7 υπήρχε παράλληλη χρήση παραπάνω της μίας ουσίας κατά τις δηλώσεις των ιδίων και των πληροφοριών από τα προγράμματά τους (σύμφωνα πάντα με την έγκρισή τους για χρήση προσωπικών δεδομένων). Στο σύνολο των 22 γυναικών, μετά την γέννηση του παιδιού τους η συμπεριφορά όσον αφορά στη χρήση άλλαξε ως εξής: 6 γυναίκες επέλεξαν εγγραφή και ένταξη σε κάποιο από τα «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συνέπεια και συνέχεια στην παρακολούθησή τους, 1 (μία) εντάχθηκε σε πρόγραμμα του Ο.ΚΑ.ΝΑ., και 1 (μία) σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Καμία από τις 8 γυναίκες δεν επέλεξε αυτοβούλως την αλλαγή χρήση συμπεριφοράς σε σχέση με τις τοξικές ουσίες. Οι όποιες αλλαγές ήταν αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων ήτοι: εισαγγελική εντολή, πίεση από κοινωνικές υπηρεσίες, πίεση από ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον και συναφείς. Μόνο μια γυναίκα–μητέρα, από τις προαναφερθείσες, επέλεξε θεραπευτικό πρόγραμμα όπου να μπορεί να παραβρίσκεται μαζί με το παιδί της κάτω από την πίεση του οικογενειακού της περιβάλλοντος και με την άρνηση αυτού να αναλάβει την πραγματική φροντίδα και την επιμέλεια του παιδιού της. Αυτό είχε ως συνέπεια την απομάκρυνσή του από το ευρύτερο οικογενειακό της περιβάλλον. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από εξάμηνη παραμονή στο θεραπευτικό πρόγραμμα, να υπάρξει οικειοθελής αποχώρηση και μάλιστα να έχει και ως κατάληξη το θάνατο της, την πρώτη εβδομάδα διακοπής λόγω υπερβολική χρήση.

Από το σύνολο των 22 υποθέσεων μητέρων–τοξικοεξαρτώμενων που τα παιδιά τους νοσηλευόταν στην Α’Μ.Ε.Ν.Ν. του νοσοκομείου, οι 16 παραπέμφθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης στο τμήμα Ανηλίκων, με αίτημα την απομάκρυνση του παιδιού από τη μητέρα του. Για τις υπόλοιπες 6 περιπτώσεις οι γυναίκες είτε ήταν σε γάμο είτε ήταν σε σταθερή συντροφική σχέση όπου ο σύντροφος αναγνώρισε και το παιδί (εκτός από 1 όπου δεν υπήρξε επίσημη αναγνώριση (λόγω νομικών κωλυμάτων) αλλά υπήρχε σταθερή σχέση και αποδοχή της πατρότητας) και στο σύνολο τους είχαν είτε οικογενειακό υποστηρικτικό περιβάλλον είτε υποστήριξη από κοινωνικό φορέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά δόθηκαν στους φυσικούς γονείς. Από τη μελέτη του δείγματος προέκυψε ότι στις περισσότερες από τις μισές γυναίκες που είχαν και άλλες πρότερες γεννήσεις στο παρελθόν (7από το σύνολο των13) τους είχε αφαιρεθεί η επιμέλεια του/ων παιδι-ού/ών.

Από το σύνολο των υπόλοιπων 17 υποθέσεων παιδιών που παραπέμφθηκαν στο τμήμα Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών με γνώμονα ότι η μητέρα χρήστρια ουσιών αφενός δεν παρουσίασε κατά τη διάρκεια της παραμονής του παιδιού της αλλαγή στη σχέση της με την τοξικοεξάρτηση και αφετέρου δεν επέδειξε στοιχεία συνέπειας και ασφάλειας στη σχέση της με το παιδί έγινε άρση της επιμέλειας του νεογνού.

Όσον αφορά στα παιδιά, τα 9 από τα 17 παιδιά παραπεμφθήκαν στον Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», με τουλάχιστον προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας από την μητέρα τους, το 1 (ένα) σε ανάδοχη μη συγγενική οικογένεια δίνοντας με εισαγγελική διάταξη την πραγματική φροντίδα στην ανάδοχη, τα 5 στη μητρική γιαγιά και παππού με άρση της επιμέλειας από την μητέρα, το 1 (ένα) στο βιολογικό του πατέρα και στη μητέρα του πατέρα για τους οποίους δεν υπήρχαν μαρτυρίες για χρήση ουσιών και δεν ζούσαν μαζί με τη βιολογική μητέρα του παιδιού και το 1 (ένα) δόθηκε στη βιολογική του μητέρα αφού είχε ήδη ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Ο χρόνος παραμονής των παιδιών στο νοσοκομείο ήταν από πέντε (5) έως εκατόν εβδομήντα οκτώ (178) ημέρες με μέσο όρο παραμονής τις εβδομήντα οκτώ (78) περίπου ημέρες.

Αναφορικά με τους φέροντες ως πατέρες των παιδιών σχεδόν στις μισές (11 από 24) περιπτώσεις οι μητέρες δεν γνώριζαν βασικά στοιχεία της ταυτότητάς τους, όπως: εθνικότητα, τόπο κατοικίας και οικογενειακή κατάσταση. Για το σύνολο των συντρόφων οι μητέρες είτε δεν γνώριζαν εάν ήταν χρήστης (8), είτε ότι ήταν χρήστης τοξικών ουσιών (7) είτε ότι ήταν ενταγμένος σε πρόγραμμα του Ο.ΚΑ.ΝΑ. (8). Μόνο σε μία περίπτωση η μητέρα γνώριζε ότι ο σύντροφός της δεν έκανε χρήση τοξικών ουσιών.

Στην πλειονότητά τους οι σύντροφοι (19 από τις 24 περιπτώσεις παιδιών) δεν προσήλθαν αυτοβούλως ούτε στη Μονάδα όπου νοσηλευόταν το νεογνό ούτε στο γραφείο της Κοινωνικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου.

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε μια σειρά παραμέτρων που σχετίζονται με την τοξικοεξάρτηση και τη μητρότητα με κύρια παράμετρο εάν η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί από μόνο του γεγονός ικανό για αλλαγή συμπεριφοράς σε σχέση με την εξάρτηση.

Μια ιδιαίτερη δυσκολία που εντοπίστηκε στην παρούσα μελέτη είναι η απουσία ενός προϋπάρχοντος δομημένου ερωτηματολογίου που πιθανόν να έδινε τη δυνατότητα συγκέντρωσης περισσότερων, λεπτομερέστατων και πιο δομημένων στοιχείων. Επίσης, ο μικρός αριθμός των εξεταζόμενων γυναικών-μητέρων χρηστριών τοξικών ουσιών, πιθανόν να μην επιτρέπει την ευρύτερη γενίκευση των αποτελεσμάτων. Ωστόσο η φύση και το σύνολο των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν πιθανόν να μας επιτρέπει να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να γενικευτούν. Το πρόβλημα με τα μικρά σχετικά δείγματα είναι κάτι γνωστό σε όλους όσους ασχολούνται με την μελέτη και έρευνα που σχετίζεται με γυναίκες –μητέρες χρήστριες τοξικών ουσιών τόσο στη χώρα μας, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πέρα όμως από τους προαναφερόμενους περιορισμούς, από την παρούσα ανασκοπική μελέτη-καταγραφή προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα τα οποία αξίζει να αναφέρουμε:

Οι συμμετέχουσες στην έρευνα είναι νέες γυναίκες στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Ευρωπαϊκά ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι ένας στους δέκα χρήστες σε θεραπεία ζει τουλάχιστον με ένα παιδί και ότι η πλειοψηφία αυτών των γονέων προβαίνει σε παράλληλη χρήση περισσότερων των δύο ουσιών (EMCDDA, 2012).

Το σύνολο των παιδιών που γεννήθηκαν εμφάνισε νεογνικό στερητικό σύνδρομο και χρειάστηκε άμεση παραπομπή του και νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών γεγονός που πιστοποιεί ότι η κατάχρηση ουσιών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επισύρει σοβαρούς κινδύνους για το νεογνό και κατά επέκταση και για τη μητέρα του. Στην παρούσα έρευνα δεν αξιολογήθηκαν οι όποιες άλλες αναπτυξιακές ή άλλες δυσκολίες παρουσίαζαν τα νεογνά. Η διάκριση των συνεπειών των εξαρτητικών ουσιών όπως επίσης και ο βαθμός του αντίκτυπου της χρήσης είναι αρκετά δύσκολα γεγονότα που εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό από την ένταση, τη διάρκεια, τη συχνότητα της χρήσης και την παράλληλη ή μη χρήση άλλων ουσιών. Στην παρούσα μελέτη το σύνολο του δείγματος είχε αναφέρει παράλληλη χρήση ουσιών. Τα στοιχεία αυτά συμφωνούν και με τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα όπου αναφέρεται οι γυναίκες-εγκυμονούσες χρήστριες εξαρτησιογόνων ουσιών είναι πιθανόν να κάνουν συχνά χρήση όχι μόνο μιας ουσίας (παράνομης ή νομιμης) (Goel et al., 2011). Η απουσία επαγγελματικής κατάρτισης, με συχνό φαινόμενο τη σύνδεση της γυναικείας εξάρτησης με την πορνεία, σε συνδυασμό με την κακή οικονομική και κοινωνική κατάσταση συχνά οδηγούν σε κακές συνθήκες διαβίωσης.

Αν και κάποιες περίοδοι στη ζωή των γυναικών χρηστριών θεωρούνται καταλυτικές για την αλλαγή των συμπεριφορών χρήσης και η περίοδος κύησης είναι μία από αυτές, εντούτοις καμία από τις εγκυμονούσες του δείγματος δεν ανέφερε ότι είχε την αναγκαία γυναικολογική φροντίδα κατά τη διάρκεια της κύησης και μετά τον τοκετό γεγονός που συμφωνεί και με τα δεδομένα που καταγράφονται από το DHDA (2007). Το δεδομένο αυτό μπορεί να οφείλεται ή στη μη έγκαιρη αναζήτηση των όποιων παρεχόμενων υπηρεσιών υποστήριξης ή στη δυσκολία συνέπειας παρακολούθησης των σχετικών προγραμματισμένων συναντήσεων. Επίσης μία άλλη ερμηνεία της μη προσέγγισης των υπηρεσιών υγείας από τις έγκυες χρήστριες πιθανόν να είναι ο φόβος για τον κοινωνικό ρατσισμό που πιθανόν να αντιμετωπίσουν από τους επαγγελματίες υγείας και η ανησυχία για την εμπλοκή και τον ρόλο των κοινωνικών λειτουργών όσον αφορά τα γονικά τους δικαιώματα. Το NZME (2008) αναφέρει ότι η εισαγωγή των εγκύων χρηστριών σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα, ακόμα και αν λαμβάνουν μεθαδόνη ή βουπρενορφίνη κατά την κύηση θα τις βοηθήσει στην καλύτερη διαχείριση της κατάστασης αναζητώντας καλύτερη προγεννητική φροντίδα. Γεγονός βέβαια που δεν επιβεβαιώθηκε από το δείγμα μας, δεδομένου ότι ο έγκυες χρήστριες που ήταν εγγεγραμμένες σε θεραπευτικό πρόγραμμα του Ο.ΚΑ.ΝΑ. δεν παρουσίασαν καμιά αξιοσημείωτη διαφορά στην ιατρική προγεννητική τους παρακολούθηση. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη ομάδα των εγκύων χρηστριών, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες που είχαμε από την ανασκόπηση των ιστορικών τους, ανέφερε συμπεριφορές ασυνέπειας στην τακτική παρακολούθηση του προγράμματος και υπήρχε παράλληλη χρήση ουσιών.

Η γέννηση ενός παιδιού για μια τοξικοεξαρτώμενη μητέρα είναι ένα συμβάν που αναδεικνύει τη δυνατότητα αλλαγής ενός υποδείγματος ζωής που είναι θεμελιωμένο στην εξάρτηση. Παρά το γεγονός ότι η εγκυμοσύνη και η μητρότητα περιγράφεται ως ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για τις τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες να φροντίσουν τον εαυτό τους τα αποτελέσματα από αυτή τη μελέτη-καταγραφή υποδηλώνουν ότι η γέννηση ενός παιδιού και η μητρότητα από μόνα τους δεν αποτελούν παράγοντα καταλυτικό και συνθήκη ικανή για συνεπή, σταθερή και μακροχρόνια αλλαγή στη συμπεριφορά χρήσης ουσιών χωρίς βέβαια να αρνούμαστε την αξία των όποιων προσπαθειών για απεξάρτηση. Εμφανίζονται ανεύθυνες ως προς την απόφαση τους να γεννήσουν ένα παιδί και την «τύχη» αυτού όσον αφορά την πραγματική του φροντίδα και ανατροφή, συμπεριφορές που συνάδουν με άλλα ερευνητικά δεδομένα που οι γυναίκες χρήστριες θεωρούνται με αδύναμη θέληση, χαρακτηρίζονται από αδιαφορία για τα παιδιά τους (Finkelstein, 1994), αχαλίνωτες σεξουαλικά ή ελευθέρων ηθών (Μάτσα, 2001), περισσότερο «αποκλίνουσες» σε παραβατική συμπεριφορά σε σχέση με το αντρικό φύλο, και με μικρότερη ανταπόκριση και συνέπεια στο θεραπευτικό πλαίσιο από όσο οι άνδρες, τοποθετώντας την αποχή από τις ουσίες ως μακροπρόθεσμο στόχο (Velasquez et al., 2003). Οι τοξικοεξαρτώμενες μητέρες που παρέλαβαν τα παιδιά τους είχαν πριν τη γέννηση δομημένο υποστηρικτικό περιβάλλον, ελεγχόμενη τοξικοεξάρτηση και υποστήριξη από θεραπευτικούς και κοινωνικούς φορείς.

Το γεγονός ότι 70% της παρουσίας ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος της μητέρας προσήλθε στο νοσοκομείο κατόπιν εξωγενών παρεμβάσεων δεικνύει ότι ουσιαστική και άμεση επικοινωνία ανάμεσα στις γυναίκες-μητέρες τοξικοεξαρτώμενες και στα μέλη της οικογένει;aς τους δεν υπάρχει. Ανάμεσα στη μητέρα τοξικοεξαρτώμενη και τους γονείς της διαφαίνεται ότι πρέπει να υπάρξει κάποιος ενδιάμεσος για να υπάρξει αλληλεπίδραση (π.χ. κοινωνική υπηρεσία, Εισαγγελία κ.τ.λ.) με τον κίνδυνο να δημιουργούνται τριγωνικές σχέσεις, όπου η συμμαχία των δυο να οδηγεί σε αποκλεισμό του τρίτου (π.χ. υπηρεσίες και γονείς απέναντι στη χρήστρια μητέρα, τοξικοεξαρτώμενη μητέρα και μητρική της οικογένεια απέναντι στις υπηρεσίες) ή η αλληλεπίδραση να γίνεται με έντονα συγκρουσιακό και αρνητικό τρόπο (π.χ. κατηγόριες, μομφές, απειλές, παράπονα κ.τ.λ.). Παρ’ όλου που φαινομενικά η τοξικοεξαρτώμενη μητέρα δείχνει ότι δεν έχει ουσιαστικές σχέσεις με την οικογένεια της εντούτοις εμφανίζονται οικογενειακές συμπεριφορές με «διπλά μηνύματα» (π.χ. γιαγιά που έρχεται να αναλάβει το ρόλο της μητέρας) (Μάτσα 2001, Τσούνης, 2013) και καταστάσεις που διαιωνίζουν σχέσεις με διαταραγμένους κανόνες, με συχγυτικά ή καθόλου όρια.

Αν και στην Ελλάδα η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού αποτελούν κριτήρια που μπορούν να διευκολύνουν τη διαδικασία για ένταξη σε θεραπευτικό πρόγραμμα εντούτοις ή δε γίνεται καθόλου χρήση αυτού του πλεονεκτήματος είτε σε βάθος χρόνου δεν υπάρχει συνέπεια. Η θεραπεία απαιτεί συναίνεση της εγκύου-χρήστριας και δικαίωμα ελεύθερης βούλησης για θεραπεία, προϋποθέσεις που δε θα πρέπει να παραβιάζονται από την προστασία της υγείας του εμβρύου (UNICRI, 2013).

Η εξαρτημένη μητέρα, στο δείγμα μας, συχνά καλείται να δράσει ως μονογονεική οικογένεια ανεξάρτητα αν είναι έγγαμη ή όχι, είτε γιατί ο πατέρας του παιδιού είναι χρήστης ή φυλακισμένος είτε γιατί είναι άγνωστος σε αυτές. Στη φάση όπου η ενεργή χρήστρια μητέρα καλείται να δώσει άμεσα απάντηση, με συνέπεια και σταθερότητα «μητρικός ρόλος» ή «συνέχιση της χρήσης», εάν δεν έχει και στήριξη (οικονομική, κοινωνική, συναισθηματική) από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον η αποποίηση του μητρικού ρόλου και η «εγκατάλειψη» του παιδιού είναι μια πολύ συνηθισμένη πρακτική

Η αναζήτηση μορφών παιδικής προστασίας για το βρέφος αποτελεί μέριμνα και καθήκον κάθε έννομης Πολιτείας. Η λήψη όποιας δικαστικής απόφασης διαπνέεται από την αρχή της προσφορότητας, δηλαδή της καταλληλότητας της απόφασης για την αποτροπή του κινδύνου που δημιουργεί η κακή άσκηση της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας, προς την οποία συνάπτεται η αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή της αναλογίας της απόφασης προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και της ελάχιστης δυνατής επέμβασης στη σχέση μητέρας και παιδιού.

Τόσο η βιβλιογραφική έρευνα όσο και η παρούσα μελέτη-καταγραφή επισημαίνουν το γεγονός ότι η εξαρτημένη έγκυος, εν συνεχεία μητέρα και το τέκνο της χρειάζονται μια εξατομικευμένη προσέγγιση των αναγκών τους (που συνδέονται με τη χρήση ουσιών) και θα πρέπει να αποφεύγονται τα άκαμπτα και συγκεκριμένα μοντέλα παρέμβασης. Από την άλλη πλευρά όμως θα πρέπει να υπάρχουν πρωτόκολλα παρέμβασης που θα χαρακτηρίζονται από ευελιξία και τα θα παρέχουν διόδους επικοινωνίας και στήριξης ανάμεσα στο νοσοκομείο, στη μητέρα τοξικοεξαρτώμενη και στους κοινωνικούς–θεραπευτικούς φορείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή που γίνεται αυτή η καταγραφή αφενός οι εμπλεκόμενοι με τη χρήση ουσιών επαγγελματίες υγείας και οι κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου που εμπλέκονται με τη φροντίδα και τη στήριξη της τοξικοεξαρτώμενης μητέρας και του παιδιού της δεν έχουν μια σαφή και με πρωτόκολλο πολιτική της διαχείρισης αυτών αφετέρου απουσιάζει η εξειδικευμένη γνώση των κοινωνικών αναγκών της τοξικοεξαρτώμενης μητέρας και του βρέφους της ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο.

Συμπερασματικά, η ουσιαστικότερη κατανόηση του προβλήματος σχετικά με την αλλαγή στις συμπεριφορές χρήσης της τοξικοεξαρτώμενης μητέρας των αναγκών και των πιθανών προσεγγίσεων σε προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών και τη μητρότητα απαιτεί αφενός προσδιορισμό του πραγματικού μεγέθους της ομάδας στόχου αφετέρου χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών με στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου υποστήριξης της μητέρας χρήστριας ουσιών και του νεογνού της το οποίο να διασφαλίσει εξατομίκευση, σταθερότητα και συνέπεια.

 

 

 

Ελληνική Βιβλιογραφία

Βαδιακά, M., & Τσίκα, Ο. (1990). Κοκαΐνη και κύηση. Ιατρική, 57(6), 551-556.

Bydlowski, M. (2009). Το χρέος ζωής. Ψυχαναλυτική διαδρομή της μητρότητας. Μετάφραση Χ .Τσαρμακλή. Στο Γ. Αλμπαζόγλου, Ζ. Παπαληγούρα-Ράλλη (Επιμ.). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παπαζήση

Bergeret, J. (1999). Τοξικοεξάρτηση και Προσωπικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Brazelton, B. & Cramer, B. G. (2009). Η πρώτη σχέση. Γονείς, βρέφη και τo δράμα του Πρώιμου δεσμού. Μετάφραση, Χ. Χατζηδημητρίου. Στο Γ. Αμπατζόγλου & Ζ. Παπαληγούρα-Ράλλη (Επιμ.). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παπαζήση.

Γαζγαλίδης, Κ. (2005). «Ναρκωτικά»: εγχειρίδιο για τη μείωση της βλάβης. Αθήνα: Εκδόσεις Εξάντας.

Γεωργάκας, Π. (2001). Εξαρτήσεις. Η Έκφραση μιας Κοινωνικής, Οικογενειακής και Ατομικής Δυσλειτουργίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παρατηρητής.

Γιωσαφάτ, Μ. (1987). Ο Κύκλος της ζωής της οικογένειας και η ανάπτυξη του Παιδιού. Στο Τσιάντης Γ., Μανωλόπουλος Σ. (Επιμ.), Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής. Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη.

Γιωσαφάτ, Μ. (2010). Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια: η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού και ο ρόλος των γονιών. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.

Goffman, E. (2001). Στίγμα. σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Κερασιώτη, Α., Μπιζά, Σ., Πολυχρονοπούλου, Γ., Σφήκα, Δ. (2012). Μητρότητα στην εξάρτηση: ευκαιρία για αλλαγή ή καταδίκη/βάρος; Τετράδια Ψυχιατρικής, 118, 34-38.

Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία. Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής ψυχολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Λιάπας, Γ. (1992). Ναρκωτικά: εθιστικές ουσίες, κλινικά προβλήματα αντιμετώπιση (3η έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης.

Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. (σελ.509-510). Αθήνα: Εκδόσεις University Studio Press.

Μάτσα, Κ. (1994). Ο Τοξικομανής στο Ρόλο του Εξιλαστήριου Θύματος της Οικογένειας και της Κοινωνίας. Τετράδια Ψυχιατρικής, 45, 83-91.

Μάτσα, Κ. (1997). Από το ατομικό και στο συλλογικό και αντίστροφα. Η πρόληψη της υποτροπής, Τετράδια Ψυχιατρικής 59, 61-62.

Μάτσα, Κ. (2000). Ναρκωτικά και Κοινωνική Παθολογία στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Τετράδια ψυχιατρικής, 72, 107-118

Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικομανίας. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

Μάτσα, K. (2011). Παιδιά εξαρτημένων γονέων. Ο γονεϊκός δεσμός και οι «σημαντικοί άλλοι». Τετράδια Ψυχιατρικής, 115, 20-25.

Μισουρίδου, Ε.(2015). Εξάρτηση και μητρότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Κάλλιπος.

Negri, R. (2001). Το νεογνό στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Ένα νευροψυχαναλυτικό μοντέλο πρόληψης. Μετάφραση –Επιμέλεια Βασιλική Παπαδοπούλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις University Studio Press.

Πελεγρίνης, Θ. (2004). Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Ρήγα, Α.Β. (1991). Μητρότητα εκτός γάμου και τοξικομανία (μελέτη μιας περίπτωσης). Στο Ι.Σ. Μαρκαντώνη και Α.Β. Ρήγα (Επιμ.) Οικογένεια, Μητρότητα, Αναδοχή. Αθήνα: Εκδόσεις Μαυρομμάτη.

Σφηκάκη, M. (2001). Σεξουαλική Κακοποίηση: Η σχέση της με την Τοξικομανία. Τετράδια ψυχιατρικής, 76, 8-12.

Σουϊγκάρτ, Τ. (1991). Ο Μύθος της Κακής Μητέρας. Η συναισθηματική πραγματικότητα της μητρότητας. Μετάφραση Ηλία Βεργίτση. Αθήνα: Εκδόσεις Αποσπερίτης,

Τσίλη, Σ. (1995). Η τοξικομανία ως ιδεολογικό Διακύβευμα: Η περίπτωση της Ελλάδας. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Τσούνης, Α. (2013). Ο ρόλος της οικογένειας στην εγκατάσταση της ουσιοεξάρτησης: Μια απόπειρα διερεύνησης της σχέσης. Εγκέφαλος, 50, 109-113

 

Ξένη Βιβλιογραφία

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders Fifth edition (D.S.M-5). Washington DC: American Psychiatric Association.

Babcock, M. (2008). Substance-using mothers: Bias in culture and research. Journal of Addictions Nursing, 19, 87-91.

Bernadi, E., Jones, M. & Tennant, C. (1989). Quality of parenting in alcoholics and narcotic addicts. British Journal of Psychiatry, 54, 677-682

Bowlby J, M.D. Ainsworth, (1956). The effects of mother-child separation: a follow up study. British Journal of Medical Psychology 29,211-247

Κaufman E.,(1994). Psychotherapy of Addicted Persons. New York: The Guiford Press

Colton, M., Drakeford, M., Roberts, S., Scholte, E., Casas, F. and Williams, M., (1997). Social workers, parents and stigma. Child and family Social work, 247-257.

Darke S. Wodak A., Hall, W., Heather, N. and Ward, J., (1992). Prevalence and Predictors of Psychopathology among opiate users. British Journal of Addiction, 87, 771- 776.

DHDA, (2007). Department of Health(England) and the devolved Administrations. Drug Misuse and Dependence: U.K.: Guidelines on clinical management Welsh Assembly Government and Northern Ireland Executive.

EMCDDA, (2012). European Motoring Centre of Drugs and Drug Addiction. Pregnancy, childcare, and the family: key issues for Europe’s response to drugs-selected issue. Lisboa: EMCDDA.

EMCDDA, (2014). European Motoring Centre for Drugs and Drug Addiction Pregnancy and opioid use: strategies for treatment. Luxembourg: EMCDDA Papers Publications Office of the European Union.

Finkelstein, N. (1994). Treatment issues for alcohol- and drug-dependent pregnant and parenting women. Health and Social Work, 19, 7-14.

Goel, N., Beasley, D., Rajkumar, V., and Banerjee, S. (2011). Perinatal outcome of illicit substance use in pregnancy — comparative and contemporary socio-clinical profile in the UK. European Journal of Pediatrics, 170, 199–205.

Colten, Μ.Ε. (2010). Attitudes, experiences and self-perceptions of Heroin addicted mothers. Journal of social issues, 38, 77-92.

NICE, (2010). National Institute for Health and Clinical Excellence. Pregnancy and complex social factors: A model for service provision for pregnant women with complex social factors. London: NICE.

NZME, (2008). New Zealand Ministry of Health Treatment in New Zealand. Practice Guidelines for Opioid Substitution Treatment in New Zealand. New Zealand: Wellington of Health.

Ornoy, A., Michailevskaya V, Lukashov I. Bar-Hamburger R, Harel S. (1996). The development outcome of children born to heroin dependent mothers, raised at home or adopted. Child Abuse Negl. 20, 85-96.

Ornoy, A., Daka L, Goldzweig G, Gil Y, Mjen L, Levit S, Shufman E, BarHamburger R, Greenbaum CW. (2010). Neurodevelopmental and psychological assessment of adolescents born to drug- addicted parents: effects of SES and adoption. Child Abuse Negl., 34:354-368.

W.H.O. (2014). World Health Organization. Guidelines for the identification and management of substance use and substance use disorders in pregnancy. Vienna: WHO.

Velasquez, Μ. Μ., & Stotts, A. L. (2003). Substance abuse and dependence disorders in women. In M. Kopala δε M. A. Keitel (Eds.). Handbook of counseling women (pp. 482-505). Thousand Oaks, London: Sage.

UNICRI, (2013). The importance of developing a reliable knowledge base in treatment offered: the EU experience. United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute. Dawn Drugs and Alcohol Women Network: Promoting a Gender Responsive Approach to Addiction, 222-244.