Σπυριδούλα Πατούνα (1) & Χαράλαμπος Πουλόπουλος (2)
(1) Παιδαγωγός ΒSc, MSc Συμβουλευτική Ψυχολογία και Συμβουλευτική στην Εκπαίδευση, την Υγεία, την Εργασία
(2) Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, e-mail: chpoulo@sw.duth.gr
Περίληψη
Η παρούσα μελέτη διερευνά τις αντιλήψεις και τα βιώματα ανδρών που είναι εξαρτημένοι από τα τυχερά παιχνίδια και των συζύγων/συντρόφων τους. Στόχος της έρευνας είναι η ανάδειξη του νοήματος που βρίσκουν οι παίκτες αλλά και οι σύζυγοί τους/σύντροφοί τους στην εξάρτηση αυτή, ενώ παράλληλα ερευνώνται τα κίνητρα που οδηγούν τους άντρες και τις γυναίκες να αναζητήσουν θεραπεία, στοχεύοντας στην αλλαγή της συμπεριφοράς τους και στη βελτίωση της ζωής τους. Τέλος, μελετάται το νόημα της θεραπείας για το άτομο και το ζευγάρι.
Για την πραγματοποίηση αυτής της έρευνας επιλέχθηκε η ποιοτική μεθοδολογία. Το εργαλείο της έρευνας είναι η βιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν 60 βιογραφίες από 30 παίκτες και τις 30 συζύγους/συντρόφους τους, των οποίων τα δεδομένα απάντησαν στους παραπάνω ερευνητικούς άξονες. Οι βιογραφίες συγκεντρώθηκαν με τη συνεργασία του ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ, ενός Προγράμματος για την απεξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια, το οποίο εξασφάλισε πρόσβαση στο αρχείο του και στις πληροφορίες των θεραπευόμενών του. Η μέθοδος ανάλυσης των βιογραφιών είναι η ανάλυση περιεχομένου, μέσω της οποίας δημιουργήθηκαν κατηγορίες για κάθε έναν από τους ερευνητικούς άξονες, αναδεικνύοντας έναν σημαντικό αριθμό αποτελεσμάτων για κάθε άξονα.
Διαπιστώθηκε ότι η εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια είναι μια κατάσταση που φέρει πολλαπλά νοήματα για άνδρες και γυναίκες και η ύπαρξή της εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς. Ωστόσο, είναι φανερό ότι υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή των παικτών και των συζύγων τους που το νόημα αυτό φθίνει. Η στιγμή αυτή αποτελεί κινητήριο παράγοντα που ωθεί άνδρες και γυναίκες στην αναζήτηση ενός νέου νοήματος ζωής. Η θεραπεία αποτελεί το μέσο μέσα από το οποίο αυτό το νέο νόημα παίρνει μορφή, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση του ατόμου αλλά και του ζεύγους, και φωτίζει την αισιόδοξη και ελπιδοφόρα πλευρά της ζωής και της σχέσης, την οποία φαίνεται πως κάθε άτομο έχει ανάγκη.
Λέξεις κλειδιά: εξάρτηση, νόημα, ζευγάρι, θεραπεία, τυχερά παιχνίδια.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έννοια της απόδοσης νοήματος στη ζωή φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς απασχολεί διαχρονικά την ανθρωπότητα και ενδεχομένως σχετίζεται με την ευεξία του ατόμου και την ικανοποίηση από τη ζωή όπως αναφέρεται σε αρκετές μελέτες (Baumeister, 1991; Frankl, 1963; Steger et al., 2006; Steger & Kashdan, 2007).
Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές στο πώς κάθε άνθρωπος αναζητά το νόημα στη ζωή του σύμφωνα (Frankl, 1963; Maddi, 1970). Η Maddi (1998) συγκεκριμένα αναφέρει ότι η απόδοση νοήματος βρίσκεται στις καθημερινές επιλογές των ανθρώπων. Ο ορισμός του νοήματος συνίσταται στη δύναμη, ένταση και στη δραστηριότητα των ανθρώπων να εδραιώσουν και να αυξήσουν την κατανόησή τους για το νόημα, τη σημασία και το σκοπό της ζωής τους (Steger, Kashdan, Sullivan et al., 2008; Steger, 2009). Ο Baumeister (1991) αναφέρεται στον ορισμό του νοήματος ως συσχετισμό της νόησης με διάφορα αντικείμενα, σχέσεις και γεγονότα. Η επίδραση αυτών στο άτομο φαίνεται να δημιουργεί και το αντίστοιχο νόημα που τα παραπάνω κατά την κρίση του ίδιου του ατόμου, φέρουν.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία παρουσιάζονται δύο κατηγορίες νοήματος: η πρώτη αναφέρεται στο νόημα της ζωής γενικά. Σε αυτό, περιλαμβάνονται όσα το ίδιο το άτομο πιστεύει για τη ζωή, τον εαυτό (Koltko – Rivera, 2004) και το περιβάλλον του, τον έλεγχο της μοίρας του και της καθημερινότητάς του αλλά και για τις σταθερές που θεωρεί ότι διέπουν τη ζωή του. Οι ερμηνείες γεγονότων και εμπειριών βασίζονται συνεπώς σε πολύ μεγάλο βαθμό σε αυτές τις παραδοχές (Mischel & Morf, 2003). Στο γενικότερο νόημα ζωής περιλαμβάνονται επιπλέον οι στόχοι που το άτομο θέτει αναφορικά με τις σχέσεις, την εργασία, την υγεία και διάφορους άλλους τομείς της ζωής του καθώς και τα συναισθήματα που βιώνει όταν απομακρύνεται από τους στόχους ή πλησιάζει πιο κοντά σε αυτούς και τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες (Park, 2010), το νόημα της ζωής κατασκευάζεται κατά την παιδική ηλικία και αλλάζει με την πάροδο του χρόνου μέσα από τα προσωπικά βιώματα.
Ως δεύτερη κατηγορία νοήματος ορίζεται το νόημα μίας κατάστασης. Σε περιπτώσεις κρίσιμων συμβάντων και καταστάσεων που προκαλούν άγχος, το νόημα της κατάστασης είναι πιθανό να συγκρούεται έντονα με το νόημα ζωής. Η σύγκρουση αυτή ενδέχεται να δημιουργήσει μεγάλη εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που το άτομο θεωρούσε σταθερό στη ζωή του και στην ανατροπή που βιώνει μέσα από την κατάσταση αυτή. Το νόημα που εν τέλει θα δοθεί στην κατάσταση σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων που διαθέτει το άτομο και τη δυνατότητα να δει τη δυσκολία ως ένα κομμάτι της ζωής του που θα οδηγήσει σε εξέλιξη και πρόοδο, δίνοντας θετικό νόημα σε αυτή (Park, 2010).
Σύμφωνα με τον Frankl (1985) το νόημα μπορεί να βρεθεί μέσα από τρεις τρόπους. Αρχικά μέσα από την συνεισφορά του ατόμου στον κόσμο λόγω της δουλειάς του, εν συνεχεία μέσα από την εμπειρία του και τρίτον υιοθετώντας μία θετική αντιμετώπιση απέναντι στον πόνο και στις δυσκολίες τις οποίες αδυνατεί να αποφύγει. Το νόημα ωστόσο μπορεί και να χαθεί εξαιτίας πολλών παραγόντων. Μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων αισθάνονται ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα και στερείται κινήτρων και υποχρεώσεων (Frankl, 1986). Τα άτομα αυτά προσπαθούν συχνά να καλύψουν το κενό που δημιουργείται με υλικά αγαθά, τα οποία ωστόσο αδυνατούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη νοήματος στη ζωή τους. Η θέληση για νόημα αναφέρεται στο κίνητρο του ανθρώπου ο οποίος δεν κατευθύνεται από παρελθοντικά γεγονότα ή από ένστικτα αλλά από την ανάγκη του για μελλοντικό νόημα. Ο πραγματικός σκοπός της ζωής δεν είναι η απόκτηση της ηδονής ή της δύναμης αλλά η εύρεση του νοήματος και της αξίας της ζωής. Η ισχυρή θέληση για νόημα βοηθά τους ανθρώπους να υπομένουν τον πόνο και να κυνηγούν τα ιδανικά τους (Frankl, 1988). Η έλλειψη νοήματος είναι μια κατάσταση που συνοδεύεται από έντονη δυσφορία, ωστόσο η αυξανόμενη ένταση αυτής της δυσφορίας είναι σε πολλές περιπτώσεις το κίνητρο του ανθρώπου που τον ωθεί στην αναζήτηση ενός νέου νοήματος (Watkins, 2008). Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο η εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ως μηχανισμός υποκατάστασης του πραγματικού νοήματος ζωής που ωστόσο έχοντας αποτύχει στην εκπλήρωση του στόχου του οδηγεί σε συνεχώς αυξανόμενη ένταση και σε ορισμένες περιπτώσεις ωθεί το άτομο στην αναζήτηση νέου νοήματος μέσω της θεραπείας.
Στην παρούσα μελέτη ερευνώνται α) το νόημα το οποίο αποδίδει το ζευγάρι στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδι, β) το κίνητρο που ωθεί στην αναζήτηση θεραπείας και γ) το νόημα της ίδιας της θεραπείας.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Για να μελετηθεί το νόημα που αποδίδουν τα μέλη των ζευγαριών στην εξάρτηση και στη θεραπεία, αλλά και για να ερευνηθούν τα κίνητρα που οδηγούν στην αναζήτηση θεραπείας καθώς και τα οφέλη που η θεραπεία προσφέρει, επιλέχθηκε η ποιοτική έρευνα.
H ποιοτική μεθοδολογία είναι το κομμάτι της έρευνας που αναδεικνύει το λόγο των υποκειμένων και προσπαθεί να τον κατανοήσει σε βάθος. Την ποιοτική έρευνα ενδιαφέρουν οι προσωπικές και υποκειμενικές εμπειρίες των συμμετεχόντων. (Mason, 2011). Το εργαλείο της έρευνας αυτής είναι οι βιογραφίες τόσο των εξαρτημένων παικτών όσο και των συζύγων αυτών. Οι βιογραφίες είναι γραπτές, αυθόρμητες αφηγήσεις των υποκειμένων, οι οποίες δεν είναι προσχεδιασμένες από κάποιον οδηγό συνέντευξης (Ίσαρη & Πουρκός, 2015). Το ίδιο το άτομο έχει προσωπικά βιώματα και είναι κεντρικός ήρωας της ιστορίας. Μέσα από τις αφηγήσεις αυτές, το άτομο αναφέρει γεγονότα σύμφωνα με τον τρόπο που το ίδιο τα αντιλήφθηκε (Bennett, 2008).
Η μέθοδος δειγματοληψίας της παρούσας έρευνας είναι η σκόπιμη δειγματοληψία, η επιλογή δηλαδή ατόμων που πληρούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της έρευνας (Κυριαζή, 2009). Στην παρούσα έρευνα, τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν α) η ύπαρξη συντροφικού δεσμού ς και β) η προσέλευση του ζεύγους σε θεραπεία για την εξάρτηση από τυχερά παιχνίδια. Συνεπώς, το δείγμα που αξιοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα είναι 60 βιογραφίες ατόμων / 30 ζευγαριών (παίκτης + σύντροφος αυτού), από ζευγάρια που έχουν παρακολουθήσει ή ακόμη παρακολουθούν το πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ για την απεξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια και το αλκοόλ. Οι βιογραφίες των ατόμων που αναζητούν θεραπεία στο ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ γράφονται περίπου τον τρίτο μήνα θεραπείας και αποτελούν ένα μέσον με το οποίο κάθε μέλος συστήνεται στην ομάδα, ενώ παράλληλα αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο της θεραπευτικής διαδικασίας.
Βασικό μέλημα κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, είναι η προστασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων της έρευνας (Babbie, 2011; Howitt, 2010; Traianou, 2013). Η πρόσβαση στο αρχείο του ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ έγινε μετά από έγγραφη συμφωνία περί τήρησης κανονισμών του Προγράμματος και σεβασμό της ανωνυμίας των υποκειμένων της έρευνας. Για το λόγο αυτό, αποφασίστηκε να δοθεί αριθμός και όχι όνομα στο κάθε άτομο, ανάλογα με τη σειρά που διαβάστηκαν οι βιογραφίες. Έτσι, οι άντρες συμβολίζονται με το γράμμα Α ενώ οι γυναίκες με το γράμμα Γ, και δίπλα από αυτό ακολουθεί ένας αύξων αριθμός (π.χ. Α1, Α2, Α3… Γ1, Γ2, Γ3…). Η μελέτη των βιογραφιών έγινε σε συμφωνημένο χώρο και χρόνο στο ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ.
Ένας από τους περιορισμούς της έρευνας είναι το γεγονός ότι οι σκέψεις και τα βιώματα που κάθε άτομο καταθέτει στη βιογραφία του, αντικατοπτρίζουν όσα σκέφτεται και βιώνει τη δεδομένη χρονική στιγμή που καλείται να την γράψει. Μία καταγραφή σε διαφορετικό χρόνο, ίσως να έδινε διαφορετικές πληροφορίες. Επίσης δεν είναι γνωστό υπό ποιες συνθήκες έγινε η καταγραφή των βιογραφιών και πώς οι συνθήκες αυτές επηρέασαν ενδεχομένως τον/τη συγγραφέα. Ένας ακόμη παράγοντας που θα μπορούσε να επηρεάσει τα όσα αποκαλύπτει κάθε άτομο μέσα από τη βιογραφία του, είναι η γνώση ότι θα αναγνωστεί από τον εκάστοτε θεραπευτή. Επιπλέον, το γεγονός ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είχαν την ελευθερία να αναφερθούν σε οτιδήποτε ήθελαν από τη ζωή τους, ορισμένες φορές οδηγούσε σε περιγραφές που δε συνδέονταν με τους υπό μελέτη ερευνητικούς άξονες.
Προκειμένου η έρευνα να είναι αξιόπιστη, δηλαδή οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται να οδηγούν σε ευρήματα που αναπαριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα την πραγματικότητα (Lincoln, 2001), επιλέχθηκε ένας ικανοποιητικός αριθμός βιογραφιών, οι οποίες κάλυψαν όλους τους ερευνητικούς άξονες. Επιπλέον, τα δεδομένα που προέκυψαν από τις βιογραφίες των ανδρών έρχονται σε συμφωνία με τα δεδομένα που προκύπτουν από τις βιογραφίες των γυναικών, χωρίς να διαπιστώνονται αντιφάσεις που μπορούν να αναιρέσουν κάποιο εύρημα, αλλά αντιθέτως συμφωνίες και ομοιότητες που μπορούν να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα. Ακόμη, ανάμεσα στις βιογραφίες των 30 ανδρών εντοπίζονται πολλές ομοιότητες, όπως άλλωστε και στις βιογραφίες των 30 γυναικών. Οι ομοιότητες αυτές είναι και το εργαλείο στη βάση του οποίου δημιουργήθηκαν οι εκάστοτε κατηγορίες του κάθε άξονα.
Η γενίκευση των ευρημάτων της έρευνας στηρίζεται στην πυκνότητα των δεδομένων μιας ποιοτικής μελέτης καθώς και στην πυκνότητα των ευρημάτων αυτής (Denzin, 1994). Στην παρούσα έρευνα ο όγκος των δεδομένων που συλλέχθηκε από τις 60 βιογραφίες είναι ιδιαίτερα μεγάλος και τόσο τα δεδομένα όσο και τα ευρήματα μπορούν να τεκμηριωθούν από άλλες έρευνες στο πεδίο.
Για την ανάλυση των δεδομένων επιλέχθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου. Μέσα από τον εντοπισμό κοινών λέξεων/φράσεων/μοτίβων (Gbrich, 2007; Pope et al., 2006; Mayring, 2000) έγινε αρχικά η δημιουργία μικρών ομάδων/ενοτήτων (Sparker, 2005). Στα αποσπάσματα κάθε ομάδας δόθηκαν κωδικοί, οι οποίοι συνοψίζουν το νόημα των αποσπασμάτων μέσα σε λίγες λέξεις (Κυριαζή, 2009). Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν κατηγορίες σύμφωνα με το κείμενο, δηλαδή οι κατηγορίες δεν προϋπήρχαν του κειμένου (Hsieh & Shannon, 2005). Ακολούθησε η αντιστοιχία κατηγοριών με κάθε ερευνητικό άξονα προκειμένου στη συνέχεια να γίνει η ανάλυση των αξόνων.
AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Α) Η απόδοση νοήματος στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια
Τα νοήματα που αποδίδουν οι άντρες και οι γυναίκες στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια σύμφωνα με τις βιογραφίες τους (ο λόγος δηλαδή για τον οποίο στοιχηματίζουν οι άνδρες και τα οφέλη που θεωρούν ότι έχουν μέσα από το στοίχημα, καθώς και τα οφέλη των γυναικών μέσα από την εξάρτηση των συζύγων/συντρόφων τους) δημιουργούν τις παρακάτω κατηγορίες:
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ | |
Άνδρες | Γυναίκες |
1. Διέξοδος από την αρνητική σχέση με τη σύντροφο
2. Δεύτερη ερωτική σχέση 3. Ρυθμιστής Συναισθήματος 4. Αντίδοτο στην πίεση 5. Καταφύγιο από προβλήματα 6. Άνετη ζωή με εύκολο κέρδος 7. Δύναμη 8. Μέσο κάλυψης χρεών 9. Μέσο σύνδεσης με τον αθλητισμό 10. Ταύτιση με γονεϊκό πρότυπο / Ανάγκη αποδοχής από γονέα 11. Ψυχαγωγία 12. Μέσο για παροχή αγαθών στην οικογένεια 13. Μέσο τιμωρίας του «άλλου» |
1. Απόλυτος έλεγχος του συζύγου και της οικογένειας
2. Ανάληψη ρόλου θύματος 3. Ανάληψη μητρικού ρόλου 4. Αίσθηση ανωτερότητας / Δύναμης 5. Μέσο τιμωρίας του «άλλου»
|
Όπως φαίνεται από τον παραπάνω πίνακα, ένα μεγάλο μέρος των απαντήσεων αναφορικά με το νόημα που βλέπουν οι άνδρες στην ενασχόλησή τους με τα τυχερά παιχνίδια σχετίζεται με τη ρύθμιση αρνητικών συναισθημάτων, τα οποία αποδίδονται στην «κακή σχέση» με τη σύντροφο αλλά και σε άλλες στρεσσογόνες καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Ο δεσμός ανάμεσα στο ζευγάρι φαίνεται να χάνεται ή έχει ήδη χαθεί. Ορισμένοι άντρες θεωρούν την εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια ως μία διέξοδο στα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν εξαιτίας της σχέσης τους με τις συντρόφους τους, αλλά και ως ένα μέσο επικοινωνίας με κάποιον. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι επιλέγουν τα τυχερά παιχνίδια ώστε να υπάρχει επικοινωνία έστω και με ένα μηχάνημα. Η απόρριψη που αισθάνονται ότι βιώνουν από τη συντροφική σχέση, φαίνεται να οδηγεί στην αναζήτηση ενός παράγοντα που θα τους κάνει να νοιώσουν επιθυμητοί. Αυτός ο παράγοντας είναι η τύχη. Παύουν πλέον να προσπαθούν να κερδίσουν την σύντροφο, η οποία θεωρούν ότι είναι απόμακρη ή/και ορισμένες φορές απλησίαστη, και προσπαθούν να κερδίσουν την τύχη:
«Μέσα σε λίγα λεπτά που βλεπόμαστε με τη γυναίκα μου βριζόμαστε-χτυπιόμαστε-ουρλιάζουμε. Τώρα όμως ξέρω πώς να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Πάω στο καζίνο να κερδίσω τη ρουλέτα αφού δεν κερδίζω τη γυναίκα μου» (Α24, 49, Γ24)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δύο από τους άνδρες της έρευνας αυτής, προσωποποιούν την εξάρτηση, δίνοντάς της το ρόλο μιας δεύτερης, κρυφής σχέσης. Αυτό έρχεται σε συμφωνία με την προσέγγιση των Stanton & Todd (2009) οι οποίοι ανέφεραν ότι ο εξαρτημένος θεωρεί την εξάρτηση ερωμένη του και μπορεί να αναφέρεται σε αυτήν με ερωτικούς χαρακτηρισμούς. Αντίστοιχα στην παρούσα έρευνα εντοπίζονται αντίστοιχες εκφράσεις στις βιογραφίες των ανδρών:
«Κατέληξε να είναι η κρυφή μου σχέση και η πιο ακριβή γκόμενα» (Α1, 49, Γ1)
«Ήταν και πάλι μια αποκλειστική, προσωπική, κρυφή και ζωντανή σχέση που διατηρούσα παράλληλα με την οικογενειακή μου σχέση». (Α18, -, Γ18)
Η στροφή στα τυχερά παιχνίδια ως μέσον αντιμετώπισης δυσκολιών και προβλημάτων, αλλά και δύσκολων συναισθηματικά καταστάσεων, είναι ένα νόημα που δόθηκε από πολλούς άνδρες. Το συναίσθημα παίζει βασικό ρόλο στην απόφαση ενός ατόμου να εμπλακεί με τα τυχερά παιχνίδια, τα οποία χρησιμοποιούνται σαν ένας μηχανισμός που βοηθάει στη δραπέτευση από τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Ο έλεγχος του στρες που υπάρχει στην καθημερινότητα ενός παίκτη, φαίνεται να είναι προτεραιότητα για τους άνδρες της έρευνας. Τα τυχερά παιχνίδια προσφέρουν το πλεονέκτημα της ρύθμισης συναισθήματος σύμφωνα με τους παίκτες, και η ανακούφιση που νοιώθουν οι παίκτες απέναντι στις αγχωτικές συνθήκες που βιώνουν, είναι για εκείνους πολύ σημαντικός παράγοντας που τους ωθεί να στοιχηματίσουν (Shead & Hodgins, 2009). Επιπλέον, το παιχνίδι μπορεί να προσφέρει στον παίκτη την ευκαιρία να βιώσει έντονα συναισθήματα και να του προσφέρει την αδρεναλίνη που ζητά, σύμφωνα με ορισμένες βιογραφίες. Τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ένας παίκτης κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έχουν παρομοιαστεί με την έξαψη που αισθάνεται κάποιος όταν βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών όπως είναι για παράδειγμα οι αμφεταμίνες αλλά και με το έντονο συναίσθημα που βιώνει όταν βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση (Orford et al., 2009). Οι παίκτες φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ένταση που υπάρχει παράλληλα με το συναίσθημα παρά για το συναίσθημα καθ’ εαυτό.
Αξιοπρόσεκτο ήταν το ποσοστό των ανδρών οι οποίοι έβλεπαν τα τυχερά παιχνίδια ως ένα μέσο για άνετη ζωή με εύκολο κέρδος. Η προοπτική του κέρδους προκαλεί ενθουσιασμό και δρα ενισχυτικά ως προς τη συνέχιση των στοιχημάτων, καθώς τόσο τα μεγάλα όσο και τα μικρά κέρδη φαίνεται να φέρνουν το άτομο πιο κοντά σε μια πλούσια ζωή (Rodgers, Caldwell & Butterworth, 2009).
Στις βιογραφίες των ανδρών εντοπίζονται πολλές λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται στο κέρδος, τη νίκη, και τη σπουδαιότητα που έχει για την καλή ψυχολογική του κατάσταση. Η νίκη, η οποία σύμφωνα με τον Binde (2012) είναι να πάρει ένας παίκτης πίσω περισσότερα χρήματα από αυτά που έχει δώσει, οδηγεί σε μια αίσθηση δύναμης, ή όπως ορίστηκε από μερικούς παίκτες της έρευνας, σε μία αίσθηση «παντοδυναμίας». Για έναν παίκτη της έρευνας, η δύναμη ταυτίζεται με τη χρησιμότητα καθώς όπως ανέφερε ο ίδιος την ώρα του στοιχήματος αισθάνεται καλός και χρήσιμος, εφόσον σε όλους τους άλλους τομείς αισθάνεται άχρηστος.
Ένα ακόμη εύρημα, είναι ότι οι παίκτες βλέπουν τα τυχερά παιχνίδια ως ένα μέσο κάλυψης χρεών, που δημιουργήθηκαν πριν το στοίχημα ή εξαιτίας αυτού. Ο Petry (2005) υποστήριξε ότι οι οικονομικές πιέσεις είναι πολύ πιθανό να καταστήσουν ενεργούς παίκτες τους άνδρες οι οποίοι προσπαθούν να ανταποκριθούν σε αυτές. Ακόμη φαίνεται ότι τα τυχερά παιχνίδια νοηματοδοτούνται ως το μέσον για να παρέχει το άτομο στην οικογένειά του αγαθά.
«Έπαιζα για να προσφέρω στην οικογένειά μου όλα τα αγαθά», όπως γράφει χαρακτηριστικά ένας παίκτης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μία ακόμη κατηγορία που αναδύεται μέσα από τις βιογραφίες των ανδρών, σύμφωνα με την οποία το νόημα που αποδίδεται στα τυχερά παιχνίδια από 11 από τους 30 παίκτες είναι η σύνδεση μεταξύ των τυχερών παιχνιδιών και του αθλητισμού, τον οποίο οι άνδρες φαίνεται να αγαπούν ιδιαίτερα. Στις βιογραφίες υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες εξαρτημένων από τα τυχερά παιχνίδια που αναφέρουν ότι στην εφηβική τους ηλικία ήταν λάτρεις του αθλητισμού, συμμετέχοντας οι ίδιοι σε παιχνίδια και πηγαίνοντας τακτικά στο γήπεδο, αλλά και πολλές μαρτυρίες με αναφορές στην ίδια αγάπη προς τα αθλήματα στην ενήλικη ζωή. Τα τυχερά παιχνίδια λειτουργούν, κατ’ επέκταση, ως μια ένωση που κρατάει δυνατό το δεσμό ανάμεσα στο άτομο και τον αθλητισμό.
Η στάση των γονέων απέναντι στο στοίχημα ή και γενικότερα απέναντι στα χρήματα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο νόημα που βρίσκει το άτομο στο στοίχημα. Ένας άνδρας γράφει ότι έγινε αυτό που πολεμούσε τόσα χρόνια, έγινε ίδιος με τον πατέρα του (σημ. ο πατέρας ήταν επίσης εξαρτημένος από τυχερά παιχνίδια).
«Αρχίζω χωρίς να το ξέρει κανείς (σαν τον πατέρα μου λοιπόν!!) να αφήνω απλήρωτα πράγματα. […] ο αδερφός μου με πήρε και πήγαμε στη Λαϊκή όπου ήταν ο πατέρας μου. Μπήκαμε στο αμάξι και κλαίγοντας για πρώτη φορά ως ενήλικος μπροστά του, του είπα την αλήθεια. Του περιέγραφα, σκέφτομαι, ότι έγινα αυτό που πολεμούσα τόσα χρόνια, έγινα εσύ». (Α5, 35, Γ5)
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Orford, 2013) τα παιδιά των οποίων οι γονείς παρουσιάζουν μία εξάρτηση, είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν και τα ίδια την εξάρτηση αυτή. Ένας άλλος άνδρας αναφέρει ότι καταλυτική στιγμή για εκείνον ήταν όταν στην παιδική του ηλικία η μητέρα του τον επιβράβευσε για χρήματα που κέρδισε στοιχηματίζοντας, κάνοντας πλέον για τον ίδιο κάθε συναλλαγή να έχει νόημα μόνο μέσω του στοιχήματος.
Ένα ακόμη νόημα που δίνουν οι παίκτες στα τυχερά παιχνίδια, είναι αυτό της διασκέδασης, της ψυχαγωγίας, αλλά και της κάλυψης του ελεύθερου χρόνου, ειδικά όταν το άτομο αισθάνεται βαρεμάρα.
«Σκέφτομαι πολλές φορές γιατί έπαιζα. Έπαιζα γιατί μου άρεσε, με γοήτευε, το θεωρούσα διασκέδαση και μάλιστα από τις πολύ καλές».
Αντίστοιχα ο Α1 αναφέρει: «Έπαιζα με σκοπό να περνάω τις απογευματινές μου ώρες».
Τα τυχερά παιχνίδια αποτελούν για ορισμένους παίκτες ένα μέσον τιμωρίας για ανθρώπους που τους έχουν πληγώσει δίνοντας παράλληλα στον παίκτη της αίσθηση της παντοδυναμίας αλλά και μια σειρά έντονων θετικών συναισθημάτων. Αυτό υποστηρίζουν δύο από τους άντρες της έρευνας με τις παρακάτω αναφορές:
«Δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου και ένοιωθα ηδονή, ευχαρίστηση ότι τιμωρούσα την γυναίκα μου». (Α9, 57, Γ9)
«Ένοιωσα πως τους εκδικούμαι όλους, πως δεν τους έχω ανάγκη» (Α16, 28, Γ16)
Για τις γυναίκες, η εξάρτηση φαίνεται ότι εξυπηρετεί και κάποιο δικό τους σκοπό. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι από τις 30 γυναίκες, οι 13 αναφέρουν ότι «έκλειναν τα μάτια και τα αυτιά» στο πρόβλημα, ακόμα κι όταν οι σύζυγοί τους ήθελαν να τους μιλήσουν για την εξάρτησή τους. Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα:
«μια φίλη μου ανακοίνωσε πως ο άντρας μου παίζει και πως έχει πάρει δάνειο από τη δουλειά του λόγω του τζόγου. Έχασα τη Γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν είχα καταλάβει τίποτα και δεν ήξερα τι να κάνω […] Συνέχισα να είμαι μαζί του χωρίς να έχω καταλάβει ουσιαστικά τι συμβαίνει […] (2ο συμβάν). Πέρασε κι αυτό χωρίς να έχω καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης». (Γ11, 27, Α11)
Αυτά που οι γυναίκες «κερδίζουν» μέσα από την εξάρτηση, δημιουργούν κατηγορίες που εμφανίζονται στον παραπάνω πίνακα. Στην εξάρτηση από το στοίχημα οι γυναίκες σύντροφοι φαίνεται ότι αναλαμβάνουν συχνά πολλές ευθύνες επειδή ο σύζυγος δεν είναι σε θέση να τις αναλάβει παρά τις συνεχείς υπενθυμίσεις από τις ίδιες (Cunha, Sotero & Relvas, 2015). Χαρακτηριστικά σε βιογραφία αναφέρεται:
«Από την άλλη όμως η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με εμένα να κάνω κουμάντο στα πάντα και τον ‘άχρηστο’ άντρα να τον έχω στο περιθώριο, με είχε βολέψει» (Γ1, 41, Α1)
Επιπλέον, η άρση ευθυνών από τον εξαρτημένο παίκτη και η μετάθεση αυτών στη γυναίκα, έχει ως αποτέλεσμα, η σύζυγος να ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο μέσα στην οικογένεια, κάτι που φαίνεται να προκαλεί ευχαρίστηση και μια αίσθηση υπεροχής:
«έκρυβα τα βιβλιάρια, και σιγά – σιγά άρχισα να έχω την πρωτοβουλία στις ενέργειές μας ως οικογένεια. Μέχρι και η αγορά του αυτοκινήτου ξεκίνησε από μένα». (Γ13, 53, Α13)
Ένα έντονο χαρακτηριστικό που υπάρχει παράλληλα με την εξάρτηση μέσα στο ζευγάρι, είναι αυτό της συν-εξάρτησης. Είναι σύνηθες, ένα άτομο στην προσπάθεια για αλλαγή, να προσπαθεί να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία. Η αυτονομία αυτή ίσως τρομάζει τη σύντροφο, η οποία μέσω της εξάρτησης έχει τον έλεγχο του συζύγου. Συχνά το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός έντονου επεισοδίου από πλευράς της, μίας νέας κρίσης στο ζευγάρι, μέσα από το οποίο ο σύζυγος θα βρει και πάλι διέξοδο στην εξάρτησή (Stanton & Todd, 2009). Οι κατηγορίες που προκύπτουν από τα αποτελέσματα της έρευνας φανερώνουν συνεξάρτηση σε αρκετές περιπτώσεις.
Για τις γυναίκες, η εξάρτηση του συζύγου τους αποτελεί ένα γεγονός το οποίο τις θυματοποιεί, ενώ ο σύζυγος μπαίνει στο ρόλο του θύτη
«το ότι είχαμε οδηγηθεί οι κόρες μου κι εγώ σ’ αυτή την απίστευτη ταλαιπωρία, ήταν για μένα ασυγχώρητο», γράφει η Γ3 (58, Α3).
Ο ρόλος αυτός φαίνεται να βολεύει τις γυναίκες οι οποίες παρουσιάζονται ως άμοιρες ευθυνών, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στους συζύγους τους:
«Πλέον είχα αποδεχθεί την ιδιαιτερότητά του και μάλιστα πολλές φορές πήγαινα κι εγώ μαζί του. Εκείνος έκανε αυτό που του άρεσε με ηρεμία κι εγώ χτυπιόμουν και καταριόμουν τη μοίρα μου» (Γ26, 37, Α26).
Η παρουσίαση των γυναικών ως θύματα αποτελεί δικαιολογία για διάφορες συμπεριφορές τους. Μερικές γυναίκες αναφέρουν ότι ξεκίνησαν «Shopping Therapy» για να ξεφύγουν από τα προβλήματα στα οποία τις έβαλαν οι σύντροφοι τους, ενώ άλλες μέσα από αυτό το ρόλο καταφέρνουν να επιτυγχάνουν την έκβαση μίας κατάστασης σύμφωνα με δικές τους επιθυμίες. Ο συγκεκριμένος ρόλος φαίνεται να καθιστά ακόμη πιο ανίκανους τους άντρες, οι οποίοι στη σχέση τους παρουσιάζονται ως αποτυχημένοι, και παράλληλα καθιστά τις γυναίκες ως άτομα που έχουν συνεχώς δίκιο.
Ένας ακόμη ρόλος τον οποίο αναλαμβάνουν οι γυναίκες μέσα στην εξάρτηση είναι ο ρόλος της «μαμάς». Οι άντρες γίνονται παιδιά τα οποία παίρνουν ανά (τακτά πολλές φορές) χρονικά διαστήματα «χαρτζιλίκι» προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ως μαμάδες, οι γυναίκες αναλαμβάνουν ξανά πρωτοβουλίες και ευθύνες, τις οποίες οι άντρες σαν παιδιά δε μπορούν να αναλάβουν, ενώ παράλληλα καλύπτουν τα οποιαδήποτε λάθη και σφάλματα των ανδρών, παίρνοντας το ρόλο της προστατευτικής μαμάς που δεν αφήνει το παιδί να εκτεθεί:
«Έπαιρνα το ρόλο της καλής μαμάς και διόρθωνα το λάθος». […] (Γ6, 39, Α6)
Άλλες φορές η «μαμά» είναι επικριτική και μαλώνει το ανεύθυνο ή άτακτο «παιδί»:
«Η επικοινωνία μας αφορούσε τα παιδιά, έδινα οδηγίες ως παιδαγωγός και τον μάλωνα όταν δεν έκανε κάτι καλά» (Γ17, 40, Α17).
Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της μητέρας από την πλευρά των γυναικών και η απόδοση του ρόλου παιδιού στους συζύγους τους, τις βάζει αυτόματα σε μια θέση ανωτερότητας και εξουσίας, δίνοντάς τους περισσότερες ελευθερίες και λιγότερους περιορισμούς, κάτι που δεν ισχύει για τους άνδρες, οι οποίοι ως παιδιά φαίνεται να εξαρτώνται από τις γυναίκες τους είτε οικονομικά είτε με άλλους τρόπους που ένα παιδί μπορεί να εξαρτηθεί.
Σύμφωνα με τις ίδιες τις γυναίκες, η ύπαρξη της εξάρτησης είναι μια κατάσταση βολική πολλές φορές, προκειμένου να φανεί ότι το δυνατό άτομο της σχέσης είναι οι ίδιες:
«Όμως με βόλευε κι εμένα αυτή η κατάσταση. Έδειχνα σε όλους με κάποιον τρόπο ότι είχα το πάνω χέρι», γράφει η Γ4, ενώ άλλη γυναίκα προσθέτει
«Τον θεωρούσα κατώτερο, άχρηστο, αδιάφορο, εγωιστή, ανάξιο θαυμασμού».
Οι δυσκολίες που βιώνει ένας παίκτης, οι οποίες αποτελούν εμπόδια στη δική του προσωπική ανάπτυξη, φαίνεται να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα ο οποίος συμβάλλει στην αίσθηση των γυναικών ότι εκείνες είναι ανώτερες:
«Θεωρούσα ότι εγώ προχωρούσα και ότι ο άντρας μου έμενε πίσω. Ένοιωθα ανώτερη» (Γ10, 46, Γ10).
Συνεπώς, για τις γυναίκες η εξάρτηση λειτουργεί ως μηχανισμός αποκάλυψης του δυνατού ατόμου της σχέσης, που δεν είναι άλλος από τις ίδιες.
Το τελευταίο νόημα της εξάρτησης για τις γυναίκες φαίνεται να είναι η χρήση της ως μέσο τιμωρίας για τον σύζυγο-παίκτη. Ωστόσο, η τιμωρία αυτή συνοδεύεται ορισμένες φορές από προσωπικό όφελος των γυναικών:
«Μόνο κάθε Κυριακή βγαίναμε από το πρωί ως το βράδυ, πάντα με παρέα και ξοδεύαμε όσα ήθελαν άλλοι να ζήσουν μια βδομάδα. Δεν του έλεγα τίποτε. Ενδόμυχα με ικανοποιούσε αυτό γιατί έλεγα ότι με κάλυπτε για όλη την εβδομάδα που ήταν απών» (Γ24, 23, Α24)
«Παρόλο όμως που θύμωνα όταν έπαιζε, τα κέρδη τα τρώγαμε παρέα. Έτσι πίστευα ότι τον τιμωρώ γιατί πίστευα ότι δεν του άφηνα λεφτά στα χέρια» (Γ10, 46, Γ10)
- B) Κίνητρο για αλλαγή και αναζήτηση θεραπείας
Στη ζωή ορισμένων ζευγαριών φαίνεται πως υπάρχει κάποια χρονική στιγμή κατά την οποία η εξάρτηση παύει πλέον να φέρει ικανοποιητικά νοήματα ζωής, και συνεπώς τα άτομα ξεκινούν την αναζήτηση νέων. Τα κίνητρα που ωθούν στην αλλαγή παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:
ΚΙΝΗΤΡΟ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ |
|
Άνδρες |
Γυναίκες |
– Η παρότρυνση της συζύγου
– Η ανάγκη για βοήθεια – Ένα κρίσιμο συμβάν – Άλλο (Οικογένεια, Εισαγγελία) |
– Η θέληση για στήριξη του συντρόφου
– Η ανάγκη για βοήθεια – Η προσπάθεια να διατηρηθεί η σχέση – Ένα κρίσιμο συμβάν – Η προστασία των παιδιών |
Στις βιογραφίες των ζευγαριών διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ένα άτομο ζητάει θεραπεία.
Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με την επανένωση του ζεύγους και της οικογένειας. Σε αυτή την κατηγορία φαίνεται ότι οι γυναίκες παροτρύνουν τους συντρόφους τους να αναζητήσουν βοήθεια, αναλαμβάνοντας ορισμένες φορές οι ίδιες την πρωτοβουλία αναζήτησης του κατάλληλου θεραπευτικού πλαισίου. Η παρότρυνση αυτή των γυναικών αναγνωρίζεται τόσο από τους άντρες αλλά παράλληλα αναφέρεται και από τις γυναίκες. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι γυναίκες θέτουν τη θεραπεία ως όρο για να παραμείνει ο σύζυγος μαζί με την οικογένεια. Ο όρος αυτός επίσης λειτουργεί αφυπνιστικά στους εξαρτημένους άντρες. Από την πλευρά τους οι γυναίκες με την απόφασή αυτή ζητούν έμμεσα (και άμεσα ορισμένες φορές) την συντροφική σχέση που γνώρισαν πριν την εξάρτηση και επιθυμούν μία οικογένεια χωρίς τα προβλήματα που η εξάρτηση δημιουργεί. Επιπλέον η αναφορά των γυναικών στην προστασία των παιδιών ως κύριο λόγο αναζήτησης θεραπείας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο επιθυμούν την ένωση της οικογένειας, στηρίζοντας το σύντροφο στην απεξάρτησή του. Στις βιογραφίες των γυναικών η θέληση για στήριξη του συντρόφου είναι μεγάλη. Ακόμη και το ίδιο το γεγονός ότι 30 γυναίκες σύντροφοι εξαρτημένων βρίσκονται ήδη σε θεραπεία μαζί τους, μαρτυρά την θέληση για δημιουργία σχέσης. Η έννοια της «κοινής προσπάθειας» αναφέρεται σε πολλές βιογραφίες. Η έναρξη της θεραπείας χαρακτηρίζεται από τις γυναίκες ως «πάλη», ως «αγώνας», τον οποίο το ζευγάρι θα δώσει από κοινού. Η κοινή προσπάθεια για αλλαγή και η συμμετοχή του συντρόφου στη θεραπεία, έχει αποδειχτεί ότι δρα θετικά στο ζευγάρι και μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα της θεραπείας (Ingle, et al. 2008).
Ο δεύτερος βασικός λόγος που παίζει σημαντικό ρόλο στην αναζήτηση θεραπείας τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης για μία πιο εξειδικευμένη μορφή βοήθειας. Οι άντρες που αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια αυτοβούλως, έχουν παραδεχτεί σε ένα πρώτο στάδιο την εξάρτησή τους, γεγονός πολύ σημαντικό για την έναρξη θεραπείας (Thomson, 2014). Η παραδοχή της εξάρτησης εκφράζεται από τους άντρες της παρούσας έρευνας μέσα από χαρακτηρισμούς για τον εαυτό τους (π.χ. «άρρωστος») και παράλληλα εκφράζεται η ανάγκη τους για επιστροφή σε μια ζωή που η εξάρτηση θα είναι απούσα.
Άλλοι λόγοι για τους οποίους, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα, αναζήτησαν θεραπεία, είναι ορισμένα κρίσιμα συμβάντα στο οικογενειακό κυρίως περιβάλλον (π.χ. σοβαρά προβλήματα υγείας). Επίσης ορισμένοι άντρες αναζήτησαν θεραπεία καθώς έλαβαν στήριξη από την οικογένεια προέλευσης και ιδιαίτερα από τη μητέρα τους. Παράλληλα, ένας άντρας ανέλαβε την πρωτοβουλία να αναζητήσει θεραπεία για να επέλθει η ηρεμία στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον το οποίο ασκούσε πίεση και όχι επειδή ο ίδιος το επιθυμούσε πραγματικά, ενώ ένας ακόμη ξεκίνησε θεραπεία μετά από εισαγγελική παρέμβαση εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού του.
Γ) Το νόημα στη θεραπεία
Όπως η εξάρτηση φέρει πολλά διαφορετικά νοήματα για τους παίκτες και τις συζύγους τους, έτσι και η θεραπεία φέρει το δικό της νόημα στη ζωή του ζευγαριού που βιώνει την εξάρτηση, όπως αυτό παρουσιάζεται στον πίνακα που ακολουθεί:
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ | |
Άνδρες | Γυναίκες |
– Αποχή από τα τυχερά παιχνίδια
– Βελτίωση οικογενειακής ζωής – Αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς – Ενστάλαξη θετικών συναισθημάτων – Αναγέννηση ελπίδας – Βελτίωση σχέσης με τον εαυτό – Οφέλη ομάδας – Άλλο (Αυτοαποκάλυψη, Αίσθηση κοινής προσπάθειας) |
– Βελτίωση οικογενειακής ζωής
– Αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς – Ενστάλαξη θετικών συναισθημάτων – Βελτίωση σχέσης με τον εαυτό – Οφέλη ομάδας – Αίσθηση κοινής προσπάθειας |
Η αποχή αναφέρεται είτε ως ένα από τα οφέλη της θεραπείας είτε ως το πιο σημαντικό. Κάποιοι παίκτες γνωρίζουν ακόμη και τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες απείχαν ή τονίζουν τη σημαντικότητα της μη υποτροπής τους. Η διατήρηση της αποχής είναι βασικός στόχος. Σύμφωνα με τους Marlatt και Wirkiewitz (2008) ένα άτομο στην εξάρτηση λαμβάνει βοήθεια σχετικά με την αυτοδιαχείριση του τρόπου ζωής του, παροχή πολύ σημαντική για να καταφέρει να διατηρήσει τους στόχους που τίθενται μετά τη θεραπεία. Αξιολογούνται οι παράγοντες που μπορεί να συντελέσουν στην υποτροπή και προλαμβάνονται. Ο θεραπευτής θα πρέπει να δουλέψει μαζί με τον θεραπευόμενο τους στρεσσογόνους παράγοντες που εμφανίζονται στην καθημερινότητα και να τον βοηθήσει «να αυξήσει τις ευχάριστες δραστηριότητες προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία ανάμεσα στα καθημερινά αρνητικά και θετικά βιώματα» (Marlatt και Wirkiewitz, 2008, σελ. 18-19).
Ως σημαντικό όφελος της θεραπείας περιγράφεται επίσης η βελτίωση της οικογενειακής ζωής. Το ζευγάρι φαίνεται να επανακτά την επικοινωνία και το νόημα ύπαρξής, η επαφή με τα παιδιά καλυτερεύει και τα συναισθήματα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας αποκτούν θετικό πρόσημο. Η αίσθηση της κοινής προσπάθειας δίνει στο ζευγάρι ένα επιπλέον κίνητρο για προσπάθεια στην αλλαγή.
Η αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς είναι ένα ακόμη όφελος. Τόσο οι εξαρτημένοι όσο και οι σύζυγοι αυτών παρατηρούν αλλαγές, ότι βελτιώνονται και εξελίσσονται. Στη θεραπεία γίνεται προσπάθεια για αλλαγή μαθημένων μη λειτουργικών προτύπων συμπεριφοράς (Gabbard, 2012). Τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει ένα άτομο, προέρχονται σύμφωνα με την Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Θεραπεία από τις παράλογες σκέψεις. Στη θεραπεία, ο παράλογος εσωτερικός διάλογος καλείται να γίνει λογικός και εποικοδομητικός και ο θεραπευόμενος ενθαρρύνεται να εφαρμόσει αντιλήψεις που αποκτά με τη συνέχεια των συνεδριών (Μαλικιώση – Λοΐζου, 2012). Στόχος είναι η μείωση αυτοκαταστροφικών σκέψεων και η απόκτηση μιας πιο ανεκτικής φιλοσοφίας ζωής (Ellis & Mac Laren, 2005). Με βάση τα παραπάνω, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες καλούνται να εντοπίσουν τις αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό τους (π.χ. είμαι άχρηστος-η) και τα εξωτερικά γεγονότα (π.χ. όλοι οι άλλοι είναι ικανοί και εγώ ανίκανος) που δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα τα οποία οδηγούν σε δυσλειτουργικούς τρόπους συμπεριφοράς.
Η έννοια της ελπίδας έχει επίσης σημαντικό ρόλο. Ελπίδα είναι η πεποίθηση για ένα καλό τελικό αποτέλεσμα και συνοδεύεται από πολλά θετικά συναισθήματα. Οι άνδρες και οι γυναίκες της έρευνας αναφέρονται στη χαρά και το χαμόγελο που έχει επανέλθει στα πρόσωπά τους, στην ηρεμία, την αισιοδοξία, τη δύναμη, την αποφασιστικότητα. Η θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική όταν ενισχύεται η πεποίθηση του ατόμου ότι θα μπορέσει να ελέγξει τη συμπεριφορά του και τα γεγονότα που συμβαίνουν στο περιβάλλον του. Η εμπιστοσύνη στο άτομο ότι θα τα καταφέρει και η πεποίθηση ότι τα θετικά αποτελέσματα είναι κάτι το δυνατόν, φαίνεται να είναι ένα ακόμη κλειδί στη θεραπεία (Saleebey, 2000). Στη θεραπεία τονίζεται στο άτομο πόσο σημαντικές είναι οι προσπάθειες που έχουν στόχο τη βελτίωση, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Ο White (1989) υποστηρίζει ότι η εξωτερίκευση του προβλήματος βοηθάει τον πελάτη να διαχωρίσει το πρόβλημα από τον εαυτό και να μειώσει τις μη παραγωγικές συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων, κυρίως εκείνες που αναφέρονται στο ποιος είναι υπεύθυνος για κάτι. Αυτό μειώνει την αίσθηση της αποτυχίας και ανοίγει νέες προοπτικές στα άτομα ώστε να αναλάβουν δράση για την ίδια τους τη ζωή. Οι άνδρες και οι γυναίκες της έρευνάς μας αναφέρονται στην ελπίδα που αισθάνονται να έρχεται ξανά στη ζωή τους και για πράγματα τα οποία θα καταφέρουν στο μέλλον.
Η στοχοθεσία βοηθάει το άτομο να συγκεκριμενοποιήσει τα πράγματα που θέλει να αλλάξει. Οι στόχοι δεν αφορούν μόνο τη μείωση της σοβαρότητας ή της διάρκειας του προβλήματος, αλλά εστιάζουν στις θετικές πλευρές και στην αύξηση των υγιών επιλογών και εμπειριών. Το άτομο καλείται να αναπτύξει τις δυνάμεις και τις ικανότητές του και να αντιληφθεί ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Η θέσπιση στόχων και ο επαναπροσδιορισμός αποφάσεων και επιλογών, είναι κάτι που αξιολογείται μέσα από τις βιογραφίες ως κάτι πολύ θετικό ως προς την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου.
Η βελτίωση της σχέσης με τον εαυτό καταγράφεται επίσης και από τα δύο φύλα, κάποιες φορές με έκπληξη. Τα άτομα φαίνεται να μαθαίνουν να αγαπούν (ξανά ή για πρώτη φορά) τον εαυτό τους, να τον φροντίζουν και να ασχολούνται μαζί του, κάτι που πολλές φορές παραδέχονταν ότι είχαν αμελήσει. Σύμφωνα με τον Cooper (2008) πρόκειται για έναν από τους βασικούς στόχους μιας θεραπείας.
Τέλος, δεν παραλήφθηκε η αναφορά στα οφέλη της συμμετοχής στην ομάδα. Το μοίρασμα εμπειριών, η αφύπνιση που έρχεται πολλές φορές μέσα από αυτό, αλλά και η έκθεση του εαυτού σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχεί η αίσθηση της ασφάλειας, καθώς και οι γνώσεις που μπορεί το θεραπευόμενο άτομο να λάβει από την ομάδα, είναι τα θετικά στοιχεία της συμμετοχής σε αυτήν, όπως αναδύθηκαν από τις βιογραφίες.
Συμπεράσματα – Συζήτηση
Η παρούσα έρευνα απαντά σε πολύ μεγάλο βαθμό σε ερωτήσεις αναφορικά με το νόημα που βρίσκουν τα ζευγάρια στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια και στη θεραπεία αλλά και με τα κίνητρα που οδηγούν στην αναζήτηση θεραπείας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έρχονται σε συμφωνία με αποτελέσματα άλλων ερευνών. Συγκεκριμένα, επιβεβαιώνεται από ήδη υπάρχουσες έρευνες η στροφή στα τυχερά παιχνίδια ως μέσο αντιμετώπισης δυσκολιών (Stewart & Zack, 2008; Francis et. al., 2014; Dechant, 2014; Blinde, 2012; Lee et al., 2007; Rockloff & Dyer, 2006) και ρύθμισης του στρες (Tse et al., 2012), αλλά και ως ένα τρόπο για εύκολο και γρήγορο κέρδος (Neighbors, Lostutter, Cronce και Larimer, 2002), κατατάσσοντας τα χρήματα ως έναν από τους πρώτους παράγοντες ενασχόλησης με τα στοιχηματικά παιχνίδια (Francis et al., 2014; McGrath & Konkolÿ Thege, 2017). Η απόδοση του νοήματος της «σανίδας σωτηρίας» από τα χρέη που εντοπίστηκε στις βιογραφίες των ανδρών, είναι κάτι που έχει επιβεβαιωθεί ξανά (Hodgins et al., 2011), ενώ σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί πρόσφατα, φαίνεται ότι η ενασχόληση με τα στοιχηματικά παιχνίδια παρέχει ευκαιρίες για τους παίκτες να δοκιμάσουν έξυπνες επιλογές και να φανούν καλοί γνώστες του παιχνιδιού (πρβλ. Orford, 2013), γεγονός το οποίο οδηγεί στη δυνατή αίσθηση για την οποία γίνεται αναφορά και στην παρούσα έρευνα. Ο συσχετισμός της εξάρτησης των παικτών με αντίστοιχη εξάρτηση των γονέων, επιβεβαιώνεται από έρευνα των Dowling, Jackson, Thomas & Frydenberg (2010) στην οποία αναφέρεται ότι η εξάρτηση των πατέρων οδηγεί σε αύξηση των πιθανοτήτων εμφάνισης της εξάρτησης στα παιδιά κατά 11-14 φορές ενώ η εξάρτηση της μητέρας σε αύξηση πιθανοτήτων κατά 7-11 φορές, συγκριτικά με άτομα που δεν είχαν εθισμένους γονείς. Η ψυχαγωγία ως νόημα της εξάρτησης είναι ένα επιπλέον εύρημα που επαληθεύεται από σύγχρονες έρευνες (Wardle et. al., 2011), ενώ πολλές έρευνες την εντάσσουν στις μορφές ψυχαγωγίας που προσφέρουν ευχαρίστηση και χαρά (Francis et al., 2014; Lee et al., 2007; Abbott, 2001). Στην έρευνα των Tse et al. (2012), η βαρεμάρα αναφέρεται ως ο λόγος για τον οποίο οι συμμετέχοντες στοιχημάτιζαν, ενώ στην ίδια έρευνα αναφέρεται από πολλούς συμμετέχοντες ότι στοιχημάτιζαν προκειμένου να βοηθήσουν την οικογένειά τους, εύρημα σύμφωνο με αυτά των βιογραφιών.
Στον άξονα των κινήτρων, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε άλλες έρευνας που έχει μελετηθεί το κίνητρο της αναζήτησης θεραπείας από άτομα εθισμένα στα τυχερά παιχνίδια, το βασικό κίνητρο που τα ωθεί να ζητήσουν βοήθεια από κάποιο εξειδικευμένο συμβουλευτικό κέντρο ή κάποια γραμμή είναι τα οικονομικά προβλήματα (βλ. Valdivia – Salas et al., 2014 και άλλες έρευνες που αναφέρονται στο άρθρο; Gainsbury et al., 2013), κίνητρο που δεν αναφέρθηκε ως βασικό από κανένα από τα άτομα της δικής μας έρευνας (ούτε άντρες ούτε γυναίκες). Αντίθετα, η έναρξη θεραπείας εξαιτίας νομικών ζητημάτων, είναι κάτι που έχει εντοπιστεί και σε άλλες έρευνες (Gainsbury et al., 2013).
Επιπλέον, σε πρόσφατο άρθρο των Rash & Petry (2014) επιβεβαιώνεται μέσα από αναφορά των συγγραφέων σε έρευνες και παρεμφερή άρθρα η αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής – Συμπεριφοριστικής Θεραπείας που χρησιμοποιεί και το ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ στην αποχή των χρηστών από την εξάρτησή τους, μέσα από διάφορες μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη προσέγγιση.
Τα γενικότερα συμπεράσματα της έρευνας που προκύπτουν από τη συνολική μελέτη των αποτελεσμάτων αναφορικά με την κατασκευή νοήματος στην εξάρτηση και τη θεραπεία αλλά και τα κίνητρα για αλλαγή συνοψίζονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
Η ανάγκη για εύρεση νοήματος
Η ύπαρξη ή η έλλειψη νοήματος φαίνεται να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των ανθρώπων. Η εύρεση του νοήματος της ζωής σχετίζεται με την καλή ψυχική υγεία καθώς και με καλύτερες στρατηγικές αντιμετώπισης στα δύσκολα γεγονότα που μπορεί να συναντήσει κάποιος στη διάρκεια της ζωής του (Laudet, Morgen &White, 2006). Στις βιογραφίες των ανδρών της παρούσας έρευνας φαίνεται ότι έρχεται κάποια στιγμή που το νόημα χάνεται. Πολλές είναι οι αναφορές που εστιάζουν στην απώλεια του νοήματος μέσα στη σχέση, ενώ με μια πιο προσεκτική μελέτη, διακρίνεται ορισμένες φορές η απώλεια του νοήματος στη ζωή. Σε πρόσφατη έρευνα των Katsogianni & Kleftaras (2015) αναφέρεται ότι η έλλειψη νοήματος σχετίζεται άμεσα με την κατάθλιψη και τα νευρωτικά συμπτώματα καθώς και με εξαρτητικές συμπεριφορές. Το γεγονός της δημιουργίας πολλών διαφορετικών κατηγοριών στον ερευνητικό άξονα του νοήματος που βρίσκουν οι άντρες στα τυχερά παιχνίδια, αναδεικνύει την ανάγκη των ανδρών για την εύρεση ενός νοήματος στην καθημερινότητά τους. Ο αριθμός μάλιστα των νοημάτων που αποδίδονται από τους ίδιους στα τυχερά παιχνίδια, οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η ανάγκη αυτή των ανδρών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.
Από την πλευρά των γυναικών, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η εξάρτηση αποτελεί για τις ίδιες ένα είδος δύναμης, η οποία εκφράζεται με έλεγχο του συζύγου και της οικογένειας αλλά και με την ανάληψη διάφορων ρόλων μέσα από τους οποίους οι γυναίκες βιώνουν μια αίσθηση ανωτερότητας. Οι γυναίκες φαίνεται να βρίσκουν σημαντικό νόημα στη συγκεκριμένη κατάσταση και παραμένουν για μεγάλο διάστημα σε αυτή.
Στον άξονα του νοήματος εντοπίζονται δύο κοινές κατηγορίες που αναδεικνύονται από το λόγο των ανδρών και των γυναικών: Ο ένας είναι η δύναμη που αισθάνεται ο καθένας μέσα στην εξάρτηση (για διαφορετικούς λόγους που εξετάστηκαν παραπάνω) και ο δεύτερος είναι η νοηματοδότηση της εξάρτησης ως μέσον τιμωρίας του «άλλου», όπου «άλλος» είναι πολύ συχνά ο/η σύντροφος. Το συγκεκριμένο εύρημα παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με την ποιότητα της γενικότερης σχέσης του ζευγαριού. Τι είδους ποιότητα έχει μία σχέση όταν και τα δύο μέλη της χρησιμοποιούν ένα μέσον προκειμένου να πάρουν το ρόλο του τιμωρού προς το ζευγάρι τους;
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες της έρευνας, φαίνεται να έρχονται κάποια στιγμή αντιμέτωποι με την απώλεια του νοήματος στη σχέση, γεγονός που τους οδηγεί στην απομάκρυνση και τη συναισθηματική απομόνωση. Οι Ulrich και Elizabeth Beck, σχολιάζοντας το νόημα που μπορεί να δοθεί από τον ένα σύντροφο προς τον άλλον, αναφέρουν ότι συχνά ο/η σύντροφος είναι το άτομο στο οποίο εναποτίθενται οι ελπίδες και οι προσδοκίες των ανθρώπων, οι οποίες αναμένεται και να πραγματοποιηθούν από αυτό. Ο/η σύντροφος αποτελεί το άτομο εκείνο το οποίο καλείται να είναι στήριγμα μέσα στις δυσκολίες και παράλληλα να είναι παρόν υπό όλες τις συνθήκες, σύμφωνα με την ιδανική εικόνα που φτιάχνει το κάθε μέλος του ζεύγους (Beck & Beck – Gernsheim, 2004). Στην παρούσα έρευνα φαίνεται πως το ένα μέλος του ζεύγους δεν καλύπτει τις προσδοκίες του άλλου. Οι άντρες φαίνεται να μη βρίσκουν πλέον νόημα στη σχέση τους με τις γυναίκες τους και το κενό αυτού του νοήματος έρχεται να καλυφθεί από τα τυχερά παιχνίδια. Από την άλλη πλευρά, η εξάρτηση των ανδρών οδηγεί στην αντίστοιχη δυσαρέσκεια από την πλευρά των γυναικών προς εκείνους, καθώς ο ρόλος του ιδανικού συζύγου δεν υπάρχει και το νόημα της σχέσης φθίνει. Οι γυναίκες προσπαθούν να βρουν ένα καινούριο νόημα σε πρακτικές και δραστηριότητες που δε σχετίζονται με τη σχέση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αμφίδρομη έλλειψη νοηματοδότησης της σχέσης, μια κατάσταση με δυσάρεστες για τα μέλη του ζεύγους συνέπειες.
Η ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία
Η επικοινωνία είναι ένα στοιχείο το οποίο ουσιαστικά αναφέρεται σε όλα ανεξαρτήτως τα αποτελέσματα των ερευνητικών αξόνων. Στο νόημα που βρίσκουν οι άνδρες στα τυχερά παιχνίδια, η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της εξάρτησης των ανδρών. Από τις κατηγορίες που αναδείχθηκαν φαίνεται μάλιστα πως οι άνδρες αναζητούν τη χαμένη αυτή επικοινωνία στον εθισμό τους, ο οποίος έχει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά για τους ίδιους. Αντίστοιχα, στα κίνητρα για θεραπεία, η επικοινωνία έχει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς η έναρξη της θεραπείας συμπίπτει σε πολλές περιπτώσεις με το μοίρασμα σκέψεων ανάμεσα στο ζευγάρι. Τέλος, στα οφέλη της θεραπείας η επανεύερση της επικοινωνίας αναφέρεται ως ένα πολύ σημαντικό όφελος. Φυσικά, με τον όρο επικοινωνία δεν αναφέρεται μόνο το τι λέγεται αλλά και ο τρόπος με τον οποίο λέγεται. Τα μηνύματα της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι εξίσου έντονα και σημαντικά με εκείνα της λεκτικής (Κούρτη, 2003), εφόσον μεταφέρουν νοήματα που επηρεάζουν το ζευγάρι είτε θετικά είτε αρνητικά.
Συνεπώς, είναι φανερό ότι η έλλειψη επικοινωνίας, ενός τόσο ζωτικού για τη σχέση στοιχείου, είναι ένας παράγοντας που αναπόφευκτα οδηγεί σε προβλήματα και σε έντονες συγκρούσεις. Οι σχέσεις των ανθρώπων ορισμένες φορές χάνουν τη δυναμική αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων. Τα ψυχικά και συναισθηματικά κενά μένουν δυσαναπλήρωτα με αποτέλεσμα το κάθε μέλος του ζευγαριού ή της οικογένειας να κλείνεται στον εαυτό του, να μην ανοίγεται στον «άλλο» και να προσπαθεί μόνο του να λύσει τα προβλήματά του. Η διαχείριση των κρίσεων καθίσταται αδύνατη αφού ο «άλλος» αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο κι ως απειλή. Η δυάδα χάνει πολλές φορές το χαρακτήρα της και δημιουργούνται δύο ξεχωριστές μονάδες χωρίς καμία ουσιαστική επαφή. Η ενσυναίσθηση μεταξύ των δύο συντρόφων ή συζύγων, με ταυτόχρονη όμως διατήρηση της συναισθηματικής ταυτότητας και ισορροπίας του καθενός, μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα στη διαχείριση φαινομενικά αδιέξοδων καταστάσεων, αφού πλέον το πρόβλημα καθίσταται κοινό και ο αγώνας στηρίζεται στην αμοιβαία κατανόηση και αλληλοϋποστήριξη.
Η θεραπεία ως μέσο ανάκτησης νοήματος
Σύμφωνα με τις βιογραφίες που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα, έρχεται μια στιγμή που το νόημα της εξάρτησης φθίνει ενώ παράλληλα αναδύεται η ανάγκη για εύρεση νέων νοημάτων. Το γεγονός ότι τελικά η εξάρτηση δημιουργεί περισσότερα αρνητικά παρά θετικά συμβάντα, είναι πολλές φορές και ένας λόγος που τα άτομα αναζητούν τρόπους να απαλλαγούν από αυτή (Heyman, 2013). Οι θεραπευόμενοι καλούνται να ερευνήσουν τα μέχρι τότε υπάρχοντα νοήματα που έχουν δώσει στη ζωή και τις πράξεις τους και να δημιουργήσουν νέα, λειτουργικότερα νοήματα. Μέσα από τις βιογραφίες, κίνητρο για θεραπεία αποτελεί κατά βάση η διατήρηση της σχέσης ανάμεσα στο ζευγάρι και ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού. Η σχέση της οικογένειας αποτελεί πηγή προσωπικού νοήματος για πολλούς ανθρώπους (Hicks & King, 2009), και η θεραπεία φαίνεται να έχει οφέλη ως προς της διατήρηση και τη συνοχή της.
Η αποχή από το στοίχημα για τους άντρες, έρχεται τη στιγμή που αρχίζουν να ανακαλύπτουν καλύτερα τον εαυτό τους και ξεκινούν να αποδίδουν νέο νόημα στην καθημερινότητά τους. Από την πλευρά τους οι γυναίκες ανακαλύπτουν επίσης πτυχές του εαυτού τους που ως τη στιγμή της έναρξης της θεραπείας ήταν άγνωστες. Παράλληλα, τόσο οι παίκτες όσο και οι σύζυγοι αυτών βλέπουν με μία νέα και διαφορετική ματιά τη σχέση τους. Η εύρεση νοημάτων βοηθάει τα άτομα στην επιλογή λειτουργικών τρόπων αντιμετώπισης δυσκολιών αλλά και στην δημιουργία θετικότερων συναισθημάτων. Παράλληλα, το ίδιο το γεγονός της θεραπείας και η αίσθηση της κοινής προσπάθειας και από τα δύο μέλη του ζεύγους, του κοινού στόχου και του κοινού αγώνα, ενδυναμώνει ψυχικά τα άτομα και κατά συνέπεια το ζεύγος (πρβλ. Katsogianni & Kleftaras, 2015). Τα μέλη του ζεύγους προσπαθούν μαζί για την αλλαγή και παράλληλα ακολουθεί το καθένα τη δική του πορεία, εξελίσσεται και αλλάζει ως άτομο κι αυτή η εξέλιξη και αλλαγή φαίνεται να επηρεάζει θετικά το ίδιο το σύστημα του ζεύγους αλλά και της οικογένειας.
Η ζωή των ανθρώπων περνάει διάφορα στάδια, δυσκολίες, αλλαγές, διακυμάνσεις. Τα άτομα ωστόσο φαίνεται να αναζητούν αυτό που αναφέρει και ο Victor Frankl στη «Λογοθεραπεία» του, ένα νόημα ζωής ανεξάρτητο από τις συνθήκες τις οποίες βιώνουν κάθε φορά (Frankl, 1979). Μέσα από τη θεραπεία, το άτομο ορίζει από την αρχή τον εαυτό του, την καθημερινότητά του, τις σχέσεις του. Οι παίκτες καλούνται να διαχειριστούν τα συναισθήματα ενοχής που αισθάνονται για τις επιπτώσεις της εξάρτησης στη ζωή τη δική τους και της συντρόφου τους, ενώ αντίστοιχα και οι γυναίκες προχωρούν στην εξέταση δικών τους ενοχικών ζητημάτων για τη στάση τους απέναντι στο σύντροφο αλλά και απέναντι στον εαυτό τους. Οι ενοχές αποτελούν παρελθοντικό κομμάτι των ανθρώπων (Ψαρρά & Κλεφτάρας, 2009), το οποίο «δουλεύεται» μέσα από τη θεραπεία με στόχο το παρόν να είναι καλύτερο, μέσα από τα νέα νοήματα που καθένας βρίσκει μέσα σε αυτό.
Από αυτά που αναφέρονται ως οφέλη της θεραπείας, τα άτομα κατορθώνουν νέα επιτεύγματα και είναι πλέον πιο δεκτικά στα μηνύματα που λαμβάνουν από το περιβάλλον τους, βιώνοντας συναισθήματα ηρεμίας και χαράς. Η προσοχή και η αντίληψη άλλωστε επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη θετικότητα την οποία δείχνει κάποιος απέναντι σε γεγονότα (Fredrickson & Branigan, 2005), ενώ η θετικότητα αυξάνει παράλληλα την εμπιστοσύνη στον «άλλο» και τη θέληση για σύναψη ισχυρότερων σχέσεων (Γαλανάκης, Μερτίκα & Σεργιάννη, 2011). Παράλληλα, μέσα από τη θεραπεία γίνεται προσπάθεια για ανάληψη υπεύθυνων, ενήλικων και λειτουργικών ρόλων (γονιός, σύντροφος, εργαζόμενος) που μέσα στην εξάρτηση είχαν χαθεί. Οι άνδρες επίσης φαίνεται να προσπαθούν να βγάλουν πλέον από πάνω τους την ταυτότητα του «εξαρτημένου», με όποιο κοινωνικό και προσωπικό χαρακτηριστικό αυτή εμπεριέχει (πρβλ. Best et al., 2016).
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του και παράλληλα υπεύθυνος για τον τρόπο που θα τη ζήσει. Η θεραπεία φαίνεται ότι βοηθάει τα άτομα στη διαχείριση αυτής της ελευθερίας, αυξάνοντας την υπευθυνότητα απέναντι στον εαυτό και τον άλλο.
Μέσα από τη μελέτη των βιογραφιών γεννιέται η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα. Θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί ο λόγος για τον οποίο ορισμένες γυναίκες επιλέγουν να συνάψουν σχέση με έναν άνδρα ο οποίος έχει ήδη μια εξάρτηση ή βρίσκεται στην αρχή της. Παράλληλα, θα μπορούσε να διερευνηθεί σε βάθος το ζήτημα των ρόλων (στην πατρική οικογένεια, στη σχέση, στη θεραπεία). Η μελέτη των ρόλων μπορεί να προσφέρει πολλά στοιχεία που εξηγούν διάφορες επιλογές ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με το πώς βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και πώς θα ήθελαν να τους βλέπουν οι γύρω τους. Παράλληλα θα μπορούσε να δώσει στοιχεία τα οποία μαρτυρούν ποιοι ρόλοι μπορούν να συντηρήσουν την εξάρτηση και ποιοι μπορούν να είναι βοηθητικοί στην αποχή.
Επιπλέον, μία έρευνα αναφορικά με τα κίνητρα παραμονής στη θεραπεία θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις αναφορικά με τους παράγοντες που ευθύνονται στη δέσμευση των παικτών σε αυτή ώστε να προληφθεί το ποσοστό ατόμων που διακόπτουν τη θεραπεία. Ακόμη, θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί μελλοντικά το ποσοστό των ζευγαριών που ολοκλήρωσε το Πρόγραμμα και το ποσοστό που το διέκοψε, καθώς και οι λόγοι της διακοπής.
Βιβλιογραφία Eλληνόγλωσση
Γαλανάκης, Μ., Μερτίκα, Α., Σεργιάννη, Χ., (2011). Εισαγωγή στη θετική Ψυχολογία. Αθήνα: Τόπος.
Frankl, V. (1979). Αναζητώντας νόημα ζωής και ελευθερίας: από το Στρατόπεδο του θανάτου στον Υπαρξισμό: Εισαγωγή στη Λογοθεραπεία.(Μτφ Τ. Χ. Ευδόκας, Κ. Δ. Χριστοφίδου). (Δ’ Έκδοση). Λευκωσία: Ταμασος.
Gabbard, G. (2012), Η ψυχοδυναμική ψυχιατρική στην κλινική πράξη, Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ
Ίσαρη, Φ. & Πουρκός, Μ. (2015). Ποιοτική Μεθοδολογία Έρευνας: Εφαρμογές στην Ψυχολογία και στην Εκπαίδευση. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
Κούρτη, Ε. (2003). Η μη λεκτική επικοινωνία στο Σχολείο. Κλειδιά και Αντικλείδια. ΥΠΕΠΘ, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κυριαζή, Ν. (2009). Η Κοινωνιολογική Έρευνα· Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, (εκδ.14η). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαλικιώση – Λοΐζου, Μ. (2012), Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα: Πεδίο.
Marlatt, G.A. & Witkiewitz, K. (2008), «Προλαμβάνοντας την υποτροπή σε άτομα με προβλήματα αλκοολισμού και ναρκωτικών», στο: Marlatt, G.A. & Donovan, M.D.: Προλαμβάνοντας την υποτροπή: Στρατηγικές συνέχισης στη θεραπεία των εξαρτητικών συμπεριφορών, Αθήνα: Ερευνητές – ΚΕΘΕΑ.
Mason, J, (2011), Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, (επιμ. Ν. Κυριαζή, μτφρ. Ε. Δημητριάδου), Αθήνα: Πεδίο.
Stanton, M.D. & Todd, C.T. (2009). Οικογενειακή θεραπεία για την κατάχρηση ουσιών και την εξάρτηση. Αθήνα: Ερευνητές.
Ψαρρά, Ε. & Κλεφτάρας, Γ. (2009). Νόημα ζωής, ψυχική υγεία και ψυχοπαθολογία. Στο: Γ. Κλεφτάρας & Μ. Καΐλα (Επιμ.), Από την ψυχοπαθολογία στο νόημα ζωής (σ. 15 – 36). Αθήνα: Πεδίο.
Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση
Abbott, M. W. (2001). Problem and non-problem gambling in New Zealand: A report on Phase Two of the 1999 National Prevalence Study. Wellington, New Zealand: Department of Internal Affairs.
Babbie, E. (2010) The Practice Of Social Research. Wadsworth Publishing
Baumeister, R.F. (1991) Meanings of Life. New York: The Guilford Press.
Beck, U. & Beck – Gernsheim E. (2004). The normal chaos of love. Transl. M. Rittel & J. Wieber. Polity Press.
Bennett, L. (2008). Narrative methods and children: Theoretical explanations and practical issues. Journal of Child and Adolescent Psychiatric Nursing, 21(1), 13-23
Best, D., Beckwith,M., Haslam,C., Haslam, S. A., Jetten, J., Mawson, E. & Lubman,D. I. (2016). Overcoming alcohol and other drug addiction as a process of social identity transition: the social identity model of recovery (SIMOR). Addiction Research and Theory. Volume 24, Issue 2.
Binde, P. (2012). ‘Why people gamble: A model with five motivational dimensions’. International Gambling Studies, 13(1), 81–97.
Cooper, M. (2008), Existential psychotherapy, Twenty-first century psychotherapies: Contemporary approaches to theory and practice, 237-276.
Cunha, D. Sotero, L. & Relvas, A.P. (2015). The Pathological Gambler and his Spouse: How do their Narratives Match? Journal of Gambling Issues, Issue 31.
Dechant, K. (2014). Show me the money: Incorporating financial motives into the gambling motives questionnaire. Journal of Gambling Studies, 30(4), 949–965.
Denzin, N. (1994). The art and politics of interpretation. In N. Denzin & Y. S. Lincoln (ed.), Handbook of qualitative research. Thousand Oaks, Sage.
Dowling, N. A., Jackson, A. C., Thomas, S. A. & Frydenberg, E. (2010). Children at risk of developing problem gambling. Melbourne: Gambling Research Australia.
Ellis, A. & Mac Laren, C. (2005), Rational Emotive Behavior Therapy: A Therapist’s Guide, (2nd edn.), New York: Impact Publishers.
Francis, L. K., Dowling A. N., Jackson A. C, Christensen D. R., Wardle, H. (2014). ‘Gambling Motives: Application of the Reasons for Gambling Questionnaire in an Australian Population Survey’ in Journal of Gambling Studies (2015) 31:807–823.
Frankl, V.E. (1963). Man’s search for meaning: an introduction to logotherapy. Oxford, England: Washington Square Press.
Frankl, V. E. (1985). Man’s search for meaning (Revised & updated ed.). New York, NY: Washington Square Press.
Frankl, V. E. (1986). The Doctor and the Soul. (3rd ed.). New York, NY: Vintage Books.
Frankl, V. E. (1988). The Will to Meaning: Foundations and Applications of Logotherapy. New York, NY: Penguin Books.
Fredrickson, B. L. & Branigan, C. (2005). Positive emotions broaden the scope of attention and thought-action repertoires. Cognition and Emotion,19 (3), 313–332.
Gainsbury, S., Hing, N. & Suhonen, N. (2013). Professional help-seeking for gambling problems: Awareness, barriers and motivators for treatment. Journal of Gambling Studies. Advance online publication Mar 15, 2013.
Gbrich, C. (2007). Qualitative Data Analysis: An Introduction (1st edn). London: Sage Publications.
Heyman, G.M. (2009). Addiction: A disorder of choice. ix, 200 pp. Cambridge, MA, US: Harvard University Press.
Hicks, J. A. & King, L. A. (2009b). Positive mood and social relatedness as information about meaning in life. Journal of Positive Psychology, 4, 471 – 482.
Hodgins, D. C., Stea, J. N. & Grant, J. E. (2011). Gambling disorders. Lancet, 378 (9806), 1874–1884.
Howitt, D. (2010). Introduction to qualitative methods in psychology. Harlow: Pearson Education Limited
Hsieh, H-F. & Shannon, S.E. (2005). Three Approaches to Qualitative Content Analysis. Qualitative Health Research. Volume 15, Issue 9, Nov 1, 2005; pp. 1277–1288
Ingle, P. J., Marotta, J., McMillan, G. & Wisdom, J. P. (2008). Significant others and problem gambling treatment outcomes. Journal of Gambling Studies, 24, 381–392.
Katsogianni, V. I. & Kleftaras, G. (2015). Spirituality, Meaning in Life, and Depressive Symptomatology in Drug Addiction. International Journal of Religion & Spirituality in Society. Vol. 5 Issue 2, p11-24. 14p.
Koltko-Rivera, M. E. (2004). The psychology of worldviews. Review on General Psychology. 1, 3–58.
Laudet, A. B., Morgen, K. & White, W.L. (2006). The Role of Social Supports, Spirituality, Religiousness, Life Meaning and Affiliation with 12-Step Fellowships in Quality of Life Satisfaction Among Individuals in Recovery from Alcohol and Drug Problems. Alcoholism Treatment Quarterly. Vol. 24, 2006, Issue 1-2.
Lee, H. P., Chae, P. K., Lee, H. S. & Kim, Y. K. (2007). The five-factor gambling motivation model. Psychiatry Research, 150(1), 21–32.
Lincoln, Y. (2001). Varieties of validity: Quality in qualitative research. In J. Smart & W. Tierney (Ed.), Higher education: Handbook of theory and research. New York: Agathon Press.
Maddi, S. R. (1970). The search for meaning. In M. Page (Ed.), Nebraska symposium on motivation (pp. 137–186). Lincoln, NE: University of Nebraska Press.
Maddi, S. R. (1998). Dispositional hardiness in health and effectiveness In H. S. Friedman (Ed.), Encyclopedia of mental health. San Diego, CA: Academic Press.
Mayring P. (2000) Qualitative Content Analysis. Forum: Qualitative Social Research, 2000; 1: Article 20.
McGrath, D. S & Konkoly – Thege, B. (2017). ‘The Categorical Stability of Gambling Motives Among Community-Recruited Gamblers: A Longitudinal Assessment’ for Journal of Gambling Studies
Mischel, W. & Morf, C. (2003). The self as a psycho-social dynamic processing system: a meta-perspective on a century of the self in psychology. In Handbook of Self and Identity, ed.MLeary, J Tangney, pp. 15–43. New York: Guilford
Neighbors, C. Lostutter, T. W., Cronce, J. M. & Larimer, M. E. (2002). ‘Exploring College Student Gambling Motivation’, in Journal of Gambling Studies, Vol. 18, No. 4, Winter 2002. Human Sciences Press, Inc.
Park, C. L. (2010) Making sense of the meaning literature: an integrative review of meaning making and its effects on adjustment to stressful life events. Psychological Bulletin. 2010 Mar;136 (2):257-301.
Orford, J., Hodgson, R., Copello, A., Krishnan, M., de Madariaga, M., and Coulton, S. on behalf of the UKATT Research Team (2009). ‘What was useful about that session? Clients’ and therapists’ comments after sessions in the UK Alcohol Treatment Trial’ (UKATT). Alcohol and Alcoholism, 44: 306–13.
Orford, J (2013). Power, Powerlessness and addiction. New York: Cambridge University Press
Petry, N. M. (2005). Pathological gambling: Etiology, comorbidity and treatment. Washington D.C.: American Psychological Association.
Pope, C, Ziebland, S, Mays, N. (2006) Analysing qualitative data. In: Pope C, Mays N (eds). Qualitative Research in Health Care (3rd edn). Oxford: Blackwell Publishing. p.63–81.
Rash, C. J.& Petry, N. M. (2014) Psychological treatments for gambling disorder. Psychology Research and Behavior Management. 2014; 7: 285–295.
Rockloff, M. J. & Dyer, V. (2006). The four Es of problem gambling: a psychological measure of risk. Journal of Gambling Studies, 22(1), 101–120.
Rodgers, B., Caldwell, T. & Butterworth, P. (2009). Measuring gambling participation. Addiction, 104, pp. 1065-1069
Saleebey, D. (2000). Power in the people: Strengths and hope. Advances in Social Work, 1 (2), 127-136
Shead, N. & Hodgins, D. (2009). Affect-regulation expectancies among gamblers. Journal of Gambling Studies, 25, pp. 357–375.
Stewart, S. H. & Zack, M. (2008). Development and psychometric evaluation of a three-dimensional Gambling Motives Questionnaire. Addiction, 103(7), 1110–1117.
Steger, M. F., Frazier, P., Oishi, S. & Kaler, M. (2006). The Meaning in Life Questionnaire: Assessing the presence of and search for meaning in life. Journal of Counseling Psychology, 53, 80–93.
Steger, M.F. & Kashdan, T.B. (2007). Stability and specificity of meaning in life and life satisfaction over one year. Journal of Happiness Studies, 8, 161–179.
Steger, M.F., Kashdan, T.B., Sullivan, B.A. & Lorentz, D. (2008). Understanding the search for meaning in life: Personality, cognitive style, and the dynamic between seeking and experiencing meaning. Journal of Personality, 76, 199–228.
Steger, M. F. (2009). Meaning in life. In S. J. Lopez (Ed.), Oxford handbook of positive psychology (2nd Ed.) (pp. 679-687). Oxford, UK: Oxford University Press.
Sparker, A. Narrative analysis (2005). Exploring the whats and hows of personal stories. In: Holloway I (ed.). Qualitative Research in Health Care (1st edn). Berkshire: Open University Press. p. 191–208.
Thomson, T. L. (ed.) (2014). Encyclopedia of Health Communication, p. 511-512. SAGE Publications.
Traianou, A (2013) The centrality of ethics in qualitative research. In: Leavy, P (ed) Oxford Handbook of Qualitative Research. Oxford: Oxford University Press
Tse, S., Dyall, L., Clarke, D. Abbott, M., Townsend, S. & Kingi, P. (2012) ‘Why People Gamble: A Qualitative Study of Four New Zealand Ethnic Groups’. International Journal Mental Health Addiction (2012) 10:849–861
Valdivia – Salas, S., Blanchard, S. K., Lombas, A. S., Wulfert, E. (2014). Treatment-Seeking Precipitators in Problem Gambling: Analysis of Data From a Gambling Helpline. Psychology of Addictive Behaviors, American Psychological Association 2014, Vol. 28, No. 1, 300–306.
Wardle, H., Moody, A., Spence, S., Orford, J., Volberg, R. & Jotangia, D. et al. (2011). British gambling prevalence survey 2010 London: National Centre for Social Research.
Watkins, E. (2008). Constructive and unconstructive repetitive thought. Psychological Bulletin, 143, 163–206.
White, M. (1989). Selected Papers. Adelaide: Dulwich Centre Publications.