Φωτης Παναγιωτουνης1 & Θεοδωρακης Γιαννης2
1ΚΕΘΕΑ Τομέας Εκπαίδευσης, Υπ. Διδάκτορας Παν. Θεσσαλίας, Ελλάδα, διεύθυνση επικοινωνίας: panagiotounisfotis@gmail.com
2Καθηγητής Αθλητικής Ψυχολογίας, Παν. Θεσσαλίας, Ελλάδα
DOI: https://doi.org/10.57160/BZRC4032
Περίληψη
Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να διευρύνει την προοπτική της συμβουλευτικής στο πεδίο των εξαρτήσεων, προτείνοντας μια εναλλακτική θεραπευτική προσέγγιση, τη μεθοδολογία: Θεραπείας μέσω της Περιπέτειας (AdventureTherapy). Η θεραπεία μέσω της Περιπέτειας (AT) είναι μια θεραπευτική παρέμβαση που χρησιμοποιείται συχνά σε ένα ευρύ φάσμα ψυχικών διαταραχών είτε ως κύριο, είτε ως συμπληρωματικό θεραπευτικό εργαλείο. Η AT διαφέρει από άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, έχοντας τα δικά της δομικά χαρακτηριστικά, καθώς λαμβάνει χώρα στο φυσικό περιβάλλον. Στόχος της μελέτης ήταν η αξιολόγηση ενός πιλοτικού προγράμματος ΑΤ που σχεδιάστηκε στο πλαίσιο υλοποίησης του σχεδίου: Reintegration Through Sport / Erasmus+ Sport (www.rtsport.eu). Κύριος σκοπός του σχεδίου ήταν να αξιολογήσει την εφαρμογή της μεθοδολογία ΑΤ στη θεραπεία των εξαρτήσεων. Στο πιλοτικό πρόγραμμα ΑΤ συμμετείχαν 14 μέλη των θεραπευτικών προγραμμάτων του ΚΕΘΕΑ. Για την αξιολόγηση του πιλοτικού προγράμματος χρησιμοποιήθηκαν δυο εργαλεία μέτρησης: το “Participant Evaluation of Instructor and Program Quality” και το “Adventure Therapy Experience Scale”. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης έδειξαν ότι το πιλοτικό πρόγραμμα είχε θετικό αντίκτυπο στους συμμετέχοντες, παρέχοντας περαιτέρω υποστήριξη για την αποτελεσματικότητα της μεθοδολογίας ΑΤ στο πεδίο των εξαρτήσεων.
Λέξεις Κλειδιά: Θεραπεία μέσω της περιπέτειας, συμβουλευτική των εξαρτήσεων, δραστηριότητες περιπέτειας
H θεραπεία μέσω της περιπέτειας (AT) έχει ευρεία χρήση ως μια εναλλακτική θεραπευτική παρέμβαση σε ένα μεγάλο εύρος ψυχικών διαταραχών είτε ως κύριο, συμπληρωματικό ή παράλληλο θεραπευτικό εργαλείο (Gass, Gillis, & Russell, 2012). H θεραπεία μέσω της περιπέτειας (ΑΤ) αποτελεί μια ενεργή και βιωματική προσέγγιση που αξιοποιεί ως κύριο εργαλείο τις υπαίθριες δραστηριότητες περιπέτειας για την επίτευξη των επιθυμητών θεραπευτικών στόχων (Alvarez & Stauffer, 2001; Gass & Gillis, 1998). Σε αυτό το πλαίσιο, οι Gass και άλλοι (2012), ορίζουν την ΑΤ ως την αξιοποίηση των εμπειριών περιπέτειας, οι οποίες διεξάγονται σε φυσικά περιβάλλοντα και εμπλέκουν κιναισθητικά τους συμμετέχοντες σε γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφοριστικά επίπεδα. Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης χρησιμοποιούμε τον όρο συμμετέχοντες για να ορίσουμε τους θεραπευόμενους. Τα αποτελέσματα της ΑΤ φαίνεται να επηρεάζουν θετικά τους συμμετέχοντες τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (Bowen & Neill, 2013), και σχετίζονται μεταξύ άλλων, με την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, τη προώθηση της συνεργατικότητας, την επίτευξη στόχων, την ενίσχυση του κινήτρου, καθώς και την βελτίωση της αυτo-εικόνας, της αυτοεκτίμησής και της αυτό-αποτελεσματικότητας (Goldenberg, McAvoy, & Klenosky, 2005; Russell, Hendee, & Phillips-Miller, 1999).
Ο Gass (1993a) αναφέρει πέντε αρχές που διέπουν την ΑΤ ως θεραπευτική διαδικασία:
- Οι συμμετέχοντες εμπλέκονται ενεργά και δεν είναι απλά παθητικοί αποδέκτες στη θεραπευτική διαδικασία.
- Οι δραστηριότητες ωθούν τους συμμετέχοντες να δημιουργήσουν προσωπικά κίνητρα για ενεργή εμπλοκή και ανάληψη ευθύνης.
- Οι συνέπειες, αρνητικές ή θετικές, που συνδέονται με τη συμμετοχή στις δραστηριότητες επηρεάζουν άμεσα τους συμμετέχοντες.
- Η αντανάκλαση των συναισθημάτων είναι ένα καίριο στοιχείο της θεραπευτικής διαδικασίας.
- Οι εμπειρίες που αποκομίσουν οι συμμετέχοντες πρέπει να δύνανται να μεταφερθούν σε μελλοντικές καταστάσεις.
Η ΑΤ αξιοποιεί παραδοσιακές ψυχοκοινωνικές και εκπαιδευτικές θεωρίες που περιλαμβάνουν τόσο ατομική όσο και ομαδική συμβουλευτική. Ωστόσο, διαφέρει από την παραδοσιακή συμβουλευτική, καθώς αξιοποιεί τον παράγοντα του πραγματικού και αντιληπτού κινδύνου, προωθώντας την επεξεργασία και τη μεταφορά της μάθησης σε ψυχολογικά, εκπαιδευτικά, κοινωνιολογικά, φυσικά και πνευματικά οφέλη (Fletcher & Hinkle, 2002). Υπό αυτό το πρίσμα, ο Gass και οι άλλοι (2012) αναφέρουν ότι τα βασικά στοιχεία της ΑΤ που τη διαφοροποιούν ή τη συνδέουν με άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι:
- Η θετική επίδραση της φύσης στη θεραπευτική διαδικασία.
- Η θετική χρήση του στρες.
- Η ενεργή και άμεση συμμετοχή και ευθύνη του συμμετέχοντα στη θεραπευτική διαδικασία.
- Η συμμετοχή σε εμπειρίες που δημιουργούν νόημα για τον ίδιο τον συμμετέχοντα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις φυσικές συνέπειες.
- Η εστίαση στις θετικές αλλαγές στην τρέχουσα και μελλοντική λειτουργική συμπεριφορά.
- Η χρήση άγνωστων εμπειριών στη φύση.
Ο ρόλος του συμβούλου στη θεραπεία μέσω της περιπέτειας.
Υποστηρίζεται συχνά ότι τα προγράμματα AT εφαρμόζονται χωρίς ένα τυποποιημένο πρωτόκολλο για τον καθορισμό των υπηρεσιών που παρέχουν, καθώς υστερούν στην περιγραφή και την καθιέρωση επαγγελματικών προσόντων που απαιτούνται για την υλοποίηση σχετικών προγραμμάτων (Newes & Bandoroff, 2004). Λόγω αυτού, η συμμετοχή σε παρεμβάσεις περιπέτειας χωρίς εκπαίδευση ή κατάρτιση θα μπορούσε να έχει όχι μόνο αρνητικά ψυχολογικά αποτελέσματα, αλλά και πιθανές επιβλαβείς φυσικές επιπτώσεις στους συμμετέχοντες. Κατά συνέπεια, ο σύμβουλος στην ΑΤ θα πρέπει να είναι επαγγελματικά εκπαιδευμένος τόσο σε τεχνικές συμβουλευτικής όσο και στον προγραμματισμό και υλοποίηση δραστηριοτήτων περιπέτειας στη φύση (Tucker & Norton, 2013). Για τις ανάγκες της έρευνας ο όρος σύμβουλος χρησιμοποιείται για τον ορισμό του εκπαιδευτή, διευκολυντή, θεραπευτή κ.ά. Υπό αυτό το πρίσμα, ο σύμβουλος στην ΑΤ θα πρέπει να διαθέτει τόσο παραδοσιακές συμβουλευτικές δεξιότητες (soft skills) όσο και πρόσθετες δεξιότητες όπως ο προγραμματισμός, η επιλογή και η διαχείριση υπαίθριων αθλητικών δραστηριοτήτων (hard skills) έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η σωματική και η συναισθηματική ασφάλεια όλων των συμμετεχόντων (Fletcher & Hinkle, 2002; Priest & Gass, 1997; Tucker, 2009). Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να διαθέτει όλες τις απαραίτητες δεξιότητες για να μπορεί να σχεδιάζει και να συνδέει τις εμπειρίες περιπέτειας με κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τους συμμετέχοντες, εστιάζοντας στην ανάπτυξη συγκεκριμένων θεραπευτικών αποτελεσμάτων (Gass et al., 2012). Επίσης θα πρέπει να είναι ικανός να διαχειρίζεται την επεξεργασία των πληροφορίων καθώς και να μπορεί να μεταφέρει την εμπειρία που αποκτάται μέσω της περιπέτειας στην πραγματική ζωή των συμμετεχόντων (Fletcher & Hinkle, 2002). Στο πλαίσιο αυτό, οι Alvarez και Stauffer (2001) αναφέρουν τρεις σημαντικούς τομείς που πρέπει να έχει αναπτύξει δεξιότητες ο σύμβουλος στην ΑΤ: α) να παρέχει συμβουλευτική, β) να διαθέτει κατάρτιση στην ΑΤ ώστε να είναι σε θέση να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες δραστηριότητες, εργαλεία, και τεχνικές και τέλος γ) να διαθέτει δεξιότητες για να ενσωματώσει τις εμπειρίες της ΑΤ στην κύρια θεραπεία.
Είναι χρήσιμο να τονιστεί επίσης, ότι στην ΑΤ ο σύμβουλος δεν λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για αλλαγή, καθώς η εμπειρία καταλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο, αφήνοντας τον σύμβουλο να έχει έναν υποστηρικτικό ρόλο στη συν-κατασκευή των διαδικασιών αλλαγής για τους συμμετέχοντες (Gass & Gillis, 2010; Gass et al., 2012). Επιπρόσθετα, σε συνδυασμό με το ανεπίσημο και μη προβλέψιμο περιβάλλον της φύσης, η δυναμική της ΑΤ αφαιρεί πολλά από τα εμπόδια που παρεμβαίνουν και δυσκολεύουν την αλληλεπίδραση μεταξύ συμβούλου και συμμετεχόντων, ενισχύοντας τη θεραπευτική σχέση (Gass et al., 2012). Παρ’ όλα αυτά, ο σύμβουλος στην ΑΤ, είναι πιθανό να διατηρήσει λιγότερο αυστηρά όρια, λόγω της φύσης και της δομής της θεραπείας στη φύση. Κατά συνέπεια είναι ανάγκη, δεδομένου ότι τα όρια είναι ήδη λιγότερο ευδιάκριτα και σαφή στη φύση, οι σύμβουλοι ΑΤ να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα επαγγελματικά και προσωπικά όρια, καθώς ενδέχεται να προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες τόσο σε μεμονωμένο πελάτη όσο και σε ολόκληρη την ομάδα (Becker, 2010).
Ο ρόλος της επεξεργασίας των πληροφορίων στην θεραπεία μέσω της περιπέτειας.
Η συμμετοχή σε δραστηριότητες στη φύση δημιουργούν εμπειρίες που ενδέχεται να δημιουργήσουν τόσο θετική, όσο και αρνητική επίδραση στους συμμετέχοντες. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο ρόλος του συμβούλου στην ΑΤ είναι να παρακολουθήσει, να καταγράψει και να επεξεργαστεί τις εμπειρίες, τις αντιδράσεις και τη δυναμική των συμμετεχόντων, με στόχο την διευκόλυνση της διαδικασίας αλλαγής τους. Συγκεκριμένα, πρωταρχικός στόχος του συμβούλου είναι, αξιοποιώντας τις εμπειρίες περιπέτειας, να υποστηρίξει τους συμμετέχοντες στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων που μπορούν να μεταφέρουν στη καθημερινή ζωή τους (Luckner & Nadler, 1992). Η επίτευξη του παραπάνω στόχου επιτυγχάνεται μέσα από τη διαδικασία της επεξεργασίας των πληροφοριών, μέσω της τεχνικής της αντανάκλασης (Reflection). Μέσω της επεξεργασίας ενισχύεται ο αντίκτυπος της εμπειρίας, που αποκτάται από την περιπέτεια, στη θεραπευτική διαδικασία και μπορεί να λάβει χώρα πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δραστηριότητα (Gass, 1993a). Αναλυτικότερα, η διαδικασία της επεξεργασίας μπορεί να αξιοποιηθεί για: α) να βοηθήσει τους συμμετέχοντες να επικεντρωθούν ή να αυξήσουν την ευαισθητοποίησή τους σε θέματα πριν από ένα γεγονός ή μια εμπειρία, β) να διευκολύνει την ευαισθητοποίηση ή να προωθήσει την αλλαγή όταν η εμπειρία λαμβάνει χώρα, γ) να περιγραφεί και ή να συζητηθεί η εμπειρία μετά την ολοκλήρωσή της και τέλος (δ) να ενισχύσει τις αντιλήψεις σχετικά με την επιθυμητή αλλαγή, προωθώντας στη συνέχεια την ενσωμάτωση της στις ζωές των συμμετεχόντων, μετά την ολοκλήρωση της εμπειρίας (Gass, 1993a).
Η φύση ως θεραπευτικό περιβάλλον στην Θεραπεία μέσω της περιπέτειας.
Η AT αξιοποιεί το φυσικό περιβάλλον για να υποστηρίξει τα άτομα στην επίτευξη των επιθυμητών θεραπευτικών στόχων τους (Beringer & Martin, 2003). Η φύση αποτελεί ένα θεραπευτικό περιβάλλον, καθώς μπορεί να προσφέρει φυσικές προκλήσεις, ενισχύοντας τα οφέλη για τη σωματική και ψυχολογική αποκατάσταση του ατόμου (Miles, 1987). Επιπλέον, οι εμπειρίες που αποκτά το άτομο στη φύση μπορούν να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στην ψυχική υγεία του, καθώς ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση του, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του άγχους, αφού προσφέρουν μια αίσθηση ηρεμίας, απωθώντας τις αρνητικές σκέψεις που ενδέχεται να οδηγήσουν σε αγχωτικές καταστάσεις (Ewert & Voight, 2012; Mam & Wirdati, 2017).
Σύμφωνα με τον Miles, (1987) η φύση μπορεί να συμβάλει στην υγεία του ατόμου με τους παρακάτω τρόπους:
- Στη φύση το άτομο βιώνει αδυναμία να ελέγξει το περιβάλλον, κάτι που μπορεί να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει το άγχος και το στρες της καθημερινής ζωής.
- Ο περιορισμένος έλεγχος των στοιχείων της φύσης μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του καταναγκαστικού ελέγχου σε άλλες πτυχές της ζωής του ατόμου οδηγώντας το σε μια πιο χαλαρή και άνετη στάση.
- Η φύση μπορεί να βοηθήσει το άτομο στη βελτίωση της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθηση του, υποστηρίζοντας το να αντιμετωπίσει τις αντίξοες συνθήκες της καθημερινότητας του.
- Στη φύση το άτομο βελτιώνει την ικανότητα να μαθαίνει μέσα από την εμπλοκή με το περιβάλλον.
- Οι φυσικές προκλήσεις μπορούν να βελτιώσουν την φυσική κατάσταση του ατόμου.
Ο ρόλος του κινδύνου στην Θεραπεία μέσω της περιπέτειας.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι συστατικά στοιχεία των υπαίθριων δραστηριοτήτων περιπέτειας, και μοναδικές συνιστώσες της φύσης, είναι οι έννοιες του κινδύνου, της πρόκλησης, της αβεβαιότητας, καθώς και η άμεση συνέπειας των πράξεων (Barnett, 2005; Barton, 2006; Ewert, 1989; Lee, Tseng, & Jan, 2015). Η έννοια του κίνδυνου αναφέρεται στην πιθανότητα μια συγκεκριμένη δράση να προκαλέσει είτε σωματική, είτε ψυχολογική βλάβη στο άτομο (Barton, 2006). Η περιπέτεια στη φύση προκαλεί στο άτομο είτε πραγματικούς, είτε αντιληπτούς φυσικούς και ψυχολογικούς κινδύνους (Fletcher & Hinkle, 2002; Priest, 1992) που συνδέονται με την αναζήτηση της πρόκλησης, του φόβου και των συγκινήσεων μέσα από τη συμμετοχή σε δραστηριότητες στη φύση (Barnett, 2005; Cater, 2006). Ο πραγματικός κίνδυνος εκθέτει το άτομο σε πιθανή σωματική ή ψυχική βλάβη, ενώ ο αντιληπτός κίνδυνος αποτελεί μια ψευδαίσθηση του ίδιου του κινδύνου (Ewert, 1989). Παρόλα αυτά, ως αποτέλεσμα της πρόκλησης και της ανάληψης αυτών των κινδύνων, τα άτομα καταφέρνουν επιτεύγματα που δεν πιστεύαν ότι μπορούν να επιτύχουν, ενώ παράλληλα κατανόησαν, ότι μπορούν να μεταφέρουν την εμπειρία αυτή στην καθημερινότητά τους (Gall, 1987; Ringer, 1994). Στο πλαίσιο αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι τα στοιχεία του κινδύνου και της πρόκλησης αποτελούν ουσιαστικό μέρος ενός επιτυχημένου σχεδιασμού προγραμμάτων δραστηριοτήτων περιπέτειας, καθώς μπορούν να επηρεάσουν το άτομο τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Πράγματι, τα οφέλη που ενδέχεται να προκύψουν από τη συμμετοχή σε υπαίθριες δραστηριότητες περιπέτειας, διευκολύνονται μέσω της παροχής των κατάλληλων φυσικών και τεχνικών πόρων, καθώς και μέσω του κατάλληλου σχεδιασμού προγραμμάτων, που σκοπίμως λειτουργούν προς επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (Dickson, Gray, & Mann, 2008; Ewert, 1989) καθώς αυτό που κινητοποιεί ένα άτομο να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα περιπέτειας πρέπει να συνδέεται πρωταρχικά με τα κίνητρα του (Ewert & Vernon, 2013).
Σχεδιασμός προγραμμάτων περιπέτεια στην φύση
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο σχεδιασμός ενός προγράμματος ΑΤ αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει από τη μια πλευρά την πλήρη αξιολόγηση και διάγνωση των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων, όπως για παράδειγμα τη συναισθηματική ωριμότητα, τα επίπεδα φυσικών δεξιοτήτων, τις γνωστικές ικανότητες και τις ψυχικές ή σωματικές ιδιαιτερότητες και από την άλλη την κατάλληλη επιλογή των δραστηριοτήτων που θα επιλεχτούν για να οδηγήσουν στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών αλλαγής (Gass, 1993a; Fletcher & Hinkle, 2002). Υπό αυτό το πρίσμα, οι δραστηριότητες περιπέτειας αποτελούν συστατικό στοιχείο του σχεδιασμού στην ΑΤ, καθώς μπορούν να αξιοποιηθούν ως εναλλακτικές πηγές διέγερσης, όπου μέσα από αυτές οι σύμβουλοι μπορούν να καθοδηγούν τους συμμετέχοντες προς την επίτευξη των επιθυμητών θεραπευτικών στόχων τους. Ο σχεδιασμός του προγράμματος δραστηριοτήτων και η σύνδεσή τους με τους στόχους θεραπείας απαιτεί από τον σύμβουλο αφενός την ικανότητα αξιολόγησης των συμμετεχόντων και αφετέρου την κατανόηση των εμπειριών που προκαλούν οι επιλεγμένες δραστηριότητες (Gass, 1997; Fletcher & Hinkle, 2002; Tucker & Norton, 2013). Σε αυτό το πλαίσιο, ο βαθμός πρόκλησης των δραστηριοτήτων θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλός, έτσι ώστε να προκαλεί μαθησιακή εμπειρία στους συμμετέχοντες. Ωστόσο, κατά τον σχεδιασμό του προγράμματος, την επιλογή και αλληλουχία των δραστηριοτήτων, ο σύμβουλος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στο να διασφαλίζει τόσο τη συναισθηματική όσο και τη φυσική ασφάλεια των συμμετεχόντων (Tucker, 2009).
Συγκεκριμένα, η Ringer (1994) αναφέρει ότι τα χαρακτηριστικά του σχεδιασμού ενός προγράμματος ΑΤ θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής:
- Την αξιολόγηση των συμμετεχόντων πριν από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα.
- Τη διαμόρφωση των θεραπευτικών στόχων πριν από την έναρξη του προγράμματος.
- Την επιλογή των κατάλληλων δραστηριοτήτων με κριτήριο τη δυνατότητά τους να δημιουργούν προσωπική αλλαγή στους συμμετέχοντες.
- Tην αξιοποίηση της αντανάκλασης των συναισθημάτων για τον εντοπισμό νέων εμπειριών από τους συμμετέχοντες και την ενθάρρυνση της μεταφοράς τους στην καθημερινότητά τους.
Ένα πρόγραμμα ΑΤ μπορεί να περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως: πεζοπορία, ράφτινγκ, κανό, σκι, ιστιοπλοΐα, αναρρίχηση, ποδηλασία κ.ά. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να αξιοποιεί και μια σειρά από δραστηριότητες επίτευξης στόχων, ευαισθητοποίησης, εμπιστοσύνης, επίλυσης και επεξεργασίας ατομικών προβλημάτων (Luckner & Nadler, 1992; Mason, 1987).
Η θεραπεία μέσω της περιπέτειας στην θεραπεία των εξαρτήσεων
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ΑΤ είναι μια αναδυόμενη θεραπευτική παρέμβαση στην πρακτική της ψυχικής υγείας, καθώς μπορεί να δημιουργήσει οφέλη στην κοινωνική, ψυχολογική, σωματική, γνωσιακή και πνευματική διάσταση του ατόμου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα προγράμματα ΑΤ μπορούν να παρέχουν έναν εναλλακτικό τρόπο συμβουλευτικής στο πεδίο των εξαρτήσεων, ωθώντας τα υπό απεξάρτηση άτομα να αρχίσουν να πειραματίζονται με εναλλακτικές συμπεριφορές και να δοκιμάζουν νέα πράγματα, υποστηρίζοντας τα παράλληλα να συνειδητοποιούν την επίδραση που έχουν αυτές οι συμπεριφορές στον εαυτό τους. Έτσι, η ΑΤ μπορεί να βοηθήσει τα εθισμένα από ουσίες άτομα να κατανοήσουν τις αλλαγές που χρειάζονται και θέλουν να κάνουν στη ζωή τους, δίνοντας τους παράλληλα μια αίσθηση ολοκλήρωσης, αυξάνοντας την αυτοεκτίμηση και την αυτό-αποτελεσματικότητά τους (Russell et al., 1999). Επιπρόσθετα, τα άτομα αυτά μπορούν να επωφεληθούν από τη συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα ΑΤ, καθώς μπορούν να εκπαιδευτούν να διαχειρίζονται τα αρνητικά συναισθήματα τους, να βελτιώσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας και να υιοθετήσουν έναν υγιή τρόπο ζωής, έτσι ώστε να αναπτύξουν στρατηγικές για την αντιμετώπιση της αποχής από τις ουσίες (Bettmann, Russell, & Parry, 2013; Gillis & Simpson, 1991; Gass & McPhee, 1990). Υπό αυτό το πρίσμα, τα προγράμματα ΑΤ μπορούν να δημιουργήσουν ένα ελκυστικό περιβάλλον για παραμονή στη θεραπεία απεξάρτησης (Gillis & Simpson, 1991), αλλά και να προταθούν ως μια εναλλακτική λύση για εξαρτημένα άτομα που δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν παραδοσιακή θεραπεία (Russell, 2007).
Μεθοδολογία
Πλαίσιο
Η συγκεκριμένη μελέτη αφορά την εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος θεραπείας μέσω της περιπέτειας, διάρκειας 5 ημερών για άτομα που παρακολουθούν θεραπεία κατά των εξαρτήσεων. Η εφαρμογή του πιλοτικού προγράμματος ΑΤ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο υλοποίησης του σχεδίου: Reintegration Through Sport που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Erasmus+ Sport. Η μελέτη είχε ως στόχο την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων ως προς τη χρησιμότητα, την αξία, την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα του πιλοτικού προγράμματος, στοχεύοντας στην προώθηση εφαρμογής του στη θεραπευτική διαδικασία στο πεδίο των εξαρτήσεων.
Συμμετέχοντες
Στο πιλοτικό πρόγραμμα συμμετείχαν εθελοντικά 14 θεραπευμένοι από τα Θεραπευτικά Προγράμματα του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) (www.kethea.gr). Το δείγμα αποτελείτο από 11 άνδρες και 3 γυναίκες, πολύ-χρήστες ναρκωτικών ουσιών, με μέσο όρο ηλικίας 31,6 ετών (ελάχιστο 24 – μέγιστο 40). Η διάρκεια παραμονής στη θεραπείας των συμμετεχόντων ήταν από 3 έως 45 μήνες (ΜΟ=13,2 μήνες) και τα έτη εμπλοκής με τη χρήση ουσιών ήταν από 5 έως 18 χρόνια (ΜΟ=13,5 έτη). Τα κριτήρια συμμετοχής τους στο πρόγραμμα ήταν να έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον τρεις (3) μήνες στην κύρια φάση θεραπείας, να έχουν καλή φυσική κατάσταση και να θέλουν οικειοθελώς να συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Πριν από την ένταξή τους, ενημερώθηκαν σχετικά με τον ερευνητικό σχεδιασμό, την εμπιστευτικότητα της ανωνυμίας της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και τους ζητήθηκε να υπογράψουν έντυπο γραπτής συγκατάθεσης. Επίσης ενημερώθηκαν, ότι θα μπορούσαν να διακόψουν τη συμμετοχή τους οποτεδήποτε επιθυμούσαν.
Διαδικασία
Το πρόγραμμα ΑΤ πραγματοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου, στα Ιωάννινα και περιλάμβανε υπαίθριες δραστηριότητες περιπέτειας, όπως κάμπινγκ, ράφτινγκ, rappel, ποδηλασία βουνού, τοξοβολία, πεζοπορία, canyoning, καθώς και δραστηριότητες εμπιστοσύνης, συνεργασίας, στοχοθέτησης επίλυσης προβλημάτων κ.ά.
Το πρόγραμμα περιπέτειας εφαρμόστηκε από δύο συμβούλους – εμπειρογνώμονες της μεθοδολογίας ΑΤ. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι σύμβουλοι δεν είχαν καμία προϋπάρχουσα επαφή ή γνωριμία με τους συμμετέχοντες, καθώς προερχόντουσαν από την Ισπανία. Καθ’ όλη την διάρκεια του προγράμματος υπήρχε διερμηνεία όπου διευκόλυνε την επικοινωνία μεταξύ των συμβούλων και των συμμετεχόντων. Τα κύρια καθήκοντά τους ήταν να διαχειριστούν το πρόγραμμα και τις δραστηριότητες, να εξασφαλίσουν έναν συναισθηματικά και σωματικά ασφαλή χώρο, καθώς και να διευκολύνουν την επεξεργασία και τη μεταφορά των εμπειριών. Ο σχεδιασμός του προγράμματος από τους συμβούλους ήταν προσανατολισμένος στις ανάγκες των συμμετεχόντων και είχε ως στόχο να παράσχει ευκαιρίες για να προκληθούν θετικές εμπειρίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επίτευξη των θεραπευτικών στόχων. Για τη σύνδεση των αναγκών των συμμετεχόντων με τον σχεδιασμό του προγράμματος αξιοποιήθηκαν τόσο πληροφορίες για τους ιδίους τους συμμετέχοντες (φάση θεραπείας, προφίλ, κτλ.) όσο και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την υλοποίηση του σχεδίου. Κατά την διάρκεια του προγράμματος ΑΤ, οι συμμετέχοντες, μέσω της αντανάκλασης και της συζήτησης με τους συμβούλους και τους ομοτίμους τους, παροτρυνθήκαν να συσχετίσουν τις εμπειρίες τους με τη θεραπευτική διαδικασία και τους στόχους τους. Σύμφωνα με τον Gass (1993a), οι δραστηριότητες επεξεργασίας αξιοποιούνται για την προώθηση της αλλαγής, ενσωματώνοντας την εμπειρία στη ζωή των συμμετεχόντων. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, βασικό στοιχείο των προγραμμάτων περιπέτειας είναι σωστή αντιστοίχιση των δραστηριοτήτων με τις ανάγκες των πελατών. Ο σχεδιασμός του συγκεκριμένου προγράμματος, η επιλογή, ο προγραμματισμός και η ακολουθία των δραστηριοτήτων βασίστηκε στα αποτελέσματα του σχεδίου: Reintegration Through Sport (Rose et al., 2019).
Εργαλεία συλλογής δεδομένων
Adventure Therapy Experience Scale / ATES 5.0 (Russell & Gillis, 2018).
Το ATES 5.0 είναι ένα ερευνητικό εργαλείο αυτό-αναφοράς που περιλαμβάνει 22 κλειστού τύπου ερωτήσεις και 2 ανοικτού. Ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s alpha του ερωτηματολογίου είναι α=.92. Οι 2 κλειστού τύπου ερωτήσεις αναφέρονται στη σύνδεση των θεραπευτικών στόχων με τη συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα θεραπείας μέσω της περιπέτειας ενώ οι υπόλοιπες 20 αναφέρονται σε 5 υπό-παράγοντες που ενδέχεται να αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου προγράμματος. Οι παράγοντες αυτοί είναι: α) Δια-προσωπικός παράγοντας (Inter-personal) – 4 ερωτήσεις, β) Ενδο-προσωπικός παράγοντας (Intra-personal) – 4 ερωτήσεις, γ) Αντανάκλαση (Reflection) – 4 ερωτήσεις, δ) Σχέση με την φύση (Nature) – 4 ερωτήσεις, και τέλος γ) Πρόκληση (Challenge) – 4 ερωτήσεις. Οι είκοσι δύο ερωτήσεις αξιολογούνται σε μια κλίμακα Likert 10 βαθμών (1 – Διαφωνώ απόλυτα / 10 – Συμφωνώ Απόλυτα).
Ο «Δια-προσωπικός» και ο «Ενδο-προσωπικός» παράγοντας αξιολογούν τις εμπειρίες που αναπτύσσουν οι συμμετέχοντες μέσα από μια ποικιλία καθημερινών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια του προγράμματος, που συνδέονται με συμπεριφορές που διευκολύνουν τη συνεργασία και την κατάργηση των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, επιτρέποντας τα μέλη της ομάδας να γνωρίσουν καλύτερα ο ένας τον άλλον και να σχηματίσουν στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Ενδεικτικές ερωτήσεις: «Ένιωσα υποστήριξη και ενθάρρυνση από τους ομότιμούς μου», «Δεν ένιωσα μέλος της ομάδας», «Ένιωσα ελάχιστα ή και καθόλου το αίσθημα της ολοκλήρωσης».
Ο παράγοντας «Αντανάκλαση» αξιολογεί τη διαδικασία επεξεργασίας των πληροφοριών που καθοδηγούσε τους συμμετέχοντες να εξετάσουν τη συμπεριφορά τους, να σκεφτούν διαφορετικά και να δημιουργήσουν νέα συναισθήματα και συμπεριφορές. Ενδεικτικές ερωτήσεις: «Αυτή η εμπειρία με οδήγησε στο να εξετάσω τη συμπεριφορά μου», «Αυτή η εμπειρία μου δημιούργησε καινούργια συναισθήματα».
Ο παράγοντας «Φύση» αξιολογεί την επίδραση που έχει στο άτομο η παραμονή του στο φυσικό περιβάλλον. Ενδεικτικές ερωτήσεις: «Είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα το να βρίσκομαι στη φύση», «Ένιωσα χαλαρός/ή και αναζωογονημένος/η με την παραμονή μου στη φύση», «Απόλαυσα την απλή ομορφιά της φύσης και αυτό έχει αντίκτυπο στη ζωή μου»
Ο παράγοντας «Πρόκληση» αξιολογεί τη φυσική πρόκληση των δραστηριοτήτων, που ενδέχεται να ωθήσει πέρα από τα όρια τους συμμετέχοντες. Ενδεικτικές ερωτήσεις: «Ένιωσα σωματική πρόκληση», «Ένιωσα σωματικά υγιής».
Για την εφαρμογή του ερωτηματολογίου στις συνθήκες της συγκεκριμένης μελέτης δεν αξιοποιήθηκαν οι 2 ανοικτού τύπου ερωτήσεις.
Participant Evaluation of Instructor and Program Quality / PEIPQ-B (Richards & Neill, 1994).
Το PEIPQ-B είναι ένα ερευνητικό εργαλείο αυτό-αναφοράς 52 ερωτήσεων που αξιολογούν 10 παράγοντες σχετικά με την ποιότητα υπαίθριων προγραμμάτων περιπέτειας και στηρίζεται στο ερωτηματολόγιο ικανοποίησης του Marsh (1982). Ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’α για τους 10 παράγοντες κυμαίνεται μεταξύ .88 και .97. Οι ερωτήσεις αξιολογούνται σε μια κλίμακα Likert 8 βαθμών (1 – Οπωσδήποτε Ψέματα / 8 – Οπωσδήποτε Αλήθεια). Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης αξιοποιηθήκαν οι 51 ερωτήσεις και οι 9 παράγοντες. Οι παράγοντες είναι:
- Οργάνωση της Πιλοτικής Εφαρμογής (PO)
- Επίδραση στην προσωπική ανάπτυξη (PD)
- Αξία του προγράμματος (PV)
- Ο εκπαιδευτής ως παράδειγμα (IEE)
- Η σχέση μεταξύ εκπαιδευτή/εκπαιδευόμενου (IPR)
- Δεξιότητες του εκπαιδευτή (IAS)
- Ο Εκπαιδευτής Γενικά (IG)
- Η συνεργασία της ομάδας (GCP)
- Οι σχέσεις μέσα στην ομάδας (GR)
Ενδεικτικές ερωτήσεις ήταν: «Έμαθα πολλά για τον εαυτό μου μέσα από αυτό το πρόγραμμα», «Κατά τη διάρκεια του προγράμματος πέτυχα πράγματα που νόμιζα ότι ήταν πέρα από τα προσωπικά μου όρια», «Ο εκπαιδευτής ενθάρρυνε τους συμμετέχοντες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις», «Ο εκπαιδευτής έδειξε καλή κατανόηση για το πώς αντιμετώπιζα τις δραστηριότητες του προγράμματος», «Οι ομαδικές συζητήσεις ήταν χρήσιμες και παραγωγικές», «Τα μέλη της ομάδας συνεργάστηκαν και μοιράστηκαν πολύ καλά τις ευθύνες μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του προγράμματος», «Αισθανόμουν άνετα και αποδεκτός/ή μέσα στην ομάδα».
Η προσαρμογή των παραπάνω ερευνητικών εργαλείων από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα βασίστηκε στη μεθοδολογία «μετάφραση προς τα πίσω» (Back Translation). Επιπρόσθετα προσαρμόστηκε στις ανάγκες τους πληθυσμού στόχου. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τα εργαλεία αξιολόγησης την 5η ημέρα της εφαρμογής του πιλοτικού προγράμματος.
Δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s alpha
Ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s alpha (α) για το ερευνητικό εργαλείο ATES είναι αποδεκτός με α=.76, ενώ αντίστοιχα για το PEIPQ-B είναι ικανοποιητικός με α=.89
Ανάλυση δεδομένων
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η εφαρμογή του πιλοτικού προγράμματος ΑΤ είχε θετικό αντίκτυπο στους συμμετέχοντες και αποδείχθηκε επιτυχημένο (Πίνακας 1). Αναλυτικότερα, η αξιολόγηση του υπό-παράγοντα «Φύση» παρουσιάζει υψηλή βαθμολογία (Μ=9.6, SD=.93) σχετικά με τον αντίκτυπο που είχε η παραμονή στη φύση και στο φυσικό περιβάλλον, καθώς φαίνεται να επηρέασε θετικά τη ζωή των συμμετεχόντων. Η αξιολόγηση του υπό-παράγοντα «Αντανάκλαση» έλαβε υψηλό μέσο όρο (Μ=8.9, SD=1.26), γεγονός που υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα της διαδικασία μεταφοράς και σύνδεσης των εμπειριών του προγράμματος με τους θεραπευτικούς στόχους. Η αξιολόγηση του «δια-προσωπικού» παράγοντα (Μ=9.2, SD=.92) δείχνει τον θετικό αντίκτυπο των δραστηριοτήτων και των εμπειριών που αποκτήθηκαν στο «δέσιμο» της ομάδας. Επίσης, η αξιολόγηση του «ενδο-προσωπικού» παράγοντα (Μ=7.3, SD=1.12) δείχνει ότι η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα ΑΤ μπορεί να ενισχύσει την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου. Το ίδιο θετικά λειτούργησε η συμμετοχή σε δραστηριότητες που απαιτούσαν μεγαλύτερη προσπάθεια σε σχέση με την καθημερινότητα καθώς η αξιολόγηση του υπό-παράγοντα «πρόκληση» (Μ=7.3, SD=1.57) δείχνει ότι το πρόγραμμα ήταν αρκετά προκλητικό για τους συμμετέχοντες, αυξάνοντας έτσι το ενδιαφέρον τους να συμμετέχουν σε αυτό. Ξεχωριστός όμως λόγος πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα τους βοήθησε στην επίτευξη των θεραπευτικών τους στόχων (Μ=9, SD=1.36) καθώς τους υποστήριξε να παραμείνουν εστιασμένοι σε αυτούς (Μ=7.6, SD=1.6).
Αντίστοιχα, οι αξιολογήσεις της κλίμακας PEIPQ-B (Πίνακας 1) δείχνουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο ικανοποίησης από τους συμμετέχοντες σε όλους τους παράγοντες. Συγκεκριμένα, υπήρχε πολύ υψηλή ικανοποίηση για την οργάνωση (Μ=7.1, SD=.69) και την αξία του προγράμματος (Μ=7.5, SD=.41). Επιπρόσθετα, το ίδιο ικανοποιημένοι ήταν οι συμμετέχοντες από τη συμπεριφορά των συμβούλων (Μ=7.6, SD=.45), τη σχέση που δημιούργησαν μαζί τους (Μ=7.3, SD=.61) αλλά και την τεχνική τους κατάρτιση (Μ=7.6, SD=.38). Σχετικά με την ανάπτυξη της ομάδας (Μ=7.5, SD=.33) και το δέσιμο μεταξύ των μελών της ομάδας (Μ=7.6, SD=.36), οι συμμετέχοντες αναφέρουν πολύ υψηλά αποτελέσματα. Τέλος, οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι το πρόγραμμα είχε υψηλό θετικό αντίκτυπο στην προσωπική ανάπτυξη και ψυχική τους ευημερία (Μ=7, SD=.71).
Πίνακας 1. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις
ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ | Item | Μ | SD |
Participant Evaluation of Instructor and Program Quality | |||
Οργάνωση της Πιλοτικής Εφαρμογής | 5 | 7.1 | .69 |
Επίδραση στην προσωπική ανάπτυξη | 5 | 7 | .71 |
Αξία του προγράμματος | 5 | 7.5 | .41 |
Ο εκπαιδευτής ως παράδειγμα | 5 | 7.6 | .45 |
Η σχέση μεταξύ εκπαιδευτή- εκπαιδευόμενου | 10 | 7.3 | .61 |
Δεξιότητες του εκπαιδευτή | 10 | 7.6 | .38 |
Ο Εκπαιδευτής Γενικά | 3 | 7.8 | .32 |
Η συνεργασία της ομάδας | 5 | 7.5 | .33 |
Οι σχέσεις μέσα στην ομάδας | 3 | 7.6 | .36 |
Adventure Therapy Experience Scale | |||
Ανάφερε πόσο σε βοήθησε η εμπειρία στο πρόγραμμα να πετύχεις τους (θεραπευτικούς) στόχους σου; | 1 | 9 | 1.36 |
Πόσο εστιασμένος/η ήσουνα στους (θεραπευτικούς) στόχους σου κατά τη διάρκεια της εμπειρίας σου στο πρόγραμμα; | 1 | 7.6 | 1.6 |
Δια–προσωπικός παράγοντας | 4 | 9.2 | .92 |
Ενδο-προσωπικός παράγοντας | 4 | 7.3 | 1.12 |
Αντανάκλαση | 4 | 8.9 | 1.26 |
Σχέση με την φύση | 4 | 9.6 | .93 |
Πρόκληση | 4 | 7.3 | 1.57 |
Πίνακας 2. Συσχετίσεις
INTER | REFL | NAT | PD | PV | IPR | |
REFL | ,574* | |||||
NAT | ,631* | ,606* | ||||
PD | ,122 | ,414 | ,180 | |||
PV | ,275 | ,392 | ,387 | ,734** | ||
IPR | ,414 | ,658* | ,383 | ,513 | ,600* | |
IAS | ,341 | ,613* | ,383 | ,506 | ,490 | ,874** |
Correlation is significant at the 0.05 level (2-tailed).*
Correlation is significant at the 0.01 level (2-tailed).**
Ο πίνακας 2 δείχνει τις συσχετίσεις μεταξύ παραγόντων. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι υπάρχει υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ του παράγοντα: Αξία του προγράμματος (PV) και του παράγοντα: Επίδραση στην προσωπική ανάπτυξη (PD) με r=.734, p<.01. Επίσης, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ του παράγοντα: Αντανάκλαση (REFL) και των παραγόντων: σχέση μεταξύ εκπαιδευτή/εκπαιδευόμενου (IPR) και δεξιότητες του εκπαιδευτή (IAS) με r=.66, p<.05 και r=.61, p<.05 αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε ότι ο παράγοντας: φύσης (NAT) παρουσιάζει θετική συσχέτιση με τον παράγοντα διαπροσωπικές σχέσεις (INTER), με r=.606, p<.05.
Συμπεράσματα
Η συμβουλευτική στο πεδίο των εξαρτήσεων στοχεύει στην ενίσχυση της προσωπικής ανάπτυξης των υπό απεξάρτηση ατόμων, ενθαρρύνοντας την απόκτηση μιας νέας ταυτότητας που θα υποστηρίζει τη διατήρηση της αποχής από τις ουσίες (Simon & West, 2015). Στο πλαίσιο αυτό η παροχή εναλλακτικών πηγών ενδυνάμωσης μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του κινήτρου ή της ικανότητας των ατόμων αυτών, να αντιστέκονται στους πειρασμούς. Η συγκεκριμένη μελέτη παρέχει πρόσθετη υποστήριξη ότι η ΑΤ μπορεί να προταθεί ως μια εναλλακτική προσέγγιση στην παροχή συμβουλευτικής στο πεδίο των εξαρτήσεων. Η συμμετοχή σε προγράμματα δραστηριοτήτων περιπέτειας στη φύση φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει πολλαπλά οφέλη στα υπό απεξάρτηση άτομα τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Όπως αναμενόταν, τα δεδομένα, από την πιλοτική εφαρμογή, έδειξαν ότι οι εμπειρίες που αποκτούν τα υπό απεξάρτηση άτομα από ένα πρόγραμμα ΑΤ μπορούν να τα βοηθήσουν να οικοδομήσουν την αυτό-εικόνα τους, ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή και την αυτό-αποτελεσματικότητα τους, βοηθώντας τα να εντοπίσουν τα δυνατά τους σημεία, καθώς καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, αναλαμβάνοντας άμεσα την ευθύνη και τις συνέπειες των πράξεων τους, λειτουργώντας σε ένα φυσικό περιβάλλον με πραγματικές συνθήκες (Ewert, 1989; Russell et al., 1999).
Επιπρόσθετα, τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα θεραπεία μέσω περιπέτειας, ενισχύει την ομαδική συνεργασία και τον ομαδικό δεσμό, δημιουργεί νέα συναισθήματα και ενισχύει τους συμμετέχοντες να επανεξετάσουν την συμπεριφορά τους, καθώς τους υποστηρίζει να μοιραστούν τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους, τόσο με του ομότιμούς τους όσο και με τους συμβούλους, μέσω της διαδικασίας της επεξεργασία των πληροφοριών.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι ο σχεδιασμός του πιλοτικού προγράμματος και η εποπτεία των συμβούλων, παρείχαν την κατάλληλη υποστήριξη στα υπό απεξάρτηση άτομα στην επιτυχή ολοκλήρωσή του, ενώ συγχρόνως μέσω μιας διαδικασίας προβληματισμού και μεταφοράς, τα καθοδήγησαν να συνδέσουν τις εμπειρίες τους με τον θεραπευτικό σχεδιασμό τους και κατ’ επέκταση με τη ζωή τους. Σύμφωνα με το Bandura (1986, 1997) η επιτυχία προκλητικών στόχων μέσω δραστηριοτήτων με υψηλό βαθμό δυσκολίας, ενισχύουν το αίσθημα ολοκλήρωσης και ενδυναμώνουν την ανάγκη για επίτευξη. Πράγματι, σε ένα πρόγραμμα ΑΤ, τα άτομα συμμετέχουν σε δραστηριότητες που στοχεύουν την ενίσχυση της αυτό-αποτελεσματικότητάς τους, οδηγώντας τους σε μια αίσθηση ολοκλήρωσης (Hyde et al., 2008; Pries & Gass, 1997). Ως εκ τούτου, η επιλογή των κατάλληλων δραστηριοτήτων περιπέτειας θα πρέπει να αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο στο σχεδιασμό ενός προγράμματος ΑΤ και προτείνεται το επίπεδο πρόκλησης και κινδύνου αυτών των δραστηριοτήτων να ανταποκρίνεται τόσο στις ανάγκες όσο και στις δυνατότητες των υπό απεξάρτηση ατόμων. Επιπρόσθετα, μέσω αυτής της πρόκλησης ενδέχεται να αυξηθεί το κίνητρό τους να συμμετάσχουν, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής προγραμμάτων ΑΤ στη θεραπευτική διαδικασία απεξάρτησης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο σχεδιασμός ενός προγράμματος ΑΤ προϋποθέτει από τον σύμβουλο, την ικανότητα αξιολόγησης των αναγκών του πελάτη και τη σύνδεση τους με την επιλογή των κατάλληλων δραστηριοτήτων στοχεύοντας στη δημιουργία των κατάλληλων συνθήκων για αλλαγή (Becker, 2010; Gass & Gillis, 2010; Tucker, 2009).
Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την παρούσα μελέτη, σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η φύση και ο σημαντικός θετικός αντίκτυπος που έχει στη ψυχική διάθεση των υπό απεξάρτηση ατόμων. Πράγματι, το άτομο μπορεί να επωφεληθεί από τις εμπειρίες του στο φυσικό περιβάλλον όχι μόνο για να αποκαταστήσει τους εξαντλημένους ψυχικούς και σωματικούς πόρους του, αλλά παράλληλα να αναπτύξει νέες δεξιότητες (Garst, Scheider, & Baker, 2001). Στο πλαίσιο αυτό, είναι κοινά αποδεκτό, και προτείνεται, ότι μοναδικές ευκαιρίες, για την επίτευξη των παραπάνω θετικών αποτελεσμάτων, μπορούν να προσφερθούν μέσα από τη συμμετοχή σε υπαίθριες δραστηριότητες περιπέτειας στην φύση (Dickson et al., 2008; Mitchell, 2013).
Εν κατακλείδι, παρά τους περιορισμούς (μικρός αριθμός συμμετεχόντων, έλλειψη ομάδας ελέγχου) της πιλοτικής εφαρμογής, τα αποτελέσματα είναι αρκετά ενθαρρυντικά, καθώς δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις ΑΤ μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα ως συμπληρωματικό θεραπευτικό εργαλείο στην παραδοσιακή θεραπεία των εξαρτήσεων. Επιπρόσθετα, έχοντας ιδιαίτερη σημασία, είναι το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες, φαίνεται, να επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα, καθώς κατάφεραν να συνδέσουν τους θεραπευτικούς τους στόχους με τις εμπειρίες που απέκτησαν από την συμμετοχή τους σε αυτό. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω συλλογή δεδομένων για να καθοριστεί με ακρίβεια πώς η θεραπεία μέσω της περιπέτειας επηρεάζει τη ψυχολογική δομή των υπό απεξάρτηση ατόμων. Τα αποτελέσματά μας είναι ελπιδοφόρα αλλά θα πρέπει να επικυρωθούν από ένα μεγαλύτερο μέγεθος δείγματος και την αξιοποίηση περισσότερων εργαλείων μέτρησης, για να διερευνηθεί περαιτέρω η εφαρμογή του θεωρητικού μοντέλου και να αποκτηθεί βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ΑΤ μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία των εξαρτήσεων, τόσο βραχυπροθέσμα όσο και μακροπρόθεσμα, παρέχοντας μια εναλλακτική προσέγγιση παροχής συμβουλευτικής για τις εξαρτήσεις.
Περιορισμοί
Τέλος, πρέπει να εξεταστούν ορισμένοι ενδεχόμενοι περιορισμοί που διέπουν την συγκεκριμένη μελέτη. Ένας σημαντικός περιορισμός ήταν η διάρκεια του προγράμματος και ο αριθμός των συμμετεχόντων, καθώς λόγω των απαιτήσεων και δυσκολιών των συμμετεχόντων (δυσμενής καιρικές συνθήκες, έντονων συναισθηματικών αντιδράσεων, οικονομικών περιορισμών, κ.ά.) η παρέμβαση δεν ήταν εφικτό να διαρκέσει περισσότερο, ούτε θα να συμμετέχουν περισσότερα άτομα. Κατά συνέπεια, δεδομένου του μικρού μεγέθους δείγματος, προτείνεται τα ευρήματα της μελέτης, να ερμηνεύονται με προσοχή σχετικά με τη δυνατότητα μεταφοράς τους.
Επιπρόσθετα, η μελέτη περιορίστηκε από την έλλειψη ομάδας ελέγχου, ατόμων υπό θεραπεία που δεν συμμετείχαν στο πρόγραμμα ΑΤ. Αυτό θα εξασφάλιζε ότι οι αλλαγές των αποτελεσμάτων είναι αποτέλεσμα της παρέμβασης και όχι αποτέλεσμα άλλων μεταβλητών. Ωστόσο, δεν ήταν εφικτό, να δημιουργηθεί μια ομάδα ελέγχου με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με την προηγούμενη (φάση θεραπείας, κ.λπ.).
Βιβλιογραφία
Alvarez, A. G., & Stauffer, G. A. (2001). Musings on adventure therapy. The Journal of Experiential Education, 24(2), 85–91.
Bandura, A. (1997). Self – Efficacy in Changing Societies, Cambridge: Cambridge University Press.
Bandura, A. (1986). Social Foundations of Thought and Action: A Social Cognitive Theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Barnett, A. L. (2005) Measuring the ABCs of Leisure Experience: Awareness, Boredom, Challenge, Distress, Leisure Sciences, 27, 131-155.
Barton, B. (2006). Safety, Risk and Adventure in Outdoor Activities.
Becker, S. P. (2010).Wilderness Therapy: Ethical Considerations for Mental Health Professionals. Child Youth Care Forum,39: 47.
Beringer, A., & Martin, P. (2003). On adventure therapy and the natural worlds: Respecting nature’s healing, Journal of Adventure Education & Outdoor Learning, 3:1, 29-39, DOI: 10.1080/14729670385200221
Bettmann J. E., Russell C. K., & Parry J. K. (2013). How Substance Abuse Recovery Skills, Readiness to Change and Symptom Reduction Impact Change Processes in Wilderness Therapy Participants. Journal of Child and Family Studies, 22, 1039–1050.
Bettmann J. E., Russell C. K., & Parry J. K. (2013). How Substance Abuse Recovery Skills, Readiness to Change and Symptom Reduction Impact Change Processes in Wilderness Therapy Participants. Journal of Child and Family Studies, Volume 22, Issue 8, pages 1039–1050,
Bowen, D., & Neill, J. (2013). A Meta-Analysis of Adventure Therapy Outcomes and Moderators. The Open Psychology Journal. 6. 10.2174/1874350120130802001.
Cater, C.I. (2006). Playing with risk? Participant perceptions of risk and management implications in adventure tourism. Tourism Management, 27, 317325
Dickson J. T, Gray T., & Mann K., (2008). Australian Outdoor Adventure Activity Benefits Catalogue. Centre for Tourism Research, University of Canberra.
Ewert, A. & Vernon, F. (2013). Outdoor and adventure recreation. In Human Kinetics (Ed.), Introduction to recreation and leisure (2nd ed.) (pp. 321-340). Champaign, IL: Human Kinetics
Ewert, A. W., (1989). Outdoor adventure pursuits: Foundations, models, and theories. Columbus, OH: Publishing Horizons.
Ewert, A., & Voight, A. (2012). The Role of Adventure Education in Enhancing Health-related Variables.
Fletcher, T. B., & Hinkle, J. S., (2002). Adventure Based Counseling: An Innovation in Counseling. Journal of Counseling & Development, 80, 277-285.
Gall, A. L. (1987). You can take the manager out of the woods, but…Training and Development Journal, 41, 54–58.
Garst, B., Scheider, I., & Baker, D. (2001). Outdoor Adventure Program Participation Impacts on Adolescent Self-Perception. The Journal of Experiential Education, 24, 41-49.
Gass, M. A. (1993a).The evolution of processing adventure therapy experiences. In Gass, M. A. (Ed.). Adventure therapy: Therapeutic applications of adventure programming, (pp. 219— 229). Dubuque, Iowa: Kendall/Hunt Publishing Company.
Gass, M. A., & Gillis, H. L. (1998). A room with a view: Adventure therapy programs in traditional office settings. Paper presented at the Association for Experiential Education 26th Annual International Conference, Lake Tahoe, Nevada.
Gass, M. A., & Gillis, H. L. (2010). ENHANCES: Adventure therapy supervision. Journal of Experiential Education, 33, 72-89.
Gass, M. A., Gillis, H. L., & Russell, K. C. (2012). Adventure therapy: Theory, research, and practice. New York: Routledge
Gass, M., & Mc Phee, J. P. (1990). Emerging for Recovery: A Descriptive Analysis of Adventure Therapy for Substance Abusers. Journal of Experiential Education. 13. 10.1177/105382599001300206.
Gillis, L. H., & Simpson, C. (1991). Project Choices: Adventure‐Based Residential Drug Treatment for Court‐Referred Youth. By: H. L. Lee Gillis Cindy Simpson. In: Journal of Addictions & Offender Counseling, 12, 12-27.
Goldenberg, M., McAvoy, L., &Klenosky, D. (2005). Outcomes from the components of anOutward Bound experience. Journal of Experiential Education, 28, 123-146.
Hyde, J., Hankins, M., Deale, A., & Marteau, T. M. (2008). Interventions to increase self-efficacy in the context of addiction behaviours: a systematic literature review. Journal of Health Psychology; 13, 607-623.
Lee, T.H., Tseng, C.H., & Jan, F.H. (2015). Risk-Taking Attitude and Behavior of Adventure Recreationists: A Review. Tour. Hosp., 4, 1–3.
Mam, S., & Wirdati, R, M. (2017). A Study of Motivation in Outdoor Recreational Activities,” International Journal of Academic Research in Business and Social Sciences, Human Resource Management Academic Research Society, International Journal of Academic Research in Business and Social Sciences, 7, 366-379.
Marsh, H.W. (1982). SEEQ: A reliable, valid, and useful instrument for collecting students’ evaluations of university teaching. British Journal of Educational Psychology, 52, 77-95.
Mason, M. (1987). Wilderness family therapy: Experiential dimensions. Contemporary Family Therapy, 9(1-2), 90-105.
Miles, J. C. (1987) Wilderness as a healing place. Journal of Experiential Education, 10, 4–10.
Newes, S., &Bandoroff, S. (2004).What is Adventure Therapy? In Coming of Age (pp. 1-30). Boulder, CO: Association for Experiential Education. Outward Bound (n.d.). A powerful force for good since 1961.
Priest, S. (1992). Factor exploration and confirmation for the dimensions of an adventure experience. Journal of Leisure Research, 24, 127–139.
Priest, S., & Gass, M. (1997). Effective leadership in adventure programming. Champaign, IL: Human Kinetics.
Richards, G.E., & Neill, J.T. (1994). An introduction to the Participant’s Evaluation of Program & Instructor Quality (PEIPQ-B). Canberra, Australia: Outward Bound Australia.
Ringer, M. (1994). Adventure as Therapy: A Map of the Field. Workshop Report. (ERIC Document Reproduction Service No.
Rose, A., Panagiotounis, F., Theodorakis, Y., Mydland, T., Kouthouris, C., & Rcg, N. (2019). Adventure Drugs Rehabilitation (ADR). Adventure therapy program for patients in rehabilitation for substance abuse. A Handbook for Addiction Counsellors.
Russell, K. C, & Gillis, H. L. (2018). The adventure therapy experience scale (ATES): The psychometric properties of a scale to measure the unique factors moderating an adventure therapy experience. Journal of Experiential Education, 40(2), 135-152.
Russell, K. C. (2007). Adolescent substance-use treatment: Service delivery, research on effectiveness, and emerging treatment alternatives. Journal of Groups in Addiction & Recovery, 2, 68–96.
Russell, K. C., Hendee, J. C., & Phillips-Miller, D. (1999). How Wilderness Therapy Works: An Examination of the Wilderness Therapy Process to Treat Adolescents with Behavioral Problems and Addictions. In: Cole, D. N.; McCool, S. F. 2000. Proceedings: Wilderness Science in a Time of Change. Proc. RMRS-P-000. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station
Simon, R., & West, R. (2015). Models of addiction and types of interventions: An integrative look. The International Journal Of Alcohol And Drug Research, 4(1), 13-20.
Tucker, A. R. (2009). Adventure-based group therapy to promote social skills in adolescents. Social Work with Groups, 32(4), 315–329. doi:10.1080/01609510902874594.
Tucker, A. R., & Norton, L. C. (2013). The Use of Adventure Therapy Techniques by Clinical Social Workers: Implications for Practice and Training. Clinical Social Work Journal 41:333–343