Συσχετισμοί βίας & εξάρτησης: Περιπτώσεις Κακοποιημένων Γυναικών

Μαρια Πεταλιά

Κοινωνιολόγος, MSc Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις, Φορέας εργασίας: Κοινωνικός Επιστήμονας στο Πρόγραμμα “Accommodation and Services to Asylum Seekers in Greece” της Μ.Κ.Ο. Praksis.

Στοιχεία επικοινωνίας: email: marianpetalia@gmail.com

DOI: https://doi.org/10.57160/SJMB5396

 

Περίληψη

Η γυναικεία κακοποίηση αποτελεί σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα και ενσάρκωση της έμφυλης βίας. Η χρήση ουσιών και οι εξαρτητικές συμπεριφορές δυσχεραίνουν επίσης τις ζωές των εξαρτημένων και των οικογενειών τους. Η υπόθεση ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της κακοποίησης και της χρήσης ουσιών, καθώς και η προσπάθεια κατανόησης του εν λόγω φαινομένου επιχειρείται μέσω μελέτης περιπτώσεων αρχειακού υλικού του Συμβουλευτικού Κέντρου Συντάγματος της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και περιλαμβάνει περιπτώσεις θυμάτων βίας γένους θηλυκού, οι θύτες των οποίων έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η χρήση ουσιών, είτε αυτές είναι ναρκωτικές ουσίες, είτε αλκοόλ, μπορεί εν δυνάμει να συμβάλλει στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς.

Λέξεις – κλειδιά: (γυναικεία) κακοποίηση, βία, εξάρτηση, ψυχοτρόπες ουσίες, ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγος

 

Εισαγωγή
Με τον όρο βία νοούνται οι συμπεριφορές που έχουν ως σκοπό «την επιβολή της θελήσεως και τον καταναγκασμό από τα ισχυρά προς τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας» (Βλάχου, 2005). Οι Archer και Browne (1989) ορίζουν τη βία ως «άσκηση φυσικής πίεσης» που έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου. Η βία χαρακτηρίζεται ως έγκλημα, σε οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται, σε οποιαδήποτε τοποθεσία και αν ασκείται, προς οποιονδήποτε και αν προορίζεται, για την οποία η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ποινές (Αδαμάκη, 2001). Η βία και, συνεπώς, η κακοποίηση, χωρίζεται σε τέσσερις κυρίως τύπους: την ψυχολογική, τη σεξουαλική, τη σωματική, οι οποίες, συνήθως, συνδυάζονται μαζί με την οικονομική βία ή/και την εκμετάλλευση.

Η ψυχολογική βία αναφέρεται σε συμπεριφορές που προκαλούν τα αισθήματα της υποτίμησης, της απόρριψης, του εκφοβισμού, της εκμετάλλευσης και της απομόνωσης. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι περιπτώσεις όταν ο άντρας παίρνει μόνος του σημαντικές αποφάσεις που αφορούν και τη γυναίκα, όπως λόγου χάριν, μία έκτρωση. Μέρος της ψυχολογικής βίας αποτελεί και η λεκτική βία (United Nations, 2006).

Ως σεξουαλική βία ορίζεται, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ακούσια συμμετοχή σε σεξουαλικές πράξεις. Στα φαινόμενα σεξουαλικής βίας συμπεριλαμβάνεται και η αιμομιξία, η οποία χρησιμοποιείται για περιπτώσεις όπου ένα μέλος της οικογένειας κακοποιείται σεξουαλικά από ένα συγγενή του. Η συγκεκριμένη κατηγορία είναι η δυσκολότερη ως προς τη διερεύνηση της, καθώς η σχέση εξάρτησης, ο φόβος ή η ντροπή αποθαρρύνουν το θύμα από την αποκάλυψη και καταγγελία της εν λόγω κακοποίησης (Αθανασοπούλου, 2013).

Η σωματική βία χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τη χρήση σωματικής δύναμης, εκ προθέσεως, η οποία περιλαμβάνει από χαστούκια, σπρωξίματα, γρονθοκοπήματα, χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα, είτε με τα χέρια, είτε με τη χρήση διαφόρων αντικειμένων, τη χρήση όπλων που φτάνουν ακόμη και σε απόπειρες πνιγμού και στραγγαλισμού (United Nations, 2006).

Οι προαναφερόμενες μορφές βίας κατά κύριο λόγο συνδυάζονται με την οικονομική βία η οποία αφορά ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα την εξ’ ολοκλήρου οικονομική εξάρτηση του θύματος από τον θύτη. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά οδηγεί στην απομόνωση και την απομάκρυνση του θύματος από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον (Κουτσιάνου & Τσιλίκη, 2002).

Μία ακόμη κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι η σωματεμπορία ή, αλλιώς, trafficking, η οποία αφορά τη μεταφορά, διακίνηση και εμπορία ανθρώπων. Θύματα του trafficking είναι συνήθως γυναίκες και παιδιά με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση και δουλεία. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται η απειλή φυσικής ή ψυχικής βίας, η αποπλάνηση, η απαγωγή, παράλληλα με τον ξυλοδαρμό και τον βιασμό που στοχεύουν στη μείωση των αντιστάσεων του θύματος («Τι είναι το trafficking», 2017).

 

Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Κακοποίηση χαρακτηρίζεται κάθε μορφή επίθεσης που καταλήγει στο άγγιγμα ή το χτύπημα του θύματος (Βλάχου, 2005). Σύμφωνα με την έρευνα των Dobash και Dobash (1998), οι συνηθέστερες μορφές σωματικής κακοποίησης είναι τα επαναλαμβανόμενα γρονθοκοπήματα τόσο στο πρόσωπο όσο και στο σώμα, συνδυαστικά με κλωτσιές και χτυπήματα στα γόνατα και στο κεφάλι. Οι εν λόγω μορφές βίας συνοδεύονται από άσκηση έντονης κριτικής τόσο για το θύμα όσο και τον κοινωνικό του περίγυρο, από τον οποίον σταδιακά απομακρύνεται, γεγονός που συντείνει στη μείωση της αυτοπεποίθησης του ατόμου και στην απουσία οποιουδήποτε υποστηρικτικού περιβάλλοντος που θα το βοηθούσε στην αποδέσμευση από την κακοποιητική σχέση. Τα προαναφερθέντα φαινόμενα, συνοδεύουν σκηνές ζηλοτυπίας, έλεγχος των οικονομικών και απειλή για κακοποίηση των παιδιών του θύματος, εφόσον το θύμα έχει τέκνα.

Η επιστημονική κοινότητα επικεντρώνεται στη βία κατά των γυναικών κυρίως γιατί στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, υπερτερούν εκείνα που έχουν θύματα θηλυκού γένους (Αρτινοπούλου & Μαγγανάς, 1996). Ειδικότερα, η συστηματική βία των αντρών στα πλαίσια της οικογένειας αποκαλείται πατριαρχική τρομοκρατία (Johnson, 1995). Δεύτερον, οι περιπτώσεις όπου ο δράστης είναι άνδρας έχουν συνήθως ως συνέπεια την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών ή ακόμη και θανάτων, τόσο εξαιτίας της σωματικής διάπλασης των ανδρών, όσο και εξαιτίας της συχνής χρήσης ιδιαιτέρων επιζήμιων όπλων. Τέλος, οι κακοποιημένες γυναίκες, ιδίως οι μητέρες, δεν καταγγέλλουν συχνά τη βία που υφίστανται επειδή εξαρτώνται είτε οικονομικά είτε κοινωνικά από τον θύτη. Ακόμη, με αυτό τον τρόπο θεωρούν ότι δεν διαταράσσουν την οικογενειακή τους κατάσταση, δεν υποβάλλουν τα παιδιά τους σε ενδεχόμενο ψυχικό τραυματισμό αλλά και αποφεύγουν τον «διασυρμό» που θα προέκυπτε από τη δημοσιότητα σε περίπτωση που η καταγγελία κατέληγε σε ποινική δίκη. Το τελευταίο στοιχείο έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου σκοτεινού αριθμού θυμάτων (Jasinski & Williams, 1998). Ο υψηλός αυτός σκοτεινός αριθμός έχει άμεση σχέση με την αντίληψη που υπάρχει στην κοινωνία ότι η οικογένεια διαδραματίζει προστατευτικό ρόλο στη ζωή μια γυναίκας. Το γεγονός αυτό ωθεί συχνά το θύμα να δικαιολογεί τη βία που υφίσταται από τον άντρα, ο οποίος θεωρείται αρχηγός της οικογένειας, ως έναν αποδεκτό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούνται (Jasinski & Williams, 1998).

 

Μορφές της γυναικείας θυματοποίησης
Η θυματοποίηση των γυναικών χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, την πρωτογενή και τη δευτερογενή θυματοποίηση. Η πρωτογενής θυματοποίηση της γυναίκας είναι η έκβαση μετά τις σωματικές βλάβες αλλά και οποιεσδήποτε συνέπειες αυτές προξένησαν στην ψυχολογία και τη συναισθηματική κατάσταση της. Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει και αυτό που ονόμασε «σύνδρομο κακοποιημένης γυναίκας» η Pagelow (1984), το οποίο χαρακτηρίζεται από μειωμένη αυτοεκτίμηση, αίσθημα ταπείνωσης και ανικανότητας αλλά και κατάθλιψη, τα οποία ενδέχεται να συντροφεύουν το θύμα για τα επόμενα έτη. Σε δεύτερο χρόνο, η κακοποιημένη γυναίκα μπορεί να θυματοποιηθεί μέσω της έλλειψης αποτελεσματικής αντίδρασης από τους φορείς άσκησης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Η επιρροή της τυπικής κοινωνικής αντίδρασης στη δευτερογενή θυματοποίηση μιας κακοποιημένης γυναίκας αφορά στην ελλιπή αντίδραση, μεταξύ άλλων, του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Από την άλλη, η επιρροή της άτυπης κοινωνικής αντίδρασης έγκειται μεταξύ άλλων στη συμπεριφορά προσώπων που σχετίζονται με τον δράστη (Karmen, 1996).

 

Η θεωρία του κύκλου της βίας
Η Walker (1989) μίλησε και ερεύνησε, πρωτίστως, την θεωρία του κύκλου της βίας. Ο κύκλος της βίας υπάρχει σε όλες τις κακοποιητικές σχέσεις, και χωρίζεται σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο διαρκεί από λίγες μέρες έως πολλά χρόνια, κατά το οποίο κλιμακώνεται και συσσωρεύεται τόσο το στρες όσο και η ένταση των συναισθημάτων. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται εκδήλωση της βίας, καθώς λαμβάνουν χώρα ποικίλες μορφές κακοποιητικών συμπεριφορών. Τελικά, ακολουθεί το στάδιο της επανόρθωσης. Σε αυτό το στάδιο, ο θύτης της κακοποίησης, δείχνει μεταμέλεια και ζητά συγχώρεση από το θύμα. Βέβαια, ως επί το πλείστον, ο κύκλος αυτός θα ξαναρχίσει αργά ή γρήγορα. Κατά τη διάρκεια του προαναφερόμενου κύκλου, στο θύμα δημιουργούνται αρνητικά συναισθήματα, όπως αγωνία, άγχος, θυμός και λύπη. Το γεγονός, όμως, ότι συνήθως δεν μπορεί να εκφράσει τα αρνητικά αυτά συναισθήματα, έχει αρνητικές επιπτώσεις στο θύμα, τόσο ψυχικά όσο σωματικά. Πολλάκις, τα συναισθήματα αυτά βρίσκουν διέξοδο μέσω της επιθετικότητας προς άλλα πρόσωπα, συνήθως των παιδιών του θύματος (Παπαμιχαήλ, 2005).

Εμπειρικές προσεγγίσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία στις πέντε γυναίκες θα πέσει θύμα κάποιας βίαιης συμπεριφοράς από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της κάποια στιγμή στη ζωή της (Οργανισμός για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2014).

Η πρόσφατη ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ισότητα μεταξύ Γυναικών και Ανδρών στην Ε.Ε. («2018 Report on equality between women and men in the E.U.», 2018) προσκομίζει στοιχεία που δείχνουν ότι 13 εκατομμύρια γυναίκες που ζουν σε χώρες της Ε.Ε. γίνονται θύματα βίαιων συμπεριφορών. Ειδικότερα, το 85,8% των θυμάτων σεξουαλικής βίας είναι γυναίκες, ενώ το 98,3% των δραστών που έχουν καταδικαστεί είναι άνδρες. Ταυτοχρόνως, κατά την περίοδο 2008-2015, οι βιασμοί έχουν αυξηθεί κατά 47%. Ωστόσο, μόνο μια μικρή μερίδα των θυμάτων, της τάξεως του 12%, απευθύνεται στις αστυνομικές αρχές με σκοπό την καταγγελία του περιστατικού, ενώ μόνο το 7% απευθύνεται στις υπηρεσίες υγείας (Κωνσταντάτου, 2018).

 

Σύνδεση Βίας και Χρήσης Ψυχοτρόπων Ουσιών
Κατά τα λεγόμενα του Bhatt (1998), «Η συχνότητα εμφάνισης της βίας είναι κατά πολύ υψηλότερη στα άτομα που κάνουν κατάχρηση ουσιών παρά στα υπόλοιπα». Θεμελιακά συναισθήματα στη βίαιη συμπεριφορά ενός ατόμου είναι η ζήλια και ο φόβος να μην χάσει το θύμα από κοντά του. Βέβαια, όταν ο δράστης κάνει χρήση ουσιών, τότε οι αντιδράσεις του γίνονται πιο έντονες (Μάτσα, 2001).

Οι κακοποιητικές συμπεριφορές έχουν συχνά τις ρίζες τους στην εξάρτηση στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά (Harway, 1993). Ειδικότερα, η σωματική ή/και η σεξουαλική κακοποίηση συνδέεται με την κατάχρηση ουσιών με πολύπλοκους τρόπους. Σύμφωνα με μελέτες, η εν λόγω σχέση μπορεί να εξηγηθεί το λιγότερο με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος ισχυρίζεται ότι η χρήση ουσιών έχει ως έκβαση την κακοποίηση. Από την άλλη, υποστηρίζεται πως η κακοποίηση έχει ως συνέπεια την χρήση ουσιών. Τέλος, η τρίτη ερμηνεία υποστηρίζει πως «η χρήση ουσιών και η κακοποίηση διέπονται από μια αμφίδρομη σχέση» (Στρατίκη, 2006).

 

Κακοποίηση και Χρήση Ουσιών
Η πλειονότητα των κακοποιημένων γυναικών δεν είχαν προϊστορία βίας στην οικογένειά τους, ενώ, αντιθέτως, οι δράστες ήταν συχνά μέλη βίαιων οικογενειών. Ειδικότερα, αρκετοί κακοποιούνταν όταν ήταν παιδιά ή ήταν μάρτυρες κακοποίησης της μητέρας τους από τον πάτερα τους, γεγονός που τους είχε κάνει να μεγαλώσουν μέσα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον και να τους έχουν αποτυπωθεί εικόνες υποβιβασμού των γυναικών (Μάτσα, 2001). Οι γυναίκες που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία έχουν αυξημένες πιθανότητες να ξεκινήσουν την χρήση ουσιών (National Institute on Drug Abuse, 2017). Τα παιδιά που είναι μάρτυρες βίας στην οικογένεια τους είναι πιο πιθανό, να κακοποιηθούν και τα ίδια στην παιδική τους ηλικία, ενώ στην ενήλικη ζωή να ξεκινήσουν το κάπνισμα και να στραφούν στην υπερκατανάλωση αλκοόλ και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών (Παγκόσμιoς Οργανισμός Υγείας, 2018a).

Ο Herbert (1998) διατύπωσε την άποψη πως παιδιά που μεγάλωσαν με απουσία συναισθήματος, εξαιτίας ψυχρών ή αδιάφορων γονέων, τείνουν να εκδηλώνουν επιθετική και βίαιη συμπεριφορά. Οι ενήλικες που έχουν μεγαλώσει στο πλαίσιο βίαιων οικογενειών έχουν αυξημένες πιθανότητες να διαπράξουν ή να βιώσουν βία από τον σύντροφό τους (Παγκόσμιoς Οργανισμός Υγείας, 2018b).

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης έχει χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη σχέση τόσο ανάμεσα στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, όσο και μεταξύ των βίαιων παιδικών βιωμάτων του θύτη και της εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς που, ενίοτε, μπορεί να εκδηλώσει ως ενήλικας. Ο Albert Bandura (1977) συμμερίζεται την άποψη ότι η βία και η επιθετικότητα αποτελούν αποτέλεσμα μάθησης μέσω μιας «διαδικασίας προτυποποίησης συμπεριφορών». Σύμφωνα με τους Dobash και Dobash (1998), το αλκοόλ και οι ναρκωτικές ουσίες επιδρούν στην ψυχολογία του θύτη, καθώς αίρονται οι αναστολές. Επίσης, βάσει των στατιστικών του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, το 38% των ατόμων που ενεπλάκησαν σε βίαια περιστατικά, βρίσκονταν «υπό την επήρεια αλκοόλ την ώρα του περιστατικού». Ακόμη, το 1997, το 40% όσων διέπραξαν σεξουαλικά αδικήματα στις Η.Π.Α. ήταν μεθυσμένοι (Giesbrecht, Cukier & Steeves, 2010).

Η επίδραση που μπορεί να έχουν οι ψυχοτρόπες ουσίες στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς είναι έμμεση και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως η βασική της αιτία (Gelles, 1997). Οι πατέρες, γυναικών που κάνουν χρήση ουσιών, συχνά εμφανίζονται σεξουαλικά επιθετικοί και η πιθανότητα αιμομιξίας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ιδιαιτέρως αυξημένη (Stanton, 1989). Σύμφωνα, με τους Johnsen και Harlow (1996), οι γυναίκες που είχαν υπάρξει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε νεαρή ηλικία και έκαναν χρήση «σκληρών» ναρκωτικών ως ενήλικες ήταν σημαντικά περισσότερες από εκείνες που δεν είχαν βιώσει κακοποίηση. Οι Jarvis και Copeland (1997) παρουσιάζουν ευρήματα που δείχνουν ότι το 74% των γυναικών που έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα με σκοπό την απεξάρτηση του από ψυχοτρόπες ουσίες και αλκοόλ, είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Ο γυναικείος εθισμός περιλαμβάνεται σε μια ξεχωριστή κατηγορία κακοποίησης, καθώς ο σύντροφος είναι ελεύθερος να την εκμεταλλευτεί κατά τη διάρκεια της επήρειας της από ουσίες αλλά και να την εκβιάσει με την στέρηση της ουσίας από την οποία έχει εξαρτηθεί ώστε να συμφωνήσει μαζί του ή να κάνει κάτι (Swan, Farber & Campbell, 2000). Παράλληλα, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι οποίοι εργάζονται σε προγράμματα σχετικά με την εξάρτηση, δεν ενημερώνονται σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες και την ενδοοικογενειακή βία. Από το γεγονός αυτό απορρέει η πιθανή παράβλεψη της κακοποίησης και οι συνέπειες που αυτή μπορεί να έχει τόσο στη θεραπεία των γυναικών, όσο και στη γενικότερη υγεία και ασφάλεια των ίδιων αλλά και των παιδιών τους (Galvani, 2006). Συνοψίζοντας, η χρήση ουσιών από τους θύτες μπορεί να συμβάλλει στην κακοποίηση των γυναικών. Στόχος, λοιπόν, είναι η διασαφήνιση και η τεκμηρίωση της εν λόγω άποψης.

 

Μεθοδολογία ερευνας
Η παρούσα μελέτη αξιοποιεί την ποιοτική έρευνα, αντλώντας υλικό από το αρχείο του Συμβουλευτικού Κέντρου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων, στο Σύνταγμα. Επιλέχθηκε, η μελέτη περίπτωσης μέσω της έρευνας αρχείου για ποικίλους λόγους.

Οι περιπτώσεις που παρουσιάζονται χαρακτηρίζονται από μια εξαρτημένη βιογραφική τροχιά, η οποία κατατάσσεται στις τυπικές θεωρίες. Όταν το υποκείμενο κληθεί να εξιστορήσει και να νοηματοδοτήσει αυτή την κατάσταση, την λεγόμενη εξαρτημένη βιογραφική τροχιά, καλείται ταυτόχρονα να αιτιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο οδηγήθηκε εκεί αλλά και να ερμηνεύσει το πως έχει επηρεαστεί αρνητικά η ζωή του μέχρι την δεδομένη στιγμή αλλά και να προβλέψει την επικείμενη πορεία της ζωής του (Τσιώλης, 2006). Άλλωστε, όπως αναφέρουν και οι Gergen και Gergen (1997, όπ. αναφ. στο Παπακίτσου, 2011), τα άτομα που εξιστορούν προσωπικές τους εμπειρίες, συγχρόνως, προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν και να βρουν σχέσεις μεταξύ των γεγονότων και καταστάσεων που αφηγούνται, άρα ίσως, με αυτό τον τρόπο, προκύψουν και βαθύτερα νοήματα και περαιτέρω ερμηνείες στις υπό συζήτηση καταστάσεις.

Το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν κλήθηκαν να απαντήσουν σε δομημένες ερωτήσεις για τον σκοπό της έρευνας δεν τις περιόρισε, ενδεχομένως, στις απαντήσεις τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις, οι γυναίκες αποτράπηκαν αρχικά από το να κινηθούν νομικά κατά του δράστη, διότι είχαν αρνητική πρώτη επαφή με δικηγόρο που ανέφερε ακόμα και ότι «δεν θα τις πιστέψουν». Οπότε, αυτό το στοιχείο πιθανόν να απέτρεπε τις γυναίκες που είχαν αντίστοιχα βιώματα από το να απαντήσουν σε ερωτήσεις, αφού θα πίστευαν ότι και πάλι δεν θα υπήρχε αξιοπιστία ως προς τα λεγόμενα τους. Η μελέτη ενός τόσο ευαίσθητου θέματος δυσκολεύει την πρόσβαση στον πληθυσμό, μιας και δύσκολα θα συμφωνούσαν οι ίδιες οι γυναίκες να δώσουν απαντήσεις σε δια ζώσης συνεντεύξεις αλλά ακόμη και να δεχόντουσαν, ίσως οι απαντήσεις τους να ήταν επηρεασμένες από αισθήματα όπως φόβος, αμηχανία ή ακόμα και ντροπή.

Τέλος, όπως αναφέρει και ο Schütze (1983, όπ. αναφ. στο Τσιώλης, 2006) ένα κείμενο, στο οποίο γίνεται αφηγηματική ανάλυση, αναδεικνύει τον ακριβή τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται αφηγηματικά στα καταγεγραμμένα γεγονότα, το άτομο που τα εξιστορεί, και, πέρα από την «εξωτερική εξέλιξη των γεγονότων», διαφαίνεται και το πως βιώνει και ερμηνεύει τις εν λόγω καταστάσεις, δηλαδή οι «εσωτερικές αντιδράσεις» του. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους έχει επηρεαστεί και αλλάξει τόσο η ζωή του όσο και η ταυτότητα του αλλά και το πως ο ίδιος ορίζει «τον εαυτό του μέσα στον κόσμο».

 

Ερευνητικό ερώτημα
Η συγκεκριμένη έρευνα επικεντρώνεται στη γυναικεία κακοποίηση και τη σύνδεση που αυτή έχει με τη χρήση ουσιών. Ειδικότερα, επιχειρείται να απαντηθεί η υπόθεση πως η χρήση ουσιών και οι συμπεριφορές εξάρτησης, ενδέχεται να έχουν ως άμεση συνέπεια την εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών.

 

Επιλογή συμμετεχόντων
Ο πληθυσμός που επιλέχθηκε να μελετηθεί είναι οι γυναίκες που υφίστανται ή έχουν υποστεί κακοποίηση από θύτες αρσενικού γένους, διότι οι γυναίκες, συγκριτικά, είναι αυτές που έχουν υποστεί την μεγαλύτερη κακοποίηση (Brink, Bitch, Petersen & Charles, 2002). Συγχρόνως, η κακοποίηση των γυναικών συμβαίνει, συχνά, στα πλαίσια της οικογένειας, γεγονός που συμβάλλει στην αποσιώπηση των περιστατικών και την ύπαρξη υψηλού σκοτεινού αριθμού.

Ανάλυση
Σχέση θύτη – θύματος
Στις 9 από τις 10 περιπτώσεις το άτομο που κακοποιεί το θύμα είναι σύντροφος ή πρώην σύντροφος. Μόνο η μία περίπτωση αφορά κακοποίηση κόρης από πατέρα. Όσον αφορά τις μορφές της βίας που συναντώνται, είναι η ψυχολογική, η σεξουαλική και η σωματική βία. Ειδικότερα, σε 7 περιπτώσεις γίνεται λόγος για ψυχολογική βία, η οποία συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από απειλές και εκβιασμούς, σε 2 περιπτώσεις αναφέρεται σεξουαλική βία και σε 9 περιπτώσεις αναφέρεται σωματική βία, σε μία εκ των οποίων υπάρχει και απειλή με όπλο (περίπτωση 8). Σε 6 από τις περιπτώσεις συνυπάρχει η ψυχολογική με την σωματική βία, ενώ σε 2 περιπτώσεις συναντώνται και οι τρεις μορφές κακοποίησης, η ψυχολογική, η σωματική και η σεξουαλική βία.

Αναφορικά με την περίοδο εκδήλωσης της βίας, παρατηρείται ότι σε 6 περιπτώσεις οι πρώτες βίαιες συμπεριφορές διαδραματίστηκαν στην αρχή της σχέσης, ενώ στην περίπτωση που ο θύτης ήταν ο πατέρας του θύματος, η κακοποίηση ξεκίνησε από μικρή ηλικία. Συνεπώς, η κακοποίηση σε πρώιμο στάδιο μιας σχέσης απαντάται σε συνολικά 7 περιπτώσεις.

Εξετάζοντας τη χρονική σχέση μεταξύ του γάμου και την εκδήλωση βίας παρατηρείται ότι μια είναι η περίπτωση κατά την οποία, το βίαιο περιστατικό προηγήθηκε του γάμου (περίπτωση 1). Εντύπωση μπορεί να προκαλέσει το γεγονός ότι παρά την ύπαρξη βίαιου περιστατικού πολλές γυναίκες επέλεξαν να συνεχίσουν την σχέση τους με τον θύτη και, ακόμη, να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά μαζί του. Αυτό ίσως μπορεί να εξηγηθεί, όσον αφορά όσες έμειναν έγκυες και όσες είχαν παιδιά, εξαιτίας του αισθήματος καθήκοντος που είχαν για να μην χαλάσουν την οικογενειακή τους ζωή.

Παράλληλα, χαρακτηριστική είναι η δέκατη περίπτωση όπου αναφέρεται ότι το θύμα «δέθηκε μαζί του ελπίζοντας ότι θα αλλάξει», στοιχείο που μπορεί να ισχύσει σε πολλές περιπτώσεις. Επιπλέον, βρισκόμενες μέσα στην κακοποιητική κατάσταση, τα θύματα πιθανόν να συνηθίζουν την ρουτίνα της βίας και να επηρεάζονται πιστεύοντας ότι φταίνε και οι ίδιες, καθώς προκαλούν. Αυτή την άποψη την συναντάμε στην τρίτη περίπτωση όπου το υποκείμενο «θεωρεί ότι έχει ευθύνη για τη βία διότι τον προκαλεί και τον φτάνει στα όρια του». Ειδικά, εάν ληφθούν υπόψιν η έκτη και η όγδοη περίπτωση, τα θύματα είχαν και στο παρελθόν σχέση με σύντροφο που τις κακοποιούσε, οπότε πολύ πιθανόν να συνέβαλε αυτό στην άποψη ότι έχουν και αυτές μερίδιο ευθύνης για την κακοποίηση και στην «αποδοχή της μοίρας τους».

Όσον αφορά τη χρονική σχέση μεταξύ της εγκυμοσύνης και της εκδήλωσης βίας παρατηρούνται τα εξής. Στην περίπτωση 5 τα προβλήματα ξεκίνησαν στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ στην έκτη και έβδομη περίπτωση, η βία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Αυτό πιθανόν να συμβαίνει, επειδή ο σύντροφος νιώθει ότι αρχίζει να χάνει τον έλεγχο του θύματος και του σώματός του, καθώς και την προσοχή του, οπότε αντιδρά σπασμωδικά και επιθετικά, προσπαθώντας να θέσει ξανά το θύμα υπό τον έλεγχό του. Στην πέμπτη περίπτωση αναφέρεται ότι ο σύντροφος, πρώην χρήστης, νευρίαζε, αρχικώς γιατί το θύμα φρόντιζε τους άρρωστους γονείς του και δεν έδινε όλη την προσοχή πάνω του, γεγονός που αυξήθηκε όταν γεννήθηκε το παιδί τους «καθώς ήθελε να έχει αυτός όλη τη φροντίδα».

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, πέρα από τη συμβολή της ίδιας της ψυχότροπης ουσίας στην επιθετικότητα ενός ατόμου, οι χρήστες ή και οι πρώην χρήστες έχουν συνηθίσει ένα εξαρτητικό μοντέλο με την ουσία, το οποίο μετατοπίζεται εν καιρώ και στις σχέσεις τους. Χαρακτηριστική είναι η πέμπτη περίπτωση όπου ο σύντροφος «ήταν πρώην χρήστης και εντελώς γαντζωμένος πάνω της». Έχει ειπωθεί ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ο σύντροφος γίνεται επιθετικός, καθώς φοβάται ότι η σύντροφος του θα τον εγκαταλείψει και θα χάσει την νέα του «εξάρτηση». Το εν λόγω γεγονός ίσως ξεκαθαρίζεται καλύτερα από τις περιπτώσεις που η βία ξεκινά ή αυξάνεται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι σε 3 περιπτώσεις η κακοποίηση ξεκίνησε κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Αυτό πιθανόν να συμβαίνει, επειδή ο σύντροφος νιώθει ότι αρχίζει να χάνει τον έλεγχο του θύματος και του σώματος του, καθώς και την προσοχή του, οπότε αντιδρά σπασμωδικά και επιθετικά, προσπαθώντας να αναθέσει το θύμα υπό τον έλεγχο του.

Στην προσπάθεια συσχέτισης των βίαιων περιστατικών με τη χρήση ουσιών ή εξάρτησης υποδεικνύονται τα παρακάτω. Σε 6 περιπτώσεις οι θύτες είναι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών, σε 3 περιπτώσεις ο θύτης είναι πρώην χρήστης, στην πρώτη περίπτωση ο θύτης καταναλώνει αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες και προκαλείται μέθη, στην τέταρτη περίπτωση γίνεται λόγος για τον τζόγο, ενώ στην τρίτη περίπτωση γίνεται λόγος χαρτοπαιξίας μαζί με την χρήση ουσιών. Άμεση συσχέτιση με τη χρήση ουσιών και της εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς παρατηρείται, ξεκάθαρα, τόσο στην πρώτη περίπτωση όπου την πρώτη φορά που χτύπησε το θύμα ο σύντροφος της ήταν μεθυσμένος αλλά και τα επόμενα 10 χρόνια που τη χτύπαγε ήταν κάθε φορά μεθυσμένος, όσο και στην τρίτη περίπτωση που η έναρξη της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών είχε άμεση επιρροή στον θύτη και στην συμπεριφορά του προς το θύμα, καθώς η χρήση προηγείται χρονικά την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Σε τρεις περιπτώσεις οι θύτες είναι πρώην χρήστες.

Η ύπαρξη χρήσης στους θύτες και η ανάπτυξη βιαιότητας εξηγείται, άλλωστε, και από την Μάτσα (2001) στις περιπτώσεις που οι θύτες υπήρξαν μέλη βίαιων οικογενειών. Οι εικόνες κακοποίησης στην καθημερινότητα τους ή η κακοποίηση των ίδιων από το οικογενειακό τους περιβάλλον, πιθανόν να τους οδήγησε στην λεγόμενη «χημική αποφυγή», όπως αναφέρει και ο Briere (Στρατίκη, 2006), με σκοπό την καταπράυνση των τραυματικών εμπειριών τους.

Κάνοντας λόγο για τα θύματα και τη σχέση τους με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, αναφέρεται ένα περιστατικό που το θύμα είναι χρήστρια (περίπτωση 4) και ένα που το θύμα είναι πρώην χρήστρια (περίπτωση 6). Βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα, αυτό ισχύει, διότι στο Συμβουλευτικό Κέντρο δεν αναλαμβάνουν κακοποιημένες γυναίκες που είναι χρήστριες ουσιών.

Η ύπαρξη χρήσης στα θύματα μπορεί να εξηγηθεί, επίσης, από τη θεωρία της χημικής αποφυγής, η οποία έχει σκοπό την ανακούφιση από τα βίαια βιώματα. Αυτό ίσως ισχύει και στην τέταρτη περίπτωση, καθώς το θύμα, που κάνει χρήση, κακοποιείται από παιδί. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην ίδια περίπτωση, ο πατέρας είναι βίαιος μαζί με την κόρη του με σκοπό την απόσπαση χρημάτων διότι ο ίδιος έχει σχέση με τον τζόγο.

Παράλληλα, εξετάζοντας την δεύτερη περίπτωση σχολιάζεται από το ίδιο το υποκείμενο ότι ο θύτης, επειδή την ζηλεύει, χρησιμοποιεί «μεθόδους ανάκρισης αντιτρομοκρατικής για να μαθαίνει πληροφορίες για όλους τους ερωτικούς της συντρόφους». Καθώς, ο θύτης εργάζεται ως αστυνομικός, ίσως υπάρχει κάποια σύνδεση των τρόπων βιαιότητας με το εργασιακό του status.

Όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης των θυμάτων, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα. Ωστόσο, μελετώντας τα καταγεγραμμένα δεδομένα, γίνεται αναφορά για ένα μόνο θύμα που έχει τελειώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, βλ. περίπτωση 9, η οποία σπούδασε ψυχολογία αλλά δεν εξάσκησε το επάγγελμα. Γίνεται λόγος για δυο γυναίκες που έχουν αποφοιτήσει από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (περίπτωση 2 & 7). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις δεν γνωστοποιείται το επίπεδο των σπουδών, αλλά το γεγονός ότι στην τρίτη περίπτωση, η γυναίκα ήρθε στην Ελλάδα με σκοπό να δουλέψει ως οικιακή βοηθός λογικά δηλώνει την έλλειψη περαιτέρω εκπαίδευσης.

Μελετώντας τους δράστες και το επίπεδο εκπαίδευσής τους, επίσης δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα. Παρόλα αυτά, ως απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζεται μονάχα ο δράστης στην έβδομη περίπτωση που είναι δάσκαλος και ο δράστης της δεύτερης περίπτωσης που έχει αποφοιτήσει από τη διετή σχολή αστυνομίας.

Σχετικά με την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας τόσο στον δράστη όσο και στο θύμα παρατηρούνται τα εξής. Όσον αφορά τον δράστη, σε δυο περιπτώσεις, στην περίπτωση 1 και 6, γίνεται λόγος για ψυχική ασθένεια αλλά και αυτοκτονικό ιδεασμό. Η απειλή αυτοκτονίας μπορεί να έγινε για χειριστικούς λόγους ώστε το θύμα να μην εγκαταλείψει τον θύτη ή μπορεί όντως ο θύτης να ήταν τόσο εξαρτημένος από το θύμα που να ένιωθε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του δίχως την σχέση επιβολής με αυτό. Παρόλα αυτά, και οι δυο πιθανότητες υποδηλώνουν κάτι για την ψυχική κατάσταση του θύτη.

Από την άλλη, κοιτώντας τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση, γίνεται αναφορά στις παρακάτω μορφές ψυχικών προβλημάτων σε 4 περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχει αναφορά για μια κρίση πανικού που οδήγησε σε νοσηλεία (περίπτωση 1), κατάθλιψη (περιπτώσεις 3 & 6), και ένα θύμα που απέκτησε βουλιμία, στην οποία η παιδοψυχίατρος των παιδιών της είπε ότι συναισθηματικά είναι ακόμα παιδί (περίπτωση 7).

Δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ύπαρξης ψυχικών προβλημάτων σε ένα άτομο που καταπιέζεται και κακοποιείται καθημερινώς από κάποιον άλλον σε μια κατάσταση που μπορεί να διαρκεί και αρκετά χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πολλές γυναίκες συχνά προκαλούν την έκρηξη του άλλου, καθώς το άγχος και η αγωνία που έχουν κάθε λεπτό δίπλα του σχετικά με το τι θα αποτελέσει έναυσμα για το επόμενο βίαιο επεισόδιο καταντάει πιο ψυχοφθόρο από την ίδια την κακοποίηση.

Ταυτοχρόνως, αναφορικά με το θέμα της ψυχικής υγείας, κοιτάζοντας τις οικογένειες των θυμάτων, σε μία περίπτωση συναντάται η ύπαρξη ψυχικής ασθένειας. Ειδικότερα, στην τρίτη περίπτωση, η μητέρα της είχε επιλόχειο κατάθλιψη που δεν ξεπεράστηκε ποτέ και μετατράπηκε σε χρόνια σοβαρή κατάθλιψη. Βέβαια, και στην έκτη περίπτωση βλέπουμε ότι όταν ο πατέρας του θύματος ανακάλυψε ότι η σύζυγος του τον απατούσε δεν αντέδρασε ψύχραιμα, καθώς την κυνήγησε με καραμπίνα. Ακόμη, ο ίδιος ήταν αλκοολικός και μονίμως απών, σωματικά και ψυχικά, ενώ, μετά τον θάνατο του συζύγου της, η μητέρα της ξεκίνησε να πίνει σε καθημερινή βάση. Παρά το γεγονός ότι στην έκτη περίπτωση δεν εμφανίζεται ξεκάθαρα η ύπαρξη κάποιου ψυχικού θέματος, το γεγονός ότι και οι δυο γονείς του θύματος ήταν αλκοολικοί είναι άξιο αναφοράς αναμφίβολα.

Σχετικά με την προϊστορία βίας τόσο στην οικογένεια του δράστη όσο και του θύματος παρατηρούνται τα εξής. Οι δράστες βίαιων συμπεριφορών στην έκτη και στην ένατη περίπτωση μεγάλωσαν σε οικογένειες που υπήρχε βία. Επίσης, στην δέκατη περίπτωση εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο πεθερός έπιασε από τον λαιμό και πήγε να χτυπήσει το θύμα, όταν εκείνη πήγε να πάρει τα παιδιά της μετά την έκδοση προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων υπέρ της, γεγονός που ενδέχεται να υποδεικνύει την βιαιότητα γενικότερα στη συμπεριφορά του πατέρα του θύτη.

Οι περιπτώσεις που οι θύτες υπήρξαν μέλη βίαιων οικογενειών δημιουργούν ένα κύκλο βίας που επεκτείνεται και σε άλλες γενιές. Ειδικότερα, το γεγονός ότι κάποια παιδιά υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες κακοποίησης της μητέρας τους από τον πάτερα τους, μπορεί να συνέβαλε στη δημιουργία προτύπων υποβιβασμού για τις γυναίκες.

Επιπλέον, η σύνδεση βίαιης συμπεριφοράς των θυτών με την προϊστορία ύπαρξης βίας στο οικογενειακό τους περιβάλλον μπορεί να ερμηνευτεί με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, η κακοποίηση είναι απόρροια μάθησης. Ο θύτης, όντας θύμα ή μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας στην οικογένεια που μεγάλωσε, θεωρεί αποδεκτή τη χρήση βίας και δικαιολογήσιμη τόσο κοινωνικά όσο και ηθικά. Από την άλλη, οι φεμινιστικές προσεγγίσεις θεωρούν ότι η γυναικεία κακοποίηση αποτελεί συνέπεια της πατριαρχικής κοινωνικής δομής. Η θεωρία της κοινωνικοποίησης των ρόλων των δύο φύλων αναλύει τη διαδικασία κοινωνικοποίησης των ατόμων, η οποία ενθαρρύνει το ανδρικό φύλο να είναι πιο επιθετικό και να εκφράζει τα συναισθήματα του μέσω αρρενωπών συμπεριφορών που συχνά είναι βίαιες, ενώ το γυναικείο φύλο να είναι παθητικό σε αυτές τις συμπεριφορές (Καλούδη, Ψαρρά, Καλέμη, Δουζένη & Δουζένης, 2017).

Όσον αφορά τα θύματα και τις οικογένειές τους, αναφέρεται προϊστορία βίας σε 6 περιπτώσεις. Στην προσπάθεια εξέτασης των προηγούμενων σχέσεων των γυναικών που έχουν πέσει θύματα βίας, φαίνεται ότι σε 3 περιπτώσεις (περιπτώσεις 6, 8 & 9), τα άτομα αυτά είχαν υποστεί κακοποίηση και κατά το παρελθόν από σύντροφό τους.

Οι περιπτώσεις ομαδοποιούνται με σκοπό την παρουσίαση του ενδεχόμενου ρόλου της προϊστορίας βίας στην οικογένεια του θύματος, στην μελλοντική του κακοποίηση από τον σύντροφό του. Προϊστορία βίας στην οικογένεια του θύματος εμφανίζεται στις περιπτώσεις 3, 4, 6, 7 και 10. Ωστόσο, η περίπτωση 4 θα εξαιρεθεί από την κωδικοποίηση, καθώς θα εξεταστούν οι περιπτώσεις που ο παρών θύτης είναι σύντροφος του θύματος, ενώ η περίπτωση 3 δεν θα συμπεριληφθεί καθώς δεν έχει τόσα κοινά με τις υπόλοιπες περιπτώσεις και θα παρουσιαστεί μεμονωμένα, όπως και η περίπτωση 6, συμπληρωματικά.

Αδιαμφισβήτητα, η κακοποίηση δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο του ατόμου που την βιώνει άμεσα αλλά και εκείνων που πλήττονται έμμεσα, όπως τα παιδιά, είτε είναι αυτόπτες μάρτυρες στις βίαιες συμπεριφορές είτε βλέπουν εκ των υστέρων τα σημάδια της βίας στο θύμα. Βία με μάρτυρες τα παιδιά, λοιπόν, διαπιστώνεται σε συνολικά 7 περιπτώσεις (περιπτώσεις 1, 3, 5, 7, 8, 9, 10). Ωστόσο, στην δεύτερη περίπτωση δεν αναφέρεται εάν τα παιδιά έχουν δει να χτυπούν τη μητέρα τους αλλά όμως, την έχουν δει χτυπημένη.

Έχει ειπωθεί ότι η οικονομική εξάρτηση που έχουν συχνά τα θύματα βίας από τους θύτες (Κουτσιάνου & Τσιλίκη, 2002) συμβάλλει στην παραμονή του θύματος στην κακοποιητική σχέση. Εντούτοις, στις υπό ανάλυση περιπτώσεις η υπόθεση αυτή αφορά μόνο τρεις περιπτώσεις (περιπτώσεις 6, 9, 10), καθώς στις υπόλοιπες δεν υπάρχει οικονομική εξάρτηση από τον θύτη, καθώς τα θύματα εργάζονται, είτε έχουν έσοδα. Χαρακτηριστική είναι η τρίτη περίπτωση, στην οποία το θύμα εργαζόταν και ο θύτης «άρχισε να ξοδεύει τα χρήματα της για δικά του πράγματα δίχως να της το λέει». Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις όπως η τέταρτη, στην οποία, παρότι το θύμα λαμβάνει μηνιαίο επίδομα, δεν μπορεί να φύγει από το σπίτι μέχρι να βρει άλλη στέγη, καθώς δεν φτάνουν τα χρήματα.

Συγχρόνως, παρατηρείται ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο σύντροφος δεν επιθυμεί να εργάζεται η σύντροφος του για ποικίλους λόγους. Αρχικά, μπορεί να τον κυριεύει το αίσθημα της ζήλιας και να φοβάται ότι μπορεί να γνωρίσει κάποιον άλλον το θύμα και να τον αφήσει. Επίσης, η εργασία του θύματος ίσως εκλαμβάνεται από τον θύτη ως απειλή προς την εξ’ ολοκλήρου φροντίδα και προσοχή που ο δεύτερος αποζητά. Χαρακτηριστική είναι η ένατη περίπτωση που ο θύτης «από την αρχή της σχέσης, της έλεγε να σταματήσει την δουλειά γιατί του έλειπε». Ακόμη, ίσως τον αγχώνει και δεν του αρέσει το γεγονός ότι δεν μπορεί να ελέγξει το θύμα όταν αυτό λείπει.

Όσον αφορά την ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος ως προς τα άτομα που υφίστανται κακοποίηση, παρατηρήθηκε ότι τέσσερις γυναίκες ανέφεραν ότι δεν υπάρχει κάποιο άτομο που να γνωρίζει ή να τις υποστηρίζει στην παρούσα κατάσταση (περιπτώσεις 3, 6, 8, 10). Εντούτοις, και οι υπόλοιπες που αναφέρουν κάποιο κοντινό τους άτομο, τα άτομα αυτά είτε βρίσκονται μακριά είτε δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν ουσιαστικά ή δεν έχουν αντίληψη της κατάστασης. Λόγου χάριν, στην πρώτη περίπτωση ο ένας αδερφός της που βρίσκεται ακόμα στην Ελλάδα μένει μακριά της, στην πέμπτη περίπτωση η οικογένεια της είναι οι «γέροι και ανήμποροι γονείς» της, στην ένατη περίπτωση η μητέρα του θύματος άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον στην κατάσταση που βιώνει η κόρη της, αφότου έγινε μάρτυρας της κακοποίησης.

Αδιαμφισβήτητα, η ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος μπορεί να έχει θετική επίδραση σε ένα άτομο τόσο ψυχολογικά ώστε να μην θεωρεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή όντας παγιδευμένο σε μια κακοποιητική σχέση, όσο και να συνδράμει στην υλοποίηση της απόφασης να απομακρυνθεί από την κακοποιητική σχέση. Βέβαια, ακόμα και σε περιπτώσεις που το άτομο έχει άτομα που το στηρίζουν, η απόφαση απομάκρυνσης από μια δεδομένη κατάσταση δεν είναι εύκολη, ειδικά αν εμπλέκονται και παιδιά.

Οι λόγοι που ένα κακοποιημένο άτομο δεν εγκαταλείπει το κακοποιητικό περιβάλλον ποικίλουν. Αρχικά, το θύμα μπορεί να αισθάνεται φόβο, τόσο για την ίδια όσο και για τα παιδιά της (περιπτώσεις 1 & 2). Ενδιαφέρουσα είναι και η πρώτη περίπτωση, στην οποία το θύμα αναφέρει ότι παρέμενε με τον σύντροφο της για χάρη της οικογένειας και λόγω μιας αίσθησης καθήκοντος καθώς τον έβλεπε σαν μωρό παιδί αλλά και η πέμπτη περίπτωση που το θύμα αντιμετώπιζε τον θύτη σαν άτομο με ειδικές ανάγκες. Δεύτερον, η ύπαρξη ενοχών σε συνδυασμό με την αγωνία για τα παιδιά δυσχεραίνει την απομάκρυνση από την προβληματική κατάσταση. Παραδείγματος χάριν, στην τρίτη περίπτωση το θύμα νιώθει ενοχές και ότι ευθύνεται η ίδια για την κατάσταση του συντρόφου της, καθώς «έχει ευθύνη για τη βία διότι τον προκαλεί και τον φτάνει στα όριά του», ενώ, συγχρόνως, δεν θέλει να μείνει σε ξενώνα λόγω της κόρης της που είναι ήδη καταθλιπτική. Επίσης, το θύμα ενδέχεται να παραμένει σε αυτή την κατάσταση, καθώς δεν υπάρχει άλλη στέγαση ως εναλλακτική (περίπτωση 4) ή δεν υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον (περίπτωση 9).

Από την άλλη, αρκετές γυναίκες που έχουν υποστεί βία έχουν εγκαταλείψει τον θύτη αλλά, ωστόσο, ο φόβος δεν παύει να κυριαρχεί. Λόγου χάριν, στην όγδοη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το θύμα εγκατέλειψε τον θύτη, εκείνος «την παραμόνευε και την χτύπησε πολύ». Οι γυναίκες στο πέμπτο και έβδομο περιστατικό φοβούνται για τις επαφές που έχουν τα παιδιά τους με τον πατέρα τους και την αρνητική επιρροή που έχει προς αυτά. Επιπλέον, το αίσθημα του φόβου ότι ο δράστης ίσως βλάψει το ίδιο το θύμα ή τα παιδιά (περιπτώσεις 6 & 10) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον δράστη χειριστικά ως προς το θύμα.

Παράλληλα, σε δυο περιπτώσεις υποδηλώνεται μια σαδομαζοχιστική σχέση. Ειδικότερα, στην έκτη περίπτωση το θύμα παραδέχεται ότι όταν ο σύντροφος της της επέβαλε τις σεξουαλικές του διαθέσεις, εκείνη, παρά τον θυμό της, ένιωθε στοργή και έλξη για εκείνον. Επίσης, στην όγδοη περίπτωση, ενώ είχαν χωρίσει για 2 χρόνια, εκείνη ενέδωσε αφού «τον ήθελε».

Εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω γυναίκες αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια, κυριαρχεί η αγωνία τους για τα παιδιά τους, ακολουθούμενες από εκείνες που επικοινώνησαν για νομικούς ή οικονομικούς λόγους και εκείνες που βρίσκονται προς αναζήτηση στέγασης. Συγκεκριμένα, οι 7 γυναίκες αναφέρουν ότι στράφηκαν προς το Συμβουλευτικό Κέντρο εξαιτίας των παιδιών τους. Από αυτές τις περιπτώσεις, οι δυο αναφέρουν φόβο τόσο για τις ίδιες όσο για τα παιδιά τους (περιπτώσεις 7 & 10), ενώ η γυναίκα στην δεύτερη περίπτωση αγωνιά για τις πιθανές νομικές συνεπείς εξαιτίας του πρώην συντρόφου της. Προς αναζήτηση νομικής συμβουλευτικής βρίσκονται οι γυναίκες σε δυο περιπτώσεις (περιπτώσεις 2 & 3), εκ των οποίων στην μια περίπτωση συνδέονται και οικονομικοί λόγοι (περίπτωση 3). Επίσης, η ανάγκη για εύρεση εναλλακτικής στέγασης με σκοπό την απομάκρυνση από το κακοποιητικό περιβάλλον συναντάται στην τέταρτη και την έκτη περίπτωση.

Οπότε όσον αφορά τα αιτήματα που έχουν οι κακοποιημένες γυναίκες του Συμβουλευτικού Κέντρου είναι τα εξής: στις δυο περιπτώσεις επιθυμούν νομική συμβουλευτική, 4 περιπτώσεις ζήτησαν ψυχολόγο, 3 ζήτησαν δικηγόρο και ψυχολόγο, μια εκ των οποίων επιθυμεί και επαγγελματική συμβουλευτική και, υπήρχαν, ακόμη, 2 αιτήματα για στέγαση σε ξενώνα.

Τέλος, η επαφή που είχαν οι γυναίκες αυτές με δικηγόρους ή τις αρχές και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης είναι βοηθητική στην κατανόηση των δυσκολιών των οποίων αντιμετωπίζουν, οι οποίες συμβάλλουν στην παραμονή τους στο κακοποιητικό περιβάλλον. Τα εμπόδια αυτά επεξηγούν και τα προβλήματα συνεχίζουν να έχουν σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους.

Πιο συγκεκριμένα, στην τρίτη περίπτωση αποτυπώνεται πως έχει γίνει μήνυση από το θύμα το 2010 αλλά ακόμα δεν έχει εκδικαστεί. Η γυναίκα στην τέταρτη περίπτωση δεν μπορεί να καταγγείλει το περιστατικό διότι στο αστυνομικό τμήμα την αντιμετωπίζουν σαν «πρεζόνι», όπως η ίδια αναφέρει. Στην πέμπτη περίπτωση καταγράφεται η απογοήτευση από την πρώτη επαφή με δικηγόρο, αφού, παρά τη βία, της συνέστησε συναινετικό διαζύγιο, ενώ ταυτοχρόνως, δεν την ενημέρωσε για το δικαίωμα υποβολής μήνυσης. Οπότε, μετά το συναινετικό διαζύγιο απευθύνθηκε σε άλλη δικηγόρο, η οποία την βοήθησε στα προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα. Στην έκτη περίπτωση αποτυπώνεται το κενό που υπάρχει στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καθώς το θύμα αναγκαζόταν να πληρώσει πολλά χρήματα στις μηνύσεις προς τον δράστη, αφού δεν συμβίωναν και δεν θεωρείτο ενδοοικογενειακή βία. Στην έβδομη περίπτωση παρουσιάζεται ένας σύζυγος, ο οποίος συνέχισε τον εκβιασμό με το να απειλεί το θύμα ότι δεν θα πληρώσει το ενοίκιο και τον «ψυχολογικό πόλεμο». Ωστόσο, μετά την παραπομπή του θύματος στον εισαγγελέα, του έκαναν συστάσεις και εκείνος συμμαζεύτηκε. Στην επόμενη περίπτωση αναφέρεται ότι το θύμα πήγε στο νοσοκομείο και στο αστυνομικό τμήμα, όπου της ζήτησαν χρήματα για παράβολο και την απέτρεψαν από το να κάνει μήνυση. Το γεγονός αυτό, προφανώς, την κατέστησε απρόθυμη να προχωρήσει την υπόθεση διά της νομικής οδού, καθώς θεωρεί ότι δεν θα δικαιωθεί (περίπτωση 8).

Στην τελευταία περίπτωση (περίπτωση 10) βλέπουμε τις δυσκολίες που συνάντησε το θύμα όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί με τα παιδιά της από τον σύντροφο που την κακοποιούσε. Στην πρώτη προσπάθεια να τον αφήσει, πήρε μαζί τα παιδιά της, αλλά στο ΚΤΕΛ την περίμενε η αστυνομία με κατηγορία την εγκατάλειψη συζυγικής στέγης. Τελικώς, όταν βγαίνουν τα προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα και, αφού έχει κερδίσει την επιμέλεια των τριών παιδιών της, πάει να τα παραλάβει αλλά στο αστυνομικό τμήμα δεν την βοηθούν να εφαρμόσει την απόφαση του δικαστηρίου, γεγονός για το οποίο κατηγορεί τον ξάδερφο του πρώην συντρόφου της που είναι αστυνομικός στο τοπικό Αστυνομικό Τμήμα.

 

Συζήτηση
Η θέση της έρευνας είναι ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών και της γυναικείας κακοποίησης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών μπορεί εν δυνάμει να συμβάλλει στην εκδήλωση της βίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα αυτή δεν είναι σε θέση γενίκευσης όσον αφορά τα περιστατικά κακοποίησης και τη σύνδεση που αυτά έχουν με τη χρήση ουσιών, αφού οι συμμετέχουσες περιπτώσεις ήταν δέκα. Οπότε σκοπός δεν είναι η διατύπωση γενικεύσεων αλλά η κατανόηση του φαινομένου της συσχέτισης της βίας κατά των γυναικών και της χρήσης ουσιών από τους θύτες. Η έρευνα αυτή δεν συνεπάγεται, λοιπόν, ότι όλοι οι δράστες κακοποίησης των συντρόφων τους είναι τωρινοί, ή πρώην, χρήστες ουσιών. Δηλαδή, δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις που έχουν παραπεμφθεί στο Συμβουλευτικό Κέντρο της Γ.Γ.Ι.Φ. υπάρχει σύνδεση της βίας με τη χρήση ουσιών. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός της εν λόγω ανάλυσης είναι η διατύπωση ποιοτικών συμπερασμάτων και όχι ποσοτικών.

Αξίζει να σημειωθεί πως η στροφή της προσοχής των ανθρωπιστικών επιστημών στην κακοποιημένη γυναίκα είχε, αδιαμφισβήτητα, θετική επίδραση στην κατανόηση και καταπολέμηση της έμφυλης βίας. Ωστόσο, η εν λόγω εστίαση είχε ως αποτέλεσμα την παραμέληση των περιστατικών βίας που έχουν ως θύτη μια γυναίκα αλλά και περιπτώσεις βίας που διαδραματίζονται μεταξύ ομοφυλοφιλικών ζευγαριών και των δυο φύλων (Βλάχου, 2005).

Από την μελέτη των περιπτώσεων προκύπτει το συμπέρασμα ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της γυναικείας κακοποίησης και της χρήσης ουσιών από τους θύτες. Η χρήση ουσιών, είτε αυτές είναι ναρκωτικές ουσίες, είτε αλκοόλ, μπορεί δυνητικά να επηρεάσει την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Από τις υπό ανάλυση περιπτώσεις διαφαίνεται ότι, όσον αφορά τις ναρκωτικές ουσίες, το στερητικό σύνδρομο φαίνεται να έχει ως άμεση συνέπεια τη βία, ενώ, όσον αφορά το αλκοόλ, η κατάσταση μέθης ευνοεί τέτοιου είδους συμπεριφορές.

Αυτή η συσχέτιση αποτυπώθηκε σε έκθεση των στατιστικών του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α., όπου το 38% των ατόμων που ενεπλάκησαν σε βίαια περιστατικά, βρίσκονταν «υπό την επήρεια αλκοόλ κατά τη διάρκεια διάπραξης της πράξης. Την άποψη της Σπανού (2005) ότι τα μισά περιστατικά κακοποίησης διαπράττονται από δράστες που βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ψυχοτρόπων ουσιών, συμμερίζεται η μελέτη των Giesbrecht, Cukier & Steeves (2010) που δείχνει ότι το 40% όσων διέπραξαν σεξουαλικά αδικήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το 1997 ήταν μεθυσμένοι.

Όσον αφορά τον δράστη της κακοποίησης, πρόκειται, ως επί το πλείστον, για σύντροφο ή πρώην σύντροφο. Η μία μονάχα περίπτωση αφορά κακοποίηση της κόρης από τον πατέρα της. Το γεγονός αυτό υποστηρίζεται από την Εθνική Έρευνα Εγκληματικής Θυματοποίησης των Η.ΠΑ., η οποία έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν κατά 10% περισσότερες πιθανότητες από τους άντρες-θύματα να κακοποιηθούν από κάποιον με τον οποίο έχουν πολύ στενή σχέση (Bachman, 1994).

Κατά την προσπάθεια συσχέτισης των βίαιων περιστατικών με τη χρήση ουσιών ή εξάρτησης φαίνεται ότι οι περισσότεροι θύτες είναι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι πρώην χρήστες. Βέβαια, συναντώνται εξαρτήσεις διαφόρων τύπων, όπως ο τζόγος. Έχει αναφερθεί ότι η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών αφορά το 40% – 60% των περιπτώσεων κακοποίησης από τον σύντροφο. Επίσης, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η χρήση ουσιών διευκολύνει την διάπραξη ή ενίσχυση της κακοποίησης μεταξύ συντρόφων (Easton, 2006).

Σχετικά με τα θύματα και την σχέση τους με την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, αναφέρεται μόνο ένα περιστατικό χρήσης του θύματος και ένα που το θύμα είναι πρώην χρήστρια.

Οι μορφές της βίας, συνήθως, συνυπάρχουν. Κατά κύριο λόγο η σωματική βία συνυπάρχει με την ψυχολογική. Βέβαια, εύλογα, η ψυχολογική βία συνυπάρχει με όλες τις υπόλοιπες μορφές, τη σωματική και τη σεξουαλική. Η οικονομική εξάρτηση των θυμάτων βίας από τους θύτες δεν ισχύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων.

Αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με έρευνες που υποδηλώνουν ότι ένας από τους κυριότερους λόγους που οι περισσότερες γυναίκες παραμένουν σε μία κακοποιητική σχέση είναι η οικονομική εξάρτηση (Adams, Sullivan, Bybee & Greeson, 2008). Βέβαια, δεν αναιρείται η κατανόηση ότι οι κακοποιημένες γυναίκες ίσως δεν νιώθουν αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να συντηρήσουν μόνες τους τα παιδιά τους ή έστω τον εαυτό τους, εξαιτίας ποικίλων λόγων, όπως η κυριαρχία και εσωτερίκευση πατριαρχικών προτύπων (Barnett, 2000) που υποστηρίζουν ότι ο άντρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας και υπεύθυνος για την ευημερία της.

Η βία σε μια σχέση εκδηλώνεται, κυρίως, στην αρχή μιας σχέσης. Παρατηρείται ότι πολλές γυναίκες επέλεξαν να συνεχίσουν τη σχέση τους με τον θύτη, παρά την εμφάνιση ήδη βίαιης συμπεριφοράς, ακόμη και να παντρευτούν και να κάνουν δημιουργήσουν οικογένεια μαζί του. Συχνά, η εγκυμοσύνη αποτελεί έναυσμα της κακοποίησης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η βία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκειά της.

Όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης των θυμάτων, γίνεται αναφορά για μια μόνο γυναίκα που έχει τελειώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και για δυο γυναίκες που έχουν αποφοιτήσει από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη, όσων αφορά τους δράστες και το επίπεδο εκπαίδευσης τους, καταγράφεται μόνο ένας ως απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δυο που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αναφορικά με την ψυχική ασθένεια στον δράστη, αναφέρονται δυο άτομα που έχουν ψυχιατρικά προβλήματα, αλλά και αυτοκτονικό ιδεασμό.

Ένας θύτης με τον αυτοκτονικό ιδεασμό είναι ενεργός χρήστης, ενώ ένας άλλος είναι χρόνιος χρήστης αλκοόλ, οπότε ίσως μπορεί να γίνει λόγος για διπλή διάγνωση. Άξια αναφοράς είναι μια έρευνα στην Βραζιλία, στην οποία διαφάνηκαν υψηλά ποσοστά ύπαρξης αυτοκτονικού ιδεασμού στους χρήστες ουσιών και των δυο φύλων και τις αλκοολικές γυναίκες (Zilberman et., 2003). Από την άλλη, κοιτώντας τα θύματα κακοποίησης, από ψυχολογική άποψη, κυριαρχεί η κατάθλιψη. Επιπλέον, γίνεται αναφορά για μια κρίση πανικού που οδήγησε σε νοσηλεία και ένα θύμα που οδηγήθηκε στην βουλιμία. Σχετικά με το θέμα της ψυχικής υγείας στις οικογένειες των θυμάτων συναντάται η ύπαρξη κατάθλιψης σε μια περίπτωση.

Παρατηρείται ότι η προϊστορία βίας στις οικογένειες των δραστών, μπορεί να επηρεάσει την μετέπειτα πορεία τους. Άλλωστε, σύμφωνα με την Μάτσα (2001), παρατηρείται ότι ένα μεγάλο ποσοστό των αντρών που μεγάλωσε μέσα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, είτε βίωναν οι ίδιοι την κακοποίηση ή ήταν μάρτυρες κακοποίησης της μητέρας τους από τον πατέρα τους, έχοντας αποτυπωμένες εικόνες υποβιβασμού των γυναικών, θα αναπαράγει στην μετέπειτα ζωή του το ίδιο την κακοποίηση που υπέστη.

Επίσης, η ύπαρξη βίας στις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και η κακοποίηση από πρώην συντρόφους τους κατά το παρελθόν φαίνεται να επηρεάζει την παραμονή τους σε μια κακοποιητική σχέση. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (2018b) επιβεβαιώνει πως τα άτομα που μεγάλωσαν στα πλαίσια βίαιων οικογενειών είναι πιο πιθανό τόσο να διαπράξουν όσο να βιώσουν βία από τον σύντροφο τους. Επιπλέον, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος φαίνεται να δυσχεραίνει ένα θύμα να απομακρυνθεί από τον θύτη του, είτε για πρακτικούς, είτε συναισθηματικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η βία δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο του θύματος, καθώς τα παιδιά είναι συνήθως αυτόπτες μάρτυρες της κακοποίησης που συμβαίνει. Παράλληλα, υπάρχει περίπτωση το θύμα να εξωτερικεύει τα συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματα επιθετικότητας προς άλλα πρόσωπα, όπως τα παιδιά (Παπαμιχαήλ, 2005).

Στους λόγους παραμονής στο κακοποιητικό περιβάλλον, ξεχωρίζουν, κυρίως, τα αισθήματα φόβου, τόσο για το θύμα όσο για τα παιδιά του, το αίσθημα καθήκοντος για χάρη της οικογένειας αλλά και η ύπαρξη ενοχών. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, ελλοχεύει και μια σαδομαζοχιστική σχέση μεταξύ θύτη και θύματος. Από πρακτικής άποψης, τα θύματα δεν φεύγουν συνήθως, ακόμα και να έχουν πάρει την απόφαση, ένεκα της έλλειψης εναλλακτικής στέγασης. Τα αιτήματα που έχουν οι κακοποιημένες γυναίκες κατά την επίσκεψη τους στο Συμβουλευτικού κέντρου συνοψίζονται στην νομική συμβουλευτική, στην ψυχολογική στήριξη, την επαγγελματική συμβουλευτική και την στέγαση τους σε ξενώνα. Τέλος, η επαφή που είχαν οι γυναίκες αυτές με δικηγόρους ή τις αρχές και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης ήταν, κυρίως, απογοητευτική, γεγονός που συμβάλλει στην παραμονή τους στο κακοποιητικό περιβάλλον. Ακόμη, τα εν λόγω εμπόδια συνεχίζουν να υπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους.

Η αποθαρρυντική εμπειρία σε συνδυασμό με την αντίληψη που κυριαρχεί στην κοινωνία σχετικά με τον προστατευτικό ρόλο της οικογένειας στη ζωή μια γυναίκας και γενικότερα τις πατριαρχικές αντιλήψεις (Jasinski & Williams, 1998) περί του «άβατου» της οικογένειας συμβάλλουν στην ύπαρξη του υψηλού σκοτεινού αριθμού.

Η γυναικεία κακοποίηση αποτελεί ιδιαιτέρως πολύπλοκο και δυσχερές θέμα ως προς την μελέτη του, γεγονός που το έχει περιορίσει στο να γίνει αντικείμενο μελέτης στον βαθμό που θα μπορούσε. Το βάρος της περαιτέρω διερεύνησης του συγκεκριμένου θέματος και της επιβεβαίωσης των παραπάνω ευρημάτων έγκειται, κυρίως, στους επαγγελματίες που έχουν άμεση πρόσβαση στον διερευνώμενο πληθυσμό, ίσως με την διεξαγωγή συνεντεύξεων.

Συγχρόνως, οι πιθανές συνεντεύξεις από θύματα κακοποίησης, συνδυαστικά με έρευνες θυματοποίησης που μπορούν να μοιραστούν σε πιο ευρύ κοινό, με την διασφάλιση της ανωνυμίας ακόμα και κατά την συμπλήρωση των ερωτηματολογίων, θα μπορούσαν να αυξήσουν την θεατότητα του συγκεκριμένου κοινωνικού προβλήματος και να μειώσουν τον σκοτεινό του αριθμό. Αδιαμφισβήτητα, το πλάνο αυτό θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσω ερευνών αυτοομολογούμενης ενοχής. Ειδικότερα, παρά την απαιτητικότητα τους, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί συμπλήρωση ερωτηματολογίων αυτοομολογούμενης ενοχής ή ακόμη και διεξαγωγή συνεντεύξεων σε τροφίμους σωφρονιστικών καταστημάτων.

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί η ανάγκη μελέτης της γυναικείας κακοποίησης, εκτενέστερα, όχι μόνο από συντρόφους. Συγκεκριμένα, θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικές οι έρευνες που δείχνουν τις συνέπειες που έχει η κακοποίηση στη χρήση ουσιών από τις ίδιες τις γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης ή ξεκινάνε την χρήση με σκοπό την ανακούφιση της καθημερινότητας τους, όπως π.χ. εκείνων που ασχολούνται με την πορνεία, στην Ελλάδα. Έρευνες τέτοιου είδους θα μπορούσαν να συγκριθούν και να εμπλουτίσουν παλαιότερες αντίστοιχες μελέτες, όπως το “Narrow Door” (Poulopoulos κ.ά., 2001).

Όσον αφορά τη μεταχείριση των εν λόγω περιστατικών από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, καθώς παρά την ενημέρωση φαίνεται ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν δρουν πάντα αποτελεσματικά και βοηθητικά ως προς το θύμα, φαίνεται επιτακτική η αύξηση της ενημέρωσης των αρχών. Παράλληλα, θα ήταν σημαντική αρωγή τόσο για τα θύματα όσο και για τους θύτες και την κοινωνία γενικότερα, η σταδιακή ένταξη στρατηγικών επανορθωτικής δικαιοσύνης στο ποινικό σύστημα.

Παράλληλα, η απουσία επαρκών δομών φιλοξενίας, όπως ξενώνων, για τις κακοποιημένες γυναίκες που θέλουν να φύγουν από ένα κακοποιητικό περιβάλλον οδηγεί στην πρόταση δημιουργίας περισσότερων δομών, ανάλογα των πραγματικών αναγκών. Αναμφίβολα, η Γενική Γραμματεία Ισότητας Φύλων που έχει αναπτύξει το δίκτυο της με Συμβουλευτικά Κέντρα σε όλη την Ελλάδα και την εικοσιτετράωρη τηλεφωνική γραμμή SOS, 15900, είναι σημαντικός αρωγός στις κακοποιημένες γυναίκες. Ωστόσο, για να εξαλειφθεί το πρόβλημα της κακοποίησης, ειδικά στις πιο κλειστές κοινωνίες, που το θύμα μπορεί ακόμα ευκολότερα να εγκλωβιστεί, πρέπει να συνεχίσει να επεκτείνεται και στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδος, έστω με την άμεση συνεργασία με την εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση.

Τέλος, παρατηρώντας την περίπτωση όπου οι τρόποι εκδήλωσης της βίας ίσως συνδέονται με την εργασία του θύτη, αποτελεί τροφή για σκέψη για το κατά πόσο η βία μπορεί να συνδεθεί με το εργασιακό status του δράστη.

Εν κατακλείδι, η γυναικεία κακοποίηση αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο, δυστυχώς, όντας περίπλοκο παρουσιάζει ποικίλες δυσχέρειες στην επίλυση του. Παρουσιάζεται, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη οι ήδη υπάρχουσες μελέτες να εμπλουτιστούν, ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν πέρα από την ολοκληρωμένη κατανόηση του και αποτελεσματικές λύσεις για την εξάλειψη του. Οι λύσεις όμως δεν μπορούν να δοθούν μόνο από την επιστημονική κοινότητα, καθώς πρέπει να κινητοποιηθεί και η πολιτεία ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των οποιονδήποτε προτάσεων. Βέβαια, καθοριστική συμβολή στην μείωση των καθημερινών περιστατικών βίας φέρουμε όλοι μας ως πολίτες. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, ότι κατά την καθημερινότητα εξαρτάται από τον οποιονδήποτε, στον οποίον υποπέσει στην αντίληψη του κάποιο περιστατικό κακοποίησης να επιχειρήσει να δράσει βοηθητικά ως προς την εξάλειψη του και να μην μείνει αμέτοχος.

 

Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
Αδαμάκη, Ν. (2001). Εγχειρίδιο για τις κακοποιημένες γυναίκες. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ). Ανακτήθηκε 10 Σεπτεμβρίου 2017 από http://www.kethi.gr

Αθανασοπούλου, Ε. (2013). Σεξουαλική κακοποίηση. Χρήσιμες πληροφορίες για εκπαιδευτικούς. Θεσσαλονίκη: Publish City.

Ανακτήθηκε 11 Σεπτεμβρίου 2017 από http://www.diapolis.auth.gr/diapolis_files/drasi6/a9.pdf

Αρτινοπούλου, Β. & Μαγγανάς, Α. (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Βλάχου, Β. (2005). Η Αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Αθήνα: ΕΛΛΗΝ.

Bergeret, J. (1999). Τοξικοεξάρτηση και προσωπικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ζαφείρη, Ε. & Μαρινάκης, Γ. & Μασνίκη, Ε. (2005). Η Σχέση Ψυχοτρόπων Ουσιών και Βίας στις Οικογένειες Τοξικοεξαρτημένων. Μία μελέτη σε οικογένειες τοξικοεξαρτημένων Κρήτης. (Αδημοσίευτη Πτυχιακή Εργασία), Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, ΑΤΕΙ Κρήτης: Ηράκλειο.

Giesbrecht, N., Cukier, S. & Steeves, D. (2010). Έμμεσες Βλάβες από το Αλκοόλ: Οι επιπτώσεις από τις “έμμεσες συνέπειες της κατανάλωσης αλκοόλ” στον πληθυσμό και οι προτεραιότητες στον τομέα της υγείας. Εξαρτήσεις, τεύχος 17, 57.

Η έκταση και οι Μορφές Βίας ενάντια στα Παιδιά στην Κυπριακή Οικογένεια. (2002). World Report on Violence and Health. Geneva: World Health Organization. Ανακτήθηκε στο http://apps.who.int/iris/bitstream/10665/42495/1/9241545615_eng.pdf

Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά Προβλήματα της Παιδικής Ηλικίας. Τόμος ΙΒ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Καλούδη, Ε., Ψαρρά, Μ.Λ., Καλέμη, Γ., Δουζένη, Ι. & Δουζένης, Α. (2017). Βία στην οικογένεια. Εγκέφαλος, τεύχος 54, 43.

Καράμπελας, Λ. (1988). Ο τοξικομανής εγκληματίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Κουτσιάνου, Χ. & Τσιλίκη, Ε. (2002), Η βία κατά των γυναικών από τον σύντροφο τους. Στάσεις και στερεότυπα. Οι επιπτώσεις στην εξελικτική πορεία.(Αδημοσίευτη Πτυχιακή εργασία), Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, ΑΤΕΙ Κρήτης: Ηράκλειο.

Κωνσταντάτου, Ε. (2018, 8 Μαρτίου). 13 εκατ. γυναίκες θύματα της βίας ετησίως στην Ευρώπη. Εφημερίδα Το Βήμα. Ανακτήθηκε 8 Μαρτίου, 2018, από http://www.tovima.gr/world/article/?aid=949252

Kaplan, H., Sadock, B.& Grebb, J. (1996). Ψυχιατρική. Τόμοι Α & Β. Αθήνα: Λίτσας. Μάτσα, Κ. (2001). Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικοεξάρτησης. Αθήνα: Άγρα.

Παναγιωτόπουλος, Ν. (2008). Η απομάγευση του κόσμου. Αθήνα: ΕΚΚΕ-Πολύτροπον.

Παπακίτσου, Ι. (2011). Η βία κατά των γυναικών: η προσέγγιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής με τη χρήση της βιογραφικής-αφηγηματικής μεθόδου. (Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία), Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΠΜΣ “Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα και η Αντιμετώπισή της”, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Αθήνα. Παπαμιχαήλ, Σ. (2005). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις της Κακοποίησης των Γυναικών από τους Συζύγους/Συντρόφους τους. Αθήνα: Σάκκουλας.

Παρασκευόπουλος, Ν. (2014). Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα. Αθήνα: Σάκκουλας.

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις: Οι κοινότητες της αλλαγής. Αθήνα: Τόπος.

Robson, C. (2010). Η έρευνα του πραγματικού κόσμου. Ένα μέσον για κοινωνικούς επιστήμονες και επαγγελματίες ερευνητές, Αθήνα: Gutenberg.

Σπανού, Α. (2005). Ενδοοικογενειακή βία: διερεύνηση του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών στο πλαίσιο της συζυγικής και ερωτικής σχέσης. (Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία), Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΠΜΣ “Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα και η Αντιμετώπισή της”, Πάντειο Πανεπιστήμιο: Αθήνα.

Στρατίκη, Λ. (2006). Γυναίκες Χρήστριες Τοξικών Ουσιών με Ιστορικό Σωματικής ή/και Σεξουαλικής Κακοποίησης. Εξαρτήσεις, τεύχος 10, 40-44.

Σφηκάκη, Μ. (2001). Σεξουαλική Κακοποίηση: Η σχέση της με την τοξικομανία. Τετράδια Ψυχιατρικής, 76, 8-12.

Stanton, M.D. (1989).Η εξάρτηση από ηρωίνη σαν οικογενειακό φαινόμενο: Ένα νέο εννοιολογικό μοντέλο, Αθήνα: Εκλογή.

Τι είναι το trafficking. (2017, 17 Σεπτεμβρίου). http://stoptrafficking.gr/el/τι-είναι-το-trafficking

Τσιώλης, Γ. (2006). Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις – Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα. Αθήνα: Κριτική

Walker, E. L. (1989). Η Κακοποιημένη Γυναίκα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Φαρσεδάκης, Ι.Ι. (2005). Στοιχεία Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

 

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Adams, A. E., Sullivan, C. M., Bybee, D. M. & Greeson, R. (2008). Development of the Scale of Economic Abuse, Violence Against Women. Volume 14, Issue 5, 563-588, doi: 10.1177/1077801208315529

Adler, F., Mueller, G. O.W & Laufer, W.S. (1998). Criminology. The Shorter

Version, Third Edition, Boston, Mass: McGraw-Hill.

American Society of Addiction Medicine & National Council on Alcoholism and Drug Dependence. (1990). New Definition for Alcoholism, A.S.A.M. News, Volume 5 (no.2), 9.

Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2018 από https://www.asam.org/docs/default- source/publications/1990-3-4vol5-2ocr.pdf?sfvrsn=22a34ebe_4

Archer, J. & Browne, K.D. (1989). Concepts and Approaches to the Study of Aggression, Human Aggression: Naturalistic Approaches, London:Rutledge. Bachman, R. (1994). Violence Against Women. A National Crime Victimization Survey Report, January 1994, U.S. Department of Justice, Bureau of Justice Statistics. Ανακτήθηκε 10 Μαρτίου 2018, από https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/digitization/145325ncjrs.pdf

Bandura, A. (1977). Social learning theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Barnett, O. W. (2000). Why Battered Women Do Not Leave, Part 1, External Inhibiting Factors Within Society. Trauma, Violence & Abuse, Volume 1, Issue 4, 343-372, doi: 10.1177/1524838000001004003

Bhatt, R.V. (1998). Domestic Violence and substance abuse. International Journal of Gynecology & Obstetrics, Volume 63 (Issue S1), doi: 10.1016/S0020-7292(98)00181-

Brink, O., Bitch, O., Petersen, K. K. & Charles, A. V. (2002). Two decades of violence: A cohort study from the Danish municipality of Aarhus. Danish Medical Bulletin, Volume 49, 64-67. Ανακτήθηκε 22 Αυγούστου 2017 από http://www.danmedbul.dk/Tidligere%20numre/TidligereNumre.html

Catalano, S., Smith, E., Snyder, H. & Rand, M. (2009). Female Victims of Violence, September 2009, U.S. Department of Justice, Bureau of Justice Statistics. Ανακτήθηκε 10 Μαρτίου 2018, από https://www.bjs.gov/content/pub/pdf/fvv.pdf

Department of the Prime Minister and Cabinet. Office of the Status of Women. (1991). National Committee on Violence against Women, Position Paper. Ανακτήθηκε 02 Ιανουαρίου 2018, από https://books.google.gr/books?id=oP7cAAAAIAAJ&hl=el&source=gbs_ViewAPI&r edir_esc=y

Dobash, R.E. & Dobash, R.P. (1998), Rethinking Violence Against Women, California: SAGE Publications, Inc. Ανακτήθηκε 12 Ιανουαρίου 2018, από

https://books.google.gr/books?hl=el&lr=&id=TLB1AwAAQBAJ&oi=fnd&pg=PP1& dq=dobash+rethinking+violence+and+social+change+1998&ots=pt4mafHlDA&sig= K_9MCYY8Alf91j2ls_FNwsatSrM&redir_esc=y#v=onepage&q=forms&f=false

Easton, C. J. (2006). The Role Of Substance Abuse In Intimate Rartner Violence. Psychiatric Times, Volume 25, Issue 1, Ανακτήθηκε από http://www.psychiatrictimes.com/addiction/role-substance-abuse-intimate-partner- violence

Galvani, S. (2006). Safety first? The impact of domestic abuse on women’s treatment experience. Journal of Substance Use. Volume 11, 395-407. doi: 10.1080/14659890600708225

Gelles, R. J. (1997). Intimate Violence in Families, Third Edition, London: SAGE Publications, Inc. Ανακτήθηκε 12 Ιανουαρίου 2018, από https://uk.sagepub.com/en- gb/eur/intimate-violence-in-families/book5778#preview

Gender-based Violence. Overview. (2018, 2 Ιανουαρίου). Ανακτήθηκε από https://www.unfpa.org/genderbasedviolence#

Grella, C. E. (2008). From generic to gender-responsive treatment: changes in social policies, treatment services, and outcomes of women in substance abuse treatment. Journal of Psychoactive Drugs, Volume 40, 327-343.

Harway, M. (1993). Battered Women: Characteristics and causes. In M. Hanses & M. Harway (Eds.), Battering and Family Therapy: A Feminist Perspective. London: Sage.

Jarvis, T. J. & Copeland, J. (1997). Child sexual abuse as a predictor of psychiatric co-morbidity and its implications for drug and alcohol treatment. Drug and Alcohol Dependence, Volume 49, 61-69. doi: https://doi.org/10.1016/S0376-8716(97)00139-7

Jasinski, J. L. & Williams, L. M. (1998). Partner Violence. Thousand Oaks, California: SAGE

Johnsen, L.W. & Harlow, L. (1996). Childhood sexual abuse linked with adult substance use, victimization, and AIDS-risk. AIDS Education and Prevention, Volume 80, 44-56. Ανακτήθηκε 25 Οκτωβρίου 2017, από https://www.researchgate.net/publication/14497990_Childhood_sexual_abuse_linked_with_adult_substance_use_victimization_and_AIDS-risk

Johnson, M.P. (1995). Patriarchal Terrorism and Common Couple Violence: Two Forms of Violence Against Women, Journal of Marriage and Family, Volume 57, No. 2, 283-294, Ανακτήθηκε 10 Ιανουαρίου 2018 από http://www.personal.psu.edu/mpj/1995%20JMF.pdf

Kaplan, H. & Sadock, B. (2007). Synopsis of Psychiatry. Behavioral Sciences/ Clinical Psychiatry, Tenth Edition, Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins, a Wolters Kluwer Business. Ανακτήθηκε 5 Ιανουαρίου 2018, από https://books.google.gr/books?id=fFi7DR2hmaIC&pg=PA452&dq=kaplan+sadock+1998+alcohol+related+disorders+8th+edition&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwigpYTj_- TZAhUqLZoKHfGlCukQ6AEIJzAA#v=onepage&q=kaplan%20sadock%201998%20alcohol%20related%20disorders%208th%20edition&f=false

Karmen, A. (1996). Crime Victims: an introduction to victimology. 3rd Edition, Belmont, California: Wadsworth Publishing Company.

National Council on Alcoholism and Drug Dependence. (2018). Alcoholism, Drug Dependence and Co-occuring Disorders. Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2018, από https://www.ncadd.org/about-addiction/signs-and-symptoms/co-occurring-disorders National Institute on Drug Abuse. (2017). Sex and Gender Differences in Substance Use. Ανακτήθηκε 24 Δεκεμβρίου 2017, από https://www.drugabuse.gov/publications/drugfacts/substance-use-in-women

National Institute on Drug Abuse. (2018). Commonly Abused Drugs and Withdrawal Symptoms. Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2018, από https://www.drugabuse.gov/drugs- abuse/commonly-abused-drugs-charts

Pagelow, M. D. (1984). Family Violence, New York: Praeger. Ανακτήθηκε 20 Σεπτεμβρίου 2017, από https://books.google.gr/books/about/Family_violence.html?id=Em6uAAAAIAAJ&re dir_esc=y

Poulopoulos, Ch., Tsiboukli, A., Papanastasatos, G. (2001). The narrow door – path of social exclusion: the Greek Case. Στο M. Pollo (Ed). The narrow door – path of social exclusion: a research project by Mario Pollo. Rome: CEIS, 37-122.

Report on equality between women and men in the E.U. (2018). European Union. Ανακτήθηκε 08 Μαρτίου 2018, από http://ec.europa.eu/newsroom/just/item- detail.cfm?item_id=615287

Swan, S., Farber, S. & Campbell, D. (2000). Violence in the lives of women in substance abuse treatment: Service and policy implications. The Connecticut Women’s Consortium. Ανακτήθηκε 26 Οκτωβρίου 2017, από http://www.womensconsortium.org/pdf/swan001025.pdf

United Nations. (2006). Advancement of Women. In-depth study on all forms of violence against women. Report of the Secretary-General. General Assembly 61st Session. 6th of July 2006 (p.36). Ανακτήθηκε 20 Μαρτίου 2018, από http://www.un.org/womenwatch/daw/documents/ga61.htm

Violence against women: an EU-wide survey. (2014). European Union Agency for

Fundamental Rights. Luxembourg: Publications Office of the European Union.

United Nations Office on Drugs and Crime (U.N.O.D.C.). (2015). World Drug Report 2015, United Nations publication, Sales No.E.15.XI.6. Ανακτήθηκε 25 Μαρτίου 2018, https://www.unodc.org/documents/wdr2015/World_Drug_Report_2015.pdf

Women and Methamphetamine Use. (2018, 8 Μαρτίου). Ανακτήθηκε από https://www.drugaddictiontreatment.com/types-of-addiction/street-drug- addiction/women-and-methamphetamine-use/

World Health Organization. (2018a). Alcohol. Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2018, από http://www.who.int/newsroom/factsheets/detail/alcohol

World Health Organization. (2018b). Violence against Women. The Health Sector Responds. Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2018, από http://www.who.int/violence_injury_prevention/publications/pvl_infographic.pdf

Zilberman, M. L., Tavares, H. & Andrade, A. G. (2003). Discriminating drug- dependent women from alcoholic women and drug-dependent women. Addictive Behaviors, Volume 28, 1345-1346.

Print Friendly, PDF & Email