Η κακοποίηση στην παιδική ηλικία γυναικών που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης και οι επιπτώσεις της

Μώρου Βασιλική (1), Πουλόπουλος Χαράλαμπος (2)

(1) MSc, Ψυχολόγος, ΚΕΘΕΑ. Στοιχεία επικοινωνίας: vickymorou@gmail.com
(2) Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, email: chpoulo@sw.duth.gr

DOI: https://doi.org/10.57160/YPPL7486

 

Περίληψη
Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση του ιστορικού της κακοποίησης γυναικών στην παιδική ηλικία, οι ψυχολογικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις και η σύνδεση της κακοποίησης με την εξάρτηση και την παραβατικότητα.

Το επώδυνο βάρος αυτή της εμπειρίας, φέρει το παιδί μαζί του για πολλά χρόνια, χωρίς ίσως να αποκαλύψει ποτέ τι έγινε. Η αίσθηση της αδυναμίας και του αβοήθητου θα ακολουθεί το παιδί, στα χρόνια της εφηβείας και της ενηλικίωσης, δημιουργώντας ένα βαθύ τραύμα και φόβο για τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι σε βάθος συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης με γυναίκες που είχαν κακοποιηθεί στην παιδική ηλικία και αντιμετώπιζαν προβλήματα εξάρτησης και παραβατικότητας, δίνουν τη δυνατότητα να αναδειχθεί ο λόγος τους και προσφέρουν σημαντικά δεδομένα για την πρόληψη και τη θεραπεία του φαινομένου.

 

Λέξεις-κλειδιά: κακοποίηση, επιπτώσεις, εξάρτηση, παραβατικότητα, εγκλεισμός, θεραπεία, γυναίκες.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το φαινόμενο της κακοποίησης απασχολεί σε σημαντικό βαθμό τις υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και την επιστημονική κοινότητα. Πολυάριθμες μελέτες, έχουν πραγματοποιηθεί και αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία, με στόχο να αποσαφηνιστούν οι μορφές της κακοποίησης, τα κριτήρια της διάγνωσης, το προφίλ του θύματος και του θύτη, και οι πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες. Η ελληνική βιβλιογραφία ωστόσο, παρουσιάζει λίγες και αποσπασματικές μελέτες, καθώς και μικρό αριθμό ερευνών. Περιορίζεται σε γενικά ευρήματα και λιγότερο στην ενδελεχή κατανόηση του φαινομένου και των επιπτώσεων της κακοποίησης.

Η κακοποίηση παιδιών περιγράφεται ως ένα φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο ένας ή περισσότεροι ενήλικες που έχουν την ευθύνη και τη φροντίδα ενός παιδιού, προκαλούν ή επιτρέπουν να προκληθούν στο παιδί σωματικές κακώσεις ή συνθήκες στέρησης σε τέτοιο βαθμό σοβαρότητας, ώστε συχνά να επιφέρουν σοβαρές διαταραχές σωματικής, νοητικής, συναισθηματικής ή κοινωνικής μορφής, ακόμα και τον θάνατο (Herman, 1997, 22-29).

Τα τραυματικά γεγονότα καθορίζουν το είδος της κακοποίησης. Ως τραύμα ορίζεται το βίωμα, η μαρτυρία ή η απειλή ενός γεγονότος/γεγονότων που σχετίζεται με την απειλή της σωματικής ακεραιότητας, την ύπαρξη βλάβης (σωματικής ή/και ψυχικής) και τον θάνατο. Το τραύμα είναι ένα γεγονός και μία ιδιαίτερη απάντηση σε ένα γεγονός που προκαλεί συναισθήματα φόβου, ανικανότητας, ή φρίκης. Το ψυχικό τραύμα μπορεί να περιλαμβάνει σωματική, σεξουαλική και συναισθηματική κακοποίηση, παραμέληση, ύπαρξη ψυχιατρικών διαταραχών, φυλάκιση ή θάνατο του γονέα και ύπαρξη χρόνιων και σοβαρών προβλημάτων υγείας (Van Dam et al., 2013, 32-48). Tο τραύμα δεν περιορίζεται στη βία και το βίωμά της. Περιλαμβάνει μάρτυρες βίας καθώς και στιγματισμού λόγω φύλου, φυλής, φτώχειας, φυλάκισης ή γενετήσιου προσανατολισμού. Το τραύμα αυξάνει επίσης την πιθανότητα αλληλεπίδρασης με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης (Covington 1998b, 167-182).

Οι ψυχο-συναισθηματικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις στο άτομο αξιολογούνται ως στρατηγική επιβίωσης του τραύματος, είτε για να επικοινωνηθεί ο πόνος, είτε ως μία προσπάθεια διαχείρισης του βαθύτερου ριζωμένου πόνου (Bagley, King, 1990, 127). Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις περιλαμβάνουν φυγή από το σπίτι, απομόνωση και δυσκολία στη σύναψη σχέσεων, επιθετικότητα, αυτοκτονικές σκέψεις, απόσυρση από συνηθισμένες δραστηριότητες, χαμηλή αυτοεκτίμηση κα αυτοαξία, διασπαστική και παρορμητική συμπεριφορά, ενοχή, ντροπή, αγχώδεις διαταραχές, προβλήματα συμπεριφοράς και παραβατικότητα, σωματικά συμπτώματα, διαταραχές ύπνου, εφιάλτες, παρορμητικά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, κατάθλιψη, διαταραχές διατροφής (Bagley, King, 1990, 150-151).

Ως προς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, η συμπτωματολογία αφορά σεξουαλική δυσλειτουργία και αποφυγή, πορνεία, επιθετικότητα ή φόβο στη συντροφική σχέση, κοινωνική απομόνωση ή δυσκολία στη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοαξία, χρόνιο αίσθημα αβοηθητότητας, χρόνια κατάθλιψη, διαταραχές προσωπικότητας, αυτοκτονικές σκέψεις, απόπειρες αυτοκτονίας, διατροφικές διαταραχές (Bagley, King, 1990, 150-151).

Η Μετα-τραυματική Διαταραχή Άγχους είναι ένα είδος διαταραχής που προκύπτει από το τραύμα. Υπάρχουν δύο μορφές Μετα-τραυματικού άγχους: η απλή και η περίπλοκη. Η περίπλοκη συνήθως προκύπτει από πολλαπλά περιστατικά κακοποίησης και βίας (όπως η παιδική σεξουαλική κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία). Ένα μόνο τραυματικό περιστατικό στην ενηλικίωση μπορεί να οδηγήσει σε απλό Μετα-τραυματικό άγχος (Van Dam et al., 2013, 32-48).

Η ύπαρξη Μετα-τραυματικής Διαταραχής Άγχους συναντάται συχνά σε άτομα με κατάχρηση ουσιών, καθώς η χρήση ουσιών μεταβάλλει τα συναισθήματα και περιορίζει το άγχος και τον φόβο. Η εμφάνισή Μετα-τραυματικού Άγχους είναι 2 με 3 φορές υψηλότερη στις γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί, απ’ ότι στους άνδρες (Πουλόπουλος, 2009, 54).

 

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Η εξάρτηση είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα το οποίο εμπλέκει ατομικούς, κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες. Πλήττει εκατομμύρια άτομα κάθε μέρα.

Η εξάρτηση ερμηνεύεται ως σύμπτωμα, και αποτέλεσμα ατομικών, διαπροσωπικών, οικογενειακών, κοινωνικών παραγόντων, και όχι ως ασθένεια καθώς κατά τον Olievenstein, η χρήση ναρκωτικών ουσιών οφείλεται σε ταυτόχρονη συμπλοκή τριών παραμέτρων: μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας, με μια συγκεκριμένη ουσία, σε μια δεδομένη κοινωνικο-πολιτιστική στιγμή (Van Dam et al., 2013, 18). Τα ναρκωτικά γίνονται το επίκεντρο στη ζωή του εξαρτημένου ατόμου. Η εξάρτηση οδηγεί σε κλινικά σημαντική δυσλειτουργία, όπως αποτυχία στην εκπλήρωση βασικών ευθυνών, χρήση παρά τους κινδύνους για τη σωματική υγεία, όπως και διαπροσωπικά, κοινωνικά, νομικά προβλήματα (Van Dam et al., 2013, 18).

Οι Norman et al. (2010) θεωρούν ότι η εξάρτηση από ουσίες έχει τις ρίζες της στα παιδικά τραύματα, και αναφέρονται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το παιδί εκτίθεται σε ασυνήθιστες νοσηρές καταστάσεις βίας, σεξουαλικής κακοποίησης, εγκατάλειψης, ψεύδους και σκληρότητας, γεγονός που συνδέεται με πολλά ευρήματα μελετών τα οποία παρουσιάζονται, αναλυτικά, παρακάτω.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η εξάρτηση ορίζεται ως μια κατάσταση ψυχική και μερικές φορές σωματική, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ζώντος οργανισμού και ενός ναρκωτικού, η οποία χαρακτηρίζεται από επιδράσεις στη συμπεριφορά ή άλλες που περιλαμβάνουν πάντοτε μία εσωτερική ώθηση για τη λήψη του ναρκωτικού σε περιοδική ή διαρκή βάση με σκοπό τη βίωση ψυχικών εμπειριών και σε ορισμένες περιπτώσεις την αποφυγή των ενοχλήσεων που προκαλούνται από την έλλειψή τους. Συγγενείς έννοιες που αφορούν στην εξάρτηση είναι η έννοια της ανοχής, δηλαδή η σταδιακά αυξανόμενη δόση της ουσίας για να επιτευχθεί το επιθυμητό ή αναμενόμενο αποτέλεσμα από τη χρήσης της στον οργανισμό, καθώς και το σύνδρομο στέρησης, μία σειρά ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων που παρουσιάζονται εξαιτίας της μείωσης ή διακοπής της χρήσης της ουσίας (WHO, 1964, 273).

 

ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ
Πλήθος θεωριών προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εξάρτηση με βάση το τραύμα και έχουν αναπτυχθεί αντίστοιχα μοντέλα και υποθέσεις.

Το Μοντέλο Αυτοΐασης υποστηρίζει ότι η Μετα-τραυματική Διαταραχή Άγχους οδηγεί στη χρήση ουσιών (Ford & Russo, 2006; Driessen et al., 2008). Από αναπτυξιακή σκοπιά, το στρες που προέρχεται από τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας, διέπει τους αυτορυθμιστικούς μηχανισμούς ωρίμανσης τόσο σε νευροβιολογικό, όσο και σε συμπεριφορικό επίπεδο, αυξάνοντας τις πιθανότητες για κατάχρηση ουσιών (Ford & Russo, 2006; Schäfer & Najavits, 2007; Van Dam et al., 2013). Έτσι, η χρήση μειώνει, ανακουφίζει και καταστέλλει, τα αρνητικά συμπτώματα της διαταραχής, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να πυροδοτήσουν την ακαταμάχητη επιθυμία για λήψη της ουσίας (craving) και κατ’ επέκταση και την υποτροπή (Cohen et al., 2003; Norman, et al., 2010; Van Dam et al., 2013; Driessen et al., 2008; Ford & Russo, 2006).

Η Υπόθεση Αυξημένου Ρίσκου (high-risk hypothesis) υποστηρίζει ότι η κατάχρηση ουσιών επιτείνει την πιθανότητα (επανα-)τραυματισμού και κατ’ επέκταση και τον κίνδυνο εμφάνισης Μετα-τραυματικής Διαταραχής Άγχους. Ενίοτε, συμβαίνει και το αντίστροφο. Η κατάχρηση ουσιών μπορεί να εμπλέκεται στην εγκαθίδρυση τραυματικών μνημονικών ιχνών και η αποχή από τη χρήση μπορεί να «ξυπνήσει» τραυματικές μνήμες και να πυροδοτήσει την εμφάνιση συμπτωμάτων Μετα-τραυματικής Διαταραχής Άγχους, καθώς το σύνδρομο στέρησης, από νευροβιολογική και ψυχολογική σκοπιά, προσομοιάζει τις φυσιολογικές εμπειρίες που σχετίζονται με το τραύμα (Schäfer & Najavits, 2007, 182-203).

Η Υπόθεση Ευαλωτότητας (the Susceptibility Hypothesis) υποστηρίζει ότι η κατάχρηση ουσιών αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης Μετα-τραυματικής Διαταραχής Άγχους έπειτα από έκθεση σε τραυματικό γεγονός, λόγω υψηλότερης ψυχολογικής και βιολογικής ευαλωτότητας στη διαταραχή, ατόμων που κάνουν χρόνια κατάχρηση (Schäfer & Najavits, 2007, 182-203).

Το Μοντέλο Αυτo-ρύθμισης (Self-Regulation Model) θεωρεί ότι το τραύμα διαταράσσει τον δεσμό, την προσκόλληση του ατόμου με τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του οδηγώντας σε μια περιορισμένη ικανότητα αυτο-ρύθμισης. Η χρήση της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια του ατόμου να αυτo-ρυθμίσει τον εαυτό του στo πλαίσιo της προσαρμογής (Padykula & Conklin, 2010, 57-72).

Η ύπαρξη τραύματος αποτελεί έναν αρκετά ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα για την εμφάνιση εξάρτησης, αποτελεί, όμως και παράγοντα κινδύνου καθώς η ταυτόχρονη χρήση πολλών ουσιών φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με τη σοβαρότητα της κακοποίησης (Van Dam et al., 2013, 82-97). Οι παράγοντες της κακοποίησης που επηρεάζουν την κατάχρηση ουσιών είναι η ηλικία (μέσος όρος 10 ετών), η βιαιότητα και η διάρκεια της σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς όσο σοβαρότερο είναι το περιστατικό και όσο μεγαλύτερη η διάρκεια, τόσο πιθανότερη είναι η κατάχρηση ουσιών, η ταυτότητα του θύτη καθώς η κακοποίηση μπορεί να προέρχεται από πατρική φιγούρα ή άτομο του οικογενειακού περιβάλλοντος. Επίσης, σημαντική είναι η αυτοεκτίμηση, καθώς όσο πιο χαμηλή είναι, τόσο η χρήση βρίσκει γόνιμο έδαφος, και οδηγεί περαιτέρω σε στιγματισμό και περιθωριοποίηση. Σημαντική επίσης είναι η επαναλαμβανόμενη κακοποίηση, δηλαδή το ιστορικό πολλαπλής θυματοποίησης (π.χ. βία από γονείς, σεξουαλική κακοποίηση). Η αποκάλυψη της κακοποίησης, όταν δεν γίνεται το άτομο πιστευτό, κατηγορείται και δεν λαμβάνει βοήθεια, επίσης αποτελεί σημαντικό λόγο. Όλα τα παραπάνω, μέσα από την πορεία τους στην εξάρτηση, φαίνεται να διογκώνονται, καθιστώντας τις ανάγκες των ατόμων ως προς τη θεραπεία ιδιαίτερα αυξημένες και εξειδικευμένες (Πουλόπουλος, 2009, 55-56).

 

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Οι εμπειρίες κακοποίησης είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου που συνδέεται με την εξάρτηση και ορισμένα ευρήματα υπογραμμίζουν την ισχυρή σύνδεση του ιστορικού κακοποίησης με την εγκατάσταση της εξάρτησης (Fernadez-Montalvo et al., 2015, 33-35). Συγκεκριμένα, το 46% ατόμων που ήταν εξαρτημένοι στα ναρκωτικά ήταν θύματα κακοποίησης με στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ποσοστών κακοποίησης των ανδρών (37,8%) και των γυναικών (79,6%). Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα άτομα με ιστορικό χρόνιας κακοποίησης, έχουν σοβαρότερο βαθμό εξάρτησης καθώς και αυξημένα ποσοστά συν-νοσηρότητας (Fernadez-Montalvo et al., 2015, 33-35), με τα ποσοστά να κυμαίνονται από το 30% έως το 90% (Carruth, & Burke, 2006; Cuomo et al., 2008; Driessen et al., 2008; McGovern, et al., 2009; Norman, et al., 2010; Van Dam et al., 2013). Οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά σωματικής κακοποίησης και εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες, αντίθετα με τις γυναίκες οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά σεξουαλικής κακοποίησης και κατάχρησης νόμιμων ουσιών, όπως αλκοόλ και αντικαταθλιπτικών (Cohen et al., 2003, 87-158).

Στα ελληνικά δεδομένα, τα αποτελέσματα ερευνών του ΚΕΘΕΑ, παρουσιάζουν το 40% των γυναικών που παρακολουθούν τα προγράμματα του να έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά, ενώ, αντίστοιχα στους άνδρες το ποσοστό είναι 8,9%. Όσον αφορά στη σωματική κακοποίηση, για τις γυναίκες το ποσοστό ανέρχεται σε 53,3%, και για τους άνδρες, αντίστοιχα σε 20,1%. Σε μελέτη του 2002, οι 6 στις 10 γυναίκες είχαν υποστεί σωματική κακοποίηση, ποσοστό διπλάσιο από αυτό των ανδρών (31%), ενώ 3 στις 10 είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, ποσοστό έξι φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών (5,4%) (Πουλόπουλος, 2009, 55).

Η πλειονότητα των γυναικών που είναι εξαρτημένες από ουσίες, έχουν κακοποιηθεί στο παρελθόν. Εξ αυτών, το 74% έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά, το 52% σωματικά και το 72% συναισθηματικά (Covington, 2008; Driessen et al., 2008).

Οι γυναίκες που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες ξεκινούν σε μικρότερη ηλικία τη χρήση ουσιών και εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά κατάχρησης, δυσκολεύονται να αρνηθούν ανεπιθύμητες σεξουαλικές δραστηριότητες και να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τον κίνδυνο λοιμώξεων και HIV. Η επανάληψη του βιώματος της κακοποίησης, μέσα από τον τρόπο ζωής στη χρήση, προκαλεί περαιτέρω βλάβη στη σωματική κα στη ψυχική υγεία (Πουλόπουλος, 2009, 57). Οι γυναίκες αυτές έχουν 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση μαριχουάνας, 6 φορές περισσότερες πιθανότητες για χρήση κοκαΐνης, και 14 φορές περισσότερες πιθανότητες για χρήση άλλων ουσιών, ηρωίνης και αμφεταμινών (Πουλόπουλος, 2009, 54).

 

Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΩΣ ΔΙΕΞΟΔΟΣ
Το υψηλό ποσοστό των κακοποιημένων ατόμων που είναι εξαρτημένα υποδηλώνει την τάση της εξάρτησης στις ουσίες ως «διέξοδο» από τα παραπάνω βιώματα και συναισθήματα που προκαλούνται. Οι γυναίκες παρουσιάζονται πολλαπλά επιβαρυμένες με όλα τα είδη κακοποίησης, συγκριτικά με τους άνδρες (Fernadez-Montalvo et al., 2015, 88).

Τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση, χρησιμοποιούν τις ουσίες, για να «παγώσουν» τον πόνο και τη συναισθηματική φόρτιση που προέρχεται από τραυματικά βιώματα που έχουν υποστεί. Οι γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί στιγματίζονται, ενοχοποιούνται και περιθωριοποιούνται περισσότερο απ’ ό,τι οι άνδρες (Covington, 2007, 2-11).

Η συναισθηματική αποσύνδεση είναι εξίσου χαρακτηριστική σε άτομα που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά, ως μηχανισμός άμυνας. Η αποσύνδεση έχει πολύ σοβαρό αντίκτυπο στις σχέσεις και στην ικανότητα κάποιου για οικειότητα, επειδή, όταν ένα πρόσωπο αποσυνδέεται συναισθηματικά, ουσιαστικά δεν είναι παρόν στη σχέση, ούτε είναι ικανό για βαθιά σύνδεση (Fernadez-Montalvo et al., 2015, 92).

Οι Fernadez-Montalvo et al. (2015), όπως και ο Schimmenti (2012) διαπίστωσαν ότι το ιστορικό κακοποίησης στην παιδική ηλικία ήταν σημαντικά συνδεδεμένο με το ιστορικό εξαρτημένων ατόμων που παρουσίαζαν βίαιες και παραβατικές συμπεριφορές. Αυτά τα άτομα, ανέφεραν ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη βίαιη συμπεριφορά τους είτε με την οικογένεια, είτε με τους φίλους, είτε με άλλους χρήστες. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, η βία αποτελούσε μέρος των παραβατικών συμπεριφορών (π.χ. κλοπές, ληστείες, εμπόριο ναρκωτικών κ.ά.).

Συνεπώς, η χρήση αποτελεί διέξοδο, διαφυγή ώστε να καλυφθεί η ανάγκη να ανακουφίσουν, να διαχειριστούν τα επώδυνα συναισθήματα και οι μνήμες των τραυματικών βιωμάτων να περάσουν στη λήθη. Το κόστος, ωστόσο, παραμένει επιζήμιο, καθώς τα άτομα αποσυνδέονται από τον βαθύτερο εαυτό τους και από τις σχέσεις με τους άλλους.

 

Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Το εργαλείο της ποιοτικής μεθόδου που επιλέχθηκε για τη διεξαγωγή της παρούσας μελέτης είναι η σε βάθος συνέντευξη, καθώς θεωρήθηκε η πλέον κατάλληλη για να αναδειχθεί ο λόγος των συμμετεχουσών. Είναι ένα αποκαλυπτικό εργαλείο, ιδιαίτερα όταν η έρευνα αποσκοπεί στην σε βάθος μελέτη και στην κατανόηση συγκεκριμένων ευαίσθητων θεμάτων (Καλλινικάκη, 2010, 88).

Οι πέντε (5) γυναίκες που δέχθηκαν να συμμετέχουν στην έρευνα πληρούσαν τα κριτήρια της εξάρτησης, είχαν έντονη παραβατική συμπεριφορά, εμπειρία εγκλεισμού, και σύμφωνα με το ιστορικό τους είχαν κακοποιηθεί στη παιδική ηλικία. Τηρήθηκαν, σε όλη τη διαδικασία της μελέτης, τα ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας της έρευνας, όπως το ζήτημα της ασφάλειας και της προστασίας των συμμετεχουσών, τόσο από την πλευρά της ανωνυμίας και της εμπιστευτικότητας των προσωπικών τους δεδομένων, όσο και της συναισθηματικής τους ασφάλειας και προστασίας (Traianou, 2013).

Για την πραγματοποίηση της συνέντευξης αξιοποιήθηκαν οι άξονες που προέκυψαν από τη μελέτη της βιβλιογραφίας και οι ερωτήσεις ήταν περιορισμένες σε απλή και κατανοητή γλώσσα, «οικεία» προς τις συμμετέχουσες και όλες «ανοιχτού τύπου», ώστε να μπορέσουν με τον δικό τους προσωπικό τρόπο, να εκφράσουν τα βιώματα και τις απόψεις τους. Τα δεδομένα της έρευνας αποτελούν τα αυθεντικά αποσπάσματα από τις απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, καθώς οι συγγραφείς θεωρούν ότι μέσω της έρευνας, οι προσπάθειες για πρόληψη, ενημέρωση, έγκαιρη παρέμβαση και θεραπεία μπορούν να ενισχυθούν όταν οι ‘επιζήσασες’ μιλούν για τις προσωπικές τους ιστορίες και επιχειρείται να γίνει κατανοητός ο λόγος τους.

 

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Η ανάλυση του υλικού που προέκυψε από τις απομαγνητοφωνήσεις πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου που δίνει τη δυνατότητα εστίασης κυρίως στις εκφραζόμενες ιδέες παρά στο ύφος του κειμένου. Οι έννοιες που προκύπτουν μέσω της ανάλυσης μπορούν να βοηθήσουν στη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου και να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μίας θεωρίας (Strauss & Corbin, 1998, 57-63).

Στη διερεύνηση της βιβλιογραφίας και σχετικών μελετών, δεν βρέθηκε αντίστοιχη μελέτη με τους συγκεκριμένους άξονες της παρούσας έρευνας. Τόσο για τον σχεδιασμό των αξόνων, όσο και της ανάλυσής τους, αξιοποιήθηκαν οι θεματικές που προκύπτουν από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, καθώς και η κλινική εμπειρία των συγγραφέων.

Η τεχνική της ανάλυσης του περιεχομένου αφορά στη συστηματική κωδικοποίηση του     γραπτού και προφορικού λόγου και στη μετατροπή του κειμένου σε κατηγορίες που εκφράζουν ένα συγκεκριμένο σύστημα κωδικοποίησης με βάση τους ερευνητικούς άξονες.

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Οι αφηγήσεις των γυναικών σε αρκετά σημεία, είναι έντονα φορτισμένες και με παύσεις. Ιδιαίτερα, τις στιγμές που ανακαλούν και περιγράφουν τα τραυματικά γεγονότα, φαίνεται να αναβιώνουν το τραυματικό περιστατικό και να μιλάνε σε ενεστώτα χρόνο. Συσχετίζοντας τα ευρήματα, από τα στοιχεία αυτής της έρευνας, αλλά και προηγούμενες έρευνες, συνάδουν με την εξαιρετικά επιβαρυμένη εικόνα των γυναικών σε όλες τις μορφές κακοποίησης.

Με τη σωματική βία, οι γυναίκες δείχνουν να είναι «εξοικειωμένες». Ως άμυνα επιχειρούν να αποσυνδέσουν το βίωμα από το συναίσθημα. Εξίσου, αποσύνδεση, υπάρχει και στην αφήγηση της σεξουαλικής κακοποίησης. Στην αναφορά της συναισθηματικής κακοποίησης, υπάρχει, είτε υπερ-τονισμός και έντονη συναισθηματική έκφραση, είτε άρνηση ή και υποτίμησή της, αρχικά, μέχρι να συνδεθεί μέσα στην αφήγηση. Και όταν συνδέεται, και στη δεύτερη περίπτωση, παρατηρείται έντονα φορτισμένη έκφραση. Χαρακτηριστικό, είναι το Σύνδρομο του αμέτοχου θεατή, που παρατηρείται όταν υπάρχει βία μεταξύ των συζύγων αλλά και κακοποίηση σωματική ή σεξουαλική άλλου αδελφού μέσα στην οικογένεια. Η λεκτική βία (βρισιές, απειλές) είναι από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του συνδρόμου του αμέτοχου θεατή (De Zulueta, 2008, 56-68).

Σύμφωνα με μελέτες, η εμπειρία των παιδιών να βλέπουν τις επιθέσεις εναντίον της μητέρας τους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαταραχών της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας τους. Επιπλέον συχνά η μητέρα που κακοποιείται, μπροστά στην απειλή χτυπήματος, από ένστικτο αυτοσυντήρησης, χρησιμοποιεί το παιδί ως ασπίδα με αποτέλεσμα πολλές φορές να κακοποιείται το παιδί, χωρίς αυτό να είναι το ίδιο αντικείμενο οργής του πατέρα (De Zulueta, 2008, 56-68.) Το σύνδρομο του αμέτοχου θεατή προκύπτει, μέσα από την ανάκληση των βιωμάτων τους. Στο παρόν, συνδέεται, ό,τι στο παρελθόν ήταν απωθημένο ή αποσυνδεδεμένο, γεγονός που λειτουργεί ως «κάθαρση».

 

ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η σωματική κακοποίηση
«Ο μπαμπάς να έρχεται και σε εμάς να χτυπάει… έτσι το ζούσα… πάρα πολλά, έντονα περιστατικά… Ο μπαμπάς πάντα γυρνούσε μεθυσμένος, πάντα έψαχνε για κάποιο πρόβλημα, πάντα το έβρισκε, κάπως έτσι, γινόντουσαν οι τσακωμοί, έπαιρνε τη μπάλα η μαμά, μετά εμείς και μετά ήτανε ένας πανικός στο σπίτι, δηλαδή, αίματα, νοσοκομεία, εντάξει.»

«Θεωρώ ότι έτρωγα αρκετό ξύλο από τη μητέρα μου, τις φορές που δεν ήμουν καλό παιδί, κατά τα δικά της κριτήρια… την εκνεύριζα ή ήταν κουρασμένη, δεν είχε τρόπο να μου το πει αλλιώς, ή ζητούσα κάτι παράλογο για εκείνη έτρωγα ξύλο. Μάλλον το μετάνιωνε στο τέλος και πάντα το κουκούλωνε αγοράζοντάς μου πράγματα… Για να θυμάμαι ήταν έντονο και πολύ βίαιο το ξέσπασμα, βίαιο. Ήταν έντονο το ξέσπασμα… αλλά σίγουρα για ένα παιδί, στο δημοτικό, είναι τραυματικό, ήταν τραυματικό αυτό.»

 

«Το ξύλο που έτρωγα από τον αδελφό μου… θυμάμαι πολύ έντονα ότι έτρωγα πολύ ξύλο, γινόταν επί καθημερινής βάσης, ήξερα ότι θα φάω ξύλο, δεν υπήρχε περίπτωση… Εντάξει, με χτύπαγε με κάτι καλώδια… είχε φτιάξει ένα καμτσίκι… με δύο κόμπους στην άκρη και πέντε σχοινιά, καμτσίκι δερμάτινο… Αυτό το θυμάμαι πολύ έντονα το καμτσίκι.»

 

«Έπειτα ήταν σωματική βία… ήτανε βαρύ, έπαιρναν ξύλα, από τα δέντρα, είχανε τους χάρακες που μας χτυπάγανε στα χέρια… νομίζω ότι όλο αυτό… ήτανε αυτό που μου δημιούργησε τον χαρακτήρα.»

 

Η σεξουαλική κακοποίηση
«Είχα σεξουαλική κακοποίηση, δεν μου είναι ξεκάθαρο αν είναι βιασμός, δεν μπορώ να δώσω μία ταμπέλα σε αυτό. Αυτό που μου είναι σίγουρο είναι ότι με παρενοχλούσε σεξουαλικά ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, στο σπίτι μας… μπορεί να κοιμόμουν και στο κρεβάτι των παππούδων, γιατί μέναμε μαζί με παππού και γιαγιά, αποσπασματικά κομμάτια που έχω, είχε αρχίσει να με χαϊδεύει, σε σημεία που δεν έπρεπε, να χρησιμοποιεί το δάχτυλο του. Αυτή τη μορφή βιασμού, αν λέγεται έτσι, ή παρενόχληση, οκ.»

 

«Αλλά αυτό που μου έρχεται πιο έντονα στο μυαλό είναι ο βιασμός, γιατί το βίωσα πολύ μικρή και πολύ πριν τη χρήση, όχι μέσα από το σπίτι, ήταν ένας άλλος άνθρωπος, φίλος του παππού μου ήταν. Ήταν πολύ μεγάλος άνθρωπος αυτός, εγώ ήμουνα γύρω 9, 10 χρονών, όταν είχε γίνει αυτό… εντάξει, σαν βιασμός υπήρξε μία μόνο φορά. Πριν υπήρχε, όμως και προεργασία. Δηλαδή με φώναζε εκεί και μου έδινε λεφτά, ή κάτι έτσι… ήτανε οικογενειακός φίλος, φίλος του παππού, μου έλεγε να πηγαίνω εκεί, να μου δίνει χαρτζιλίκια ή κάτι παιχνίδια και τέτοια. Αυτός με ακουμπούσε, μου έκανε διάφορες χειρονομίες, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα γιατί… ήμουνα πολύ μικρή, μου έλεγε ιστορίες και κάποια στιγμή έγινε και αυτό… μετά από αυτό, όμως, τελείωσαν όλα… δεν υπήρξε, δηλαδή άλλη φορά… είχε γίνει μόνο μία φορά.»

 

«Σεξουαλική κακοποίηση… είναι από, σε εισαγωγικά, από συγγενικό μου πρόσωπο… μία γυναίκα, γυναίκα ήταν, που με κρατούσε η μαμά της, από μικρή πριν πάω στο ίδρυμα, η μαμά μου δούλευε και με κρατούσε αυτή. Είχαμε κρατήσει σχέσεις, την έλεγα «αδελφή», τη μάνα της την έλεγα «μαμά» και με είχε πάρει να κοιμηθώ από τη μαμά στο δικό της σπίτι. Και είχε φέρει ένα φίλο, και με είχανε βάλει στη μέση… και κάνανε αυτά που κάνανε… πρέπει να ήμουν γύρω στα 10, 11…»

Η συναισθηματική κακοποίηση
«Τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι, εντάξει, από πάντα θυμάμαι ότι υπήρχε βία μέσα στο σπίτι μου, ήτανε κάτι λογικό, τέλος πάντων, έτσι έχω μεγαλώσει, είχα τέτοιο κλίμα μέσα στο σπίτι, μεταξύ των γονιών… η μαμά να κρύβεται πίσω από εμάς, για τη δική της ασφάλεια, δηλαδή μας χρησιμοποιούσε, κατά κάποιο τρόπο, … έτσι το ζούσα.»

 

«Εντάξει, εγώ, να σου πω την αλήθεια δεν είπα, ποτέ τίποτα, γιατί πίστευα ότι θα δημιουργούσα πρόβλημα μέσα στο σπίτι, ότι θα μάθαινε ο πατριός μου ότι η μάνα μου με έστελνε εκεί και θα είχε πρόβλημα η μάνα μου, γιατί υπήρχε κακοποίηση μέσα στο σπίτι, ο πατριός μου βάραγε τη μάνα μου, τότε. Το έβλεπα… σε εμάς, δεν είχε κάνει ποτέ τίποτα, αλλά έβλεπα αυτό να συμβαίνει συνέχεια, και δεν ήθελα, γι’ αυτό. Και το άλλο, ότι δεν ήθελα να μάθω, σε καμία περίπτωση, ότι η μάνα μου μπορεί και να ήξερε κάτι για όλο αυτό, οπότε, άθελα, κάτι μπορεί, κάτι να μάθαινα που δεν θα μου άρεσε και θα ήτανε χειρότερο από αυτό που πέρασα. Θα με πλήγωνε πολύ περισσότερο… και νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να το αντέξω αυτό.»

 

«Για έμενα είναι η μεγαλύτερη η συναισθηματική. Το κύριο πράγμα που αισθάνεται ένα παιδί όταν το εγκαταλείπουν οι γονείς του και το αφήνουν σε ένα ίδρυμα, είναι η κακοποίηση που νιώθει η ψυχή του… είναι ο πόνος της απόρριψης, ο πόνος ότι δεν σε θέλουν, συν όλη την κακοποίηση και σωματική που βίωσα εγώ εκεί… ψυχολογική είναι εκτός από την απόρριψη του γονιού, είναι το θέμα της τιμωρίας… με πονάει… Είναι όταν γύρισα από διακοπές, γιατί εκεί στο ίδρυμα, βγαίναμε έξω τις διακοπές. Στο ίδρυμα πήγα 7 χρονών. Και όταν γύρισα από τις διακοπές… έκλαιγα το βράδυ στο κρεβάτι μου, γιατί ήθελα τη μαμά μου, ήθελα να πάω σπίτι μου… Και, ναι, το τρομερότερο που έχω ζήσει… το προσωπικό μου είπε ότι στην έξοδο που είχα, πήγα και ήπια πορτοκαλάδα και κάτι μου ρίξανε μέσα στο ποτό… φέρανε ένα γιατρό και μου έκανε ηρεμιστική ένεση και το κυριότερο ήταν, ότι μετά με πήγαν σε ένα δωμάτιο, σαν απομόνωση, και με αφήσανε εκεί, και ήτανε ηλικία 8 χρονών, και νομίζω όλο αυτό είναι αυτό που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου, τη συμπεριφορά μου που έχω εδώ… Στην απομόνωση έμεινα μιάμιση μέρα… γενικά, αυτό το δωμάτιο ήταν ο ‘εφιάλτης μου’… Όχι, μόνο για εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, γιατί ό,τι αταξία έκανα, είτε ψείρες είχες που κολλάγαμε, είτε οτιδήποτε, ήταν το δωμάτιο της ‘απομόνωσης’ αυτό. Και γενικά, από τα 7 μου, μέχρι τα 13 μου, εγώ ζούσα μέσα σε αυτή την ‘απομόνωση’».

 

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ
Οι επιπτώσεις είναι άμεσες, έντονες και διαβρωτικές ως προς την ανάπτυξη και της προσωπικότητας και της συναισθηματικής ωρίμανσης του ατόμου. Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του κακοποιημένου παιδιού, πολλά εκ των οποίων συνάδουν με τα ευρήματα της ανάλυσης είναι: η εκδήλωση έντονων συναισθηματικών αντιδράσεων, η μειωμένη αυτοεκτίμηση, το συναίσθημα κατωτερότητας, τα προβλήματα συμπεριφοράς (επιθετικότητα, εναντιωματική συμπεριφορά, απόσυρση, απομόνωση), το «παγωμένο βλέμμα», η καχυποψία, η ψευδοενήλικη συμπεριφορά, οι ασταθείς αντιδράσεις, η δυσκολία ανοχής στη ματαίωση, οι εφιάλτες, η ανικανότητα να εμπιστευτούν, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και οι σημαντικές δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις. Το τραύμα είναι αποτέλεσμα της μυστικότητας και της ντροπής που τροφοδοτείται (Bagley, King, 1990, 51).

Η αποστασιοποίηση, η αποσύνδεση από το συναίσθημα, παρουσιάζεται ως κυρίαρχη άμυνα διαχείρισης του τραύματος και των επώδυνων συναισθημάτων που εκλύονται, κυρίως στις γυναίκες. Οι γυναίκες δίνουν έμφαση στην έλλειψη εμπιστοσύνης και προδοσίας που βίωσαν ως παιδιά. Ιδιαίτερα, σε ότι αφορά στη σεξουαλική κακοποίηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης και προδοσίας έχει να κάνει με την ενοχοποίηση, την αμφισβήτηση, το αίσθημα εκμετάλλευσης, της μη προστασίας, της «θυσίας», είτε το αποκάλυψαν είτε όχι. Από την παιδική ηλικία, φαίνεται να ενοχοποιούνται και να υιοθετούν, κυρίως, εσωστρεφή συμπεριφορά. Χαρακτηριστικά αναφέρουν:

 

Αποσύνδεση από το συναίσθημα
«Είχα παγώσει τόσο πολύ που δεν με ένοιαζε τίποτα… δεν ήθελα κανείς να με νιώθει…»

 

«Νομίζω δε θυμάμαι να ένιωθα… νομίζω κάπως, κάτι είχα κάνει και δεν… για να μην πονάω, τα είχα κλειδώσει όλα αυτά, χωρίς τη χρήση.»

 

«Δεν άφηνα να το αισθανθώ, έτσι, όπως το ζω στην πραγματικότητα.»

 

Απομόνωση και μοναξιά
«Με επηρέασε να μη μιλάω με κανέναν… και το πιο σημαντικό ότι δε μίλαγα με κανέναν, δεν έλεγα δηλαδή πώς είμαι, αν είμαι στεναχωρημένη ή χαρούμενη».

 

«Όλος αυτός ο συνδυασμός, με έμαθε ότι είμαι μόνη μου, τα μπορώ όλα μεν, αλλά τα μπορώ μόνη μου.»

 

«Ήμουνα, γενικά, πάρα πολύ κλειστή… μοναξιά.»

 

Έλλειψη εμπιστοσύνης και προδοσία
«Εμένα μου έχει κάνει πιο πολύ το ότι με έστελνε η μάνα μου να πάρω χρήματα από αυτόν τον άνθρωπο (παύση). Αυτό μου έχει μείνει περισσότερο από τον βιασμό, το ότι πίστευα ότι κάτι μπορεί να ήξερε και ότι με έστελνε γιατί φοβότανε να μη συμβεί σε εκείνη… αλλά αυτό με βασάνιζε για πάρα πολλά χρόνια… αυτό, ήταν πολύ τρομακτικό και νομίζω ότι είναι κάτι που με στιγμάτισε γενικά.»

 

«Το είπα στη μαμά μου και μου είπε ότι είναι ψέματα, και να μην το πω παραέξω, και δεν το ξέρει κανένας, ούτε οι αδελφές μου.»

 

«Πρώτα από όλα θυμάμαι ότι το επικοινώνησα με τη μητέρα μου, ότι της το είπα ‘ξέρεις κάτι, έτσι και έτσι ο παππούς’, δεν με πίστεψε ποτέ… Και ήταν και ο λόγος που σταμάτησα να πιστεύω και να εμπιστεύομαι τη μητέρα μου …από τότε άρχισε να είναι ουσιαστικά επιφανειακή η σχέση μας, τυπική, τι κάνω, που πάω, χωρίς να υπάρχει συναίσθημα, χωρίς να υπάρχει ουσία. Αυτό συνδυάστηκε και με τα στερεότυπα που μία ζωή, με ‘βύζαινε’ η μάνα μου, με γαλουχούσε ότι όλοι οι άντρες είναι μ… επειδή είχε χωρίσει, ‘ότι είναι γουρούνια, όλοι θέλουν να σε εκμεταλλευτούν οι άντρες, έτσι, καλό μην περιμένεις, καλύτερα να μένεις μόνη σου, μη παντρευτείς ποτέ, οι άντρες. Οι γυναίκες, όλες θέλουν να σου κλέψουν τον άντρα, δεν υπάρχουν αληθινές φιλίες’. Με άντρες δε μπορούσα να είμαι, με γυναίκες δε μπορούσα να είμαι, ε… είμαι μόνη μου… ποτέ δεν ήμουν ειλικρινής, πάντα είχα τον φόβο ότι θα μου την κάνουν, και κράταγα άμυνα, έβαζα τοίχο, δεν μπορούσα να δοθώ, να νιώσω φιλία αληθινή.»

 

Απόρριψη
«Το κύριο πράγμα που αισθάνεται ένα παιδί όταν το εγκαταλείπουν οι γονείς του και το αφήνουν σε ένα ίδρυμα, είναι η κακοποίηση που νιώθει η ψυχή του… είναι ο πόνος της απόρριψης, ο πόνος ότι δεν σε θέλουν… ήταν ένα πράγμα που το ένιωθα συνέχεια, την απόρριψη.»

 

Έντονα συναισθήματα
«Τα συναισθήματα, σίγουρα, ήτανε πόνος, ήτανε θυμός.»

 

«Ήμουνα πολύ θυμωμένο παιδί.»

 

Οι ενοχές
«Δεν μου φαινόταν ότι ήταν κάτι κακό σαν παιδί… Στο Γυμνάσιο, όταν είδα και αυτή η πληροφορία να έρχεται κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να γίνεται έτσι… δεν ήταν normal όλο αυτό που γινόταν και άρχισα να νιώθω ενοχές.»

 

Επιθετική συμπεριφορά
«Δηλαδή όλο αυτό που περνούσα σπίτι από τον αδελφό μου, εγώ το έκανα σε άλλα παιδιά έξω… αλλά εγώ έκανα το δικό μου.»

 

«Να βγάζω ένα είδος μαγκιάς, να φοράω προκλητικά ρούχα, γιατί ήθελα να το φέρω εγώ, να μη συμβεί μόνο του, δηλαδή ό,τι και αν συμβεί μετά, άμα ήτανε να ξαναγίνει να το είχα προκαλέσει εγώ, να μη γίνει από μόνο του αυτό… είχα γίνει αγοροκόριτσο πολύ, έκανα φασαρίες, τσακωνόμουνα συνέχεια…»

 

 

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
H ανάγκη για διέξοδο και ανακούφιση από επώδυνα συναισθήματα που συνοδεύουν την κακοποίηση στην παιδική ηλικία, είναι ο ισχυρότερος παράγοντας της σύνδεσης με τη χρήση. Η χρήση είναι η «φυγή», το «πάγωμα» των μη διαχειρίσιμων συναισθημάτων πόνου, θυμού, μοναξιάς, απόρριψης, προδοσίας. Η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών «βοηθά» σημαντικά στην άμυνα αυτή, καθώς «παγώνει» τα επώδυνα συναισθήματα που δεν μπορεί να εμπεριέξει και να διαχειριστεί. Η διασπαστική διαδικασία αρχίζει συχνά ως αποτέλεσμα της εμπειρίας κατάχρησης, κατόπιν, γίνεται μέρος της τρέχουσας αμυντικής δομής. Τα ναρκωτικά μπορούν να αναδημιουργήσουν τη διασπαστική εμπειρία (Covington, 2007, 53).

Εξίσου, σημαντικός παράγοντας φαίνεται να είναι και η ανάγκη για δύναμη και έλεγχο, ως αντιστάθμισμα στο έντονο αίσθημα αβοήθητου, αδυναμίας, απελπισίας και ανημποριάς, τα οποία είναι απόρροια της κακοποίησης. Η παραβατικότητα μοιάζει να καλύπτει αυτό το «κενό». Η ανάγκη αποδοχής, το αίσθημα του «ανήκειν», σε συνδυασμό με τα αρνητικά γονεϊκά πρότυπα και τις κακοποιητικές σχέσεις στην οικογένεια, εντάσσουν τους εφήβους σε κύκλους χρήσης και παραβατικότητας.

 

Διέξοδος και ανακούφιση
«Είτε είναι αυτό μοναξιά, ή απόρριψη, ακόμη και με τη βία, με τα χτυπήματα όλα αυτά, με τον πόνο που ένιωθα, μπορώ να πω ότι η χρήση, τότε μου τα κάλυπτε, όπως πρέπει… με ανακούφιζε, σαν διέξοδο… να μη σκέφτομαι, να ξεχνιέμαι, αυτά…»

 

«Υπήρχε πάρα πολύς πόνος… και τα ναρκωτικά μετά ήρθαν σαν βάλσαμο, ανακουφίσανε, ξεχάσανε…»

 

«Πιστεύω ότι έψαχνα τρόπους για να ξεχάσω αυτό που είχε γίνει, οπότε έπρεπε να έχω κάτι πιο δυνατό…»

 

«Και έχω την τάση να θέλω να φύγω, να φύγω… Και το μόνο που ήξερα ήταν ότι για να απαλύνω τον πόνο μου, να κρύψω τον θυμό μου, ήταν η λύση μου… το να ‘πιω’»

 

Αποδοχή
«Τον ρόλο μου τον βρήκα σε μια παρέα που ‘έπινε’, γιατί εκεί έγινα αποδεκτή, γιατί εκεί ήμουν πολύ έξυπνη, γιατί μπορούσα να εξασφαλίζω χρήματα με διάφορους τρόπους, εδώ, έρχεται και η παραβατικότητα… ήμουν πάρα πολύ καλή στα λόγια, οπότε και στις ‘άκρες’ μπορούσα να πάω και να ‘παίρνω’, χωρίς λεφτά… έγινα πολύ top, ξαφνικά, λέω αμάν, εδώ είμαι, το ‘χω, είμαι πάρα πολύ καλή σε αυτό, δεν τους νοιάζει ούτε πώς είμαι, άσε που άρχισα να χάνω κιλά, είμαι αρεστή, είμαι αποδεκτή, ακόμη και ερωτικά είμαι αποδεκτή…»

 

Δύναμη και έλεγχος
«Γιατί ό,τι μάθαινα μέσα στο σπίτι από τον αδελφό μου, το έφτιαχνα επί εκατό… με σκλήρυνε πάρα πολύ, αυτό μου έδινε και την τροφή και επιβίωνα, η σκληράδα, ό,τι έπαιρνα από το σπίτι, αυτό το βάναυσο, βάρβαρο, το έβγαζα έξω.»

 

«Πέρασα στην πορνεία, γιατί είχα μισήσει τους άντρες και ήθελα να το κάνω εγώ, δηλαδή να είμαι εγώ αυτή που το κάνω και όχι οι άλλοι σε εμένα.»

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στην παρούσα έρευνα φαίνεται ότι οι εμπειρίες κακοποίησης στην παιδική ηλικία, και οι ισχυρές επιπτώσεις της, σε επίπεδο ατομικό και διαπροσωπικό συνδέονται, σε σημαντικό βαθμό, με την εξάρτηση και την παραβατικότητα, όπως υποστηρίζεται και από αντίστοιχες έρευνες. Στην κλινική πρακτική, υπάρχει η παραδοχή ότι ο παράγοντας της σωματικής, σεξουαλικής και συναισθηματικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία, συμβαίνει σε μεγάλο ποσοστό στο ιστορικό εξαρτημένων ατόμων και πιθανόν αποτελεί έναν από τους βασικότερους αιτιολογικούς παράγοντες που τα άτομα αυτά οδηγούνται στην εξάρτηση ώστε να ανακουφίσουν τα συναισθήματα που προκαλούνται από τα επώδυνα βιώματα της κακοποίησης (Young, 1990, 20-32).

Αξιολογώντας τα δεδομένα της παρούσας έρευνας, όσο και παρόμοιων ερευνών, ο πληθυσμός των εξαρτημένων γυναικών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα επιβαρυμένος, τόσο ως προς την εξάρτηση και την παραβατικότητα, τα βιώματα του εγκλεισμού, όσο και ως προς την ύπαρξη, σε ικανά μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων, ιστορικού κακοποίησης στην παιδική ηλικία. Οι γυναίκες, στην παρούσα μελέτη, όπως και σε άλλες έρευνες, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες, ως προς την κακοποίηση, σε όλες τις μορφές, σεξουαλική, σωματική και συναισθηματική.

Οι εξαρτημένες γυναίκες αισθάνονται πολύ συχνά αβοήθητες στην προσπάθεια να αλλάξουν τις συνθήκες ζωής τους ενώ συχνά εξαρτώνται από άλλους για να επιβιώσουν, να πάρουν αποφάσεις και να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Τα τραύματα που έχουν βιώσει είναι δυσανάλογα με αυτά των αντρών και συνοδεύονται από αισθήματα ενοχής, κατάθλιψης και άγχους.

Η σεξουαλική κακοποίηση στις γυναίκες συνδέεται ισχυρά με προβλήματα εξάρτησης, σύμφωνα με τους Peltan & Cellucci, 2011. Αναλυτικότερα, σε δείγμα 105 έγκλειστων γυναικών, το 78% ανέφερε συναισθηματική κακοποίηση, το 59% σεξουαλική κακοποίηση και το 38% σωματική παραμέληση (Peltan & Cellucci, 2011, 215-224).

Φαίνεται λοιπόν, ότι οι εξαρτημένες από παράνομες ουσίες γυναίκες έχουν αρχίσει τη χρήση ουσιών εξαιτίας τραυματικών εμπειριών όπως η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Άλλες αναφέρουν προβλήματα σωματικής υγείας, ατυχήματα και διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις ως αίτια της έναρξης της χρήσης αλλά και διαταραχή μετα-τραυματικού άγχους.

Από την παιδική ηλικία, οι επιπτώσεις της κακοποίησης έχουν δημιουργήσει βαθύ τραύμα και σαθρό υπόβαθρο στην υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου. Οδηγούν, συχνά σε κατακερματισμό της εικόνας εαυτού, με έντονη την αποσύνδεση από τα επώδυνα συναισθήματα που προκαλεί η κακοποίηση, και ιδιαίτερα, για τις γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά.

Η εμπιστοσύνη στην οικογένεια και στους σημαντικούς άλλους, διαρρηγνύεται και τα άτομα βυθίζονται σε μοναξιά και απομόνωση. Χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, την πίστη στους άλλους. Οι διαπροσωπικές δεξιότητες, που συμβάλλουν στην ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση ενός παιδιού, είναι ελλειμματικές. Ο πόνος, ο φόβος, ο θυμός, οι ενοχές, η απόρριψη που βιώνουν, κατακλύζουν τον εσωτερικό τους κόσμο, σε βαθμό που δεν το αντέχουν και δυσκολεύονται να το διαχειριστούν.

Αρχικά, προσπαθούν απεγνωσμένα να ανακουφιστούν από τα παραπάνω συναισθήματα, μέσω της επιθετικότητας, ως άμυνα αναπλήρωσης της αδυναμίας, της απώλειας ελέγχου, του αισθήματος αδυναμίας που βιώνουν εξαιτίας της κακοποίησης. Η μοναξιά αποτελεί μια κυρίαρχη κατάσταση που κατακλύζει το άτομο.

Στην συνέχεια, η χρήση και η ένταξη στην παραβατικότητα, αποτελεί διέξοδο στα παραπάνω βιώματα και συναισθήματα (Μοντέλο Αυτο-ίασης), σε συνδυασμό και με τα ψυχικά και διαπροσωπικά ελλείμματα, που ήδη υπάρχουν. Η χρήση είναι η «φυγή», το «πάγωμα» των μη διαχειρίσιμων συναισθημάτων πόνου, θυμού, μοναξιάς, απόρριψης, προδοσίας. Στρέφονται, στις ουσίες για να τους παρέχουν αυτό που οι πραγματικές σχέσεις τους δεν παρέχουν. Αποτελεί μία απελπισμένη προσπάθεια να αντιδράσουν απέναντι στα κακοποιητικά πρόσωπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, αυτοκαταστρέφοντας, στην ουσία, τον εαυτό τους, περαιτέρω. Οι γυναίκες χρησιμοποιούν τις ουσίες για να διατηρήσουν τις σχέσεις με τους συντρόφους τους, οι οποίοι τις εισαγάγουν στον κόσμο της χρήσης. Άλλες για να καλύψουν το συναισθηματικό κενό από την απουσία συναισθηματικής ανταλλαγής και στήριξης, και άλλες για να ανακουφίσουν τον πόνο από τραυματικά και επώδυνα βιώματα του παρελθόντος και του παρόντος. Η τάση αυτή αυξάνεται με τον βαθμό της απόρριψης, των βιωμάτων και των προτύπων από την πατρική τους οικογένεια, στα παιδικά τους χρόνια. Αλλάζουν οι ίδιες για να διατηρήσουν τις σχέσεις, για να ευχαριστήσουν τους άνδρες συντρόφους τους (Covington 2007, 2-11).

Η παρούσα έρευνα αναδεικνύει πολύπλευρα το ζήτημα της κακοποίησης, ως προς την εκτίμηση και την αξιολόγησή του, με προεκτάσεις για την πρόληψη και τη θεραπεία των εξαρτήσεων. Αναλύει τις επιπτώσεις που έχει στην υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, και αναδεικνύει τους παράγοντες εκείνους που αποτελούν ισχυρό υπόβαθρο για την ανάπτυξη των εξαρτήσεων. Σε συνδυασμό και με περαιτέρω μελέτες, θα μπορούσε να αποτελέσει γνώση για τον σχεδιασμό προγραμμάτων πρόληψης σε άτομα υψηλού κινδύνου, ως προς την κακοποίηση, είτε ως προς την έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι εξαρτημένες γυναίκες που έχουν επιβιώσει από μία σημαντική κρίση και έχουν ζήσει τραυματικές καταστάσεις κακοποίησης, μέσω της θεραπείας έχουν παράλληλα αναπτύξει ιδιαίτερες δεξιότητες γιατί καθώς αφηγούνται τις ιστορίες της ζωής τους, ταυτόχρονα μετασχηματίζουν τις αρνητικές εμπειρίες σε γνώσεις και επιχειρούν να αναπτύξουν σχέσεις φιλίας, εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Μέσα από αυτή τη διεργασία καθώς κατανοούν τα αίτια της εξάρτησής τους, αλλά και τις δυνάμεις που αξιοποίησαν στη θεραπεία μετακινούνται προς μία πιο σύνθετη κριτική εξέταση των γεγονότων και των καταστάσεων που έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες της εξάρτησης και του κοινωνικού τους αποκλεισμού.

 

Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Bagley, C, King M.C., (1990). Child sexual abuse: the search for healing. Routledge Publication: London / N. York.

Carruth, B., & Burke, P. A., (2006). Psychological trauma and addiction treatment. Journal of chemical dependency treatment, 8(2), 1-14.

Cohen, J. A., & Mannarino, A. P., (2003). Trauma‐focused Cognitive Behavioural therapy for children and parents. Child and adolescent Mental health, 13(4), 158-162.

Covington, S., (2008). Women and addiction: a trauma-informed approach. Journal of psychoactive drugs, 40(sup5), 377-385.

Covington, S., (2007). Center for gender and Justice working with substance abusing mothers: a trauma-informed, gender-responsive approach. A publication of the National abandoned infants Assistance Resource Center. Berkeley, CA (Volume 16, No.1, 2007).

Covington, S., (2007). Women and addiction: a gender-responsive approach. Center City, MN: Hazelden.

Covington, S., (1998a). The Relational Theory of women’s psychological development: implications for The Criminal Justice System. In R. Zaplin (Ed.), Female offenders: critical perspectives and effective interventions, 113-131. Gaithersburg, MD: Aspen.

Covington, S., (1998b). Women in prison: approaches in the treatment of our most invisible population. In Women and therapy journal (Haworth Press, Vol. 21, No. 1, 1998), 141-155.

Cuomo, C., Sarchiapone, M., Di Giannantonio, M., Mancini, M., & Roy, A., (2008). Aggression, impulsivity, personality traits, and childhood trauma of prisoners with substance abuse and addiction. The American journal of drug and alcohol abuse, 34(3), 339-345.

De Zulueta, F., (2008). From pain to violence: the traumatic roots of destructiveness. (2nd ed.). West Sussex. UK: Wiley.

Driessen, M., Schulte, S., Luedecke, C., Schaefer, I., Sutmann, F., Ohlmeier, M., & Broese, T., (2008). Trauma and PTSD in patients with alcohol, drug, or dual dependence: a multi‐center study. Alcoholism: clinical and experimental research, 32(3), 481-488.

Fernadez-Montalvo J., López-Goñi J., Arteaga, A., (2015). Psychological, physical, and sexual abuse in addicted patients who undergo treatment. Journal of interpersonal violence, Vol. 30(8) 1279–1298. Sage Publications.

Ford, J. D., & Russo, E., (2006). Trauma-focused, present-centered, emotional self-regulation approach to integrated treatment for Posttraumatic stress and addiction: trauma adaptive recovery group education and therapy. American journal of psychotherapy, 60(4).

Herman, J., (1997). Trauma and recovery. New York: HarperCollins.

McGovern, M. P., Lambert-Harris, C., Acquilano, S., Xie, H., Alterman, A. I., & Weiss, R. D., (2009). A Cognitive Behavioral Therapy for co-occurring substance use and Posttraumatic Stress Disorders. Addictive behaviors, 34(10), 892-897.

Norman, S. B., Tate, S. R., Anderson, K. G., & Brown, S. A., (2007). Do trauma history and PTSD symptoms influence addiction relapse context? Drug and alcohol dependence, 90(1), 89-96.

Padykula, N. L., & Conklin, P., (2010). The Self- Regulation Model of attachment trauma and addiction. Clinical social work journal, 38(4), 351-360.

Peltan, J.R., Cellucci, T., (2011). Childhood sexual abuse and substance abuse treatment utilization among substance-dependent incarcerated women. Journal of substance abuse treatment, 41(3), 215-224.

Sauzier, M., (1989). Disclosure of child sexual abuse: for better or for worse. Psychiatric clinics of North America, 12, 455-469.

Schäfer, I., & Najavits, L. M., (2007). Clinical challenges in the treatment of patients with Posttraumatic Stress Disorder and substance abuse. Current opinion in Psychiatry, 20(6), 614-618.

Schimmenti A., (2012). Unveiling the hidden self: developmental trauma and pathological shame. Psychodynamic practice: individuals, groups and organizations, 18, 195–211, htpp://dx.doi.org/10.1080/14753634.2012.664873.

Strauss, A., & Corbin, J., (1998). Basics of quantative research. London, Sage

Summit, R. C., (1983). The sexual abuse Accommodation Syndrome. Child abuse and Neglect, 7, 177-193.

Traianou, A., (2013). The centrality of ethics in qualitive research. In: Leavy, P (ed) Oxford handbook of qualitative research. Oxford: Oxford University Press

Van Dam, D., Ehring, T., Vedel, E., & Emmelkamp, P. M., (2013). Trauma-focused treatment for Posttraumatic Stress Disorder combined with CBT for severe substance use disorder: a randomized controlled trial. BMC Psychiatry, 13(1), 172.

World Health Organization, (1964). Expert Committee on addiction producing drugs. Technical report series 10, Geneva, 273.

World Health Organization, (1999). Report of the consultation on child abuse prevention, Geneva, 15.

Young, E., (1990). The role of incest issues in relapse. Journal of psychoactive drugs, 22(2), 249-258.

Ελληνική βιβλιογραφία
Καλλινικάκη, Θ., (2010). Ποιοτικές μέθοδοι στην έρευνα της Κοινωνικής Εργασίας. Εκδόσεις Τόπος, 89-227.

Πουλόπουλος, Χ., (2009). Κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών και σεξουαλική κακοποίηση. Ανοιχτές διαλέξεις, Τεύχος 1, 53-57.

Print Friendly, PDF & Email