Το τεύχος 30 που σήμερα κρατάτε στα χέρια σας φιλοξενεί πολύ ενδιαφέροντα άρθρα, μερικά εκ των οποίων διαπραγματεύονται ζητήματα που ίσως συζητούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ένα από αυτά είναι το άρθρο που συνυπογράφουν η Ελευθερία Κοκκίνη, ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος και η Χαρά Σπηλιοπούλου και στο οποίο παρουσιάζονται αποτελέσματα από την εξέταση 5.467 φακέλων αποθανόντων για το διάστημα 2012-2016, εκ των οποίων το 3,25% (178 περιπτώσεις) αφορούσε περιπτώσεις χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών που υπήρξαν θετικές σε τουλάχιστον μία εξαρτησιογόνα ουσία.
Η παραπάνω έρευνα διεξήχθη στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι κύριες ουσίες που αναδεικνύονται από την έρευνα και τις τοξικολογικές εξετάσεις σε δείγματα κυρίως αίματος και ούρων είναι η ηρωίνη, οι βενζοδιαζεπίνες, η τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και το αλκοόλ. Η μελέτη αναδεικνύει ότι η χρήση ουσιών δεν ακολουθεί συχνά για όλους τον ίδιο κανόνα, έτσι ώστε η «συνήθως αμελητέα αύξηση του καρδιακού ρυθμού από την κάνναβη μπορεί να είναι επώδυνη για κάποιους που υποφέρουν από στηθάγχη», ενώ η παράλληλη χρήση βενζοδιαζεπινών και αλκοόλ μπορεί να αποβεί μοιραία (Shapiro, 2009, σελ. 18 & 20). Στην παρούσα έρευνα, στις οργανικές αιτίες έχουν ανευρεθεί όλα τα παραπάνω καθώς σε αρκετές περιπτώσεις όπου ανευρέθηκε κάνναβη, υπήρχε ως αιτία θανάτου «Συνεπεία πρόσφατου εμφράγματος του μυοκαρδίου» και αναφερόταν στις παρατηρήσεις του Ιατροδικαστή «Η χρήση της κάνναβης έχει ενοχοποιηθεί για αιφνίδιο θάνατο, εν μέσω πρόκλησης καρδιακών αρρυθμιών» ή «Υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι η κάνναβη (και ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με κατάχρηση οινοπνεύματος) μπορεί να προκαλέσει συμβάσματα από το καρδιαγγειακό σύστημα ακόμη και αιφνίδιο θάνατο».
Άλλες οργανικές αιτίες που διερευνήθηκαν αφορούσαν την κίρρωση ήπατος, τη λοίμωξη αναπνευστικού, την εισρόφηση γαστρικού περιεχομένου κ.α. Η λήψη υπερβολικής δόσης άλλωστε, πέραν της δηλητηρίασης, μπορεί να δημιουργήσει και άλλα προβλήματα όπως ο πνιγμός από εμετό σε περίπτωση αναισθησίας λόγω τοξίκωσης (Shapiro, 2009).
Οι άντρες αποτελούν την πλειοψηφία των ατόμων (89,90%) και ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων είναι τα 41,99 έτη. Η δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες δόθηκε ως αιτία θανάτου για 96 περιπτώσεις (53,9%), η αυτοκτονία για 22 (12,4%) και η οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες σε 60 περιπτώσεις (33,7%). Η πλειοψηφία των θανάτων φαίνεται ότι έλαβε χώρα σε οικία (62,9%) και μόλις 16,90% των θανάτων των χρηστών αναφέρονται σε πάρκο, δρόμο ή άλλο εξωτερικό χώρο ενώ εντυπωσιακή παραμένει η αναλογία στα ποσοστά ανδρών/γυναικών όπου αναδεικνύεται ότι το 89,9% των περιπτώσεων ήταν άντρες και το 10,1% γυναίκες, με αναλογία γυναικών/αντρών να είναι στο 1/10, στοιχεία τα οποία ταυτίζονται με αυτά που προκύπτουν από τις θεραπευτικές μονάδες στην Ελλάδα, καθώς περίπου ένας στους δέκα θεραπευόμενους είναι γυναίκα.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν άλλα επιστημονικά δεδομένα που υποδηλώνουν ότι τα οπιοειδή και οι βενζοδιαζεπίνες είναι η κύρια αιτία θανάτων από δηλητηριάσεις από εξαρτησιογόνες ουσίες αλλά και ότι η οικία είναι το κύριο σημείο θανάτου των χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών.
Τα παραπάνω ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης αιφνίδιου θανάτου από τη χρήση ουσιών και να οδηγήσουν τις πολιτικές προς την σωστή κατεύθυνση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ερευνητές η εμπειρία της απώλειας ενός προσώπου από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ, είναι ιδιαιτέρως τραυματική αλλά ταυτοχρόνως μπορεί να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο ενός σχεδίου δράσης για τα ναρκωτικά που περιλαμβάνει την Παρέμβαση στο Σπίτι καθώς και την Εκπαίδευση των Σημαντικών Άλλων στην πρόληψη των θανάτων.
Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον άρθρο το οποίο υπογράφει η Χριστίνα Κελεσενλή, αφορά άτομα με ισόβια ποινή που συμμετέχουν σε ένα Θεραπευτικό Πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ εντός σωφρονιστικού καταστήματος κράτησης. Η μελέτη που παρουσιάζεται προσπαθεί να αναδείξει την προβληματική που γεννάται μεταξύ του νομικού πλαισίου, που καλύπτει την ποινική αντιμετώπιση των αδικημάτων που επισύρουν ισόβιες ποινές και του θεραπευτικού πλαισίου και του δικαιώματος στην υγεία και στην θεραπεία για τους εξαρτημένους δράστες.
Η έρευνα με άτομα που εκτίουν ισόβια ποινή είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Η μελέτη που παρουσιάζεται στο παρόν τεύχος ενδεχομένως αποτελεί την πρώτη μελέτη στην Ελλάδα σε αυτό το πεδίο εστιάζοντας στα υποκειμενικά βιώματα των ατόμων που έχουν καταδικαστεί με ισόβια κάθειρξη και παράλληλα βρίσκονται σε μια θεραπευτική κοινότητα εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, βιώνοντας την θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης αναδεικνύοντας ότι άτομα που είναι εξαρτημένα από τα ναρκωτικά και καταλήγουν στην φυλακή συνήθως προέρχονται από κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες και βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό πολύ πριν τον εγκλεισμό τους. Η μελέτη εστιάζει στην ανάγκη εξέλιξης της έρευνας γύρω από αυτόν τον πληθυσμό και στα ζητήματα που συνδέονται με τις ανάγκες του και προτείνει μία σειρά πολιτικών και παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Επίσης, η ποιοτική μελέτη των Νικολάου και Σμυρνάκη διερευνά τις σχέσεις γονέων – εξαρτημένων από την ηλικιακή περίοδο της εφηβείας μέχρι και την ενηλικίωση, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων ενεργής χρήσης και θεραπείας με στόχο να ταυτοποιηθούν προβληματικά χαρακτηριστικά επικοινωνίας που συμβάλλουν στην έναρξη και τη συντήρηση της εξάρτησης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή των μελών Κοινωνικής Επανένταξης του Κέντρου Αποκατάστασης Εξαρτημένων «Ιανός» το οποίο υπάγεται στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης μέσα από δεκατέσσερις ημιδομημένες συνεντεύξεις από εξαρτημένους άντρες ηλικίας 30-45 ετών. Τα ευρήματα της καταδεικνύουν πως στις πλείστες περιπτώσεις, προϋπάρχει μία δυσλειτουργική επικοινωνία η οποία φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την μεταγενέστερη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και την πορεία του προς την εξάρτηση. Η μελέτη αναδεικνύει τις έννοιες της συνεξάρτησης και της υπερεμπλοκής των γονέων αλλά ταυτόχρονα δείχνει πως και ο εξαρτημένος λόγω χρόνιων κοινωνικών και συναισθηματικών αδυναμιών διστάζει να διαχωριστεί από την οικογένεια. Τα αποτελέσματα αυτά συνδέονται σαφώς με τα ευρήματα στο άρθρο των Κοκκίνη, Πουλόπουλου, Σπηλιοπούλου και την προτροπή του για προγράμματα Παρέμβασης στο Σπίτι. Τα συμπεράσματα παραμένουν δικά σας.
Άννα Τσιμπουκλή
Αν/ρια Διευθύντρια Έκδοσης