Σταύρος Κυριακίδης*, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΑΣΠΑΙΤΕ.
Υποσημείωση:
*Διεύθυνση επικοινωνίας: Καπετανάκη 29, 173 42, Αγ. Δημήτριος, Αθήνα. (e-mail: skyriak@syros.aegean.gr, kiriaks@yahoo.gr). ΤΗΛ: 2109828455. Η εργασία αυτή υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.
DOI: https://doi.org/10.57160/OWKD1775
Περίληψη
Η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών από τους γονείς έχει συσχετιστεί με πολλαπλά προβλήματα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και εφήβων και έχει καταγραφεί ως ένας παράγοντας προστασίας για την έναρξη και ανάπτυξη της εφηβικής παραβατικότητας. Κατά παρόμοιο τρόπο οι προβληματικές μέθοδοι ανατροφής έχουν εντοπιστεί ως ένας βασικός προβλεπτικός παράγοντας της εφηβικής παραβατικότητας. Αναμένεται ότι οι δύο αυτοί παράγοντας θα παρουσιάζουν συσχέτιση. Τα παραπάνω ζητήματα εξετάζονται σε ένα τυχαίο δείγμα παραβατικών εφήβων (N=152), σε αναμορφωτική δομή. Η συλλογή των δεδομένων βασίστηκε σε δομημένη συνέντευξη και στη συμπλήρωση του Parental Bonding Insturment (Parker et al, 1979). Τα ζητήματα αυτά εξετάζονται σε διαφορετικές κατηγορίες παραβατικών και τα δεδομένα του δείγματος συγκρίνονται με δεδομένα εφήβων μαθητών. Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι περαιτέρω έρευνα χρειάζεται για την διευκρίνιση της έννοιας γονική προστασία και τον λειτουργικό της ορισμό, τη συμβολή των γονικών μεθόδων ανατροφής στην εφηβική παραβατικότητα διαφορετικών μορφών, και το συσχετισμό της γονικής χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών και γονικών μεθόδων ανατροφής σε γυναικείο παραβατικό πληθυσμό.
Λέξεις κλειδιά: Εφηβική παραβατικότητα, γονική χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, γονικές μέθοδοι ανατροφής.
Εισαγωγή
Η κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών στην οικογένεια έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για τη μη ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων (Leukefeld et al, 1998, Stice and Barrera, 1995). Οι West και Prinz (1987) αναφέρουν ότι αγόρια με παραβατική συμπεριφορά είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν έναν αλκοολικό γονέα, παρά το ότι ο γονεϊκός αλκοολισμός συσχετίζονταν με την ύπαρξη άλλων μειονεκτικών καταστάσεων. Επίσης, έχει συσχετισθεί με παρατεταμένες απουσίες από το σχολείο, κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών, ελλιπή γνωστική ανάπτυξη, σωματικά προβλήματα και δυσλειτουργικές οικογενειακές αλληλεπιδράσεις (West και Prinz, 1987). Οι Malo και Tremblay (1997) αναφέρουν ότι αγόρια στην προεφηβική ηλικία με πατέρα αλκοολικό ή μητέρα κοινωνικά αποκλεισμένη είχαν περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς σε σχέση με συνομηλίκους τους χωρίς τα παραπάνω χαρακτηριστικά, και αντιλαμβάνονταν τους γονείς τους ως περισσότερο τιμωρητικούς, θέτοντας λιγότερους κανόνες συμπεριφοράς.
Οι οικογενειακές μέθοδοι ανατροφής σε σχέση με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών στην οικογένεια και με τη μορφή και τον τρόπο χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών δεν έχει εξεταστεί επαρκώς σε παραβατικούς εφήβους αν και τόσο οι ανεπαρκείς μέθοδοι ανατροφής (McGee, Wolfe, & Olson, 2001; Loeber and Dishion, 1983, McCord, 1979) όσο και η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών (Farrington, 1995; Loeber and Dishion, 1983, West and Prinz, 1987) αποτελούν παράγοντες πρόγνωσης για την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς από αγόρια στην εφηβική ηλικία. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει τα παραπάνω θέματα σε ένα δείγμα εφήβων με παραβατική συμπεριφορά και επίσης να μελετήσει τις αντιλήψεις τους για τις μεθόδους ανατροφής των γονέων τους σε σύγκριση με τις αντιλήψεις των γονεϊκών μεθόδων ανατροφής εφήβων αγοριών-μαθητών. Η συσχέτιση των γονικών μεθόδων ανατροφής με πολλαπλούς δείκτες ψυχοκοινωνικής δυσχέρειας αλλά και η σύγκριση των μέσων όρων του παρόντος δείγματος με πολλαπλά δείγματα μαθητών άλλων ερευνών αναφέρονται σε μια άλλη εργασία (Kiriakidis, 2007). Στην παρούσα εργασία η έμφαση στην παρουσίαση και συζήτηση των αποτελεσμάτων δίνεται κυρίως σε δείκτες ψυχοκοινωνικής δυσχέρειας αναφορικά με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών των εφήβων παραβατών και των οικογενειών τους και τις μεθόδους ανατροφής που οι οικογένειες υιοθέτησαν.
Μέθοδος
Εκατόν πενήντα δύο νέοι αγόρια τρόφιμοι της μεγαλύτερης αναμορφωτικής δομής για νέους της Σκωτίας, ηλικίας 16-21 ετών επιλέχθηκαν τυχαία και μετείχαν σε δομημένες συνεντεύξεις όπου καταγράφησαν τα χαρακτηριστικά τους όπως: ηλικία, παραβατικό ιστορικό, εκπαιδευτικό ιστορικό, επαγγελματικό ιστορικό, χαρακτηριστικά της οικογένειας τους και θέματα σχετικά με τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Επίσης οι έφηβοι συμπλήρωσαν μία συντομευμένη μορφή του ερωτηματολογίου ΄΄Parental Bonding Instrument΄΄ (Pedersen, 1994) που βασίζεται στο ΄΄Parental Bonding Instrument΄΄ (Parker, Tupling and Brown, 1979). Η συντομευμένη του μορφή αποτελείται από 10 συμπεριφορικά και γνωστικά ερωτήματα τα πέντε εκ των οποίων μετρούν τη γονική φροντίδα ενώ τα υπόλοιπα τη γονική προστασία. Το ερωτηματολόγιο που δημιουργήθηκε από ανάλυση παραγόντων οδηγώντας σε δύο παράγοντες, χαρακτηρίζεται από υψηλή εσωτερική αξιοπιστία και εγκυρότητα (Pedersen, 1994, Parker et al, 1979, Parker, 1989, Lopez and Gover, 1993).
Αποτελέσματα
Από τους 152 νέους που συμμετείχαν στη συνέντευξη πέντε μόνο δεν μπόρεσαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο σε σχέση με τις μητέρες τους ή ένα μητρικό πρότυπο και δεκατρείς δεν μπορούσαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο σε σχέση με τους πατέρες τους ή ένα πατρικό πρότυπο. Οι συντελεστές εσωτερικής αξιοπιστίας για τους υποπαράγοντες του ερωτηματολογίου ήταν μητρική φροντίδα .82, πατρική φροντίδα .89, μητρική προστασία .63 και πατρική προστασία .63. Η φροντίδα και η προστασία δεν συσχετίζονταν και για τους δύο γονείς δείχνοντας έτσι ότι οι δύο παράγοντες – της φροντίδας και της προστασίας – είναι ανεξάρτητοι. Η πατρική φροντίδα και η μητρική φροντίδα παρουσίαζαν ταυτόχρονη μεταβολή στατιστικά σημαντική (.38, p<.01) ενώ η μητρική και η πατρική προστασία δεν συσχετίζονταν.
Η μητρική φροντίδα παρουσίαζε στατιστικά σημαντική αρνητική ταυτόχρονη μεταβολή με την ύπαρξη κατάχρησης αλκοόλ στην οικογένεια (-.23, p<.01), θετική ταυτόχρονη μεταβολή με την ηλικία που οι έφηβοι ξεκίνησαν να παίρνουν ναρκωτικά (.26, p<.01) και να πίνουν αλκοόλ (.19, p<.05), δηλαδή όσο λιγότερη η φροντίδα από τη μητέρα, τόσο μικρότερη η ηλικία που ξεκίνησαν οι έφηβοι την κατανάλωση αλκοόλ και τη χρήση ναρκωτικών. Η πατρική φροντίδα παρουσίαζε στατιστικά σημαντική ταυτόχρονη μεταβολή με την ηλικία που οι έφηβοι ξεκίνησαν την κατανάλωση αλκοόλ (.24, p<.01) δηλαδή όσο λιγότερη η πατρική φροντίδα σε τόσο πιο μικρή ηλικία ξεκίνησαν οι έφηβοι την κατανάλωση αλκοόλ.
Οι μέσοι όροι των αντιλήψεων μητρικής και πατρικής φροντίδας και προστασίας των παραβατικών εφήβων της έρευνας συγκρίθηκαν με τους μέσους όρους που αναφέρει ο Pedersen (1994) σε ένα δείγμα εφήβων αγοριών-μαθητών για να εξετάσουμε τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν διαφορές μεταξύ παραβατικών εφήβων και εφήβων-μαθητών που δεν είχαν παραβατική συμπεριφορά. Η σύγκριση με τους μέσους όρους της έρευνας του Pedersen (1994) αποφασίστηκε επειδή και στα δύο δείγματα χρησιμοποιήθηκε η ίδια μορφή του ερωτηματολογίου, δηλαδή η συντομευμένη μορφή του Parental Bonding Instrument (Parker et al, 1979).
Πίνακας 1: Μέσοι Όροι και Σταθερές Αποκλίσεις του Δείγματος της Έρευνας και Αγοριών Μαθητών (Pedersen, 1994) των αντιλήψεων τους για τις Μεθόδους Ανατροφής των Γονέων τους.
Δείγμα Παραβατικών Εφήβων | Δείγμα Αγοριών Μαθητών (Pedersen, 1994) | |
Ν=152 | Ν=267 | |
μ, (σ.α) | μ, (σ.α) | |
Μητρική Φροντίδα | 15.01 (3.5) | 11.4 (2.6) |
Μητρική Προστασία | 10.97 (2.5) | 5.6 (3.0) |
Πατρική Φροντίδα | 12.12 (4.19) | 10.1 (3.1) |
Πατρική Προστασία | 9.91 (2.7) | 4.8 (2.9) |
Πίνακας 2: Αποτελέσματα των t-tests για τις Διαφορές των Αντιλήψεων Μεθόδων Ανατροφής των Γονέων τους των Παραπτωματικών Εφήβων και των Αγοριών-Μαθητών (Pedersen, 1994).
Δείγμα Παραβατικών Εφήβων Συγκρινόμενα με Δείγμα Αγοριών Μαθητών (Pedersen, 1994) | |
Μητρική Φροντίδα | t(146)=12.48* |
Μητρική Προστασία | t(146)=25.32* |
Πατρική Φροντίδα | t(138)=5.68* |
Πατρική Προστασία | t(138)=22.14* |
*Note. p<.001
Συζήτηση αποτελεσμάτων
Γονική προστασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας για τις αντιλήψεις των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνα σχετικά με τη προστασία από τους γονείς ήταν χαμηλότεροι σε σχέση με τους δείκτες αξιοπιστίας για τις αντιλήψεις τους όσον αφορά στη φροντίδα που είχαν από τους γονείς τους. Το αποτέλεσμα αυτό σε συνδυασμό με παρόμοια αποτελέσματα σε παραβατικούς εφήβους (Biggam and Power, 1998, Chambers et al, 2000) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο παράγοντας γονική προστασία όπως μετράται από το Parental Bonding Instrument, ίσως να μην αποτελεί έναν ομοιογενή παράγοντα. Αν και το ερωτηματολόγιο είναι προϊόν ανάλυσης παραγόντων, ο παράγοντας της γονικής προστασίας είναι πιθανό να αποτελείται από περισσότερους σχετιζόμενους μεταξύ τους υποπαράγοντες. Οι Cubis et al (1989) εξετάζοντας τη δομή του ερωτηματολογίου με ανάλυση παραγόντων βρήκαν, σε αντίθεση με τους Parker et al (1979) ότι ο παράγοντας γονική προστασία μπορούσε να χωρισθεί σε δύο υποπαράγοντες, προστασία στον κοινωνικό χώρο και προστασία στον προσωπικό χώρο.
Επίσης θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η γονική προστασία μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους, είτε να σημαίνει την επίβλεψη των δραστηριοτήτων των παιδιών και των εφήβων είτε την “απαγόρευση” της ψυχολογικής αυτονομίας των εφήβων από τους γονείς. Εάν η προστασία από τους γονείς συνίσταται στην επίβλεψη των δραστηριοτήτων των παιδιών και των εφήβων, αυτό αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα στη συμπεριφορά των παιδιών, καθώς οι γονείς θα είναι σε θέση να εντοπίσουν και να περιορίσουν πιθανές ευκαιρίες για την εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ή/και την εμπλοκή του παιδιού με ομάδα συνομηλίκων που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Με αυτόν τον τρόπο και με τον καθορισμό κανόνων και ορίων ως προς το ποιά συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποιά όχι, η γονική προστασία αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου ως προς την αποφυγή εκδήλωσης αντικοινωνικής συμπεριφοράς γενικά, και η γονική προστασία αναμένεται να συσχετίζεται αρνητικά με την εφηβική παραβατικότητα.
Ακόμα η γονική προστασία μπορεί να ερμηνευθεί και ως γονική παρέμβαση, με την έννοια της υπερπροστασίας, έτσι ώστε η γονική ενασχόληση με τη συμπεριφορά του εφήβου να μην επιτρέπει την ψυχολογική του αυτονομία. Σε αυτή την περίπτωση είναι πιθανό ο έφηβος να καταφύγει σε ‘επαναστατικές’ πράξεις σε μια προσπάθεια να κερδίσει την αυτονομία του από τους γονείς του, διαδικασία που μπορεί να περιλαμβάνει και παραβατικές πράξεις.
Επιπλέον, είναι πιθανό να υποθέσουμε ότι η γονική προστασία θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη του παιδιού όταν αυτό συμβαίνει σε μικρότερες ηλικίες, στη φάση όπου τα παιδιά χρειάζεται να είναι υπό επίβλεψη και αυτό είναι κρίσιμο για την μετέπειτα ανάπτυξή τους. Σε αυτή την περίπτωση η προστασία από τους γονείς θα ήταν αναμενόμενο να συσχετίζεται με τη γονική φροντίδα, καθώς αφήνοντας τα παιδιά χωρίς επίβλεψη και έλεγχο των δραστηριοτήτων τους σε μια ηλικία όπου δεν έχουν αποκτήσει ή αναπτύξει τις σχετικές δεξιότητες για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, θα μπορούσε εύκολα να εννοηθεί ως γονική αδιαφορία (McLoyd, 1998).
Παρομοίως, ο ίδιος βαθμός προστασίας του παιδιού από τους γονείς του στην εφηβεία θα μπορούσε να είναι τόσο επιβλαβής όσο και η έλλειψη προστασίας στα προηγούμενα χρόνια. Απλώς, επειδή η εφηβεία είναι η περίοδος όπου οι εν δυνάμει ενήλικες χρειάζονται να μάθουν καινούριους ρόλους, να αντιμετωπίσουν προκλήσεις και να ωριμάσουν συναισθηματικά, η γονική υπερπροστασία θα μπορούσε να εμποδίσει αυτές τις διαδικασίες και να μην επιτρέψει στον έφηβο την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η γονική προστασία έχει δύο όψεις, τη μία που εκφράζει έλεγχο και επίβλεψη της συμπεριφοράς και την άλλη που εκφράζει την αναστολή της ψυχολογικής ανεξαρτησίας. Η κάθε μία συμβάλλει με διαφορετικούς τρόπους στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης. Υψηλός βαθμός ελέγχου και επίβλεψης θα μπορούσαν να είναι θετικοί παράγοντες στην εξέλιξη του παιδιού σε μικρότερες ηλικίες, καθώς η παράβλεψη των αναγκών προσκόλλησης-δεσμού των παιδιών είναι επιβλαβής στην ανάπτυξή τους (McLoyd, 1998), ενώ προοδευτικές μεταβολές προς λιγότερη επίβλεψη και περισσότερη ψυχολογική αυτονομία στη διάρκεια της εφηβείας αποτελούν θετικούς παράγοντες για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Χρήση ψυχοτρόπων ουσιών των εφήβων παραβατών και των οικογενειών τους. Η κατάχρηση αλκοόλ στην οικογένεια αναμένεται να σχετίζεται με λιγότερη φροντίδα των παιδιών στην οικογένεια. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν οι Rutherford et al (1997), ότι αλκοολικοί πατέρες έχουν κριθεί από τους παιδιά τους ως περισσότερο αδιάφοροι σε σύγκριση με όσους δεν έχουν προβλήματα αλκοολισμού.
Παρόλο που οι αντιλήψεις για την πατρική προστασία και φροντίδα των εφήβων της παρούσας έρευνας δεν συσχετίζονταν με την ύπαρξη προβλημάτων κατάχρησης αλκοόλ στην οικογένεια, εντούτοις η έλλειψη φροντίδας από τον πατέρα παρουσίαζε σημαντική συσχέτιση με την ηλικία χρήσης αλκοόλ από τους εφήβους, δηλαδή όσο νωρίτερα ξεκίνησαν οι έφηβοι τη χρήση αλκοόλ τόσο περισσότερο αδιάφορους αντιλαμβάνονταν τους γονείς τους.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν οι Whipple et al (1995), όταν εξέτασαν και συνέκριναν με τη μέθοδο της παρατήρησης τις γονεϊκές αλληλεπιδράσεις 17 αλκοολικών και 23 οικογενειών χωρίς προβλήματα αλκοολισμού και των βιολογικών τους υιών. Οι δύο ομάδες οικογενειών δεν διέφεραν σε σχέση με τους μέσους όρους ηλικίας των γονέων και των υιών τους, καθώς και στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Παρατηρήθηκαν όμως διαφορές όσον αφορά στο ότι οι γονείς χωρίς προβλήματα αλκοολισμού είχαν περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, ήταν παντρεμένοι για μεγαλύτερο διάστημα και είχαν μεγαλύτερα εισοδήματα. Αν και τα αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να τα ερμηνεύσουμε με κάποια προσοχή λόγω των μικρών δειγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν και των σημαντικών διαφορών των δύο ομάδων σε αρκετούς κοινωνικο-δημογραφικούς δείκτες, η αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού, όπως μετρήθηκε από το ερωτηματολόγιο “Dyadic Parent-Child Interaction System” παρουσίασε σημαντικές διαφορές. Κατά τη διάρκεια των συνεδριών οι αλκοολικοί γονείς δεν μπορούσαν να απασχολήσουν τα παιδιά τους αποτελεσματικά και δεν είχαν δυαδικό συγχρονισμό. Γενικότερα, οι αλληλεπιδράσεις των αλκοολικών γονέων και των παιδιών τους χαρακτηρίζονταν από έλλειψη γονικής ζεστασιάς. Τα παιδιά τους εξέφραζαν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα ενώ παρατηρήθηκε μία γενικότερη γονική απαίτηση για ανεξάρτητη συμπεριφορά εκ μέρους των παιδιών.
Οι Leukefeld et al (1998) σε μια εκτενή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας ερευνών που εξέτασαν το συσχετισμό οικογενειακών μεταβλητών και την κατάχρηση ναρκωτικών στην εφηβεία, αναφέρουν ότι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες της κατάχρησης ναρκωτικών στην εφηβεία ήταν η χρήση ναρκωτικών από τους γονείς και τα αδέρφια, οι θετικές στάσεις των γονέων στην κατάχρηση ναρκωτικών και η διαθεσιμότητα των ναρκωτικών στο περιβάλλον του εφήβου. Επιπλέον αναφέρουν ότι οι έφηβοι χρήστες ναρκωτικών περιγράφουν τις οικογένειές τους ως εχθρικές, χωρίς κατανόηση, χωρίς συνοχή, χωρίς συνεργασία και γενικώς ως ένα περιβάλλον με υψηλό βαθμό αποξένωσης.
Διαφορές στις αντιλήψεις μεθόδων ανατροφής μεταξύ εφήβων με παραβατική συμπεριφορά και εφήβων από την κοινότητα. Οι διαφορές στις τιμές των νεαρών με παραβατική συμπεριφορά της έρευνας όσον αφορά στις αντιλήψεις τους για τις γονεϊκές μεθόδους ανατροφής των γονέων τους σε σύγκριση με εκείνες των εφήβων αγοριών του γενικότερου πληθυσμού ήταν σημαντικά υψηλότερες και για τις δύο διαστάσεις που μετρά το ερωτηματολόγιο, φροντίδα και προστασία, και για τους δύο γονείς. Το δείγμα των εφήβων με παραβατική συμπεριφορά αντιλαμβάνονταν και τους δύο γονείς τους ως περισσότερο προστατευτικούς σε σύγκριση με τους έφηβους μαθητές και αυτό το αποτέλεσμα βρίσκεται στην αναμενόμενη κατεύθυνση καθώς έφηβοι που θεωρούν τους γονείς τους υπερπροστατευτικούς έχουν βρεθεί να εμπλέκονται με μεγαλύτερη συχνότητα σε παραβατική συμπεριφορά σύμφωνα με τα δεδομένα ερευνών που έχουν γίνει στην κοινότητα (Mak, 1994; Pedersen, 1994). Παρά το ότι οι έρευνες αυτές έχουν μετρήσει την παραβατική συμπεριφορά με ερωτηματολόγιο που είναι πιθανό να μην περιλαμβάνει σοβαρές παραβατικές πράξεις και καθώς τα δείγματα τους βασίστηκαν σε σχολικούς πληθυσμούς είναι επίσης πιθανό να μην εκπροσωπούνται εκείνοι οι έφηβοι που εμπλέκονται με μεγαλύτερη συχνότητα σε παραβατικές πράξεις. Είναι γνωστό ότι οι έφηβοι που εμπλέκονται με μεγαλύτερη συχνότητα και διαπράττουν σοβαρότερα αδικήματα παρουσιάζουν υψηλό βαθμό απουσιών ή/και εγκαταλείπουν την εκπαίδευση (Rutter et al, 1998). Επίσης, παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν και οι Biggam and Power (1998) καθώς και οι Chambers et al (2000) σε έρευνες με εφήβους σε αναμορφωτικές δομές.
Οι στατιστικά σημαντικά υψηλότερες τιμές όμως των αντιλήψεων των εφήβων με παραβατική συμπεριφορά για τη γονική φροντίδα σε σύγκριση με το δείγμα των μαθητών βρίσκεται σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες σε αναμορφωτικές δομές της Σκωτίας (Biggam and Power, 1998, Chambers et al, 2000) καθώς και με τη γενικότερη βιβλιογραφία, όπου η γονική απόρριψη, η έλλειψη φροντίδας και οι ασταθείς μέθοδοι ανατροφής έχουν βρεθεί μεταξύ των πιο ισχυρών προγνωστικών παραγόντων της εφηβικής παραβατικότητας (Loeber and Dishion, 1983, Liska and Reed, 1985, Loeber and Farrington, 1998, Lytton, 1990, McCord, 1979).
Η ερμηνεία αυτού του αποτελέσματος δεν είναι εύκολη. Μία πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι το μεγάλο ποσοστό με βίαιη-παραβατική- συμπεριφορά της έρευνας (52% βρίσκονταν στο ίδρυμα για βίαιες παραβάσεις, 29% για κλοπές, 9% για διακίνηση ναρκωτικών και 9% για άλλες παραβάσεις) που πιθανώς να οδήγησε σε συνολικά υψηλότερες τιμές γονικής φροντίδας. Το θέμα εξετάστηκε περαιτέρω με συγκρίσεις τιμών μεταξύ των εφήβων που καταδικάστηκαν για βίαιες παραβάσεις και εκείνων που καταδικάστηκαν για κλοπές. Αν και δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ούτε στις αντιλήψεις πατρικής προστασίας (t(112)=.32, στατιστικά ασήμαντο) ούτε στις αντιλήψεις μητρικής προστασίας (t(118)=.29 στατιστικά ασήμαντο) μεταξύ των δύο ομάδων, οι έφηβοι που είχαν καταδικαστεί για κλοπές αντιλαμβάνονταν τόσο της μητέρες τους (t(118)=3.78, p<.001) όσο και τους πατέρες τους (t(112)=2.64, p<.01) ως περισσότερο αδιάφορους, σε σύγκριση με εκείνους που είχαν διαπράξει βίαιες παραβάσεις.
Καθώς η πλειοψηφία των εφήβων του δείγματος ήταν έφηβοι με βίαιη παραβατική συμπεριφορά το γεγονός αυτό είναι πιθανό να εξηγήσει τις υψηλότερες τιμές στη γονική φροντίδα σε σχέση με το μαθητικό πληθυσμό. Παρόλα αυτά δεν είναι ξεκάθαρο γιατί όσοι είχαν καταδικαστεί για κλοπές αντιλαμβάνονταν τους γονείς τους ως περισσότερο αδιάφορους σε σύγκριση με τους βίαιους παραβάτες. Μια πιθανή εξήγηση μπορεί να είναι το γεγονός ότι οι βίαιοι παραβατικοί έφηβοι ανέφεραν σημαντικά λιγότερη κατάχρηση αλκοόλ στην οικογένειά τους (t(122)=2.11, p<.04) σε σύγκριση με τους παραβάτες για κλοπές. Τα αποτελέσματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για την εξέταση της σχέσης της ποιότητας των μεθόδων ανατροφής σε διαφορετικές ομάδες παραβατικών εφήβων, καθώς είναι πιθανό διαφορετικοί παράγοντες επικινδυνότητας και προδιαθεσιμότητας να εμπλέκονται στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς από διαφορετικές ομάδες εφήβων.
Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με την εικόνα του οικογενειακού περιβάλλοντος των εφήβων χρηστών ναρκωτικών, όπως παρουσιάστηκε από τους Leukefeld et al (1998) από έρευνες στο γενικότερο πληθυσμό σε εφήβους και νέους, και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ίδιες συσχετίσεις γενικώς συναντώνται και σε νέους με παραβατική συμπεριφορά, τουλάχιστον σε σχέση με τις αντιλήψεις για τη μητρική φροντίδα και την έναρξη χρήσης ναρκωτικών. Επίσης, φαίνεται ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για τη μελέτη της δομής της γονικής προστασίας-όπως αυτή μετράται από το “Parental Bonding Instrument”. Επίσης περαιτέρω διερεύνηση χρειάζεται η αποσαφήνιση των σχέσεων των μεθόδων ανατροφής της οικογένειας και η συνεισφορά τους σε διαφορετικές κατηγορίες. Τέλος, τα ίδια θέματα αξίζει να μελετηθούν για τα κορίτσια στην εφηβεία που εκδηλώνουν παραβατική συμπεριφορά.
*Διεύθυνση επικοινωνίας: Καπετανάκη 29, 173 42, Αγ. Δημήτριος, Αθήνα. (e-mail: skyriak@syros.aegean.gr, kiriaks@yahoo.gr). ΤΗΛ: 2109828455. Η εργασία αυτή υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.
Βιβλιογραφία
Biggam, F.H. and Power, K.G. (1998). The Quality of Perceived Parenting Experienced by a Group of Scottish Incarcerated Young Offenders. Journal of Adolescence, 21, 161-176.
Chambers, J.A., Power, K.G., Loucks, N. and Swanson, V. (2000). Psychometric Properties of the Parental Bonding Instrument and its Association with Psychological Distress in a Group of Incarcerated Young Offenders in Scotland. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 35, 318-325.
Cubis, J., Lewin, T. and Dawes, F. (1989). Australian Adolescents’ Perceptions of their Parents. Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 23, 35-47.
Farrington, D. P. (1995). The twelfth Jack Tizard memorial lecture: The development of offending and antisocial behaviour from childhood. Key findings from the Cambridge Study in Delinquent Development. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 360, 929-964.
Kiriakidis S. (2007) Perceived Quality of Parenting and it’s Relations with Frequency of Offending and Indeces of Psychosocial Functioning among Institutionalised Adolescents. Hellenic Journal of Psychology, (in press).
Leukefeld, C.G., Logan, T.K., Clayton, R.R., Martin, C., Zimmerman, R., Cattarello, A., Milich, R. and Lynam, D. (1998). Adolescent Dryg Use, Delinquency, and Other Behaviors. In Gullotta, T.P., Adams, G.R. and Montemayor, R. (Eds) Delinquent and Violent Youth. London: Sage.
Liska, A.E. and Reed, M.D. (1985). Ties to Conventional Institutions and Delinquency: Estimating Reciprocal Effects. American Sociological Review, 50, 547-560.
Loeber, R. and Dishion, T. (1983). Early Predictors of Male Delinquency: A Review. Psychological Bulletin, 94, 68-99.
Loeber, R. and Farrington, D.P. (1998b). Never Too Early, Never Too Late: Risk Factors and Successful Interventions for Serious and Violent Juvenile Offenders. Studies on Crime and Crime Prevention, 7, 7-30.
Lopez, F.G. and Gover, M.R. (1993). Self-Report Measures of Parent-Adolescent Attachment and Separation-Individuation: A Selective Review. Journal of Counseling and Development, 71, 560-569.
Lytton, H. (1990). Child and Parent Effects in Boys’ Conduct Disorder: A Reinterpretation. Development and Psychology, 26, 683-697.
Mak, A. (1994). Parental Neglect and Overprotection as Risk Factors in Delinquency. Australian Journal of Psychology, 46, 107-111.
McGee, R., Wolfe, D., & Olson, J. (2001). Multiple maltreatment, attribution of blame, and adjustment among adolescents. Development and Psychopathology, 13, 827-846.
Malo, J. and Tremblay, R.E. (1997). The Impact of Parental Alcoholism and Maternal Social Position on Boys’ School Adjustment, Pybertal Maturation and Sexyal Behaviour: A Test of Two Competing Hypotheses. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 38, 187-197.
McCord, J. (1979). Some Child-Rearing Antecedents of Criminal Behaviour in Adult Men. Journal of Personality and Social Psychology, 37, 1477-14486.
McLoyd, V.C. (1998). Socioeconomic Disadvantage and Child Development. American Psychologist, 53, 185-204.
Parker, G. (1989). The Parental Bonding Instrument: Psychometric Properties Reviewed. Psychiatric Developments, 4, 317-335.
Parker, G., Tupling, H. and Brown, L.B. (1979). A Parental Bonding Instrument. British Journal of Medical Psychology, 52, 1-10.
Pedersen, W. (1994). Parental Relations, Mental Health, and Delinquency in Adolescents. Adolescence, 29, 975-990.
Rutherford, M.J., Cacciola, J.S., Alterman, A.I., McKay, J.R. and Cook, T.J. (1997). Young Men’s Perceived Quality of Parenting Based on Familial History of Alcoholism. Journal of Child and Adolescent Substance Abuse, 6, 43-56.
Rutter, M., Giller, H. and Hagell, A. (1998). Antisocial Behaviour by Young People. New York: Cambrigde University Press.
West, M.O. and Prinz, R.J. (1987). Parental Alcoholism and Childhood Psychopathology, 102, 204-218.
Whipple, E.E., Fitzgerald, H.E. and Zucker, R.A. (1995). Parent-Child Interactions in Alcoholic and Non-Alcoholic Families. American Journal of Orthopsychiatry, 65, 153-159.