Paul McArdle, Auke Wiegersma, Eilish Gilvarry, Birgitta Kolte, Steven McCarthy, Michael Fitzgerald, Aoife Brinkley, Maria Blom, Ingo Stoeckel, Anna Pierolini, Ingo Michels, Rob Johnson & Stephan Quensel
Fleming Nuffield Unit (Annexe), Northern Counties School for the Deaf, Newcastle upon Tyne, UK
Μετάφραση: Γεωργία Χριστοφίλη
DOI: https://doi.org/10.57160/JXLL1017
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχοι: ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν αφενός να διερευνήσει τη δομή της οικογένειας και να υπολογίσει τη λειτουργικότητά της αναφορικά με τη χρήση ουσιών από τους εφήβους και αφετέρου να αποδείξει εάν αυτές οι σχέσεις διέφεραν ανάλογα με το φύλο ή ανάλογα με την πόλη απ’ όπου κατάγεται το δείγμα.
Σχεδιασμός, χώρος, συμμετέχοντες: η μελέτη αυτή πραγματοποίησε επισκόπηση αντιπροσωπευτικού δείγματος μαθητών ηλικίας 14–15 ετών από πέντε ευρωπαϊκές πόλεις: Νιούκασλ στον Tyne, Δουβλίνο, Ρώμη, Βρέμη και Groningen. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν από 3.984 συμμετέχοντες αναφορικά με τη χρήση ουσιών που έκαναν, τη διαβίωση και με τους δυο βιολογικούς γονείς, την εκμυστήρευση σε γονείς και παππούδες και την επίβλεψη καθώς και άλλες μεταβλητές που αφορούσαν στην παραβατικότητα, την κοινωνική τάξη και τη διαθεσιμότητα των ουσιών.
Αποτελέσματα: η διαβίωση και με τους δύο βιολογικούς γονείς σχετιζόταν με χαμηλά επίπεδα χρήσης ουσιών στις τέσσερις πόλεις, αλλά όχι στο Δουβλίνο, ίσως εξαιτίας της μεγάλης διαθεσιμότητας από ομότιμους που υπάρχει σε αυτή την πόλη. Δεν σχετιζόταν με χαμηλά επίπεδα τακτικής πόσης. Η εκμυστήρευση στη μητέρα είχε εμφανή επιρροή σε όλες τις πόλεις και γενικότερα αναφορικά με τη χρήση ουσιών. Όταν, παρόλα αυτά, προστίθετο μια μεταβλητή παραβατικότητας στις λογαριθμικές παλινδρομήσεις, η σημασία της σε σχέση με την πολυτοξικομανία χανόταν. Η επίβλεψη ήταν αρκετά σημαντικότερος παράγοντας για τους άντρες από ό,τι για τις γυναίκες.
Συμπέρασμα: η διαβίωση και με τους δύο γονείς είναι ένα λιγότερο σημαντικό εμπόδιο για τη χρήση ουσιών από ό,τι οι ποιοτικές πλευρές της οικογενειακής ζωής, και ιδιαίτερα η προσκόλληση με τη μητέρα. Το τελευταίο αποτελεί σημαντική αναστολή για τη χρήση ουσιών ανεξάρτητα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες διαθεσιμότητας των ουσιών, η οποία αποδυναμώνεται μόνο με την ύπαρξη γενικότερων προβληματικών συμπεριφορών. Ίσως λόγω της μεγαλύτερης τάσης των ανδρών να εκτίθενται σε επικίνδυνες συμπεριφορές ή να παραβιάζουν κανόνες, η επίβλεψη δείχνει να είναι σημαντικότερη για τη χρήση ουσιών από άντρες από ό,τι για γυναίκες. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν το ρόλο όλης της οικογένειας, και ιδιαίτερα της μητέρας, στη ρύθμιση συμπεριφορών χρήσης από τους νέους ανθρώπους.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει πως έχει αρχίσει να εξαπλώνεται η χρήση ουσιών στους πληθυσμούς των νέων στην Ευρώπη (<1>Miller & Plant 1996; <2>Hibbell κ.ά. 1997). Αυτό το φαινόμενο δείχνει να συνεισφέρει στην εγκληματικότητα, (<3>Wichstrom, Skogen & Ola 1996), τη σωματική αλλά και την ψυχική υγεία και τέλος συμβάλλει στην υιοθέτηση επικίνδυνων συμπεριφορών ακόμη και αυτοκτονιών (<5>Gould κ.ά. 1996; <4>Gilvarry 2000; <6>Ramrakha κ.ά. 2000). Ανάλογα στοιχεία υποδεικνύουν ένα φάσμα παραγόντων που υποβόσκουν στη χρήση ουσιών, όπως για παράδειγμα επιρροές γενετικής φύσης (<7>Maes κ.ά. 1999) και επιρροές από την ομάδα ομοτίμων (<8>Parker κ.ά. 1998), η μεγάλη διαθεσιμότητα (<9>Hofler κ.ά. 1999) και η γεωγραφική τοποθεσία (<1>Miller & Plant 1996 ). Τα ίδια περίπου ισχύουν για τους ανήλικους που κάνουν χρήση αλκοόλ· υπάρχει η πεποίθηση πως έχουν μια κοινή προδιάθεση για χρήση ουσιών (<10>Lynskey, Fergusson & Horwood 1998).
Καθώς η οικογένεια αποτελεί το πρώτο κοινωνικό περιβάλλον, και την πρωταρχική πηγή κύριων προσκολλήσεων για το παιδί ή το νεαρό άτομο, είναι αναμενόμενο να επηρεάζει ιδιαίτερα και τη χρήση ουσιών που κάνει. Παρόλα αυτά, δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι αυτά τα στοιχεία από την οικογένεια που όντως επηρεάζουν τη χρήση ουσιών στους νέους. Οι <11>Hope, Power & Rogers (1998), για παράδειγμα, υπογραμμίζοντας την οικογενειακή δομή, υποστήριξαν πως η απώλεια ενός γονιού λόγω διαζυγίου μακροπρόθεσμα συμβάλλει περισσότερο στη χρήση ουσιών από ό,τι η απώλεια ενός γονιού λόγω θανάτου. Άλλοι έχουν αναφέρει σχέσεις ανάμεσα στο χωρισμό των γονιών και την πιο σοβαρή χρήση ουσιών από νέους (<12>Nurco κ.ά. 1996a, <2002>1996b). Ο <13>Hess (1995), εντούτοις, υποστηρίζει πως ο χωρισμός των γονιών μπορεί να αποτελέσει και παράγοντα προστασίας για μερικά νεαρά άτομα, καθώς μπορεί να επιφέρει πρόωρη ανεξαρτησία και ωρίμανση στο άτομο. Όντως, σε μία από τις λίγες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί και εξέτασαν ανεξάρτητους παράγοντες που επηρεάζουν τη δομή της οικογένειας σε σχέση με άλλες πιο συχνά αναφερόμενες μεταβλητές, ο <14>Miller (1997) υποστήριξε πως η δομή της οικογένειας στατιστικά δεν αποτελεί ανεξάρτητη επιρροή για τη χρήση ουσιών. Ένα σχετικό θέμα αφορά το ρόλο του πατέρα και το πόσο μπορεί να επηρεάσει τη χρήση ουσιών του παιδιού του· λίγα είναι τα στοιχεία που υπάρχουν, αν και οι <15>Farrell & White (1998) έχουν αναφέρει πως η χρήση ουσιών είναι πιθανότερο να εμφανιστεί λόγω απουσίας του φυσικού ή ενός θετού πατέρα.
Άλλοι έχουν προσπαθήσει να δώσουν έμφαση στη σημασία των ποιοτικών στοιχείων στις οικογενειακές σχέσεις (<16>Bahr, Marcos & Maughan 1995· <15>Farrell & White 1998). Ο <16>Bahr κ.ά. (1995) ανέφεραν πως οι οικογενειακές σχέσεις, ή οι οικογενειακοί δεσμοί, «τα συναισθήματα εγγύτητας και οικειότητας… η αντιληπτή παρακολούθηση, η επικοινωνία και οι κοινές δραστηριότητες», έχουν αρνητική συσχέτιση με τη χρήση ουσιών, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την επιρροή από τους ομότιμους. Όντως, έρευνες στον τομέα ψυχικής υγείας του παιδιού τείνουν προς την άποψη πως οι αντιθέσεις πριν από το χωρισμό των γονιών, όπως οι συγκρούσεις του ζευγαριού, αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα πρόβλεψης της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής, κι όχι ο ίδιος ο χωρισμός, (<17>Hetherington & Stanley-Hagan 1999 · <19>Nicholson, Fergusson & Horwood 1999 <18>O’Connor κ.ά. 1999).
Επιπλέον είναι πιθανό, οι οικογενειακοί παράγοντες να επιδρούν διαφορετικά στα αρσενικά και στα θηλυκά παιδιά. Ο <16>Bahr κ.ά. (1995) για παράδειγμα, ανέφεραν πως οι αρνητικοί συσχετισμοί μεταξύ των οικογενειακών σχέσεων και της χρήσης ουσιών ήταν περισσότεροι για τις γυναίκες από ό,τι για τους άντρες, αυτό το εύρημα ταυτίζεται με τα ευρήματα των <20>Brook κ.ά. (1998) και των <15>Farrell & White 1998 ). Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν μια πολύ μικρή αλληλεπίδραση μεταξύ των μεταβλητών της οικογένειας και του φύλου όσον αφορά τα ποσοστά χρήσης ουσιών αλλά και πως υπό ορισμένες συνθήκες, παρά την τάση που επικρατεί για εξίσωση στα συνολικά ποσοστά της χρήσης ουσιών (<8>Parker κ.ά. 1998), το φύλο μπορεί να έχει κάποια σημαντική επιρροή.
Τέλος, από πρόσφατες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη έχουν παρατηρηθεί αξιοσημείωτες διεθνείς και τοπικές διαφορές στα ποσοστά χρήσης από νέους (<2>Hibbell κ.ά. 1997; <14>Miller 1997). Αυτές οι μεταβολές δεν ανταποκρίνονται στα επίπεδα παραγόντων κινδύνου όπως η κοινωνική τάξη, η παραβατική συμπεριφορά ή ο χωρισμός των γονιών με απλό τρόπο. Αυτό υποδηλώνει πως εάν παράγοντες που αφορούν την οικογένεια έχουν σχέση με διεθνείς παραλλαγές στη χρήση ουσιών, μπορεί να ποικίλλει η επήρειά τους στα διαφορετικά πλαίσια. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε την υπόθεση πως και η δομή και η λειτουργία της οικογένειας μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο χρήσης σε πληθυσμούς της Ευρώπης, πως η επιρροή διαφέρει στους άντρες και τις γυναίκες στα διαφορετικά πλαίσια και είναι ανεξάρτητη από πιθανούς παράγοντες που συνυπάρχουν, όπως η αντικοινωνική συμπεριφορά, η διαθεσιμότητα των ουσιών και η κοινωνική τάξη.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Αντιπροσωπευτικά δείγματα μαθητών 14-15 ετών στη Βρέμη (n = 871), το Δουβλίνο (n = 990), το Groningen (n = 487), το Νιούκασλ στον Tyne (n = 970) και τη Ρώμη (n = 666) συμπλήρωσαν ένα κοινό βασικό ερωτηματολόγιο σχετικά με τη χρήση ουσιών, τον τρόπο ζωής τους, τη δομή και τις σχέσεις μέσα στην οικογένειά τους. Η πλειοψηφία των 3.984 συμμετεχόντων ήταν ηλικίας 14-15 ετών. Το σύνολο ήταν μεγαλύτερο από ό,τι σε μία προηγούμενη δημοσίευση (<21>McArdle κ.ά. 2000) καθότι συμπεριλήφθηκαν 97 άτομα που δεν διέμεναν στις πόλεις, αλλά παρακολουθούσαν σχολεία μέσα στα όρια της πόλης. Γι’ αυτό το λόγο, η επικράτηση της παράνομης χρήσης ουσιών τον προηγούμενο χρόνο (αναφορικά με μια προσυμφωνημένη βάση κάνναβης, αμφεταμινών, έκστασυ, LSD, ηρεμιστικών και την ψεύτικη ουσία relevin) είναι ελαφρώς διαφορετική από τα προηγούμενα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν για τις πέντε πόλεις. Για τα τωρινά δείγματα τα ποσοστά είναι 24,6% (Βρέμη), 29,1% (Νιούκασλ στον Tyne), 29,9% (Δουβλίνο), 22,6% (Ρώμη) και 19,0% (Groningen). Ουσίες όπως η κοκαΐνη και η ηρωίνη δεν συμπεριλήφθηκαν στις ερωτήσεις όλων των πόλεων και έτσι παραλήφθηκαν εντελώς από τις εκτιμήσεις. Αυτά τα φαινόμενα ταυτίζονται με άλλες σύγχρονες εκτιμήσεις για τα ποσοστά χρήσης ουσιών στην Ευρώπη (<2>Hibbell κ.ά. 1997).
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ
Εφαρμόστηκε η μέθοδος ομαδικής δειγματοληψίας ώστε να επιτευχθεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νέων από κάθε πόλη. Στη Βρέμη, το Δουβλίνο και το Νιούκασλ, τα σχολεία στρωματοποιήθηκαν σύμφωνα με το είδος τους (π.χ. δημόσια ή θρησκευτικά), τα κοινωνικο-οικονομικά μειονεκτήματα (π.χ. επίπεδο δωρεάν γευμάτων στο σχολείο στο Νιούκασλ) και, στο Νιούκασλ, σύμφωνα με τη γεωγραφική περιοχή. Στη Ρώμη, που ο βαθμός διαφοροποίησης των σχολείων είναι μεγάλος (π.χ. επαγγελματικής κατάρτισης ή ακαδημαϊκής εκπαίδευσης), χρησιμοποιήθηκε μόνο το είδος του σχολείου για την ανεύρεση αντιπροσωπευτικού δείγματος.
Ο αριθμός των σχολείων επιλέχθηκε ώστε να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός ισάριθμων συμμετεχόντων από την κάθε πόλη. Στο Groningen, που ήταν η μικρότερη πόλη, προσεγγίστηκαν όλα τα σχολεία (n = 13), στη Ρώμη (που είχε τον περισσότερο πληθυσμό) προσεγγίστηκαν περίπου ένα στα εξήντα σχολεία (n = 13), στο Δουβλίνο ένα στα έξι σχολεία (n = 16), ένα στα πέντε σχολεία στη Βρέμη (n = 12) και ένα στα δύο σχολεία στο Νιούκασλ (n = 9). Όσα από σχολεία της Ρώμης επιλέχθηκαν, κανένα δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει, στο Νιούκασλ ένα σχολείο αρνήθηκε, το ίδιο και στη Βρέμη, στο Δουβλίνο τέσσερα σχολεία αρνήθηκαν και στο Groningen έξι από τα δεκατρία σχολεία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην επισκόπηση. Σε κάθε περίπτωση, το σχολείο που αρνήθηκε να συμμετάσχει αντικαταστάθηκε από ένα άλλο σχολείο από την αρχική κατάσταση, το οποίο πληρούσε τα χαρακτηριστικά της στρωματοποίησης. Αυτό δεν στάθηκε δυνατό στο Νιούκασλ με ένα σχολείο θηλέων το οποίο δήλωσε την άρνησή του για συμμετοχή πολύ αργά, ή στην περίπτωση του Groningen που προσεγγίστηκαν από την αρχή όλα τα σχολεία, όμως λόγω της ομοιογένειας του σχολικού πληθυσμού αυτό δεν επηρέασε την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος από το Groningen. Η μέση ηλικία του συνόλου του δείγματος ήταν 15,1 (Σταθερή απόκλιση 0,7) έτη. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων των διαφόρων πόλεων ήταν αρκετά διαφορετικές (F = 6,6, df = 4, p < 0,01): οι συμμετέχοντες στο Δουβλίνο ήταν πολύ νεότεροι από αυτούς στη Ρώμη ή το Groningen. Το δείγμα στο Νιούκασλ στον Tyne αποτελούνταν περισσότερο από άντρες (n = 558) παρά από γυναίκες (n = 407), ενώ στο Δουβλίνο οι γυναίκες (n = 574) ήταν περισσότερες από τους άντρες (n = 411), (πέντε από τους συμμετέχοντες στο Δουβλίνο και το Νιούκασλ στον Tyne δεν καθόρισαν το φύλο τους). Εντούτοις, ο αριθμός των ανδρών και των γυναικών επί του συνόλου του δείγματος ήταν σχεδόν ίδιος. Το ποσοστό συμπλήρωσης ήταν υψηλό, αυτές οι λεπτομέρειες όμως συμπεριλαμβάνονται σε μία προηγούμενη δημοσίευση (<21>McArdle κ.ά. 2000).
ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
Από τις βασικές ερωτήσεις που αφορούσαν τη χρήση αλκοόλ απαντήθηκε το 98,7%, ενώ από αυτές που αφορούσαν τη χρήση ουσιών απαντήθηκε το 94,6%. Στο Νιούκασλ, το συνολικό ποσοστό μη-ανταπόκρισης σχετικά με την πρώτη επαφή με τη χρήση ήταν 9%, και κυμαινόταν μεταξύ 5,3% σε ένα ειδικό σχολείο έως 11,1% στα μη-υποβαθμισμένα σχολεία. Τα ποσοστά ανταπόκρισης για το Δουβλίνο ήταν 6% [3,4% (ιδιωτικά σχολεία): 8,5% (επαγγελματικής κατάρτισης/ τεχνικής εκπαίδευσης)], για τη Ρώμη 2,3% [0% (επαγγελματικής εκπαίδευσης): 6,1% (ξενοδοχειακής εκπαίδευσης)], και για τη Βρέμη 3,6% [1,6% (δημοτικά /γυμνάσια): 5,4% (επαγγελματικής κατάρτισης)]. Γι’ αυτό το λόγο, στο Δουβλίνο και στη Βρέμη υπήρξε ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό «μη-ανταπόκρισης» μεταξύ των μειονεκτούντων πληθυσμών. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την ανταπόκριση από το Groningen, καθώς τα σχολεία αποτελούνταν από ομοιογενή πληθυσμό. Γι’ αυτό, μπορεί να υπάρχει μια ελαφρώς μικρότερη εκτίμηση της χρήσης στο Δουβλίνο και τη Βρέμη. Το ποσοστό που ανέφερε χρήση ή προσφορά της ανύπαρκτης ουσίας «relevin» ήταν χαμηλότερο από 1% σε όλες τις πόλεις, έτσι δεν θεωρείται πιθανή η υπερβολική αναφορά. Το ποσοστό των μαθητών που απάντησαν αντιφατικά σε παρόμοιες ερωτήσεις ήταν λιγότερο από 5%, υποδηλώνοντας την αξιοπιστία της αναφοράς.
ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ
Το ερωτηματολόγιο προήλθε από αυτό που χρησιμοποιήθηκε στο «Πρόγραμμα Επισκόπησης για το Αλκοόλ και άλλες Ουσίες στα Σχολεία της Ευρώπης» (the European School Survey Project on Alcohol and other Drugs, ESPAD), το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα σε μία διεθνή επισκόπηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης (<2>Hibbell κ.ά. 1997). Αυτό μας έδωσε τις ερωτήσεις για την οικογένεια και τη χρήση ουσιών. Ωστόσο δεν αποδέχτηκαν όλες οι πόλεις να γίνουν ερωτήσεις για όλες τις ουσίες. Παρόλα αυτά, επιτεύχθηκε συμφωνία σχετικά με μια σειρά ερωτήσεων που αφορούσαν τη χρήση κάνναβης, αμφεταμινών, ηρεμιστικών, LSD, έκστασυ, και της ανύπαρκτης ουσίας relevin, καθώς και για ερωτήσεις σχετικά με το αλκοόλ. Κατά τη διάρκεια μιας σειράς συναντήσεων για να καταλήξουν σε ομοφωνία, και στις οποίες συμμετείχε ολόκληρη η πολυεθνική, ερευνητική ομάδα, τα βασικά ερωτήματα του ερωτηματολογίου μεταφράστηκαν από τα αγγλικά στα ολλανδικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά, και μετά αντίστροφα ώστε να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των στοιχείων.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Σύμφωνα με την απόφαση της επιτροπής δεοντολογίας του Νιούκασλ και των ομόλογων επιτροπών στις άλλες πόλεις, καθώς και με την έγκριση των σχολείων, οι ερευνητικές ομάδες έστειλαν ενημερωτικές επιστολές στους γονείς επεξηγώντας τους περιληπτικά τους σκοπούς του προγράμματος. Σε τέσσερις από τις πόλεις δόθηκε η επιλογή στους γονείς να αρνηθούν τη συμμετοχή του παιδιού τους (επικοινωνώντας με την ερευνητική ομάδα ή με το σχολείο), ενώ στη Βρέμη ήταν απαραίτητη η γραπτή συγκατάθεση των γονιών. Σε τέσσερις από τις πέντε πόλεις, τα ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν από έναν πτυχιούχο ερευνητή παρουσία δασκάλου, κατά τη διάρκεια εκτεταμένων διδακτικών περιόδων ή σε ετήσιες ομαδικές συναντήσεις. Στη Βρέμη οι δάσκαλοι δεν ήταν παρόντες. Οι μαθητές είχαν στη διάθεσή τους 60 έως 80 λεπτά για να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια, ανώνυμα και να τα τοποθετήσουν σε φάκελο, τον οποίο έκλειναν μόνοι τους. Οι απαντήσεις από την κάθε πόλη καταχωρούνταν σε μια κοινή βάση δεδομένων που είχε φτιαχτεί για τη συγκεκριμένη εργασία.
ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ
1. Οι ερωτήσεις που αφορούσαν στη χρήση ουσιών ακολουθούσαν τη μέθοδο «επιλογής απαντήσεων»: ανεξάρτητα εάν ο συμμετέχων δεν είχε κάνει ποτέ χρήση ουσιών, ή εάν είχε κάνει χρήση τον περασμένο μήνα ή χρόνο. Η χρήση οποιασδήποτε παράνομης ουσίας τον τελευταίο χρόνο αναφερόταν ως «χρήση ουσιών». Η ανάλυση που παρουσιάζεται εδώ αφορά τις ουσίες για τις οποίες ρωτήθηκαν οι συμμετέχοντες και στις πέντε πόλεις (παραλείποντας «τα μαγικά μανιτάρια», τα διαλυτικά, την κοκαΐνη και την ηρωίνη).
2. Αν και δεν μετρήθηκε η κατάχρηση ουσιών, εντοπίστηκε η μεταβλητή της «πολλαπλής χρήσης», εντοπίζοντας μια ακραία ομάδα που έκανε χρήση δύο ή περισσότερων ουσιών τον τελευταίο χρόνο (n = 216). Αυτό εκπροσωπούσε δύο σταθερές αποκλίσεις από τον μέσο αριθμό χρήσης ουσιών που εμφάνισε το σύνολο του δείγματος και ήταν διαθέσιμο για 3.678 συμμετέχοντες (92,3% του δείγματος). Το ποσοστό πολλαπλής χρήσης για το Δουβλίνο ήταν 6,4%, για το Νιούκασλ στον Tyne ήταν 8,5%, για το Groningen 4,7%, για τη Ρώμη 5,2%, και για τη Βρέμη 3,8%. Αυτά τα ποσοστά συγγενεύουν με την αναφερθείσα επικράτηση σε γερμανούς εφήβους από την επικαλυπτόμενη -αλλά όχι ταυτιζόμενη- ομάδα που ανέφερε κατάχρηση και εξάρτηση από την κάνναβη (3,7%), τα μέλη της οποίας ήταν επίσης συχνά χρήστες πολλών ουσιών, όπως αναφέρθηκε από τον <22>Perkonigg κ.ά. (1999).
3. Υπήρχαν αρκετές ερωτήσεις που αφορούσαν στη χρήση αλκοόλ, συμπεριλαμβανομένης της διαγνωστικής ερώτησης «περιστασιακά καταναλώνεις αλκοολούχα ποτά;» (π.χ. μπύρα, κρασί, οινοπνευματώδη όπως το ουίσκι); Στην ερώτηση αυτή υπήρχαν τρεις δυνατές απαντήσεις: «ποτέ», «ορισμένες φορές» και «τακτικά». Συμπεριλάβαμε την τακτική κατανάλωση αλκοόλ, αντί της περιστασιακής χρήσης αλκοόλ καθώς φάνηκε πιθανότερο να προκαλέσει κοινωνική αποστροφή παρόμοια με αυτή της χρήσης ουσιών, ή για να εκπροσωπήσει τον κίνδυνο της επιβλαβούς χρήσης. Τα ποσοστά «τακτικής» κατανάλωσης αλκοόλ στο Δουβλίνο ήταν 16,3%, στο Νιούκασλ στον Tyne 15,2%, στο Groningen 10,7%, στη Ρώμη 3,5% και στη Βρέμη 3,4%· παρόμοια κατάταξη εντοπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο για την απάντηση «περισσότερα από 9 περιστατικά κατανάλωσης αλκοόλ στις τελευταίες 30 ημέρες» (<1>Miller κ.ά. 1996). Αυτά τα στοιχεία ήταν διαθέσιμα για 3.933 συμμετέχοντες, 98,8% του δείγματος.
4. Από προηγούμενες αναλύσεις έχει φανεί πως όλοι οι τύποι οικογενειακών δομών σχετίζονται με τη χρήση ουσιών, με εξαίρεση τη διαβίωση με τους δύο βιολογικούς γονείς. Έτσι, αυτές μειώθηκαν σε δύο μεταβλητές: διαβίωση με τους δύο βιολογικούς γονείς ή όχι (n = 3928).
5. Συμπεριλήφθηκαν ερωτήσεις που αφορούν στην ποιότητα των σχέσεων στην οικογενειακή ζωή:
i) «σε ποιον μπορείς να εμπιστευτείς κάτι που σε απασχολεί;» δίνοντας την επιλογή να απαντήσουν κάποιον από τους δύο γονείς, κι αρκετούς ακόμη ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής «δεν εμπιστεύομαι κανέναν» (n =889).
ii) «πού πας μετά το σχολείο;» με αρκετές δυνατότητες επιλογής συμπεριλαμβανομένης «σπίτι, συνήθως είναι κάποιος εκεί» (n =904).
iii)«συνήθως πού συναντιέσαι με τους φίλους σου;» με αρκετές δυνατότητες επιλογής συμπεριλαμβανομένης «στο σπίτι» (n = 3.851).
iv) «οι γονείς νοιάζονται (εάν ο νέος/ η νέα) βλέπει πολλή τηλεόραση;» αυτή η ερώτηση δεν υπήρχε στο ερωτηματολόγιο στο Νιούκασλ (n =897).
Όλα αυτά τα ερωτήματα οδήγησαν σε διχοτόμες απαντήσεις «ναι/όχι». Το πρώτο ερώτημα αφορούσε τη σχέση εμπιστοσύνης, και τα τρία επόμενα τη γονική επίβλεψη.
6. Η κοινωνική τάξη προέκυπτε από μία ερώτηση που αφορούσε το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών. Αυτό διχοτομήθηκε βάσει του εάν ο πατέρας ενός συμμετέχοντα είχε πανεπιστημιακό πτυχίο ή πτυχίο τεχνικής κατάρτισης, ή όχι.
7. Διαθεσιμότητα: αυτό προέκυπτε από τον εντοπισμό των ατόμων που δεν τους είχαν προσφέρει «ποτέ» ουσίες, το οποίο παρουσίασε μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στις πόλεις (F = 35,2, df = 4, p < 0,001) (το Δουβλίνο, με το Νιούκασλ να έπεται, είχαν τις χαμηλότερες μέσες τιμές σε αυτό το ερώτημα, άρα οι συμμετέχοντες από αυτές τις πόλεις είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να τους είχαν προσφερθεί ουσίες).
8. Παραβατικότητα: το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε έντεκα ερωτήματα από μια κλίμακα παραβατικότητας (<23>West & Farrington 1973) η οποία χρησιμοποιήθηκε στις τέσσερις πόλεις εξαιρουμένης της Ρώμης. Εάν το άτομο ανέφερε ένα επίπεδο παραβατικών πράξεων, 1 μονάδα σταθερής απόκλισης, ή περισσότερο από τη μέση τιμή του συνολικού δείγματος, τότε θεωρείτο θετικό προς την παραβατικότητα.
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ
Οι μεταβλητές που σχετίζονταν με την οικογένεια αναλύθηκαν αρχικά σε σχέση με τη χρήση ουσιών με ανάλυση διπλής μεταβλητής χρησιμοποιώντας χ2 tests. Έπειτα, χρησιμοποιήθηκε η Λογαριθμική Παλινδρόμηση με τη διαδικασία υποχρεωτικής εισαγωγής για να εντοπιστούν οι μεταβλητές για την οικογένεια που ήταν ανεξάρτητοι παράγοντες πρόβλεψης χρήσης ουσιών, πολλαπλής χρήσης ουσιών και τακτικής κατανάλωσης αλκοόλ ως εξαρτημένες μεταβλητές. Αυτό αξιολόγησε το ανεξάρτητο αποτέλεσμα των μεταβλητών που επιλέχθηκαν βάσει της σημαντικότητάς τους στην ανάλυση διπλής μεταβλητής. Για να μπορέσει να εντοπιστεί εάν αυτά τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από πιθανούς άλλους παράγοντες (κοινωνική τάξη, διαθεσιμότητα και παραβατικότητα) κι αυτά προστίθεντο στις λογαριθμικές παλινδρομήσεις. Εξετάζονταν επίσης η οικογένεια, το φύλο, η πόλη και η χρήση ουσιών για σημαντικές αλληλεπιδράσεις Λογαριθμικής Παλινδρόμησης. Όπου αυτά ήταν θετικά απεικονίστηκαν σε διασταυρούμενους πίνακες βάσει της διαδικασίας Mantel–Haenszel.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η ανάλυση διπλής μεταβλητής επιβεβαίωσε πως οι νέοι που διέμεναν και με τους δύο γονείς τους είχαν λιγότερες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ουσιών τον τελευταίο χρόνο, απ’ ό,τι αυτοί που ζούσαν σε διαφορετικού τύπου οικογένειες (Πίνακας 1). Μειωμένα ποσοστά χρήσης συνδέθηκαν επίσης με τη γονική επίβλεψη και την εκμυστήρευση σε γονείς και παππούδες. Τα ευρήματα ήταν παρόμοια για την τακτική κατανάλωση αλκοόλ και την πολλαπλή χρήση ουσιών, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις: η διαβίωση και με τους δύο γονείς και η εκμυστήρευση στους παππούδες δεν συνδέθηκαν με χαμηλά ποσοστά τακτικής κατανάλωσης αλκοόλ και η εκμυστήρευση στους παππούδες δεν συνδέθηκε με χαμηλά ποσοστά πολλαπλής χρήσης ουσιών.
Με λογαριθμικές παλινδρομήσεις διενεργήθηκαν προσπάθειες για να εντοπιστεί εάν η δομή της οικογένειας σχετιζόταν με μειωμένη χρήση ουσιών ανεξάρτητα από την ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων και εάν διαφοροποιούνταν αυτές οι σχέσεις ανάλογα με το φύλο ή την πόλη. Από αυτές φάνηκε πως η διαβίωση με τους δύο γονείς, η εκμυστήρευση στη μητέρα αλλά όχι στον πατέρα κι η γονική επίβλεψη αποτελούσαν ανεξάρτητους παράγοντες πρόβλεψης για αποχή από τις ουσίες (Πίνακας 2). Παρόμοια ήταν τα ευρήματα για την πολλαπλή χρήση ουσιών. Παρόλα αυτά, η αποχή από την τακτική κατανάλωση αλκοόλ δεν σχετιζόταν με το γεγονός των συναντήσεων με τους φίλους στο σπίτι. Εφόσον το ερώτημα εάν «ανησυχούν οι γονείς όταν βλέπω πολλή τηλεόραση», δεν συμπεριλαμβανόταν στο ερωτηματολόγιο του Νιούκασλ, η ανάλυση πραγματοποιήθηκε και με και άνευ αυτού του ερωτήματος. Τα ευρήματα, εντούτοις, δεν διέφεραν ιδιαίτερα, ούτε διαφοροποιήθηκαν όταν συμπεριλήφθηκε και η ηλικία ως ανεξάρτητη μεταβλητή. Επίσης δεν υπήρξαν ανεξάρτητα αποτελέσματα από το φύλο.
Για να μπορέσει να εντοπιστεί εάν αυτές οι μεταβλητές διατηρούνταν ως παράγοντες πρόβλεψης παρουσία άλλων πιθανών παραγόντων (κοινωνική τάξη, διαθεσιμότητα της ουσίας και παραβατική συμπεριφορά) επανεκτιμήθηκαν οι λογαριθμικές παλινδρομήσεις συμπεριλαμβανομένων αυτών των μεταβλητών. Τα ευρήματα ήταν παρόμοια, με εξαίρεση την περίπτωση πολλαπλής χρήσης ουσιών, για την οποία μόνο η διαθεσιμότητα (Wald = 6,2, df = 1, p < 0,05) και η παραβατική συμπεριφορά (Wald = 32,3, df = 1, p < 0,001) διατήρησαν τη βαρύτητά τους.
Μια σημαντική αλληλεπίδραση του φύλου και της επίβλεψης έδειξε πως, με απουσία της επίβλεψης, εμφανίστηκαν υψηλότερα ποσοστά χρήσης ουσιών στα κορίτσια αλλά όχι στα αγόρια (Πίνακας 3). Σημαντικές αλληλεπιδράσεις υπήρχαν όμως σχετικά με τη μεταβλητή «πόλη». Αυτές περιλάμβαναν την πόλη, τη διαβίωση με τους δύο γονείς και τη χρήση ουσιών (Wald = 11,4, df = 4, p < 0,05), καθώς επίσης την πόλη, την ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο και τη χρήση ουσιών (Wald = 10,7, df = 4, p < 0,05). Η διαβίωση και με τους δύο γονείς και η ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο σχετίστηκαν με σημαντικά μειωμένη χρήση ουσιών σε τέσσερις από τις πέντε πόλεις, αλλά όχι στο Δουβλίνο (Πίνακας 4). Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες αλληλεπιδράσεις σχετικά με τη μεταβλητή «πόλη» και την «πολλαπλή χρήση ουσιών» ή την «τακτική κατανάλωση αλκοόλ». Επίσης, δεν υπήρχαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τις μεταβλητές «φύλο» και «χρήση ουσιών».
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Τα ευρήματα υποδηλώνουν πως η διαβίωση και με τους δύο γονείς και η ποιότητα της σχέσης γονιού-παιδιού σχετίζονται ανεξάρτητα με τα ποσοστά χρήσης ουσιών των νέων. Βοηθητικές αναλύσεις έδειξαν πως με την απουσία είτε της οικογενειακής δομής είτε της μεταβλητής «ποιότητα» (αδιάφορο εάν η μεταβλητή ποιότητα περιλάμβανε «εκμυστήρευση» ή «επίβλεψη») το ποσοστό χρήσης ουσιών ήταν 42,3%, εάν υπήρχαν και οι δύο μεταβλητές το ποσοστό ήταν 16,6%, και με την παρουσία κάποιας από τις δύο, περίπου 32%, υποδηλώνοντας συναθροιστική σχέση. Έτσι, τα ποσοστά χρήσης ουσιών στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες παραμένουν σχετικά ίδια ενώ απουσιάζουν οι παράγοντες επικινδυνότητας στην οικογένεια, αλλά λείπει η «ομαλοποίηση» που περιέγραψαν οι <8>Parker κ.ά. (1998). Συνολικά, τα ευρήματα συμφωνούν με την άποψη πως οι κοινωνικές αλλαγές έχουν την τάση να «απομονώνουν τους νέους από τις επιρροές των ενηλίκων» (<24>McNeill 1998).
Η ομοιότητα των συσχετισμών για τη χρήση ουσιών και την τακτική κατανάλωση αλκοόλ, με εξαίρεση τον τελευταίο συσχετισμό -αυτόν της οικογενειακής δομής- συντάσσεται με την ιδέα μιας κοινής υποβόσκουσας προδιάθεσης για χρήση ουσιών (<10>Lynskey κ.ά. 1998). Εντούτοις, ενώ ο τρόπος των συσχετισμών για την πολλαπλή χρήση ουσιών έμοιαζε αρχικά με αυτόν της χρήσης ουσιών, τελικά υπήρχαν αρκετές σημαντικές διαφορές. Ιδιαίτερα με την προσθήκη ερωτημάτων για την παραβατική συμπεριφορά και τη διαθεσιμότητα των ουσιών, η σημαντικότητα των μεταβλητών που αφορούσαν την οικογένεια και την πολλαπλή χρήση ουσιών εξαφανιζόταν. Αυτά τα ευρήματα ταυτίζονται με διαφοροποιήσεις που έχουν αναφερθεί στο παρελθόν (π.χ. <9>Hofler κ.ά. 1999), πως η τακτική χρήση κάνναβης σχετίζεται με ψυχοκοινωνικά προβλήματα, πολύ περισσότερο από τη μη τακτική χρήση κάνναβης. Έτσι, τα στοιχεία οδηγούν σε μια πιθανή ασυνέχεια: η χρήση ουσιών συνδέεται στενά με οικογενειακούς παράγοντες, αλλά η επίδρασή τους σε μια πιθανόν πιο επικίνδυνη χρήση ουσιών επιτυγχάνεται μέσω πιο προβληματικών παραβατικών συμπεριφορών (<14>Miller 1997).
Ο <20>Brook κ.ά. (1998) αναφέρουν πως η επίδραση στη χρήση κάνναβης μιας σύνθετης μεταβλητής «οικολογίας/πολιτισμού», στην οποία συμπεριλαμβάνεται η διαθεσιμότητα, μειωνόταν όταν λαμβανόταν υπόψη στατιστικά και η σύνθετη μεταβλητή «οικογένεια». Εντούτοις, η εξουδετέρωση της μεταβλητής «οικολογία/πολιτισμός» από τη μεταβλητή «οικογένεια» εμφανίστηκε μόνο στα αγόρια, όχι στα κορίτσια. Αυτό συμφωνεί και με τα στοιχεία αλληλεπίδρασης που αναφέρονται εδώ: η μειωμένη επίβλεψη συνδέεται με αυξημένη χρήση ουσιών από τους άντρες κι όχι από τις γυναίκες, το οποίο πιθανώς αντικατοπτρίζει τη σχετική ψυχοκοινωνική ανωριμότητα των αγοριών στην εφηβεία, καθώς και τη μεγαλύτερη πιθανότητα για ανεξέλεγκτη συμπεριφορά γενικότερα.
Η διαβίωση και με τους δύο γονείς και η ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο δεν έδειξε να σχετίζεται με τη μειωμένη χρήση ουσιών στο Δουβλίνο. Ενδιαφέρον ήταν πως ενώ στο Groningen είναι νόμιμη η πρόσβαση στην κάνναβη, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στο Δουβλίνο, στην ανάλυση αυτή δεν βρίσκεται ανάμεσα στις πόλεις με υψηλή διαθεσιμότητα. Αυτό είναι συναφές με την υπόθεση πως η εύκολη διαθεσιμότητα από μόνη της δεν επαρκεί για την κλιμάκωση της χρήσης ουσιών, αλλά η διαθεσιμότητα από την ομάδα ομοτίμων είναι που έχει σημασία. Αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν πως η ιδιαίτερα υψηλή διαθεσιμότητα από την ομάδα των ομοτίμων μπορεί να ξεπεράσει την προστασία εναντίον της χρήσης ουσιών που δημιουργείται από τη διαβίωση με τους δύο γονείς και πιθανόν από την επίβλεψη· οι ποιοτικοί, ίσως κατά κύριο λόγο συναισθηματικοί, μηχανισμοί παρέχουν πιο σταθερό εμπόδιο.
Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν εξάλλου και με την αναφορά των <25>Rose κ.ά. (1999) πως η επιρροή των γονιών στη χρήση ουσιών από νέους παρουσιάζει τοπικές μεταβολές. Επικεντρώνοντας στην αποχή από το αλκοόλ σε ένα δείγμα από τη Φιλανδία, αυτή η μεταβολή αποδόθηκε σε μια γενικότερη κουλτούρα αποχής από το αλκοόλ στις αγροτικές αλλά όχι και στις αστικές περιοχές, η οποία αμβλύνει ή εξουδετερώνει τη γονική επιρροή. Καμία από τις πόλεις στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνά μας δεν ασπάζεται αυτήν την κουλτούρα αποχής. Γι’ αυτό το λόγο, η ασθενής επιρροή της οικογενειακής δομής στη συχνή κατανάλωση αλκοόλ, που είχε επίσης αναφερθεί από τους <26>Sutherland & Shepherd 2001 ), μπορεί να συντελέσει στη μεταβολή της διαθεσιμότητας και της αποδοχής της κατανάλωσης αλκοόλ, η οποία επισκιάζει την επιρροή που έχει η διαβίωση με τους δύο γονείς. Ακόμη, εφόσον από όλες τις πόλεις που μελετήθηκαν, μόνο το Δουβλίνο περνάει μια περίοδο οικονομικής άνθησης άνευ προηγουμένου, και μια συνεχή, ταχεία ανάπτυξη, η μειωμένη επιρροή των γονιών ίσως να αποτελεί πολιτιστική επίπτωση της αστικοποίησης, η οποία -όπως έχει προαναφερθεί- έχει αρνητική επιρροή στην ψυχοκοινωνική προσαρμογή των νέων (<27?>Rahim κ.ά. 1980 ). Το εύρημα πως οι παράγοντες κινδύνου μπορεί να μην έχουν τα ίδια αποτελέσματα στους διαφορετικούς πολιτισμούς και, ενδεχομένως ως ένα βαθμό, μπορεί να επηρεάζονται από τον εκάστοτε πολιτισμό, τονίζει τη σημασία που έχει η συλλογή των τοπικών στοιχείων, όταν πρόκειται για τη δημιουργία μιας προσέγγισης για τη χρήση ουσιών.
Ενδιαφέρον ήταν πως οι εκμυστηρεύσεις στον πατέρα είχαν πολύ μικρότερη επιρροή σε οποιαδήποτε από τις μεταβλητές για τη χρήση ουσιών, από ό,τι οι εκμυστηρεύσεις στη μητέρα. Έτσι, όποιος κι αν είναι ο ρόλος του πατέρα και όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα που έχει, δεν μπορεί να εξισωθεί με το ρόλο της μητέρας και δεν περικλείεται στην έννοια «εκμυστήρευση». Ο <20>Brook κ.ά. (1998) ανέφεραν συσχετισμό ανάμεσα στο «χρόνο που περνάει με τον πατέρα» και τη μειωμένη χρήση κάνναβης: πιθανόν οι κοινές δραστηριότητες και ο εποπτικός ρόλος που εμπεριέχονται σ’ αυτό το ερώτημα να περιγράφουν καλύτερα το ρόλο του πατέρα από ό,τι η πιο προσωπική έννοια της εκμυστήρευσης.
Εάν τα εξετάσουμε μαζί αυτά τα ευρήματα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η διαβίωση και με τους δύο γονείς μπορεί να εμποδίσει τη χρήση ουσιών μόνο όταν δεν υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα από την ομάδα των ομοτίμων. Επίσης, τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με τις απόψεις των <28>Ary κ.ά. (1999) οι οποίοι δηλώνουν πως η προσκόλληση, ιδιαίτερα στη μητέρα, αποτελεί πιο ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα και αυτό ισχύει για όλους τους πολιτισμούς και τις ουσίες. Αυτό δείχνει να καταλύεται με την παρουσία γενικότερων συνδρόμων αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Αυτά τα στοιχεία είναι συγχρονικά αλλά ταυτίζονται και με πρόσφατες διαχρονικές μελέτες. Η Μελέτη Υγείας και Ανάπτυξης του Christchurch, για παράδειγμα, εντόπισε ως κύριο παράγοντα πρόβλεψης της χρήσης ουσιών, και κατά κύριο λόγο χρήση κάνναβης στα 18 περισσότερο από τη δομή της οικογένειας ή την ποιότητα των σχέσεων (<19>Nicholson κ.ά. 1999), τα πρώιμα προβλήματα συμπεριφοράς. Εντούτοις, μια προγενέστερη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης στα ίδια στοιχεία έδειξε πως ο χωρισμός των γονιών, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των δέκα χρόνων μπορεί να προβλέψει προβλήματα χρήσης ουσιών στα 15 (<29>Fergusson κ.ά. 1994), πιθανόν αυξάνοντας τον κίνδυνο πρώιμης παραβατικής συμπεριφοράς. Ακόμη, ο ρόλος της μητέρας είναι σημαντικός, όπως αναδεικνύεται από τα στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ· είναι παρόμοιος με διαχρονικά ευρήματα σχετικά με την εγκληματικότητα των νέων και την ποιότητα της μητρικής φροντίδας (<30>Kolvin κ.ά. 1990).
Τα ποσοστά χρήσης ουσιών και παραδοσιακής οικογενειακής δομής συμφωνούν με ήδη δημοσιευμένα στοιχεία (<13>Hess 1995· <2>Hibbell κ.ά. 1997· <31>Fukuyama 1999). Οι μετρήσεις σχετικά με τη λειτουργία της οικογένειας, παρόλα αυτά, βασίζονται σε πολύ λίγα ερωτήματα και δεν περιλαμβάνουν παρατηρήσεις ή αναφορές από τους γονείς. Έτσι, ο βαθμός στον οποίο οι απόψεις των συμμετεχόντων εκφράζουν μια πλήρη και έγκυρη εικόνα σχετικά με τη λειτουργικότητα της οικογένειας είναι άγνωστος. Ακόμη, η μελέτη αυτή είναι συγχρονική, άρα δεν μπορούν να εντοπιστούν με αξιοπιστία οι αιτιολογικές σχέσεις. Στρέφεται στη χρήση αλκοόλ και παράνομων ουσιών καθώς και σε πιο σοβαρή χρήση ουσιών, αλλά όχι στη διαταραχή της χρήσης ή στην τοξικοεξάρτηση για παράδειγμα, για τις οποίες θα απαιτούνταν πιο ολοκληρωμένες εκτιμήσεις, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να γίνει με ένα ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς.
Αν και άλλες υπάρχουσες μεταβλητές δεν μπορούν να εξαιρεθούν, συμπερασματικά καταλήγουμε να πούμε πως τόσο η ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων όσο κι η δομή της οικογένειας δείχνουν να έχουν σημαντική επιρροή στη χρήση ουσιών από τους νέους. Σε περιβάλλοντα με υψηλή διαθεσιμότητα σε ουσίες ή σε περιβάλλοντα που έχουν διαβρωθεί, λόγου χάρη, εξαιτίας γρήγορων αλλαγών, τα εμπόδια που τίθενται απέναντι στη χρήση ουσιών λόγω της διαβίωσης με τους δύο γονείς ίσως είναι λιγότερο αποτελεσματικά. Η σχέση του νέου με τη μητέρα του αποτελεί έναν πιο ισχυρό προστατευτικό παράγοντα για τη χρήση ουσιών, και λειτουργεί ενάντια στην έλξη από τις υποκουλτούρες των νέων. Το αποτέλεσμα της επίβλεψης ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία για τα αγόρια. Εάν, παρόλα αυτά, ο νέος εμφανίζει γενικότερα χαρακτηριστικά αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τότε η παρεμπόδιση της χρήσης ουσιών ίσως να είναι υπεράνω των δυνατοτήτων της οικογένειας. Αυτά τα ευρήματα τονίζουν τη σημασία που έχει η διαθεσιμότητα των ουσιών και το σύνδρομο αντικοινωνικής συμπεριφοράς για τον καθορισμό της χρήσης ουσιών στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπογραμμίζουν, επίσης, τον μοναδικό ρόλο που παίζει η μητέρα στη ρύθμιση της συμπεριφοράς για την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων.
Παραπομπές
<28>Ary, D., Duncan, T., Duncan, S. & Hops, H. (1999) Adolescent problem behaviour: the influence of parents and peers. Behaviour Research and Therapeutics, 37, 217–230.
<16>Bahr, S., Marcos, A. & Maughan, S. (1995) Family, educational and peer influences on the alcohol use of female and male adolescents. Journal of Studies on Alcohol, 56, 457–469.
<20>Brook, J., Brook, D., de la Rosa, M., Duque, L., Rodriquez, E., Montoya, I. & Whiteman, M. (1998) Pathways to marijuana use among adolescents; cultural/ecological, family, peer, and personality influences. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 37, 759–766.
<15>Farrell, A. & White, K. (1998) Peer influences and drug use among urban adolescents: family structure and parent–adolescent relationship as protective factors. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 66, 248–258.
<2000>Fergusson, D. & Horwood, J. (1997) Early onset cannabis use and psychosocial adjustment in young adults. Addiction, 92, 279–296.
<29>Fergusson, D., Horwood, J. & Lynskey, M. (1994) Parental separation, adolescent psychopathology, and problem behaviours. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 33, 1122–1131.
<2001>Fergusson, D., Lynskey, M. & Horwood, L. (1995) The role of peer affiliations, social, family and individual factors in continuities in cigarette smoking between childhood and adolescence. Addiction, 90, 647–659.
<31>Fukuyama, F. (1999) The Great Disruption. Human Nature and the Reconstitution of Social Order. London: Profile Books.
<4>Gilvarry, E. (2000) Substance use in young people. Journal of Psychology and Psychiatry, 41, 55–80.
<5>Gould, M., Fisher, P., Parides, M., Flory, M. & Shaffer, M. (1996) Psychosocial risk factors of child and adolescent completed suicide. Archives of General Psychiatry, 53, 1155–1162.
<13>Hess, L. (1995) Changing family patterns. In: Rutter, M. & Smith, D., eds. Western Europe: Opportunity and Risk Factors for Adolescent Development. Psychosocial Disorders in Young People, pp. 104–193. Chichester: John Wiley and Sons.
<17>Hetherington, E. & Stanley-Hagan (1999) The adjustment of children with divorced parents: a risk and resiliency perspective. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 40, 129–140.
<2>Hibbell, B., Andersson, B., Bjarnason, T., Kokkevi, A., Morgan, M. & Narusk, A. (1997) The 1995 ESPAD report. The European school survey project on alcohol and other drugs. Council of Europe.
<9>Hofler, M., Lieb, R., Perkonigg, A., Schuster, P., Sonntag, H. & Wittchen, H. (1999) Covariates of cannabis use progression in a representative population sample of adolescents: a prospective examination of vulnerability and risk factors. Addiction, 94, 1679–1695.
<11>Hope, S., Power, C. & Rodgers, B. (1998) The relationship between parental separation in childhood and problem drinking in adulthood. Addiction, 93, 505–514.
<30>Kolvin, I., Miller, F. M. c. I., Scott, D., Gatzanis, S. & Fleeting, M. (1990) Continuities of Deprivation? Studies in Deprivation and Disadvantage. Aldershot: Gower Publishing Co.
<10>Lynskey, M., Fergusson, D. & Horwood, L. (1998) The origins of the correlations between tobacco, alcohol, and cannabis use during adolescence. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 39, 995–1007.
<7>Maes, H., Woodard, C., Murelle, L., Meyer, J., Silberg, J., Hewitt, J., Rutter, M., Simonoff, E., Pickles, A., Carbanneau, R., Neale, M. & Eaves, L. (1999) Tobacco, alcohol and drug use in eight to sixteen year old twins: the Virginia twin study of adolescent behavioural development. Journal of Studies of Alcohol, 60, 293–305.
<21>McArdle, P., Wiegersma, A., Gilvarry, E., McCarthy, S., Blom, M., Fitzgerald, M., Brinkley, A., Kolte, B. & Quensel, S. (2000) International variations in drug use. European Addiction Research, 6, 163–169.
<24>McNeill, A. (1998) Alcohol Problems in the Family. Report to the European Union. Eurocare.
<14>Miller, P. (1997) Family structure, personality, drinking, smoking and illicit drug use: a study of UK teenagers. Drug and Alcohol Dependence, 45, 121–129.
<1>Miller, P. & Plant, P. (1996) Drinking, smoking, and illicit drug use among 15- and 16-year-olds in the United Kingdom. British Medical Journal, 313, 394–397.
<19>Nicholson, J., Fergusson, D. & Horwood, L. (1999) Effects on later adjustment of living in a stepfamily during childhood and adolescence. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 40, 405–416.
<12>Nurco, D., Kinlock, T. O., Grady, K. & Hanlon, T. (1996a) Differential contribution of family and peer factors in the etiology of narcotic addiction. Drug and Alcohol Dependence, 51, 229–237.
<2002>Nurco, D., Kinlock, T. O., Grady, K. & Hanlon, T. (1996b) Early family adversity as a precursor to narcotic addiction. Drug and Alcohol Dependence, 43, 103–113.
<18>O’Connor, T., Thorpe, K., Dunn, J. & Golding, J. (1999) Parental divorce and adjustment in adulthood: findings from a community sample. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 40, 777–790.
<8>Parker, H., Aldridge, J. & Measham, F. (1998) Illegal Leisure. The Normalisation of Adolescent Recreational Drug Use. London: Routledge.
<22>Perkonigg, A., Lieb, R., Hofler, M., Schuster, P., Sonntag, H. & Wittchen, H. (1999) Patterns of cannabis use, abuse and dependence over time: incidence, progression and stability in a sample of 1228 adolescents. Addiction, 94, 1663–1678.
<2003>Rahim, S. & Cederblad, M. (1986) Effects of rapid urbanization on child behaviour and health in a part of Khartoum, Sudan—II. Psycho-social influences on behaviour. Social Science and Medicine, 22, 723–730.
<6>Ramrakha, S., Caspi, A., Dickson, N., Moffitt, T. & Paul, C. (2000) Psychiatric disorders and risky sexual behaviour in young adulthood: cross sectional study in birth cohort. British Medical Journal, 321, 263–266.
<25>Rose, R., Kaprio, J., Winter, T., Koskenvuo, M. & Viken, R. (1999) Familial and socioregional environmental effects on abstinence from alcohol at age sixteen. Journal of Studies on Alcohol, Supplement, 13, 63–74.
<26>Sutherland, I. & Shepherd, J. (2001) Social dimensions of adolescent substance use. Addiction, 96, 445–458.
<23>West, D. & Farrington, D. (1973) Who Becomes Delinquent? London: Heinemann.
<3>Wichstrom, L., Skogen, K. & Ola, T. (1996) Increased rate of conduct problems in urban areas: what is the mechanism? Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 35, 471–479.
Πίνακας 1 Διασταυρούμενοι πίνακες χρήσης ουσιών και μετρήσεις οικογενειακής δομής και οικογενειακής λειτουργίας
Οποιαδήποτε ουσία Τακτική κατανάλωση Πολλαπλή χρήση ουσιών
τον τελευταίο χρόνο αλκοόλ
Οικογενειακή δομή
Διαβίωση με τους δύο βιολογικούς γονείς
ναι 650/2889 22,5% 304/3014 10,1% 139/2827 4,9%
όχι 311/832 37,4% 96/867 11,1% 70/807 8,7%
c2 = 74,6, p < 0,001 c2 = 0.7, NS c2 = 16,4, p < 0,001
Επίβλεψη
Οι γονείς νοιάζονται για την υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης
ναι 464/2086 22,2% 160/2144 7,5% 79/2045 3,9%
όχι 230/701 32,8% 90/721 12,5% 58/678 8,6%
c2 = 30,3, p < 0,001 c2 = 17,1, p < 0,001 c2= 23,5, p < 0,001
Ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο
ναι 693/2986 23,2% 276/3108 8,9% 138/2924 4,7%
όχι 261/2719 36,3% 118/753 15,7% 71/695 10,2%
c2 = 52,0, p < 0,001 c2 = 30,5, p < 0,001 c2 = 31.2, p < 0,001
Συναντά τους φίλους του/της στο σπίτι
ναι 451/2063 21,9% 188/2150 8,7% 87/2032 4,3%
όχι 492/1594 30,9% 206/1658 12,4% 119/1541 7,7%
c2 = 56,1, p < 0,001 c2 = 13,7, p < 0,001 c2 = 19,1, p < 0,001
Εκμυστηρεύεται:
Στη μητέρα
ναι 429/2174 19,7% 164/2262 7,3% 84/2134 3,9%
όχι 520/1527 34,3% 233/1583 14,7% 124/1472 8,4%
c2 = 99.0, p < 0,001 c2 = 56,1, p < 0,001 c2 = 32,3, p < 0,001
Στον πατέρα
ναι 221/1169 19,7% 108/1217 8,9% 45/1152 3,9%
όχι 728/2522 34,3% 289/2628 11,0% 163/2454 6,6%
c2 = 41,5, p < 0,001 c2 = 4,0, p < 0,05 c2 = 10,8, p < 0,001
Στους παππούδες
ναι 56/308 18,2% 24/321 8,9% 13/306 4,2%
όχι 893/3383 26,4% 373/3524 11,0% 195/3300 5,9%
c2 = 9,9, p < 0,01 c2 = 3,1, NS c2 = 1,4, NS
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΛΟΓΑΡΙΘΜΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ, ΤΗΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗΣ ΑΛΚΟΟΛ.
Χρήση ουσιών Τακτική κατανάλωση αλκοόλ Πολλαπλή χρήση ουσιών
———————————— ———————————— —————————————
Ranked predictive power Wald Exp(B) p < Wald Exp(B) p < Wald Exp(B) p <
1 Εκμυστηρεύεται:
στη μητέρα 33,3 0,6 0,001 28,4 0,4 0,001 14,2 0,5 0,001
στον πατέρα 1,6 0,9 NS 3,3 1,4 NS 0,4 0,9 n. s.
στους παππούδες 0,1 0,9 NS – – – – – –
2 Δομή
διαβίωση με τους δύο γονείς 25,1 0,6 0,001 – – – 5,0 0,6 0,05
3 γονική επίβλεψη
κάποιος στο σπίτι μετά το σχολείο 24,4 0,6 0,001 7,8 0,7 0,01 17,0 0,5 0,001
συναντά τους φίλους του/της σπίτι 20,5 0,7 0,001 1,8 0,8 n.s. 6,2 0,6 0,05
νοιάζονται αν βλέπω πολλή τηλεόραση 12,3 0,7 0,001 10,9 0,6 0,01 10,5 0,5 0,01
% Λογική απόκλιση 5,8% 3,5% 7,3%
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΛΟΓΑΡΙΘΜΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΟΥΣΙΩΝ.
Άντρες Γυναίκες
———————— —————————
Επίβλεψη* Χαμηλή Υψηλή Χαμηλή Υψηλή
Χρήση ναι/όχι 45/281 65/1311 26/342 71/1468
% χρήσης 13,8% 4.7% 7,1% 4,6%
OR (95% CI) 0.3 (0,2–0,5)*** 0,6 (0,4–1,0)
*Ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο. c2 tests ***p < 0,001.
Πίνακας 4 Διασταυρούμενοι πίνακες σημαντικής λογαριθμικής αλληλεπίδρασης συμπεριλαμβανομένων της πόλης και ανεξάρτητων παραγόντων πρόβλεψης χρήσης ουσιών.
Groningen Ρώμη Βρέμη Νιουκάσλ Δουβλίνο
——————— ——————— ——————— ——————— ——————
Χαμηλό Υψηλό Χαμηλό Υψηλό Χαμηλό Υψηλό Χαμηλό Υψηλό Χαμηλό Υψηλό
Επίβλεψη†
Χρήση ναι/όχι 36/59 53/319 49/90 98/406 55/105 149/522 63/97 176/505 58/107 217/541
% χρήσης 37,9 14,2 35,3 19,4 34,4 22,2 39,4 25,8 35,2 28,6
OR (95% CI) 0,3 (0,2–0,5)*** 0,4 (0,3–0,7)*** 0,6 (0,4–0,8)** 0,5 (0,4–0,8)** 0,7 (0,5–1,1) NS
Κι οι δύο γονείς
Χρήση ναι/όχι 31/65 59/318 33/39 114/457 80/164 123/465 103/137 141/466 64/116 218/533
% χρήσης 32,3 15,6 45,8 20,0 32,8 20,9 42,9 23,2 35,6 28,6
OR (95% CI) 0,4 (0,2–0,7)** 0,3 (0,2–0,5)*** 0,5 (0,4–0,8)*** 0,4 (0,3–0,6)*** 0,7 (0,5–1,0) NS
†Ύπαρξη κάποιου στο σπίτι μετά το σχολείο. c2 tests *p < 0,05, **p < 0,01, ***p < 0,001.
[Q1]Au: Miller ê.á.. 1996 has been changed to Miller & Plant 1996 so that this citation matches the list – ok?
[Q2]Au: Hetherington & Stanley-Hagen 1999 has been changed to Hetherington & Stanley-Hagan 1999 so that this citation matches the list – ok?
[Q3]Au: Farrell ê.á.. 1998 has been changed to Farrell & White 1998 so that this citation matches the list – ok?
[Q4]Typesetter: insert Table 1 near here
[Q5]Typesetter: insert Table 2 near here
[Q6]Typesetter: insert Table 3 near here
[Q7]Typesetter: insert Table 4 near here
[Q8]Au: Sutherland ê.á.. 2001 has been changed to Sutherland & Shepherd 2001 so that this citation matches the list – ok?
[Q9]Au: Rahim ê.á.. 1980 has not been included in the list
[Q10]Au: Fergusson & Horwood 1997 has not been found in the text
[Q11]Au: Fergusson ê.á.. 1995 has not been found in the text
[Q12]Au: Please supply Stanley-Hagan’s initials
[Q13]Au: Please add town of publication
[Q14]Au: Please add town of publication
[Q15]Au: Rahim & Cederblad 1986 has not been found in the text