Χρήση ουσιών στην εφηβεία: Παράγοντας φύλο και οικογενειακό ιστορικό Μία διαχρονική μελέτη στον πληθυσμό των εφήβων χρηστών που προσέγγισαν το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ κατά τα έτη 2001-2004

 

Ζώτου Σπυριδούλα, MSc, Κοπακάκη Μαρία, MSc

DOI: https://doi.org/10.57160/VDUJ8236

Περίληψη

Στόχοι: Η χρήση ουσιών στην εφηβεία αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενο φαινόμενο. Στα πλαίσια μίας προσπάθειας να περιγραφούν οι αιτιολογικοί παράγοντές του, το φύλο και το οικογενειακό ιστορικό έχουν αναδειχθεί από σχετικές έρευνες ως ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες. Τα πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα κατέδειξαν την μείωση του παραδοσιακού «χάσματος των δύο φύλων» στην εξάρτηση και έθεσαν σε αμφισβήτηση την αντίληψη ότι αυτή αποτελεί ένα φαινόμενο που αφορά κατά κύριο λόγο τον πληθυσμό των αγοριών και των ανδρών. Καθώς η έρευνα στράφηκε στη μελέτη του φύλου ως ενός κρίσιμου παράγοντα σε σχέση με την εξαρτητική συμπεριφορά και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση, σκιαγραφήθηκαν οι ιδιαιτερότητες των γυναικών όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου που οδηγούν στη χρήση ουσιών, ένας εκ των οποίων είναι και το οικογενειακό ιστορικό.

Η παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε στην αναζήτηση διαφορών φύλου σε ό,τι αφορά γενικά το προφίλ και ειδικότερα το οικογενειακό ιστορικό των εφήβων χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών

Πλαίσιο: Η έρευνα εκπονήθηκε στο Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ, το πρώτο θεραπευτικό πρόγραμμα για έφηβους χρήστες ουσιών, το οποίο λειτουργεί στην Αθήνα από το 1988. Μία από τις δράσεις του αποτελεί και η μελέτη του προφίλ των εφήβων που το προσεγγίζουν.

Συμμετέχοντες: Το σύνολο των εφήβων που προσήλθαν στη ΣΤΡΟΦΗ κατά τα έτη 2001-2004.

Μετρήσεις: Η διερεύνηση του προφίλ πραγματοποιήθηκε με το ερωτηματολόγιο First Treatment Demand Indicator, το οποίο χορηγείται στους εφήβους κατά την πρώτη τους επαφή με το πλαίσιο.

Ευρήματα: Τα αποτελέσματα δείχνουν διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών των εφήβων με βάση το φύλο, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το οικογενειακό τους ιστορικό. Οι διαφορές φύλου ερμηνεύονται με άξονα τα σύγχρονα επιστημονικά ευρήματα που επικεντρώνονται στην αιτιολογία και τη φύση της εξάρτησης στις γυναίκες.

«Άρχισα να πίνω από τα 11 ουσίες που έβρισκα από τον πατέρα μου. Από μικρή ήξερα πολλά για τα ναρκωτικά, έβλεπα και τον πατέρα μου με τσιγάρο και τέτοια… Βρήκα στο σπίτι μια σακούλα, την πήρα, πήγα σε μια φίλη μου και ήπια. Συνέχισα μέχρι τα 15, ήμουν με το φίλο μου και πίναμε μαύρο. Έβλεπα βασικά το τσιγάρο στον πατέρα μου κι έλεγα ότι εγώ θα πίνω μόνο μαύρο… και μετά την ημέρα της γιορτής μου, ήπια ηρωίνη μαζί με το φίλο μου. Μετά έπινα, έπινα και τώρα τα τελευταία χρόνια ήμουν με την κόκα. Γιατί ήπια δεν ξέρω. Μάλλον επειδή τα βρήκα μέσα στη σακούλα έτσι από περιέργεια, μετά στράφηκα στο φίλο μου που ήπιε κι αυτός …τα δύο τελευταία χρόνια, είχα λεφτά και έπινα.»

19 ετών, Μέλος της ΑΘΕΚ ΣΤΡΟΦΗ

Εισαγωγή

Η έρευνα που θα παρουσιαστεί στο άρθρο αυτό εστιάζει στις διαφορές φύλου που υπάρχουν στο πληθυσμό των χρηστών, αλλά και σε ότι αφορά το οικογενειακό τους ιστορικό. Το έναυσμα για να πραγματοποιηθεί αυτή η ερευνητική εργασία δόθηκε με αφορμή τα διάφορα επιστημονικά ευρήματα που καταδεικνύουν αυτές τις διαφορές.

Διαφορές στο προφίλ των δύο φύλων στη χρήση

Το φαινόμενο της χρήσης ουσιών όπως παρουσιάζεται στη βιβλιογραφία αποτελεί μια δυσλειτουργία που αφορά κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό, καθώς το 70-80% των χρηστών είναι άνδρες (Kandall, 1998). Τα ίδια συμπεράσματα έχουν προκύψει και από τα ευρήματα της έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (2005) στα προγράμματα απεξάρτησης. Επίσης η αναλογία των ανδρών-γυναικών, η οποία   είναι περίπου 3 προς 1 στις εισαγωγές που πραγματοποιούνται σε θεραπευτικές κοινότητες τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, αποτελεί χαρακτηριστική εικόνα του φαινόμενου αυτού (De Leon & Jainchill, 1991). Καθώς λοιπόν υπάρχει υποεκπροσώπηση των γυναικών στα θεραπευτικά πλαίσια που ασχολούνται με τη τοξικοεξάρτηση, αυτό έχει σαν επακόλουθο να υπάρχουν ελάχιστες έρευνες σχετικά με τη θεραπεία και τα αποτελέσματά της στον γυναικείο πληθυσμό των χρηστών. Παρόλα αυτά όμως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση και αξιοποίηση των ερευνητικών δεδομένων για εμπλουτισμό και εξειδίκευση της θεραπευτικής προσέγγισης που εφαρμόζεται στα διάφορα προγράμματα απεξάρτησης.

Έρευνες που ασχολήθηκαν με τις διαφορές φύλου παρουσιάζουν ότι οι γυναίκες που προσέρχονται για θεραπεία συγκριτικά με τους άνδρες αντιμετωπίζουν σοβαρότερα ψυχολογικά προβλήματα, περισσότερα ιατρικά προβλήματα, έχουν  λιγότερες επαγγελματικές δεξιότητες, χαμηλότερο εισόδημα, μεγαλύτερη σοβαρότητα εξάρτησης, μεγαλύτερα ποσοστά κακοποίησης, παρόλα αυτά όμως λιγότερα νομικά προβλήματα (Lundy, Gottheil, Serota, Weinstein, & Sterling, 1995; Marsh & Miller, 1985; McLellan et al., 1992; Rohsenow, Corbett, & Devine, 1998; Wallen, 1992). Αυτό αποτέλεσε και ένα σημαντικό λόγο για να διερευνηθεί το γεγονός αν οι γυναίκες έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ανάγκες μέσα στην θεραπεία και κατά πόσο αυτό το διαφορετικό προφίλ τους επηρεάζει την έκβαση της θεραπείας τους συγκριτικά με τους άνδρες.

Παρακάτω θα αναφερθούμε πιο λεπτομερώς τόσο στο προφίλ των γυναικών χρηστών, όσο και στις διαφορές που έχουν εντοπιστεί μεταξύ των δύο φύλων στα μοντέλα χρήσης που αναπτύσσουν.

Ψυχιατρικά Προβλήματα

Πολλές από τις γυναίκες που προσεγγίζουν προγράμματα θεραπείας για την τοξικοεξάρτηση συχνά αναφέρουν σαν ένα από τους πιο σημαντικούς λόγους τα σοβαρά ψυχολογικά, συναισθηματικά και ψυχιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιες (Brown et al., 2002; De Leon & Jainchill, 1982, 1991; Janinchill et al., 2000). Συγκριτικά με το άλλο φύλο οι γυναίκες παρουσιάζουν εντονότερα στοιχεία ψυχοπαθολογίας και δηλώνουν πιο συχνά απόπειρες αυτοκτονίας (Ravndal, 1994). Επιπλέον σε επίπεδο διαγνωσμένων ψυχιατρικών νοσημάτων οι περισσότερες γυναίκες παρουσιάζουν δυσλειτουργίες με βάση το DSM axis I και II και πιο συγκεκριμένα εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής (De Leon & Jainchill, 1991). Σε αντίθεση, οι άνδρες έχουν υψηλότερα ποσοστά αντικοινωνικής προσωπικότητας.

Υπάρχει επίσης ένα σημαντικός αριθμός γυναικών χρηστών στις οποίες, παράλληλα με τη ψυχιατρική νόσο που έχει διαγνωστεί συνυπάρχει και αγχώδης διαταραχή. Οι γυναίκες αυτές συχνά υποφέρουν από κάποια φοβία ή από σύνδρομο μετατραυματικού στρες (Van Damme, 1998), καθώς τις περισσότερες φορές είτε προέρχονται από ένα βίαιο περιβάλλον ή έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες μέσα στη χρήση. Πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες που βρίσκονται στις θεραπευτικές κοινότητες αναφέρουν για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους πιο συχνά τα εξής πέντε σημαντικά προβλήματα: σεξουαλική κακοποίηση, σωματική κακοποίηση, απόπειρες αυτοκτονίας, συνταγογράφηση φαρμάκων για οποιοδήποτε ψυχολογικό ή συναισθηματικό πρόβλημα. Οι αναφορές σε τέτοιου είδους προβλήματα συνδέονται και με διάφορα ερευνητικά ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η ψυχοπαθολογία σε συνδυασμό με προβλήματα εξάρτησης ουσιών σχετίζονται ιδιαίτερα με τα ποσοστά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης των γυναικών, τα οποία είναι υψηλότερα από αυτά των ανδρών, και κυρίως στο τομέα της σεξουαλικής κακοποίησης (Janinchill et al., 2000).

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την επιτυχή έκβαση της θεραπευτικής πορείας των χρηστών είναι οι κοινωνικές και οι προσωπικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις (οικογένεια και φίλοι) φαίνεται να είναι πιο σημαντικές για τις γυναίκες προκειμένου να ανακάμψουν, παρά για τους άνδρες (Gregoire & Snively, 2001; Knight et al., 2001). Αυτό συμβαίνει γιατί οι γυναίκες αντιλαμβάνονται τις κοινωνικές σχέσεις και το ρόλο τους  μέσα σ’ αυτές με διαφορετικό τρόπο από ότι οι άνδρες (Finkelstein, 1996), και μοιάζει οι εξαρτημένες γυναίκες να είναι περισσότερο ευάλωτες στις οικογενειακές δυσλειτουργίες που μπορεί να υπάρχουν.

Οι προσωπικές σχέσεις από την άλλη μεριά παίζουν καθοριστικό ρόλο για την επιτυχή θεραπεία των γυναικών σε αντίθεση με τους άνδρες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι πολλές γυναίκες έχουν δηλώσει πως το άτομο που τους εισήγαγε στη χρήση ήταν ο χρήστης σύντροφός τους και συχνά έχουν το φόβο ότι ο σύντροφός τους θα είναι αυτός που θα υπονομεύσει τις προσπάθειές τους για θεραπεία.

Βλέπουμε λοιπόν πως γενικά το ψυχολογικό προφίλ των γυναικών που προσεγγίζουν ένα πρόγραμμα απεξάρτησης είναι πιο επιβαρυμένο από αυτό των ανδρών και είναι σημαντικό να το λάβουμε αυτό υπόψη μας προκειμένου να διαμορφώσουμε ανάλογα τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτό το πληθυσμό.

Ιατρικά Προβλήματα

Οι βιολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Σύμφωνα με έρευνες έχει φανεί ότι το γυναικείο σώμα αντιδρά διαφορετικά από το ανδρικό, τουλάχιστον όσο αναφορά τη χρήση ουσιών. Είναι χαρακτηριστικό να αναφερθεί το γεγονός ότι οι γυναίκες που καταναλώνουν αλκοόλ έχουν διπλάσιες πιθανότητες από ότι οι άνδρες να εκδηλώσουν κίρρωση του ήπατος (Lex, 1991).

Ένα άλλο σημαντικό ιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κυρίως οι εξαρτημένες γυναίκες είναι ο αυξανόμενος κίνδυνος να προσβληθούν από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες (π.χ. HIV), καθώς η χρήση προφυλακτικού μοιάζει να είναι ένα γυναικείο θέμα. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να διαπραγματευτεί η γυναίκα με τον σύντροφό της μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο όμως υπάρχει άνιση δύναμη. Οι διαφορές του φύλου είναι εμφανείς όταν οι γυναίκες θεωρούν ότι είναι αποκλειστικά δικό τους ζήτημα να ζητήσουν τη χρήση προφυλακτικού από το σύντροφό τους. Πολλές γυναίκες που δεν ζητούν τη χρήση προφυλακτικού θεωρούν ότι δεν είναι ικανές να διαπραγματευτούν ένα τέτοιο θέμα, ακόμα κι αν πιστεύουν ότι το προφυλακτικό είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος προφύλαξης. Η αντίληψη αυτή αποκτά και μια άλλη διάσταση τη στιγμή μάλιστα που η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη και με την αρνητική εικόνα που έχει διαμορφωθεί για την εξαρτημένη γυναίκα, η οποία συνήθως είναι σεξουαλικά διαθέσιμη και χωρίς διακρίσεις.

Επαγγελματικά Προβλήματα

Άλλη μία διαφορά που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων σε σχέση με τη χρήση είναι το κοινωνικοοικονομικό προφίλ τους. Συχνά οι γυναίκες που βρίσκονται σε θεραπεία για την τοξικοεξάρτηση δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά επαγγελματικά προβλήματα και είναι λιγότερο «οικονομικά ενεργές». Παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, παρά το γεγονός ότι έχουν υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους άνδρες.

Αυτός ο παράγοντας μπορεί να αποτελέσει πολλές φορές και έναν δείκτη προβλεψιμότητας της υποτροπής των θεραπευόμενων.

Χρήση-Κατάχρηση-Εξάρτηση

Η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων είναι εμφανής ακόμη και σε θέματα όπως το μοτίβο της χρήσης που αναπτύσσουν, τον τύπο των ουσιών που χρησιμοποιούν πιο συχνά, οι ηλικιακές ομάδες, αλλά και οι εμπειρίες που έχουν σε σχέση με τη χρήση.

Στα πλαίσια αυτά λοιπόν πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι οι άνδρες μοιάζει να δηλώνουν πιο εντατική χρήση ουσιών από ότι οι γυναίκες (EMCDDA, 2005). Από την άλλη μεριά οι γυναίκες συνήθως ομολογούν μικρότερη περίοδο μετάβασης από τη πρώτη φορά που έκαναν χρήση μέχρι την εξάρτηση (Grella & Joshi 1999).

Όπως αναφέραμε και παραπάνω άλλη μία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι σε σχέση με το είδος της ουσίας που κάνουν χρήση-κατάχρηση. Πιο συγκεκριμένα, έρευνες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά εξάρτησης από αλκοόλ στους άνδρες είναι τα διπλάσια από αυτά των γυναικών και πιθανά αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνδρες κάνουν περισσότερη χρήση αλκοόλ από ότι οι γυναίκες. Ακόμη στους άνδρες τα ποσοστά είναι υψηλά ως προς χρήση-κατάχρηση κάνναβης και παραισθησιογόνων ουσιών, ενώ στις γυναίκες εμφανίζονται τα ποσοστά να είναι υψηλότερα στη χρήση-κατάχρηση υπνωτικών, κατασταλτικών χαπιών και αμφεταμινών.

Τέλος είναι σημαντικό να τονίσουμε το γεγονός ότι η αναλογία των γυναικών που κάνουν ενέσιμη χρήση στο παρόν είναι μεγαλύτερη από αυτή των ανδρών. Γεγονός που επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά το επιβαρυμένο προφίλ των γυναικών που είναι εξαρτημένες από ουσίες.

Παραβατικότητα και εμπλοκή με το νόμο

Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω οι γυναίκες στο τομέα της παραβατικότητας παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα από ότι οι άνδρες. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες έχουν λιγότερες πιθανότητες να έχουν συλληφθεί, ενώ οι άνδρες αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά να είναι «υπό επιτήρηση».

Υπάρχουν διαφοροποιήσεις επίσης και στο είδος των αδικημάτων που έχουν διαπράξει τα δύο φύλα. Οι άνδρες συνήθως είναι αναμεμειγμένοι με αδικήματα κατά της περιουσίας, ενώ οι γυναίκες με πορνεία.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι σχεδόν το 90% των παραπομπών από το νομικό σύστημα σε υπηρεσίες απεξάρτησης αφορούν άνδρες (EMCDDA, 2005).

Συνοψίζοντας λοιπόν τη σύντομη αυτή αναφορά σχετικά με τις διαφορές που παρουσιάζουν στο προφίλ τους τα δύο φύλα στη χρήση και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον γυναικείο πληθυσμό που υποεκπροσωπείται στα διάφορα προγράμματα απεξάρτησης, θα πρέπει να πούμε ότι οι γυναίκες που ζητούν θεραπεία χαρακτηρίζονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση και έχουν μια «τριπλή αρνητική εικόνα εαυτού: ως άτομο με προβληματική προσωπικότητα, ως άτομο με προβλήματα εξάρτησης, ως γυναίκα μέσα στη κοινωνία» (Martens, 1999).

Οικογενειακό Ιστορικό και Χρήση Ουσιών

Η ερευνητική περιοχή που επικεντρώνεται στη διερεύνηση της επίδρασης του οικογενειακού ιστορικού είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη και η σύντομη παρουσίαση των κυριότερών της συμπερασμάτων, όπως επιχειρείται εδώ, δεν μπορεί παρά να είναι σχηματική. Συνοπτικά, οι σχετικές μελέτες αναγνωρίζουν ως πιθανούς παράγοντες κινδύνου την εξάρτηση του γονέα από ψυχοτρόπες ουσίες αλλά και από το αλκοόλ. Οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν προβλεπτική ισχύ για την ανάπτυξη παρόμοιων προβλημάτων από τον απόγονο, ο οποίος γίνεται δέκτης τόσο γενετικών, όσο και περιβαλλοντικών επιρροών. Η εξάρτηση στο οικογενειακό περιβάλλον λειτουργεί, σε κάποιες περιπτώσεις, ως φαύλος κύκλος, προκαλώντας την αναπαραγωγή του προβλήματος από γενιά σε γενιά (Brooks & Rice, 1997).

Σε σχέση με τις γενετικές-βιολογικές συνιστώσες του ζητήματος, μελέτες με διδύμους (Cutrona et al., 1994), υιοθετημένα παιδιά που προέρχονται από εξαρτημένους βιολογικούς γονείς, αλλά και έρευνες που χρησιμοποιούν ως δείγμα συγγενείς ατόμων με προβλήματα κατάχρησης αλκοόλ και ουσιών (Dube et al., 2002· Compton et al., 2002), συντείνουν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα εξάρτησης έχουν ένα σημαντικό βιολογικό υπόστρωμα. Φαίνεται δηλαδή ότι η στενή βιολογική συγγένεια με κάποιο εξαρτημένο άτομο αυξάνει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα να αναπτύξει κανείς προβλήματα εξάρτησης από ουσίες. Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί ότι πρόκειται για αυξημένα επίπεδα κινδύνου, και όχι για βέβαιη πορεία προς την εξάρτηση. Η ανθεκτικότητα ή τρωτότητα ενός ατόμου απέναντι στη χρήση καθορίζεται από ποικίλες συνιστώσες και η καταγωγή από έναν αλκοολικό ή εξαρτημένο από ουσίες γονέα δεν έχει μόνη της την ισχύ να προδιαγράψει το μέλλον (Kumpfer et al., 1988).

Έχοντας καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι γενετικοί παράγοντες είναι σημαντικοί στη δημιουργία της εξαρτητικής συμπεριφοράς, η σύγχρονη έρευνα επιχειρεί να απαντήσει σε ένα περιπλοκότερο ερώτημα, που αφορά στο τι είναι ακριβώς αυτό που κληρονομείται δια της γενετικής οδού. Στο πλαίσιο αυτό έχουν γίνει αντικείμενο έρευνας πολλαπλές παράμετροι, όπως  η τρωτότητα στην εξάρτηση, μέσω ιδιαίτερων ψυχοφυσιολογικών χαρακτηριστικών που οδηγούν σε αυξημένη ευαισθησία στην επίδραση των ουσιών (Silvia & Liepman, 1990), αλλά και η μεταβίβαση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (π.χ. αντικοινωνικά χαρακτηριστικά) (Lewis & Buckholtz, 1991· Schuckit, Smith, Radziminski, & Heyneman, 2000· Tarter et al., 2002) ή ελλειμμάτων στην ικανότητα ρύθμισης και διαχείρισης των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς (Chassin, Rogosch & Barrera, 1991· Elkins, McGue, Malone & Iacono, 2004· Sher, Walitzer, Wood & Brent, 1991). Αναδεικνύεται έτσι η πολυπλοκότητα των αιτιωδών συνδέσεων, που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν ληφθεί υπ’ όψη ότι το επίπεδο κινδύνου μπορεί να μετριαστεί ή να αυξηθεί μέσω της επίδρασης περιβαλλοντικών, ενδο- και δια-προσωπικών παραγόντων στη γενετική σχέση.

Η ανατροφή από γονείς με προβλήματα εξάρτησης συνδέεται, πέρα από τη γενετική της διάσταση, και με μία σειρά πιθανών περιβαλλοντικών επιδράσεων που μπορεί να λειτουργήσουν ως παράγοντες κινδύνου για την εμπλοκή σε χρήση ουσιών. Πρόκειται για τους λεγόμενους ειδικούς παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με τη χρήση, και τους γενικούς παράγοντες που αναφέρονται σε γενικότερη δυσλειτουργία της οικογένειας και ασκούν έμμεση επίδραση (Ellis, Zucker & Fitzerald, 1997; Mendes et al., 1999;·Merikangas, Dierker & Fenton, 1997).

Οι κυριότεροι ειδικοί παράγοντες είναι η γονική ανοχή ή και συγκατάθεση προς τη χρήση, η άμεση έκθεση σε ουσίες και η διαθεσιμότητά τους, αλλά και η παροχή από το γονέα ενός αρνητικού μοντέλου προς μίμηση. Σε σχέση με το τελευταίο, αναφέρεται ότι το παιδί μαθαίνει μέσα στην οικογένεια να χρησιμοποιεί τις ουσίες ή το αλκοόλ ως κυρίαρχη στρατηγική αντιμετώπισης του στρες (Brooks & Rice, 1997).

Εκτός από τις άμεσες επιδράσεις της χρήσης, ορισμένοι γενικότεροι, δευτερογενείς παράγοντες μπορούν να ασκήσουν εξίσου σημαντική επίδραση στο παιδί που μεγαλώνει μέσα σε μία οικογένεια εμπλεγμένη στη χρήση ουσιών. Τέτοιου τύπου μεταβλητές μπορεί να είναι η διαταραγμένη οικογενειακή δομή, η έκθεση σε υψηλά επίπεδα σύγκρουσης μεταξύ των γονέων, η χαμηλή οικογενειακή συνοχή (Hoffmann & Cerbone, 2002), τα υψηλά επίπεδα χρόνιου στρες στο οικογενειακό περιβάλλον και η αποδυναμωμένη ικανότητα των γονέων να ασκήσουν τα γονικά τους καθήκοντα (Chassin, Pillow, Curran, Molina & Barrera, 1993; Kuperman, Schlosser, Lidral, & Reich, 1998), με ακραία εκδήλωση την σωματική, σεξουαλική και συναισθηματική κακοποίηση των παιδιών (Cohen, Brown & Smailes, 2001; Sheridan, 1995). Γονείς εξαρτημένοι από ουσίες ή αλκοόλ είναι πιθανό να υστερούν ως προς τις δεξιότητες οικογενειακής διαχείρισης, παρουσιάζοντας πρακτικές όπως είναι η ασυνεπής επιβολή πειθαρχίας και η πλημμελής επίβλεψη της συμπεριφοράς και των κοινωνικών επαφών των παιδιών τους. Τέτοιου τύπου πρακτικές φαίνεται ότι μπορούν να λειτουργήσουν επιβαρυντικά για την εμπλοκή σε χρήση ουσιών (Fletcher, Steinberg & Williams-Wheeler, 2004; Stattin & Kerr, 2000). Η ανεπαρκής επίβλεψη διευκολύνει, ή, τουλάχιστον, δεν μετριάζει τις πιθανότητες ενσωμάτωσης του εφήβου σε ομάδες συνομηλίκων που σχετίζονται με χρήση ουσιών και παραβατικότητα (Chassin et al., 1993; Dishion, Patterson & Reid, 1988; Li, Pentz & Chou, 2002).

Τα πρωτογενή χαρακτηριστικά που συζητήθηκαν παραπάνω, αλληλεπιδρούν και αλληλοδιαπλέκονται για να δημιουργήσουν «ένα οικογενειακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από προβλήματα στην οργάνωση, τη συνοχή, την προβλεψιμότητα, την ικανότητα άσκησης πειθαρχίας, τη συναισθηματική φροντίδα των μελών και τη διδαχή βασικών δεξιοτήτων ζωής» (Seilhamer & Jacob, 1990), το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη προβλημάτων εξάρτησης.

 Το φύλο ως διαμεσολαβούσα μεταβλητή

Στη βιβλιογραφία που αφορά τη σύνδεση οικογενειακού ιστορικού και εξάρτησης, το φύλο αποτελεί μία μεταβλητή που δεν έχει αξιολογηθεί με επαρκή συνέπεια ώστε να επιτρέπεται η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Οι περισσότερες έρευνες, είτε αφορούν αποκλειστικά τον ανδρικό πληθυσμό, είτε δεν περιλαμβάνουν συγκρίσεις μεταξύ των δύο φύλων, λόγω μεγάλης ανισομέρειας στα μεγέθη των δειγμάτων. Η έλλειψη αυτή σχετίζεται άμεσα με τη γενικότερη υπο-εκπροσώπηση των γυναικών στα θεραπευτικά πλαίσια.

Τα αποτελέσματα των, λίγων σε αριθμό, διαθέσιμων μελετών είναι αντικρουόμενα. Μελέτες με διδύμους που επιχειρούν να ανιχνεύσουν γενετικές επιδράσεις δείχνουν στην πλειοψηφία τους ότι οι γυναίκες επηρεάζονται λιγότερο από την κληρονομικότητα σε σύγκριση με τους άνδρες, όταν προέρχονται από βιολογικούς γονείς με προβλήματα αλκοολισμού ή κατάχρησης ουσιών (Goodwin et al., 1977; McGue, 1997;·Merikangas & Stevens, 1998). Ορισμένες πιο πρόσφατες έρευνες, από την άλλη μεριά, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι γενετικοί παράγοντες επιδρούν με παρόμοιο τρόπο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. (Grella, 2003; Prescott, 2003; Wallen, 1992)

Στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, τέλος, καταλήγουν κάποιες μελέτες, εντοπίζοντας πιο εκτεταμένες επιδράσεις σε γυναίκες που προέρχονται από οικογένειες με προβλήματα αλκοολισμού (Russell, Cooper & Frone, 1990; Sher et al., 1991). Το τελευταίο εύρημα, αν και μοιάζει ασύμφωνο με τα προηγούμενα, είναι πιθανό να μην αντανακλά αυξημένη κληρονομικότητα αλλά να εκφράζει τη μεγαλύτερη ευαλωτότητα των γυναικών στην επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων που σχετίζονται με την ανατροφή σε ένα εξαρτητικό περιβάλλον (Arfken et al. 2001).  Συγκεκριμένα, έχει προταθεί ότι, όσον αφορά τις γυναίκες, η αλληλεπίδραση γενετικών με περιβαλλοντικούς παράγοντες αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη προβλημάτων εξάρτησης (Cutrona et al., 1994). Η πιο πρόσφατη έρευνα δεν επικεντρώνεται πλέον στην εκτίμηση του βαθμού στον οποίο η εξάρτηση από τις ουσίες και το αλκοόλ μεταβιβάζεται γενετικά, αλλά στον εντοπισμό των συγκεκριμένων γονιδίων και παραγόντων που καθορίζουν το επίπεδο κινδύνου. Τα μελλοντικά αποτελέσματα αυτών των ερευνών θα μπορέσουν να ενσωματωθούν στις επιδημιολογικές μελέτες, προκειμένου να ξεκαθαριστεί αν τα συγκεκριμένα γονίδια είναι υπεύθυνα για τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα όσον αφορά στην επίπτωση του αλκοολισμού (Prescott, 2003).

Υποθέσεις

Η παρούσα ερευνητική μελέτη αξιοποίησε τα δεδομένα που αφορούν στο προφίλ των εφήβων που προσέγγισαν το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ την τελευταία τετραετία, προκειμένου να εμβαθύνει στα ζητήματα φύλου τα οποία τονίζονται από τη σχετική βιβλιογραφία, με έμφαση στο θέμα της οικογένειας και των επιδράσεων του ιστορικού. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα:

  • Είναι δυνατόν να εντοπιστούν διαφορές στο γενικότερο προφίλ των αγοριών και των κοριτσιών;
  • Αναπτύσσουν τα κορίτσια διαφορετικά μοντέλα χρήσης ουσιών, σε σχέση με τα αγόρια;
  • Διαφοροποιείται η πιθανότητα ύπαρξης οικογενειακού ιστορικού αλκοολισμού ή/και χρήσης ουσιών ανάλογα με το φύλο;

 Μέθοδος

Δείγμα

Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσε το σύνολο των εφήβων που προσέγγισαν το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ κατά τα έτη 2001-2004. Πρόκειται για 536 συνολικά εφήβους, εκ των οποίων οι 420 ήταν αγόρια και οι 116 ήταν κορίτσια. Καθώς ένας σημαντικός αριθμός εφήβων είχε απευθυνθεί στο Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ περισσότερες από μία φορές μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα, διατηρήθηκαν για τον καθένα από αυτούς τα δεδομένα που αντιστοιχούσαν στην πρωταρχική επαφή με το θεραπευτικό πλαίσιο. Η μέση ηλικία των εφήβων ήταν 17,96 έτη (εύρος 14–21 ετών, ΤΑ= 1,38). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς την ηλικία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών (t= ,583, p>.05).

Εργαλείο Συλλογής Δεδομένων

Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το ερωτηματολόγιο της «Συνέντευξης στην Πρώτη Επαφή» το οποίο είναι βασισμένο στο πρωτόκολλο που έχει σχεδιαστεί από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων στην Επιδημιολογία των Ναρκωτικών του Συμβουλίου της Ευρώπης και μετρά τον δείκτη «Πρώτης Ζήτησης Θεραπείας» (First Treatment Demand Indicator). Το πρωτόκολλο αυτό εφαρμόζεται σε μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών, με στόχο τη συλλογή συγκρίσιμων στοιχείων για τα εξαρτημένα άτομα που ζητούν θεραπεία (ΕΚΤΕΠΝ, 2000). Μία εμπλουτισμένη εκδοχή του ερωτηματολογίου διαμορφώθηκε για τις ανάγκες του ΚΕ.Θ.Ε.Α. σύμφωνα με τις προδιαγραφές που περιγράφονται από το πρωτόκολλο (Πουλόπουλος, Παπαναστασάτος και συν., 1995).

Για την επεξεργασία του προφίλ των εφήβων χρησιμοποιήθηκε η καινούρια, ελαφρώς τροποποιημένη από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (E.M.C.D.D.A.), μορφή του ερωτηματολογίου της «Συνέντευξης στην Πρώτη Επαφή». Οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί είναι μικρής έκτασης και συνίστανται κυρίως στην προσθήκη και κατάργηση κάποιων ερωτήσεων, ή σε αλλαγές στην κωδικοποίηση.

Οι πληροφορίες συνελέγησαν κατά τη διάρκεια προσωπικής συνέντευξης από εκπαιδευμένα μέλη του προσωπικού στο Κέντρο Συμβουλευτικής Εφήβων και στο Συμβουλευτικό Σταθμό Εφήβων του Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ.  Η συνέντευξη διαρκεί 20-25 λεπτά της ώρας, είναι εθελοντική και τα στοιχεία που δίνονται παραμένουν απόρρητα, σύμφωνα με το σχετικό κώδικα δεοντολογίας που ορίζεται και από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το Στατιστικό Πακέτο για τις Κοινωνικές Επιστήμες SPSS 12.0.

Αποτελέσματα

Από το σύνολο των μεταβλητών που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο FTDI επιλέχθηκαν για τη στατιστική ανάλυση όσες παρουσίαζαν νοηματική συνάφεια με το προς εξέταση ζήτημα, δηλαδή την ανίχνευση διαφορών στο προφίλ των εφήβων με βάση το φύλο. Με στόχο την πιο εύληπτη παρουσίασή τους, τα αποτελέσματα που ακολουθούν εκτίθενται σε θεματικές ενότητες.

Οικογένεια Προέλευσης

Ένα σημαντικό μέρος των εφήβων του δείγματος ζούσαν με έναν εκ των δύο γονέων, είτε λόγω διαζυγίου στην οικογένεια, είτε λόγω θανάτου κάποιου από τους γονείς (41,9%). Παρατηρείται ωστόσο διαφοροποίηση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ως προς τις αιτίες διάλυσης της πυρηνικής οικογένειας: Τα αγόρια έχουν υψηλότερες πιθανότητες να έχουν χάσει τον ένα γονέα (11,6%), στις περισσότερες περιπτώσεις τον πατέρα (9,8%), ενώ τα κορίτσια φαίνεται ότι προέρχονται συχνότερα από διαζευγμένους γονείς (39,7%, χ2(2)=9,149, p<.0)

Σε ό,τι αφορά το οικογενειακό ιστορικό των εφήβων, οι διαφορές φύλου παρουσιάζονται ισχυρές: Σε σχέση με τον πατέρα, τα κορίτσια δήλωσαν κατάχρηση αλκοόλ σε ποσοστό 25,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα αγόρια ήταν 12% (χ2(1)=12,552,  p<.001). Το 16,4% των κοριτσιών ανέφερε τρέχουσα ή παρελθούσα χρήση ψυχοφαρμάκων από τη μητέρα (δηλωτική πιθανότατα ψυχοπαθολογίας) (χ2(1)=5,141, p<.05). Ανάλογο πρόβλημα δηλώθηκε από το 9% των αγοριών. Τέλος, το 25% των κοριτσιών είχε κάποιον αδερφό/ή επίσης εμπλεγμένο σε χρήση ουσιών, ενώ για τα αγόρια το σχετικό ποσοστό ήταν 14,2% (χ2(1)=7,329,  p<.01). Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι τα κορίτσια είχαν υψηλότερες πιθανότητες να συγκατοικούν με κάποιον άλλο χρήστη (24,1%), σε σχέση με τα αγόρια (12,1%, χ2(1)=10,407,  p<.01), γεγονός που εν μέρει σχετίζεται με το περισσότερο βεβαρημένο οικογενειακό τους περιβάλλον, μπορεί όμως να υποδηλώνει και την τάση των κοριτσιών να επιλέγουν ερωτικούς συντρόφους με προβλήματα εξάρτησης.

 

 

Σχήμα 1

 

Χρήση Ουσιών

Το προφίλ της χρήσης ουσιών των αγοριών και των κοριτσιών φαίνεται να διαφοροποιείται ως προς μία σειρά από χαρακτηριστικά. Ένα σημαντικό ποσοστό των αγοριών (19,2%) ξεκινά τη χρήση με πτητικές ουσίες (βενζίνη, διαλύτες). Για τα κορίτσια, αντίθετα, η κάνναβη αποτελεί σαφώς τη δημοφιλέστερη ουσία έναρξης (82,8%). Ως προς τις λοιπές ουσίες έναρξης χρήσης (κατασταλτικά χάπια, κ.λ.π.), δεν εντοπίζονται στατιστικά σημαντικές διαφορές.

Τα κορίτσια που προσεγγίζουν το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ μοιάζουν να είναι βαθύτερα αναμεμειγμένα στη χρήση. Συγκεκριμένα, δηλώνουν την ηρωίνη ως κύρια ουσία κατάχρησης συχνότερα απ’ ότι τα αγόρια (81,9% έναντι 66,4%, χ2(1)=10,312, p<.001), αλλά και αναφέρουν με μεγαλύτερη συχνότητα εμπλοκή σε ενδοφλέβια χρήση ουσιών, τόσο τρέχουσα (27,6% έναντι 37,9%, χ2(1)=4,616, p<.05), όσο και στο παρελθόν (62,1% έναντι 47,1%, χ2(1)=8,101, p<.01). Επιπλέον, περισσότερα κορίτσια απ’ ότι αγόρια έχουν υποστεί επεισόδια υπερβολικής δόσης (37,1% έναντι 28,1%, χ2(1)=3,483,  p<.05).

Ένα πάγιο χαρακτηριστικό των εφήβων που προσέρχονται στο Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ είναι η πολυ-χρήση. Εξετάζοντας λεπτομερέστερα τις προτιμώμενες ουσίες με βάση των φύλο, διακρίνεται τάση των κοριτσιών προς τα υπνωτικά και κατασταλτικά χάπια (62,1% έναντι 41,7% για τα αγόρια, χ2(1)=16,032,  p<.001), αλλά και τις αντιπαρκινσονικές ουσίες (21,6% έναντι 12,6% για τα αγόρια, χ2(1)=9,137, p<.05). Σε σχέση με τις υπόλοιπες δευτερεύουσες ουσίες χρήσης, οι προτιμήσεις δεν φαίνεται να επηρεάζονται από το φύλο του/της εφήβου.

Παραβατικότητα και εμπλοκή με το νόμο

Η ανάμειξη των αγοριών σε παραβατικές συμπεριφορές παρουσιάζεται ξεκάθαρα εντονότερη από την αντίστοιχή των κοριτσιών. Μία πρώτη ένδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι περισσότερα αγόρια (28,6%) απ’ ότι κορίτσια (9,5%) παραπέμπονται στο Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ από κάποια Δικαστική Υπηρεσία (π.χ. Επιμελητές Ανηλίκων) (χ2(8)=24,993, p<.01). Σχεδόν διπλάσιος αριθμός αγοριών αναφέρει συλλήψεις από τις αστυνομικές αρχές για αδικήματα όπως εμπορία ουσιών, κλοπές κ.α. (78,6% των αγοριών έναντι 40,5% των κοριτσιών, χ2(1)=63,087, p<.001). Ένα άλλο σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ότι τα κορίτσια, όταν αναφέρουν συλλήψεις, έχουν συλληφθεί σε μικρότερη ηλικία απ’ ότι τα αγόρια (t = 2,199, p<.05).

Εκπαιδευτικό Επίπεδο

Παρ’ όλη την ανάμειξή τους με τη χρήση, τα κορίτσια φαίνεται να διατηρούν την επαφή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία και ως εκ τούτου έχουν κατακτήσει υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τα αγόρια. Αναλυτικότερα, το 52,6% των κοριτσιών που προσέρχονται στο Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ έχουν αποφοιτήσει ή έχουν ολοκληρώσει κάποιες από τις τάξεις του Λυκείου, έναντι του 32,9% των αγοριών. Αντίστοιχα, το 13,8% των αγοριών δεν έχει καν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση, ενώ για τα κορίτσια το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3,4%. Είναι ενδιαφέρον ότι η ηλικία έναρξης της χρήσης αλλά και έναρξης χρήσης της κύριας ουσίας κατάχρησης (ηρωίνη) είναι πανομοιότυπη για τα δύο φύλα, επομένως οι όποιες διαφορές στο εκπαιδευτικό επίπεδο δεν μπορούν να αποδοθούν σε πιθανή ύστερη είσοδο των κοριτσιών στη χρήση.

Σεξουαλική συμπεριφορά

Σε σχέση με τα πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφοράς των εφήβων, παρόλο που τα αγόρια δηλώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό σεξουαλικές σχέσεις με περιστασιακούς ερωτικούς συντρόφους (χ2(2)=23,117, p<.001), τα κορίτσια έχουν συχνότερα σεξουαλικές επαφές χωρίς προφύλαξη (χ2(5)=17,681, p<.01), γεγονός το οποίο, συνδυαζόμενο με την τάση των εξαρτημένων γυναικών να σχετίζονται ερωτικά με επίσης εξαρτημένα άτομα, μεταφράζεται σε έκθεση σε υψηλά επίπεδα κινδύνου για προσβολή από μολυσματικές ασθένειες.

Ψυχολογικά προβλήματα – Συννοσηρότητα

Ο αριθμός των κοριτσιών που αναφέρουν ψυχολογικά προβλήματα είναι σχεδόν πενταπλάσιος από εκείνο των αγοριών (26,7% έναντι 6%, χ2(1)=41,769,  p<.001). Μολονότι το εύρημα αυτό συνάδει με τα αποτελέσματα των περισσότερων ερευνών που εξετάζουν τη σχέση φύλου και συννοσηρότητας των ατόμων με διαταραχή εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες, θα πρέπει να ερμηνευτεί με μεγάλη επιφύλαξη. Ο λόγος είναι ότι τα στοιχεία προκύπτουν κατά δήλωση των εφήβων και δεν αφορούν στην πλειοψηφία τους διαγνωσμένα προβλήματα, επομένως η αξιοπιστία τους είναι μειωμένη.

Πίνακας 1

ΑΓΟΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ χ2
 
Χρήση ουσιών
Ηρωίνη ως κύρια ουσία κατάχρησης 66,4% 81,9% 10,31***
Κατασταλτικά ως δευτερεύουσα ουσία χρήσης 41,7% 62,1% 16,03***
Ενέσιμη χρήση ουσιών 47,1% 62,1% 8,10*
Πρόσφατη ενέσιμη χρήση 27,6% 37,9% 4,62**
Επεισόδια υπερβολικής δόσης 28,1% 37,1% 3,48**
Παραβατικότητα και εμπλοκή με το νόμο
Συλλήψεις 78,6% 40,5% 63,09***
Παραπομπή από δικαστική υπηρεσία 28,6% 9,5% 24,99*
Σεξουαλική συμπεριφορά
Περιστασιακοί σύντροφοι 19,8% 44,3% 23,12***
Σεξουαλικές επαφές χωρίς προφύλαξη 24,7% 38,8% 17,68*
Ψυχολογική κατάσταση
Ψυχολογικά προβλήματα 6,0% 26,7% 41,77***
Νοσηλεία λόγω ψυχ. προβλημάτων 2,4% 7,0% 5,79 **

* p<.05

** p<.01

*** p<.001

 

Συζήτηση

Ο αριθμός των γυναικών που βρίσκονται σε θεραπεία για την εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες είναι μικρός, και ανάλογα περιορισμένη σε έκταση είναι η ερευνητική βιβλιογραφία που διερευνά τα χαρακτηριστικά των γυναικών που κάνουν κατάχρηση ουσιών. Η παρούσα έρευνα, μελετώντας ένα μεγάλο δείγμα εφήβων, επιχείρησε να διαπιστώσει αν το φύλο αποτελεί μία σημαντική μεταβλητή στο προφίλ και την εξέλιξη τους.

Στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη ορισμένοι περιορισμοί. Ο αρχικός και σοβαρότερος είναι ότι αυτά προκύπτουν από την αξιολόγηση ενός πολύ συγκεκριμένου πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (έφηβοι, στο στάδιο της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες), με αποτέλεσμα η ισχύ τους να μην είναι δυνατόν να γενικευτεί και σε άλλες υπο-ομάδες ή στο σύνολο των χρηστών. Επιπλέον, πρέπει να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν ειδικά κατασκευασμένο για τους σκοπούς της έρευνας. Λόγω αυτού, δεν μπόρεσαν να αξιολογηθούν κάποιες πολύ σημαντικές διαστάσεις που σχετίζονται άμεσα με τα ζητήματα φύλου (π.χ. σεξουαλική κακοποίηση) και αναδεικνύονται από άλλες ερευνητικές μελέτες ως κρίσιμες. Τέλος, η συλλογή των στοιχείων κατά την πρώτη επαφή των εφήβων με το θεραπευτικό πλαίσιο ανακινεί ζητήματα αξιοπιστίας, καθώς υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και πιθανώς συνακόλουθη έλλειψη ειλικρίνειας στον τρόπο ανταπόκρισης.

Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται να επιβεβαιώνουν, σε γενικές γραμμές, τα ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας που εκτέθηκαν στην εισαγωγή. Σε σχέση με την έκταση των οικογενειακών επιρροών, οι έφηβες που προσεγγίζουν το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ από τον πατέρα και τα αδέρφια και ψυχοφαρμάκων από τη μητέρα.  Η επίδραση της χρήσης στην οικογένεια είναι, όπως είδαμε, πολύπλευρη, και μπορεί να επηρεάσει τον έφηβο μέσω πολλαπλών οδών (γενετικών και περιβαλλοντικών). Το εύρημα ότι τα κορίτσια τείνουν να προέρχονται συχνότερα από προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα, είναι πιθανό να αντανακλά τη μεγαλύτερη ευαλωτότητα των γυναικών στην ανατροφή από γονείς με θέματα κατάχρησης ουσιών, όπως εντοπίζεται από κάποιες μελέτες (Arfken et al. 2001; Cutrona et al., 1994; Russell et al., 1990; Sher et al., 1991). Από την άλλη μεριά, έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες που προβάλλουν αίτημα θεραπείας για την εξάρτηση από ουσίες είναι πιθανότερο να προέρχονται από πυρηνικές οικογένειες στις οποίες υπάρχει εξαρτημένο μέλος, ή να συζούν με κάποιον επίσης εξαρτημένο ερωτικό σύντροφο. Στην περίπτωση αυτή η επίδραση του οικογενειακού ιστορικού φαίνεται να έχει δύο όψεις: από την μία λειτουργεί ως παράγοντας κινδύνου για την εμπλοκή στη χρήση και από την άλλη ως κινητήριος δύναμη για την απεμπλοκή από αυτή (El-Guebaly, 1994).

Σε ό,τι αφορά τα πρότυπα χρήσης των εφήβων που ζητούν βοήθεια από το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ, τα κορίτσια διαφοροποιούνται επιδεικνύοντας ανάμειξη σε μεγαλύτερης βαρύτητας χρήση ουσιών (ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης, συχνά επεισόδια υπερβολικής δόσης) και προτίμηση προς τις υπνωτικές και κατασταλτικές ουσίες. Το τελευταίο εύρημα συμβαδίζει με τις πρόσφατες αλλά και παλαιότερες καταγεγραμμένες τάσεις για το σύνολο του πληθυσμού (Clayton et al., 1986; EMCDDA, 2005).

Σε ένα γενικότερο επίπεδο τέλος, αξίζει να σχολιαστούν οι ενδείξεις που παρουσιάστηκαν για υψηλότερα επίπεδα συννοσηρότητας στα κορίτσια και για μεγαλύτερη έκθεσή τους σε κίνδυνο προσβολής από μολυσματικές ασθένειες λόγω της ασυνεπούς λήψης μέτρων προφύλαξης στις σεξουαλικές επαφές. Το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και η έντονη εμπλοκή σε παραβατικές συμπεριφορές είναι τα σημεία στα οποία τα αγόρια παρουσιάζονται να μειονεκτούν των κοριτσιών.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν αυτό που αναδεικνύεται πολύπλευρα, τόσο από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, όσο και από την θεραπευτική εμπειρία σε ένα πλαίσιο απεξάρτησης για εφήβους: οι γυναίκες και τα κορίτσια φαίνεται να αποτελούν έναν «ειδικό πληθυσμό», με ιδιαίτερες θεραπευτικές ανάγκες.

Προτάσεις – Θεραπευτικές προσεγγίσεις

Μέσα από αυτή την ερευνητική εργασία είναι εμφανές ότι προκύπτει έντονα η ανάγκη να σχεδιαστούν εξειδικευμένες παρεμβάσεις θεραπείας της εξάρτησης αποκλειστικά για τα κορίτσια και τις γυναίκες.

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία υπάρχουν τουλάχιστον έξι πιθανές ομάδες εξαρτημένων γυναικών που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε εξειδικευμένες με βάση το φύλο θεραπευτικές παρεμβάσεις: οι έγκυες (που υποδιαιρούνται στις έφηβες και τις ενήλικες), οι ενδοφλέβιες χρήστριες, οι έφηβες πολύ-χρήστριες, οι επαγγελματίες, οι νοικοκυρές και οι ηλικιωμένες.

Πολλές θεραπευτικές κοινότητες προκειμένου να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών οργάνωσαν ειδικές ομάδες και δραστηριότητες για αυτές και ίδρυσαν ειδικά προγράμματα για εξαρτημένες μητέρες και τα παιδιά τους. Παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες όμως εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ λίγες εξειδικευμένες παρεμβάσεις για τις εξαρτημένες γυναίκες (De Leon & Jainchill, 1991), όπως επίσης και να υπερκαλύπτονται από τους άνδρες μέσα στα διάφορα θεραπευτικά πλαίσια.

Οι Ravndal και Vaglum (1994) αναφέρουν ότι οι γυναίκες που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν την θεραπεία τους στις θεραπευτικές κοινότητες είναι αυτές που είχαν στενές σχέσεις με άλλες γυναίκες, είχαν λιγότερη ανάμειξη με άνδρες, βρήκαν ζεστασιά και συναισθηματική στήριξη από τους ομότιμούς τους και ταυτίστηκαν θετικά με δυνατές μητέρες που δεν είχαν υποταχθεί στους συντρόφους τους.

Πρέπει λοιπόν με βάση αυτά τα ερευνητικά δεδομένα να σχεδιαστούν επιπλέον εξειδικευμένες παρεμβάσεις που να δημιουργούν ένα πιο φιλικό περιβάλλον για τις γυναίκες μέσα στα διάφορα πλαίσια απεξάρτησης. Για να επιτευχθεί αυτό η θεραπεία θα πρέπει να περιλαμβάνει και να αποδέχεται περισσότερο τη φαρμακευτική αγωγή (κυρίως για ψυχιατρικά προβλήματα που μπορεί να συνυπάρχουν), να περιλαμβάνει περισσότερο διάλογο παρά αντιπαράθεση (καθώς η αντιπαράθεση είναι κυρίως ανδρικό χαρακτηριστικό), να προϋποθέτει περισσότερη προσωπική ψυχοθεραπεία, και πιθανότατα να μην υπάρχει τόση ιεραρχία όσο στις παραδοσιακές κοινότητες. Είναι επίσης σημαντικό για τις γυναίκες να έχουν γυναικεία πρότυπα κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους και αυτό μπορεί να ενισχυθεί από τις επαγγελματίες του ίδιου φύλου που βρίσκονται στο πλαίσιο. Ακόμη θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στις γυναίκες να μοιράζονται, σε ειδικές ομάδες φύλου που θα πραγματοποιούνται, τις προσωπικές τους εμπειρίες σε σχέση με θέματα κακοποίησης φύλου, και να παρατηρούν τις αλλαγές σχετικά με αντιλήψεις και συμπεριφορές (De Leon, 2000).

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν οι υπηρεσίες που θα απευθύνονται πιο συγκεκριμένα σε εξαρτημένες γυναίκες μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα βοηθητικές στο να προσελκύουν  γυναίκες που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν ζητήσει βοήθεια, φοβούμενες τον κοινωνικό στιγματισμό και τις παρελκόμενες συνέπειές του.

Στα πλαίσια αυτής της ευαισθητοποίησης των ιδιαίτερων αναγκών των γυναικών και των κοριτσιών, το Δ.Υ. ΣΤΡΟΦΗ έχει διαμορφώσει τις λειτουργίες του προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των εφήβων κοριτσιών. Λειτουργεί ομάδα κοριτσιών που με την καθοδήγηση γυναικών μελών του προσωπικού, οι οποίες δρουν ως θετικά πρότυπα, επεξεργάζονται θέματα που αφορούν τη σχέση τους με το άλλο φύλο, τη σεξουαλική τους συμπεριφορά, τη φροντίδα της σωματικής τους αλλά και της ψυχολογικής τους υγείας και γενικότερα θέματα που αφορούν τη γυναικεία τους ταυτότητα.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Arfken, C. L., Klein C., di Menza S., Schuster C.R. (2001). Gender differences in problem severity at assessment and treatment retention. Journal of Substance Abuse Treatment, 20, 53-57

Brooks, C.S., & Rice, K.F. (1997). Families in recovery: Coming full circle. Baltimore: Brookes Publishing.

Brown V. B., Melchior L., A. Waite-O’ Brien N. & Huba G.J. (2002). Effects of women-sensitive long-term residential treatment on psychological functioning of diverse populations of women. Journal of Substance Abuse Treatment, 23, 133-144

Chassin, L., Pillow, D.R., Curran, P.J., Molina, B.S.G., & Barrera, M. (1993). Relation of parental alcoholism to early adolescent substance use: A test of three mediating mechanisms. Journal of Abnormal Psychology, 102, 3-19.

Chassin, L., Rogosch, F., & Barrera, M. (1991). Substance use and symptomatology among adolescent children of alcoholics. Journal of Abnormal Psychology, 100, 449-463.

Clayton, R.C., Voss, H.L., Robbins, C., et al. (1986). Gender differences in drug use : An epidemiological perspective. In: B.A. Ray & Brande, M.C. (Eds.) Women and drugs: a new era for research. NIDA Research Monograph no. 56, Washington DC, US Department of Health and Human Services, 80-99.

Cohen, P., Brown, J., & Smailes, E. (2001). Child abuse and neglect and the development of mental disorders in the general population. Development and Psychopathology, 13, 981-999.

Compton, W.M., Cottler, L.B., Ridenour, T., Ben-Abdallah, A., & Spitznagel, E.L. (2001). The specificity of family history of alcohol and drug abuse in cocaine abusers. The American Journal on Addictions, 11, 85-94.

Cutrona, C.E., Cadoret, R.J., Suhr, J.A., Richards, C.C., Troughton, E., Schutte, K., & Woodworth, G. (1994). Interpersonal variables in the prediction of alcoholism among adoptees: evidence for gene-environment interaction. Comprehensive Psychiatry, 35, 171-179.

De Leon, G. (2000). The Therapeutic Community theory model and method. New York: Springer Publishing Company.

De Leon, G., & Jainchill, N. (1982). Male and female drug abusers: Social and psychological status 2 years after treatment in a Therapeutic Community. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 465-497

De Leon, G., & Jainchill, N. (1991). Residential therapeutic communities for female substance abusers. Bulletin of the New York Academy of Medicine, 67, 277-290

Dishion, T.J.,. Patterson, G. R., &. Reid, J. R (1998). Parent and peer factors associated with drug sampling in early adolescence: Implications for treatment. In E. R. Rahdert and J. Grabowski (Eds.), Adolescent Drug Abuse: Analyses of Treatment Research (NIDA Research Monograph N0. 77, DHHS Publication No. ADM88-1523) (pp. 69-93). Rockville, M.D: National Institute on Drug Abuse.

Dube, S.R., Anda, R.F., Felitti, V.J., Edwards, V.J., & Croft, J.B. (2002). Adverse childhood experiences and personal alcohol abuse as an adult. Addictive Behaviors, 27, 713-725.

El-Guebaly, N. (1995). Alcohol and polysubstance abuse among women. Canadian Journal of Psychiatry, 40, 73-79.

Elkins, I.J., McGue, M., Malone, S. & Iacono, W.G. (2004). The effect of parental alcohol and drug disorders on adolescent personality. American Journal of Psychiatry, 161, 670-676.

Ellis, Zucker & Fitzerald,  1997. The role of family influences in development and risk. Alcohol health and Research World, 21, 218-226.

EMCDDA (2005). Differences in patterns of drug use between women and men. Retrieved in www.emcdda.eu.int

EMCDDA (2005). Male and female drug use: Is the gap narrowing? Retrieved in www.emcdda.eu.int

Finkelstein, N., (1996). Using the relational model as a context for treating pregnant and parenting chemically dependent women. Journal of Chemical Dependency Treatment, 6 (1/2), 23-44.

Fletcher, A.C., Steinberg, L., & Williams-Wheeler, M. (2004). Parental influences on adolescent problem behavior: Revisiting Stattin and Kerr. Child Development, 75, 781-796.

Goodwin, D.W., Schulsinger, F., Knop, J., Mednick, S., & Guze, S.B. (1977). Alcoholism and depression in adopted-out daughters of alcoholics. Archives of General Psychiatry, 34, 751-755.

Gregoire T. K & Snively, C. A. (2001). The relationship of social support and economic self-sufficiency to substance abuse outcomes in a long-term recovery program for women. Journal of Drug Education, 31, (3), 221-237.

Grella, C. E. & Joshi, V. (1999). Gender differences in drug treatment careers among clients in the national Drug Abuse Treatment Outcome Study. American Journal of Drug & Alcohol Abuse 25 (3):385-406

Grella, C.E. (2003). Effects of gender and diagnosis on addiction history, treatment utilization and psychosocial functioning among a dually diagnosed sample in drug treatment. Journal of Psychoactive Drugs, 1, 169-179.

Hoffmann, J.P. & Cerbone, F.G. (2002). Parental substance use disorder and the risk of adolescent drug abuse: An event history analysis. Drug and Alcohol Dependency, 66, 255-264.

Jainchill N., Hawke, J., & Yagelkn, J. (2000). Gender psychopathology and patterns of homelessness among clients in shelter-based TC’s. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 26, 553-567

Kandall, S. R. (1998). Women and addiction in the United States, 1920 to the present. In: C. L. Wetherington, & A. B. Roman (Eds.), Drug addiction research and the health of women (pp. 98-4290). Rockville, MD: National Institute on Drug Abuse.

Kumpfer, K.L., Olds, D.L., Alexander, J.F., Zucker, R.A., & Gary, L.E. (1988). Family Etiology of Youth Problems. NIDA Research Monograph 177, 12-41.

Kuperman, S., Schlosser, S.S., Lidral, J., & Reich, W. (1998). Relationship of child psychopathology to parental alcoholism and antisocial personality disorder. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 38, 686-692.

Lewis, C.E. & Buckholtz, K.K. (1991). Alcoholism, antisocial behaviour and family history. British Journal of Addiction, 86, 177-194.

Lex, B. W. (1991). Gender differences and substance abuse. In: Mello, N.K., ed. Advances in Substance Abuse: Behavioral and Biological Research, Vol. IV. London: Jessica Kingsley

Li, C., Pentz, M., & Chou, C. (2002). Parental substance use as a modifier of adolescent substance use risk. Addiction, 97, 1537-1550.

Lundy, A. Gottheil, E., Serota, R. D., Weinstein, S. P., & Sterling, R. C. (1995). Gender differences and similarities in African-American crack cocaine abusers. Journal of Nervous and Mental Disease, 183, 260-266

Marsh J. & Miller, N. (1985). Female clients in substance abuse treatment. International Journal of Addictions, 20, 995-1019

Martens, J. (1999). Women-centred approach in the Belgian Therapeutic Communities for drug addicts. In E. Brockaert, W. Vanderplassehen & V. Soyez (Eds.). Proceedings of the International Symposium on Substance Abuse Treatment and Special Target Groups. “Community as a method” (Vol. 10, pp. 205). Universiteit Gent. Gent Vakgroep Orthopedagogick.

McGue, M. (1997). A genetic-behavioral perspective on children of alcoholics. Alcohol health and research world, 21, 210-217.

McLellan, A. T., Kushner, H., Metzger, D., Peters, R., Smith, I. Grissom, G., Pettinati, H., & Argeria, M. (1992). The fifth edition of the Addiction Severity Index. Journal of Substance Abuse Treatment, 9, 199-213

Mendes, F., Relvas, A.P., Lourenco, M., Reccio, J.L., Pietralunga, S., Broyer, G., Bussac, M.H., Calafat, A., & Stocco, P. (1999). Family Relationships and Primary Prevention of Drug Use in Early Adolescence. Valencia: IREFREA.

Merikangas, K., & Stevens, D. (1998). Substance abuse among women:  Familial factors and comorbidity. In C. Wetherington & A. Roman (Eds.), Drug Addiction Research and the Health of Women. Washington, DC:  National Institute on Drug Abuse.

Merikangas, K.R., Dierker, L. and Fenton, B. (1997). Familial Factors and Substance Abuse: Implications for prevention. In RS Ashery, EB Robertson, KL Kumpfer (eds) Drug Abuse Prevention through Family Intervention. Washington, DC:  National Institute on Drug Abuse.

Prescott, C.A. (2003). Sex differences in the genetic risk for alcoholism. Alcohol Health and Research World, 26, 264-273.

Ravndal, E. (1994). Drug abuse, psychopathology and treatment in a hierarchical therapeutic community. Unpublished prospective study; doctoral dissertation, University of Oslo, Oslo.

Ravndal, Ε., & Vaglum Ρ. (1994). Treatment of female addicts: the importance of relationships to parents, partners and peers for the outcome. International Journal of the Addictions, 29, 115-125

Rohsenow, D.J., Corbett, R., & Devine, D. (1998). Molested as children: A hidden contribution to substance abuse. Journal of Substance Abuse Treatment, 5, 13-18

Russell, M., Cooper, M.L., & Frone, M.R. (1990). The influence of sociodemographic characteristics on familial alcohol problems: Data from a community sample. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 14, 221-226.

Schuckit, M.A., Smith, T.L., Radziminski, S., & Heyneman, E.K. (2000). Behavioral symptoms and psychiatric diagnoses among 162 children in non-alcoholic or alcoholic families. American Journal of Psychiatry, 157, 1881-1883.

Seilhamer, R.A., & Jacob, T. (1990). Family factors and adjustment of children of alcoholics. In M. Windle and J.S. Searles (Eds.): Children of alcoholics: Critical perspectives. New York: Guilford.

Sher, K.J., Walitzer, K.S., Wood, P.K., & Brent, E.E. (1991). Characteristics of children of alcoholics: Putative risk factors, substance use and abuse, and psychopathology. Journal of Abnormal Psychology, 100, 427-448.

Sheridan, M.J. (1995). A proposed intergenerational model of substance abuse, family functioning and abuse/neglect. Child Abuse and Neglect, 5, 519-530.

Silvia, L.Y., & Liepman, M.R. (1990). Biological aspects of children of alcoholic parents. In T.M. Rivinus (Eds.) Children of Chemically Dependent Parents: Multiperspectives from the Cutting Edge. New York: Brunner/Mazel.

Stattin, H., & Kerr, M. (2000). Parental monitoring: A reinterpretation. Child Development, 71, 1072-1085.

Tarter, R.E., Kirisci, L., Vanyukov, M., Cornelius, J., Pajer, K., Shoal, G.D., & Giancola, P.R. (2002). Predicting adolescent violence: Impact of family history, substance use, psychiatric history, and social adjustment. American Journal of Psychiatry, 159, 1541-1547.

Van Damme, K. (1998). Vronwgerichte verslavingszorg (Jaurgang 6, 1): De Kiem

Wallen, J. (1992). A comparison of male and female clients in substance abuse treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 9, 243-248

Wallen, J. (1992). A comparison of male and female clients in substance abuse treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 9, 243-248.

Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν. – Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (2000). Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ για την κατάσταση των ναρκωτικών στην Ελλάδα το 1999. Αθήνα: Ερευνητικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής.

Ζώτου, Σ. & Κοπακάκη, Μ. (2004). Χαρακτηριστικά των εφήβων χρηστών που προσέγγισαν τη ΣΤΡΟΦΗ το 2003. Αθήνα: ΣΤΡΟΦΗ

Ρήγος, Η., Ζώτου, Σ., & Κοπακάκη, Μ. (2003). Χαρακτηριστικά των εφήβων χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών που προσέγγισαν τη ΣΤΡΟΦΗ το 2002. Αθήνα: ΣΤΡΟΦΗ