Ελευθερία Κοκκίνη (1), Χαράλαμπος Πουλόπουλος (2), Χαρά Σπηλιοπούλου (3)
(1) Υποψήφια Διδάκτωρ, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, ΔΠΘ
(2) Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, ΔΠΘ
(3) Καθηγήτρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής, ΕΚΠΑ
Περίληψη
Η παρούσα έρευνα περιγράφει τις ουσίες που εμπλέκονται σε θανατηφόρα συμβάντα που αφορούν χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών και διερευνήθηκαν, για το διάστημα 2012-2016, στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι κύριες ουσίες που αναδεικνύονται από την έρευνα και τις τοξικολογικές εξετάσεις σε δείγματα κυρίως αίματος και ούρων είναι η ηρωίνη, οι βενζοδιαζεπίνες, η τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και το αλκοόλ. Εξετάστηκαν συνολικά 5.467 φάκελοι αποθανόντων, εκ των οποίων το 3,25% (178 περιπτώσεις) αφορούσε περιπτώσεις χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών που υπήρξαν θετικές σε τουλάχιστον μία εξαρτησιογόνα ουσία. Οι άντρες αποτελούν την πλειοψηφία των ατόμων (89,90%) και ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων είναι τα 41,99 έτη.
Η δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες δόθηκε ως αιτία θανάτου για 96 περιπτώσεις (53,9%), η αυτοκτονία για 22 (12,4%) και η οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες σε 60 περιπτώσεις (33,7%). Τέλος, η πλειοψηφία των θανάτων έλαβε χώρα σε οικία (62,9%) και μόλις 16,90% των θανάτων των χρηστών αναφέρονται σε πάρκο, δρόμο ή άλλο εξωτερικό χώρο.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν άλλα επιστημονικά δεδομένα που υποδηλώνουν ότι τα οπιοειδή και οι βενζοδιαζεπίνες είναι η κύρια αιτία θανάτων από δηλητηριάσεις από εξαρτησιογόνες ουσίες αλλά και ότι η οικία είναι το κύριο σημείο θανάτου των χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών. Τα παραπάνω ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης αιφνιδίου θανάτου από τη χρήση ουσιών και να οδηγήσουν τις πολιτικές προς την σωστή κατεύθυνση.
Λέξεις-κλειδιά: Θάνατοι σχετιζόμενοι με τα ναρκωτικά, μεταθανάτια δείγματα, ανάλυση προφίλ, αρχειακή έρευνα
Εισαγωγή
Η παρούσα έρευνα μελετά το ψυχοκοινωνικό προφίλ θανόντων που έχουν κάνει χρήση ουσιών, τις συνθήκες του θανάτου καθώς και τις ουσίες που έκαναν χρήση, προσπαθώντας να διερευνήσει την ύπαρξη πιθανών επαναλαμβανόμενων χαρακτηριστικών όσον αφορά τις συνθήκες θανάτου (patterns).
Στο πεδίο των εξαρτήσεων ο θάνατος αποτελεί πολύ συχνό γεγονός λόγω της επικινδυνότητας που συνοδεύει τη χρήση ουσιών. Σύμφωνα με το EMCDDA (2017, σελ. 8), ως «σχετικοί με τα ναρκωτικά θάνατοι ορίζονται όσοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη χρήση παράνομων ουσιών (δηλαδή, οξείες δηλητηριάσεις και υπερβολικές δόσεις)». Για την Sylvie Le Poulichet, όπως αναφέρεται από την Μάτσα (2012), η χρήση των ναρκωτικών είναι μια διαρκής προσομοίωση θανάτου. Οι θάνατοι που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είναι συχνά λιγότερο αποδεκτοί στην κοινωνία, θεωρούμενοι μάλιστα ως «αφύσικοι». Είναι επίσης λιγότερο αποδεκτοί επειδή συνδέονται με κοινωνικές αντιλήψεις και κρίσεις γύρω από ανήθικες συνθήκες διαβίωσης ή παράνομες δραστηριότητες (Adfam and Cruse Breavement Care, 2014). Για τον Guy, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία (Adfam and Cruse Breavement Care, 2014; Valentine & Walter, 2015), οι θάνατοι από ουσίες διαφέρουν από άλλους θανάτους λόγω της απροσδόκητης φύσης του θανάτου και του νεαρού της ηλικίας που τυχαίνει να συμβαίνουν. Επίσης προκύπτουν από παράνομη και χαρακτηριζόμενη ως αποκλίνουσα δραστηριότητα, που πολλές φορές μπορεί να είναι άγνωστη για τους οικείους του.
Οι περισσότερες μελέτες σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών δείχνουν ότι τα ποσοστά θνησιμότητας τους κυμαίνονται σε 1%-2% ετησίως, με τους χρήστες οπιοειδών που πεθαίνουν στην Ευρώπη να υπολογίζονται μεταξύ 10.000 έως 20.000 ετησίως. Ειδικότερα για τους χρήστες οπιοειδών οι πιθανότητες να πεθάνουν είναι 10 φορές περισσότερες από άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας και του ίδιου φύλου που δεν κάνουν χρήση. Σε μελέτη του European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (2015) η πλειοψηφία των θανάτων οφείλεται σε υπερδοσολογία, έπεται η αυτοκτονία, και σε μικρότερο βαθμό σε ασθένεια λόγω HIV/AIDS ή σε άλλες σωματικές ασθένειες.
Οι θάνατοι από οπιούχα αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου από ναρκωτικά. Στην Ευρωπαϊκή Έκθεση για τα Ναρκωτικά για το 2013, αναφέρεται ότι στην Ευρώπη ο κίνδυνος για overdose είναι υψηλότερος για όσους κάνουν χρήση ηρωίνης και άλλων οπιοειδών. Η χρήση ναρκωτικών είναι μία από τις κυριότερες αιτίες θνησιμότητας μεταξύ των νέων στην Ευρώπη, αφενός άμεσα λόγω της υπερβολικής δόσης, αφετέρου έμμεσα λόγω ασθενειών και ατυχημάτων που συνδέονται με τα ναρκωτικά, αλλά και περιστατικών βίας ή αυτοκτονίας (EMCDDA, 2013).
Σύμφωνα με έρευνες που έγιναν σε Αυστραλία και Ηνωμένο Βασίλειο, όπως αναφέρεται από τους Darke et al. (1996a) και από τους Gossop et al. (1996) αντίστοιχα, η πλειοψηφία των χρηστών ναρκωτικών που είχε εμπειρία υπερβολικής δόσης (overdose), δήλωσε ότι αυτή οφείλονταν στη χρήση οπιοειδών. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, τα περιστατικά υπερβολικών δόσεων ηρωίνης παρατηρήθηκαν σε συνδυασμό με την κατανάλωση άλλων κατασταλτικών, του κεντρικού νευρικού συστήματος ουσιών, όπως είναι το αλκοόλ, οι βενζοδιαζεπίνες και άλλα οπιοειδή (Darke et al., 1996a). Όπως φαίνεται και από μελέτη που διεξήγαγαν οι Hammersley et. al. (1995) στη Γλασκώβη, η χρήση της ηρωίνης ταυτόχρονα με άλλες ουσίες, όπως αλκοόλ, τεμαζεπάμη, διαζεπάμη, σηματοδοτεί την αύξηση των θανάτων. Επιπρόσθετα, οι Hulse et al. (1999) αναφέρουν ότι το ποσοστό θνησιμότητας για τους παράνομους χρήστες οπιούχων είναι 13 φορές μεγαλύτερο από ότι για το γενικό πληθυσμό. Μάλιστα οι Hulse et al. (1999), κάνοντας ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, συνοψίζουν ότι η θνησιμότητα που συνδέεται με την παράνομη χρήση οπιούχων μπορεί να οφείλεται στις φαρμακολογικές δράσεις ή στην τοξικότητα των ίδιων των οπιούχων, σε μολύνσεις από ιούς όπως είναι η ηπατίτιδα B, C ή ο ιός HIV λόγω της ενέσιμης χρήσης, ή τέλος σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η αυξημένη έκθεση στη βία και στα ατυχήματα ή/και η αυτοκτονία.
Τόσο στις εξαρτήσεις από αλκοόλ όσο και από ναρκωτικά, τα ποσοστά θνησιμότητας στους άντρες είναι πολύ μεγαλύτερα από ότι στις γυναίκες, ενώ συχνά πρόκειται για θανάτους που συνοδεύονται από στιγματισμό της οικογένειας λόγω της αιτίας θανάτου. Οι χρήστες παράνομων ουσιών είναι συχνότερα άντρες, νεότεροι σε ηλικία, άνεργοι, με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, άγαμοι και γενικά με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό προφίλ από το γενικό πληθυσμό. Αυτό αναδεικνύεται από πολυάριθμες έρευνες. Για παράδειγμα, στη Νορβηγία σε έρευνα για την περίοδο 2003-2004 και 2006-2009 σε 1.628 θανάτους σχετιζόμενους με ναρκωτικά, μόλις το 23% ήταν γυναίκες. Επίσης, ο μέσος όρος ηλικίας θανάτου ήταν τα 38,4 έτη (με τους άντρες να διαφοροποιούνται στα 41 έτη και τις γυναίκες στα 37,6 έτη). Κάτω των 20 ετών το ποσοστό ήταν μόλις 1,8% και άνω των 60 ετών το ποσοστό ήταν 3,8% (Amundsen, 2015). Παρόμοια ευρήματα αναφορικά με την ηλικία αναδύθηκαν από παλαιότερη μελέτη και ως προς τις αυτοκτονίες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, καθώς το 73% των περιπτώσεων ήταν από 30 και πάνω, με τη διαφορά ότι οι γυναίκες υπερεκπροσωπούνταν μεταξύ των περιπτώσεων αυτοκτονίας καθώς αντιστοιχούσαν περίπου στο 50% (Retka & Lester, 1979).
Για την Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση του EMCDDA (2017), με βάση στοιχεία δύο ερευνών από το 2004 και το 2006, η κάνναβη είναι το συχνότερα χρησιμοποιούμενο ναρκωτικό και η χρήση της αφορά κυρίως τους νεαρούς ενήλικες, ηλικίας 15-24 ετών. Αναφέρεται επίσης ότι η επικίνδυνη χρήση ουσιών στην Ελλάδα οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ενέσιμη χρήση οπιοειδών, κυρίως της ηρωίνης με τον αριθμό ωστόσο των υψηλού κινδύνου χρηστών ηρωίνης να έχει μειωθεί από το 2010. Αντίθετα ο αριθμός των χρηστών που αναζητούν θεραπεία για την εξάρτηση από κάνναβη έχει αυξηθεί. Παρατηρείται ωστόσο ότι οι χρήστες ηρωίνης είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία (22 η μέση ηλικία έναρξης και 35 η μέση ηλικία έναρξης θεραπείας) από τους χρήστες κάνναβης (17 η μέση ηλικία έναρξης και 27 η μέση ηλικία έναρξης θεραπείας).
Για το 2015, με βάση την εκτίμηση του αριθμού των χρηστών υψηλού κινδύνου ηλικίας 15-64 ετών και με κύρια ουσία τα οπιοειδή, η εκτίμηση του συνολικού αριθμού χρηστών υψηλού κινδύνου είναι 16.701, με τους άντρες να εκτιμώνται σε 14.127 και τις γυναίκες σε 2.568, και την πλειοψηφία αυτών να εντάσσεται στην ηλικιακή ομάδα των 35-64 ετών. Η εκτίμηση αυτή δεν διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη εκτίμηση για το 2014, είναι όμως αρκετά χαμηλότερη από αυτή του 2009 (ΕΚΤΕΠΝ, 2017).
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη των ψυχοκοινωνικών παραγόντων (ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, επαγγελματική κατάσταση, διαμονή) που συνδέονται με την θνησιμότητα του πληθυσμού των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών. Αντίστοιχες έρευνες έχουν γίνει σε διάφορες χώρες, ωστόσο στην Ελλάδα τα περισσότερα στοιχεία δίνονται μέσα από τις εκθέσεις του ΕΚΤΕΠΝ (Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά) και δεν έχει γίνει, όσο είναι στη γνώση των συγγραφέων, αντίστοιχη μελέτη για τα ελληνικά δεδομένα.
Μεθοδολογία
Η έρευνα διεξήχθη ως αναδρομική περιγραφική μελέτη στοιχείων που υπήρχαν σε αρχείο. Μελετήθηκαν θάνατοι που οφειλόταν σε άμεση, έμμεση ή μακροχρόνια χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, στις τοξικολογικές εξετάσεις των οποίων ανευρέθηκε έστω μία εξαρτησιογόνα ουσία. Οι αναλυθείσες περιπτώσεις περιελάμβαναν πληροφορίες από τους φακέλους που υπήρχαν στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε κάθε φάκελο, πέραν της ιατροδικαστικής έκθεσης και των τοξικολογικών εξετάσεων, υπήρχε το έγγραφο της Αστυνομίας για την παραγγελία ιατροδικαστικής έκθεσης όπου αναγραφόταν σχετικές πληροφορίες για τις συνθήκες θανάτου, αλλά και ένα ερωτηματολόγιο που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν συμπληρωμένο από ερωτήσεις που έγιναν σε συγγενείς, φίλους ή άλλα, σχετιζόμενα με τους θανόντες, άτομα. Επισημαίνεται ότι τα άτομα που συμπλήρωναν τα ερωτηματολόγια ήταν διαφορετικά όπως επίσης και οι ιατροδικαστές που συμπλήρωναν τις σχετικές εκθέσεις, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο ίδιος τρόπος γραφής ή οι ίδιες ακριβώς πληροφορίες σε όλες τις περιπτώσεις. Πληροφορίες ελήφθησαν υπόψη και από ληξιαρχικές πράξεις θανάτου ή/και άλλα σχετικά έγγραφα, με κυριότερη ωστόσο πηγή τα εργαστηριακά αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων. Οι τοξικολογικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο αίμα, στα ούρα και σε κάποιες περιπτώσεις και σε άλλα όργανα του σώματος (π.χ. ρινικό επίχρισμα, στομάχι, κ.ά.).
Συνολικά μελετήθηκαν 5.467 φάκελοι για τα έτη 2012-2016. Από τους ανωτέρω φακέλους το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν οι θάνατοι στις τοξικολογικές εξετάσεις των οποίων ανευρέθηκε κάποια εξαρτησιογόνος ουσία (για παράδειγμα, κάνναβη, ηρωίνη, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, μεθαδόνη, αλκοόλ, βενζοδιαζεπίνες, κ.α.). Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν καταγράφηκαν σε τυποποιημένη φόρμα συλλογής δεδομένων. Οι παράγοντες που μελετήθηκαν σε σχέση με τους θανάτους στων οποίων τις τοξικολογικές εξετάσεις ανευρέθηκε τουλάχιστον μία εξαρτησιογόνος ουσία είναι: τα δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι συνθήκες θανάτου, η αιτία θανάτου και τα τοξικολογικά ευρήματα. Για τις ανωτέρω μεταβλητές χρησιμοποιήθηκαν πίνακες συχνοτήτων, από τα δεδομένα που μεταφέρθηκαν στο Στατιστικό Πακέτο SPSS ώστε να γίνει η ποσοτική ανάλυση, ενώ διενεργήθηκαν και διασταυρώσεις (chi-square tests) για να ελεγχθεί η μεταξύ τους σχέση. Όπως προέκυψε από την ανάλυση, το φύλο δεν αποτελεί μεταβλητή που επηρεάζει τις υπόλοιπες, σε αντίθεση με την ηλικία που αναδείχθηκε η σημαντικότερη μεταβλητή, συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες.
Επισημαίνεται ότι εξαιρέθηκαν οι περιπτώσεις των τροχαίων, των ανθρωποκτονιών και των πνιγμών καθώς εκεί η αιτία θανάτου μπορεί να οφειλόταν ή/και σε εξωτερικούς παράγοντες. Επιπλέον, σε δύο περιπτώσεις δεν υπήρχαν στοιχεία στο φάκελο που να αποδεικνύουν την ηλικία του θανόντα, οπότε καταγράφηκαν όλα τα άλλα δεδομένα πλην της ηλικίας. Τέλος, οι περιπτώσεις που μελετήθηκαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία προερχόταν από την περιοχή της Αττικής (79,2%) και από λοιπούς νομούς όπως Εύβοια, Λαμία, Βοιωτία, Θήβα, καθώς αυτές ήταν οι περιοχές κάλυψης του συγκεκριμένου Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο οποίο πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, έπειτα από τα αιτήματα των Αστυνομικών Αρχών για διενέργεια ιατροδικαστικής έκθεσης.
Ανάλυση – Παρουσίαση Δεδομένων
Το τελικό δείγμα αποτελείτο από τα στοιχεία των φακέλων 178 ατόμων στων οποίων τις τοξικολογικές εξετάσεις ανευρέθηκε κάποια εξαρτησιογόνος ουσία. Οι δύο πρώτες μεταβλητές που μελετήθηκαν ήταν το Φύλο και η Ηλικία. Όπως αναδεικνύεται το 89,9% των περιπτώσεων ήταν άντρες και το 10,1% γυναίκες. Δηλαδή η αναλογία γυναικών/αντρών είναι 1/10. Η μέση ηλικία θανάτου των περιπτώσεων που μελετήθηκαν ήταν τα 41,99 έτη, με τη μικρότερη ηλικία να είναι αυτή των 16 ετών και τη μεγαλύτερη αυτή των 79 ετών. Η πολυπληθέστερη ηλικιακή ομάδα είναι αυτή των 35-44 ετών (32%), ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 45-54 ετών (24,7%) και έπονται τα άτομα 25-34 ετών (19,1%). Η ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών εκπροσωπείται με ποσοστό 12,4%, ενώ όπως φαίνεται ο αριθμός των ατόμων που είναι άνω των 65 ετών είναι ιδιαίτερα μικρός (2,8%) και αυτό έρχεται σε αντιδιαστολή με τα δεδομένα του γενικού πληθυσμού, όπου τα ποσοστά θνησιμότητας των ατόμων άνω των 65 ετών είναι σαφώς υψηλότερα. Γεγονός που επιβεβαιώνει την επικινδυνότητα ως προς την χρήση ουσιών σε συνδυασμό με τα αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας της συγκεκριμένης ομάδας πληθυσμού. Μικρό είναι και το ποσοστό των νέων 15-24 ετών (7,9%).
Τα ευρήματα, όσον αφορά στο φύλο, ταυτίζονται και με τα στοιχεία από τις θεραπευτικές μονάδες στην Ελλάδα, καθώς περίπου ένας στους δέκα θεραπευόμενους είναι γυναίκα, με το ποσοστό να ποικίλλει ανάλογα με την κύρια ουσία και τον τύπο θεραπείας (EMCDDA, 2017). Παράλληλα η μέση ηλικία εισαγωγής των ατόμων σε θεραπεία, για τα έτη 2012-2015, είναι τα 33 έτη (ΕΚΤΕΠΝ, 2017), στοιχείο που συνδέεται με το εύρημα της παρούσας έρευνας ότι τα άτομα που πεθαίνουν από χρήση ουσιών ανήκουν σε μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα καθώς πρόκειται για χρόνιους χρήστες ουσιών. Αφενός μπορεί να έχουν διακόψει τη θεραπεία και να έχουν κάποιο overdose μετά, αφετέρου έχει σίγουρα καταπονηθεί ο οργανισμός τους από την χρόνια χρήση ουσιών. Παρατηρείται άλλωστε ότι η μέση διάρκεια χρήσης ηρωίνης ξεπερνά τα 10 έτη (Darke et al., 1996a).
Ως προς τους θανάτους που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών και σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται από το ΕΚΤΕΠΝ (2017), για τη δεκαετία 2006-2015, με εξαίρεση το 2006, η πλειοψηφία των θανόντων ήταν μεγαλύτεροι των 30 ετών, με τα έτη 2011-2015 να έχουν σημαντική αύξηση στα ποσοστά αυτής της ηλικιακής ομάδας. Ενώ και ως προς το φύλο, σχεδόν σε όλα τα προαναφερόμενα έτη, η αναλογία για τους άντρες και τις γυναίκες είναι περίπου 9:1. Αλλά και με βάση τα στοιχεία του EMCDDA (2017) για το 2015, η πλειονότητα των επιβεβαιωθέντων θανάτων για την Ελλάδα αφορούσε άνδρες, μεγαλύτερους από 31 ετών και χρήστες οπιοειδών. Οι άντρες αποτελούν γενικότερα την συντριπτική πλειοψηφία σχεδόν σε όλες τις έρευνες που αφορούν την χρήση ουσιών και την θνησιμότητα, όπως προκύπτει και από αντίστοιχη μελέτη που έγινε στην Βραζιλία (Campelo & Caldas, 2010).
Συνδυάζοντας την ηλικία με την αιτία θανάτου αναδεικνύεται ότι τα άτομα που πεθαίνουν από αλκοόλ είναι μεγαλύτερα σε ηλικία (από 45 ετών και πάνω κυρίως) από αυτά που πεθαίνουν από ναρκωτικές ουσίες και επίσης πολύ λιγότερα σε αριθμό, αναδεικνύοντας το πρώτο pattern αυτής της έρευνας. Επιπλέον, φαίνεται ότι η κύρια ηλικιακή ομάδα που πλήττεται από θανάτους είναι αυτή των 35-44 ετών, κυρίως για τη δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες, από οργανική αιτία αλλά και από αυτοκτονίες.
Πίνακας 1. ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ηλικία | Αιτία θανάτου | Σύνολο
|
|||
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες* | Δηλητηρίαση από αιθυλική αλκοόλη** | Αυτοκτονία | Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | ||
15-24 | 7 | 0 | 4 | 3 | 14 |
25-34 | 23 | 0 | 6 | 5 | 34 |
35-44 | 28 | 1 | 7 | 21 | 57 |
45-54 | 20 | 2 | 3 | 19 | 44 |
55-64 | 9 | 3 | 2 | 8 | 22 |
65+ | 0 | 2 | 0 | 3 | 5 |
Σύνολο | 87 | 8 | 22 | 59 | 176 |
*εξαιρούνται οι περιπτώσεις «Δηλητηρίαση από αιθυλική αλκοόλη»
**αφορά 7 περιπτώσεις που χαρακτηρίστηκαν από τον ιατροδικαστή ως «Δηλητηρίαση από αιθυλική αλκοόλη», εκ των οποίων στις 6 υπήρχε μόνο αλκοόλ και στην 7η αλκοόλ και κάνναβη, και 1 περίπτωση που χαρακτηρίστηκε «Δηλητηρίαση από βενλαφαξίνη και αιθυλική αλκοόλη» δηλαδή συνδυασμός αλκοόλ και αντικαταθλιπτικού φαρμάκου.
CHI-SQUARE TESTS
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 38,500a | 15 | ,001 |
Likelihood Ratio | 33,914 | 15 | ,004 |
Linear-by-Linear Association | 4,306 | 1 | ,038 |
N of Valid Cases | 176 |
a. 13 cells (54,2%) have expected count less than 5. The minimum expected count is ,23.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Office for National Statistics για την Αγγλία από τις εγγραφές του 2014, όπως παρατίθενται από τους Turnbull & Standing (2016), τα ποσοστά θνησιμότητας για τους θανάτους που σχετίζονται με το αλκοόλ είναι υψηλότερα για την ηλικιακή ομάδα 55-64 τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, με τους άντρες ωστόσο να αποτελούν την πλειοψηφία. Αντίστοιχα αναφέρουν ότι για τους θανάτους από ναρκωτικά σε Αγγλία και Ουαλία (σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία του ONS), τα ποσοστά είναι υψηλότερα για την ηλικιακή ομάδα 40-49 ετών, με την πλειοψηφία πάλι να είναι άντρες (τα 2/3) ενώ 1 στους 7 θανάτους ατόμων στη δεκαετία των 20 και 30 είναι σχετιζόμενος με ναρκωτικά. Συμπληρωματικά, οι Zador et. al. (2007), μνημονεύοντας δύο προγενέστερες έρευνες για τη Σκωτία, των Bird et al. και των King et al., αναφέρουν ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες χρήστες ουσιών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν από ναρκωτικά.
Σε έρευνα για τη Νότια Τουρκία, ο μέσος όρος των ατόμων που είχαν πεθάνει από δηλητηρίαση από παράνομες ναρκωτικές ουσίες ήταν 29,81 έτη, με τις ηλικίες να κυμαίνονται από τα 17 έως τα 57 έτη και τους άντρες να αποτελούν το 96,4% των περιπτώσεων. Ενώ στους θανάτους από αλκοόλ ο μέσος όρος είναι τα 45,49 έτη (Battal et al., 2016). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Ερευνών της Τζόρτζια (Georgia Bureau of Investigation -GBI), όπως αναφέρεται από τους Jann et al. (2013), για το 2010 το μεγαλύτερο ποσοστό των θανάτων αφορούσε άτομα μεταξύ 35-54 ετών. Τα στοιχεία της παρούσας έρευνας σχετίζονται όπως φαίνεται με άλλες έρευνες αλλά και με την αναφορά του οργανισμού Adfam and Cruse Breavement Care (2014), ότι η πιο συνηθισμένη ηλικιακή ομάδα για θανάτους από ναρκωτικά είναι 30-39, ακολουθούμενη από αυτή των 40-49, ενώ η ομάδα 55-59 αποτελεί την πιο κοινή ηλικιακή ομάδα για θανάτους από αλκοόλ.
Επόμενη μεταβλητή που μελετήθηκε είναι αυτή της οικογενειακής κατάστασης. Διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία είναι άγαμοι (50%), παρά τον μεγάλο αριθμό αγνώστων στοιχείων (16,90%) που εμφανίζονται. Έπονται οι έγγαμοι (18%) και ακολουθούν οι διαζευγμένοι (14,60%), ενώ υπήρχε και μία περίπτωση χηρείας. Εύρημα που ταυτίζεται με αυτό της Amundsen (2015), ότι ως επί τω πλείστον τα άτομα είναι άγαμοι, με τους παντρεμένους να ανέρχονται στο 14% για τους άντρες και στο 12% για τις γυναίκες. Και αυτή η μεταβλητή φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης ενός μοτίβου, αυτό του άγαμου χρήστη.
Συνεχίζοντας μελετήθηκε η διαμονή των θανόντων.
Πίνακας 2. Διαμονή
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
Μόνος/η | 47 | 26,4 | 26,4 | 26,4 |
Με πατρική οικογένεια | 37 | 20,8 | 20,8 | 47,2 |
Φιλοξενούμενος/η | 3 | 1,7 | 1,7 | 48,9 |
Άστεγος | 2 | 1,1 | 1,1 | 50,0 |
Με σύζυγο – σύντροφο – παιδί – φίλο/η | 33 | 18,5 | 18,5 | 68,5 |
Άγνωστο | 56 | 31,5 | 31,5 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
Πίνακας 3. Διασταύρωση κατάστασης διαμονής και αιτίας θανάτου
Κατάσταση διαμονής |
Αιτία θανάτου |
Σύνολο
|
||
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες | Αυτοκτονία | Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | ||
Μόνος/η | 26 | 7 | 14 | 47 |
Με πατρική οικογένεια | 24 | 7 | 6 | 37 |
Με σύζυγο/
σύντροφο/άλλο |
20 | 3 | 13 | 36 |
Άγνωστο/
Άστεγος |
26 | 5 | 27 | 58 |
Σύνολο | 96 | 22 | 60 | 178 |
CHI-SQUARE TESTS
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 10,879a | 6 | ,092 |
Likelihood Ratio | 11,334 | 6 | ,079 |
Linear-by-Linear Association | 3,750 | 1 | ,053 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 2 cells (16,7%) have expected count less than 5. The minimum expected count is 4,45.
Το τεστ είναι αξιόπιστο καθώς 2 κελιά έχουν κάτω από 20%.
Αναφορικά με την κατάσταση διαμονής τους και παρά τις άγνωστες περιπτώσεις (μόνο σε 2 έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για άστεγο άντρα), βλέπουμε ότι η πλειοψηφία των ατόμων δεν έμεναν μόνοι τους. Ένα ποσοστό 26,4% έμενε μόνο του, ωστόσο το ποσοστό των ατόμων που έμενε είτε με την πατρική του οικογένεια, είτε με την δική του οικογένεια, είτε με σύντροφο/φίλο/συγγενή ανέρχεται σε 41%. Στην έρευνα των Zador et. al. (2007) για τη Σκωτία, μόλις το 2% δηλώνονται ως άστεγοι, με την πλειοψηφία (81%) να έχει ως κατοικία ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα. Το 33% βρισκόταν σε σχέση κατά την περίοδο θανάτου. Το 58% ζούσαν με κάποιον ακόμη και το 37% ζούσαν μόνοι. Ένα ακόμη λοιπόν μοτίβο που προκύπτει είναι ότι η πλειοψηφία των ατόμων δεν μένουν τελικά μόνοι τους, αντίθετα αρκετοί ζούσαν ακόμη με την πατρική τους οικογένεια, ειδικά όσοι πέθαναν από δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες. Μοτίβο που ταυτίζεται με την έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ (2017), όπου καταγράφεται ότι η πλειοψηφία των ατόμων που εισήλθαν για θεραπεία από το 2006 έως και το 2015 (που υπάρχουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία) διέμεναν με τους γονείς τους σε ποσοστό μάλιστα πάνω από 50% για όλα τα έτη αναφοράς. Συγκεκριμένα για το 2012 το ποσοστό ανέρχεται σε 58,3%, για το 2013, σε 57,2%, για το 2014 σε 57,4% και για το 2015 σε 53,2%. Μέσα από αυτή τη διαπίστωση ενισχύεται και η άποψη πως η οικογένεια διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στην εξάρτηση όσο και στην απεξάρτηση του ατόμου, καθώς ενδέχεται η εξάρτηση να είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσης της οικογένειας ή των δυσλειτουργικών δυναμικών, και να αποτελεί το γεγονός που θα συσπειρώσει την οικογένεια. Προκειμένου ωστόσο να επέλθει η ομοιόσταση στην οικογένεια είναι απαραίτητη η διακοπή της χρήσης ουσιών (Πουλόπουλος, 2011).
Επόμενη μεταβλητή αυτή της επαγγελματικής κατάστασης:
ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Διασταύρωση επαγγέλματος και αιτίας θανάτου
Επάγγελμα | Αιτία θανάτου | Σύνολο
|
||
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες | Αυτοκτονία | Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | ||
Άνεργος/η | 49 | 10 | 21 | 80 |
Εργαζόμενος/η – Μαθητής/τρια – Φοιτητής/τρια – Συνταξιούχος | 28 | 8 | 25 | 61 |
Άγνωστο | 19 | 4 | 14 | 37 |
Σύνολο | 96 | 22 | 60 | 178 |
CHI-SQUARE TESTS
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 4,136a | 4 | ,388 |
Likelihood Ratio | 4,185 | 4 | ,382 |
Linear-by-Linear Association | 2,284 | 1 | ,131 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 1 cells (11,1%) have expected count less than 5. The minimum expected count is 4,57.
Το τεστ είναι αξιόπιστο καθώς 1 κελί έχει κάτω από 20%.
Παρόλο που το ποσοστό των αγνώστων στοιχείων ανέρχεται σε 20,8% διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η πλειοψηφία των ατόμων ήταν άνεργοι (44,9%). Μόλις 41 άτομα (23%) ήταν εργαζόμενοι, ενώ στο δείγμα υπήρχαν και 8 μαθητές/φοιτητές (4,5%), 11 συνταξιούχοι (6,2%) και ένας εισοδηματίας (0,6%). Και σε αντίστοιχη έρευνα στη Νορβηγία (Amundsen, 2015), μόλις το 27% ανήκε στο εργατικό δυναμικό. «Οι εκθέσεις αποκαλύπτουν ότι, ενώ η χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν ποικίλλει πολύ μεταξύ των διαφόρων δημογραφικών ομάδων, η επίπτωση της χρήσης ηρωίνης και ο συνακόλουθος θάνατος συνδέεται σημαντικά με λιγότερο εύπορες ομάδες ανθρώπων» (Mills, 2004, p. 409), γεγονός που συνδυάζεται με την ανεργία και την μη ύπαρξη εισοδήματος. Θετική αλλά όχι σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στους θανάτους από οπιοειδή και στην ανεργία βρήκαν και οι Brown & Wehby (2017), για χώρες των ΗΠΑ και την περιφέρεια της Κολούμπια για τα έτη 1999-2014. Ειδικότερα λοιπόν για τους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών προκύπτει το μοτίβου του άνεργου και άγαμου χρήστη, γεγονός που δικαιολογεί ίσως και την διαμονή με την πατρική οικογένεια. Για τις άλλες κατηγορίες αιτίασης θανάτου φαίνεται ότι η επαγγελματική ιδιότητα είναι μοιρασμένη στη μέση.
Συνεχίζοντας με τις συνθήκες θανάτους και ειδικότερα με το σημείο θανάτου, και παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό ατόμων θα βρισκόταν νεκροί σε εξωτερικό χώρο, είναι ξεκάθαρο ότι το σημείο θανάτου είναι τελικά η οικία των ατόμων, είτε πρόκειται για την δική τους είτε για την πατρική τους οικία είτε για την οικία κάποιου φίλου ή συγγενή.
ΠΙΝΑΚΑΣ 5. Χώρος θανάτου
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
Οικία | 112 | 62,9 | 62,9 | 62,9 |
Νοσοκομείο | 32 | 18,0 | 18,0 | 80,9 |
Ξενοδοχείο | 4 | 2,2 | 2,2 | 83,1 |
Σε εξωτερικό χώρο/δρόμο/πάρκο | 30 | 16,9 | 16,9 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
Ανεύρεση σωρού από
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
Συγγενή | 72 | 40,4 | 40,4 | 40,4 |
Φίλο/η | 19 | 10,7 | 10,7 | 51,1 |
Δημόσια υπηρεσία | 20 | 11,2 | 11,2 | 62,4 |
Άλλο πρόσωπο | 24 | 13,5 | 13,5 | 75,8 |
Άγνωστο | 43 | 24,2 | 24,2 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 6. Διασταύρωση σημείο θανάτου και αιτίας θανάτου
Σημείο Θανάτου | Αιτία θανάτου | Σύνολο
|
||
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες | Αυτοκτονία | Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | ||
Οικία | 60 | 20 | 32 | 112 |
Νοσοκομείο | 15 | 0 | 17 | 32 |
Ξενοδοχείο | 3 | 0 | 1 | 4 |
Σε δρόμο/πάρκο/ εξωτερικό χώρο | 18 | 2 | 10 | 30 |
Σύνολο | 96 | 22 | 60 | 178 |
CHI-SQUARE TESTS
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 13,354a | 6 | ,038 |
Likelihood Ratio | 17,118 | 6 | ,009 |
Linear-by-Linear Association | ,000 | 1 | ,983 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 5 cells (41,7%) have expected count less than 5. The minimum expected count is ,49.
Έτσι βλέπουμε ότι μόνο 30 άτομα έχουν πεθάνει σε εξωτερικό χώρο (16,90%) και όλοι οι υπόλοιποι βρέθηκαν σε εσωτερικό χώρο (83,10%) με κυρίαρχο φυσικά την οικία σε ποσοστό 62,90%, είτε επρόκειτο για δική τους οικία είτε για οικία που φιλοξενούνταν καθώς υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις. Ένα ποσοστό 18% έχει πεθάνει στο Νοσοκομείο χωρίς να έχουμε προηγούμενα στοιχεία για τον τόπο που συνέβη το συμβάν, και τέλος 4 άτομα έχουν πεθάνει σε ξενοδοχείο (2,2%). Ως προς το άτομο που βρήκε τη σωρό προκύπτει ότι επρόκειτο συνήθως για κάποιον συγγενή, καθώς όπως αναφέρθηκε η πλειοψηφία ζούσε στο ίδιο σπίτι με συγγενείς (πατρική οικογένεια, σύζυγος, κ.α.). Στο άλλο πρόσωπο συμπεριλαμβάνονται: γείτονες, διερχόμενοι, ιδιοκτήτες σπιτιών, κ.α., ενώ στη δημόσια υπηρεσία το Νοσοκομείο και σε μία περίπτωση η Πυροσβεστική.
Ειδικότερα για τις περιπτώσεις overdose, είναι συχνό η δηλητηρίαση να λαμβάνει χώρα στο σπίτι του ατόμου ή ακόμη και στο σπίτι κάποιου φίλου του (Strang et al., 1999). Και στην έρευνα της Amundsen (2015), η πλειοψηφία των ατόμων πέθανε στο σπίτι (σχεδόν το 50%), ακολουθούσε το άλλο μέρος εκτός νοσοκομείου, σε μικρότερο ποσοστό το νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα υγείας και ένα ποσοστό περίπου 13% είχε άγνωστο τόπο θανάτου. Αντίστοιχα και στη Σκωτία στην έρευνα των Zador et. al. (2007) η πλειοψηφία των θανάτων είχε συμβεί σε σπίτι, 48% σε δικό τους σπίτι και 20% σε σπίτι φίλων, 6% σε σπίτι συγγενικού προσώπου, 10% σε νοσοκομείο, 8% σε hostel ή ξενοδοχείο. Ενδιαφέρον είναι το εύρημα τους, που δεν μπορεί βέβαια να επιβεβαιωθεί στην παρούσα μελέτη λόγω έλλειψης στοιχείων, ότι στο 48% των περιπτώσεων ήταν παρών κατά τη διάρκεια της υπερβολικής δόσης (overdose) και ένα ακόμη άτομο, συνήθως φίλος ή σύντροφος. Στοιχεία παραθέτουν και για την κλήση ασθενοφόρων, καθώς στο 82% των περιπτώσεων είχε κληθεί ασθενοφόρο που ωστόσο στο 81% των θανάτων ήταν ήδη νεκρά τα άτομα. Στοιχείο που συμφωνεί με τα δεδομένα και της παρούσας έρευνας.
Ειδικότερα ως προς την κλήση ασθενοφόρων, για τους χρήστες ηρωίνης, σύμφωνα με έρευνα των Darke et al. (1996b), φαίνεται να είναι απρόθυμοι να ζητήσουν ιατρική βοήθεια σε περίπτωση overdose, με το ασθενοφόρο να καλείται μόνο στις μισές περιπτώσεις, μάλιστα μόνο στο 17% των περιπτώσεων η πρώτη ενέργεια ήταν η κλήση ασθενοφόρου. Ενώ και εδώ το 86% του δείγματος ήταν παρόντες σε έτερο περιστατικό overdose τους τελευταίους μήνες. Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει ο Shapiro (2009, σελ. 13), «το πού κάνουν οι άνθρωποι χρήση ουσιών και το τι κάνουν τη συγκεκριμένη στιγμή μπορεί να πολλαπλασιάσει τους κινδύνους. Οι νέοι παίρνουν συχνά ουσίες σε επικίνδυνα μέρη, όπως κοντά σε ποτάμια ή παραπόταμους ή σιδηροδρομικές γραμμές, ή σε εγκαταλειμμένα κτίρια μακριά από ενήλικες». Αυτό ενέχει και τον κίνδυνο του να μην μπορεί να φτάσει έγκαιρα ένα ασθενοφόρο. Όπως όμως αναφέρθηκε παραπάνω, στην παρούσα έρευνα οι θάνατοι σε εξωτερικό χώρο αποτελούν μειοψηφία, άρα μειώνεται και ο κίνδυνος του να αργήσει να φτάσει κάποιο ασθενοφόρο.
Από τις κυριότερες μεταβλητές που μελετήθηκαν είναι αυτή της αιτίας θανάτου.
ΠΙΝΑΚΑΣ 7. Αιτία θανάτου
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες | 77 | 43,2 | 43,2 | 43,2 |
Δηλητηρίαση από αιθυλική αλκοόλη | 7 | 3,9 | 3,9 | 47,1 |
Δηλητηρίαση από βενλαφαξίνη και αιθυλική αλκοόλη | 1 | ,6 | ,6 | 47,7 |
Δηλητηρίαση από κατασταλτικά του ΚΝΣ | 10 | 5,6 | 5,6 | 53,3 |
Φαρμακευτική δηλητηρίαση (συμπεριλαμβάνεται βενζοδιαζεπίνη) | 1 | ,6 | ,6 | 53,9 |
Αυτοκτονία | 22 | 12,4 | 12,4 | 66,3 |
Οργανική αιτία | 37 | 20,8 | 20,8 | 87,1 |
Οργανική αιτία – θάνατος σχετιζόμενος με ουσίες | 19 | 10,7 | 10,7 | 97,8 |
Σήψη | 4 | 2,2 | 2,2 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάλυση, οι αιτίες θανάτου ομαδοποιήθηκαν σε 3 βασικές κατηγορίες όπως φαίνεται παρακάτω:
ΠΙΝΑΚΑΣ 8. Αιτία θανάτου
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
Δηλητηρίαση από ουσίες ή αιθυλική αλκοόλη | 96 | 53,9 | 53,9 | 53,9 |
Αυτοκτονία | 22 | 12,4 | 12,4 | 66,3 |
Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | 60 | 33,7 | 33,7 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
Ως προς τις αιτίες θανάτου προκύπτει ότι στην πλειοψηφία τους (53,9%) η αιτία θανάτου είναι η δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες. Έπονται οι οργανικές αιτίες (ισχαιμία μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού, κίρρωση ήπατος, κ.α.) με ποσοστό 33,7% (όπου το 10,7% αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση ως θάνατος σχετιζόμενος με ουσίες) και τέλος η αυτοκτονία σε ποσοστό 12,4%. Ειδικότερα ως προς τις αυτοκτονίες, επισημαίνεται ότι δεν αφορούσαν αυτοκτονία από overdose αλλά απαγχονισμό, πτώση από ύψος και πυροβολισμό από όπλο. Από παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες (μπορεί ωστόσο να συμπεριλαμβάνονται και βενζοδιαζεπίνες λόγω της πολυχρήσης) οι θάνατοι είναι σε ποσοστό 43,2%, από αιθυλική αλκοόλη σε ποσοστό 4,5% και από κατασταλτικά του ΚΝΣ σε ποσοστό 6,2%.
Ο Darke και οι συνεργάτες του (1996a) διαπίστωσαν ότι το overdose σχετίζεται με τη διάρκεια της χρήσης ηρωίνης, τη βαρύτητα εθισμού αλλά και την ταυτόχρονη κατανάλωση αλκοόλ ή/και βενζοδιαζεπινών. Ενώ για τους Rossow και Lauritzen (1999) η δηλητηρίαση από ουσίες και η απόπειρα αυτοκτονίας συνδέονται επίσης με την χρήση πολλαπλών ναρκωτικών ουσιών, την κακή κοινωνική ένταξη και τα ψυχιατρικά προβλήματα. Και με παλαιότερα στοιχεία από τα επείγοντα των νοσοκομείων, οι αυτοκτονίες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και οι απόπειρες αυτοκτονίας, αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, με τα ηρεμιστικά να εμπλέκονται στις περισσότερες περιπτώσεις (Retka & Lester, 1979).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί το ποσοστό θνησιμότητας για τους χρήστες ηρωίνης είναι 13 φορές υψηλότερο από αυτό των συνομηλίκων τους. Ειδικότερα για τους θανάτους που αποδίδονται στην αυτοκτονία το ποσοστό για αυτήν την ομάδα χρηστών κυμαίνεται από 3-35% (η πλειοψηφία των μελετών κυμαίνεται στο 3-10%), με τα στοιχεία να καταδεικνύουν ότι είναι 14 φορές πιο πιθανό να πεθάνουν από αυτοκτονία συγκριτικά με τους συνομήλικούς τους (Darke & Ross, 2002) και το ποσοστό για απόπειρα αυτοκτονίας να είναι τουλάχιστον 12 φορές μεγαλύτερο από ότι για τον γενικό πληθυσμό (Saxon et al., 1978).
Ωστόσο και οι οργανικές αιτίες δεν πρέπει να αγνοούνται καθώς ένα σεβαστό ποσοστό λόγω του ιστορικού της κακής υγείας, των κακών συνθηκών διαβίωσης, της κατανάλωσης καπνού και αλκοόλ και της επιδείνωσης του ανοσοποιητικού συστήματος, και σε συνδυασμό με την ηλικία, καθιστά τους χρήστες πιο ευάλωτους σε μια σειρά χρόνιων προβλημάτων υγείας. Μεταξύ αυτών είναι τα καρδιαγγειακά και πνευμονικά προβλήματα, η μόλυνση με τον ιό της ηπατίτιδας, η κίρρωση του ήπατος και άλλα ηπατικά προβλήματα (http://www.emcdda.europa.eu/publications/edr/trends-developments/ 2015/online/chapter2), προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στο θάνατο.
Για παράδειγμα, η χρήση ουσιών δεν ακολουθεί συχνά για όλους τον ίδιο κανόνα, έτσι η «συνήθως αμελητέα αύξηση του καρδιακού ρυθμού από την κάνναβη μπορεί να είναι επώδυνη για κάποιους που υποφέρουν από στηθάγχη», ενώ η παράλληλη χρήση βενζοδιαζεπινών και αλκοόλ μπορεί να αποβεί μοιραία (Shapiro, 2009, σελ. 18 & 20). Στην παρούσα έρευνα, στις οργανικές αιτίες έχουν ανευρεθεί όλα τα παραπάνω καθώς σε αρκετές περιπτώσεις όπου ανευρέθηκε κάνναβη, υπήρχε ως αιτία θανάτου «Συνεπεία πρόσφατου εμφράγματος του μυοκαρδίου» και αναφερόταν στις παρατηρήσεις του Ιατροδικαστή «Η χρήση της κάνναβης έχει ενοχοποιηθεί για αιφνίδιο θάνατο, εν μέσω πρόκλησης καρδιακών αρρυθμιών» ή «Υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι η κάνναβη (και ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με κατάχρηση οινοπνεύματος) μπορεί να προκαλέσει συμβάσματα από το καρδιαγγειακό σύστημα ακόμη και αιφνίδιο θάνατο». Άλλες οργανικές αιτίες αφορούσαν κίρρωση ήπατος, λοίμωξη αναπνευστικού, εισρόφηση γαστρικού περιεχομένου κ.α. Η λήψη υπερβολικής δόσης άλλωστε, πέραν της δηλητηρίασης, μπορεί να δημιουργήσει και άλλα προβλήματα όπως ο πνιγμός από εμετό σε περίπτωση αναισθησίας λόγω της τοξίκωσης (Shapiro, 2009).
Ως προς τα τοξικολογικά ευρήματα και τις ουσίες που ανιχνεύτηκαν είτε στο αίμα είτε στα ούρα, είτε αλλού (π.χ. ρινικό επίχρισμα), παρατηρήθηκαν τα εξής:
Η συνηθέστερη ουσία είναι η ηρωίνη και έπεται η κάνναβη και οι βενζοδιαζεπίνες. Και το αλκοόλ έχει μεγάλη συχνότητα, ωστόσο στη συντριπτική πλειοψηφία αφορούσε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις στο αίμα που δεν επηρέασαν την αιτία θανάτου.
Πίνακας 9
ΟΥΣΙΑ | Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό |
Κάνναβη | 71 | 39,9 | 39,9 | 39,9 |
Ηρωίνη | 81 | 45,5 | 45,5 | 45,5 |
Οπιοειδή ουσία | 25 | 14,0 | 14,0 | 14,0 |
Κοκαΐνη | 27 | 15,2 | 15,2 | 15,2 |
Μεθαδόνη | 13 | 7,3 | 7,3 | 7,3 |
Βουπρενορφίνη | 1 | ,6 | ,6 | ,6 |
Αμφεταμίνες/ Μεθαμφεταμίνες ή συγγενής αμφεταμίνη | 3 | 1,7 | 1,7 | 1,7 |
a-PVP και pentedrone | 1 | ,6 | ,6 | ,6 |
Βενζοδιαζεπίνες | 65 | 36,5 | 36,5 | 36,5 |
Ιμπογκαΐνη | 1 | ,6 | ,6 | ,6 |
Αλκοόλ | 69 | 38,8 | 38,8 | 38,8 |
Μέσα από την παρούσα έρευνα αναδεικνύεται η υψηλή χρήση βενζοδιαζεπινών (36,5%) πέραν της ηρωίνης (45,5%). Ενώ όπως φαίνεται και η κάνναβη (39,9%) είναι συχνή στη χρήση ουσιών. Προκύπτει λοιπόν ότι η κύρια ομάδα που εμπλέκεται στους θανάτους από δηλητηρίαση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι τα οπιοειδή. Επίσης, σε αρκετούς από τους θανόντες ανευρέθηκε η χρήση κάνναβης γεγονός που την καθιστά αρκετά δημοφιλή ουσία και θα πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο ο ρόλος της τόσο ως προς τη θνησιμότητα όσο και ως προς την συνηγορία υπέρ της εξάρτησης. Η κοκαΐνη ανευρέθηκε σε ένα ποσοστό 15,2%, δεν φαίνεται να αποτελεί λοιπόν τόσο δημοφιλή ουσία, ενώ άλλες ουσίες όπως οι αμφεταμίνες ανευρέθηκαν σε πολύ λίγες περιπτώσεις (1,7%). Σίγουρα ωστόσο, το σημαντικότερο εύρημα είναι ο καθοριστικός ρόλος που παίζουν οι βενζοδιαζεπίνες στην ομάδα των χρηστών ουσιών καθώς φαίνεται να τις χρησιμοποιούν συνδυαστικά με άλλες ουσίες όπως θα αναδειχθεί και παρακάτω.
Σύμφωνα με το Office for National Statistics για την Αγγλία και την Ουαλία, όπως παρατίθεται από τους Turnbull & Standing (2016), τα οπιοειδή όπως η ηρωίνη, η μορφίνη και η μεθαδόνη αποτελούν την πιο κοινή αιτία θανάτου για περίπου 1.800 θανάτους για το 2014. Ενώ σε μεγάλο αριθμό εμπλέκονται και συνταγογραφούμενα φάρμακα. Τέλος αρκετοί από τους θανόντες ήταν πολυχρήστες καθώς είχαν κάνει χρήση διαφόρων εξαρτησιογόνων ουσιών, συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ (στο 1/3 των θανάτων αναφερόταν και το αλκοόλ). Στην έρευνα των Zador, et. al. (2007) για τη Σκωτία τα 2/3 των ατόμων (202/300) ήταν θετικά σε βενζοδιαζεπίνες σε ποσοστό 67%. Επιπλέον, το 59% είχε κάνει χρήση ηρωίνης/μορφίνης, το 56% αλκοόλ, το 28% μεθαδόνη, το 9% κοκαΐνη, το 5% MDMA (ecstasy), το 4% αμφεταμίνες. Αναφερόμενοι ωστόσο στο άρθρο τους σε άλλες έρευνες που έγιναν σε ευρωπαϊκές χώρες, συγκριτικά με το ποσοστό χρήσης βενζοδιαζεπινών, σε προγενέστερες έρευνες το ποσοστό κυμαινόταν από 26%-48%. Αλλά και στην Νότια Τουρκία, σε έρευνα για τους θανάτους από δηλητηρίαση για την περίοδο 2007-2011, το ποσοστό των θανάτων από συνταγογραφούμενα φάρμακα (με τις βενζοδιαζεπίνες να είναι το κυρίαρχο φάρμακο) ανέρχεται στο 25%, από παράνομες ναρκωτικές ουσίες σε 20% (με τα οπιοειδή σε ποσοστό 73,87% και την τετραϋδροκανναβινόλη σε ποσοστό 21,6%) και από αλκοόλ σε ποσοστό 14% (Battal et al., 2016).
Επισημαίνεται ότι αν και οι βενζοδιαζεπίνες μπορεί να χορηγούνται για θεραπευτικούς σκοπούς, η χρήση τους συχνά γίνεται πέραν των οδηγιών, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι η κατάχρηση των βενζοδιαζεπινών συμβάλλει στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα των χρηστών οπιοειδών ουσιών υψηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τους Vogel et al. (2013), οι χρήστες οπιοειδών υψηλού κινδύνου συνήθως καταχρώνται τις βενζοδιαζεπίνες για να αυξήσουν τις επιδράσεις των οπιοειδών. Οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν επίσης να παρατείνουν την ένταση και τη διάρκεια της επίδρασης των οπιοειδών. Γενικά λαμβάνονται από τους χρήστες οπιοειδών από το στόμα, εισπνέονται ή από ενδοφλέβια ένεση. Οι συχνότερα αναφερόμενες βενζοδιαζεπίνες σε μελέτες ή εντοπισμένες σε στατιστικά στοιχεία σχετιζόμενων με τα ναρκωτικά θανάτων είναι η διαζεπάμη, η κλοναζεπάμη, η αλπραζολάμη, η οξαζεπάμη και η φλουνιτραζεπάμη (εύρημα που συμφωνεί και με την παρούσα μελέτη). Οι βενζοδιαζεπίνες με ταχύτερη έναρξη δράσης (π.χ., διαζεπάμη, αλπραζολάμη ή λοραζεπάμη) φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνότερα από χρήστες οπιοειδών από εκείνους με βραδύτερη εμφάνιση (π.χ. οξαζολάμη ή πραζεπάμη) (EMCDDA, 2015).
Η μεγάλη συχνότητα των βενζοδιαζεπινών στις μεταθανάτιες τοξικολογικές εξετάσεις των χρηστών οπιοειδών ουσιών αναφέρεται σε αρκετές έρευνες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται σε σχετικές μελέτες στο άρθρο των Lintzeris et al. (2007) εμφανίζονται στο 40-80% των συνδεόμενων θανάτων με τη μεθαδόνη (Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία) και στο 50-80% των συνδεόμενων θανάτων με την ηρωίνη (Γερμανία, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) και πάνω από το 80% των συνδεόμενων θανάτων με βουπρενορφίνη. Ενώ σύμφωνα με άλλα πρόσφατα στοιχεία του EMCDDA οι βενζοδιαζεπίνες πιστεύεται ότι έχουν διαδραματίσει ρόλο στο 28% των θανάτων στη Σκωτία, στο 48% στη Γαλλία, στο 30-32,5% στην Πορτογαλία και στο 35% στην Ιρλανδία. Ακόμη όμως και αν δεν έπαιξαν ρόλο στο θάνατο, η παρουσία τους σε θανάτους που προκαλούνται από ναρκωτικά, έχει αναφερθεί σε ποσοστά 72% για τη Σκωτία και 88% για τη Φινλανδία. Τέλος, σύμφωνα με στοιχεία των Νοσοκομείων δεν φαίνεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο και την ηλικία ανάμεσα στους χρήστες ηρωίνης-βενζοδιαζεπινών (EMCDDA, 2015).
Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα στοιχεία που παραθέτονται από το ΕΚΤΕΠΝ (2017), όπου για το 2015 τα οπιοειδή συνέχισαν να αποτελούν τη συχνότερα αναφερόμενη κύρια ουσία χρήσης, με την κάνναβη να ακολουθεί ως κύρια ουσία σε ποσοστό 19,4%, την κοκαΐνη σε 6,6% και όλες τις άλλες ουσίες σε 4,2%. Επιπλέον, κάνοντας μνεία σε προγενέστερη έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ, αναφέρεται για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ότι για το 2014 τα οπιοειδή αποτέλεσαν το 39% των αιτημάτων για θεραπεία, η κάνναβη ήταν η δεύτερη κατά σειρά ουσία που οδήγησε σε θεραπεία και η κοκαΐνη ως κύρια ουσία αναφέρεται από το 13% των χρηστών που εισήχθησαν σε θεραπεία το 2014.
Όπως προαναφέρθηκε, το αλκοόλ δεν φαίνεται να διαδραματίζει κύρια ουσία χρήσης καθώς οι περισσότεροι ή δεν είχαν κάνει καν χρήση αλκοόλ (61,2%) ή η κατανάλωση ήταν σε χαμηλή σχετικά συγκέντρωση έως 1,00g/lt αίματος (20,8%). Ουσιαστικά, 32 άτομα έχουν κάνει χρήση αλκοόλ σε συγκέντρωση άνω του 1,00g/lt αίματος με την μεγαλύτερη τιμή να είναι 6,72 g/lt αίματος.
ΠΙΝΑΚΑΣ 10. Τιμές αλκοόλ
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
0 | 109 | 61,2 | 61,2 | 61,2 |
0,01-1 | 37 | 20,8 | 20,8 | 82,0 |
1,01-3 | 21 | 11,8 | 11,8 | 93,8 |
3,01+ | 11 | 6,2 | 6,2 | 100,0 |
Σύνολο: | 178 | 100,0 | 100,0 |
Συνηθίζεται ωστόσο οι χρήστες ναρκωτικών να έχουν συχνά και συνοδευτικά πρόβλημα με το αλκοόλ. Στη μελέτη των Stanistreet et al. (2004), το ¼ των περιπτώσεων είχε συνοδευτικό πρόβλημα, ενώ στις μισές περιπτώσεις υπήρχε αλκοόλ και ναρκωτικά κατά τη νεκροτομή.
Επισημαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις στην τοξικολογική εξέταση εντοπίζονται και άλλες ουσίες όπως αντιψυχωσικά, αντικαταθλιπτικά, κ.α.
Τέλος, ένα ακόμη pattern που προκύπτει από την παρούσα έρευνα είναι αυτό της πολυχρήσης και του προφίλ του πολυχρήστη. Όπως προκύπτει από τις τοξικολογικές εξετάσεις η πλειοψηφία των ατόμων ήταν πολυχρήστες καθώς το 61,8% είχε κάνει παράλληλα και χρήση κάποιας άλλης ουσίας, με το υπόλοιπο 38,2% να χρησιμοποιεί μία κύρια ουσία μόνο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015 για την Ελλάδα, ένα σημαντικό ποσοστό χρηστών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα, ανέφεραν χρήση περισσότερων της μίας ουσίας, με την κάνναβη, τα συνταγογραφούμενα φάρμακα και την κοκαΐνη να είναι οι συχνότερα αναφερόμενες δευτερεύουσες ουσίες και πρωτεύουσα την ηρωίνη (EMCDDA, 2017).
Και σε έρευνα στη Σκωτία για το 2003 το 95% των θανάτων ήταν θετικό για δύο ή παραπάνω ουσίες, με τον πιο κοινό συνδυασμό να αποτελεί η λήψη ηρωίνης/μορφίνης και βενζοδιαζεπινών (11%), να ακολουθεί η ηρωίνη/μορφίνη με το αλκοόλ (10%) και η ηρωίνη/μορφίνη, αλκοόλ και βενζοδιαζεπίνες (10%) (Zador, et. al., 2007). Τα στοιχεία ταιριάζουν και με τα δεδομένα που προκύπτουν από το ΕΚΤΕΠΝ (2017) για το 2015, όπου το 70,5% των ατόμων που εντάχθηκαν σε θεραπεία για προβλήματα από τη χρήση ουσιών ανέφεραν πολλαπλή χρήση ουσιών (74,7% στους χρήστες με κύρια ουσία τα οπιοειδή και 76,2% την κοκαΐνη). Ακόμη, στους χρήστες οπιοειδών, οι επιπλέον συχνότερα αναφερόμενες ουσίες χρήσης ήταν τα ψυχοδραστικά φάρμακα (59,1%, κυρίως βενζοδιαζεπίνες), η κάνναβη (50,5%) και η κοκαΐνη (32,8%). Τα στοιχεία αναδεικνύουν μια αύξηση στο ποσοστό των χρηστών που ανέφεραν χρήση 2 μόνον ουσιών συγκριτικά με τα έτη 2013-2014.
Τα δύο (2) συνταγογραφούμενα φάρμακα με τη μεγαλύτερη αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας, για τα έτη 2003-2009, ήταν η οξυκωδόνη (264,6%) και η αλπραζολάμη (233,8%), οπότε γίνεται αντιληπτός ο μεγάλος αντίκτυπος των βενζοδιαζεπινών στην δηλητηρίαση από υπερβολική δόση. Στους θανάτους από υπερδοσολογία παρατηρείται συχνά ο συνδυασμός των οπιοειδών αναλγητικών με βενζοδιαζεπίνες ή κατασταλτικά-υπνωτικά, με τη διαζεπάμη (22,4%) και την αλπραζολάμη (18,3%) να αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των βενζοδιαζεπινών που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τα οπιοειδή. Ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατάχρηση συνταγογραφούμενων φαρμάκων και οι συναφείς συνέπειες όπως η υπερδοσολογία αποτελεί επιδημικό πρόβλημα (Jann et al., 2013). Ο συνδυασμός ουσιών και ιδιαίτερα η ανάμειξη αλκοόλης και/ή βενζοδιαζεπινών με οπιούχα, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο της δηλητηρίασης από ουσίες (Stanistreet et al., 2004).
Σύμφωνα μάλιστα με το Georgia Bureau of Investigation (GBI), όπως αναφέρεται από τους Jann et al. (2013), το 2010 οι θάνατοι από συνταγογραφούμενα φάρμακα (π.χ. οπιοειδή αναλγητικά, βενζοδιαζεπίνες, κ.α.) ήταν τουλάχιστον 5 φορές περισσότεροι από τους θανάτους από παράνομες ναρκωτικές ουσίες. Στην έρευνα των Campelo και Caldas (2010) για τη Βραζιλία, στο σύνολο των ελεγμένων δειγμάτων, ανιχνεύθηκε αλκοόλ σε ποσοστό 47,4%, κοκαΐνη σε ποσοστό 21,6% και THC σε ποσοστό 17,5%. Σε έρευνα των Corkery και συνεργατών (2017) για το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη δεκαετία 2005-2009, και με επίκεντρο την δηλητηρίαση από κοκαΐνη, ανευρέθηκε ότι οι υπερβολικές δόσεις κοκαΐνης αντιπροσωπεύουν τα 2/3 των περιπτώσεων, με την κοκαΐνη ως μοναδική ουσία να εμπλέκεται στο 23% των περιπτώσεων. Ως προς τη συνδυαστική χρήση, τα οπιοειδή εμπλέκονταν στο 58,2% των περιπτώσεων υπερδοσολογίας κοκαΐνης, το αλκοόλ σε ποσοστό 30% και οι βενζοδιαζεπίνες σε ποσοστό 18%.
Ως προς τον συνδυασμό ουσιών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα έρευνα προκαλεί η συνδυαστική χρήση ηρωίνης και βενζοδιαζεπινών και έπεται ο συνδυασμός ηρωίνης με κάνναβη.
ΠΙΝΑΚΑΣ 11.
ΗΡΩΙΝΗ – ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΕΣ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Βενζοδιαζεπίνες, κάνναβη και ηρωίνη | 12 |
2. | Βενζοδιαζεπίνες, κοκαΐνη, ηρωίνη | 5 |
3. | Βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, ηρωίνη | 5 |
4. | Βενζοδιαζεπίνες και ηρωίνη | 10 |
5. | Κάνναβη, βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, ηρωίνη | 4 |
6. | Βενζοδιαζεπίνες, κοκαΐνη, αλκοόλ, ηρωίνη | 2 |
7. | Βενζοδιαζεπίνες, μεθαδόνη, ηρωίνη | 1 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 39 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 12.
ΗΡΩΙΝΗ – ΚΑΝΝΑΒΗ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Κάνναβη και ηρωίνη | 3 |
2. | Κάνναβη, κοκαΐνη, αλκοόλ, ηρωίνη | 2 |
3. | Κάνναβη, βενζοδιαζεπίνες, ηρωίνη | 12 |
4. | Κοκαΐνη, κοκαΐνη, ηρωίνη | 2 |
5. | Κάνναβη, βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, ηρωίνη | 4 |
6. | Κοκαΐνη, αλκοόλ, ηρωίνη | 4 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 27 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 13.
ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΕΣ – ΑΛΚΟΟΛ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Βενζοδιαζεπίνες και αλκοόλ | 9 |
2. | Βενζοδιαζεπίνες, ηρωίνη, αλκοόλ | 5 |
3. | Βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, ηρωίνη, κάνναβη | 4 |
4. | Βενζοδιαζεπίνες, ηρωίνη, κοκαΐνη, αλκοόλ | 2 |
5. | Βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, μεθαδόνη, οπιοειδή ουσία | 2 |
6. | Βενζοδιαζεπίνες, αλκοόλ, οπιοειδή ουσία | 1 |
7. | Βενζοδιαζεπίνες, κάνναβη, αλκοόλ | 1 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 24 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 14.
ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΕΣ – ΚΑΝΝΑΒΗ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Βενζοδιαζεπίνες, κάνναβη και ηρωίνη | 12 |
2. | Βενζοδιαζεπίνες, κάνναβη, ηρωίνη, αλκοόλ | 4 |
3. | Βενζοδιαζεπίνες και κάνναβη | 4 |
4. | Βενζοδιαζεπίνες και αλκοόλ | 1 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 21 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 15. Διασταύρωση Ηρωίνης και Βενζοδιαζεπινών
Ηρωίνη | Βενζοδιαζεπίνες | Σύνολο | |
Ναι | Όχι | ||
Ναι | 39 | 42 | 81 |
Όχι | 26 | 71 | 97 |
Σύνολο | 65 | 113 | 178 |
Chi-Square Tests
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 8,674a | 1 | ,003 |
Likelihood Ratio | 8,704 | 1 | ,003 |
Linear-by-Linear Association | 8,626 | 1 | ,003 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 0 cells (,0%) have expected count less than 5. The minimum expected count is 29,58.
Το τεστ είναι αξιόπιστο καθώς 0 κελιά έχουν κάτω από 20%.
ΠΙΝΑΚΑΣ 16. Διασταύρωση Αλκοόλ και Βενζοδιαζεπινών
Αλκοόλ | Βενζοδιαζεπίνες | Σύνολο | |
Ναι | Όχι | ||
Ναι | 24 | 45 | 69 |
Όχι | 41 | 68 | 109 |
Σύνολο | 65 | 113 | 178 |
Chi-Square Tests
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | ,146a | 1 | ,702 |
Likelihood Ratio | ,147 | 1 | ,702 |
Linear-by-Linear Association | ,145 | 1 | ,703 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 0 cells (,0%) have expected count less than 5. The minimum expected count is 25,20.
Το τεστ είναι αξιόπιστο καθώς 0 κελιά έχουν κάτω από 20%.
Ως προς το συνδυασμό των βενζοδιαζεπινών με άλλες ουσίες, το αλκοόλ εμπλέκεται σε μικρότερο βαθμό από ότι τα οπιοειδή αναλγητικά, παραμένει ωστόσο ένας σημαντικός παράγοντας στα overdoses από συνταγογραφούμενες ψυχοτρόπες ουσίες (Jann et al., 2013). Οι βενζοδιαζεπίνες αποτελούν συχνά την πλειοψηφία των συνταγογραφούμενων φαρμάκων που ευθύνονται για τους αντίστοιχους θανάτους. Οι γυναίκες μάλιστα παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά καθώς σε σχετική έρευνα το ποσοστό των γυναικών που είχαν ως αιτία θανάτου τη δηλητηρίαση από συνταγογραφούμενα φάρμακα ανήλθε στο 44,80% (Battal et al., 2016).
Ένα άλλο σημείο που χρήζει περαιτέρω μελέτης καθώς διαφαίνεται να υπάρχει συσχέτιση είναι η χρήση αλκοόλ σε υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης (άνω των 3 g/l) σε συνδυασμό με την ηλικία του ατόμου και την οικογενειακή του κατάσταση. Συγκεκριμένα, ένα συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί με σχετική ασφάλεια από τις περιπτώσεις είναι ότι πρόκειται για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Με εξαίρεση μία περίπτωση που ανήκει στην κατηγορία των 35-44 ετών, αλλά ήταν στο όριο καθώς ήταν ήδη 44 ετών, οι υπόλοιποι ήταν από 45 ετών και άνω, με δύο περιπτώσεις να είναι 65 ετών και άνω, όπως φαίνεται και από τον πίνακα 17.
ΠΙΝΑΚΑΣ 17. Ηλικία
Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό | |
35-44 | 1 | 9,1 | 9,1 | 9,1 |
45-54 | 5 | 45,4 | 45,4 | 54,5 |
55-64 | 3 | 27,3 | 27,3 | 81,8 |
65+ | 2 | 18,2 | 18,2 | 100,0 |
Σύνολο: | 11 | 100,0 | 100,0 |
Όσον αφορά στους θανάτους της συγκεκριμένης ομάδας (υψηλή συγκέντρωση αλκοόλ άνω των g/l) η πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν έγγαμοι, σε αντίθεση με τους χρήστες άλλων ουσιών. Όπως φαίνεται και από τα στοιχεία για τα άτομα που εισήλθαν στη θεραπεία για προβλήματα χρήσης αλκοόλ τα έτη 2011-2015, το 43% περίπου ήταν έγγαμοι (ΕΚΤΕΠΝ, 2017). Συγκεκριμένα, στην παρούσα έρευνα τα ποσοστά ανέρχονται σε 36,4% για τους άγαμους, 45,4% για τους έγγαμους και 18,2% για τους διαζευγμένους.
Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα της έρευνας, είναι ότι στις περιπτώσεις της αυτοκτονίας, 22 στο σύνολο, η κυρίαρχη ουσία χρήσης των περιστατικών ήταν η κάνναβη σε ποσοστό μάλιστα αρκετά μεγάλο (77,3%) και δευτερεύοντος η ηρωίνη. Στις 17 από τις 22 περιπτώσεις είχε γίνει χρήση κάνναβης.
ΠΙΝΑΚΑΣ 18.
Κάνναβη | Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό |
Ναι | 17 | 77,3 | 77,3 | 77,3 |
Όχι | 5 | 22,7 | 22,7 | 100,0 |
Σύνολο: | 22 | 100,0 | 100,0 |
Ηρωίνη | Συχνότητα | Ποσοστό | Έγκυρο Ποσοστό | Αθροιστικό Ποσοστό |
Ναι | 6 | 27,3 | 27,3 | 27,3 |
Όχι | 16 | 72,7 | 72,7 | 100,0 |
Σύνολο: | 22 | 100,0 | 100,0 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 19. Διασταύρωση αιτίας θανάτου και χρήσης κάνναβης
Αιτία Θανάτου | Κάνναβη | Σύνολο | |
Ναι | Όχι | ||
Δηλητηρίαση από εξαρτησιογόνες ουσίες | 22 | 74 | 96 |
Αυτοκτονία | 17 | 5 | 22 |
Οργανική αιτία σχετιζόμενη ή μη με ουσίες | 32 | 28 | 60 |
Σύνολο | 71 | 107 | 178 |
Chi-Square Tests
Value | df | Asymp. Sig.
(2-sided) |
|
Pearson Chi-Square | 28,879a | 2 | ,000 |
Likelihood Ratio | 29,589 | 2 | ,000 |
Linear-by-Linear Association | 16,547 | 1 | ,000 |
N of Valid Cases | 178 |
a. 0 cells (,0%) have expected count less than 5. The minimum expected count is 8,78.
Το τεστ είναι αξιόπιστο καθώς 0 κελιά έχουν κάτω από 20%.
Όπως αναφέρουν οι Stanistreet et al. (2004), είναι πιθανότερο ο θάνατος χρηστών ναρκωτικών κυρίως οπιοειδών και μεθαδόνης, να οφείλεται σε ατύχημα παρά σε αυτοκτονία. Οι ίδιοι ερευνητές υποστηρίζουν επίσης ότι το ποσοστό των χρηστών ηρωίνης που αυτοκτονεί κυμαίνεται από 8% έως 35%. Σε κάθε περίπτωση, οι εξαρτημένοι παραμένουν μία ομάδα υψηλού κινδύνου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό ως προς την αυτοκτονία. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι τα ναρκωτικά επιλέγονται ως μέσο αυτοκτονίας μεταξύ των χρηστών ηρωίνης συχνότερα από ό, τι στο γενικό πληθυσμό, η ηρωίνη σπανίως επιλέγεται ως μέσο στις αυτοκτονίες μεταξύ αυτής της ομάδας χρηστών, η οποία φαίνεται να προτιμά τη χρήση πολλαπλών ουσιών ως μέσο αυτοκτονίας (Darke & Ross, 2002), όπως φαίνεται και από τους πίνακες 20 και 21 αναφορικά με το συνδυασμό ουσιών.
ΠΙΝΑΚΑΣ 20.
ΚΑΝΝΑΒΗ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Κάνναβη | 8 |
2. | Κάνναβη, ηρωίνη, κοκαΐνη, αλκοόλ | 1 |
3. | Κάνναβη, ηρωίνη, βενζοδιαζεπίνη, αλκοόλ | 1 |
4. | Κάνναβη, ηρωίνη, βενζοδιαζεπίνη | 1 |
5. | Κάνναβη και μεθαδόνη | 1 |
6. | Κάνναβη και αλκοόλ | 2 |
7. | Κάνναβη και ηρωίνη | 1 |
8. | Κάνναβη και κοκαΐνη | 1 |
9. | Κάνναβη και βενζοδιαζεπίνη | 1 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 17 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 21.
ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΝΑΒΗ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ | |
1. | Ηρωίνη | 1 |
2. | Κοκαΐνη και αλκοόλ | 1 |
3. | Ηρωίνη, κοκαΐνη και βενζοδιαζεπίνη | 1 |
4. | Οπιοειδή ουσία (μορφίνη) | 2 |
ΣΥΝΟΛΟ: | 5 |
Συμπεράσματα – Προτάσεις
Όπως φαίνεται από την παρούσα έρευνα, η πλειοψηφία των θανάτων ανάμεσα στους χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών αφορά στην ηλικιακή ομάδα ατόμων 35-44 ετών, που κατά κύριο λόγο είναι άγαμοι και άνεργοι. Επίσης, η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων συμβαίνει εντός της οικίας τους, ενώ σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία περίπου το ¼ των περιπτώσεων ζουν μόνοι. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περισσότερα άτομα κάνουν χρόνια χρήση και ο θάνατος τους μπορεί να προέλθει είτε λόγω της καταπόνησης του οργανισμού τους είτε λόγω τοξικής δηλητηρίασης. Η τοξική δηλητηρίαση σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επέρχεται μετά τη διακοπή της θεραπείας ή της προσπάθειας για αποτοξίνωση. Αρκετοί από τους θανόντες έμεναν ακόμη με τους γονείς τους ή είχαν επιστρέψει στους γονείς τους λόγω της κρίσης. Ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τη σωρό βρήκε κάποιος συγγενής.
Τα στοιχεία συμφωνούν και με αυτά που παρατίθενται από το ΕΚΤΕΠΝ (2017) για τη δεκαετία 2006-2015 όπου αναφέρεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θανόντων ήταν άγαμοι και άνεργοι αλλά και με τα στοιχεία που αφορούν άτομα τα οποία εισήλθαν σε θεραπεία την ίδια δεκαετία, που κατά πλειοψηφία δήλωναν άνεργοι (ποσοστά άνω του 57%). Ως προς την τελευταία κατηγορία των ανέργων, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περισσότερα άτομα διέμεναν με τους γονείς τους (με σταδιακή μείωση στα ποσοστά από 66,9% το 2006 σε 53,2% το 2015) και ένα πολύ μικρό ποσοστό έμενε μόνο του (με σταδιακή αύξηση στα ποσοστά από 11,9% το 2006 σε 16,7% το 2015).
Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι η χρήση διαφορετικών ουσιών καθώς η πλειοψηφία των θανόντων ήταν πολυχρήστες, γεγονός που αναδεικνύει ότι οι θάνατοι δεν οφείλονται μόνο στη χρήση παράνομων ουσιών αλλά και στις νόμιμες ουσίες όπως είναι το αλκοόλ και οι βενζοδιαζεπίνες που χρησιμοποιήθηκαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Ο συνδυασμός δύο, τριών ή/και περισσοτέρων ουσιών σαφώς αποτελεί παράγοντα κινδύνου για αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας. Ειδικότερα ως προς τις ουσίες φαίνεται ότι οι τρεις επικρατέστερες, με σειρά προτεραιότητας, είναι η ηρωίνη, η κάνναβη και οι βενζοδιαζεπίνες. Επίσης, και το αλκοόλ συναντάται σε πολλές περιπτώσεις ωστόσο στις περισσότερες δεν βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση ώστε να θεωρηθεί θανατηφόρα ή επικίνδυνη η χρήση του. Ωστόσο, το αλκοόλ φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως αιτία θανάτου (για παράδειγμα, δηλητηρίαση από αλκοόλ) στα άτομα άνω των 44 ετών, όπου η πλειοψηφία αυτών ήταν έγγαμοι με προφίλ διαφορετικό από αυτό των χρηστών άλλων ναρκωτικών ουσιών.
Σημαντικό επίσης είναι το μεγάλο ποσοστό χρήσης βενζοδιαζεπινών ανάμεσα στις περιπτώσεις που μελετήθηκαν. Οι βενζοδιαζεπίνες είναι μια ευρέως συνταγογραφούμενη ομάδα φαρμάκων με ποικίλες κλινικές χρήσεις, όπως η θεραπεία του άγχους και της αϋπνίας αλλά και η διαχείριση της αποτοξίνωσης των χρηστών ουσιών. Ωστόσο, αποτελεί και μια ομάδα φαρμάκων που χρησιμοποιείται συχνά από χρήστες οπιούχων υψηλού κινδύνου και σχετίζεται με τη θνησιμότητα αυτής της ομάδας (EMCDDA, 2015). Η ενημέρωση λοιπών των χρηστών για την επικινδυνότητα της συνδυαστικής χρήσης και της συμμετοχής των βενζοδιαζεπινών στα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας λόγω της επίδρασης με άλλες ουσίες, κρίνεται απαραίτητης σημασίας.
Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της παρούσας μελέτης είναι η συσχέτιση της χρήσης κάνναβης με τις αυτοκτονίες. Στις 22 περιπτώσεις αυτοκτονίας οι 17 (ποσοστό 77,3%) είχαν κάνει χρήση κάνναβης. Το παρόν εύρημα χρειάζεται περαιτέρω μελέτη προκειμένου να αναδειχθεί εάν όντως υπάρχει υψηλή συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση κάνναβης και στις αυτοκτονίες, καθώς και σύγκριση των αποτελεσμάτων με δεδομένα και από άλλες περιπτώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της διαμόρφωσης πολιτικών που θα στοχεύουν στην πρόληψη θανάτων από ουσίες καθώς φαίνεται ότι και στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα συγκεκριμένο pattern ως προς την ηλικία που αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Η εκπαίδευση των εξαρτημένων αλλά και των σημαντικών άλλων, για παράδειγμα της οικογένειας, για την πρόληψη των θανάτων και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της δηλητηρίασης από υπερβολική δόση είναι υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι θάνατοι συμβαίνουν εντός της οικίας, στην οποία μάλιστα φαίνεται να διαμένει στην πλειονότητα των περιπτώσεων και άλλο άτομο (συγγενικό ή μη).
Με δεδομένο ότι οι θάνατοι από ναρκωτικά συνήθως συμβαίνουν είτε τυχαία είτε από σκόπιμη δηλητηρίαση (υπερβολική δόση), είναι συχνά αιφνίδιοι και δεν επιτρέπουν στην οικογένεια να προετοιμαστεί για αυτούς (Adfam and Cruse Breavement Care, 2014), είναι απαραίτητη η εκπαίδευσή της ως προς τους παράγοντες κινδύνου, τα pattern αναφορικά με την θνησιμότητα και τους τρόπους αντιμετώπισης του overdose. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η οικογένεια αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την παραμονή του εξαρτημένου σε θεραπεία (Πουλόπουλος, 2011), οπότε η εκπαίδευση της σε προγράμματα πρόληψης αιφνίδιου θανάτου μπορεί να συνεισφέρει στην κινητοποίηση του χρήστη για θεραπεία με απώτερο στόχο την απεξάρτηση του ατόμου από τη χρήση ουσιών. Η όλη εκπαίδευση βοηθά την οικογένεια να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το εξαρτημένο μέλος αλλά όλο το οικογενειακό σύστημα (Πουλόπουλος, 2011).
Στην Ελλάδα οι δράσεις πρόληψης επικεντρώνονται στο αλκοόλ και τον καπνό, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στις προληπτικές παρεμβάσεις στο σχολείο, ενώ και η οικογένεια είναι άλλη μια ομάδα-στόχος στην πρόληψη της χρήσης των ναρκωτικών (EMCDDA, 2017). Μέσα από την παρούσα έρευνα προτείνεται η δημιουργία προγραμμάτων πρόληψης της θνησιμότητας αλλά και διαχείρισης και αντιμετώπισης του overdose. Ο Ward και οι συνεργάτες του (2002) αναφερόμενοι στην επισήμανση του Davoli και των συνεργατών του ότι ο κίνδυνος θανάτου από υπερβολική δόση είναι υψηλότερος για όσους βρίσκονται εκτός θεραπείας σε σύγκριση με αυτούς που είναι σε επαφή με τις θεραπευτικές υπηρεσίες, υπογραμμίζουν την ανάγκη για παρεμβάσεις σε χρήστες ναρκωτικών που είναι εκτός θεραπευτικών δομών. Πολιτικές και δράσεις που εφαρμόζονται στην Ελλάδα όπως το streetwork, ενδεχομένως στηρίζονται σε αυτά τα δεδομένα, καθώς δίνουν βάση στην προσέγγιση των ατόμων που ζουν στο δρόμο ή που δεν προσέρχονται σε θεραπεία κατασκευάζοντας την αντίληψη ότι η ομάδα αυτή αποτελεί την ομάδα υψηλού κινδύνου. Ωστόσο, η παρούσα έρευνα δείχνει ότι και οι θάνατοι στο σπίτι είναι συνηθισμένοι και άρα οι πολιτικές θα έπρεπε να στοχεύουν και σε προγράμματα βοήθειας στο σπίτι, προγράμματα στήριξης και εκπαίδευσης οικογενειών για overdose και προγράμματα εκπαίδευσης και χορήγησης στα άτομα και στις οικογένειες, ναλοξόνης, για την αντιμετώπιση του overdose από τα οπιοειδή και το αλκοόλ. Ο Strang και οι συνεργάτες του (1999) υποστηρίζουν την χορήγηση ναλοξόνης, λόγω των υψηλών ποσοστών περιστατικών overdose από τους χρήστες ουσιών στην Αγγλία, με το 89% αυτών να είναι αποτέλεσμα χρήσης οπιοειδών. Μάλιστα το 79% των θανάτων είχε συμβεί υπό την παρουσία φίλων, οπότε η χορήγηση ναλοξόνης ενδεχομένως θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια. Από ότι διαπιστώθηκε ωστόσο στη μελέτη τους μόνο το 35% γνώριζε από πριν την ύπαρξη και τα αποτελέσματα της ναλοξόνης, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό δήλωσε πως θα την είχε χορηγήσει αν την είχε μαζί του. Ενδεχομένως λοιπόν, αντίστοιχα ενημερωτικά και εκπαιδευτικά προγράμματα να αποβούν σωτήρια για κάποιους χρήστες ουσιών και ως αποτέλεσμα να συμβάλλουν στην μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από δηλητηριάσεις από υπερβολική δοσολογία.
Εν κατακλείδι, όπως αναφέρει ο Δασκαλάκης (2017) κάνοντας μνεία στις θέσεις του Λακάν, η θνητότητα του καθενός είναι αδιανόητη και μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπειρίας μόνο σε δεύτερο χρόνο, βλέποντας το θάνατο κάποιου άλλου. Η εμπειρία του να χάσεις κάποιον από ναρκωτικά ή αλκοόλ δεν είναι μόνο επώδυνη αλλά συχνά και τραυματική και περίπλοκη (Turnbull & Standing, 2016). Αυτή ωστόσο η εμπειρία θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη αν χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση ενός προγράμματος πρόληψης. Όπως αναφέρει άλλωστε και ο Neimeyer (2006), για την επιρροή του θανάτου στις ζωές των άλλων, κάθε άτομο είναι μέλος ενός συστήματος θρήνου που επηρεάζεται από την απώλεια, με τις στατιστικές να δείχνουν ότι κάθε θάνατος αγγίζει τη ζωή 128 ανθρώπων. Αυτή λοιπόν η οδυνηρή εμπειρία μπορεί να νοηματοδοτήσει μία νέα κοινωνική πολιτική στην καταπολέμηση των υψηλών ποσοστών θνησιμότητας.
Funding
This research received no specific grant from any funding agency in the public, commercial, or not-for-profit sectors.
Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία ελληνόγλωσση
ΕΚΤΕΠΝ (2017). Η Κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα. Αθήνα: ΕΠΙΨΥ.
Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, (2017) Ελλάδα: Ετήσια έκθεση για τα ναρκωτικά 2017. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2017.
Δασκαλάκης, Α. (2017). «Δεν είμαι το σώμα μου: Αναζητώντας το υλικό θεμέλιο του υποκειμένου». Στο Μ. Πούρκος (επιμ.), Το σώμα ως τόπος βιωμάτων, ταυτοτήτων και κοινωνικών νοημάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.
Μάτσα, Κ. (2012). Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη. Ο τοξικομανής και ο θάνατος. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.
Neimeyer, R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις. Αντιμετωπίζοντας την απώλεια (επιμ. Δ. Παπαδάτου). Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική Εργασία και Εξαρτήσεις: Οι Κοινότητες της Αλλαγής. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.
Shapiro, H. (2009). Drugs. Ένας πλήρης οδηγός για τις νόμιμες και τις παράνομες ψυχοδραστικές ουσίες. Αθήνα: Εκδόσεις Ερευνητές.
Βιβλιογραφία ξενόγλωσση
Adfam and Cruse Breavement Care (2014). Drug and alcohol related bereavement project Scoping review – October 2014 (http://www.adfam.org.uk/cms/docs/Adfam-Cruse_Drug_and_alcohol_related_bereavement_Scoping_review_-_October_2014.pdf) (Ημ/νία πρόσβασης 27/02/2018)
Amundsen, A. (2015). Drug-related causes of death: Socioeconomic and demographic characteristics of the deceased. Scandinavian Journal of Public Health, 2015:43, 571-579.
Battal, D., Aktas, A., Sungur, M.A., Bilgin, N.G., & Cekin, N. (2016). Evaluation of poisoning deaths in the Cukurova Region, Turkey, 2007-2011. Toxicology and Industrial Health, Vol. 32:3, 476–484.
Brown, Ε. & Wehby, G. (2017). Economic Conditions and Drug and Opioid Overdose Deaths. Medical Care Research and Review, 00:0, 1-16.
Campelo, E.L.C. & Caldas, E.D. (2010). Postmortem data related to drug and toxic substance use in the Federal District, Brazil, from 2006 to 2008. Forensic Science International, 200, 136–140.
Corkery, J., Claridge, H., Goodair, C. & Schifano, F. (2017). An exploratory study of information sources and key findings on UK cocaine-related deaths. Journal of Psychopharmacology, 31:8, 996-1014.
Darke, S., Ross, J. & Hall, W. (1996a). Overdose among heroin users in Sydney, Australia: I. Prevalence and correlates of non-fatal overdose. Addiction, 91:3, 404-411.
Darke, S., Ross, J. & Hall, W. (1996b). Overdose among heroin users in Sydney, Australia: II. Responses to overdose. Addiction, 91:3, 413-417.
Darke, S. & Ross, J. (2002). Suicide among heroin users: rates, risk factors and methods. Addiction, 97, 1383–1394.
EMCDDA – European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (2013). European Drug Report 2013: Trends and developments. Luxembourg: Publications Office of the European Union, available at: http://www.emcdda.europa.eu/attachements.cfm/att_213154_EN_TDAT13001ENN1.pdf (Ημ/νία πρόσβασης 19/03/2018)
EMCDDA (2015). PERSPECTIVES ON DRUGS. The misuse of benzodiazepines among high-risk opioid users in Europe available at http://www.emcdda.europa.eu/system/files/publications/2733/Misuse%20of%20benzos_POD2015.pdf (Ημ/νία πρόσβασης 27/02/2018).
Gossop, M., Griffiths, P., Powis, B, Williamson, S. & Strang, J. (1996). Frequency of non-fatal heroin overdose: survey of heroin users recruited in non-clinical settings. British Medical Journal, 313: 402.
Hammersley, R., Cassidy, M.T. & Oliver, J. (1995). Drugs associated with drug-related deaths in Edinburgh and Glasgow, November 1990 to October 1992. Addiction, 90:7, 959-965.
Hulse, G.K., English, D.R., Milne, E. & Holman, C.D.J. (1999). The quantification of mortality resulting from regular use of illicit opiates. Addiction, 94:2, 221-229.
Jann, M., Kennedy, W. K. & Lopez, G. (2013). Benzodiazepines: A Major Component in Unintentional Prescription Drug Overdoses With Opioid Analgesics. Journal of Pharmacy Practice, 27:1, 5-16.
Lintzeris, N., Mitchell, T. B., Bond, A. J., Nestor, L. & Strang, J. (2007). Pharmacodynamics of diazepam co-administered with methadone or buprenorphine under high dose conditions in opioid dependent patients. Drug and Alcohol Dependence, 91, 187-94.
Mills, K. (2004). Reducing drug-related deaths: The responsibility of NOMS? Probation Journal 51:4, 407-414.
Retka, R. & Lester, G. (1979). Drug-Related Suicide: A DAWN Profile. International Journal of the Addictions, 14:5, 599-606.
Rossow, I. & Lauritzen, G. (1999). Balancing on the edge of death: suicide attempts and life-threatening overdoses amongst drug addicts. Addiction 94:2, 209-219.
Saxon, S., Kuncel, E. & Aldrich, S. (1978). Drug Abuse and Suicide. The American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 5:4, 485-495.
Stanistreet, D., Gabbay, M., Jeffrey, V. & Taylor, S. (2004). Are Deaths Due to Drug Use Among Young Men Underestimated in Official Statistics? Drugs: Education, Prevention and Policy, 11:3, 229-242.
Strang, J., Powis, B., Best, D., Vingoe, L., Griffiths, P., Taylor, C., Welch, S. & Gossop, M. (1999). Preventing opiate overdose fatalities with take-home naloxone: pre-launch study of possible impact and acceptability. Addiction, 94:2, 199-204.
Turnbull, F. & Standing, O. (2016). Drug and alcohol-related bereavement and the role of peer support. Bereavement Care, 35:3, 102-108.
Valentine, C. & Walter, T. (2015). Creative responses to a drug or alcohol-related death: a socio-cultural analysis. Special Edition of Illness, Crisis, & Loss, Vol 23:4, 310-322 available at http://opus.bath.ac.uk/42877/3/Valentine_and_Walter_Bereavement_and_Creativity.pdf (Ημ/νία πρόσβασης 02/03/2018)
Vogel, M., Knopfli, B., Schmid, O., Prica, M., Strasser, J., Prieto, L., Wiesbeck, G. & Dürsteler-MacFarland, K. (2013). Treatment or “high”: Benzodiazepine use in patients on injectable heroin or oral opioids. Addictive Behaviors, 38, 2477-2484.
Ward, J., Chester, J., Bates, S. & Richards, J. (2002). Identifying risks and responding to overdose: piloting of an overdose prevention programme. Journal of Substance Use, 7:1, 6-14.
Zador, D., Rome, A., Hutchinson, S., Hickman, M., Baldacchino, A., Fahey, T., Taylor, A., & Kidd, B. (2007). Differences between injectors and non-injectors, and a high prevalence of benzodiazepines among drug related deaths in Scotland 2003. Addiction Research & Theory, 15:6, 651-662.
http://www.emcdda.europa.eu/publications/edr/trends-developments/2015/online/chapter2 (Ημ/νία πρόσβασης 27/02/2018)