Το ζήτημα της αποποινικοποίησης των ναρκωτικών στη Σουηδία[1]

 

HENRIK THAM [2]

DOI: https://doi.org/10.57160/JWXK9370

Στη Σουηδία,  ο προσανατολισμός  της πολιτικής  για τα ναρκωτικά, άλλαξε γύρω στο 1980.  Στο παρελθόν, η  νομοθεσία αλλά και οι αστυνομικές αρχές  έδειχναν να επικεντρώνονται περισσότερο  στους παραγωγούς,  τους εισαγωγείς και τους  μεγάλους διακινητές.  Η αλλαγή των προσανατολισμών είχαν σαν αποτέλεσμα  μια μεταβολή  ως προς την εστίαση , καθώς τώρα  η προσοχή  στράφηκε περισσότερο στον ίδιο το χρήστη  κι αυτό εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους. Σε Πράξη της Εισαγγελικής Αρχής, το 1980, αναφέρεται ότι η κατοχή ναρκωτικών για προσωπική χρήση θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή από την αστυνομία μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις. Από εκεί και πέρα η αστυνομία άρχισε να καταδιώκει τους χρήστες στο δρόμο κι ο αριθμός εκείνων που κρίθηκαν ένοχοι για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά διπλασιάστηκε, μεταξύ των ετών και 1979 και 1981. Σύμφωνα με τη νέα θεωρία, που καθόρισε τις αλλαγές στις προτεραιότητες της αστυνομίας, ο χρήστης ήταν πλέον ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα οπότε, από τη στιγμή που ο χρήστης έβγαινε από τη μέση, θα μπορούσε να καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα που συνθέτουν οι έμποροι, οι παραγωγοί και τα διεφθαρμένα πολιτικά καθεστώτα. Οι μεταβολές στην πολιτική για τα ναρκωτικά, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο που δρομολογήθηκε με το σύνθημα του Σουηδικού Κοινοβουλίου, περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, «Σουηδία: Μια κοινωνία απαλλαγμένη από Ναρκωτικά».

Μετά την επάνοδο των σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση της χώρας, το 1982, συστάθηκε Επιτροπή για τα Ναρκωτικά. Οι συστάσεις της επιτροπής συνηγορούσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπέρ μιας σκληρότερης πολιτικής (SOU 1984:13). Το αίτημα να θεωρείται η χρήση των ναρκωτικών ποινικό αδίκημα δεν έγινε, ωστόσο, δεκτό. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την Επιτροπή, αν γινόταν κάτι τέτοιο οι αστυνομικοί, στα διάφορα τμήματα, θα αναγκάζονταν στο τέλος να «κολυμπάνε στα ούρα», με όλα εκείνα τα τεστ που ένα τέτοιο σύστημα θα προϋπέθετε. Αυτή ήταν, ωστόσο η μόνη πρόταση που διατύπωσε η Επιτροπή και υπέβαλε προς συζήτηση σε πολιτικό και δημόσιο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά ήταν εντονότατα τα αιτήματα που διατυπώθηκαν υπέρ της ποινικοποίησης. Παρά ταύτα, οι σοσιαλδημοκράτες, ενέμειναν στην έκθεση της Επιτροπής τους και δεν προχώρησαν σε ποινικοποίηση της κατοχής των ναρκωτικών για προσωπική κατανάλωση.  Ήταν χαρακτηριστική, από την άλλη πλευρά, η περίπτωση των προεκλογικών πανό του Φιλελεύθερου κόμματος, κατά την εκλογική αναμέτρηση του 1985, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, αναγραφόταν ότι, αν οι Φιλελεύθεροι έπαιρναν το τιμόνι της χώρας η χρήση των ναρκωτικών θα απαγορευόταν. Οι Σοσιαλδημοκράτες αποφάσισαν ότι το τελευταίο που τους χρειαζόταν ήταν μια τέτοια αντιπολιτευτική καμπάνια. Πριν τις εκλογές του 1988, επήλθε η ποινικοποίηση της κατανάλωσης ναρκωτικών. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, η απαγόρευση αυτή, έπαψε να θεωρείται παραβίαση ατομικής ελευθερίας του προσώπου. Εν πάση περιπτώσει, η ποινή που προβλεπόταν συνίστατο απλά σε ένα πρόστιμο.

Και πάλι, όμως, τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν ήταν έτοιμα να αφήσουν να πάει χαμένη μια τέτοια προεκλογική ευκαιρία και άρχισαν να πιέζουν για τη συμπερίληψη, στις ποινές  του αδικήματος της χρήσης, και της φυλάκισης. Κάτι τέτοιο ήταν προδίκασμα για να μπορεί η αστυνομία να προχωρά σε υποβολή υπόπτων χρήσης ναρκωτικών σε εξετάσεις χωρίς τη συναίνεσή τους. Να σημειωθεί ότι από την πλευρά της η αστυνομία είχε δηλώσει ότι χωρίς την ευχέρεια αυτή, ο ρόλος της θα ήταν αποδυναμωμένος. Όταν αργότερα, το 1991, τα μη σοσιαλιστικά κόμματα ήρθαν στην εξουσία, φρόντισαν να νομοθετήσουν ανάλογα, με αποτέλεσμα τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, το 1993.

Βασιζόμενη στη νέα νομοθεσία, η Σουηδική αστυνομία ανέλαβε δράση, διεξάγοντας, με καταναγκασμό, 10.000 δειγματοληπτικούς ελέγχους ούρων, κάθε χρόνο. Ο αριθμός αυτός προοδευτικά αυξήθηκε. Το 2007 καταγράφηκαν στα αρχεία της αστυνομίας περισσότερες από 42.000 περιπτώσεις κατανάλωσης ναρκωτικών. Στην πλειοψηφία τους, τα θετικά, στη χρήση ναρκωτικών, αποτελέσματα προήλθαν από καταναγκαστικούς δειγματοληπτικούς ελέγχους ούρων. Σκοπός του νέου νόμου ήταν να αποτρέψει τη νεολαία από το να αρχίσει την χρήση ουσιών. Από το 1993 – έτος θέσης σε ισχύ του νέου νόμου – μέχρι το 2000, ο αριθμός των 15-χρονων που, σε σχετικά ερωτήματα που τους τέθηκαν, στα πλαίσια εθνικών ερευνών, απάντησαν ότι είχαν δοκιμάσει ναρκωτικά, τριπλασιάστηκε. Κατά την αξιολόγηση της νομοθεσίας από το Τεχνικό Συμβούλιο Πρόληψης της Εγκληματικότητας της Σουηδίας, το 2000, το συμπέρασμα που συνήχθη ήταν ότι η αστυνομία είχε μεταβάλει τις προτεραιότητες της, μεταστρέφοντας την προσοχή της από τα σοβαρότερα αδικήματα προς αδικήματα περί την κατοχή και τη χρήση ουσιών, καθώς και ότι η αύξηση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων για αδικήματα περί των ναρκωτικών ήταν ακόμα περισσότερο έντονη στους κόλπους της ηλικιακής ομάδας 15 έως 17 ετών. Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε σύγκρουση προς τη βούληση του νομοθέτη (Εθνικό Συμβούλιο, 2000. 9) Ο αριθμός των νέων που είχαν δοκιμάσει ναρκωτικά έχει, στο μεταξύ, ήδη από την αρχή της νέας χιλιετίας, μειωθεί, παρά το ότι παραμένει σαφώς σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που καταγράφονταν πριν θεσμοθετηθεί το καταναγκαστικό τεστ ούρων (CAN 2008).

Η υποτιθέμενη επιτυχία της Σουηδικής πολιτικής για τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης και της ποινικοποίησης της κατανάλωσης, συσχετίζεται προς δείκτες επιπολασμού της χρήσης της κάνναβης κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, για λόγους αναψυχής. Διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη Σουηδία ως τη χώρα με τη χαμηλότερη αναλογία μαθητών ηλικίας μεταξύ 15 και 16 ετών που έχουν δοκιμάσει ναρκωτικά. Αυτή ήταν η εικόνα που προσπαθούσε να περάσει και σχετικό πληροφοριακό έντυπο που υποβλήθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά, το 1988. (Μια Στρατηγική Πρόληψης [A Preventive Strategy],1988). Σε εκείνο το ίδιο φυλλάδιο αναφερόταν ότι «η Σουηδική νομοθεσία για τα ναρκωτικά δεν κάνει ουσιαστική διάκριση μεταξύ των «μαλακών» και το «σκληρών» ναρκωτικών» (op.cit. 9).

Η υποτιθέμενη επιτυχημένη εικόνα προωθείται και σε πιο πρόσφατο δημοσίευμα του UN-ODC (Γραφείο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και την Εγκληματικότητα), το 2006. Η συγκεκριμένη έκθεση, με τίτλο Η Επιτυχημένη Πολιτική της Σουηδίας, στο θέμα των Ναρκωτικών: Ανασκόπηση Στοιχείων, συντάχθηκε από μέλη του προσωπικού του UN-ODC, με την υποστήριξη κυβερνητικού αξιωματούχου της Σουηδίας. Μεταξύ των στοιχείων που καταγράφονται ως δείκτες και που, κατά την έκθεση, καταδεικνύουν την επιτυχία της Σουηδίας στο συγκεκριμένο τομέα, είναι η προσωρινότητα της χρήσης, ο επιπολασμός κατά τη διάρκεια του βίου και η γνώση των χώρων, όπου μπορεί κανείς εύκολα να προμηθευθεί κάνναβη (UNODC, 2006). Όσο για τις περιπτώσεις προβληματικής χρήσης, αυτές είτε απομειούνται είτε παρουσιάζονται εν παρόδω, δημιουργώντας έτσι μια στρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Σύμφωνα με την έκθεση του UNODC, η Σουηδία εντάσσεται στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, όσον αφορά την προβληματική χρήση – μολονότι, μέσα από την ίδια την έκθεση, γίνεται μια προσπάθεια διαφορετικής ερμηνείας της πραγματικότητας, καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη οι στατιστικές ενδιάμεσες περίοδοι. Θα πρέπει, εξ’ άλλου, να σημειωθεί ότι, ιδωμένα σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, τα στοιχεία της Σουηδίας εμφανίζουν συγκριτικά αυξημένους αριθμούς θανάτων από ναρκωτικά – κι αυτό είναι κάτι που δεν αναφέρεται στη συγκεκριμένη έκθεση. Η αναστροφή της τάσης που ξεκίνησε, κατά τα φαινόμενα, περί το έτος 2000, οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στην εφαρμογή περισσότερο γενναιόδωρων προγραμμάτων ή στην υιοθέτηση προσεγγίσεων υποκατάστασης με μεθαδόνη. Πρόκειται για το Πρόγραμμα Methadone, etc. που είχε, στο παρελθόν, τύχει ιδιαίτερα περιορισμένης εφαρμογής εξ’ αιτίας των ιδεολογικών επιφυλάξεων γύρω από το συγκεκριμένο θέμα.

Δεν είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, εύκολο να δικαιολογηθεί η ποινικοποίηση της κατανάλωσης ναρκωτικών με επίκληση των επιπτώσεων που κάτι τέτοιο θα είχε στη συνήθη και την προβληματική χρήση ουσιών. Προ της ποινικοποίησης, που επήλθε το 1988, και ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε παρατηρηθεί σαφής μείωση του αριθμού των νέων που είχαν δοκιμάσει ναρκωτικά έστω και μια φορά. Από τη στιγμή που ο κολαστικός μηχανισμός συμπεριέλαβε και την ποινή της φυλάκισης (1993), τα συγκεκριμένα μεγέθη αυξήθηκαν κατακόρυφα. Πολύ μεγαλύτερος, εξ’ άλλου, εμφανίζεται σήμερα, ο αριθμός των προβληματικών χρηστών, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη των δεκαετιών του ’70 και του ’80.

Αντί να κατευθύνονται με γνώμονα τον περιορισμό της προβληματικής χρήσης – ή τουλάχιστο να καταστήσουν μια τέτοια χρήση λιγότερο προβληματική, όπως θα ανέμενε κανείς, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στα πλαίσια των διαφόρων πολιτικών, στον τομέα αυτό, στη Σουηδία, έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσπάθεια αποτροπής των νέων από το να δοκιμάσουν ναρκωτικά έστω και για μια φορά, παρουσιάζοντας την κάνναβη ως ουσία το ίδιο επικίνδυνη, όπως και τα σκληρά ναρκωτικά. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί ως εξής: ένας λόγος είναι η προσήλωση στη «θεωρία της κλιμάκωσης», κατά την οποία κάποιος που ξεκινά με μια πρώτη, ελάσσονος σημασίας παράβαση που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, θα συνεχίσει, στο μέλλον, με κάτι σοβαρότερο.

Η θεωρία αυτή, κληροδότημα της Κίνησης της Εγκράτειας στη Σουηδία (Lenke 1991)  δεν μπορεί, ωστόσο, να βρεί έρεισμα στα γεγονότα. Η διεύρυνση της προβληματικής χρήσης ουσιών στη Σουηδία, που παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δεν κινείται παράλληλα με τα μεγέθη επιπολασμού χρήσης κατά τη διάρκεια του βίου ή της προσωρινής χρήσης (Tham, 1998). Αλλά ούτε και διαπολιτισμικά, σε Ευρωπαϊκο επίπεδο, μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποιο συσχετισμό μεταξύ της χρήσης των «μαλακών» ναρκωτικών (κάνναβη) και της προβληματικής χρήσης (UNODC, 2006 – Πίνακες Στοιχείων 29 και 37).

Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ της μεγαλύτερης σημασίας που θα είχε να επικεντρωθεί κανείς στην προβληματική χρήση, είναι ο ίδιος ο στόχος της Σουηδικής πολιτικής για τα ναρκωτικά – εκείνης με τον τίτλο Σουηδία: μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα ναρκωτικά. Ο στόχος αυτός τελικά αποτέλεσε το βασικότερο εμπόδιο στην πορεία για αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών στη χώρα. Δεδομένου ότι πρόκειται για έκφραση ιδεολογίας, δεν είναι δυνατό να καταξιωθεί με την επίκληση πραγματικών περιστατικών. Δεν παύει ωστόσο να έχει για πολύ καιρό παρεμποδίσει την ανάπτυξη προγραμμάτων υποκατάστασης. Να σημειωθεί επίσης ότι με εξαίρεση δύο κομητείες στη χώρα, όλες οι υπόλοιπες, λόγω της συγκεκριμένης αντίληψης, δεν προχώρησαν στη σύσταση προγραμμάτων ανταλλαγής συριγγών, και αυτό παρά τη νομοθεσία του 2006 που επέτρεπαν την ανάπτυξη τέτοιων προγραμμάτων. Η ίδια αυτή αντίληψη εξάλλου, οδήγησε τον Υπουργό Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας, να διατυπώσει προειδοποιήσεις κατά των ευνοϊκών στάσεων που οι κυβερνήσεις της Νορβηγίας και της Δανίας επέλεξαν να υιοθετήσουν απέναντι στα προγράμματα συντήρησης με ηρωίνη (Larson, 2009). Το σύνθημα Σουηδία: μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα ναρκωτικά, απέτρεψε τον περιορισμό της βλάβης και αποτέλεσε πρόσκομμα στην υιοθέτηση μιας ρεαλιστικής πολιτικής για τα ναρκωτικά.

Ύστερα απ’ όλα αυτά, λοιπόν, πόσο πιθανό είναι να αποποινικοποιηθεί η κατανάλωση ναρκωτικών, στη Σουηδία; Από πολιτικής άποψης κάτι τέτοιο φαίνεται δύσκολο, παρά το γεγονός ότι το 2007 το Αριστερό Κόμμα τάχθηκε υπέρ της αποποινικοποίησης. Εξάλλου η πολιτική για τα ναρκωτικά έχει πάψει να θεωρείται θέμα τόσο φλέγον όσο στο παρελθόν. Το όλο ζήτημα αντιμετωπίζεται τώρα ως το λιγότερο πολιτικό και αυτό παρά το ότι κυριάρχησε στη συζήτηση γύρω από την πολιτική περί της εγκληματικότητας, στη Σουηδία, για αρκετές δεκαετίες. Η Πολιτεία είναι πλέον διατεθειμένη να αποδεχθεί κάποια μέτρα με στόχο τη μείωση της βλάβης, χωρίς ωστόσο να έχει το κουράγιο να το διατυπώσει και φραστικά. Η μη-κυβερνητική οργάνωση RFHL, ο γνωστή για τη μακρά πορεία της στη χώρα, απαιτεί πλέον απερίφραστα την αποποινικοποίηση, έχοντας, όμως, προηγουμένως διανύσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο απέφυγε το ζήτημα. Από την πλευρά της η Σουηδική Οργάνωση Χρηστών, που συστάθηκε το 2002, αναπτύσσει ενεργό ρόλο στην προώθηση διαφόρων αιτημάτων, με στόχο τη μείωση της βλάβης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της αποποινικοποίησης της κατανάλωσης.

Τέλος, δεδομένης της τρέχουσας συγκυρίας της οικονομικής κρίσης, όπου όλο και περισσότεροι κλάδοι της πολιτείας προσπαθούν να εξοικονομήσουν κονδύλια, θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να απορήσει σχετικά με τον αυξανόμενο αριθμό των αστυνομικών που προσλαμβάνονται και εντάσσονται στις δυνάμεις καταστολής τα αδικημάτων περί των ναρκωτικών. Μόνο το 2007, στις δυνάμεις αυτές εντάχθηκαν 1335 άτομα (CAN 2008 – Πίνακας 70). Ένα μεγάλο μέρος του έργου που έχουν να επιτελέσουν αυτοί οι αστυνομικοί, έγκειται στην καταδίωξη ύποπτων νέων και προβληματικών χρηστών στους δρόμους, κάτι που σαν κύριο αποτέλεσμα έχει να κάνει τη ζωή αυτών των ανθρώπων ακόμα περισσότερο άθλια. Πόσο επιτυχημένη είναι μια τέτοια πολιτική;

[1] Τίτλος πρωτοτύπου: “The issue of criminalization of drug use in Sweden”, Nortic Studies on Alcohol and Drugs, Vol. 26(4) 2009, p. 432-435

[2] Professor, Department of Criminology, Stockholm University SE-10691 Stockholm, Sweden. Email: henrik.tham@criminology.su.se

R e f e r e n c e s

 CAN, Centtralforbundet for Alkohol-och Narkotikaupplysning (2008): Drogutvecklingen i Sverige. Stockholm

Knarkare ar ocksa manniskor. En rapport fran Vansterpartiets riksdagsgrupp 2007. Stockholm: Vansterpartiets riksdagsgrupp

Larsson, M. (2009): Varning for att norrmannen vill ge heroin till missbrukare. Newsmill 2009-03-10

Lenke, L. (1991): Dryckesmonster, nykterhetsrorelser och narkotikapolitik. Sociologisk Forskning 28 (4): 34-44

National Council for Crime Prevention (2000): Kriminalisering av narkotikabruk. En utvardering av rattsvasendets insatser.

BRA-rapport 2000: 21. Stockholm: Brottsforebyggande radet/Fritzes

A Preventive Strategy. (1998): Swedish Drug Policy on the 1990s. Stockholm: The Swedish National Institute for Public Health

SOU (1984:13): Samordad narkotikapolitik. Stutbetankande av anrkotikakommissionen. Statens offentliga utredningar. Stockholm: Socialdepartementet

Tham, H. (1998): Swedish drug policy: A successful model? European Journal of Criminal Policy and Research 6(3): 395-414

UNODC, United Nations Office on Drugs and Crime (2006): Sweden’ s Successful Drug Policy: A review of the Evidence. Vienna: UNODC