ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΤΣΑΠΕΚΟΣ[1], ΜΑΡΑ ΓΙΑΤΣΙΟΥ, ΦΩΤΕΙΝΗ ΘΡΗΣΚΟΥ
Επόπτης Φοίβος Ζαφειρίδης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ψυχολογίας, Γραφείο 416 (Αίθουσα “Λ. Χουσιάδα”), Νέα Φιλοσοφική Σχολή
DOI: https://doi.org/10.57160/CDYH2957
Περίληψη
Στόχος: Η παρούσα έρευνα διερευνά και συγκρίνει τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε συμμετέχοντες 3 μονάδων απεξάρτησης, από τον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλονίκης, ως προς το προσωπικό τους προφίλ και την κινητοποίηση τους για απεξάρτηση.
Πλαίσιο/Χώρος: Χώροι των παρακάτω θεραπευτικών προγραμμάτων: Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.), Ομάδα Αυτοβοήθειας των Ναρκομανών Ανώνυμων (Ν.Α.), Οργανισμός κατά των Ναρκωτικών (Ο.ΚΑ.ΝΑ.).
Συμμετέχοντες: Μέλη των τριών θεραπευτικών προγραμμάτων κατά τους πρώτους μήνες συμμετοχής στο εκάστοτε πρόγραμμα.
Μετρήσεις: Χορηγήθηκε ερευνητικό εργαλείο το οποίο αποτελούνταν από δύο μέρη, ένα ερωτηματολόγιο προσωπικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών και μία Κλίμακα Κινητοποίησης για Θεραπεία, κατασκευασμένη από το Ινστιτούτο Συμπεριφορικής Έρευνας του Χριστιανικού Πανεπιστημίου του Τέξας (Treatment Motivation Scale, Institute of Behavioral Research, Texas Christian University) (Knight, Holcom, & Simpson, 1994).
Σχεδιασμός: Ποσοτική μεθοδολογία. Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν τόσο ανά μέρος του εργαλείου όσο και μεταξύ των μερών. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του PASW Statistics 18.0.
Ευρήματα: Τα κύρια ευρήματα ήταν: α) εντοπισμός στατιστικώς σημαντικών συνδέσεων ανάμεσα σε προσωπικά/δημογραφικά χαρακτηριστικά και προγράμματα θεραπείας, β) απουσία στατιστικώς σημαντικών διαφορών ως προς την κινητοποίηση ανάμεσα στις 3 μονάδες, γ) διαφοροποιήσεις στη βαθμολόγηση των κλιμάκων κινητοποίησης τόσο ανά μονάδα όσο και στο σύνολο του δείγματος.
Συμπεράσματα: Οι υποθέσεις για τη σύνδεση προσωπικών χαρακτηριστικών με συγκεκριμένα προγράμματα επιβεβαιώνονται από τα αποτελέσματα της έρευνας, ιδιαίτερα για τους παράγοντες της ηλικίας, της εργασίας, των χρόνων χρήσης και των εξωτερικών πιέσεων. Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως οι χρήστες των προγραμμάτων υποκατάστασης υστερούν σε κινητοποίηση αμφισβητείται από την παρούσα έρευνα. Αντιθέτως, ενισχύεται η θέση ότι οι Ομάδες Αυτοβοήθειας συνδέονται με υψηλά επίπεδα κινητοποίησης. Οι διαφοροποιήσεις ως προς τη βαθμολόγηση των κλιμάκων είναι πολύ σημαντικό εύρημα, καθώς αναδεικνύει τις συνιστώσες που διαμορφώνουν εντονότερα το επίπεδο κινητοποίησης ανά χρήστη και ανά μονάδα. Για όλα τα ευρήματα, αναζητώνται ερμηνευτικές βάσεις σε σχέση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Λέξεις κλειδιά: απεξάρτηση, προσωπικό προφίλ, κινητοποίηση, ΚΕ.Θ.Ε.Α., Ο.ΚΑ.ΝΑ., Ν.Α.
Εισαγωγή
Το προφίλ των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών, οριζόμενο από τα δημογραφικά και τα προσωπικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και η κινητοποίηση για απεξάρτηση, οριζόμενη ως το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που παρακινούν το άτομο να εγκαταλείψει την εξαρτητική συμπεριφορά και να στραφεί σε αναζήτηση βοήθειας, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της θεραπευτικής προσπάθειας. Στην παρούσα έρευνα, αυτοί οι δύο παράγοντες αξιολογούνται και συγκρίνονται ανάμεσα σε συμμετέχοντες τριών, διαφορετικής θεραπευτικής προσέγγισης, προγραμμάτων απεξάρτησης.
Το προσωπικό προφίλ
Το προφίλ του χρήστη μπορεί να ιδωθεί από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη αφορά στην κοινωνική κατασκευή του χρήστη, την εικόνα δηλαδή που του έχει αποδοθεί από την κοινωνία στην οποία ζει. Αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με την χρονική περίοδο και με το εκάστοτε πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο (Ζαφειρίδης, 2009). Παλαιότερα, το στερεότυπο του χρήστη ουσιών περιελάμβανε ένα άτομο περιθωριοποιημένο και στιγματισμένο. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αλλαγή στην εικόνα του χρήστη ο οποίος, ενώ αρχικά αντιμετωπίζονταν ως μία απειλή, κατέληξε να αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης (Γκανάτσιου, 2003). Η δεύτερη σχετίζεται με το προφίλ του χρήστη όπως αυτό προκύπτει μέσα από ερευνητικές διαδικασίες. Στην Ελλάδα, έρευνες για τη μελέτη των προσωπικών χαρακτηριστικών των χρηστών πραγματοποιούνται συστηματικά από τον ΚΕ.Θ.Ε.Α (2007; 2010), αλλά και από άλλες πηγές κατά περίπτωση (Δουζένης, Τσακλακίδου, Στεφάνης, & Κοκκέβη, 2000; Αλεκτορίδης και άλλοι, 2008), οι οποίες μάλιστα έχουν μεγάλη συμφωνία μεταξύ τους ως προς τα χαρακτηριστικά των χρηστών. Ένα από τα βασικά στοιχεία που προκύπτει είναι η ανισοκατανομή των δύο φύλων στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαρτημένων ατόμων, περίπου 86%, το αποτελεί ο ανδρικός πληθυσμός. Οι χρήστες είναι ως επί το πλείστον ελληνικής υπηκοότητας και κατοικούν σε αστικές περιοχές. Η πλέον συνηθισμένη ηλικία στην οποία τα άτομα ζητούν βοήθεια από ένα πρόγραμμα απεξάρτησης είναι τα 26-28 χρόνια. Αυξητικές τάσεις έχει το ποσοστό των ατόμων που αποφοιτούν από το Λύκειο, ενώ φαίνεται να μειώνεται το ποσοστό των αποφοίτων του Γυμνασίου και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όσον αφορά στην εργασιακή τους κατάσταση περίπου το 60% των ατόμων είναι άνεργοι, ενώ σε αντίστοιχο ποσοστό εμφανίζεται η διαμονή με την γονική οικογένεια. Μικρότερο είναι το ποσοστό εκείνων που διαμένουν με κάποιον σύντροφο (ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2007; ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2010; Βαρλατζίδου & Μπάφα, 2002).
Η επικρατέστερη ουσία κατάχρησης είναι σύμφωνα με την βιβλιογραφία η ηρωίνη, εν συνεχεία η κάνναβη και ακολουθούν η κοκαΐνη, οι αμφεταμίνες και τα διεγερτικά ουσίες, οι οποίες αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Ως κύρια ουσία έναρξης παρουσιάζεται η κάνναβη και ως συνηθέστερη ηλικία έναρξης της χρήσης η εφηβεία και συγκεκριμένα το διάστημα μεταξύ 15-17 ετών. Μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος προέβαλε σαν αιτία έναρξης της χρήσης την περιέργεια και την παρέα, ενώ μικρότερο είναι το ποσοστό που θεωρεί τα προσωπικά προβλήματα ως τον κύριο λόγο έναρξης. Το 66,8% ανέφερε παράλληλη χρήση τουλάχιστον μίας επιπλέον ουσίας όπως το αλκοόλ ή η λήψη φαρμάκων (ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2010).
Συνήθη αρνητικά φαινόμενα τα οποία συνδέονται με τη χρήση είναι η εμπλοκή με το νόμο, η υιοθέτηση επικίνδυνων συμπεριφορών υγείας που συνδέονται συχνά με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και η εμφάνιση ψυχοπαθολογίας, κατά βάση αγχωδών και συναισθηματικών διαταραχών (ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2010; Σαββίδου & Κουτσομπίνα, 2002; Βαρλατζίδου & Μπάφα, 2002).
Η βιβλιογραφική ανασκόπηση δεν υποδεικνύει ένα συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας των τοξικομανών. Σύμφωνα με τον Bergeret (1999), οι εξαρτημένοι χαρακτηρίζονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, εσωτερικές συγκρούσεις και ιδιαίτερη ευαισθησία. Επίσης, αρέσκονται να συμπεριφέρονται ριψοκίνδυνα και να ρισκάρουν όχι μόνο όσον αφορά στη χρήση παράνομων ουσιών αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής τους. (Bergeret, 1999). Βάσει των μελετών του Bergeret και άλλων ερευνητών υποστηρίζεται ότι η συμπεριφορά της εξάρτησης δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο των ναρκωτικών ουσιών αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι υπάρχει μία «τάση για εξάρτηση» η οποία εκδηλώνεται είτε προς άλλα άτομα με την μορφή της προσκόλλησης, είτε προς άλλες δραστηριότητες όπως ο τζόγος και η χαρτοπαιξία (Βαρλατζίδου & Μπάφα, 2002).
Η κινητοποίηση στη θεραπευτική διαδικασία
Η σημασία του κινήτρου στη διαδικασία της απεξάρτησης έχει διατυπωθεί ερευνητικά εδώ και πολλά χρόνια (Glasscote et al., 1972; Tuchfeld, 1981; Orford, 1985). Πιο σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι η υψηλή κινητοποίηση είναι σημαντικός δείκτης για την ένταξη και την παραμονή του χρήστη στο θεραπευτικό πρόγραμμα, είτε πρόκειται για ανοιχτό ή πρόγραμμα υποκατάστασης (Simpson & Joe, 1993; Simpson και Joe, 2004), είτε για θεραπευτική κοινότητα (De Leon et al., 1994; De Leon, Melnick, & Tims, 2001). Μεγάλη ανασκόπηση ερευνών για την αποτελεσματικότητα διαφορετικών θεραπευτικών προγραμμάτων από τον Simpson (2004), έδειξε ότι η αρχική υψηλή κινητοποίηση ενισχύει την ομαλή πορεία της θεραπείας, την επιτυχή επανάκαμψη και την αποφυγή υποτροπών. Η κινητοποίηση, λοιπόν, είναι «ουσιαστικό στοιχείο για την επιτυχία μιας ψυχοκοινωνικής παρέμβασης ενάντια στην εξάρτηση, ενώ η απουσία του παράγοντας αποτυχίας» (Groshkova, 2010).
Θεωρητικές προσεγγίσεις της κινητοποίησης
Έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα για το ρόλο του κινήτρου στη θεραπεία. Οι Pochaska και DiClemente (1986; 1992) με το «Διαθεωρητικό μοντέλο της αλλαγής» (Transtheoretical model of change, TTM) πρότειναν πέντε στάδια στη θεραπεία της εξάρτησης, συνοδευόμενα από «διαδικασίες αλλαγής», όπως οι προσωπικές δεσμεύσεις του ατόμου και η ανάληψη δράσεων. Το κίνητρο αποτελεί ενισχυτικό παράγοντα όλης της σταδιακής αυτής πορείας (DiClemente, 2003). Αντίστοιχα, το κίνητρο τονίζεται ως παράγοντας αλλαγής της προβληματικής συμπεριφοράς και σε άλλες σταδιακές προσεγγίσεις της απεξάρτησης (Klingemann, 1991; Klingemann, 1992).
Διαφορετικό μοντέλο προτείνεται από το Ινστιτούτο Συμπεριφορικής Έρευνας του Πανεπιστημίου του Τέξας (TCU Model). Σύμφωνα με αυτό η κινητοποίηση είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία μιας θεραπευτικής προσπάθειας (Simpson & Joe, 1993; Knight, Holcom, & Simpson, 1994). Η κινητοποίηση για θεραπεία συνίσταται σε έναν συνεχή άξονα που περιλαμβάνει την αναγνώριση του προβλήματος, τη διάθεση και επιθυμία για λήψη βοήθειας, και την ετοιμότητα για θεραπεία. Η επιτυχής αλλαγή προϋποθέτει την «διέλευση» του ατόμου και από τα τρία στάδια (Simpson, 1991; Simpson, 1993). Με βάση αυτό το μοντέλο έχουν συσταθεί προγράμματα για την ενίσχυση της κινητοποίησης ατόμων που προσέρχονται για θεραπεία (Simpson & Bartolomew, 2008; Bartholomew, Dansereau, & Simpson, 2006).
Εσωτερική και εξωτερική κινητοποίηση
Ο «τόπος του κινήτρου» (locus of motivation), που αναφέρεται στο δίπολο εσωτερικών και εξωτερικών κινητοποιητικών ερεθισμάτων, είναι ένα σημαντικό ζήτημα στη θεραπεία της εξάρτησης. Οι DeLeon, Melnick και Tims (2001) συνδέουν την εσωτερική κινητοποίηση με την επίγνωση των αρνητικών συνεπειών λόγω της χρήσης, την αίσθηση αδυναμίας για κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα, καθώς και την απώλεια του αυτοελέγχου. Αντίθετα, η εξωτερική συνδέεται με πιεστικούς παράγοντες όπως ο νόμος, η οικογένεια, η ανεργία ή τα σοβαρά ζητήματα υγείας.
Κάποιοι ερευνητές δίνουν έμφαση στα εσωτερικά κίνητρα για θεραπεία (Simpson & Joe, 1993; De Leon et al., 1994), ακόμη κι αν πρόκειται για άτομα που βρίσκονται στη φάση του στερητικού συνδρόμου (Murphy, Bentall & Owens, 1989). Επιπλέον, η έννοια του εσωτερικού ελέγχου θεωρείται σημαντική. Χρήστες που επιλέγουν οι ίδιοι το θεραπευτικό πρόγραμμα ενδέχεται να έχουν καλύτερα αποτελέσματα (Peavy, Cochran & Wax, 2010).
Η κινητοποίηση έχει συνδεθεί θετικά και με εξωτερικούς παράγοντες, όπως τα σοβαρά προβλήματα που απορρέουν από τη χρήση, ιδιαίτερα του αλκοόλ, τόσο για ενηλίκους (Burton & Williamson, 1995; Freyer, Tonigan, Keller, Rumpf, John, & Hepke, 2005) όσο και για εφήβους (Battjes, Gordon, O’Grandy, Kinlock & Carswell, 2003). Αντίστοιχα αποτελέσματα έχουν και έρευνες βασισμένες σε ποιοτική μεθοδολογία. Η Tsogia (2002) βασισμένη σε 10 ημιδομημένες συνεντεύξεις με άτομα που είχαν ξεκινήσει θεραπεία για την κατάχρηση αλκοόλ, πρότεινε ότι τα σημαντικότερα κίνητρα για την αναζήτηση βοήθειας ήταν η βίωση σημαντικών απωλειών στην κοινωνική ζωή και σε θέματα υγείας, οι οποίες οδήγησαν τα άτομα να αισθάνονται άμεσα τον κίνδυνο του θανάτου. Παρομοίως, η Ζυγάκη (2005), βασιζόμενη επίσης σε ημιδομημένες συνεντεύξεις, εξήγαγε τις εξής κατηγορίες λόγων ως σημαντικότερες για την έναρξη και τη συνέχιση της θεραπείας: το να «πιάσει κανείς πάτο» (hitting bottom), ο θάνατος φίλων, η ανάγκη ενός πλαισίου στήριξης, ο φόβος του θανάτου, οι σημαντικοί άλλοι και οι θετικές προσδοκίες για τη ζωή.
Σύγκριση της κινητοποίησης μεταξύ προγραμμάτων
Το ζήτημα της συσχέτισης της κινητοποίησης με το είδος του θεραπευτικού προγράμματος συνδέεται άμεσα με το θέμα της παρούσας έρευνας. Οι Murphy και Bentall (1992) αξιολογώντας 165 χρήστες ηρωίνης από διαφορετικές μονάδες, βρήκαν ότι η κινητοποίηση είναι υψηλότερη σε άτομα που βρίσκονται σε κλειστές μονάδες αποτοξίνωσης απ’ ότι σε ανοιχτά ή σε κοινοτικά προγράμματα. Ο Ekendahl (2007) συνέκρινε τον βαθμό της κινητοποίησης ανάμεσα σε χρήστες που δεν λάμβαναν κάποια θεραπεία και σε συμμετέχοντες θεραπευτικών προγραμμάτων, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονταν στη θεραπεία με δική τους θέληση και κάποιοι υποχρεωτικά. Οι «μη θεραπευόμενοι» υστερούσαν σημαντικά στην κινητοποίηση, ενώ μεταξύ των άλλων δύο ομάδων δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά. Τέλος, σε έρευνα σύγκρισης μεγάλου δείγματος από τρία διαφορετικά προγράμματα, ένα κλειστό μακράς παραμονής, ένα εξωτερικό με χορήγηση μεθαδόνης και ένα εξωτερικό χωρίς φαρμακευτική αγωγή, οι Joe, Simpson και Broome (1998) δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στην κινητοποίηση των μελών των διαφορετικών μονάδων.
- Μέθοδος
Συμμετέχοντες
Στην έρευνα συμμετείχαν 94 ενήλικοι από τις τρεις μονάδες απεξάρτησης. Οι χώροι των μονάδων στους οποίους έγινε η δειγματοληψία βρίσκονταν όλοι στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, πήραν μέρος 36 άτομα από το ΚΕ.Θ.Ε.Α., από τους οποίους 33 προέρχονταν από το Συμβουλευτικό Κέντρο προετοιμασίας για την Κοινότητα και τρεις από την Κοινότητα του προγράμματος στη Σίνδο, 30 άτομα από τους Ν.Α., προερχόμενα από τα Δωμάτια του Βαρδάρη και της Καλαμαριάς και, τέλος, 28 άτομα από τον Ο.ΚΑ.ΝΑ., προερχόμενα από τρεις διαφορετικές μονάδες του προγράμματος, την Ε’ Μονάδα Υποκατάστασης στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, την Δ’ Μονάδα στην περιοχή του Λιμανιού και τη Γ’ Μονάδα στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Η ανισοκατανομή στην περίπτωση του ΚΕ.Θ.Ε.Α. προέκυψε από το γεγονός ότι η περίοδος παραμονής στο Συμβουλευτικό Κέντρο συνήθως υπερβαίνει τους δύο μήνες και έτσι τα άτομα που μπαίνουν στην Κοινότητα θα είχαν ξεπεράσει το χρονικό όριο που τέθηκε. Εξαίρεση αποτελούν κάποια άτομα που είτε έχουν ξαναπεράσει το στάδιο του Συμβουλευτικού Κέντρου είτε για κάποιον άλλο λόγο κρίνεται αναγκαία η άμεση εισαγωγή τους στην Κοινότητα.
Από τα 94 άτομα του δείγματος οι 78 ήταν άνδρες και οι 16 γυναίκες, ενώ οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από 18 έως και 45+. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν προβλήματα χρήσης και εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες και την περίοδο που συμμετείχαν στην έρευνα βρίσκονταν στο στάδιο της απεξάρτησης, παρακολουθώντας τα τρία παραπάνω θεραπευτικά προγράμματα. Βασικός περιορισμός που τέθηκε για τη συμμετοχή στην έρευνα είναι να βρίσκονται οι ερωτώμενοι εντός των πρώτων μηνών από την πρώτη τους επαφή με το πρόγραμμα θεραπείας στο οποίο συμμετέχουν, ανεξάρτητα από το αν είναι ή δεν είναι η πρώτη φορά που εντάσσονται σε αυτό ή σε κάποιο άλλο πρόγραμμα. Αυτό το διάστημα ορίστηκε στους 2 μήνες, ως κριτήριο για την έγκυρη μελέτη του κινήτρου των συμμετεχόντων για απεξάρτηση. Εξάλλου, η κλίμακα κινητοποίησης που χρησιμοποιήθηκε για την έρευνα προορίζεται για χορήγηση στην έναρξη της θεραπευτικής προσπάθειας (Knight, Holcom, & Simpson, 1994; Simpson & Bartholomew, 2008). Ωστόσο, στην πορεία της έρευνας αποφασίστηκε το διάστημα το δύο μηνών να διπλασιαστεί για την ομάδα των Ν.Α. Αυτό συνέβη με τη λογική ότι στις Ομάδες Αυτοβοήθειας η τριβή και η πρακτική επαφή με το πρόγραμμα είναι πιο περιορισμένη και η συμμετοχή στις δραστηριότητές του πιο ελεύθερη σε σχέση με τα άλλα δύο, όπου υπάρχουν καθημερινές συναντήσεις, πρόσωπα αναφοράς καθώς και λειτουργοί ψυχικής υγείας. Η συμμετοχή στην έρευνα ήταν για όλους εθελοντική και ανώνυμη.
Εργαλεία
Για την διεξαγωγή της έρευνας χορηγήθηκε ένα ερευνητικό εργαλείο το οποίο αποτελούνταν από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών και προσωπικών χαρακτηριστικών που περιελάμβανε 25 ερωτήματα. Το ερωτηματολόγιο αυτό κατασκευάστηκε από τους ερευνητές σε συνεργασία με τον επόπτη της έρευνας. Τα ερωτήματα αντιστοιχούσαν στο ακόλουθα ατομικά στοιχεία:
«Ηλικία», «Φύλο», «Εθνικότητα», «Εργασιακή κατάσταση», «Οικογενειακή κατάσταση», «Παρούσα συνθήκη διαβίωσης», «Επίπεδο εκπαίδευσης», «Κοινωνικές σχέσεις/συναναστροφές», «Κοινωνικές επαφές μέσα στο πλαίσιο της χρήσης», «Ηλικία έναρξης της χρήσης», «Ουσία έναρξης», «Βασική ουσία κατάχρησης», «Πολυχρήση ουσιών», «Ενέσιμη χρήση ουσιών», «Διάρκεια συστηματικής χρήσης πριν ζητήσει βοήθεια», «Συχνότητα χρήσης», «Προσπάθειες απεξάρτησης στο παρελθόν», «Λόγοι έναρξης της χρήσης», «Σύλληψη στο παρελθόν», «Εμπειρία εγκλεισμού σε ίδρυμα», «Διάγνωση μολυσματικής ασθένειας» και «Διάγνωση ψυχικής διαταραχής», «Οικειοθελής προσέλευση στο πρόγραμμα», «Προσδοκίες από το πρόγραμμα» και «Ικανοποίηση από το πρόγραμμα».
Το δεύτερο μέρος του ερευνητικού εργαλείου ήταν η «Κλίμακα Κινητοποίησης για Θεραπεία», κατασκευασμένη από το Ινστιτούτο Συμπεριφορικής Έρευνας του Χριστιανικού Πανεπιστημίου του Τέξας (Treatment Motivation Scale, Institute of Behavioral Research, Texas Christian University) (Knight, Holcom, & Simpson, 1994). Είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου 144 αυτοσυμπληρούμενων ερωτημάτων που βαθμολογούνται σε 16 κλίμακες για την «Αξιολόγηση του Εαυτού και της Θεραπείας» (Client Evaluation of Self and Treatment, CEST), εργαλείο αξιολόγησης που χρησιμοποιείται τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά την πορεία της θεραπείας. Η κλίμακα μπορεί να χορηγηθεί αυτόνομα και προτείνεται ως ερευνητικό εργαλείο από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας (European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, EMCDDA). Είναι εξειδικευμένη για άτομα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές έρευνες, με δείγματα από διαφορετικής προσέγγισης θεραπευτικά προγράμματα (Simpson, 1991; Simpson, 1992; Simpson, 1993; Simpson & Joe, 1993; Simpson, Clatham, & Joe, 1993). Μολονότι χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή της θεραπείας, μπορεί να επαναληφθεί σε ενδιάμεσες στιγμές προκειμένου να διαπιστωθεί η πρόοδος του βαθμού στον οποίο κάποιος είναι κινητοποιημένος προς την κατεύθυνση της αλλαγής (Simpson & Bartholomew, 2008). Πρόκειται για ένα ερωτηματολόγιο 29 ερωτημάτων, τα οποία είναι στην ουσία δηλώσεις με τις οποίες ο ερωτώμενος εκφράζει τη συμφωνία του ή τη διαφωνία του με μία πεντάβαθμη κλίμακα τύπου Likert. Τα ερωτήματα ταξινομούνται σε τρεις βασικές επιμέρους κλίμακες, που είναι η «Αναγνώριση Προβλήματος» (Problem Recognition, PR), η «Διάθεση για Βοήθεια» ( Desire for Help, DH) και η «Ετοιμότητα για Θεραπεία» (Treatment Readiness, TR). Υπάρχει και μία επιπλέον κλίμακα, οι «Πιέσεις για Θεραπεία» (Pressures for Treatment, PT), η οποία συχνά αναφέρεται και ως «Εξωτερικές Πιέσεις» (External Pressures, EP).
Η κλίμακα βαθμολογείται από το 10 έως και το 50. Το 30 θεωρείται βαθμολογία ουδετερότητας, ενώ βαθμολογία μικρότερη του 30 υποδεικνύει χαμηλή κινητοποίηση και βαθμολογία μεγαλύτερη του 30 υψηλή. (Knight, Holcom, & Simpson, 1994; Simpson & Bartholomew, 2008; Simpson, 2009).
Η κλίμακα έχει ελεγμένη αξιοπιστία. Συγκεκριμένα, μετρημένες με τον δείκτη εσωτερικής αξιοπιστίας alpha του Cronbach, οι κλίμακες κινητοποίησης έχουν επιδείξει σε διάφορες έρευνες τιμές μεταξύ .71 και .92 για την «Αναγνώριση Προβλήματος», μεταξύ .64 και .91 για την «Διάθεση για Βοήθεια», μεταξύ .64 και .75 για την «Ετοιμότητα για Θεραπεία» και άνω του .80 για τη συνολική βαθμολογία της κινητοποίησης. Η κλίμακα «Πιέσεις για Θεραπεία» δεν είχε αντίστοιχα υψηλούς δείκτες αξιοπιστίας, κατά βάση μεταξύ .50 και .60 (Simpson, 1991; Simpson, 1992 ; Simpson, 1993; Simpson & Joe, 1993; Simpson, Clatham, & Joe, 1993; Simpson, 1995; Simpson, 2001; Simpson, 2002; Joe, Broome, Rowan-Szal, & Simpson, 2002; Simpson, 2004; Simpson & Joe, 2004; Simpson, 2006). Η πλέον εκτεταμένη έρευνα με τη χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου αξιολόγησης έγινε από τους Joe, Broome, Rowan-Szal και Simpson (2002), στην οποία οι ερευνητές αξιολόγησαν με το συνολικό εργαλείο CEST (Client Evaluation of Self and Treatment) 1700 άτομα σε 87 ανεξαρτήτως προσέγγισης και φιλοσοφίας προγράμματα από διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ ως προς τα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη θεραπεία. Η έρευνα αυτή επιβεβαίωσε την υψηλή εσωτερική συνέπεια των κλιμάκων κινητοποίησης, με τιμές άνω του .60, και την εγκυρότητα κατασκευής τους μέσω παραγοντικής ανάλυσης (factor analysis).
Σχεδιασμός
Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε με ποσοτική μεθοδολογία. Ειδικότερα, ο σχεδιασμός της έρευνας κινήθηκε σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο ήταν η ανάλυση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από το πρώτο ερωτηματολόγιο, αυτό των δημογραφικών και προσωπικών χαρακτηριστικών. Πραγματοποιήθηκε περιγραφικός έλεγχος με κατανομή συχνοτήτων και διερεύνηση της σύνδεσης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών με μονάδες απεξάρτησης.
Το δεύτερο ήταν η ανάλυση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την κλίμακα της κινητοποίησης, το δεύτερο μέρος του ερευνητικού εργαλείου. Ο βασικός έλεγχος ήταν η διερεύνηση διαφορών στην κινητοποίηση των χρηστών όπως αυτή αξιολογήθηκε στα τρία θεραπευτικά προγράμματα.
Το τρίτο επίπεδο είχε να κάνει με τη σύνδεση του πρώτου και του δεύτερου μέρους του ερευνητικού εργαλείου, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στα δημογραφικά και προσωπικά χαρακτηριστικά των χρηστών και την κινητοποίησή τους για απεξάρτηση.
Σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν τόσο ανά μονάδα όσο και στο σύνολο του δείγματος. Οι μεταβλητές που αξιολογήθηκαν κατά την ανάλυση των δεδομένων ήταν: α) τα 26 χαρακτηριστικά που βαθμολογούνται στο πρώτο ερωτηματολόγιο, β) η συνολική βαθμολόγηση της κινητοποίησης ανά μονάδα απεξάρτησης και γ) η βαθμολόγηση των τεσσάρων επιμέρους κλιμάκων κινητοποίησης ανά μονάδα απεξάρτησης.
Διαδικασία
Η περίοδος διεξαγωγής της έρευνας ήταν το τρίμηνο Φεβρουαρίου-Απριλίου 2011. Η επιλογή των συγκεκριμένων δομών που θα συμμετείχαν σε αυτήν έγινε διότι αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση της εξάρτησης.
Τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν στις δύο από τις τρείς μονάδες, ΚΕ.Θ.Ε.Α. και Ο.ΚΑ.ΝΑ., όπου και χορηγήθηκαν στους συμμετέχοντες από ψυχολόγους των δομών. Στις δομές των Ν.Α. τα ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν στους χώρους συνάντησης από τους ίδιους τους ερευνητές.
Όταν η συγκέντρωση των ερωτηματολογίων ολοκληρώθηκε, δημιουργήθηκε μία βάση δεδομένων στο στατιστικό πρόγραμμα PASW Statistics 18.0. Για το εργαλείο μέτρησης της κινητοποίησης αντιστράφηκαν τα ερωτήματα που έπρεπε να αντιστραφούν και υπολογίστηκαν οι επιμέρους κλίμακες κινητοποίησης. Το πρώτο ζήτημα που έπρεπε να ελεγχθεί ήταν η αξιοπιστία των κλιμάκων . Ο έλεγχος εσωτερικής αξιοπιστίας με το δείκτη alpha του Cronbach επέφερε αποτελέσματα μετρίως ικανοποιητικά. Συγκεκριμένα, η κλίμακα «Αναγνώριση Προβλήματος» είχε καλή αξιοπιστία με τιμή .807, όπως και η «Διάθεση για Βοήθεια» με .661. Ωστόσο, οι κλίμακες «Ετοιμότητα για Θεραπεία» και «Πιέσεις για Θεραπεία» είχαν χαμηλές τιμές, .436 και .523 αντίστοιχα. Η κλίμακα εν συνόλω είχε τιμή alpha .827 η οποία κρίνεται πολύ ικανοποιητική. Στις δύο κλίμακες που παρουσίαζαν χαμηλή τιμή αξιοπιστίας υπήρχαν συγκεκριμένα ερωτήματα που είχαν πολύ χαμηλή συσχέτιση με την κλίμακα της οποίας αποτελούσαν μέρος βαθμολογημένης συνολικά (Corrected Item-Total Correlation). Με τη σύμφωνη γνώμη του επόπτη αφαιρέθηκαν τα συγκεκριμένα ερωτήματα από τον υπολογισμό των δύο κλιμάκων και τις ακόλουθες στατιστικές αναλύσεις προκειμένου να αυξηθεί η αξιοπιστία των κλιμάκων. Οι τελικές τιμές του δείκτη alpha για τις τέσσερις κλίμακες και τη συνολική βαθμολογία της κινητοποίησης παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.
Πίνακας 1.
Συντελεστές αξιοπιστίας (alpha Cronbach)
για τις κλίμακες κινητοποίησης για θεραπεία
( IBR/TCU Treatment Motivation Scales)
(Knight, Holcom, & Simpson, 1994)
Εργαλεία Μέτρησης Alpha
«Αναγνώριση προβλήματος»
«Διάθεση για βοήθεια»
«Ετοιμότητα για θεραπεία»
«Πιέσεις για θεραπεία»
Συνολική βαθμολογία
Κινητοποίησης
- Αποτελέσματα
Η ανάλυση του πρώτου ερωτηματολογίου εστιάστηκε, αρχικά, στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι συμμετέχοντες από τις διαφορετικές μονάδες στα επίπεδα των ερωτήσεων. Οι 26 ερωτήσεις ομαδοποιήθηκαν σε τέσσερις, εννοιολογικά συναφείς μεταξύ τους, κατηγορίες για την ευκολότερη περιγραφή και ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Βάσει αυτών των κατηγοριών κατασκευάστηκαν πίνακες όπου παρουσιάζονται οι απόλυτες και ποσοστιαίες κατανομές των συμμετεχόντων στα ερωτήματα ανά μονάδα.
H πρώτη κατηγορία αναφέρεται στα δημογραφικά χαρακτηριστικά (Πίνακας 2.). Διαφορές μεταξύ των δομών σημειώθηκαν στα χαρακτηριστικά της ηλικίας, της παρούσας συνθήκης διαβίωσης και στο επίπεδο εκπαίδευσης. Πέρα από τις μεταβλητές μεμονωμένα, διερευνήθηκε μεταξύ των ομάδων μία πολυπαραγοντική μεταβλητή, το «κοινωνικό κεφάλαιο», οριζόμενο από τις μεταβλητές της «Εργασιακής κατάστασης», της «Οικογενειακής κατάστασης», της «Παρούσας συνθήκης διαβίωσης» και των «Κοινωνικών σχέσεων». Το κοινωνικό κεφάλαιο (social capital) αναφέρεται στο κοινωνικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και οικονομικό υπόβαθρο του ατόμου, και θεωρείται ότι σχετίζεται τόσο με την έναρξη όσο και με τη διακοπή της χρήσης (Ζαφειρίδης, 2009). Εξετάζοντας συνδυαστικά τις μεταβλητές που ορίζουν το κοινωνικό κεφάλαιο, του βάση του πίνακα όσο και της παραπάνω σκιαγράφησης των σημαντικότερων αποτελεσμάτων, διαπιστώνουμε ότι το πιο ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο εντοπίζεται στην μονάδα των Ν.Α.
Πίνακας 2.
Δημογραφικά και προσωπικά χαρακτηριστικά του δείγματος ανά μονάδα απεξάρτησης
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Ερωτήματα Ν % Ν % Ν %
Ηλικία
18-22 5 13,88 0 0 0 0
23-27 9 25 7 23,33 4 14,28
28-32 14 38,88 16 53,33 11 39,28
33-37 7 19,44 5 16,66 2 7,14
38-45 1 2,77 2 6,66 9 32,14
45+ 0 0 0 0 2 7,14
Φύλο
Άνδρας 29 80,55 23 76,66 26 92,85
Γυναίκα 7 19,44 7 23,33 2 7,14
Εθνικότητα
Ελληνική 33 91,66 30 100 28 100
Άλλη 3 8,33 0 0 0 0
Εργασιακή κατάσταση
Εργαζόμενος 3 8,33 10 33,33 8 28,57
Άνεργος 33 91,66 16 53,33 20 71,42
Άλλο 0 0 3 10 0 0
Οικογενειακή κατάσταση
Έγγαμος 4 11,11 5 16,66 7 25
Άγαμος 28 77,77 19 63,33 18 60,71
Διαζευγμένος/Σε διάσταση 4 11,11 3 10 2 7,14
Άλλο 0 0 3 10 1 3,57
Παρούσα συνθήκη διαβίωσης
Μόνος/Με συγκάτοικο 3 8,33 15 50 6 21,42
Με γονική οικογένεια 26 72,22 9 30 16 57,14
Με σύζυγο με/χωρίς παιδιά 2 5,55 4 13,33 6 21,42
Άστεγος 2 5,55 1 3,33 0 0
Άλλο 3 8,33 1 3,33 0 0
Επίπεδο εκπαίδευσης
Δημοτικό 6 16,66 3 10 4 14,28
Γυμνάσιο 14 38,88 5 16,66 15 53,57
Τεχνικό/Γενικό Λύκειο 7 19,44 14 46,66 5 17,85
Τεχνική Σχολή/ΟΑΕΔ 4 11,11 3 10 2 7,14
ΙΕΚ/ΤΕΙ/ΑΕΙ 5 13,88 5 16,66 2 7,14
Κοινωνικές σχέσεις
Έντονες 8 22,22 9 30 6 21,42
Μέτριες 19 52,77 18 60 20 71,42
Μηδαμινές 7 19,44 2 6,66 2 7,14
Ακολουθεί η δεύτερη κατηγορία, που αναφέρεται στα στοιχεία σχετικά με τη χρήση ουσιών, σε ένα «προφίλ χρήσης» (Πίνακας 3.). Μεταξύ των μονάδων διαπιστώνεται ισορροπία σχεδόν σε όλα τα ερωτήματα. Διαφορές παρουσιάζονται στη διάρκεια της συστηματικής χρήσης πριν το αίτημα για βοήθεια. Όλες οι μονάδες εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό τους στη διάρκεια χρήσης άνω των πέντε χρόνων, ωστόσο ο Ο.ΚΑ.ΝΑ. έχει σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό από το ΚΕ.Θ.Ε.Α., το οποίο εμφανίζει εξίσου υψηλό ποσοστό και στη χρονική διάρκεια μεταξύ τριών και πέντε χρόνων. Κάτι που ενισχύει τις διαφοροποιήσεις είναι επίσης το γεγονός ότι μετρήσιμη κατανομή στη χρονική κάτω του ενός έτους εμφανίζεται μόνο στους Ν.Α.
Η τρίτη κατηγορία μεταβλητών αναφέρεται σε στοιχεία σχετιζόμενα με νομικά και υγειονομικά ζητήματα (Πίνακας 4.). Εδώ, χαρακτηριστικό είναι ότι παρουσιάζονται υψηλά ποσοστά προηγούμενη σύλληψης και εγκλεισμού σε ιδρύματα. Τα ιδρύματα που προσδιορίστηκαν από αυτούς που έδωσαν θετική απάντηση ήταν η «φυλακή», το «αναμορφωτήριο», το «οικοτροφείο», οι και το «ψυχιατρείο». Μικρότερα ποσοστά εμφανίζονται στις διαγνώσεις μολυσματικών ασθενειών και ψυχικών διαταραχών.
Η τετάρτη και τελευταία κατηγορία μεταβλητών έχει να κάνει με στοιχεία σχετικά με το παρόν θεραπευτικό πρόγραμμα συμμετοχής (Πίνακας 5.). Η προσέλευση στο πρόγραμμα βλέπουμε ότι αυτή είναι οικειοθελής σε μεγάλο ποσοστό και για τις τρεις μονάδες, ειδικά για τον Ο.ΚΑ.ΝΑ. Για όσους δεν προσήλθαν αυτοβούλως, η πίεση των άλλων και η κακή οικονομική κατάσταση φαίνεται να είναι οι σημαντικότεροι λόγοι. Στις προσδοκίες από το θεραπευτικό πρόγραμμα η απεξάρτηση λαμβάνει υψηλές κατανομές σε όλα τα προγράμματα.
Πίνακας 3.
Στοιχεία σχετικά με τη χρήση ουσιών ανά μονάδα απεξάρτησης
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Ερωτήματα Ν % Ν % Ν %
Κοινωνικές επαφές μέσα
στο πλαίσιο της χρήσης
Ναι 18 50 16 53,33 17 60,71
Όχι 18 50 14 46,66 11 39,28
Ηλικία έναρξης
<15 14 38,88 18 60 12 42,85
15-17 14 38,88 8 26,66 6 21,42
18-20 4 11,11 2 6,66 7 25
21-23 2 5,55 1 3,33 1 3,57
>23 2 5,55 1 3,33 2 7,14
Ουσία έναρξης
Κάνναβη 27 75 16 53,33 18 64,28
Κοκαΐνη/Κρακ 1 2,77 1 3,33 0 0
Ηρωίνη/Οπιούχα 2 5,55 1 3,33 1 3,57
Βενζοδιαζεπίνες 2 5,55 2 6,66 1 3,57
Συνδυασμός ουσιών 3 8,33 7 23,33 5 17,85
Άλλη 1 2,77 3 10 3 10,71
Βασική ουσία κατάχρησης
Κάνναβη 0 0 1 3,33 0 0
Κοκαΐνη/Κρακ 0 0 1 3,33 0 0
Ηρωίνη/Οπιούχα 27 75 16 53,33 21 75
Αμφεταμίνες 0 0 1 3,33 0 0
Παραισθησιογόνα 0 0 1 3,33 0 0
Συνδυασμός ουσιών 8 22,22 9 30 5 17,85
Άλλη 1 2,77 1 3,33 2 7,14
Πολυχρήση ουσιών
Ναι 27 75 27 90 20 71,42
Όχι 9 25 3 10 8 28,57
Ενέσιμη χρήση
Ναι 32 88,88 24 80 24 85,71
Όχι 4 11,11 6 20 4 14,28
Διάρκεια συστηματικής
χρήσης πριν ζητήσει βοήθεια
<1 χρόνο 0 0 2 6,66 0 0
1-2 χρόνια 3 8,33 0 0 3 10,71
3-5 χρόνια 14 38,88 8 26,66 5 17,85
>5 χρόνια 18 50 20 66,66 20 71,42
Συχνότητα χρήσης
Καθημερινή βάση 33 91,66 29 96,66 26 92,85
Εβδομαδιαία βάση 2 5,55 1 3,33 1 3,57
Μηνιαία βάση 0 0 0 0 1 3,57
Σπανιότερα 0 0 0 0 0 0
Προσπάθειες απεξάρτησης
Ναι 25 69,44 27 90 27 96,42
Όχι 11 30,55 3 10 0 0
Λόγοι έναρξης της χρήσης
Περιέργεια δοκιμής 25 69,44 11 36,66 10 35,71
Πίεση παρέας 2 5,55 1 3,33 5 17,85
Προσωπικό πρόβλημα 7 19,44 8 26,66 5 17,85
Συνδυασμός λόγων 1 2,77 3 10 6 21,42
Άλλο 0 0 5 16,66 2 7,14
Πίνακας 4.
Στοιχεία σχετικά με εμπλοκή του ατόμου στο νομικό σύστημα και με ζητήματα σωματικής και ψυχικής υγείας ανά μονάδα απεξάρτησης
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Ερωτήματα Ν % Ν % Ν %
Σύλληψη στο παρελθόν
Ναι 32 88,88 25 83,33 22 78,57
Όχι 4 11,11 5 16,66 6 21,42
Εμπειρία εγκλεισμού
σε ίδρυμα
Ναι 18 50 20 66,66 15 53,57
Όχι 18 50 10 33,33 13 46,42
Διάγνωση μολυσματικής
ασθένειας
Ναι 13 36,11 10 33,33 12 42,85
Όχι 21 58,33 20 66,66 15 53,57
Διάγνωση ψυχικής
διαταραχής
Ναι 8 22,22 13 43,33 10 35,71
Όχι 28 77,77 17 56,66 18 64,28
Πίνακας 5.
Στοιχεία σχετικά με το θεραπευτικό πρόγραμμα συμμετοχής ανά μονάδα απεξάρτησης
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Ερωτήματα Ν % Ν % Ν %
Αυτόβουλη προσέλευση
στο πρόγραμμα
Ναι 25 69,44 19 63,33 24 85,71
Όχι 11 30,55 11 36,66 4 14,28
∟ Λόγοι προσέλευσης
Πίεση άλλων 5 45,43 4 36,36 1 25
Δικαστική απόφαση/
αποφυγή δικαστηρίου 3 27,26 0 0 0 0
Κακή οικονομική
κατάσταση 2 18,16 0 0 2 50
Έλλειψη κατοικίας 0 0 1 9,08 0 0
Συνδυασμός λόγων 1 9,06 3 27,27 0 0
Άλλο 0 0 3 27,27 1 25
Προσδοκίες από το
πρόγραμμα
Απεξάρτηση 31 86,11 16 53,33 22 78,57
Διάλειμμα από χρήση 0 0 0 0 0 0
Αποφυγή δικαστηρίου/
φυλακής 0 0 0 0 0 0
Ικανοποίηση οικογενειακών
πιέσεων 0 0 0 0 1 3,57
Μείωση της βλάβης 0 0 0 0 1 3,57
Συνδυασμός προσδοκιών 5 13,88 7 23,33 2 7,14
Άλλο 0 0 7 23,33 2 7,14
Ικανοποίηση από το
πρόγραμμα
Ναι 34 94,44 29 96,66 27 96,42
Όχι 2 5,55 1 3,33 1 3,57
Πέρα από την περιγραφή των κατανομών, για την ανάλυση του πρώτου ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος x2. Στόχος ήταν να ελεγχθεί αν υπάρχει σύνδεση, με την έννοια της αλληλεπίδρασης, ανάμεσα σε συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά και σε συγκεκριμένες μονάδες απεξάρτησης. Ο έλεγχος διενεργήθηκε για κάθε προσωπικό χαρακτηριστικό, όπως αυτά προκύπτουν από τα 26 ερωτήματα, σε σχέση με τις τρεις μονάδες απεξάρτησης. Στατιστικά σημαντική σύνδεση υπήρχε στη μεταβλητή της ηλικίας [x2 (10) = 28,278, p = .001]. Ειδικότερα, η σύνδεση, βάσει Προσαρμοσμένου Τυποποιημένου Υπολοίπου (Adjusted Standardized Residual) ήταν σημαντική ανάμεσα στην ηλικιακή κατηγορία «18-22» και στη μονάδα ΚΕ.Θ.Ε.Α., και ανάμεσα στην κατηγορία «45+» και στη μονάδα «Ο.ΚΑ.ΝΑ.». Άλλος ένας έλεγχος με στατιστική ισχύ ήταν αυτός της εργασιακής κατάστασης [x2 (4) = 15,046, p = .002]. Η σύνδεση ήταν ανάμεσα στο επίπεδο «Άνεργος» και στο ΚΕ.Θ.Ε.Α., κάτι που εξηγείται, καθώς πρόκειται για ένα κλειστό πρόγραμμα που προϋποθέτει την παύση της εργασίας. Στη συνθήκη διαβίωσης [x2 (8) = 24,132, p = .002], η σύνδεση ήταν μεταξύ του «Μόνος/με συγκάτοικο» και των Ν.Α., αλλά και μεταξύ του «Με γονική οικογένεια» και του ΚΕ.Θ.Ε.Α. Σημαντική σχέση βρέθηκε και με τις προηγούμενες προσπάθειες για απεξάρτηση [x2 (2) = 12,149 , p = .002], με αλληλεπίδραση ανάμεσα στην έλλειψη προσπαθειών για απεξάρτηση και στο ΚΕ.Θ.Ε.Α., και ανάμεσα στην ύπαρξη προσπαθειών και στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. Τελευταία στατιστικώς σημαντική σύνδεση υπήρξε στις προσδοκίες των ατόμων για το πρόγραμμα συμμετοχής [x2 (8) = 19,394, p = .003]. Η σύνδεση ήταν ανάμεσα στην προσδοκία της «Απεξάρτησης» και το ΚΕ.Θ.Ε.Α.
Περνώντας στο δεύτερο επίπεδο ανάλυσης των δεδομένων, εστιαζόμαστε αρχικά στο μέσο όρο «επίδοσης» των τριών ομάδων στις κλίμακες κινητοποίησης (Πίνακας 6.). Παρατηρώντας μόνο τα περιγραφικά στοιχεία του Πίνακα προκύπτουν δύο βασικά στοιχεία. Κατ’ αρχάς, και οι τρεις μονάδες βαθμολογούνται αρκετά υψηλά σε όλες τις κλίμακες, καθώς και στη συνολική αξιολόγηση της κινητοποίησης. Οι τιμές άνω του «40» που εμφανίζονται υποδεικνύουν, συγκρινόμενες με το ουδέτερο σημείο «30», υψηλό επίπεδο κινητοποίησης για όλες τις μονάδες. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι μονάδες φαίνεται να έχουν μικρές διαφορές μεταξύ τους. Οι Ν.Α. έχουν με ελάχιστη διαφορά τον υψηλότερο μέσο όρο, ακολουθεί ο Ο.ΚΑ.ΝΑ. και έπεται ο ΚΕ.Θ.Ε.Α. Ωστόσο, το ΚΕ.Θ.Ε.Α. εμφανίζει τη μεγαλύτερη τυπική απόκλιση στη βαθμολόγηση των κλιμάκων, κάτι που υποδεικνύει ευρεία διακύμανση και πιο ακραίες μέγιστες ή ελάχιστες τιμές.
Η ανάλυση διακύμανσης μεταξύ των μονάδων (Πίνακας 6.) έδειξε ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ των μονάδων υπήρχε μόνο για την κλίμακα της αναγνώρισης προβλήματος [F (2,87) = 3,104, p = .05]. Με χρήση του «post hoc» ελέγχου Tukey διαπιστώθηκε ότι η διαφορά ήταν σημαντική μόνο ανάμεσα στους Ν.Α και στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. [p = .05] προς τους Ν.Α. Η διαφορά ήταν στο όριο της στατιστικής σημαντικότητας. Η συνολική κινητοποίηση δεν παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των μονάδων.
Ο επόμενος έλεγχος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ανάλυση διακύμανσης με δύο παράγοντες (Πίνακας 7.). Ο έλεγχος αυτός διερευνά αν ο συνδυαστικός παράγοντας (mixed design) της μονάδας απεξάρτησης και των κλιμάκων κινητοποίησης επηρεάζει κατά οποιοδήποτε τρόπο τον πως βαθμολογούνται οι κλίμακες. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα [F (6,249) = 1,239, p = .287] δεν υπάρχει καμία επίδραση των δύο αυτών παραγόντων στη διαμόρφωση και τη διαφοροποίηση της βαθμολογίας των κλιμάκων, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητη από αυτούς. Ο έλεγχος αυτός επιβεβαιώνει την ανάλυση διακύμανσης με έναν παράγοντα ως προς την επίδραση της μεταβλητής «Μονάδα» στην κινητοποίηση.
Πίνακας 6.
Ανάλυση Διακύμανσης με έναν παράγοντα για τη διερεύνηση διαφορών στις κλίμακες κινητοποίησης ως προς τη μονάδα απεξάρτησης
(One-way ANOVA)
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Κλίμακες Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. F p
«Αναγνώριση προβλήματος» 42,08 7,43 45,55 5,02 44,69 3,86 3,104 .050*
«Διάθεση για βοήθεια» 43,14 6,64 42,75 5,30 42,85 4,41 ,041 .960
«Ετοιμότητα για θεραπεία» 40,17 6,63 42,20 6,52 40,92 4,90 ,873 .421
«Πιέσεις για θεραπεία» 34,65 8,86 33,83 7,00 34,37 7,95 ,086 .917
Συνολική βαθμολογία 40,71 6,34 42,20 4,30 42,09 2,75 ,895 .412
κινητοποίησης
Σημείωση: * p < 0.05
Πίνακας 7.
Ανάλυση Διακύμανσης με δύο παράγοντες για τη διερεύνηση της επίδρασης των παραγόντων «Μονάδα απεξάρτησης» και «Κλίμακες κινητοποίησης» στη βαθμολόγηση των κλιμάκων
(Two-way ANOVA)
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Κλίμακες Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. F p
«Αναγνώριση προβλήματος» 41,97 7,52 45,47 5,09 44,71 3,97 1,239 .287
«Διάθεση για βοήθεια» 43,03 6,88 42,75 5,30 43,60 3,47
«Ετοιμότητα για θεραπεία» 40,12 6,83 42,27 6,62 41,12 4,90
«Πιέσεις για θεραπεία» 34,53 9,14 33,79 7,12 34,80 8,25
Ακολουθεί η ανάλυση διακύμανσης επαναληπτικών μετρήσεων μεταξύ των τεσσάρων κλιμάκων στο σύνολο του δείγματος (Πίνακας 8.). Σύμφωνα με αυτήν υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά [F(3,255) = 61,512 , p =.000] όσον αφορά στη βαθμολόγηση των κλιμάκων. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Bonferroni έδειξε ότι οι σημαντικές διαφορές είναι αρκετές. Αρχικά, η «Αναγνώριση προβλήματος» βαθμολογείται σημαντικά υψηλότερα από την «Ετοιμότητα για θεραπεία» [p = .000] και από τις «Πιέσεις για θεραπεία» [p = .000 ]. Η «Διάθεση για βοήθεια» επίσης έχει στατιστικώς σημαντική διαφορά έναντι των «Πιέσεων για θεραπεία» [p = .000], ενώ το ίδιο συμβαίνει και για την «Ετοιμότητα θεραπείας» έναντι της τέταρτης κλίμακας [p = .000]. Όταν ο ίδιος έλεγχος διενεργείται ανά μονάδα (Πίνακας 9.), διαπιστώνεται ποια κλίμακα βαθμολογείται υψηλότερα σε κάθε μονάδα. Στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. είναι η «Διάθεση για βοήθεια», στους Ν.Α. είναι ιδιαιτέρως αυξημένη η «Αναγνώριση του προβλήματος», κάτι που παρατηρείται και στον Ο.ΚΑ.ΝΑ., αλλά με σαφώς μεγαλύτερη ισορροπία.
Τελευταίος έλεγχος που εφαρμόστηκε για το δεύτερο επίπεδο της ανάλυσης είναι η συσχέτιση μεταξύ των κλιμάκων κινητοποίησης τόσο μεταξύ τους όσο και με τη συνολική βαθμολογία του κινήτρου (Πίνακες 10. και 11.). Όπως παρατηρούμε στους δύο πίνακες υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των τεσσάρων κλιμάκων και ανάμεσα σε αυτές και τη συνολική βαθμολογία της κινητοποίησης.
Πίνακας 8.
Ανάλυση Διακύμανσης επαναληπτικών μετρήσεων μεταξύ των κλιμάκων κινητοποίησης για τη διερεύνηση διαφορών στη βαθμολόγηση τους στο σύνολο του δείγματος (Ν=86)
(Repeated Measures ANOVA)
Κλίμακες Μ.Ο. Τ.Α. F p
«Αναγνώριση προβλήματος» 43,95 6,00 61,512 .000**
«Διάθεση για βοήθεια» 43,10 5,48
«Ετοιμότητα για θεραπεία» 41,13 6,25
«Πιέσεις για θεραπεία» 34,36 8,16
Σημείωση: **p < 0.01
Πίνακας 9.
Ανάλυση Διακύμανσης επαναληπτικών μετρήσεων μεταξύ των κλιμάκων κινητοποίησης για τη διερεύνηση διαφορών στη βαθμολόγηση τους ανά μονάδα απεξάρτησης
(Repeated Measures ANOVA)
ΚΕ.Θ.Ε.Α Ν.Α. Ο.ΚΑ.ΝΑ.
Κλίμακες Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α.
«Αναγνώριση προβλήματος» 41,97 7,52 45,47 5,09 44,71 3,97
«Διάθεση για βοήθεια» 43,03 6,88 42,75 5,30 43,60 3,47
«Ετοιμότητα για θεραπεία» 40,12 6,83 42,27 6,62 41,12 4,90
«Πιέσεις για θεραπεία» 34,53 9,14 33,79 7,12 34,80 8,25
F 17,105 31,362 17,121
p .000** .000** .000**
Σημείωση: **p < 0.01
Πίνακας 10.
Συσχετίσεις μεταξύ των κλιμάκων κινητοποίησης στο σύνολο του δείγματος
ΑΠ ΔΒ ΕΘ ΠΘ
Ν r Ν r Ν r Ν r
«Αναγνώριση προβλήματος»
(ΑΠ)
«Διάθεση για βοήθεια»
(ΔΒ) 89 ,722**
«Ετοιμότητα για θεραπεία»
(ΕΘ) 87 ,501** 89 ,441**
«Πιέσεις για θεραπεία»
(ΠΘ) 90 ,376** 92 ,243* 90 ,235*
Σημείωση: * p < 0.05, ** p < 0.01
Πίνακας 11.
Συσχετίσεις των κλιμάκων κινητοποίησης με τη συνολική βαθμολογία κινητοποίησης στο σύνολο του δείγματος (Ν=86)
Συνολική βαθμολογία κινητοποίησης
Συντελεστής Pearson (r) Στατιστική σημαντικότητα (p)
«Αναγνώριση προβλήματος» ,909** .000
«Διάθεση για βοήθεια» ,821** .000
«Ετοιμότητα για θεραπεία» ,686** .000
«Πιέσεις για θεραπεία» ,577** .000
Σημείωση: **p < 0.01
Στο τρίτο επίπεδο ανάλυσης διερευνήθηκε η σχέση ανάμεσα στα δημογραφικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτουν από το πρώτο ερωτηματολόγιο, και στη συνολική κινητοποίηση. Αυτός ο έλεγχος έγινε με τη χρήση αναλύσεων διακύμανσης (ANOVA) και τεστ για τη σύγκριση της ισότητας των μέσων τιμών (t-test). Ελέγχθηκαν όλες οι μεταβλητές του πρώτου ερωτηματολογίου ως προς την επίδραση τους στην κινητοποίηση. Στατιστική σημαντικότητα έδειξε η ανάλυση διακύμανσης με παράγοντα την «Παρούσα συνθήκη διαβίωσης» [F(4,81) = 2,495, p = .049]. Ο έλεγχος Tukey έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην κινητοποίηση ανάμεσα στις συνθήκες «Μόνος/Με συγκάτοικο» [Μ.Ο.: 42,83, Τ.Α.: 3,58] και «Άστεγος» [Μ.Ο.: 34, Τ.Α.: 17,36] υπέρ της πρώτης [p = .023]. Στατιστικώς σημαντικός ήταν ο έλεγχος για την ισότητα των μέσων τιμών της κινητοποίησης στα δύο επίπεδα («Ναι» και «Όχι») της ερώτησης για την «Ενέσιμη χρήση ουσιών» [t(84) = 2,150, p =.034]. Τα άτομα που έκαναν ενέσιμη χρήση είχαν υψηλότερη κινητοποίηση [Μ.Ο.: 42,08, Τ.Α.: 4,85] σε σχέση με αυτά που δεν έκαναν [Μ.Ο.: 39,01, Τ.Α.: 3,96]. Τέλος, σημαντική διαφορά βρέθηκε επίσης μέσω ελέγχου ισότητας των μέσων τιμών ανάμεσα στα άτομα που είχαν κάνει «Προσπάθειες απεξάρτησης στο παρελθόν» και σε αυτά που δεν είχαν κάνει προσπάθειες [t(84) = 2,032, p =.045]. Τα άτομα με προηγούμενες προσπάθειες είχαν υψηλότερη κινητοποίηση [ Μ.Ο.: 42,07, Τ.Α.: 4,74] έναντι των ατόμων χωρίς [Μ.Ο.: 39,25, Τ.Α.: 4,78].
- Συζήτηση
Συνοψίζοντας τα σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας, το βασικότερο είναι η απουσία σημαντικής διαφοράς στο επίπεδο της κινητοποίησης μεταξύ των συμμετεχόντων από διαφορετικές μονάδες και η ταυτόχρονη υψηλή βαθμολόγηση της κινητοποίησης σε όλες τις μονάδες. Πολύ σημαντικό, επίσης, αποτέλεσμα είναι η ύπαρξη διαφοροποιήσεων στη βαθμολόγηση των κλιμάκων τόσο στο σύνολο του δείγματος όσο και ανά μονάδα. Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι σημαντικές διαφορές των επιπέδων κάποιων ατομικών χαρακτηριστικών ως προς την τιμή της κινητοποίησης.
Προσωπικά χαρακτηριστικά και μονάδες απεξάρτησης
Οι υποθέσεις για τη σύνδεση προσωπικών χαρακτηριστικών με συγκεκριμένα προγράμματα επιβεβαιώνονται για τους παράγοντες της ηλικίας, της εργασίας, των χρόνων χρήσης και των εξωτερικών πιέσεων. Σχετικά με την ηλικία, στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. είναι αναμενόμενο να απευθύνονται πιο νεαροί χρήστες γιατί έχουν λιγότερες υποχρεώσεις και περισσότερο χρόνο για ένα πρόγραμμα διαμονής. Τα αντίθετα ακριβώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι ισχύουν για τους μεγαλύτερους σε ηλικία χρήστες που απευθύνονται στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. Η σύνδεση του ΚΕ.Θ.Ε.Α. με τη μικρή ηλικία των χρηστών επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη σύνδεσης ανάμεσα στο συγκεκριμένο πρόγραμμα και την παραμονή με τη γονεϊκή οικογένεια. Άτομα που διαμένουν με τους γονείς τους είναι πιο πιθανό να είναι μικρότερα σε ηλικία. Μία άλλη υπόθεση είναι ότι ίσως οι μικρότεροι χρήστες πιέζονται από τους γονείς τους να συμμετέχουν σε ένα κλειστό πρόγραμμα,. Κάτι τέτοιο ενισχύεται από τους λόγους προσέλευσης στο πρόγραμμα, όπου οι συμμετέχοντες του ΚΕ.Θ.Ε.Α σημείωσαν υψηλό ποσοστό στην «Πίεση άλλων». Για τις προσπάθειες απεξάρτησης, είναι λογικό αυτές να είναι μειωμένες στους χρήστες του ΚΕ.Θ.Ε.Α. λόγω της μικρότερης ηλικίας τους. Άλλωστε, ένα κλειστό πρόγραμμα, που έχει περισσότερες απαιτήσεις χρόνου και αφοσίωσης, ενδεχομένως να είναι η πρώτη επιλογή για προσπάθεια απεξάρτησης όταν το άτομο βρίσκεται σε μικρότερη ηλικία. Αντίστοιχα, το υψηλό ποσοστό ανεργίας των χρηστών του ΚΕ.Θ.Ε.Α. εξηγείται τόσο από την ηλικία όσο κι από την ίδια τη συμμετοχή σε ένα κλειστό πρόγραμμα. Όσο για την σύνδεση του στόχου της απεξάρτησης με όλες τις δομές φαίνεται να έρχεται σε συμφωνία με το υψηλό επίπεδο κινητοποίησης που παρατηρήθηκε στο σύνολο του δείγματος και ανά μονάδα, καθώς και με την έλλειψη διαφοράς μεταξύ της κινητοποίησης των μονάδων. Το υψηλό «κοινωνικό κεφάλαιο» που παρουσιάζουν τα μέλη των Ν.Α. αποτελεί ενδεχομένως εξήγηση για τους λόγους που επιλέγουν και παραμένουν σε ένα ανοιχτό αυτοδιαχειριζόμενο πρόγραμμα.
Κινητοποίηση και μονάδες απεξάρτησης
Η απουσία σημαντικών διαφορών στην κινητοποίηση των συμμετεχόντων μπορεί να οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Ένας τέτοιος είναι το φαινόμενο της εναλλαγής των χρηστών ανάμεσα στις μονάδες απεξάρτησης. Οι χρήστες τείνουν να δοκιμάζουν όλες τις δυνατές επιλογές για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της εξάρτησης και επομένως «ανακυκλώνονται». Δε γνωρίζουμε αν υπάρχει, δηλαδή, ένα μοτίβο σύνδεσης μιας δομής απεξάρτησης με ένα συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας, που θα μπορούσε να ενέχει και την κινητοποίηση ως χαρακτηριστικό.
Εξετάζοντας τις μονάδες κατά μόνας, το υψηλό ποσοστό των Ν.Α. μπορεί να εξηγηθεί βάσει της διαδεδομένης θέσης στη βιβλιογραφία, ότι οι ομάδες αυτοβοήθειας προϋποθέτουν σχετικά υψηλότερη κινητοποίηση από τη μεριά του χρήστη συγκριτικά με άλλα προγράμματα (Ζαφειρίδης, 2009), μιας και είναι ένα ανοιχτό πρόγραμμα, όπου δεν υπάρχει κανένας ειδικός και καμία μορφή πίεσης για συμμετοχή. Έτσι η παρακολούθηση του προγράμματος επαφίεται πλήρως στη διάθεση και τη θέληση του ατόμου, στοιχεία που συνδέονται έντονα με το κίνητρο.
Σχετικά με τον Ο.ΚΑ.ΝΑ., τα αποτελέσματα έρχονται σε αντίθεση με την αντίληψη ότι τα προγράμματα υποκατάστασης ελκύουν λιγότερο κινητοποιημένους χρήστες. Αντιθέτως, ο υψηλός βαθμός κινητοποίησης μπορεί να σχετιστεί με μια άλλη βιβλιογραφική θέση, πως τα άτομα με σοβαρότερα προβλήματα χρήσης και εξαιτίας της χρήσης είναι αυτά που παρουσιάζουν την υψηλότερη κινητοποίηση (Klingemann, 1991; Ryan, Plant, & O’ Malley, 1995; Freyer, Tonigan, Keller, Rumpf, John, & Hepke, 2005). Στην παρούσα έρευνα, το ερωτηματολόγιο προσωπικών χαρακτηριστικών έδειξε σε αρκετά σημεία σύνδεση του Ο.ΚΑ.ΝΑ με σοβαρά προβλήματα λόγω της χρήσης.
Όσον αφορά στο ΚΕ.Θ.Ε.Α., το υψηλό επίπεδο κινητοποίησης αναμενόταν μιας και πρόκειται για ένα πρόγραμμα διαμονής το οποίο προϋποθέτει ότι ο χρήστης θα δεσμευτεί σε μια διαδικασία αποχής από το παλαιό πλαίσιο ζωής του και δραστηριοτήτων εντός ενός νέου δομημένου πλαισίου.
Οι διαφοροποιήσεις στη βαθμολόγηση των τεσσάρων κλιμάκων κινητοποίησης είναι υποστηρικτικές της άποψης ότι η απεξάρτηση, ως διαδικασία αλλαγής, διέρχεται από διαφορετικά στάδια. Κατά την έναρξη της θεραπευτικής προσπάθειας είναι πιο εύκολο να αναγνωρίζει κανείς τα προβλήματά του λόγω της χρήσης και την ανάγκη του για βοήθεια και έτσι να κινητοποιείται από αυτά, παρά να δεσμεύεται στη θεραπευτική προσπάθεια και στην προοπτική της αλλαγής, καθώς αυτό απαιτεί περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη αφοσίωση σε ένα πρόγραμμα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, επιβεβαιώνεται από τις περισσότερες θεωρίες για τα στάδια και τη φύση της κινητοποίησης (Pochaska & DiClemente, 1986; Pochaska & DiClemente, 1992; DiClemente, 2003; Deci & Ryan, 2000; DeLeon, Melnick, & Tims, 2001; Simpson & Joe, 1993; Knight, Holcom, & Simpson, 1994).
Σύνδεση κινητοποίησης και προσωπικών χαρακτηριστικών
Το τρίτο μέρος της ανάλυσης παρουσίασε κάποια σημαντικά αποτελέσματα. Η σύνδεση της ενέσιμης χρήσης με την υψηλή κινητοποίηση ενισχύει τη σχέση μεταξύ σοβαρών προβλημάτων και κινητοποίησης. Αναμφίβολα, η ενέσιμη χρήση μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες βλάβες στην υγεία και να φέρει το χρήστη σε καταστάσεις κινδύνου. Ενδιαφέρουσες υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τη αυξημένη κινητοποίηση των ατόμων που μένουν μόνοι ή με συγκάτοικο έναντι της μειωμένης των αστέγων. Η έλλειψη κατοικίας επιτείνει τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης και διευκολύνει την επιστροφή του ατόμου στη χρήση. Αντίθετα, αυτός που μένει είτε μόνος είτε με συγκάτοικο έχει ένα σημείο αναφοράς για να ξεφύγει από το πλαίσιο της χρήσης. Η σύνδεση αυτή της αυτόνομης κατοικίας με την κινητοποίηση ισχυροποιείται στατιστικά αν αναλογιστούμε ότι οι συμμετέχοντες από τους Ν.Α., τη μονάδα με τη μεγαλύτερη κινητοποίηση, μένουν σε στατιστικώς σημαντικό ποσοστό μόνοι ή με συγκάτοικο. Το τελευταίο χαρακτηριστικό που συνδέθηκε με την υψηλή κινητοποίηση ήταν οι προηγούμενες προσπάθειες για απεξάρτηση. Η υψηλή κινητοποίηση των ατόμων που έχουν κάνει τέτοιες προσπάθειες μπορεί να αποδοθεί στην ενέργεια και το χρόνο που έχουν αναλώσει στο παρελθόν, καθώς και στη συσσώρευση άσχημων εμπειριών εντός πλαισίου χρήσης. Άλλωστε το φαινόμενο «να πιάσει κανείς πάτο» (hitting bottom) είναι συνδεδεμένο με υψηλά επίπεδα κινητοποίησης (Tsogia, 2002; Ζυγάκη, 2005).
Εξετάζοντας την παρούσα έρευνα σε σχέση με παρόμοιες μελέτες μπορούμε να εντοπίσουμε κατά βάση ομοιότητες. Αρχικά, σε σχέση με το προφίλ των χρηστών η παρούσα έρευνα έχει σε μεγάλο βαθμό κοινά αποτελέσματα με μεγάλες έρευνες του ελληνικού χώρου αναφορικά με αυτό το θέμα (ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2007; ΚΕ.Θ.Ε.Α, 2010; Δουζένης, Τσακλακίδου, Στεφάνης, & Κοκκέβη, 2000; Αλεκτορίδης, Κρανιώτη, Ζλατάνος, Παπαπαναγιώτου, Καρατσιάλη, Μελεούνη, Χαριτάντη, Μπασδάρα, Γκρανόπουλος, Νέδας, Ξούπα, Νικολάου, & Ρογκότης, 2008). Στο ζήτημα της κινητοποίησης, μεγάλη έρευνα διερεύνησης του θεραπευτικού κινήτρου, μεταξύ άλλων, στην οποία χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ερωτηματολόγιο και συμμετείχαν τρία προγράμματα με μονάδες σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ βρέθηκαν παρόμοια αποτελέσματα με την παρούσα. Συγκεκριμένα, έδειξε ότι 18 μονάδες μακράς εσωτερικής παραμονής (long-term residential), 13 εξωτερικές μονάδες με χορήγηση μεθαδόνης (outpatient methadone) και 16 στεγνές εξωτερικές μονάδες (outpatient drug free) δεν είχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ως προς τις κλίμακες κινητοποίησης και τη συνολική βαθμολόγηση της (Joe, Simpson, & Broome, 1998). Τέλος, έρευνα του Ekendahl (2007) στην οποία, μεταξύ άλλων, συγκρίθηκαν δύο ομάδες ατόμων που βρίσκονταν στη θεραπεία εθελοντικά και υποχρεωτικά (μετά από εντολή ή πίεση τρίτων) αντίστοιχα, έδειξε ότι η εθελοντική ομάδα είχε μία διαφορά, αλλά αυτή δεν ήταν στατιστικώς σημαντική.
Περιορισμοί της έρευνας και προτάσεις
Η έρευνα έχει κάποιους αξιοσημείωτους περιορισμούς, σε μεθοδολογικό επίπεδο κυρίως. Τέτοιοι είναι το σχετικά μικρό δείγμα και η ανισοκατανομή των συμμετεχόντων του ΚΕ.Θ.Ε.Α. ανάμεσα στο Συμβουλευτικό Κέντρο και την Κοινότητα. Επίσης, περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί και η χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου εργαλείου μέτρησης της κινητοποίησης για πρώτη φορά σε ελληνικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει δυνατότητα για σύγκριση των αποτελεσμάτων με μία ήδη υπάρχουσα βάση δεδομένων από αξιολογήσεις ατόμων μιας ή περισσότερων μονάδων, με το συγκεκριμένο εργαλείο.
Η συνέχιση της έρευνας στο πεδίο της σύγκρισης προγραμμάτων απεξάρτησης είτε ως προς τα χαρακτηριστικά που διερευνήθηκαν στην παρούσα μελέτη ή ως προς άλλα, μέσα από ένα ενδεχομένως πληρέστερο σχεδιασμό και ένα ευρύτερο δείγμα, μπορεί να επιφέρει πολλά θετικά στοιχεία και να συνεισφέρει στην μελέτη των μεταβλητών της θεραπευτικής διαδικασίας.
Συμπερασματικά, αξιολογώντας το στόχο της παρούσας έρευνας και αναλογιζόμενοι τα ευρήματά της, θεωρούμε ότι οι συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών μονάδων απεξάρτησης και εν γένει διαφορετικών θεραπευτικών προγραμμάτων, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες για την κατανόηση ενδεχόμενων ιδιαίτερων γνωρισμάτων τους. Ωστόσο, ακόμη πιο χρήσιμη θεωρούμε την προσωπική αξιολόγηση του κάθε ατόμου ως προς τα δικά του προσωπικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά από τα διάφορα θεραπευτικά προγράμματα. Αυτό πιστεύουμε ότι θα οδηγούσε σε καλύτερη κατανόηση των προσωπικών αναγκών και έτσι σε μία εστιασμένη σε αυτές τις ανάγκες παρέμβαση.
[1] Διεύθυνση επικοινωνίας: Αδριανουπόλεως 27 / Σαχτούρη 28, Δράμα, 66100, Θεσσαλονίκη, 54632, Ελλάδα
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ξενόγλωσσες
Battjes, R. J., Gordon, M. S., O’Grady, K. E., Kinlock, T. W., & Carswell, M. A. (2003). Factors that predict adolescent motivation for substance abuse treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 24(3), 221-232. [Παράγοντες πρόβλεψης της κινητοποίησης για θεραπεία κατάχρησης ουσιών σε εφήβους]
Bartholomew, N. G., Dansereau, D. F., & Simpson, D. D. (2006). Getting motivated to change. Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Αποκτώντας κίνητρο για αλλαγή]
Bergeret, J. (1999). Τοξικοεξάρτηση και προσωπικότητα (Α. Βερβερίδης, Μεταφ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Burton T. L., & Williamson, D. L. (1995). Harmful effects of drinking and the use and perceived effectiveness of treatment. Journal of Studies on alcohol, 56,611-615. [Επιβλαβείς επιδράσεις της κατανάλωσης αλκοόλ και η χρήση και αντιληπτή αποτελεσματικότητα της θεραπείας]
Deci, E. L., & Ryan, R. M. (2000). The ‘what’ and the ‘why’ of goal pursuits: Human needs and the self-determination of behaviour. Psychological Inquiry, 11, 227–268. [Το “τι” και “γιατί” της επιδίωξης στόχων: Ανθρώπινες ανάγκες και η αυτο-αποφασιστικότητα της συμπεριφοράς]
DeLeon et al. (1994). Circumstances, motivation, readiness and suitability. American Journal of drug and alcohol abuse, 20, 495-514. [Περιστάσεις, κινητοποίηση, ετοιμότητα και καταλληλότητα]
De Leon, G., Melnick, G., & Tims F. M. (2001). The role of motivation and readiness in treatment and recovery. In Tims F. M. & Platt J. J. (Eds), Relapse and recovery in addictions (pp 143–171). New Haven, CT: Yale University Press. [Ο ρόλος της κινητοποίησης και της ετοιμότητας στη θεραπεία και την ανάρρωση]
DiClemente, C. (1999). Motivation for Change: Implications for substance abuse treatment. Psychological Science, 10(3), 209-213. [Κινητοποίηση για αλλαγή: επιπτώσεις για τη θεραπεία κατάχρησης ουσιών]
DiClemente, C. C. (2003). Addiction and change: How addictions develop and addicted people recover. New York, NY: The Guilford Press. [Εξάρτηση και αλλαγή: Πως αναπτύσσονται οι εξαρτήσεις και πως αναρρώνουν οι εξαρτημένοι]
Ekendahl, M. (2007). Time to change: An exploratory study of motivation among untreated and treated substance abusers. Addiction Research & Theory, 15(3), 247-261. [Ώρα για αλλαγή: Μία διερευνητική μελέτη της κινητοποίησης ανάμεσα σε μη θεραπευόμενους και θεραπευόμενους χρήστες ουσιών]
Freyer, J., Tonigan, J. S., Keller, S., Rumpf, H. J., Ulrich, J., & Hapke, U. (2005). Readiness for change and readiness for help-seeking: A composite assessment of client motivation. Alcohol & Alcoholism, 40(6), 540-544. [Ετοιμότητα για αλλαγή και αναζήτηση βοήθειας: Μία σύνθετη αξιολόγηση της κινητοποίησης των πελατών]
Glasscote, R., Sussex, J. N., Jaffe, J. H., Ball, J. & Brill, L. (1972) The treatment of drug abuse:Programs, problems, prospects. Washington, DC: American Psychiatric Association Division of Public Affairs, The Joint Information Service. [Η θεραπεία της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών: προγράμματα, προβλήματα, προοπτικές]
Groshkova, T. (2010). Motivation in substance misuse treatment. Addiction Research & Theory, 18(5), 494-510. [Η κινητοποίηση στην θεραπεία κατάχρησης ουσιών]
Joe, G. W., Simpson, D. D., & Broome, K. M. (1998). Effects of readiness for drug abuse treatment on client retention and assessment of process. Addiction, 93(8), 1177-1190. [Επιδράσεις της ετοιμότητας για θεραπεία της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών στη διατήρηση του πελάτη και στην αξιολόγηση της διαδικασίας]
Joe, G. W., Broome, K. M., Rowan-Szal, G. A., & Simpson, D. D. (2002). Measuring patient attributes and engagement in treatment. Journal of Substance Abuse Treatment, 22(4), 183-196. [Μετρώντας τα χαρακτηριστικά των ασθενών και τη δέσμευση στη θεραπεία]
Klingemann, H. K.-H. (1991). The motivation for change from problem alcohol and heroin use. British Journal of Addiction, 86, 979-978. [Η κινητοποίηση για αλλαγή από την προβληματική χρήση αλκοόλ και ηρωίνης]
Klingemann, H. K.-H. (1992). Coping and maintenance strategies of spontaneous remitters from problem use of alcohol and heroin in Switzerland. International journal of the addictions, 27, 1359-1388. [Στρατηγικές αντιμετώπισης και διατήρησης σε χρήστες με αυθόρμητη μείωση συμπτωμάτων από προβληματική χρήση αλκοόλ και ηρωίνης στην Ελβετία]
Knight, K., Holcom, M., & Simpson, D. D. (1994). TCU Psychosocial functioning and motivation scales: Manual on psychometric properties. Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Κλίμακες ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας και κινητοποίησης Πανεπιστημίου του Τέξας: Εγχειρίδιο ψυχομετρικών ιδιοτήτων]
Murphy, P. N., Bentall, R. P., & Owens, R. G. (1989). The experience of opioid abstinence: The relevance of motivation and history. British Journal of Addiction, 84(3), 673-679. [Η εμπειρία της αποχής από οπιοειδή: Η σχέση κινητοποίησης και ιστορικού]
Murphy, P. N., & Bentall, R. P. (1992). Motivation to withdraw from heroin: A factor-analytic study. British Journal of Addiction, 87(4), 245-250. [Κινητοποίηση για διακοπή της ηρωίνης: Μία μελέτη παραγοντικής ανάλυσης]
Orford, J. (1985). Excessive appetites: A psychological view of addictions. New York, NY: Wiley [Υπέρμετρες επιθυμίες: Μία ψυχολογική άποψη των εξαρτήσεων]
Peavy, K. M., Cochran, B. N., & Wax, J. (2010). What they want: Motivation and treatment choice in nontreatment-seeking substance abusers. Addictive Disorders & their Treatment, 9(4), 150-157. [Τί θέλουν: Κινητοποίηση και επιλογή θεραπείας σε χρήστες ουσιών που δεν αναζητούν θεραπεία]
Prochaska, J. O., & DiClemente, C. C. (1986). Toward a comprehensive model of change. In W. R. Miller, & N. Heather (Eds.), Treating addictive behaviors: Processes of change. New York, NY: Plenum Press. [Προσεγγίζοντας ένα περιεκτικό μοντέλο της αλλαγής]
Prochaska, J. O., & DiClemente, C. C. (1992). Stages of change in the modification of problem behaviours. In M. Hersen, R. M. Eisler, & P. M. Miller (Eds.), Progress in behaviour modification. Sycamore, IL: Sycamore Press. [Στάδια της αλλαγής στην τροποποίηση προβληματικών συμπεριφορών]
Ryan, R. M., Plant, R. W., & O’Malley, S. (1995). Initial motivation for alcohol treatment: Relations with patients characteristics, treatment involvement, and dropout. Addictive behaviours, 20, 279-297. [Αρχική κινητοποίηση για θεραπεία αλκοολισμού: Σχέσεις με χαρακτηριστικά ασθενών, εμπλοκή στη θεραπεία και αποχώρηση]
Simpson, D. D. (1991). Psychosocial measures: Update on TCU/DATAR self-rating scales. Presentation at the South-west Region NADR Meeting, March 14-15, Dallas, Texas. [Ψυχοκοινωνικές μετρήσεις: Ενημέρωση για τις αυτο-αξιολογούμενες κλίμακες του προγράμματος DATAR/Πανεπιστήμιο του Τέξας]
Simpson, D. D. (1992). TCU/DATAR Forms Manual: Drug Abuse Treatment for AIDS-Risks Reduction (DATAR). Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Εγχειρίδιο εντύπων του προγράμματος DATAR/Πανεπιστήμιο του Τέξας: Θεραπεία κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών για τη μείωση των κινδύνων του AIDS]
Simpson, D. D., & Joe, G. W. (1993). Measurement of social functioning in addicts:
Psychometric and validity analyses. Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Μέτρηση της κοινωνικής λειτουργικότητας σε εξαρτημένους: Ψυχομετρικές αναλύσεις και αναλύσεις αξιοπιστίας]
Simpson, D. D., Chatham, L. R., & Joe, G. W. (1993). Cognitive enhancements to treatment in DATAR: Drug Abuse Treatment for AIDS Risks Reduction. In J. Inciardi, F. Tims & B. Fletcher (Eds.), Innovative approaches to the treatment of drug abuse: Program models and strategies. Westport, CT: Greenwood Press. [Γνωστικές ενισχύσεις της θεραπείας στο πρόγραμμα DATAR: Θεραπεία κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών για τη μείωση των κινδύνων του AIDS]
Simpson, D. D. (1993). Drug treatment evaluation research in the United States. Psychology of Addictive Behaviors, 7(2), 120-128. [Ερευνητική αξιολόγηση της θεραπείας από χρήση ναρκωτικών ουσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες]
Simpson, D. D., & Joe, G. W. (1993). Motivation as a predictor of early drop out from drug abuse treatment. Psychotherapy, 30(2), 357-368. [Η κινητοποίηση ως προβλεπτικός παράγοντας για την πρόωρη αποχώρηση από τη θεραπεία για κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών]
Simpson, D. D. (1995). Issues in treatment process and services research. International Journal of the Addictions, 30(7), 875-879. [Ζητήματα κατά τη διαδικασία της θεραπείας και την έρευνα των υπηρεσιών]
Simpson, D. D. (2001). Modeling treatment process and outcomes. Addiction, 96(2), 207-211. [Σχεδιασμός της θεραπευτικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων]
Simpson, D. D. (2002). A conceptual framework for transferring research to practice. Journal of Substance Abuse Treatment, 22(4), 171-182. [Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για τη μεταφορά της έρευνας στην πράξη]
Simpson, D. D. (2004). A conceptual framework for drug treatment process and outcomes. Journal of Substance Abuse Treatment. 27(2), 99-121. [Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της θεραπείας από χρήση ναρκωτικών ουσιών]
Simpson, D. D., & Joe, G. W. (2004). A longitudinal evaluation of treatment engagement and recovery stages. Journal of Substance Abuse Treatment, 27(2), 89-97. [Μία διαχρονική αξιολόγηση της θεραπευτικής δέσμευσης και των σταδίων ανάρρωσης]
Simpson, D. D. (2006). A plan for planning treatment. Counselor: A Magazine for Addiction Professionals, 7, 20-28. [Ένα πλάνο για το σχεδιασμό της θεραπείας]
Simpson, D. D., & Bartholomew, N. G. (2008). Using client assessments to plan and monitor treatment (Using CEST guide). Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Χρησιμοποιώντας τις αξιολογήσεις πελατών για το σχεδιασμό και την παρακολούθηση της θεραπείας]
Simpson, D. D. (2009). Battery of TCU Treatment Assessment Forms for Client Needs, Risks, and Progress. Fort Worth, TX: Texas Christian University, Institute of Behavioral Research. [Συστοιχία εντύπων αξιολόγησης της θεραπείας για τις ανάγκες, τους κινδύνους και την πρόοδο των πελατών]
Tsogia, D. (2002). Individuals with a drinking problem: A qualitative of their perceived reasons for entering treatment. Birmingham: The University of Birmingham Press. [Άτομα με προβλήματα κατανάλωσης αλκοόλ: Μία ποιοτική έρευνα των προσωπικά αντιληπτών λόγων για εισαγωγή σε θεραπεία]
Tuchfeld, B. (1981). Spontaneous remission in alcoholics: Empirical observations and theoretical applications. Journal of studies on alcohol, 42. [Αυθόρμητη μείωση συμπτωμάτων σε αλκοολικούς: Εμπειρικές παρατηρήσεις και θεωρητικές εφαρμογές]
Ελληνικές
Αλεκτορίδης, Π., Κρανιώτη, Ε., Ζλατάνος, Δ., Παπαπαναγιώτου, Ο., Καρατσιάλη, Α., Μελεούνη, Δ., Χαριτάντη, Μ., Μπασδάρα, Ε., Γκρανόπουλος, Ι., Νέδας, Δ., Ξούπα, Ι., Νικολάου, Κ., & Ρογκότης, Χ. (2008). Δημογραφικά στοιχεία και χαρακτηριστικά χρήσης των προσερχόμενων στο τμήμα αποκατάστασης εξαρτημένω του ΨΝΘ και των άλλων θεραπευτικών προγραμμάτων της Ελλάδας κατά το έτος 2006. Πρακτικά 20ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ψυχιατρικής, Κρήτη, 14-18 Μαϊου 2008.
Βαρλατζίδου, Α., & Μπαφά, Β. (2002). Διερεύνηση της ψυχοπαθολογίας χρηστών διαφόρων εξαρτησιογόνων ουσιών. Πτυχιακή Εργασία, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα ψυχολογίας, Α.Π.Θ.
Γκανάτσιου, Ζ. (2003). Η κοινωνική κατασκευή του χρήστη «ναρκωτικών ουσιών» μέσα από τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μεταπτυχιακή Εργασία, Π.Μ.Σ. Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας Εξαρτήσεων και Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα ψυχολογίας, Α.Π.Θ.
Δουζένης Α., Τσακαλίδου Δ., Στεφάνης Ν., & Κοκκέβη Α. (2000). Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενδοφλέβιων χρηστών ηρωίνης που συμμετέχουν σε Πρόγραμμα Υποκατάστασης. 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, 5-9 Μαΐου 2000, Πάφος, Κύπρος.
Ζαφειρίδης, Φ. (2009). Εξαρτήσεις και κοινωνία: 1. Θεραπευτικές κοινότητες – Ομάδες αυτοβοήθειας. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Ζυγάκη, Α. (2005). Οι λόγοι που ωθούν κάποιον να σταματήσει τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών: Μία ποιοτική έρευνα. Μεταπτυχιακή Εργασία, Π.Μ.Σ. Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας Εξαρτήσεων και Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα ψυχολογίας, Α.Π.Θ.
ΚΕ.Θ.Ε.Α. (2007). Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά και συνθήκες χρήσης των ατόμων που απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα του ΚΕΘΕΑ τα έτη από 200 έως και 2006. Αθήνα: ΚΕ.Θ.Ε.Α.
ΚΕ.Θ.Ε.Α. (2010). Απολογισμός έργου 2009. Αθήνα: ΚΕ.Θ.Ε.Α.
Σαββίδου, Ι., & Κουτσομπίνα, Β. (2002). Διερεύνηση καταθλιπτικών στοιχείων σε χρήστες τοξικών ουσιών. Πτυχιακή Εργασία, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα ψυχολογίας, Α.Π.Θ.