Στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο των Θεραπευτικών Κοινοτήτων που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2005 είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε τον γνωστό Ψυχίατρο και Θεραπευτή Martien Kooyman και να συζητήσουμε μαζί του για θέματα που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών, την απεξάρτηση, την ιστορία των Θεραπευτικών Κοινοτήτων, αλλά και την πολιτική της Ολλανδίας για τα ναρκωτικά. Αναφέρθηκε στην προσωπική του εμπειρία για το γνωστό «ολλανδικό» μοντέλο καθώς και στη μακρόχρονη συνεργασία του με το ΚΕΘΕΑ, και μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε κάποιες πληροφορίες για την ιστορία του φορέα καθώς και πως βλέπει την πορεία του μέχρι σήμερα.
Τη συνέντευξη παρουσιάζει η Κωνσταντίνα Υφαντή
Απόδοση στα ελληνικά Τζίνη Χριστοφίλη
ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ (ΕΞ): Χαίρομαι πολύ που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη. Θα θέλατε λοιπόν να μας πείτε περισσότερα για τη δουλειά σας; Και ιδιαίτερα για τη θεραπεία Bonding καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε ως θεραπευτικό εργαλείο στη θεραπεία της τοξικοεξάρτησης;
Martien Kooyman (ΜΚ): Ξεκίνησα να δουλεύω με εξαρτημένους χρήστες το 1969. Τότε δεν ήμουν ακόμη ψυχίατρος και είχα μια δουλειά μερικής απασχόλησης ως Διευθυντής του πρώτου προγράμματος μεθαδόνης στη Χάγη. Ένα χρόνο αργότερα αναρωτηθήκαμε αν οι πελάτες μας έκαναν ακόμη χρήση ουσιών. Είχαμε έναν πολύ καλό κοινωνικό λειτουργό, τους βρίσκαμε δουλειά, όμως οι πελάτες μας κατάφερναν να χάνουν τη δουλειά τους μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες και δεν άλλαζαν ιδιαίτερα τον τρόπο ζωής τους. Έτσι σκεφτήκαμε ότι μπορεί να εξακολουθούν να κάνουν χρήση ουσιών. Κάναμε ελέγχους ούρων, γιατί δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι οποιονδήποτε φυσικά, κι ανακαλύψαμε ότι όλοι έκαναν χρήση άλλων ουσιών. Έκαναν χρήση αμφεταμινών, ή βαρβιτουρικών. Προβληματιστήκαμε γιατί, προφανώς, δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία αλλαγή. Φυσικά έπαιρναν τη μεθαδόνη, όμως εξακολουθούσαν να κάνουν χρήση των ουσιών που έβρισκαν στην πιάτσα. Τυχαία, εκείνη την περίοδο μία ομάδα ανέβαζε ένα θεατρικό έργο με τίτλο “Concept to the Hague”. Πήγα και παρακολούθησα την παράσταση και ήταν η πρώτη φορά που είδα «πρώην χρήστες». Ανθρώπους που είχαν σταματήσει να κάνουν χρήση ουσιών, καθώς στην παράσταση συμμετείχαν τα μέλη μιας θεραπευτικής κοινότητας που ονομαζόταν Daytop Village New York και η παράσταση αφορούσε αυτήν τη συγκεκριμένη κοινότητα. Μετά το τέλος της παράστασης, οι ηθοποιοί κατέβηκαν από τη σκηνή και κάθισαν μαζί με τους θεατές, απλώσανε τα χέρια και τους είπαν: «Θα με αγαπούσες;» Κάποιοι άνθρωποι ιδιαίτερα όσοι βρίσκονταν στην πρώτη σειρά, φοβήθηκαν από όσα συνέβαιναν. Εγώ ήμουν χαρούμενος που δεν καθόμουν στην πρώτη σειρά. Μετά την παράσταση σκέφτηκα ότι, τελικά, είναι όντως δυνατόν να κάνεις θεραπεία, έτσι ρώτησα το φορέα στον οποίο εργαζόμουν εάν θα μπορούσαμε και εμείς να ξεκινήσουμε μία κοινότητα. Όμως ο καθηγητής που επέβλεπε την κλινική για τις εξαρτήσεις είπε όχι, δεν μπορείς να θεραπεύσεις τους εξαρτημένους. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη άποψη εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και αρχές της δεκαετίας του ‘70. Αργότερα έγινα ψυχίατρος και συνέχισα να δουλεύω στη μονάδα μεθαδόνης. Είχα ακούσει ότι υπήρχε ένα αγρόκτημα, στις εγκαταστάσεις του Ψυχιατρικού νοσοκομείου όπου εργαζόμουν, έτσι ρώτησα το Διευθυντή: «Εάν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, για να λειτουργήσει μια θεραπευτική κοινότητα;» και μου απάντησε: «Ξεκίνα». Είχα λοιπόν το ελεύθερο να πειραματιστώ για έναν ολόκληρο χρόνο.
Έτσι ξεκίνησε η θεραπευτική κοινότητα, σε ένα αγρόκτημα, όπως έχω ήδη περιγράψει στο βιβλίο μου που αφορά στις θεραπευτικές κοινότητες, το οποίο ενδεχομένως θα έχετε ήδη διαβάσει. Από το αρχικό χάος καταφέραμε να φτιάξουμε μία καλή θεραπευτική κοινότητα. Η πρώτη μεγάλη αλλαγή ήρθε όταν εγώ και ένα ακόμη μέλος του προσωπικού παρακολουθήσαμε ένα εργαστήριο για τις ομάδες αντιπαράθεσης, το οποίο διοργάνωνε ένας πρώην εξαρτημένος που ήταν Διευθυντής της κοινότητας Phoenix House της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με τον πρώην Διευθυντή του Phoenix House του Λονδίνου. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μας. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ακόμη κι αν είσαι ψυχίατρος, μπορείς επίσης να είσαι και άνθρωπος. Μπορείς να αισθάνεσαι και να εκφράζεις τα συναισθήματά σου, όχι μόνο να κάθεσαι και να συζητάς για προβλήματα.
Εφαρμόσαμε λοιπόν τις ομάδες αντιπαράθεσης άμεσα και αυτή ήταν μεγάλη αλλαγή στην κοινότητά μας. Τα μέλη άρχισαν να είναι πιο ειλικρινή, σχεδόν σταμάτησαν να κρύβονται. Λίγο μετά απ αυτό ξεκινήσαμε τη θεραπευτική κοινότητα Emiliehoeve στις 14 Φεβρουαρίου 1972. Ήταν η πρώτη θεραπευτική κοινότητα στην Ολλανδία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αργότερα δημιουργήθηκαν δύο ακόμη κοινότητες στην Αγγλία. Μετά βήμα-βήμα εισήγαμε όλα τα εργαλεία της θεραπευτικής κοινότητας. Ωστόσο, χρειάστηκε κάποιος χρόνος, για να εντάξουμε το σύστημα ιεραρχίας, επειδή δεν ήταν δημοκρατικό. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό την περίοδο εκείνη, τις δεκαετίες ‘60-‘70. Συνειδητοποιήσαμε όμως ότι ήταν πολύ σημαντικό οι άνθρωποι να νιώθουν ασφαλείς, να έχουν συνεχή απασχόληση μέσα στις θεραπευτικές κοινότητες, να αναθέτουν εργασίες, να είναι υπεύθυνοι και στη συνέχεια να συζητούν για το πώς ένιωσαν, μέσα στις ομάδες. Εκείνη την πρώτη χρονιά, το 1972, ο Daniel Casriel, Αμερικανός ψυχίατρος, και ένας από τους ιδρυτές του Daytop Village, ήρθε στην Ολλανδία με στόχο να πραγματοποιήσει ένα εργαστήριο ψυχοθεραπείας, με τίτλο: Διαδικασία Νέας Ταυτότητας, αυτό αργότερα ονομάστηκε ψυχοθεραπεία Bonding. Είχα ήδη διαβάσει το βιβλίο του για το Synanon «το δίκαιο σπίτι» και μου είχε φανεί ενδιαφέρον, έτσι αποφάσισα να παρακολουθήσω το εργαστήριο που διοργάνωνε.
Βρέθηκα λοιπόν για πρώτη φορά σε ομάδα Bonding, ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1972. Ήμασταν όλοι επαγγελματίες και αντιμετωπίζαμε τα δικά μας προβλήματα, αυτό ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για μένα. Μετά από αυτή την ομάδα ζητήσαμε από τον Casriel να έρθει να μας εκπαιδεύσει. Χρειάστηκε να περιμένουμε δυο χρόνια μέχρι τελικά να καταφέρει να βρει χρόνο να οργανώσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μας. Συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν μια πολύ καλή προσθήκη για το θεραπευτικό πρόγραμμα, καθώς τα περισσότερα μέλη μας είχαν πολύ αρνητική ιδέα για τον εαυτό τους, θεωρούσαν ότι ήταν μια αποτυχία, ακολούθως δεν τα κατάφερναν ούτε στην αντιμετώπιση της χρήσης. Υπήρχε πάντοτε ένας φόβος να πλησιάσουν, ένας φόβος για την οικειότητα, όχι τόσο πολύ σε σχέση με το σεξ αλλά πραγματικά να προσεγγίσουν κάποιον. Έτσι ξεκινήσαμε τη δική μας εκπαίδευση, πήγα στην Αμερική και συμμετείχα σε εργαστήρια στη θεραπευτική κοινότητα που είχε ξεκινήσει ο Casriel με το όνομα Areba, χωριστά από το Daytop.
Ο Casriel ήταν ιατρός και Διευθυντής της κοινότητας, ο οποίος όταν δούλευε στο Daytop είδε τις ομάδες αντιπαράθεσης και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει αυτό το μοντέλο ομαδικής θεραπείας κατά το οποίο οι άνθρωποι φώναζαν και αντιπαρατίθενταν ο ένας στον άλλο και στη δική του πρακτική, καθώς αυτό βοηθά στο να νιώσει κανείς ανακούφιση. Ο Casriel είχε επίσης την ιδιότητά του ψυχαναλυτή και έκανε ψυχοθεραπεία σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό μοντέλο. Αργότερα, εφάρμοσε τις ομάδες αντιπαράθεσης στη δική του πρακτική με αυτό που θα λέγαμε «φυσιολογικούς ανθρώπους». Σε αυτές τις ομάδες ανακάλυψε ότι, όταν οι άνθρωποι είναι στενοχωρημένοι, ή έχουν φορτιστεί συναισθηματικά τότε οι άλλοι έχουν την τάση να τους αγκαλιάζουν και όταν συμβαίνει αυτό αναδύονται ακόμη περισσότερα συναισθήματα. Είναι σαν να νιώθουν ότι τους έχει λείψει η αγάπη, είναι συναισθήματα που έχουν ρίζες στο παρελθόν τους. Αποφάσισε λοιπόν να το συνεχίσει αυτό, ξεκινώντας από την αγκαλιά, όταν κάποιοι άνθρωποι ένιωθαν μόνοι, τότε οι άλλοι τους αγκάλιαζαν.
Έτσι άρχισε να εισαγάγει αυτές τις μεθόδους και να εκπαιδεύει ανθρώπους στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες όπως τη Σουηδία, το Βέλγιο και τη Γερμανία. Ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό αυτό που έκανε, αυτή η ομάδα ήταν πρωτοποριακή. Μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι καθόντουσαν αγκαλιά, φυσικά εμείς φοβόμασταν ότι κάποιοι άνθρωποι θα μπερδευόντουσαν και θα ενέπλεκαν και τη σεξουαλική διάσταση.
Εγώ εκπαιδεύτηκα στη θεραπευτική κοινότητα με το όνομα Areba, στη Νέα Υόρκη. Ο Casriel είχε ξεκινήσει τη δική του θεραπευτική κοινότητα καθώς το προσωπικό της κοινότητας του Daytop δεν συμφωνούσε με τις ιδέες του και είχαν τους δικούς τους φόβους με την οικειότητα. Είχαν συνηθίσει σε πολύ σκληρές ομάδες αντιπαράθεσης, πολύ επιθετικές, με χιούμορ, επίσης αλλά οι άνθρωποι προτιμούσαν να κάθονται στις καρέκλες τους. Οι συμμετέχοντες δεν σηκώνονταν από τις καρέκλες τους και φυσικά στις ομάδες Bonding οι συμμετέχοντες έπρεπε να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον οπότε αυτό δεν γινόταν. Κάτι επίσης σημαντικό για τις ομάδες Bonding είναι να προσπαθήσεις να απαλλαγείς από τις αρνητικές στάσεις που έχεις σχηματίσει από πολύ νωρίς στη ζωή σου, πολλές φορές πριν ακόμη μιλήσεις όπως: «Θα προτιμούσα να μην είμαι εδώ, ή κανείς δεν νοιάζεται για μένα, ή δεν με αγαπούν». Και έτσι υιοθετούν μια στάση: «δεν είμαι αρκετά καλός κι ότι δεν χρειάζομαι κανέναν. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και δεν πρόκειται να στηριχθώ σε κανέναν, δεν θα μοιραστώ τον πόνο μου, θα στραφώ στα ναρκωτικά και δεν ζητώ βοήθεια από κανέναν, δεν εμπιστεύομαι κανέναν».
Όταν λοιπόν έχει κανείς αυτά τα συναισθήματα από νωρίς στη ζωή του, το οποίο μπορεί για παράδειγμα να προέρχεται από την παιδική του ηλικία, που πιθανόν η μητέρα του ήταν άρρωστη και φαινόταν σαν να μη νοιάζεται κανείς για εκείνον. Τότε το παιδί μπορεί να πιστεύει ότι εφόσον δεν παίρνει αυτό που χρειάζεται, το πιο πιθανό είναι ότι κάτι δεν πάει καλά με εκείνο. Εάν όμως δεν ξέρει τι δεν πάει καλά, αυτό είναι επίπονο και οδηγείται στο να υιοθετήσει κακή συμπεριφορά. Τελικά κάποιοι μεγαλώνοντας καταλήγουν να κάνουν χρήση ουσιών ή να κλέβουν ή εμπλέκονται σε παρόμοιες δραστηριότητες.
Σε μια έρευνα που έγινε στην Ολλανδία βρέθηκε ότι το 5% των χρηστών ηρωίνης είχαν ήδη επαφή με την Αστυνομία πριν ξεκινήσουν τη χρήση ουσιών, αυτό σημαίνει ότι είχαν ήδη εκδηλώσει κάποια αρνητική, αντικοινωνική συμπεριφορά. Συμμετέχοντας ο εξαρτημένος σε μία θεραπευτική κοινότητα θα καθαρίσει από τις ουσίες αλλά και θα νιώσει καλύτερα, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί η αυτοεκτίμησή του, κάνοντας πράγματα που δεν έκανε παλιά, για παράδειγμα, μπορεί να είναι επικεφαλής της κουζίνας ή να μιλά σε μια μεγάλη ομάδα. Όμως, αντιληφθήκαμε ότι εκείνη την περίοδο στις θεραπευτικές κοινότητες δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα συναισθήματα και με θέματα εγγύτητας των σχέσεων. Παρατηρήσαμε ότι συχνά στη θεραπευτική κοινότητα οι άνθρωποι αυτοί άρχισαν να πηγαίνουν καλά, άρχισαν να δουλεύουν σκληρά, όμως σε επίπεδο σχέσεων δεν πήγαιναν τόσο καλά, απέφευγαν την επαφή με άλλους ανθρώπους. Φυσικά, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό, όταν είσαι σε θεραπευτική κοινότητα να ξεκινήσεις μια ομάδα με μέλη που αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον, άνδρες και γυναίκες μαζί. Συνήθως, είχαμε ομάδες όπου οι άνδρες ήταν πολύ περισσότεροι από τις γυναίκες, έτσι έπρεπε να προσέξουμε πολύ τις γυναίκες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από άντρες. Στη θεραπευτική κοινότητα δεν εντάσσαμε τους καινούργιους ανθρώπους στις ομάδες αυτές. Για αυτούς είχαμε άλλα είδη ομάδων, ομάδες παιχνιδιού περισσότερο, όπου αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον, αλλά ουσιαστικά δεν έμπαιναν πολύ βαθιά στα πράγματα. Έπαιζαν παιχνίδια και δεν συμμετείχαν σε ομάδες αντιπαράθεσης. Αυτού του είδους οι ομάδες ξεκινούσαν μετά από τους τρεις πρώτους μήνες παραμονής στη θεραπευτική κοινότητα, μία τρίωρη συνάντηση της ομάδας κάθε βδομάδα. Φυσικά, αυτή η θεραπεία δεν ολοκληρωνόταν μετά από ένα χρόνο στη θεραπευτική κοινότητα συνέχιζαν με αυτές τις ομάδες ακόμη και στη φάση της επανένταξης, άλλους τέσσερις μήνες.
Βεβαίως, αυτές οι ομάδες πρέπει να πραγματοποιούνται από κάποιον ο οποίος έχει εκπαιδευτεί σε αυτή τη μέθοδο. Έτσι άρχισαν να λειτουργούν εκπαιδευτικά προγράμματα στην Ολλανδία, μαζί με άλλους ανθρώπους, όπως θεραπευτές από το Βέλγιο όπως ο Johan Maertens, διευθυντής της θεραπευτικής κοινότητας De Sleutel. Πραγματοποιήθηκαν λοιπόν σεμινάρια στο Βέλγιο και στην Ολλανδία επειδή μιλάμε την ίδια γλώσσα: Διοργανώσαμε εκπαιδευτικά προγράμματα με τους Φλαμανδούς, για να μπορούν και εκείνοι να δουλεύουν με αυτή τη μέθοδο στις θεραπευτικές τους κοινότητες. Επίσης, μαζί με άλλους θεραπευτές από τη Σουηδία εκπαιδεύσαμε ανθρώπους στην Ιταλία.
Αυτοί εφάρμοσαν τη θεραπευτική μέθοδο του Bonding στις θεραπευτικές κοινότητες στην Ιταλία, για παράδειγμα στο Μπελούνο, μια παλιά πόλη κοντά στη Βενετία, όπου οργανώθηκαν εργαστήρια κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου για γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας, επειδή, συνήθως, και εκείνοι έχουν τα ίδια προβλήματα με τα συναισθήματά τους και κυρίως με την οικειότητα ή την ενοχή. Πλέον έχουν ξεκινήσει στην Ιταλία σε όλα τα μικρά χωριά στην περιοχή του Μπελούνο ομάδες που συζητιούνται τα οικογενειακά προβλήματα, κάτι σαν ομάδες αυτοβοήθειας για οικογένειες. Θέτουν θέματα που έχουν με τους νέους που κάνουν χρήση ουσιών ή που έχουν άλλα προβλήματα συμπεριφοράς. Συχνά μετά από αυτές τις ομάδες οι άνθρωποι θέλουν να συμμετέχουν στα εργαστήρια Bonding. Γυρνούν στις ομάδες οικογενειακής θεραπείας και λένε: «αυτό ήταν πολύ ωραίο, θα ήταν καλό και για σένα» και μέσα σε δέκα χρόνια πάνω από 1700 άνθρωποι έχουν συμμετάσχει σε ομάδες Bonding στο Μπελούνο. Οι ομάδες αυτές δεν λειτουργούν μόνο μία φορά, αλλά για μισό χρόνο συμμετέχουν σε εργαστήρια τα Σαββατοκύριακα. Φαίνεται να λειτουργεί πολύ καλά έτσι.
Στην Ολλανδία ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. εγώ πραγματοποιώ ομάδες Bonding με ανθρώπους οι οποίοι έχουν μέλη της οικογενείας τους σε κάποια θεραπευτική κοινότητα, όμως οι συμμετέχοντες συχνά δεν είχαν καμία σχέση με αυτή τη θεραπευτική δομή. Αυτές οι ομάδες λειτουργούν πλέον πάνω από 30 χρόνια. Φυσικά, είναι με διαφορετικούς ανθρώπους, οι συμμετέχοντες μπορούν να έρχονται και να φεύγουν σε αυτές τις ανοιχτές ομάδες.
Νομίζω ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι πώς να εφαρμόζουν αυτές τις ομάδες στη θεραπευτική κοινότητα. Άκουσα σε ένα συνέδριο στην Κρήτη την παρουσίαση της ερευνητικής δουλειάς του κυρίου Γ. Παπαναστασάτου. Ήταν μια πολύ καλή έρευνα και τον ρώτησα τι προβλήματα αντιμετώπισε. Μου απάντησε ότι ήταν δύσκολο στα μέλη να ανοιχτούν συναισθηματικά στις ομάδες, και ότι του φάνηκε καλό που το έμαθε αυτό. Οι γυναίκες, προφανώς, δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να αγκαλιάζονται μέσα στις ομάδες, σε αντίθεση με τους άνδρες.
Πραγματοποίησα και εγώ ομάδες Bonding εδώ στην Ελλάδα με μέλη του προσωπικού τού ΚΕΘΕΑ. Ανακάλυψα ότι, εδώ στην Ελλάδα, οι άνδρες είχαν πρόβλημα να δείξουν τον πόνο τους και ήταν πιο άκαμπτοι. Ενώ δεν συνέβαινε το ίδιο με τις γυναίκες οι οποίες μπορούσαν να δείξουν τα συναισθήματα τους.
ΕΞ: Εδώ στην Ελλάδα λέμε ότι οι άνδρες δεν κλαίνε.
ΜΚ: Ναι! Αυτό είναι αλήθεια. Αυτή είναι η κουλτούρα τους, είναι ο τρόπος με τον οποίο ανατράφηκαν. Μπορώ να το κατανοήσω αυτό και πρέπει να παραδεχτώ ότι για τους άντρες αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Μπορεί κάποιος να πονά, και να χρησιμοποιεί τα ναρκωτικά ως παυσίπονο. Εάν σταματήσει, ο πόνος θα επιστρέψει. Θα πρέπει να είσαι σε θέση να αντιμετωπίσει τον πόνο.
ΕΞ: Ξέρω ότι έχετε κάνει ομαδική θεραπεία εδώ στην Ελλάδα, θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για το πως ξεκίνησε;
ΜΚ: Ναι, είναι μια πολύ όμορφη ιστορία. Καταρχήν ο ψυχίατρος Δρ Φ. Ζαφειρίδης ήρθε στην Ολλανδία και στη Γερμανία. Ήρθε και μας είδε, επειδή ήθελε να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα στην Ελλάδα και του άρεσε η κοινότητα Emiliehoeve. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ίσως να ξεκινήσει ένα παρόμοιο πρόγραμμα και στην Ελλάδα. Έτσι όπως και οι άνθρωποι από άλλες χώρες, έστειλε και εκείνος ανθρώπους από την Ελλάδα στην Ολλανδία για εκπαίδευση ως μέλη της κοινότητας για τέσσερις εβδομάδες κι άλλες δύο εβδομάδες στο πρόγραμμα της επανένταξης, με στόχο να βιώσουν την εμπειρία μιας θεραπευτικής κοινότητας. Θεώρησε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος εκπαίδευσης. Είναι όπως όταν θέλει κανείς να γίνει θεραπευτής Bonding. Θα πρέπει πρώτα να βιώσει την εμπειρία του Bonding και ο ίδιος, να μάθει τη θεραπευτική παρέμβαση πριν γίνει και ο ίδιος θεραπευτής. «Ωραία, μου είχε πει, θα σου στείλω 15 άτομα». Όμως δεν μπορούσαμε να δεχτούμε περισσότερους από πέντε στην κοινότητα Emiliehoeve. Έτσι, έστειλε κάποιους και σε άλλες θεραπευτικές κοινότητες στην Ολλανδία, κάποιους στις βόρειες περιοχές της χώρας και τους υπόλοιπους στις κεντρικές. Ήρθαν λοιπόν ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί και έμειναν ως μέλη στη θεραπευτική κοινότητα. Φυσικά τα περισσότερα μέλη στην Ολλανδία μιλούσαν αγγλικά και έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας.
Υπάρχει μια πολύ ωραία ιστορία την οποία ενδεχομένως θα έχετε ακούσει. Μετά από κάποιες ημέρες που συμμετείχαν ως μέλη στην κοινότητα Emiliehoeve, ήθελα να δω πώς πήγαιναν. Έτσι τους κάλεσα να συναντηθούμε στο γραφείο μου και τους ρώτησα πώς πάνε τα πράγματα. Μου είπαν, λοιπόν, ότι «φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το πρόγραμμα, όμως πιστεύουμε ότι τα μέλη εδώ δεν τρώνε αρκετά. Στις βραδινές ομάδες, (αυτές ήταν ομάδες αντιπαράθεσης), οι συμμετέχοντες φωνάζουν πεινάω, πεινάω» ενώ στην πραγματικότητα φώναζαν «είμαι θυμωμένοςΣτΜ». Αργότερα μιλώντας μαζί τους έμαθα ότι στην Ελλάδα το δείπνο διαρκεί για πολλή ώρα, δεν τρώνε μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Στην κοινότητα μετά από ένα τέταρτο είχαν όλοι σταματήσει να τρώνε και τα μέλη πήγαιναν στο σαλόνι για να καπνίσουν ένα τσιγάρο. Νομίζω, λοιπόν, ότι πριν οι Έλληνες ξεκινήσουν καλά καλά να τρώνε, οι υπόλοιποι είχαν ήδη τελειώσει και έτσι έμεναν με ένα αίσθημα πείνας.
Κατάφεραν όμως να μείνουν και τελικά έκαναν καλή δουλειά. Μου είπαν ότι θα ξεκινούσαν ομάδες σε ένα μέρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, σε ένα πολύ παλιό, πολύ μεγάλο κτίριο. Μετά από μερικούς μήνες με κάλεσαν να πάω να δω πως ήταν. Αντίκρισα με μεγάλη μου έκπληξη, ότι είχαν έντεκα μέλη και χρησιμοποιούσαν μόνο το ένα τρίτο του κτιρίου για διαμονή. Ένα χρόνο αργότερα όταν πήγα να τους ξαναδώ είχαν 50 μέλη και το κτίριο ήταν πολύ ωραίο, το είχαν αναπαλαιώσει. Όταν ξαναγύρισα είχαν οργανώσει εργαστήρια και το πρόγραμμα αναπτυσσόταν γρήγορα. Ήταν πολύ όμορφο! Κατάφεραν από ένα παλιό κτίριο να φτιάξουν κάτι εντελώς καινούριο. Αυτή είναι η φιλοσοφία του προγράμματος.
Μου ζήτησαν να επιστρέψω και να τους εκπαιδεύσω, θυμάμαι μια φορά κάναμε ένα εκπαιδευτικό στο εξοχικό σπίτι του Δρ Ζαφειρίδη. Ήταν στις πλαγιές του βουνού Όλυμπος. Το εκπαιδευτικό με το προσωπικό διήρκεσε μια εβδομάδα. Στις ομάδες χρησιμοποιήσαμε κάποιες τεχνικές Bonding και δουλέψαμε τα συναισθήματα. Βρισκόμασταν καλυμμένοι από τα σύννεφα, δεν μπορούσαμε να δούμε μακριά, κάναμε τις ομάδες μέσα στην ομίχλη πάνω στο βουνό Όλυμπος. Περπατούσαμε στο χωριό χωρίς να βλέπουμε που πηγαίνουμε μόνο την τελευταία ημέρα του εργαστηρίου έφυγαν τα σύννεφα και μπορέσαμε να δούμε τον ήλιο και το βουνό. Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία! Έκτοτε έχω έρθει αρκετές φορές για εργαστήρια, ακόμη και μετά που έφυγε ο Δρ Ζαφειρίδης. Τα πράγματα στην Ελλάδα πήγαν πάρα πολύ καλά, λειτουργούν καλύτερα από ότι στη χώρα μου, διότι θεωρώ ότι το πρόγραμμα κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη από την ελληνική κυβέρνηση, ιδιαίτερα με τις προσπάθειες του Δρ Χαράλαμπου Πουλόπουλου. Είχαν αρκετές ευκαιρίες και χρήματα έτσι ώστε να αναπτύξουν νέα προγράμματα. Πάρα πολύ σημαντικό ήταν ότι ενεπλάκησαν και οι γονείς των μελών. Σε έρευνες που έχω κάνει στην Ολλανδία βρήκα ότι ήταν πάρα πολύ σημαντικό να εμπλέκονται οι γονείς στο πρόγραμμα να παρακολουθούν ομάδες για τους ίδιους. Ακόμη κι αν έρθουν μόνο λίγες φορές τα ποσοστά επιτυχίας των μελών, όπως έδειξαν οι έρευνες, υπερδιπλασιάζονταν σε σύγκριση με τα μέλη που οι γονείς τους δεν συμμετείχαν σε συναντήσεις.
Φαίνεται ότι τα μέλη παρέμεναν περισσότερο στη θεραπευτική κοινότητα λόγω της παρουσίας των γονιών τους στο πρόγραμμα. Ήταν πολύ σημαντικό για τους γονείς να παραμείνουν τα παιδιά τους στη θεραπευτική κοινότητα και φυσικά όταν έφευγαν, πάλι σε αυτούς επέστρεφαν. Στις ομάδες γονέων τους λέγαμε ότι θα πρέπει να τους στείλουν κατευθείαν πάλι πίσω στη θεραπευτική κοινότητα αν γυρίσουν. Έτσι η εμπλοκή τους βοηθούσε στην παραμονή των μελών στη θεραπεία. Έρευνες μας έχουν δείξει ότι με την εμπλοκή των γονιών τα μέλη παραμένουν περισσότερο και αυτό έχει καλύτερα αποτελέσματα.
Εξ: Στην Ελλάδα ζούμε σε μια πιο παραδοσιακή κοινωνία, έτσι είναι πολύ σημαντικό να εμπλέκονται οι γονείς.
ΜΚ: Φυσικά γιατί εδώ οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν στο σπίτι με τη γονεϊκή τους οικογένεια, στην Ολλανδία δεν συμβαίνει αυτό. Όμως, ακόμη και όταν οι άνθρωποι δεν μένουν στο γονεϊκό τους σπίτι, όταν είναι εξαρτημένοι έχουν περισσότερη επαφή με τους γονείς τους, για να πάρουν χρήματα, να πλύνουν τα ρούχα τους ή οτιδήποτε άλλο χρειάζονται. Αυτό σε σύγκριση πάντα με τους ανθρώπους από το γενικό πληθυσμό. Αυτό το πρόβλημα της αποχώρησης από το σπίτι λειτουργεί θετικά εδώ.
Κάναμε αυτή τη συζήτηση όταν το ΚΕΘΕΑ ξεκινούσε τη θεραπευτική κοινότητα «Ιθάκη» και το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν στο να επικοινωνήσουν με τους γονείς. Μου είχαν πει ότι αυτό είναι αρκετά δύσκολο στην Ελλάδα, οι γονείς νιώθουν ντροπή και προέκυπταν τέτοιου είδους θέματα. Θυμάμαι ότι η Μάρθα Φωστέρη πήρε την πρωτοβουλία και ενέπλεξε τους γονείς στην Αθήνα κι αυτό ήταν πολύ καλό για εκείνη την εποχή, ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Κοιτώντας αυτά που συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα πιστεύω ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα έχουν δημιουργηθεί νέα προγράμματα, όπως οι ανοιχτές θεραπευτικές κοινότητες, ή τα προγράμματα ημερήσιας φροντίδας, τα βραδινά προγράμματα, επίσης πρόγραμμα πρόληψης και έρευνας.
Επιπλέον γίνεται δουλειά στις φυλακές, που πηγαίνει πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα και συνδέεται άμεσα με το ΚΕΘΕΑ. Και έτσι μπορούν και παραμένουν στη θεραπευτική κοινότητα καθαροί και υγιείς. Τους προσφέρετε θεραπεία και μια εναλλακτική, όπως και στην Ολλανδία τους δίνουμε μια νέα προοπτική, γεγονός που είναι πολύ βοηθητικό. Γι’αυτό το λόγο πιστεύω ότι έχει παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα το πρόβλημα με τα ναρκωτικά στη χώρα σας. Μπορεί να πιστεύετε στην Ελλάδα ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά, όμως αυτό δεν ισχύει, εάν το συγκρίνετε με άλλες χώρες. Θεωρώ ότι αυτό οφείλεται στο ότι ξεκινήσατε να κάνετε κάτι αμέσως, θεραπεύσατε νέους ανθρώπους μαζί με τους γονείς τους, αυτό δούλεψε θαυμάσια. Με τη δουλειά που έγινε καταφέρατε να γλιτώσετε πολλά. Έρευνες έχουν δείξει ότι η θεραπευτική κοινότητα έχει πολλά οφέλη. Δεν στοιχίζουν πολλά χρήματα. Ακόμη κι αν μόνο το ένα τρίτο από τα μέλη πάψουν να είναι εξαρτημένοι μετά τη θεραπεία δύο χρόνια αργότερα, αυτό σημαίνει ότι τα άτομα αυτά που σε άλλη περίπτωση θα εξακολουθούσαν τη χρήση ουσιών και θα κόστιζαν πολλά χρήματα για τη φροντίδα της υγείας τους, για την Αστυνομία και τις φυλακές τώρα θα μπορούν να βρουν δουλειές και να πληρώνουν φόρους. Λένε ότι για κάθε δολάριο που επενδύεται στη θεραπεία παίρνεις πίσω τέσσερα δολάρια. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξοικονομήσει χρήματα μια χώρα είναι να επενδύσει στη θεραπεία.
Εξ.: Έχω μια ακόμη ερώτηση. Θα μπορούσατε να μας πείτε από την εμπειρία σας, τι συνέβη στην Ολλανδία με τα coffee shops και την πολιτική που ακολουθήσατε σχετικά με την κάνναβη που διατίθεται σ’αυτά;
ΜΚ: Καταρχήν, στην Ολλανδία πιστεύαμε, μέχρι και εγώ το πίστευα στις αρχές, ότι η κάνναβη δεν είναι επικίνδυνο ναρκωτικό. Τη χρησιμοποιούν σε στιγμές χαλάρωσης, τα Σαββατοκύριακα και στα πάρτι και όχι κάθε μέρα, όχι όπως τα σκληρά ναρκωτικά την ηρωίνη ή την κοκαΐνη.
Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν τα coffee shops, και τότε η Αστυνομία σταμάτησε να ενδιαφέρεται να κυνηγάει τους χρήστες κάνναβης, παρόλο που δεν ήταν ακόμη νόμιμο. Επίσης, κάτι που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είναι ότι στην Ολλανδία μπορεί να έχει κανείς στην κατοχή του μια ποσότητα κάνναβης για δική του χρήση, περίπου πέντε γραμμάρια. Μπορεί να την καλλιεργεί ακόμη και στον κήπο του, όμως μόνο μέχρι πέντε φυτά. Χρειάζεται να γίνουν πολλά μέχρι να αναλάβει δράση η Αστυνομία.
Στην αρχή, αυτό που συνέβη είναι ότι ακόμη και όταν η κάνναβη έπαψε να θεωρείται σκληρό ναρκωτικό, δεν αυξήθηκε η χρήση της. Εκείνη την περίοδο συνδεόταν άμεσα με τους χίπις τα πάρτι και τη χρήση χασίς. Κάποιοι από αυτούς ανθρώπους άρχισαν να κάνουν χρήση σκληρών ναρκωτικών, ενώ κάποιοι άλλοι σταμάτησαν. Νομίζω ότι πριν από 15 περίπου χρόνια η κάνναβη φερόταν ως το ναρκωτικό για τους γονείς. Τα παιδιά των χίπις δεν ήθελαν να κάνουν χρήση κάνναβης, θεωρούνταν παλιομοδίτικο. Έτσι είχε η κατάσταση. Ξεκίνησαν λοιπόν να πίνουν πολύ, το αλκοόλ έγινε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Τώρα η κατάσταση άλλαξε πάλι, γιατί τώρα έγινε το ναρκωτικό των παππούδων τους και ίσως τώρα τους φαίνεται κάτι φυσιολογικό. Πολλοί από τους νέους λοιπόν αρχίζουν να κάνουν χρήση κάθε μέρα. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί τότε επηρεάζεται η μνήμη, δεν μπορεί κανείς να μελετήσει. Αυτό είναι κάτι καινούριο, δεν το περιμέναμε πριν από 30 χρόνια. Εκείνη την περίοδο δεν ήταν τόσο σημαντικό, υπήρχε ανοχή για τα coffee shops, διότι θεωρούσαμε ότι, εάν ανεχτούμε την κάνναβη, τότε δεν θα κάνουν χρήση άλλων ναρκωτικών αυτή ήταν η ιδέα. Τώρα υπάρχει αυτή η ανοχή των coffee shops, οι έμποροι επιτρέπεται να πουλούν μικρές ποσότητες, αλλά όχι να καλλιεργούν κάνναβη. Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που βγάζουν έτσι πολλά χρήματα, ενώ υπάρχουν και αυτοί που καλλιεργούν τα φυτά της κάνναβης. Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι που έχουν μεγάλες ποσότητες και κερδίζουν έτσι πολλά χρήματα, αυτό είναι παράνομο. Δεν την αποθηκεύουν στο σπίτι τους, γιατί αυτό δεν είναι ασφαλές, οι άνθρωποι έβαζαν φωτιά στο σπίτι τους. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Επίσης, προβληματικό είναι το ότι υπάρχουν πάρα πολλά coffee shops, ακόμη και δίπλα σε σχολεία. Σήμερα στην Ολλανδία δεν είναι ευχαριστημένοι με αυτή την κατάσταση, ζητούν να κλείσουν αυτά που είναι κοντά σε σχολεία και φυσικά να κλείσουν όσα πουλούν και άλλα ναρκωτικά, όπως το ecstasy, που είναι μια πολύ επικίνδυνη ουσία.
Βέβαια δεν υπάρχουν τόσα πολλά coffee shops όπως παλαιότερα, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν και γίνεται συζήτηση εάν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί η χρήση της κάνναβης. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που βγάζουν αρκετά χρήματα και ζουν από την εκμετάλλευση της κάνναβης, αυτοί δεν πληρώνουν καθόλου φόρους. Τώρα λοιπόν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Είμαστε μια πολύ παράξενη χώρα η Ολλανδία, όσο εσύ δεν κάνεις κάτι που να προκαλεί βλάβη σε κάποιον άλλον άνθρωπο, τότε όλα είναι εντάξει. Εάν θες να κάνεις χρήση ουσιών είναι εντάξει, κανένα πρόβλημα. Αν κάνεις χρήση ουσιών και δεν κλέβεις το αυτοκίνητό μου ή δεν κάνεις διάρρηξη στο σπίτι μου και απλά αγοράζεις την κάνναβη που θέλεις από το coffee shop και κάνεις χρήση σαν να ήταν απλό τσιγάρο, δεν με ενδιαφέρει αυτό που κάνεις, είναι , ανεκτό. Εάν όμως οι άνθρωποι αρχίζουν να κάνουν διαρρήξεις στα σπίτια επειδή κάνουν χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης, τότε υπάρχει πρόβλημα. Οπότε τι κάνουμε με αυτό το πρόβλημα;
Αυτό που σκεφτήκαμε στην Ολλανδία είναι να τους δώσουμε μεθαδόνη. Η μεθαδόνη είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία. Στην Ολλανδία είχαμε μόνο πολύ μικρά προγράμματα μεθαδόνης, όπως σας έχω ήδη πει είμαι υπεύθυνος ενός προγράμματος μεθαδόνης. Όμως αργότερα θεώρησα πως η μεθαδόνη είναι για εκείνους που δεν είναι κατάλληλοι να ενταχθούν σε θεραπευτική κοινότητα ή για όσους δεν ήθελαν να απευθυνθούν σε θεραπευτική κοινότητα και είπαμε ας το δοκιμάσουμε. Εάν αυτό δεν δουλέψει τότε θα ξεκινήσει η διαδικασία εισαγωγής στη θεραπευτική κοινότητα. Όταν όμως οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν το πρόγραμμα μεθαδόνης εξακολουθούσαν να κάνουν χρήση άλλων ουσιών, το οποίο φαινόταν στους ελέγχους ούρων που κάναμε, τότε τους λέγαμε πως αυτό που είχαν ανάγκη δεν ήταν απλά μεθαδόνη και ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν σε αυτό το πρόγραμμα. Τους παροτρύναμε να ξεκινήσουν τη διαδικασία εισαγωγής σε ένα πρόγραμμα που θα τους προετοίμαζε για πρόγραμμα ημερήσιας φροντίδας ή για θεραπευτική κοινότητα. Μόνον τότε θα μπορούσαν να παραμείνουν στο πρόγραμμα μεθαδόνης για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη. Εάν αρνιόντουσαν να συνεχίσουν με τη διαδικασία εισαγωγής για περισσότερη θεραπεία, τότε μέσα σε διάστημα μερικών εβδομάδων σταματούσαμε να τους χορηγούμε μεθαδόνη. Εννιά στους δέκα ανθρώπους από το πρόγραμμα μεθαδόνης, που εξακολουθούσαν τη χρήση άλλων ουσιών ακολούθησαν αυτό το σύστημα και εντάχθηκαν σε κάποιο στεγνό θεραπευτικό πρόγραμμα.
Αυτό λειτούργησε πολύ καλά. Τι έγινε μετά; Εκείνη την περίοδο, το 1975, είχαμε πολλούς μετανάστες. Οι άνθρωποι από το Σουρινάμ είχαν ολλανδική υπηκοότητα, όμως το 1976 η χώρα τους ανεξαρτητοποιήθηκε και δεν μπορούσαν πλέον να έρχονται στην Ολλανδία. Τα τρία τέταρτα του πληθυσμού αυτής της χώρας, περίπου 300.000 άνθρωποι ήρθαν στην Ολλανδία από αυτή την αποικία, πριν από την ανεξαρτητοποίηση της. Φυσικά, δεν ήρθαν όλοι ταυτόχρονα. Οι νέοι αυτοί μετανάστες από το Σουρινάμ άρχισαν να κάνουν πολύ σοβαρή χρήση ναρκωτικών, είχαν προβλήματα με την οικογένειά τους. Στη Χάγη, όπου εγώ εργάζομαι, οι εξαρτημένοι από το Σουρινάμ στριμώχνονταν όλοι μαζί σε ένα σπίτι. Όλοι εκείνοι οι χρήστες μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι και δεν ήθελαν να φύγουν. Η Αστυνομία δεν ήθελε να παρέμβει, καθώς εκείνη την περίοδο θα ήταν πολύ επικίνδυνο να κατηγορηθούν για φυλετικές διακρίσεις. Η πολιτεία δεν ήξερε τι να κάνει με όλους αυτούς τους έγχρωμους που είχαν μαζευτεί. Οι γείτονες διαμαρτύρονταν, οπότε κάτι έπρεπε να γίνει.
Κάποια στιγμή έλειπα για διακοπές τέσσερις εβδομάδες. Η πολιτεία ήθελε να φύγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι από το συγκεκριμένο σπίτι που γινόταν χρήση. Έτσι έστειλε έναν εκπρόσωπό της να τους μιλήσει και οι εξαρτημένοι του είπαν: « Εμείς θα φύγουμε, αλλά θέλουμε να μας δίνετε μεθαδόνη χωρίς ελέγχους ούρων. Δεν θέλουμε άλλη θεραπεία, δώστε μας μεθαδόνη και εμείς θα φύγουμε». Ο εκπρόσωπος της πολιτείας τους είπε «Ωραία, λοιπόν συμφωνούμε σε αυτό». Για να επιταχυνθεί η αποχώρησή τους η πολιτεία νοίκιασε ένα λεωφορείο όπου μέσα υπήρχε ένας νοσηλευτής υπεύθυνος για τη χορήγηση της μεθαδόνης. Συμφώνησαν λοιπόν μια συγκεκριμένη ώρα να γίνεται η χορήγηση μεθαδόνης. Η συμφωνία όμως αφορούσε μόνον τους ανθρώπους που έμεναν στο συγκεκριμένο σπίτι. Βρέθηκε λοιπόν το λεωφορείο, οι εξαρτημένοι έφυγαν από το σπίτι, πήραν τη μεθαδόνη τους και αργότερα στοιβάχτηκαν σε κάποιο άλλο σπίτι. Η μεθαδόνη ήταν εκεί και φυσικά, όταν έχεις ξεκινήσει μεθαδόνη δεν μπορείς να σταματήσεις κατευθείαν. Η μεθαδόνη που χορηγούνταν στο λεωφορείο ήταν μονάχα για 70 άτομα και ήταν αποκλειστικά για τους έγχρωμους μετανάστες. Τότε λοιπόν συνέβη το εξής, οι λευκοί εξαρτημένοι που βρίσκονταν στη Χάγη είπαν ότι αυτό που γίνεται είναι φυλετικές διακρίσεις. «Θα πρέπει να πάμε να βρούμε το Δρ Kooyman που κάνει όλους αυτούς τους ελέγχους ούρων και να του πούμε ότι θέλουμε και εμείς τη δική μας μεθαδόνη μέσα στο λεωφορείο». Μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, όταν γύρισα από τις διακοπές μου, υπήρχε το λεωφορείο, όπως επίσης και η συζήτηση, για να αυξηθεί ο αριθμός όσων θα προμηθεύονται μεθαδόνη από εκεί. Η απόφαση τελικά ήταν: «Τριακόσιοι άνθρωποι, έγχρωμοι, λευκοί, δεν είχε σημασία». Το αποτέλεσμα ήταν, μερικούς μήνες αργότερα 1000 άνθρωποι να παίρνουν μεθαδόνη από το λεωφορείο, χωρίς να λαμβάνουν καθόλου θεραπεία.
Στη συνέχεια το σύστημα αυτό με το λεωφορείο ξεκίνησε και στο Άμστερνταμ. Έμοιαζε μια καλή ιδέα, έλυνε τα προβλήματα που υπήρχαν με τους γείτονες του Κέντρου που διέθετε τη μεθαδόνη. Όταν έχεις ένα λεωφορείο υπάρχει δυνατότητα μετακίνησης σε άλλη περιοχή, όταν αρχίσουν τα παράπονα. Υπέθετε λοιπόν η πολιτεία ότι έτσι, ενδεχομένως, θα μειωνόταν η εγκληματικότητα, δεν τους ενδιέφεραν οι εξαρτημένοι, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η μείωση της εγκληματικότητας. Δέκα χρόνια αργότερα, στο Άμστερνταμ, πραγματοποιήθηκε μία έρευνα για την επίδραση αυτού του συστήματος στην εγκληματικότητα. Μελετήθηκαν τρεις ομάδες, μία ομάδα με άτομα που έπαιρναν μεθαδόνη από τα λεωφορεία χωρίς κανέναν έλεγχο, μία ομάδα η οποία συμμετείχε σε πρόγραμμα χορήγησης μεθαδόνης, όπου πραγματοποιούνταν έλεγχοι ούρων και παρέχονταν συμβουλευτική σε ομάδες και μία τρίτη ομάδα εξαρτημένων από την ηρωίνη, που ζούσαν στο δρόμο στους οποίους δεν γινόταν χορήγηση μεθαδόνης. Η έρευνα έδειξε ότι τα άτομα με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας ήταν εκείνοι που έπαιρναν τη μεθαδόνη από το λεωφορείο. Ήταν μεγαλύτερο το ποσοστό εγκληματικότητας από τους εξαρτημένους οι οποίοι δεν έπαιρναν καθόλου μεθαδόνη. Το καλύτερο πρόγραμμα ήταν αυτό με όσους συμμετείχαν σε πρόγραμμα μεθαδόνης με έλεγχο ούρων και δεχόντουσαν επιπλέον βοήθεια. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά δεν άρεσαν στις αρχές, έδειξαν ότι οι άνθρωποι που έπαιρναν μεθαδόνη από το λεωφορείο εμπλέκονταν περισσότερες και σοβαρότερες εγκληματικές ενέργειες. Η ομάδα από το λεωφορείο είχε την ευκαιρία, όταν συναντιόταν να συζητήσει και να αποφασίσει τι και πού θα πάει να κλέψει. Αφού λοιπόν έπαιρναν τη μεθαδόνη από το λεωφορείο, έκαναν κλοπές και χρησιμοποιούσαν τα χρήματα, για να αγοράσουν κοκαΐνη. Το 70% των ατόμων αυτής της έρευνας από την ομάδα που έπαιρνε μεθαδόνη από το λεωφορείο, έκανε παράλληλα με τη μεθαδόνη, καθημερινή χρήση κοκαΐνης.
Θα περίμενε κανείς από την πολιτεία του Άμστερνταμ να κάνει κάτι γι’ αυτό, όμως δεν έκαναν. Η πολιτεία είχε στόχο να εισάγει 3000 ανθρώπους στη μεθαδόνη, ενώ δεν είχαν χρήματα για εκπαιδευτές και ερευνητές. Τα δομημένα προγράμματα που έκαναν ελέγχους ούρων και παρείχαν επιπλέον βοήθεια έκλεισαν, επειδή οι χώροι αυτοί χρειάζονταν, για να τοποθετηθούν οι ψυχιατρικοί ασθενείς που έκαναν χρήση και έπαιρναν μεθαδόνη. Υπό αυτές τις συνθήκες ο «φυσιολογικός» εξαρτημένος θα έπρεπε να πάρει τη μεθαδόνη του από το λεωφορείο, χωρίς να λάβει επιπλέον βοήθεια. Αυτά συνέβαιναν τότε στην Ολλανδία. Σήμερα λοιπόν, έχουμε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι κάνουν χρήση ηρωίνης 20 ή 30 χρόνια, κυκλοφορούν σαν ζωντανοί νεκροί, είναι ανίκανοι, άρρωστοι άνθρωποι και αυτό είναι λυπηρό. Στη Χάγη, το 2006, η χορήγηση μεθαδόνης μέσα από λεωφορεία επιτέλους σταμάτησε, καθώς δημιουργούνταν περισσότερα προβλήματα από ότι λύνονταν.
Το καλό στην Ελλάδα είναι έχετε τη δυνατότητα να ακολουθήσετε το σωστό τρόπο. Τα προγράμματα είναι επιτυχημένα, αυτό έχει να κάνει με την ύπαρξη καλής πολιτικής και ενδεχομένως οι άνθρωποι στην Ελλάδα να είναι διαφορετικοί από ό,τι στην Ολλανδία, όπου ενδιαφέρονται μόνο να απαλλαχθούν από την ενόχληση. Στη χώρα μου εάν θέλεις να κάνεις χρήση δεν υπάρχει πρόβλημα, εάν θες να πραγματοποιήσεις γάμο μεταξύ ατόμων ιδίου φύλου δεν υπάρχει πρόβλημα, εάν θα αυτοκτονήσεις είναι δικό σου θέμα, εάν θέλεις να πάρεις ένα χάπι για να αυτοκτονήσεις είναι δικαίωμά σου, όμως μην κλέψεις το σπίτι μου, μην πάρεις το ραδιόφωνο από το αυτοκίνητό μου. Είναι πραγματικά λυπηρό, οι άνθρωποι που ενεπλάκησαν με την Αστυνομία τρεις φορές για θέματα που σχετίζονταν με τα ναρκωτικά μπαίνουν στη φυλακή για δύο χρόνια σε ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα. Αυτό το θεραπευτικό πρόγραμμα δυστυχώς δεν κάνει τίποτα, δεν υπάρχουν ομάδες συζήτησης, δεν γίνεται πραγματική θεραπεία. Οι αρχές που εμπλέκονται: η πολιτεία, οι φυλακές, οι κλινικές θέλουν όλοι να έχουν άποψη για το πρόγραμμα και κανείς δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Αυτό που κάνουν είναι να τους κρατούν μακριά από τους δρόμους για δύο χρόνια και όταν βγαίνουν από τη φυλακή δεν ξέρουν τι να κάνουν, δεν έχουν σπίτι, δεν έχουν τίποτα. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα οι περισσότεροι από αυτούς υποτροπιάζουν. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι τώρα στην Ολλανδία έχουμε ένα πάρα πολύ καταπιεστικό σύστημα.
Ακόμη σκέφτηκαν ότι, αφού η μεθαδόνη δεν λειτουργεί ας τους δώσουμε ηρωίνη, αυτό μπορεί να δουλέψει. Σήμερα λοιπόν υπάρχουν προγράμματα που χορηγούν ηρωίνη σε συνδυασμό με μεθαδόνη σε δέκα πόλεις. Ο εξαρτημένος επισκέπτεται το Κέντρο τρεις φορές την ημέρα, μπορεί να πάρει σύριγγες ή να καπνίσει την ηρωίνη, καθώς η πλειοψηφία πλέον των χρηστών ηρωίνης στην Ολλανδία την καπνίζει.
Εξ: Σε ποια ινστιτούτα γίνεται αυτό;
ΜΚ: Στη Χάγη πηγαίνουν σε ένα Ψυχιατρικό νοσοκομείο, ένα κτίριο σαν φυλακή. Βλέπουν το φύλακα εκεί, περνούν από μια πόρτα, δείχνουν το πάσο τους από ένα παράθυρο και μετά εισέρχονται στο χώρο. Μπαίνουν σε ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, πολύ καθαρό, όπου βρίσκονται οι νοσηλευτές, πίσω από αλεξίσφαιρα τζάμια και από εκεί τους δίνουν τις σύριγγες με την ηρωίνη που έχουν ήδη προετοιμάσει, ή τα τσιγάρα με την ηρωίνη που επίσης έχουν ετοιμάσει. Μετά μπορούν να καθίσουν και να κάνουν χρήση. Όταν επισκέφτηκα τοn χώρο, είδα ότι οι εξαρτημένοι έρχονταν έπαιρναν τη δόση τους και δεν μιλούσαν, καθόλου το ίδιο και οι νοσηλευτές.
Εξ.: Και μετά φεύγουν χωρίς καθόλου θεραπεία;
ΜΚ: Δεν λαμβάνουν καθόλου θεραπεία, αφού δεν πρόκειται για θεραπεία, αλλά για πρόληψη της εγκληματικότητας, λένε μάλιστα ότι βοηθάει επειδή οι εξαρτημένοι δεν κλέβουν 10 ή 12 φορές το μήνα, αλλά μόνο 3 ή 4. Αυτό κοστίζει για τον καθένα τουλάχιστον 15000 ευρώ κάθε έτος. Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να λειτουργήσει μια θεραπευτική κοινότητα. Αυτή όμως είναι η τρέλα αυτών που σχεδιάζουν πολιτική. Η Ολλανδία είναι μια χώρα με πάρα πολλούς ανθρώπους σε πολύ μικρό χώρο, οπότε όλοι έχουν μάθει να προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Επίσης, φοβούνται πάρα πολύ τη βία, ιδιαίτερα από τους ξένους. Φοβούνται τους έγχρωμους ή τους Μαροκινούς. Υπάρχει πάρα πολύ σοβαρό πολιτισμικό πρόβλημα σήμερα, καθώς ζουν πάρα πολλοί μετανάστες στη χώρα οπότε αντιμετωπίζει πρόβλημα.
Τα καλά νέα είναι ότι λειτουργούν ακόμη κάποια καλά προγράμματα τα οποία έχουν επιβιώσει, όπως η θεραπευτική κοινότητα Emiliehoeve που έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Επίσης, τώρα υπάρχει και στη Χάγη μια θεραπευτική κοινότητα, με το όνομα Tripl-Ex ένα πρόγραμμα για άτομα, που ήταν στη φυλακή για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν βγαίνουν από τη φυλακή πηγαίνουν σε αυτή τη θεραπευτική κοινότητα, άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να ήταν σε κάποιο πρόγραμμα μεθαδόνης για 10 χρόνια. Εκεί κάνουν ομαδική θεραπεία και ξεκινούν αμέσως να εκπαιδεύονται σε κάποιο επάγγελμα. Αυτό το πρόγραμμα επίσης πηγαίνει πολύ καλά. Τα μέλη δεν ενδιαφέρονται πλέον τόσο πολύ για την πιάτσα. Έρχονται όταν είναι 35 χρονών και ανακαλύπτουν ότι μπορούν ακόμη να εκπαιδευτούν και μόλις ολοκληρώσουν το πρόγραμμα μπορούν να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά, ή να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους. Πολλοί απ’ αυτούς, ιδιαίτερα μετανάστες, δεν μιλούν καλά ολλανδικά. Σε μία έρευνα παρακολούθησης (follow up) βρέθηκε ότι ένα 60% από αυτούς πήγαιναν καλά ένα χρόνο αργότερα, αφού είχαν ολοκληρώσει το πρόγραμμα, δεν έκαναν πλέον χρήση ουσιών και είχαν δουλειά. Αυτά είναι τα καλά αποτελέσματα.
Ένα άλλο πρόγραμμα με καλά αποτελέσματα είναι αυτό που απευθύνεται σε μητέρες με παιδιά. Έχει βρεθεί ότι το να παίρνουν τα παιδιά μαζί τους στη θεραπευτική κοινότητα δεν ήταν καλό για αυτά, ωστόσο το να παραμένουν με τις γιαγιάδες τους, επίσης δεν ήταν η ιδανική κατάσταση καθώς είχαν την τάση να υπονομεύουν τη μητέρα του παιδιού για το διάστημα που εκείνη ήταν στη θεραπευτική κοινότητα. Έτσι, όταν η μητέρα ολοκλήρωνε τη θεραπεία δεν μπορούσε πλέον να είναι η πραγματική μητέρα του παιδιού. Για αυτό το λόγο, δίπλα στη θεραπευτική κοινότητα, στον ίδιο δρόμο όπου υπάρχουν σπίτια με άλλες οικογένειες υπάρχουν και δύο σπίτια στα οποία μένουν από τέσσερις μητέρες με τα παιδιά τους. Μένουν λοιπόν εκτός θεραπευτικής κοινότητας. Οι γυναίκες έχουν το δικό τους σαλόνι, τη δική τους κουζίνα και μπορούν να μαγειρεύουν για το παιδί τους. Την ημέρα η μητέρα πηγαίνει στη θεραπευτική κοινότητα ή σε κάποιο πρόγραμμα ημερήσιας φροντίδας, ενώ τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο ή στο νηπιαγωγείο, ή σε κάποιο χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο για παιδιά. Οι μητέρες κάνουν ομάδες το βράδυ, όπου μαθαίνουν πώς να αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους και παίρνουν ειδικές πληροφορίες.
Εξ.: Έτσι αποφεύγετε την ιδρυματοποίηση.
ΜΚ: Τα ιδρύματα δεν είναι καλά για μια μητέρα με παιδί. Ένα σπίτι στην κοινότητα είναι καλύτερο. Η μητέρα μπορεί να πηγαίνει το παιδί στο σχολείο και μετά πηγαίνει στη θεραπευτική κοινότητα. Το πρόγραμμα αυτό λειτουργεί πολύ καλά. Σήμερα υπάρχει ένα παρόμοιο πρόγραμμα στη βόρεια Ολλανδία και στο Βέλγιο.
Εξ.: Το ιστορικό της δικής σας οικογένειας, επηρέασε τις επιλογές σας; Και εάν ναι, με ποιο τρόπο;
ΜΚ: Αυτό το ανακάλυψα στην πρώτη ομάδα Bonding στην οποία συμμετείχα, η πρώτη μου τραυματική εμπειρία ήταν όταν μου έκαναν εγχείρηση στα πόδια, σε ηλικία 18 μηνών. Βίωσα ξανά αυτή την κατάσταση φόβου στην ομαδική θεραπεία Bonding. Μπορούσα να δω την εικόνα μιας μάσκας που μου έβαζαν στο πρόσωπο για την αναισθησία και μετά μπορούσα να φωνάξω. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι με πήραν αγκαλιά, δεν ήμουν μόνος. Ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για μένα, γιατί πριν από αυτό δεν άντεχα να νιώθω φόβο. Νομίζω ότι καταλαβαίνω γιατί αργότερα επέλεξα να γίνω γιατρός. Όταν είσαι γιατρός τότε εσύ έχεις τον έλεγχο σε αυτούς τους απαίσιους χώρους, όπως είναι τα νοσοκομεία.
Εξ.: Με ποιο τρόπο σας επηρέασε αυτό;
ΜΚ: Επειδή έζησα ξανά την επέμβαση με αυτούς τους απαίσιους γιατρούς, μπόρεσα να ανακαλέσω την πρώτη μου ανάμνηση, μέσα στο νοσοκομείο όταν ήμουν ενάμισι έτους, όταν είδα τους γονείς μου να εξαφανίζονται πίσω από ένα παράθυρο, ενώ έμενα με κρατούσε μια νοσηλεύτρια. Μια ακόμη ανάμνηση είναι η εικόνα του δωματίου με ένα μικρό κρεβάτι, δίπλα μου βρίσκεται ένα κορίτσι που κρατούσε μια κούκλα και στο άλλο κρεβάτι δίπλα μου ένα μικρό αγόρι που επίσης είχε παιχνίδια. Εγώ δεν είχα τίποτα. Αυτές τις αναμνήσεις είχα από εκείνη την περίοδο και αυτό δεν μπορούσα να το θυμηθώ πριν από την ομαδική συνέδρια. Έτσι ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να επηρεάσει και να καθοδηγήσει τη ζωή σου. Στη δική μου την περίπτωση, ως γιατρός, είσαι επικεφαλής του δικού σου νοσοκομείου ή του χώρου σου. Επίσης νομίζω ότι ένα άλλο αποτέλεσμα είναι το ότι νιώθω καλά να είμαι με ομάδες και να μην είμαι μόνος. Ήμουν το μόνο παιδί στην οικογένειά μου. Πιστεύω ότι γι’ αυτό το λόγο επέλεξα να δουλεύω με ομάδες και με οικογένειες στη θεραπευτική κοινότητα.
Ακόμη, μου αρέσει να ξεκινώ νέα πράγματα. Μετά τη δουλειά μου στη θεραπευτική κοινότητα και αργότερα στο κέντρο Jellinek στο Άμστερνταμ άρχισα να στήνω κέντρα για προσφυγές, ανθρώπους με τραυματικές εμπειρίες, ανθρώπους από την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Αφρική, την Ασία, το Ιράκ, το Ιράν. Φυσικά κάποιοι από αυτούς έχουν επίσης προβλήματα με τη χρήση ουσιών ή το αλκοόλ, αυτό είναι αποτέλεσμα όλων των τρομερών πραγμάτων που τους έχουν συμβεί.
Εξ.: Όταν ήσασταν μικρός φανταζόσασταν τι θα γίνετε; Το είχατε ονειρευτεί ποτέ;
ΜΚ: Δε νομίζω, όχι. Ακόμη και το να γίνω γιατρός το επέλεξα αργά. Όταν ήμουν στο σχολείο, στο γυμνάσιο, και μάθαινα αρχαία ελληνικά, τον Όμηρο εκείνη την περίοδο, δεν γνώριζα. Σκεφτόμουν ότι ίσως σπουδάσω ψυχολογία, βιολογία, ή γεωγραφία. Τώρα έχω τρία παιδιά, το ένα σπούδασε ψυχολογία, το άλλο βιολογία και το τρίτο γεωγραφία.
Εξ.: Αυτή είναι η επίδραση του περιβάλλοντος…
ΜΚ: Ακριβώς.
Εξ.: Υπήρχαν άλλοι άνθρωποι τους οποίους θεωρείτε δασκάλους σας, καθοδηγητές ή μέντορες σας;
ΜΚ: Ναι, βεβαίως. Στις αρχές επηρεάστηκα πάρα πολύ από έναν Αμερικανό πρώην εξαρτημένο, διευθυντή, απόφοιτο από το Phoenix House της Νέας Υόρκης, ο οποίος με δίδαξε να δουλεύω με τις ομάδες αντιπαράθεσης. Το όνομά του είναι Denny Yuson. Τον είχα προσλάβει ως σύμβουλο στη θεραπευτική κοινότητα, όχι ως διευθυντή του προγράμματος. Αργότερα προσέλαβα ένα πρώην μέλος από την κοινότητα του, επειδή μου έλλειπε προσωπικό και τον έκανα διευθυντή της θεραπευτικής κοινότητας. Μεγάλο λάθος για ένα πρόγραμμα που αναπτυσσόταν, το ίδιο ισχύει επίσης εδώ στην Ελλάδα. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος, δεν μπορούσε να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, ήταν ξένος, ενώ επίσης δεν είχε εμπειρία ως μέλος του προσωπικού.
Έμαθα πολλά όπως σας είπα, πώς να «ξεμαθαίνω» αρκετά πράγματα που είχα διδαχθεί στην εκπαίδευση μου ως ψυχίατρος, πώς να ξαναγίνω άνθρωπος πάλι, να είμαι ανοιχτός στα δικά μου συναισθήματα και να μην κρύβομαι πίσω από ένα γραφείο.
Στην Αμερική βρήκα δασκάλους όπως ο Daniel Casriel, τον οποίο έχω ήδη αναφέρει και τον Donald Ottenberg, ο οποίος ήταν πολύ καλός στο να μου υποδεικνύει ενδεχόμενους κινδύνους για τις θεραπευτικές κοινότητες, όπως για παράδειγμα το να καταλήξουν να γίνουν αίρεση, με το να μην είναι ανοιχτές στην κοινωνία. Στο κομμάτι των ερευνών, υπήρχαν άνθρωποι όπως ο George De Leon και ο Charles Kaplan, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ σημαντικοί για μένα.
Εξ.: Τι σας αρέσει περισσότερο να κάνετε από όλα με τα οποία ασχολείστε στη δουλειά σας;
ΜΚ: Μου αρέσουν πάρα πολύ τα συνέδρια! Θυμάμαι το πρώτο συνέδριο για τις θεραπευτικές κοινότητες στο Norrkoping. Ήθελα τόσο πολύ να μάθω, ιδιαίτερα από τους Αμερικανούς που είχαν πολλή εμπειρία. Σε εκείνο το παγκόσμιο συνέδριο επισκεφτήκαμε μια θεραπευτική κοινότητα, όπου κάναμε μια άσκηση χαλάρωσης σε ένα από τα εργαστήρια και με πήρε ο ύπνος. Επίσης, μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά που έκανα εδώ στην Ελλάδα, με τους Έλληνες ειδικούς, και όταν ήμουν στην Ελλάδα μου άρεσε πολύ ο τρόπος διασκέδασης.
Εξ.: Ένας άλλος τρόπος Bonding
ΜΚ: Ναι… ο χορός δεν είναι με έναν άνθρωπο αλλά με μια ολόκληρη ομάδα. Είδα ότι αυτό το κάνουν ακόμη στην Αθήνα, στην Πλάκα, οι νέοι βγαίνουν έξω παρέα και χορεύουν με αυτό τον τρόπο, αυτό είναι υπέροχο. Αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει στη δική μου χώρα, ξέρεις, είναι όμορφο!
Εξ.: Είμαστε καλοί μαθητές στη θεραπεία Bonding
ΜΚ: Ναι.
Εξ.: Ποια πιστεύετε ότι είναι τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά ενός θεραπευτή; Ποια είναι τα απαραίτητα προσόντα του.
ΜΚ: Φυσικά, θα πρέπει να μπορείς να δώσεις αγάπη και να πάρεις αγάπη. Επίσης, θα πρέπει να εμπιστεύεσαι την καλή πλευρά των ανθρώπων, να εστιάζεις στην καλή τους πλευρά. Ποτέ δεν εγκατέλειψα έναν άνθρωπο, αν και πολλές φορές δεν μπορείς να φτάσεις σε βάθος σε κάποιον και να τον κάνεις να νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του, νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Φυσικά, πολύ σημαντικό είναι επίσης να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου και αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, όταν δουλεύεις με κάποιον άνθρωπο να τον αφήσεις να ωριμάσει, ίσως να φτάσει και στο ίδιο επίπεδο που βρίσκεσαι και εσύ. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις διαρκώς την ανάγκη να βοηθάς αυτόν τον άνθρωπο, εάν η ανάγκη αυτή σημαίνει να βοηθάς για να νιώθεις καλύτερα από τον άλλον. Για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι που δουλεύουν με εξαρτημένους από ουσίες δουλεύουν μαζί τους, επειδή οι εξαρτημένοι είναι πάρα πολύ δυστυχείς, φυσικά όταν ωριμάσουν τότε συνειδητοποιούν ότι έχουν δουλέψει με πάρα πολύ δυστυχείς ανθρώπους, λόγω του ότι και οι ίδιοι ζουν μια δυστυχισμένη ζωή και νιώθουν καλύτερα όταν δουλεύουν με ανθρώπους που είναι πιο δυστυχισμένοι. Εάν ισχύει αυτό, τότε δεν μπορείς να τους θεραπεύσεις, γιατί δεν θες να σε ρωτήσουν «Πώς είναι η δική σου ζωή; Πώς πάνε τα πράγματα; Πώς είσαι εσύ; Πώς είναι η οικογένειά σου; Τι κάνεις;».
Εξ.: Άρα πιστεύετε ότι οι αυτοί που δουλεύουν με ανθρώπους θα πρέπει να έχουν κάνει οι ίδιοι θεραπεία;
ΜΚ: Ναι, πιστεύω ότι αυτό χρειάζεται. Για παράδειγμα στις αρχές για μένα ήταν πολύ δύσκολη αυτή δουλειά, χάρηκα πάρα, πολύ όταν εκπαιδεύτηκα σε αυτές τις ειδικές ομάδες και εγώ ο ίδιος. Έτσι μπόρεσα και δούλεψα κάποια πράγματα και βοήθησα και τον εαυτό μου επειδή όταν δουλεύεις με πληγωμένους ανθρώπους, όπως όσοι έχουν βασανιστεί ή κακοποιηθεί, είναι καλό να μπορείς να μιλάς για τον εαυτό σου.
Εξ.: Πόσο σημαντικό θεωρείτε ότι είναι να υπάρχει μια περίοδος εκπαίδευσης για τους επαγγελματίες, κατά κάποιο τρόπο σαν δοκιμαστική περίοδος.
ΜΚ: Ναι, είναι καλό να υπάρχει αυτή η περίοδος γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τότε μπορείς να δεις ποιος είναι σε θέση να δουλέψει σε τέτοιο πρόγραμμα, δεν είναι εύκολο, θα πρέπει να έχεις ανθρώπους που αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους ακόμη κι όταν τους προκαλέσεις. Οι εξαρτημένοι δεν είναι εύκολοι άνθρωποι για να δουλέψεις μαζί τους, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται και οι γονείς στη θεραπεία.
Εξ.: Έχω μια τελευταία ερώτηση, τι θα συμβουλεύατε ένα νεαρό θεραπευτή ή έναν ψυχολόγο ή ένα θεραπευτή να μάθει, τι να θυμάται;
ΜΚ: Νομίζω ότι έχω δώσει ήδη την απάντηση σε αυτό. Πιστεύω ότι αν θες να δουλέψεις σε μια θεραπευτική κοινότητα, για παράδειγμα, καλό θα ήταν να έχεις δει πως ζουν τα μέλη στην κοινότητα, αλλά σε άλλο πρόγραμμα. Να βιώσεις ως μέλος μια ομάδα αντιπαράθεσης, για παράδειγμα, και φυσικά μετά να γίνεις βοηθός του θεραπευτικού προσωπικού, χωρίς ευθύνες, πριν ξεκινήσεις να δουλεύεις κανονικά σε θεραπευτική κοινότητα. Είχα εμπειρία με έναν ψυχίατρο που είχε έρθει να δουλέψει και ήθελε να εκπαιδευτεί ως μέλος στη δική μας θεραπευτική κοινότητα ήταν η μοναδική φορά που το έκανα αυτό. Ήταν λάθος. Νομίζω ότι αυτός εξακολουθεί να με βλέπει σαν πατέρα του. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν οι ρόλοι αργότερα ως προσωπικό. Θα πρέπει λοιπόν να το αποφεύγετε αυτό. Αυτά είναι τα σημαντικότερα πράγματα κατά τη γνώμη μου, και θεωρώ ότι εδώ στην Ελλάδα το εφαρμόζετε. Αυτό είναι πολύ καλό.
Εξ.: Σας ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σας.
ΜΚ: Σας ευχαριστώ πολύ.
ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ τεύχος 12
ΣτΜ Νόμιζαν ότι φώναζαν “I’m hungry, I’m hungry” ενώ στην πραγματικότητα φώναζαν “I’m angry, I’m angry”