ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Ο Maxwell Jones, ο Harold Bridger και οι «δύο» Θεραπευτικές Κοινότητες: συνέντευξη με τον Juan Parés y Plans (Corelli) σχετικά με την ανάπτυξη του Centro Italiano di Solidarietà (CeIS-Ιταλικού Κέντρου Αλληλεγγύης)
Vandevelde, S. and Broekaert, E., 2001
ΠΗΓΗ:
Απόδοση στα ελληνικά Τζίνη Χριστοφίλη
Περίληψη
Πάντοτε υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στις «δύο» θεραπευτικές κοινότητες: στο ευρωπαϊκό, δημοκρατικό περιβάλλον με την ψυχαναλυτική κατεύθυνση και στο αμερικάνικο, ιεραρχημένο, στεγνό μοντέλο Θεραπευτικής Κοινότητας (ΘΚ). Πολλοί συγγραφείς ωστόσο προσπάθησαν να γεφυρώσουν τις δύο προσεγγίσεις, εντοπίζοντας αρκετά κοινά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι για παράδειγμα η έννοια της «κοινωνικής μάθησης». Ο Maxwell Jones, ο πιο γνωστός από τους πρωτοπόρους του δημοκρατικού μοντέλου ΘΚ, προσπάθησε να συνδυάσει τις δύο παραδόσεις, όχι μόνο στα συγγράμματά του αλλά και στο «πεδίο δράσης». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1986 – 1990), εργάστηκε ως σύμβουλος στο Centro Italiano di Solidarietà (CeIS) στη Ρώμη, το οποίο δημιουργήθηκε ως ιεραρχημένη ΘΚ για χρήστες ουσιών, βάσει του αμερικάνικου μοντέλου του Daytop. Στην ανάπτυξη του CeIS σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης ο Harold Bridger, ο οποίος συμμετείχε στο Δεύτερο Πείραμα του Northfield (Second Northfield Experiment) στο νοσοκομείο Hollymoor το 1944 όπου και ξεκίνησε να αναπτύσσει τις ιδέες του σχετικά με το «νοσοκομείο ως όλον» και τον «κοινωνικό σύλλογο» (‘social club’), καθώς επίσης και ο Dennie Briggs, ο οποίος ανέπτυξε πρωτοποριακές θεραπευτικές κοινότητες εντός του σωφρονιστικού συστήματος (στη δεκαετία του ‘50). Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται το μεγαλύτερο μέρος μιας συνομιλίας με τον αντιπρόεδρο του CeIS, Juan Parés y Plans (Corelli), η οποία εστιάζει στο σημείο τομής του δημοκρατικού μοντέλου με το ιεραρχημένο μοντέλο ΘΚ, κατά τη δημιουργία του CeIS καθώς και στο βαθμό στον οποίο οι Maxwell Jones και Harold Bridger έπαιξαν ρόλο σε αυτό.
Εισαγωγή
Ο όρος θεραπευτική κοινότητα (ΘΚ) χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αρκετούς διαφορετικούς τύπους θεραπείας (βλ. π.χ. Kennard, 1998). Γενικά όμως τονίζονται δύο βασικές παραδόσεις: το ευρωπαϊκό δημοκρατικό μοντέλο ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, πρωτοπόρος στο οποίο ήταν ο Maxwell Jones στις αρχές της δεκαετίας του ‘40, και το αμερικάνικο, ιεραρχημένο, στεγνό μοντέλο ΘΚ για χρήστες ουσιών. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Synanon (έτος ίδρυσης 1958, από τον Chuck Dederich) και εξαπλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω πρωτοποριακών θεραπευτικών κοινοτήτων όπως το Daytop Village (O’Brien, Casriel και Deitch) (βλ. π.χ. Acampora & Stern, 1992), το Phoenix House (Ramirez, Anglin και Rozenthal) και το Odyssey House (Densen- Gerber), (Broekaert, 1996). Στη δεκαετία του ’70, αυτές οι κοινότητες επηρέασαν σημαντικά την ανάπτυξη των ΘΚ για χρήστες ουσιών στην Ευρώπη (Broekaert et al., 1999).
Παρόλο που αυτά τα δύο μοντέλα ΘΚ διαφέρουν σημαντικά σε ορισμένες πτυχές, μοιράζονται ωστόσο αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Ο Broekaert και οι συνεργάτες του (1999, p. 258) παραδείγματος χάριν αναφέρουν ότι η αρχή του ‘Jones’ (1984, pp. 29–35) περί κοινωνικής μάθησης θεωρείται πλέον από τις θεμελιώδεις λίθους των στεγνών ΘΚ. Αυτή η θέση ώθησε ορισμένους συγγραφείς (βλ. π.χ. Broekaert et al., 2000; Sugarman, 1984), να υποστηρίξουν ένθερμα την συνένωση των «δύο» θεραπευτικών κοινοτήτων. Εκτός από την υποστήριξη της επαναπροσέγγισης του θέματος που παρουσίασε σε αρκετά άρθρα (Jones, 1979 and 1984a), ο Maxwell Jones προσπάθησε ενεργά να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ του δημοκρατικού και του ιεραρχημένου μοντέλου ΘΚ.
Το 1984, το CeIS [Centro Italiano di Solidarietà – μια στεγνή, ιεραρχημένη ΘΚ για (κυρίως νεαρούς χρήστες ουσιών] διοργάνωσε το Πρώτο Παγκόσμιο Συμπόσιο (στεγνών) ΘΚ στο Castel Gandolfo (Ιταλία) (Ottenberg, 1984). Το CeIS ιδρύθηκε το 1968 από τον Don Mario Picchi στη Ρώμη (Ιταλία) (Parés y Plans (Corelli), 1984; 1998; Briggs, 1993) και είχε επηρεαστεί από το Daytop Village. «Μεταφέροντας» τις ιδέες μιας ΘΚ από την Αμερική στην Ιταλική πραγματικότητα, εισήχθησαν σημαντικές καινοτομίες, όπως π.χ. η εμπλοκή του κοινωνικού δικτύου ως αξιοποιήσιμη πηγή (βλ. π.χ. Van der Straeten, 1996). Αυτό οδήγησε τον Don Mario Picchi να μιλήσει για το Πρόγραμμα Άνθρωπος (‘Progetto Uomo’). Δεν είναι μέθοδος ή θεραπεία, είναι σχολείο ζωής (‘una scuola di vita’) που αναδύει στο επίκεντρο την ανθρώπινη υπόσταση (Picchi, 1994, p. 14). Το ‘Progetto Uomo’ επηρέασε σημαντικά την ανάπτυξη των θεραπευτικών κοινοτήτων στη Νότια Ευρώπη και τη Νότια Αμερική (‘Proyecto Hombre’) επηρεάζοντας συνεπώς και την περεταίρω εξάπλωση των θεραπευτικών κοινοτήτων.
Στο Συμπόσιο (που διοργανώθηκε από το CeIS το 1984), κλήθηκαν ως βασικοί ομιλητές οι Maxwell Jones και Harold Bridger, εκπροσωπώντας τις δημοκρατικές ΘΚ, και κατά τη διάρκεια του επακόλουθου Συνεδρίου (CeIS, 1984) ο Jones έκανε μια παρουσίαση με θέμα «Οι δύο θεραπευτικές κοινότητες –μια ανασκόπηση» (‘The two therapeutic communities – a review’) (Jones, 1984 b). Σε αυτήν την ανακοίνωση ο Jones αναλύει τις ομοιότητες και τις διαφορές των «δύο» θεραπευτικών κοινοτήτων, καταλήγοντας ότι και οι δύο παραδόσεις έχουν να διδαχθούν πολλά η μια από την άλλη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του (από το 1986 έως το 1990), ο Maxwell Jones, καθώς επίσης και ο Harold Bridger και ο Dennie Briggs προσκλήθηκαν από τον Juan Parés y Plans (Corelli), τον αντιπρόεδρο του CeIS, για να εργαστούν ως σύμβουλοι για το CeIS. Η επίδραση (και οι συνυπάρχουσες δυσκολίες) όλων αυτών των ειδημόνων (επί του δημοκρατικού μοντέλου της ΘΚ) στον οργανισμό και στην ανάπτυξη της στεγνής ΘΚ του CeIS μπορεί να αποτελέσουν ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς «συναντήθηκαν» οι δύο παραδόσεις των ΘΚ κατά την ανάπτυξη αρκετών θεραπευτικών υπηρεσιών (δηλ. Θεραπευτικών Κοινοτήτων) σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει αυτές τις επιρροές και να εξετάσει εάν και σε ποιο βαθμό επηρέασαν την ανάπτυξη του CeIS και τα δύο κινήματα των ΘΚ.
Μεθοδολογία
Οι συγγραφείς βρέθηκαν στις κεντρικές υπηρεσίες του CeIS στη Ρώμηi (στις 31 Μαΐου 2001), για μια συνάντηση και συνέντευξη με τον Juan Parés y Plans (Corelli). Πριν τη συνάντηση είχε αποσταλεί στον Juan Parés y Plans (Corelli) ένα κείμενο, που ανέλυε το κύριο θέμα της έρευνας ώστε να προετοιμαστεί. Επιλέξαμε εσκεμμένα να μην στείλουμε τις ερωτήσεις από πριν ώστε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο πιθανών προκαταλήψεων. Στόχος των συγγραφέων ήταν να χρησιμοποιήσουν ερωτηματολόγιο για τη συνέντευξη του Juan Parés y Plans (Corelli), αλλά φάνηκε ότι ήταν τόσο καλά προετοιμασμένος που η συνέντευξη κατέληξε να μοιάζει με μονόλογο που κάλυψε όλες τις ερωτήσεις.
Αυτό το άρθρο είναι μια ελαφρώς τροποποιημένηii παρουσίαση του μεγαλύτερου μέρους της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίαςiii σχετικά με το πώς η ανάπτυξη του CeIS επηρεάστηκε γενικά από το κίνημα της δημοκρατικής θεραπευτικής κοινότητας και από τον Maxwell Jones συγκεκριμένα. Το τροποποιημένο κείμενο της συνέντευξης (όπως χρησιμοποιήθηκε για το άρθρο) στάλθηκε στον Juan Parés y Plans (Corelli). Ταυτόχρονα, του ζητήθηκε να προσθέσει ή / και να διορθώσει ότι επιθυμούσε.
Συνέντευξη με τον Juan Parés y Plans
Juan Parés y Plans (Corelli): «Αυτά που λέω, είναι φυσικά, επηρεασμένα από την προσωπική μου οπτική. Κατά κάποιο τρόπο, είναι η προσωπική μου ιστορία. Όταν ξεκινήσαμε το CeIS, απευθυνθήκαμε στο Daytop των Ηνωμένων Πολιτειών και ζητήσαμε τη βοήθειά τους για να δημιουργήσουμε μια θεραπευτική κοινότητα (για εξαρτημένους). Περίμενα εξ αρχής ότι αυτό θα γινόταν με κριτικό και δημιουργικό τρόπο. Δεν δεχόμουν άκριτα ότι άκουγα, διότι πάντοτε πίστευα, (και εξακολουθώ να πιστεύω) ότι η εκπαίδευση προϋποθέτει συζήτηση. Για μένα, η μετάδοση της γνώσης, σημαίνει εκπόνηση όχι απλώς κοινοποίηση των πληροφοριών. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις γνώσεις γύρω από τις ΘΚ, που είναι στην ουσία κάτι πολύ «απλό». Έτσι, για μένα σίγουρα η συζήτηση είναι το σημαντικότερο στοιχείο της εκπαίδευσης.
Γύρω στους έξι μήνες μετά την έναρξη της συνεργασίας με το Daytop, άρχισα να απογοητεύομαι λίγο με το σύνολο του εκπαιδευτικού προγράμματος. Ενθάρρυνα τα μέλη του προσωπικού του CeIS να αποκτήσουν πιο κριτική ματιά, να αναλύουν περισσότερο για ποιο λόγο έκαναν το κάθε τι. Έτσι δεν ένιωθα πλέον πολύ ικανοποιημένος με το πρόγραμμα (στο CeIS), κάτι που με οδήγησε να απομακρυνθώ λίγο από το ίδιο το πρόγραμμα. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησα να αναπτύσσω το διεθνές προφίλ του CeIS, κάτι που διήρκησε ως το 1988. Πρέπει να πω ότι παρόλο που δεν ήμουν άμεσα υπεύθυνος για το πρόγραμμα πλέον, είχα πάρει μια απόσταση από το εκπαιδευτικό ινστιτούτο. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να προσθέσω στοιχεία στο εκπαιδευτικό ινστιτούτο, τα οποία θα ανέτρεπαν τα πάντα, μια πιο ανθρωπιστική προσέγγιση από το μοντέλο του Daytop. Δεν θα έλεγα δημοκρατικό γιατί δεν μου αρέσει η λέξη, θα έλεγα πιο…
Eric Broekaert: … ανθρώπινο;
Juan Parés y Plans (Corellli): Κατά τη γνώμη μου πρέπει να δουλεύει κανείς με το κεφάλι του και όχι απλά να παίζει ρόλους. Προτιμώ τα μέλη του προσωπικού να είναι διατεθειμένα να «δουλέψουν» και να «μεγαλώσουν» μέσα από τη δουλειά τους και όχι απλά να το «παίζουν» επαγγελματίες.
Πήγα τότε στο Λονδίνο και ζήτησα εποπτεία από τον Harold Bridger, το οποίο και δέχθηκε με επιφύλαξη. Εκτός από τις συναντήσεις με τον Harold, διοργάνωσα επίσης και μερικές συναντήσεις με το Tavistock στη Ρώμη: κάποιες αποκλειστικά για μέλη του προσωπικού του CeIS, και άλλες ανοιχτές σε οποιονδήποτε ενδιαφερόταν. Προσωπικά προτιμούσα τις συναντήσεις που ήταν ανοιχτές στον πολύ κόσμο, γιατί αυτές οι μεγάλες συναντήσεις, ήταν κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικές ευκαιρίες μάθησης. Αυτό ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον διότι διαρκώς αναζητούσα πράγματα που θα βοηθούσαν να αυξηθούν οι γνώσεις μας.
Μαζί με τον Harold, ο Maxwell Jones ήταν επίσης πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο για το CeIS ως οργανισμό, αλλά και για εμένα προσωπικά. Δυστυχώς ο Maxwell ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και δεν του ήταν εύκολο να εργάζεται σε ένα χώρο που δεν του ήταν οικείος. Ο Dennie Briggs πιθανόν να ήταν ακόμη σημαντικότερος για την ανάπτυξη του, ήταν πραγματικά καταπληκτικός! Προσπάθησα να τον κρατήσω ως δια βίου σύμβουλο αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ήταν το επιθυμητό. Όλοι βρίσκονται σε μια διαρκή εξέλιξη. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να μοιράζονται πλήρως τις ίδιες πεποιθήσεις ενός οργανισμού για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Φυσικά κατανοώ τις κριτικές των ανθρώπων για μένα, βρίσκομαι εδώ περισσότερο από 20 χρόνια, αν και ποτέ δεν ήμουν πραγματικά μέρος του οργανισμού. Επιπλέον, ποτέ δεν έκανα θεραπευτική δουλειά: εγώ ασχολούμαι απλά με τις στρατηγικές, αυτό είναι διαφορετικό. Δεν είχα ποτέ προσωπική ή συναισθηματική εμπλοκή με τα μέλη, κάτι αναπόφευκτο όταν δουλεύεις μαζί τους. Όταν ήρθα στο CeIS, ήμουν ήδη γύρω στα σαράντα, είχα ήδη «ζήσει τη ζωή» μου, και μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν πήρα πολλά από το CeIS. Μου έδωσε την ευκαιρία να βρεθώ σε ένα δημιουργικό χώρο, αλλά αυτό είναι όλο, ότι απλά μου άρεσε εκεί που βρισκόμουν.
Ως σύμβουλος ο Dennie έγραψε μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση. Ο Dennie, ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς ο «παραδοσιακός» σύμβουλος. Προσωπικά, έχω συνηθίσει περισσότερο τον «αγγλικό» τρόπο των συμβούλων, αυτό σημαίνει ότι δεν περιμένω ποτέ έναν σύμβουλο ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης εκπαιδευμένο στην Αγγλία, να με καθοδηγεί τι να κάνω. Ο Dennie είναι περισσότερο αμερικανός, και παρόλο που «ωρίμασε» με τον Maxwell Jones, δεν μπορεί να αποφύγει να «θέλει να σώσει τον κόσμο». Εν μέρει επειδή οι αμερικανοί πιστεύουν ακράδαντα σε αυτό που κάνουν. Επίσης μπορεί να οφείλεται στο ότι έχετε πολύ έντονη επιρροή που υπάρχει από τους εβραίους, στην Αμερική, πράγμα που εξηγεί λιγάκι γιατί οι Αμερικανοί είναι κάποιες φορές αρκετά «μεσσιανικοί» (‘Messianic’). Αυτό που έγραψε ο Dennie με ανάγκασε να κάνω την ερμηνεία μόνος μου. Μου φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολο, με έβαλε πολύ μέσα στην απόφαση, καταλαβαίνεις; Εγώ προτιμώ έναν πιο ανοιχτό τρόπο συμβουλευτικής.
Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να έχεις αξιόπιστους συμβούλους δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα εξακολουθήσω να δουλεύω εδώ, αλλά σίγουρα δεν μπορώ να αντιμετωπίσω έναν οργανισμό όπως το CeIS χωρίς σύμβουλο, για εμένα προσωπικά. Και ο Harold είναι ήδη πολύ μεγάλος…
Eric Broekaert: Ναι, είναι ήδη στα ενενήντα, σωστά;
Juan Parés y Plans: Δέχθηκα λοιπόν επιρροή από πολλούς ανθρώπους: αυτά που έμαθα από τον Maxwell Jones –και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Maxwell– δεν υπήρχαν πουθενά γραμμένα. Αντίθετα, ήταν άνθρωπος που διαρκώς «δημιουργούσε καταστάσεις». Θυμάμαι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου είχε δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση. Όταν ήρθε για το Συμπόσιο που είχαμε διοργανώσει, όλοι ανυπομονούσαν να ακούσουν τον Maxwell Jones. Αντί όμως να έρθει με κάποια προετοιμασμένη ομιλία, ήρθε και είπε: «Δεν έχω κάτι να πω». Αυτός ήταν ο τρόπος του να δημιουργεί καταστάσεις, εκείνη τη στιγμή δούλεψε με τον θυμό των ανθρώπων που είχαν έρθει να τον ακούσουν. Οι άνθρωποι ήταν αρκετά ανοιχτοί για να αναλύσουν και να σκεφτούν για τον εαυτό τους μέσα στην ομάδα, ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία μάθησης για αυτούς. Κάποια άλλη φορά, ζήτησε από τον Mario και εμένα να καθυστερήσουμε να έρθουμε σε μια συνάντηση προσωπικού 45 λεπτά. Είναι λοιπόν όλο το προσωπικό μαζεμένο και περιμένουν εμένα και τον Mario, και τους λέει ο Max: «Ο Don Mario Picchi και ο Juan άργησαν». Και το προσωπικό του απάντησε: «Σίγουρα αρρώστησαν ή κάτι έχουν πάθει». Ο Maxwell επέμεινε όμως στο γεγονός ότι είχαμε αργήσει. Τα στελέχη του προσωπικού επέμεναν ότι κάτι θα είχε συμβεί. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς τον Maxwell Jones να χειρίζεται αυτή την κατάσταση, να δημιουργεί μια ζωντανή εμπειρία μάθησης. Είχε ένα θετικό αντί-αποτέλεσμα καθώς ο Maxwell ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που αξιοποιούσε τα παράδοξα αποτελέσματα με θετικό τρόπο. Δούλευε πολύ με το παράδοξο. Αλλά όπως σας είπα ήδη οι εμπειρίες δεν είναι καταγεγραμμένες, κάτι που συνήθιζε ο Maxwell.
Το 1988 ο Mario μου ζήτησε να δεσμευτώ με το πρόγραμμα. Εκείνη την περίοδο οι Αμερικανοί σύμβουλοι όπως ο Don και η Martha Ottenberg, που είχαν συμβάλει πολύ στην αλλαγή και στην ανάπτυξη του οργανισμού έφευγαν από το CeIS. Αρχικά αρνήθηκα, διότι δεν μου άρεσαν κάποιες πτυχές του προγράμματος. Ο Don Mario μου είπε ότι ούτε εκείνος δεν συμφωνεί με κάποια από τα στοιχεία του προγράμματος, όπως το κομμάτι των ενοχών, το ότι συμπεριφέρονταν στους ανθρώπους σαν να είναι μωρά… τέτοιου τύπου ήταν τα πράγματα που μου ανέφερε ο Mario ότι δεν του πολυάρεσαν. Προσωπικά δεν με απασχολούσαν αυτά τα ζητήματα, με απασχολούσε περισσότερο η όλη έννοια του Synanon, η γενικότερη έννοια.
«Για ποιο λόγο θες να με βάλεις επικεφαλής τότε;» ρώτησα τον Mario. «Μπορεί να καταστρέψω ολόκληρο το πρόγραμμα, είμαι καινούργιος εδώ, δεν γνωρίζω τίποτα για την κατάχρηση ουσιών, δεν γνωρίζω τίποτα από ψυχολογία, δεν γνωρίζω τίποτα από ομάδες. Εν συντομία, είμαι ο τέλειος πρωτάρης (ερασιτέχνης)». Του είπα ότι εγώ θα άφηνα μεγαλύτερη ελευθερία στο προσωπικό, γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν είχαν αρκετό χώρο εκείνη την περίοδο. Ένιωθα μάλιστα ότι το προσωπικό διατηρούνταν σε μια κατάσταση αποχαύνωσης. Δεν τους επιτρεπόταν, ας πούμε να μιλήσουν, να κάνουν λάθος, και είναι κρίμα. Προσωπικά, διδάχθηκα περισσότερα πράγματα από τα στραβοπατήματά μου παρά από τις επιτυχίες μου. Δεν είναι υγιές να μην επιτρέπεται να αναλύσεις τα λάθη σου και να μάθεις από αυτά. Τελικά συμφώνησα να δεσμευτώ με το πρόγραμμα. Εκείνη την περίοδο προσπαθούσα να δημιουργήσω μια συνεργασία με κάποιους «ειδικούς» που δούλευαν στο πρόγραμμα.
Και τους είπα: «Εγώ είμαι σαν το πανί, θα πιάσω τον αέρα και θα ακολουθήσω την πρόοδο, την αλλαγή. Στόχος μου είναι να ταξιδέψω σε ένα καλύτερο μέρος, μεταφορικά μιλώντας. Χρειάζομαι όμως κάποιον να με προκαλεί, να συζητάω. Χρειάζομαι κάποιον στον οποίο να μπορώ να πω: «Συγνώμη, έκανα λάθος» και να μπορεί να μου πει κι εκείνος το ίδιο. Αργότερα κάποια στελέχη του οργανισμού άρχισαν να συμφωνούν με αυτό, επειδή παρατήρησαν ότι δεν σκόπευα να αλλάξω ολόκληρο το πρόγραμμα αλλά τη δομή του προγράμματος. Τότε, είχαμε τα προγράμματα Santa Maria και San Carlo και ο «μόνος δρόμος ήταν η ανάπτυξη»: η εξέλιξη στη σκάλα της επιτυχίας, αρχικά κάποιος ήταν απλό μέλος του προσωπικού, μετά συντονιστής, μετά βοηθός και τέλος διευθυντής. Προσπάθησα να αλλάξω τη δομή του προγράμματος, καθώς ήταν αυτό που θα λέγαμε μια μοναρχία. Αυτό που ονομάζω μοναρχία ήταν: ο Don Mario Picchi βασιλιάς, εγώ η βασίλισσα, ή πείτε το με όποιο όνομα θέλετε, και μετά οι επόπτες που θα ήταν οι αντίστοιχοι πρωθυπουργοί.
Το πρώτο που έκανα ήταν κατά κάποιο τρόπο θεραπεία περιβάλλοντος. Καταρχήν έβγαλα τα γραφεία, δεν υπήρχαν πλέον γραφεία, έτσι δεν μπορούσες να δουλέψεις μόνος. Έπρεπε να δουλέψεις με την ομάδα. Επίσης αρνιόμουν να συμμετέχω σε οποιαδήποτε συνάντηση προσωπικού.
Έπειτα παρατηρήσαμε ότι πολλά από τα πράγματα που έλεγαν ο Maxwell και ο Dennie πραγματοποιήθηκαν. Όχι με την έννοια ότι κάναμε αυτό που ήταν γραμμένο στη σελίδα 120 της έκθεσης του Dennie, για παράδειγμα. Αντίθετα, βλέπαμε ποια είναι η θεωρία πίσω από την αλλαγή που είχαμε ήδη κάνει. Γιατί το σημαντικότερο στην αλλαγή της δομής ενός προγράμματος όπως είναι το CeIS είναι ότι θα πρέπει πάντα η αλλαγή να έχει στόχο το άτομο που ζητάει βοήθεια, τον εξυπηρετούμενο. Αυτό έχει επηρεάσει σημαντικά τη θεωρία και τη μεθοδολογία «μας». Εάν δεν ισχύει αυτό για κάποιο πρόγραμμα, τότε όλες οι εκθέσεις δεν είναι τίποτα άλλο από «ωραίες» σελίδες χαρτί. Ευτυχώς μπορέσαμε να αλλάξουμε πολλά γιατί ο Mario μας έδωσε πολλές ευκαιρίες να πειραματιστούμε.
Το δεύτερο που έκανα ήταν ότι κατάργησα την «εισαγωγή» (accoglienza). Κατά τη γνώμη μου η accoglienza ήταν ένας τρόπος να κρατήσεις την κοινότητα στο σκοτάδι σχετικά με τα όσα συμβαίνουν εκτός. Η accoglienza ήταν ήδη επιλογή. Ο Don δεν με είχε κατανοήσει σωστά τότε, δεν είμαι ενάντια στην επιλογή, αλλά η επιλογή θα πρέπει να γίνεται με πολύ αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Δεν είμαι ενάντια στον σχεδιασμό, είμαι ενάντια ενός συναισθηματικού σχεδιασμού, καταλαβαίνεις;
Κατά τη διάρκεια της αλλαγής, είχαμε την υποστήριξη από τις θεωρίες ηγετικών προσωπικοτήτων στο χώρο. Η κινητοποίηση, οι αξίες από τον Frankl. Η ανάλυση του εαυτού, το μοίρασμα από τον Moreno. Μπορεί μάλιστα να εντοπίσει κανείς πολλές επιρροές στο πρόγραμμα απλά πρέπει να τις αναζητήσει. Αυτό που εννοώ είναι ότι εγώ το γνωρίζω ότι υπάρχουν επειδή γνωρίζω την ιστορία του CeIS και κατά κάποιο τρόπο μπορώ και ψάχνω και τα βρίσκω. Δεν νομίζω όμως ότι είναι τόσο ευδιάκριτα. Παρόλα αυτά νομίζω ότι όλοι μπορούν να δουν και να κατανοήσουν πως ο ανθρωπιστικός παράγοντας είναι πολύ σημαντικός στη ΘΚ.
Συζήτηση
Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το μέγεθος της επίδρασης που είχαν οι Maxwell Jones, Harold Bridger και Dennie Briggs στη δημιουργία του CeIS, που ουσιαστικά ξεκίνησε ως ένα αποκλειστικά συμπεριφορικά κατευθυνόμενο πρόγραμμα σε μια πιο ‘ανθρωπιστική’ προσέγγιση. Επίσης, σημαντική επιρροή είχαν οι ιδέες του Viktor Frankl (Frankl, 1962), στην αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης και του Jacob Levy Moreno, γνωστού ως πρωτοπόρου στο «ψυχόδραμα».
Εντοπίζοντας κάποια επιπλέον σημαντικά στοιχεία για τη δημιουργία του CeIS, θα πρέπει να τονίσουμε τη συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων. Η εκπαίδευση θεωρείται ως «συνάντηση» διαφορετικών απόψεων (με πολιτισμικές επιρροές), κατά την οποία όλοι είναι «δάσκαλος» και «μαθητής» ταυτόχρονα. Προσπαθούμε πάντοτε να αποφεύγουμε την κυριαρχία μιας ομάδας αντιλήψεων (θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «θεωρία») εις βάρος άλλων.
Η καλή συνεργασία με τους επαγγελματίες πρώτης γραμμής του CeIS οδήγησε σε μια εκ βαθέων, έντονη συζήτηση, κάτι που έφερε την υποστήριξη της αλλαγής από τη βάση του οργανισμού (από τους εξυπηρετούμενους και τα μέλη του προσωπικού που έχουν άμεση σχέση μαζί τους). Αυτό θυμίζει πολύ την έννοια της «κοινωνικής μάθησης» (Jones, 1982), που εστιάζει στην ανάδειξη της γνώσης που υπάρχει μέσα στην ίδια την ομάδα, αντί για την από «καθέδρας διδασκαλία». Αυτή η έντονη και κάποιες φορές επίπονη «μέθοδος» χρησιμοποιούνταν συχνά από τον Maxwell Jones στο CeIS (βλ. π.χ. το παράδειγμα του Maxwell που αρνήθηκε να μιλήσει στο Συμπόσιο του 1984) και χαρακτηρίζει τον τρόπο του να αντιμετωπίζει τις ομαδικές διεργασίες γενικότερα. Ο Jones φαίνεται να χρησιμοποιεί συχνά το «παράδοξο», δηλαδή να αναστατώνει και να δημιουργεί καταστάσεις στις οποίες «αναγκάζεται» κανείς να εκφράσει την προσωπική του άποψη. Η στάση αυτή σε συνδυασμό με τη δυσκολία της μεταφοράς αυτού του τρόπου εργασίας σε έντυπη μορφή, αναδεικνύει την σαφή ανάπτυξη θεωρίας αμέσως μετά την πράξη. Από αυτή την άποψη, η κατασκευή θεωρητικών εννοιών θεμελιώνεται πάντοτε σε εμπειρίες δράσης και σε προσωπικές εμπειρίες. Αυτό φαίνεται να έχει καταλήξει να είναι μια από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες στην καριέρα του Maxwell Jones, καθώς διαρκώς προσπαθούσε να εξηγήσει –εκ των υστέρων- την αλλαγή και την εξέλιξη που είχε παρατηρηθεί (βλ. π.χ. ‘The process of change’, 1982). Ο Bridger επίσης, ο οποίος είχε ασχοληθεί αρχικά με τα μαθηματικά, αναγνώριζε την αξία της πράξης: «Στο Coventry, είχαμε παρατηρήσει ότι εάν εστιάζαμε σε κάτι πρακτικό (όπως στη διοργάνωση ενός σχολικού χρηματιστηρίου) οι κατά τα άλλα διστακτικοί μαθητές εμπλέκονταν ενεργά με τις μαθηματικές έννοιες και διεργασίες». (Harrison & Clarcke, 1992, p. 702). Αυτή η εστίαση στη διεργασία περισσότερο από ότι στο αποτέλεσμα πάντα ήταν σημαντική πτυχή των θεραπευτικών κοινοτήτων και ήταν πάντα και αυτό στο οποίο εστίαζε ο Maxwell Jones.
Ο Jones είχε την ευκαιρία στο CeIS να διδάξει στους ανθρώπους την σημασία της πραγματικής «συνεργασίας». Σε προηγούμενη παρέμβαση, η δυνατότητα να δουλέψει κανείς σε ομαδικό επίπεδο δόθηκε με το «κλείσιμο» των γραφείων και την αφαίρεση των επίπλων, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί και η απαραίτητη δομική αλλαγή. Ο Bridger (1984) περιγράφει ότι ο ίδιος πάντα δούλευε με το σύνολο του οργανισμού, υποδεικνύοντας τις μεταβατικές εμπειρίες στο χώρο-χρόνο ως την αδιαπραγμάτευτη συνθήκη για την αλλαγή, ανεξάρτητα εάν αυτή αφορά χρήστες ουσιών, στρατιώτες που υποφέρουν από μετά-τραυματικό άγχος κλπ… Ένιωθε ότι έβρισκε θεωρητική υποστήριξη στην ψυχανάλυση γενικά και ειδικά στη θεωρία του Winnicott (βλ. π.χ. 1964), ο οποίος εστιάζει π.χ. στο αρκουδάκι του παιδιού ως «μεταβατικό αντικείμενο». Οι ιδέες του Bridger στην ανάπτυξη του CeIS μπορούν να θεωρηθούν ως η κοινωνική εφαρμογή της ψυχοδυναμικής θεωρίας, από την οποία είχε επηρεαστεί πολύ περισσότερο από ότι ο Maxwell Jones.
Αναλογιζόμενοι τη (δομική) ανάπτυξη του CeIS, η έμφαση δινόταν πάντα στην οπτική του εξυπηρετούμενου, άλλωστε γι’ αυτόν έχει σχεδιαστεί το πρόγραμμα εξ αρχής. Η ευρύτερη εφαρμογή ανθρωπιστικών (π.χ. πίστη στη «δύναμη» του ατόμου) και ψυχαναλυτικών (π.χ. ανάλυση του εαυτού) ιδεών εντός του οργανισμού προκάλεσα την εξέλιξη του CeIS στη μορφή της θεραπευτικής κοινότητας όπως εμφανίζεται σήμερα.
Συμπέρασμα
Το Centro Italiano di Solidarietà (CeIS) μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν ιδιαίτερα οι Maxwell Jones και Harold Bridger την ανάπτυξη των θεραπευτικών κοινοτήτων στην Ευρώπη. Είναι σαφές ότι οι έννοιες της «κοινωνικής μάθησης» και του «οργανισμού ως όλον» είναι εξαιρετικά σημαντικές όταν εξετάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά οποιασδήποτε θεραπευτικής κοινότητας, είτε πρόκειται για κοινότητα του «ιεραρχημένου» είτε του «δημοκρατικού» μοντέλου. Όταν εστιάσουμε στο CeIS συγκεκριμένα, οι ακόλουθες «συνθήκες για την αλλαγή», δείχνουν να είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη του οργανισμού:
- Ανοικτός διάλογος σε όλα τα επίπεδα.
- Απόδοση των εννοιών με βάση το πολιτισμικό πλαίσιο.
- Ο εξυπηρετούμενος είναι πάντα στο επίκεντρο.
- Η πράξη και οι εμπειρίες οδηγούν στη δημιουργία της θεωρίας.
- Η διεργασία της αλλαγής θεωρείται πιο σημαντική από το αποτέλεσμα.
- Οι δομικές αλλαγές διευκολύνουν την ανάπτυξη της ΘΚ σε ανοιχτό σύστημα.
- Οι ψυχοδυναμικές έννοιες βρίσκουν εφαρμογή στην κοινωνική ζωή της θεραπευτικής κοινότητας.
- Δημιουργία καταστάσεων μέσω του «παράδοξου» (βιωματικές μαθησιακές εμπειρίες).
Ευχαριστίες
Οι συγγραφείς θέλουν ειλικρινά να ευχαριστήσουν τον Mr. Juan Parés y Plans (Corelli), αντιπρόεδρο του CeIS για τη φιλοξενία του και τη διάθεσή του να μας παραχωρήσει αυτή τη συνέντευξη.
[i]Centro Italiano di Solidarietà (CeIS), Via Ambrosini 129, 00147 Rome, Italy
[ii]Οι τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν είχαν ως αποκλειστικό στόχο να βελτιώσουν την αναγνωσιμότητα του κειμένου, χωρίς να «πειράξουν» καθόλου το περιεχόμενο της συνέντευξης. Διορθώθηκαν οι άνευ λόγου επαναλήψεις, οι λέξεις που παραλήφθηκαν από λάθος, κ.λπ. ώστε να είναι πιο σαφές το κείμενο και πιο ξεκάθαρο.
[iii]Το ακριβές απομαγνητοφωνημένο κείμενο φυλάσσεται στο Department of Orthopedagogics, Ghent University, Belgium
Acampora, A; Stern, C. (1992) The evolution of the therapeutic community. In Paradigms: past, present and future. Proceedings of the therapeutic communities of America. 1992 Planning Conference, p. 1 – 14. Washington: Therapeutic communities of America.
Bridger, H. (1984) Groups in open and closed systems. In: Ottenberg, D. (Ed.) (1984) The therapeutic community today. A moment of reflection on its evolution. Proceedings of the First World Institute of Therapeutic Communities, Castel Gandolfo, Italy, August 27 – 31, 1984. Rome: CeIS, p. 54 – 70.
Briggs, D. (1993) Record of a friendship. A memoir of Maxwell Jones. San Francisco: Special Collections. The library of the University of California.
Broekaert, E. (1996) Geschiedenis, filosofie en grondstellingen van de therapeutische gemeenschap. In: Broekaert, E.; Bracke, R.; Calle, D.; Cogo, A.; van der Straten, G. & Bradt, H. (Ed.) De nieuwe therapeutische gemeenschap. Leuven, Belgium: Garant, p. 9 – 32.
Broekaert, E., van der Straeten, G., D’Oosterlinck, F., Kooyman, M. (1999) The therapeutic community for ex-addicts: a view from Europe. Therapeutic Communities. The International Journal for Therapeutic and Supportive Organisations, 20 (4), 255 – 265.
Broekaert, E.; Vanderplasschen, W.; Temmerman, I.; Ottenberg, D.J.; Kaplan, C. (2000) Retrospective Study of Similarities and Relations Between American Drug-Free and European Therapeutic Communities for Children and Adults. Journal of Psychoactive Drugs, 32 (4), 407 – 417.
Frankl, V. (1962) Man’s search for meaning: an introduction to logotherapy. New York: Pocket Book.
Harrison, T. and Clarcke, D. (1992) The Northfield Experiments. British Journal of Psychiatry, 160, 698 – 708.
Jones, M. (1979) Therapeutic Communities, Old and New. American Journal on Drug and Alcohol Abuse, 6 (2), 137 –149.
Jones, M. (1982) The process of change. Boston, London, Melbourne and Henley: Routledge and Kegan Paul.
Jones, M. (1984 a) Why Two Therapeutic Communities? Journal of Psychoactive Drugs, 16 (1), 23 – 26.
Jones, M. (1984 b) The two therapeutic communities. A review. In Proceedings of the eighth World Conference of Therapeutic Communities. Rome, Italy: Centro Italiano di Solidarieta.
Kennard, D.(1998) An Introduction to Therapeutic Communities. London: Jessica Kingsley Publishers.
Ottenberg, D. (Ed.) (1984) The therapeutic community today. A moment of reflection on its evolution. Proceedings of the First World Institute of Therapeutic Communities, Castel Gandolfo, Italy, August 27 – 31, 1984. Rome: CeIS.
Parés y Plans (Corelli), J. (1984) Introduction in Ottenberg, D. (Ed.) (1984) The therapeutic community today. A moment of reflection on its evolution. Proceedings of the First World Institute of Therapeutic Communities, Castel Gandolfo, Italy, August 27 – 31, 1984. Rome: CeIS.
Parés y Plans (Corelli), J. (1998) Personal Communication (Email message of 20/10/1998).
Picchi, M. (1994) Un progetto per l’Uomo. Roma: Associazione Centro Italiano di Solidarietà Di Roma.
Sugarman, B. (1984) Towards a new, common model of the therapeutic community. Structural Components, learning processes and outcomes. International Journal of Therapeutic Communities, 5 (2), 77 – 98.
Van der Straeten, G. (1996) De ontwikkeling van de T.G. in Europa. In: . In: Broekaert, E.; Bracke, R.; Calle, D.; Cogo, A.; van der Straten, G. & Bradt, H. (Ed.) De nieuwe therapeutische gemeenschap. Leuven, Belgium: Garant, p. 33 – 39.
Winnicott, D. W. (1964) The child, the family and the outside world. London: Penguin Books.