DOI: https://doi.org/10.57160/SHKI3538
Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού κύκλου με τίτλο «Συμβουλευτική στον Τομέα της τοξικοεξάρτησης» που συνδιοργανώνει το ΚΕΘΕΑ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του San Diego, συναντήσαμε τη Dr. S. Brown, ψυχολόγο με πολύχρονη εμπειρία στο χώρο της ψυχικής υγείας. Είναι καθηγήτρια στην κλινική ψυχολογία στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο και έχει εξειδικευτεί στη δουλειά με παιδιά και εφήβους με προβλήματα ψυχικής υγείας και εξάρτησης.
Τη συνέντευξη παρουσιάζουν η Κωνσταντίνα Υφαντή και η Γεωργία Χριστοφίλη
Μετάφραση Γεωργία Χριστοφίλη
Translation Georgia Christofili
Εξαρτήσεις (Ε): Στο περιοδικό Εξαρτήσεις παρουσιάζουμε συχνά συνεντεύξεις με έγκριτους επιστήμονες/θεραπευτές στο χώρο των εξαρτήσεων.
Sandra Brown (SB): Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή την ευκαιρία.
E: Σας ευχαριστούμε πολύ και εμείς για την παρουσία σας εδώ. Έχετε κάνει σημαντική δουλειά στο χώρο των εξαρτήσεων θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για το πώς ξεκινήσατε;
SB: Θα χαρώ πολύ να σας μιλήσω γι’ αυτό. Όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου στην Κλινική Ψυχολογία, στόχος μου ήταν να πάρω το πτυχίο του θεραπευτή και να δουλεύω με ανθρώπους που είχαν διάφορα προβλήματα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου όμως είχα έναν καθηγητή, ο οποίος είναι ιδιαίτερα γνωστός στο χώρο των ερευνών για την εξάρτηση από το αλκοόλ. Ήταν ο Mark Goldman ο οποίος αργότερα έγινε Υποδιευθυντής στο Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό (Associate Director in the National Institute of Alcohol Abuse and Alcoholism). Αυτός ο άνθρωπος επηρέασε πολύ σημαντικά την καριέρα μου και την απόφασή μου να ασχοληθώ με την έρευνα στο χώρο των ατόμων με προβλήματα με τη χρήση αλκοόλ και ουσιών. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η μελέτη για το πώς εξελίσσονται αυτά τα προβλήματα, με ενδιαφέρει πολύ να βοηθώ τους ανθρώπους, από θεραπευτικής άποψης. Οι άνθρωποι με προβλήματα εξάρτησης δεν λαμβάνουν θεραπεία όσο συχνά θα χρειαζόταν και δεν γνωρίζαμε πολλά για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, όπως και για τη θεραπεία άλλων ψυχικών ασθενειών. Ουσιαστικά λοιπόν, ταίριαξε το ενδιαφέρον μου να βοηθώ τους ανθρώπους με το δικό του ενδιαφέρον στο χώρο των εξαρτήσεων και αυτό με ώθησε να ξεκινήσω την ερευνητική μου καριέρα στις διαταραχές της εξάρτησης. Μετά από πολλά χρόνια ενασχόλησης με τη θεραπεία ατόμων με εξαρτητικές συμπεριφορές, ουσιαστικά, έχω φτάσει στο επίπεδο να διδάσκω θεραπευτές για το πώς μπορούν να δουλεύουν με άτομα που έχουν εξάρτηση από το αλκοόλ ή τις ουσίες. Για πολλά χρόνια όμως δούλευα ως θεραπεύτρια τόσο με εφήβους όσο και με ενήλικες, ενώ τώρα, κυρίως, διδάσκω ανθρώπους που θα γίνουν κλινικοί ψυχολόγοι, ή ψυχίατροι, εστιάζοντας στις θεραπευτικές τεχνικές για τα άτομα με διαταραχές της εξάρτησης.
E: Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό. Πόσα χρόνια εμπειρίας έχετε λοιπόν στο χώρο των ερευνών και της θεραπείας για τις διαταραχές της εξάρτησης;
SB: Περίπου είκοσι χρόνια. Μία από τις πρώτες μελέτες που έκανα με εφήβους εξαρτημένους από το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά ήταν αυτή που οδήγησε στη δέσμευσή μου στο συγκεκριμένο χώρο. Έκανα πολλές ακόμη μελέτες από τότε, όμως αυτή η συγκεκριμένη ομάδα εφήβων που ήταν εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά προκάλεσε το ενδιαφέρον μου. Τους παρακολουθώ είκοσι χρόνια τώρα, και εξετάζουμε την πορεία τους προς την ενηλικίωση. Είκοσι χρόνια παρακολούθησης σε άτομα με προβλήματα εξάρτησης από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά καθώς και μιας ομάδας σύγκρισης από την κοινότητα είναι πραγματικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
E: Έχετε κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις από αυτή την έρευνα που θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας;
SB: Πιστεύω ότι η έρευνα θα συνεχιστεί. Πήρα μια καινούργια επιχορήγηση, για πέντε ακόμη χρόνια. Έχουμε μάθει πολλά για την εξέλιξη των εφήβων και το πέρασμα στην ενήλικη ζωή αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους η εξάρτηση από νωρίς τους επηρεάζει. Γνωρίζουμε ότι οι έφηβοι μπορεί να ωφεληθούν από την εξάρτησή τους με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι έφηβοι ωφελούνται από νωρίς από τη θεραπεία, μπορούν να έχουν μια καλή συνέχεια στη ζωή τους, και να εξελίσσονται σε επιτυχημένους ενήλικες. Άλλοι έφηβοι εξακολουθούν να έχουν δυσκολίες μέχρι να ενηλικιωθούν, οπότε βελτιώνονται σταδιακά. Πολλοί νέοι με διαταραχές εξάρτησης από τη νεαρή ηλικία εξακολουθούν, τουλάχιστον για το διάστημα που τους μελετάμε, ηλικίας μεταξύ 30-35 ετών, να έχουν προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Η πορεία διαφέρει λοιπόν, γνωρίζουμε ότι κάποιοι βελτιώνονται πιο γρήγορα και κάποιοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Φυσικά, αυτό που μας απασχολεί, είναι τα άτομα εκείνα που δεν δείχνουν να ωφελούνται από τη θεραπεία που λαμβάνουν. Μελετώντας τις συμπεριφορές τους για μεγάλες χρονικές περιόδους ίσως μπορέσουμε να εντοπίσουμε αυτούς που χρειάζονται περισσότερη ή διαφορετικού τύπου θεραπείας.
E: Θυμάστε μήπως τα ποσοστά γι’ αυτό, πόσοι είναι σε μεγαλύτερη ηλικία, πόσοι συνεχίζουν, εάν έχετε μια αίσθηση.
SB: Για όσους έχουμε μελετήσει ως τώρα, βλέπουμε ότι στην ηλικία των 21 ετών, που είναι το όριο ενηλικίωσης στις ΗΠΑ, περίπου οι μισοί θα έχουν εμφανίσει σημαντική βελτίωση. Αυτό σημαίνει ότι είτε δεν θα κάνουν καθόλου χρήση αλκοόλ ή ουσιών, είτε ότι εάν κάνουν, θα έχουν ελάχιστα έως καθόλου προβλήματα.
Ωστόσο, οι μισοί από αυτούς δεν εμφανίζουν βελτίωση μέχρι αυτή την περίοδο. Αυτά είναι άτομα που εξακολουθούν να έχουν προβλήματα με τα ναρκωτικά, χρησιμοποιούν λιγότερες ουσίες αλλά το ίδιο συχνά όπως παλαιότερα.
E: Από όλες αυτές τις μελέτες, αυτά τα είκοσι χρόνια, έχετε καταφέρει να εντοπίσετε το προφίλ των εφήβων εκείνων που εμφανίζουν βελτίωση;
SB: Υπάρχουν νομίζω ένα-δύο ευρήματα τα οποία ξεχωρίζουν όσον αφορά την πρόγνωση για θεραπεία. Ένα από αυτά είναι ότι, εάν έχουν μια ψυχιατρική διαταραχή εκτός από την εξάρτηση από τις ουσίες, τότε είναι πιο δύσκολο να βελτιωθούν από τη θεραπεία για την τοξικοεξάρτηση. Από θεραπευτικής άποψης είναι ο πιο δύσκολος πληθυσμός. Είναι πιθανότερο να υποτροπιάσουν και να επιστρέψουν στην κατάχρηση ή εξάρτηση από τις ουσίες λόγω της ψυχιατρικής τους διαταραχής. Άρα, οι ψυχιατρικές διαταραχές, ιδιαίτερα η κατάθλιψη και το άγχος για τους εφήβους και η διαταραχή συμπεριφοράς ή αντικοινωνικής προσωπικότητας, αποτελούν επικίνδυνους παράγοντες στη φάση της ενηλικίωσης για πιο άμεση υποτροπή και χειρότερα μακροχρόνια αποτελέσματα. Ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι ενδιαφέρον και σημαντικό, είναι το οικογενειακό ιστορικό εξάρτησης από το αλκοόλ ή τις ουσίες (εάν ο πατέρας, ή η μητέρα, ή και οι δυο γονείς για παράδειγμα είχαν πρόβλημα εξάρτησης από αλκοόλ ή ουσίες), παρότι δεν δείχνει να επηρεάζει το διάστημα αμέσως μετά τη θεραπεία (τον πρώτο χρόνο), αποτελεί αρνητικό παράγοντα πρόβλεψης μακροπρόθεσμα. Φαίνεται ότι αυτά τα άτομα είναι πιο πιθανό όχι μόνο να επιστρέψουν στη χρήση ουσιών αλλά και στην εξάρτηση.
E: Γνωρίζετε ποιο είναι το ποσοστό των εφήβων με διπλή διάγνωση εξάρτησης και ψυχιατρικής διαταραχής στη χώρα σας;
SB: Η βιβλιογραφία που υπάρχει είναι ήδη αρκετή και γνωρίζουμε ότι οι περιπτώσεις διπλής διάγνωσης είναι συχνότερες στον πληθυσμό των εφήβων με εξάρτηση από τις ουσίες από ό,τι στον πληθυσμό των ενηλίκων. Για παράδειγμα, περίπου τα δύο τρίτα των νέων που παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα θεραπείας της τοξικοεξάρτησης σε κάποιο νοσοκομείο έχουν και άλλη διάγνωση. Οι πιο συνηθισμένες διαγνώσεις είναι της κατηγορίας της εξωτερίκευσης, όπως είναι η διαταραχή της συμπεριφοράς ή η εναντιωτική διαταραχή. Περίπου το ένα τέταρτο των νέων που νοσηλεύονται για θεραπεία της εξάρτησης από τις ουσίες έχουν μια διαταραχή εσωτερίκευσης, όπως είναι η κατάθλιψη ή η διαταραχή άγχους.
E: Τι άλλο μπορείτε να μας μεταφέρετε από την εμπειρία σας για τους εφήβους και τους ενήλικες με προβλήματα χρήσης ουσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες;
SB: Η εξάρτηση από το αλκοόλ είναι το πιο συνηθισμένο είδος εξάρτησης από ουσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προκαλεί περισσότερα προβλήματα από ό,τι η χρήση ουσιών, όσον αφορά τη σωματική υγεία, τα ατυχήματα, τους τραυματισμούς και τη θνησιμότητα. Αποτελεί λοιπόν την πιο συνηθισμένη μορφή εξάρτησης, παρόλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα για την πρόληψη και τις παρεμβάσεις για την τοξικοεξάρτηση. Ουσιαστικά, πιστεύαμε ότι η ηλικία που εμφανίζεται η μεγαλύτερη επικράτηση της εξάρτησης από το αλκοόλ στις ΗΠΑ ήταν μεταξύ των 20 και 30 ετών. Βάσει πρόσφατων επιδημιολογικών μελετών, γνωρίζουμε πλέον ότι τα υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης από το αλκοόλ είναι στην πραγματικότητα μεταξύ 18 και 22 ετών, με αποκορύφωση μια ηλικιακή φάση όπου είναι ακόμη παράνομο να καταναλώνει κάποιος αλκοόλ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λόγω αυτού του νέου ευρήματος οι Εθνικοί Οργανισμοί Υγείας έχουν ξεκινήσει σημαντικές προσπάθειες για την πρόληψη της εμπλοκής με το αλκοόλ μεταξύ παιδιών και νεαρών εφήβων. Γνωρίζουμε ότι, εάν οι έφηβοι ξεκινήσουν να καταναλώνουν αλκοόλ, πριν την ηλικία των 14 ετών, έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν εξάρτηση από το αλκοόλ στη ζωή τους. Γίνεται λοιπόν μεγάλη προσπάθεια για την πρόληψη της εμφάνισης αυτών των προβλημάτων.
E: Υπάρχουν ευρήματα από τις έρευνές σας και την εμπειρία σας στο χώρο τα οποία έχουν μεταβάλει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε την εξάρτηση από το αλκοόλ και τις ουσίες;
SB: Ναι, υπάρχουν αρκετά πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό και τα οποία έχω μάθει με το πέρασμα του χρόνου από τα ευρήματα των ερευνών μας, που με έχουν κάνει να σκέφτομαι την εξάρτηση με διαφορετικό τρόπο. Τώρα πλέον με τις νέες τεχνολογίες μπορούμε να μετρήσουμε εσωτερικά τη λειτουργικότητα του ατόμου. Ιδιαίτερα τη λειτουργικότητα του εγκεφάλου, σε σχέση με την εξάρτηση από το αλκοόλ και τις ουσίες. Έτσι, ενώ στο παρελθόν γνωρίζαμε από διάφορα ψυχολογικά τεστ ότι η εξάρτηση προκαλεί προβλήματα και ότι τα ναρκωτικά προκαλούν βλάβες στο γνωστικό επίπεδο, τώρα πλέον μπορούμε να μετρήσουμε ποια συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου επηρεάζονται. Έτσι, παρόλο που πιστεύαμε ότι το αλκοόλ είναι αρκετά ασφαλής ουσία και οι άλλες ουσίες ήταν πιο επικίνδυνες, έχουμε μάθει ότι ιδιαίτερα για τους εφήβους, ο εγκέφαλος των οποίων αναπτύσσεται ακόμη, το αλκοόλ μπορεί να έχει πιο καταστροφικές συνέπειες.
Στο μέλλον, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε αυτού του είδους τις έρευνες, για να προσδιορίσουμε πόσο παραμένουν οι επιπτώσεις του αλκοόλ και εάν οι δοκιμές με αλκοόλ από νωρίς επηρεάζουν τον τρόπο ανάπτυξης του εγκεφάλου. Νομίζω ότι αυτά τα ευρήματα για τις επιδράσεις του αλκοόλ στην ανάπτυξη του εγκεφάλου ξεχωρίζουν με μοναδικό τρόπο και έχουν μεταβάλει την αντίληψή μου σχετικά με την εξάρτηση. Ακόμη, οι κλινικές έρευνες έχουν αλλάξει την κατανόηση γύρω από το αλκοόλ με έναν ακόμη τρόπο όσον αφορά τις ψυχιατρικές διαταραχές. Πιστεύαμε ότι τα άτομα που είναι εξαρτημένα από τα ναρκωτικά, τα οποία έχουν παράλληλα και κάποια ψυχιατρική διαταραχή, εάν τους παρείχαμε περισσότερη ή πιο εντατική θεραπεία για την εξάρτηση θα βελτιώνονταν. Τώρα γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά ότι χρειάζονται εξειδικευμένα είδη διαπροσωπικών παρεμβάσεων. Είναι σαφές πως είναι καλύτερο να αντιμετωπιστεί η εξάρτηση από την ουσία και το ψυχιατρικό πρόβλημα ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά, όπως πίστευαν παλαιότερα. Για παράδειγμα, για να μπορέσουν τα άτομα που έκαναν κατάχρηση ουσιών να λάβουν θεραπεία για την κατάθλιψη, συχνά έπρεπε να απέχουν πρώτα από το αλκοόλ ή τις ουσίες για μεγάλα χρονικά διαστήματα πριν πάρουν θεραπεία για την κατάθλιψη. Καθώς λοιπόν η κατάθλιψη οδηγούσε πολλούς εξαρτημένους πίσω στο αλκοόλ ή τις ουσίες, πολλοί από αυτούς δεν λάμβαναν ποτέ τη θεραπεία για την κατάθλιψη που χρειάζονταν. Τώρα γνωρίζουμε ότι είναι καλύτερο να αντιμετωπίζεις αυτά τα προβλήματα ταυτόχρονα και να εφαρμόζονται αυτές οι διμερείς προσεγγίσεις, εστιάζοντας σε όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξάρτηση, και εκείνους που επηρεάζουν τη διαταραχή της κατάθλιψης. Ως αποτέλεσμα των ερευνών, καταλήγουμε ότι η κατεύθυνση του μέλλοντος όσον αφορά την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων και των ψυχιατρικών διαταραχών οδηγεί σε ολοκληρωμένες θεραπείες, τόσο όσον αφορά τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις όσο και τη φαρμακευτική αγωγή.
E: Ποια είναι μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που έχετε αντιμετωπίσει;
SB: Υποθέτω, ότι από θεραπευτικής άποψης, χρειάστηκε κάποιος χρόνος μέχρι να κατανοήσω ότι για τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξάρτησης, αλλά και προβλήματα ψυχικής υγείας, πρέπει να προσεγγίζουμε το ζήτημα πρώτα από την πλευρά που αφορά την ψυχική υγεία. Ο λόγος για τον οποίο το τονίζω αυτό είναι, επειδή στις μελέτες που προσπάθησαν πρώτα να αναπτύξουν παρεμβάσεις με στόχο την αντιμετώπιση της εξάρτησης από ουσίες και της κατάθλιψης, για παράδειγμα, οι οποίες ξεκίνησαν από την εξάρτηση και στη συνέχεια εστίαζαν στην κατάθλιψη, δεν είχαν το ίδιο καλά αποτελέσματα, όπως οι παρεμβάσεις που ξεκίνησαν αντίστροφα με την ευαισθησία να αντιμετωπίσουν πρώτα την κατάθλιψη και έπειτα πρόσθεσαν υλικό για την εξάρτηση. Τα δεδομένα από τις νέες μας έρευνες το καθιστούν σαφές αυτό. Τα άτομα που αντιμετωπίζουν και τα δύο είδη διαταραχών βιώνουν την κατάθλιψη ως ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα που διαιωνίζει το πρόβλημα της εξάρτησης, ενώ δεν θεωρούν την εξάρτηση ως τον παράγοντα που διαιωνίζει την κατάθλιψή τους. Έτσι, φαίνεται να είναι καλύτερο όσον αφορά τους εξυπηρετούμενους ο πυρήνας ή η βάση των παρεμβάσεων να αφορούν αποτελεσματικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης και η αντιμετώπιση της εξάρτησης να εντάσσεται σε αυτές. Οι ασθενείς με διπλή διάγνωση δηλώνουν περισσότερο ικανοποιημένοι με αυτά τα θεραπευτικά μοντέλα, καθώς η θεραπεία τους βοηθά στη βελτίωση της λειτουργικότητάς τους κάτι που θα διαρκέσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτή λοιπόν ήταν μια δύσκολη μετάβαση που κλήθηκα να πραγματοποιήσω. Πριν είκοσι χρόνια δεν σκεφτόμουν την αντιμετώπιση της εξάρτησης παράλληλα με τις ψυχιατρικές διαταραχές κατ’αυτόν τον τρόπο. Ένα μέρος των ερευνών μου τώρα εστιάζουν σε αυτό το θέμα, στην αντιμετώπιση πολλών διαταραχών παράλληλα, και επιβεβαιώνουν αυτό που σας είπα.
Μια δεύτερη δυσκολία αφορά το ερευνητικό κομμάτι σε αντίθεση με το θεραπευτικό. Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω με ποιον τρόπο επηρεάζει η εξάρτηση την ανάπτυξη. Όταν μελετάμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθούμε τα άτομα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσουμε πραγματικά να κατανοήσουμε τις επιδράσεις των ψυχοτρόπων ουσιών στην εξέλιξή τους. Η μελέτη των νέων και των ενηλίκων, καθώς μεγαλώνουν και ωριμάζουν, δεν είναι πάντοτε εύκολη. Οι άνθρωποι που έχουν πρόβλημα με τη χρήση ουσιών είναι πιθανό να καταλήξουν στη φυλακή, μετακινούνται περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους ή μπορεί να είναι άστεγοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χρειάστηκε πολύς χρόνος μέχρι να καταφέρω να αναπτύξω τεχνικές, οι οποίες θα μου επέτρεπαν να παρακολουθώ τα άτομα με εξαρτητική συμπεριφορά. Στις μακρόχρονες έρευνές μας πλέον έχουμε αρκετές διαδικασίες που μας επιτρέπουν να παρακολουθούμε τα άτομα αυτού του πληθυσμού. Σήμερα, είμαστε σε θέση να επικοινωνούμε με περισσότερο από το 90% των εφήβων με εξάρτηση από το αλκοόλ και τις ουσίες για διάστημα 10-15 χρόνια. Αφού, έχουμε τη δυνατότητα να διατηρήσουμε την επαφή μαζί τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πιστεύουμε ότι τα ευρήματά μας μπορούν να γενικευθούν για τον πληθυσμό των εξαρτημένων από ουσίες.
E: Μόλις απαντήσατε μια από τις επόμενες ερωτήσεις που είχα να σας κάνω. Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε αυτές τις δυσκολίες;
SB: Ως θεραπεύτρια για πολλά χρόνια μου ήταν σαφές πως, όταν αντιμετώπιζα θέματα στη θεραπεία, μου ήταν πιο εύκολο να καταλάβω ποιες στρατηγικές θα βοηθούσαν. Ομοίως, η έρευνα σε αυτόν τον πληθυσμό χρειάζεται την ίδια αντιμετώπιση, να κατανοήσουμε τι χρειάζονται για να συμμετέχουν. Όπως σας είπα νωρίτερα, μου ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι που έχουν κατάθλιψη δεν θεωρούν την κατάθλιψη ως αποτέλεσμα της εξάρτησής τους. Προσπαθούσαν με τη χρήση αλκοόλ και ουσιών να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη, μόνο που, δυστυχώς, έτσι τη χειροτέρευαν. Αυτό που συνέβη με την πάροδο των χρόνων είναι ότι μου παρέπεμπαν όλες τις πολύπλοκες περιπτώσεις, διότι εγώ εστίαζα από την αρχή στην αντιμετώπιση της ψυχιατρικής διαταραχής, παράλληλα, με την αντιμετώπιση της εξάρτησης. Μέσα από αυτή τη θεραπευτική εμπειρία ανέπτυξα ουσιαστικά την ερευνητική κατεύθυνση εστιάζοντας ιδιαίτερα στις συνδυαστικές προσπάθειες για ψυχιατρικές και εξαρτητικές διαταραχές.
E: Υπάρχει κάτι που σας εντυπωσίασε, κάτι σημαντικό που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Από την εμπειρία σας όλα αυτά τα χρόνια;
SB: Κάτι που έχω μάθει είναι ότι είναι σημαντικό να κοιτάς τις προσπάθειες που έκαναν άλλοι άνθρωποι. Υπάρχει πολύς χώρος για εμπειρικές γνώσεις στην επιστήμη και τις θεραπευτικές υπηρεσίες. Συχνά ως νέοι ερευνητές πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε το σωστό τρόπο για να γίνουν τα πράγματα. Ως νέοι θεραπευτές γνωρίζουμε πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Υπάρχουν όμως τόσα πολλά που μπορεί κανείς να μάθει από τους έμπειρους ερευνητές και θεραπευτές. Μελετώντας τα επιστημονικά και θεραπευτικά τους ευρήματα θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε πλήρως την πολυπλοκότητα αυτών των προβλημάτων, την αιτιολογία και τις διαφορετικές θεραπευτικές στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι παλαιότεροι ερευνητές και θεραπευτές κατανοούν ότι υπάρχουν νέα ευρήματα που μας βοηθούν να προάγουμε την επιστήμη των εξαρτήσεων, αλλά στην πραγματικότητα για να το καταφέρουμε αυτό στηριζόμαστε στις «πλάτες» και στα ευρήματα των ερευνών και της θεραπευτικής δουλειάς που έχει προηγηθεί.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μου αρέσει που δουλεύω σε πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο. Είναι μια τόσο ζωντανή κοινότητα, όπου υπάρχουν πάντα τόσα πράγματα να μάθεις, οι άνθρωποι μελετούν ενδιαφέροντα και σημαντικά πράγματα για την εξάρτηση. Ποτέ δεν έχει υπάρξει στιγμή να πω «τώρα τα ξέρω όλα».
E: Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν νομίζω περιορισμοί για τις διαφημίσεις αλκοόλ. Πιστεύετε ή έχετε παρατηρήσει μέσω μελετών, εάν και με ποιο τρόπο επηρεάζουν τους ανθρώπους;
SB: Είναι πιο γενική η ερώτηση αυτή, αλλά είναι καλή ερώτηση και πολύ ενδιαφέρουσα. Ιστορικά, υπήρξαν περιορισμοί για τη διαφήμιση του αλκοόλ και των τσιγάρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περιορισμοί στις διαφημίσεις για το αλκοόλ αρχικά αφορούσαν τα «βαριά ποτά», ενώ επιτρέπονταν οι διαφημίσεις μπύρας και κρασιού. Στο σινεμά και στην τηλεόραση οι ηθοποιοί δεν εμφανίζονταν να πίνουν ποτά, αλλά απλά να τα κρατούν. Ωστόσο, οι νόμοι για τα τσιγάρα είναι διαφορετικοί,. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαφημίσεις τσιγάρων εξ’ολοκλήρου. Λόγω αυτών των αλλαγών στη νομοθεσία, μπορέσαμε να εξετάσουμε τις επιδράσεις που είχαν πραγματικά στους τρόπους χρήσης. Όσον αφορά τη χρήση καπνού, ήταν σαφές ότι μετά την εφαρμογή της απαγόρευσης των διαφημίσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μειώθηκαν τα ποσοστά χρήσης τόσο για τους ενήλικες όσο και για τους εφήβους οι οποίοι κάπνιζαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα άτομα που παρακολουθούν προγράμματα για τη διακοπή του καπνίσματος έχουν άλλους παράγοντες στη ζωή τους, οι οποίοι τους δυσκολεύουν να σταματήσουν το κάπνισμα. Αυτό σημαίνει ότι καπνίζει μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού και οι άνθρωποι που έρχονται για θεραπεία για το κάπνισμα εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα ψυχιατρικής συννοσηρότητας. Είδαμε λοιπόν ότι οι νόμοι επηρέασαν σαφώς τα ποσοστά του καπνίσματος. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν δεδομένα τα οποία τονίζουν κάποιες από τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος και φαίνεται επίσης να οδηγούν σε μείωση του ποσοστού έναρξης του καπνίσματος, λόγω και του υψηλού κόστους για τη φροντίδα της υγείας σε προβλήματα που σχετίζονται με το κάπνισμα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιούνται προγράμματα πρόληψης από το δημοτικό έως και το λύκειο.
Είναι πιο εύκολο να παρατηρήσουμε τις επιδράσεις που υπήρχαν για το κάπνισμα από ό,τι για το αλκοόλ καθώς οι διαφημίσεις τσιγάρων απαγορεύθηκαν εντελώς από την τηλεόραση, ενώ για το αλκοόλ το μήνυμα δεν είναι ξεκάθαρο, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν διαφημίσεις για τη μπύρα και το κρασί. Οι διαφημίσεις μπύρας από την ποτοβιομηχανία είναι ασυζητητί οι καλύτερες και οι πιο έξυπνες διαφημίσεις που κυκλοφόρησαν ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η έρευνα αγοράς και η προώθηση των προϊόντων είναι εξαιρετικά. Εάν κάποιος θέλει μια ωραία διαφήμιση για κάτι, το καλύτερο θα ήταν να απευθυνθεί σε κάποιον, ο οποίος σχεδιάζει διαφημίσεις για τη βιομηχανία ποτών και να του ζητήσει να δουλέψει για αυτόν.
E: Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα.
SB: Ναι, συνήθως είναι οι πιο σύγχρονες. Οι ποτοβιομηχανίες εξετάζουν θέματα κοινωνιολογίας, γνωρίζουν τους κανόνες επικοινωνίας, αναλύουν την ψυχολογία, κάνουν μάρκετινγκ, χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη στις διαφημίσεις για το αλκοόλ, το κάθε καρέ σχεδιάζεται με στόχο το συγκεκριμένο πληθυσμό και βάσει του μηνύματος που θέλουν να περάσουν στο θεατή, είναι πολύ αποτελεσματικές.
E: Και τώρα μερικές πιο προσωπικές ερωτήσεις. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε και η οικογένειά σας, πώς επηρέασαν τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές σας επιλογές;
SB: Πολύ καλή αυτή η ερώτηση. Μεγάλωσα σε μια πολύ μικρή κοινότητα στις κεντρικές, δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ήμουν βρέφος οι γονείς μου ήταν αγρότες. Πήγα Δημοτικό και Γυμνάσιο σε μια μικρή κοινότητα. Μόνο όταν έφυγα για το μεταπτυχιακό μου μετακόμισα σε μεγάλη πόλη. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να είναι αυτάρκεις και με μεγάλωσαν με βαθιές θρησκευτικές αρχές, ήταν καθολικοί. Μέσα από αυτά λοιπόν προήλθε και ο στόχος και η δέσμευσή μου να κάνω πράγματα για να βοηθώ τους άλλους. Νομίζω ότι στην ανατροφή που είχα μπορεί να αποδοθεί η επιλογή μου να ασχοληθώ με την κλινική ψυχολογία και το ενδιαφέρον μου να γίνω θεραπεύτρια με στόχο να βοηθάω τους άλλους. Ομοίως και οι έρευνές μου εστιάζουν, ιδιαίτερα, σε κλινικά θέματα. Θεωρώ ότι βελτιώνοντας τη θεραπεία που παρέχουμε μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερο τους ανθρώπους, κατανοωντας περισσότερο τις επιδράσεις του αλκοόλ και του καπνού στους εφήβους ίσως βρούμε νέους τρόπους να προλάβουμε την εξάρτηση καθώς και άλλα προβλήματα. Πιστεύω λοιπόν ότι γενικότερα το επίκεντρο που έχει η καριέρα μου, τόσο της έρευνας σε θεραπευτικά ζητήματα όσο και της παροχής θεραπευτικής βοήθειας προέρχονται, κυρίως, από την εκπαίδευση και τις αξίες της οικογένειάς μου. Η οικογένεια αποτελεί τον πυρήνα του ποιοι είμαστε στη ζωή μας.
E: Ποιοι είναι οι άνθρωποι που θεωρείτε ότι είναι οι δάσκαλοι, οι μέντορές σας στη δουλειά αλλά και στη ζωή σας;
SB: Νομίζω ότι είναι σχετικά εύκολο να αναφέρω κάποιους ανθρώπους από την εκπαίδευσή μου ως ψυχολόγος, οι οποίοι αποτέλεσαν πολύτιμους καθοδηγητές για μένα. Είναι αρκετοί οι άνθρωποι αυτοί, και κάποιους τους έχω ήδη αναφέρει. Ο Dr Mark Goldman αποτέλεσε μέντορα και σύμβουλό μου στη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών και εστίασε το ενδιαφέρον μου στο χώρο των εξαρτήσεων από ερευνητικής πλευράς. Υπήρξε επίσης ο Dr John Teahan, ο οποίος δεν ζει πλέον και ήταν ο μέντοράς μου στο θεραπευτικό κομμάτι. Οι ιδέες του αφορούσαν την ικανότητα που έχουν τα άτομα να αλλάξουν πράγματα στη ζωή τους, καθώς και ότι η βοήθεια που τους παρέχεται θα πρέπει να σχετίζεται με το φυσικό τους περιβάλλον κι όχι να τα απομακρύνει από αυτό, για να τους προσφέρει θεραπεία. Όλες αυτές οι απόψεις λοιπόν με επηρέασαν πολύ. Άρα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στην κλινική ψυχολογία, αυτοί ήταν οι κυριότεροι άνθρωποι που με επηρέασαν.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου ήρθα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο, χάρη στις προσπάθειες ενός ανθρώπου με το όνομα Dr Nelson Butters. Ο Nelson ήταν ένας παγκοσμίου φήμης νευροψυχολόγος. Χάρη στον Nelson άρχισα να ενδιαφέρομαι για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Είχα εκπαιδευτεί σε θέματα νευροψυχολογίας στο μεταπτυχιακό μου, αλλά η επιστήμη αυτή ήταν ο σκοπός της ζωής του Nelson. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η διαρκής ενασχόλησή του με τον εγκέφαλο και τη λειτουργία του ήταν που με έσπρωξε προς αυτή την κατεύθυνση. Στη μακροχρόνια έρευνα που έκανα άρχισα να προσέχω και την ανάπτυξη του εγκεφάλου εκτός από την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη. Και αυτό το ενδιαφέρον διατηρείται στις έρευνές μου μέχρι σήμερα. Θα ήθελα να αναφέρω την επίδραση του Dr Marc Schuckit στην κατανόηση του ρόλου της γενετικής για την ανάπτυξη της εξάρτησης από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Marc στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο, για πολλά χρόνια. Σήμερα, οι έρευνές μου έχουν αλλάξει, καθώς τώρα συμπεριλαμβάνω και γενετικούς παράγοντες που αφορούν την εξάρτηση. Νομίζω ότι και οι δικές του έρευνες έχουν εξελιχθεί, γιατί έχει εντάξει και παράγοντες που αφορούν τη συμπεριφορά και τη μάθηση από γενετικής πλευράς. Αυτοί λοιπόν ήταν κάποιοι από τους σημαντικότερους μέντορες στη ζωή μου που εκτιμώ ότι έχουν επηρεάσει την επαγγελματική μου ζωή.
E: Έχετε κάνει προσωπική θεραπεία στο πλαίσιο της εκπαίδευσής σας;
SB: Νομίζω ότι η ψυχοθεραπεία στις Ηνωμένες Πολιτείες γίνεται αντιληπτή κάπως διαφορετικά από ό,τι στην Ευρώπη, ή στην Ελλάδα, ή σε άλλα μέρη του κόσμου. Δεν πάνε υποχρεωτικά για θεραπεία όλοι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι. Ωστόσο, για την ψυχανάλυση είναι πολύ συνηθισμένο να έχουν σχετική εμπειρία, προσωπικής ανάλυσης. Αυτό δεν αποτελούσε σημαντικό ή βασικό μέρος της εκπαίδευσής μας. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου η ψυχανάλυση ή η ψυχοθεραπεία εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό μέρος της διαδικασίας απόκτησης πτυχίου και έναρξης της επαγγελματικής σου καριέρας.
E: Δεν είναι λοιπόν υποχρεωτικό να κάνουν ατομική ψυχοθεραπεία, ωστόσο κάποιοι κλινικοί το κάνουν.
SB: Παλιά αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό όμως συνέβαινε παλαιότερα, τώρα όμως δεν αποτελεί υποχρεωτικό μέρος της εκπαίδευσης. Υπάρχουν ορισμένα προγράμματα με ψυχαναλυτική κατεύθυνση που διατηρούν αυτό το κομμάτι υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όμως στα περισσότερα προγράμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απαραίτητο.
E: Ποιες δεξιότητές σας, σάς βοήθησαν να γίνεται αυτό που είστε σήμερα;
SB: Νομίζω ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση που μου κάνατε. Είναι κάπως δύσκολο να αποφασίσω. Σίγουρα χρειάζονται ερευνητικές δεξιότητες και βασικές κλινικές δεξιότητες οι οποίες ήταν σημαντικές. Υποθέτω όμως ότι, εάν έπρεπε να διαλέξω ένα πράγμα που πραγματικά έκανε διαφορά και με βοήθησε να μετακινηθώ από το πεδίο της έρευνας στην κοινότητα, θα έλεγα ότι είναι η ανάπτυξη δεξιοτήτων επικοινωνίας. Συχνά, δεν είναι εύκολο για τους ερευνητές να εκφράσουν τις πολύπλοκες ιδέες ή τα πολύπλοκα ευρήματα με όρους κατανοητούς για τον πολύ κόσμο. Υπάρχει η τάση να χρησιμοποιούμε εξειδικευμένη γλώσσα προσεγγίζοντας το επιστημονικό υλικό, έτσι συχνά απαιτείται περισσότερος χρόνος για αυτές τις ιδέες ή τα ευρήματα να διαδοθούν στο κοινό και να το επηρεάσουν, εάν δεν εκφραστούν με τρόπο πιο κατανοητό για τον κόσμο. Εάν λοιπόν υπάρχει ένα πράγμα που προσπάθησα να αναπτύξω ως επαγγελματίας, το οποίο βοήθησε τη μεταφορά της έρευνας σε πράξη, είναι να απλοποιήσω το λόγο μου.
E: Ποιες είναι οι πιο χρήσιμες αρετές για έναν θεραπευτή; Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι σημαντικότερες;
SB: Όσον αφορά τους θεραπευτές, χωρίς ενσυναίσθηση η θεραπευτική διεργασία γίνεται πολύ πιο δύσκολη. Εάν έπρεπε να εντοπίσω ένα βασικό κριτήριο για έναν καλό θεραπευτή, αυτό θα ήταν να έχει ανεπτυγμένες δεξιότητες ενσυναίσθησης, οι οποίες αποτελούν τον βασικό πυρήνα του ποιος είναι. Θεωρώ λοιπόν ότι η ενσυναίσθηση είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό.
Νομίζω ότι κάτι που δεν αναφέρεται συχνά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης των θεραπευτών είναι η σημασία ενός μυαλού με ανησυχίες, με ενδιαφέρον, νοιάξιμο για τους ανθρώπους. Το να είναι κάποιος καλός θεραπευτής δεν σημαίνει απλά να κατανοεί τους άλλους ανθρώπους, πώς σκέφτονται ή πώς νιώθουν, αλλά να ενδιαφέρεται ειλικρινά για τους άλλους. Η περιέργεια βοηθά το θεραπευτή να αναζητήσει τον εσωτερικό του κόσμο και το εξωτερικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Πιστεύω λοιπόν, ότι αυτό θα ήταν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο προσωπικό χαρακτηριστικό για ένα θεραπευτή, κάτι που θα βοηθούσε στη θεραπεία.
E: Συμφωνώ μαζί σας, τέλος τι θα συμβουλεύατε ένα νεαρό θεραπευτή ή ερευνητή;
SB: Απλώς ένα πράγμα. Νομίζω πως η μάθηση δεν ολοκληρώνεται ποτέ, πρόκειται για μια διά βίου διαδικασία. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το εάν είσαι θεραπευτή ή ερευνητής. Πάντοτε υπάρχουν καινούργια επιστημονικά ευρήματα που περιμένουν να ανακαλυφθούν, τεχνικές να δημιουργηθούν ή να εξελιχθούν. Εάν δεν υπάρχει αυτή η αναζήτηση για γνώση, θα χαθούν πολλές ευκαιρίες για μάθηση καθώς και τρόποι που μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερο τους θεραπευόμενους ή που μπορεί να επηρεάσουν τις έρευνες και να απαντήσουν σε νέα ερωτήματα. Η δια βίου μάθηση υιοθετεί ερωτήματα τα οποία διευκολύνουν τα επόμενα βήματα στην εξέλιξη της επιστήμης. Έτσι πιστεύω ότι η διαρκής αναζήτηση αυτών των ερωτημάτων και θεμάτων, τα οποία έχουν εγγενές ενδιαφέρον βοηθά στη διατήρηση μιας καριέρας στην έρευνα ή τη θεραπεία.
E: Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας.
SB: Εγώ σας ευχαριστώ, οι ερωτήσεις σας ήταν πολύ ενδιαφέρουσες τίποτα από αυτά που περίμενα να ακούσω. Χάρηκα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για αυτά τα επαγγελματικά και προσωπικά μου ενδιαφέροντα.