Συμμόρφωση, αντίσταση και αλλαγή σε θεραπευτικές ομάδες για την απεξάρτηση

 

Ελευθερία Κοκκίνη[1] & Χαράλαμπος Πουλόπουλος[2]

DOI: https://doi.org/10.57160/TMWH1322

Περίληψη

Η παρούσα ποιοτική έρευνα μελετά τις βασικές διεργασίες στις θεραπευτικές ομάδες για την απεξάρτηση, όπως είναι η αντίσταση, η συμμόρφωση και η αλλαγή, αξιοποιώντας τις απόψεις και τις αντιλήψεις θεραπευόμενων μελών, γονέων, καθώς και προσωπικού στο Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ). Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ομαδικά εστιασμένης συνέντευξης (focus group interview), ενώ για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση περιεχομένου (content analysis). Πραγματοποιήθηκαν τέσσερις (4) ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις στις οποίες συμμετείχαν είκοσι οκτώ (28) άτομα.

Διαπιστώθηκε ότι οι έννοιες της συμμόρφωσης και της αντίστασης συνδέονται άμεσα προκειμένου να επιτευχθεί η προσωπική αλλαγή και αναδεικνύονται ως προστάδια της αλλαγής. Η συμμόρφωση θεωρείται ως υποχρέωση στο πλαίσιο της ομάδας για την επιτυχή έκβαση της θεραπευτικής διαδικασίας, η αντίσταση μειώνεται σταδιακά και η συνεισφορά των υπόλοιπων μελών θεωρείται σημαντική τόσο για τη μείωση της αντίστασης όσο και για τη συμμόρφωση στη θεραπευτική διαδικασία. Τέλος, φάνηκε ότι υφίσταται συγκεκριμένη χρονική ακολουθία ως προς την εμφάνιση των εννοιών στην πορεία της θεραπείας. Αρχικά εκδηλώνεται αντίσταση, ακολουθεί η συμμόρφωση και τελικά επιτυγχάνεται η αλλαγή, με εμφανείς διαφοροποιήσεις στις στάσεις, τις συμπεριφορές και τους τρόπους επεξεργασίας των προβλημάτων των συμμετεχόντων στις θεραπευτικές ομάδες.

Λέξεις κλειδιά: Ομαδική θεραπεία, Απεξάρτηση, Συμμόρφωση, Αντίσταση, Αλλαγή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η θεωρία και πρακτική για τις ομάδες αποτελεί το σημείο συνάντησης μεταξύ της ψυχανάλυσης, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας (Μαρούδα-Χατζούλη, 2014) αλλά και της κοινωνικής εργασίας. Οι θεραπευτικές ομάδες απαρτίζονται συνήθως από μέλη με σοβαρές συναισθηματικές, συμπεριφορικές και διαπροσωπικές δυσκολίες και έχουν στόχο να τα βοηθήσουν να ανακαλύψουν τα προβλήματά τους και να αναπτύξουν στρατηγικές για την επίλυσή τους (Zastrow, 2008). Σε μία θεραπευτική ομάδα συνυπάρχουν ατομικές δυναμικές, διαπροσωπικές δυναμικές και η ομάδα ως συνολική δυναμική, καθώς και διάφορες άλλες μεταβλητές, όπως το επίπεδο της ομαδικής ανάπτυξης, η δύναμη του Εγώ των μελών και ατομικές και ομαδικές αντιστάσεις, που επηρεάζουν το είδος της παρέμβασης που θα ακολουθηθεί (AGPA, 2007). Κατά τη διάρκεια της θεραπείας κάθε μέλος προβάλλει τη δική του ιστορία χρησιμοποιώντας διαφορετικές μορφές έκφρασης όπως οι ιστορίες, τα όνειρα, οι συμπεριφορές, ενώ κάθε του παρέμβαση συνδέεται με την εξελισσόμενη δραστηριότητα της ομάδας αλλά και με τις προηγούμενες παρεμβάσεις του (Neri, 1998).

Μέσα από τη βιβλιογραφία φαίνεται ότι για την απεξάρτηση -που είναι και το πεδίο από το οποίο αντλεί τα δεδομένα η παρούσα έρευνα- οι ομάδες αποτελούν ένα από τα κύρια εργαλεία στη θεραπευτική διαδικασία και το κυριότερο όσον αφορά τις θεραπευτικές κοινότητες, στις οποίες στράφηκαν οι ελπίδες για την αντιμετώπιση της εξάρτησης ψυχοτρόπους ουσίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκτός από τις θεραπευτικές ομάδες, και οι υπόλοιπες δραστηριότητες της θεραπευτικής κοινότητας σχεδιάζονται για να παράγουν θεραπευτική και εκπαιδευτική αλλαγή στους συμμετέχοντες (De Leon, 1997) και να τους προετοιμάσουν για έναν τρόπο ζωής χωρίς τη χρήση ουσιών. Σύμφωνα με τη Μάτσα (2007, σ. 148), «η πιο θεμελιακή θεραπευτική πράξη είναι η ένταξη του εξαρτημένου σε μια ψυχοθεραπευτική ομάδα», καθώς εκεί δημιουργούνται οι προϋποθέσεις λειτουργίας του ατόμου στο πλαίσιο μιας προστατευτικής μικρο-κοινωνίας, η οποία από τη μία ενδυναμώνει τη διάθεσή του για απεξάρτηση και από την άλλη ενισχύει τις δυνατότητές του για επικοινωνία (Γεωργάκας, 2007).

Οι βασικές θεραπευτικές ομάδες που αξιοποιούνται στις θεραπευτικές κοινότητες με στόχο τη διαπροσωπική και ενδοπροσωπική μάθηση είναι: Οι ομάδες αντιπαράθεσης ή συνάντησης (encounter groups), οι ομάδες ομότιμων (peer groups), οι ομάδες κοινωνικών δεξιοτήτων, οι μαραθώνιοι και οι συναντήσεις κοινότητας (community meetings). Οι ομαδικές θεραπευτικές δραστηριότητες λειτουργούν συμπληρωματικά αλλά και ανεξάρτητα, έχοντας ως απώτερο στόχο την ψυχική απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη.

Η ομαδική θεραπεία επεκτείνεται ορισμένες φορές σε εκτεταμένες συνεδρίες και εστιάζεται σε τρέχοντα καθημερινά θέματα ή και σε βαθύτερα συναισθηματικά προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στα πρώιμα παιδικά χρόνια των συμμετεχόντων. Ωστόσο, στα encounter groups που αποτελούν το κύριο θεραπευτικό εργαλείο των θεραπευτικών κοινοτήτων απεξάρτησης, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο «εδώ και τώρα». Με τη λέξη encounter εννοείται η συνάντηση με ένα άλλο πρόσωπο και η συναισθηματική αλληλεπίδραση μαζί του, μέσω της οποίας είναι πιθανό να μάθει το άτομο πράγματα για τον εαυτό του. Η καταβολή αυτού του τύπου ομάδων αποδίδεται στον Carl Rogers (1970), ο οποίος έγραψε το σχετικό βιβλίο και έδειξε ότι, η κριτική και οι συναισθηματικές αντιδράσεις των μελών μίας ομάδας απέναντι στη συμπεριφορά ενός ατόμου θεωρούνταν από τους συμμετέχοντες στην ομάδα ως φροντίδα και νοιάξιμο. Οι βασικές, ωστόσο, παραδοχές διατυπώθηκαν στην πρώτη θεραπευτική κοινότητα Synanon, που ιδρύθηκε το 1958 στην Καλιφόρνια και όπου οι αντιπαραθετικές ομάδες ονομάστηκαν “Synanon games” (Yablonsky, 1965). Ουσιαστικά τα encounter groups αποτελούν μια εντατική μορφή ομαδικής ψυχοθεραπείας στη διάρκεια της οποίας τα μέλη ενθαρρύνονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, όπως φόβος, θυμός, πόνος κ.ά., με απώτερο στόχο να μάθουν να εκφράζουν και θετικά συναισθήματα, όπως ευχαρίστηση και αγάπη. Η ισοτιμία αποτελεί βασικό στοιχείο αυτού του τύπου ομάδων και η κύρια εστίασή τους είναι η προσωπική ανάπτυξη (Kooyman, 1992). Τα encounter groups εστιάζουν σε προσωπικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, έχουν ως στόχο την αναγνώριση και τροποποίηση αυτοκαταστροφικών μορφών σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς, μέσω της αυτο-αποκάλυψης και της άμεσης διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης (Sacks et al., 1997).

Ένας διαφορετικός τύπος ομαδικής θεραπευτικής δραστηριότητας είναι η ομάδα ομότιμων, που αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τη φάση εξέλιξης των μελών στη θεραπεία και απαρτίζεται από μέλη που έχουν τον ίδιο περίπου χρόνο παραμονής και αντιμετωπίζουν κοινές δυσκολίες και προβλήματα κατά τη θεραπεία τους. Σε αυτού του είδους τις ομάδες επικρατεί θετικό κλίμα που χαρακτηρίζεται από αλληλοϋποστήριξη, συνεργασία και συντροφικότητα, σε αντίθεση με την ομάδα αντιπαράθεσης στην οποία κυριαρχεί η συναισθηματική ένταση (Πουλόπουλος, 2011). Μέσα από την αξιοποίηση των ομοτίμων, στόχος είναι η ανάπτυξη συναισθημάτων αυτο-επιβεβαίωσης, αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης με την παράλληλη αξιολόγηση των αλλαγών που έχει επιτύχει το άτομο ή τη συνολική του βελτίωση (Γεωργάκας, 2007).

Γενικά στις θεραπευτικές κοινότητες για εξαρτημένους από ψυχοτρόπους ουσίες, στο πλαίσιο της ομαδικής θεραπείας εφαρμόζονται οι αρχές των ομάδων αυτοβοήθειας, στις οποίες παρέχεται συναισθηματική στήριξη, συμβουλευτική και κινητοποίηση για την ενίσχυση κάθε ατόμου στην προσπάθεια αλλαγής, όχι μόνο από ειδικούς αλλά, κυρίως, από άτομα που βίωσαν παρόμοιες καταστάσεις. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται και στις ομάδες γονέων και συγγενών που συμμετέχουν στις θεραπευτικές διαδικασίες. Οι ομάδες αυτές επιτυγχάνουν μεγάλο βαθμό συνοχής και διαμορφώνουν ένα κλίμα το οποίο επιτρέπει στα μέλη τους να πάρουν το «ρίσκο» να εκφράσουν προσωπικές τραυματικές εμπειρίες και βαθύτερα συναισθήματα τα οποία σχετίζονται με το πρόβλημα της εξάρτησης.

Στους γενικότερους στόχους των ομάδων περιλαμβάνονται η διερεύνηση των διαπροσωπικών σχέσεων, η επεξεργασία των ρόλων μέσα στην ομάδα, η επεξεργασία των συγκρούσεων, η αναζήτηση λύσεων μέσα από συζήτηση, η ανοιχτή και ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, η κατάκτηση των ορίων, η διαμόρφωση νέων στάσεων και συμπεριφορών. Η ένταξη λοιπόν του ατόμου σε ένα δομημένο θεραπευτικό πλαίσιο αποσκοπεί όχι μόνο στη διακοπή της χρήσης των ουσιών αλλά και στην ανασυγκρότηση της προσωπικότητας και της ύπαρξής του (Μάτσα, 2007). Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η εμπλοκή της οικογένειας στη θεραπευτική διαδικασία, καθώς με τη συμμετοχή της «το σύστημα μπορεί να αλλάξει και να βοηθήσει το εξαρτημένο μέλος να ξεπεράσει την εξάρτησή του, αντί να χρησιμεύει ως μια δύναμη που το συντηρεί» (Deusen et al., 2009, σ. 66). Ορισμένες από τις μεθόδους που αναπτύχθηκαν στις θεραπευτικές κοινότητες διαμορφώθηκαν και εφαρμόζονται και στον χώρο της ψυχικής υγείας, της κοινωνικής φροντίδας, της εκπαίδευσης αλλά και των επιχειρήσεων, με στόχους την επίλυση συγκρούσεων, την αυτογνωσία και την προσωπική εξέλιξη.

Η παρούσα έρευνα μελέτησε φαινόμενα που εμφανίζονται στην ομάδα, όπως η αντίσταση, η συμμόρφωση και η αλλαγή. Η αντίσταση, αν και δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός της, είναι γεγονός ότι «θεωρείται πανταχού παρούσα στη θεραπεία, με καθοριστική επίδραση στη θεραπευτική διαδικασία και το θεραπευτικό αποτέλεσμα», ενώ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην αλλαγή (Σταλίκας, 2013, σ. 13). Σύμφωνα με τη μελέτη του Rosenthal (1993, σ. 3), για τον Dr William Menninger η αντίσταση ορίζεται ως «η τάση των δυνάμεων μέσα στο άτομο που αντιτίθενται στη διαδικασία της βελτιωτικής αλλαγής», ενώ ο Freud αναφέρει πως «κάθε βήμα της θεραπείας συνοδεύεται από αντίσταση. Κάθε σκέψη, κάθε ψυχική πράξη του ασθενή πρέπει να πληρώσει διόδια στην αντίσταση και αντιπροσωπεύει έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις που προτρέπουν προς τη θεραπεία και σε εκείνες που συγκεντρώνονται εναντίον της».

Η αντίσταση μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα είδη θεραπείας και μπορεί να είναι συνειδητή ή ασυνείδητη. Μπορεί να αφορά το τραυματικό παρελθόν του θεραπευόμενου, που δεν θέλει να το ανακαλέσει στη μνήμη του, ή και την ίδια τη θεραπευτική διαδικασία (Μάτσα, 2008). Αναφέρεται σε ό,τι παρεμποδίζει την ικανότητα του ασθενή σε επίπεδο συμπεριφοράς, στον τρόπο που σκέφτεται, στις συναισθηματικές αντιδράσεις και στο διαπροσωπικό του στυλ, από το να αξιοποιήσει τη θεραπεία και να αποκτήσει την επάρκεια να χειρίζεται προβλήματα έξω και μετά το πέρας αυτής (Leahy, 2011). Λειτουργεί δηλαδή ως μια ασυνείδητη στρατηγική που έχει στόχο να εμποδίσει το απειλητικό υλικό από το να κατακλύσει το άτομο, διώχνει με λίγα λόγια από το συνειδητό ιδέες ή συναισθήματα που προκαλούν δυσαρέσκεια και πόνο (Γιωτσίδη, 2013). Ανάλογα με τη θεραπεία, η αντίσταση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, όπως υπερβολική επικέντρωση ή υποτίμησή των συναισθημάτων, υπερβολική ή περιορισμένη αναφορά στο παρελθόν, «κρύψιμο», απόσυρση (Leahy, 2011), σιωπή, υπερβολική ομιλητικότητα, άρνηση για συμμετοχή στη θεραπευτική διαδικασία ή την καθυστερημένη προσέλευση σε αυτήν (Μάτσα, 2008).

 Οι αντιστάσεις στην ομάδα, όπως τις παραθέτει ο Berger και όπως τις καταγράφει ο Rosenthal (1993), είναι: οι σιωπές, οι απουσίες, η αργοπορία, οι συζητήσεις των γεγονότων έξω από την ομάδα (“tea party” discussions), η μη καταβολή των αμοιβών (όπου απαιτείται και έχει συμφωνηθεί) από ένα μεγάλο τμήμα της ομάδας, η μείωση της δια-δραστικότητας και η συμμετοχή σε όνειρα και φαντασιώσεις. Παράλληλα, ο Rosenthal (1993) αναφέρει ότι ο Slavson κάνει έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις αντιστάσεις που είναι κοινές στην ατομική και στην ομαδική θεραπεία και σε εκείνες που εμφανίζονται μόνο στην ομαδική θεραπεία. Στις κοινές συμπεριλαμβάνει τις απουσίες, την αργοπορία, το να μιλάνε τα μέλη για κάτι άσχετο, την απόσπαση της προσοχής, τη σιωπή, την παθητικότητα κ.ά. Ιδιαίτερα για τις ομάδες αναφέρει ότι προσφέρουν την ευκαιρία να «κρυφτεί» κάποιος ως προς τη συμμετοχή του, κάτι που δεν είναι δυνατόν στην ατομική θεραπεία. Ομοιότητα υπάρχει και ως προς τη βασική επιδίωξη της αντίστασης, που είναι η διατήρηση του status quo. Και σε επίπεδο ομάδας, δηλαδή, η αντίσταση ενεργοποιείται, προκειμένου να διατηρηθούν σταθερά τα όρια της ομάδας και να διασφαλιστεί η δομή της.

Μια διαφορετική άποψη για την αντίσταση είναι αυτή του De Shazer (1984), που υποστηρίζει ότι, αφενός, πρόκειται για μια έννοια που εγκλωβίζει τον θεραπευτή σε έναν αγώνα τον οποίο πρέπει να νικήσει, προκειμένου να θεωρηθεί επιτυχής η θεραπεία, και, αφετέρου ότι έχει αναπτυχθεί ως μια ερμηνεία που εξηγεί πώς τα πράγματα παραμένουν ίδια και δεν αλλάζουν. Ο ίδιος πιστεύει ότι η καλύτερη λύση είναι η συνεργασία και ότι είναι στο χέρι του θεραπευτή να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα συνεργαστεί με τον θεραπευόμενο. Η στάση του θεραπευτή πρέπει να επικεντρώνεται όχι στο αν θα συμβεί η αλλαγή, αλλά στο πότε, πού ή τι είδους αλλαγή θα συμβεί. Η κυρίαρχη έννοια της αντίστασης, υποστηρίζει ο De Shazer, υποδηλώνει ότι η αλλαγή δεν είναι αναπόφευκτη και παγιδεύει τον θεραπευτή ανάμεσα στην αλλαγή και τη μη αλλαγή. Αντίθετα, ο ίδιος θεωρεί ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Η δε αντίσταση δεν θα πρέπει να θεωρείται εμπόδιο, αλλά παράγωγο της αλληλεπίδρασης θεραπευτή-θεραπευομένου, καθώς είναι στο χέρι του θεραπευτή να τη διαχειριστεί. Παρόμοια άποψη αναφέρει και ο Ναυρίδης (2005) παραφράζοντας τους Bandler και Grinder, ότι η αντίσταση μιας ομάδας είναι μια έμπρακτη δήλωση, όχι σχετικά με αυτό που κάνει η ίδια αλλά σχετικά με κάτι που κάνει ή έκανε ο θεραπευτής.

Είναι βέβαιο ότι η συμμετοχή σε μια ομάδα ασκεί κάποια επίδραση στα άτομα, αλλάζοντας κάποιες φορές τη συμπεριφορά τους (Morgan & Thomas, 2005) ή αναπτύσσοντας φαινόμενα συμμόρφωσης. Οι επιδράσεις που δέχεται ένα μέλος εκτείνονται σε όλες τις πτυχές του εαυτού του, από την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να προβληματίζεται και να συσχετίζει, έως την ικανότητα να εκφράζεται, να συνεργάζεται, να χαίρεται και να αγαπά (Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, 2009). Ως προς τη συμμόρφωση, οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για την επιρροή που ασκεί η ομάδα στα μέλη της ποικίλουν. Κάποιες ερμηνείες εστιάζουν στην ψυχολογία που ήδη έχουν τα άτομα πριν γίνουν μέλη της ομάδας και άλλες αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην ικανότητα του κοινωνικού και ομαδικού πλαισίου να μεταμορφώνει τα άτομα (Brown, 2005). Ο Sherif, όπως αναφέρεται από τους Hogg και Vaughan (2010), επηρεαζόμενος από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι χρειάζονται να είναι σίγουροι ότι αυτό που κάνουν ή νιώθουν είναι σωστό και κατάλληλο, υποστήριξε ότι χρησιμοποιούν τη συμπεριφορά των άλλων για να καθορίσουν το εύρος των δυνατών συμπεριφορών. Η κρίση μας δηλαδή, επηρεάζει και επηρεάζεται από την κρίση των άλλων μελών της ομάδας μας (Κοκκινάκη, 2006).

Οι απόψεις και οι συμπεριφορές των ατόμων αλλάζουν ως αποτέλεσμα των πιέσεων που δέχονται σε μια δεδομένη κοινωνική συγκυρία. Με τον όρο πίεση εννοούνται όχι μόνο τα μηνύματα που δέχονται αλλά και αυτό που νιώθουν τα άτομα, η αίσθηση, δηλαδή, ότι διαφέρουν σε κάτι από τα άλλα μέλη της ομάδας αναφοράς (Χρηστάκης, 2010). Συμμόρφωση μπορεί να υπάρξει και υπό τη μορφή ταύτισης των μελών με την ομάδα, ως ένα βασικό στοιχείο για την εξασφάλιση της ομαδικής συνοχής (Γιωτσίδη, 2013) ή ως προς την ίδια τη διαδικασία και τους κανονισμούς της ομάδας. Οπότε η συμμόρφωση είναι ως έναν βαθμό απαραίτητη, προκειμένου τα μέλη να λειτουργήσουν από κοινού για την επίτευξη των στόχων της ομάδας (Toseland & Rivas, 2005).

Τέλος, αναφορικά με την αλλαγή, μέσω της συμμετοχής σε ομαδική θεραπεία επιδιώκεται η προσωπική αλλαγή ως απόρροια της ανταλλαγής εμπειριών, της έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων, της ανάπτυξης δεξιοτήτων και της εκμάθησης διαφορετικών τρόπων αντιμετώπισης προβλημάτων και δυσκολιών (Γεωργάκας, 2007). Ένας τρόπος με τον οποίο προωθείται η αλλαγή είναι μέσω της ενθάρρυνσης για αναγνώριση και ενσωμάτωση πλευρών του εαυτού που βρισκόταν μέχρι πρότινος κρυμμένα και που, πλέον, η ομάδα επιτρέπει να εκφραστούν ελεύθερα (Yalom & Leszcz, 2006).

Σχετική έννοια με αυτή της αλλαγής είναι η έννοια της ετοιμότητας για αλλαγή. Οι Prochaska και DiClemente (1986) έχουν προτείνει ένα γνωσιο-συμπεριφορικό μοντέλο για την ετοιμότητα για αλλαγή, με τίτλο «Διαθεωρητικό Μοντέλο της Αλλαγής» το οποίο εφαρμόζεται στο πεδίο των εξαρτήσεων. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η ατομική διαδικασία αλλαγής περνάει από διάφορα στάδια που χαρακτηρίζουν τη δυναμική της ετοιμότητας για αλλαγή της συμπεριφοράς. Τα πέντε αυτά στάδια της αλλαγής είναι: α) το στάδιο της προπερίσκεψης, όπου το άτομο δεν έχει καμία διάθεση για αλλαγή και θεωρεί ότι δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, β) το στάδιο της περίσκεψης, κατά το οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται ότι έχει πρόβλημα αλλά δεν έχει πάρει ακόμη απόφαση να αλλάξει τη δυσλειτουργική συμπεριφορά του, γ) το στάδιο προετοιμασίας, όπου έχει αποφασίσει να δράσει για να αλλάξει την προβληματική συμπεριφορά, δ) το στάδιο δράσης, κατά το οποίο το άτομο εμπλέκεται ενεργητικά στη διαδικασία της αλλαγής αλλά ακόμη δεν έχει επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα και ε) το στάδιο της διατήρησης, που χαρακτηρίζεται από σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά και από προσπάθειες να αποτραπεί μία υποτροπή ή να διατηρηθεί η αποχή (Prochaska et al., 1992).

Σύμφωνα με έρευνες, άτομα που ανήκουν στο στάδιο της προπερίσκεψης τερματίζουν πρόωρα τη θεραπευτική διαδικασία, ενώ άτομα που ανήκουν στο στάδιο της προετοιμασίας ή της δράσης ολοκληρώνουν τη θεραπεία σε μεγαλύτερη συχνότητα (Smith et al., 1995). Επιπρόσθετα, ανάλογα με το στάδιο αλλαγής ποικίλλουν και οι προσδοκίες των ατόμων (Satterfield et al., 1995). Δηλαδή, άτομα που βρίσκονται στο στάδιο της προπερίσκεψης έχουν πολύ χαμηλότερες προσδοκίες ως προς τη θεραπευτική διαδικασία από ό,τι άτομα που ανήκουν σε επόμενα στάδια. Ωστόσο, οι αντιστάσεις ενυπάρχουν σε όλα τα στάδια της θεραπείας και η «σύμπλευση» μαζί τους δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούν ανοικτά.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Το πλαίσιο

Η ομαδική θεραπεία χρησιμοποιείται σε διάφορους φορείς ψυχικής υγείας. Στην παρούσα ποιοτική έρευνα αναδεικνύονται οι απόψεις και οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων για τις θεραπευτικές ομάδες που χρησιμοποιούνται στο ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων). Το ΚΕΘΕΑ είναι ο μεγαλύτερος οργανισμός για θέματα απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης στην Ελλάδα. Εφαρμόζει διάφορα προγράμματα που έχουν στόχο την αντιμετώπιση της εξάρτησης και των συνοδών προβλημάτων, μέσα από την παροχή συμβουλευτικής και θεραπείας απεξάρτησης αλλά και την παροχή προγραμμάτων εκπαίδευσης, επανένταξης, φροντίδας της υγείας κ.ά. Όλα τα προγράμματα που παρέχει είναι δωρεάν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν χορηγούνται υποκατάστατα ή φάρμακα. Στόχος είναι η πλήρης και σταθερή αποχή από τις ουσίες και η ισότιμη επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία. Προσφέρει επίσης συμβουλευτικές και θεραπευτικές υπηρεσίες προς τις οικογένειες των χρηστών, εφαρμόζει προγράμματα πρόληψης και αγωγής υγείας, ενώ απευθύνεται και σε όσους αντιμετωπίζουν πρόβλημα με άλλες μορφές εξάρτησης, όπως το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια και το διαδίκτυο. Η επιλογή του συγκεκριμένου οργανισμού βασίστηκε στο γεγονός ότι οι θεραπευτικές ομάδες αποτελούν ένα από τα κύρια εργαλεία της θεραπευτικής διαδικασίας που εφαρμόζει με στόχο την αλλαγή των ατόμων τα οποία αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξάρτησης και την υποστήριξη των οικογενειών τους.

Οι συμμετέχοντες

Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 28 άτομα, μέλη με τουλάχιστον έξι μήνες σε θεραπεία απεξάρτησης, γονείς μελών καθώς και προσωπικό. Συγκεκριμένα, η πρώτη ομάδα αποτελούνταν από μέλη σε επανένταξη και σε αυτή συμμετείχαν 5 άτομα, όλοι άντρες. Στη δεύτερη ομάδα συμμετείχαν 8 γονείς, 2 άντρες και 6 γυναίκες. Στην τρίτη ομάδα, αποτελούμενη από άτομα σε θεραπεία απεξάρτησης, συμμετείχαν 7 μέλη, 5 άντρες και 2 γυναίκες, ενώ στην τελευταία ομάδα, αυτή του προσωπικού, συμμετείχαν 8 άτομα, 4 άντρες και 4 γυναίκες διαφόρων ειδικοτήτων. Η επιλογή των συμμετεχόντων βασίστηκε στη γνώση του πληθυσμού, στα στοιχεία και στον σκοπό της μελέτης (Babbie, 2011), οπότε εφαρμόστηκε η σκόπιμη δειγματοληψία.

Οι συμμετέχοντες-μέλη έπρεπε να συμμετέχουν τουλάχιστον έξι μήνες σε θεραπευτικές ομάδες. Το κριτήριο της εξάμηνης συμμετοχής σε θεραπευτικές ομάδες εφαρμόστηκε, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες θα διαθέτουν επαρκή εμπειρία γύρω από τα μελετώμενα θέματα. Η περίοδος θεραπείας για τις ομάδες των μελών ήταν κατά μέσο όρο έντεκα μήνες.

Οι συμμετέχοντες-προσωπικό εξαιρέθηκαν από αυτό το κριτήριο, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η συμμετοχή τους σε προγράμματα εκπαίδευσης που περιλαμβάνουν την αξιοποίηση ομάδων, ώστε να διασφαλίζεται η γνώση και κυρίως η εμπειρία τους για τα υπό μελέτη ζητήματα. Δεν τέθηκε περιορισμός αναφορικά με τα έτη εργασίας της ομάδας του προσωπικού, προκειμένου το δείγμα να είναι ανομοιογενές και να αντιπροσωπεύει διάφορες απόψεις, τόσο από θεραπευτές που συμμετέχουν χρόνια σε ομάδες όσο και από θεραπευτές με μικρότερη εμπειρία.

Οι συμμετέχοντες-γονείς ήταν κατά μέσο όρο τρία χρόνια σε θεραπευτική διαδικασία. Επισημαίνεται όμως ότι στην ομάδα των γονέων υπήρχε ένα ζευγάρι που είχε το μικρότερο χρόνο συμμετοχής σε θεραπεία, συγκεκριμένα οκτώ μήνες. Η συμμετοχή του επηρέασε τη δυναμική της ομαδικά εστιασμένης συνέντευξης, καθώς ανταποκρίθηκαν σε μικρότερο βαθμό στις απαντήσεις, ενώ αρκετές φορές οι υπόλοιποι τους έδιναν συμβουλές ή περνούσαν μηνύματα για τη σημαντικότητα της θεραπείας.

Τα μεθοδολογικά εργαλεία

Στο πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη ως η πιο ενδεδειγμένη για τη μελέτη των ομάδων. Εφόσον η ομάδα αποτελεί έναν οικείο χώρο για τους συμμετέχοντες,  χρησιμοποιήθηκε αυτή η μέθοδος ποιοτικής έρευνας ώστε να τους βοηθήσει να εκφραστούν πιο εύκολα γύρω από τα ζητήματα της ομάδας. Μία βασική, άλλωστε, αρχή αυτής της τεχνικής είναι ότι «άτομα τα οποία μοιράζονται ένα παρόμοιο ή και ίδιο πρόβλημα νιώθουν πιο άνετα όταν μιλάνε μεταξύ τους γι’ αυτό το θέμα» (Πουλόπουλος & Τσιμπουκλή, 1995, σ. 159).

Το ερευνητικό σχέδιο

Διενεργήθηκαν τέσσερις ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις, δύο με απεξαρτημένα μέλη που συμμετέχουν σε διαφορετικές δομές, μία με γονείς και μία με προσωπικό (συντονιστές ομάδων) του ΚΕΘΕΑ. Και στις τέσσερις ομάδες ο άξονας των ερωτήσεων ήταν κοινός, καθώς αποτέλεσε επιδίωξη η συλλογή απόψεων από διαφορετικές ομάδες επί των ιδίων θεμάτων. Επιλέχθηκαν δέκα ανοιχτές ερωτήσεις με σκοπό να αναπτυχθεί διάλογος και να αποφευχθούν οι μονολεκτικές απαντήσεις. Αρχικά, τέθηκαν πιο γενικές ερωτήσεις και στη συνέχεια οι πιο ειδικές και πιο ευαίσθητες, με γνώμονα ότι, καθώς θα προχωρούσε η συνέντευξη, οι συμμετέχοντες θα ένιωθαν πιο άνετα να συζητήσουν τυχόν αρνητικές και ευαίσθητες πληροφορίες.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ο ερευνητής να λαμβάνει την έγγραφη συγκατάθεση όλων των συμμετεχόντων (Mason, 1996), όπως και έγινε στην παρούσα έρευνα. Οι συμμετέχοντες αρχικά ενημερώθηκαν για τον σκοπό και τους στόχους της έρευνας, για τη μεθοδολογία της, για την τήρηση της ανωνυμίας τους μέσω της χρήσης ψευδωνύμων, καθώς και για την πιθανότητα δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της έρευνας. Μετά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις, ζητήθηκε από όλους τους συμμετέχοντες να υπογράψουν το έντυπο συγκατάθεσης που είχε προετοιμαστεί. Όλοι οι συμμετέχοντες έδωσαν την άδεια τους για να καταγραφεί το σχετικό υλικό, δεν γνωρίζουμε όμως κατά πόσο η μαγνητοφώνηση επηρέασε τις απόψεις τους ή την έκφραση συναισθημάτων.

Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής όλων των ομαδικά εστιασμένων συνεντεύξεων μία βοηθός, κοινωνική λειτουργός, κρατούσε σημειώσεις σχετικά με τη δυναμική της ομάδας και τυχόν παρατηρήσεις επί της διαδικασίας, ενώ φρόντιζε και για τη διαδικασία μαγνητοφώνησης.

Διαδικασία

Όσο προχωρούσε η διαδικασία της συνέντευξης παρατηρήθηκε ότι αυξανόταν η συμμετοχή των μελών, ενώ προς το τέλος έδιναν πιο μακροσκελείς και ανοιχτές απαντήσεις συγκριτικά με την αρχή. Στην ομάδα των μελών υπήρχαν κάποια άτομα που συμμετείχαν ελάχιστα. Στη μία από τις δύο ομάδες των μελών κάποιοι συμμετέχοντες αποχώρησαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων (για παράδειγμα φροντίδα παιδιού ή δουλειά). Και οι δύο παραπάνω παράμετροι επηρέασαν σαφώς τη δυναμική των ομαδικά εστιασμένων συνεντεύξεων. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι τα μέλη και οι γονείς ήταν πολύ πιο ομιλητικοί σε σχέση με το προσωπικό και με διάθεση να μιλήσουν για πιο προσωπικά θέματα.

Το προσωπικό μιλούσε με πιο τεχνικούς όρους, ήταν πιο αποστασιοποιημένο από τη βιωματική εμπειρία, αναφέρονταν πιο συχνά στον ρόλο του θεραπευτή συγκριτικά με τις άλλες ομάδες και γενικότερα, υπήρχε μεγαλύτερη δυσκολία στην έκφραση προσωπικών εμπειριών. Τέλος, οι γονείς έδιναν μεγάλη βαρύτητα στον ρόλο τους και επικαλούνταν πολύ συχνά το γεγονός ότι η παρακολούθηση της θεραπευτικής διαδικασίας από τους ίδιους, παράλληλα με τη θεραπεία των παιδιών τους, ήταν πολύ σημαντική παράμετρος για την αλλαγή του οικογενειακού κλίματος και τη βελτίωση της σχέσης τους. Αναφέρονταν πάντα στη δική τους πραγματικότητα σε σχέση με το παιδί τους, ενώ παρατηρήθηκε και μία εξιδανίκευση του προγράμματος ως προς τα οφέλη που αποκόμισαν. Συχνά μάλιστα αντικαθιστούσαν τη λέξη ομάδα με τη λέξη πρόγραμμα, δίνοντας την αίσθηση ότι ήταν σαν να συμμετείχαν σε αξιολόγηση του προγράμματος τους.

Περιορισμοί της έρευνας

Ο ερευνητής έχει πρόσβαση μόνο στις ερμηνείες και στις αντιλήψεις που αποκαλύπτονται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (Mason, 1996). Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρούσα έρευνα, καθώς κάποιοι συμμετέχοντες, μετά το πέρας των συνεντεύξεων, ανέφεραν ότι απάντησαν όσα ήθελαν να απαντήσουν ή ότι είπαν όσα ήθελαν να πουν. Ακόμη θα πρέπει να αναφερθεί ότι κάποιοι από τους συμμετέχοντες γνωρίζονταν μεταξύ τους, γεγονός που επηρέασε σε έναν βαθμό τη διεξαγωγή της έρευνας. Από τη μία, δηλαδή, ένιωθαν μεγαλύτερη οικειότητα και άνεση να μιλήσουν και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν κώδικες που ήταν αντιληπτοί μόνο από μία άλλη μερίδα των συμμετεχόντων, από την άλλη, όμως, δεν γνωρίζουμε την επιρροή που είχε στις απαντήσεις το γεγονός ότι μερικά από τα μέλη γνωρίζονταν από πριν.

Ένας ακόμη περιορισμός είναι η τάση ορισμένων συμμετεχόντων να βοηθήσουν τη διεξαγωγή της έρευνας, γεγονός που μπορεί να τους οδηγήσει στο να απαντήσουν με τρόπο που θεωρούν ότι θα βοηθήσει τον ερευνητή να βγάλει συγκεκριμένα συμπεράσματα που θα συγκλίνουν με τις δικές τους απόψεις. Η παραπάνω θέση απηχεί αυτήν του Orne, όπως αναφέρεται από την Brown (2005), ο οποίος υποστήριξε πως το πρωταρχικό κίνητρο των υποκειμένων μιας έρευνας είναι η διάθεση συνεργασίας με τον ερευνητή, η πρόθεση να είναι καλά υποκείμενα και να παίξουν σωστά αυτό που φαντάζονται ως ρόλο τους, καθοδηγούμενοι από μία αλτρουιστική επιθυμία να συμβάλουν στην επιστήμη και στο καλό της ανθρωπότητας.

Παρόλο που για τη διενέργεια της έρευνας πραγματοποιήθηκαν τέσσερις διαφορετικές ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις, το κοινό τους στοιχείο, δηλαδή η απεξάρτηση, είναι ένας ακόμη περιορισμός. Αν και τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πολλά κοινά στοιχεία, δεν μπορούμε να τα γενικεύσουμε σε άλλου τύπου ομάδες, εφόσον το κοινό στοιχείο της εξάρτησης, αν και δεν πρωτοστάτησε στην έρευνα, υπήρχε πάντα ως αναφορά. Επιπρόσθετα, παρόλο που οι ομαδικές συνεντεύξεις διεξήχθησαν σε διαφορετικές δομές του ΚΕΘΕΑ, ήταν αντιληπτό ότι σε όλες επικρατεί η ίδια φιλοσοφία ως προς την ομαδική θεραπεία, τους κανόνες και τις διαδικασίες. Άρα είναι δύσκολο να εξάγαγουμε το συμπέρασμα ότι και σε άλλες θεραπευτικές ομάδες ισχύουν τα αποτελέσματα της έρευνας.

Ανάλυση των δεδομένων

Η ανάλυση περιεχομένου δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να κατανοήσει σε βάθος τα μελετώμενα ζητήματα, μέσα από τη συστηματική καταγραφή των λεγομένων των συμμετεχόντων και την κωδικοποίησή τους, ώστε να γίνει η αναγωγή τους σε κατηγορίες. Οι κατηγορίες που δημιουργούνται καθορίζονται από τον σκοπό της έρευνας και από το γενικό θεωρητικό της υπόβαθρο (Κυριαζή, 2009). Ουσιαστικά οδηγεί στη συστηματική κωδικοποίηση του γραπτού και προφορικού λόγου και στη μετατροπή του κειμένου σε κατηγορίες που εκφράζουν ένα συγκεκριμένο σύστημα κωδικοποίησης. Στην ανάλυση των δεδομένων της παρούσας έρευνας, λοιπόν, ακολουθήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου, που είναι και «η τεχνική που χρησιμοποιείται συχνότερα για τη μελέτη των δεδομένων που συγκεντρώνονται από τις ομάδες εστίασης» (Κωνσταντινίδης & Μιχαηλίδου, 2009, σ. 89), καθώς αυτό που ενδιαφέρει την έρευνα είναι η ομαδοποίηση των δεδομένων με βάση τις απαντήσεις των υποκειμένων και όχι βάσει βιβλιογραφίας ή προσωπικών αντιλήψεων των ερευνητών. Η ομαδοποίηση, μια τακτική που εφαρμόζεται για τα ποιοτικά δεδομένα, είναι μία γενική ονομασία που δίνεται στη διαδικασία του σχηματισμού των κατηγοριών και στην επαναληπτική διαλογή των πραγμάτων σε αυτές τις κατηγορίες. Η ομαδοποίηση ακολουθείται από την εννοιολόγηση αντικειμένων (conceptualizing objects) που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ή μοτίβα. Η διαδικασία αυτή είναι στενά συνυφασμένη με τη δημιουργία και τη χρήση κωδικών, οι οποίοι είναι οι ετικέτες των κατηγοριών (Miles & Huberman, 1994).

Στην παρούσα έρευνα και για την ανάλυση των δεδομένων ακολουθήθηκαν συνοπτικά τα παρακάτω βήματα: Αρχικά, απομαγνητοφωνήθηκαν όλες οι συνεντεύξεις και οργανώθηκε το υλικό ανά ομάδα εστίασης. Έπειτα, η ερευνήτρια διάβασε με τη δέουσα προσοχή όλα τα δεδομένα, ώστε να αποκομίσει μια γενική αίσθηση από το υλικό που συγκεντρώθηκε. Στη συνέχεια, ξεκίνησε η ανάλυση με την κωδικοποίηση των δεδομένων στο σύνολο του υλικού. Μετά την κωδικοποίηση δημιουργήθηκαν οι κατηγορίες, δηλαδή η ομαδοποίηση των σχετικών κωδικών με βάση τη συνάφεια των λεγομένων των συμμετεχόντων. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της κατηγοριοποίησης ξεκίνησε η περιγραφή των κατηγοριών που προέκυψαν, με απώτερο στόχο τη δημιουργία μίας ερμηνείας ή ενός νοήματος για τα δεδομένα.

ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Συμμόρφωση

Οι απαντήσεις για την έννοια της συμμόρφωσης, και ως επακόλουθο οι σχετικές κατηγορίες, τρεις στον αριθμό, εξήχθησαν από δύο ερευνητικά ερωτήματα που μελετούσαν τον συγκεκριμένο άξονα. Όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνα, η συμμόρφωση αφορά τους κανόνες και την πλειοψηφία της ομάδας αλλά και την ίδια τη θεραπευτική διαδικασία.

Η πλειοψηφία

Η πρώτη κατηγορία που αναδείχθηκε αναφέρεται στην κυρίαρχη και στενά συνδεδεμένη με τη συμμόρφωση έννοια της πλειοψηφίας. Διάφορες έρευνες έχουν συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η συμμόρφωση είναι μεγαλύτερη όταν υπάρχει πλειοψηφία ατόμων (Κοκκινάκη, 2006). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τους συμμετέχοντες της παρούσας έρευνας. Όπως αναφέρει και ο Kooyman (1992, σ. 54) για τα encounter groups: «Εάν ένα άτομο προσπαθεί να σου πει κάτι για σένα, μπορεί να είναι δικό του πρόβλημα. Εάν δύο άτομα σου λένε το ίδιο πράγμα, θα πρέπει να δώσεις προσοχή. Όταν έξι άτομα σου λένε το ίδιο πράγμα, καλύτερα να αρχίσεις να δέχεσαι αυτό που σου λένε». Η αναφορά αυτή απηχείται στα λεγόμενα των συμμετεχόντων, όπως ενδεικτικά παρατίθενται παρακάτω:

Δεν μπορεί τέσσερα άτομα να κάνουν λάθος

«…αν μου πει κάτι ένας, μπορεί να πω ότι αυτό που μου λέει το βλέπει και λάθος, αλλά όταν σου λένε τέσσερις πέντε, ε, δεν μπορεί τώρα τέσσερα άτομα να κάνουν λάθος, κάτι βλέπουν, ας πούμε, που στο λένε. Ε, εκεί όσο και αντίσταση να θέλεις δε γίνεται.»

Π., ♂, Μέλος

Ακολουθείς τη δυναμική της ομάδας

«Έχω πάρα πολλά περιστατικά από διάφορες ομάδες, διαφορετικού τύπου. Ε: ναι, θεωρώ ότι η ομάδα έχει πάρα πολύ δύναμη που ακόμη και αν διαφωνείς πολλές φορές η ομάδα ως σύνολο έχει μια δυναμική από μόνη της που ακολουθείς τη δυναμική.»

Σ., ♀, Προσωπικό

Είναι ενδιαφέρον ότι οι γονείς δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην πλειοψηφία, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ως ερμηνεία ότι η πλειοψηφία δεν τους επηρεάζει ή ότι συνήθως οι απόψεις των γονέων ταυτίζονται. Τα μέλη είναι αυτά που κυρίως αναφέρουν ότι, όταν ακούς από πολλά άτομα μία γνώμη, δεν μπορείς παρά να την πιστέψεις. Το γεγονός ότι ένα άτομο υποκύπτει στην πλειοψηφία μπορεί να έχει να κάνει με το φόβο της κοινωνικής επίκρισης ή της αποδοκιμασίας, με την επαλήθευση των αντιλήψεων και των απόψεων του ή την επικύρωση της κοινωνικής του ταυτότητας ως μέλους μιας συγκεκριμένης ομάδας (Hogg & Vaughan, 2010) και την αποφυγή της απόρριψης από αυτήν (Brown, 2005). Για μερικά άτομα ο φόβος της απόρριψης είναι τόσο ισχυρός που προτιμούν να απεμπολήσουν την ατομικότητά τους και να συμμορφωθούν, παρά να διακινδυνεύσουν την υπαγωγή τους στην ομάδα (Morgan & Thomas, 2005).

Υποχώρηση

Η υποχώρηση αναδεικνύεται κυρίως από τα μέλη που έχουν πιο έντονα βιώματα ως προς τη διαδικασία της συμμόρφωσης συγκριτικά με τις άλλες δύο ομάδες συμμετεχόντων. Η υποχώρηση μπορεί να είναι αποτέλεσμα άμεσων ή έμμεσων κοινωνικών πιέσεων, ενώ η μιμητική συμπεριφορά είναι συχνά ένας τρόπος να κερδίσει κανείς την έγκριση των υπόλοιπων συμμετεχόντων (Yalom & Leszcz, 2006). Υπό αυτή τη σκοπιά, η συμμόρφωση μπορεί να έχει και θετική έννοια, από την άποψη ότι το άτομο επιδιώκει να συμπεριφερθεί σύμφωνα με τις νόρμες της ομάδας. Καθώς η ομάδα είναι μία πηγή θετικής αναφοράς και ψυχολογικά σημαντική για τις στάσεις και τη συμπεριφορά του ατόμου, μπορεί να αποτελεί και πηγή συμμόρφωσης (Hogg & Vaughan, 2010). Τα μέλη μαθαίνουν γρήγορα ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή, ποια βρίσκεται στα όρια της αποδοχής, ποια απορρίπτεται αμέσως και δρουν αναλόγως. Κάθε μέλος αντιλαμβάνεται τον τρόπο συμπεριφοράς των άλλων και ανάλογα ρυθμίζει τις δικές του αντιδράσεις, διαμορφώνοντας ένα είδος τυποποιημένων τρόπων χειρισμού των αντιδράσεων που εμφανίζονται στην ομάδα (Douglas, 1997). Χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα:

Μαθαίνεις να κάνεις πίσω

«Π.χ. όταν φέρνεις την εικόνα σου που σου λέμε το καθρέφτισμα που σου δίνει ο άλλος… Δεν το δέχεσαι, δε θα το ακούσεις… Όσο περνάει ο καιρός που κάνεις ομάδες, φτάνεις σε ένα σημείο να υποχωρήσεις έτσι και αλλιώς μετά και μαθαίνεις να ακούς. Αυτό που ακούς και σου φαίνεται τότε τερατώδες ε:… Μαθαίνεις να εμπιστεύεσαι με τον καιρό και μαθαίνεις να κάνεις πίσω γιατί αλλιώς δεν θα πας μπροστά.»

Σ., ♂, Μέλος

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της συμμόρφωσης είναι οι επιρροές λόγω του «ανήκειν» σε μια ομάδα, ο ψυχικός, δηλαδή, δεσμός με μία ομάδα οδηγεί τα μέλη να βιώνουν τις νόρμες της ομάδας ως πρότυπα για τη συμπεριφορά τους. Η συμμόρφωση, δηλαδή, αποτελεί μια διεργασία όπου το άτομο προσαρμόζει τη συμπεριφορά, τις στάσεις και τις αντιλήψεις του στις νόρμες της ομάδας, προκειμένου να γίνει αποδεκτό από αυτήν (Πουλόπουλος & Τσιμπουκλή, 2016). Όπως άλλωστε υποστηρίζουν οι Tajfel και Turner, σύμφωνα με την αναφορά της Brown (2005), μέσα στο πλαίσιο της ομάδας αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός των ατόμων και οι ψυχολογικές διεργασίες, οπότε η προσωπική ταυτότητα δίνει τη θέση της στην κοινωνική ταυτότητα. Στο πλαίσιο της ομάδας κάθε μέλος δύναται να μεταβάλλει το πεδίο γνώσης του άλλου και να το ωθήσει να υιοθετήσει ορισμένους τρόπους συμπεριφοράς που δεν θα είχε υιοθετήσει χωρίς τη βοήθεια του (Blanchet & Trognon, 2002). Αυτή η οπτική μπορεί να εξηγεί γιατί υποχωρούν τα άτομα μέσα στην ομάδα. Μέσα από τις αναφορές τους προκύπτει η υποχώρηση ως υποχρέωση προς την ομάδα, προκειμένου να παραμείνει το άτομο μέλος της. Επιπλέον,  όπως φαίνεται, όσο περισσότερο τα μέλη πιστεύουν στην ομάδα τόσο μεγαλύτερη είναι και η συμμόρφωσή τους.

Πίεση

Η τρίτη και τελευταία κατηγορία αφορά την πίεση που βίωσαν τα άτομα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην ομάδα, και είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρθηκε από τα περισσότερα μέλη. Επισημαίνεται ότι οι αναφορές στη συγκεκριμένη κατηγορία ήταν οι πιο έντονα φορτισμένες από μη λεκτικά μηνύματα, καθώς και μόνο στο άκουσμα της λέξης «πίεση» οι περισσότεροι συμμετέχοντες από όλες τις ομάδες γέλασαν, αντάλλαξαν έντονα βλέμματα ή άλλαξαν την στάση του σώματός τους, γεγονός που δείχνει ότι η συγκεκριμένη κατηγορία εμπεριείχε μια ιδιαίτερα έντονη βιωματική εμπειρία, όπως φαίνεται και παρακάτω:

Πίεση υπάρχει σε κάθε ομάδα

«Πίεση υπάρχει σε κάθε ομάδα. Εγώ πάντα όταν μπαίνω σε μια ομάδα ιδρώνω, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, δεν ξέρω γιατί συμβαίνει. Και πως πίεση, ότι από τη στιγμή που θα πρέπει να μιλήσουν όλοι, όλη η ομάδα για σένα, να σου πούνε πράγματα ή να σε ρωτήσουν πράγματα, εσύ θα πρέπει να πας και πιο κάτω, ίσως να μην είσαι έτοιμος να το κάνεις εκείνη τη στιγμή. Να μην έχεις στο μυαλό σου ότι θα με ρωτήσουν αυτό, αλλά θα γίνει και αυτό και θα πρέπει εσύ να την απαντήσεις και ίσως αυτό να είναι μια πίεση. Όχι ότι είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνει, πρέπει να γίνει, για αυτό γίνεται όλο αυτό, αλλά μερικές φορές συμβαίνει να μη θέλεις να το βγάλεις, να λες τώρα γιατί φτάσαμε εκεί, εγώ άλλο ήθελα να πω και κάπου εκεί υπάρχει μια πίεση.»

Κ., ♂, Μέλος

Ο στόχος τη ομάδας είναι η πίεση

«Ειδικά άμα έχεις εσύ θέμα. Πιέζεσαι, θέλεις δεν θέλεις… Και πρέπει να σκεφτείς για να πεις… Ο στόχος είναι αυτός της ομάδας, να σε πιέσει για να μπορέσεις να βγάλεις πράγματα και μέσα από την πίεση βγαίνουν τελικά τα συναισθήματα, αυτό που έχεις μάθει, το χαρακτήρα σου, αν σε πιέσει είναι εύκολο να το διαχειριστείς, αν δεν σε πιέσει δεν θα βγάλεις το χαρακτήρα σου και από κει και πέρα η ομάδα κρίνει το πώς το διαχειρίστηκες και παίρνεις την ανάλογη βοήθεια.»

Σ., ♂, Μέλος

Το άτομο βιώνει έντονες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που ναι μεν το πιέζουν, είναι όμως απαραίτητες για τη θεραπευτική διαδικασία. Η συμμόρφωση αναφέρεται περισσότερο στην άσκηση έμμεσης ή άμεσης πίεσης από τα υπόλοιπα μέλη (Πουλόπουλος & Τσιμπουκλή, 2016). Το μέλος συχνά έχει ανάγκη από την έντονη παρουσία άλλων προσώπων που μπορούν να του ασκήσουν συναισθηματική πίεση, στηρίζοντας και ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την απόφαση για θεραπεία. Αυτού του είδους η πίεση λειτουργεί ουσιαστικά ως αντίβαρο στην έντονη τάση του ατόμου να εγκαταλείψει τη θεραπεία και να ξαναγυρίσει στην πρότερη κατάσταση (Μάτσα, 2007). Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία η πίεση αναδείχθηκε και βιωματικά, καθώς πολλά μέλη ένιωθαν να πιέζονται με τις ερωτήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ομάδας του προσωπικού όπου πολλά άτομα παραδέχθηκαν ότι πιέζονται και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, γεγονός που αποδεικνύει ότι ακόμη και σε μία ερευνητική ομάδα μπορεί να προκύψει πίεση. Η πίεση αφορά το γεγονός ότι πρέπει να απαντήσουν σε ερωτήσεις πιο προσωπικές που ενδεχομένως να μη θέλουν να θίξουν ή ότι νιώθουν υποχρεωμένοι να απαντήσουν, καθώς ο ερευνητής τους παρατηρεί.

Αντίσταση

Ο επόμενος ερευνητικός άξονας αφορά την έννοια της αντίστασης. Εδώ ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις από δύο ερευνητικά ερωτήματα και αναδείχθηκαν συνολικά τέσσερεις κατηγορίες. Στην ομαδική θεραπεία υπάρχουν στιγμές που η ομάδα δείχνει να αντιδρά στο να προχωρήσει και αυτό εκφράζεται με παρατεταμένες σιωπές, με δηλώσεις μελών ότι δεν έχουν διάθεση ή δεν βρίσκουν τίποτα να πουν, με διακοπή της διαδικασίας κ.ά. Αυτό που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι η ομάδα εκφράζει αντίσταση (Ναυρίδης, 2005). Πολλά από τα παραπάνω εμφανίστηκαν και στα αποσπάσματα των συμμετεχόντων της έρευνας, καθώς αρκετοί κάνουν λόγο για σιωπή, για στασιμότητα ή για έλλειψη διάθεσης για συμμετοχή.

Παραίτηση ή φυγή

Η πρώτη κατηγορία που αναδείχθηκε είναι αυτή της παραίτησης ή της φυγής, με την έννοια ότι τα μέλη ένιωσαν κάποια στιγμή τη διάθεση να εγκαταλείψουν τη θεραπευτική διαδικασία. Ειδικά στο αρχικό στάδιο σχηματισμού της ομάδας είναι συχνή η πρόωρη εγκατάλειψη από τα μέλη της, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της δέσμευσης των υπολοίπων ή να επηρεάσει τη συνοχή και την πίστη των μελών στη θεραπευτική διαδικασία (AGPA, 2007). Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα που ακολουθούν για την τάση φυγής:

Κοίταξε, δεν αξίζει, φύγε

«…πάντα βγαίνει και ο πρεζάκιας ο εαυτός μας. Αυτός είναι που μας λέει κοίταξε, δεν αξίζει, φύγε. Γιατί δε σε συμφέρει να ακούς αυτά που σου λένε ούτε θες να τα κάνεις. Όπως παράδειγμα θέλω να πάω να πιάσω δουλειά ενώ πρέπει δεν θα μπορέσω να επιβιώσω, ε, και μετά βγαίνει ο πρεζάκιας και λέει τι δουλειά μωρέ, πάνε κάνε μια ληστεία. Δεν μπορείς να συμβιβαστείς με αυτά που θα σου πούνε και βγαίνει ο άλλος σου εαυτός. Και εμείς εδώ πέρα αυτό το πράγμα: αυτό θέλουμε να βγάλουμε. Τον κακό μας εαυτό για να μπορεί κάποιος να προχωρήσει.»

Ε., ♂, Μέλος

Παίρνεις απογοήτευση και λες να σηκωθώ να φύγω

«Νομίζω ότι είναι αυτό που είπε ο Π. ότι, όταν είσαι σε μία ομάδα και σου ζητάνε κάτι από την ομάδα, να εκφράσεις ένα συναίσθημα ή έχεις φέρει εσύ ένα θέμα στην ομάδα και όλοι σου λένε ότι δεν είναι έτσι, εκεί παίρνεις απογοήτευση και λες άι παρατήστε με, από μέσα σου ίσως, να σηκωθώ να φύγω, δεν ξανάρχομαι, ε, είστε τρελοί, μπορεί να βγάζεις και υποτίμηση, δεν ξέρετε τι σας γίνεται.»

Λ., ♂, Προσωπικό

Ειδικότερα για την αντίσταση και την τάση για φυγή των εξαρτημένων ατόμων που συμμετέχουν σε θεραπευτικά προγράμματα έχει κάνει λόγο ο Πουλόπουλος (2003, σ. 23) σε σχετικό του άρθρο, όπου αναφέρει ότι οι αντιστάσεις κατά το αρχικό διάστημα είναι ισχυρές σε συνδυασμό και με την επιθυμία για χρήση ουσιών. Όπως υποστηρίζει, έρχονται στην επιφάνεια με μεγάλη ένταση οι φόβοι, οι ανησυχίες, οι εσωτερικές συγκρούσεις των μελών, με αποτέλεσμα πολλά μέλη να διακόπτουν τη θεραπεία τους. Άλλα μέλη πάλι «μπορεί να διακόψουν λόγω της πίεσης που δέχονται κατά τη διαδικασία εισαγωγής να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής της συμπεριφοράς τους και της συμμόρφωσής τους σ’ ένα νέο πλαίσιο. Αυτή η κατάσταση πίεσης σε συνδυασμό με την επιθυμία για χρήση οδηγεί στην πρόωρη εγκατάλειψη της θεραπείας». Με αυτή την έννοια συνδέονται οι άξονες της συμμόρφωσης και της αντίστασης, προκειμένου, εν τέλει, να επιτευχθεί η διαδικασία της αλλαγής. Αν μπορούσαμε να τοποθετήσουμε αυτές τις έννοιες σε χρονική σειρά, θα λέγαμε ότι πρώτα εμφανίζεται η αντίσταση, έπειτα η συμμόρφωση και τέλος επιτυγχάνεται η αλλαγή. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δεν αναφέρθηκε καθόλου από τους γονείς. Κανένας γονέας δεν έθιξε θέμα παραίτησης από την ομάδα ή εγκατάλειψης της ομάδας. Άλλωστε, σε μία από τις εισαγωγικές ερωτήσεις οι γονείς ανέφεραν στην πλειοψηφία τους ότι βλέπουν την ομάδα ως σωτηρία και στήριγμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.

Στασιμότητα

Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στην έννοια της στασιμότητας που κυριάρχησε στις αναφορές των μελών, εν αντιθέσει με τις ελάχιστες αναφορές από πλευράς του προσωπικού και τη μία και μοναδική αναφορά από γονέα. Όπως αναφέρει η Γιωτσίδη (2013), οι Greenberg και Safran υποστηρίζουν ότι αντίσταση είναι η εκδήλωση δευτερογενών ή αντιδραστικών συναισθημάτων που αποτελούν έναν αμυντικό σχηματισμό συγκάλυψης κάποιου πρωτογενούς, πραγματικού συναισθήματος φόβου, άγχους, ενοχής ή ντροπής, στη συνειδητοποίηση του οποίου το άτομο αντιδρά. Αυτά τα δευτερογενή συναισθήματα αφορούν μία κατάσταση στασιμότητας που χαρακτηρίζεται από αισθήματα απελπισίας, ανίας ή κενού και οδηγούν σε απόρριψη κάθε παρέμβασης για βοήθεια. Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Ο φόβος της αλλαγής

«Εντάξει, το βασικότερο όταν μένεις στάσιμος, γιατί οι περισσότεροι το έχουν γιατί και εγώ το είχα, είναι ο φόβος της αλλαγής, ρε παιδί μου, κάθεσαι και βλέπεις τον εαυτό σου και είναι δύσκολο να δεχτείς κάτι που εσύ έχεις χτίσει τόσο λάθος μέσα στο μυαλό σου. Και όταν γκρεμίσει και δεις ποιος πραγματικά είσαι, είναι δύσκολη η αλλαγή, ρε παιδί μου, να αποδεχτείς ότι θα ζω έτσι και θα είμαι έτσι γιατί έχω αυτά τα ελαττώματα αυτά τα προτερήματα, είναι λίγο τρομακτικό στην αρχή.»

Σ., ♂, Μέλος

Όταν ζορίζομαι δεν θέλω να προχωρήσω

«Όταν ζορίζομαι εγώ προσωπικά δεν θέλω να προχωρήσω. Γυρνάω πάλι προς τα πίσω. Στον εύκολο δρόμο. Από δω και πέρα είναι ο δύσκολος και αυτό όταν με ζορίζει (…) ναι, λέω ότι δεν αξίζει όλο αυτό.»

Κ., ♂, Μέλος

Έχω νιώσει να κολλάω και να είμαι στάσιμη

«Ίσως αυτό συμβαίνει όταν… κολλάς και δεν προχωράς, δηλαδή η δομή, ας πούμε, η φιλοσοφία των ομάδων είναι να βάζεις στόχους, να τους πετυχαίνεις, να ολοκληρώνεις έναν κύκλο και να προχωράς μετά σε μια άλλη ομάδα παραπάνω. Ε, κάποιες στιγμές εγώ προσωπικά έχω νιώσει να κολλάω και να είμαι στάσιμη. Σε εκείνες τις φάσεις ίσως νιώθω κάπως έτσι, αλλά σίγουρα δεν ένιωσα ποτέ ότι με κρατάει από τη γενικότερη ας πούμε εξέλιξη, απλά δικό μου θέμα ήταν να μην μπορώ να προχωρήσω παραπέρα και το ότι καθυστερώ και αυτό δικό μου θέμα (…) όχι της ομάδας.»

Π., ♀, Γονέας

Την έννοια της στασιμότητας έχει θίξει και ο De Shazer (1984) ο οποίος αναφέρει, σύμφωνα με τον Bateson, ότι υπάρχουν αλλαγές που κάνουν τη διαφορά και άλλες που δεν την κάνουν. Στη δεύτερη περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται αλλαγές, αλλά ότι αυτές οι αλλαγές είναι τόσο μικρές που δεν δείχνουν σημάδια διαφοράς και για αυτό υπάρχει η ψευδαίσθηση της στασιμότητας.

Σιωπή ή αποσιώπηση

Η τρίτη κατηγορία κάνει λόγο για τη σιωπή ή την αποσιώπησή και στην περίπτωση αυτή οι απαντήσεις των γονιών αποτελούν την πλειοψηφία. Μερικές φορές ένα μέλος στην προσπάθειά του να διαχειριστεί το άγχος του μπορεί να αποσυρθεί από τη συναισθηματική ζωή της ομάδας, μέσω της αποστασιοποίησης και της σιωπής. Μπορεί επίσης να δείχνει ενδιαφέρον για τα συναισθήματα και τα άγχη των υπολοίπων, χωρίς όμως να έχει επίγνωση των δικών του, καθώς αρνείται τις δικές του δυσκολίες και παραμένει αποκομμένο από τα συναισθήματα που το δυσκολεύουν (Morgan & Thomas, 2005). Κάποιες σιωπές μπορεί να υποκρύπτουν πολύ άγχος, ντροπή, ενοχή ή άλλα συναισθήματα, όπως φαίνεται και από τα παρακάτω αποσπάσματα:

Δεν ήμουν έτοιμη να ανοιχτώ

«Ίσως δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να ανοιχτώ πάρα πολύ ειδικά στην αρχή; Μέχρι να νιώσω εμπιστοσύνη; Ε, κυρίως αυτός νομίζω ήταν ο λόγος.»

Δ., ♀, Γονέας

Ντράπηκα και δεν τα είπα

«Εγώ έκανα πίσω λίγο, ντράπηκα και δεν μίλησα… Έτυχε μια φορά που είχα πολλά προβλήματα μες το σπίτι: Ε, και μικρά μωρά και αυτά έτσι, ε και ανοίχτηκε μια συζήτηση κι εγώ ντράπηκα και έκανα πίσω. Δεν ήθελα, ας πούμε, να δώσω παραπάνω να πω γιατί …θεώρησα ότι …δεν ξέρω, ντράπηκα και δεν τα είπα. Και έκανα πίσω…»

Α., ♀, Γονέας

Η αντίσταση εκδηλώνεται συχνά στην αρχή της θεραπείας, όταν το άτομο κατευθύνεται να μιλήσει, οπότε η σιωπή είναι από τις πιο συνήθεις μορφές εκδήλωσής της. Σύμφωνα με τον Leahy (2011), το κρύψιμο είναι μια συνηθισμένη μέθοδος αντίστασης στην αλλαγή που μπορεί να εκδηλωθεί είτε με την αργοπορία, είτε με την απόσυρση, τη σιωπή ή μία συμπεριφορά «δεν δείχνω». Στις θεραπευτικές ομάδες υπάρχουν συχνά σιωπές, οι οποίες όμως είναι υπό μία έννοια «ομιλούσες». Άλλες φορές μπορεί να διακινούν συναισθήματα και συγκίνηση που είναι δύσκολο ή αδύνατο να κατονομαστούν. Άλλοτε εκφράζουν την εσωτερική φασαρία που υπάρχει σε ένα άτομο και σε αυτήν την περίπτωση η σιωπή γίνεται ένα «μεγάφωνο» που επιτρέπει στα μέλη της ομάδας να ακούσουν τους εαυτούς τους και τα συναισθήματά τους μέσα από την προβολή (Ναυρίδης, 2005).

Ο εαυτός

Η τέταρτη και τελευταία κατηγορία που αναδείχθηκε αφορά τον εαυτό και τα εμπόδια που θέτει ο ίδιος στη θεραπευτική διαδικασία. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η κατηγορία αναφέρεται μόνο από τα μέλη. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι τα μέλη νιώθουν τη μεγαλύτερη πίεση και ίσως, για αυτό τον λόγο, εκδηλώνουν και μεγαλύτερη αντίσταση στη θεραπευτική διαδικασία. Η αντίσταση μπορεί να προέρχεται από δειλία, έλλειψη στόχων, φόβο, προηγούμενες εμπειρίες (Douglas, 1997) που ήταν αρνητικές κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο απόσπασμα που παρατίθεται, όπου αναφέρεται πως αν το άτομο ανοίξει την ψυχή του, δει πραγματικά τον εαυτό του και αποδεχτεί κομμάτια του, τότε δεν υπάρχει τίποτε που να το σταματάει:

Αν ανοίγεις την ψυχή σου δεν υπάρχει τίποτε

«Τώρα όσον αφορά για το αν υπάρχει κάτι που σε κρατάει: άμα είσαι ελεύθερος και αφήνεσαι, ανοίγεις ας πούμε την ψυχή σου, δεν υπάρχει τίποτα. Δηλαδή η ουσία είναι αυτό, να θες πραγματικά να τα ανοίξεις όλα, να τα δεις όλα στον εαυτό σου και να τα αποδεχτείς  και να μπορέσεις να προχωρήσεις.»

Μ., ♀, Μέλος

Εγώ με ζορίζω

«…αυτό που με κρατάει πίσω κάποιες φορές είναι το ότι βασικά ο ίδιος μου ο εαυτός είναι που ήμουνα δεκαπέντε χρόνια στην ηρωίνη και δεν μπορώ να το αποβάλω μερικές φορές στη συμπεριφορά μου, στον τρόπο που κινούμαι, στον τρόπο που σκέφτομαι, δηλαδή στην ουσία εγώ με ζορίζω… Το ότι με πονάνε κάποια πράγματα που αντιλαμβάνομαι για μένα και μερικά ίσως να τα ήξερα, ε, το ότι κάποια πράγματα που θεωρώ εγώ ότι δεν φαίνονται τελικά φαίνονται. Ε, όλο αυτό το ότι το ζεις ρεαλιστικά εδώ μέσα χωρίς χρήση και το βλέπεις, βλέπεις τον εαυτό σου στην ουσία… Ε, αυτό με ζορίζει…»

Δ., ♂, Μέλος

Συνοψίζοντας, τα μέλη μίλησαν για την αντίσταση λόγω της βιωματικής τους εμπειρίας. Φάνηκε και από τις αναφορές τους ότι η αντίσταση ήταν κάτι κοινό για αυτούς και μάλιστα αναγνωρίσιμο. Αντίθετα οι γονείς δεν έκαναν τόσες αναφορές στην έννοια της αντίστασης και οι όποιες αναφορές τους ήταν για τα πρώτα χρόνια  συμμετοχής τους στις θεραπευτικές ομάδες. Το προσωπικό επίσης δεν ανέπτυξε αρκετά το θέμα της αντίστασης• περισσότερο αναφέρθηκαν στην επαγγελματική κόπωση παρά στην αντίσταση. Ωστόσο, ήταν πολύ εμφανής η αντίσταση σε βιωματικό επίπεδο στην ομάδα του προσωπικού κατά τη διάρκεια της ομαδικής συνέντευξης, καθώς οι περισσότεροι ήταν λιγομίλητοι και απουσίαζαν οι αναφορές σε προσωπικά βιώματα.

Αλλαγή

Σημαντικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης, στη συμπεριφορά και στον εαυτό.

Ο τελευταίος άξονας αναφέρεται στην έννοια της αλλαγής. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα αφορούσε τις αλλαγές που έχουν επιτύχει οι συμμετέχοντες και η πρώτη κατηγορία, η οποία απαρτίζεται από τις περισσότερες απαντήσεις αυτού του ερωτήματος, αφορά τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επιτευχθεί στον τρόπο σκέψης, στην συμπεριφορά και γενικότερα στα άτομα. Είναι γεγονός ότι μέσα στην ομάδα παρατηρούνται αλλαγές τόσο ως προς την έκφραση όσο και ως προς τις συμπεριφορές και ότι αυτές οι αλλαγές διευρύνονται και έξω από την ομάδα, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ατόμων (Αρχοντάκη & Φιλίππου, 2003). Παρατηρείται ότι τα μέλη και οι γονείς δίνουν πιο μακροσκελείς και περιγραφικές απαντήσεις σε σχέση με το προσωπικό, του οποίου οι απαντήσεις είναι πιο γενικές. Ωστόσο, όλοι κάνουν λόγο για σημαντικές αλλαγές που έχουν επιτύχει μέσα από την ομάδα. Επίσης, οι γονείς συνδέουν τις αλλαγές με τον γονεϊκό τους ρόλο, καθώς οι περισσότερες αλλαγές που αναφέρουν έχουν να κάνουν με τη σχέση τους με την οικογένεια και τη γονεϊκότητά.

Θέλει προσπάθεια για να αλλάξεις

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από απαντήσεις που δόθηκαν από τους γονείς, με μία εξαίρεση την απάντηση ενός μέλους και αφορά την προσπάθεια για αλλαγή. Σύμφωνα με αυτήν την κατηγορία, η αλλαγή επιτυγχάνεται, αλλά είναι δύσκολο να διατηρηθεί. Η θεραπεία, άλλωστε, δεν είναι μια αποκομμένη παρέμβαση στη ζωή των ατόμων, αλλά μέρος των συνολικών εμπειριών τους και έρχεται συνήθως σε αντίθεση με τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής τους (Λιάππας, 2011). Για τον λόγο αυτόν, είναι δυσκολότερη η διατήρηση της αλλαγής συγκριτικά με την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απαντήσεις σε αυτήν την κατηγορία δόθηκαν από ανθρώπους που συμμετέχουν χρόνια στη θεραπευτική διαδικασία και αναγνωρίζουν την επίτευξη σημαντικών αλλαγών. Σημειώνουν, ωστόσο, ότι αυτή η αλλαγή δεν είναι μία εύκολη και γρήγορη υπόθεση, καθώς απαιτεί χρόνο, προσπάθεια και δουλειά με τον εαυτό και την ομάδα. Είναι σημαντικό, λοιπόν, ότι αναγνωρίζεται πως η αλλαγή δεν έρχεται από μόνη της, αλλά απαιτεί προσωπική προσπάθεια και κόπο την οποία πολλές φορές τα άτομα δεν επιθυμούν να δαπανήσουν. Η αντίσταση στην αλλαγή και ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις της είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε κάθε μορφή ψυχοθεραπείας, δεδομένου ότι οι άνθρωποι φοβούνται το άγνωστο που φέρνει η αλλαγή και που ενδεχομένως είναι εκτός του ελέγχου τους. Άλλωστε, με την προηγούμενη συμπεριφορά ή συνήθεια ένιωθαν περισσότερη ασφάλεια, καθώς γνώριζαν τις συνέπειες (Πουλόπουλος, 2011).

Η ομάδα βοηθάει ως προς τις αλλαγές

Η τρίτη και τελευταία κατηγορία αναγνωρίζει ότι η ομάδα βοηθάει ως προς τις αλλαγές. Η θέση αυτή αναδεικνύεται από τις απαντήσεις των μελών και του προσωπικού, που κάνουν λόγο για τη δυνατότητα που έχει η ομάδα να βοηθήσει ένα άτομο να αλλάξει. Είναι αξιοσημείωτο ότι από όλους όσοι συμμετείχαν στις ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις μόνο ένας συμμετέχοντας, συγκεκριμένα μία γυναίκα από το προσωπικό, ανέφερε ότι η ατομική θεραπεία ήταν περισσότερο βοηθητική από την ομαδική. Όλες οι άλλες απαντήσεις έκαναν λόγο για την τεράστια βοήθεια της ομάδας, ενώ υπήρχαν και κάποιες μεμονωμένες που ανέφεραν ότι δεν έχουν κάνει σημαντικές αλλαγές, χωρίς όμως να ορίζουν την ατομική θεραπεία ως πιο βοηθητική. Αντίθετα, συμμετέχοντες που είχαν λάβει στο παρελθόν ατομική θεραπεία, υποστήριξαν ότι αυτή αποτελούσε χάσιμο χρόνου συγκριτικά με την ομαδική θεραπεία.

Σημαντικότερη αλλαγή

Το τελευταίο ερευνητικό ερώτημα αναφέρεται στη σημαντικότερη αλλαγή των συμμετεχόντων, όπως την όριζαν οι ίδιοι. Ουσιαστικά επεδίωκε με μη κατευθυντικό τρόπο να εκμαιεύσει τις σημαντικές αλλαγές που έχουν πετύχει τα ερευνητικά υποκείμενα μέσα από τη συμμετοχή τους στις ομάδες. Συνολικά αναδείχθηκαν έξι κατηγορίες, οι δύο πρώτες αναδείχθηκαν μόνο από τα μέλη, οι δύο επόμενες μόνο από τους γονείς, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν απαντήσεις από όλες τις ομάδες εστίασης (focus groups).

Εξωτερίκευση σκέψεων και ομιλία

Η πρώτη κατηγορία που αναδείχθηκε μόνο από τα μέλη αφορά την εξωτερίκευση σκέψεων και την ομιλία. Σε προηγούμενη εισαγωγική ερώτηση είχε αναφερθεί ότι υπήρχε μεγάλη δυσκολία από τα μέλη ως προς την έκθεση και την αυτοαποκάλυψη. Όπως φαίνεται όμως, η πλούσια δυναμική αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε κάθε μέλος της ομάδας και στο ομαδικό περιβάλλον ενισχύει την έκφραση των κεντρικών ζητημάτων που απασχολούν τα μέλη (Yalom & Leszcz, 2006) και τα βοηθάει στην εξωτερίκευση των σκέψεών τους, σύμφωνα και με το παρακάτω απόσπασμα:

Να εξωτερικεύω τη σκέψη μου

«Εγώ να σου πω, η μεγαλύτερή μου αλλαγή… είναι αυτό το ότι τώρα δεν θα μιλούσα καθόλου, ρε παιδί μου. Θα άκουγα μόνο και θα απαντούσα από μέσα μου. Πιο πολύ θα άκουγα από αυτά που σου είπα, ούτε το ένα δέκατο δεν θα άκουγες. Ότι λέω αυτό που σκέφτομαι. Με βοήθησε στο να εξωτερικεύω τη σκέψη μου.»

Σ., ♂, Μέλος

Το να μιλήσει κάποιος μπροστά σε πλήθος μπορεί να είναι δύσκολο, και για κάποιους ανθρώπους το να εκφράσουν τις σκέψεις, τους φόβους και ό,τι έχουν στο μυαλό τους είναι ένα επίτευγμα (Weinberg & Weishut, 2012). «Η συνείδηση ότι εκτίθενται κάνει τα άτομα να προσέχουν την εικόνα τους και την αντίδραση των άλλων σε αυτήν» (Douglas, 1997, σ. 127). Ωστόσο, καθώς αυξάνεται η οικειότητα μέσα στην ομάδα, η παρουσία του μέλους μπορεί να αλλάξει, μειώνονται οι άμυνες και ο φόβος για το πώς εμφανίζεται η εικόνα του στους άλλους, ενώ συνειδητοποιεί ότι και οι άλλοι εκτίθενται το ίδιο μέσα στην ομάδα. Το γεγονός αυτό βοηθάει να εξωτερικεύει τις σκέψεις του, να μιλάει μπροστά σε κόσμο και, εν τέλει, βοηθάει στη δική του αλλαγή.

Εμπιστοσύνη και ζωή

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται μόνο από δύο απαντήσεις των μελών. Ωστόσο, οι απαντήσεις παρατίθενται ως ξεχωριστή κατηγορία, λόγω της σημαντικότητας των λεγομένων, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η ομάδα άλλαξε τη ζωή τους. Άλλωστε, το συγκεκριμένο ερευνητικό ερώτημα ήταν το πιο καίριο όλης της έρευνας και δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί οποιαδήποτε απάντηση. Η ομάδα λειτουργεί ως αντίβαρο στην εξατομίκευση και στην απομόνωση. Τα μέλη μέσα από την ομαδική θεραπεία συχνά αποκτούν πλέον νόημα για τη ζωή τους και αισθάνονται ότι αξίζει να τη ζουν (Μάτσα, 2008). Χαρακτηριστική η ακόλουθη απάντηση:

Να εμπιστεύομαι και να ζω την κάθε μέρα

«Εμένα νομίζω η μεγαλύτερη μου αλλαγή, λόγω και πολλών γεγονότων που μου έχουν συμβεί, είναι να εμπιστεύομαι και να ζω την κάθε μέρα, με τα καλά της, με τα κακά της, με ό,τι υπάρχει τέλος πάντων σε μια ημέρα μέσα.»

Φ., ♂, Μέλος

Διεκδίκηση και αναγνώριση αναγκών

Η τρίτη κατηγορία αφορά στη διεκδίκηση και αναγνώριση αναγκών και είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται μόνο από τους γονείς. Συχνά οι γονείς παραμερίζουν τις δικές τους ανάγκες, προτάσσοντας τις ανάγκες της οικογένειας ως πιο σημαντικές. Όπως φαίνεται από τις απαντήσεις τους, το να αναγνωρίσουν τις ανάγκες τους, αλλά και να τις διεκδικήσουν ήταν μία μεγάλη αλλαγή.

Τα «ναι» τα μείωσα πολύ

«Να μάθω να λέω ‘ναι’, το ‘ναι’ να είναι ‘ναι’ και το ‘όχι’ ‘όχι’. Εκεί λίγο τα μπερδεύω. Εκεί λίγο με τουμπέρνουν… Ε, έκανα αλλαγή. Γιατί όλο: ότι ήθελαν πάντα ‘ναι’ έλεγα δεν έλεγα ‘όχι’… Ναι, τα μείωσα. Τα ‘ναι’ τα μείωσα πολύ. Σε πολλά ζητήματα. Να εξυπηρετώ και στα παιδιά, τώρα πηγαίνω και έξω, ενώ δεν πήγαινα. Τώρα τους αφήνω και τα μικρά και φεύγω.»

Α., ♀, Γονέας

Μέσα από τις απαντήσεις τους φαίνεται ότι η ομάδα έχει βοηθήσει τους γονείς να βάζουν όρια, να αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους και, το κυριότερο, να τις διεκδικούν. Επίτευγμα που αλλάζει όλη τη δυναμική της οικογένειας και κάνει τους γονείς να νιώθουν καλύτερα με τον ρόλο τους και κυρίως με τον εαυτό τους. Για πρώτη φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, βάζουν τον εαυτό τους στο προσκήνιο.

Προσπάθεια για αλλαγή

Η τέταρτη κατηγορία, που αναδεικνύεται πάλι μόνο από τους γονείς, κάνει λόγο για την προσπάθεια που καταβάλλουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά ή τον χαρακτήρα τους. Όπως αναφέρθηκε, συχνά συναντάται μία αντίσταση στην αλλαγή, ως τάση εναντίωσης σε κάθε δύναμη προερχόμενη από τον εξωτερικό χώρο που επιδιώκει τη μετατροπή της δομής (Blanchet & Trognon, 2002), όπως φαίνεται και παρακάτω:

Προσπαθώ να αλλάξω τον χαρακτήρα μου

«Προσπαθώ όμως δεν έχω αλλάξει. Το χαρακτήρα μου… Είναι, είμαι οξύθυμος… Πολλές φορές… Και το αυτό δουλεύω. Δηλαδή από την αρχή που ξεκίνησα με την ομάδα, ο στόχος ο βασικός είναι αυτός, κάποιες στιγμές το καταφέρνω, κάποιες ξανά γυρίζω πίσω… Προσπαθώ για αυτό είπα  δύσκολα να τ’ αλλάξω, γιατί με αυτό μεγάλωσα, έτσι μεγάλωσα. Αλλά η προσπάθεια μετράει. Αυτό ήταν το βασικό.»

Ε., ♂, Γονέας

Τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς προς άλλους

Η πέμπτη κατηγορία έχει τις περισσότερες απαντήσεις και αναφέρθηκε σε όλες τις ομάδες. Αφορά αλλαγές στον τρόπο σκέψης και στη συμπεριφορά προς τους άλλους. Όπως αναφέρει και η Μάτσα (2008), η διαδικασία των αλλαγών αρχικά έχει να κάνει με τον ψυχισμό και έπειτα μεταφέρεται και στις σχέσεις με τους άλλους. Και σε αυτήν, ωστόσο, την ερώτηση φαίνεται ότι συνεχίζουν οι αναφορές των μελών και των γονέων να είναι πιο περιγραφικές και προσωπικές σε σχέση με τις αναφορές του προσωπικού. Παρατίθενται τα παρακάτω αποσπάσματα:

Ο τρόπος σκέψης μου

«Ο τρόπος σκέψης μου. Πλέον σκέφτομαι πιο αισιόδοξα, πιο ανοιχτά, πιο ουσιώδης, με πιο λεπτομέρειες τα πράγματα, κοιτάω το κάθε τι, το κάθε μου βήμα. Αυτή είναι μεγάλη αλλαγή γιατί δεν σκεφτόμουνα έτσι.»

Α., ♂, Μέλος

Έμαθα να αγαπάω και να φροντίζω τον εαυτό μου και τους γύρω μου

«Εγώ θα πω ότι έμαθα να αγαπάω και να φροντίζω τον εαυτό μου και να αγαπάω και να φροντίζω ανθρώπους γύρω μου. Τους γύρω μου ανθρώπους. Αυτούς που έχω τώρα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή για μένα. Όλα τα άλλα αλλάζουν. Αυτό είναι η σημαντικότερη αλλαγή.»

Κ., ♂, Μέλος

Να πω στο σύζυγό μου πόσο τον αγαπούσα και τον λάτρευα

«Από όλα… για μένα το πιο σημαντικό ήταν αυτό το τελευταίο (έχει προηγηθεί αναφορά ότι πέθανε πρόσφατα ο σύζυγός της, στον οποίο δεν έλεγε πόσο τον αγαπάει, καθώς βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους) που μπόρεσα να πω στον σύζυγο μου πόσο τον αγαπούσα και τον λάτρευα… Για μένα αυτό το κεφάλαιο είναι το πιο βασικό. Το πιο συνταρακτικό, το πιο …δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά.»

Ε., ♀, Γονέας

Σταμάτησα να λειτουργώ με άκρα

«Εγώ νομίζω ότι η πιο σημαντική αλλαγή είναι ότι σταμάτησα να λειτουργώ με βάση το ποιο είναι σωστό και λάθος, ποιο είναι αντικειμενικό και υποκειμενικό, ποια είναι η αλήθεια και το ψέμα, ποιο είναι το δίκιο και το άδικο. Με άκρα.»

Σ., ♀, Προσωπικό

Άλλες αλλαγές.

Η έκτη και τελευταία κατηγορία αποτελείται από απαντήσεις μελών και προσωπικού που δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν σε χωριστές κατηγορίες, εξ ου και ο τίτλος «Άλλες αλλαγές». Αφορά αλλαγές που οι συμμετέχοντες χαρακτηρίζουν ως σημαντικότερες και αφορούν ένα ευρύ φάσμα, πολλούς τομείς της ζωής και της προσωπικότητάς τους.

Πολλές είναι οι σημαντικές δεν υπάρχει μία

«Ε, πολλές είναι οι σημαντικές, δεν υπάρχει μία. Όλο αυτό που έχω κάνει είναι σημαντικό για μένα. Δεν μπορώ να σου πω …να εξαιρέσω κάτι. Σημαντικό είναι ώστε να μπορώ να έχω επικοινωνία με καθαρά άτομα. Σημαντικό είναι ότι κατάλαβα τι σημαίνει η λέξη ελευθερία. Σημαντικό είναι το να έχουμε μια καθαρή σχέση. Είτε με γυναίκα είτε με φίλους. Πολλά είναι σημαντικά, δεν υπάρχει κάτι. Όλα είναι σημαντικά. Είναι μέχρι και η δύναμη, δυνατός που νιώθω ώστε να μην αμελώ πράγματα και αυτό σημαντικό είναι. Αισθάνομαι, δηλαδή, σαν ένα βάζο που το έσπασα ή μου το σπάσανε, μου το σπάσανε βασικά, και τώρα αρχίζω να τα κολλάω ένα ένα τα κομμάτια.»

Ε., ♂, Μέλος

Δέχομαι να κάνω αλλαγές

«Για μένα δεν ξέρω ποια είναι η πιο σημαντική, για μένα όλες οι αλλαγές σημαντικές είναι, αφού αλλάζεις και αλλάζεις και κάτι και κάνεις κάτι καινούργιο τώρα μικρό ή μεγάλο, δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι έτσι και αυτό είναι έτσι… Ότι δέχομαι να κάνω αλλαγές.»

Π., ♂, Προσωπικό

Συμπερασματικά, η θεραπεία έχει στόχο την αλλαγή στάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφοράς του ατόμου ως προς τη χρήση ουσιών αλλά και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων του τόσο με τα μέλη της ομάδας όσο και με τους σημαντικούς άλλους στη ζωή του. Επιπρόσθετα, αποσκοπεί στο να βοηθήσει το άτομο να ανταποκριθεί στις κοινωνικές, εκπαιδευτικές, επαγγελματικές, οικογενειακές και ψυχολογικές του ανάγκες (Πουλόπουλος, 2003). Οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι η ομάδα συμβάλλει στην προσωπική εξέλιξη και αλλαγή, ενώ είναι γεγονός ότι οι εμπειρίες των άλλων μελών, οι περιγραφές, οι αφηγήσεις τους και το συναίσθημα που τις περιβάλλει μπορεί να προκαλέσουν τη μίμηση και να οδηγήσουν στη διαπροσωπική μάθηση (Παπαστυλιανού, 2006). Ένας κύριος λόγος που η ομάδα μπορεί να αποτελέσει ισχυρή δύναμη για εξέλιξη και αλλαγή είναι η πρακτική της αμοιβαίας βοήθειας και η ισχυρή αλληλεξάρτηση των μελών (Northen & Kurland, 2013). Το μοίρασμα κοινών εμπειριών μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας διαμορφώνει συνθήκες για τη δημιουργία ειλικρινών σχέσεων και την υιοθέτηση ενός πιο δημιουργικού τρόπου ζωής (Ζαφειρίδης, 2001).

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η παρούσα έρευνα ανέδειξε έντονα τη δυναμική και τη συμβολή της ομάδας στη θεραπευτική διαδικασία, χωρίς τη συμβολή και τον ρόλο του θεραπευτή/συντονιστή. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι οφείλεται στο γεγονός πως τόσο οι θεραπευτικές κοινότητες όσο και οι ομάδες που διεξάγονται στις διάφορες μονάδες του ΚΕΘΕΑ προσομοιάζουν περισσότερο στις ομάδες αυτοβοήθειας παρά στις τυπικές θεραπευτικές ομάδες. Άλλωστε, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, για την αντιμετώπιση της εξάρτησης η πιο αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση είναι αυτή που υιοθετεί και εφαρμόζει τις βασικές αρχές και τεχνικές της αυτοβοήθειας, έναντι αυτών που βασίζονται αποκλειστικά σε πιο παραδοσιακές θεραπευτικές μεθόδους (Ζαφειρίδης, 2001).

Ως προς την ομάδα, τα μέλη «έχουν την τάση να εξυφαίνουν δεσμούς, να συμμορφώνονται οι μεν στους δε, να εσωτερικεύουν τους κανόνες και τις κοινές παραστάσεις και να αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια κοινότητα» (Blanchet & Trognon, 2002, σ. 52). Οι κανόνες που αναπτύσσονται αποτελούν ισχυρές πηγές συμμόρφωσης, καθώς παρατηρείται τάση υποχώρησης μπροστά στην πλειοψηφία. Από την άλλη, η επιρροή που μπορεί να ασκήσει μια ομάδα είναι ευθέως ανάλογη της ανάγκης που νιώθει το μέλος για την ομάδα (Douglas, 1997).

Αναφορικά με την έννοια της συμμόρφωσης, προκύπτει πως η συμμόρφωση λειτουργεί θετικά και βοηθά το άτομο στη θεραπευτική διαδικασία. Τα μέλη κυρίως τη θεωρούν ως προαπαιτούμενο της επιτυχούς θεραπείας καθώς, όπως αναφέρουν, η υποχώρηση είναι πολλές φορές απαραίτητη, αλλιώς επέρχεται η αποχώρηση από την ομάδα. Ουσιαστικά οι κανόνες λειτουργούν ως κοινές προσδοκίες και πεποιθήσεις για τις αποδεκτές συμπεριφορές. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές αυξάνουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια για τα μέλη και ενθαρρύνουν την από κοινού δράση για την επίτευξη των στόχων τους (Toseland & Rivas, 2005). Ο συγκεκριμένος άξονας εκφράστηκε αρκετά από την πλευρά των μελών, γεγονός που αποδεικνύει ότι η έννοια της συμμόρφωσης ήταν εμφανής κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στις ομάδες. Αντίθετα, οι γονείς δεν ανέφεραν ιδιαίτερα την έννοια της συμμόρφωσης. Έκαναν ελάχιστες αναφορές και αυτές κυρίως ως προς συγκεκριμένα άτομα παρά ως προς την ομάδα. Τέλος και το προσωπικό αναγνωρίζει την έντονη συμμόρφωση που μπορεί να επιφέρει η συμμετοχή σε μια ομάδα.

Εν ολίγοις, το άτομο συμμορφώνεται στους κανόνες της ομάδας, δέχεται πίεση, υποχωρεί και ασπάζεται την άποψη της πλειοψηφίας, προκειμένου να ολοκληρώσει επιτυχώς τη θεραπεία του. Μια τέτοια συμμόρφωση μπορεί να σημαίνει και την πραγματική ετοιμότητα για απεξάρτηση (Deusen et al., 2009). Ακόμη, παρατηρήθηκε η ύπαρξη μιας μιμητικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης στη θεραπευτική διαδικασία. Η μιμητική αυτή συμπεριφορά, προϊόν επηρεασμού της συμπεριφοράς και της σκέψης των μελών της ομάδας από τους θεραπευτές και την ίδια τη θεραπευτική διαδικασία, γίνεται εμφανής με την επανάληψη φράσεων-κλειδιών, εννοιών και σκέψεων της ομαδικής ψυχοθεραπείας (Παπαστυλιανού, 2006) όπως έγινε και στην παρούσα έρευνα από τα μέλη και κυρίως από τους γονείς.

Ως προς την έννοια της αντίστασης, αυτό που αναδεικνύεται από την έρευνα είναι ότι τα μέλη είναι αυτά που αναγνωρίζουν και αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι αντιστέκονται ή έχουν αντισταθεί στο παρελθόν. Αυτός ο άξονας εκφράστηκε περισσότερο από την πλευρά των μελών, γεγονός που αποδεικνύει την έντονη βιωματική τους εμπειρία με το υπό μελέτη ζήτημα. Για τα μέλη η έννοια της αντίστασης είναι κάτι πολύ γνώριμο, κυρίως στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Οι γονείς, αντίθετα, αναφέρθηκαν στην έκφραση αντίστασης κατά την αρχική φάση της θεραπευτικής διαδικασίας, μέσω της σιωπής ή της αποσιώπησης. Τέλος, το προσωπικό δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στην αντίσταση, καθώς είναι ελάχιστες οι προσωπικές βιωματικές αναφορές στο θέμα.

Είναι γεγονός πάντως πως «η αντίσταση αφορά ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα του ψυχισμού: συναισθηματικό, γνωστικό, συμπεριφορικό, διαπροσωπικό» (Γιωτσίδη, 2013, σ. 243). Η αντίσταση συχνά συνδέεται με την αλλαγή, που είναι και η τελευταία έννοια που μελετά η παρούσα έρευνα, καθώς οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι, σε μεγάλο βαθμό, η αντίστασή τους είναι απόρροια της πίεσης για αλλαγή, την οποία και κατάφεραν να μειώσουν μέσα από την ομαδική θεραπεία. Οι Blanchet και Trognon (2002) υποστηρίζουν ότι μια ομάδα αντιστέκεται στην αλλαγή, γιατί κάθε αλλαγή διαταράσσει την ισορροπία στις συνήθεις λειτουργίες, υποχρεώνοντας τα μέλη της να τις αναδιοργανώσουν. Όπως φάνηκε από τα λεγόμενα των μελών που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα, οι συνήθειες και οι συμπεριφορές που είχαν πριν από τη συμμετοχή στην ομάδα ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξουν, καθώς τόσα χρόνια λειτουργούσαν με έναν συγκεκριμένο τρόπον τον οποίο συχνά ενίσχυε και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Συμπέρασμα που συνάδει με την έννοια της αντίστασης ως τρόπου αποφυγής καταστάσεων που βιώνονται ως πρόκληση ή απειλή.

Ως προς την έννοια της αλλαγής βλέπουμε ότι οι απαντήσεις του προσωπικού υστερούν συγκριτικά με τις απαντήσεις των μελών και των γονέων. Τόσο τα μέλη όσο και οι γονείς ανέπτυξαν ιδιαίτερα αυτήν την κατηγορία, αναφερόμενοι σε προσωπικά παραδείγματα, στις σημαντικές αλλαγές που επιτεύχθηκαν μέσα από την ομάδα αλλά και στην προσπάθεια που πρέπει να επιδείξει ένα άτομο, καθώς η αλλαγή είναι μία προσωπική υπόθεση που απαιτεί κόπο και χρόνο. Αξίζει να αναφερθεί ότι από τους είκοσι οκτώ συμμετέχοντες στην έρευνα μόνο ένα άτομο από το προσωπικό ανέφερε ότι οι σημαντικές αλλαγές που πέτυχε έγιναν μέσα από την ατομική θεραπεία. Όλοι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ανέδειξαν την ομαδική θεραπεία ως την κατεξοχήν πηγή μέσα από την οποία κατάφεραν να φέρουν σε πέρας τις σημαντικότερες αλλαγές στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους.

Επιπρόσθετα, αναφορικά με τις τρεις έννοιες τις οποίες μελέτησε η συγκεκριμένη έρευνα, αυτές της συμμόρφωσης, της αντίστασης και της αλλαγής, όπως φαίνεται από την ανάλυση, αυτές κυριαρχούν στην ομαδική θεραπεία και έχουν με συγκεκριμένη χρονική ακολουθία. Αρχικά εμφανίζεται η αντίσταση, έπεται η συμμόρφωση στους κανόνες της ομάδας και στη θεραπευτική διαδικασία και, τέλος, επιτυγχάνεται η αλλαγή για την πλειοψηφία των συμμετεχόντων. Οι τρεις έννοιες είναι αλληλένδετες και δεν οδηγούν απαραίτητα σε αλλαγή. Για να φτάσει, ωστόσο, κανείς στην αλλαγή, φαίνεται ότι θα πρέπει να περάσει από τα στάδια της συμμόρφωσης και της αντίστασης. Φαίνεται λοιπόν ότι η αντίσταση και η συμμόρφωση είναι τα προστάδια της αλλαγής, καθώς η αντίσταση είναι ένα κρίσιμο σημείο, που ή θα οδηγήσει το άτομο σε φυγή ή στασιμότητα είτε σε αλλαγή μέσω της υποχώρησης και της πίεσης, της συμμόρφωσης, στη θεραπευτική, δηλαδή, διαδικασία. Επιπρόσθετα, οι έννοιες της συμμόρφωσης και της αλλαγής, αν και θεωρούνται συχνά αρνητικές έννοιες, σε αυτήν την έρευνα έχουν θετικό πρόσημο. Παρόλο που βιώθηκαν από κάποιους επώδυνα, λειτούργησαν τελικά θετικά και βοηθητικά για τη θεραπευτική διαδικασία και θεωρούνται αναπόσπαστα στάδια προς την αλλαγή.

Καταδεικνύεται τέλος ότι μέσα από την επίτευξη της αλλαγής επιτυγχάνεται και ένα είδος προσωπικής εξέλιξης των συμμετεχόντων, καθώς η πλειοψηφία αναφέρει αλλαγές που άπτονται ενός γενικότερου φάσματος και όχι μόνο του αρχικού προβλήματος που τους απασχολούσε. Αλλάζει ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς τους, ακόμη και το νόημα της ζωής τους, και αυτό αποτελεί προσωπική εξέλιξη. Η θεραπεία αποτελεί ένα είδος μάθησης νέων δεξιοτήτων για την αντιμετώπιση δυσκολιών και προβλημάτων. Δεν αποβλέπει απλώς στην ομαλοποίηση της συμπεριφοράς, αλλά έχει ως κύριο στόχο «να κάνει ικανό το θεραπευόμενο, μέσα από μια διαδικασία βαθιών αλλαγών του εαυτού του και των όρων ζωής του, να διαμορφώσει ο ίδιος έναν νέο τρόπο ζωής, χωρίς ουσίες και φυγές, με νόημα και αξίες» (Μάτσα, 2007, σ. 21).

Κλείνοντας, κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω έρευνα και κλινική πρακτική. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η διενέργεια έρευνας με άτομα που εγκατέλειψαν τις θεραπευτικές ομάδες, ώστε να διερευνηθεί και η δική τους οπτική γύρω από τα ερευνητικά ζητήματα που απασχόλησαν την παρούσα έρευνα. Οι συμμετέχοντες της συγκεκριμένης έρευνας από τη στιγμή που συνεχίζουν την ενασχόλησή τους με τη θεραπευτική ομάδα, είτε ως μέλη, είτε ως γονείς, είτε ως προσωπικό, δεν μπορούν σίγουρα να δουν αντικειμενικά τα υπό μελέτη ζητήματα. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας με συμμετέχοντες που έχουν διακόψει τη θεραπευτική διαδικασία θα είχε ερευνητικό ενδιαφέρον, προκειμένου να αναδειχθούν οι διαφορές και να μελετηθούν εις βάθος τα ζητήματα της συμμόρφωσης, της αντίστασης και της αλλαγής. Τέλος, θα ήταν σκόπιμη η μελέτη των ανωτέρω ζητημάτων και σε άλλα ήδη θεραπευτικών ομάδων, πέραν των θεραπευτικών ομάδων στο πεδίο της απεξάρτησης, προκειμένου να διερευνηθεί εάν ισχύουν τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας ή εάν υπάρχουν σαφείς διαφορές στον τρόπο αντίληψης των υπό μελέτη ζητημάτων.

 

[1] Ψυχολόγος- Κοινωνική Λειτουργός

[2] Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, e-mail: chpoulo@socadm.duth.gr

 

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Αρχοντάκη, Ζ. & Φιλίππου, Δ. (2003). 205 βιωματικές ασκήσεις για εμψύχωση ομάδων. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

Babbie, E. (2011). Εισαγωγή στην Κοινωνική Έρευνα. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική Α.Ε.

Blanchet, A. & Trognon, A. (2002). Ψυχολογία Ομάδων. Θεωρητικές προσεγγίσεις και εφαρμογές των ομαδικών μοντέλων (2η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας.

Brown, H. (2005). Θεματικές πειραματικής έρευνας για τις ομάδες από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1990. Στο M. Wetherell (επιμ.). Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Γεωργάκας, Π. (2007). Εξάρτηση μια ατομική επιλογή. Απεξάρτηση μια συλλογική διαδικασία. Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο Α.Ε.

Γιωτσίδη, Β. (2013). Η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία. Θεωρία, έρευνα και κλινικό έργο. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Deusen, J.M., Stanton, M.D., Scott, S.M., Todd, T.C., & Mowatt, D.T. (2009). Τρόποι να πειστεί το εξαρτημένο άτομο να συναινέσει στη συμμετοχή της οικογένειας προέλευσής του: Η πρώτη επαφή. Στο M.D. Stanton & T.C. Todd (Eds), Οικογενειακή θεραπεία για την κατάχρηση ουσιών και την εξάρτηση. Αθήνα: Εκδόσεις Ερευνητές.

Douglas, T. (1997). Η επιβίωση στις ομάδες. Βασικές αρχές της συμμετοχής σε ομάδες (επιμ. Ν. Δέγλερης). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ζαφειρίδης, Φ. (2001). Ψυχική Υγεία και αυτοβοήθεια: το παράδειγμα των ανωνύμων ναρκομανών (ΝΑ) και αλκοολικών (ΑΑ). Τετράδια Ψυχιατρικής, 73: 22-29.

Hogg, M.A. & Vaughan, G.M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία (επιμ. Α. Χαντζή). Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, Χ. (2009). Κοινωνική Εργασία με Ομάδες. Μια μορφή προσέγγισης για συνεργασία & δράση (2η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Έλλην.

Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία. Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Κυριαζή, Ν. (2009). Η Κοινωνιολογική Έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κωνσταντινίδης, Γ. & Μιχαηλίδου, Λ. (2009). Ποιοτική έρευνα στις δημόσιες σχέσεις: το εναλλακτικό εργαλείο προσέγγισης της κοινής γνώμης. Διοικητική Ενημέρωση, 49: 84-94.

Leahy, R. (2011). Αντιμετωπίζοντας την αντίσταση στη γνωστική θεραπεία (επιμ. Χ., Χιονίδου). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Λιάππας, Γ. (2011). Ναρκωτικά. Εθιστικές ουσίες, κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. (6η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Μαρούδα-Χατζούλη, Α. (2014). Η Ανάγκη του Ανήκειν. Ομαδικότητα και Συγκρούσεις στις Ομάδες. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Μάτσα, Κ. (2007). Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές… Το αίνιγμα της τοξικομανίας. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

Μάτσα, Κ. (2008). Ψυχοθεραπεία και Τέχνη στην Απεξάρτηση. Το «παράδειγμα» του 18 ΑΝΩ. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

Morgan, H. & Thomas, K. (2005). Μια ψυχοδυναμική οπτική για τις ομαδικές διεργασίες. Στο M. Wetherell (επιμ.), Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ναυρίδης, Κ. (2005). Ψυχολογία των ομάδων. Κλινική ψυχοδυναμική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Παπαστυλιανού, Α. (2006). Ομαδική Ψυχοθεραπεία: Μετανεωτερικές εξελίξεις και το Συνθετικό-Συστημικό Μοντέλο. Ψυχολογία, 13(1): 30-55.

Πουλόπουλος, Χ. & Τσιμπουκλή, Α. (1995). Ομαδικά εστιασμένη συνέντευξη (Focus group interview) – Ένα νέο μεθοδολογικό εργαλείο έρευνας στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Κοινωνική Εργασία, 39: 158-163.

Πουλόπουλος, Χ. (2003). Είναι η διακοπή από τη θεραπευτική κοινότητα αποτυχία; Εξαρτήσεις, 3: 12-32.

Πουλόπουλος, Χ. (2011). Κοινωνική Εργασία και Εξαρτήσεις. Οι Κοινότητες της Αλλαγής. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Πουλόπουλος, Χ. & Τσιμπουκλή, Α. (2016). Δυναμική των ομάδων και αλλαγή στους οργανισμούς. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Σταλίκας, Α. (2013). Εισαγωγή. Στο Β. Γιωτσίδη, Η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία. Θεωρία, έρευνα και κλινικό έργο. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Χρηστάκης, Ν. (2010). Το Πρόσωπο και οι Άλλοι. Θέματα Επικοινωνίας και Κοινωνικής Ψυχολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Yalom, I. & Leszcz, M. (2006). Θεωρία και Πράξη της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας (επιμ. Γ. Ζέρβας). Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

Ξενόγλωσση

De Leon, G. (1997). Therapeutic Communities: Is There an Essential Model? Ιn G. De Leon (Ed.). Community as Method. Therapeutic Communities for Special Populations and Special Settings. USA: Greenwood Publishing Group.

Kooyman, M. (1992). The therapeutic community for addicts. Intimacy, parent involvement and treatment outcome. Rotterdam: Universiteits Drukkerij.

Mason, J. (1996). Qualitative Researching. London: Sage Publications Inc.

Miles, M. & Huberman, M. (1994). Qualitative Data Analysis. Sage Publications Inc.

Neri, C. (1998). Group. London: Jessica Kingsley Publishers.

Northen, H. & Kurland, R. (2013). Social Work with Groups (3rd ed.). New York: Columbia University Press.

Prochaska, J.O., & DiClemente, C.C. (1986). Toward a comprehensive model of change.In W.R. Miller & N. Heather (Eds), Treating addictive behavior: Processes of change. New York: Plenum Press, p. 3-27.

Prochaska, J.O., DiClemente, C.C., & Norcross J.C. (1992). In search of how people change: Applications to Addictive Behaviors. American Psychologist, 47(9): 1102-1114.

Rogers, C.R. (1970). Encounter groups. New York: Pelican Books.

Rosenthal, L. (1993). Resolving Resistance in Group Psychotherapy. New York: Jason Aronson, Incorporated.

Sacks, S., De Leon, G., Bernhardt, A.I., & Sacks, J. (1997). A Modified Therapeutic Community for Homeless Mentally Ill Chemical Abusers. In G. De Leon (Ed.), Community as Method. Therapeutic Communities for Special Populations and Special Settings. USA: Greenwood Publishing Group.

Satterfield, W.A., Buelow, S.A., Lyddon, W.J., & Johnson, J.T. (1995). Client stages of change and expectations about counseling. Journal of Counseling Psychology, 42(4): 476-478.

Shazer, De S. (1984). The Death of Resistance. Family Process, 23(1): 11-17.

Smith, K.J., Subich, L.M., & Kalodner, C. (1995). The Transtheoretical Model’s Stages and Processes of change and their relation to premature termination. Journal of Counseling Psychology, 42(1): 34-39.

The American Group Psychotherapy Association (AGPA), (2007). Practice Guidelines for Group Psychotherapy. Science to Service Task Force. [Available electronically at: http://www.agpa.org/home/practice-resources/practice-guidelines-for-group-psychotherapy].

Toseland, R.W. & Rivas, R.F. (2005). An Introduction to Group Work Practice. Boston: Pearson / Allyn & Bacon.

Weinberg, H. & Weishut, D.J.N. (2012). The Large Group: Dynamics, Social Implications and Therapeutic Value. In J.L. Kleinberg (Ed.), The Wiley-Blackwell Handbook of Group Psychotherapy (1st ed.). John Wiley & Sons, Ltd.

Yablonsky, L. (1965). The tunnel back: Synanon. New York: Macmillan.

Zastrow, C. (2008). Social Work with Groups: A Comprehensive Workbook. UK: Cengage Learning.

 

 

[1] Ψυχολόγος- Κοινωνική Λειτουργός

[2] Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, e-mail: chpoulo@socadm.duth.gr