Μαρία Καραμίχου1, Ανδρέας Τσούνης2, ORCID & Ελένη Παπακώστα-Γάκη2, ORCID
1 Ψυχολόγος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ψυχολογίας
2 Ψυχολόγος, Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Δήμου Θεσσαλονίκης – Ο.ΚΑ.ΝΑ. ”ΣΕΙΡΙΟΣ”
DOI: https://doi.org/10.57160/EPFH3217
Παραπομπή σε APA 7th edition:
Εισαγωγή: Η χρήση ουσιών αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, έχουν αναπτυχθεί διάφορα προγράμματα πρόληψης ουσιών στο σχολείο. Ωστόσο, διαχρονικά, έχουν τεθεί ποικίλα ζητήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους.
Σκοπός: Η ανασκόπηση ερευνητικών μελετών σχετικά με τις παρεμβάσεις πρόληψης της χρήσης νόμιμων και παράνομων ουσιών στο σχολείο, με στόχο τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών τους, όπως αντικατοπτρίζονται στο θεωρητικό τους υπόβαθρο, τις μεθόδους αξιολόγησής και στην αποτελεσματικότητά τους.
Υλικό και Μέθοδος: Αναζητήθηκαν ερευνητικές μελέτες σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (PubMed, Google Scholar) με λέξεις κλειδιά: “Prevention”, “School”, “Drugs”, “Substance abuse”, “Tobacco” και “Alcohol”. Κατά την αναζήτηση προέκυψαν συνολικά 249 μελέτες, από τις οποίες συμπεριλήφθησαν οι 28.
Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των μελετών βασίστηκε σε προσεγγίσεις κοινωνικής επιρροής. Οι περισσότερες ανέφεραν κυρίως σημαντικές βραχυπρόθεσμες επιδράσεις. Τα περισσότερα προγράμματα ανέφεραν μικρές αλλά συνεπείς προστατευτικές επιδράσεις στην πρόληψη του καπνού, του αλκοόλ και της παράνομης χρήσης ναρκωτικών, ενώ η θετική επίδρασή τους ήταν μεγαλύτερη μεταξύ εκείνων των εφήβων που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στη χρήση ναρκωτικών.
Συμπεράσματα: Οι τεκμηριωμένες μέθοδοι βασισμένες σε μοντέλα που στηρίζονται στη θεωρία και ξεκάθαρους ρεαλιστικούς στόχους ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών αποτελούν την καλύτερη επιλογή με το μεγαλύτερο όφελος.
Λέξεις κλειδιά: Πρόληψη, σχολείο, ουσίες, συστηματική ανασκόπηση
Εισαγωγή
Ο γενικός στόχος της πρόληψης είναι το να ελαττώσει τους κινδύνους εμφάνισης ή επιδείνωσης μιας ασθένειας ή μιας κατάστασης. Στην περίπτωση της χρήσης και εξάρτησης από ουσίες αφορά στον περιορισμό όσων παραγόντων αυξάνουν την ευαλωτότητα του ατόμου και στην παράλληλη ενίσχυση όσων το ενδυναμώνουν, με σκοπό την αποφυγή ή αναβολή έναρξης της χρήσης και της εξάρτησης. Τα πρώτα προγράμματα πρόληψης της χρήσης νόμιμων και παράνομων ουσιών αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 50 και περιελάμβαναν δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Από το 70 και μετά, αναπτύχθηκαν προγράμματα ανάπτυξης δεξιοτήτων ζωής, που στη δεκαετία του 90 εμπλουτίστηκαν από προγράμματα συναισθηματικής και κοινωνικής μάθησης και εξέλιξης (Borkowski et al., 2007; Τσούνης, 2012; Νοικοκυράκης και συν., 2020).
Κατά την παλαιότερη τυπολογία, διακρίνεται σε τρία επίπεδα: (α) την πρωτογενή που αναφέρεται σε παρεμβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν την εκδήλωση του φαινομένου, (β) τη δευτερογενή, που στοχεύει στη μείωση της επικράτησης ενός προβλήματος μέσω της έγκαιρης διάγνωσης και (γ) την τριτογενή, που αποβλέπει στη μείωση των συνεπειών. Ωστόσο, στις πιο σύγχρονες προσεγγίσεις διακρίνεται σε καθολική (universal), επικεντρωμένη (selective) και ενδεδειγμένη (indicated). Στη νέα τυπολογία βασικό κριτήριο είναι η ομάδα στόχος. Ειδικότερα, οι καθολικές παρεμβάσεις στοχεύουν στο γενικό πληθυσμό, οι επικεντρωμένες σε συγκεκριμένες υποομάδες του νεανικού πληθυσμού με ευάλωτα χαρακτηριστικά, ενώ η ενδεδειγμένη πρόληψη απευθύνεται σε όσους έχουν εκδηλώσει πρώιμα σημάδια χρήσης ουσιών. Οι παρεμβάσεις υλοποιούνται στην σχολική κοινότητα, στην οικογένεια και στην ευρύτερη κοινότητα (Τσούνης, 2020).
Tο περιεχόμενο και οι στόχοι της πρόληψης των ουσιών έγκειται στα εξής: (i) ενημέρωση, (ii) ενίσχυση προσωπικών δεξιοτήτων, (iii) ενίσχυση κοινωνικών δεξιοτήτων, (iv) παροχή κανονιστικής εκπαίδευσης και (v) ενίσχυση της δημιουργικής έκφρασης (Cuijpers, 2002; Nation et al., 2003; Νοικοκυράκης και συν., 2020). Οι δράσεις ενημέρωσης αποτελούν αναγκαίο κομμάτι των παρεμβάσεων, αλλά για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να δίνεται έμφαση στις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες ανάλογα με το αντικείμενο παρέμβασης, να μη στηρίζονται σε πρακτικές εκφοβισμού, ενώ οι πληροφορίες που δίνονται πρέπει να είναι σαφείς και τεκμηριωμένες (Roe & Becker, 2005). Την ίδια στιγμή, η έρευνα έχει τεκμηριώσει τη θετική συσχέτιση συμπεριφορών υγείας και προστατευτικών παραγόντων που έχουν να κάνουν με τις προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες (EMCDDA, 2019). Οι βασικές προσωπικές δεξιότητες που καλλιεργούνται στα προγράμματα είναι οι δεξιότητες λήψης αποφάσεων, επίλυσης προβλημάτων, καθορισμού στόχων και αυτογνωσίας (Νοικοκυράκης και συν., 2020). Επίσης, η εμπειρική έρευνα δείχνει πως η ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων στο νεανικό πληθυσμό συνδέεται με τη μείωση των ποσοστών έναρξης του καπνίσματος και ελάττωσης στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών και ψυχοτρόπων ουσιών (EMCDDA, 2019; Hawkins et al., 2008). Οι βασικότερες κοινωνικές δεξιότητες που προωθούνται στις παρεμβάσεις είναι οι δεξιότητες επικοινωνίας, οι δεξιότητες αντίστασης στη πίεση των συνομήλικων και οι δεξιότητες σύναψης ουσιαστικών σχέσεων (Νοικοκυράκης και συν., 2020). Η κανονιστική εκπαίδευση, από την άλλη, στοχεύει στην αλλαγή ορισμένων υπερτιμημένων αντιλήψεων και στάσεων γύρω από ένα φαινόμενο (π.χ., η χρήση κάνναβης είναι «οικολογική» ή «δεν βλάπτει γιατί είναι φυσικό προϊόν» κ.α.), ενώ η δημιουργική έκφραση στηρίζεται στην υπόθεση ότι η έμφαση στη δημιουργική πλευρά του ατόμου μπορεί να περιορίσει την έκθεσή του σε επιβλαβείς καταστάσεις και να ενισχύσει την τη διεργασία άντλησης ικανοποίησης μέσω θετικών συμπεριφορών (Durlak & Wells, 1997; NIDA, 2003; Νοικοκυράκης και συν., 2020).
Διαχρονικά η πρόληψη των ουσιών έχει στηριχθεί σε διάφορα θεωρητικά μοντέλα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι, το μοντέλο των πεποιθήσεων για την υγεία (Champion & Skinner, 2008), το μοντέλο της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς (Ajzen, 1991), το μοντέλο της αυτο-αποτελεσματικότητας, που στηρίζεται στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Prattetal., 2010), το μοντέλο της κοινωνικής ανάπτυξης (Fleming et al., 2002) και το μοντέλο της προβληματικής συμπεριφοράς (Jessor, 1991).
Το μοντέλο των πεποιθήσεων για την υγεία αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 50. Τα κύρια συστατικά του είναι η υποκειμενική αίσθηση τρωτότητας, η υποκειμενική αίσθηση σοβαρότητας, η υποκειμενική αίσθηση για τα οφέλη μέσα από την υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς, η υποκειμενική αίσθηση για τα εμπόδια, που αναφέρεται στης αρνητικές συνέπειες της υιοθέτησης μιας συμπεριφοράς και, τέλος, τα ερεθίσματα για δράση που αναφέρονται σε εσωτερικά ή εξωτερικά ερεθίσματα που δέχεται το άτομο. Η τρωτότητα και η σοβαρότητα σχετίζονται με την πρόσληψη μιας απειλής και συνιστούν τα στοιχεία που ωθούν στην ανάληψη δράσης, τα οφέλη και τα εμπόδια έχουν να κάνουν με την αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς, οδηγώντας στην επιλογή τρόπου δράσης, ενώ για να ενεργοποιηθεί το άτομο απαιτείται η παρουσία των ερεθισμάτων για δράση (Champion & Skinner, 2008).
Η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς συνιστά ένα κοινωνικό-γνωστικό μοντέλο. Σύμφωνα με τις αρχές της, οι βασικοί προσδιοριστές της πρόθεσης κάποιου να πραγματοποιήσει μια συμπεριφορά είναι τρεις. Πρώτον, η προσωπική του στάση απέναντι στη συγκεκριμένη συμπεριφορά, που προσδιορίζεται από τις προσδοκίες για το αναμενόμενο αποτέλεσμα και την αξιολόγηση των θετικών ή αρνητικών συνεπειών της συμπεριφοράς. Δεύτερον, οι υποκειμενικοί κανόνες συμπεριφοράς, που καθορίζονται από την κοινωνική πίεση από τους «σημαντικούς άλλους» και τα κίνητρα συμμόρφωσης με τις προσδοκίες τους. Τρίτον, από την υποκειμενική αντίληψη του ατόμου για την άσκηση ελέγχου που έχει να κάνει με το βαθμό ευκολίας ή δυσκολίας που αντιμετωπίζει κανείς ανακαλώντας παλαιότερες εμπειρίες και αναμενόμενα εμπόδια (Ajzen, 1991; Armitage & Conner, 2001).
Το μοντέλο της αυτο-αποτελεσματικότητας στηρίζεται στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Σε γενικές γραμμές, δίνει έμφαση στη μάθηση μέσω της παρατήρησης, σε μια διαδικασία όπου το άτομο παρατηρεί τις εξωτερικές επιδράσεις, τις ερμηνεύει και τις ταξινομεί βάσει της εμπειρίας του και στη συνέχεια αναπτύσσει συγκεκριμένη δράση. Κομβικός παράγοντας στην διαδικασία τροποποίησης μιας συμπεριφοράς είναι η αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας. Συμφώνα με το μοντέλο η υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς υγείας εξαρτάται από: α) το βαθμό συνειδητοποίησης του ατόμου σε σχέση με το αν βρίσκεται σε κίνδυνο, β) την προσδοκία ότι η αλλαγή μιας συμπεριφοράς θα μειώσει τον κίνδυνο και γ) την αντίληψη της αυτό-αποτελεσματικότητάς του. Η έρευνα έχει σε μεγάλο βαθμό τεκμηριώσει τόσο την επίδραση του περιβάλλοντος μέσω της παρατήρησης, όσο και τη σημαντική προβλεπτική αξία της αίσθησης αυτό-αποτελεσματικότητας στην υιοθέτηση ή όχι συμπεριφορών υγείας ή κινδύνου. Έτσι, πλήθος μοντέλων πρόληψης έχει ενσωματώσει σε σημαντικό βαθμό την έννοια της αυτό-αποτελεσματικότητας (Pratt e tal., 2010).
Σύμφωνα με το μοντέλο κοινωνικής ανάπτυξης οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται εντός μιας διαδικασίας που περιλαμβάνει τέσσερα συστατικά: τις δυνατότητες για εμπλοκή σε αλληλεπιδράσεις με άλλους, το βαθμό εμπλοκής, τις δεξιότητες αλληλεπίδρασης και την ενίσχυση που λαμβάνουν αναπτύσσοντας ορισμένες συμπεριφορές. Η αύξηση αποδοχής, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η μείωση των παραγόντων κινδύνου, από τη μια πλευρά, και η ενίσχυση των προστατευτικών παραγόντων, από την άλλη, συμβάλει στην ανάπτυξη συμπεριφορών υγείας. Ειδικότερα, το άτομο κατά την κοινωνικοποίησή του αναπτύσσει μια αίσθηση «δεσμού» με ομάδες πρωταρχικής κοινωνικοποίησης (π.χ., οικογένεια, συνομήλικοι) και ενσωματώνει τις αξίες και τους κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό τους. Όταν οι αξίες και τα μοτίβα συμπεριφοράς συνδέονται με υγιή πρότυπα το άτομο καλλιεργεί παρόμοιες αντιλήψεις και αξίες για να είναι αποδεκτό (Fleming et al., 2002).
Το μοντέλο της προβληματικής συμπεριφοράς, σε μια προσπάθεια ερμηνείας της υιοθέτησης αρνητικών συμπεριφορών υγείας, στηρίζεται στη λειτουργία τριών βασικών ομάδων παραγόντων/συστημάτων (σύστημα προσωπικότητας, σύστημα αντίληψης του κοινωνικού περιβάλλοντος και σύστημα συμπεριφορών), η αλληλεπίδραση των οποίων καθορίζει την υιοθέτηση μιας θετικής ή προβληματικής συμπεριφοράς. Το σύστημα της προσωπικότητας περιλαμβάνει κοινωνικο-γνωστικούς παράγοντες (π.χ., προσωπικές στάσεις, αξίες και προσδοκίες που καθρεφτίζουν προηγούμενες εμπειρίες), το σύστημα αντίληψης του κοινωνικού περιβάλλοντος αναφέρεται σε μοντέλα κοινωνικής λειτουργίας που ασκούν άμεση ή έμμεση επίδραση, ενώ το σύστημα των εν δυνάμει συμπεριφορών αφορά στις προβληματικές και υγιείς συμπεριφορές. Οι προβληματικές συμπεριφορές αναπτύσσονται όταν το άτομο θεωρεί ότι συμβάλλουν στην επίτευξη προσωπικών στόχων (π.χ., χρήση ουσιών σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της πλήξης ή μιας αποτυχίας). Η παρουσία παραγόντων κινδύνου και η ανυπαρξία προστατευτικών παραγόντων αυξάνουν την πιθανότητα υιοθέτησης αρνητικών συμπεριφορών. Συνεπώς, τα προγράμματα πρόληψης δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, ως προστατευτικών παραγόντων (Jessor, 1991).
Οι παρεμβάσεις στη σχολική κοινότητα είναι οι πλέον ενδεδειγμένες καθώς μπορούν να διασφαλίσουν τη πρόσβαση σε ένα μεγάλο αριθμό παιδιών και νέων εντός ενός οργανωμένου κοινωνικά πλαισίου, όπως το σχολείο. Οι βασικοί παράγοντες αποτελεσματικότητάς τους είναι ο καθορισμός ενός σαφούς θεωρητικού πλαισίου, όπως αυτά που αναφέρθηκαν, η αξιοποίηση κατάλληλων μεθόδων αλληλεπίδρασης (π.χ., ενεργητική μάθηση), η δυνατότητα να συμβάλουν στην ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, η αξιοποίηση αξιόπιστων εκπαιδευτικών υλικών και η δυνατότητα υλοποίησής τους από κατάλληλα από εκπαιδευμένους λειτουργούς (EMCDDA, 2019).
Επιπλέον, ένα σημαντικό κομμάτι τους αποτελούν οι δυνατότητές αξιολόγησής τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας ενισχύεται η τεκμηρίωση μιας παρέμβασης, ενώ την ίδια στιγμή, εντοπίζονται τα δυνατά σημεία και οι αδυναμίες της. Η αξιολόγηση των παρεμβάσεων πρόληψης των εξαρτητικών συμπεριφορών περιλαμβάνει δυο βασικούς άξονες: τη διαδικασία και το αποτέλεσμα. Η αξιολόγηση της διαδικασίας περιγράφει την εφαρμογή της παρέμβασης και στηρίζεται σε δείκτες όπως η συνέπεια ως προς τον αρχικό σχεδιασμό, ο βαθμός τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων και ο βαθμός συμμετοχής. Η αξιολόγηση του αποτελέσματος συνιστά ένα πιο πολύπλοκο ζήτημα που συχνά παρουσιάζει δυσκολίες στη μέτρηση δεδομένου ότι πρέπει να απαντήσει στο κατά πόσο μια παρέμβαση πέτυχε τους γενικούς και ειδικούς στόχους της (π.χ., συμπεριφορές που άλλαξαν μετά από τη διεξαγωγή ενός προγράμματος) (EMCDDA, 2019; Νοικοκυράκης και συν., 2020).
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, πως οι πολιτικές πρόληψης έχουν φτάσει σε ένα σημείο, κατά το οποίο έχουν αναπτύξει και τείνουν να στηρίζονται όλο και περισσότερο στη θεωρία, προσπαθούν να αξιοποιήσουν τεκμηριωμένες καλές πρακτικές και δίνουν όλο και περισσότερο έμφαση στη δυνατότητα αξιολόγησης και μέτρησης της αποτελεσματικότητάς τους. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συστηματική ανασκόπηση μελετών στο πεδίο των εφαρμογών πρόληψης στο σχολικό πλαίσιο. Η παρούσα μελέτη δίνει έμφαση τόσο στο περιεχόμενο των παρεμβάσεων, όσο και στο θεωρητικό μοντέλο, τις μεθόδους αξιολόγησής τους και την αποτελεσματικότητά τους.
Υλικό και Μέθοδος
Στρατηγική αναζήτησης και κριτήρια επιλογής μελετών
Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συστηματικής ανασκόπησης. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκε αναζήτηση άρθρων, στην Αγγλική γλώσσα στις εξής βάσεις δεδομένων: MEDLINE/PubMed και Google Scholar. Η αναζήτηση πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2021. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: “Prevention”, ”School”, ”Drugs”, ”Substance abuse”, ”Tobacco”, ”Alcohol”. Επιπλέον, ελέγχθηκε η βιβλιογραφία των δημοσιεύσεων που συμπεριλήφθηκαν στην ανασκόπηση, προκειμένου να εντοπίσουμε μελέτες που δεν εντοπίστηκαν αρχικά. Προκειμένου να ελαχιστοποιήσουμε την όποια μεροληψία, δεν βάλαμε περιορισμό στις ημερομηνίες δημοσίευσης, στις μεθόδους μελέτης ή στο μέγεθος του δείγματος. Τα κριτήρια ένταξης των υπό αξιολόγηση μελετών ήταν τα εξής: (i) μελέτες γραμμένες στην Αγγλική γλώσσα, (ii) μελέτες που αφορούσαν σε προγράμματα πρόληψης νόμιμων και παράνομων ουσιών, (iii) τόσο ποσοτικές, όσο και ποιοτικές μελέτες, (iv) μελέτες που αξιολογούσαν την αποτελεσματικότητά τους. Από την άλλη τα κριτήρια αποκλεισμού ήταν τα εξής: i) μελέτες που ήταν βιβλιογραφικές, (ii) μελέτες που αφορούσαν σε προγράμματα πρόληψης άλλων φαινομένων (π.χ., στοματική υγιεινή, διατροφή)
Επιλογή μελετών
Κατά την αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων προέκυψαν 249 άρθρα και κεφάλαια βιβλίων που αφορούσαν σε παρεμβάσεις πρόληψης στο σχολικό πλαίσιο. Μετά από την αξιολόγηση των μελετών μόνο 30 μελέτες πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Ωστόσο δυο επιπλέον μελέτες (Cariaetal., 2011; Faggiano et al., 2008) αποκλείστηκε, καθώς το ίδιο δείγμα χρησιμοποιήθηκε και σε δεύτερη έρευνα (Faggiano et al., 2007). Συνεπώς, στην συστηματική ανασκόπηση εντάχθηκαν 28 μελέτες. Παρόλο που δεν υπήρχε ως κριτήριο αποκλεισμού η ύπαρξη ποιοτικών μελετών, το σύνολο των μελετών που εντάχθηκαν ήταν ποσοτικές. Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται αναλυτικά τα βήματα που ακολουθηθήκαν κατά τη διαδικασία εύρεσης, αποκλεισμού και τελικής επιλογής των υπό εξέταση μελετών.
Σχήμα 1 Διάγραμμα επιλογής μελετών
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Χαρακτηριστικά των μελετών που συμπεριλήφθηκαν στη συστηματική ανασκόπηση
Τα χαρακτηριστικά των μελετών που επιλέχθηκαν παρουσιάζονται αναλυτικά στον Πίνακα 1. Οι 27 παρεμβάσεις αφορούσαν μαθητές και των δυο φύλων, ενώ μια μελέτη αφορούσε μόνο κορίτσια (Botvin et al., 1999). Οι 20 παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν σε μαθητές της Β’ Βάθμιας εκπαίδευσης (Botvin et al., 2001; Botvin et al., 1999; Crone et al., 2003; Cuijpers et al., 2002; Ellickson et al., 2003; Espada et al., 2012; Faggiano et al., 2007; Guo et al., 2015; Johnson et al., 2009; Marsiglia et al., 2015; Newton et al., 2009; Perry et al., 1980; Peterson et al., 2000; Resnicow et al., 2008; Sanchez et al., 2017; Sanchez et al., 2018; Tan et al., 2018; Telch et al., 1990; Vigna-Taglianti et al., 2021; Werch et al., 2005), έξι παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν σε μαθητές του δημοτικού (Donaldson et al., 1994; Furr-Holden et al., 2004; Hopfer et al, 2013; Kulis et al., 2019; Seal, 2006; Wang et al., 2012), ενώ δυο παρεμβάσεις αφορούσαν στην παράλληλη εφαρμογή σε μαθητές γυμνασίου και δημοτικού (Gabrhelik et al., 2012; Sanchez et al., 2021). Έξι παρεμβάσεις εστίαζαν αποκλειστικά στην πρόληψη του καπνίσματος (Botvin et al., 1999; Crone et al., 2003; Perry et al., 1980; Peterson et al., 2000; Resnicow et al., 2008; Wang et al., 2012), μια αποκλειστικά στην πρόληψη του αλκοόλ (Newton et al., 20090 και μια αποκλειστικά στην πρόληψη παράνομων ουσιών (Tan et al., 2018), ενώ οι υπόλοιπες παρεμβάσεις εστίαζαν στην ταυτόχρονη πρόληψη νόμιμων και παράνομων ουσιών. Η παλαιότερη μελέτη πραγματοποιήθηκε το 1980 (Perry et al., 1980), ενώ η πιο σύγχρονη το 2021 (Sanchez e tal., 2021).
Η πλειοψηφία των μελετών (συνολικά δεκατρείς: Botvin et al., 2001; Botvin et al., 1999; Donaldson et al., 1994; Ellickson et al., 2003; Furr-Holden e tal., 2004; Hopfer et al, 2013; Johnson et al., 2009; Marsiglia et al., 2015; Perry et al., 1980; Peterson et al., 2000; Telch et al., 1990; Wang et al., 2012; Werch et al., 2005) πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέντε μελέτες (Crone et al., 2003; Cuijpers et al., 2002; Espada et al., 2012; Faggiano et al., 2007; Gabrhelik et al., 2012) πραγματοποιήθηκαν σε Ευρωπαϊκές χώρες, τέσσερις (Kulis et al., 2019; Sanchez et al., 2017; Sanchez et al., 2018; Sanchez et al., 2021) σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, δυο (Resnicow et al., 2008; Vigna-Taglianti et al., 2021) σε Αφρικανικές χώρες, τρεις (Guo et al., 2015; Seal, 2006; Tan et al., 2018) σε χώρες της Ασίας και μία (Newton et al., 2009) στην Αυστραλία. Μια από τις μελέτες ήταν διαπολιτισμική (Faggiano et al., 2007), καθώς περιελάμβανε σχολεία από επτά χώρες, ενώ οι υπόλοιπες ήταν εθνικές. Όλες οι μελέτες περιελάμβαναν αξιολόγηση των παρεμβάσεων, ενώ εκτός από δυο (Donaldson et al., 1994; Hopfer et al., 2013), σε όλες τις περιπτώσεις πραγματοποιήθηκε follow-up μετά την παρέμβαση.
Θεωρητικά μοντέλα και υλικά των παρεμβάσεων
Οι περισσότερες παρεμβάσεις είχαν ως στόχο την ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, γεγονός που οφείλεται στο ότι η σχετική έρευνα έχει τεκμηριώσει σε σημαντικό βαθμό τη θετική σχέση τους με συμπεριφορές υγείας, καθώς και τη λειτουργία τους ως προστατευτικών παραγόντων απέναντι στην κατάχρηση ουσιών (EMCDDA, 2019; Hawkins et al., 2008). Ωστόσο, σε λίγες από τις μελέτες αναφέρεται με σαφήνεια το θεωρητικό μοντέλο στο οποίο στηρίζονται. Ενδεικτικά η έρευνα των Cuijpers et al., (2002) στην Ολλανδία και των Guo et al., (2014) στην Ταϊβάν αναφέρουν ως θεωρητικό υπόβαθρο τη θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς, η έρευνα των Ellickson et al., (2003) στηρίζεται στο συνδυασμό του μοντέλου πεποιθήσεων για την υγεία, του μοντέλου της κοινωνικής μάθησης και της θεωρίας της αυτό-αποτελεσματικότητας, η έρευνα των Kulis et al. (2019) στη Γουατεμάλα έχει ως αφετηρία το οικολογικό μοντέλο και τη θεωρία της ανθεκτικότητας, ενώ οι Werch et al. (2005) αξιοποίησαν το μοντέλο συμπεριφοράς-εικόνας. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις η έμφαση ως προς το θεωρητικό υπόβαθρο δίνεται κυρίως σε τεχνικές, που, κατά βάση, έχουν να κάνουν με την άσκηση κοινωνική επιρροής.
Πολλές από τις παρεμβάσεις στηρίζονται σε υλικά που έχουν κατασκευαστεί για το συγκεκριμένο σκοπό. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ήταν τα εξής: “Life Skills Training-LST” (Botvin et al., 2001; Botvin et al., 1999; Resnicow et al., 2008; Seal, 2006), “Unplugged” (Faggiano et al., 2007; Gabrhelik et al., 2012; Sanchez et al., 2016; Vigna-Taglianti et al., 2021) και “Keepin’ it REAL” (Hopfer et al, 2013; Kulis et al., 2019; Marsiglia et al., 2015), τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκαν προσαρμογές βάσει πολιτισμικού πλαισίου.
Ειδικότερα, το “Life Skills Training-LST” είναι ένα πρόγραμμα πρόληψης κατάχρησης ουσιών, το οποίο έχει αποδειχθεί ερευνητικά ότι μειώνει την πιθανότητα εγκαθίδρυσης εξαρτητικών συμπεριφορών, στοχεύοντας στους μείζονες κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που προάγουν την έναρξη χρήσης ουσιών και άλλων επικίνδυνων συμπεριφορών (Botvin et al., 2001). Μέσω ειδικά σχεδιασμένων δραστηριοτήτων, βοηθά τους νέους να αναπτύξουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων όπως το να αντισταθούν στις κοινωνικές πιέσεις για κάπνισμα, αλκοόλ και χρήση ναρκωτικών ή να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι νέοι που αναπτύσσουν δεξιότητες σε αυτούς τους τομείς είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμπλακούν σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (Botvin et al.,1999; Botvin et al.,2001).
Στην ίδια φιλοσοφία με το “Life Skills Training”, είναι και το “Unplugged” όπου επίσης είναι ένα πρόγραμμα πρόληψης επιστημονικά τεκμηριωμένο αναφορικά με την αποτελεσματικότητα στην καθυστέρηση της έναρξης της χρήσης ναρκωτικών και στη μείωση της χρήσης αλκοόλ, καπνού και κάνναβης. Επιπλέον έχει εφαρμοστεί και αξιολογηθεί θετικά σε αρκετές χώρες λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτισμικές ανάγκες κάθε χώρας (Sanchez et al., 2016) .
Το “Think Smart” αποτελεί προϊόν συνεργασίας νέων με στόχο την προώθηση εκπαιδευτικών μηνυμάτων. Πρόκειται για οπτικοακουστικό υλικό όπου οι νέοι χρησιμοποιούν την εικόνα, την αφήγηση ιστοριών, τη μουσική και το χορό για να επικοινωνήσουν διαφορετικά σενάρια όπου το αλκοόλ έχει επηρεάσει αρνητικά την υγεία, την κοινωνική και συναισθηματική ευημερία της κοινότητας. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με δραστηριότητες της σχολικής τάξης, όπου οι μαθητές γράφουν στίχους για τα δικά τους hip-hop τραγούδια σχετικά με τις συνέπειες της χρήσης αλκοόλ ή / και ναρκωτικών ουσιών. Τέτοιου είδους προγράμματα έχουν τη δυνατότητα να παρακινήσουν τους μαθητές που είναι λιγότερο δεκτικοί στις παραδοσιακές δομές των μαθημάτων (Johnson et al., 2009).
Τα προγράμματα “Keepin’ it REAL” και Hutchinson Smoking Prevention Project (HSPP)( Peterson et al., 2000) στοχεύουν στο να ενισχύσουν τις δεξιότητες αντίστασης των μαθητών, να προωθήσουν στάσεις και νόρμες κατά της χρήσης και να βελτιώσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας και λήψης αποφάσεων. Πραγματοποιούνται από εκπαιδευτικούς με στόχο να διδάξουν στους μαθητές τις στρατηγικές αντίστασης γνωστές ως REAL (Refuse, Explain, Avoid, Leave) (Marsiglia et al., 2016; Kulis, et al., 2019).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και προγράμματα πρόληψης που βασίζονται στην αλλαγή της συμπεριφοράς των εφήβων βασισμένα στα μοντέλα πεποιθήσεων για την υγεία και αυτό-αποτελεσματικότητας όπως το Healthy schools and drugs, το Adolescent Alcohol Prevention Trial (AAPT). Το Project ALERT και το SPORT (Cuijpers et al., 2002; Donaldson et al., 1994; Espada et al., 2012; Ellickson et al., 2003, Werch et al., 2005). Από τη μία επικαιροποιούν και εμπλουτίζουν τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου, ενώ παράλληλα προσφέρουν πληροφορίες για τους προστατευτικούς παράγοντες άλλοτε επιβεβαιώνοντας τη θεωρία και άλλοτε δίνοντας νέες κατευθύνσεις την έρευνα.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί κανείς στα προγράμματα που εστιάζουν στη μείωση της βλάβης όπως το CLIMATΕ και το HARM (Newton et al., 2009, Resnicow et al., 2008) καθώς και στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα αντίστασης στα ναρκωτικά και την βία PROERD το οποίο πραγματοποιήθηκε από εκπαιδευμένους αστυνομικούς (Sanchez et al., 2021).
Η αξιολόγηση των παρεμβάσεων
Η αξιολόγηση των παρεμβάσεων στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται με τη μορφή ερωτηματολογίων πριν και μετά την παρέμβαση που περιέχει ερωτήσεις σχετικά με τη συχνότητα χρήσης καπνού και ουσιών, γνώσεις για τις επιπτώσεις του καπνού και των ουσιών, συμπεριφορές και στάσεις απέναντι στη χρήση ουσιών, τις κοινωνικές επιρροές, τη μέτρηση της αυτό-αποτελεσματικότητας, καθώς και την πρόθεση να απέχουν από τη χρήση. Οι μετρήσεις μετά την παρέμβαση κυμαίνονται από ένα μήνα (Gabrhelik et al., 2012; Tan et al., 2018) έως και 7 χρόνια (Furr-Holden et al., 2004).
Η αξιολόγηση βασίζεται σε κλίμακες μέτρησης προστατευτικών παραγόντων και παραγόντων επικινδυνότητας και σε μετρήσεις μεταβλητών όπως οι δεξιότητες αντίστασης, η αυτοπεποίθηση όσον αφορά τις κοινωνικές επιρροές,δυσκολίες ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς και στρατηγικές διαχείρισης προβλημάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια πριν και μετά την παρέμβαση για την παρακολούθηση αλλαγών στις στάσεις και στη συμπεριφορά τους καθώς και για την αξιολόγηση της χρήσης πρόσφατα και στο παρελθόν. Η συσχέτιση μεταξύ της παρέμβασης και των αλλαγών εκφράστηκε ως λόγος πιθανότητας (OR) (Faggiano et al., 2007). Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, αξιοποιούνται και απτά δεδομένα όπως δείγματα αναπνοής για τον έλεγχο μονοξειδίου του άνθρακα( Perry et al., 1980, Telch et al.,1990; Botvin et al., 1999) τα οποία όμως με το πέρασμα των χρόνων μοιάζει να εγκαταλείπονται ως μέθοδοι αξιολόγησης των προγραμμάτων.
Η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων
Στο Στάνφορντ της Καλιφόρνια σε πρόγραμμα που εστίαζε στην πρόληψη/διακοπή της χρήσης καπνού έγιναν από τις πρώτες προσπάθειες αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων πρόληψης. Η πειραματική ομάδα μείωσε (p<0.05) το κάπνισμα κατά την προηγούμενη μέρα & τον προηγούμενο μήνα. Στην αξιολόγηση μετά την παρέμβαση η πειραματική ομάδα παρουσίασε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν αποχή από το κάπνισμα την προηγούμενη εβδομάδα και τον προηγούμενο μήνα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές ως προς τις γνώσεις σχετικά με τις δυσκολίες διακοπής του καπνίσματος και τους λόγους που τα άτομα το ξεκινούν. Οι συμμετέχοντες και στις δυο ομάδες δεν παρουσίασαν διαφορές στις στάσεις απέναντι στο κάπνισμα (Perry et al., 1980).
Στη Νότια Καλιφόρνια παρατηρήθηκε μείωση στην έναρξη τόσο του πειραματικού όσο και του τακτικού καπνίσματος μεταξύ όσων εκτέθηκαν στην εκπαίδευση αντίστασης στην πίεση με την συμμετοχή των ομότιμων ηγετών. Η εκπαίδευση στην αντίσταση της κοινωνικής πίεσης χωρίς την παρουσία ομότιμων παρήγαγε λιγότερο ισχυρή επίδραση στις συμπεριφορές των μαθητών. Τα δεδομένα γύρω από την χρήση μαριχουάνας και αλκοόλ, αποκάλυψαν μια γενικευμένη επίδραση καταστολής, αν και πιο αδύναμη σε σχέση με τον καπνό, μεταξύ εκείνων που εκτέθηκαν στην εκπαίδευση αντίστασης με την παρουσία των ομότιμων ηγετών (Telch et al., 1990).
Στην Ουάσιγκτον πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα πρόληψης του καπνίσματος (n=8388) με διαχρονική παρακολούθηση και δύο χρόνια μετά την παρέμβαση και την αποφοίτηση από το λύκειο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά στον επιπολασμό για τους μαθητές στην πειραματική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, όπως αξιολογήθηκε στο τέλος της παρέμβασης αλλά και στο follow-up που έγινε μετά από δύο χρόνια, ούτε στα αγόρια ούτε στα κορίτσια. Τα παρατηρούμενα μεγέθη επίδρασης ήταν πολύ μικρά (Peterson et al, 2000).
Στο πρόγραμμα “Adolescence Alcohol Prevention Trial” (AAPT) που πραγματοποιήθηκε στο Σαν Ντιέγκο (n=3077) μειώθηκαν σημαντικά οι εκτιμήσεις επιπολασμού και ενισχύθηκαν οι πεποιθήσεις σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες της χρήσης ουσιών. Ωστόσο, αποδείχθηκε πως η εκπαίδευση εφήβων σε στρατηγικές αντίστασης σε προσφορές για χρήση ουσιών δεν είναι αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης των ναρκωτικών (Donaldson et al., 1994).
Σε πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη με απώτερο στόχο τη μείωση πρόθεσης και κλιμάκωσης του καπνίσματος, οι έφηβες μαθήτριες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα (n=2209) παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά όσον αφορά την πρόθεσή τους να ξεκινήσουν το κάπνισμα ενώ η παρέμβαση παρουσίασε μέτρια αποτελεσματικότητα ως προς την μείωση της κλιμάκωσης του καπνίσματος σε μαθήτριες που ήδη κάπνιζαν πριν την παρέμβαση (Botvin et al., 1999).
Σε ανάλογο πρόγραμμα που βασίστηκε στην εκπαίδευση δεξιοτήτων αντίστασης στη χρήση ουσιών, οι συμμετέχοντες (n=3621) παρουσίασαν μικρότερα ποσοστά εμπλοκής με ναρκωτικές ουσίες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και καταγράφηκε μείωση χρήσης φαρμακευτικών ουσιών και κατανάλωσης αλκοόλ όπου εντοπίστηκε και ο σημαντικότερος αντίκτυπος του προγράμματος (κυρίως όσον αφορά τα επεισόδια μέθης). Οι εμπλεκόμενοι στο πρόγραμμα έπιναν λιγότερα ποτά, έπιναν λιγότερο σε περιστάσεις όπου επιτρέπονταν η κατανάλωση αλκοόλ, εμφάνιζαν λιγότερα επεισόδια μέθης, κάπνιζαν λιγότερο συχνά και μικρότερο αριθμό τσιγάρων, χρησιμοποιούσαν εισπνεόμενα και κάπνιζαν μαριχουάνα λιγότερο συχνά από την ομάδα ελέγχου (Botvin et al., 2001).
Στο πρόγραμμα “Healthy schools and Drugs” που έλαβε χώρα στην Ολλανδία (n=1930) και βασίστηκε στη θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού όσων σκέφτονται να πειραματιστούν με το αλκοόλ, τον καπνό και τις ουσίες. Βρέθηκαν θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τις γνώσεις για τους κινδύνους που συνοδεύουν την χρήση ουσιών αλλά η επίδραση όσον αφορά τις στάσεις απέναντι στην χρήση και την αυτό-αποτελεσματικότητα ήταν περιορισμένη. Τα αποτελέσματα για τη χρήση καπνού άρχισαν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου και εξαφανίστηκαν εντελώς με το τέλος της παρέμβασης, ενώ παρατηρήθηκε αύξηση χρήσης μαριχουάνας μεταξύ των ήδη χρηστών (Cuijpers et al.,2002).
Το πρόγραμμα Project ALERT στη Νότια Ντακότα (n=4276) είχε στόχο την αλλαγή της συμπεριφοράς αναφορικά με τον καπνό, το αλκοόλ και τις παράνομες ουσίες. Παρατηρήθηκε μείωση επιθυμίας έναρξης καπνίσματος & ποσοστού νέων καπνιστών (19% , p<.01), χαμηλότερο ποσοστό έναρξης του καπνίσματος στην πειραματική ομάδα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (25.5 %) καθώς και μείωση ποσοστού πρόσφατης (περασμένο μήνα) και συχνότητας χρήσης (εβδομαδιαία) κατά 23% (p<.01). Αναφορικά με τη χρήση μαριχουάνας παρατηρήθηκε περιορισμός επιθυμίας έναρξης χρήσης, μείωση ποσοστού νέων χρηστών κατά 24% (p<.01) β) μείωση τρέχουσας χρήσης (15%) και συχνότητάς (18%), όμως κανένα αποτέλεσμα δεν ήταν στατιστικά σημαντικό. Τέλος, αναφορικά με τη χρήση αλκοόλ οι συμμετέχοντες είχαν σημαντικά χαμηλότερες βαθμολογίες κατάχρησης αλκοόλ (p<.05), είχαν λιγότερες πιθανότητες να ασχοληθούν με την κατανάλωση αλκοόλ που οδηγεί σε αρνητικές συνέπειες (p<.04) και εμφάνισαν οριακά λιγότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε πολλαπλές μορφές κατανάλωσης αλκοόλ υψηλού κινδύνου (p<.10). Ωστόσο, δε μειώθηκαν η ηλικία έναρξης αλκοόλ και δεν παρατηρήθηκαν μετακινήσεις στην τρέχουσα χρήση (Ellickson et al.,2003).
Στη Δανία σε πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε σε 26 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (n=2562) και αφορούσε στις στάσεις και τις κοινωνικές επιρροές ως προς το κάπνισμα, δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στις στάσεις και την αυτό-αποτελεσματικότητα, αλλά στον τρόπο αντίληψης γύρω από το κάπνισμα. Οι μαθητές αποδοκίμαζαν συχνότερα το κάπνισμα ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ ομάδας ελέγχου και πειραματικής ομάδας όσον αφορά την αλλαγή στις κοινωνικές πιέσεις συμμαθητών (β=0.42; CI=0.05-0.79). Τα αποτελέσματα ήταν θετικά αλλά βραχυπρόθεσμα. Στο follow-up, οι θετικές επιδράσεις μειώθηκαν και δεν ήταν πλέον σημαντικές (Crone et al., 2003).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μελέτη που βασίστηκε τόσο στο μοντέλο με επίκεντρο τη διδασκαλία στην τάξη, όσο και στο μοντέλο συνεργασίας οικογένειας σχολείου. Συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, οι μαθητές που συμμετείχαν στην παρέμβαση ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν χρήση καπνού, κυρίως όσοι δέχτηκαν την παρέμβαση που ήταν επικεντρωμένη στην τάξη (RR=0.5/ P=0.008) σε σύγκριση με την παρέμβαση που βασίστηκε στο μοντέλο συνεργασίας οικογένειας-σχολείου (RR=0.6/P=0.042). Η παρέμβαση δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο έναρξης αλκοόλ, εισπνεόμενων ή χρήσης μαριχουάνας, αλλά η παρέμβαση που έχει ως επίκεντρο τη διδασκαλία στην τάξη φαίνεται πως συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο έναρξης χρήσης παράνομων ουσιών (RR=0.32/p=0.042) (Furr-Holden et al., 2004).
Σημαντική ήταν η εμπειρία του προγράμματος που εφαρμόστηκε στα πλαίσια της μελέτης European Drug Abuse Prevention (EU-Dap) και πραγματοποιήθηκε σε επτά χώρες βασισμένο σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση κοινωνικής επιρροής. Τα αποτελέσματα του προγράμματος εντοπίστηκαν στις αλλαγές που επέφεραν στο καθημερινό κάπνισμα (POR=0.70; 0.52-0.94), στα επεισόδια μέθης τις τελευταίες 30 μέρες (POR=0.72;0.58-0.90 για τουλάχιστον 1 επεισόδιο, POR=0.69;0.48-0.99 για 3≥ επεισόδια). Ωστόσο, παρατηρήθηκε οριακά στατιστικά σημαντική διαφορά στη χρήση κάνναβης τις τελευταίες 30 μέρες ( POR=0.77;0.60-1.00). Το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό ως προς τη μετάβαση μη καπνιστών ή περιστασιακών καπνιστών στο καθημερινό κάπνισμα, αλλά όχι στο να βοηθήσει συστηματικούς καπνιστές να το μειώσουν ή να το σταματήσουν (Faggiano et al., 2007).
Σε δύο επαρχίες της Ν. Αφρικής, σε πρόγραμμα πρόληψης καπνίσματος (n=5266), τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση καπνού τον τελευταίο μήνα μειώθηκε σε ποσοστό 6% στην πειραματική ομάδα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (3%), τόσο στους μαθητές που έλαβαν την εκπαίδευση που βασίστηκε στο μοντέλο μείωσης της βλάβης, όσο και στους μαθητές που έλαβαν την εκπαίδευση που βασίστηκε στην εκμάθηση δεξιοτήτων ζωής, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές. Η ανταπόκριση μετριάστηκε σημαντικά από φύλο και φυλή. Το μοντέλο μείωσης της βλάβης ήταν πιο αποτελεσματικό στα αγόρια, ενώ η εκμάθηση δεξιοτήτων στα κορίτσια. Στους Άφρο-αμερικανούς ήταν πιο αποτελεσματικό το μοντέλο μείωσης της βλάβης (Resnicow et al., 2008).
Στο πρόγραμμα CLIMATE που πραγματοποιήθηκε στο Σίδνεϋ και εστιάζει κυρίως στη μείωση της βλάβης από τις επιπτώσεις της χρήσης αλκοόλ σημειώθηκε βελτίωση όσον αφορά τις γνώσεις για το αλκοόλ, ενώ παράλληλα η μέση εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε αμέσως μετά την παρέμβαση. Ωστόσο δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων σχετικά με τις προσδοκίες για το αλκοόλ, την κατανάλωση και τις βλάβες που σχετίζονται με αυτή διαχρονικά (Newton et al., 2009).
Το πρόγραμμα Saluda υλοποιήθηκε στη Μούρθια της Ισπανίας με στόχο τη μείωση των παραγόντων επικινδυνότητας και την αύξηση των προστατευτικών παραγόντων. Επέφερε βραχυπρόθεσμες αλλαγές στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και των προθέσεων για χρήση, ενώ αλλαγές στην κατανάλωση αλκοόλ παρατηρήθηκαν στην μακροπρόθεσμη αξιολόγηση (12 μήνες). Οι αλλαγές εντοπίστηκαν στην πλήρη εκδοχή του προγράμματος και στις περιπτώσεις που εστίαζαν στην καλλιέργεια μίας δεξιότητας και είχαν συγκεκριμένο στόχο. Παρόλο που οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τρεις συνθήκες, δε βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ. Όλοι οι συμμετέχοντες και στις τρεις συνθήκες εμφάνισαν χαμηλότερα ποσοστά κατανάλωσης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και στην πρόθεση χρήσης που τα ποσοστά ήταν χαμηλότερα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Espada et al., 2012).
Μελέτη στις ΗΠΑ προσπάθησε να αναδείξει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους μηχανισμούς με τους οποίους μία πρώιμη παρέμβαση πρόληψης στο δημοτικό αύξησε το διάστημα από το πρώτο τσιγάρο που κάπνισε το άτομο στην εφηβεία του. Τόσο οι επικεντρωμένες στην τάξη παρεμβάσεις όσο και εκείνες που στηρίχθηκαν στη συνεργασία σχολείου-οικογένειας αύξησαν την αντίσταση στη δοκιμή του πρώτου τσιγάρου κατά την πρώιμη εφηβεία με τις παρεμβάσεις που επικεντρώνονται στην τάξη να είναι πιο αποτελεσματικές και κατά την όψιμη εφηβεία. Τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων ήταν μέσω του αντίκτυπού τους στην μείωση της πιθανότητας να προσφερθεί στο άτομο να καπνίσει ένα τσιγάρο. Δεν υπήρξε επίδραση όσον αφορά την μετάβαση στο συστηματικό κάπνισμα (Wang et al., 2012).
Στην Ταιβάν σε παρέμβαση που βασίστηκε στη θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς παρατηρήθηκε ότι μικρότερο ποσοστό δήλωσε χρήση παράνομων ουσιών μετά τις ενισχυτικές παρεμβάσεις σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (1% vs 1.7 % & 0.2 & vs 1.7%/ p<.0.5) ενώ το ποσοστό διατήρησης ήταν 71.9% μετά τους 12 μήνες (Guo et al.,2014).
Στο πρόγραμμα Keeping it REALμε στόχο την εκμάθηση δεξιοτήτων αντίστασης, λήψης αποφάσεων και αυτό-αποτελεσματικότητας παρατηρήθηκε αύξηση της εμπιστοσύνης των μαθητών στις δεξιότητές αντίστασης που διαθέτουν, ωστόσο οι διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου αν και ήταν προς την επιθυμητή κατεύθυνση δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Συνεπώς, η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και η εστίαση σε δεξιότητες αντίστασης δεν είναι αρκετά ισχυρές για να επιφέρουν αποτελέσματα στην προ-εφηβική ηλικιακή ομάδα (Hopfer et al, 2013). Τα αποτελέσματα συμφωνούν και με ευρήματα άλλων ερευνητών (Johnson et al., 2009).
Από την άλλη το ίδιο πρόγραμμα σε πληθυσμό της Γουατεμάλα παρουσίασε αλλαγές σε επιθυμητές κατευθύνσεις όσον αφορά τη χρήση ουσιών & απόκτηση δεξιοτήτων αντίστασης. Παρατηρήθηκε μειωμένη χρήση καπνού και μαριχουάνας καθώς και λιγότερες θετικές προσδοκίες από την χρήση ουσιών σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (αποτελέσματα μεγεθών παρέμβασης μεταξύ 0,2 και 0,3) (Kulis et al., 2019).
Το Keepin it REALσε λατίνους μαθητές (ομάδα youth-Y) ή σε συνδυασμό με παράλληλο πρόγραμμα ενδυνάμωσης του γονεικού ρόλου (ομάδα parent and youth-PY) στην πόλη του Φοίνιξ συνέβαλλε με τη σειρά του με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Συγκριτικά με την ομάδα Υ, η ομάδα ΡΥ δεν εμφάνισε άμεσα αποτελέσματα στην ποσότητα αλκοόλ (β=-0,005, p=0,93) και στην συχνότητά του (β=-0,021, p=0,71). Ωστόσο η ομάδα ΡΥ παρουσίασε μετά το τέλος της παρέμβασης σημαντικά ισχυρότερες στάσεις κατά του αλκοόλ οι οποίες σχετίζονται με χαμηλότερη ποσότητα κατανάλωσης (β=−.413, p<.001) και συχνότητας χρήσης (β=−.471, p<.001). Η ομάδα ΡΥ εμφάνισε άμεσα αποτελέσματα σε σύγκριση με την ομάδα Υ, σχετικά με την μείωση του αριθμού τσιγάρων που καπνίζουν (β=−.100, p<.01) αλλά και την συχνότητα του καπνίσματος (β=−.074, p= <.05). Οι νέοι που ανήκαν στην ομάδα παρέμβασης ΡΥ απέκτησαν ισχυρότερες αντιλήψεις κατά του καπνίσματος, γεγονός που με την σειρά του σχετίστηκε με χαμηλότερο αριθμό τσιγάρων (β=−.345, p<.001) αλλά και μείωση συχνότητας του καπνίσματος (β=−.346, p<.001) με βάση τις μετρήσεις που έγιναν μετά το follow-up (Marsiglia et al., 2016).
Στο πρόγραμμα πρόληψης της χρήσης ουσιών Unplugged (n=1753) που πραγματοποιήθηκε στην Τσεχία παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της παρέμβασης στο κάπνισμα (OR=0.75,99.2 CI 0.65-0.87). Πιο συγκεκριμένα στο καθημερινό κάπνισμα (OR=0.62, 99,2 CI 0.48-0.79), στο βαρύ κάπνισμα (OR=0.48, 99.2 CI 0.28-0.81), στη χρήση κάνναβης (OR=0.57, 99.2 CI 0.42- 0.77), στη συχνή χρήση κάνναβης (OR=0.57,99.2 CI 0.36-0.89) και σε οποιαδήποτε χρήση ναρκωτικών ουσιών (OR=0.78, 99.2 CI 0.65-0.94) (Gabrhelik et al., 2012).
Σε τρεις πόλεις της Βραζιλίας το πρόγραμμα Unplugged (n=2185) συνέβαλλε προσφέροντας πληροφορίες μέσω της αξιολόγησης, για το σχεδιασμό προγραμμάτων πρόληψης αναφορικά με την ηλικία. Το πρόγραμμα ανέστειλε την αναμενόμενη αύξηση χρήσης ουσιών μεταξύ 13 και 15 ετών ενώ παράλληλα καθυστέρησε και την ηλικία έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ. Υψηλό ποσοστό μαθητών ανέφερε μετάβαση από την πρόσφατη χρήση μαριχουάνας στη μη χρήση. Το πρόγραμμα δεν επηρέασε καθόλου τους μαθητές ηλικίας 11 και 12 ετών, γεγονός που κυρίως οφείλεται στον εξαιρετικά χαμηλό επιπολασμό χρήσης σε αυτή την ηλικιακή ομάδα (Sanchez et al., 2016). το
Ανάλογο πρόγραμμα στη Βραζιλία PROERD (n=4030), το οποίο πραγματοποιήθηκε από εκπαιδευμένους αστυνομικούς δε φάνηκε να είναι αποτελεσματικό ως καθολική παρέμβαση με στόχο τη μείωση χρήσης ουσιών μετά από 9 μήνες. Οι μαθητές μεγαλύτερων τάξεων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και οι οποίοι είχαν ήδη εξασκηθεί σε συνθήκες υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ είχαν σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες διατήρησης αυτής της συμπεριφοράς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Sanchez et al., 2021).
Σε έξι πόλεις της Βραζιλίας (n=5028) το πρόγραμμα Tamojunto παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς τα γενικότερα συμπεράσματα υποδηλώνουν ότι η ενημέρωση σχετικά με το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την περιέργεια για την χρήση του (αύξηση χρήσης αλκοόλ (πρώτη χρήση) -30% μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (RR=1.30, 95% CI,1.13-1.49, p<0.001), μείωση της χρήσης εισπνεόμενων (RR=0.78, 95% CI 0.63-0.96, p=0,021) (Sanchez et al., 2017).
Στην Ταϊλάνδη σε πρόγραμμα που βασίστηκε στο μοντέλο εκμάθησης δεξιοτήτων παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές θετικές διαφορές σχετικά με το επίπεδο γνώσης, τις στάσεις και την ανάπτυξη δεξιοτήτων αντίστασης, λήψης αποφάσεων και επίλυσης προβλημάτων (Seal, 2006) και στη Μαλαισία σε ανάλογο πρόγραμμα παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στις στάσεις των μαθητών όσον αφορά τις στρατηγικές θεραπείας ακόμη και δύο μήνες μετά την παρέμβαση (p<0.05), καθώς και αλλαγές στις στάσεις σχετικά με τις στρατηγικές μείωσης της βλάβης. Παράλληλα παρατηρήθηκε βελτίωση γύρω από τις γνώσεις που αφορούν στη χρήση ουσιών (PT1,PT2,PT3-p<0.001) και οι αντιλήψεις όσον αφορά τα προβλήματα που σχετίζονται με την χρήση ουσιών άλλαξαν μετά την παρέμβαση (p<0.001) και διατηρήθηκαν δύο μήνες μετά (p<0.001) (Tan et al., 2018).
Στα αποτελέσματα των παρεμβάσεων σε 32 σχολεία της Νιγηρίας στα πλαίσια του προγράμματος “Unplugged”, προσαρμοσμένο στο συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, παρατηρήθηκε μείωση του επιπολασμού οποιασδήποτε αυτό-αναφερόμενης κατανάλωσης αλκοόλ καθώς και την τακτική κατανάλωση μέσω της βελτίωσης των αρνητικών πεποιθήσεων αναφορικά με τη χρήση ουσιών καθώς και τους κινδύνους της χρήσης. Απέτρεψε την αύξηση σε όλα τα στάδια έντασης της κατανάλωσης αλκοόλ και ενθάρρυνε την λιγότερο εντατική χρήση αλλά δεν απέτρεψε τον πειραματισμό στους μη χρήστες (Vigna-Taglianti et al., 2021).
Μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Βόρειο-ανατολική Φλόριντα βασίστηκε στη βελτίωση πολλαπλών πτυχών υγείας εντάσσοντας την πρόληψη χρήσης ουσιών ως καλή πρακτική που προωθεί την υγεία. Παρατηρήθηκε μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ και καπνίσματος. Θετικές επιδράσεις όσον αφορά την έναρξη χρήσης αλκοόλ και καπνίσματος και την συχνότητά τους (p<0.05). Σημαντικά θετικά αποτελέσματα και στους μαθητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και έκαναν χρήση ήδη πριν την παρέμβαση, σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ, τις συμπεριφορές χρήσης ουσιών και κυρίως την επιθυμία τους για χρήση (Werch et al., 2005). Εν κατακλείδι, παρατηρώντας τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων αναδεικνύονται πολλά βασικά κενά και αναδυόμενες τάσεις που θα μπορούσαν να κατευθύνουν προς την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών παρεμβάσεων πρόληψης.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Παρατηρώντας την προσπάθεια των ερευνητών στο πεδίο εφαρμογών πρόληψης διαχρονικά, γίνεται φανερό ότι παρόλες τις προσπάθειες η αξιολόγηση και η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως βέβαια και το ζήτημα των εξαρτητικών συμπεριφορών (Perry et al., 1980; Peterson et al., 2000; Cuijpers et al., 2003). Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι πολιτισμικοί, το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο, το αναπτυξιακό στάδιο και το φύλο των συμμετεχόντων, ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων, οι εκάστοτε στόχοι του προγράμματος, το τρέχον εκπαιδευτικό σύστημα και η στάση των εκπαιδευτών που θα εφαρμόσουν το πρόγραμμα απέναντι στην αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων και στην αξιολόγηση τους.
Τα προγράμματα πρόληψης που στηρίζονται στο μοντέλο των κοινωνικών επιρροών παρουσιάζουν ελλείψεις αλλά εξακολουθούν να αποτελούν μία καλή μέθοδο προσέγγισης των νέων με στόχο την αλλαγή στη στάση τους και συμπεριφορά τους απέναντι στη χρήση (Kulis et al., 2019). Οι τεκμηριωμένες μέθοδοι βασισμένες σε ξεκάθαρα θεωρητικά μοντέλα και ξεκάθαρους στόχους αποτελούν την καλύτερη επιλογή για μεγαλύτερο όφελος.
Φαίνεται πως οι παρεμβάσεις εκπαίδευσης σε δεξιότητες αντίστασης και οι παρεμβάσεις που στηρίχθηκαν στη θεωρία προσχεδιασμένης συμπεριφοράς εξαρτώνται άμεσα από τη μέθοδο προσέγγισης των συμμετεχόντων καθώς οι αξιολογήσεις στηρίζονται κυρίως σε αυτοαναφορές και είναι πιο αποτελεσματικές για όσους δεν έχουν ακόμη πειραματιστεί με ουσίες ή δεν έχουν καπνίσει (Botvin, 1999; Cuijpers, 2002; Ellickson, 2003; Faggiano et al, 2007; Wang et al., 2012; Cuo et al., 2014). Οι παρεμβάσεις που απευθύνονται σε παιδιά μέχρι την προεφηβεία δεν ενδείκνυται να εστιάζουν στη χρήση ουσιών καθώς ο επιπολασμός χρήσης ουσιών είναι μικρός (Sanchez et al., 2016).
Το επίδικο αντικείμενο στο θέμα της αξιολόγησης είναι ότι τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα σταθερά και με διάρκεια (Cuijpers et al., 2002), γεγονός που μπορεί να οφείλεται στις συναισθηματικές διακυμάνσεις της προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, καθώς στις συγκεκριμένες ηλικίες οι στρατηγικές αντίστασης σε προσφορές χρήσης ουσιών δεν είναι πάντα αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης (Donaldson et al., 1994; Johnson et al., 2009; Hopfer et al., 2013), ενώ σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αυξήσει και την περιέργεια για χρήση (Sanchez et al., 2017). Από την άλλη, οι παρεμβάσεις που στηρίχθηκαν σε εκπαίδευση στην αντίσταση της κοινωνικής πίεσης με τη συμμετοχή ομοτίμων φάνηκε να είναι περισσότερο αποτελεσματικές (Telch et al, 1990). Τέλος, η αποτελεσματικότητα φαίνεται να είναι πιο ισχυρή στην αρχή (Tan et al., 2018) αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μετά από κάποιο χρονικό διάστημα οι επιδράσεις δεν ήταν πλέον σημαντικές (Crone et al., 2003).
Τα προγράμματα είναι σημαντικό να είναι προσαρμοσμένα στα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά καθώς και στις διαφορετικές κουλτούρες γονικής μέριμνας. Παρόλα αυτά φαίνεται πως υπάρχουν προγράμματα που είναι αποτελεσματικά ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές διαφορές όπως τα προγράμματα που στηρίχθηκαν σε σύνθετες, πολυσυστημικές παρέμβασεις και έχουν ως στόχο να οικοδομήσουν προστατευτικούς παράγοντες σε ολόκληρη την κοινωνική οικολογία του παιδιού για να ενισχυθεί η ψυχική τους ανθεκτικότητα και να προωθηθεί η ευημερία τους (Midford, 2010; Kulis et al., 2019).
Τα αποτελέσματα των προγραμμάτων που εστιάζουν στη μείωση της βλάβης όπως το CLIMATΕ και το HARM: (Newton et al., 2009; Resnicow et al., 2008) δημιούργησαν αρκετούς προβληματισμούς αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης σε σχέση με τα προγράμματα εκμάθησης δεξιοτήτων. Παρόλους τους προβληματισμούς θα μπορούσαν να είναι βοηθητικά σε χώρες όπου η εκπαίδευση δεν είναι υποχρεωτική στην κουλτούρα των παρόχων γονικής μέριμνας (Marsiglia et al., 2016)
Μια γενική πρόκληση για το μέλλον είναι η εξεύρεση αποτελεσματικότερων μεθόδων ελέγχου για παιδιά και εφήβους σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου. Η έλλειψη ελέγχου παρορμητικών συμπεριφορών και η μη τήρηση κανόνων έχει φανεί ότι αποτελούν παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με αντικοινωνικές συμπεριφορές και παρατηρούνται σε περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από χαμηλό γονικό έλεγχο και έλλειψη οριοθέτησης. Παρεμβάσεις που εστιάζουν στην ενδυνάμωση του γονικού ρόλου και στην απόκτηση δεξιοτήτων, όπως η αναγνώριση και διαχείριση συναισθημάτων καθώς και δεξιοτήτων διαχείρισης σχέσεων και επίλυσης συγκρούσεων, συμβάλλουν ουσιαστικά στην απόκτηση εφοδίων όχι μόνο αποφυγής της χρήσης ουσιών αλλά και στη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής (υγεία, εκπαίδευση, εργασία), αναπαράγοντας τα όσα απέκτησαν και στις μελλοντικές τους οικογένειες (Doostgharin, 2010).
Σε ότι αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, αντίστοιχες δράσεις πραγματοποιούνται από φορείς όπως τα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτητικών Συμπεριφορών της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με τον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (Ο.ΚΑ.ΝΑ), καθώς και τις δομές πρόληψης του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) (Τσούνης, 2012). Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται υλικά που περιγράφηκαν παραπάνω (π.χ., Unplugged, EU-Dap), είτε αυτούσια είτε προσαρμοσμένα. Ωστόσο, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των αντίστοιχων παρεμβάσεων, και πολύ περισσότερο η αξιολόγησή τους, δεν αποτυπώνεται συχνά σε επιστημονικές δημοσιεύσεις. Αντίθετα, η αποτύπωσή τους γίνεται συχνότερα σε ετήσιες εκθέσεις και έχει περιγραφικό χαρακτήρα, ενώ πιο συγκεκριμένες πληροφορίες συναντάμε σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, κυρίως σε εκδόσεις που αφορούν πρακτικά συνεδρίων.
Ενδεικτικά, σε αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας παρέμβασης που πραγματοποιήθηκε σε μαθητικό πληθυσμό στο ελληνικό σχολείο της Νυρεμβέργης (Ν = 299), με στόχο την διερεύνηση των πεποιθήσεων των μαθητών γύρω από το φαινόμενο της εξάρτησης και τις δυνητικές μετατοπίσεις στις πεποιθήσεις τους, φάνηκε πως ακόμη και εντός μιας βραχείας παρέμβασης μπορούμε να διακρίνουμε μετατοπίσεις των αντιλήψεων για την εξάρτηση (Τσούνης και συν., 2018). Επίσης, σε έρευνα που αφορούσε παρέμβαση σε 75 φοιτητές, η οποία βασίστηκε στο μοντέλο κοινωνικής και συναισθηματικής μάθησης και περιελάμβανε 10 συναντήσεις, φάνηκε πως οι απόψεις και οι γνώσεις των συμμετεχόντων αναφορικά με τις ουσίες βελτιώθηκαν, ενώ την ίδια στιγμή αναπτύχθηκαν οι ομαδικές τους δεξιότητες (Λοΐζου & Στογιαννίδου, 2019).
Η εισαγωγή ερευνητικών διαδικασιών στο πεδίο της πρόληψης έχει δημιουργήσει προοδευτικά μια πιο ρεαλιστική κατανόηση του τρόπου βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων που στοχεύουν στην πρόληψη εξαρτητικών συμπεριφορών. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί αν υπάρχει κάποια προσέγγιση που να προσφέρει επιθυμητά αποτελέσματα με διάρκεια σε βάθος χρόνου.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Ένας σημαντικός περιορισμός της παρούσας μελέτης αφορά στην αναζήτηση μελετών που έχουν δημοσιευθεί σε ακαδημαϊκά περιοδικά, αφήνοντας έξω βάσεις δεδομένων όπως ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες που περιλαμβάνουν διδακτορικές διατριβές και διπλωματικές εργασίες που ενδεχομένως να αναφέρονται σε αντίστοιχες παρεμβάσεις. Επιπλέον, η αναζήτηση ερευνητικών εργασιών μόνο στην Αγγλική γλώσσα αφήνει εκ των πραγμάτων εκτός μελέτες που έχουν δημοσιευθεί σε άλλες γλώσσες.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΡΕΤΑΙΡΩ ΜΕΛΕΤΗ
Η παρούσα ανασκόπηση έδωσε έμφαση στη μελέτη ποσοτικών προσεγγίσεων, ωστόσο θα είχε ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί ανασκόπηση ποιοτικών μελετών προκειμένου να κατανοηθούν σε βάθος στοιχεία που προκύπτουν από την παρούσα μελέτη. Ο συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων θα παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα που θα βοηθήσει τόσο στο σχεδιασμό πιο στοχευμένων παρεμβάσεων αλλά και στην αξιολόγησή τους.
Οι δυσκολίες που προκύπτουν στην πραγματοποίηση ποιοτικών μελετών στο πεδίο της πρόληψης αφορούν ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας λόγω της άμεσης επαφής και μακρόχρονης εμπλοκής των ερευνητών με πλευρές της ζωής των κοινωνικών υποκειμένων. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά κανόνες ηθικής και δεοντολογίας που αφορούν στην εμπιστευτικότητα και στην ανωνυμία, στην πληροφορημένη συναίνεση και την ενημέρωση για τη χρήση των αποτελεσμάτων της έρευνας, στην εντιμότητα και την εμπιστοσύνη καθώς και την πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας (Ιωσηφίδης, 2017).
Επιπλέον το διευρυμένο πεδίο εφαρμογών πρόληψης σε συνδυασμό με την έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού στον τομέα της έρευνας καθιστά την πραγματοποίηση ερευνητικών μελετών μία δύσκολη διαδικασία. Παρόλες όμως τις δυσκολίες, θα πρέπει οι επαγγελματίες υγείας, οι πολίτες αλλά και φορείς χάραξης πολιτικής να συνειδητοποιήσουν ότι η συμβολή ερευνητικών διαδικασιών στην καθημερινή πρακτική μπορεί υπό προϋποθέσεις να προσφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής σε μία κοινότητα. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου χρειάζεται η εμβάθυνση στη λογική, στην αιτιολόγηση και την αξία της έρευνας, από την εκτίμηση αναγκών και το σχεδιασμό, στη συλλογή και την ανάλυση δεδομένων, στη συλλογή των αποτελεσμάτων, την ερμηνεία τους, την αποτελεσματική ενσωμάτωση της πραγματικής καθημερινής πρακτικής στη διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων και στη μεθοδολογία (Papakosta-Gaki et al., 2022) .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η παρούσα ανασκόπηση εξετάζει τη φύση των προγραμμάτων πρόληψης, τα θεωρητικά μοντέλα στα οποία στηρίζονται και τους στόχους βάσει των οποίων μετράτε η αποτελεσματικότητα. Στόχος είναι η καλύτερη κατανόηση των στοιχείων που μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, τι μπορεί να επιτευχθεί με τα προγράμματα πρόληψης και πώς μπορούν να βελτιωθούν. Ως εκ τούτου, μελλοντικές στρατηγικές πρόληψης μπορούν να ενσωματώσουν τα ευρήματα που παρουσιάζονται στις ερευνητικές προσπάθειες.
Πιο συγκεκριμένα φάνηκε ότι τα προγράμματα που στηρίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο με ξεκάθαρους στόχους είχαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (Espada et al., 2012). Είναι πολύ σημαντικό οι στόχοι αυτοί να είναι πολύ ξεκάθαροι στους επαγγελματίες που θα εφαρμόζουν τα προγράμματα, καθώς αυτός θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που θα επηρέαζε την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών (Cuijpers, 2003; Sanchez, 2021).
Η έρευνα δεν συντείνει στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών παρέμβασης πρόληψης «από την αρχή». Αντίθετα, μπορεί να υποδείξει βελτιώσεις ή στόχευση των υπαρχόντων προγραμμάτων. Μπορούν να ενσωματωθούν προσεγγίσεις που προτείνουν την ψυχολογική ανάπτυξη που ενθαρρύνει συμπεριφορές με μακροχρόνια οφέλη, όπως τεκμηριωμένη ενημέρωση και εκπαίδευση με μελέτη περιστατικών, συμπεριφορική αυτοδιαχείριση και παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αναγνώριση και έκφραση συναισθημάτων και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με απώτερο στόχο την αποτελεσματική μείωση εξαρτητικών συμπεριφορών και άλλων σχετιζόμενων με την υγεία επιπτώσεων (Bardo et al., 2011).
Συμπερασματικά, θα πρέπει να ενσωματωθούν και να προβλεφθούν οι κατάλληλες ερευνητικές διαδικασίες, όπως έρευνα εκτίμησης αναγκών και χρήση υπηρεσιών από τον πληθυσμό ευθύνης, αποτελεσματικότητα και ποιότητα υπηρεσιών, ποσοτική και ποιοτική αποτίμηση λειτουργιών και διαδικασιών με τη συμμετοχή των πολιτών, όχι μόνο για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων αλλά και την ουσιαστικότερη παροχή υπηρεσιών πρόληψης στους πολίτες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ajzen, I. (1991). The theory of planned behavior. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 50, 179-211.
Papakosta-Gaki E., Zissi A., Smyrnakis E. (2022). Evaluation of primary health care and improvement of provided services. Archives of Hellenic Medicine (In press).
Armitage, C. J., & Conner, M. (2001). Efficacy of the theory of planned behavior: A meta-analytic review. British Journal of Social Psychology, 40, 471-499.
Biglan Α. & Fishbein D. H., Implications for Translational Prevention Research: Science, Policy, and Advocacy, (2011). In Bardo Τ. M., Fishbein D. H., Milich R. (Eds) Inhibitory Control and Drug Abuse Prevention. From Research to Translation,Springer Science+Business Media, 305-315.
Bardo Τ. Μ., Milich R., Fishbein D. H.. Future Directions for Research on Inhibitory Control and Drug Abuse Prevention (2011). In Bardo Τ. M., Fishbein D. H., Milich R. (Eds) Inhibitory Control and Drug Abuse Prevention. From Research to Translation, Springer Science+Business Media, 317-325.
Borkowski, J. G., Smith, L. E., & Akai, C. E. (2007). Designing effective prevention programs: How good science makes good art. Infants & Young Children, 20, 229-241.
Botvin, G. J., Griffin, K. W., Diaz, T., Miller, N., & Ifill-Williams, M. (1999). Smoking initiation and escalation in early adolescent girls: One-year follow-up of a school-based prevention intervention for minority youth. Journal-American Medical Womens Association, 54, 139-143.
Botvin, G. J., Griffin, K. W., Diaz, T., & Ifill-Williams, M. (2001). Drug abuse prevention among minority adolescents: Posttest and one-year follow-up of a school-based preventive intervention. Prevention Science, 2(1), 1-13.
Caria, M. P., Faggiano, F., Bellocco, R., Galanti, M. R., & EU-Dap Study Group. (2011). Effects of a school-based prevention program on European adolescents’ patterns of alcohol use. Journal of Adolescent Health, 48(2), 182-188.
Champion, V. L. & Skinner, C. S. (2008). The Health Belief Model. In K. Glanz, B. K. Rimmer& K. Viswanath (Eds.). Health Behavior and Health Education: Theory Research, and Practice (4th ed.). San Francisco: Jossey-Bass.
Crone, M. R., Reijneveld, S. A., Willemsen, M. C., Van Leerdam, F. J. M., Spruijt, R. D., & Sing, R. H. (2003). Prevention of smoking in adolescents with lower education: a school based intervention study. Journal of Epidemiology & Community Health, 57(9), 675-680.
Cuijpers, P., Jonkers, R., De Weerdt, I., & De Jong, A. (2002). The effects of drug abuse prevention at school: the ‘Healthy School and Drugs’ project. Addiction, 97(1), 67-73.
Cuijpers, P. (2002). Effective ingredients of school-based drug prevention programs: A systematic review. Addictive behaviors, 27(6), 1009-1023
Cuijpers P. (2003) Three Decades of Drug Prevention Research, Drugs: Education, Prevention and Policy, 10:1, 7-20, DOI: 10.1080/0968763021000018900
Donaldson, S. I., Graham, J. W., & Hansen, W. B. (1994). Testing the generalizability of intervening mechanism theories: Understanding the effects of adolescent drug use prevention interventions. Journal of behavioral medicine, 17(2), 195-216
Doostgharin, T. (2010) Inequalities in health care and social work intervention. The case of Iran. Journal of International Social Work, 53, 4, 556- 567
Durlak, J. A., & Wells, A. M. (1997). Primary prevention mental health programs for children and adolescents: A meta‐analytic review. American Journal of Community Psychology, 25, 115-152.
Ellickson, P. L., McCaffrey, D. F., Ghosh-Dastidar, B., & Longshore, D. L. (2003). New inroads in preventing adolescent drug use: results from a large-scale trial of project ALERT in middle schools. American journal of public health, 93(11), 1830–1836
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction – EMCDDA (2019) European Prevention Curriculum: a handbook for decision-makers, opinion-makers and policy-makers in science-based prevention of substance use. Publications Office of the European Union, Luxembourg.
Espada, J. P., Griffin, K. W., Pereira, J. R., Orgilés, M., & García-Fernández, J. M. (2012). Component analysis of a school-based substance use prevention program in Spain: Contributions of problem solving and social skills training content. Prevention Science, 13(1), 86-95.
Faggiano, F., Galanti, M. R., Bohrn, K., Burkhart, G., Vigna-Taglianti, F., Cuomo, L., … & EU-Dap Study Group. (2008). The effectiveness of a school-based substance abuse prevention program: EU-Dap cluster randomised controlled trial. Preventive medicine, 47(5), 537-543.
Faggiano, F., Richardson, C., Bohrn, K., Galanti, M. R., & EU-Dap Study Group. (2007). A cluster randomized controlled trial of school-based prevention of tobacco, alcohol and drug use: the EU-Dap design and study population. Preventive medicine, 44(2), 170-173.
Fleming, C. B., Catalano, R. F., Oxford, M. L., & Harachi, T. W. (2002). A test of generalizability of the social development model across gender and income groups with longitudinal data from the elementary school developmental period. Journal of Quantitative Criminology, 18, 423-439.
Furr-Holden, C. D. M., Ialongo, N. S., Anthony, J. C., Petras, H., & Kellam, S. G. (2004). Developmentally inspired drug prevention: middle school outcomes in a school-based randomized prevention trial. Drug and alcohol dependence, 73(2), 149-158.
Gabrhelik, R., Duncan, A., Miovsky, M., Furr-Holden, C. D., Stastna, L., &Jurystova, L. (2012). “Unplugged”: a school-based randomized control trial to prevent and reduce adolescent substance use in the Czech Republic. Drug and alcohol dependence, 124(1-2), 79–87.
Guo, J. L., Lee, T. C., Liao, J. Y., & Huang, C. M. (2015). Prevention of illicit drug use through a school-based program: results of a longitudinal, cluster-randomized controlled trial. The Journal of adolescent health : official publication of the Society for Adolescent Medicine, 56(3), 314–322.
Hawkins, J. D., Kosterman, R., Catalano, R. F., Hill, K. G., & Abbott, R. D. (2008). Effects of social development intervention in childhood 15 years later. Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 162, 1133-1141.
Hopfer, S., Hecht, M. L., Lanza, S. T., Tan, X., & Xu, S. (2013). Preadolescent drug use resistance skill profiles, substance use, and substance use prevention. The journal of primary prevention, 34(6), 395-404.
Jessor, R. (1991). Risk behavior in adolescence: A psychosocial framework for understanding and action. Journal of Adolescent Health, 12, 597-605.
Johnson, K. W., Shamblen, S. R., Ogilvie, K. A., Collins, D., & Saylor, B. (2009). Preventing youths’ use of inhalants and other harmful legal products in frontier Alaskan communities: A randomized trial. Prevention Science, 10(4), 298-312.
Ιωσηφίδης Θ., (2017). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας και επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών. Εκδόσεις Τζιόλα.
Kulis, S. S., Marsiglia, F. F., Porta, M., Arévalo Avalos, M. R., & Ayers, S. L. (2019). Testing the keepin’ it REAL Substance Use Prevention Curriculum Among Early Adolescents in Guatemala City.Prevention science : the official journal of the Society for Prevention Research, 20(4), 532–543.
Λοίζου, Δ., & Στογιαννίδου, Α. (2019) Παρέμβαση πρόληψης των εξαρτήσεων σε φοιτητές/φοιτήτριες που διανύουν την περίοδο της αναδυόμενης ενηλικίωσης. Τετράδια Ψυχιατρικής, 12α, 323-326.
Marsiglia, F. F., Ayers, S. L., Baldwin-White, A., & Booth, J. (2016). Changing Latino adolescents’ substance use norms and behaviors: The effects of synchronized youth and parent drug use prevention interventions. Prevention Science, 17(1), 1-12.
Midford, R. (2010), Drug prevention programmes for young people: where have we been and where should we be going?. Addiction, 105: 1688-1695. https://doi.org/10.1111/j.1360-0443.2009.02790.x
Nation, M., Crusto, C., Wandersman, A., Kumpfer, K. L., Seybolt, D., Morrissey-Kane, E., &Davino, K. (2003). What works in prevention: Principles of effective prevention programs. American Psychologist, 58, 449-456.
National Institute on Drug Abuse (NIDA) (2003). Preventing drug use among children and adolescents :A research based guide for parents, educators and community leaders (2nd Ed.) Bethesda MD : National Institute on Health.
Newton, N. C., Vogl, L. E., Teesson, M., & Andrews, G. (2009). CLIMATE Schools: alcohol module: cross-validation of a school-based prevention programme for alcohol misuse. Australian & New Zealand Journal of Psychiatry, 43(3), 201-207.
Νοικοκυράκης, Γ., Τσούνης, Α., &Σαράφης, Π. (2020). Πρόληψη και υγεία. Στο: Μπαμίδης Π., Σαράφης Π. (Επιμ.) Υπηρεσίες Υγείας – Συστήματα και Πολιτικές (σελ. 325-350). Κύπρος: BrokenHillPublishersLtd.
Perry, C., Killen, J., Telch, M., Slinkard, L. A., & Danaher, B. G. (1980). Modifying smoking behavior of teenagers: a school-based intervention. American journal of public health, 70(7), 722-725.
Peterson, A. V., Kealey, K. A., Mann, S. L., Marek, P. M., &Sarason, I. G. (2000). Hutchinson Smoking Prevention Project: long-term randomized trial in school-based tobacco use prevention—results on smoking. JNCI: Journal of the National Cancer Institute, 92(24), 1979-1991.
Pratt, T. C., Cullen, F. T., Sellers, C. S., Thomas Winfree Jr, L., Madensen, T. D., Daigle, L. E., … &Gau, J. M. (2010). The empirical status of social learning theory: A meta‐analysis. Justice Quarterly, 27, 765-802.
Resnicow, K., Reddy, S. P., James, S., GabebodeenOmardien, R., Kambaran, N. S., Langner, H. G., Vaughan, R. D., Cross, D., Hamilton, G., & Nichols, T. (2008). Comparison of two school-based smoking prevention programs among South African high school students: results of a randomized trial. Annals of behavioral medicine : a publication of the Society of Behavioral Medicine, 36(3), 231–243.
Roe, S., & Becker, J. (2005). Drug prevention with vulnerable young people: A review. Drugs: Education, PreventionandPolicy, 12, 85-99.
Sanchez, Z. M., Sanudo, A., Andreoni, S., Schneider, D., Pereira, A. P. D., &Faggiano, F. (2016). Efficacy evaluation of the school program Unplugged for drug use prevention among Brazilian adolescents. BMC Public Health, 16(1), 1-9.
Sanchez, Z. M., Valente, J. Y., Gusmões, J. D., Ferreira-Junior, V., Caetano, S. C., Cogo-Moreira, H., &Andreoni, S. (2021). Effectiveness of a school-based substance use prevention program taught by police officers in Brazil: two cluster randomized controlled trials of the PROERD. International Journal of Drug Policy, 98, 103413.
Sanchez, Z. M., Valente, J. Y., Sanudo, A., Pereira, A., Cruz, J. I., Schneider, D., &Andreoni, S. (2017). The #Tamojunto Drug Prevention Program in Brazilian Schools: a Randomized Controlled Trial. Prevention science : the official journal of the Society for Prevention Research,18(7), 772–782.
Seal, N. (2006). Preventing tobacco and drug use among Thai high school students through life skills training. Nursing & health sciences, 8(3), 164-168.
Tan, H. R., Yee, A., Sulaiman, A. H., Said, M. A., Danaee, M., & Lua, A. C. (2018). Effects of a school-based substance use prevention program on students in Malaysia. Journal of Health and Translational Medicine, 21(1).
Telch, M. J., Miller, L. M., Killen, J. D., Cooke, S., & Maccoby, N. (1990). Social influences approach to smoking prevention: the effects of videotape delivery with and without same-age peer leader participation. Addictivebehaviors, 15(1), 21–28.
Τσούνης, Α. (2020). Εξαρτήσεις και υπηρεσίες υγείας. Στο: Μπαμίδης Π., Σαράφης Π. (Επιμ.) Υπηρεσίες Υγείας – Συστήματα και Πολιτικές (σελ. 145-172). Κύπρος: BrokenHillPublishersLtd.
Τσούνης, Α. (2012). Οι εφαρμογές πρωτογενούς πρόληψης για τα ναρκωτικά σε Ελλάδα και Ολλανδία: Συγκριτική μελέτη. Εξαρτήσεις, 20, 92-112.
Τσούνης, Α., Χαντζαρίδου, Α., Ζαχαρτζή, Ν., Βλαχοπούλου, Μ., Χατζηνταή, Α., Παπακώστα-Γάκη, Ε. (2019) Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μιας βραχείας παρέμβασης πρόληψης για τις εξαρτήσεις σε μαθητές Γυμνασίου. Τετράδια Ψυχιατρικής, 12α, 329-333.
Vigna-Taglianti, F., Mehanović, E., Alesina, M., Damjanović, L., Ibanga, A., Pwajok, J., … & Virk, H. K. (2021). Effects of the” Unplugged” school-based substance use prevention program in Nigeria: a cluster randomized controlled trial.Drug and alcohol dependence,228, 108966.
Wang, Y., Storr, C. L., Green, K. M., Zhu, S., Stuart, E. A., Lynne-Landsman, S. D., &Ialongo, N. S. (2012). The effect of two elementary school-based prevention interventions on being offered tobacco and the transition to smoking. Drug and alcohol dependence, 120(1-3), 202-208.
Werch, C. C., Moore, M. J., DiClemente, C. C., Bledsoe, R., & Jobli, E. (2005). A multihealth behavior intervention integrating physical activity and substance use prevention for adolescents. Prevention Science,6(3), 213.
Πίνακας 1.Μελέτες που συμπεριλήφθηκαν στη συστηματική ανασκόπηση
Συγγραφείς/ έτος | Πληθυσμός/
τόπος |
Παρέμβαση/Θεωρητικό Μοντέλο | Είδος ουσιών | Aξιολόγηση/Μετρήσεις | Follow-up | Aποτελέσματα |
Botvin et al., (2001) | Μαθητές που ανήκουν σε μειονότητες σε 29 σχολεία(n=3.621/grade 7)
Ηλικία:12.9 έτη(Μ.Ο) Νέα Υόρκη |
– 15 συναντήσεις κατά τη διάρκεια της κύριας φάσης του προγράμματος LST (Life SkillsTraining)
– 10 ενισχυτικές συνεδρίες ένα χρόνο μετά (επόμενη τάξη), που διδάχθηκαν από τον δάσκαλο της κάθε τάξης. -Η παρέμβαση βασίστηκε στη διδασκαλία δεξιοτήτων αντίστασης στη χρήση ουσιών, στην ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. |
Καπνός, αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες | -Συμπλήρωση ερωτηματολογίων που αξιολογούσαν τη συμπεριφορά των μαθητών ως προς τη χρήση σε συνδυασμό με σχετικές γνωστικές και συμπεριφορικές μεταβλητές καθώς και μεταβλητές προσωπικότητας.
|
-3 μήνες
-1 χρόνο
|
-Οι συμμετέχοντες παρουσίασαν μικρότερα ποσοστά εμπλοκής με ναρκωτικές ουσίες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και καταγράφηκε μείωση χρήσης πολυφαρμάκων και κατανάλωσης αλκοόλ όπου εντοπίστηκε και ο σημαντικότερος αντίκτυπος του προγράμματος (κυρίως όσον αφορά τα επεισόδια μέθης).
-Οι εμπλεκόμενοι στο πρόγραμμα έπιναν λιγότερα ποτά, έπιναν λιγότερο σε περιστάσεις όπου επιτρέπονταν η κατανάλωση αλκοόλ, εμφάνιζαν λιγότερα επεισόδια μέθης, κάπνιζαν λιγότερο συχνά και μικρότερο αριθμό τσιγάρων. – Χρησιμοποιούσαν εισπνεόμενα και κάπνιζαν μαριχουάνα λιγότερο συχνά από την ομάδα ελέγχου. |
Botvin et al., (1999). | Μαθήτριες 29 σχολείων (n=2.209/ 7thgrade).
Ηλικία:12.9 έτη (Μ.Ο) Νέα Υόρκη |
– 15 συνεδρίες εκπαίδευσης σε δεξιότητες κοινωνικής αντίστασης, εντός ευρύτερης παρέμβασης ενίσχυσης δεξιοτήτων του προγράμματος LST (Life SkillsTraining)
-Απώτερος στόχος: μείωση πρόθεσης και κλιμάκωσης του καπνίσματος (πειραματική ομάδα: 10 συνεδρίες, ομάδα ελέγχου: 3). |
Καπνός | -Συμπλήρωση ερωτηματολογίου πριν και ένα χρόνο μετά. Επιπλέον, συλλέχθηκαν δείγματα αναπνοής για τον έλεγχο μονοξειδίου του άνθρακα. | -1 χρόνος
|
-Οι έφηβες μαθήτριες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά όσον αφορά την πρόθεσή τους να ξεκινήσουν το κάπνισμα.
-Η παρέμβαση παρουσίασε μέτρια αποτελεσματικότητα ως προς τη μείωση της κλιμάκωσης του καπνίσματος σε μαθήτριες που ήδη κάπνιζαν πριν την παρέμβαση. |
Crone et al., (2003) | 26 σχολεία Β’ βάθμιας εκπαίδευσης (n=2.562)
– Ηλικία:13 έτη (Μ.Ο) Δανία |
-3 μαθήματα σχετικά με γνώση, στάσεις και κοινωνικές επιρροές ως προς το κάπνισμα. Υπήρξε συμφωνία μεταξύ όσων συμμετείχαν ότι δεν θα σταματήσουν ή θα ξεκινήσουν το κάπνισμα τους επόμενους 5 μήνες.
-Προβολή δύο επιπλέον βίντεο σχετικά με το κάπνισμα και την κοινωνική επιρροή ήταν διαθέσιμα για όσους το επιθυμούσαν. – Η ομάδα ελέγχου (n=1.118), έλαβε το σύνηθες πρόγραμμα πρόληψης ουσιών. |
Καπνός | Ερωτηματολόγιο πριν και μετά την παρέμβαση που περιείχε ερωτήσεις σχετικά με συμπεριφορές και στάσεις απέναντι στο κάπνισμα, τις κοινωνικές επιρροές, την αυτο-αποτελεσματικότητα καθώς και την προθυμία τους να παραμείνουν μη καπνιστές. | -8 μήνες
-18 μήνες |
– Θετικά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα. Δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στις στάσεις και την αυτο-αποτελεσματικότητα, αλλά στον τρόπο αντίληψής γύρω από το κάπνισμα και τις υποκειμενικές νόρμες του.
-Οι μαθητές αποδοκίμαζαν συχνότερα το κάπνισμα. -Σημαντική διαφορά μεταξύ ομάδας ελέγχου και πειραματικής ομάδας όσον αφορά την αλλαγή στις κοινωνικές πιέσεις συμμαθητών (β=0.42; CI=0.05-0.79). – Στο follow-up, οι θετικές επιδράσεις μειώθηκαν και δεν ήταν πλέον σημαντικές. |
Cuijpers etal., (2002)
|
12 σχολεία (n=1.930 / 12-15 ετών)
Ολλανδία |
-Πρόγραμμα «Healthy Schools and Drugs» το οποίο βασίζεται στην θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς.
-Το πρόγραμμα αποτελείται από: Α) τρία μαθήματα σχετικά με τον καπνό Β) τρία μαθήματα σχετικά με το αλκοόλ Γ) τρία μαθήματα σχετικά με τη μαριχουάνα, έκσταση και τζόγο. – 9 σχολεία συμμετείχαν στο πρόγραμμα (n=1.156) , 3 ομάδα ελέγχου (n=774). |
Καπνός, αλκοόλ, μαριχουάνα | Ερωτηματολόγια πριν και μετά σχετικά με: πρόσφατη χρήση καπνού & μαριχουάνας, κατανάλωσης αλκοόλ, στάσεις απέναντι στη χρήση, γνώσεις γύρω από τις ουσίες και μέτρηση της αυτο-αποτελεσματικότητας. | -1 χρόνος
-2 χρόνια -3 χρόνια |
-Μείωση του αριθμού όσων σκέφτονται να πειραματιστούν με το αλκοόλ, τον καπνό και τις ουσίες. -Τα αποτελέσματα για τη χρήση καπνού άρχισαν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνο και εξαφανίστηκαν εντελώς με το τέλος της παρέμβασης.
-Αύξηση χρήσης μαριχουάνας μεταξύ των ήδη χρηστών – Θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τις γνώσεις για του κινδύνους που συνοδεύουν τη χρήση ουσιών. -Μικρή επίδραση όσον αφορά τις στάσεις απέναντι στην χρήση και την αυτο-αποτελεσματικότητα. |
Donaldson
et al., (1994) |
229 τάξεις από 124 δημοτικά σχολεία (n=3.077/ 5thgrade) Κομητεία του ΛοςΆντζελες, Σαν Ντιέγκο | – Πρόγραμμα AdolescentAlcoholPreventionTrial (AAPT) βασισμένοσε 2 στρατηγικές: 1) εκμάθηση στρατηγικών αντίστασης και 2) κανονιστική εκπαίδευση
Τα άτομα χωρίστηκαν σε τέσσερις συνθήκες: 1) 4 συνεδρίες γύρω από την υγεία και τις κοινωνικές συνέπειες της κατανάλωσης αλκοόλ και άλλων ουσιών. 2) 2 συνεδρίες σχετικά με τις συνέπειες της χρήσης και 5 συνεδρίες που βοηθούσαν τους μαθητές να αναγνωρίσουν και να αντισταθούν σε πιέσεις συνομηλίκων. 3) 4 συνεδρίες σχετικά με τις συνέπειες της χρήσης και 5 συνεδρίες που διόρθωναν τις λανθασμένες αντιλήψεις περί επικράτησης και αποδοχής της χρήσης. 4) 3 συνεδρίες για τις συνέπειες, 3.5 συνεδρίες εκπαίδευσης σε δεξιότητες αντίστασης & 3.5 για την καθιέρωση συντηρητικών κανόνων. |
Αλκοόλ, καπνός, μαριχουάνα | – Μετρήσεις συχνότητας και ποσότητας χρήσης αλκοόλ και μαριχουάνας τον τελευταίο μήνα και ολόκληρη την ζωή.
-Μέτρηση δεξιοτήτων αντίστασης. -Ερωτηματολόγιο μετά την παρέμβαση και μετά το follow-up με ερωτήσεις αξιολόγησης των πεποιθήσεων σχετικά με την προσφορά τσιγάρων, αλκοόλ & μαριχουάνας στο σχολείο. |
-Μείωσε σημαντικά τις εκτιμήσεις επιπολασμού και ενίσχυσε τις πεποιθήσεις σχετικά με το μη αποδεκτό της χρήσης ουσιών.
-Ωστόσο, αποδείχθηκε πως η εκπαίδευση εφήβων στο να αρνούνται προσφορές για χρήση ουσιών δεν είναι αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης των ναρκωτικών. |
|
Ellickson et al., (2003) | 55 γυμνάσια (n=4.276/ πρώτο μισό παρέμβασης 7thgrade, δεύτερο μισό παρέμβασης 8thgrade) , Νότια Ντακότα | -Project ALERT (11 μαθήματα -7thgrade& 3 επιπλέον μαθήματα -8thgrade από εκπαιδευμένους στο πρόγραμμα
καθηγητές) -Βασισμένο σε 3 θεωρίες για αλλαγή της συμπεριφοράς: Α) μοντέλο πεποιθήσεων για την υγεία Β) μοντέλο κοινωνικής μάθησης Γ) θεωρία αυτο-αποτελεσματικότητας |
Καπνός, αλκοόλ, παράνομες ουσίες | -Συμπλήρωση δύο ερωτηματολογίων: ένα πριν από την παρέμβαση και ένα 18 μήνες μετά.
-Για το αλκοόλ, τον καπνό και τη μαριχουάνα οι ερωτήσεις αφορούσαν χρήση τον τελευταίο μήνα τον τελευταίο χρόνο και όλη τη ζωή. -Για το αλκοόλ δημιουργήθηκαν τρείς κλίμακες κατάχρησης: 1) συνέπειες σχετικές με το αλκοόλ 2) κατανάλωση υψηλού κινδύνου 3) κακή χρήση γενικότερα |
-18 μήνες | -Κάπνισμα: α) μείωση επιθυμίας έναρξης καπνίσματος & ποσοστού νέων καπνιστών (19% , p<.01). β) Χαμηλότερο ποσοστό έναρξης του καπνίσματος στην πειραματική ομάδα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (25.5 %). γ) Μείωση ποσοστού πρόσφατης (περασμένο μήνα) και συχνότητας χρήσης (εβδομαδιαία) κατά 23% (p<.01)
-Χρήση μαριχουάνας: α) περιορισμός επιθυμίας έναρξης χρήσης, μείωση ποσοστού νέων χρηστών κατά 24%(p<.01) β) μείωση τρέχουσας χρήσης (15%) και συχνότητάς (18%), όμως κανένα αποτέλεσμα δεν ήταν στατιστικά σημαντικό. -Χρήση αλκοόλ: α) οι συμμετέχοντες είχαν σημαντικά χαμηλότερες βαθμολογίες κατάχρησης αλκοόλ (p<.05). β) είχαν λιγότερες πιθανότητες να ασχοληθούν με την κατανάλωση αλκοόλ που οδηγεί σε αρνητικές συνέπειες (p<.04). γ) εμφάνισαν οριακά λιγότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε πολλαπλές μορφές κατανάλωσης αλκοόλ υψηλού κινδύνου (p<.10). – Δεν μειώθηκαν: ηλικία έναρξης αλκοόλ, τρέχουσα χρήση. |
Espada et al., (2012)
|
2 σχολεία Β’ βάθμιας εκπαίδευσης
(n=341). -Μέσος όρος ηλικίας: 14,3 Μούρθια της Ισπανίας.
|
-Πρόγραμμα Saluda το οποίο υλοποιήθηκε από άτομα που είχαν λάβει εκπαίδευση.
– Οι μαθητές χωρίστηκαν σε 4 πειραματικές συνθήκες. 1) 68 μαθητές συμμετείχαν σε ολόκληρη την διαδικασία του προγράμματος που περιείχε εκπαίδευση σε όλα τα θέματα. 2) 98 μαθητές συμμετείχαν στην συνθήκη κοινωνικών δεξιοτήτων (SS -only) η οποία έδινε έμφαση σε δύο συνεδρίες εκμάθησης κοινωνικών δεξιοτήτων 3) 87 συμμετέχοντες πήραν μέρος στην συνθήκη επίλυσης προβλημάτων (PS-only), η οποία έδινε έμφαση σε δύο συνεδρίες εστιασμένες στην επίλυση προβλημάτων. – 88 συμμετέχοντες τοποθετήθηκαν τυχαία στην ομάδα ελέγχου. – Στόχος της παρέμβασης ήταν η μείωση των παραγόντων επικινδυνότητας και η αύξηση των προστατευτικών παραγόντων. |
Αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες | 5 ερωτηματολόγια:
1.Socio-Economic&FamilyQuestionnaire (κοινωνικο-δημογραφικά) 2.Substance UseQuestionnaire (συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ και χρήση ουσιών τον τελευταίο μήνα) 3.Intention of Substance Consumption Questionnaire (προθέσεις για αγορά&χρήση ουσιών) 4.Interpersonal Difficulties Questionnaire for Adolescents (δυσκολία ως προς τις συναναστροφές) 5.Social Problem Solving Inventory-R (στρατηγικές διαχείρισης προβλημάτων) |
-12 μήνες | – Το πρόγραμμα επέφερε βραχυπρόθεσμες αλλαγές στους μεσολαβητές των δεξιοτήτων και των προθέσεων ενώ αλλαγές στην κατανάλωση αλκοόλ παρατηρήθηκαν στην μακροπρόθεσμη αξιολόγηση (12 μήνες). Οι αλλαγές εντοπίστηκαν στην πλήρη εκδοχή του προγράμματος καθώς και στις δύο συνθήκες παρέμβασης που εστίαζαν στην καλλιέργεια της μίας δεξιότητας παρά και στις δύο.
– Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών συνθηκών της παρέμβασης όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ. Όλοι οι συμμετέχοντες που ανήκαν σε μία από τις τρείς συνθήκες εμφάνισαν χαμηλότερα ποσοστά κατανάλωσης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. -Όσον αφορά τις προθέσεις χρήσης, ήταν και στις τρείς συνθήκες χαμηλότερες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. – Η παρέμβαση που δεν συμπεριλάμβανε την εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες επέφερε ασυνεπείς αλλαγές σε αυτές τις δεξιότητες, ενώ αντίστοιχα η συνθήκη η οποία δεν εστίαζε στην εκπαίδευση σε δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων προκάλεσε ασυνεπείς αλλαγές σε αυτές τις δεξιότητες. |
Faggiano et al., 2007. | 143 σχολεία
(n= 7.079/ ηλικίες 12-14 ετών) 7 χώρες (Αυστρία. Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία) |
-Πρόγραμμα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της μελέτης EU-Dap (European Drug Abuse Prevention).
-12ωρο πρόγραμμα βασισμένο σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση κοινωνικής επιρροής. Αποτελείται από 3 μέρη: 1) γνώσεις των μαθητών γύρω από τον καπνό, αλκοόλ και τις παράνομες ουσίες 2) κοινωνικές δεξιότητες 3) ενδυνάμωση διαπροσωπικών δεξιοτήτων. -Η παρέμβαση πραγματοποιήθηκε από δασκάλους οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί κατά την διάρκεια ενός τριήμερου μαθήματος, σε τεχνικές διαδραστικής διδασκαλίας |
Καπνός, αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών ουσιών | -Οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια πριν και μετά την παρέμβαση για την παρακολούθηση αλλαγών στις στάσεις και στη συμπεριφορά τους καθώς και για την αξιολόγηση της χρήσης πρόσφατα και στο παρελθόν. Η συσχέτιση μεταξύ της παρέμβασης και των αλλαγών εκφράστηκε ως λόγος πιθανότητας (OR). | – 6 μήνες | Τα αποτελέσματα του προγράμματος εντοπίστηκαν στις αλλαγές που επέφεραν σε καταστάσεις όπως:
α) το καθημερινό κάπνισμα (POR=0.70; 0.52-0.94) β) στα επεισόδια μέθης τις τελευταίες 30 μέρες(POR=0.72;0.58-0.90 για τουλάχιστον 1 επεισόδιο, POR=0.69;0.48-0.99 για 3≥ επεισόδια). γ) Οριακή στατιστική σημασία στη χρήση κάνναβης τις τελευταίες 30 μέρες ( POR=0.77;0.60-1.00). -Αποτελεσματικό πρόγραμμα ως προς τη μετάβαση μη καπνιστών ή σποραδικών καπνιστών στο καθημερινό κάπνισμα, αλλά όχι στο να βοηθήσει συστηματικούς καπνιστές να το μειώσουν ή να το σταματήσουν. |
Furr-Holden et al., 2004 | 9 δημοτικά σχολεία Ά τάξη (80% του δείγματος παρακολουθήθηκε έως Β Γυμνασίου)
(n=678) ΗΠΑ |
Παρέμβαση που βασίστηκε σε 2 θεωρητικά μοντέλα:
1)Μοντέλο συνεργασίας οικογένειας-σχολείου( FSP) 2) Μοντέλο που έχει ως επίκεντρο τη διδασκαλία στην τάξη (CC) |
Αλκοόλ, εισπνεόμενα, καπνός, παράνομες ουσίες | Γενικευμένες εξισώσεις εκτίμησης της απόκρισης πολλαπλών μεταβλητών (GEE) για να εκτιμήσουν τα σχετικά προφίλ όσον αφορά την εμπλοκή με την χρήση ουσιών των μαθητών που συμμετείχαν στην παρέμβαση σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. | – 5 χρόνια
-6 χρόνια -7 χρόνια |
-Συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, οι μαθητές που συμμετείχαν στην παρέμβαση ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν χρήση καπνού, κυρίως όσοι δέχτηκαν την παρέμβαση που ήταν επικεντρωμένη στην τάξη(RR=0.5/ P=0.008) σε σύγκριση με την παρέμβαση που βασίστηκε στο μοντέλο συνεργασίας οικογένειας- σχολείου (RR=0.6/P=0.042).
– Η παρέμβαση δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο έναρξης αλκοόλ, εισπνεόμενων ή χρήσης μαριχουάνας, αλλά η CC παρέμβαση φαίνεται πως συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο έναρξης χρήσης παράνομων ουσιών (RR=0.32/p=0.042) |
Gabrhelik et al., 2012 | Μαθητές
Grade 6 (n=1.753) Τσεχία |
-Czech Unplugged Study
-Μοντέλο κοινωνικής επιρροής |
Αλκοόλ, καπνός, εισπνεόμενα,
παράνομες ουσίες |
Αναλύσεις x2 για την αξιολόγηση δημογραφικών διαφορών μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου.
Αναλογίες πιθανοτήτων επικράτησης (διόρθωση Bonferroni μετά από κάθε παρέμβαση). |
-1 μήνα
-3 μήνες -12 μήνες -15 μήνες -24 μήνες |
-Στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της παρέμβασης.
Συγκεκριμένα: -κάπνισμα(OR=0.75,99.2 CI 0.65-0.87) -καθημερινό κάπνισμα (OR=0.62, 99,2 CI 0.48-0.79) -βαρύ κάπνισμα(OR=0.48, 99.2 CI 0.28-0.81) -χρήση κάνναβης (OR=0.57, 99.2 CI 0.42- 0.77) -συχνή χρήση κάνναβης (OR=0.57, 99.2 CI 0.36-0.89) -οποιαδήποτε χρήση ναρκωτικών ουσιών (OR=0.78, 99.2 CI 0.65-0.94). |
Guo et al.,2014 | 24 σχολεία
(Ν=2.091/ grade 7), Ταϊβάν |
-Η παρέμβαση βασίστηκε στην θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς και αποτελούνταν από 10 συνεδρίες των 45 λεπτών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός 16 εβδομάδων από καθηγητές αγωγής υγείας, οι οποίοι είχαν λάβει πριν την έναρξη του προγράμματος 2 μέρες εκπαίδευσης. | Παράνομες
ουσίες |
Ερωτηματολόγια που μετρούν στάσεις, νόρμες, συμπεριφορές ελέγχου και δεξιότητες ζωής πριν και μετά την παρέμβαση | -6 μήνες
-12 μήνες |
-Ποσοστό διατήρησης: 71.9% μετά τους 12 μήνες.
– Μικρότερο ποσοστό δήλωσε χρήση παράνομων ουσιών μετά τις ενισχυτικές παρεμβάσεις σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (1% vs 1.7 % & 0.2&vs 1.7%/ p<.0.5) -Στάσεις, υποκειμενικές νόρμες, υποκειμενικός έλεγχος, δεξιότητες ζωής & σκορ σε συμπεριφορές πρόθεσης υψηλότερα από την ομάδα ελέγχου (p<.001). |
Hopfer et al, 2013 | 29 σχολεία (n= 1984/ 5thgrade)
– Ηλικία: 10 έτη(Μ.Ο) Προαστιακή, μητροπολιτική περιοχή, ΗΠΑ |
-5thgradekeepin΄ it REAL πρόγραμμα που αποτελείται από 12 45λεπτες συνεδρίες σε συνδυασμό με προβολή 5 βίντεο (1 εισαγωγικό και 4 με αφηγήσεις των τεσσάρων στρατηγικών αντίστασης: refuse, explain, avoid, leave).
– Στόχοι: εκμάθηση δεξιοτήτων αντίστασης & λήψης αποφάσεων, ενίσχυση αυτο-αποτελεσματικότητας. |
Αλκοόλ, καπνός, κάνναβη | -Η αξιολόγηση βασίστηκε σε μετρήσεις μεταβλητών όπως οι δεξιότητες αντίστασης, η αυτοπεποίθηση όσον αφορά τις κοινωνικές επιρροές καθώς και η συχνότητα της χρήσης. | – Αύξηση της εμπιστοσύνης των μαθητών στις δεξιότητές αντίστασης που διαθέτουν, ωστόσο οι διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου αν και ήταν προς την επιθυμητή κατεύθυνση δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Συνεπώς η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και η εστίαση σε δεξιότητες αντίστασης δεν είναι αρκετά ισχυρές για να επιφέρουν αποτελέσματα στην προ-εφηβική ηλικιακή ομάδα. | |
Johnson et al., 2009 | Μαθητές σχολείων 14 κοινοτήτων 5th& 6thgrades)
Αλάσκα |
-Πρόγραμμα Think Smart (12 βασικές συνεδρίες & και 3 ενισχυτικές).
-Το εννοιολογικό πλαίσιο του προγράμματος αντλεί κυρίως από το γνωστικό-συμπεριφορικό μοντέλο του Botvin που δίνει έμφαση στην διδασκαλία δεξιοτήτων άρνησης και κοινωνικών δεξιοτήτων γενικότερα σε μία προσπάθεια αντίστασης απέναντι στις προσφορές για χρήση ουσιών. |
Επιβλαβείς νόμιμες (ουσίες χωρίς συνταγή, καπνός, εισπνεόμενα, αλκοόλ) και παράνομες ουσίες | -Xρήση τον τελευταίο μήνα
-Μέτρηση ενδιάμεσων μεταβλητών (π.χ., χρήση συνομήλικων, γνώσεις σχετικά με τη χρήση), 5 κλίμακες μέτρησης προστατευτικών και 5 παραγόντων επικινδυνότητας. |
-2 μήνες
-3 μήνες -6 μήνες |
-Μείωση των επιβλαβών νόμιμων προϊόντων(επίδραση μεσαίου μεγέθους) κυρίως των εισπνεόμενων.
-Όχι άμεση επιρροή στους μαθητές όσον αφορά τη χρήση καπνού, αλκοόλ και μαριχουάνας. -Η μέτρηση των προστατευτικών και των παραγόντων επικινδυνότητας δεν επηρέασαν τα αποτελέσματα του Think Smart όσον αφορά την μείωση της χρήσης ουσιών στους νέους.
|
Kulis et al., (2019) | -12 δημοτικά σχολεία (n=676/6thgrade)
Γουατεμάλα |
-Mantente REAL curriculum, Ισπανικήεκδοχήτουkeepin’ it REAL
(10 μαθήματα που δόθηκαν από εκπαιδευμένους δασκάλους). -Βασίστηκε στην εκμάθηση αντίστασης στις ουσίες, στην αξιολόγηση κινδύνου και στις δεξιότητες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο μοντέλου που ενσωματώνει: οικολογικό κίνδυνο & θεωρία ανθεκτικότητας. |
Καπνός, παράνομες ουσίες. | Συμπλήρωση ερωτηματολογίων πριν και μετά (87% matched),
Τ- tests, αποτελέσματα μεγεθών (Cohen’s d) & γραμμικά μοντέλα |
-4 μήνες | -Αλλαγές σε επιθυμητές κατευθύνσεις όσον αφορά τη χρήση ουσιών & απόκτηση δεξιοτήτων αντίστασης.
-Μειωμένη χρήση καπνού & μαριχουάνας καθώς και λιγότερες θετικές προσδοκίες από τη χρήση ουσιών σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Αποτελέσματα μεγεθών παρέμβασης μεταξύ 0,2 και 0,3) |
Marsiglia et al., 2016 | -Τα επιλέξιμα σχολεία ήταν εκείνα που είχαν μεγάλο ποσοστό ( >70%) από Λατίνους μαθητές και βρίσκονταν εντός τον ορίων της πόλης του Φοίνιξ. (n=267/ 7thgrade και οι γονείς αυτών) | -Η παρέμβαση βασίστηκε στο πρόγραμμα “Keepin’ it REAL” σε συνδυασμό με το FamiliasPreperandolaNuevaGeneracion ( FPNG).
– Σκοπός του kiR είναι να ενισχύσει τις δεξιότητες αντίστασης των μαθητών, να προωθήσει στάσεις και νόρμες κατά της χρήσης και να βελτιώσει τις δεξιότητες λήψης αποφάσεων και επικοινωνίας, μέσα από ένα πρόγραμμα 10 εβδομάδων. Πραγματοποιείται από τους δασκάλους και προσπαθεί να διδάξει στους μαθητές τις στρατηγικές αντίστασης γνωστές ως REAL (Refuse, Explain, Avoid,Leave). -Οι στόχοι του FPNG είναι κυρίως: α) ενδυνάμωση γονέων ώστε να βοηθήσουν τους εφήβους να αντισταθούν στη χρήση μέσω των στρατηγικών REAL. β) να χτίσουν και να ενισχύσουν τη λειτουργία της οικογένειας. -Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρείς συνθήκες: 1) παρεμβάσεις σε γονείς και μαθητές (parent and youth -PY) 2) παρέμβαση μόνο στους μαθητές (youthonly-Y) 3) ομάδα ελέγχου |
Αλκοόλ, καπνός | Συμπλήρωση ερωτηματολογίων πριν και μετά την παρέμβαση που περιείχε ερωτήσεις σχετικά με τη συχνότητα και την ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ και χρήσης καπνού και ουσιών. | -18 μήνες | -Συγκριτικά με την ομάδα Υ, η ομάδα ΡΥ δεν εμφάνισε άμεσα αποτελέσματα στην ποσότητα αλκοόλ (β=-0,005, p=0,93) και στη συχνότητά του (β=-0,021, p=0,71). Ωστόσο η ομάδα ΡΥ παρουσίασε μετά το τέλος της παρέμβασης σημαντικά ισχυρότερες στάσεις κατά του αλκοόλ οι οποίες σχετίζονται με χαμηλότερη ποσότητα κατανάλωσης (β=−.413, p<.001) και συχνότητας χρήσης (β=−.471, p<.001).
-Η ομάδα ΡΥ εμφάνισε άμεσα αποτελέσματα σε σύγκριση με την ομάδα Υ, σχετικά με τη μείωση του αριθμού τσιγάρων που καπνίζουν (β=−.100, p<.01) αλλά και τη συχνότητα του καπνίσματος (β=−.074, p= <.05). -Οι νέοι που ανήκουν στην ομάδα παρέμβασης ΡΥ απέκτησαν ισχυρότερες αντιλήψεις κατά του καπνίσματος, γεγονός που με τη σειρά του σχετίστηκε με χαμηλότερο αριθμό τσιγάρων (β=−.345, p<.001) αλλά και μείωση συχνότητας του καπνίσματος (β=−.346, p<.001) με βάση τις μετρήσεις που έγιναν μετά το follow-up. |
Newton et al., 2009 | 10 σχολεία Β’ Βάθμια εκπαίδευση (n=764/ 8thgrade)
Σύδνεϋ, |
-Πρόγραμμα CLIMATE (ClimateManagement and TreatmentEducation), το οποίο αποτελείται από 6 μαθήματα στον υπολογιστή και εστιάζει κυρίως στη μείωση της βλάβης. | Αλκοόλ | Αξιολόγηση: γνώσεις, προσδοκίες, χρήση αλκοόλ, πρότυπα χρήσης & βλάβες σχετιζόμενες με την κατανάλωση, πριν, αμέσως μετά & 6 μήνες μετά. | -6 μήνες | -Βελτίωση όσον αφορά τις γνώσεις για το αλκοόλ.
-Η μέση εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε αμέσως μετά την παρέμβαση. -Δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων σχετικά με τις προσδοκίες για το αλκοόλ, την κατανάλωση και τις βλάβες που σχετίζονται με αυτή διαχρονικά. |
Perry et al., 1980 | Πέντε γυμνάσια (n=709)
Στάνφορντ Καλιφόρνια |
-Για την παρέμβαση οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν στην πειραματική ομάδα που έλαβε ένα ειδικό πειραματικό πρόγραμμα πρόληψης/διακοπής του καπνίσματος που πραγματοποιήθηκε εντός της τάξης και την ομάδα που έλαβε την παραδοσιακή εκπαίδευση όσον αφορά την υγεία η οποία δίνει έμφαση στις βλαβερές, μακροπρόθεσμες φυσιολογικές επιπτώσεις του καπνίσματος.
-Τα μαθήματα που έλαβε η πειραματική ομάδα ήταν 4 και είχαν διάρκεια 45 λεπτών. Έδιναν έμφαση στις κοινωνικές πιέσεις που επηρεάζουν την υιοθέτηση συμπεριφορών καπνίσματος καθώς και στα άμεσα φυσιολογικά αποτελέσματα του καπνίσματος. Διαφάνειες και ταινίες παρουσίαζαν τεχνικές προώθησης που χρησιμοποιούνται για να ενθαρρύνουν το κάπνισμα. |
Καπνός | – Αξιολόγηση μεταβλητών όπως: το μονοξείδιο του άνθρακα, δείγματα αναπνοής, συμπλήρωση ερωτηματολογίων σχετικά με γνώσεις και στάσεις γύρω από το κάπνισμα και αυτό-αναφερόμενη συχνότητα καπνίσματος.
-Μετά την παρέμβαση συλλέχθηκαν ξανά δεδομένα που αφορούσαν στις γνώσεις και τις στάσεις των μαθητών ενώ πάρθηκαν ξανά δείγματα CO.
|
-5 μήνες | -Η πειραματική ομάδα μείωσε (p<0.05) το κάπνισμα κατά την προηγούμενη μέρα & τον προηγούμενο μήνα.
-Στην αξιολόγηση μετά την παρέμβαση η πειραματική ομάδα παρουσίασε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν αποχή από το κάπνισμα την προηγούμενη εβδομάδα και τον προηγούμενο μήνα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. – Οι συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου σημείωσαν πολύ υψηλότερη βαθμολογία σε όλα τα στοιχεία σχετικά με τις άμεσες φυσιολογικές επιπτώσεις του καπνίσματος. Επίσης είχαν περισσότερες γνώσεις ως προς τον καλύτερο τρόπο διακοπής του καπνίσματος καθώς και τρόπους πρόληψης άλλων από το να υιοθετήσουν συμπεριφορές καπνίσματος. -Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές ως προς τις γνώσεις σχετικά με τις δυσκολίες διακοπής του καπνίσματος και τους λόγους που τα άτομα το ξεκινούν. – Οι συμμετέχοντες και στις 2 ομάδες δεν παρουσίασαν διαφορές στις στάσεις απέναντι στο κάπνισμα. |
Peterson
et al, 2000 |
Μαθητές Γυμνασίου
(n=8.388) Ουάσιγκτον |
-Hutchinson Smoking Prevention Project (HSPP). Περιλαμβάνει τα 12 «βασικά στοιχεία» για την πρόληψη του καπνού.
Προσέγγιση κοινωνικών επιδράσεων. Η παρέμβαση περιλαμβάνει εκμάθηση συμπεριφορών όπως: 1) δεξιότητες για τον εντοπισμό κοινωνικών επιρροών, 2) δεξιότητες αντίστασης των κοινωνικών επιρροών, 3) πληροφορίες διόρθωσης λανθασμένων κανονιστικών αντιλήψεων. -Τρία πρόσθετα στοιχεία του HSPP επεκτείνουν την τυπική προσέγγιση κοινωνικών επιδράσεων: 1) ενθάρρυνση μη καπνιστών ως πρόδρομος κατάρτισης δεξιοτήτων, 2) προαγωγή αυτοπεποίθησης για αντίσταση στις κοινωνικές επιρροές, 3) επιστράτευση θετικών οικογενειακών επιρροών. – Πραγματοποιήθηκε από εκπαιδευμένους δασκάλους και ήταν διαχρονική. |
Καπνός | Συμπλήρωση ερωτηματολογίων (grade 12) σχετικά με τη συχνότητα του καπνίσματος, το κάπνισμα κατά την τρέχουσα περίοδο, του σταδίου που βρίσκεται ο μαθητής, μέτρηση του καπνίσματος σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αριθμός τσιγάρων ανά ημέρα και τέλος τάξεις κατά τις οποίες αναφέρθηκε για πρώτη φορά μηνιαίο, εβδομαδιαίο και ημερήσιο κάπνισμα. | -2 χρόνια μετά την αποφοίτηση από το λύκειο. | -Δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά στον επιπολασμό για τους μαθητές στην πειραματική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, όπως αξιολογήθηκε στο τέλος της παρέμβασης αλλά και στο follow-up που έγινε μετά από δύο χρόνια, ούτε στα αγόρια ούτε στα κορίτσια.
-Τα παρατηρούμενα μεγέθη επίδρασης ήταν πολύ μικρά. -Για το καθημερινό κάπνισμα, τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια, η διαφορά ήταν 25,7%-25,4%=0,3% (95% CI= 3,5%-3,7%/grade 12) και 29,07%-28,42%=0,65% (95% CI= -2,8% to 3,8%/ 2 χρόνια μετά το λύκειο) |
Resnicow et al., 2008. | 36 δημόσια σχολεία(n=5.266),
2 επαρχίες της Ν.Αφρικής (KwaZuluNatal& Δυτικό Ακρωτήριο).
|
3 διαφορετικά γκρουπ:
1) έλαβε τη συνήθη εκπαίδευση όσον αφορά τη χρήση καπνού (12 σχολεία). 2) έλαβε την εκπαίδευση που βασίστηκε στο μοντέλο μείωσης της βλάβης (12 σχολεία/ grade 8th& 9th) 3) έλαβε εκπαίδευση βασισμένη στην εκμάθηση δεξιοτήτων ζωής(12 σχολεία / grade 8th& 9th ) -Η παρέμβαση βασίστηκε σε δύο προγράμματα:1) εκμάθησης δεξιοτήτων ζωής (LST), 2) μείωσης της βλάβης HARM (γνωστό και ως KEEPLEFT) (προσαρμογή στο πληθυσμό της Ν. Αφρικής). |
Καπνός | Συμπλήρωση ερωτηματολογίου από τους μαθητές πριν την παρέμβαση όσον αφορά τη χρήση καπνού τον τελευταίο μήνα. | -2 χρόνια | -Η χρήση καπνού τον τελευταίο μήνα μειώθηκε σε ποσοστό 6% στην πειραματική ομάδα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (3%) τόσο στους μαθητές που έλαβαν την εκπαίδευση που βασίστηκε στο μοντέλο μείωσης της βλάβης όσο και στους μαθητές που έλαβαν την εκπαίδευση που βασίστηκε στην εκμάθηση δεξιοτήτων ζωής, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές.
-Η ανταπόκριση μετριάστηκε σημαντικά από φύλο και φυλή. Το μοντέλο μείωσης της βλάβης ήταν πιο αποτελεσματικό στα αγόρια ενώ η εκμάθηση δεξιοτήτων στα κορίτσια. Στους Άφρο-αμερικανούς ήταν πιο αποτελεσματικό το μοντέλο μείωσης της βλάβης. |
Sanchez et al., (2016) | 16 δημόσια σχολεία (n=2.185/ ηλικίες 11-15)
3 πόλεις της Βραζιλίας |
-Πρόγραμμα Unplugged (αποτελείται από 12 μαθήματα διάρκειας 50 λεπτών που διδάσκονται από τους δασκάλους που έχουν παρακολουθήσει μία 16ωρη εκπαίδευση).
– Περιλαμβάνει 1) 4 μαθήματα διάρκειας 1 ώρας σχετικά με τις στάσεις και τις γνώσεις γύρω από τις ουσίες 2) 4 μαθήματα σχετικά με τις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις 3) 4 μαθήματα για την ανάπτυξη προσωπικών δεξιοτήτων. |
Αλκοόλ, καπνός, μαριχουάνα, εισπνεόμενα, κοκαΐνη, κρακ | -Ερωτηματολόγια πριν & μετά την παρέμβαση:
-Συχνότητα χρήσης ουσιών και κατανάλωσης αλκοόλ τον τελευταίο μήνα, χρόνο και όλη τη ζωή. – Πληροφορίες για παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση όπως π.χ., γνώσεις και απόψεις, κοινωνική επιρροή, σχολικό περιβάλλον κ.α. |
-4 μήνες | -Το πρόγραμμα ανέστειλε την αναμενόμενη αύξηση χρήσης ουσιών μεταξύ των ηλικιών 13 με 15 ετών ενώ παράλληλα καθυστέρησε και την ηλικία έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Υψηλό ποσοστό μαθητών ανέφερε μετάβαση από την πρόσφατη χρήση μαριχουάνας στην μη χρήση. – Το πρόγραμμα δεν επηρέασε καθόλου τους μαθητές ηλικίας 11 και 12 ετών, γεγονός που κυρίως οφείλεται στον εξαιρετικά χαμηλό επιπολασμό χρήσης ουσιών σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, δηλαδή λιγότερο από 1% για ναρκωτικά και λιγότερο από 3% για κάπνισμα.
|
Sanchez et al., (2021) | 30 δημόσια σχολεία
(n=4.030/ 1.727 5th grade, 2.303 7th grade) Σάο Πάολο Βραζιλία |
-Εκπαιδευτικό πρόγραμμα αντίστασης στα ναρκωτικά και την βία PROERD.
-10 εβδομαδιαία μαθήματα, διάρκειας 50 λεπτών του προγράμματος PROERD από κατάλληλα εκπαιδευμένους αστυνομικούς, τα οποία βασίστηκαν στις θεωρίες της κοινωνικό-συναισθηματικής μάθησης και στην απόκτηση δεξιοτήτων αντίστασης. |
Αλκοόλ, καπνός, μαριχουάνα, εισπνεόμενα, κοκαΐνη | Ερωτηματολόγια με ηχητικό οδηγό που συμπληρώθηκαν μέσω της χρήσης smartphone πριν την παρέμβαση και 9 μήνες μετά .
-Αξιολογήθηκε η έναρξη και η πρόσφατη χρήση. |
9 μήνες | -Το πρόγραμμα PROERD δεν ήταν αποτελεσματικό ως καθολική παρέμβαση με στόχο τη μείωση χρήσης ουσιών μετά από 9 μήνες.
-Οι μαθητές μεγαλύτερων τάξεων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και οι οποίοι είχαν ήδη εξασκηθεί σε συνθήκες υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ είχαν σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες διατήρησης αυτής της συμπεριφοράς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. |
Sanchez et al., (2017) | 72 δημόσια σχολεία
(n= 5.028/ grades 7th& 8th) Ηλικία:12.5 έτη(Μ.Ο) 6 πόλεις της Βραζιλίας |
-Πρόγραμμα #Tamojunto (12 συναντήσεις).
-Περιελάμβανε 4 συναντήσεις 1 ώρας γύρω από τις στάσεις απέναντι στην χρήση και την γνώση γύρω από τις ουσίες,4 μαθήματα σχετικά με τις κοινωνικές και διαπροσωπικές δεξιότητες και 4 μαθήματα σχετικά με τις προσωπικές δεξιότητες των μαθητών. – Πραγματοποιήθηκε από εκπαιδευτικούς που έλαβαν 2ήμερη εκπαίδευση. |
Αλκοόλ, καπνός, εισπνεόμενα,
κρακ, μαριχουάνα, κοκαΐνη |
Συλλογή δεδομένων πριν και μετά την παρέμβαση καθώς και μετά το follow-up | -9μήνες
|
-Αύξηση χρήσης αλκοόλ (πρώτη χρήση) -30% μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (aRR=1.30,95% CI,1.13-1.49, p<0.001)
-Μείωση της χρήσης εισπνεόμενων(aRR=0.78, 95%CI 0.63-0.96, p=0,021) -Γενικότερα συμπεράσματα υποδηλώνουν ότι η ενημέρωση σχετικά με το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την περιέργεια για την χρήση του. |
Seal, (2006) | 170 μαθητές (grade 7-12)
Ταϊλάνδη |
– Το πρόγραμμα βασίστηκε στο μοντέλο εκμάθησης δεξιοτήτων ζωής (LST).
-Οι μαθητές της ομάδας ελέγχου έλαβαν το συνηθισμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης σχετικά με καπνό και ουσίες, ενώ η πειραματική ομάδα έλαβε εκπαίδευση που βασίστηκε στην εκμάθηση δεξιοτήτων. |
Καπνός, παράνομες ουσίες | Ερωτηματολόγια σχετικά με: γνώσεις για τις επιπτώσεις του καπνού και των ουσιών, στάσεις απέναντι στην χρήση και συχνότητα χρήσης τους τελευταίους 2 μήνες. | -6 μήνες | -Στατιστικά σημαντικές θετικές διαφορές σχετικά με το επίπεδο γνώσης, τις στάσεις και την ανάπτυξη δεξιοτήτων αντίστασης, λήψης αποφάσεων και επίλυσης προβλημάτων. |
Tan et al., (2018) | 4 σχολεία (n=573)
– Ηλικία:16 έτη (Μ.Ο) Μαλαισία |
-Η παρέμβαση βασίστηκε στην προβολή μιας 60λεπτης ταινίας σχετικά με τη ζωή ενός εθισμένου ατόμου, ενώ ακολούθησε μια διαδραστική παρουσίαση ενός PowerPoint που περιείχε πληροφορίες σχετικά με τις διαστάσεις των προβλημάτων που σχετίζονται με τη χρήση, φωτογραφίες διαφόρων ειδών παράνομων ουσιών καθώς και ορισμένες δεξιότητες αντίστασης. | Παράνομες ουσίες | -Συμπλήρωση ερωτηματολογίου (KAP-C) πριν (38 ερωτήσεις χωρισμένες σε 3 κατηγορίες: γνώσεις, στάσεις & αντιλήψεις γύρω από τις ουσίες).
-Τρείς αξιολογήσεις: μετά την παρουσίαση, ένα μήνα μετά, δύο μήνες μετά. |
-1 μήνα
-2 μήνες |
-Βελτίωση γύρω από τις γνώσεις που αφορούν στη χρήση ουσιών (PT1,PT2,PT3-p<0.001).
-Επίμονες αλλαγές στη στάση των μαθητών όσον αφορά τις στρατηγικές θεραπείας ακόμη και δύο μήνες μετά την παρέμβαση (p<0.05). -Αλλαγές στις στάσεις σχετικά με τις στρατηγικές μείωσης της βλάβης. -Οι αντιλήψεις όσον αφορά τα προβλήματα που σχετίζονται με την χρήση ουσιών άλλαξαν μετά την παρέμβαση (p<0.001) και διατηρήθηκαν δύο μήνες μετά (p<0.001). |
Telch et al., (1990) | 2 γυμνάσια (n=774/ 7th grade),
ΝότιαΚαλιφόρνια |
-Προσπάθεια μείωσης του καπνίσματος των μαθητών μέσω προβολής βιντεοκασέτας σε συνδυασμό με την παρουσία ή όχι ομότιμων ηγετών για να δοκιμαστεί αν η παρουσία τους θα ενίσχυε την αντίσταση σε κοινωνικές επιρροές.
-3 ομάδες που παρακολούθησαν διαφορετική παρέμβαση: 1) προβολή βίντεο σχετικά με το κάπνισμα 2) προβολή βίντεο σε συνδυασμό με παρουσία ομότιμων ηγετών 3) ομάδα ελέγχου |
Καπνός, μαριχουάνα, αλκοόλ | -Αξιολόγηση στην αρχή & στο τέλος του έτους.
-Ερωτηματολόγιο που αξιολογούσε: χρήση καπνού, αλκοόλ και μαριχουάνας, πεποιθήσεις για το κάπνισμα και τη χρήση ουσιών, πρόθεση μελλοντικής χρήσης, δεξιότητες αντίστασής. -Δείγμα μονοξειδίου του άνθρακα και σάλιου. |
-6 μήνες | -Έντονη καταστολή στην έναρξη τόσο του πειραματικού όσο και του τακτικού καπνίσματος μεταξύ όσων εκτέθηκαν στην εκπαίδευση αντίστασης στην πίεση με την συμμετοχή των ομότιμων ηγετών.
-Η εκπαίδευση στην αντίσταση της κοινωνικής πίεσης χωρίς την παρουσία ομότιμων παρήγαγε λιγότερο ισχυρή επίδραση στις συμπεριφορές των μαθητών. -Τα δεδομένα γύρω από τη χρήση μαριχουάνας και αλκοόλ, αποκάλυψαν μια γενικευμένη επίδραση καταστολής, αν και πιο αδύναμη σε σχέση με τον καπνό, μεταξύ εκείνων που εκτέθηκαν στην εκπαίδευση αντίστασης με την παρουσία των ομότιμων ηγετών. |
Vigna-Taglianti et al., (2021)
|
32 σχολεία Β’ Βάθμια εκπαίδευση
(n= 2.685) -Μ.Ο. ηλικίας:14,2 έτη Νιγηρία |
-Πρόγραμμα «Unplugged» προσαρμοσμένο στο πλαίσιο της Νιγηρίας.
– 12 συνεδρίες μίας ώρας που διδάσκονται από τους εκπαιδευτικούς -Ανάπτυξη προσωπικών & κοινωνικών δεξιοτήτων με έμφαση στην κανονιστική εκπαίδευση (π.χ., διόρθωση πεποιθήσεων σχετικά με τις ουσίες και την εσφαλμένη αντίληψη της χρήσης από συνομήλικους). |
Καπνός, αλκοόλ, μαριχουάνα | Ερωτηματολόγια πριν και μετά που ερευνούσαν: κοινωνικό περιβάλλον, χρήση καπνού, αλκοόλ & ουσιών, γνώσεις, αντιλήψεις & στάσεις γύρω από ουσίες, αντίληψη της χρήσης από συνομήλικους, προσωπικές δεξιότητες. | 6 μήνες | -Η παρέμβαση μείωσε τον επιπολασμό οποιασδήποτε αυτό-αναφερόμενης κατανάλωσης αλκοόλ καθώς και την τακτική κατανάλωση μέσω της βελτίωσης των αρνητικών πεποιθήσεων, του κλίματος της τάξης και των αντιλήψεων κινδύνου.
-Απέτρεψε την πρόοδο σε όλα τα στάδια έντασης της κατανάλωσης αλκοόλ και ενθάρρυνε την λιγότερο εντατική χρήση. -Δεν απέτρεψε τον πειραματισμό στους μη χρήστες. |
Wang et al., (2012). | 9 δημόσια σχολεία (n=678/ firstgrade)
-Μέσος όρος ηλικίας: 6 ετών ΗΠΑ |
-Το πρόγραμμα βασίστηκε σε δύο μορφές παρέμβασης:1) Την εστιασμένη στην τάξη παρέμβαση (CC), η οποία στόχευε στη διαχείριση συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών αλλά και τις ακαδημαϊκές δεξιότητες διδασκαλίας τους. 2) Την εστιασμένη στην συνεργασία σχολείου-οικογένειας (FSP) με στόχο τη βελτίωση της επικοινωνία σχολείου και οικογένειας αλλά την υποστήριξη της κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών.
– Η δεύτερη παρέμβαση αποτελούνταν από 7 εργαστήρια για τους γονείς, τα οποία επικεντρώθηκαν στις γονικές πρακτικές που σχετίζονται με την κοινωνική συμπεριφορά και τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα των παιδιών. |
Καπνός | -Η αξιολόγηση βασίστηκε στην μέτρηση δυο μεταβλητών, αρχική προσφορά καπνού και πρώτη φορά που το άτομο κάπνισε τσιγάρο.
-Για τη μέτρηση της εμπλοκής των ατόμων με τον καπνό χρησιμοποιήθηκε ηχητική μέθοδος συνεντεύξεων μέσω υπολογιστή που περιλάβανε ερωτήσεις όπως: «Έχεις δεχτεί ποτέ πρόταση να καπνίσεις; Σε ποια ηλικία». |
Ετήσιες μετρήσεις εμπλοκής των παιδιών με το κάπνισμα
από 11 έως 18 ετών. |
-Αυτή η μελέτη προσπάθησε να οριοθετήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους μηχανισμούς με τους οποίους μία πρώιμη παρέμβαση πρόληψης στο δημοτικό αύξησε την επιβίωση από το πρώτο τσιγάρο που κάπνισε το άτομο στην εφηβεία του.
-Τόσο η CC όσο και η FSP αύξησαν την επιβίωση στο πρώτο τσιγάρο που καπνίστηκε κατά την πρώιμη εφηβεία με την CC να είναι ακόμα πιο αποτελεσματική και κατά την όψιμη εφηβεία. -Τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων ήταν μέσω του αντίκτυπού τους στη μείωσης της πιθανότητας να προσφερθεί στο άτομο να καπνίσει ένα τσιγάρο. -Δεν υπήρξε επίδραση όσον αφορά τη μετάβαση στο κάπνισμα. |
Werch et al., (2005) | Μαθητές Γυμνασίου (n=604/335 9th grade & 269 11th grade)
Μ.Ο. ηλικίας:15.24 έτη Βόρειο-ανατολική Φλόριντα |
-Η παρέμβαση βασίστηκε στη βελτίωση πολλαπλών πτυχών υγείας, συνδυάζοντας φυσική άσκηση και πρόληψη χρήσης.
-Χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPORT, αποτελούμενο από προσωπική αξιολόγηση υγείας, ατομική συμβουλευτική, πρόγραμμα γυμναστικής στο σπίτι και ενημέρωση για προστατευτικούς & παράγοντες κινδύνου. – Βασίστηκε στο μοντέλο συμπεριφοράς-εικόνας, όπου θετικές προσωπικές & κοινωνικές εικόνες αποτελούν κίνητρα ανάπτυξης και ενοποίησης συνηθειών υγείας. |
Αλκοόλ, ναρκωτικές ουσίες | Η αξιολόγηση βασίστηκε σε μετρήσεις όσον αφορά τη χρήση αλκοόλ και ουσιών, ύπαρξη προστατευτικών παραγόντων και παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και συνήθειες σωματικής άσκησης. | 12 μήνες | -Μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ και καπνίσματος
-Θετικές επιδράσεις όσον αφορά την έναρξη χρήσης αλκοόλ και καπνίσματος και την συχνότητά τους.(p<0.05). -Σημαντικά θετικά αποτελέσματα και στους μαθητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και έκαναν χρήση ήδη πριν την παρέμβαση, σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ, τις συμπεριφορές χρήσης ουσιών και κυρίως την επιθυμία τους για χρήση.
|