RAGNAR HAUGE[2]
Μετάφραση Γ. Φασσουλάκης
DOI: https://doi.org/10.57160/MRSU3881
Από τη δεκαετία του 1960 και μέχρι τα μέσα του ΄80, η Νορβηγία έμελλε να ξεχωρίσει ανάμεσα στα κράτη εκείνα της Δυτικής Ευρώπης με τη μεγαλύτερη κατασταλτική δραστηριότητα στο χώρο των ναρκωτικών. Πράγματι, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η μέγιστη ποινή που προβλεπόταν για αδικήματα περί των ναρκωτικών αυξήθηκε από τους έξι μήνες φυλάκισης που ήταν αρχικά, στα 21 χρόνια – μέγιστο όριο ποινής για οποιοδήποτε αδίκημα σύμφωνα με τη Νορβηγική νομοθεσία. Το τμήμα ναρκωτικών της αστυνομικής υπηρεσίας της πόλης του Όσλο διεύρυνε την αρμοδιότητα του, καλύπτοντας μεγαλύτερη περιφέρεια και αντικείμενα από οποιαδήποτε άλλη αστυνομική δύναμη πρωτεύουσας Ευρωπαϊκού κράτους. Εξάλλου, οι στοχευμένες τροποποιήσεις στη νομοθεσία και τα εκτελεστικά μέτρα της, άνοιξαν το δρόμο για νέες, ριζοσπαστικές μεθόδους έρευνας στο χώρο των αδικημάτων. Τίποτα δεν έπρεπε να αποτελέσει πρόσκομμα, στο δρόμο για την επίτευξη του απώτερου στόχου, που δεν ήταν άλλος από μια κοινωνία χωρίς ναρκωτικά. Οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών αντιμετωπίζονταν ως αντικοινωνικοί εγκληματίες, υπεύθυνοι όχι μόνο για το μεγαλύτερο τμήμα των αδικημάτων που διαπράττονται, αλλά και για διάφορα άλλα κοινωνικά προβλήματα. Αυτό που εθεωρείτο ότι χρειαζόταν, ήταν η λήψη αυστηρών ποινικών μέτρων με σκοπό τον έλεγχο της απειλής.
Η άποψη αυτή ήταν ευρύτατα αποδεκτή, πόσο μάλλον καθώς είχε τη στήριξη τόσο του κοινού όσο και των πολιτικών. Μολονότι κάποιοι παρατηρητές εξέφρασαν την ανησυχία τους για την πορεία που έπαιρνε η όλη υπόθεση, κανείς δεν είχε στην πραγματικότητα τη διάθεση να ρισκάρει το όνομα ή την υπόληψή του και να λάβει θέση αντίθετη από την κυρίαρχη, εκείνη την εποχή, νοοτροπία περί αντιμετώπισης των χρηστών ναρκωτικών ουσιών. Ο Όταρ Μπροξ (Ottar Brox), γνωστός Νορβηγός κοινωνιολόγος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ΄70, ο Μπροξ ήταν βουλευτής εκλεγμένος με το κόμμα της Σοσιαλιστικής Εκλογικής Συμμαχίας (Sosialistisk Valgforbund). Ορισμένα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του συγκεκριμένου κόμματος ήθελαν το κόμμα τους να αντιταχθεί σε νομοσχέδιο που είχε την πρόθεση να καταθέσει η κυβέρνηση με στόχο την αύξηση του μέγιστου ορίου φυλάκισης, για αδικήματα περί των ναρκωτικών. Κατά τη συζήτηση του θέματος, τα συγκεκριμένα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας αυτού του κόμματος πληροφορήθηκαν ότι το Χριστιανικό Λαϊκό Κόμμα (Kristelig Folkeparti) σχεδίαζε να υπερθεματίσει ακόμα και έναντι αυτής της κυβέρνησης και να ζητήσει ακόμα αυστηρότερες ποινές. Όσοι ήταν αντίθετοι με την ιδέα αυτή, προτίμησαν, ωστόσο, τη στάση της σιωπής, όταν ο εκπρόσωπος της κοινοβουλευτικής ομάδας ακούστηκε να λέει ότι: « Δεν θέλω να χρειαστεί να αποχωρήσω από αυτή τη συζήτηση αφήνοντας πίσω μου την εντύπωση ότι είμαι ο λιγότερο αντίθετος στα ναρκωτικά από ό,τι ο Καρς Κρίστιανσεν! (εκπρόσωπος του χριστιανικού λαϊκού κόμματος της Νορβηγίας) (Brox, 1993.96).
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, πάντως, η στάση απέναντι στα άτομα με σοβαρό πρόβλημα χρήσης ουσιών, άρχισε να αλλάζει. Όταν μάλιστα οι αρχές έμαθαν ότι η πρακτική κοινής χρήσης συριγγών μπορεί να προκαλέσει μετάδοση του ιού του AIDS, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα δωρεάν ανταλλαγής βελονών (1988). Το πρώτο κέντρο τέτοιας ανταλλαγής δημιουργήθηκε στην πόλη του Όσλο, αλλά το σύστημα δεν άργησε να εξαπλωθεί και σε άλλες πόλεις της χώρας. Σε μια προσπάθεια ανταπόκρισης στο πρόβλημα της θεαματικής αύξησης του αριθμού των θανάτων από υπερβολική δόση, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90 και με απώτερο σκοπό να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, δημιουργήθηκε ένα πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη, αρχικά σε δοκιμαστική βάση. Μέχρι τότε η χρήση της μεθαδόνης για τη θεραπεία των χρηστών ναρκωτικών ουσιών ήταν παράνομη. Ο αριθμός των ασθενών που συμμετείχαν σε θεραπευτικά προγράμματα υποκατάστασης συνέχισε να αυξάνει χρόνο με το χρόνο, μέχρι που σήμερα η συγκεριμένη μέθοδος έχει φτάσει να κατέχει κεντρική θέση ανάμεσα στις βασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις. Εκεί όπου, στο παρελθόν, οι χρήστες ναρκωτικών ζούσαν ένα ατέλειωτο κυνηγητό από τόπο σε τόπο από την αστυνομία, οι αρχές συμφώνησαν σιωπηλά, λίγο πριν τελειώσει ο 20ος αιώνας, να τους επιτρέψουν να συγκεντρώνονται σε ένα μικρό πάρκο, πλάι στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Όσλο. Μολονότι αργότερα οι χρήστες ναρκωτικών μεταφέρθηκαν αλλού, ύστερα από διαμαρτυρίες των τοπικών αρχών, τέτοια άτυπα «κέντρα» χρήσης δημιουργήθηκαν και σε άλλα σημεία της πόλης, χωρίς να υπάρξει παρέμβαση της αστυνομίας. Το 2005, οι αρχές δημιούργησαν ένα εποπτευόμενο κέντρο ενέσιμης χρήσης ουσιών, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί ο κίνδυνος από τις υπερβολικές δόσεις και να κατοχυρωθεί η υγεία εκείνων των χρηστών ουσιών που κάνουν ενέσιμη χρήση. Τέλος, ο Υπουργός Υγείας της Νορβηγίας αναρωτήθηκε περί τα τέλη του φθινοπώρου του 2008 κατά πόσο ήταν πλέον ώριμος ο χρόνος για να συζητηθεί το θέμα της θεραπείας με τη μορφή της συντήρησης με ηρωίνη, πρόταση που επί του παρόντος βρίσκεται στο στάδιο της αξιολόγησης από επιτροπή που έχει συστήσει η κυβέρνηση για το σκοπό αυτό.
Αυτό σημαίνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, η στάση απέναντι στα άτομα με έντονο πρόβλημα χρήσης ουσιών, έχει αλλάξει αισθητά. Ενώ, δηλαδή, άλλοτε στιγματίζονταν ως παράγοντες απειλής και εν δυνάμει εγκληματίες, τα άτομα αυτά αντιμετωπίζονται σήμερα περισσότερο ως μια μειονεκτούσα ομάδα, που χρειάζεται κοινωνική υποστήριξη και υγειονομική περίθαλψη – όχι τιμωρία. Χαρακτηριστικό της νέας αυτής προσέγγισης ήταν η οδηγία που έδωσε ο υπουργός δικαιοσύνης, της Νορβηγίας, τον Ιανουάριο του 2003, να μην κατατρέχουν «εξαθλιωμένους χρήστες ουσιών για να τους τιμωρήσουν» (Δημοσίευμα από την εφημερίδα Aftenposten – 17 Ιανουαρίου 2007). Μολονότι οι στάσεις άλλαξαν, ωστόσο, η όλη αλλαγή δεν αντανακλάται σε μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία περί των ναρκωτικών.
Το φθινόπωρο του 2002, δημοσιεύτηκε η τελική έκθεση της Eπιτροπής του Ποινικού Κώδικα της Νορβηγίας (NOU 2002:4). Με πλειοψηφία των μελών της επιτροπής δύο προς τρία, η Επιτροπή πρότεινε μεταξύ άλλων την αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης και της προμήθειας για προσωπική χρήση. Κατά τη διατύπωση της γνωμοδότησής της, η επιτροπή ως αφετηρία επέλεξε την παραδοχή ότι δεδομένου ότι η τιμωρία αποτελεί τη σκληρότερη αντίδραση που το κοινωνικό σύνολο μπορεί να επιδείξει προκειμένου για παραβάσεις όρων κοινωνικής συμπεριφοράς, η καταστολή θα ήταν ίσως μια σοβαρότερη προσέγγιση στο ζήτημα. Η τιμωρία θα πρέπει, κατά την επιτροπή, να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις, όπου επήλθε ή που θα μπορούσε να επέλθει ως αποτέλεσμα ενεργειών ενός προσώπου και όχι σε περιπτώσεις όπου το πρόσωπο έβλαψε ή κινδύνευσε να βλάψει τον εαυτό του ή προκάλεσε ηθική κατακραυγή ή προσβολή με άλλους τρόπους. Με βάση αυτά τα δεδομένα η Επιτροπή κατά πλειοψηφία πρότεινε την αποποινικοποίηση της χρήσης των ουσιών.
Ανταποκρινόμενο στην έκθεση της Επιτροπής του Ποινικού Κώδικα της Νορβηγίας, το Νορβηγικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε, το καλοκαίρι του 2004, ότι θα υπέβαλε νομοσχέδιο που θα περιελάμβανε τους γενικούς όρους της προσεχούς πράξης νομοθετικού περιεχομένου περί ποινικής δικονομίας [Or.prp. ur.go (2003-2004)]. Αργότερα περί τα τέλη του φθινοπώρου του 2008, ακολούθησε νομοσχέδιο που προέβλεπε συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις [Or.prp. ur 22 (2008-2009)]. Εν όψει των αλλαγών στην αντιμετώπιση και των δηλώσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης της χώρας σχετικά με το απρόσφορο του κολασμού των χρηστών, θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση της Νορβηγίας, να συμπαραταχθεί με την άποψη της πλειοψηφίας, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο νομοσχέδια φάνηκαν να αντιλαμβάνονται ότι το πνεύμα της πράξης νομοθετικού περιεχομένου περί ποινικής δικονομίας ήταν αυτό της πρόληψης της βλάβης ή του κινδύνου επέλευσης της βλάβης, καθώς και ότι η τιμωρία δεν θα πρέπει να είναι εργαλείο περιχαράκωσης αντιλήψεων περί ηθικής ή μέσο πρόληψης βλάβης του ίδιου του χρήστη.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση ενέκρινε τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων για τους χρήστες ουσιών. Ως δικαιολογία για την προσέγγιση αυτή, το Νορβηγικό Υπουργείου Δικαιοσύνης επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το γεγονός, ότι η χρήση ουσιών θέτει σε κίνδυνο άλλους ανθρώπους, αιτιολογική βάση που επικαλείτο και το νομοσχέδιο του 2008 (p. 93).
Ύστερα από ώριμη στάθμιση των περιστάσεων, το Υπουργείο είναι της άποψης ότι η αρχή της βλάβης ερμηνεύεται υπέρμετρα στενά, όταν αντιμετωπίζεται απλά ως «απευθείας βλάβη» που υπόκεινται οι χρήστες. Όμως, από διάφορες γνώμες που προέκυψαν από τη διαδικασία της διαβούλευσης, προέκυψε ότι η χρήση ουσιών προκαλεί και έμμεσες βλάβες. Καταρχήν υπάρχουν οι επιπτώσεις της εξάρτησης στα μέλη της οικογένειας του χρήστη και τον κοινωνικό του περίγυρο. Κατά δεύτερο λόγο, η χρήση ουσιών μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ευρύτερη οικονομία και τη γενικότερη ευνομία και ευταξία, δεδομένης της επίτασης διακίνησης ναρκωτικών και των αδικημάτων κατά της περιουσίας που διαπράττονται από τους χρήστες στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν χρήματα για τη χρήση τους.
Προφανώς, το υπουργείο έχει δίκιο ως προς το ότι τα ναρκωτικά μπορούν και πράγματι βλάπτουν έμμεσα το κοινωνικό σύνολο, αλλά όπως και το νομοσχέδιο καθιστά σαφές, αυτό που ανησυχεί περισσότερο την Πολιτεία είναι ότι ο χρήστης τελικά αποκτά μιαν εξάρτηση, γίνεται αντικοινωνικός και καταλήγει στην παραβατικότητα. Οι περισσότεροι από τους τρέχοντες, καθώς και τους πρώην χρήστες ουσιών – γύρω στο 40% του συνολικού πληθυσμού – δεν αναπτύσσουν εξάρτηση και κατά συνέπεια δεν αποτελούν κίνδυνο για την οικονομική υγεία του κοινωνικού συνόλου, την ευταξία και τη νομιμοφροσύνη, πόσο μάλλον καθώς δεν εμπλέκονται σε διακίνηση ναρκωτικών ή μικρό-εγκληματικότητα για να αποκτήσουν τη δόση τους.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, βέβαια, τα σενάρια του υπουργείου θα μπορούσαν να επαληθευθούν. Κάτι τέτοιο ωστόσο οδηγεί στο ερώτημα σχετικά με το πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος που διαπιστώνεται ότι υφίσταται για την επέλευση έμμεσης βλάβης, ώστε να δικαιολογείται η ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς. Πολλές είναι οι δραστηριότητες που έχουν ως συνέπεια σοβαρότερους ή ελαφρύτερους τραυματισμούς, άμεσες ή έμμεσες βλάβες, χωρίς ωστόσο να ποινικοποιούνται. Το πιθανότερο είναι ότι η κατάχρηση οινοπνεύματος είναι εκείνη που πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα ναρκωτικά ως αποτέλεσμα έχει τα μέλη μιας οικογένειας να υποφέρουν από τις συνέπειες της κατάχρησης κάποιου μέλους τους. Ταυτόχρονα, τα ευρύτερα αντικειμενικά προβλήματα που σχετίζονται με την κατάχρηση οινοπνεύματος είναι πολύ οξύτερα από εκείνα που δημιουργούν τα ναρκωτικά. Η εγκληματικότητα και η βίαιη συμπεριφορά έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να προκύψουν σε συνδυασμό με την κατάχρηση οινοπνεύματος. Δεν είναι, άλλωστε, σήμερα η κατάχρηση ουσιών, ο μόνος παράγοντας ζοφερών επιπτώσεων για το περιβάλλον του εμπλεκομένου ατόμου: είναι πολλοί, πλέον, σήμερα οι άνθρωποι που υποφέρουν από τις ατυχείς επενδύσεις κάποιου προσώπου στο στενό συγγενικό τους περιβάλλον και δεν είναι λίγοι εκείνοι που καταφεύγουν στη φοροδιαφυγή και την απάτη, για να περισώσουν οτιδήποτε μπορεί ακόμα να περισωθεί. Στην πραγματικότητα πολλά από όσα κάνουν οι άνθρωποι μπορούν να βλάψουν την οικογένειά τους, το κοινωνικό τους περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο γενικότερα, με έμμεσο τρόπο. Οι άνθρωποι αυτοί δεν διατρέχουν κίνδυνο τιμωρίας και δικαίως. Το πρόβλημα είναι ότι, όλοι εμείς, ως ελεύθερη κοινωνία, πρέπει να τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αποδεκτό και το μη αποδεκτό κίνδυνο. Μια τέτοια οριοθέτηση είναι σαφώς δύσκολη. Εκεί όπου οι έμμεσοι τραυματισμοί και οι βλάβες έχουν επέλθει παράνομα – όπως σύμφωνα με το Υπουργείο συχνά συμβαίνει, όταν έχουμε να κάνουμε με ναρκωτικά – η πράξη θα πρέπει να τιμωρείται: η πράξη και όχι οι ενέργειες που προηγήθηκαν αυτής.
Το Υπουργείο, ενδεχομένως, να διείδε την αδυναμία της επιχειρηματολογίας του περί έμμεσης βλάβης, ως δικαιολογητική βάση για την ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Εν πάσει περιπτώσει, πρότειναν και μια διαφορετική δικαιολογητική βάση (Or.prp.ar. 22 (2008-2009): 93-94):
Το υπουργείο ανησυχεί για το είδος του μηνύματος που θα πέρναγε προς τους νέους, μια ενδεχόμενη αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών όταν έρχονται αντιμέτωποι με μια επιλογή. Κάποιοι νέοι, ενδεχομένως, θα αντιλαμβάνονταν την αποποινικοποίηση ως το ότι οι ναρκωτικές ουσίες δεν θεωρούνται πλέον επικίνδυνες ή βλαβερές. Κάτι τέτοιο θα ήταν ατυχές, αφού, σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά, αυτή καθεαυτή, εξακολουθεί να θεωρείται ανεπιθύμητη. Κατά συνέπεια η τιμωρία παραμένει ουσιαστικό συστατικό στοιχείο των διδακτικών μέτρων που το κοινωνικό σύνολο λαμβάνει για να επηρεάσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε χώρους όπως το σπίτι και το σχολείο.
Μολονότι σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι που θα εκλάβουν την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών ουσιών κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι πολλοί, οι νέοι εκείνοι που θα αντιληφθούν την αποποινικοποίηση ως μια επικρότηση της χρήσης τέτοιων ουσιών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο προκειμένου για ανθρώπους που ζουν αποκομμένοι από τα τόσα μηνύματα, με τα οποία τους βομβαρδίζει το κοινωνικό σύνολο, για κάθε άλλο θέμα. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, πριν την αποποινικοποίηση της μέθης, η σύλληψη ατόμου σε τέτοια κατάσταση σε δημόσιο χώρο, πέρα από την ποινή φυλάκισης που απέσειε, ως πιθανή συνέπεια είχε και τον εγκλεισμό του δυστυχούς σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, και μάλιστα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως, λοιπόν, η συγκεκριμένη τροπολογία δεν είχε, τελικά, ως συνέπεια να γεμίσουν οι δρόμοι με μεθυσμένους και άτομα σε κατάσταση παραζάλης, ανάλογα δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι η αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών θα συμβάλει στην ευρύτερη αποδοχή τους. Η αποποινικοποίηση της χρήσης, το μόνο που σημαίνει είναι ότι κάποιες μορφές συμπεριφοράς δεν θα στοιχειοθετούν αδικήματα κατά τον ποινικό κώδικα αλλά θα αντιμετωπίζονται σε άλλο επίπεδο. Όσο πολλοί και διάφοροι είναι οι τύποι της αντικοινωνικής συμπεριφοράς άλλο τόσο ποικίλοι είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να τους αντιμετωπίσει. Η Επιτροπή του Ποινικού Κώδικα πρότεινε την αποποινικοποίηση της βλασφημίας, της προσβολής της σημαίας άλλου κράτους, καθώς και της προσβολής της αίσθησης περί τιμής και αξιοπρέπειας προσώπου. Οι συγκεκριμένες προτάσεις έγιναν δεκτές από την Πολιτεία. Η στάση αυτή της Επιτροπής δεν ερμηνεύεται ως εκ μέρους της αποδοχή τέτοιων συμπεριφορών, αλλά απλά ότι, αντί για μια ποινική αντιμετώπιση, η διαχείριση τέτοιων περιπτώσεων θα ήταν καλύτερο να γίνει με τη μορφή λήψης προληπτικών μέτρων παρά με την εμπλοκή του ποινικού κώδικα. Τώρα, το να χρησιμοποιείται μια τέτοια στάση ως μέσο ηθικολογικής χειραγώγησης, σίγουρα πόρω απέχει από την αρχή που πρεσβεύει ότι η τιμωρία θα πρέπει να περιορίζεται στη συμπεριφορά που βλάπτει ή θα μπορούσε να βλάψει τον άνθρωπο.
Εάν διατηρηθεί σε ισχύ η νομοθεσία κατά της χρήσης των ναρκωτικών, πέρα από το μήνυμα που θα εκλάβει το κοινωνικό σύνολο σχετικά με το πώς η Πολιτεία περιμένει από εμάς να συμπεριφερόμαστε, θα εξυπηρετείται και μια σκληρή πραγματικότητα, ένα ενδεχόμενο που ενυπάρχει στην απειλή της δίωξης: οι παραβάτες μπορούν βέβαια να τιμωρηθούν. Καθ΄ όσο χρόνο, όμως, βρίσκονται σε εξέλιξη οι έρευνες και το ανακριτικό έργο, η αστυνομία έχει το δικαίωμα να συλλαμβάνει και να κρατεί διάφορα άτομα, καθώς προχωρεί στο περαιτέρω διερευνητικό της έργο. Δεδομένου ότι η χρήση της ναρκωτικής ουσίας, αυτή καθεαυτή, αποτελεί παράβαση χωρίς θύμα και χωρίς να υφίστανται υποκείμενα δικαίου που να νομιμοποιούνται σε κατάθεση έγκλησης ή, έστω, κάποιας μηνυτήριας αναφοράς, μοναδική περίπτωση να έρθει στο προσκήνιο μια τέτοια παράβαση ή να υπάρξει διαπίστωσή της στα πλαίσια επαγρύπνησης και επιδρομών των αστυνομικών αρχών. Εξάλλου για να μπορέσουν να προκύψουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, προϋποτίθεται η δυνατότητα σωματικής έρευνας του υπόπτου, ο οποίος και θα υποχρεωθεί να υποβληθεί σε δειγματοληπτικό έλεγχο αίματος και ούρων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο της άδικης αντιμετώπισης, της υποβάθμισης και του εξευτελισμού που ενδεχομένως εισπράττει ο χρήστης της ουσίας και είναι πολύ πιθανόν να υπονομεύεται δραστικά η θέση του εντός του κοινωνικού συνόλου. Το κατά πόσο, βέβαια, μια τέτοια βιωματική εμπειρία θα μπορούσε να επιδράσει αποτρεπτικά στην εκ μέρους του χρήση ουσιών ή κατά πόσο μια τέτοια κατάσταση εξωθεί το άτομο να μπει βαθύτερα σε μια νοοτροπία παραβατικότητας, είναι ένα κρίσιμο ερώτημα.
Αυτό όμως που κυρίως απασχόλησε το υπουργείο δεν ήταν τόσο ο κίνδυνος έμμεσης βλάβης από τη χρήση των ουσιών, ούτε το πώς η νεολαία θα εκλάμβανε την αποποινικοποίηση, όσο οι αντιδράσεις του εκλογικού σώματος. Με άλλα λόγια, δεν ήταν τόσο η αγωνία για το πόσο ελκυστική θα γινόταν για το ευρύ κοινό η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ανεξάρτητα από την αλλαγή της στάσης απέναντι στους εξαρτημένους από τη χρήση ουσιών, μια μεγάλη μερίδα του ευρύτερου κοινού εξακολουθεί να θεωρεί το νόμο ως προμαχώνα προστασίας κατά της χρήσης ουσιών, οπότε η παραμικρή προσπάθεια αποποινικοποίησης θα γινόταν αντιληπτή, από τη μερίδα αυτή του κοινού, ως σύμπτωμα ανεύθυνης απελευθέρωσης των ναρκωτικών ουσιών. Αυτή η παραδοχή αρκεί εξάλλου για να εξηγήσει για ποιο λόγο έχουν διατηρηθεί οι μέγιστες ποινές για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, στην πρόταση για το νέο Ποινικό Κώδικα – ποινές που εξακολουθούν να είναι οι αυστηρότερες στο χώρο της Σκανδιναβίας και μάλιστα παρά την κατά τα άλλα ομόφωνη σύσταση της Επιτροπής για την υιοθέτηση μιας έστω επιείκειας, στο όλο θέμα. Η αίσθηση και μόνο ότι το πολιτικό κόμμα, από το οποίο προέρχεται κανείς, θα μπορούσε να δώσει την εικόνα ότι είναι λιγότερο αντίθετο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ό,τι τα υπόλοιπα κόμματα, αποτελεί φόβο παρόντα και υπαρκτό. Είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να κερδηθούν πολλοί ψήφοι από όσους απευθύνουν έκκληση για μια πιο ανθρωπιστική νομοθετική αντιμετώπιση των ναρκωτικών ουσιών.
[1] Τίτλος Πρωτοτύπου: “Debating decriminalization of drug use in Norway”, Nordic Studies on Alcohol and Drugs, Vol. 26(4) 2009, p. 427-431
[2] Professor SIRUS, Norwegian Institute for Alcohol and Drug Research, PB 565 Sentrum, 0105 Oslo, Norway, email: rh@sirus.no
References
Αftenposten 17/1-2003
Brox, Ottar (1993): Politiske gjerninger som kommunikasjon. I: Rasch, B.E. (red): Symbolpolitikk og parlamentarisk styring. Universitetsforlaget, Oslo, s. 21-41
NOU 2002:4: Ny straffelov.Straffelovkommis-jonens delutredming VII. Statens forvalt ningstjeneste, Oslo
Ot. Prp.nr. 90 (2003-2004: Om lov om straff (straffeloven). Det kongelige justis-og politidepartement, Oslo
Ot. Prp.nr. 22 (2008-2009): Om lov om endringer I straffeloven 20. mai 2005 nr. 28. Det kongelige justis-og politidepartment, Oslo