Ανδρέας Τσούνης[1], Ψυχολόγος, ΜSc «Κοινωνική-Κλινική Ψυχολογία των Εξαρτήσεων και των Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων», Αναπληρωτής Επιστημονικός Υπεύθυνος των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Δήμου Θεσ/κης-ΟΚΑΝΑ.
DOI: https://doi.org/10.57160/BOUW5937
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός του άρθρου είναι η συγκριτική μελέτη των εφαρμογών πρόληψης σε Ελλάδα και Ολλανδία. Ξεκινώντας απ’ την οριοθέτηση ορισμένων βασικών εννοιών, γίνεται μια προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης της τυπολογίας και του πεδίου των παρεμβάσεων. Στη συνέχεια παρατίθενται τα πιο πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα που αφορούν στη χρήση ουσιών στο γενικό και μαθητικό πληθυσμό των δυο χωρών. Ακολούθως, αφού παρουσιαστούν τα κύρια στοιχεία του ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης που σχετίζονται με την πρόληψη, αναφέρονται τα βασικά στοιχεία των αντίστοιχων εθνικών στρατηγικών σχεδιασμών. Κατόπιν παρουσιάζονται οι εφαρμογές πρόληψης σε κάθε μια απ’ τις δυο χώρες. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, αναφέρονται συνοπτικά οι τύποι, η φιλοσοφία και το εύρος των παρεμβάσεων στα ξεχωριστά πεδία (καθολικό, επικεντρωμένο, ενδεδειγμένο). Τέλος επιχειρείται η συγκριτική αξιολόγηση των παρεμβάσεων στις δυο χώρες.
Απ’ τα προγράμματα πρόληψης πρώτης γενιάς έως σήμερα, έχει συντελεστεί πλήθος αλλαγών, που ξεκινώντας απ’ τη διάλυση παλαιότερων μύθων, μας έφερε αντιμέτωπους με την ανάγκη υπέρβασης νέων προκλήσεων. Η απαίτηση καθορισμού ποιοτικών προτύπων στο πεδίο των προτεραιοτήτων που σχετίζονται με τη μείωση της ζήτησης και συνεπώς των πολιτικών πρόληψης, καθιστά επιτακτική την αναζήτηση των βέλτιστων πρακτικών, που θα αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των δράσεων. Η μελέτη και σύγκριση διαφορετικών παραδειγμάτων, η αξιοποίηση των συμπερασμάτων και ο εντοπισμός τόσο των δυνατών στοιχείων, όσο και των αδυναμιών των εφαρμογών στις διαφορετικές χώρες, μπορεί να συμβάλει θετικά σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Λέξεις Κλειδιά: Πρωτογενής πρόληψη, Ελλάδα, Ολλανδία, καθολικές παρεμβάσεις, επικεντρωμένες-ενδεδειγμένες παρεμβάσεις.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η σημαντική αύξηση του ποσοστού των νέων που πειραματίζονται ή κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, αλλά και στοιχεία που σχετίζονται με τη μείωση της ηλικίας έναρξης της χρήσης, έχουν καταστήσει την πρόληψη ένα ιδιαίτερα σημαντικό πυλώνα στο πεδίο των πολιτικών αντιμετώπισης της ουσιοεξάρτησης (Κυρίτση &Τσιώτρα, 2004).
Ωστόσο το γεγονός ότι οι δραστηριότητες πρόληψης μπορούν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα εάν εκτελούνται με λανθασμένο τρόπο, έχει συμβάλει κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην κριτική αναπροσαρμογή των εφαρμογών. Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η μη σταθμισμένη πληροφόρηση καθώς και βραχυπρόθεσμα ή αποσπασματικά μέτρα, δεν είναι σε θέση να επιφέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα (Morgan,2001).
Είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό πως οι προληπτικές παρεμβάσεις πρέπει να εμπεριέχουν τις εξής αρχές:
- Να αφορούν στην ενίσχυση των προστατευτικών παραγόντων και την αντιμετώπιση των επιβαρυντικών, καθώς και προβλημάτων που συνδέονται με τη χρήση.
- Να μην περιορίζονται στις παράνομες ουσίες, εντάσσοντας στο πεδίο τους και την ακατάλληλη χρήση νόμιμα διατιθέμενων ουσιών.
- Να προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των συμμετεχόντων.
- Να βασίζονται σε διαδραστικές μεθόδους αλληλεπίδρασης, ενισχύοντας την ενεργό συμμετοχή.
- Να έχουν συγκεκριμένους, χρονικά προσδιορισμένους και μετρήσιμους ειδικούς στόχους.
- Να πλαισιώνονται από σαφώς διατυπωμένες και τεκμηριωμένες θεωρητικές υποθέσεις.
- Ο σχεδιασμός τους να περιλαμβάνει δείκτες για κάθε ειδικό στόχο, στοιχείο που συνδέεται με την δυνατότητα αποτελεσματικής αξιολόγησης (EMCDDA,2010).
Όμως παρά την αποδοχή απ’ τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη των παραπάνω αρχών και των μεθοδολογικών δεσμεύσεων που απορρέουν απ’ αυτές, οι εφαρμογές συνεχίζουν να διαφέρουν αρκετά στις διάφορες χώρες. Στη συνέχεια θα γίνει μια προσπάθεια συγκριτικής μελέτης των δράσεων πρόληψης σε Ελλάδα και Ολλανδία.
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ
Η πρόληψη έχει ως αντικείμενο την ελάττωση του κινδύνου εμφάνισης ή εξελικτικής επιδείνωσης μιας ασθένειας ή μιας κατάστασης. Οι ιδιαίτεροι στόχοι της σχετίζονται με τη συγκεκριμένη κάθε φορά εφαρμογή της, ανάλογα με το φαινόμενο στο οποίο αναφέρεται (Ιωαννίδη και συν., 1999).
Στην περίπτωση της ουσιοεξάρτησης αφορά στην αντιμετώπιση των παραγόντων που αυξάνουν την ευαλωτότητα του ατόμου και την ενίσχυση όσων το ενδυναμώνουν, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία του μέσω της αποφυγής ή αναβολής της έναρξης της χρήσης και της εμφάνισης της εξάρτησης (Botvin & Griffin, 2007).
Υπ’ αυτή την έννοια δεν εξαντλείται στην παροχή πληροφοριών. Αντιθέτως αξιοποιεί πλήθος τεχνικών, μεθόδων και εκπαιδευτικών διαδικασιών, υποστηρίζοντας την υιοθέτηση μιας θετικής στάσης ζωής και την ανάπτυξη δεξιοτήτων που συνδέονται με την προστασία από παράγοντες κινδύνου (Botvin & Griffin, 2007).
Στη βάση της παλαιότερης κλασικής τυπολογίας διακρίνεται σε τρία επίπεδα. Στην πρωτογενή που αναφέρεται σε παρεμβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν την εκδήλωση του φαινομένου, τη δευτερογενή που αποσκοπεί στη μείωση της επικράτησης του προβλήματος μέσω της έγκαιρης διάγνωσης και δράσης και την τριτογενή που στοχεύει στη μείωση των συνεπειών (Cowen, 1983).
Σήμερα πλέον το επικρατέστερο πλαίσιο ταξινόμησης της πρόληψης, όπως αυτό προωθήθηκε απ’ το Institute of Medicine (1994) τη διακρίνει σε καθολική (universal), επικεντρωμένη (selective) και ενδεδειγμένη (indicated). Εδώ βασικό κριτήριο της τυπολογίας είναι πλέον η ομάδα στόχος.
Οι καθολικές παρεμβάσεις στοχεύουν στο νεανικό πληθυσμό και υλοποιούνται είτε άμεσα σε παιδιά και νέους, είτε έμμεσα σε σημαντικούς ενήλικες (π.χ. εκπαιδευτικούς, γονείς κ.α.). Οι επικεντρωμένες παρεμβάσεις απευθύνονται σε συγκεκριμένες υποομάδες του νεανικού πληθυσμού με ευάλωτα χαρακτηριστικά, στις οποίες θεωρείται ότι συντρέχουν ειδικοί παράγοντες κινδύνου (π.χ. παρεμβάσεις σε παιδιά χρηστών ή αλκοολικών). Τέλος η ενδεδειγμένη πρόληψη εστιάζει στο άτομο και απευθύνεται σε όσους έχουν εκδηλώσει πρώιμα σημάδια χρήσης ουσιών ή προβλήματα συμπεριφοράς που σχετίζονται μ’ αυτή και έχει στόχο την έγκαιρη παρέμβαση σε προσωπικό επίπεδο (NIDA, 2003).
Σε ότι αφορά στο πλαίσιο των παρεμβάσεων οι δράσεις πρόληψης επικεντρώνονται σε τρία πεδία. Τις παρεμβάσεις στην σχολική κοινότητα που υλοποιούνται στο εκπαιδευτικό πλαίσιο εστιάζοντας στην ανάπτυξη δεξιοτήτων αντίστασης, στην αλλαγή κανονιστικών πεποιθήσεων και στην ενίσχυση προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, τις παρεμβάσεις στην οικογένεια που περιλαμβάνουν την ενδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και την ενίσχυση του γονεϊκού ρόλου και τις παρεμβάσεις στην κοινότητα. Στις τελευταίες γίνεται προσπάθεια συνδυασμένης προσέγγισης ομάδων σε διαφορετικά πλαίσια με τρόπο που να μην είναι αποσπασματικός και με σαφή και συνεχή μεταξύ τους μηνύματα (NIDA, 2003).
Επικράτηση της Χρήσης Ουσιών στον Γενικό και Μαθητικό πληθυσμό των δυο χωρών.
Η τελευταία πανελλήνια έρευνα που περιελάμβανε αντιπροσωπευτικό δείγμα γενικού πληθυσμού (ηλικίας 12-64 ετών) διενεργήθηκε από το Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. το 2004. Αποτελεί επανάληψη ερευνών που υλοποιούνται απ’ το 1984 σε μη τακτά χρονικά διαστήματα.
Σύμφωνα με τα βασικά στοιχεία της το 8,6% του πληθυσμού ηλικίας 12-64 έχει χρησιμοποιήσει έστω και μια φορά κάποια παράνομή ουσία (κυρίως κάνναβη), το 3,8% 1-2 φορές και το 4,8% τουλάχιστον 3 φορές. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στους άνδρες (13,3% έναντι 3,9% στις γυναίκες), στις ηλικιακές ομάδες 25-35 ετών (12,4%) και 18-24 ετών (12%), σε άτομα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου (14,6% έναντι 10,2% και 5,4% μέσου και χαμηλού), ενώ από γεωγραφική άποψη προηγείται η Αθήνα (12,5% έναντι 7,9% στη Θεσσαλονίκη και 7,3% στις λοιπές αστικές περιοχές) (Κοκκέβη και συν. 2007).
Ο αριθμός των ατόμων που ανέφεραν χρήση παράνομων ουσιών έστω και μια φορά διπλασιάστηκε μεταξύ 1984 και 2004. Σε επίπεδο επίπτωσης της χρήσης υπάρχει μια κορύφωση στα τέλη της δεκαετίας του 90, οπότε αρχίζει να καταγράφεται αναστολή της ανοδικής τάσης. Προφανώς το φαινόμενο της εξάπλωσης των ουσιών περνά εδώ απ’ τη φάση της ανάπτυξης σ’ αυτή της ωρίμανσης (Κοκκέβη και συν. 2007).
Στην περίπτωση της Ολλανδίας η τελευταία εθνικής εμβέλειας έρευνα πραγματοποιήθηκε το 2005, ενώ αντίστοιχες έρευνες διενεργήθηκαν το 1997 και 2001, στη βάση ωστόσο διαφορετικής μεθοδολογίας (Trimbos Intituut, 2009).
Σύμφωνα με τα στοιχεία η επικράτηση της χρήσης κάνναβης μια τουλάχιστον φορά στη ζωή στις ηλικίες 15-64 αυξήθηκε το 2005 σε σχέση με το 2001 και το 1997 (22,6%,19,5% και 19,1% αντίστοιχα). Σταθερή αύξηση παρουσίασε και η χρήση έκσταση στις αντίστοιχες περιόδους (3,4%, 3,2% και 2,3%) ενώ χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές ήταν η χρήση αμφεταμινών (2,1%,2% και 2,2% αντίστοιχα) και LSD (1,4%, 1,2% και 1,5% αντίστοιχα). Τέλος μικρή αύξηση παρουσίασε η χρήση της ηρωίνης (0,6% το 2005 από 0,2% το 2001 και 0,3% το 1997) και διακύμανση η χρήση κοκαΐνης (2,6%, 2,1% και 3,4%) (Trimbos Intituut, 2009).
Η σύγκριση των ποσοστών των δυο χωρών στις δυο τελευταίες εθνικής εμβέλειας έρευνες δείχνει σαφώς μεγαλύτερη επικράτηση για όλες τις ουσίες στην περίπτωση της Ολλανδίας (Πίνακας 1).
Πίνακας 1.
Επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών (μια τουλάχιστον φορά στη διάρκεια της ζωής) στις ηλικίες 15-64 στο γενικό πληθυσμό.
Χώρα | Χρονιά διεξαγωγής έρευνας | Γεωγραφική εμβέλεια | Ηλικίες | Κάνναβη | Κοκαΐνη | Αμφεταμίνες | Έκσταση | LSD |
Ελλάδα | 2004 | Εθνική (Πλην νησιών Αιγαίου και Ιονίου) | 15-64 | 8,9% | 0,7% | 0,1% | 0,4% | 0,3% |
Ολλανδία | 2005 | Εθνική | 15-64 | 22,6% | 3,4% | 2,1% | 4,3% | 1,4% |
Πηγή: Προσαρμογή από ΕMCDDA Statistical bulletin 2011 GPSpartii (2012f).
Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στην περίπτωση σύγκρισης στις ηλικίες 15-34 (νέοι ενήλικες) (Πίνακας 2).
Πίνακας 2.
Επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών (μια τουλάχιστον φορά στη διάρκεια της ζωής) στις ηλικίες 15-34 (νέοι ενήλικες) στο γενικό πληθυσμό.
Χώρα | Χρονιά διεξαγωγής έρευνας | Γεωγραφική εμβέλεια | Ηλικίες | Κάνναβη | Κοκαΐνη | Αμφεταμίνες | Έκσταση | LSD |
Ελλάδα | 2004 | Εθνική (Πλην νησιών Αιγαίου και Ιονίου) | 15-34 | 10,8% | 1% | 0,2% | 0,6% | 0,4% |
Ολλανδία | 2005 | Eθνική | 15-34 | 32,3% | 4,9% | 3% | 8,1% | 1,5% |
Πηγή: Προσαρμογή από ΕMCDDA Statistical bulletin 2011 GPSpartiii (2012g)
Ωστόσο παρότι η επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών στην περίπτωση της Ολλανδίας είναι μεγαλύτερη σε όλες τις ουσίες και για όλες τις ηλικιακές ομάδες, το ποσοστό της προβληματικής χρήσης όπως και της ενέσιμης παραμένει χαμηλότερο απ’ αυτό της Ελλάδας. Έτσι ενώ στην Ελλάδα η προβληματική χρήση στις ηλικίες 15-64 αγγίζει το 3,2%, το αντίστοιχο της Ολλανδίας είναι 1,6%. Η ενέσιμη χρήση στις ίδιες ηλικίες είναι αντίστοιχα 1,4% και 0,2% (Σχήματα 1 και 2).
Σχήμα 1. Προβληματική χρήση στις ηλικίες 15-64 (ποσοστό ανά 1000 κατοίκους).
Πηγή: Προσαρμογή από ΕMCDDA DataSheet: Netherlands-Greece (2012a,b).
Σχήμα 2. Ενέσιμη χρήση στις ηλικίες 15-64 (ποσοστό ανά 1000 κατοίκους).
Πηγή: Προσαρμογή από ΕMCDDA DataSheet: Netherlands-Greece (2011a,b).
Σ’ότι αφορά στη χρήση στον μαθητικό πληθυσμό η τελευταία έρευνα στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 2011 στα πλαίσια της πανευρωπαϊκής έρευνας ESPAD. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της το 15,2% των μαθητών ηλικίας 15-19 έχει κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας έστω και μια φορά στη ζωή του, ενώ η πλειονότητα (9,8%) έχει επαναλάβει τη χρήση τουλάχιστον τρεις φορές. Η χρήση είναι πιο διαδεδομένη στα αγόρια με μια αναλογία 2,5 προς 1 απέναντι στα κορίτσια. Επικρατέστερη παράνομη ουσία φαίνεται να είναι η κάνναβη. Συγκεκριμένα η χρήση της έστω και μια φορά αναφέρεται απ’ τη μεγάλη πλειονότητα των μαθητών 15-19 ετών που έχουν δοκιμάσει παράνομες ουσίες (13,3%),καθώς και στις ηλικίες 13-14 ετών (1,7%). Πρόσφατη χρήση (έστω και μια φορά τον τελευταίο χρόνο) αναφέρει το 10,4% των μαθητών 15-19 ετών και τωρινή χρήση (κατά τον τελευταίο μήνα το 6,3% (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ., 2012).
Σε σχέση με τη διαχρονική εξέλιξη του φαινομένου, βλέπουμε πως η χρήση μέσα στην εικοσιπενταετία σχεδόν τριπλασιάζεται (από 6% το 1984 σε 15,3% το 2011). Μάλιστα η συστηματικότερη χρήση (3+φορές) αυξάνεται πολύ περισσότερο απ’ την απλή δοκιμή (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ., 2012).
Στα σχήματα 3 και 4φαίνονται τόσο οι διαχρονικές μεταβολές στη χρήση οποιασδήποτε ουσίας όσο και στη χρήση κάνναβης.
Σχήμα 3. Διαχρονικές μεταβολές στη χρήση οποιασδήποτε παράνομης ουσίας στους μαθητές 15-19 ετών (Ελλάδα).
Πηγή: Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. Έκθεση Αποτελεσμάτων Έρευνας ESPAD 2011 (2012).
Σχήμα 4. Διαχρονικές μεταβολές στη χρήση κάνναβης στους μαθητές 15-19 ετών (Ελλάδα).
Πηγή: Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. Έκθεση Αποτελεσμάτων Έρευνας ESPAD 2011 (2012).
Η τελευταία εθνικής εμβέλειας έρευνα στο μαθητικό πληθυσμό της Ολλανδίας πραγματοποιήθηκε επίσης στα πλαίσια της πανευρωπαϊκής έρευνας ESPAD το 2007, οπότε τα πιο πρόσφατα συγκρίσιμα στοιχεία που είναι διαθέσιμα σταματάνε σ’ αυτή τη χρονιά (TrimbosInstituut, 2008).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και στην περίπτωση της Ολλανδίας η κάνναβη αποτελεί τη συχνότερα χρησιμοποιούμενη ουσία. Το 2,3% των μαθητών ηλικίας 12 ετών και το 30% ηλικίας 16 ετών έχουν κάνει χρήση κάνναβης έστω και μια φορά στη ζωή τους. Σ’ ότι αφορά στις άλλες ουσίες τα ποσοστά δοκιμής είναι 2,4% για χρήση έκσταση, 1,7% για κοκαΐνη, 1,9% για αμφεταμίνες, 2,3% για μαγικά μανιτάρια και 0,8% για ηρωίνη. Τα αντίστοιχα νούμερα επικράτησης τον τελευταίο μήνα ήταν 0,8% για έκσταση, κοκαΐνη και αμφεταμίνες, 0,6% για τα μαγικά μανιτάρια και 0,4% για την ηρωίνη.
Σ’ ότι αφορά στη διαχρονική εξέλιξη του φαινομένου, παρατηρείται αύξηση της επικράτησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής από το 1988 έως το 1996 και μείωση από το 1996 έως το 2007, τόσο για την κάνναβη, όσο και για τις άλλες ουσίες (Σχήμα 5).
Σχήμα 5. Επικράτηση της χρήσης παράνομων ουσιών στους μαθητές 12-18 ετών στη διάρκεια όλης της ζωής (Ολλανδία).
Πηγή: Προσαρμογή από TrimbosInstituut, (2008).
Εθνικές Στρατηγικές για την Πρόληψη – Σύγκριση με την Ευρωπαϊκή.
Οι στρατηγικοί στόχοι των χωρών αποτυπώνονται συνήθως στα εθνικά σχέδια δράσης.
Σε ότι αφορά στη συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική το τελευταίο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης (2008-2012) επικεντρώνεται σε δυο βασικές συνιστώσες: τη μείωση της ζήτησης και τη μείωση της προσφοράς, οι οποίες συμπληρώνονται από τρία οριζόντια θέματα, το συντονισμό, τη διεθνή συνεργασία και ενημέρωση και την έρευνα και αξιολόγηση (CouncilofEurope,2008).
Ειδικότερα για την πρόληψη η οποία εντάσσεται στον άξονα προτεραιοτήτων που σχετίζονται με τη μείωση της ζήτησης, το σχέδιο προβλέπει ενέργειες για την προαγωγή καινοτομιών και τη συστηματική εφαρμογή καθολικών προγραμμάτων που έχουν αξιολογηθεί, ενώ θεωρείται αναγκαία η περαιτέρω ανάπτυξη της ενδεικτικής πρόληψης για ομάδες υψηλού κινδύνου. Επίσης στα πλαίσια του στόχου ενίσχυσης της ποιότητας προτείνεται η κατάρτιση, εφαρμογή και ανταλλαγή κατευθυντηρίων γραμμών για τις βέλτιστες πρακτικές και το ποιοτικά πρότυπα των παρεμβάσεων. Μάλιστα για το τελευταίο τίθεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα έως το 2012, εντός του οποίου πρέπει να έχει επιτευχθεί συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τα ελάχιστα ποιοτικά κριτήρια και πρότυπα (Council of Europe,2008).
Για τις περισσότερες από τις παραπάνω προτεινόμενες δράσεις δεν υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός ούτε ακριβής χρονικός ορίζοντας με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς η πορεία τους. Επίσης ακόμη και σε ότι έχει να κάνει με το σκέλος των προτύπων ποιότητας και συνεπώς διαπίστευσης των μεθοδολογικών προτύπων των παρεμβάσεων, οπού προσδιορίστηκαν χρονικά όρια, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να καλυφθεί. Στην ενδυνάμωση ωστόσο της κοινής γλώσσας και της αποδοχής μιας κοινής αντίληψης πάνω σε κρίσιμες παραμέτρους συνέβαλε σημαντικά η σύνταξη του εγχειριδίου PERK το 2010.
Το PERK (Prevention and Evaluation Resources Kit) εμπεριέχει βασικές αρχές γύρο απ’ το θεωρητικό υπόβαθρο και τους όρους σχεδιασμού και αξιολόγησης των προληπτικών παρεμβάσεων. Αποτελεί ένα ανοιχτό εργαλείο που χωρίς να απαντά σε όλα τα ζητήματα έχει ως στόχο την υποστήριξη τόσο αυτών που χαράζουν τη στρατηγική της πρόληψης, όσο και των επαγγελματιών του συγκεκριμένου πεδίου που αναπτύσσουν τις παρεμβάσεις. Σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση για την ανάγκη δημιουργίας του, συνιστά μια προσπάθεια καθορισμού κοινής γλώσσας γύρω απ’ τις βασικές αρχές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις παρεμβάσεις και την αξιολόγησή τους (EMCDDA, 2010).
Το ελληνικό Εθνικό Σχέδιο δράσης για τα ναρκωτικά (2008-2012) από την άλλη, προβλέπει για την ενίσχυση του άξονα της πρόληψης δέκα επιμέρους δράσεις. Πιο συγκεκριμένα προβλέπει: την εθνική εκστρατεία πρόληψης, τη συγκρότηση εθνικού δικτύου μέσω της μετεξέλιξης των Κέντρων Πρόληψης, την προώθηση της Αγωγής Υγείας στα σχολεία, τη συγκρότηση ειδικών γραφείων πληροφόρησης σε όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την συνέχιση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε γονείς, τη δημιουργία εθνικού δικτυακού τόπου για τις εξαρτήσεις, την συγκρότηση προγραμμάτων πρόληψης στο δρόμο, τη δημιουργία προγράμματος τηλε-συμβουλευτικής και την προώθηση παρεμβάσεων σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες (ΥΥΚΑ, 2008).
Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά την εκπόνησή του το Εθνικό Σχέδιο Δράσης παρέμεινε ένα “σχέδιο επί χάρτου”. Εκτός των εφαρμογών που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη δεν υλοποιήθηκε καμία απ’ τις νέες προτεινόμενες δράσεις ούτε καν σε επίπεδο πιο προχωρημένου λειτουργικού σχεδιασμού, καθώς ακόμη και ο βασικός φορέας υλοποίησης, το Εθνικό Κέντρο Αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων, δεν συγκροτήθηκε ποτέ.
Στην περίπτωση της Ολλανδίας τέλος δεν υπάρχει κάποιο εθνικό σχέδιο δράσης σε εξέλιξη. Οι στρατηγικές στην αντιμετώπιση των ναρκωτικών εστιάζονται κυρίως στον επαναπροσδιορισμό του νομικού πλαισίου και στην αναμόρφωση ορισμένων στοιχείων του μέσα από διορθωτικές κινήσεις (Trimbos Intituut, 2011).
Το κύριο χαρακτηριστικό της ολλανδικής πολιτικής πρόληψης είναι η έμφαση στην προαγωγή υγείας γενικότερα. Πραγματοποιούνται δράσεις που αποσκοπούν στην ενημέρωση των νέων, είτε μέσα από μαζικές εκστρατείες, είτε μέσω του βασικού προγράμματος πρόληψης που υλοποιείται στο εκπαιδευτικό σύστημα (TheHealthySchoolandDrugs), στο οποίο συμμετέχουν πάνω απ’ τα μισά σχολεία της χώρας. Όμως αν και οι δραστηριότητες απευθύνονται στο ευρύ κοινό, η έμφαση μετατοπίζεται σταδιακά προς τους νέους από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και σε στοχευμένες δραστηριότητες, όπως παρεμβάσεις σε χώρους ψυχαγωγίας (GovernmentoftheNetherlands, 2012; EMCDDA,2012c).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ολλανδία μαζί με την Αυστρία είναι οι μοναδικές από τις τριάντα χώρες που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο που δεν έχουν εκπονήσει κάποιο Εθνικό Σχέδιο Δράσης στα πρότυπα των υπολοίπων χωρών.
Εφαρμογές Πρόληψης στην Ελλάδα
Ο κύριος φορέας υλοποίησης παρεμβάσεων πρόληψης στην Ελλάδα είναι το δίκτυο των 71 Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας που λειτουργεί στα πλαίσια της συνεργασίας του Ο.ΚΑ.ΝΑ. με την τοπική αυτοδιοίκηση και τοπικούς φορείς. Παρεμβάσεις υλοποιούνται επίσης από το Υπουργείο Παιδείας μέσω των προγραμμάτων Αγωγής Υγείας και από άλλους φορείς του χώρου των εξαρτήσεων και της υγείας, όπως το ΚΕΘΕΑ, τη μονάδα “18ΑΝΩ” του Ψ.Ν.Α., το Πρόγραμμα “ΑΡΓΩ” του Ψ.Ν.Θ., το Ελληνικό Κέντρο Διαπολιτισμικής Ψυχιατρικής και Περίθαλψης, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, εθελοντικές οργανώσεις και δυο φορείς της εκκλησίας. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί κυρίως το έργο των 71 Κέντρων Πρόληψης, καθώς και των κυριότερων παρεμβάσεων άλλων φορέων.
Ξεκινώντας απ’ τις καθολικές παρεμβάσεις αξίζει να επισημανθεί ότι η υλοποίηση δράσεων στη σχολική κοινότητα αποτελεί πάγια προτεραιότητα της πρόληψης στην Ελλάδα τόσο σε επίπεδο χάραξης πολιτικής, όσο και σε επίπεδο εφαρμογών. Κατά το σχολικό έτος 2009-2010 συμμετείχαν σε παρεμβάσεις το 2,7% των σχολείων, το 0,3% των εκπαιδευτικών και το 1% των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 10,2%, το 0,2% και το 2, 3% αντίστοιχα στη δευτεροβάθμια. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος παρατηρήθηκε μικρή αύξηση, ωστόσο η συμμετοχή της σχολικής κοινότητας είναι μικρότερη απ’ τα προηγούμενα χρόνια (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μειωμένη συμμετοχή της σχολικής κοινότητας σε προγράμματα αγωγής υγείας, όχι μόνο στο θέμα της πρόληψης των εξαρτήσεων αλλά και γενικότερα. Βασική αιτία για κάτι τέτοιο θεωρείται και η μη στήριξη των προγραμμάτων από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, κάτι που λειτουργούσε θετικά παλαιότερα (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεων εντάσσονται στο πλαίσιο των προγραμμάτων αγωγής υγείας του υπουργείου παιδείας, όπου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υλοποιούνται εντός της ευέλικτης ζώνης, ενώ στη δευτεροβάθμια εκτός ωρολογίου προγράμματος. Και στις δυο περιπτώσεις οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε εθελοντική βάση. Το περιεχόμενο των προγραμμάτων δεν έχει απλά ενημερωτικό χαρακτήρα. Με τη χρησιμοποίηση πλήθους εκπαιδευτικών υλικών, πολλά απ’ τα οποία έχουν δημιουργηθεί απ’ τα ίδια τα κέντρα πρόληψης, πραγματοποιούνται βιωματικά σεμινάρια, με στόχο την ενδυνάμωση του παιδαγωγικού ρόλου των εκπαιδευτικών, καθώς και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων και των προστατευτικών παραγόντων απέναντι στην εξάρτηση στο μαθητικό πληθυσμό (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Καθολικές δράσεις πραγματοποιούνται επίσης στην οικογένεια μέσα από δυο τύπους παρεμβάσεων: τις δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, που συνιστούν βραχείες ανοιχτές μεμονωμένες ή επαναλαμβανόμενες συναντήσεις με γονείς σε θέματα πρόληψης και ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και τις δράσεις εκπαίδευσης (ομάδες/σχολές γονέων), που αποτελούν ομάδες βιωματικού χαρακτήρα με κύριους στόχους τη βελτίωση της επικοινωνίας στην οικογένεια και την υποστήριξη των γονέων στο ρόλο τους.
Κατά το έτος 2010 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 149 ομάδες ενημέρωσης-ευαισθητοποίησης με 4037 συμμετέχοντες και 317 παρεμβάσεις εκπαίδευσης (σχολές γονέων) με 4539 συμμετέχοντες. Κατά την τελευταία πενταετία παρατηρείται ανοδική πορεία σε ότι αφορά στη συμμετοχή γονέων σε παρόμοιες δράσεις (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Τέλος καθολικές παρεμβάσεις πραγματοποιούνται και στην κοινότητα. Ομάδες στόχοι είναι κυρίως εθελοντές, εργαζόμενοι στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις, επαγγελματίες υγείας, καθώς και άλλοι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με νέους (π.χ. ομαδάρχες σε κατασκηνώσεις, ιερείς κ.ά.).
Η επικεντρωμένη πρόληψη στην Ελλάδα είναι αρκετά περιορισμένη σε σχέση με την καθολική. Το 2010 πραγματοποιήθηκαν 9 παρεμβάσεις με συμμετοχή395 μαθητών από 10 σχολεία και 34 εκπαιδευτικών από 3 σχολεία με επικεντρωμένο χαρακτήρα σε νέους σε πειραματική χρήση, ψυχοκοινωνικά προβλήματα ή προβλήματα χαμηλής απόδοσης. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικές παρεμβάσεις σε νέους από πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες, και συγκεκριμένα 2 στη Θράκη σε μαθητές αθιγγανικής καταγωγής από κέντρα πρόληψης και μια παρέμβαση σε παιδιά μεταναστών από τον τομέα πρόληψης του ΚΕΘΕΑ στην Αθήνα. Μικρή ήταν και η συμμετοχή σε επικεντρωμένες παρεμβάσεις στην οικογένεια, όπου πραγματοποιήθηκαν ομάδες μονογονεϊκών οικογενειών, οικογενειών διαπολιτισμικά διαφοροποιημένων ομάδων και μεταναστών (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Πραγματοποιήθηκε επίσης μικρός αριθμός επικεντρωμένων δράσεων σε ιδρύματα, κέντρα φιλοξενίας, όπως επίσης και δράσεις στο πλαίσιο του ποινικού/σωφρονιστικού συστήματος, κυρίως από το ΚΕΘΕΑ. Συγκεκριμένα η μονάδα ΙΚΑΡΟΣ πραγματοποίησε παρεμβάσεις στο γυμνάσιο των Φυλακών Ανηλίκων Αυλώνα, ενώ υπήρξε και εκπαίδευση σε δικαστικούς επιμελητές ανηλίκων στην Αθήνα (ΚΕΘΕΑ, 2011).
Σημαντική είναι και η επικεντρωμένη παρέμβαση «Ενίσχυση του Παιδιού κατά το Μεταβατικό Στάδιο από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο» που υλοποιείται απ’ το 2008 στην Αθήνα απ’ το ΚΕΘΕΑ. Το πρόγραμμα υποστηρίζει παιδιά 11-15 ετών από μη προνομιούχες οικογένειες σε επιβαρυμένες κοινωνικά περιοχές της πρωτεύουσας. Ειδικοί στόχοι του είναι η πρόληψη της παραβατικότητας, της χρήσης ουσιών και της σχολικής διακοπής (ΚΕΘΕΑ, 2012).
Σ’ ότι αφορά στην ενδεδειγμένη πρόληψη, τα κέντρα πρόληψης σε συνεργασία με τα σχολεία της περιοχής τους παρέχουν υπηρεσίες συμβουλευτικής σε μαθητές μετά από σχετικό αίτημα. Το 2010 υποστηρίχθηκαν 152 μαθητές πανελλαδικά. Επίσης ενδεδειγμένη παρέμβαση θεωρείται η ανταπόκριση σε αιτήματα της κοινότητας (π.χ. γονείς παιδιών που εμφανίζουν προβληματικές συμπεριφορές), όπου κατά το 2010 τα κέντρα πρόληψης δέχτηκαν πάνω από 3400 άτομα. Την ίδια στιγμή η μονάδα ΙΚΑΡΟΣ του ΚΕΘΕΑ παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη σε νέους από ομάδες υψηλού κινδύνου που παραπέμπονται κυρίως από δικαστικούς επιμελητές και άλλους συνεργαζόμενους φορείς (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011, ΚΕΘΕΑ, 2012).
Εφαρμογές Πρόληψης στην Ολλανδία
Στην Ολλανδία οι πολιτικές και οι εφαρμογές πρόληψης συντονίζονται απ’ το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Αθλητισμού. Η έρευνα συντελείται κυρίως από το TrimbosInstituut (NetherlandsInstituteofMentalHealthandAddiction), σε συνεργασία με άλλους φορείς, όπως πανεπιστήμια. Το TrimbosInstituut υποστηρίζει επιστημονικά τις δράσεις πρόληψης, που υλοποιούνται τοπικά από τους δήμους σε συνεργασία με τα σχολεία και τοπικά παραρτήματα οργανισμών που ασχολούνται με τις εξαρτήσεις και την ψυχική υγεία (Trimbosinstituut, 2011).
Η καθολική πρόληψη συντελείται εντός του σχολείου μέσω του προγράμματος “HealthySchoolandDrugs” και εκτός του σχολικού πλαισίου μέσω των προγραμμάτων “GoingOut, AlcoholandDrugs” και “AlcoholandPrevention” (EMCDDA, 2012c).
Το “HealthySchoolandDrugs” παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ο βασικός πυλώνας πρόληψης στο σχολείο και υλοποιείται στο 64%-73% των σχολείων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση Περιλαμβάνει πλήθος ενημερωτικών διαλέξεων πάνω στο αλκοόλ τον καπνό και την κάνναβη, που υποστηρίζονται από στοχευμένες δράσεις που αφορούν σε γονείς και παιδιά (π.χ. εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, αντίσταση στην επιρροή συνομηλίκων κ.ά.). Στα πλαίσια της εφαρμογής εμπεριέχεται ο έγκαιρος εντοπισμός και η υποστήριξη παιδιών που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρήσης ουσιών. Εφαρμόζεται έχοντας ορισμένες παραλλαγές, ανάλογα με τον εκάστοτε τοπικό φορέα υλοποίησης, ενώ έχει αξιολογηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν (OJJDP,2012).
Επιπλέον στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος αναπτύχθηκε η εφαρμογή “Preventing Heavy Alcohol Use in Adolescents” (PAS). Είναι πρόγραμμα που έχει αξιολογηθεί στο παρελθόν και βασίστηκε σε αντίστοιχη παρέμβαση στη Σουηδία (Koningetal., 2009).
Εκτός σχολικού πλαισίου υλοποιούνται σειρά παρεμβάσεων με πιο εκτεταμένη το πρόγραμμα “Alcohol and Education”. Κύριος σκοπός του είναι ο δραστικός περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ σε ηλικίες μικρότερες των 16 ετών. Πρόκειται για μια συνδυασμένη εκστρατεία; ενημέρωσης μέσω έντυπου υλικού και οπτικοακουστικών μηνυμάτων και την παράλληλη λειτουργία εργαστηρίων σε γονείς παιδιών που αντιμετωπίζουν προβλήματα (Trimbosinstituut, 2009).
Σε επίπεδο επικεντρωμένης πρόληψης έχει επίσης αναπτυχθεί σειρά προγραμμάτων. Το “Dutch Strengthening Families Program” εστιάζει σε παιδιά που οι γονείς τους αντιμετωπίζουν προβλήματα χρήσης. Ωστόσο η έκταση του είναι ακόμη περιορισμένη, γεγονός που δεν έχει επιτρέψει μέχρι στιγμής την αξιολόγησή του (Trimbosinstituut, 2009).
Ταυτόχρονα υλοποιείται και ένα πρόγραμμα που η αρχική του εφαρμογή έχει γίνει στην Αυστραλία, το Triple-P (Positive Pedagogical Program). Στόχος του είναι η προώθηση της ψυχοκοινωνικής ευεξίας σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ενισχύοντας τη θετική λειτουργία τους. Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος στη μείωση της περιστασιακής χρήσης μένει να μελετηθεί, αν και η εφαρμογή του σε αρκετές χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια έχει ως τώρα δείξει θετικά αποτελέσματα (Trimbosinstituut, 2010).
Η επικεντρωμένη πρόληψη περιλαμβάνει επίσης παρεμβάσεις σε νέους στο δρόμο και σε χώρους διασκέδασης. Τα εν λόγω προγράμματα υλοποιούνται κυρίως από Μ.Κ.Ο. σε συνεργασία με κρατικές υπηρεσίες (EMCDDA, 2012c).
Με στόχο την ανάδειξη καλών πρακτικών που σχετίζονται τόσο με την καθολική, όσο και την επικεντρωμένη πρόληψη, τον Οκτώβριο του 2010 ιδρύθηκε το CentreSafeandHealthyNightlife ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του Ινστιτούτου Trimbos και του Ολλανδικού Κέντρου Ασφάλειας και Πρόληψης της Εγκληματικότητας. Κύριος στόχος του είναι η συλλογή και επεξεργασία επιστημονικών δεδομένων, ώστε να προωθηθεί ο σχεδιασμός τοπικών πολιτικών στην παρέμβαση σε χώρους νυχτερινής διασκέδασης (Trimbosinstituut, 2011).
Στο πεδίο της ενδεδειγμένης πρόληψης συντελείται επίσης σειρά παρεμβάσεων που εστιάζουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Στη βάση ερευνών που έχουν δείξει ότι ορισμένες συναισθηματικές και μαθησιακές διαταραχές, όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, συνδέονται με χρήση ουσιών και αυξημένη ροπή εγκληματικότητας, έχουν σχεδιαστεί παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο πληθυσμό (Trimbosinstituut, 2010).
Το “Parent Management Training Oregon” (PTMO) υλοποιείται σε γονείς με παιδιά ηλικίας 4-12 ετών που αντιμετωπίζουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής. Εφαρμόζονται τεχνικές ενδυνάμωσης θετικών συμπεριφορών και διαχείρισης και αποφυγής αρνητικών (Trimbosinstituut, 2010).
Ένα δεύτερο πρόγραμμα είναι το “CopingPowerProgram”. Αποτελεί συνδυασμό γνωστικό-συμπεριφοριστικών θεραπειών σε γονείς και παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (Zonnevylle-Benderetal, 2007).
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δράσεων πρόληψης στην Ολλανδία είναι η εκτεταμένη αξιοποίηση ηλεκτρονικών και διαδικτυακών εφαρμογών. Στην καθολική πρόληψη έχουν αναπτυχθεί ηλεκτρονικά μοντέλα και εργαλεία εντός του προγράμματος “HealthySchoolandDrugs”.Αξιοποίηση του διαδικτύου υπάρχει και στις επικεντρωμένες δράσεις, ενώ προγράμματα συμβουλευτικής μέσω διαδικτύου υπάρχουν και σε επίπεδο ενδεδειγμένης πρόληψης. Ταυτόχρονα μέσω διαφόρων ιστοσελίδων παρέχεται στοχευμένη ενημέρωση σε ομάδες πληθυσμού, όπως έφηβοι, γονείς και άτομα που πειραματίζονται με ουσίες (Trimbosinstituut, 2010).
Τέλος διαχρονική είναι η διενέργεια μαζικών εκστρατειών ενημέρωσης που υλοποιούνται συνεχώς απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 90. Η τελευταία μεγάλης έκτασης εκστρατεία υλοποιείται απ’ τον Ιανουάριο του 2010 και έχει τίτλο: “Smoking, AlcoholandCannabisEducation: AdviceandSupporttoParents”. Έχει ως στόχο γονείς με παιδιά 10-16 ετών και επικεντρώνεται στην ανάγκη περιορισμού της χρήσης αλκοόλ σε ηλικίες κάτω των 16. Για το 2011 σχεδιάστηκε μια ακόμη μαζική εκστρατεία με επίκεντρο τη διαχείριση της πίεσης των συνομήλικων στους εφήβους (Trimbosinstituut, 2011).
Συγκριτική Αξιολόγηση των Παρεμβάσεων στις δυο χώρες
Μελετώντας κανείς το εύρος και τον προσανατολισμό των εφαρμογών στις δυο χώρες τα προηγούμενα χρόνια διακρίνει ένα κυρίαρχο προσανατολισμό προς τις καθολικές παρεμβάσεις με κύριο χώρο το σχολικό πλαίσιο. Ωστόσο υπάρχουν και ουσιώδεις διαφορές.
Στην περίπτωση της Ολλανδίας η ένταξη των παρεμβάσεων στο σχολικό κύκλο έχει οργανικό χαρακτήρα. Το ίδιο το σχολείο αποτελεί στην ουσία το πρώτο επίπεδο παροχής υπηρεσιών και οι τοπικές υπηρεσίες των δήμων το δεύτερο. Ο συντονισμός σε εθνικό επίπεδο διαφυλάσσει την συνέχεια στην παροχή υπηρεσιών (OJJDP,2012).
Στην Ελλάδα αντιθέτως ο συντονισμός των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας παρουσιάζει έντονες ασυνέχειες Οι δράσεις βασίζονται κατά πολύ στις σχέσεις και τις συνεργασίες που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στα Κέντρα Πρόληψης και τις κατά τόπους διευθύνσεις των σχολείων γεγονός που αποδυναμώνει τον ενιαίο σχεδιασμό και συντονισμό.
Ωστόσο η υπουργική απόφαση υπ. αριθμ. 24146/Γ7/28.2.2011 (ΦΕΚ Β/434/17.3.2011) φιλοδόξει να διευκολύνει το μελλοντικό συντονισμό ενισχύοντας τους άξονες συνεργασίας ανάμεσα στις περιφερειακές και τοπικές διευθύνσεις της εκπαίδευσης, τα γραφεία Αγωγής Υγείας και τους εκπαιδευτικούς.
Ένας ακόμη ανασχετικός παράγοντας για τις δράσεις στην εκπαίδευση είναι το γεγονός ότι η Αγωγή Υγείας στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται η πλειοψηφία των προληπτικών παρεμβάσεων, είναι εκτός ωρολογίου προγράμματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην ευέλικτη ζώνη στην πρωτοβάθμια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποσπασματική υλοποίηση προγραμμάτων, ιδιαίτερα στο γυμνάσιο και το λύκειο.
Όλα αυτά σχετίζονται σ’ ένα βαθμό με τη διαφορά στο εύρος των παρεμβάσεων στις δυο χώρες. Έτσι ενώ στην Ολλανδία τα προγράμματα αγκαλιάζουν το 60-70% των σχολείων στην Ελλάδα το ποσοστό είναι αισθητά χαμηλότερο. Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μεγάλο μέρος των εφαρμογών στην Ολλανδία έχει ενημερωτικό χαρακτήρα, ενώ οι παρεμβάσεις που καταγράφονται στην ετήσια έκθεση που αφορά στην Ελλάδα είναι κατά κύριο λόγο συνολικότερες βιωματικές προσεγγίσεις με εργαστήρια που απαιτούν υψηλότερο βαθμό εμπλοκής απ’ την πλευρά των μαθητών και των εκπαιδευτικών.
Στην περίπτωση της Ολλανδίας υπάρχει επίσης εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών εφαρμογών (e-modules), όπως και ευρεία αξιοποίηση του διαδικτύου. Έτσι ενώ στη χώρα μας η χρήση του περιορίζεται στην ενημέρωση, στην Ολλανδία εκτός των ενημερωτικών ιστοσελίδων υπάρχουν εφαρμογές διαδραστικού χαρακτήρα, όπως τηλε-συμβουλευτική (TrimbosInstituut, 2010).
Σ’ ότι αφορά στα εκπαιδευτικά υλικά της πρόληψης και στις δυο χώρες χρησιμοποιούνται εφαρμογές που πριν έχουν υλοποιηθεί αλλού, κατόπιν προσαρμογής στο κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας, ενώ υπάρχουν αρκετές παραλλαγές των βασικών υλικών, ανάλογα με τον εκάστοτε φορέα υλοποίησης. Ωστόσο οι όποιες προσαρμογές στην Ολλανδία υποστηρίζονται ουσιαστικότερα μέσα από διαδικασίες αξιολόγησης, ζήτημα το οποίο αποτελεί κομβικό σημείο.
Οι διαδικασίες αξιολόγησης της πρόληψης στην Ελλάδα χρειάζονται ενίσχυση. Μέχρι στιγμής δεν έχουν διεξαχθεί συντονισμένες μελέτες, ενώ η αξιολόγηση των δράσεων βασίζεται κυρίως σε ερωτηματολόγια συμμετεχόντων και παρατηρήσεις των επαγγελματιών, που εστιάζουν κυρίως στην έκταση και την αποδοχή της παρέμβασης και όχι στην επίτευξη των στόχων (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011).
Αντίθετα στην περίπτωση της Ολλανδίας τόσο τα βασικά προγράμματα όπως το “Healthy School and Drugs”,όσο και άλλες επικεντρωμένες ή ενδεδειγμένες εφαρμογές, όπως το TripleP, είτε έχουν αξιολογηθεί, είτε βρίσκονται σε διαδικασία αξιολόγησης.
Η αξιολόγηση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική διαδικασία που αφενός συμβάλει στην εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και αφετέρου οδηγεί σε στοχευμένες αλλαγές βάσει τεκμηριωμένων συμπερασμάτων. Ο σχεδιασμός των μελετών αξιολόγησης στην Ολλανδία, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς σε σειρά ερευνητικών πρωτοκόλλων, συνδέει τα αποτελέσματα με συγκεκριμένους ειδικούς στόχους, ενώ επιχειρεί να υπερβεί τους περιορισμούς που συχνά έχουν οι μελέτες που αφορούν στην πρόληψη, μέσω της προσεκτικής στάθμισης και της αντιπροσώπευσης του δείγματος και των επαναλαμβανόμενων σε βάθος χρόνου follow-up που σχετίζονται με την μέτρηση ειδικών παραμέτρων. Σκοπός τους είναι η όσο το δυνατόν πιο τεκμηριωμένη συναγωγή συμπερασμάτων στη βάση μετρήσιμων αλλαγών ως αποτελέσματα της εφαρμογής των προληπτικών προγραμμάτων σε καθολικό ή επικεντρωμένο πεδίο όπου οι περιορισμοί είναι εντονότεροι (Malmbergetal, 2010; Lammersetal, 2011)
Η Ολλανδία άλλωστε υπερέχει και στο πεδίο των μελετών πάνω στην πρόληψη. Αναζητώντας κανείς τον αριθμό δημοσιευμένων μελετών για το 2010 συναντά 2 δημοσιευμένες μελέτες για την καθολική, 6 για την επικεντρωμένη και καμία για την ενδεδειγμένη. Στην Ελλάδα αντίστοιχα τα νούμερα είναι μηδενικά. Συγκρίνοντας τις επιδόσεις των δυο χωρών διαπιστώνουμε πως στην περίπτωση της καθολικής και της επικεντρωμένης πρόληψης η Ολλανδία βρίσκεται πάνω απ’ τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. όπου τα νούμερα είναι αντίστοιχα 0,8, 0,6 και 0,2. Στο σημείο αυτό φαίνεται ωστόσο πως το ερευνητικό ενδιαφέρον παραμένει συνολικά χαμηλό για τα ζητήματα πρόληψης, έστω και αν σε επίπεδο πολιτικών διακηρύξεων θεωρείται βασικός πυλώνας της αντιναρκωτικής πολιτικής (EMCDDA, 2012d; EMCDDA, 2012e).
Την ίδια ώρα η Ολλανδία υπερέχει στον αριθμό των επικεντρωμένων και ενδεδειγμένων παρεμβάσεων. Σίγουρα και στην Ολλανδική περίπτωση το εύρος είναι περιορισμένο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Ωστόσο παρουσιάζει μεγαλύτερη ανάπτυξη ενώ η επιλογή των παρεμβάσεων στηρίζεται σε ερευνητικά δεδομένα, όπως στη περίπτωση των προγραμμάτων “Parent Management Training Oregon” και “Coping Power Program”, γεγονός που ενισχύει την τεκμηρίωση και τις προσδοκίες γύρω απ’ τα δυνητικά αποτελέσματα (Zonnevylle-Benderetal, 2007; Trimbosinstituut, 2010).
Το κενό στη συγκεκριμένη περίπτωση στο ελληνικό χώρο είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της έλλειψης συντονισμένης πολιτικής. Οι ανεπάρκειες σε επίπεδο κεντρικού σχεδιασμού περιορίζουν τη συντονισμένη έρευνα ευρείας κλίμακας που είναι απαραίτητη για την τελική εκπόνηση του σχεδιασμού των παρεμβάσεων, στη βάση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων.
Μια ιδιαίτερα σημαντική διαφοροποίηση στο πεδίο της επικεντρωμένης πρόληψης είναι και η έλλειψη στην Ελλάδα συστηματικών παρεμβάσεων στους χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αντίθετα την Ολλανδία τα τελευταία χρόνια δίνεται ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτό τον τομέα (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν., 2011; EMCDDA, 2012c).
Τέλος σε σχέση με τις μαζικές εκστρατείες ενημέρωσης, στην περίπτωση της Ολλανδίας υπάρχουν συστηματικές καμπάνιες στα Μ.Μ.Ε. ήδη από τη δεκαετία του 90. Στην Ελλάδα απ’ την άλλη πλευρά οι ενημερωτικές εκστρατείες έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, που βασίζεται κυρίως σε συνεργασίες ορισμένων Κέντρων Πρόληψης με τοπικά ή εθνικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε.
Η συνοπτική παρουσίαση που αφορά στο προφίλ των πολιτικών πρόληψης των δυο χωρών στη βάση των εκτιμήσεων των εθνικών εμπειρογνωμόνων παρουσιάζεται στους πίνακες 3, 4 και 5.
Πίνακας 3.
Παροχή Παρεμβάσεων Καθολικής Πρόληψης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εθνικών εμπειρογνωμόνων
Ελλάδα | Ολλανδία | |
Παρεμβάσεις ειδικά για Κορίτσια | Ανύπαρκτη | Σπάνια |
Παρεμβάσεις ειδικά για Αγόρια | Ανύπαρκτη | Σπάνια |
Δραστηριότητες για Γονείς | Εκτενής | Σπάνια |
Δραστηριότητες μέσω Ομάδων ομηλίκων (PeertoPeer) | Σπάνια | Σπάνια |
Δημιουργικές Δραστηριότητες Εκτός Σχολικού Προγράμματος | Περιορισμένη | Σπάνια |
Έλεγχος για το αν Κάνουν Χρήση Μαθητές | Ανύπαρκτη | Σπάνια |
Ημέρες Ενημέρωσης για τα Ναρκωτικά | Σπάνια | Σπάνια |
Ομιλίες από Εκπροσώπους Αστυνομίας | Σπάνια | Ανύπαρκτη |
Άλλοι- Εξωτερικοί Ομιλητές | Σπάνια | Περιορισμένη |
Μόνο Πληροφόρηση για τα Ναρκωτικά (Χωρίς ανάπτυξη Κοινωνικών Δεξιοτήτων κ.τ.λ.) | Πλήρης | Σπάνια |
Ολιστικές Παρεμβάσεις | Εκτενής | Σπάνια |
Αριθμός Δημοσιευμένων Μελετών | 0 | 2 |
Επίπεδο Αξιολόγησης | Χαμηλό | Χαμηλό |
Σημείωση: Ο όρος «παροχή» αναφέρεται στη γενική και τη γεωγραφική κατανομή των παρεμβάσεων και διαβαθμίζεται ως εξής: α) πλήρης, παρέχεται σε όλες σχεδόν τις συναφείς περιοχές (περιοχές με αρκετό πληθυσμό-στόχο για την υλοποίηση της παρέμβασης), β) εκτενής, παρέχεται στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις συναφείς περιοχές, γ) περιορισμένη, παρέχεται σε αρκετές συναφείς περιοχές αλλά όχι στις περισσότερες, δ) σπάνια, παρέχεται μόνο σε μικρό αριθμό συναφών περιοχών, ε) ανύπαρκτη, δεν παρέχεται η παρέμβαση.
Πηγή: Εθνικά εστιακά σημεία δικτύου Reitox, EMCDDA (2012d,e).
Πίνακας 4.
Παροχή Παρεμβάσεων Επικεντρωμένης Πρόληψης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εθνικών εμπειρογνωμόνων
Ελλάδα | Ολλανδία | |
Μαθητές που Εγκαταλείπουν το Σχολείο | Σπάνια | Εκτενής |
Μαθητές με Κοινωνικά ή Ακαδημαϊκά Προβλήματα | Περιορισμένη | Εκτενής |
Μετανάστες | Σπάνια | Περιορισμένη |
Μειονότητες | Σπάνια | Περιορισμένη |
Άστεγοι Νέοι | Ανύπαρκτη | Περιορισμένη |
Νεαροί Παραβάτες | Σπάνια | Περιορισμένη |
Νέοι που Ζουν σε Ιδρύματα | Σπάνια | Εκτενής |
Νέοι που Ζουν σε Κοινωνικά μειονεκτούσες Περιοχές | Σπάνια | Περιορισμένη |
Προβλήματα Χρήσης Ουσιών στην Οικογένεια | Σπάνια | Πλήρης |
Κοινωνικά Ευάλωτοι Γονείς | Σπάνια | Περιορισμένη |
Οικογένειες που παρατηρείται Παραμέληση | Περιορισμένη | Περιορισμένη |
Οικογένειες με Ποινικά Προβλήματα | Σπάνια | Εκτενής |
Οικογένειες με Γονείς που Αντιμετωπίζουν Ψυχικές Διαταραχές | Ανύπαρκτη | Εκτενής |
ΠεριθωριοποιημένεςΜειονοτικές Οικογένειες | Σπάνια | Περιορισμένη |
Αριθμός Δημοσιευμένων Μελετών | 0 | 6 |
Επίπεδο Αξιολόγησης | Χαμηλό | Υψηλό |
Σημείωση: Ο όρος «παροχή» αναφέρεται στη γενική και τη γεωγραφική κατανομή των παρεμβάσεων και διαβαθμίζεται ως εξής: α) πλήρης, παρέχεται σε όλες σχεδόν τις συναφείς περιοχές (περιοχές με αρκετό πληθυσμό-στόχο για την υλοποίηση της παρέμβασης), β) εκτενής, παρέχεται στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις συναφείς περιοχές, γ) περιορισμένη, παρέχεται σε αρκετές συναφείς περιοχές αλλά όχι στις περισσότερες, δ) σπάνια, παρέχεται μόνο σε μικρό αριθμό συναφών περιοχών, ε) ανύπαρκτη, δεν παρέχεται η παρέμβαση.
Πηγή: Εθνικά εστιακά σημεία δικτύου Reitox, EMCDDA (2012d,e).
Πίνακας 5.
Παροχή Παρεμβάσεων Ενδεδειγμένης Πρόληψης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εθνικών εμπειρογνωμόνων
Ελλάδα | Ολλανδία | |
Μηχανισμοί Έγκαιρης Παρέμβασης στο Σχολείο | Περιορισμένη | Περιορισμένη |
Αριθμός Δημοσιευμένων Μελετών | 0 | 0 |
Επίπεδο Αξιολόγησης | Χαμηλό | Χαμηλό |
Σημείωση: Ο όρος «παροχή» αναφέρεται στη γενική και τη γεωγραφική κατανομή των παρεμβάσεων και διαβαθμίζεται ως εξής: α) πλήρης, παρέχεται σε όλες σχεδόν τις συναφείς περιοχές (περιοχές με αρκετό πληθυσμό-στόχο για την υλοποίηση της παρέμβασης), β) εκτενής, παρέχεται στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις συναφείς περιοχές, γ) περιορισμένη, παρέχεται σε αρκετές συναφείς περιοχές αλλά όχι στις περισσότερες, δ) σπάνια, παρέχεται μόνο σε μικρό αριθμό συναφών περιοχών, ε) ανύπαρκτη, δεν παρέχεται η παρέμβαση.
Πηγή: Εθνικά εστιακά σημεία δικτύου Reitox, EMCDDA (2012d,e).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η συγκριτική μελέτη των εφαρμογών πρόληψης στις δυο χώρες δείχνει πλήθος διαφορών αλλά και κοινών σημείων. Τόσο οι αδυναμίες, όσο και τα πλεονεκτήματα που εμφανίζουν οι εμπράγματες πολιτικές, ανάγονται στις διαφορές στο πεδίο της εθνικής στρατηγικής, του τρόπου συγκρότησης και οργάνωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, των διαφορετικών παραδόσεων στην άσκηση της κοινωνικής πολιτικής, της φιλοσοφίας και των ιδιαιτεροτήτων που αναδύονται στα διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά πλαίσια.
Ορισμένες απ’ τις προκλήσεις του έργου της πρόληψης παραμένουν ωστόσο κοινές και διαχρονικές.
Ο άξονας της αξιολόγησης των προγραμμάτων σίγουρα χρειάζεται ενίσχυση. Επιβάλλεται κατ’ αρχήν ο σαφής προσδιορισμός κριτηρίων και προδιαγραφών που αφορούν στην αξιολόγηση της διαδικασίας, η οποία εκτός της διασφάλισης της ποιότητας και της προτυποποίησης, αποτελεί μέσο ενδυνάμωσης της ίδιας της παρέμβασης, οδηγώντας σε στοχευμένες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις των παραμέτρων που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα (EMCDDA,2010).
Πολύ περισσότερο πρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί αξιολόγησης των αποτελεσμάτων. Στο συγκεκριμένο πεδίο υπάρχουν βέβαια μια σειρά από δυσκολίες. Έτσι ενώ στις δομημένες παρεμβάσεις στη σχολική κοινότητα υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια εφαρμογής διαδικασιών που θα δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την επιτυχία στους γενικούς και ειδικούς στόχους των παρεμβάσεων, στο πεδίο των επικεντρωμένων παρεμβάσεων υπάρχουν πολλές δυσκολίες στην αναζήτηση κατάλληλων ομάδων ελέγχου (EMCDDA,2010).
Η αξιολόγηση του αποτελέσματος εστιάζει στην ουσία στις συνέπειες της παρέμβασης. Μέσω της ανάλυσης και σύγκρισης ορισμένων δεικτών που συνδέονται με τους αρχικούς στόχους, συνάγονται πολύτιμα συμπεράσματα σε σχέση με τις αποφάσεις που θα οδηγήσουν στη συνέχιση, αναπροσαρμογή ή εγκατάλειψη μιας δράσης (EMCDDA,2010).
Σε μια εποχή σαν τη σημερινή, στενότητας πόρων απ’ τη μια και όξυνσης των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων απ’ την άλλη, η αξιολόγηση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης στην καλύτερη αξιοποίηση των υλικών και ανθρώπινων πόρων.
Σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να έχει και η προαγωγή της σχετικής έρευνας. Όπως φάνηκε και παραπάνω το ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από τη πρόληψη εξακολουθεί να είναι μειωμένο, με αποτέλεσμα να υπολείπεται των αναγκών και των απαιτήσεων της εποχής. Απαιτείται συνεπώς η ενίσχυση του σε μια προσπάθεια προώθησης του επιστημονικού διαλόγου και της αναζήτησης, με στόχο την τεκμηρίωση των καλών πρακτικών.
Η ουσιαστική προώθησή τους εξάλλου θα μπορούσε να ενισχυθεί και μέσω της συστηματοποίησης της μελέτης και της αξιολόγησης των πολλών εκπαιδευτικών υλικών που έχουν προκύψει τα προηγούμενα χρόνια ως απότοκο των διαφοροποιήσεων στα πλαίσια των εφαρμογών από τοπικούς φορείς τόσο στην Ολλανδία, όσο και στην Ελλάδα. Με την υποστήριξη των επιστημονικών φορέων εποπτείας των οργανισμών πρόληψης θα μπορούσε να προχωρήσει ή διαπίστευση των παραγόμενων υλικών και ο εμπλουτισμός των εργαλείων των παρεμβάσεων.
Συνάμα επιβάλλεται η ανάπτυξη των επικεντρωμένων και κυρίως των εστιασμένων παρεμβάσεων των οποίων η αποτελεσματικότητα φαίνεται να είναι μεγαλύτερη. Η ανάπτυξη στα συγκεκριμένα πεδία δεν πρέπει όμως να είναι μόνο ποσοτική. Πέραν της αριθμητικής διεύρυνσης υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης και των ποιοτικών παραμέτρων (EMCDDA,2010).
Άλλωστε οι πολιτικές έγκαιρης παρέμβασης που αφορούν κατά βάση στην ενδεδειγμένη πρόληψη ενισχύουν το στοιχείο της συνεργασίας των υπηρεσιών, καθώς αποτελούν πεδίο δυνατότητας ανάπτυξης κοινών δράσεων φορέων πρόληψης και θεραπείας. Η συνεργασία ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα ενδυναμώνει το στοιχείο της συνέχειας των υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας, συστατικό κομβικό για την καλύτερη επιτέλεση του έργου τους (Δικαίος και συν.,1999).
Η δικτύωση των κοινωνικών υπηρεσιών στη βάση μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής πολυτομεακών συνεργασιών θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην ενδυνάμωση και την αποτελεσματικότητα του παραγόμενου έργου. Αφενός επιδρά θετικά στη βελτίωση της προσπελασιμότητας των υπηρεσιών και αφετέρου στην αποφυγή πρόχειρων αλληλοεπικαλύψεων στο κλινικό έργο. Αρκεί να είναι ενταγμένη σε ένα ολοκληρωμένο και μακρόπνοο στρατηγικό πλαίσιο γύρω απ’ την πολιτική αντιμετώπισης των εξαρτήσεων.
Φυσικά η όποια συζήτηση γύρω απ’ την εφαρμογή πολιτικών δεν μπορεί να γίνει έξω απ’ το φόντο που διαμορφώνει η διαρκώς εξελισσόμενη οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Μιλώντας για τη χώρα μας, που πλέον υλοποιείται πρόγραμμα με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η υλοποίηση παρόμοιων προγραμμάτων αλλού, έχει τεκμηριωμένα οδηγήσει σε αποδυνάμωση των κοινωνικών και προνοιακών δομών, δραστικές περικοπές στις δαπάνες κοινωνικής φροντίδας και αρνητική σχέση μεταξύ των πολιτικών και των αποτελεσμάτων στην υγεία (Stuckleretal., 2009, Stuckleretal., 2010).
Ωστόσο σε μια εποχή ύφεσης και κρίσης, η περιστολή των δαπανών συναντάται με την ραγδαία όξυνση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων δημιουργώντας μια εκρηκτική κοινωνική συνθήκη. Η ποιότητα και το εύρος των κοινωνικών παρεμβάσεων ανάμεσα στις οποίες σημαντική θέση κατέχουν και η πρόληψη και προαγωγή της υγείας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θυσιαστούν στο βωμό των δημοσιονομικών προσαρμογών.
Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργήσει αποσπασματικά. Η ανασκόπηση της διεθνούς εμπειρίας απ’ την εφαρμογή προγραμμάτων έχει ήδη δείξει πως η αποτελεσματική πρόληψη για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο όπως αυτό των εξαρτήσεων, αποτελούσε και θα αποτελεί μια διαλεκτική προσαρμογή στις απαιτήσεις που δημιουργούν οι εξελισσόμενες κοινωνικές ανάγκες και αντιφάσεις (Ζαφειρίδης, 2001).
Η πρώτη γενιά προγραμμάτων βασίστηκε στη λαθεμένη εντύπωση ότι η μετάδοση πληροφοριών γύρω από τις επιπτώσεις της ουσιοεξάρτησης θα συνέβαλε στη διαχείριση της επέκτασης του φαινομένου. Τα προγράμματα δεύτερης γενιάς συγκροτήθηκαν στη βάση της υπόθεσης ότι η εκπαίδευση των ατόμων στην αντιμετώπιση ειδικών κοινωνικών επιρροών διασφαλίζει την ενίσχυση των προστατευτικών παραγόντων (Wheller, 1990).
Η τρίτη πλέον γενιά υιοθετώντας τις αρχές της “έρευνας δράσης” και της ενίσχυσης της αυτενέργειας, προωθεί τη συγκρότηση προγραμμάτων στη βάση της διαρκούς αξιολόγησης των αναγκών των ίδιων των συμμετεχόντων. Με την υποστήριξη της τεχνογνωσίας των ειδικών επαγγελματιών επιδιώκεται η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των ενδιαφερομένων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προληπτικών δράσεων (Wheller, 1990).
Η εξάρτηση αποτελεί ένα φαινόμενο πολυδιάστατο και τέτοια πρέπει να είναι και η φιλοσοφία της πρόληψης. Η αποτελεσματικότητα της εξαρτάται απ’ την επιτυχημένη ανάπτυξή της σε πολλαπλά επίπεδα και προς πολλές κατευθύνσεις, εντός μιας συνολικής στρατηγικής. Η αξιοποίηση των μέχρι τώρα συμπερασμάτων, ο προσεκτικός βηματισμός με θεμέλιο την επιστημονική αξιολόγηση, η μεθοδική ανάλυση των πολλαπλών παραμέτρων που σχετίζονται με τους προστατευτικούς παράγοντες και τα γενεσιουργά αίτια της εξάρτησης αλλά και η εμπνευσμένη αναζήτηση νέων εφαρμογών, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση των δράσεων, όσο και των αποτελεσμάτων του κλινικού και εκπαιδευτικού έργου της πρόληψης.
[1]Διεύθυνση Επικοινωνίας: e-mail: tsounis_a@yahoo.gr
Βιβλιογραφία
Botvin G. J., Griffin K. W. (2007), “School-Based Programs to Prevent Alcohol, Tobacco and Other Drug Use”, Int Rev Psychiatry, 19(6): 607-615.
Council of Europe (2008), EU Drugs Action Plan for 2009-2012, (2008/C 326/09) Διαθέσιμοσε:
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/combating_drugs/jl0019_en.htm[Εύρεση :15/7/2012]
Δικαίος Κ., Κουτούζης Μ., Πολύζος Ν., Σιγάλας Ι., Χλέτσος Μ., (1999), Βασικές Αρχές Διοίκησης – Διαχείρισης (Management) Υπηρεσιών Υγείας, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.
Cowen E. L. (1983) Primary Prevention in Mental Health: Past, Present and Future In Felner R. D., Jason A., Moritsugu J. N. Farber S. S. (Eds) Preventive Psychology: Theory, Research and Practice, Pergamon Press, New York.
Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης & Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν.) (2011) Ετήσια Έκθεση 2011 – Η κατάσταση του Προβλήματος των Ναρκωτικών και των Οινοπνευματωδών στην Ελλάδα, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.)Αθήνα.
Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.) (2012) Έκθεση Αποτελεσμάτων Πανελλήνια Έρευνα για τη Χρήση Εξαρτησιογόνων Ουσιών στους Μαθητές-Έρευνα ESPAD 2011, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.),Αθήνα.
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2010) EMCDDA Manuals No 4: Prevention and Evaluation Resources Kit (PERK),Publications Office of the E.U., Luxembourg.
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012a) Country Overview: Greece-Data Sheet [Online] Διαθέσιμοσε:
http://www.emcdda.europa.eu/publications/country-overviews/el/data-sheet
[Εύρεση 21/7/2012]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012b) Country Overview: Netherlands-Data Sheet [Online] Διαθέσιμοσε:
http://www.emcdda.europa.eu/publications/country-overviews/nl/data-sheet
[Εύρεση21/7/2012]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012c) Country Overview:Netherlands Situation Summary, [Online] Διαθέσιμοσε:
http://www.emcdda.europa.eu/publications/country-overviews/nl#prev[Εύρεση:]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012d) Prevention Profiles2011 Greece, [Online] Διαθέσιμοσε:
http://www.emcdda.europa.eu/country-data/prevention/2011/greece [Εύρεση 26/7/2012]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012e)Prevention Profiles2011 Netherlands, [Online] Διαθέσιμοσε:
http://www.emcdda.europa.eu/country-data/prevention/2011/netherlands[Εύρεση 26/7/2012]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012f) Data Statistical Arcive-Statistical bulletin 2011-General Population Surveys Part ii [Online] Διαθέσιμοσε:http://www.emcdda.europa.eu/stats11/gpstab1b [Εύρεση 15/7/2012]
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction (EMCDDA) (2012g) Data Statistical Arcive-Statistical bulletin 2011-General Population Surveys Part iii [Online] Διαθέσιμοσε:http://www.emcdda.europa.eu/stats11/gpstab1c [Εύρεση 15/7/2012]
Ζαφειρίδης Φ. (2001) Η Προληψη της Χρήσης Ψυχοτρόπων Ουσιών ως Κοινωνική και Πολιτική Ευθύνη, Ημερίδα της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και του Κέντρου Πρόληψης “Πυξίδα” με θέμα: «Η Μείωση της Ζήτησης Ναρκωτικών και ο Ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: το Παράδειγμα των Κέντρων Πρόληψης», Θεσσαλονίκη 30 /11/2001.
Government of the Netherlands (2012) Alcohol and Drugs, [Online]Διαθέσιμοσε:
http://www.government.nl/issues/alcohol-and-drugs/drugs[Εύρεση: 20/7/2012]
Institute of Medicine (IOM) (1994) Reducing Risks for Mental Disorders: Frontiers for Preventive Research, National Academy Press, Washington D.C.
Ιωαννίδη Ε., Λοπατατζίδης Α., Μάντη Π. (1999). Υγεία, Οριοθετήσεις και προοπτικές.(τόμος Α΄) ΕΑΠ, Πάτρα.
Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) (2011) Απολογισμός Έργου ΚΕΘΕΑ 2010, Σχήμα και Χρώμα, Αθήνα.
Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) (2012) Απολογισμός Έργου ΚΕΘΕΑ 2011, Σχήμα και Χρώμα,Αθήνα.
Κοκκέβη, Ά., Κίτσος, Γ., Φωτίου, Α. (2007). Καπνός – Οινοπνευματώδη – Ναρκωτικά., ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ, Αθήνα.
Koning, I.M., Vollebergh W.A.M., Smit F., Verdurmen J.E.E., Van den Eijnden,R.J.J.M., TerBogt T.F.M., Stattin H., Engels R.C.M.E. (2009) “Preventing heavy alcohol use in ado-lescents (PAS): cluster randomized trial of a parent and student intervention offered sepa-rately and simultaneously” Addiction, 104, 1669-1678.
Κυρίτση Ι., Τσιώτρα Σ. (2004) “Ένα μοντέλο Ολιστικής Προσέγγισης Πρωτογενούς Πρόληψης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Η Εφαρμογή του σε Δημοτικό σχολείο της Αθήνας”, Εξαρτήσεις 6:19-35.
LammersJ., GoossensF., LokmanS., MonshouwerK., LemmersL., ConrodP., WiersR., EngelsR., KleinjanM. (2011) “Evaluatingaselectivepreventionprogrammeforbingedrinkingamongyoungadolescents: studyprotocolofarandomizedcontrolledtrial”, BMCPublicHealth, 10: 541.
Διαθέσιμο σε: http://www.biomedcentral.com/1471-2458/11/126/[Εύρεση:28/7/2012]
MalmbergM., OverbeekG., KleinjanM., VermulstA., MonshouwerK., LammersJ., VolleberghW.A., EngelsR.C. (2010) “Effectiveness of the universal prevention program ‘Healthy School and Drugs’: study protocol of a randomized clustered trial“, BMC Public Health, 10: 541.
Διαθέσιμο σε: http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2941689/?tool=pubmed
[Εύρεση: 28/7/2012]
Morgan M. (2001) Drug Use Prevention: an Overview of Research, Stationery Office, Dublin.
National Institute on Drug Abuse (NIDA) (2003), Preventing Drug Use among Children and Adolescents: A Research Based Guide for Parents, Educators and Community Leaders (2nd Ed.) Bethesda MD: National Institute on Health.
Office of Juvenile Justice and Delinquency Prevention (OJJDP) (2012) Deinstitutionalization of Status Offenders Best Practices Database – Healthy School and Drugs[online] Διαθέσιμοσε:
http://www.ojjdp.gov/dso/Healthy%20School%20and%20Drugs-DSOProgramDetail-802.aspx[Εύρεση:21/7/2012]
Stuckler D et al. (2009) “The International Monetary Fund’s effects in Global Health: Before and After the 2008 Financial Crisis”. International Journal of Health Services, 39(4): 771-781, Baywood Publishing
Stucker D et al (2010) “An Evaluation of the International Monetary Fund’s Claims about Public Health”. International Journal of Health Services,40 (2): 327-332, Baywood Publishing
TrimbosIntituut (Netherlands Institute of Mental Health and Addiction) (2009), The Netherlands Drug Situation 2008 – Report to the EMCDDA, Netherlands.
TrimbosIntituut (Netherlands Institute of Mental Health and Addiction) (2010), The Netherlands Drug Situation 2009 – Report to the EMCDDA, Netherlands.
TrimbosIntituut (Netherlands Institute of Mental Health and Addiction) (2011), The Netherlands Drug Situation 2010 – Report to the EMCDDA, Netherlands.
Υπουργείο Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΥΥΚΑ) (2008), Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά 2008-2012, Αθήνα. Διαθέσιμο σε :
http://www.yyka.gov.gr/articles/health/domes-kai-draseis-gia-thn-ygeia/ethnika-sxedia-drashs/95-ethnika-sxedia-drashs [Εύρεση :15/7/2012]
Υπουργική Απόφαση 24146/Γ7?28.2.2011 “Καθορισμός Πλαισίου Συνεργασίας Υπουργείου Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ, για την Εφαρμογή Προγραμμάτων Αγωγής Υγείας στα σχολεία Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης”, ΦΕΚ 434/17.3.2011, τεύχ. Β.
Wheller R. (1990) “How to Desigh and Develop Third Generation Drug Education Programs” Drug Education Journal of Australia 4(2) :139-147.
Zonnevylle-Bender M.J.S., Matthys W., Van de Wiel N.M.H., Lochman, J.E. (2007).”Pre-ventive effects of treatment of disruptive behavior disorder in middle childhood on substance use and delinquent behavior” Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 46 (1), 33-39.