Phyllis L. Ellickson**, Rebecca L. Collins, Katrin Hambarsoomians & Daniel F. McCaffrey RAND, Santa Monica, CA, USA
DOI: https://doi.org/10.57160/MORB4378
Περίληψη
Στόχοι: Να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στη χρήση αλκοόλ από εφήβους και στην έκθεση σε διαφημίσεις για το αλκοόλ, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Να αξιολογηθεί, εάν η συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα πρόληψης για τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών μπορεί να μετριάσει αυτή τη σχέση.
Σχεδιασμός: Μοντέλα παλινδρόμησης με πολλαπλές μεταβλητές ελέγχου, οι οποίες διερεύνησαν τη σχέση ανάμεσα στην έκθεση των εφήβων σε διαφημίσεις για το αλκοόλ στη δεύτερη τάξη του γυμνασίου και στην κατανάλωση αλκοόλ στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, σε δύο ομάδες εφήβων από τη Νότια Ντακότα: (1) μαθητές στην πρώτη τάξη του γυμνασίου που δεν κατανάλωναν αλκοόλ (n= 1206) και (2) μαθητές στην πρώτη τάξη του γυμνασίου που κατανάλωναν αλκοόλ (n= 1905). Διερευνήθηκε η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πρόγραμμα παρέμβασης και στους σημαντικούς παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ που σχετίζονται με τις διαφημίσεις.
Χώρος: Σαράντα ένα σχολεία μέσης εκπαίδευσης στην Νότια Ντακότα στις ΗΠΑ.
Συμμετέχοντες: Συνολικά 3.111 μαθητές της πρώτης τάξης του γυμνασίου, οι οποίοι ακολουθήθηκαν μέχρι την τρίτη τάξη του γυμνασίου.
Μετρήσεις: Διαμορφώθηκαν μεταβλητές, για τα τέσσερα είδη διαφημίσεων αλκοόλ τα οποία προβλήθηκαν στην τηλεόραση, σε μαγαζιά, σε περιοδικά και σε σημεία πώλησης μπύρας. Άλλοι παράγοντες πρόβλεψης που ελέγχθηκαν, περιελάμβαναν τις κοινωνικές επιρροές, τους κοινωνικούς δεσμούς, τις προβληματικές συμπεριφορές, τις αντιλήψεις σχετικά με το αλκοόλ, την έκθεση στην τηλεόραση και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά.
Ευρήματα: Για τους μαθητές της πρώτης τάξης του γυμνασίου που δεν κατανάλωναν αλκοόλ, η έκθεση σε διαφημίσεις μπύρας σε μαγαζιά και σε σημεία πώλησης μπύρας σε χώρους μουσικών και αθλητικών εκδηλώσεων, προέβλεπε τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. Αν και η έκθεση σε διαφημίσεις μπύρας στην τηλεόραση είχε σημαντική διμεταβλητή σχέση με τη χρήση αλκοόλ από τους μαθητές της πρώτης τάξης του γυμνασίου που δεν κατανάλωναν αλκοόλ, δεν αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης για την κατανάλωση αλκοόλ για καμία από τις δύο ομάδες στην ανάλυση των πολλαπλών μεταβλητών. Η συμμετοχή στο πρόγραμμα πρόληψης ALERT Plus περιόρισε τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ και στις δύο ομάδες και εξουδετέρωσε την επιρροή από την έκθεση σε διαφημίσεις μπύρας σε μαγαζιά.
Συμπεράσματα: Οι διάφορες μορφές διαφήμισης του αλκοόλ μπορούν να προβλέψουν την κατανάλωση αλκοόλ από εφήβους. Όσον αφορά ωστόσο το ποιες πηγές θα επικρατήσουν εξαρτάται από την προηγούμενη εμπειρία-σχέση του παιδιού με το αλκοόλ. Τα προγράμματα και οι πολιτικές πρόληψης θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά να αντιδράσουν στις διαφορετικού τύπου διαφημίσεις αλκοόλ και να περιορίσουν την έκθεση σε αυτές.
Λέξεις κλειδιά: υγεία στην εφηβεία, αλκοόλ, μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Εισαγωγή
Το αλκοόλ είναι η ουσία που επιλέγουν συχνότερα οι έφηβοι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το 50% έχει δοκιμάσει αλκοόλ ήδη από τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Μέχρι το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το 80% έχει δοκιμάσει αλκοόλ, και το 50% κάνει χρήση αλκοόλ (Johnston et al. 2002). Αυτές οι στατιστικές προκαλούν ανησυχία καθώς οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αρκετές από τις αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ –οδικά ατυχήματα (Zador, Krawchuk & Voas 2000), σεξουαλικώς μεταδιδόμενες μολύνσεις (Bailey et al. 1999), αυτοκτονίες, θανάτους και ανικανότητα (US Public Health Service 1991, American Academy of Pediatrics, Committee on Substance Abuse 1995).
Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η διαφήμιση του αλκοόλ συμβάλει στην αύξηση της κοινωνικής αποδοχής του αλκοόλ και έτσι ενθαρρύνεται τόσο η έναρξη όσο και η συνέχιση της χρήσης (American Public Health Association Governing Council 1993; Federal Trade Commission 1999; AMA 2002). Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις, οι οποίες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απαγορευτεί όσον αφορά το τσιγάρο αλλά δεν ισχύει το ίδιο για το αλκοόλ, αναφέρονται ως η κυριότερη πηγή διαφημίσεων στις οποίες εκτίθενται οι νέοι άνθρωποι (American Public Health Association Governing Council 1993; AMA 2002). Μεγάλος αριθμός των νέων στην Αμερική εκτίθενται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις αλκοόλ, ιδιαίτερα σε διαφημίσεις μπύρας (Morgan et al. 1990; Grube & Wallack 1994). Οι νέοι συνήθως βλέπουν αυτές τις διαφημίσεις σε αθλητικές και συγκεκριμένες νυχτερινές εκπομπές ιδιαίτερα δημοφιλείς στους νέους (Madden & Grube 1994; American Public Health Association Governing Council 1993). Η έκθεση των νέων σε διαφημίσεις σε διάφορους χώρους, αλλά και σε άλλους τρόπους προώθησης της χρήσης αλκοόλ, είναι εξίσου σημαντική (Taylor 1990; Center on Alcohol Marketing and Youth 2002). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότεροι νέοι εκτίθενται σε διαφημίσεις για αλκοόλ ακόμη και σε χώρους όπως τα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα της γειτονιάς τους (Center for Disease Control and Prevention 2003). Επιπλέον, πολλοί βλέπουν διαφημίσεις για αλκοόλ σε περιοδικά και σε μουσικές και αθλητικές εκδηλώσεις (AMA 2002; Center on Alcohol Marketing & Youth 2002).
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι διαφημίσεις αυτές ενθαρρύνουν την κατανάλωση αλκοόλ από τους εφήβους. Μέχρι σήμερα η απάντηση δεν είναι σαφής. Σε μια ανασκόπηση οικονομετρικών μελετών, επισκοπήσεων και πειραματικών μελετών που έγιναν για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών, ο Smart (1988) κατέληξε ότι «τα στοιχεία δείχνουν μικρή σχέση μεταξύ της διαφήμισης αλκοόλ και της κατανάλωσής του». Ωστόσο επειδή οι επίδραση των διαφημίσεων μπορεί να λειτουργεί αθροιστικά με το πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να γίνεται εμφανής μόνο μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, σημείωσε τις δυσκολίες που υπάρχουν στον εντοπισμό σημαντικών επιδράσεων στην κατανάλωση αλκοόλ. Τα συμπεράσματα πιο πρόσφατων ερευνών που εστιάζουν σε παιδιά και εφήβους δεν διαφέρουν από τα ανάλογα συμπεράσματα του Smart. Μία μελέτη δεν εντόπισε καμία σχέση ανάμεσα στις διαφημίσεις για αλκοόλ και την κατανάλωση αλκοόλ (Wyllie, Zhang & Casswell 1998), ενώ άλλες εντόπισαν μια θετική σχέση ανάμεσα στην έκθεση στις διαφημίσεις (Grube & Wallack 1994) ή θετικές αντιδράσεις στις διαφημίσεις αλκοόλ (Wyllie, Zhang & Casswell 1998) και την πρόθεση για κατανάλωση αλκοόλ μετά την ενηλικίωση. Ωστόσο, αυτές αλλά και παλαιότερες μελέτες χρησιμοποιούν συγχρονικά στοιχεία και έτσι είναι ευάλωτες σε ερμηνεία αντίστροφης αιτιότητας –ότι δηλαδή η σχέση υφίσταται επειδή τα άτομα που κάνουν κατανάλωση αλκοόλ (ή τα «υποψήφια» άτομα για κατανάλωση αλκοόλ) έχουν προδιάθεση να δουν και να θυμούνται τις διαφημίσεις αλκοόλ κι όχι επειδή οι διαφημίσεις προάγουν την κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, η πρόθεση για κατανάλωση αλκοόλ «ως ενήλικας» δείχνει τη διάθεση του παιδιού να εμπλακεί σε μια δραστηριότητα που είναι φυσιολογική και νόμιμη για τους ενηλίκους, και απέχει πολύ από μια συμπεριφορά χρήσης αλκοόλ από το παιδί, ή από την προσδοκία του για χρήση αλκοόλ όσο είναι ανήλικο.
Γνωρίζουμε μόνο μία μακροχρόνια μελέτη διερεύνησης της έκθεσης σε διαφημίσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της μετέπειτα κατανάλωσης αλκοόλ. Στη μελέτη αυτή 667 έφηβοι από τη Νέα Ζηλανδία έδωσαν συνεντεύξεις όταν ήταν 13, 15 και 18 ετών (Connolly et al. 1994). Η ανάλυση που διερευνούσε, εάν η ανάκληση της έκθεσης σε διαφημίσεις αλκοόλ στις ηλικίες 13 και 15 ετών, μπορούσε να προβλέψει την κατανάλωση αλκοόλ στην ηλικία των 18 ετών, έδωσε μικτά αποτελέσματα. Τα αγόρια που μπορούσαν να θυμηθούν περισσότερες διαφημίσεις στην ηλικία των 15 ετών, κατανάλωναν περισσότερη μπύρα στην ηλικία των 18 ετών από αυτά που μπορούσαν να θυμηθούν λιγότερες διαφημίσεις. Τα κορίτσια όμως που θυμόντουσαν περισσότερες διαφημίσεις για το αλκοόλ στην ηλικία των 13 ετών, κατανάλωναν μπύρα λιγότερο συχνά στην ηλικία των 18 ετών. Δεν υπήρχαν επιδράσεις από την ανάκληση της έκθεσης σε διαφημίσεις στην ηλικία των 13 ετών για τα αγόρια και στην ηλικία των 15 ετών για τα κορίτσια. Επίσης δεν υπήρχαν επιδράσεις από την ανάκληση της έκθεσης στην κατανάλωση κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών. Συνολικά, λοιπόν, οι έρευνες μέχρι σήμερα έχουν δώσει περιορισμένα στοιχεία ότι η διαφημίσεις αλκοόλ συμβάλλουν στην κατανάλωση αλκοόλ από εφήβους.
Ακόμη λιγότερο σαφές είναι, εάν τα προγράμματα πρόληψης, που βοηθούν τους εφήβους να εντοπίσουν και να μετριάσουν τους «πειρασμούς» από τις διαφημίσεις, όντως μειώνουν τις αρνητικές επιδράσεις τους. Αν και αρκετά προγράμματα περιλαμβάνουν τέτοιες δραστηριότητες στις δράσεις τους (Botvin et al. 1995; Perry et al. 1996; Ellickson et al. 2003), κανένα δεν έχει διερευνήσει εάν όντως μειώνεται η ενδεχόμενη αρνητική επίδραση των διαφόρων ειδών διαφήμισης στην κατανάλωση αλκοόλ από εφήβους. Εάν οι διαφημίσεις ενισχύουν την κατανάλωση αλκοόλ, τότε αυτού του είδους τα προγράμματα μπορεί να αποτελούν σημαντικά εργαλεία στις πολιτικές που στοχεύουν στον περιορισμό της χρήσης αλκοόλ από τους εφήβους.
Η παρούσα μελέτη επιζητά να αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα διερευνώντας την επίδραση των διαφημίσεων στη μετέπειτα κατανάλωση αλκοόλ σε ένα μεγάλο δείγμα μαθητών της πρώτης τάξης του γυμνασίου το οποίο συγκεντρώθηκε από πολλές κοινότητες στη Νότια Ντακότα. Η μελέτη ελέγχει παράλληλα, εάν το ALERT Plus, ένα πρόγραμμα πρόληψης στο οποίο συμμετείχε το 51% των μαθητών της πρώτης τάξης του γυμνασίου από αυτές τις κοινότητες, είχε αυτού του είδους τα αποτελέσματα. Η ανάλυση σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ξεπεράσει όλες τις αδυναμίες των προηγούμενων ερευνών. Καταρχήν, είναι μελέτη προοπτική και όχι συγχρονική. Διερευνά, εάν μαθητές, που δεν καταναλώνουν αλκοόλ στην πρώτη τάξη του γυμνασίου αλλά εκτίθενται σε τηλεοπτικές, ή άλλης μορφής, διαφημίσεις αλκοόλ κατά τη διάρκεια της δεύτερης τάξης του γυμνασίου, καταναλώνουν αλκοόλ τον επόμενο χρόνο (στην τρίτη τάξη του γυμνασίου). Επίσης μελετά εάν μαθητές της πρώτης τάξης του γυμνασίου που έκαναν χρήση αλκοόλ και εκτέθηκαν σε διαφημίσεις αλκοόλ κατά τη διάρκεια της δεύτερης τάξης του γυμνασίου, καταναλώνουν αλκοόλ με μεγαλύτερη συχνότητα τον επόμενο χρόνο. Κατά δεύτερον, εστιάζουμε στην πραγματική κατανάλωση αλκοόλ από ανήλικα άτομα, κι όχι στην πρόθεση για κατανάλωση. Οι προθέσεις για κατανάλωση αλκοόλ στους επόμενους έξι μήνες, ή στον επόμενο χρόνο, προβλέπουν τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ που πράγματι συμβαίνει στα επόμενα χρόνια (Stacy, Widaman & Marlatt 1990; Sher et al. 1996). Πολλοί έφηβοι που καταναλώνουν αλκοόλ δεν μπορούν να προβλέψουν αυτή τη συμπεριφορά τους και πολλοί που λένε ότι πιστεύουν πως θα πιουν αλκοόλ στους επόμενους 6 μήνες, ή στον επόμενο χρόνο, δεν το κάνουν. Επιπλέον, η πρόθεση για κατανάλωση αλκοόλ ως ενήλικος απέχει αρκετά από την κατανάλωση αλκοόλ ως έφηβος, ενώ μπορεί επίσης να αντανακλά μια ιδιαίτερα ξεχωριστή γνωσιακή κατάσταση (δηλ. πρόθεση για κατανάλωση αλκοόλ όταν και νομικά θα επιτρέπεται). Τρίτον, θελήσαμε να αποκλείσουμε άλλες ερμηνείες της μακροχρόνιας σχέσης ανάμεσα στις διαφημίσεις αλκοόλ και της μετέπειτα κατανάλωσης αλκοόλ. Αυτό το κάναμε ελέγχοντας αρκετές μεταβλητές που εντοπίστηκαν από πριν ως σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ από τους εφήβους. Προηγούμενες μελέτες είχαν ελέγξει μόνο έναν από αυτούς τους παράγοντες. Τέταρτον, αξιολογούμε τις επιδράσεις από διαφορετικά είδη διαφημίσεων αλκοόλ –στην τηλεόραση, σε περιοδικά, σε καταστήματα και σε αθλητικές ή μουσικές εκδηλώσεις. Αν και πολλές πηγές διαφήμισης έχουν συνδεθεί με το κάπνισμα στην εφηβεία (Schooler, Feighery & Flora 1996) οι μελέτες για τις διαφημίσεις αλκοόλ εστιάζουν κυρίως στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Τέλος, ελέγξαμε, εάν η έκθεση στις δράσεις του προγράμματος ALERT περιορίζει τις επιδράσεις που παρατηρήθηκαν.
Μεθοδολογία
Δείγμα
Το δείγμα αποτελείται από 3.111 μαθητές από 41 σχολεία μέσης εκπαίδευσης στη Νότια Ντακότα. Τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης συμμετέχουν σε επιτόπια δοκιμή ALERT Plus, που έχει σχεδιαστεί για να ελέγξει την αποτελεσματικότητα των δράσεων πρόληψης του προγράμματος ALERT (μέση εκπαίδευση) και ALERT Plus (μέση εκπαίδευση) για τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Τα σχολεία σε αυτή τη μελέτη εντάχθηκαν τυχαία σε μία από τις τρεις ομάδες θεραπευτικών παρεμβάσεων, ελέγχου (ούτε ALERT ούτε ALERT Plus), εκπαίδευσης μόνο ALERT, ή ALERT Plus μόνο. Η περιορισμένη τυχαία επιλογή δείγματος ενίσχυσε την ισοτιμία των υπό παρατήρηση ομάδων πριν τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα και έτσι οι μαθητές σε όλες τις ομάδες είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά κατά την έναρξη. Λεπτομέρειες σχετικά με την τυχαία επιλογή δείγματος και τη σύγκριση των μαθητών κατά την έναρξη μπορείτε να βρείτε στο χωρίο Ellickson et al. (2003). Η παρούσα μελέτη ελέγχει τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ALERT Plus (α’-γ’ τάξεις του γυμνασίου) και μας επιτρέπει να θέσουμε το ερώτημα, εάν αυτή η συμμετοχή μετριάζει την επίδραση, εάν δηλαδή υπάρχει επίδραση στην συμπεριφορά κατανάλωσης αλκοόλ.
Συνολικά 3.780 μαθητές πληρούσαν τα κριτήρια για συμμετοχή στην παρούσα μελέτη. Οι μαθητές μπορούσαν να συμμετέχουν εάν: (1) ήταν εγγεγραμμένοι είτε σε ένα σχολείο που συμμετείχε στο ALERT Plus ή σε σχολείο ελέγχου, πριν από την έναρξη της επί τόπου δοκιμής και (2) οι γονείς τους δεν είχαν αρνηθεί την άδεια για συμμετοχή (σε ποσοστό 90% του συνόλου έδωσαν τη συγκατάθεσή τους). Για να συμπεριληφθούν στο δείγμα που αναλύθηκε, ο κάθε μαθητής που συμμετείχε, έπρεπε να συμπληρώσει από ένα ερωτηματολόγιο και στις τρεις χρονικές στιγμές συγκέντρωσης των στοιχείων –το ερωτηματολόγιο ALERT Plus για την πρώτη τάξη του γυμνασίου (πηγή πληροφοριών για την κατανάλωση αλκοόλ κατά την έναρξη), το ερωτηματολόγιο Media Survey για τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου (πηγή πληροφοριών σχετικά με την έκθεση σε διαφημίσεις για αλκοόλ και για τον συνήθειες παρακολούθησης τηλεόρασης) και το ερωτηματολόγιο ALERT Plus για την τρίτη τάξη του γυμνασίου (μετρήσεις στην τρίτη τάξη του γυμνασίου για την κατανάλωση αλκοόλ το προηγούμενο έτος). Από το συνολικό αριθμό 3.780 μαθητών που ξεκίνησαν τη μελέτη, οι 484 (ποσοστό 12,7%) δεν συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο σε μία ή περισσότερες χρονικές στιγμές συγκέντρωσης στοιχείων, και γι’αυτό εξαιρέθηκαν από τη μελέτη. Επιπλέον 184 άτομα (ποσοστό 4,9%) εξαιρέθηκαν επειδή έλλειπε από τις απαντήσεις τους μια τιμή από τις μεταβλητές αποτελέσματος. Το τελικό δείγμα που αναλύθηκε ήταν 3.111 έφηβοι, 50% γυναίκες, 88% λευκοί, 6,3% Ιθαγενείς Αμερικανοί και 5,4% άλλης φυλής/ εθνικότητας. Περίπου ένας στους πέντε εφήβους ανέφεραν βαθμούς Γ ή χαμηλότερους κατά την έναρξη. Η σύγκριση μεταξύ των ατόμων που μπορούσαν να συμμετέχουν και του δείγματος ελέγχου που αναλύθηκε έδειξε σημαντικές διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής ανά φύλο, φυλή/ εθνικότητα (λευκοί έναντι άλλου) και βαθμών (Γ ή χαμηλότεροι έναντι άλλου). Αυτές οι διαφοροποιήσεις ωστόσο είχαν ελάχιστη επίδραση στη δημιουργία του δείγματος ανάλυσης σε σχέση με το δείγμα που μπορούσε να συμμετέχει. Οι κατανομές του φύλου, της φυλής/ εθνικότητας και των βαθμών διέφεραν ανάμεσα στα δείγματα σε ποσοστά μόνο 1,2% 1,9% και 3,4%. Για να υπολογιστεί η σημασία οποιασδήποτε απώλειας κάθε μια από αυτές τις μεταβλητές περιλήφθηκαν ως στοιχείο ελέγχου στην ανάλυση των πολλαπλών μεταβλητών.
Συλλογή των στοιχείων
Οι μαθητές συμπλήρωσαν μόνοι τους από ένα ερωτηματολόγιο στο σχολείο και στις τρεις χρονικές στιγμές συγκέντρωσης των στοιχείων. Τα ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν από εκπαιδευμένο προσωπικό, ενώ η συγκατάθεση από τους γονείς δόθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η Επιτροπή για την Προστασία Συμμετεχόντων σε Έρευνες του RAND (RAND’s Human Subjects Protection Committee). Σε κάθε χορήγηση ερωτηματολογίου, ζητήθηκε η συγκατάθεση των μαθητών. Για να περιοριστούν οι απώλειες που οφείλονταν σε απουσία από το σχολείο ή σε μετακόμιση, πραγματοποιήσαμε επιπλέον συναντήσεις στο σχολείο και ταχυδρομήσαμε τα ερωτηματολόγια στα άτομα που είχαν μετακομίσει και σε όσους απουσίαζαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Δράσεις πρόληψης
Το πρόγραμμα ALERT Plus προσπαθεί να κινητοποιήσει τους μαθητές ενάντια στην χρήση ουσιών και να τους δώσει τις δεξιότητες που χρειάζονται για να μετατρέψουν αυτή την κινητοποίηση σε αποτελεσματική συμπεριφορά αντίστασης. Η προσέγγιση αυτή θεωρείται ευρέως ως η καλύτερη για την πρόληψη στο χώρο των ναρκωτικών (Hansen 1992; Gerstein & Green 1993; Botvin et al. 1995; Sussman et al. 1995; Drug Strategies 1996; Perry et al. 1996). Το πρόγραμμα εστιάζει, συγκεκριμένα, στην αλλαγή των πεποιθήσεων των μαθητών όσον αφορά τα ναρκωτικά και τις κοινωνικές, συναισθηματικές και σωματικές συνέπειες από τη χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών. Επίσης, έχει ως στόχο να τους βοηθήσει να διακρίνουν και να μπορούν να αντιστέκονται στις πιέσεις για χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους γονείς, τους ομότιμους και άλλους. Να αυξήσουν δηλαδή την αυτό-αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά στην αντίσταση και στην πεποίθηση ότι κάποιος μπορεί με επιτυχία να αντισταθεί σε επιρροές που ωθούν στη χρήση αλκοόλ (και άλλων ουσιών) (Ellickson & Bell 1990). Ειδικά μαθήματα για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εστιάζουν στον εντοπισμό των διαφορετικών ειδών διαφήμισης (π.χ. τηλεοπτικές διαφημίσεις, διαφημιστικά ταμπλό, διαφημίσεις σε καταστήματα, διαφημίσεις σε ιδιαίτερες εκδηλώσεις, διαφημιστικά προϊόντα, έντυπο διαφημιστικό υλικό), στην αντιστάθμιση των θελκτικών προσεγγίσεων που χρησιμοποιούν αυτοί που προωθούν το αλκοόλ, στην κατανόηση για τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τη χρήση η τιμή, η προώθηση και η συσκευασία αυτών των προϊόντων και με ποιους τρόπους οι διαφημιστές προσεγγίζουν τις διάφορες ομάδες διαχρονικά. Σε μια πρόσφατη αξιολόγηση το πρόγραμμα για τη μέση εκπαίδευση φάνηκε ότι περιόριζε την κατάχρηση αλκοόλ στους μαθητές της δεύτερης τάξης του γυμνασίου, συμπεριλαμβανομένων και των ατόμων υψηλού κινδύνου που ξεκινούσαν να πίνουν (Ellickson et al. 2003).
Μετρήσεις
Κατάσταση κατανάλωσης αλκοόλ
Υπολογίσαμε την κατανάλωση κατανάλωσης αλκοόλ κατά την έναρξη της πρώτης γυμνασίου (φθινόπωρο 1997), και ταξινομήσαμε τους εφήβους που είπαν ότι δεν έχουν πιει ποτέ στη ζωή τους αλκοόλ, ούτε λίγες γουλιές, στην ομάδα ατόμων που δεν κάνουν κατανάλωση αλκοόλ, και αυτούς που δήλωσαν ότι έχουν ήδη δοκιμάσει αλκοόλ στην ομάδα αυτών που κάνουν κατανάλωση αλκοόλ. Συγκεντρώσαμε τα τελικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της Άνοιξης του 2000. Ζητήσαμε από τους συμμετέχοντες στα ερωτηματολόγια της τρίτης τάξης του γυμνασίου να μας πουν, πόσο συχνά έκαναν χρήση αλκοόλ τον τελευταίο χρόνο (καθόλου, μία με δύο φορές, τρεις έως δέκα φορές, έντεκα με είκοσι φορές, περισσότερες από είκοσι φορές).
Έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ
Η έκθεση σε διαφημίσεις μπύρας στην τηλεόραση μετρήθηκε σύμφωνα με τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που χορηγήθηκε στη δεύτερη τάξη του γυμνασίου, την άνοιξη του 1999. Για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε αυτή την έννοια, ζητήσαμε από τους μαθητές να μας μιλήσουν για τη συχνότητα που είχαν παρακολουθήσει αθλητικά στην τηλεόραση ή τηλεοπτικές εκπομπές αργά τη νύχτα, κατά τα οποία προβάλλονται διαφημίσεις μπύρας. Οι απαντήσεις τους σταθμίστηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία από το Nielsen Monitor-Plus που περιελάμβανε τον αριθμό των διαφημίσεων μπύρας που προβλήθηκαν σε κάθε ένα από αυτά τα προγράμματα κατά τη διάρκεια των 7 μηνών (Σεπτέμβριος-Μάρτιος) πριν τη χορήγηση του Ερωτηματολογίου για τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Με βάση τα στοιχεία Nielsen και την προηγούμενη βιβλιογραφία (Madden & Grube 1994; Snyder et al. 2000), προσδιορίσαμε ότι οι διαφημίσεις μπύρας προβάλλονται συχνότερα κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών αγώνων ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Οι ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις που κάναμε στη Νότια Ντακότα, πριν την έναρξη της έρευνας, επιβεβαίωσαν ότι ο πληθυσμός έβλεπε τις διαφημίσεις μπύρας συχνότερα σε αυτούς τους χώρους. Οι μαθητές κλήθηκαν να απαντήσουν πόσο συχνά παρακολουθούσαν στην τηλεόραση αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ «από την έναρξη της σχολικής χρονιάς φέτος το φθινόπωρο: ποτέ ή σχεδόν ποτέ (ποσοστό 0–10%), ορισμένες φορές (ποσοστό περίπου 25%), τις μισές φορές που το δείχνει η τηλεόραση (ποσοστό περίπου 50%), τις περισσότερες φορές που το δείχνει η τηλεόραση (ποσοστό περίπου 75%) και σχεδόν πάντα (ποσοστό 90-100%)». Τέσσερις εκπομπές που μεταδίδονται αργά τη νύχτα προβάλλουν διαφημίσεις μπύρας συχνά, και αναφέρθηκαν στις ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις ως ιδιαίτερα δημοφιλείς εκπομπές: ‘The Tonight Show with Jay Leno’, ‘Late Night with Conan O’Brien’, ‘The Late Show with David Letterman’ και ‘Saturday Night Live’. Με παρόμοιες ερωτήσεις, ρωτήσαμε πόσο συχνά οι μαθητές παρακολούθησαν τις τρεις πρώτες εκπομπές από τις 7μ.μ. έως την ώρα που πήγαν για ύπνο. Συγκεκριμένα, η ερώτηση που αφορούσε την παρακολούθηση της εκπομπής ‘Saturday Night Live’ ήταν πόσες φορές είδαν την εκπομπή το Σάββατο το βράδυ. Κάθε μία ερώτηση για τις αθλητικές και βραδινές εκπομπές πολλαπλασιαζόταν με τη σχετική βαθμολογία από το Nielsen Monitor Plus. Στη συνέχεια και οι έξι ερωτήσεις αθροίζονταν για τη δημιουργία μιας μοναδικής μέτρησης σχετικά με την έκθεση σε διαφημίσεις μπύρας στην τηλεόραση. Για τη βελτίωση της κατανομής χρησιμοποιήσαμε την τετραγωνική ρίζα της μέτρησης στην ανάλυσή μας. Αυτή η φειδωλή μέτρηση που αντανακλά τις μεθόδους προηγούμενων ερευνών, είχε 0,99 βαθμό συσχέτισης με έναν δείκτη ευρύτερης έκθεσης που περιλάμβανε 10 επιπλέον αθλήματα (καλύπτοντας το 68% όλων των αθλητικών διαφημίσεων στην καλωδιακή τηλεόραση και στο συνολικό τηλεοπτικό δίκτυο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου) και αρκετά επιπλέον προγράμματα κωμικά/ δραματικά. Δεν μετρήσαμε την έκθεση σε διαφημίσεις για δυνατά ποτά ή κρασί, γιατί τα μεν πρώτα δεν προβάλλονταν κατά τη διάρκεια αυτή της περιόδου τα δε δεύτερα προβάλλονταν περιστασιακά και όχι συχνά.
Όσον αφορά την έκθεση σε διαφημίσεις, στις ερωτήσεις συμπεριλαμβανόταν η συχνότητα που διάβαζαν περιοδικά που περιείχαν διαφημίσεις για αλκοόλ καθώς και η συχνότητα που έβλεπαν σημεία πώλησης μπύρας με τις απεικονίσεις μπύρας μέσα σε καταστήματα. Η έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ στα περιοδικά μετρήθηκε στο σύνολο με έξι ερωτήσεις. Οι μαθητές κλήθηκαν να απαντήσουν πόσο συχνά τον τελευταίο χρόνο είχαν διαβάσει τα περιοδικά Rolling Stone, Sports Illustrated, People, Playboy, Field and Stream και Newsweek σε μια πεντάβαθμη κλίμακα (από ‘ποτέ’ μέχρι ’10 φορές ή περισσότερο’ για τα μηνιαία περιοδικά, και ‘ποτέ’ έως ’31 ή περισσότερες φορές για τα εβδομαδιαία περιοδικά). Τα τέσσερα πρώτα περιοδικά ήταν μεταξύ των 10 πρώτων που έβαζαν συχνότερα διαφημίσεις αλκοόλ (Center on Alcohol Marketing & Youth 2002), το περιοδικό Newsweek ήταν πέμπτο στις διαφημίσεις αποσταγμένων ποτών το 1997 (Snyder et al. 2000). Τα δεδομένα από τις ομαδικά εστιασμένες συνεντεύξεις στη Νότια Ντακότα με εφήβους, αγόρια και κορίτσια που παρακολουθούσαν τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου, έδειξαν ότι μεταξύ των περιοδικών που περιείχαν διαφημίσεις αλκοόλ, το Field and Stream (μαζί με τα υπόλοιπα πέντε περιοδικά) ήταν ένα από αυτά που διαβάζοταν συχνότερα από τον πληθυσμό. Περιείχε ένα σημαντικό αριθμό διαφημίσεων αλκοόλ τους μήνες που προηγήθηκαν της έρευνάς μας. Η ανάκληση της εμπειρίας έκθεσης σε σημεία πώλησης μπύρας εκτιμήθηκε με μια ερώτηση που συνοδευόταν από φωτογραφία ενός σημείου πώλησης μπύρας (σαν κι αυτά που υπάρχουν σε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις) που κυρίως δείχνουν ονόματα μπύρας και τιμές. Οι μαθητές κλήθηκαν να απαντήσουν πόσες φορές είχαν δει ένα τέτοιο μέρος τον τελευταίο χρόνο, σε μια κλίμακα επτά βαθμών από ‘ποτέ’ έως τρεις ή περισσότερες φορές την εβδομάδα’. Η ανάκληση της έκθεσης σε διαφήμιση μπύρας μέσα σε μαγαζιά διερευνήθηκε με μια παράλληλη ερώτηση που συνοδευόταν από φωτογραφία από το ψυγείο ενός καταστήματος που έδειχνε τα διάφορα κουτιά μπύρας και μεγάλες επιγραφές με τις τιμές και τις μάρκες. Σε προηγούμενες έρευνες, εντοπίστηκε ότι αυτού του είδους η έκθεση αποτελούσε σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης της ικανότητας του εφήβου να κατονομάσει μάρκες μπύρας, να ταιριάξει την μπύρα με το διαφημιστικό της σλόγκαν και να κατονομάσει τα προϊόντα από καλυμμένες διαφημίσεις μπύρας (Collins et al. 2003). Οι διαφημίσεις αλκοόλ στο διαδίκτυο δεν μελετήθηκαν διότι η έκθεση σε αυτού του είδους τη διαφήμιση ήταν περιορισμένη για το δείγμα μας.
Μεταβλητές ελέγχου
Συνήθειες σχετικά με την τηλεόραση. Για την αποφυγή οποιασδήποτε σύγχυσης ανάμεσα στην παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων κατά τη διάρκεια των οποίων προβάλλονται διαφημίσεις μπύρας και την παρακολούθηση προγραμμάτων στην τηλεόραση γενικότερα (που παρουσιάζουν ανθρώπους να κάνουν χρήση αλκοόλ), προσδιορίσαμε την εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεόρασης. Υπήρχαν οκτώ ερωτήσεις που διερευνούσαν τις ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης σε διαφορετικές ώρες της ημέρας και διαφορετικές ημέρες της εβδομάδας (με εύρος από ‘μηδέν’ έως ‘πέντε ώρες ή περισσότερο’), από αυτές υπολογίστηκε ένας μέσος όρος. Για να διαχωρίσουμε την παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών οι οποίες μπορεί να έφερναν στην επιφάνεια την επιθυμία να είναι κάποιος ‘πιο ώριμος’ και με αυτόν τον τρόπο να συμβάλλουν στη χρήση αλκοόλ, μετρήσαμε χωριστά την παρακολούθηση των συγκεκριμένων εκπομπών. Οι εκπομπές αυτές εστιάζουν σε κοινωνικά πρώιμη συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα να βγει κανείς ραντεβού ή να ‘είναι μέσα στη μόδα’ (‘MTV’, ‘Jerry Springer’ and ‘Loveline’). Καμία ωστόσο από αυτές τις εκπομπές δεν πρόβαλε διαφημίσεις μπύρας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.
Άλλοι παράγοντες πρόβλεψης της κατανάλωσης αλκοόλ. Για να ελέγξουμε άλλους παράγοντες κινδύνου που συνήθως συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ στην εφηβεία (Colder & Chassin 1999; Ellickson et al. 2001), συμπεριλάβαμε μεταβλητές που διερευνούν την έκθεση σε παρέες ενηλίκων ή ομοτίμων που κάνουν χρήση αλκοόλ ή εγκρίνουν αυτή τη συμπεριφορά. Μεταβλητές που διερευνούν τους αδύναμους συνδετικούς δεσμούς με την οικογένεια, το σχολείο ή τη θρησκεία, την παρορμητικότητα και την τυχόν προηγούμενη συμπεριφορά που μπορεί να προδιαθέτει το άτομο να κάνει κατανάλωση αλκοόλ. Διερευνούν ακόμη τις πεποιθήσεις για τις συνέπειες του αλκοόλ καθώς και τους κοινωνιοδημογραφικούς παράγοντες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες κινδύνου απεικονίζουν μεταβλητές που θεωρούνται σημαντικές σε αρκετές, διαφορετικές θεωρίες που αφορούν στη χρήση ουσιών ή άλλου είδους προβληματικές συμπεριφορές από εφήβους (Bandura 1977; Jessor & Jessor 1977; Hawkins & Weis 1985; Bandura 1986; Ajzen 1991). Με εξαίρεση το θρησκευτικό στοιχείο και τον γονεϊκό έλεγχο, οι μετρήσεις των παραγόντων κινδύνου έγιναν βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από το ερωτηματολόγιο ALERT Plus στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Τα στοιχεία για αυτές τις δύο μεταβλητές προήλθαν από το ερωτηματολόγιο ALERT Plus για τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου.
Κοινωνικές παράμετροι. Συμπεριλήφθηκαν τέσσερις μετρήσεις σχετικά με την έκθεση σε κοινωνικές επιρροές που ευνοούσαν την κατανάλωση αλκοόλ: κατανάλωση αλκοόλ από τον σημαντικότερο ενήλικα στη ζωή του εφήβου που συμμετείχε στην έρευνα, (κλίμακα τεσσάρων βαθμών από ‘ποτέ’ ‘έως ‘4-7 φορές την εβδομάδα’), αποδοχή-έγκριση από τους γονείς εάν αντιλαμβανόντουσαν ότι ο έφηβος έκανε κατανάλωση αλκοόλ (κλίμακα τεσσάρων βαθμών από ‘θύμωσαν πολύ’ έως ‘δεν θύμωσαν καθόλου’), χρήση αλκοόλ από ομότιμο [ο καλύτερος μου φίλος κάνει χρήση αλκοόλ (ναι/όχι) σε συνδυασμό με το πόσο συχνά βρίσκεται ο έφηβος σε παρέα με ‘παιδιά που κάνουν χρήση αλκοόλ’, alpha= 0.59] και την αντιληπτή αποδοχή από τους ομότιμους, εάν οι φίλοι αντιλαμβάνονταν ότι ο συμμετέχων κάνει χρήση αλκοόλ (κλίμακα τεσσάρων βαθμών από ‘σταμάτησαν να είναι φίλοι μου’ έως το ‘εγκρίνουν’).
Δεσμοί με την οικογένεια, το σχολείο και τη θρησκεία. Αρκετές μετρήσεις διερευνούσαν τη δύναμη της σχέσης του συμμετέχοντα με κάποιους συμβατικούς θεσμούς. Οι δεσμοί με την οικογένεια μετρήθηκαν με βάση τον έλεγχο από τους γονείς με ένα ερωτηματολόγιο που έβγαζε το μέσο όρο από τρεις πεντάβαθμες ερωτήσεις (πόσο συχνά γνωρίζουν οι γονείς, ή ο κηδεμόνας σου, που βρίσκεσαι, όταν δεν είσαι σπίτι, και εάν σου λέει τι ώρα να είσαι πίσω, καθώς και πόσο από τον ελεύθερο χρόνο σου περνάς μαζί με τους γονείς/ κηδεμόνα σου, εύρος από 0= όλο τον ελεύθερο χρόνο του έως 4= καθόλου, alpha= 0.49). Οι χαμηλοί βαθμοί (από κυρίως Α, έως κυρίως F) αντιπροσωπεύουν ασθενείς δεσμούς με το σχολείο και χαμηλό θρησκευτικό φρόνημα του οποίου ο μέσος όρος έβγαινε από δύο ερωτήσεις (η θρησκεία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, τετράβαθμη κλίμακα από 1=συμφωνώ απολύτως έως 4= διαφωνώ εντελώς, πόσο πολύ οι θρησκευτικές μου πεποιθήσεις επηρεάζουν τον τρόπο ζωής μου, πεντάβαθμη κλίμακα από 1= πάρα πολύ έως 5= καθόλου, alpha = 0.81). Αν και ο συντελεστής alpha ήταν σχετικά χαμηλός όσον αφορά τον γονεϊκό έλεγχο, περιλάβαμε αυτή τη μέτρηση ως μεταβλητή ελέγχου καθώς θεωρείται ένας πολύ σημαντικός παράγοντας προστασίας απέναντι στη χρήση αλκοόλ.
Στάσεις και συμπεριφορά. Για να ελέγξουμε τις στάσεις και τη συμπεριφορά που ευνοούν τη χρήση αλκοόλ και δημιουργούν προδιάθεση για χρήση αλκοόλ, συμπεριλάβαμε ερωτηματολόγια για τις πεποιθήσεις σχετικά με το αλκοόλ, την απόκλιση και την παρόρμηση. Το πρώτο έβγαινε από το μέσο όρο έξι ερωτήσεων σχετικά με τις πεποιθήσεις για τα αποτελέσματα της κατανάλωσης αλκοόλ (π.χ. σε χαλαρώνει, καθυστερεί το χρόνο αντίδρασής σου, σου επιτρέπει να περνάς καλύτερα, με εύρος από 1= συμφωνώ απόλυτα έως 4= διαφωνώ εντελώς alpha = 0.69). Το δεύτερο υπολογίστηκε από το μέσο όρο της συχνότητας έξι παρεκλινουσών συμπεριφορών τον προηγούμενο χρόνο: κοπάνα από το σχολείο ή το μάθημα, κλοπές από καταστήματα, αντιγραφή, βανδαλισμό, αποβολή από την τάξη, και διαρρήξεις (εύρος από καθόλου έως 20 φορές ή περισσότερο, alpha= 0.81). Το τρίτο υπολογίστηκε από το μέσο όρο πέντε ερωτήσεων: πόσο συχνά ο έφηβος δρα χωρίς να σκέφτεται, λειτουργεί σύμφωνα με την ικανοποίηση της στιγμής χωρίς να σκέφτεται για το μέλλον, εστιάζει στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, τα παρατάει, εάν τα πράγματα γίνουν πολύ δύσκολα και παίρνει ό,τι θέλει (εύρος από ποτέ έως σχεδόν πάντα, alpha= 0.80). Επειδή η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα συχνά σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ (Eccles & Barber 1999), συμπεριλάβαμε επίσης έναν δείκτη για τη συμμετοχή στις αθλητικές ομάδες του σχολείου.
Δημογραφικά στοιχεία και θεραπεία. Οι μεταβλητές σχετικά με τα δημογραφικά στοιχεία περιλάμβαναν το φύλο (γυναίκα= 1) τη φυλή/ εθνικότητα (λευκός, ιθαγενής αμερικανός και άλλο). Η μεταβλητή «λευκός» ήταν η μεταβλητή που παραλειπόταν στα μοντέλα παλινδρόμησης. Η μεταβλητή «θεραπεία» μετρούσε τη συμμετοχή στα μαθήματα του προγράμματος ALERT Plus για την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη τάξη του γυμνασίου.
Εισαγωγή στοιχείων
Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, που απαιτούνται όλες οι πληροφορίες για όλες τις μεταβλητές που συμπεριλαμβάνονται, ακόμη και η μικρή ποσότητα που λείπει για κάθε έναν από τους ατομικούς παράγοντες πρόβλεψης, έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του μεγέθους του δείγματος. Για να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα, εισάγαμε τα στοιχεία που έλλειπαν με τη μέθοδο Sequential Regression Imputation Method που εφαρμόστηκε στην IVEware για το πακέτο λογισμικού SAS. Αυτή η μέθοδος εισάγει μία μεταβλητή κάθε φορά, ανάλογα με τις τιμές που παρατηρήθηκαν ή τις τιμές που εισήχθηκαν από όλες τις άλλες μεταβλητές. Η διαδικασία επαναλήφθηκε 25 φορές με στόχο να εκλείψουν τα αποτελέσματα της αλληλουχίας. Χρησιμοποιήσαμε αυτή τη μέθοδο η οποία επιτρέπει την εισαγωγή διακριτών και συνεχών μεταβλητών (Raghunathan et al. 2001), για να δημιουργήσουμε πέντε ολοκληρωμένα σύνολα δεδομένων με ελλιπείς τιμές, που είχαν εισαχθεί με τυχαία επιλογή από το μοντέλο διαδοχικής παλινδρόμησης.
Ανάλυση
Επειδή η επίδραση των διαφημίσεων για αλκοόλ μπορεί να έχει διαφορετικά αποτελέσματα κι αυτό εξαρτάται από την πρότερη εμπειρία του κάθε ατόμου με τη χρήση αλκοόλ, γι’αυτό το λόγο εξετάσαμε τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης ξεχωριστά από αυτά που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ. Για κάθε μία ομάδα, εκτιμήσαμε αρχικά τις διμεταβλητές σχέσεις ανάμεσα στους παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ και τα σχετικά αποτελέσματα χρήσης αλκοόλ στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. (Υπολογίσαμε δηλαδή οποιαδήποτε χρήση αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο για τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης, και τη συχνότητα χρήσης αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο για τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης). Μετά αναλύσαμε διερευνητικά τα δεδομένα, για να ελέγξουμε την περίπτωση μη ύπαρξης σχέσης γραμμικότητας ανάμεσα στην κατανάλωση αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο και την έκθεση σε διαφημίσεις και στις μεταβλητές ελέγχου. Αυτές οι διερευνητικές αναλύσεις αποκάλυψαν ότι για τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης, οι σχέσεις μεταξύ της μετέπειτα χρήσης αλκοόλ και των χαμηλών δεσμών με τη θρησκεία (χαμηλός γονεϊκός έλεγχος) ήταν καμπυλόγραμμες και για τις δύο κλίμακες. Στο διμεταβλητό μοντέλο, η πιθανότητα μετέπειτα χρήσης αλκοόλ ήταν υψηλότερη για τα άτομα με μικρή σχέση με τη θρησκεία (ίση με 3, σε κλίμακα με εύρος από 1 έως 5) και για τον γονεϊκό έλεγχο (ίση με 2, σε κλίμακα με εύρος από 0 έως 6), με χαμηλότερες τιμές μετέπειτα χρήσης αλκοόλ σε άλλες τιμές της κλίμακας και για τις δύο μεταβλητές. Και οι δύο σχέσεις εκτιμήθηκαν σωστά με τις τετραγωνικές σχέσεις [quadratic functions] των κλιμάκων. Οι διερευνητικές αναλύσεις μεταξύ των εφήβων, που έκαναν κατανάλωση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης αποκάλυψαν επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι και η σχέση μεταξύ της συχνότητας κατανάλωσης αλκοόλ στην πρώτη τάξη του γυμνασίου και στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, εμφάνιζε μονοτονική αύξηση, οι αλλαγές στη συχνότητα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου χρήσης αλκοόλ διάρκειας μικρότερης των 10 ημερών, τον προηγούμενο χρόνο, σχετίζονταν με μεγαλύτερη αύξηση στη συχνότητα της χρήσης στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, παρά με αλλαγές σε υψηλότερα επίπεδα χρήσης κατά την έναρξη. Έτσι, το μοντέλο μας ήταν τμηματικό, γραμμικό για την κατανάλωση αλκοόλ στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, με τα τμήματα να συγκλίνουν στις τιμές της κλίμακας κατανάλωσης αλκοόλ από 3 έως 10 ημέρες/χρόνο.
Πίνακας 1 Περιγραφικά στοιχεία για τις μεταβλητές πρόβλεψης και αποτελέσματος σχετικά με την κατάσταση κατανάλωσης αλκοόλ στην πρώτη γυμνασίου
Α’Γυμνασίου όχι αλκοόλ (n=1206) | Α’Γυμνασίου αλκοόλ (n=1905) | ||||||
Παράγοντες πρόβλεψης | Μέσος | Τυπικός | Εύρος | Μέσος | Τυπικός | Εύρος | |
Έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλa | |||||||
Τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας | 1158.43 | 827.00 | 0-3328 | 1255.00 | 816.04 | 0-3157 | |
Περιοδικά με διαφημίσεις μπύρας | 2.45 | 2.96 | 0-24 | 3.22 | 3.31 | 0-24 | |
Σε σημεία πώλησης μπύρας | 3.59 | 1.38 | 1-6 | 4.01 | 1.37 | 1-6 | |
Έκθεση μέσα σε καταστήματαc | 4.55 | 1.25 | 1-6 | 4.83 | 1.09 | 1-6 | |
Παρακολούθηση τηλεόρασηςa | |||||||
Εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεόρασης | 1.86 | 0.67 | 0-4 | 1.87 | 0.66 | 0-4 | |
‘MTV’ | 1.94 | 1.56 | 0-4 | 2.37 | 1.55 | 0-4 | |
‘Jerry Springer’d | 0.27 | 0.44 | 0-1 | 0.38 | 0.49 | 0-1 | |
‘Loveline’d | 0.31 | 0.46 | 0-1 | 0.45 | 0.50 | 0-1 | |
Κοινωνικές επιρροέςb | |||||||
Χρήση αλκοόλ από ενηλίκους | 0.69 | 0.81 | 0-3 | 1.17 | 0.90 | 0-3 | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ενηλίκους | 1.31 | 0.63 | 1-4 | 1.73 | 0.89 | 1-4 | |
Χρήση αλκοόλ από ομότιμους | 0.11 | 0.29 | 0-2 | 0.52 | 0.61 | 0-2 | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ομότιμους | 1.72 | 0.71 | 1-4 | 2.30 | 0.80 | 1-4 | |
Κοινωνικοί δεσμοί | |||||||
Χαμηλοί βαθμοίb | 1.81 | 0.84 | 1-5 | 1.94 | 0.88 | 1-5 | |
Μικρή σχέση με τη θρησκείαa,c | 2.22 | 0.99 | 1-4.5 | 2.51 | 1.03 | 1-4.5 | |
Χαμηλή παρακολούθηση από γονείςa,c | 0.98 | 0.64 | 0-4 | 1.28 | 0.65 | 0-4.4 | |
Στάσεις και συμπεριφοράb | |||||||
Πεποιθήσεις για το αλκοόλ | 1.36 | 0.49 | 1-3.9 | 1.64 | 0.61 | 1-4 | |
Αποκλίνουσα συμπεριφορά | 0.11 | 0.29 | 0-5 | 0.36 | 0.56 | 0-5 | |
Παρορμητικότητα | 0.63 | 0.59 | 0-4 | 1.06 | 0.74 | 0-4 | |
Συμμετοχή σε αθλήματαd | 0.78 | 0.39 | 0-1 | 0.81 | 0.41 | 0-1 | |
Δημογραφικάb | |||||||
Γυναίκεςd | 0.47 | 0.50 | 0-1 | 0.54 | 0.50 | 0-1 | |
Ιθαγενείς Αμερικάνοιd | 0.06 | 0.24 | 0-1 | 0.06 | 0.24 | 0-1 | |
Άλλη φυλή/εθνικότηταd | 0.05 | 0.22 | 0-1 | 0.06 | 0.23 | 0-1 | |
Θεραπείαd | 0.57 | 0.49 | 0-1 | 0.57 | 0.49 | 0-1 | |
Μεταβλητές αποτελέσματοςe | |||||||
Κατανάλωση αλκοόλ τον τελευταίο χρόνοd | 0.48 | 0.50 | 0-1 | — | — | — | |
Συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ τον τελευταίο χρόνο | — | — | — | 1.88 | 1.41 | 0-4 | |
aΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο της δευτέρας γυμνασίου (Άνοιξη, 1999). bΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο της πρώτης γυμνασίου (Φθινόπωρο, 1997). cΑμετάβλητα. dΔιχοτόμες μεταβλητές. eΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο της τρίτης γυμνασίου (Άνοιξη, 2000).
Για να εκτιμήσουμε την επίδραση κάθε είδους διαφήμισης για αλκοόλ στην χρήση αλκοόλ από τα άτομα που κατά την έναρξη της μελέτης δεν κατανάλωναν αλκοόλ, πραγματοποιήσαμε μια σειρά από λογαριθμικές παλινδρομήσεις με διχοτόμο μέτρηση την κατανάλωση αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο ως εξαρτημένη μεταβλητή. Τα μοντέλα για τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ περιλάμβαναν επίσης τυχαίες επιρροές του σχολείου, οι οποίες προσαρμόστηκαν χρησιμοποιώντας τις μεθόδους των μέγιστων πιθανοτήτων που εφαρμόστηκαν στο SAS GLIMMIX macro. Για τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ κατά την έναρξη της μελέτης χρησιμοποιήσαμε μοντέλα γραμμικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο. Αυτά τα μοντέλα περιλάμβαναν τυχαίες επιρροές του σχολείου οι οποίες προσαρμόστηκαν χρησιμοποιώντας τις μεθόδους μέγιστων πιθανοτήτων που εφαρμόστηκαν στο SAS Proc Mixed. Το πρώτο μοντέλο κατανάλωσης αλκοόλ για κάθε ομάδα δείχνει τη σχέση ανάμεσα στη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ με τις μεταβλητές της διαφήμισης (διαφημίσεις μπύρας στην τηλεόραση, περιοδικά που περιείχαν διαφημίσεις για αλκοόλ, την έκθεση ποτών-συγκεκριμένα μπύρας μέσα σε καταστήματα, και σε σημεία πώλησης μπύρας), διερευνώντας τη θεραπεία. Το δεύτερο μοντέλο για τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ προσθέτει και άλλες μεταβλητές ελέγχου και διερευνά, εάν η θεραπεία αλληλεπιδρά με μια σημαντική πηγή διαφήμισης (για παράδειγμα, την εμφάνιση μπύρας μέσα σε καταστήματα). Αυτό το μοντέλο μας δίνει πληροφορίες εάν οι σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα είδη διαφημίσεων για το αλκοόλ και στη χρήση του αλκοόλ παραμένουν, ενώ εμείς διερευνούμε τη γενική και την ιδιαίτερη έκθεση στην τηλεόραση καθώς επίσης και τους πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου οι οποίοι έχουν εντοπιστεί από προηγούμενες έρευνες ως παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ. Επίσης, μας δείχνει εάν η συμμετοχή στο πρόγραμμα ALERT Plus επηρέασε τις αντιδράσεις των ατόμων, που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ, σε σχέση με τις διαφημίσεις μέσα σε καταστήματα. Το δεύτερο μοντέλο, για τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ, περιλάμβανε όλες τις μεταβλητές ελέγχου (δεν περιλαμβάνει όμως καθόλου το θέμα της αλληλεπίδρασης, καθώς οι έλεγχοι για αλληλεπιδράσεις του προγράμματος με ιδιαίτερους τύπους διαφήμισης δεν ήταν σημαντικοί για τη συγκεκριμένη ομάδα).
Όλοι οι στατιστικοί έλεγχοι θεωρούνται υπεύθυνοι για την ενδεχόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ των αποτελεσμάτων για τους μαθητές του ίδιου σχολείου (συσχέτιση εντός σχολείου) και την εισαγωγή των ελλιπών τιμών. Για να ερμηνευθεί η συσχέτιση εντός σχολείου, συμπεριλάβαμε τυχαίες σχολικές επιρροές στα μοντέλα μας (Raudenbush & Bryk 2002). Ωστόσο, οι αναλύσεις με τις τιμές που εισήχθηκαν τεχνητά, θα συμβάλουν σημαντικά στην ακρίβεια των εκτιμήσεων εκτός εάν έχουν γίνει τυπικά λάθη στην εισαγωγή των στοιχείων. Ωστόσο, για να αποφευχθούν αυτές οι προκαταλήψεις, όσον αφορά στα συμπεράσματα, δημιουργήσαμε τη μέθοδο πολλαπλών εισαγωγών, όπως περιγράφηκε και πιο πάνω, και χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο της διακύμανσης για τις εκτιμήσεις των συντελεστών από τα πέντε σύνολα εισαγόμενων στοιχείων για να προσαρμόσουμε τα τυπικά λάθη και να ελέγξουμε τις στατιστικές μεθόδους (Little & Rubin 1987).
Αποτελέσματα
Σαράντα οκτώ τοις εκατό από τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ στην πρώτη γυμνασίου, όταν τους συναντήσαμε, την άνοιξη που πήγαιναν τρίτη γυμνασίου, εντάχθηκαν στην ομάδα ατόμων που τον προηγούμενο χρόνο έκαναν χρήση αλκοόλ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει σημαντικό αριθμό ατόμων που ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Από τα άτομα που στην έναρξη της μελέτης έκαναν χρήση αλκοόλ, το 77% στο follow-up που πραγματοποιήθηκε, όταν πήγαιναν στην τρίτη τάξη του γυμνασίου ανέφεραν χρήση αλκοόλ στη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου. Και για τις δύο ομάδες, η έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ ήταν σχεδόν συνολική. Περισσότερο από το 90% ανέφερε ότι είχε παρακολουθήσει διαφημίσεις μπύρας στην τηλεόραση, ότι είχε δει μπύρες μέσα σε καταστήματα και είχε δει σημεία πώλησης μπύρας όπου υπήρχαν διαφημίσεις μπύρας σε αθλητικές ή μουσικές εκδηλώσεις. Ωστόσο, χαμηλότερο ήταν το ποσοστό όσων διάβαζαν περιοδικά με διαφημίσεις μπύρας (ποσοστό 84% για τα άτομα που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ, και 81% για τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ). Συγκρίνοντας το μέσο όρο της βαθμολογίας έκθεσης σε διαφημίσεις αλκοόλ των δύο ομάδων, βλέπουμε ότι: η ομάδα των ατόμων που στην έναρξη έκαναν χρήση αλκοόλ είχε σημαντικά μεγαλύτερη έκθεση σε διαφημίσεις για αλκοόλ σε περιοδικά, σε έκθεση μέσα σε καταστήματα και σε αθλητικές ή μουσικές εκδηλώσεις από ότι η ομάδα των ατόμων που δεν έκαναν χρήση αλκοόλ.
Άτομα που κατά την έναρξη της παρούσας μελέτης δεν έκαναν χρήση αλκοόλ: παράγοντες πρόβλεψης της έναρξης της χρήσης αλκοόλ διπλών και πολλαπλών μεταβλητών
Στον Πίνακα 2 φαίνονται οι σχέσεις των διπλών μεταβλητών ανάμεσα στην κατανάλωση αλκοόλ τον χρόνο πριν από την τρίτη γυμνασίου και την προηγούμενη έκθεση σε διαφημίσεις. Επίσης φαίνονται οι μεταβλητές ελέγχου για τα άτομα που δεν έκαναν κατανάλωση αλκοόλ στην έναρξη, ελέγχοντας τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ALERT Plus. Κάθε μορφή διαφήμισης –τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας, περιοδικά με διαφημίσεις μπύρας, καταστήματα με μπύρες και σε σημεία πώλησης μπύρας σε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις- συνδέονταν στενά με την κατανάλωση αλκοόλ τον επόμενο χρόνο. Αν και η έκθεση σε διαφημίσεις στην τηλεόραση δεν σχετιζόταν με την κατανάλωση αλκοόλ, η παρακολούθηση συγκεκριμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων μπορούσε να την προβλέψει: οι έφηβοι που παρακολουθούσαν τις εκπομπές ‘Springer’, ‘MTV’ ή ‘Loveline’ κατά τη διάρκεια του έτους που παρακολουθούσαν τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου ήταν πολύ πιθανότερο να κάνουν χρήση αλκοόλ τον επόμενο χρόνο από ότι εκείνοι, που δεν παρακολουθούσαν αυτές τις εκπομπές. Κάθε μία από τις μεταβλητές των κοινωνικών επιρροών στην πρώτη τάξη του γυμνασίου –κατανάλωση αλκοόλ από ομότιμους και αποδοχή της χρήσης αλκοόλ από αυτούς, κατανάλωση αλκοόλ από ενήλικες και αποδοχή της χρήσης αλκοόλ από αυτούς- μπορούσε να προβλέψει την κατανάλωση αλκοόλ στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. Το ίδιο ίσχυε και για κάθε μία από τις μετρήσεις των κοινωνικών δεσμών (χαλαρή σχέση με τη θρησκεία, χαμηλοί βαθμοί και μη, τακτική παρακολούθηση από τους γονείς). Στην ομάδα των παραγόντων πρόβλεψης που σχετιζόταν με τη στάση και τη συμπεριφορά, μόνο οι πεποιθήσεις σχετικά με τις συνέπειες από τη χρήση αλκοόλ δεν μπόρεσαν να προβλέψουν τη μελλοντική χρήση του: η αποκλίνουσα συμπεριφορά, η παρόρμηση και η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα συνδέονταν θετικά με τη μελλοντική χρήση αλκοόλ. Η κατανάλωση αλκοόλ δεν ήταν επικρατέστερη για τα αγόρια από ότι για τα κορίτσια κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης της εφηβείας, αλλά ήταν λιγότερο επικρατής ανάμεσα στους ιθαγενείς αμερικανούς σε σύγκριση με τους λευκούς ή/και τις άλλες φυλές.
Στον Πίνακα 2 φαίνονται επίσης τα δύο μοντέλα που μπορούν να προβλέψουν μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ για τα άτομα που κατά την έναρξη δεν έκαναν χρήση αλκοόλ. Το μοντέλο 1 υποδεικνύει ότι η συχνότερη έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ σε περιοδικά, σε καταστήματα και σε σημεία πώλησης μπύρας συνδέονταν με όλο και περισσότερες πιθανότητες κατανάλωσης αλκοόλ τον προηγούμενο χρόνο, στο τέλος της τρίτης τάξης του γυμνασίου. Ωστόσο, όταν όλα αυτά τα είδη διαφήμισης συμπεριλαμβάνονταν στο μοντέλο τότε οι τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας δεν προέβλεπαν κατανάλωση αλκοόλ. Η συμμετοχή στο πρόγραμμα ALERT Plus είχε ένα οριακά σημαντικό και αρνητικό αποτέλεσμα στην κατανάλωση αλκοόλ. Στο μοντέλο 2 που περιλάμβανε όλες τις μεταβλητές ελέγχου, μόνο η έκθεση μέσα σε καταστήματα προέβλεπε μελλοντική χρήση αλκοόλ. Η συμμετοχή στο ALERT Plus προέβλεπε μικρότερη κατανάλωση αλκοόλ, όπως έδειξαν οι έλεγχοι αρνητικής αλληλεπίδρασης. Αυτού του είδους η συμμετοχή εξισορροπεί την επίδραση της έκθεσης σε διαφημίσεις αλκοόλ μέσα σε καταστήματα. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης ήταν η παρακολούθηση των προγραμμάτων ‘MTV’ και ‘Loveline’, τα γονικά πρότυπα που αποδέχονται την κατανάλωση αλκοόλ, οι χαμηλοί βαθμοί, ο ελλιπής γονεϊκός έλεγχος και η μικρή σχέση με τη θρησκεία. Τα δύο τελευταία εμφανίζουν μια καμπυλόγραμμη σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ όπως παρουσιάζεται και παραπάνω. Σε αυτό το μοντέλο πολλαπλών μεταβλητών, η εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεόρασης είχε αρνητική επίδραση, καθρεφτίζονταν πιθανά την επίδραση της τηλεόρασης ως ‘babysitter’. Οι έφηβοι, των οποίων ο περισσότερος χρόνος καταλαμβάνεται από την παρακολούθηση τηλεόρασης έχουν λιγότερο χρόνο να καταναλώσουν αλκοόλ ή να εμπλακούν με άλλου είδους επικίνδυνες συμπεριφορές (Collins et al. 2004). Άλλες μεταβλητές που δεν σχετίζονταν με τη διαφήμιση οι οποίες ήταν σημαντικές όταν εξετάζονταν ξεχωριστά αλλά αποκτούσαν ελάχιστη σημασία όταν περιλαμβάνονταν στο μοντέλο πολλαπλών μεταβλητών ήταν η εκπομπή ‘Jerry Springer Show’, η σχέση με ομότιμους και ενήλικους που κάνουν χρήση αλκοόλ, η παλαιότερη αποκλίνουσα συμπεριφορά, η παρορμητικότητα, η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα και η φυλετική προέλευση (αμερικανός ιθαγενής).
Πίνακας 2 Συσχετισμοί ανάμεσα στους παράγοντες πρόβλεψης στην Α’ και Β’ Γυμνασίου και στην κατανάλωση αλκοόλ στην Γ’Γυμνασίου (για τα άτομα που δεν έκαναν κατανάλωση αλκοόλ στην Α’Γυμνασίου).
Α’Γυμνασίου όχι αλκοόλ (n= 1206) | |||
Μοντέλα πολλαπλών μεταβλητών |
|||
Παράγοντες πρόβλεψης Α’/ Β’ Γυμνασίου |
Διμεταβλητά μοντέλα (OR) | Μοντέλο 1 (OR) | Μοντέλο 2 (OR) |
Έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ a | |||
Τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας | 1.25* | 1.11 | 1.05 |
Περιοδικά με διαφημίσεις αλκοόλ | 1.27* | 1.16* | 1.12 |
Σε σημεία πώλησης μπύρας | 1.31* | 1.16* | 1.42* |
Έκθεση μέσα σε καταστήματα | 1.36* | 1.27* | 1.06 |
Store X treatment | 0.71* | ||
Παρακολούθηση τηλεόρασηςa | |||
Εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεόρασης | 0.96 | 0.78* | |
‘MTV’ | 1.65* | 1.32* | |
‘Jerry Springer’ | 2.48* | 1.39 | |
‘Loveline’ | 3.19* | 1.72* | |
Κοινωνικές επιρροέςb | |||
Χρήση αλκοόλ από ενηλίκους | 1.22* | 1.11 | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ενηλίκους | 1.63* | 1.51* | |
Χρήση αλκοόλ από ομοτίμους | 1.20* | 1.08 | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ομοτίμους | 1.19* | 1.04 | |
Κοινωνικοί δεσμοί | |||
Χαμηλοί βαθμοίb | 1.20* | 1.21* | |
Μικρή σχέση με τη θρησκεία 1 a | 3.32* | 2.64* | |
Σχέση με τη θρησκεία 2a,c | 0.84* | 0.86* | |
Χαμηλή παρακολούθηση από τους γονείς 1a | 1.97* | 1.77* | |
Παρακολούθηση από τους γονείς 2a,d | 0.83* | 0.80* | |
Στάσεις και συμπεριφοράb | |||
Πεποιθήσεις για το αλκοόλ | 0.98 | 0.90 | |
Παρέκκλιση | 1.19* | 1.12 | |
Παρορμητικότητα | 1.26* | 1.04 | |
Συμμετοχή σε αθλήματα | 1.42* | 1.28 | |
Δημογραφικάb | |||
Γυναίκες | 1.00 | 1.21 | |
Ιθαγενείς αμερικανοί | 0.57* | 0.56 | |
Άλλη φυλή/ εθνικότητα | 0.82 | 0.92 | |
Θεραπεία | 0.77 | 0.78 | 0.59* |
aΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο για την Β’Γυμνασίου (Άνοιξη 1999). bΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο για την Α’Γυμνασίου (Φθινόπωρο, 1997). cΗ σχέση με τη θρησκεία 2 ισούται με το τετράγωνο της κλίμακας μικρής σχέσης με τη θρησκεία. dΗ παρακολούθηση από τους γονείς 2 ισούται με το τετράγωνο της κλίμακας χαμηλής παρακολούθησης από τους γονείς. *P< 0.05.
Άτομα που κατά την έναρξη της μελέτης έκαναν χρήση αλκοόλ: παράγοντες πρόβλεψης της συχνότητας της χρήσης αλκοόλ διπλών και πολλαπλών μεταβλητών
Στον Πίνακα 3 φαίνονται οι διμεταβλητές σχέσεις μεταξύ της συχνότητας κατανάλωσης αλκοόλ το έτος πριν την τρίτη τάξη του γυμνασίου και τις μεταβλητές πρόβλεψης για τους εφήβους που είχαν ήδη δοκιμάσει αλκοόλ στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ των μεταβλητών που σχετίζονται με τις διαφημίσεις, η έκθεση σε περιοδικά με διαφημίσεις αλκοόλ, η έκθεση μέσα σε καταστήματα και σε σημεία πώλησης μπύρας προέβλεπαν τη μελλοντική συχνότητα χρήσης αλκοόλ για τα άτομα που είχαν κάνει χρήση αλκοόλ από πριν. Ωστόσο, για την ομάδα που είχε ήδη πειραματιστεί με το αλκοόλ, η έκθεση σε τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας δεν συνδεόταν με τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ στο μοντέλο των διπλών μεταβλητών. Όλες οι μεταβλητές ελέγχου, εκτός από το φύλο, τη φυλή/εθνικότητα και τη θεραπεία, είχαν μια σημαντική διμεταβλητή σχέση με τη συχνότητα χρήσης αλκοόλ.
Το μοντέλο πολλαπλών μεταβλητών για τα άτομα που κατά την έναρξη έκαναν χρήση αλκοόλ επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα των διπλών μεταβλητών σχετικά με την ανάγνωση περιοδικών και τις διαφημίσεις σε σημεία πώλησης μπύρας (βλέπε Πίνακα 3). Το μοντέλο 1 δείχνει ότι όταν η έκθεση μέσα σε καταστήματα δεν περιλαμβανόταν στο μοντέλο, περιλαμβάνονταν όμως και τα τέσσερα είδη διαφήμισης στην ανάλυση, η έκθεση σε περιοδικά με διαφημίσεις αλκοόλ και σε σημεία πώλησης μπύρας, σε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις, αυτά παρέμεναν σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης. Το μοντέλο 2 που προσαρμόστηκε για τη συχνότητα χρήσης στην έναρξη και τις πολλαπλές μεταβλητές ελέγχου έχει παρόμοια αποτελέσματα. Ωστόσο, οι συσχετίσεις για τις διαφημίσεις σε περιοδικά και σε σημεία πώλησης μπύρας ήταν μικρότερες όταν προσθέτονταν όλες οι μεταβλητές ελέγχου (0,10 για τα περιοδικά έναντι 0,19 στο μοντέλο 1, 0,09 για τα concession stands έναντι 0,19 στο μοντέλο 1). Επιπλέον, η συμμετοχή στο ALERT Plus περιόριζε τη μελλοντική χρήση αλκοόλ σε αυτή την ομάδα συμμετεχόντων.
Πίνακας 3 Συσχετισμοί ανάμεσα στους παράγοντες πρόβλεψης στην Α’ και Β’ Γυμνασίου και τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ στην Γ’Γυμνασίου (για τα άτομα που έκαναν κατανάλωση αλκοόλ στην Α’Γυμνασίου).
Grade 7 drinkers (n = 1905; | |||
Multivariate models | |||
Predictor | Bivariate coefficients | Model I (coefficients) | Model 2 (coefficients) |
Έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ a | |||
Τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας | 0.05 | -0.06 | -0.01 |
Περιοδικά με διαφημίσεις αλκοόλ | 0.21* | 0.19* | 0.10* |
Έκθεση μέσα σε καταστήματα | 0.11* | 0.05 | 0.02 |
Σε σημεία πώλησης μπύρας | 0.22* | 0.19* | 0.09* |
Παρακολούθηση τηλεόρασηςa | |||
Εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεόρασης | -0.10* | -0.12* | |
‘MTV’ | 0.29* | 0.10* | |
‘Jerry Springer’ | 0.72* | 0.26* | |
‘Loveline’ | 0.67* | 0.21* | |
Κοινωνικές επιρροέςb | |||
Χρήση αλκοόλ από ενηλίκους | 0.13* | -0.01 | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ενηλίκους | 0.42* | 0.22* | |
Χρήση αλκοόλ από ομοτίμους | 0.44* | 0.09* | |
Αποδοχή χρήσης αλκοόλ από ομοτίμους | 0.33* | 0.05 | |
Κοινωνικοί δεσμοί a | |||
Χαμηλοί βαθμοί | 0.18* | 0.04 | |
Μικρή σχέση με τη θρησκεία | 0.19* | 0.05 | |
Παρακολούθηση από τους γονείς | 0.30* | 0.10* | |
Συμπεριφοράb | |||
Πεποιθήσεις για το αλκοόλ από πριν | 0.35* | 0.05 | |
Παρέκκλιση | 0.27* | -0.03 | |
Παρορμητικότητα | 0.21* | 0.03 | |
Συμμετοχή σε αθλήματα | 0.26* | 0.20* | |
Συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ κατά την έναρξη 1c | 0.34* | 0.18* | |
Συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ κατά την έναρξη 2c | -0.03 | -0.08* | |
Δημογραφικάb | |||
Γυναίκες | 0.04 | 0.18* | |
Ιθαγενείς αμερικανοί | 0.02 | -0.14 | |
Άλλη φυλή/ εθνικότητα | -0.07 | 0.24 | |
Θεραπεία | -0.15 | -0.14 | -0.23* |
aΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο για την Β’Γυμνασίου (Άνοιξη 1999). bΣτοιχεία από το ερωτηματολόγιο για την Α’Γυμνασίου (Φθινόπωρο, 1997) cTheΟ συντελεστής για τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ κατά την έναρξη 1 ισχύει για κατανάλωση έως 10 φορές και ο συντελεστής για τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ κατά την έναρξη 2 ισχύει για κατανάλωση μεγαλύτερη από 10 φορές. *P < 0.05.
Άλλες μεταβλητές που προέβλεπαν μεγαλύτερη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ στο μοντέλο πολλαπλών μεταβλητών περιλάμβαναν την παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών που προβάλουν αντισυμβατική συμπεριφορά (‘MTV’, ‘Jerry Springer’ και ‘Loveline’), την έκθεση σε κοινωνικές επιρροές που ενίσχυαν τη χρήση αλκοόλ (ενήλικες που αποδέχονται τη χρήση αλκοόλ και ομότιμοι που κάνουν χρήση αλκοόλ), τους ασθενείς κοινωνικούς δεσμούς (ελλιπής γονική παρακολούθηση), τη συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα, την παλαιότερη χρήση αλκοόλ από τα κορίτσια. Όπως με τα άτομα που δεν έκαναν κατανάλωση αλκοόλ στην έναρξη αυτής της μελέτης, η εβδομαδιαία παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών είχε αρνητική σχέση και για τα άτομα που έκαναν κατανάλωση αλκοόλ κατά την έναρξη. Αρκετοί από τους σημαντικούς (όχι τους σχετικούς με διαφημίσεις) διμεταβλητούς παράγοντες πρόβλεψης δεν περιλαμβάνονται στο πλήρες μοντέλο για τα άτομα που έκαναν χρήση αλκοόλ, συμπεριλαμβανομένων της έκθεσης σε κατανάλωση αλκοόλ από ενηλίκους, της αποδοχής της χρήσης από τους ομότιμους, των χαμηλών βαθμών, της μικρής σχέσης με τη θρησκεία, της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, της παρορμητικότητας και των πεποιθήσεων σχετικά με τις συνέπειες από τη χρήση αλκοόλ.
Συμπεράσματα
Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πολλές μορφές διαφήμισης επηρεάζουν την μεταγενέστερη κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης όσον αφορά τους νέους που δεν έχουν δοκιμάσει αλκοόλ ως την πρώτη τάξη του γυμνασίου, η πιθανότητα να κάνουν κατανάλωση αλκοόλ μέχρι την τρίτη τάξη του γυμνασίου αυξάνει όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα της έκθεσης στο αλκοόλ μέσα σε καταστήματα. Ωστόσο, οι έφηβοι που συμμετείχαν στο πρόγραμμα ALERT Plus είχαν λιγότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση αλκοόλ και ήταν λιγότερο ευάλωτοι στον «πειρασμό» των διαφημίσεων μέσα σε καταστήματα. Μεταξύ των συμμετεχόντων αυτοί που είχαν ήδη δοκιμάσει αλκοόλ όταν πήγαιναν στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, επηρεαζόταν περισσότερο για μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ από τις διαφημίσεις αλκοόλ σε περιοδικά και στα σημεία πώλησης μπύρας σε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις. Εάν ωστόσο, λάβουμε υπόψη άλλες μορφές διαφήμισης και άλλους παράγοντες πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ δεν βρίσκουμε αποδείξεις ότι η έκθεση σε τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας επηρεάζει την μελλοντική χρήση αλκοόλ για οποιαδήποτε από τις ομάδες.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης επίσης δείχνουν ότι δεν κυριαρχεί στους εφήβους μία μόνο μορφή διαφήμισης αλκοόλ. Αντίθετα, για τους εφήβους στη μέση εκπαίδευση, η σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση αλκοόλ και στις διαφημίσεις διαφέρει ανάλογα με την προηγούμενη εμπειρία τους με το αλκοόλ. Οι διαφημίσεις σε συνηθισμένους χώρους όπως είναι τα σούπερ μάρκετ, τα μαγαζιά της γειτονιάς προβλέπουν τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ για τα άτομα που δεν είχαν κάνει χρήση αλκοόλ πριν την έναρξη της μελέτης, ενώ οι διαφημίσεις σε λιγότερο συνηθισμένους χώρους όπως είναι τα περιοδικά, οι αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις, προβλέπουν πιο συχνή χρήση αλκοόλ για τα άτομα που είχαν εμπειρία από τη χρήση αλκοόλ από πριν. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με τις προσδοκίες ανάπτυξης των εφήβων. Οι έφηβοι που έχουν καταναλώσει αλκοόλ πριν από την ηλικία των 12 ή των 13 ετών, και με αυτό τον τρόπο έχουν ήδη εκφράσει την τάση τους για μίμηση των συμπεριφορών των ενηλίκων, είναι πιθανότερο να προσέξουν τις διαφημίσεις αλκοόλ σε περιοδικά για τον αθλητισμό, τη μουσική, σε περιοδικά ενηλίκων και σε ενημερωτικά περιοδικά. Η ίδια λογική ισχύει και για τις διαφημίσεις σε σημεία πώλησης μπύρας σε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις. Αντίθετα, για τους νέους που δεν έχουν ξεκινήσει την κατανάλωση αλκοόλ μέχρι την πρώτη τάξη του γυμνασίου είναι πιθανότερο να επηρεαστούν από τις διαφημίσεις αλκοόλ σε χώρους όπως είναι τα σούπερ-μάρκετ και τα μαγαζιά ‘Mom and Pop’, χώροι τους οποίους συναντούν στην καθημερινή τους ζωή. Συνολικά, αυτά τα αποτελέσματα συμφωνούν με τη διαδικασία με την οποία οι έφηβοι ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ ανταποκρινόμενοι σε διαφημίσεις και σε άλλες επιρροές στο καθημερινό τους περιβάλλον και συνεχίζουν τη χρήση αλκοόλ ανταποκρινόμενοι στις διαφημίσεις σε ιδιαίτερους χώρους (καθώς και σε άλλους περιβαλλοντικούς και προσωπικούς παράγοντες).
Τα αποτελέσματα του ALERT Plus δείχνουν ότι η έκθεση σε ένα πρόγραμμα πρόληψης για τα ναρκωτικά μπορεί να περιορίσει την κατανάλωση αλκοόλ στους νέους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι οποίοι έχουν ήδη δοκιμάσει αλκοόλ, καθώς και στα άτομα που δεν έχουν δοκιμάσει. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι με την επέκταση αυτού του προγράμματος πρόληψης σε ολόκληρη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξάνει η αποτελεσματικότητά του όσον αφορά στον περιορισμό της κατανάλωσης αλκοόλ. Επιπλέον, η συμμετοχή στο ALERT Plus εξασθενίζει στη σχέση ανάμεσα στις διαφημίσεις αλκοόλ και την κατανάλωση αλκοόλ, στο είδος της διαφήμισης που δείχνει να προβλέπει καλύτερα την μετέπειτα κατανάλωση αλκοόλ σε νέους που δεν έχουν ξεκινήσει τη χρήση αλκοόλ μέχρι τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Ωστόσο, δεν δείχνει να αντισταθμίζει τα είδη διαφήμισης που είχαν μεγαλύτερη απήχηση στα άτομα που έκαναν κατανάλωση αλκοόλ από πριν.
Αυτή η έρευνα ενισχύει και επεκτείνει επίσης παλαιότερα ευρήματα ότι δηλαδή ορισμένα είδη τηλεοπτικών εκπομπών ενθαρρύνουν την κατανάλωση αλκοόλ από τους εφήβους ή δίνουν το έναυσμα για δραστηριότητες που ενθαρρύνουν την κατανάλωση αλκοόλ. Προηγούμενες μελέτες έχουν καταγράψει τη σχέση ανάμεσα στην παρακολούθηση του ‘MTV’ και την κατανάλωση αλκοόλ, γεγονός που δείχνει ότι από αυτή την εκπομπή παραδειγματίζονται στη χρήση αλκοόλ (Robinson, Chen & Killen 1998). Εμείς βρήκαμε ότι η πιθανότητα μελλοντικής χρήσης αλκοόλ αυξάνει με τη συχνή παρακολούθηση των εκπομπών ‘Loveline’ και ‘Jerry Springer Show’, καθώς και του ‘MTV’. Οι δύο προηγούμενες εκπομπές δεν προκαλούν το ενδιαφέρον για χρήση αλκοόλ. Έτσι το «κυρίως περιεχόμενο» αυτών των προγραμμάτων, είτε παρουσιάζουν κατανάλωση αλκοόλ είτε όχι, μπορεί επίσης να αποτελεί ερέθισμα για τους νέους που εντυπωσιάζονται εύκολα. Εναλλακτικά, οι νέοι που ενδιαφέρονται για το «κυρίως περιεχόμενο» αυτών των εκπομπών μπορεί επίσης να ενδιαφέρονται και να μιμηθούν τις συμπεριφορές των ενηλίκων μέσα από την κατανάλωση αλκοόλ.
Τα αποτελέσματα τονίζουν επίσης και άλλες μεταβλητές που δεν σχετίζονται με τη διαφήμιση, οι οποίες μπορούν να προβλέψουν την κατανάλωση αλκοόλ. Και για τις δύο ομάδες, η αποδοχή από τους ενηλίκους της κατανάλωσης αλκοόλ και ο ανεπαρκής γονεϊκός έλεγχος αποτελούσαν πολύ σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Για όσους δεν είχαν αρχίσει ακόμη την κατανάλωση αλκοόλ μέχρι την πρώτη τάξη του γυμνασίου, οι ασθενείς δεσμοί με άλλους φορείς κοινωνικοποίησης, όπως το σχολείο και η θρησκεία, ήταν επίσης σημαντικοί. Τα άτομα που έκαναν κατανάλωση αλκοόλ, από την άλλη, ήταν συγκριτικά πιο ευάλωτα σε κοινωνικές επιρροές που σχετίζονταν με τη χρήση αλκοόλ από ομοτίμους, την προσωπική προηγούμενη εμπειρία τους από το αλκοόλ και τη συμμετοχή τους σε ομαδικά αθλήματα. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα ερευνών που τονίζουν τη σημασία των ισχυρών κοινωνικών δεσμών στον περιορισμό της έναρξης της χρήσης αλκοόλ (Hawkins, Catalano & Miller 1992), τη μεγαλύτερη πιθανότητα έκθεσης σε επιρροές υπέρ της χρήσης ουσιών σε άτομα που ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ (Farrell & Danish 1993; Engels et al. 1999) και τις διαφορετικές αντιδράσεις των εφήβων στη στάση των ενηλίκων απέναντι στις ουσίες και σε σύγκριση με τη χρήση των ουσιών από τον ενήλικο (Ellickson et al. 2003).
Συνολικά, τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι, τα προγράμματα πρόληψης για το αλκοόλ θα πρέπει να ενισχύσουν την ευαισθητοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλές πηγές διαφήμισης του αλκοόλ στις οποίες εκτίθενται οι νέοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι έφηβοι πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ ή στο ‘φαγάδικο’ της γειτονιάς μόνοι τους, ή με τους γονείς τους, ή με άλλους ενήλικους. Σε πολλές περιπτώσεις το αλκοόλ μπορεί να συνδεθεί και με τις αναγκαιότητες στη ζωή. Άλλοι συναντούν διαφημίσεις αλκοόλ σε καταστήματα που πουλάνε αλκοόλ, όταν βγαίνουν για ‘διασκέδαση’ όταν πηγαίνουν σε αθλητικές εκδηλώσεις και μουσικές συναυλίες, και όταν διαβάζουν αθλητικά, ενημερωτικά, μουσικά ή άλλου είδους περιοδικά. Η ενημέρωση των παιδιών ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις μορφές διαφήμισης είναι ένα από τα κύρια σημεία των προγραμμάτων πρόληψης της χρήσης αλκοόλ. Οι μελλοντικές έρευνες πρέπει να εστιάσουν στον εντοπισμό των τρόπων αντιμετώπισης της επίδρασης των διαφημίσεων αλκοόλ σε «ειδικούς χώρους», ιδιαίτερα για τους νέους που έχουν ήδη ξεκινήσει την κατανάλωση αλκοόλ.
Τα δυνατά σημεία αυτής της μελέτης περιλαμβάνουν τον προοπτικό σχεδιασμό, ότι δηλαδή εστιάζει στη συμπεριφορά της κατανάλωσης αλκοόλ (κι όχι στην πρόθεση για χρήση αλκοόλ), την αξιολόγηση των διαφορετικών ειδών διαφήμισης, την χρήση των πολλαπλών μεταβλητών ελέγχου για να αποκλειστούν άλλες ερμηνείες των αποτελεσμάτων καθώς και τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η συμμετοχή σε προγράμματα πρόληψης μέσα στο σχολείο μπορεί να μειώσει την επίδραση από τις διαφημίσεις αλκοόλ. Ένας περιορισμός είναι ότι βασιστήκαμε σε αυτό-αναφορές για τα αποτελέσματα του αλκοόλ και για τους περισσότερους παράγοντες πρόβλεψης (Embree & Whitehead 1993). Ωστόσο, έχουμε παρατηρήσει ότι οι μακροχρόνιοι έλεγχοι για τις αυτό-αναφορές των εφήβων για την κατανάλωση αλκοόλ έχουν παρουσιάσει μικρές ασυμφωνίες στα δεδομένα (Ellickson & Bell 1990; Ellickson et al. 2003). Ένας δεύτερος περιορισμός είναι ότι τα στοιχεία μας προέρχονται από μία μόνο πολιτεία, τη Νότια Ντακότα και πιθανόν να μην μπορούν να γενικευτούν, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλά ποσοστά κατάχρησης αλκοόλ. Η Νότια Ντακότα είναι μεταξύ των 10 πολιτειών με τα υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά και με ποσοστά μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ τόσο όσον αφορά τους εφήβους όσο και τους νεαρούς ενηλίκους (Office of Applied Studies 2000).
Το εύρημά μας ότι η έκθεση σε τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας δεν μπορεί να προβλέψει τη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ για αυτή την ηλικιακή ομάδα, δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι διαφημίσεις δεν έχουν καμία επίδραση στη χρήση αλκοόλ από τους εφήβους. Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις μπορεί να έχουν μειωμένη επίδραση, την οποία είναι πιθανόν να μην μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε με τη μέτρηση που πραγματοποιήσαμε σε σχέση με την έκθεση. Όπως και σε άλλες μελέτες εστιάσαμε στην έκθεση σε διαφημίσεις αλκοόλ που προβάλλονται σε αθλητικές και νυχτερινές εκπομπές, τους δύο χώρους που ευθύνονται για την πλειοψηφία των τηλεοπτικών διαφημίσεων αλκοόλ που παρακολουθούνται από τους εφήβους. Αντίθετα με αυτές τις μελέτες, χρησιμοποιήσαμε τα στοιχεία Nielsen για να σταθμίσουμε τις ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης από τους συμμετέχοντες και να εκτιμήσουμε πόσο συχνά προβάλλονται διαφημίσεις αλκοόλ από τις συγκεκριμένες εκπομπές. Θεωρούμε ότι αυτή η μέτρηση παρέχει αρκετά ακριβή εικόνα της έκθεσης των συμμετεχόντων σε τηλεοπτικές διαφημίσεις αλκοόλ. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να μην έχουμε περιλάβει την έκθεση κάποιου συμμετέχοντα σε διαφημίσεις σε άλλες αθλητικές εκπομπές ή εκπομπές της καλωδιακής τηλεόρασης. Όπως αναφέρεται και παραπάνω ο δείκτης έκθεσης που χρησιμοποιήσαμε σχετίζεται άμεσα με μια πιο ολοκληρωμένη μέτρηση. Σημειώνουμε επίσης ότι δεν εκτιμήσαμε την επίδραση των διαφημίσεων στην κατανάλωση μπύρας ενώ σχεδόν όλες οι τηλεοπτικές διαφημίσεις την εξεταζόμενη περίοδο αφορούσαν μπύρες. Επιπλέον, οι έφηβοι που εκτίθενται σε διαφημίσεις αλκοόλ μπορεί να πίνουν μεγαλύτερες ποσότητες όταν φτάσουν στη νόμιμη ηλικία για κατανάλωση αλκοόλ. Αν και δεν μπορέσαμε να διερευνήσουμε αυτή την πιθανότητα, ένα τέτοιο εύρημα θα συμφωνούσε με προηγούμενες μελέτες σχετικά με τις διαφημίσεις και την πρόθεση για κατανάλωση αλκοόλ από τους ενήλικες (Grube & Wallack 1994). Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι δεν μπορέσαμε να διερευνήσουμε την επίδραση των τηλεοπτικών διαφημίσεων σε παιδιά του δημοτικού τα οποία λόγω του νεαρού της ηλικίας τους και του γεγονότος ότι είναι λιγότερο ανεπτυγμένα γνωσιακά, μπορεί να είναι πιο ευάλωτα από ότι οι έφηβοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στους «πειρασμούς» των τηλεοπτικών διαφημίσεων. Επίσης δεν μπορέσαμε να εκτιμήσουμε τη συγκεντρωτική επίδραση της έκθεσης σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, χρόνο με το χρόνο. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να καλύψουν αυτά τα κενά στην κατανόησή μας.
Ευχαριστίες
Αυτή η έρευνα υποστηρίχθηκε από την επιχορήγηση R01AA12127 από το National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Nielsen Monitor-Plus που μας παραχώρησαν τα ποσοστά και τις διαφημίσεις σχετικά με την τηλεόραση, πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των μετρήσεων της έκθεσης σε τηλεοπτικές διαφημίσεις.
*Τίτλος πρωτοτύπου: “Does alcohol advertising promote adolescent drinking? Results from a longitudinal assessment”, Addiction, Volume 100, Number 2, February 2005
**Διεύθυνση επικοινωνίας:
Phyllis L. Ellickson RAND 1776 Main Street Post Office Box 2138 Santa Monica CA 90407–2138 USA
Tel. (310) 393 0411
Fax: (310) 260 8159
E-mail: phyllis_ellickson@rand.org
Βιβλιογραφία
Ajzen, I. (1991) The theory of planned behavior. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 50, 179–211.
American Academy of Pediatrics, Committee on Substance Abuse. (1995) Alcohol use and abuse: a pediatric concern. Pediatrics, 95, 439–442.
American Public Health Association Governing Council (1993) 9213 (PP): advertising and promotion of alcohol and tobacco products to youth [policy statement]. American Journal of Public Health, 83, 468–472.
American Medical Association (AMA) (2002) Youth, Young Adults, and Alcohol: Key Facts and Prevention Strategies. Accessed 4 October 2002. Available at: http://www.ama-assn.org/ama/ pub/article/3566 -3641.html.
Bailey, S. L., Pollock, N. K., Martin, C. S. & Lynch, K. G. (1999) Risky sexual behaviors among adolescents with alcohol use disorders. Journal of Adolescent Health, 25, 179–181.
Bandura, A. (1977) Social Learning Theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall, Inc.
Bandura, A. (1986) The explanatory and predictive scope of self-efficacy theory. Journal of Social and Clinical Psychology, 4, 359–373.
Botvin, G. J., Baker, E., Dusenbury, L., Botvin, E. & Diaz, T. (1995) Long-term follow-up results of a randomized drug abuse prevention trial in a white middle-class population. JAMA, 273, 1106–1112.
Center for Disease Control and Prevention (2003) Point-of purchase alcohol marketing and promotion by store type— United States, 2000–01. Morbidity and Mortality Weekly Report, 52, 310–312.
Center on Alcohol Marketing and Youth (2002) Overexposed: Youth a Target of Alcohol Advertising in Magazines, 24 September 2002. Available at: http://www.camy.org.
Colder, C. R. & Chassin, L. (1999) The psychosocial characteristics of alcohol users versus problem users: data from a study of adolescents at risk. Developmental Psychopathology, 11, 321–348.
Collins, R. L., Elliott, M. N., Berry, S. H., Kanouse, D. E., Kunkel, D., Hunter, S. B. & Miu, A. (2004) Watching sex on television predicts adolescent initiation of sexual behavior. Pediatrics, 114, e280–e289.
Collins, R. L., Schell, T., Ellickson, P. L. & McCaffrey, D. (2003) Predictors of beer advertising awareness among eighth graders. Addiction, 98, 1297–1306.
Connolly, G. M., Casswell, S., Zhang, J. F. & Silva, P. A. (1994) Alcohol in the mass media and drinking by adolescents: a longitudinal study. Addiction, 89, 1255–1263.
Drug Strategies (1996) Making the Grade: a Guide to School Drug Prevention Programs. Washington, DC: Drug Strategies.
Eccles, J. S. & Barber, B. L. (1999) Student council, volunteering, basketball or marching band: what kind of extracurricular involvement matters? Journal of Adolescent Research, 14, 10–43.
Ellickson, P. L. & Bell, R. M. (1990) Drug prevention in junior high: a multi-site longitudinal test. Science, 247, 1299–1305.
Ellickson, P. L., McCaffrey, D. F., Ghosh-Dastidar, B. & Long-shore, D. L. (2003) New inroads in preventing adolescent drug use: results from a large-scale trial of Project ALERT in middle schools. American Journal of Public Health, 93, 1830– 1836.
Ellickson, P. L., Tucker, J. S., Klein, D. J. & McGuigan, K. A. (2001) Prospective risk factors for alcohol misuse in late adolescence. Journal of Studies on Alcohol, 62, 773–782.
Embree, B. G. & Whitehead, P. C. (1993) Validity and reliability of self-reported drinking behavior: dealing with the problem of response bias. Journal of Studies on Alcohol, 54, 334–344.
Engels, R. C., Knibbe, R. A., de Vries, H., Drop, M. J. & van Breukelen, G. J. (1999) Influences of parental and best friends’ smoking and drinking on adolescent use: a longitudinal study. Journal of Applied Social Psychology, 29, 337–361.
Farrell, A. D. & Danish, S. J. (1993) Peer drug associations and emotional restraint: causes or consequences of adolescents’ drug use? Journal of Consulting and Clinical Psychology, 61, 327–334.
Federal Trade Commission (1999) Self-Regulation in the Alcohol Industry: a Review of Industry Efforts to Avoid Promoting Alcohol to Underage Consumers. Executive Summary, 1999. Washington, DC: Federal Trade Commission.
Gerstein, D. R. & Green, L. W. (1993) Preventing Drug Abuse: What Do We Know? Washington, DC: National Academy.
Grube, J. W. & Wallack, L. (1994) Television beer advertising and drinking knowledge, beliefs, and intentions among schoolchildren. American Journal of Public Health, 84, 254–259.
Hansen, W. B. (1992) School-based substance abuse prevention: a review of the state of the art in curriculum, 1980–90. Health Education Research Theory and Practice, 7, 403–430.
Hawkins, J. D., Catalano, R. F. & Miller, J. Y. (1992) Risk and protective factors for alcohol and other drug problems in adolescence and early adulthood: implications for substance abuse prevention. Psychological Bulletin, 112, 64–105.
Hawkins, J. D. & Weis, J. G. (1985) The social development model: an integrated approach to delinquency prevention. Journal of Primary Prevention, 6, 73–97.
Jessor, R. & Jessor, S. L. (1977) Problem Behavior and Psychosocial Development: a Longitudinal Study of Youth. New York: Academic Press.
Johnston, L. D., O’Malley, P. M. & Bachman, J. G. (2002) Monitoring the Future National Results on Adolescent Drug Use: Overview of Key Findings, 2001. NIH publication no. 02–5105. Bethesda, MD: National Institute on Drug Abuse.
Little, R. J. A. & Rubin, D. B. (1987) Statistical Analysis with Missing Data. New York, NY: John Wiley and Sons, Inc. Madden, P. A. & Grube, J. W. (1994) The frequency and nature of alcohol and tobacco advertising in televised sports, 1990 through 1992. American Journal of Public Health, 84, 297–299.
Morgan, M., Alexander, A., Shanahan, J. & Harris, C. (1990) Adolescents, VCRs, and the family environment. Communication Research, 17, 83–106.
Office of Applied Studies (2002) Summary of findings from the 1999 National Household Survey on Drug Abuse (DHSS Publication No. SMA 003466, NHSDA Series H-12). Rockville, MD: Substance Abuse and Mental Health Services Adminstration. Perry, C., Williams, C., Veblen-Mortenson, S., Toomey, T. L., Komro, K. A., Anstine, P. S., McGovern, P. G., Finnegan, J. R., Forster, J. L., Wagenaar, A. C. & Wolfson, M. (1996) Project Northland: outcomes of a communitywide alcohol use prevention program during early adolescence. American Journal of Public Health, 86, 956–965.
Raghunathan, T. E., Lepkowski, J. M., Van Hoewyk, J. & Solenberger, P. (2001) A multivariate technique for multiply imputing missing values using a sequence of regression models. Survey Methodology, 27, 85–95.
Raudenbush, S. & Bryk, A. S. (2002) Hierarchical Linear Models: Applications and Data Analysis Methods. Newbury Park, CA: Sage Publications.
Robinson, T. N., Chen, H. L. & Killen, J. D. (1998) Television and Music Video Exposure and Risk of Adolescent Alcohol Use. Available at: http://www.pediatrics.org/cgi/content/full/102/5/ e54.
Schooler, C., Feighery, E. & Flora, J. a. (1996) Seventh-graders’ self-reported exposure to cigarette marketing and its relationship to their smoking behavior. American Journal of Public Health, 86, 216–1221.
Sher, K. J., Wood, M. D., Wood, P. L. & Raskin, G. (1996) Alcohol outcome expectancies and alcohol use: a latent variable cross-lagged panel study. Journal of Abnormal Psychology, 105, 561–574.
Smart, R. G. (1988) Does alcohol advertising affect overall consumption? A review of empirical studies. Journal of Studies on Alcohol, 49, 314–323.
Snyder, L. B., Milici, F. F., Mitchell, E. W. & Proctor, D. C. B. (2000) Media, product differences and seasonality in alcohol advertising in 1997. Journal of Studies on Alcohol, 61, 896–906.
Stacy, A. W., Widaman, K. F. & Marlatt, G. A. (1990) Expectancy models of alcohol use. Journal of Personality Social Psychology, 58, 918–928.
Sussman, S., Dent, C. W., Burton, D., Stacy, A. W. & Flay, B. R. (1995) Developing School-Based Tobacco Use Prevention and Cessation Programs. Thousand Oaks, CA: Sage Publications.
Taylor, P. (1990) Testimony on alcohol advertising: U.S. House of Representatives Subcommittee on Transportation and Hazardous Materials, March 1, 1990. Journal of Public Health Policy, 11, 370–381.
US Public Health Service (1991) Healthy People 2000: National Health Promotion and Disease Prevention Objectives. DHHS publication no. (PHS) 91–50213. Washington, DC: US Department of Health and Human Services.
Wyllie, A., Zhang, J. F. & Casswell, S. (1998) Responses to televised alcohol advertisements associated with drinking behaviour of 10–17-year-olds. Addiction, 93, 361–371.
Zador, P. L., Krawchuk, S. a. & Voas, R. B. (2000) Alcohol-related relative risk of driver fatalities and driver involvement in fatal crashes in relation to driver age and gender: an update using 1999 data. Journal of Studies on Alcohol, 61, 387–395.