Οι αντιλήψεις των έγκλειστων ουσιοεξαρτημένων γυναικών για τη χρήση και τη φυλάκιση

 

Γιάννης Τέντης, MSc

Υπεύθυνος Κέντρου Πολλαπλής Παρέμβασης ΚΕ.Θ.Ε.Α.

DOI: https://doi.org/10.57160/VZCJ7800

Περίληψη

Το φαινόμενο της χρήσης ουσιών είναι πολυδιάστατο και διαχρονικό. Στη σύγχρονη εποχή οι απόψεις που εκφράζονται καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα που εκτείνεται από την «ηθική» διάσταση του φαινομένου έως το «πρόβλημα της διπλανής πόρτας». Πρόθεση αυτής της μελέτης είναι να διερευνήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εξαρτημένος χρήστης ουσιών πριν αποφασίσει να ξεκινήσει τη χρήση, όσο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην παρούσα φάση της ζωής του. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στην Κλειστή Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού. Επιλέχθηκε αυτή η ομάδα από τον πληθυσμό των χρηστών, αφενός μεν γιατί αποτελεί πρόκληση για τον υπογράφοντα η ελάχιστη, σχετική με γυναίκες χρήστριες ουσιών, βιβλιογραφία, αφετέρου γιατί στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος δεν λειτουργεί κάποια εξειδικευμένη υπηρεσία για τους χρήστες ουσιών, εκτός από τα μικρής εμβέλειας προγράμματα του ΚΕ.Θ.Ε.Α.

Το κύριο θέμα της εργασίας είναι να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ο τιμωρητικός εγκλεισμός μπορεί να γίνει ευκαιρία για ψυχο-κοινωνική υποστήριξη των χρηστών ουσιών. Η μελέτη ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την αυτό-αντίληψη των γυναικών χρηστών ουσιών, που αποτελούν μία ομάδα ιδιαιτέρως επιβαρημένη, τόσο λόγω εξάρτησης όσο και λόγω φύλου. Τα δεδομένα της μελέτης προέκυψαν από τις μαρτυρίες των ίδιων των κρατουμένων, οι οποίες αναφέρονται στο παρελθόν, στην κρίσιμη χρονική στιγμή της συνάντησής τους με τις ουσίες, αλλά και στην «καριέρα» τους στον κόσμο του περιθωρίου. Επίσης αναφέρουν τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις προκαταλήψεις που τρέφουν για το σωφρονιστικό σύστημα. Τέλος, αναφέρουν τις προσδοκίες τους και τα αισθήματά τους από το υποστηρικτικό πλαίσιο στο οποίο συμμετέχουν.[1]

Η μεθοδολογία της έρευνας επιλέχθηκε εφόσον αξιολογήθηκαν οι σκοποί και οι στόχοι της μελέτης, οι περιορισμοί των ερευνητικών μεθόδων και η ταχύτητα εξαγωγής δεδομένων σε συνδυασμό με το κόστος. Καταλήξαμε να χρησιμοποιήσουμε συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων: α) την ημι-δομημένη συνέντευξη για τη λήψη του ερωτηματολογίου (EUROPASI) σταθμισμένου για την ελληνική πραγματικότητα και β) τις ομαδικές συνεντεύξεις (FOCUS GROUP). Η μελέτη έδειξε ότι η γυναίκα χρήστης ουσιών δεν είναι ένας απλός παραβάτης του ποινικού δικαίου, αλλά αντίθετα είναι πολλοί οι παράγοντες που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή της, ώστε η χρήση ουσιών να φαντάζει σαν μια παράδοξη μορφή αυτό-θεραπείας. Η ένταξή στο κοινωνικό περιθώριο και στην παραβατικότητα είναι σύμπτωμα αιτιών που οι ρίζες τους απλώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία, την εφηβεία, αλλά και το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον. Από τη μελέτη φαίνεται ότι η αντιμετώπιση της γυναίκας χρήστριας ουσιών από το σωφρονιστικό σύστημα, σαν κοινού παραβάτη, αποβαίνει μάταιη και τις περισσότερες φορές προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασής της. Επίσης διαφαίνεται η διαφορετικότητα της ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής κατάστασης του άνδρα χρήστη και της γυναίκας χρήστριας ουσιών. Η ανάλυση του θέματος αυτού χρήζει περαιτέρω έρευνας και μελέτης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Την τελευταία δεκαπενταετία οι θάνατοι από ναρκωτικά σε όλη την Ευρώπη έχουν υπερδιπλασιαστεί, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (Ε.Κ.Π.Ν.Τ. 2002). Από 100 το 1985, έφτασαν τους 240 το 2000.   Σύμφωνα πάλι με το Ε.Κ.Π.Ν.Τ., οι συλλήψεις στην Ελλάδα για αδικήματα του νόμου για ναρκωτικά, έχουν τριπλασιαστεί.  Από 100 το 1991 έφτασαν τους 400+ το 2000. Φαίνεται πάλι ότι ο πληθυσμός των εγκλείστων σε σωφρονιστικά καταστήματα είναι ομάδα υψηλού κινδύνου, όσον αφορά τη χρήση ναρκωτικών, εφόσον η εκπροσώπηση των χρηστών ουσιών είναι πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με την ευρύτερη κοινωνία. Το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 29% και 86% (άνω του 50% στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Επίσης, ο εγκλεισμός στη φυλακή δε σημαίνει διακοπή της χρήσης, αντίθετα αναφέρεται σε αξιοσημείωτα ποσοστά ανά την Ευρώπη έναρξης της χρήσης ουσιών (3% έως 26% έναρξη της χρήσης ουσιών). (E.Κ.Π.Ν.Τ. 2002).

Η πρόσβαση όμως στις παράνομες ουσίες είναι πολύ πιο δύσκολη μέσα στα καταστήματα κράτησης από ό,τι στην ελεύθερη κοινωνία, παρόλο που είναι διαθέσιμες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως οι τιμές αγοράς και πώλησης των ουσιών αυξάνουν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να κοστίζουν 10 και 20 φορές περισσότερο. Ελλείψει χρημάτων όμως εντός της φυλακής, χρησιμοποιούνται ευρέως άλλες μορφές πληρωμής όπως η πορνεία, η καθαριότητα των κελιών, η παράδοση των τροφίμων του επισκεπτηρίου και η συμμετοχή στη διακίνηση και διανομή των παράνομων ουσιών.

Από τον πληθυσμό των έγκλειστων φαίνεται ότι η πιο επιβαρημένη ομάδα είναι αυτή των γυναικών, εφόσον ο αριθμός των φυλακισμένων γυναικών είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο των ανδρών. Ωστόσο, η χρήση ναρκωτικών παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυξημένη στο γυναικείο πληθυσμό. Τα διαθέσιμα δεδομένα, όπου υπάρχουν, δείχνουν υψηλότερο ποσοστό χρήσης ναρκωτικών στις φυλακισμένες γυναίκες. Όσον αφορά την επικίνδυνη συμπεριφορά στις φυλακές, μελέτες δείχνουν ότι το ποσοστό των φυλακισμένων που κάνουν κοινή χρήση ναρκωτικών και σύνεργων ενέσιμης χρήσης και οι οποίοι εκπορνεύονται, είναι μεγαλύτερο στις γυναίκες χρήστριες ναρκωτικών απ’ ό,τι στους άντρες (Ε.Κ.Π.Ν.Τ. 2002).

Επιπλέον, μελέτες που έχουν γίνει στο Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, δείχνουν ότι μεγάλο ποσοστό χρηστών ουσιών κάνει  κοινή χρήση σύριγγας (Ε.Κ.Π.Ν.Τ. 2002), πολλές φορές και σε ποσοστό 100%.

Άλλες μελέτες πάλι (Ε.Κ.Π.Ν.Τ. 2002), αναφέρουν ότι οι σύριγγες  καθαρίζονται με νερό (10%) ή και καθόλου (22%). Η παραπάνω συμπεριφορά χρήσης καθρεφτίζει την κατάσταση μέσα στην οποία οι έγκλειστοι χρήστες χρησιμοποιούν τις ουσίες αψηφώντας πολλές φορές τους κινδύνους μόλυνσης με θανατηφόρους ιούς (H.I.V.–H.C.V.). «Δεδομένου ότι πολλοί χρήστες ναρκωτικών επιστρέφουν στη φυλακή, πολλές φορές με τα ίδια ή χειρότερα προβλήματα χρήσης, οι διοικητές των φυλακών αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την ανάγκη συστηματικότερης αντιμετώπισης, στους χώρους των φυλακών,  της τοξικομανίας, της χρήσης ναρκωτικών και των συνδεόμενων με αυτές κινδύνων και συνεπειών για την υγεία. Μία πρόσφατη εξέλιξη σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αντικατοπτρίζει αυτό το γεγονός, είναι η υιοθέτηση πραγματικών στρατηγικών για τα ναρκωτικά στις φυλακές». (Ε.Κ.Π.Ν.Τ. 2002).

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά σωφρονιστικά συστήματα, οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες σε θέματα ναρκωτικών παίζουν σημαντικό ρόλο. Έτσι, σ’ όλη την Ευρώπη οργανώνεται ένα πλουραλιστικό δίκτυο παροχής υπηρεσιών, που εκτείνεται από προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων, έως τη δημιουργία χώρων που διατηρούνται ελεύθεροι από ουσίες, στους οποίους λειτουργούν ολοκληρωμένες υπηρεσίες απεξάρτησης. Σε όλη την Ευρώπη, εκτός από την Ελλάδα για την οποία η Ε.Π.Β.[2] αναφέρει ότι «ορισμένες κατηγορίες υπόπτων για αδικήματα (ιδίως αδικήματα που αναφέρονται στα ναρκωτικά), υπόκεινται ιδιαίτερα σε κακή μεταχείριση, καθώς και  ότι στην περίπτωση υπόπτων πολύ σοβαρών αδικημάτων, υπάρχει το ενδεχόμενο σοβαρής κακοποίησης και βασανιστηρίων» (Σπινέλλη κ.ά.1996) και αλλού «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων  θορυβήθηκε όταν έμαθε ότι οι φυλακισμένοι με θετικό HIV, κρατούνταν σε απομόνωση στο Νοσοκομείο Φυλακών Κορυδαλλού» (Σπινέλλη κ.ά. 1996), καθώς επίσης και ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων συνέστησε στις ελληνικές αρχές να αναπτύξουν διάφορα προγράμματα θεραπευτικών δραστηριοτήτων, χρησιμοποιώντας μεγάλο αριθμό μεθόδων θεραπείας (ψυχοκοινωνική θεραπεία, κ.λπ.) και να καταστρώσουν ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα για κάθε ψυχιατρικά άρρωστο» (Σπινέλλη κ.ά. 1996). Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι ο έγκλειστος χρήστης ουσιών στην Ελλάδα είναι εγκαταλελειμμένος, χωρίς ουσιαστικές υποστηρικτικές υπηρεσίες.

Το ΚΕ.Θ.Ε.Α.[3] λειτουργεί Ομάδες Αυτοβοήθειας, με στόχο την παροχή κινήτρων για θεραπεία σε τρεις φυλακές της χώρας από το 1988, όμως τόσο το εύρος της παρέμβασης του ΚΕ.Θ.Ε.Α., όσο και οι στόχοι του προγράμματος που αναπτύσσει δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των έγκλειστων στις ελληνικές φυλακές. Εξαίρεση αποτελεί το Πιλοτικό Πρόγραμμα Απεξάρτησης[4] στις Κλειστές Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, που λειτουργεί από το 1999.

Έτσι λοιπόν η Ελλάδα παρουσιάζεται αδρανής σ’ αυτόν τον τομέα. Γεγονός που την αποκλείει από διεθνή συνέδρια και δίκτυα και προγράμματα ανταλλαγής τεχνογνωσίας, που είναι πολύτιμα για  την εξέλιξή των υπηρεσιών προς τους χρήστες ουσιών.

Το άρθρο που ακολουθεί επιχειρεί να δείξει τις δυνατότητες υποστήριξης του έγκλειστου χρήστη ουσιών και ειδικότερα των γυναικών, έτσι ώστε ο εγκλεισμός να μην είναι μια στείρα τιμωρία, αλλά να γίνει ευκαιρία για τις κρατούμενες να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεών τους και να ενταχθούν στην κοινωνία ως δραστήρια μέλη της.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Μέχρι σήμερα η ανυπαρξία συγκεκριμένων υπηρεσιών στην Ελλάδα για την  υποστήριξη των τοξικο-εξαρημένων κρατουμένων, οδηγεί μεγάλη μερίδα του συγκεκριμένου πληθυσμού στην απελπισία και το θάνατο. Η απουσία υπηρεσιών για τοξικο-εξαρτημένους κρατουμένους στα Σωφρονιστικά Καταστήματα, εκτός των άλλων, μειώνει τη χώρα μας απέναντι στις πρακτικές των Ευρωπαίων εταίρων μας και αποκλείει τη συμμετοχή μας σε ευρωπαϊκά και διεθνή δίκτυα παρόμοιων υπηρεσιών, που στόχο έχουν την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και τον εμπλουτισμό των υπηρεσιών μας.

Την τελευταία δεκαετία γίνονται αρκετές προσπάθειες με τη συναίνεση της πολιτικής και υπηρεσιακής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την κατεύθυνση δημιουργίας υποστηρικτικών υπηρεσιών, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι προσπάθειες αυτές στην πλειοψηφία τους είναι σύντομης χρονικής διάρκειας, χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, οργανώνονται από φορείς χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία και κατανέμονται τυχαία στις φυλακές της χώρας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των κρατουμένων. Δεν υπάρχει καμία έρευνα πριν από τις προσπάθειες αυτές για να διαγνωστούν οι ιδιαίτερες ανάγκες, ούτε ακολουθείται κάποια μέθοδος αξιολόγησης της υπηρεσίας που παρασχέθηκε.

Οι συγκεκριμένες ενέργειες, όπως βραχύχρονα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης της Γενικής Γραμματείας Επιμόρφωσης Ενηλίκων, περιστασιακά σεμινάρια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, καθώς επίσης και η έλλειψη υπηρεσιών υποδοχής των αποφυλακισμένων, ανεξάρτητα της καλής πρόθεσης, δε δημιουργούν σταθερές δομές και έτσι οι εξαρτημένοι κρατούμενοι επιβαρύνονται με συναισθήματα απόγνωσης και ματαιότητας και μοιραία οδηγούνται, για άλλη μία φορά, στο κοινωνικό περιθώριο και την παρανομία. Παράλληλα, οι οικογένειες των εξαρτημένων, οι οποίες ελπίζουν ότι το σωφρονιστικό σύστημα θα συνεισφέρει ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των παιδιών τους, οδηγούνται στο θυμό και την απελπισία και στρέφονται ενάντια στους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας, γεγονός που εκφράζεται με διάφορους τρόπους, όπως προσπάθεια εισαγωγής ουσιών στα καταστήματα κράτησης, δηλώσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κ.λπ. Τρεις είναι οι κυριότεροι λόγοι που αυτές οι προσπάθειες αποτυγχάνουν.

Ο πρώτος είναι ο αποσπασματικός χαρακτήρας αυτών των ενεργειών (6/μηνα – 2/μηνα προγράμματα), ο δεύτερος και πιο σημαντικός είναι ότι κατά τη φάση του σχεδιασμού και της υλοποίησης των παρεμβάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομάδας στόχου και ο τρίτος, οι συνέπειες που επιφέρει ο εγκλεισμός στην προσωπικότητα των κρατουμένων. Μοιραία, λοιπόν, και οι πιο φιλόδοξες ενέργειες δεν βοηθούν. Αντίθετα επιβαρύνουν την ήδη προβληματική κατάσταση των τοξικο-εξαρτημένων.

Η κοινωνική πίεση που ασκείται στους κρατικούς φορείς είναι τεράστια. Μπροστά σ’ αυτήν την πίεση, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε στην ανακοίνωση δημιουργίας ειδικών Καταστημάτων κράτησης θεραπευτικού χαρακτήρα, για εξαρτημένους παραβάτες, προσβλέποντας κυρίως στον κατευνασμό της πίεσης που δέχεται και στην αποσυμφόρηση των ήδη υπαρχόντων Καταστημάτων κράτησης.

Όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει δημοσιοποιηθεί ένα μοντέλο θεραπευτικής παρέμβασης, στο ήδη εν λειτουργία θεραπευτικό κατάστημα σωφρονιστικού χαρακτήρα Θηβών. Δεν έχουν τεθεί οι υπό αξιολόγηση στόχοι, τόσο οι ποιοτικοί όσο και οι ποσοτικοί. Δεν υπάρχει κάποιος φορέας εξωτερικής αξιολόγησης. Τέλος, δεν έχουν τεθεί τα αντικειμενικά εκείνα κριτήρια ένταξης των υποψήφιων θεραπευόμενων. Μοιραία και εύλογα ο κάθε Έλληνας πολίτης που γνωρίζει τη λειτουργία των δημόσιων φορέων υγείας, θέτει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα αυτής της προσπάθειας πριν ακόμη ολοκληρώσει το αρχικό στάδιο εφαρμογής της.

Στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνήσει το βαθμό στον οποίο είναι δυνατόν ο εγκλεισμός ενός εξαρτημένου στη φυλακή, να μην είναι μια στείρα τιμωρία, αλλά μια ευκαιρία την οποία θα αξιοποιήσει για να ενταχθεί μετά την αποφυλάκισή του στην κοινωνία και να γίνει ένα δραστήριο μέλος. Για το σκοπό αυτό, θα εξεταστούν τα βιώματα, οι απόψεις, οι στάσεις και οι σκέψεις των εγκλείστων, που αφορούν τόσο το προσωπικό τους παρελθόν, όσο και το παρόν τους. Θα εξεταστούν οι αντιλήψεις τους για τους θεσμούς του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, καθώς επίσης η δυνατότητα που έχουν οι έγκλειστοι να αξιοποιούν αυτούς τους θεσμούς.

Για να φτάσουμε σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα χρειάζεται να εξετάσουμε τόσο τις θεωρίες για τις εξαρτήσεις, όσο και τα μοντέλα θεραπευτικής παρέμβασης.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Για τις τοξικοεξαρτήσεις έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα και μελέτες που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Υπάρχουν μελέτες φιλοσοφικές, ιατρικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, θρησκευτικές κ.ά., οι οποίες εκφράζουν όχι μόνο στοιχεία για το υπό μελέτη φαινόμενο, αλλά συνήθως κρύβουν και ιδεολογικές – πολιτικές θέσεις και τούτο γιατί η τοξικοεξάρτηση δεν εμφανίζεται μόνο ως παθολογία του ατόμου, αλλά και ως κοινωνικό πρόβλημα. Πολλές φορές ταυτίζεται στις συνειδήσεις μας με άλλα κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές, όπως της ανεργίας και της αστυφιλίας, αλλά και του χουλιγκανισμού και της βίας, καθώς επίσης και με την έκπτωση των αξιών και την αμαρτία. Σε αυτή τη μελέτη επιχειρήθηκε, όσο είναι δυνατό, να αποφορτιστεί η τοξικοεξάρτηση από τις παραπάνω ιδιότητες και να ιδωθεί με αντικειμενικό/ επιστημονικό τρόπο.

Η εξάρτηση από ουσίες, ορίζεται συνήθως, ως μία συμπεριφορά κατά την οποία το άτομο έχει χάσει τον έλεγχο των πράξεών του με επιβλαβείς συνέπειες. Συγκεκριμένα το ICD – 10 την ορίζει ως εξής:

«Πρόκειται για μία δέσμη φυσιολογικών και νοητικών εκδηλώσεων ή εκδηλώσεων της συμπεριφοράς, στις οποίες η χρήση κάποιας ουσίας ή ομάδας ουσιών για ένα συγκεκριμένο άτομο αποκτά πολύ πιο άμεση προτεραιότητα σε σχέση με άλλες συμπεριφορές, οι οποίες κάποτε είχαν μεγαλύτερη αξία για το άτομο αυτό» (Στεφανής, Σολδάτος, Μαυρέας, 1992).

Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί είναι να εξηγηθεί η εξάρτηση, τόσο σε ατομικό όσο και περιβαλλοντικό / κοινωνικό επίπεδο, με στόχο πάντα την πρόληψη και την αποκατάσταση. Όμως από τι καθορίζεται μία θεωρία; Σε τι διαφέρει από την άποψη; Στη βιβλιογραφία συχνά συναντούμε τον όρο «μοντέλο»· είναι το «μοντέλο» μια θεωρία;  Το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ορίζει μία θεωρία σαν «σχέδιο ή σύστημα των ιδεών ή διατυπώσεων που αποτελούν εισήγηση ή απολογισμό μιας ομάδας γεγονότων η φαινομένων» και σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη («Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας» σελ. 118) «το σύνολο προτάσεων, υποθέσεων, αρχών, ιδεών, που είναι οργανωμένες σ’ ένα λογικό σύστημα, το οποίο περιγράφει ή και ερμηνεύει ένα φαινόμενο, γεγονός ή τρόπο δράσεως».

Το περιοδικό Addiction αναφέρει σχετικά με τους όρους «θεωρία» και «μοντέλο», ότι «χρησιμοποιούνται εναλλακτικά. Για να κυριολεκτήσουμε, ένα μοντέλο αναλύεται καλύτερα ως αναπαράσταση βασικών στοιχείων μιας δομής ή ενός συστήματος και είναι έτσι περισσότερο περιγραφικό παρά επεξηγηματικό, αλλά στην πράξη η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μοντέλου και της θεωρίας είναι λεπτή και επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες (West, 2001).

Το Addiction (West, 2001) τέλος, επιχείρησε μια ομαδοποίηση των θεωριών για την εξάρτηση από ουσίες, βασισμένη στο περιεχόμενο που αυτές αναλύουν. Έτσι λοιπόν προτείνει πέντε ομάδες: 1) Η πρώτη ομάδα αφορά στις θεωρίες που προσπαθούν να παράσχουν ευρείες έννοιες για την εξάρτηση. Επομένως, σ’ αυτή την ομάδα βρίσκει κανείς αναλύσεις της εξάρτησης με όρους βιολογικών, κοινωνικών και ψυχολογικών διαδικασιών, β) η δεύτερη ομάδα επιδιώκει να εξηγήσει γιατί συγκεκριμένα ερεθίσματα έχουν την τάση να γίνονται σημείο εστίασης για την εξάρτηση. Περιγράφουν ότι ερεθίσματα που προσφέρουν ευχαρίστηση, ανακούφιση ή διέγερση, γίνονται σημείο εστίασης της εξάρτησης, γ) η τρίτη ομάδα επικεντρώνεται στο να περιγράφει γιατί ορισμένοι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην εξάρτηση περισσότερο από κάποιους άλλους, δ) η τέταρτη ομάδα περιλαμβάνει θεωρίες οι οποίες με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς όρους περιγράφουν συνθήκες που καθιστούν την εξάρτηση περισσότερο ή λιγότερο πιθανή και ε) η πέμπτη ομάδα αφορά σε θεωρίες που καταπιάνονται με την αποκατάσταση και την υποτροπή.

Αυτό το άρθρο δεν επιχειρεί να κριτικάρει και να αξιολογήσει τις θεωρίες, δεν είναι ούτε στις προθέσεις του, ούτε στις δυνάμεις του. Ούτε επιχειρεί συγκριτική ανάλυση των θεωριών, αντίθετα αξιοποιεί τις θεωρίες που έχουν εκφραστεί και έχουν επικρατήσει για να μπορέσει να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των έγκλειστων χρηστών ουσιών στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού.

Η θέση πάντως που συμφωνούν σχεδόν όλες οι θεωρίες, είναι ότι η εξάρτηση από ουσίες αποτελεί ένα πρόβλημα του οποίου τη γέννηση και την εξέλιξη επηρεάζουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι και πάλι μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο μεγαλύτερες κατηγορίες: τους ατομικούς παράγοντες (γενετικούς και μαθησιακούς) και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (οικογένεια, προσωπικότητα, κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικο-πολιτισμικές επιδράσεις).

Για τους γενετικούς παράγοντες ο Λιάππας στη σχετική μελέτη του (Λιάππας 1991), αναφέρει ότι δεν υπάρχουν σημαντικά ερευνητικά δεδομένα και ότι όσα υπάρχουν είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Αντίθετα, στην ίδια μελέτη, για τους μαθησιακούς παράγοντες φαίνεται ότι οι μαθησιακές εμπειρίες σε πρώιμη παιδική ηλικία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κατάστασης της ουσιοεξάρτησης. Σημαντική επίσης είναι η διαπίστωση της ίδιας μελέτης ότι «μερικοί άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν δυσάρεστα –συναισθηματικού τύπου- ερεθίσματα, αναπτύσσουν συμπεριφορές χρήσης και κατάχρησης χημικών προϊόντων…» (Λιάππας 1991). Η ίδια μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το οικογενειακό περιβάλλον και ιδιαίτερα οι παιδικές εμπειρίες, παίζουν βασικό ρόλο για την ανάπτυξη του συνδρόμου της τοξικοεξάρτησης.

Τα ερευνητικά ευρήματα σχετικά με την προσωπικότητα του χρήστη, καταλήγουν στο ότι δεν υπάρχει ένας τύπος προσωπικότητας η οποία ευθύνεται για την ουσιοεξάρτηση, όμως υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι «το άγχος, η κατάθλιψη, η ανάγκη για συναισθηματική εξάρτηση, η έλλειψη τάσης για συμμόρφωση, η συναισθηματική αστάθεια, η υποχονδρίαση, η αμυντικότητα, η επιθετικότητα, η δυσκολία ελέγχου των παρορμήσεων και η δυσκολία ανοχής της ματαίωσης» (Λιάππας 1991).

Φαίνεται ότι ο έφηβος που αρχίζει τη χρήση ουσιών σε ηλικία 15,6 ετών (ΚΕ.Θ.Ε.Α., 2000) και έχει συναναστροφές με διάφορες ομάδες περιθωριακές και με τη δικιά τους υποκουλτούρα χρήσης ουσιών, έχει περισσότερες πιθανότητες να εξαρτηθεί από τις ουσίες σε σχέση με άλλους.

Στην ίδια πάντα μελέτη (Λιάππας 1991), υποστηρίζεται ότι σε κοινωνίες που κάποια ουσία είναι διαθέσιμη, οι ουσιοεξαρτημένοι παρουσιάζουν αύξηση, σαν παράδειγμα αναφέρονται οι Αμερικανοί στρατιώτες στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου η διαθεσιμότητα της ηρωίνης αύξησε σημαντικά τον αριθμό των εξαρτημένων αμερικανών στρατιωτών.

Από όλα τα προηγούμενα φαίνεται η πολυπλοκότητα και ο πολυπαραγοντισμός του προβλήματος της ουσιοεξάρτησης. Για να δημιουργηθεί ένα σύνδρομο ουσιοεξάρτησης, χρειάζεται να συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι και οι πολλαπλοί συνδυασμοί τους.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Σημαντική συμβολή των θεωριών της εξάρτησης από ουσίες, είναι αυτές που αναφέρονται στον τρόπο θεραπευτικής παρέμβασης. Πέρα από τη διαφορετικότητα των θεωριών ως προς τις αρχές των θεραπευτικών προσεγγίσεων, όλοι συμφωνούν ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για την καλή έκβαση της θεραπείας είναι το κίνητρο που έχει ο χρήστης ουσιών για θεραπεία. Κίνητρο το οποίο ποικίλλει ανάλογα με τη φάση της ζωής του χρήστη, την ηλικία του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται. Ο βαθμός επιθυμίας για θεραπεία του χρήστη, ποικίλλει ανάλογα με το σε ποιο στάδιο της «καριέρας» του βρίσκεται.

Οι Prochaska και Diclemente[5], προτείνουν πέντε στάδια επιθυμίας και πορείας προς την αλλαγή του χρήστη και ξεκινούν από την απόλυτη άρνηση του προβλήματός του, το στάδιο του προβληματισμού του χρήστη για την κατάστασή του, το στάδιο κατά το οποίο παίρνει αποφάσεις για τα προβλήματά του, το στάδιο στο οποίο εφαρμόζει τις αποφάσεις του και τέλος το στάδιο κατά το οποίο προσπαθεί να διατηρήσει τα θετικά αποτελέσματα που έχουν προκύψει από την εφαρμογή των αποφάσεών του. Οι Prochaska και Diclemente λοιπόν, προτείνουν ένα μοντέλο θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο χρειάζεται να είναι ευέλικτο και να απαντά στις ιδιαίτερες ανάγκες του χρήστη, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Στη παρούσα μελέτη χρειαζόμασταν μία μέθοδο διερεύνησης επιθυμιών, στάσεων, προκαταλήψεων, ψυχολογικών και κοινωνικών αναγκών, συναισθημάτων, απόψεων, τάσεων, καθώς επίσης και της αξιολόγησης του κινήτρου που είχαν οι κρατούμενες για τη συμμετοχή τους σε κάποιου είδους υποστηρικτικό πλαίσιο. Χρειαζόμασταν κυρίως το βάθος των παραπάνω δεικτών και όχι τη συχνότητα, άρα λοιπόν μια ποιοτική μέθοδο διερεύνησης των παραπάνω. Σαν τέτοια, επιλέξαμε τις Ομαδικές Συνεντεύξεις (Focus Group).

Οι Ομαδικές Συνεντεύξεις «είναι μια τεχνική η οποία προήλθε από την ομαδική θεραπεία, χρησιμοποιήθηκε στην ποιοτική έρευνα αγοράς και θεωρήθηκε κατάλληλη για εφαρμογή στη διερεύνηση ειδικών κοινωνικών ομάδων» (Πουλόπουλος και Τσιμπουκλή, 1995). Χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο χώρο της υγείας, επειδή φέρνει γρήγορα και χωρίς μεγάλο κόστος αποτελέσματα. Στη παρούσα μελέτη η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε ώστε να γίνει: α) διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι έγκλειστες τα προβλήματά τους, τους θεσμούς του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, τις υποστηρικτικές εργασίες και όλο το σωφρονιστικό σύστημα και β) καταγραφή των απόψεων, συναισθημάτων και στάσεων των μελών της ομάδας.

Η αποκωδικοποίηση και ερμηνεία των πληροφοριών έγινε μέσω των διαδικασιών της απομαγνητοφώνησης, επεξεργασίας, ανάλυσης και ερμηνείας των συζητήσεων. Η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίστηκε, ήταν αυτής της απομαγνητοφώνησης. Οι θεματικοί άξονες και τα επιμέρους ερωτήματα που τέθηκαν στην ομάδα, ήταν τα παρακάτω: α) ο χώρος της χρήσης ουσιών, β) το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν, γ) το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και δ) το πρόγραμμα υποστήριξης.

Παράλληλα, πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών συνεντεύξεων λήφθηκε το ερωτηματολόγιο EUROPASI με συνέντευξη προκειμένου να διερευνηθεί το προφίλ των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ

Οι συμμετέχοντες στις ομάδες ήταν έντεκα έγκλειστες χρήστριες ουσιών που συμμετέχουν και στο υποστηρικτικό πρόγραμμα που λειτουργεί από το Κέντρο Πολλαπλής Παρέμβασης στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματείας Επιμόρφωσης Ενηλίκων. Η συμμετοχή στην έρευνα ήταν εθελοντική. Οι κρατούμενες συμμετείχαν, αφού είχαν ενημερωθεί αναλυτικά, για τον τρόπο διεξαγωγής των συναντήσεων, τον τρόπο ανάλυσης των συζητήσεων, την τεχνική υποστήριξη που θα χρησιμοποιούσαμε και τον τρόπο αξιοποίησης των αποτελεσμάτων. Τέλος, τους είχε γίνει σαφές ότι θα τηρηθεί η ανωνυμία και το απόρρητο των πληροφοριών. Κατέστη σαφές ότι σε περίπτωση δημοσίευσης των αποτελεσμάτων, θα αλλαχθούν τα ονόματα και οτιδήποτε μπορεί να προδώσει την ταυτότητά τους. Επίσης ενημερώθηκαν ότι με την ολοκλήρωση του άρθρου, θα καταστραφούν και οι κασέτες με τις συναντήσεις.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Χρόνος και τόπος διεξαγωγής της ομαδικής συνέντευξης

Έγιναν τρεις ομάδες εστίασης, διάρκειας 75 λεπτών της ώρας, τα οποία κατανεμήθηκαν ως εξής. 60 λεπτά συνάντηση και 15 λεπτά αξιολόγηση της συνάντησης και έκφραση συναισθημάτων. Η μία ομάδα από την άλλη, είχαν χρονική απόσταση μιας εβδομάδας και πιο συγκεκριμένα διεξήχθησαν την 15.06.2001, 22.06.2001 και  29.06.2001.

Οι συναντήσεις διεξήχθησαν σε χώρο που έχει παραχωρηθεί από τη φυλακή στο Κέντρο Πολλαπλής Παρέμβασης για τη λειτουργία του υποστηρικτικού προγράμματος. Στο χώρο αυτό γίνονται οι ψυχοθεραπευτικές ομάδες του προγράμματος. Η ομάδα και οι ερευνητές ήταν καθισμένοι σε κύκλο και στη μέση υπήρχε τραπέζι με τα δύο μαγνητόφωνα.

Διεργασία διεξαγωγής και κλίμα

Οι θεματικές ενότητες που έχουν ήδη περιγραφεί στα προηγούμενα κεφάλαια, διερευνήθηκαν, όχι με τη μορφή καθορισμένων ερωτήσεων, αλλά κυρίως σε ένα κλίμα κατευθυνόμενης συζήτησης.

Οι συζητήσεις ήταν ευέλικτες και οι ερωτήσεις ανοιχτές και σε αρκετές περιπτώσεις δεν τηρήθηκε η χρονική σειρά των θεμάτων, έτσι όπως σχεδιάστηκε, αλλά εφ’ όσον η συζήτηση θεματικά δεν υπερέβαινε το πλαίσιο, ακολουθήθηκε η διάθεση της ομάδας.

Σε γενικές γραμμές, όλες οι απαντήσεις ήταν φορτισμένες συναισθηματικά και δόθηκε από τον συντονιστή χρόνος και χώρος έκφρασης των συναισθημάτων. Οι ερωτώμενες συμμετείχαν όλες ενεργά στην ομάδα.

Ενώ υπήρχε αρχικά ενδοιασμός από τον ερευνητή για τη χρήση των κασετόφωνων, εν τούτοις δεν δημιουργήθηκε ούτε εκφράστηκε κάποιο πρόβλημα από τις έγκλειστες που συμμετείχαν, παρ’ όλο που πολλές φορές αυτά που έλεγαν αφορούσαν παραβιάσεις των κανονισμών της φυλακής.

Τέλος, στο τελευταίο στάδιο της ομάδας, αυτό της αξιολόγησης, οι συμμετέχουσες δήλωσαν ότι όχι μόνο ένιωθαν ικανοποιημένες, αλλά τους φαινόταν μικρή η διάρκεια της ομάδας. Επίσης, όλες δήλωσαν ότι αυτές οι ομάδες τις βοήθησαν να οργανώσουν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους και τους προβληματισμούς τους.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Για την καταγραφή της ομαδικής συνέντευξης, χρησιμοποιήθηκαν δύο δημοσιογραφικά μαγνητόφωνα και έγιναν οι απομαγνητοφωνήσεις και των δύο κασετών. Παράλληλα, μαζί με τον συντονιστή της συζήτησης, κατά τη διάρκεια των ομάδων εστίασης, υπήρχε και βοηθός ο οποίος κατέγραφε τα πρακτικά. Αφού οι απομαγνητοφωνημένες κασέτες συγκρίθηκαν και συμπληρώθηκαν, η ανάλυση του περιεχόμενου έγινε από δύο διαφορετικούς ανθρώπους, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί η υποκειμενικότητα του ερευνητή. Όσον αφορά τα στοιχεία που προκύπτουν από το EUROPASI, αυτά αναλύθηκαν στη βάση του SPSS.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Γενικές Πληροφορίες

Η ανάλυση του EUROPASI έδειξε ότι το 63,7% των κρατούμενων που συμμετείχε στην έρευνα ήταν ηλικίας άνω των 30 ετών, με ανώτατο ηλικιακό όριο τα 45 έτη. Ένα μικρό ποσοστό που αγγίζει το 9,1% ήταν ηλικίας 25-30 ετών. Το 63,7% είναι ηλικίας 30 και μέχρι 45 ετών.

Αναφορικά με την κατάσταση υγείας των κρατούμενων, η ανάλυση του ερωτηματολόγιου έδειξε ότι το 45,5% έχει τουλάχιστον μία φορά νοσηλευθεί σε νοσοκομείο. Το 36,4% είναι φορέας κάποιας ηπατίτιδας (B,C), ενώ το 36,4% δεν γνωρίζει εάν είναι φορέας γιατί ή δεν έχει κάνει εξετάσεις ή δεν έχει πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Το 72% δηλώνει κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας.

Επιπλέον, το 54,5% έχει κάνει τεστ για τον ιό του HIV, ενώ το 36,4% όχι, παρ’ όλα αυτά, το 18,2% από όσους έχουν κάνει τεστ για τον ιό του HIV, δεν γνωρίζει τα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με την ανάλυση των ερωτηματολογίων το 45,5% των κρατούμενων δηλώνει μερική ή πλήρη απασχόληση, εν τούτοις το 81,8% δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος την οικογένεια.

Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι το 36,4% των κρατούμενων δηλώνει ως ηλικία έναρξης της χρήσης ηρωίνης στην ηλικία των 16-17 ετών ενώ η «θητεία» στην χρήση ηρωίνης κυμαίνεται από 5 έως 19 χρόνια.

Κύριος τρόπος χρήσης αναφέρεται η εισπνοή από τη μύτη (36,4%) και η ενδοφλέβια (27,5%).

Παράλληλα, το 18,2% του δείγματος δηλώνει ότι σε ηλικία 17 ετών ξεκίνησε τη χρήση κοκαΐνης, ενώ το 36,4% τη χρήση κάνναβης δηλώνει ότι την ξεκίνησε σε ηλικία 14-15 ετών.

Το 27,3% δηλώνει ότι κάνει παράλληλη χρήση ουσιών πάνω από 4 χρόνια.

Όσον αφορά στη λήψη υπερβολικής δόσης ουσιών, το 18,2% των κρατούμενων δηλώνει ότι έχει πάρει υπερβολική δόση τουλάχιστον 4 φορές στη ζωή του, ενώ το 9,1% του δείγματος, τουλάχιστον 10 φορές. Επιπλέον, σε σχέση με τη νομική κατάσταση, το 72,7% του δείγματος, χαρακτηρίζει την κατάσταση  των νομικών του προβλημάτων, πολύ σοβαρή.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ

Η ανάλυση περιεχομένου των Ομάδων Εστίασης  δεν έχει γίνει με τη σειρά που έγιναν οι συναντήσεις, αλλά ακολουθούν τη σειρά: α) Οικογένεια, β) Χρήση, γ) Φυλακή και δ) Θεραπεία για να είναι το κείμενο πιο εύκολα αναγνώσιμο, καθώς οι παραπάνω κατηγορίες προέκυψαν ως οι πλέον σημαντικές σύμφωνα με τα όσα είπαν οι ερωτώμενες. Επίσης, η ανάλυση έχει κατηγοριοποιηθεί σε τρεις μεγαλύτερες κατηγορίες: α) Πριν τη χρήση ουσιών, β) η ζωή μαζί με τις ουσίες και γ) η φυλακή

Για την ανάλυση του περιεχομένου απομαγνητοφωνήθηκαν οι συνεδρίες και στη συνέχεια σημειώσαμε εκείνες τις απαντήσεις που κρίναμε ως τις πλέον ενδιαφέρουσες και αντιπροσωπευτικές, ακόμη και εάν αυτές ήταν ακραίες. Απ’ αυτή την ανάλυση προέκυψαν οι παραπάνω τέσσερις σημαντικές κατηγορίες που αναλύονται στη συνέχεια.

Στην ανάλυση προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε ακόμα και τα συντακτικά και εκφραστικά λάθη που έκαναν οι συμμετέχουσες, προκειμένου να αποδοθεί η αυθεντικότητα των λόγων τους.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΟΥΣΙΩΝ

Η θεματική ενότητα «Οικογένεια» έχει χωριστεί σε δύο υπο-ενότητες. Η πρώτη αφορά στην οικογένεια πριν από το ξεκίνημα της χρήσης ουσιών και η δεύτερη αφορά στην οικογένεια και στις αντιδράσεις που η τελευταία είχε, εφ’ όσον ξεκίνησε η χρήση ουσιών.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΟΥΣΙΩΝ

Το θέμα της οικογένειας ανακίνησε έντονα συναισθήματα θυμού, φόβου και πόνου, ήταν ένα θέμα στο οποίο οι συμμετέχουσες δεν ήθελαν να μπουν σε λεπτομέρειες, ίσως γιατί θεώρησαν ότι ήταν θέμα θεραπευτικής συνάντησης όπως ανέφερε μία κρατούμενη κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Η συντριπτική πλειοψηφία αναφέρει ότι μεγάλωσε σε μία οικογένεια όπου επικρατούσε η βία:

«Έχω συνέχεια μία βία μπροστά στα μάτια μου, όπως και πολλά γιατί, τότε, μετά μεγάλωσα»

«Πριν τη χρήση τσακωνόμασταν με το παραμικρό, δεν ήθελα να βγαίνω έξω…»

 «Ψέμα, υποκρισία, συμφέρον, ένα τέτοιο μπλέξιμο, βία πολύ…»

«Η μητέρα μου άφηνε πολλή ελευθερία, ενώ ο πατέρας όχι, με χτύπαγε…»

«Ο πατέρας μου με χτύπαγε πολύ, πολύ άσχημα…»

Η έννοια της ελευθερίας πάλι ή δεν υπήρχε στην οικογένεια, καταργημένη από τα κοινωνικά «πρέπει» ή ήταν τόσο μεγάλη που εκλαμβανόταν σαν αδιαφορία. Ο πατέρας ήταν απών ή ήταν ο απόλυτος εκφραστής της βίας. Άλλοτε πάλι έλλειπαν και οι δύο γονείς και το παιδί μεγάλωνε μόνο του.

«12 – 13 χρόνων, τελείως μόνη μου στους δρόμους…»

«Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου στα 8. Τον ξαναβρήκα στα 14»

«Έφευγε ο μπαμπάς και γύρναγε μετά από μήνες»

Πολύ συχνά η ομάδα εκφράζει ότι άλλες απαιτήσεις είχε η οικογένεια και άλλα όνειρα είχαν τα παιδιά. Επίσης, συχνά επαναλαμβάνεται ότι είχαν δοθεί στα παιδιά ρόλοι «άλλων», ξένοι από τους ρόλους που ήθελαν τα παιδιά. Άλλα παιδιά έπρεπε να είναι «αγόρια», άλλα έπρεπε να είναι «γονείς», άλλα πάλι απλώς «τέλεια»

«Οι γονείς μου ήθελαν διαφορετικά πράγματα για μένα…είχαν άλλα σχέδια για μένα…»

«Εγώ ήμουν το αγόρι της οικογένειας…»

«Ο ρόλος μου ήταν να υποστηρίζω όποιο γονιό έμενε στο σπίτι, (ήμουν) το αγόρι της οικογένειας που έτρεχε για όλους»

Το σύστημα αξιών της οικογένειας αναφέρεται πολλές φορές σαν ψεύτικο, θολό ή μόνο για να φαίνεται.

 «Μου ζητούσαν να κρύβω και να μη δείχνω αυτό που συμβαίνει…»

«Για άλλα παιδιά η οικογένειά μου θα ήταν τέλεια. Μ’ ενοχλούσε όμως αυτή η κατάσταση»

Η οικογένεια άλλες φορές πάλι, αναφέρεται σαν ιδιαίτερα ελεύθερη απέναντι στα παιδιά, σε τέτοιο βαθμό που τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται το γιατί.

«Εγώ είχα πολλή ελευθερία, αλλά δεν έβρισκα ενδιαφέρον. Δεν μ’ άρεσε αυτό…κάτι δεν μου κόλλαγε»

Σε αντιδιαστολή με την υπερβολική ελευθερία, από κάποιες αναφέρεται  και η υπερβολική αυστηρότητα.

«Ένα παιδί. Σα στρατός νόμου 07:00 να σηκωθεί, εγώ σπίτι πολύ καλό παιδί …» (σ.σ. Η ομιλία στα σπαστά ελληνικά, γιατί προέρχεται από την Αιθιοπία)

Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι σε όλη την παραπάνω κατάσταση, οι συμμετέχουσες δήλωναν ότι ως παιδιά εισέπρατταν αγάπη από τους γονείς τους, ενώ σχεδόν καμία δεν ενοχοποιεί την οικογένειά της, για ό,τι συμβαίνει σήμερα στη ζωή της. Μάλιστα πολλές φορές φροντίζουν  να το ξεκαθαρίσουν αυτό στον συνεντευκτή,

«Μ’ αγαπούσε η μητέρα μου. Εγώ ήμουν αυτή που ξέφυγα από τον καλό δρόμο…»

Όταν οι κρατούμενες κλήθηκαν να απαντήσουν μονολεκτικά τι σημαίνει γι’ αυτές οικογένεια, πατέρας, μητέρα, παιδί, κυριάρχησαν και πάλι έντονα συναισθήματα. Θεωρώ σημαντικό να παραθέσω τις απαντήσεις όπως δόθηκαν και με την ίδια συχνότητα.

Οικογένεια: «Συμφορά», «Φυλακή», «Αδιέξοδο», «Φόβος», «Φόβος», «Νοιάξιμο», «Αγάπη», «Καταπίεση».

Μητέρα: «Αγάπη», «Αγάπη – Τρυφερότητα», «Ανύπαρκτη», «Στοργή», «Έλλειψη», «Αγάπη», «Καταπίεση», «Αδιέξοδο», «Πόνος», «Τρυφερότητα».

Πατέρας: «Ανύπαρκτος», «Ξύλο», «Κακοποίηση», «Βία», «Κακοποίηση- Βία», «Αγαθή ψυχή».

Παιδί: «Αθώο», «Φαντασία», «Πόνος, «Ζωή, «Κάτι που κρύβουμε μέσα μας», «Παιχνίδι», «Ιερό», «Αγαθότητα», «Χρωματιστό».

ΣΧΟΛΕΙΟ

Τι έκανε όμως αυτό το παιδί στο σχολείο, στο δεύτερο πιο σημαντικό περιβάλλον μετά την οικογένεια;

Το φοβισμένο κορίτσι στο σχολείο άλλαζε πρόσωπο, ήταν αντιδραστικό, έκανε παρέα με αγόρια, μάλωνε με τους άλλους μαθητές, έκανε φάρσες, «τους παρέσυρε στο κακό» μάζευε αποτσίγαρα για να καπνίζει. Εκτός από μία περίπτωση, όπου ο οικογενειακός έλεγχος επεκτεινόταν στο ιδιωτικό σχολείο και από μία άλλη περίπτωση όπου το παιδί δεν είχε χρόνο να σκεφθεί γιατί δούλευε, όλες οι άλλες περιπτώσεις δεν είχαν ενταχθεί στο σχολικό σύστημα, ένιωθαν ελεύθερες, όπως τουλάχιστον οι ίδιες δήλωσαν στη διάρκεια της συνέντευξης.

«Εγώ ήμουν πολύ αντιδραστική… αντικοινωνικό παιδί…»

«…πολύ αντιδραστικό παιδί… ήμουν βίαιη…η παρέα μου ήταν αγόρια…»

Δεν είχα πολλούς φίλους…»

Από το σχολείο ήδη, φαίνεται να προβαίνουν σε παραβατικές, για την ηλικία τους, όπως αναφέρουν οι ίδιες, πράξεις (κάπνισμα, κλέψιμο από την καντίνα, τσακωμοί). Δεν τις ένοιαζε να κρυφτούν κατά τη διαδικασία της συνάντησης, αντίθετα έδειχναν να καμαρώνουν γι’ αυτά τα «κατορθώματα».

Κανονικά το σχολείο είναι και ένας χώρος συνεύρεσης ομηλίκων, ένας χώρος που οι ομότιμοι κάνουν σχέσεις, ανταλλάσσουν εμπειρίες και συχνά αυτο-καθοδηγούνται. Για τις ερωτώμενες όμως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, δυσκολευόντουσαν στις σχέσεις ομότιμων, έκαναν παρέα μόνο με αγόρια ή με κανέναν.

«Δεν μου άρεσε το σχολείο…δεν έκανα ποτέ παρέες στο σχολείο…»

«Δεν είχα πολλούς φίλους…»

«Ήμουνα το περιθωριακό παιδί στο σχολείο…»

Αλλά ποια είναι η αυτοεικόνα ενός παιδιού που ζει διαφορετικά στο σπίτι από ό,τι στην οικογένεια;

«Ζούσα μουλωχτά»,

«Φαινόμουν ώριμη. Φαινόμουν, δεν ήμουν»,

«Ενώ πάντα είχα καλούς τρόπους, στο σχολείο ήμουν αλλιώς».

Η εντύπωση λοιπόν για τον εαυτό ήταν ότι «είμαι υποκριτής» και μοιραία γεννιόταν το ερωτηματικό είμαι καλός ή κακός; Σε όλα αυτά προστίθενται και οι επιταγές της οικογένειας ή του ευρύτερου περιβάλλοντος της, για θαρραλέους ανθρώπους γεμάτους αυτοπεποίθηση. Τι κάνει τότε το παιδί; Η ομάδα δίνει πολύ γλαφυρά την απάντηση. Γίνεται βίαιο, έχει δύο πρόσωπα, άλλο στην οικογένεια άλλο στο σχολείο:

«Έπρεπε να αποδείξω ότι αξίζω και δεν φοβάμαι.»

ΦΙΛΙΑ – ΣΧΕΣΕΙΣ

Από τη συνέντευξη προέκυψε ότι για τις περισσότερες συμμετέχουσες δεν υπήρχαν φίλες, πιο εύκολα έμπαιναν σε αγορίστικες παρέες, λίγο αλήτικες, λίγο παράνομες, λίγο βίαιες. Η έφηβη αυτή δεν έχει εκπαιδευθεί στην ανθρώπινη σχέση, δεν μπορεί να κάνει σχέση με τις ομότιμες και ομόφυλές της. Προσεγγίζει ή άτομα μεγαλύτερης ηλικία ή έτοιμες παρέες αγοριών.

Φαίνεται ότι για τη γυναίκα αυτή, μεγαλύτερη είναι η ανάγκη να ανήκει κάπου, παρά να έχει σχέσεις φιλίας και ισοτιμίας.

«Φίλους δεν είχα ποτέ. Συμμαθητές ή συναθλητές»,

«Εγώ και οι φίλοι. Ποτέ δεν ήμασταν εμείς»

«Πάντα έκανα παρέα με μεγάλους…»

«Δεν θυμάμαι φίλους»

Οι αυθόρμητες απαντήσεις που δίνουν για τους φίλους τους, φανερώνουν ή την εξιδανίκευση των φιλικών σχέσεων σε τέτοιο βαθμό που φαντάζουν απρόσιτες, ή την καταρράκωσή τους. Τα συναισθήματα είναι κυρίως πόνου και καχυποψίας όπως φαίνεται από τις αυθόρμητες απαντήσεις στην ερώτηση τι σημαίνει φίλος;

Φίλος: «Αγάπη», «Εχθρός», «Δεν υπάρχει (γέλιο)», «Πού’ ντος;», «Μακριά», «Μαύρο», «Καταπίεση», «Αδιέξοδο», «Πόνος – Αυστηρότητα»

ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ – ΣΧΕΣΕΙΣ

Ποια είναι η ερωτική ζωή αυτής της έφηβης;

Από τη συζήτηση, ξεχωρίζουν δύο τάσεις, οι περισσότερες δηλώνουν ότι πριν από τη χρήση δεν είχαν ερωτικές σχέσεις -πιθανόν λόγω του νεαρού της  ηλικίας τους κατά την έναρξη της χρήσης- και οι υπόλοιπες, ενώ είναι ερωτικά δραστήριες και παίρνουν ευχαρίστηση φαίνονται όμως μπερδεμένες. Συγκεκριμένα, μία περίπτωση δηλώνει ότι αναζητούσε τον πατέρα της, η άλλη ότι δεν μπορούσε να είναι «πιστή» και η τρίτη ότι ενθουσιαζόταν πολύ εύκολα.

«Αν δεν μου έκανε, πήγαινα με άλλον»

«Λίγη (σ.σ. χαρά, ικανοποίηση)»

«Δεν θυμάμαι ερωτική ζωή πριν τα ναρκωτικά»

Οι μονολεκτικές απαντήσεις σχετικά με τον έρωτα, και πάλι εξιδανικεύουν τις ερωτικές σχέσεις, καθιστώντας τις απρόσιτες.

Έρωτας: «Κάτι όμορφο», «Το παν», «Ανίκατε μάχας», «Όμορφο», «Παραμύθι», «Καρδούλες»

Σύντροφος: «Νοιάξιμο», «Ενδιαφέρον», «Αγάπη», «Τρυφερότητα», «Γκρι», «Κάτι που έχασα», «Δεν ξέρω», «Δεν γνώρισα», «Δεν υπάρχει», «Άσπρο (σ.σ. ηρωΐνη)», «Γόβα στιλέτο»

 

ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

Όλες οι ερωτώμενες, δυσκολεύτηκαν να διαχωρίσουν τη διασκέδαση από τη χρήση ουσιών, όπως επίσης δυσκολεύτηκαν να τοποθετήσουν τις μνήμες τους χρονικά. Αναφέρουν πάντως πως ήταν δραστήριες στο αθλητισμό, στη γειτονιά, στα πάρτι. Μόνο μία περίπτωση δηλώνει ότι την είχαν περιορισμένη και με συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ερώτηση αυτή, οι αλλοδαπές (Αλβανία, Αιθιοπία) δεν απάντησαν καθόλου. Επίσης δεν απάντησε, αλλά μόνο έκλαιγε μία τσιγγάνα.

«Αθλητικός τρόπος ζωής, όχι διασκέδαση»

Σημαντική επίσης είναι η αναφορά της ερωτώμενης,

«Το παιχνίδι ήταν για μένα το καταφύγιο από τους τσακωμούς»

ΧΡΗΜΑΤΑ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Οι σχέσεις με τα χρήματα ήταν άλλη μία πολύπλοκη κατάσταση. Σε όσες έδινε η οικογένεια χαρτζιλίκι δεν έφτανε και γι’ αυτό έκλεβαν. Άλλες πάλι έπαιζαν τζόγο. Ποτέ όμως δεν υπήρξε μία ομαλή σχέση με τα χρήματα, του τύπου ξοδεύω όσα έχω και μετά περιορίζομαι ή δουλεύω νόμιμα για να έχω χρήματα.

«Έπαιζα χαρτιά…»

«Έπαιρνα από παντού…»

 «Ποτέ…δεν κατάλαβα τι έννοια έχει το χαρτζιλίκι…μεγάλη φτώχεια… δούλευα πάρα πολύ»

«Έκλεβα δίφραγκα…για χύμα τσιγάρα».

 

ΕΝΑΡΞΗ ΧΡΗΣΗΣ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Όταν η κουβέντα έρχεται στα πρώτα χρόνια της χρήσης, στο ξεκίνημα της «καριέρας» τους με τις ουσίες, είναι όλες συνοφρυωμένες, δείχνουν να στρέφονται στον εαυτό τους και οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία.

Τα λόγια της ομάδας περιγράφουν πολύ γλαφυρά τα συναισθήματα που μπορεί να βίωσε μια έφηβη όταν άρχισε να παίρνει ναρκωτικά:

Ι.: «Έκλαιγε, δεν μπορούσε να με κάνει καλά (σ.σ. η μητέρα)….. έλειπε πολλές ώρες, τσακωνόμασταν, έφευγα».

Κ.: «…..δεν με ένοιαζε να κρυφτώ».

Κ.: «Δεν είχα ανάγκη να κρυφτώ. Ό,τι ήθελα να κάνω, το έκανα.»

Α.: «Όταν έπινα (ήμουν) πολύ δυνατή. Δεν φοβόμουν τίποτα. Ό,τι ήθελα να κάνω το έκανα ελεύθερη.»

Χ.: «Ένιωθα πολύ δυνατή. Είχα ανοίξει πόλεμο με το θάνατο. Τίποτα δεν μπορούσε να με πειράξει. Μόνο τον εαυτό μου φοβάμαι. Φοβάμαι και τον απέναντι. Μου έδωσε τρομερή δύναμη η χρήση. Πίνοντας μια ψιλή, δεν φοβόμουν τίποτα και κανένα.»

Παρόλο που όλες οι απαντήσεις φανερώνουν θυμό, πόνο, βία και τσακωμούς με την οικογένεια, τα συναισθήματα που εκφράζονται στις αυθόρμητες απαντήσεις είναι εντυπωσιακά αντίθετα στην πλειοψηφία τους, ειδικότερα οι απαντήσεις στην κύρια ουσία κατάχρησης. Όταν ρωτήθηκαν οι συμμετέχουσες τι τους έρχεται στο νου όταν ακούν τις λέξεις «ηρωίνη, χασίς, χάπια», προέκυψαν οι παρακάτω απαντήσεις:

Ηρωίνη: «Θάνατος», «Συναρπαστικότητα», «Μεγαλείο», «Κίνδυνος», «Έρωτας», «Ψυχαγωγία», «Βασίλειο», «Ένας ήρωας που μας…», «Στίγμα», «Τι το θες άμα υπάρχει κοκαΐνη», «Έρωτας…ανανέωση», «Αργός θάνατος»

Χασίς: «Γέλιο», «Όχι πάντα», «Έρωτας», «Παράνοια», «Απομόνωση», «Κοροϊδία», «Στάχτη», «Απόλαυση»

Χάπια: «Τίποτα», «Μπέρδεμα, ρομπότ», «Παραισθήσεις», «Χάλασμα (σ.σ. συναισθηματικό)», «Καταστροφή», «Χάσιμο χρόνου», «Για ώρα ανάγκης», «Άγαλμα»

 

Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΙΣ ΟΥΣΙΕΣ

Αλλά πώς είναι η ζωή από εδώ και πέρα; Ποιος είναι ο χρήστης ουσιών και ποια η χρήστρια ουσιών, βιώνουν διαφορά ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα; Πώς είναι η φυλακή; Υπάρχει διέξοδος και πώς; Πώς τις έχουν επηρεάσει οι συνθήκες της πιάτσας και της φυλακής; Ποια είναι τα στερεότυπα που επικρατούν;

ΧΡΗΣΤΗΣ ΟΥΣΙΩΝ

Οι περισσότερες θεωρούν το χρήστη ένα άτομο ευαίσθητο (αδύναμο) που εξαναγκάζεται να γίνει σκληρός και ο οποίος παίρνει ναρκωτικά για να ξεπεράσει προσωπικές του δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά είναι τελικά αλυσοδεμένος και απογοητευμένος από τον εαυτό του, τη ζωή του και τους ανθρώπους. Στην παραπάνω άποψη εκφράστηκε μία διαφορετική γνώμη, ότι ο χρήστης ουσιών είναι άνθρωπος που εκφράζεται πιο ελεύθερα.

«Δεν μπορεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες και πίνει να αντεπεξέλθει»

«Αλυσοδεμένος»

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΔΡΩΝ – ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Φαίνεται ότι οι μεγαλύτερες σε ηλικία, άρα και για πιο πολλά χρόνια στη χρήση, έχουν διαφορετική εικόνα του άντρα – χρήστη από τις νεότερες. Οι μεγαλύτερες φαίνεται ότι έχουν καταρρίψει το στερεότυπο του άνδρα – δυνατού και βλέπουν πιο πολύ την εξαθλιωμένη εικόνα του χρήστη, ενώ οι νεότερες διακρίνουν στον άντρα στοιχεία «ήρωα» όπως ότι

«ο άνδρας δεν κρύβεται» και ότι είναι

«πιο δυνατός».

«Οι γυναίκες πιο πονηρές»

«Ο άνδρας είναι δυνατός, η γυναίκα ξεπέφτει γρήγορα»

Στη διάρκεια ωστόσο της συνέντευξης, οι νεότερες σε ηλικία, γυναίκες  έδειχναν να πείθονται από τις μεγαλύτερες. Τα συναισθήματα που δήλωναν ότι είχαν για τους άρρενες χρήστες ήταν κυρίως υποτίμηση, λύπηση και πολλές φορές τρυφερότητα.

Οι γυναίκες χρήστριες θεωρούν τις γυναίκες πιο ικανές να επιβιώσουν στην «πιάτσα», εφόσον πιστεύουν ότι διαθέτουν περισσότερα όπλα από τον άντρα. Τα κύρια χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδουν στις γυναίκες χρήστριες είναι η πονηριά, η βία, η ευελιξία και η εκπόρνευση. Διακρίνουν μία τάση της γυναίκας να παίρνει αντρικούς ρόλους, όπως το να γίνεται «άκρη» (δηλ. μικρο-έμπορος) και να αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη για τις, από κοινού με τον άντρα, παραβατικές πράξεις στις οποίες εμπλέκεται.

«η γυναίκα παίρνει πάνω της τα δικαστήρια». Αυτό το τελευταίο γίνεται γιατί τα δικαστήρια δείχνουν επιείκεια για τις γυναίκες, αλλά και γιατί οι γυναίκες «αντέχουν» πιο πολύ στη φυλακή.

Θα πίστευε κανείς ότι οι γυναίκες χρήστριες και κρατούμενες προβάλλουν μία ηρωοποιημένη εικόνα για τις γυναίκες –χρήστριες, όμως όταν μιλούν πιο προσωπικά για το ρόλο τους και τη ζωή τους, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι ο πόνος, το παράπονο και η ντροπή. Θεωρούν τον εαυτό τους θύμα της ανικανότητας του άνδρα να αναλάβει τις ευθύνες της χρήσης. Θεωρούν ότι η γυναίκα καταρρέει πιο γρήγορα από τον άντρα και έτσι το πρόβλημά της γίνεται πιο γρήγορα εμφανές στον κοινωνικό περίγυρο και κατά συνέπεια οδηγούνται στον κοινωνικό αποκλεισμό πιο γρήγορα από τον άντρα.

Σε αυτό τον αποκλεισμό προστίθεται η πορνεία σαν αναγκαίο κακό και πολλές φορές ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και παιδιά. Εκεί η γυναίκα, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, χρειάζεται να «σκληρύνει» ακόμη περισσότερο, παίρνοντας μεγαλύτερες δόσεις ναρκωτικών, εφόσον κανένα υποστηρικτικό δίκτυο δεν υπάρχει για να τις στηρίζει. Η οικογένεια συνήθως δεν υπάρχει, ο πατέρας δεν υπάρχει και ο προαγωγός (νταβατζής) είναι συνήθως χρήστης που ούτε καν «προστασία» μπορεί να προσφέρει, αλλά μόνο να οικειοποιείται τα χρήματα που βγάζει η γυναίκα και να φέρνει ναρκωτικά.

«Η γυναίκα είναι πιο πολύ θύμα από τον άνδρα. Άμα είσαι πουτάνα σε καταπατάνε όλοι, απλά θέλουν τα λεφτά σου και ο αγαπητικός θέλει να είσαι πιστή (γελά), οι γονείς τρελαίνονται».

Η γυναίκα –χρήστρια σ’ αυτή τη δεινή θέση έχει να παλέψει και με το σύστημα αξιών της πιάτσας και να αποδείξει ότι αξίζει να υπάρχει μέσα σε αυτή. Όπως οι ίδιες αναφέρουν νιώθει την ανάγκη κάπου να ανήκει.  Έτσι λοιπόν πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι πόρνη από ευχαρίστηση ή επιλογή, αλλά από ανάγκη. Ότι δεν είναι «ρουφιάνα» γιατί έτσι θα έρθει η τιμωρία της πιάτσας και «θα κλείσουν όλες οι πόρτες». Γι’ αυτό λοιπόν, όπως η ανάλυση δείχνει, οι γυναίκες αναλαμβάνουν την ευθύνη για όλες τις κατηγορίες, προκειμένου να αναγνωριστούν ως άξιες από την «πιάτσα» και να βρουν τη θέση τους και το ρόλο τους μέσα σ’ αυτήν.

Το ίδιο βέβαια δε συμβαίνει και με τον άνδρα – χρήστη, ο οποίος αν «ρουφιανέψει», θα συγχωρηθεί πρώτα-πρώτα από τη γυναίκα και μετά από την υπόλοιπη πιάτσα, αναγνωρίζοντάς του «ελαφρυντικά», όπως το ότι είναι πολύ «άρρωστος».

Έτσι λοιπόν έχουμε μία γυναίκα, η οποία στην ήδη επιβαρημένη ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική κατάστασή της μέσα στην πιάτσα, έχει να υιοθετήσει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο, αυτόν της «πονηρής, ευέλικτης αλλά και ευαίσθητης». Στην πιάτσα υιοθετεί το ρόλο του θύματος σε αντίθεση με τον άνδρα, που υιοθετεί το ρόλο του κλέφτη. Σε καταστάσεις δύσκολες, όπως είναι η σύλληψη ή η απαγγελία κατηγοριών, η γυναίκα αποδέχεται όλες τις ευθύνες για τις αξιόποινες πράξεις σε αντίθεση με τον άνδρα.

Συνεπώς, από τη μία πλευρά γίνεται θύμα του άντρα, από την άλλη αναλαμβάνει όλα τα βάρη και γίνεται μαχητική. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η γυναίκα λειτουργεί ως πόρνη ή υποψήφια πόρνη, συγχρόνως παραμένει «πιστή» στο σύντροφό της. Παράλληλα, αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες της όποιας παραβατικής συμπεριφοράς για να καταξιωθεί στην κοινωνία της πιάτσας.

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΡΙΑ ΟΥΣΙΩΝ

Το κλίμα της ομάδας βαραίνει πολύ όταν το θέμα περιστρέφεται γύρω από το ποια είναι η μητέρα – χρήστρια. Τα συναισθήματα του πόνου και της ενοχής πλέον δεν κρύβονται, οι γυναίκες της ομάδας όταν μιλάνε κλαίνε και όσες δεν μιλάνε επίσης κλαίνε. Οι μητέρες της ομάδας έχουν παραλύσει από τις ενοχές αλλά και όσες δεν είναι μητέρες, δείχνουν τέλεια ταυτισμένες.

Η γυναίκα –χρήστρια επιφυλάσσει ένα μεγάλο και μακρύ «κατηγορώ» για τη μητέρα –χρήστρια, η οποία ταυτίζεται και με το ρόλο της «νοικοκυράς». Αυτό που φαίνεται είναι ότι στην αρχή του ρόλου της σαν «μητέρα», τρέχει και φροντίζει για όλους και όλα, παιδί, σύντροφος, χρήση κ.λπ. Γρήγορα όμως, μέσα σε έναν ωκεανό ενοχών, τα παρατάει και βουλιάζει στην απραξία, ενώ στην καλύτερη περίπτωση αναλαμβάνουν οι γιαγιάδες την ανατροφή του παιδιού. Στην αντίθετη περίπτωση, σέρνεται μαζί το παιδί στην επαιτεία, εφόσον η πορνεία αποκλείεται, λόγω διαφορετικών πλέον συνθηκών. Το δε «σπιτικό» πολλές φορές μοιάζει εγκαταλελειμμένο, και  έτσι είναι:

«τόσο βρώμικο, που στο πάτωμα φυτρώνουν πράγματα».

«Άμα είσαι πόρνη, η οικογένεια σε εγκαταλείπει, ντρέπονται, φεύγουν…αν σου τύχει και κάνα παιδί τότε…»

ΦΙΛΙΑ – ΕΡΩΤΑΣ

Όταν οι ερωτήσεις περιστράφηκαν γύρω από το θέμα του έρωτα και της φιλίας, τα συναισθήματα ήταν κυρίως πικρία και απογοήτευση, που εκφραζόταν με ειρωνικά ή και πικρόχολα σχόλια.

Σε γενικές γραμμές, φιλία δεν υπάρχει στην πιάτσα. Ψήγματα φιλίας αναπτύσσονται μόνο μεταξύ αντρών και γυναικών και όχι μεταξύ γυναικών. Ένα νέο στοιχείο που έρχεται στην επιφάνεια είναι αυτό της ομοφυλοφιλίας, όπου κατά γενική ομολογία, αν μία γυναίκα δεν γίνει πόρνη, τότε θα γίνει ομοφυλόφιλη, ίσως για να εκμεταλλεύεται μία άλλη γυναίκα.

Επίσης, ο έρωτας παίρνει μία διαφορετική διάσταση, εφόσον η ερωτική διάθεση μεταξύ χρηστών είναι σπάνιο φαινόμενο. Φαίνεται να είναι πιο πολύ μία συμμαχία («τακίμι»), παρά μία συναισθηματική σχέση. Όλα τα χαρακτηριστικά που έχουν προαναφερθεί, είναι παρόντα.

«Η γυναίκα φίλη δεν έχει μπέσα»

«Πιο εύκολα εμπιστεύεται έναν άνδρα»

«Περισσότερο νοιάξιμο η γυναίκα»

Η βία στις ερωτικές σχέσεις είναι παρούσα. Από τις απαντήσεις φαίνεται ότι και ο άνδρας και η γυναίκα είναι βίαιοι. Αιτία συχνότερης σύγκρουσης είναι η ουσία χρήσης, δηλ. Ποιος παίρνει παραπάνω από τον άλλο, ποιος κλέβει ποιον κ.λπ.

ΦΥΛΑΚΗ. ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ -Η

Η κρατούμενη χρήστρια, θεωρεί τον εαυτό της ένα πιόνι σ’ ένα παιχνίδι οικονομικών συμφερόντων. Παρόλο που ανήκει στη μεγαλύτερη ομάδα κρατουμένων, βιώνει περιθωριοποίηση και αποκλεισμό. Πιστεύει ότι είναι ένας κρίκος σε μία αλυσίδα όπου ο καθένας έχει ανάγκη τους υπόλοιπους για να υπάρξει.

«Ακόμα και μέσα (σ.σ. φυλακή) είμαστε περιθωριακοί»

Η κρατούμενη χρήστρια πιστεύει, επίσης, ότι είναι πιο βίαιη από τον άνδρα κρατούμενο, πιο μοναχική, ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται από τις συγκρατούμενές της είναι πιο σκληρές και άγριες. Όμως οι συνθήκες κράτησής της είναι πιο ανθρώπινες από αυτές των αντρών. Τέλος, θεωρεί ότι πρέπει να ανήκει σε μία από τις δύο ομάδες, υιοθετώντας παθητική ή ενεργητική ομοφυλοφιλική στάση.

Η καθημερινότητα στη φυλακή χαρακτηρίζεται από φασαρίες, ρουτίνα, απάθεια, αδικία και καμία προοπτική εξέλιξης. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις γυναίκες κρατούμενες είναι επιφανειακές, σχέσεις συμφέροντος και εκμετάλλευσης. Επικρατεί η μοναξιά, ο θυμός, ο φόβος.

«Τρέξιμο, νταραβέρι, βία ρουτίνα»

«Τίποτα δεν είναι αληθινό»

«Όλες είναι μόνες, τρομαγμένες, θυμωμένες»

Στην ομάδα επικρατούν επίσης πολλά στερεότυπα για τις γυναίκες. Θεωρούν ότι δεν αντιμετωπίζονται σαν άτομα, αλλά σαν «είδος», σαν ομάδα και ότι αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αδιαφορία και σκληρότητα. Θεωρούν ότι παρόλο που δεν έχουν κάνει μεγάλο κακό στην κοινωνία, όπως π.χ. ένας καταχραστής δημόσιου χρήματος, εν τούτοις αντιμετωπίζονται πιο σκληρά. Αποδίδουν στην ομάδα των χρηστριών όμως το φταίξιμο, εφόσον, όπως λένε, οι χρήστριες ενδιαφέρονται συνεχώς για το πώς θα παραβιάσουν τους κανονισμούς και θα περάσουν ναρκωτικές ουσίες στις φυλακές.

Η έννοια του σωφρονισμού είναι αποδεκτή στα πιστεύω τους και ταυτίζεται με αυτή της θεραπείας, όμως θεωρούν ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις φυλακές, πρώτον γιατί το σύστημα δεν ενδιαφέρεται και δεύτερον, γιατί δεν υπάρχει εκπαιδευμένο προσωπικό. Θεωρούν ότι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο τους, λόγω ελλιπούς ή ανύπαρκτης εκπαίδευσης. Πιστεύουν ότι ο σωφρονιστικός υπάλληλος θα πρέπει να έχει διαλέξει αυτή τη δουλειά, να εκπαιδευθεί κατάλληλα και επαρκώς και στη συνέχεια να είναι βοηθητικός ως προς τις κρατούμενες.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αναφέρουν είναι η συγκατοίκηση, την οποία η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί δύσκολη και προβληματική. Πολλές φορές η συγκατοίκηση αποτελεί τροχοπέδη, όταν κάποια από τις κρατούμενες προσπαθεί να «κόψει» από τη χρήση και η συγκάτοικός της όχι. Αυτή που προσπαθεί, θα κατηγορηθεί, θα θεωρηθεί μαλθακή και ότι έχει υποκύψει στις επιταγές της κοινωνίας.

Παρόλα αυτά, το κελί ή «κλουβί», είναι μία όαση στο θόρυβο της φυλακής, είναι ένα προνόμιο, παρόλο που μπορείς να κάνεις μέσα μόνο πέντε βήματα.

Ο συγκατηγορούμενος επίσης παίζει σημαντικό ρόλο και επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της κρατούμενης, της προκαλεί «βάρος» και ενοχές αν η κρατούμενη θεωρεί τον εαυτό της υπαίτιο για τον εγκλεισμό του και θυμό όταν συμβαίνει το αντίθετο.

Αξίζουν επίσης προσοχής, οι μονολεκτικές απαντήσεις που έδωσε η ομάδα για έννοιες που σχετίζονται με το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, όπως είναι «το δικαστήριο, ο δικηγόρος, η έδρα, το κελί το επισκεπτήριο, ο υπάλληλος, το φάρμακο και η πρέζα». Οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούν οι κρατούμενες για να αποδώσουν νόημα στις παραπάνω έννοιες, δείχνουν τόσο τη συναισθηματική τους φόρτιση όσο και τη στάση τους απέναντι στο ποινικό σύστημα.

Δικαστήριο: «Βάρος», «Αγωνία», «Φόβος», «Κρίση», «Αδικία», «Νόμος»

Δικηγόρος1: «…», «…», «Κάτι δίνουν, κάτι παίρνουν», «Πιο πολύ παίρνει», «Τους συντηρούμε. Είμαστε η ζωή τους»

Έδρα (σ.σ. δικαστή)2: «Σκληρή», «…», «Τι θα σου τύχει», «…», «…»

Κελί: «Κλουβί», «Μαυρίλα, τάφος», «Ησυχία», «Ησυχία», «Ένας τρόπος να κρυφτείς», «Καταφύγιο», «Καταφύγιο», «Τύχη»

Επισκεπτήριο: «Χαρά», «Ανακούφιση», «Εγώ δεν το ξέρω», «Κατάθλιψη», «Επικοινωνία», «Δυσκολία», «Ενοχές», «Θυμός», «Αγωνία», «Νευρική κρίση», «Αγωνία», «Ενημέρωση με τον έξω κόσμο»

Υπάλληλος (σωφρονιστικός)3: «Αδιάφορος», «…», «…».

Φάρμακο (ψυχοφάρμακα που δίνει ο ψυχίατρος της φυλακής): «Τρόπος ελέγχου της φυλακής», «Τρόπος διαβίωσης στη φυλακή», «Υποκατάστατο», «Καταστολή συναισθημάτων», «Εκρήξεις βίας», «Φεύγεις από την πραγματικότητα», «Χειρότερη χαρμάνα» (σ.σ. στερητικό σύνδρομο), «Ένας τρόπος να βγεις από τη φυλακή σου»

Πρέζα (σ.σ. ηρωίνη): «Παραμύθιασμα», «Μαστούρα», «Ακριβή», «Πάμφθηνη», «Δύναμη», «Για μένα η αγάπη μου», «Ενέργεια που αποδίδει αρνητικά», «Συναρπαστικό», «Τρέξιμο», «Γέμισμα της ημέρας», «Αδιαφορία για τη φυλακή»

 

ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν οι προσδοκίες που έχουν οι γυναίκες από την οικογένειά τους όταν θα βγουν από τη φυλακή. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι γυναίκες-κρατούμενες ελπίζουν ότι η οικογένεια θα παραβλέψει την πριν από τη φυλακή συμπεριφορά και θα τις υποδεχθεί με τρυφερότητα και υποστήριξη, έτσι ώστε να επουλωθούν οι πληγές της φυλακής. Αυτό που φοβούνται είναι η αδιαφορία και η έλλειψη εμπιστοσύνης που μπορεί να αντιμετωπίσουν, καθώς επίσης και την πιθανότητα να μην έχει αλλάξει τίποτα στις οικογενειακές σχέσεις.

Χαρακτηριστικές είναι οι απαντήσεις τους για το πώς ελπίζουν να τις αποδεχθεί η οικογένεια:

«Πλήρη υποστήριξη και φροντίδα»

«Ανακούφιση»

Και πώς φοβούνται ότι θα είναι πραγματικά:

«Δεν θα τους νοιάζει»

«Τράβα το δρόμο σου»

Στην ερώτηση αυτή υπήρξε αρκετή αμηχανία και νευρικότητα. Οι περισσότερες δεν ήθελαν να παρουσιάσουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο για μετά τη φυλακή, πιθανόν γιατί ήξεραν ότι το θεραπευτικό πρόγραμμα που συμμετείχαν έχει και πρόγραμμα επανένταξης και φοβόντουσαν ότι θα ήταν διαφορετικό από τα δικά τους σχέδια. Ίσως πάλι δεν είχαν συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά έλπιζαν στον σύντροφό τους. Οι περισσότερες παρ’ όλα αυτά, έχουν φτιάξει ένα σχέδιο ζωής για όταν βγουν από τη φυλακή, στο οποίο συμπεριλαμβάνουν και το σύντροφο-χρήστη, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, που έχουν αρκετό καιρό στο πρόγραμμα υποστήριξης και το σχέδιό τους είναι συνδεδεμένο με την απεξάρτησή τους.

Βγαίνοντας έξω, στο χώρο της πιάτσας, θεωρούν ότι θα έχουν ανέβει στην υπόληψη των άλλων χρηστών και αυτό που φοβούνται είναι ότι όλοι θα θέλουν να τις κεράσουν ή να «δουλέψουν» μαζί, εφόσον έχουν περάσει τις εξετάσεις αξιοπιστίας. Άνθρωποι «καθαροί» από ουσίες δεν υπάρχουν γι’ αυτές ή αυτοί που υπάρχουν, συνήθως εργοδότες, δε θα τις δεχθούν και πάλι στη δουλειά. Το μόνο περιβάλλον που θα τις δεχθεί είναι η  «πιάτσα» των χρηστών ουσιών.

Σημαντικότερες απαντήσεις ήταν:

«Για μένα είναι αδύνατο να ξαναπάω εκεί» (σ.σ. πορνεία)

«Κέρασμα» (σ.σ. από χρήστες)

«Οργάνωση για καμιά καλή δουλειά» (σ.σ. παράνομη)

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ

Η συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα θεραπείας της εξάρτησης μέσα στη φυλακή, τους δημιουργεί μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που ζούσαν μέχρι τώρα και τους προκαλεί μεγάλη έκπληξη το πόσο διαφορετικές μπορεί να είναι οι πράξεις μίας κρατούμενης στο θεραπευτικό πρόγραμμα και στη φυλακή.

Διαπιστώνουν ότι η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα εμπνέει σεβασμό στους άλλους, τόσο στους κρατούμενους όσο και στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους.

Χαρακτηριστικά αναφέρουν:

«Έχω μπει σε μία σειρά…εδώ βρίσκεις πράγματα σημαντικά, βρίσκεις αξίες ξεχασμένες, θες να ζήσεις».

«Εδώ βρίσκεις αυτό που έχεις καταχωνιάσει μέσα σου και δεν το έβρισκες».

«…..μπορώ να μιλάω χωρίς να φοβάμαι….»

«Εδώ χωρίς να το καταλάβεις πέφτουν οι μάσκες. Όποιος προσπαθεί να κρατήσει τη μάσκα δεν αντέχει, φεύγει. Όλο αυτό, προσφέρει ασφάλεια.»

Οι σχέσεις που αναπτύσσονται στο πρόγραμμα είναι ειλικρίνειας και σεβασμού, χωρίς κάποιες να γίνουν «κολλητάρια», έτσι είναι καθαρές σχέσεις χωρίς εκμετάλλευση. Τους θεραπευτές τους θεωρούν σύμμαχους και τους σέβονται.

«Μαθαίνουμε να οριοθετούμαστε στις σχέσεις με τους άλλους».

«Ξεκάθαρα πράγματα. Μπορεί να μην έχεις φίλη, έχεις άνθρωπο να του μιλήσεις ξεκάθαρα»

Η καθημερινότητα της φυλακής έχει αλλάξει και ενώ έχουν κάθε μέρα συγκεκριμένο πρόγραμμα, εντούτοις την καθημερινότητά τους στο πρόγραμμα την περιγράφουν πολύ ζωντανά και με ευχαρίστηση. Πιο συγκεκριμένα απαντούν:

«Ποτέ δεν περνάει ρουτινιάρικα η μέρα. Πάντα μια έκπληξη»

«Εδώ χωρίς να το καταλαβαίνεις πέφτουν οι μάσκες»

Θα ήταν σημαντική παράλειψη αν δεν ανέφερα τους μονολεκτικούς αυθόρμητους χαρακτηρισμούς τους για έννοιες σχετικές με τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα υποστήριξης.

Ομάδα (σ.σ. θεραπείας): «Υποστήριξη», «Εμπιστοσύνη», «Δύναμη», «Αυτοβοήθεια», «Δυσκολία», «Αυτογνωσία», «Δύναμη», «Καθρέφτης», «Ασφάλεια», «Αυτοβοήθεια», «Μαθαίνω», «Μάθημα απόψεων»

Συνάντηση (σ.σ. προγραμματισμού): «Προβληματισμός», «Συζήτηση», «Στόχοι», «Χαρά», «Αγωνία και άγχος», «Δυσκολία», «Κόκκινο πανί»

Δουλειά: «Εκτόνωση», «Υπευθυνότητα», «Συνεργασία», «Επικοινωνία», «Κινητικότητα», «Φεύγουν τα νεύρα», «Παραγωγικότητα», «Δημιουργία», «Ζωτικότητα»

Υπεύθυνος (σ.σ. οργανωτής της δουλειάς από τις κρατούμενες): «Βάρος», «Άγχος», «Ευθύνη», «Ευθύνη», «Ευθύνη», «Οργάνωση», «Άγχος», «Ενδιαφέρον», «Σοβαρότητα», «Πρότυπο»

Προσωπικό (σ.σ. θεραπευτικό): «Εμπιστοσύνη», «Νοιάξιμο, πολύ νοιάξιμο», «Γραμματέας», «Φροντίδα και υποστήριξη», «Ασφάλεια», «Ασφάλεια», «Στόχους»

Φαγητό: «Απόλαυση», «Ενέργεια», «Ικανοποίηση», «Κοκορέτσι», «Ζεστασιά», «Οικογένεια», «Οικογένεια»

Προκοινότητα (σ.σ. έτσι ονομάζεται το πρόγραμμα υποστήριξης): «Χρώματα», «Δάσος με διαφορετικά δένδρα που όλα συνυπάρχουν», «Ελπίδα», «Ελευθερία», «Συμπαράσταση», «Στροφή», «Το παρόν»

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

H θεραπεία είναι γι’ αυτές μία δύσκολη έννοια και λέξη και δεν έχουν ένα σαφή ορισμό, για το τι είναι θεραπεία ή αποθεραπεία.

Με τα παρακάτω συμφωνούν όλες:

«Δεν το βλέπεις ότι εγώ υπήρξα άρρωστη, είναι ο τρόπος που στο λένε (σ.σ. στο θεραπευτικό πρόγραμμα), ο τρόπος που το αποβάλλεις από το μυαλό σου, δεν το αντιμετωπίζουν (σ.σ. το θεραπευτικό προσωπικό) σαν αρρώστια».

«Ψυχική, είναι πολύ δύσκολη. Είναι για μένα (σ.σ. η θεραπεία) η αναγνώριση του εαυτού μου, πίστευα ότι ήμουν άρρωστη, νιώθω τον εαυτό μου, μέσα στην ομάδα μαθαίνω πολλά πράγματα, αλλάζω, πιστεύω ότι θα κόψω την ηρωΐνη τελικά.».

ΑΥΘΟΡΜΗΤΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ – ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ

Πολύ σημαντικές πληροφορίες έδωσε η ομάδα όταν οι ερωτήσεις δεν ήταν συγκεκριμένες, αλλά ήταν απλώς μία λέξη και οι απαντήσεις έπρεπε να ήταν και μονολεκτικές.

Οι ερωτήσεις της Ομάδας Α (οικογένεια, φίλος, μητέρα, πατέρας, παιδί, άνδρας, σύντροφος, ψυχαγωγία), αφορούν στο περιβάλλον το οποίο μεγάλωσαν, απέκτησαν χαρακτήρα, ονειρεύτηκαν και έβαλαν στόχους. Οι περισσότερες εκφράζουν συναισθήματα άγχους, φόβου, καταπίεσης, απογοήτευσης και αδιεξόδου. Εξαίρεση αποτελούν οι ερωτήσεις μητέρα και παιδί, έννοιες που μέσα τους κρύβονται η αγάπη, η αθωότητα και η τρυφερότητα.

Οι ερωτήσεις της Ομάδας Β (ηρωίνη, χασίς, χάπια, γιατρός, ψυχίατρος) αφορούν το περιβάλλον και τους παίκτες της χρήσης. Η ηρωίνη κατέχει ακόμα μία θέση αίγλης και υψηλής προσδοκίας, παρόλο που σε κάποιες σημαίνει θάνατος, όμως αυτοί που παραδοσιακά ασχολούνται με τα προβλήματα του ανθρώπου (γιατρός, ψυχίατρος), προκαλούν γέλια, ειρωνεία και υποτίμηση.

Οι ερωτήσεις της Ομάδας Γ (δικαστήριο, δικηγόρος, έδρα, φάρμακο, κελί, επισκεπτήριο, υπάλληλος, πρέζα) αφορούν στο σωφρονιστικό σύστημα. Οι απαντήσεις αναφέρουν κυρίως φόβο, αγωνία, ενοχές, αδικία. Ακόμα και η ερώτηση «πρέζα» που σημαίνει ηρωίνη, μέσα στη φυλακή δεν έχει την αίγλη και τις  ιδιότητες ίασης που έχει έξω.

Τέλος, οι ερωτήσεις της Ομάδας Δ (συνάντηση, εκπαίδευση, κόσμημα, ομάδα, παρατήρηση, δουλειά, υπεύθυνος, φαγητό, προσωπικό, ΚΕ.Θ.Ε.Α., θεραπευτική κοινότητα, Προκοινότητα), αφορούν στη θεραπευτική παρέμβαση και στα επόμενα στάδια της θεραπείας. Εδώ, από τις απαντήσεις φαίνεται ότι οι γυναίκες –κρατούμενες έχουν εναποθέσει στη θεραπεία όλες τις ανθρώπινες προσδοκίες πολλές φορές εξιδανικεύοντας τις έννοιες.

Πολύ σημαντική για την εξαγωγή συμπερασμάτων είναι η συγκριτική ανάλυση των αυθόρμητων χαρακτηρισμών που δόθηκαν για διάφορους τομείς της ζωής της χρήστριας/ κρατούμενης.

Παρατηρούμε ότι οι χαρακτηρισμοί για την οικογένειά τους είναι κυρίως αρνητικοί και κυμαίνονται από τη συμφορά μέχρι το φόβο, αντίθετα το προσωπικό θεραπείας του προγράμματος υποστήριξης τους εμπνέει συναισθήματα που συνήθως αναφέρονται στην οικογένεια, όπως «εμπιστοσύνη–νοιάξιμο – ασφάλεια – στόχοι».

Οι έννοιες έρωτας και ηρωίνη σχεδόν ταυτίζονται με χαρακτηρισμούς που αποδίδουν δέος και μυθοποίηση. Αντίθετα οι έννοιες ηρωίνη και πρέζα,  ενώ θα περίμενε κανείς να ταυτίζονται, αυτό δεν συμβαίνει. Στην ηρωίνη αποδίδονται χαρακτηρισμοί δέους και θαυμασμού, ενώ για την «πρέζα» κυρίως αρνητικοί «παραμύθιασμα, αδιαφορία, κ.λπ.».

Σε όλες οι έννοιες της φυλακής (φάρμακο, κελί, υπάλληλος, επισκεπτήριο) αποδίδονται βαρείς χαρακτηρισμοί με εξαίρεση το επισκεπτήριο, ενώ έννοιες που αφορούν στο πρόγραμμα υποστήριξης που λειτουργεί μέσα στη φυλακή, είναι η χαρά, η αισιοδοξία, η ζεστασιά και η τρυφερότητα, ενώ ακόμα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δε λαμβάνουν αρνητική χροιά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, πριν από την εξαγωγή συμπερασμάτων από την ερευνητική διαδικασία, να εξετάζαμε σύντομα το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει η ομάδα των εγκλείστων, τη φυλακή την οποία οι Jones και Fowels ορίζουν, σαν ένα «τόπο κατοικίας και εργασίας, όπου ένας μεγάλος αριθμός τροφίμων, αποκομμένοι από την ευρύτερη κοινωνία για μια υπολογίσιμη περίοδο του χρόνου, ομαδικά, ακολουθούν ένα κλειστό, επίσημα διοικούμενο, κύκλο ζωής» (Jones και Fowels 1984).

 Τα ερευνητικά αποτελέσματα, τόσο αυτά από τη συμπλήρωση του EUROPASI, όσο και αυτά από τις ομάδες εστίασης, επιβεβαιώνουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος της εξάρτησης. Φαίνεται από τα ερευνητικά αποτελέσματα, ότι οι περισσότερες γυναίκες–κρατούμενες έχουν μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου επικρατούσε η βία, η συναισθηματική κακοποίηση, όπου ο πατέρας ήταν απών ή ήταν εκφραστής της βίας, η μητέρα αδύναμη να αντιδράσει και το περιθώριο. Το παιδί συχνά μεγάλωνε μέσα στη μοναξιά και όποτε οι σχέσεις ήταν πιο κοντινές, τότε ο πόνος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Η οικογένεια ανέθετε ρόλους δυσβάσταχτους στο παιδί, όπως του υποστηριχτή ή σύμμαχου της μαμάς και άλλες φορές πάλι, του ισότιμου μέλους που θα φέρει χρήματα στο σπίτι.

Όπως φαίνεται από την ανάλυση των ομάδων, δεν υπήρχε ένα καθαρό σύστημα αξιών μέσα στην οικογένεια (μερικές φορές ούτε απέναντι στη χρήση ουσιών), έτσι ώστε το παιδί να μπορέσει να υιοθετήσει ή να απορρίψει αξίες. Επίσης, το παιδί δεν μεγάλωσε νιώθοντας ασφάλεια και υποστήριξη.

Η οικογένεια τέλος, δεν αποτελεί μία δεξαμενή ζεστών και τρυφερών συναισθημάτων, στην οποία θα μπορούσαν να «ξεκουραστούν»· αντίθετα η ανάμνηση των οικογενειακών σχέσεων προκαλεί συναισθήματα φόβου, πόνου και αδιεξόδου. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες γυναίκες αγαπούν την οικογένειά τους και αποζητούν την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες–κρατούμενες ως παιδιά δεν μπόρεσαν να κάνουν φίλους σχεδόν ποτέ και δεν μπόρεσαν να ενταχθούν σε κάποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Φαίνεται λοιπόν ότι η μοναξιά συνεχίζει να ακολουθεί το παιδί και κατά την είσοδο στη εφηβεία. Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι «τα κορίτσια που γίνονται καλές φίλες, νιώθουν την ανάγκη να προσδιορίζουν τη φιλία τους, να τη σφραγίζουν και να την ονομάζουν και έχουν την τάση να προσδιορίζουν μια καλή φίλη ως την καλύτερη φίλη, με αποτέλεσμα να έχουν πολλές καλές φίλες» (Aντζίρ 2000), στην αντίθετη περίπτωση «επειδή…οι προσδοκίες τους είναι μεγάλες, νιώθουν βαθιά πληγωμένες όταν η φιλία διαλυθεί. Γίνονται τόσο ανταγωνιστικές η μία προς την άλλη, όσο πριν ήταν δεμένες» (Bjorkvist, 1994). Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο πόνο έχουν συσσωρεύσει και γιατί η ανάμνηση αυτή φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα και σκέψεις του τύπου «εχθρός μαύρο, καταπίεση και πόνος».

Φτάνει η ώρα της συνάντησης με τις ουσίες, μία ώρα που τη θεωρούν τυχαία. Είναι άραγε τυχαία; Αποκλεισμένες από το σχολείο, τους φίλους και την οικογένεια, πού αλλού θα γίνουν αποδεκτές εκτός από τις ομάδες/παρέες του περιθωρίου; Αυτή η συνάντηση απ’ ό,τι φαίνεται από τις απαντήσεις των ερωτώμενων ήταν καθοριστική. Η ουσία απαλύνει τον πόνο που έχει μαζευτεί, τις κάνει να νιώθουν πιο δυνατές και επιτέλους ανήκουν σε μια μεγάλη διεθνή οικογένεια, με την ίδια γλώσσα, ίδια κουλτούρα, ίδιες επιδιώξεις. Η αίσθηση δε, που περιγράφουν από αυτές τις συναντήσεις, είναι μεγαλειώδης («έρωτας, βασίλειο, μεγαλείο…») και το κόστος μικρό.

Όμως αυτή η ψευδαίσθηση δεν κρατά πολύ και ανακαλύπτουν ένα κόσμο χειρότερο από αυτόν που αρνήθηκαν. Η βία γίνεται αμείλικτη και η πορνεία φαντάζει ως η μόνη επαγγελματική αποκατάσταση. Καταστάσεις που για την ευρύτερη κοινωνία προκαλούν αισθήματα ευτυχίας και ολοκλήρωσης, όπως είναι οι σχέσεις ενός ζευγαριού, ή η μητρότητα, σ’ αυτές τις κοπέλες προσθέτει ενοχές, πόνο και απελπισία.

Αυτές οι κοπέλες έχουν εγκλωβιστεί σε ένα περιβάλλον «εχθρικό» για τους υπόλοιπους από το οποίο όμως δεν μπορούν να βγουν. Κάθε υποτροπή τους στη χρήση ερμηνεύεται σαν έλλειψη διάθεσης και κινήτρου για επανένταξη. Τελικά στο μόνο περιβάλλον που νιώθουν καλά και αισθάνονται αποδεκτές, είναι το περιβάλλον των υπόλοιπων χρηστών ουσιών, η «πιάτσα», όπου δεν χρειάζεται  να απολογηθούν γιατί παίρνουν ουσίες, εφόσον όλοι το αντιλαμβάνονται από μόνοι τους.

Η οικονομική ανέχεια, μοιραία, τις οδηγεί σε παράνομες δραστηριότητες για την εξοικονόμηση των απαραίτητων χρημάτων για τις ουσίες. Η πορνεία, οι κλοπές, η διακίνηση ουσιών είναι τα συνηθέστερα εγκλήματα που κάνουν. Τότε έρχεται ο νόμος, τότε αναλαμβάνει το σωφρονιστικό σύστημα να επαναφέρει στην τάξη τη χρήστρια ουσιών.  Ένα σύστημα, στο οποίο ο νεοεισερχόμενος έρχεται με μια αυτοεικόνα που έχει ήδη αποκτήσει στο οικείο περιβάλλον του, χάρη στους κοινωνικούς ρόλους στους οποίους καλούνταν να αντεπεξέλθει.

Στη ζωή ενός ατόμου αυτοί οι ρόλοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο με τέτοιον τρόπο ώστε να μην εμποδίζεται το άτομο να είναι αποτελεσματικό. Μετά όμως, στη φυλακή, οι περισσότεροι ρόλοι δεν είναι δυνατό να υπάρξουν, εφόσον όλοι οι ρόλοι των κρατούμενων είναι προσδιορισμένοι από τη διοίκηση ή το υποσύστημα των κρατούμενων, με αποτέλεσμα την καταρράκωση της αυτοεικόνας του ατόμου.

«Στον έξω κόσμο, το άτομο μπορεί να διατηρήσει τα αντικείμενα αυτοσυναίσθησης –όπως είναι το σώμα του, οι άμεσες ενέργειές του, οι σκέψεις του και ορισμένα από τα υπάρχοντά του- ανέπαφα από τα» αλλότρια και μιαντικά πράγματα. Στα ολοπαγή ιδρύματα (σ.σ. όπως η φυλακή) όμως, οι επικράτειες αυτές του εαυτού παραβιάζονται, το όριο που το άτομο θέτει ανάμεσα στο είναι του και το περιβάλλον καταπατείται και οι ενσαρκώσεις του εαυτού βεβηλώνονται (Γκόφμαν, 1994) με αποτέλεσμα, το λιγότερο, τον ευτελισμό του ατόμου. Η υποχρέωση να πάρει άδεια ή να παρακαλέσει για δραστηριότητες / αγαθά, που για τον έξω κόσμο είναι ασήμαντα ή μικρής σημασίας, όπως το κάπνισμα, το διάβασμα, η χρήση της τουαλέτας, να τηλεφωνήσει ή να γράψει ένα γράμμα, οδηγεί το άτομο σε αναστολή αυτών των δραστηριοτήτων.

Η εικοσιτετράωρη έκθεσή του στην κριτική και στις παρατηρήσεις του «προσωπικού», τον οδηγεί μοιραία σε μια συμπεριφορά υποκριτική, αφού μάλιστα οποιοσδήποτε από την ομάδα του προσωπικού μπορεί να επιπλήξει ή και να τιμωρήσει οποιονδήποτε από την ομάδα των κρατουμένων.

Ο κρατούμενος, επιπλέον, θα πρέπει να συμμορφωθεί σ’ ένα πλήθος γραπτών και άγραφων κανονισμών, σχετικών με τη συμπεριφορά του, τον τρόπο ομιλίας του, τους χώρους που κινείται, χωρίς να γνωρίζει το γιατί.  Τα οφέλη δε από αυτή τη συμμόρφωση, δεν είναι παρά λειτουργίες που στον έξω κόσμο θεωρούνται αυτονόητες, όπως η ώρα που θα πιει καφέ ή το είδος φαγητού που θα λάβει, ή έστω και η επιλογή ενός αναψυκτικού. Η προαιρετική ή και πολλές φορές αυθαίρετη αφαίρεση των παραπάνω ενεργειών, καταντούν τον κρατούμενο σχεδόν μανιακό, εφόσον αφιερώνει σχεδόν όλη του την ημέρα και την ενέργεια για το πώς και πότε θα αποκτήσει την ικανότητα / δυνατότητα απόκτησης των παραπάνω «προνομίων».

Μοιραία λοιπόν, μπροστά στον ευτελισμό, την τιμωρία, τον πειθαναγκασμό και τη στέρηση βασικών αγαθών, οι κρατούμενοι προτάσσουν ένα δικό τους μηχανισμό αναπλήρωσης των παραπάνω. Διαμορφώνουν ένα υποσύστημα με τη δική του ιεραρχία, σύστημα αξιών και σύστημα αμοιβών-ποινών, με στόχο την απόκτηση παράνομων αγαθών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι κρατούμενοι φτιάχνουν ένα άτυπο σύστημα ελέγχου των κρατούμενων (συχνά πιο σκληρό από αυτό της φυλακής) και αποκλείοντάς τους έτσι από τα προνόμια και αγαθά που το υποσύστημα παρέχει. Η ιεραρχία φτιάχνεται με κριτήρια του ποιος προκαλεί περισσότερο φόβο στους άλλους και ποιος έχει πρόσβαση σε αγαθά περισσότερο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι.

Εκεί, μέσα σ’ αυτό το δαιδαλώδες σύστημα δυνάμεων επιρροής, ο/η χρήστης/χρήστρια ουσιών αναπτύσσει ιδιαίτερες συμπεριφορές, των οποίων η ένταση είναι ανάλογη με το χρόνο παραμονής κάποιου στο σωφρονιστικό κατάστημα. Πιο συγκεκριμένα:

            Προσπαθεί να διατηρήσει την αρνητική του εικόνα.

            Άρνηση και αδιαφορία για συμμετοχή σε κοινωνικά γεγονότα.

            Αδιαφορία για τον «έξω κόσμο».

            Αδρανοποίηση ζωτικών αναγκών και επιθυμιών (απασχόληση, επικοινωνία, ψυχαγωγία).

            Φαινομενική ευθυγράμμιση με τους κανόνες συμπεριφοράς της φυλακής.

            Ασυμφωνία μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς.

            Αναζητά την αλλαγή της συμπεριφοράς του στις αντιδράσεις των άλλων ή του συστήματος.

            Ανάπτυξη μυθοπλασιών γύρω από τον εαυτό του και τις πράξεις για τις οποίες τιμωρείται».

Δεν είναι επομένως παράλογα τα συναισθήματα που εκφράζουν οι έγκλειστες χρήστριες για το σωφρονιστικό σύστημα («βάρος, αγωνία, φόβος, κρίση, αδικία, βία, μαυρίλα, τάφος, ρώσικη ρουλέτα, κ.λπ.»). Όταν μάλιστα δείχνουν να έχουν επίγνωση της προβληματικότητάς τους και των αιτιών που οδηγήθηκαν στη χρήση, αυτή η τιμωρία τις θυμώνει, τις οδηγεί σε αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που εκφράζουν όταν μιλάνε για τους φόβους και τις προσδοκίες τους μετά την αποφυλάκισή τους, όπου δηλώνουν ότι δεν τις περιμένει τίποτα παρά μόνο η «πιάτσα» και η «πρέζα».

Φαίνεται ότι το σωφρονιστικό σύστημα αποτυγχάνει να επαναφέρει στην τάξη τις άτακτες/ περιθωριακές χρήστριες ουσιών. Οι χρήστες/ τριες αποφυλακιζόμενοι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε τρεις επιλογές. Η πρώτη είναι να προσπαθήσουν να ενταχθούν στην κοινωνία μόνοι τους. Η δεύτερη, να απευθυνθούν για βοήθεια σε κάποιο από τα θεραπευτικά προγράμματα που λειτουργούν και η τρίτη, να επιστρέψουν στο περιθώριο ελπίζοντας ότι δε θα συλληφθούν ξανά. Παρόλο που αποτελεσματικότερη λύση είναι η δεύτερη, εν τούτοις δεν είναι η συνηθέστερη επιλογή τους γιατί οι απαιτήσεις που έχει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια της θεραπείας, ελαχιστοποιεί το κίνητρό τους.

Το παραπάνω άρθρο στοχεύει στην ευαισθητοποίηση ειδικών και μη γύρω από τα θέματα μιας ιδιαίτερης ομάδας εγκλείστων στις ελληνικές φυλακές. Ανάμεσα στις κρατούμενες γυναίκες χρήστριες εξαρτητικών ουσιών και στην «έννομη» κοινωνία δεν ορθώνονται μόνο τα τείχη της φυλακής, αλλά και σωρεία προκαταλήψεων, ψυχολογικών προβλημάτων και αναποτελεσματικών συμπεριφορών, καθιστώντας τη βίαια κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό το άρθρο είναι μια πρωτόλεια προσέγγιση στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτής της ομάδας και στις ιδιαίτερες συνθήκες που καλούνται να επιβιώσουν. Θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις προσδοκίες και φιλοδοξίες του υπογράφοντος, αν αυτό το άρθρο αποτελούσε ερέθισμα και σε άλλους, κοινωνικά ευαίσθητους, μελετητές, σπουδαστές, επαγγελματίες για περισσότερη και διεξοδικότερη έρευνα.

[1] Η ομάδα των έγκλειστων γυναικών που συμμετέχουν στην έρευνα, παράλληλα συμμετέχουν σε πιλοτικό πρόγραμμα απεξάρτησης του Κέντρου Πολλαπλής Παρέμβασης του ΚΕ.Θ.Ε.Α, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Επιμόρφωσης Ενηλίκων του Υπουργείου Παιδείας.

[2]      Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων

[3]    ΚΕ.Θ.Ε.Α.: Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου –  Μη Κυβερνητικός Οργανισμός), στο οποίο εργάζεται ο υπογράφων από το 1988 έως  σήμερα.

[4]   Tο Πρόγραμμα Απεξάρτησης στις Κλειστές Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, αποτελεί δραστηριότητα του Κέντρου Πολλαπλής Παρέμβασης, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Επιμόρφωσης Ενηλίκων του Υπουργείου Παιδείας. Το Κέντρο Πολλαπλής Παρέμβασης λειτουργεί από το 1995, είναι ένα από τα Προγράμματα του ΚΕ.Θ.Ε.Α, το οποίο διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα Προγράμματα (Θεραπευτικές Κοινότητες), εφόσον προτεραιότητα στη θεραπευτική του παρέμβαση θέτει τη μείωση της βλάβης που προκαλείται από τη χρήση και στη συνέχεια στη σωματική και ψυχική απεξάρτηση.

         Το Κέντρο Πολλαπλής Παρέμβασης αναπτύσσει προγράμματα:

α)   Στις φυλακές της Αθήνας (ανδρών, γυναικών, ψυχιατρείο) με στόχο την προετοιμασία του χρήστη ουσιών για ένταξη σε προγράμματα απεξάρτησης.

β) Στο δρόμο (Κινητή Μονάδα Street Work) παρέχοντας ατομική συμβουλευτική και συμβουλευτική μείωση της βλάβης.

γ) Σε δικούς του προστατευμένους χώρους, αναπτύσσει προνοιακά προγράμματα, όπως υποστήριξη και συμβουλευτική, παροχή ιματισμού, φαγητού.

δ) Ιατρικά προγράμματα που αναπτύσσουν υπηρεσίες διάγνωσης (ψυχικής, σωματικής), παραπομπής και θεραπείας οδοντιατρικών προβλημάτων.

ε) Ψυχικής απεξάρτησης και επανένταξης, λειτουργώντας Κέντρο Υποδοχής Αποφυλακισμένων

στ)   Προγράμματα για ειδικές ομάδες, όπως λειτουργία Ξενώνα για μητέρες – χρήστριες και των παιδιών τους, κ.ά.

Στο Κέντρο Πολλαπλής Παρέμβασης, εφαρμόζεται το Μοντέλο Αλλαγής των Prochaska και Diclemente στη βάση της προσωποκεντρικής προσέγγισης, όλες οι συμβουλευτικές υπηρεσίες είναι ψυχολογικές και δεν χρησιμοποιούνται υποκατάστατα της ουσίας εξάρτησης.

[5] Μοντέλο αλλαγής Prochaska και Diclemente

1 Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις οι χαρακτηρισμοί είναι βαρείς το περιοδικό ζήτησε από το  συγγραφέα και αυτός πείστηκε/συμφώνησε να τους αφαιρέσει από τη δημοσίευση

2 δες υποσημειωση 1

3 όπως 1&2

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντζίρ Νάταλι (2001) Γυναίκα. Μια εσωτερική γεωγραφία, Αθήνα

Bjorkvist, Kaj. (1994) Sex Differences in Physical, Verbal and Indirect Aggression: A Review of Recent Research» Sex Roles 30: 177-88,

Γκόφμαν Ε. (1994) Άσυλα, Αθήνα

Ε.Κ.Π.Ν.Τ. (2002) Ετήσια έκθεση σχετικά με την κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Νορβηγία, Αθήνα

Λιάππας Γ. (1991) Ναρκωτικά, Αθήνα

Μπαμπινιώτης Γ. (1998) Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας , Αθήνα

Πουλόπουλος Χ. & Τσιμπουκλή Ά. (1995) «Ομάδες εστιασμένης συζήτησης» στο Κοινωνική Εργασία Τ39, Αθήνα

Prochaska J. & Diclemente C. (1984) The trans theoritical approach, Washington

Σπινέλλη Κ.& Τσήτουρα Α. (1996) Κρατούμενοι και δικαιώματα του ανθρώπου, Αθήνα

Στεφανής K., Σολδάτος Κ., Μαυρέας Β. (1992) «Ταξινόμηση ICD-10 Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών Συμπεριφοράς» Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας , Γενεύη

West R. (2001) «Theories of addiction» in Addiction v.96, Philadelphia