Κατανοώντας το πρόβλημα της κάνναβης: οι παρεμβάσεις μέσα στο χρόνο και η επίδραση του Griffith Edwards

Κατανοώντας το πρόβλημα της κάνναβης: οι παρεμβάσεις μέσα στο χρόνο και η επίδραση του Griffith Edwards1

Wayne Hall

The University of Queensland Centre for Clinical Research, Brisbane, Queensland, Australia, Διεύθυνση Αλληλογραφίας: Wayne Hall, University of Queensland Centre for Youth Substance Abuse Research, K Floor, Mental Health Building, Royal Brisbane and Womens’ Hospital Site, Brisbane, Queensland, Australia 4029, Australia. E-mail: w.hall@uq.edu.au

 

Απόδοση στα ελληνικά Τζίνη Χριστοφίλη

Translation into Greek Genie Christofili

 

Περίληψη

Ο Griffith Edwards κατείχε σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις για την πολιτική γύρω από την κάνναβη, ως μέλος κυβερνητικών συμβουλευτικών επιτροπών στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις αρχές του 1970 έως τις αρχές του 1980. Αυτό δεν ήταν γνωστό στο ευρύ κοινό λόγω του απόρρητου που προστατεύει τις συζητήσεις αυτών των επιτροπών. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αξιοποιήσει τα γραπτά του Griffith καθώς και τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης ιστορικής μελέτης που προέκυψε μέσω υποτροφίας και η οποία ασχολήθηκε με τις απόψεις του, την τεκμηρίωση που πρότεινε και την αξιολόγηση της συμβολής του στην ανάπτυξη την κοινωνικής πολιτικής για την κάνναβη στη Μεγάλη Βρετανία.

Λέξεις κλειδιά: Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για την κατάχρηση ουσιών (Ηνωμένο Βασίλειο), πολιτική για την κάνναβη, επιδράσεις στην υγεία, πολιτική ιστορία, Δημόσια Υγεία

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η πρώτη φορά που άκουσα τον Griffith Edwards ήταν το 1982, σε μία από τις περιοδείες που έκανε για να δώσει ομιλίες στο Βασιλικό Κολλέγιο Ψυχιατρικής της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Τότε δεν είχα κανενός είδους ενδιαφέρον για το ζήτημα του αλκοόλ ή των ναρκωτικών, αλλά θυμάμαι ότι με είχαν εντυπωσιάσει τα εξαιρετικά τεκμηριωμένα επιχειρήματά του, παρά το γεγονός ότι οι παλαιότεροι στο χώρο συνάδελφοί μου από τον τομέα της ψυχιατρικής δεν είχαν την καλύτερη των απόψεων για το πεδίο των εξαρτήσεων. Η επόμενη συνάντησή μας πραγματοποιήθηκε το 1991, όταν επισκέφθηκα το National Addiction Centre ως νεοεισαχθείς στο πεδίο των εξαρτήσεων. Ο Griffith με υποδέχθηκε πολύ ζεστά, έδειξε ειλικρινές ενδιαφέρον στην ως τότε αδημοσίευτη δουλειά μου, και με προσκάλεσε σε κάποιο από τα «γεύματα» που παρέθεταν με την Sue, στο Crooms Hill. Στις επόμενες συναντήσεις μας άρχισα να τον γνωρίζω καλύτερα, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι επισκέψεις μου στο Λονδίνο θεωρούνταν ημιτελείς εάν δεν περιλάμβαναν τουλάχιστον μιας ώρας πνευματικής επικοινωνίας με τον Griffith συνοδευτικό ενός γεύματος.

Ο Griffith έκανε σχετικά λίγες δημοσιεύσεις γύρω από την κάνναβη [1–5], έτσι μέχρι να διαβάσω την ιστορική μελέτη των Mills [6] και Taylor [7] δεν γνώριζα τον ρόλο που είχε διαδραματίσει στις συζητήσεις για το θέμα της κάνναβης μέσα από τις κυβερνητικές επιτροπές στις οποίες συμμετείχε από τις αρχές του 1970 έως τις αρχές του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να περιγράψει τις απόψεις του καθώς και τον αφανή ρόλο που διαδραμάτισε.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το 1928 η βρετανική κυβέρνηση ψήφισε την απαγόρευση της κάνναβης ως απόρροια της υπογραφής μιας διεθνούς συνθήκης, που το 1925 ταξινομούσε την κάνναβη στην ίδια κατηγορία ουσίας με την ηρωίνη και την κοκαΐνη [8]. Η χρήση της κάνναβης ήταν πολύ σπάνια στη Βρετανία πριν από το 1950, όταν πρωτοαναφέρθηκε η χρήση της ουσίας σε πληθυσμούς μεταναστών από πρώην αποικίες της Καραϊβικής, της Νότιας Ασίας και της Αφρικής. Οι πληθυσμοί αυτοί μετέφεραν την κουλτούρα της χρήσης από τις παραδόσεις τους στη Βρετανία [6]. Τη δεκαετία του 1960, η χρήση κάνναβης εξαπλώθηκε ιδιαίτερα στους νεαρούς βρετανούς μεσαίας τάξης κυρίως σε περιοχές του Λονδίνου με υψηλά ποσοστά μεταναστών που προέρχονται από την Καραϊβική, και αργότερα σε άλλες μεγάλες πόλεις με μεγάλο πληθυσμό μεταναστών [6]. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο Λονδίνο, η χρήση κάνναβης από μερίδα της νεολαίας αποτελούσε ένα ηχηρό μήνυμα απόρριψης της επικρατούσας κουλτούρας [6].

Η μεγάλη αύξηση των συλλήψεων ιδιαίτερα νεαρών ατόμων για κατοχή κάνναβης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ώθησε πολλές εκστρατείες να ταχθούν υπέρ την αποποινικοποίησης της χρήσης κάνναβης [6]. Το 1968, μια υποεπιτροπή της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Εξάρτηση, με Πρόεδρο την Barbara Wootton, διερεύνησε τις επιπτώσεις της κάνναβης στην υγεία. Η Επιτροπή της Wootton παρότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ελεγχόμενη χρήση κάνναβης σε μέτρια επίπεδα ήταν ελάχιστα έως και καθόλου επικίνδυνη για την υγεία των χρηστών [9], θεωρούσε ότι η νομιμοποίηση της κάνναβης δεν αποτελούσε επιλογή. Αντίθετα, η Επιτροπή πρότεινε έναν συμβιβασμό, δηλαδή, πρότεινε ο ποινικός κώδικας να παραμείνει ως είχε αλλά ζήτησε από τα δικαστήρια να αποφεύγουν να επιβάλουν ποινές εγκλεισμού στο πρώτο αδίκημα και από την αστυνομία να είναι διακριτική στην αντιμετώπιση των παραβάσεων που σχετίζονται με την κάνναβη [6, 10]. Η πρόταση είχε απορριφθεί από τον τότε Υπουργό των Εργατικών, James Callaghan, ωστόσο υιοθετήθηκε αργότερα από την κυβέρνηση των Συντηρητικών [6, 11].

Ο συμβιβασμός αυτός έμοιαζε ως μία πολύ πρόχειρη λύση στην πολιτική για τα ναρκωτικά, παρόλα αυτά με ελάχιστες τροποποιήσεις παρέμεινε στο επίκεντρο της Βρετανικής πολιτικής για την κάνναβη τα επόμενα 40 χρόνια [6]. Περιόρισε τη δημόσια κριτική σχετικά με τον ποινικό κώδικα και απέναντι στους νεαρούς χρήστες κάνναβης, είχε όμως και κάποιο κόστος. Η πολιτική αφέθηκε εν μέρει στη διακριτική ευχέρεια της αστυνομία, που πραγματοποιούσε έρευνες για τη χρήση κάνναβης ανάμεσα σε νεαρούς μειονοτικών πληθυσμών. Στην πράξη, αυτό οδηγούσε σε καταδίκες άτομα που κρίνονταν ως ύποπτα για πιο σοβαρές παραβάσεις, παρότι δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε [6].

 

Ο GRIFFITH EDWARDS ΚΑΙ ΤΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΟΥΣΙΩΝ

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1970, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησε από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για την Κατάχρηση Ουσιών (ACMD) την γνώμη των ειδικών για τις επιπτώσεις στην υγεία από τη χρήση κάνναβης. Το ACMD δημιουργήθηκε από το Νόμο για την Κατάχρηση Ουσιών του 1971 και είχε συμβουλευτικό ρόλο για την κυβέρνηση σε θέματα που αφορούσαν τις πολιτικές για τα ναρκωτικά, όπως για παράδειγμα την κατηγοριοποίηση των διαφόρων παράνομων ουσιών [6, 7]. Οι συσκέψεις του ACMD πραγματοποιούνταν πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά η ανάλυση των πρακτικών καθώς και αυτά που μπορούν να ανακαλέσουν οι βασικοί συμμετέχοντες έχουν αποκαλύψει αρκετά σχετικά με τις συζητήσεις για τους κινδύνους για την υγεία από την κάνναβη καθώς και τις καταλληλότερες πολιτικές για την αντιμετώπιση της χρήσης της [6, 7, 12].

Σύμφωνα με μία εκτίμηση που έκανε αναδρομικά το 2010 ο Griffith Edwards, το ACMD «βούλιαξε» [12] λόγω διαφωνιών σε δύο κεντρικά ζητήματα: (1) τα συμπεράσματα που θα μπορούσε να καταλήξει από τις περιορισμένες κλινικές δομικές και τις μελέτες σε ζώα σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες από τη χρήση κάνναβης και (2) τη βαρύτητα που θα έπρεπε να δοθεί στη διαμόρφωση πολιτικής γύρω από τις βλάβες από τη χρήση κάνναβης και τις βλάβες που προκαλούνται από την σύλληψη και τον εγκλεισμό ενός ατόμου. Οι διαφωνίες αυτές αντανακλούν και τις αντίθετες απόψεις δύο φαρμακολόγων με πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση για την πολιτική για την κάνναβη στη Μεγάλη Βρετανία, των William Paton και John Graham.

Ο Paton και οι συνεργάτες του στην Οξφόρδη είχαν πραγματοποιήσει μελέτες σε ζώα που υποστήριζαν ότι η κάνναβη, η τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και ο καπνός της κάνναβης ήταν τοξικά για τις κυτταρικές διαδικασίες, προκαλούσαν τερατογενέσεις, μεταλλάξεις και ήταν καρκινογόνα [13]. Ο Paton υποστήριξε την υιοθέτηση μιας προληπτικής πολιτικής: σύμφωνα με τον ίδιο, η πιο ασφαλής πολιτική, με δεδομένα τα στοιχείων των μελετών στα ζώα και λόγω της άγνοιας σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρήσης κάνναβης στον άνθρωπο, ήταν η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων [6, 7, 13].

Ο Graham, που είχε διεξάγει έρευνες για τη θεραπευτική χρήση των κανναβινοειδών, ήταν αισιόδοξος σχετικά με τη μελλοντική ιατρική τους χρήση [14] και τον απασχολούσαν λιγότερο οι συνέπειες από την ψυχαγωγική χρήση της κάνναβης από τους νέους [15]. Επίσης είχε ενστάσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα σχετικά με την επιβεβλημένη από το κράτος απαγόρευση της χρήσης κάνναβης. Υποστήριζε δε [6] την επανατοποθέτηση της κάνναβης από την κατηγορία Β στην κατηγορία Γ, μία πρόταση που θα καταργούσε την ποινή φυλάκισης για κατοχή κάνναβης για προσωπική χρήση [6, 7].

 

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ GRIFFITH EDWARDS ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΝΑΒΗ

Η πιο εκτενής ανάλυση του Edwards σχετικά με την πολιτική για την κάνναβη συντάχθηκε για την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του ACMD το 1973 [7] και αργότερα δημοσιεύτηκε ως μονογραφία [1]. Ο Καντιανός υπότιτλος (‘A Groundwork for Debate’) υπονοεί ότι είχε στόχο να επιλύσει τις συγκρούσεις μεταξύ των μελών της ομάδας εμπειρογνωμόνων με: (1) τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων ώστε να μπορέσουν να αποφανθούν εάν μία απαγορευμένη ουσία όπως η κάνναβη θα έπρεπε να νομιμοποιηθεί, και (2) τη χρήση αυτών των κριτηρίων για την αξιολόγηση των αποδείξεων σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες και τις πιθανές επιπτώσεις από τη νομιμοποίηση της χρήσης κάνναβης και τις βλάβες που σχετίζονται με την κάνναβη.

Τα κριτήρια του Edwards δίνουν σαφή προτεραιότητα στην προστασία της Δημόσιας Υγείας (με κεφαλαία). Ο Edwards υποστήριξε ότι η απόφαση για τη νομιμοποίηση ή μη της κάνναβης θα πρέπει να βασιστεί στην ίδια ακριβώς προσέγγιση που υιοθετήθηκε προσφάτως, ως απόηχος του σκανδάλου της ΘαλιδομίδηςΣτΜ (thalidomide) για την εκτίμηση αναφορικά με την ασφαλή χρήση των νέων φαρμακευτικών ουσιών. Αυτό, στην πράξη σημαίνει ότι, θα πρέπει να εξετάσουμε την πιθανότητα νομιμοποίησης της κάνναβης, μόνο εάν οι πληροφορίες που έχουμε από μελέτες σε ανθρώπους και ζώα, σχετικά με τη φαρμακολογία και την ασφαλή χρήση κάνναβης, παρέχουν σίγουρα δεδομένα τα οποία αποδεικνύουν ότι, η αύξηση της χρήσης κάνναβης (ιδιαίτερα της συστηματικής χρήσης κάνναβης) που είναι πιθανό να προκύψει μετά τη νομιμοποίησή της, δεν θα επηρεάσει αρνητικά τη δημόσια υγεία.

Η ανάλυση του Edwards αντανακλούσε τις ανησυχίες του Paton. Υπογράμμισε την άγνοια που έχουμε σχετικά με τα ενεργά συστατικά της κάνναβης καθώς και για τις φαρμακολογικές τους επιδράσεις. Επίσης αναφέρθηκε σε στοιχεία από μελέτες που έχουν γίνει σε ζώα σε σχέση με την κυτταρική τοξικότητα και τις πιθανές τερατογενέσεις, μεταλλάξεις και καρκινογενέσεις. Είχε δε προσθέσει ένα επιχείρημα στην ανάλυσή του σχετικά με τις κλινικές αποδείξεις. Κατέκρινε την επικρατούσα άποψη ότι η έλλειψη αναφορών για αρνητικές επιπτώσεις από τη χρήση κάνναβης στους βρετανούς χρήστες, υποδήλωνε ότι η κάνναβη δεν είχε αρνητικές συνέπειες. Ο Edwards υποστήριζε ότι ήταν αναμενόμενο να μην υπάρχουν πολλές ενδείξεις βλάβης, καθώς οι περισσότεροι χρήστες που συμμετείχαν στις μελέτες έκαναν περιστασιακή χρήση χαμηλών δόσεων THC. Υποστήριζε επίσης ότι θα πρέπει να δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στις κλινικές παρατηρήσεις χωρών που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από την καθημερινή χρήση κάνναβης και προϊόντων με υψηλότερες δόσεις THC. Συγκεκριμένα, πρότεινε να επικεντρωθούν οι μελέτες σε δεδομένα από την Αίγυπτο, την Ινδία, και το Ισραήλ. Θεωρούσε ότι η προσεκτική κλινική παρατήρηση αυτών των χωρών θα έδειχνε ότι υπάρχουν αρνητικές συνέπειες από την σοβαρή χρήση κάνναβης που δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν στους χρήστες κάνναβης στη Βρετανία.

O Edwards, υποστήριζε ότι οι υψηλές δόσεις κάνναβης, σύμφωνα με σχετική μελέτη περίπτωσης, μπορεί να προκαλέσουν έντονα συμπτώματα ψύχωσης. Ωστόσο, πίστευε ότι αυτά τα συμπτώματα δεν θα διατηρούνταν, παρά μόνο εάν εξακολουθούσε η σοβαρή χρήση κάνναβης. Επίσης υποστήριζε ότι υπάρχει πιθανότητα να αναπτυχθεί σύνδρομο εθισμού από την χρήση κάνναβης. Επικαλέστηκε δε στοιχεία από μελέτες σε ζώα για την ανοχή και τα συμπτώματα στέρησης αλλά και στοιχεία μελετών κατά τις οποίες οι συμμετέχοντες είχαν πρόσβαση σε απεριόριστες ποσότητες κάνναβης για διάστημα μίας εβδομάδας, σύμφωνα με τα οποία η ανάπτυξη της ανοχής του ανθρώπινου οργανισμού στην THC ήταν ταχεία. Επίσης, στηρίχθηκε και στο γεγονός ότι άτομα που έκαναν σοβαρή χρήση κάνναβης, σε κουλτούρες που παραδοσιακά γινόταν χρήση της ουσίας, έκαναν συνήθως υψηλότερες δόσεις από αυτές που έκαναν οι χρήστες στη Μεγάλη Βρετανία. Τόνισε ότι ένα σύνδρομο εθισμού θα υποδήλωνε ότι τα άτομα που έκαναν σοβαρή χρήση θα βίωναν αρνητικές συνέπειες στην υγεία τους από τη χρήση της κάνναβης. Επίσης ο ίδιος ήταν πεπεισμένος από τις κλινικές μελέτες ότι υπήρχε σύνδρομο έλλειψης κινήτρου σε άτομα που κάνουν σοβαρή χρήση κάνναβης στην Αίγυπτο και στην Ινδία.

Ο Edwards υποστήριξε ότι η νομιμοποίηση της κάνναβης ήταν πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση της συστηματικής χρήσης, παρόλο που αναγνώριζε ότι ήταν αβέβαιο το πόσο. Ο ίδιος έδειχνε σκεπτικισμό απέναντι σε επιχειρήματα που υποστήριζαν ότι η σοβαρή χρήση κάνναβης σε μία νόμιμη αγορά θα μπορούσε να ελαχιστοποιηθεί μέσω κανονισμών (π.χ. με την αύξηση της τιμής μέσω φορολογίας, ή με τον καθορισμό μέγιστων επιπέδων THC) ή με την ανάπτυξη κοινωνικών κανόνων ενάντια στην σοβαρή χρήση. Επικαλέστηκε εμπειρίες από τις πολιτικές για τη χρήση αλκοόλ, υποστηρίζοντας ότι οι κανονισμοί και οι κοινωνικοί κανόνες δεν είναι πολύ πιθανό να αναστείλουν τις όποιες βλάβες ενδέχεται να προκαλέσει η αύξηση της συστηματικής χρήσης μετά τη νομιμοποίηση. Τον ανησυχούσε επίσης ότι οι χρήστες θα κάνουν σοβαρή χρήση κάνναβης σε συνδυασμό με άλλες ουσίες, ιδιαίτερα αλκοόλ, και κατά συνέπεια θα αυξανόταν ο κίνδυνος.

Στη συζήτηση για την πολυπλοκότητα των πολιτικών αναφορικά με τις αρνητικές συνέπειες από την χρήση κάνναβης στην υγεία, ο Edwards αναγνώριζε ότι κάποιος θα υποστήριζε πλήρως, είτε τη διατήρηση της ισορροπίας είτε την απελευθέρωση. Η πολιτική επιλογή θα ήταν αποτέλεσμα κρίσης ανάμεσα στην έμφαση που θα ήθελε να δώσει κανείς στην προστασία της δημόσιας υγείας και στην έμφαση στον σεβασμό στις ελεύθερες επιλογές των ενηλίκων. Απέφευγε δε να εκφράσει προσωπική άποψη για το θέμα, καθώς υποστήριζε ότι ήταν ρόλος των εκλεγμένων κυβερνήσεων να αποφασίζουν για τις εκάστοτε πολιτικές, εκτιμώντας τα στοιχεία και στηριζόμενοι σε αυτές τις ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές αξίες.

 

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ GRIFFITH EDWARDS ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ

Οι ανησυχίες του Griffith Edwards σχετικά με τις πιθανές αρνητικές συνέπειες από τη χρόνια χρήση της κάνναβης αποδείχθηκαν ορθότερα τεκμηριωμένες από τις αισιόδοξες απόψεις κάποιων συναδέλφων του στο ACMD. Είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι κάποιοι σύγχρονοί του είχαν παραπλανηθεί να πιστέψουν ότι η χρήση της κάνναβης δεν είχε αρνητικές συνέπειες για την υγεία, γιατί εκείνη την περίοδο ήταν πολύ λίγοι οι χρήστες που λάμβαναν συστηματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα αρκετά υψηλές δόσεις ώστε να εντοπιστούν οι αρνητικές συνέπειες. Οι πρώιμες βρετανικές εμπειρίες από τη χρήση κάνναβης δεν αποτέλεσαν καλό οδηγό για τις αρνητικές συνέπειες που βιώνουμε σήμερα στη σύγχρονη Βρετανία, στην οποία βλέπουμε σημαντικό αριθμό χρηστών να ξεκινούν την χρήση κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους και να συνεχίζουν την καθημερινή χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας των 20, χρησιμοποιώντας δόσεις κάνναβης με υψηλή περιεκτικότητα σε THC [16,17], ενώ είχε δίκιο όταν αναφερόταν και στην ύπαρξη ενός συνδρόμου εξάρτησης από την κάνναβη [18].

Ήταν αντίθετος με την πλειοψηφούσα άποψη στο ACMD που ήταν υπέρ της εκ νέου ταξινόμησης της κάνναβης [7], αλλά ούτε υποστήριζε τα δρακόντεια μέτρα αναφορικά με την προσωπική χρήση. Ήταν μάλιστα δριμύς υποστηρικτής των προτάσεων της Επιτροπής Wootton ότι οι ποινικές κυρώσεις για τη χρήση της κάνναβης θα έπρεπε να επιβάλλονται με φειδώ. Αυτή τη θέση είχε υιοθετήσει αρχικώς το 1971 σε μία ανοιχτή ομιλία του [19], στην συνέχεια το 1987 στην έκθεση για το Βασιλικό Κολλέγιο Ψυχιατρικής στο οποίο προήδρευε [20] και τέλος το 2004 στο βιβλίο του με τίτλο Matters of Substance [21]. Την ίδια άποψη επανέλαβε σε ένα σεμινάριο για δικαστικούς μάρτυρες το 2010, στο οποίο σχολίασε τις προηγούμενες συζητήσεις αναφορικά με τις παλαιότερες πολιτικές για την κάνναβη [12]. Ωστόσο, το 2010, φάνηκε να είναι λιγότερο αισιόδοξος σχετικά με το ρόλο της λογικής στην πολιτική για την κάνναβη, όπως περιέγραφε ο ίδιος στον Καντιανό υπότιτλο του άρθρου του το 1974:

«Πάντοτε είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι θα ζήσω σε ένα κόσμο καθαρής λογικής και καθαρής επιστήμης, αλλά φυσικά ο κόσμος δεν είναι έτσι. Με τα ναρκωτικά ζούμε σε ένα περιβάλλον συχνά γεμάτο πάθος, συγχύσεις, υπερβολές όπου προδίδεται η λογική. Είμαι σίγουρος ότι έτσι θα είναι πάντα» ([12], p. 29).

 

Δήλωση συμφερόντων: Κανένα

 

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Sarah Yeates για τη βοήθειά της στις έρευνες για αυτό το άρθρο καθώς και την προετοιμασία του για δημοσίευση. Επίσης να ευχαριστήσω τους Michael Farrell, John Strang και έναν κριτικό αναγνώστη που κρατά την ανωνυμία του για τις πολύτιμες παρατηρήσεις τους στο προσχέδιο του άρθρου. Η συγγραφή αυτού του άρθρου χρηματοδοτήθηκε από NHMRC Australia Fellowship.

 

 

Παραπομπές

  1. Edwards G. Cannabis and the criteria for legalisation of a currently prohibited recreational drug: groundwork for a debate. Acta Psychiatr Scand Suppl 1974; 251: 1–62.
  2. Edwards G. Cannabis and the psychiatric position. In: Graham J. D. P., editor. Cannabis and Health. Academic Press: London; 1976, pp. 321–42.
  3. Edwards G. Cannabis and the question of dependence. In: Advisory Council on the Misuse of Drugs, editors. Report of the Expert Group on the Effects of Cannabis Use. London: Home Office; 1982, pp. 34–9.
  4. Edwards G. The question of psychiatric morbidity. In: Advisory Council on the Misuse of Drugs, editors. Report of the Expert Group on the Effects of Cannabis Use. London: Home Office; 1982, pp. 40–49.
  5. Edwards G. Psychopathology of a drug experience. Br J Psychiatry 1983; 143: 139–42.
  6. Mills J. H. Cannabis Nation: Control and Consumption in Britain, 1928–2008. Oxford University Press: Oxford; 2013.
  7. Taylor S. Remedicalising Cannabis: Science, Medicine and Policy, 1973 to the Early Twenty-First Century. Unpublished thesis. London: School of Hygiene and Tropical Medicine; 2010.
  8. Kendell R. Cannabis condemned: the proscription of Indian hemp. Addiction 2003; 98: 143–51.
  9. Wootton Committee. Cannabis: Report of the Hallucinogens Sub-Committee of the Advisory Committee on Drug Dependence, Chaired by Baroness Wootton of Abinger. Her Majesty’s Stationary Office: London; 1968.
  10. Oakley A. A Critical Woman: Barbara Wootton, Social Science and Public Policy in the Twentieth Century. Bloomsbury: London; 2011.
  11. Hawks D. The law relating to cannabis 1964–1973: how subtle an ass? In: Graham J. D. P., editor. Cannabis and Health. Academic Press: London; 1976, pp. 379–416.
  12. Crowther S. M., Reynolds L. A., Tansey E. M. (Eds). The Medicalization of Cannabis: the Transcript of a Witness Seminar held by the Wellcome Trust Centre for the History of Medicine at UCL, London, on 24 March 2009. Wellcome Trust Centre for the History of Medicine at UCL: London; 2010.
  13. Paton W. D. Cannabis and its problems. Proc R Soc Med 1973; 66: 718–21.
  14. Graham J. D. P. If cannabis were a new drug. In: Graham J. D. P., editor. Cannabis and Health. Academic Press: London; 1976, pp. 417–37.
  15. Graham J. D. P. Cannabis and health. In: Graham J. D. P., editor. Cannabis and Health. Academic Press: London; 1976, pp. 271–320.
  16. Hall W. D., Degenhardt L. The adverse health effects of nonmedical cannabis use. Lancet 2009; 374: 1383–91.
  17. Hall W. D., Pacula R. Cannabis Use and Dependence: Public Health and Public Policy. Cambridge University Press: Cambridge; 2010.
  18. Anthony J. C. The epidemiology of cannabis dependence. In: Roffman R. A., Stephens R. S., editors. Cannabis Dependence: Its Nature, Consequences and Treatment. Cambridge University Press: Cambridge; 2006, pp. 58–105.
  19. Edwards G. Unreason in an Age of Reason. Royal Society of Medicine: London; 1971.
  20. Royal College of Psychiatrists. Drug Scenes: A Report on Drugs and Drug Dependence. Gaskell: London; 1987.
  21. Edwards G. Matters of Substance: Drugs—And Why Everyone’s a User. Allen Lane: London; 2004.

 

 

1 Τίτλος Πρωτοτύπου: “Getting to grips with the cannabis problem: the evolving contributions and impact of Griffith Edwards”, ADDICTION, Volume 110, Issue Supplement S2, July 2015, Pages 36–39

 

ΣτΜ: Σε παγκόσμια κλίμακα, δεν υπήρξε ποτέ άλλο φάρμακο που να προκάλεσε μία τραγωδία ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε η θαλιδομίδη. Η θαλιδομίδη παρασκευάστηκε στα εργαστήρια της φαρμακευτικής εταιρείας Chemie Grünenthal GmbH (στην τότε Δυτική Γερμανία). Η θαλιδομίδη αποδείχθηκε ότι μπορούσε να δράσει ως αντιεμετικό φάρμακο για εγκύους κατά της πρωινής αδιαθεσίας (morning sickness) και ειδικότερα ως καταπραϋντικό και ως ήπιο υπνωτικό κατά της αϋπνίας. Άρχισε να διατίθεται στο εμπόριο από το 1957. Από το 1956 και μετά άρχισε να αυξάνει ο αριθμός γεννήσεων νεογνών με μικρά και μη ανεπτυγμένα άκρα, μια κατάσταση γνωστή ως φωκομελία (phocomelia), ένα είδος τερατογένεσης κατά την οποία παρατηρείται απευθείας έκφυση των άκρων χεριών από τους ώμους και των άκρων ποδιών από την ισχιακή χώρα. Σύντομα εντοπίστηκε το αίτιο που ήταν που θαλιδομίδη (πηγή: http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_thalidomide.htm)