Άννα Τσιμπουκλή, Ρέμος Αρμάος[1]
DOI: https://doi.org/10.57160/TLIL9762
Περίληψη
Το άρθρο αυτό παρουσιάζει τα αποτελέσματα μίας μελέτης αξιολόγησης ενός προγράμματος εκπαίδευσης στελεχών ψυχικής υγείας στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Το πρόγραμμα δίνει έμφαση στη βελτίωση των γνώσεων, των στάσεων και των δεξιοτήτων των εκπαιδευομένων και ολοκληρώνεται σε 180 ώρες στη διάρκεια δύο ετών. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η πορεία 102 έμπειρων στελεχών ψυχικής υγείας που συμμετείχαν στο πρόγραμμα τα έτη 2002-2005. Η ανάλυση διερευνά αλλαγές στο επίπεδο των γνώσεων και των στάσεων των συμμετεχόντων απέναντι στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει σημαντική βελτίωση στο επίπεδο των γνώσεων ανάμεσα στους επαγγελματίες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα και ότι η ενίσχυση της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των οργανισμών επιδρά ουσιαστικά και με θετικό τρόπο στην αλλαγή των στάσεων των επαγγελματιών, στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών, στην ικανοποίηση των στελεχών από το χώρο εργασίας και στη μείωση των κινδύνων για επαγγελματική εξουθένωση.
Εισαγωγή
Στη σύγχρονη εποχή οι συνεχείς αλλαγές στον τομέα της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων οδηγούν αρκετούς οργανισμούς θεραπείας και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης στην αξιοποίηση της εκπαίδευσης των στελεχών ψυχικής υγείας με στόχο τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών προς τα εξαρτημένα άτομα και τις οικογένειες τους. Η εκπαίδευση στο πλαίσιο των οργανισμών συνδέεται με την ανάπτυξή τους η οποία «αποτελεί μια περίπλοκη εκπαιδευτική στρατηγική που στοχεύει στην αλλαγή των απόψεων, των στάσεων, των αξιών και της δομής ενός οργανισμού» (Bennis στο Jones, 1978: 8). Επιπλέον, η μάθηση στους οργανισμούς επιτυγχάνεται όταν «τα μέλη του οργανισμού ανταποκρίνονται στις ανάγκες που προκύπτουν στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον εντοπίζοντας λάθη τα οποία μπορούν να διορθώσουν» (Argyris & Schon, 1978). Με βάση αυτόν τον ορισμό η εκπαίδευση στο πλαίσιο των οργανισμών θεραπείας και πρόληψης των εξαρτήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς δίνει έμφαση στη βελτίωση της παροχής των υπηρεσιών (Patrick, 2000). Στόχος της εκπαίδευσης στους οργανισμούς είναι: α) να προετοιμάσει τα στελέχη έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στο ρόλο τους, δια μέσου της απόκτησης των αναγκαίων γνώσεων και δεξιοτήτων, β) να εισαγάγει νέες γνώσεις, διεργασίες και διαδικασίες, οι οποίες θα λειτουργήσουν προς όφελος του οργανισμού και γ) να βοηθήσει τα στελέχη να διευρύνουν τις ικανότητές τους έτσι ώστε να παράγουν τα αποτελέσματα που πραγματικά θέλουν, υιοθετώντας νέους τρόπους σκέψεις με βάση τα συλλογικά οράματα (West, 1997:3; Senge 1990: 3). Η εκπαίδευση των στελεχών ενός οργανισμού έχει επομένως αποδειχτεί ότι αποτελεί εργαλείο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο προς όφελος του οργανισμού όσο και των εργαζομένων, καθώς συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας, συνεισφέρει στην παραμονή του προσωπικού στον οργανισμό, μειώνει τους κινδύνους της επαγγελματικής εξουθένωσης, ενισχύει την αύξηση της ικανοποίησης του προσωπικού από τον εργασιακό χώρο καθώς και το ηθικό του προσωπικού.
Η εκπαίδευση ωστόσο θεωρείται συχνά πολυτέλεια στους οργανισμούς. Εκφράζεται δε κατά καιρούς η άποψη από την ηγεσία ορισμένων οργανισμών ότι η εκπαίδευση αφαιρεί ώρες εργασίας, χωρίς να προσφέρει άμεσες λύσεις στα εργασιακά προβλήματα. Συνέπεια αυτών των θέσεων είναι η εκπαίδευση να παραμελείται με αφορμή την έλλειψη χρόνου και οικονομικών πόρων. Είναι γεγονός ότι τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης δεν είναι πάντα ορατά ενώ αυτή διεξάγεται. Ωστόσο, είναι μακρόχρονα και αναγνωρίζονται σε μεταγενέστερο στάδιο (Wilson, 1992; Rosenberg, 1970). Όμως για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητο ο κάθε οργανισμός να δίνει στα στελέχη του τη δυνατότητα για άμεση εφαρμογή των νέων γνώσεων και δεξιοτήτων, καθώς το 30% αυτών χάνεται εάν δεν εφαρμοστεί σε μία εβδομάδα και το 80% χάνεται εάν δεν βρει εφαρμογή σε τρεις μήνες (Cross, 1981). Μελέτες επί του θέματος (Tough, 1978 στο Cross 1981:84) έχουν μάλιστα δείξει ότι τα στελέχη των οργανισμών συμμετέχουν ενεργά στα προγράμματα εκπαίδευσης, όταν γνωρίζουν ότι χρειάζεται να εφαρμόσουν κάτι νέο άμεσα, για το οποίο πρέπει να αποκτήσουν νέες γνώσεις ή ικανότητες (Cross, 1981:89).
Στον τομέα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης η εκπαίδευση των στελεχών ψυχικής υγείας αποτελεί ένα ιδιαίτερα προκλητικό πεδίο. Οι προκλήσεις προέρχονται α) από το εύρος των διαφορετικών θεραπευτικών μοντέλων και προσεγγίσεων θεραπείας (ομάδες αυτό-βοήθειας, προγράμματα υποκατάστασης, προγράμματα εξωτερικής παρακολούθησης, προγράμματα διαμονής και θεραπευτικές κοινότητες) β) από το συχνά διαφορετικό έως διαμετρικά αντίθετο προφίλ και κουλτούρα των επαγγελματιών του χώρου (ψυχιατρική, ψυχολογία, κοινωνική εργασία, παιδαγωγικά κ.λπ.) και γ) από τις εκάστοτε αντιλήψεις της κοινής γνώμης αναφορικά με το ζήτημα της χρήσης ουσιών (π.χ. ασθένεια, εγκληματικότητα κ.λπ.). Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι τα περισσότερα στελέχη να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες και προκλήσεις, όταν εντάσσονται στο χώρο εργασίας, χωρίς να έχουν συχνά την απαραίτητη τεχνογνωσία και εκπαίδευση για να ανταποκριθούν σε αυτές.
Η διεθνής εμπειρία και πρακτική
Διερευνώντας τα διεθνή κριτήρια πιστοποίησης των στελεχών πρόληψης και θεραπείας των εξαρτήσεων (ICRC/AODA) γίνεται εμφανές ότι τα παραπάνω στελέχη χρειάζεται να έχουν ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες. Η πιο σημαντική απαίτηση παραμένει βέβαια να σέβονται τον επαγγελματικό κώδικα ηθικής και δεοντολογίας και να λειτουργούν ως πρότυπα συμπεριφοράς ιδιαίτερα σε σχέση με τη χρήση αλκοόλ και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σε σχετική μελέτη που είχε πραγματοποιηθεί από τον επαγγελματικό σύλλογο στελεχών θεραπείας και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης ICRC/AODA στις Η.Π.Α. την περίοδο 1993-1999 είχαν εντοπιστεί 39 περιπτώσεις οι οποίες αφορούσαν την παραβίαση του κώδικα ηθικής και δεοντολογίας. Ενδιαφέρον έχει ότι το 33% αυτών των περιπτώσεων αναφέρονταν στη δημιουργία σχέσεων με τον/την εξυπηρετούμενο/η. Η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, προϋποθέτει ότι τα στελέχη έχουν διερευνήσει επαρκώς τις προσωπικές τους δυνάμεις και αδυναμίες, τις προκαταλήψεις, τα όρια και την αποτελεσματικότητα του ρόλου τους μέσα από την κατάλληλη και συνεχή εκπαίδευση.
Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες η εκπαίδευση των επαγγελματιών στον τομέα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν για πρώτη φορά η κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών (Deitch, D. & Solit, R. (1993)). Την περίοδο εκείνη, συστάθηκε μια Εθνική Επιτροπή Εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση της Ουσιοεξάρτησης με στόχο τη θέσπιση προτεραιοτήτων για την ανάπτυξη προγραμμάτων εκπαίδευσης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Η επιτροπή αυτή πρότεινε το 1993 τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης ενός δικτύου Κέντρων Μεταφοράς της Τεχνογνωσίας για το θέμα των εξαρτήσεων (Addiction Technology Transfer Centres) σε συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Κύρια αρμοδιότητα αυτών των κέντρων ήταν και παραμένει η εκπαίδευση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας στον τομέα της θεραπείας και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης.
Η ίδια Επιτροπή εντόπισε οκτώ παραμέτρους καλής πρακτικής και εισηγήθηκε η πιστοποίηση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας να γίνεται βάσει των ικανοτήτων και της ειδίκευσης που έχουν αποκτήσει σε κάθε μία από αυτές. Οι παράμετροι περιλαμβάνουν: κλινική διάγνωση, θεραπευτικό σχεδιασμό, παραπομπή, συντονισμό των υπηρεσιών, εκπαίδευση των εξυπηρετούμενων, οικογένεια και κοινότητα, τεκμηρίωση, επαγγελματική ηθική και ευθύνη. Στο πλαίσιο αυτών των παραμέτρων εντάσσονται οι στάσεις, οι γνώσεις και οι δεξιότητες στις οποίες αναμένεται να είναι ικανός ο κάθε εκπαιδευμένος σύμβουλος πρόληψης και θεραπείας της τοξικοεξάρτησης. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι τα προγράμματα εκπαίδευσης τα οποία προσφέρονται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι κατά κύριο λόγο διεπιστημονικά και να εφαρμόζονται με στόχο να καταστήσουν το θεραπευτή ενήμερο για τα διαφορετικά θεραπευτικά μοντέλα και τις δυνατότητες απεξάρτησης.
Στις Η.Π.Α. λειτουργούν επίσης επαγγελματικές ενώσεις πιστοποίησης των συμβούλων θεραπείας και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης, όπως είναι η Διεθνής Επιτροπή Αμοιβαίας Πιστοποίησης για το Αλκοόλ και τα άλλα Ναρκωτικά (International Certification Reciprocity Consortium for Alcohol and Other Drugs –ICRC/AODA) και η Εθνική Ένωση Συμβούλων για το Αλκοόλ και την Τοξικοεξάρτηση (National Association of Alcoholism and Drug Abuse Counselors-NAADAC).
Στην Ευρώπη, η Ισπανία και η Γαλλία ανέπτυξαν αρκετά μεταπτυχιακά προγράμματα για την εκπαίδευση επαγγελματιών ψυχικής υγείας στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων (Pantoja, 1998). Αντιστοίχως, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην Αγγλία, η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κατάχρηση Ουσιών (Advisory Council on the Misuse of Drugs) έκανε ανασκόπηση των υπαρχόντων εκπαιδευτικών προγραμμάτων για επαγγελματίες ψυχικής υγείας στον τομέα της τοξικοεξάρτησης και εξήγαγε τα πορίσματά της. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει επαρκή προγράμματα εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης στις ιατρικές σχολές όπως και σε άλλους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με εξαίρεση τις ειδικότητες της ψυχιατρικής και της κοινοτικής ιατρικής. Τα περισσότερα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία προσφέρονταν ήταν βραχύχρονης διάρκειας. Η σχέση επίσης ανάμεσα στα προπτυχιακά και στα μεταπτυχιακά προγράμματα στον τομέα αυτόν ήταν σχετικά μικρή (Edwards, 1991). Η επιτροπή, ως αποτέλεσμα των ερευνών της εισηγήθηκε «τα αρμόδια επαγγελματικά σωματεία να κάνουν ανασκόπηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που προσφέρονται στον τομέα αυτό σε προπτυχιακό επίπεδο και να διερευνήσουν τρόπους με τους οποίους η εκπαίδευση και κατάρτιση για το πρόβλημα της τοξικοεξάρτησης θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών» (HMSO, 1990, σελ. 71).
Η Επιτροπή πρότεινε επίσης την ίδρυση εθνικής υπηρεσίας ανάπτυξης προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών ψυχικής υγείας στον τομέα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης. Αρμοδιότητα της υπηρεσίας θα ήταν να ελέγχει τις εξελίξεις στην εκπαίδευση των στελεχών πρόληψης και θεραπείας της τοξικοεξάρτησης, να εντοπίζει και να προωθεί τις καλές πρακτικές στον τομέα αυτό, να προασπίζεται τις νέες εκπαιδευτικές δραστηριότητες και να αποτελεί το συντονιστικό όργανο των δραστηριοτήτων των τοπικών και άλλων υπηρεσιών αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης. Επιπλέον, η Επιτροπή πρότεινε στα ακαδημαϊκά ιδρύματα να δημιουργήσουν, σε συνεργασία με τα αρμόδια σωματεία, προγράμματα κατάλληλα για εκπαίδευση των επαγγελματιών στον τομέα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης. Τέλος, η επιτροπή εισηγήθηκε: α) τη συνεχή εκπαίδευση των ατόμων που ήδη εργάζονται σε θεραπευτικά προγράμματα, θεραπευτικές κοινότητες, ομάδες αυτό-βοήθειας και εθελοντικούς οργανισμούς όπως και των διευθυντών των μονάδων και των προγραμμάτων αυτών και β) ζήτησε από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα να συμπεριλάβουν την εκπαίδευση για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων στο αναλυτικό ωρολόγιο πρόγραμμά τους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολήθηκε επίσημα με το θέμα τo 1994, όταν διοργάνωσε την πρώτη επιστημονική συνάντηση για την εκπαίδευση των επαγγελματιών θεραπείας και πρόληψης στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Η συνάντηση αυτή, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από διαφορετικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς και από 12 Ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα (ΚΕΘΕΑ), Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ουγγαρία) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις θεραπευτικές προσεγγίσεις αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. (Commission of the European Communities, 1994) όπως και σημαντικές διαφορές στον τρόπο εκπαίδευσης των επαγγελματιών. Η έκθεση της επιτροπής υπέδειξε εννέα διαφορετικά είδη εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία προσφέρονταν εκείνη την περίοδο στις Ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στη συνάντηση. Στα εκπαιδευτικά προγράμματα περιλαμβάνονταν: α) προγράμματα θεωρητικής εκπαίδευσης, β) διεπιστημονικά προγράμματα, γ) προγράμματα που συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη και προκύπτουν από την πράξη, δ) προγράμματα μεθοδολογίας, ε) προγράμματα διαχείρισης, στ) προγράμματα πολλαπλών προσεγγίσεων, ζ) προγράμματα επικεντρωμένα σε project, η) προγράμματα ερευνητικής κατεύθυνσης και ι) ατομικά προγράμματα εκπαίδευσης. Το εύρος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων δημιουργούσε δυσκολίες στην αξιολόγηση τους και αντικατόπτριζε τις διαφορετικές τάσεις και θεωρίες που υπάρχουν στο χώρο της θεραπείας και πρόληψης των εξαρτήσεων. Η Ευρωπαϊκή μελέτη κατέληξε ωστόσο ότι η εκπαίδευση του προσωπικού είναι κεντρικό ζήτημα για την ανάπτυξη κατάλληλων παρεμβάσεων στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Παράλληλα, η επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού δικτύου Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (European Training Programmes Network) ανάμεσα σε ακαδημαϊκούς και θεραπευτικούς φορείς και τόνισε την αξία της διεπιστημονικής προσέγγισης στην εκπαίδευση των επαγγελματιών. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν δίκτυα οργανισμών για την εκπαίδευση των επαγγελματιών στην αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης και έγινε προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού προγράμματος εκπαίδευσής τους. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε παρόλο που λειτούργησαν ορισμένα δίκτυα. Ένα από αυτά είναι το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Εκπαίδευση στις Εξαρτήσεις (European Addictions Training Institute) με έδρα την Ολλανδία. Το Ινστιτούτο χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό τη διεξαγωγή βραχύχρονων προγραμμάτων εκπαίδευσης των επαγγελματιών για την αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης. Στη διάρκεια του 1990 ιδρύθηκε επίσης με κοινοτική χρηματοδότηση και ο Ευρωπαϊκός Σύλλογος Επαγγελματιών στον Τομέα της Αντιμετώπισης της Τοξικοεξάρτησης, ITACA, με έδρα την Ισπανία και παραρτήματα σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Ωστόσο, ο σύλλογος αυτός παρόλο που παραμένει ενεργός δεν έτυχε συνέχειας της χρηματοδότησής του.
Η Ελληνική Πρακτική και Εμπειρία
Στην Ελλάδα, όπως συνέβη και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, τα προγράμματα εκπαίδευσης επαγγελματιών για την αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα θεραπευτικά προγράμματα και λόγω της υπαρκτής και έντονης ανάγκης για εκπαίδευση του νέου προσωπικού. Το 1983 τα μέλη του προσωπικού της πρώτης θεραπευτικής κοινότητας (Θ.Κ. ΙΘΑΚΗ), που δημιουργήθηκε για τη θεραπεία χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών στην Ελλάδα, εκπαιδεύτηκαν σε προγράμματα της Ολλανδίας (Kooyman, 1992). Το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) ήταν ο πρώτος θεραπευτικός οργανισμός στην Ελλάδα, ο οποίος σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (Ν. 1729/87 και 2161/Αρθρο 8) είχε και εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα παροχής εκπαίδευσης σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας στον τομέα της αντιμετώπισης της ουσιοεξάρτησης.
Όταν καταρτίστηκε στην Ελλάδα το πρώτο Εθνικό Σχέδιο Δράσης (2002-2006) για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων, αναφερόταν ρητά η ανάγκη δημιουργίας ενός Ινστιτούτου Ουσιοεξαρτήσεων και Τοξικομανίας, το οποίο μεταξύ των άλλων θα είχε ως στόχο να προτείνει τις κατευθυντήριες οδηγίες για την ομοιογένεια στην εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και παράλληλα να δημιουργήσει μηχανισμούς αξιολόγησης του εκπαιδευτικού υλικού. Επίσης, στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρώτο εξάμηνο του 2003, η Οριζόντια Ομάδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά υιοθέτησε ψήφισμα για την ένταξη του γνωστικού αντικειμένου των εξαρτήσεων στο πρόγραμμα σπουδών των σχολών επαγγελμάτων υγείας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών εκπαίδευσης επαγγελματιών στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης, το οποίο προσφέρει το Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. από το 1994. Επίσης, η ανάπτυξη των προγραμμάτων μεθαδόνης στα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας σε αυτόν τον τομέα. Έτσι, η κατάσταση στην Ελλάδα στο ζήτημα αυτό μοιάζει με την κατάσταση στη Γαλλία, όπου στα περισσότερα κέντρα, στα οποία χορηγούν υποκατάστατα σε τοξικοεξαρτημένους που απέτυχαν σε άλλες θεραπευτικές προσπάθειες με παράλληλη ψυχοκοινωνική στήριξη (Facy et.al. 1997) το προσωπικό είναι απροετοίμαστο για τις απαιτήσεις του ρόλου (Wievorka, 1997). Παρόμοια, φαίνεται να είναι η κατάσταση και στα προγράμματα φυλακών. Το σωφρονιστικό και άλλο προσωπικό που εργάζεται εκεί είναι συνήθως ανεκπαίδευτο στην αντιμετώπιση του φαινομένου, ενώ η προσπάθεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία έγινε το 2000 για εκπαίδευση του ιατρικού και θεραπευτικού προσωπικού των φυλακών από το ΚΕΘΕΑ, δεν συνεχίστηκε.
Η έλλειψη επαρκών και διαφορετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων για επαγγελματίες του χώρου οδήγησε το ΚΕΘΕΑ να οργανώσει αρχικά εσωτερικά προγράμματα εκπαίδευσης για το προσωπικό του και στη συνέχεια να προσφέρει μέρος αυτών των προγραμμάτων σε στελέχη άλλων οργανισμών. Στο πλαίσιο αυτό υλοποιείται από το 1998 μέχρι σήμερα ένα διεπιστημονικό πρόγραμμα με θέμα: «Συμβουλευτική στην Τοξικοξάρτηση: Γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις στην Κλινική Πρακτική», σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο. Η έμφαση του εν λόγω προγράμματος στη διεπιστημονική προσέγγιση ενθάρρυνε τη συμμετοχή στελεχών που εργάζονταν με διαφορετικά μοντέλα και μεθόδους θεραπείας τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Κύπρο και τη Βουλγαρία (ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, 18 ΑΝΩ, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Κύπρου, National Addiction Centre, Βουλγαρία). Σκοπός του προγράμματος εκπαίδευσης ήταν να ενισχύσει τις υπάρχουσες γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες των επαγγελματιών ψυχικής υγείας που ήδη εργάζονται στο χώρο και να προσφέρει νέες γνώσεις σε θέματα που αφορούν στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων. Οι θεματικές ενότητες του προγράμματος περιλαμβάνουν την αιτιολογία της χρήσης ουσιών, τα κύρια μοντέλα θεραπείας, τα στάδια της αλλαγής από την εξάρτηση στην απεξάρτηση, την πρόληψη της υποτροπής, την παρέμβαση σε κρίση, τη διαχείριση του μετά-τραυματικού άγχους, ζητήματα που αφορούν στον κώδικα επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας, θέματα που αφορούν την οικογένεια, την εφηβεία και την τοξικοεξάρτηση, όπως και ζητήματα που σχετίζονται με τη σωματική υγεία του εξαρτημένου ατόμου. Το πρόγραμμα διαρκεί 180 ώρες δια μέσου διαλέξεων, βιωματικών ασκήσεων, εργασίας σε μικρές ομάδες και τεστ γνώσεων και αξιολόγησης.
Επιπλέον, από το 2000 μέχρι σήμερα υλοποιείται από το ΚΕΘΕΑ, τον Τομέα Κοινωνιολογίας της Εθνικής Σχολή Δημόσιας Υγείας, το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, San Diego και το Boston College, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Επαγγελματιών με θέμα: «Διοίκηση και Κοινωνικός Σχεδιασμός στην Αντιμετώπιση της Τοξικοεξάρτησης», ενώ το 2002 συστάθηκε από το ΚΕΘΕΑ σε συνεργασία με άλλους φορείς η πρώτη Επιστημονική Επιτροπή για την Πιστοποίηση Συμβούλων Τοξικοεξάρτησης και Πρόληψης σε Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα, η οποία συνεργάζεται με την αντίστοιχη διεθνή επιστημονική επιτροπή International Council on Alcohol and Other Addictions (ICRC/AODA). Η Επιτροπή αυτή πρόσφατα (2006) ενέταξε μετά από σχετικό αίτημα και τη Βουλγαρία διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο το έργο της. Επίσης, από το 2002 στην προσπάθεια συνεχούς εκπαίδευσης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας εκδίδονται στην Ελλάδα οι «Εξαρτήσεις», το πρώτο επιστημονικό περιοδικό για θέματα εξαρτήσεων, σε συνεργασία με το διεθνές επιστημονικό περιοδικό Addiction. Οι «Εξαρτήσεις» είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Εκδοτών Επιστημονικών Περιοδικών στον Τομέα των Εξαρτήσεων (International Substance Abuse Journals Editors – ISAJE).
Παρόλα αυτά στη χώρα μας παραμένει περιορισμένος ο αριθμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία προσφέρονται σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας στον τομέα της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης και λίγοι οι ειδικοί που θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν μια νέα ομάδα επαγγελματιών αποτελώντας πρότυπα μοντέλα ρόλων (Glass & Strang, 1991). Ωστόσο, τα προγράμματα που υπάρχουν καλύπτουν ένα σημαντικό κενό στην προσφορά ακαδημαϊκών και εξειδικευμένων για το αντικείμενο γνώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα μελέτη ασχολείται με την αξιολόγηση του προγράμματος «Συμβουλευτική στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης: Γνώσεις, δεξιότητες, στάση στην επαγγελματική πρακτική» με στόχο να καταδείξει την ανάγκη για συνέχεια και επέκταση του προγράμματος.
Ερευνητικό σχέδιο
Με στόχο την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας του διεπιστημονικού εκπαιδευτικού προγράμματος «Συμβουλευτική στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης: Γνώσεις, δεξιότητες, στάση στην επαγγελματική πρακτική» ως το κύριο πρόγραμμα εκπαίδευσης στελεχών ψυχικής υγείας, το οποίο προσφέρει το ΚΕΘΕΑ πραγματοποιήθηκε ποσοτική έρευνα με τη βοήθεια αυτό-χορηγούμενων ερωτηματολογίων. Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνήσει κατά πόσο το παραπάνω εκπαιδευτικό πρόγραμμα συνέβαλε στην αύξηση των γνώσεων των εκπαιδευομένων αναφορικά με το γνωστικό πεδίο της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, όπως αυτό προσδιορίζεται στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών.
Μέθοδος
Ένα δομημένο ερωτηματολόγιο αποτελούμενο από 107 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής χορηγήθηκε στους συμμετέχοντες κατά την έναρξη και λήξη του εκπαιδευτικού προγράμματος σε διάστημα 2 ετών. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε αρχικά 125 ερωτήσεις καλύπτοντας μια σειρά θεματικών ενοτήτων σχετικών με τη θεραπεία των εξαρτήσεων.
Το εργαλείο ελέγχθηκε πιλοτικά σε 50 άτομα-συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου του εκπαιδευτικού προγράμματος διάρκειας επίσης 2 ετών, το οποίο πραγματοποιήθηκε τα έτη 2000-1. Στόχος της πιλοτικής μελέτης ήταν να διαπιστωθεί κατά πόσο το εργαλείο που σχεδιάστηκε ήταν αξιόπιστο και συγχρόνως έγκυρο. Ελέγχθηκαν ζητήματα αμφισημίας στη διατύπωση των ερωτήσεων και όλες οι ερωτήσεις με διφορούμενες έννοιες απαλείφθηκαν από το ερωτηματολόγιο. Επίσης, ερωτήσεις που δεν ήταν κατανοητές είτε επειδή δεν είχαν τελικά διδαχθεί στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος είτε αναφέρονταν σε στοιχεία Αμερικανικής πολιτικής σε θέματα εξαρτήσεων και κατά συνέπεια δεν γνώριζαν οι εκπαιδευόμενοι, αποσύρθηκαν. Έτσι, καθώς προέκυψαν αλλαγές στον αριθμό των ερωτήσεων και στο περιεχόμενο μεταξύ των δύο μετρήσεων του πρώτου κύκλου του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι τιμές αυτές δεν συμπεριλήφθηκαν στην τελική αξιολόγηση.
Οι στόχοι της έρευνας ήταν: α) να αποτιμηθεί η υπάρχουσα γνώση (1η μέτρηση) των συμμετεχόντων αναφορικά με το αντικείμενο της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, πριν από την ένταξή τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και β) να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα του προγράμματος ως προς τις αποκτηθείσες γνώσεις (1η και 2η μέτρηση) των συμμετεχόντων, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου διαρκούσε κάθε φορά μια ώρα.
Αποτελέσματα
Προφίλ συμμετεχόντων
Στη μελέτη συμμετείχαν 102 συμμετέχοντες (70 άνδρες, 32 γυναίκες), από δύο κύκλους εκπαίδευσης (3ος και 4ος κύκλος) από το 2002 ως το 2005. Τα 3/5 του συνολικού αριθμού των συμμετεχόντων εργάζονταν κατά τη διάρκεια συμμετοχής τους στο πρόγραμμα σε προγράμματα ψυχικής απεξάρτησης, ενώ τα υπόλοιπα 2/5 προέρχονταν από προγράμματα χορήγησης υποκαταστάτων και από συναφείς οργανισμούς θεραπείας της τοξικοεξάρτησης στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στη Βουλγαρία.
Με βάση τα κοινωνιοδημογραφικά στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι το προφίλ του αποδέκτη της συγκεκριμένης εκπαίδευσης είναι κατά μέσον όρο γυναίκα, ψυχολόγος, απόφοιτη ΑΕΙ που εργάζεται στο χώρο της θεραπείας των εξαρτήσεων με 3-5 έτη επαγγελματικής εμπειρίας, και, κατά συνέπεια, σε οργανισμούς ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Το τελευταίο στοιχείο, βέβαια, ερμηνεύεται κυρίως από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα εργαζόταν στο ΚΕΘΕΑ ενώ τα 2/5 των προσφερόμενων θέσεων απευθύνονταν σε στελέχη άλλων οργανισμών πρόληψης και θεραπείας των εξαρτήσεων. Αναλυτικότερα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές ενώ ένα 10% είναι απόφοιτοι θεραπευτικών προγραμμάτων με σημαντική εμπειρία στο χώρο της θεραπείας της τοξικοεξάρτησης. Μόλις 2 στους 10 εκπαιδευόμενους είναι νέοι επαγγελματίες στο χώρο της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων. Στην πλειοψηφία τους οι συμμετέχοντες είναι ψυχολόγοι (43%), ενώ ακολουθούν οι κοινωνικοί λειτουργοί (16%), οι κοινωνιολόγοι (9%) και οι νοσηλευτές (9%). Τα μεγαλύτερο ποσοστό (76,5%) των συμμετεχόντων εργάζονται στο χώρο της θεραπείας της τοξικοεξάρτησης, ενώ οι υπόλοιποι εργάζονται κυρίως στο χώρο της πρόληψης (12,2%), της έρευνας (6,1%) και της εκπαίδευσης (4,1%).
Αξιολόγηση των γνώσεων πριν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα (pre-test)
Σχετικά με την επίδοση των συμμετεχόντων και από τους δύο κύκλους του εκπαιδευτικού προγράμματος στο pre-test διαφαίνεται ότι το ποσοστό επιτυχίας κυμάνθηκε στο 58% (κλίμακα 1-100%) και πιο αναλυτικά, 58,8% για τα στελέχη που εργάζονται στη θεραπεία και 55,1% για αυτούς που εργάζονται στην πρόληψη, στην εκπαίδευση ή στην έρευνα. Ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο των εκπαιδευομένων, οι απόφοιτοι Λυκείου έλαβαν 55,4% οι πτυχιούχοι ΑΕΙ/ΤΕΙ και όσοι είχαν μεταπτυχιακές σπουδές έλαβαν βαθμολογία γύρω στο 58%. Τέλος, ως προς την ειδικότητά τους, διαφαίνεται μια μικρή ποσοστιαία διακύμανση μεταξύ εκείνων από το χώρο της ψυχιατρικής και της νοσηλευτικής (63,4% και 62,5% αντίστοιχα) καθώς και εκείνων από το χώρο της ψυχολογίας (58,9%), της κοινωνικής εργασίας (55,9%) και της κοινωνιολογίας (54,8%).
Αξιολόγηση των γνώσεων μετά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα (post-test)
Με την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος οι εκπαιδευόμενοι κλήθηκαν και πάλι να αξιολογηθούν ως προς το επίπεδο των γνώσεων τους σε θέματα συμβουλευτικής στο χώρο των εξαρτήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συνολική βαθμολογία των εκπαιδευομένων έφτασε στο 78,3% ενώ δεν παρατηρήθηκε κάποια ειδικότερη διαφοροποίηση ως προς το χώρο εργασίας των εκπαιδευομένων (θεραπεία, πρόληψη, εκπαίδευση ή έρευνα) και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο. Μικρή διαφοροποίηση, ωστόσο, εντοπίζεται στο επίπεδο των γνώσεων που απέκτησαν ως προς την ειδικότητα τους. Αναλυτικά, το μεγαλύτερο ποσοστό βαθμολογίας, ανά ειδικότητα, κατέκτησαν οι ψυχολόγοι (80%), ενώ ακολουθούν οι νοσηλευτές (78,4%), οι κοινωνιολόγοι (78,2%), οι απόφοιτοι θεραπευτικών προγραμμάτων (78%), οι κοινωνικοί λειτουργοί (75,8%) και τέλος οι ψυχίατροι (74,3%). Τέλος, δεν προέκυψαν διαφορές στην επίδοση των εκπαιδευομένων στο post-test μεταξύ των δύο κύκλων.
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος
Ως προς το επίπεδο των γνώσεων σε θέματα εξαρτήσεων, όπως αυτές αποτιμώνται με την ολοκλήρωση των απαιτήσεων του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι εκπαιδευόμενοι φαίνεται, σε γενικές γραμμές να έχουν ενισχύσει σημαντικά τις γνώσεις τους στα περισσότερα θέματα. Η έρευνα έδειξε ότι η μεταβολή αυτή κυμάνθηκε έως και +51% αξιολογώντας τις γνώσεις τους πριν και μετά τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα (Γράφημα 1). Ο μέσος όρος μεταβολής της τιμής της επίδοσης κυμάνθηκε περίπου στο 20%.
Γράφημα 1: Μεταβολή επίδοσης (%) κατά pre/post test
Η πλειοψηφία των ερωτώμενων έλαβε υψηλότερη βαθμολογία στο ερωτηματολόγιο που δόθηκε μετά τη λήξη του εκπαιδευτικού προγράμματος (post-test) έναντι αυτού που δόθηκε αρχικά (pre-test). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στις τιμές αύξησης των γνώσεων πριν και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος σε αναλύσεις που αφορούσαν το φύλο, το εκπαιδευτικό επίπεδο, την εργασιακή εμπειρία, τον τομέα εργασίας και τον οργανισμό απασχόλησης. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, ενώ στον ένα κύκλο εκπαίδευσης οι αρχικές τιμές ήταν υψηλότερες (μ.ό.=60.938 F=16,971, p=,000), οι τιμές οι οποίες προέκυψαν μετά την έκθεση στο πρόγραμμα και για τους δύο κύκλους εκπαίδευσης ήταν παρόμοιες (μ.ό. 4ου κύκλου =77,514, μ.ό. 3ου κύκλου=78,844).
Συζήτηση
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η συμμετοχή των επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε διεπιστημονικά προγράμματα εκπαίδευσης με στόχο την αύξηση των γνώσεων στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων έχει πολλαπλά οφέλη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παραπάνω μελέτης γίνεται σαφές ότι οι γνώσεις των επαγγελματιών που συμμετείχαν στο υπό-αξιολόγηση πρόγραμμα αυξήθηκαν σημαντικά. Επιπλέον, άλλα οφέλη τα οποία αξίζει να προσμετρηθούν σε επόμενη έρευνα αφορούν τις δυνατότητες ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών μεταξύ των επαγγελματιών που εργάζονται σε διαφορετικά πλαίσια θεραπείας και άρα της μείωσης των προκαταλήψεων αναφορικά με την αντιμετώπιση του εξαρτημένου ατόμου.
Επίσης, παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι η συνεργασία μεταξύ θεραπευτικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων λειτουργεί προς όφελος της εκπαίδευσης των επαγγελματιών, καθώς συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη και συνεισφέρει στη μείωση των αντιστάσεων απέναντι στη νέα γνώση. Η εκπαίδευση χρειάζεται να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και στις ανάγκες των επαγγελματιών και να ενσωματώνει θεματικά διάφορες πτυχές και μοντέλα θεραπείας με στόχο την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος της αντιμετώπισης της τοξικοεξάρτησης. Τα μέρη που απαρτίζουν επίσης ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης είναι σημαντικά, όπως ιδιαίτερη αξία έχει για τους επαγγελματίες ψυχικής υγεία να συμμετέχουν σε προγράμματα εκπαίδευσης, τα οποία συνοδεύονται από κάποιου είδους πιστοποίηση ή αναγνώριση. Αυτό προσδίδει αξία στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και ενισχύει τα κίνητρα των εκπαιδευομένων για συμμετοχή. Επιπλέον, ο σχεδιασμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων αξίζει να στηρίζεται στις ανάγκες που έχουν οι διάφορες επαγγελματικές ομάδες του χώρου. Η δικτύωση και η συνεργασία μεταξύ των επαγγελματιών είναι ένα πεδίο για το οποίο πολλά χρειάζεται να γίνουν ακόμη, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανταλλαγή των εμπειριών μεταξύ των επαγγελματιών και να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων κατάχρησης ουσιών.
Η συνεργασία επιπλέον ανάμεσα σε πανεπιστήμια και οργανισμούς που παρέχουν θεραπεία θα είναι προς όφελος και των δύο χώρων, καθώς θα υπάρχει η δυνατότητα να συνδυαστεί η θεωρία με την εμπειρία. Η ένταξη του μαθήματος των εξαρτήσεων σε προπτυχιακό επίπεδο και η δημιουργία μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης για τις εξαρτήσεις στις διάφορες σχολές ψυχικής υγείας και κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, όπως και η συνεργασία των ΑΕΙ με τους αντίστοιχους θεραπευτικούς φορείς για τη δημιουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών που να συνδυάζουν την επιστημονική γνώση με τη βιωματική εκπαίδευση, την έρευνα και την πρακτική στο χώρο της θεραπείας και της πρόληψης. Οι μελλοντικές απαιτήσεις οδηγούν επίσης στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός διεπιστημονικού προγράμματος εκπαίδευσης των στελεχών, το οποίο θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων όσων εργάζονται στον τομέα αυτό, όπως και στην πιστοποίηση των συμβούλων τοξικοεξάρτησης και πρόληψης, ως ξεχωριστή επαγγελματική ειδικότητα.
Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι οι ανάγκες εκπαίδευσης των στελεχών θεραπείας και πρόληψης της τοξικοεξάρτησης είναι πολλές και διαφορετικές. Χρειάζεται ακόμη να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα «ποιος πρέπει να εκπαιδευτεί;», «τι πρέπει να μάθει, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικός στην παροχή των υπηρεσιών;», «πού πρέπει να εκπαιδευτεί;», «πότε είναι ο κατάλληλος χρόνος για την εκπαίδευσή του;», «γιατί χρειάζεται εκπαίδευση;» και «πώς θα εκπαιδευτεί;». Στο παραπάνω πλαίσιο, η έμφαση σε διεπιστημονικά εκπαιδευτικά προγράμματα και η αύξηση της επίγνωσης των στελεχών ψυχικής υγείας, αναφορικά με τις διαφορετικές διαθέσιμες μεθόδους και μοντέλα θεραπείας στον τομέα της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα συνέβαλε ουσιαστικά στην αύξηση των γνώσεων των επαγγελματιών αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, μέσα από την επιμέρους ανάλυση σημαντικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στον τομέα της τοξικοεξάρτησης. Επίσης, προκειμένου να αξιοποιηθούν περισσότερο τα ερευνητικά αποτελέσματα είναι σημαντικό να πραγματοποιηθούν επιπλέον έρευνες σχετικά με τις επιδόσεις των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα. Μία μελέτη παρακολούθησης (follow up) θα μας έδινε περισσότερα στοιχεία αξιολόγησης όσον αφορά την απόκτηση και την εφαρμογή των γνώσεων αλλά και την κινητοποίηση των συμμετεχόντων για περαιτέρω εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία:
Advisory Council on the Misuse of Drugs (1990) Problem Drug Use: a Review of Training. London: HMSO.
Broekaert, E. & Van der Straeten, G. (1998) History, philosophy and development of the therapeutic community in Europe, ITACA, Vol. III, No. 2, pp. 29-50.
Commission of the European Communities (1994) Workshops on drug related training programmes in Europe and Networking: Needs and Utility, Objectives and Feasibility. Proceedings, Brussels: EMCDDA.
Cross, K.P. (1981). Adults as Learners, San Franscisco:Jossey-Bass.
Deitch, D. & Carleton, S. (1996) Education and Training of Clinical Personnel. Cited in Lowinson, Newman & Ruiz (Eds) Clinical Issues in Drug Abuse Treatment, USA: Baltimore Press.
Deitch, D. & Solit, R. (1993) Training Drug Abuse Treatment Personnel in Therapeutic Community Methodologies, Psychotherapy, Vol. 30, No 2, 1993, p.p. 305-316.
DeLeon, G. (1988) The therapeutic community and behavioral science: Learning factors in substance abuse (NIDA Research monograph), Washington D.C.: Government Printing Office.
Edwards, G (1991) Teaching research skills. Chapter 51, cited in Glass, I.B. (Ed) The International Handbook of Addiction Behaviour. London: Routledge. Pp. 334-340.
Facy, F. et.al. (1997) Epidemiological study of drug addicts on methadone prescription in 1995, ITACA, Vol. II, No. 3, pp. 83-100.
Glass, I.B. & Strang, J. (1991) Professional Training in Substance Abuse: The UK experience. Chapter 5 cited in Glass, I.B. (Ed) The International Handbook of Addiction Behaviour. London: Routledge. pp 333-340.
Kennard, D. (1983) An Introduction to Therapeutic Communities. London: Routledge&Kegan.
Kooyman, M. (1992) The therapeutic community for addicts: intimacy, parent involvement and treatment outcome. Rotterdam : Erasmus Univesiteit Rotterdam
MacDonald D. & Patterson V., (1991) A Handbook of Drug Training-Learning about Drugs and Working–Learning about Drugs and Working with Drug Users, London & New York: Tavistock-Routledge.
Patrick, J. (2000). Training. In N. Chmiel (Ed.). Introduction to work and organizational psychology: A European perspective. USA:Blackwell Publishers, pp. 100-124.
Pantoja, L. (1998) The training of Professionals in Drug Dependencies: Present needs and future trends. ITACA, Vol. III, No. 2, pp. 9-28.
Ravndall, E. (1994) Drug Abuse, psychopathology and treatment in a hierarchical therapeutic community: A prospective study. Oslo: University of Oslo.
Roche, A. (1998) Alcohol and Drug Education and Training: a review of key issues, Drugs: education, prevention and policy, Vol. 5, No 1, pp. 85-99.
Tough, A. (1978) “Major Learning Efforts: Recent Research and Future Directions” in The Adult Learner: Current Issues in Higher Education. Washington D.C.: America Association for Higher Education.
Yablonsky, L. (1994) The Therapeutic Community: A successful approach for treating substance abusers. Lake Worth: Gardner Press.
West A. M., (1997) Developing Creativity in Organizations, The British Psychological Society, UK.
Wievorka, S. (1997) Reflections on the training and supervision of teams involved in the methadone treatment of drug addicts in France. ITACA, Vol. II, No. 3, pp. 41-52.