GRIFFITH EDWARDS[2]
Μετάφραση Μαρία Σπαθή
DOI: https://doi.org/10.57160/LJQR8864
Π ε ρ ί λ η ψ η
Το 1965 η Βρετανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η χώρα αντιμετώπιζε αυξανόμενο πρόβλημα χρήσης ηρωίνης με την αγορά να εφοδιάζεται κυρίως μέσω συνταγογράφησης από ιδιώτες γιατρούς. Ανάμεσα στις επίσημες προσπάθειες αντιμετώπισης αυτής της – όπως θεωρούσαν τότε – ιδιαίτερα ανησυχητικής κατάστασης για τη δημόσια υγεία ήταν και η απόφαση χρηματοδότησης ίδρυσης της Μονάδας Έρευνας για τις Εξαρτήσεις (Addiction Research Unit: ARU) στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Λονδίνου. Το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των Η.Π.Α. (US National Institute of Mental Health: NIMH) χρηματοδότησε γενναιόδωρα μία ερευνητική επίσκεψη του ορισθέντος διευθυντή της Μονάδας Έρευνας για τις Εξαρτήσεις λίγο πριν από την έναρξη λειτουργίας του Βρετανικού ερευνητικού κέντρου. Εκτεταμένες σημειώσεις της επίσκεψης περιλαμβάνουν τις επαφές με διοικητές, ερευνητές, γιατρούς, ιερείς, αστυνομικούς της δίωξης ναρκωτικών αλλά και εξαρτημένους. Ένα πλήθος συχνά αντικρουόμενων συμβουλών και συστάσεων οδήγησε σε κάποια συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, αυτά περιλαμβάνουν την ανάγκη κατανόησης του τρόπου με τον οποίο κάθε χώρα αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ναρκωτικών ως ένα δυναμικό, πολύ-παραγοντικό συνολικό σύστημα – δηλαδή την ανάγκη για μία ολιστική «εθνική αντιμετώπιση». Ένα ακόμα συμπέρασμα ήταν οι απόψεις της ίδιας της πολιτικής ως ένα πολύπλοκο θέμα προς ανάλυση: η πολιτική αντιμετώπισης των ναρκωτικών θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας όπως και η ίδια η χρήση. Πέραν των γενικών αυτών συμπερασμάτων η εμπειρία προσέφερε πολλά στοιχεία για την ανάπτυξη του Βρετανικού ερευνητικού προγράμματος για τις εξαρτήσεις, ενώ παράλληλα αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων ανεκτίμητης αξίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το 1965 η δημοσίευση της Έκθεσης “Second Brain” [1] σηματοδότησε σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών την επίσημη αναγνώριση του γεγονότος ότι η Βρετανία βρισκόταν εν μέσω μίας απότομης αύξησης του αριθμού των ατόμων που ήταν εξαρτημένα από επικίνδυνες ναρκωτικές ουσίες. Το 1955 οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις ατόμων που έκαναν χρήση επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών ήταν 355 ενώ για τις 57 από αυτές τις περιπτώσεις βασική ουσία χρήσης ήταν η ηρωίνη. Έως το 1965 το σύνολο των ατόμων είχε ανέλθει σε 927 και οι περιπτώσεις χρήσης ηρωίνης σε 521 [2]. Παρόλο που οι απόλυτοι αριθμοί κυμαίνονταν ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, υπήρχε μία διάχυτη αίσθηση απειλής και άγχους για το τι μέλλει γενέσθαι.
Το αρμόδιο υπουργείο για την αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν το Υπουργείο Υγείας. Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής Rolleston από το 1926 και μετά, η εξάρτηση στη Βρετανία θεωρούνταν κυρίως ζήτημα υγείας και όχι εγκληματικότητας και οι γιατροί είχαν τη δυνατότητα να συνταγογραφούν ενέσιμα οπιούχα στους εξαρτημένους ασθενείς τους ως ουσίες συντήρησης. Μετά την Έκθεση “Second Brain”, η νέα προσέγγιση εξακολουθούσε να βασίζεται στην παράδοση της λογικής Rolleston. Προβλεπόταν η ίδρυση κλινικών, όπου προκαθορισμένοι γιατροί της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας θα μπορούσαν να συνταγογραφούν ενέσιμα οπιούχα ως ουσίες συντήρησης [4].
Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Υγείας εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού κέντρου για τις εξαρτήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, το 1965 δεν υπήρχε κανένα σχετικό ερευνητικό ινστιτούτο στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο να εξειδικεύεται στο πεδίο αυτό – έως τότε η έκταση του προβλήματος δεν δικαιολογούσε μία τέτοια επένδυση. Το 1967 το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής (IOP: μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου) έλαβε χρηματοδότηση από το Υπουργείο για τη δημιουργία μίας τέτοιας ομάδας, της Μονάδας Έρευνας για τις Εξαρτήσεις (ARU). Ο σχεδιασμός ξεκίνησε άμεσα. Η μονάδα θα ενσωματωνόταν σε μία ήδη υπάρχουσα μονάδα έρευνας για τον αλκοολισμό. Δημιουργήθηκαν τέσσερις νέες ερευνητικές θέσεις και η μονάδα στεγάστηκε σε ιδιαίτερο χώρο στον αριθμό 101 της οδού Denmark Hill εντός των εγκαταστάσεων του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής.
Οι Αμερικανοί ενδιαφέρθηκαν [5-8] για την ιατρική προσέγγιση των Βρετανών στο πρόβλημα της ηρωίνης, δηλαδή για το αποκαλούμενο «Βρετανικό σύστημα». Στα τέλη του 1966 ο Dr. Stanley Yolles, Διευθυντής του Αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NIMH), πραγματοποίησε μία διερευνητική επίσκεψη στο Λονδίνο. Συζήτησε με τον τότε Καθηγητή Ψυχιατρικής του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής Sir Denis Hill αλλά και με τον Griffith Edwards, τον ορισθέντα Διευθυντή του υπό ίδρυση ερευνητικού κέντρου. Ο Yolles προσέφερε μία γενναιόδωρη χρηματοδότηση για ένα ταξίδι του Edwards στην Αμερική προκειμένου να επισκεφθεί κέντρα έρευνας και θεραπείας για τις εξαρτήσεις.
Η πρόσκληση έγινε πρόθυμα αποδεκτή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πολύ διαφορετική ιστορία και μέθοδο αντιμετώπισης των προβλημάτων που σχετίζονταν με τα ναρκωτικά από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το πρόβλημα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ μεγαλύτερο, πιο εκτεταμένο και όχι περιορισμένο σε μία μόνο πόλη, εν προκειμένω στο Λονδίνο, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και απολάμβανε την υποστήριξη της παράνομης μαύρης αγοράς [9]. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το πρόβλημα είχε συσχετιστεί με τις εθνικές μειονότητες [10, 11] και εμφανιζόταν κυρίως σε αστικές περιοχές χαμηλού οικονομικού επιπέδου [12]. Παρότι στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στις θεραπευτικές υπηρεσίες, η ποινική δικαιοσύνη είχε έντονη παρουσία και η συνταγογράφηση ηρωίνης απαγορευόταν πλήρως.
Παρά τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μία επίσκεψη στην Αμερική θα ωφελούσε πάρα πολύ έναν ερευνητή που είχε επιφορτιστεί με το καθήκον ανάπτυξης ενός ερευνητικού προγράμματος της Μονάδας Έρευνας για τις Εξαρτήσεις. Η επίσκεψη στην Αμερική πραγματοποιήθηκε από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1967. Η παρακάτω περιγραφή απορρέει από εκτενείς ταυτόχρονες σημειώσεις και ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας, οι οποίες αργότερα απομαγνητοφωνήθηκαν στο γραφείο μου. Αποσπάσματα που αναπαράγονται στην παρούσα έκθεση αντιπροσωπεύουν τόσο αυτούσιο όσο και επεξεργασμένο υλικό και έχουν επιλεγεί προκειμένου να παρουσιαστεί μία ισορροπημένη εικόνα του ζητήματος των ναρκωτικών την εποχή εκείνη στην Αμερική. Το πρωτότυπο κείμενο των σημειώσεων αυτών βρίσκεται στα αρχεία του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής ενώ μία έκθεση εκδόθηκε πριν από ένα ερευνητικό ταξίδι με έμφαση στον αλκοολισμό στην Αμερική το 1961 [13].
Ο πρωταρχικός στόχος της εργασίας αυτής είναι η κοινοποίηση μίας πρωτογενούς περιγραφής της Αμερικανικής μεθόδου αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών σε μία αρκετά κρίσιμη περίοδο. Ταυτόχρονα, υπήρχαν πολλές παράμετροι σχετικές με τις πολιτιστικές και πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο η παρούσα εργασία δεν θα επιχειρήσει να χαρτογραφήσει αυτό το πλαίσιο. Επίσης, δεν θα αφιερώσει πολύ χρόνο στην ανάλυση της μεταγενέστερης επιρροής της εμπειρίας αυτής επί των εξελίξεων στην πατρίδα. Με λίγα λόγια, στόχος είναι η παρουσίαση των σημειώσεων ως παρατηρήσεων που μιλούν από μόνες τους. Η ερμηνεία τους όμως, αναπόφευκτα, απαιτεί γνώση των παραμέτρων του γενικότερου πλαισίου.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
23-25 Μαρτίου 1967, Bethesda, Maryland
Επικοινωνία με τον Δρ. Stanley Yolles
Την περίοδο εκείνη το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας ασκούσε πιέσεις για τη χρηματοδότηση της θεραπείας απεξάρτησης μέσω των κοινοτικών κέντρων ψυχικής υγείας, πρόταση η οποία περιείχε ένα στοιχείο δογματισμού. Πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με διάφορους ερευνητές, συμπεριλαμβανομένου του Δρ. Jack Mendelson, Διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου του Αλκοολισμού με θέμα τις μελλοντικές έρευνες. Στις συζητήσεις συμμετείχε και ένα νέο μέλος του προσωπικού ο Δρ. Roger Meyer. Επίσης συμμετείχε και ο Δρ. Ira Cisin, του οποίου την ερευνητική δουλειά πάνω στον αλκοολισμό γνώριζα ήδη καλά. Εκείνη την εποχή σχεδίαζε τη διενέργεια νέων μελετών για τη χρήση των ναρκωτικών σε εθνικό επίπεδο. Η μεθοδολογική του εμπειρία ήταν εντυπωσιακή και το τρέχον πρόγραμμα των συνεντεύξεών του για τα ναρκωτικά είχε ήδη διανύσει οκτώ πιλοτικές φάσεις. Ωστόσο, όταν τον πίεσα με ερωτήσεις σχετικά με την πιθανότητα για εναλλακτικές ερευνητικές μελέτες αντί για μεγάλης κλίμακας μελέτες (π.χ. ποιοτικές αναλύσεις μικρών ομάδων) η απάντησή του ήταν «κάνουμε τη δουλειά για την οποία λαμβάνουμε χρηματοδότηση».
27 Μαρτίου – 3 Απριλίου, Νοσοκομείο Lexington, Kentucky
Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στο νοσοκομείο αυτό, η μεγάλη ποικιλία κλάδων και η συγκεντρωμένη επαγγελματική εμπειρία προκαλούν δέος. Φιλοξενούνται εκατοντάδες εξαρτημένοι ασθενείς σε υπηρεσίες διαμονής, ενώ το προσωπικό αποτελείται από 500 μέλη (λίγο πριν την επίσκεψή μου ο συνολικός αριθμός των ασθενών ανερχόταν σε 2000, αλλά τα καθήκοντα του κέντρου άλλαξαν με βάση τις προβλέψεις περί Εθελοντικής Εισαγωγής). Επί του παρόντος το μόνο που θα κάνω είναι να καταγράψω κάποιες βασικές εντυπώσεις.
Το πρώτο θέμα, στο οποίο θα αναφερθώ πηγάζει από τις επανειλημμένες σύντομες παρατηρήσεις που γίνονταν στο τέλος των συναντήσεων από πολλά μέλη του προσωπικού διαφόρων επιπέδων και επαγγελματικής κατάρτισης και οι οποίες κατέληγαν στη συμβουλή «μην ακολουθήσετε την δική μας μέθοδο θεραπείας απεξάρτησης». Ασκούσαν κριτική στη λογική που τους επέβαλε το νομικό πλαίσιο, το οποίο θεωρούσε την εξάρτηση ποινικό αδίκημα κι όχι ζήτημα ψυχικής υγείας. Σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι θεωρούσαν τη θεραπευτική μέθοδο, η οποία βασιζόταν στον εγκλεισμό των εξαρτημένων σε κάποιο ίδρυμα για πολλούς μήνες με ελάχιστη μετέπειτα παρακολούθηση ή κοινοτική φροντίδα, καταδικασμένη να αποτύχει.
Δεύτερον, πιστεύω ότι η χρησιμοποίηση των εγκλείστων για πειραματικούς σκοπούς ενέχει ένα εφιαλτικό στοιχείο. Ένας ερευνητής αποκάλεσε αυτή την κατηγορία των ασθενών ως «πρεζάκια» και υποστήριξε ότι ανεξαρτήτως της εξέλιξης της λειτουργίας του Lexington θα υπήρχε πάντα ανάγκη να κρατηθεί έγκλειστη μια ομάδα «τέτοιου είδους» ανθρώπων για ερευνητικούς σκοπούς. Μια βιωματική εμπειρία χωρίς ναρκωτικά σε συνδυασμό με βελτιωμένες συνθήκες κράτησης και μείωση της ποινής αποτελούσαν αρκετά ισχυρό κίνητρο.
Το τρίτο θέμα αφορά την επιστήμη υψηλού επιπέδου. Διακεκριμένοι φαρμακοποιοί, ψυχολόγοι, ψυχίατροι και κοινωνικοί επιστήμονες μου διέθεσαν μέρος του χρόνου τους με αποτέλεσμα πλήθος σημειώσεων. Ιδιαίτερα ικανοποιητικές ήταν δύο συζητήσεις με τον Δρ. William Martin σχετικά με την επιλογή της ηρωίνης ή της μεθαδόνης ως ουσιών συντήρησης. Χαρακτήρισε τη μεθαδόνη «ως έναν εύκολο, επιφανειακό τρόπο αντιμετώπισης της εξάρτησης», αναγνώρισε όμως αρκετά επιχειρήματα εναντίον της ενέσιμης ηρωίνης ως ουσίας συντήρησης.
4-7 Απριλίου, Νοσοκομείο Fort Worth, Texas
Λειτουργικά, το νοσοκομείο μοιάζει πολύ με τις θεραπευτικές εγκαταστάσεις του Lexington, χωρίς όμως να έχει τόσο ανεπτυγμένη ερευνητική μονάδα. Οι εντάσεις μεταξύ του προσωπικού ασφαλείας και του θεραπευτικού προσωπικού ήταν εμφανείς ενώ επικρατούσε η ίδια θεμελιώδης σύγχυση σχετικά με το εάν οι εγκαταστάσεις ήταν σωφρονιστικού ή θεραπευτικού χαρακτήρα. Το προσωπικό είχε την κοινή, γενική πεποίθηση ότι οι εξαρτημένοι που προέρχονταν από στερημένα περιβάλλοντα ήταν «κοινωνιοπαθείς». Πραγματοποιήθηκε σχετική συζήτηση με τον Δρ. J. F. Maddox, Αναπληρωτή Διευθυντή, ο οποίος θεωρούσε ότι για την περίπτωση τέτοιων ατόμων απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο υποχρεωτικός εγκλεισμός τους για τουλάχιστον 3 χρόνια. Ένα άλλο μέλος του προσωπικού πρότεινε την παροχή ψυχοθεραπείας στους ασθενείς μόνον εάν κάλυπταν το κόστος οι ίδιοι.
10-11 Απριλίου, Southmore House, Houston, Texas
Γενικός διευθυντής αυτού του επικεντρωμένου στην κοινότητα προγράμματος χρηματοδοτούμενου από το Αμερικάνικο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας ήταν ο κ. M. Carrick. Το πρόγραμμα φιλοξενούσε ανά πάσα στιγμή περίπου 12 ασθενείς ενώ βρισκόταν σε επαφή με περίπου άλλους 30 που ζούσαν στην περιοχή. Η μονάδα άνοιξε το 1964 και έκτοτε είχε αλλάξει επόπτες έξι φορές. Οι διαμένοντες ασθενείς δεν έφεραν καμία απολύτως ευθύνη για τη διαχείριση του σπιτιού, η συμμετοχή τους στις ομαδικές συνεδρίες ήταν μικρή, η χρήση ναρκωτικών ήταν ευρέως διαδεδομένη και η δεοντολογία του προσωπικού και των ασθενών είχε ελάχιστα κοινά σημεία. Εν τω μεταξύ, ένας κοινωνιολόγος χορηγούσε ερωτηματολόγια για την αλλαγή της συμπεριφοράς.
11-12 Απριλίου, Μονάδα San Antonio, Texas
Πρόκειται για πρόγραμμα του Αμερικάνικου Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας το οποίο πραγματοποιούνταν σε συνεργασία με το Νοσοκομείο Fort Worth και θεωρητικά προσέφερε τόσο προ-θεραπευτικές όσο και μετά-θεραπευτικές υπηρεσίες. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν Μεξικανοί, ενώ το πρόβλημα των ναρκωτικών στην τοπική κοινωνία συσχετιζόταν με την ανέχεια και τις διακρίσεις. Στη συνέντευξη με τον Μεξικανό κοινωνικό λειτουργό κ. Samuel Brito, ο ίδιος αναφέρθηκε περιφρονητικά στην κυρίαρχη Αγγλοσαξονική κουλτούρα, κατά την άποψή του το έργο δεν προσέφερε αρκετά απτά οφέλη στους πελάτες του και η πορεία του ήταν αποτυχημένη. Κοινωνική μέριμνα σήμαινε τη διανομή χαλασμένων κονσερβών ή αλλιώς «η κλοπή αποτελούσε κοινωνική μέριμνα». Στη διάρκεια της συνέντευξης εμφανίστηκαν απροσδόκητα δύο αστυνομικοί της Δίωξης Ναρκωτικών. Ο Ομοσπονδιακός αστυνομικός κ. Joseph Arpaio μου είπε ότι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Δίωξης Ναρκωτικών «κέρδιζε τη μάχη» ενώ ο ίδιος ήταν «εκ διαμέτρου αντίθετος με το Βρετανικό σύστημα…πιστεύω ακράδαντα ότι εάν κάποιος πουλάει ναρκωτικά το θέμα δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη». Ο Υποδιοικητής Charles Doerre εργαζόταν στη Δίωξη της Αστυνομίας και ήταν αντίθετος σε μία πρόσφατη αλλαγή της νομοθεσίας που του είχε στερήσει το δικαίωμα να συλλαμβάνει εξαρτημένους μόνο και μόνο επειδή έκαναν χρήση. Πίστευε στην αποτελεσματικότητα των αυστηρών ποινών και επαίνεσε ένα νόμο του Ohio ο οποίος επέτρεπε την επιβολή ποινής 20ετούς κάθειρξης για πρώτο αδίκημα σχετιζόμενο με ναρκωτικά. Πραγματοποιήθηκε επίσης σχετική σύντομη συνάντηση με τον Καθολικό ιερέα Πατέρα Dermot Bosaen, ο οποίος είπε για το πρόβλημα των ναρκωτικών: «Θα υποστήριζα πλήρως την πρόληψη». Ισχυρίστηκε ότι το ένα τέταρτο των Τεξανών ζούσαν σε συνθήκες ανέχειας και ότι αυτή ήταν η ρίζα του προβλήματος για την πλειονότητα των εξαρτημένων.
13 Απριλίου, Synanon, Santa Monica, California
Η πρώτη εντύπωση ήταν ενός οργανισμού που σφύζει από ζωή με 700 άτομα εγκατεστημένα σε έξι σπίτια. Παρότι η πλειονότητα των ατόμων ήταν πρώην εξαρτημένοι, τον Synanon είχε τη διάθεση να δεχτεί και μη εξαρτημένους, θεωρώντας ως θεμελιώδη αποστολή του την αντιμετώπιση μιας υποβόσκουσας διαταραχής προσωπικότητας και όχι τόσο της εξάρτησης αυτής καθεαυτής. Τα παλαιότερα μέλη του προσωπικού, με τα οποία μίλησα φορούσαν κοστούμια, είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση και ήταν ιδιαίτερα διεκδικητικοί. Εξέφρασαν ανοικτά την καχυποψία τους έναντι των ερευνητών, του ιατρικού επαγγέλματος και του έξω κόσμου γενικά. Οποιοδήποτε αίτημα για παροχή στοιχείων σχετικών με τα αποτελέσματα του κέντρου προκαλούσε θυμό. Παράλληλα, με τη θεσμική παράνοια υπήρχε και μία λατρεία προς την απόκτηση υλικών αγαθών. Τεράστια ποσά είχαν συγκεντρωθεί μέσω δημοσίων εκκλήσεων, μου έδειξαν έναν κατάλογο με τα ονόματα 10.000 δωρητών. Στο πρόγραμμα αυτό προτιμούσαν να αγοράζουν παρά να νοικιάζουν ακίνητα, διαχειρίζονταν πέντε βενζινάδικα, ενώ το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από διάφορες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης ανερχόταν σε 1εκ. δολάρια. Είχαν στην κατοχή τους 40 αυτοκίνητα και έλπιζαν σύντομα να αποκτήσουν και ένα αεροπλάνο. Τα άτομα που διέμεναν εκεί είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε δραστηριότητες αναψυχής οι οποίες αναρτούνται σε πίνακα ανακοινώσεων και περιελάμβαναν ιππασία, ψάρεμα και σκι.
14-15 Απριλίου, Κέντρο Επανένταξης California, Corona
Το κέντρο αυτό ήταν μία προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάχρησης ηρωίνης, σε παρόμοια κλίμακα με τις διαστάσεις του προβλήματος ναρκωτικών της χώρας. Λέγεται ότι στα 18 εκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού της Καλιφόρνια εκείνη την εποχή, υπήρχαν 18.000 εξαρτημένοι στην ηρωίνη. Το κέντρο φιλοξενούσε περίπου 2.000 άτομα, ενώ παρακολουθούσε εξωτερικά και άλλα 1.700.
Το 6% περίπου των ασθενών βρίσκονταν εκεί με τη θέλησή τους ενώ οι υπόλοιποι λόγω δικαστικών εντολών επ’ ονόματι της «Δημόσιας Δέσμευσης». Η εξάρτηση ενός ατόμου που βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου μπορούσε να επιβεβαιωθεί από δύο γιατρούς και ο δικαστής είχε τη δυνατότητα να διατάξει την συμμετοχή του ατόμου αυτού σε θεραπευτικό πρόγραμμα επταετούς διάρκειας με εγκλεισμό, τουλάχιστον κατά τους έξι πρώτους μήνες σε κλειστή μονάδα. Η διαδικασία εισαγωγής ευνοούσε τους εξαρτημένους που αντιμετώπιζαν κατηγορίες για κακούργημα. Τα άτομα που ανήκαν στην κατηγορία αυτή συχνά επικαλούνταν, ψευδώς, εξάρτηση προκειμένου να αποφύγουν μεγάλης διάρκειας ποινές φυλάκισης. Αντίθετα, κάποιος που μπορεί να είχε κατηγορίες για πταίσματα συνήθως προτιμούσε μικρής διάρκειας ποινή φυλάκισης από τη μακρόχρονη «Δημόσια Δέσμευση». Βασικό στοιχείο της προόδου στη θεραπεία αποτελούσε στη φάση της επανένταξης η εξέταση των ασθενών με ναλοξόνη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υποτροπίασαν. Η υποτροπή οδηγούσε υποχρεωτικά στην επανεισαγωγή τους στο πρόγραμμα.
Φυλακή ή νοσοκομείο; Οι εξαρτημένοι στεγάζονταν σε θαλάμους των 60 ατόμων στις τεράστιες εγκαταστάσεις ενός πρώην ναυτικού νοσοκομείου. Ο διευθυντής ήταν ορισμένος από σωφρονιστικό σύστημα χωρίς ιατρική κατάρτιση και μου είπε ότι οι ψυχίατροι δεν ξέρουν πώς να θεραπεύσουν τους εξαρτημένους. Το ανώτερο προσωπικό, στην πλειονότητά του, έτεινε να χρησιμοποιεί μεθόδους εκφοβισμού, ενώ το κατώτερο προσωπικό αναφέρθηκε σε χαμηλά κριτήρια επιλογής προσωπικού, σε χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και σε επουσιώδεις παρεμβάσεις της διοίκησης. Παρά την ύπαρξη επενδύσεων στην έρευνα αποτελεσματικότητας δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς, τα αποτελέσματα των όποιων ερευνών μπορούν να ερμηνευθούν όταν δεν υπάρχει ερευνητική ομάδα ελέγχου (control groups). Οι εγκαταστάσεις περιβάλλονται από έναν ψηλό διπλό φράκτη ενώ οπλισμένοι φρουροί περιπολούν στην περίμετρο.
17 Απριλίου, Ναυτικό Νοσοκομείο ΗΠΑ, Oakland, California
Επισκέφθηκα ένα κέντρο το οποίο αποτελούσε το αναπάντεχο πνευματικό παιδί του Δρ. Mitchell S. Rosenthal, ενός νεαρού γιατρού του ναυτικού, που υπηρετούσε τη διετή στρατιωτική του θητεία. Έπεισε το ναυτικό να του επιτρέψει να ιδρύσει μία θεραπευτική κοινότητα για 20 ασθενείς για την αντιμετώπιση διαταραχών προσωπικότητας ή χρήσης ουσιών. Οι αρχές ανησυχούσαν γιατί έχαναν ανθρώπινο δυναμικό λόγω των προβλημάτων χρήσης.
Το επίπεδο δέσμευσης των ασθενών στο πρόγραμμα ήταν αυταπόδεικτο με κατά τα άλλα σαστισμένους και στερημένους νεαρούς να μιλούν για «ωρίμανση». Παρευρέθηκα σε μία δίωρη ομαδική συνεδρία που την αποκαλούσαν «παιχνίδι». Περιελάμβανε φραστικές επιθέσεις σε μία σειρά μελών της ομάδας με χρήση ιδιαίτερα προσβλητικής γλώσσας. Σκοπός ήταν η επίτευξη απτών μεταβολών στη συμπεριφορά. Ανά διαστήματα η διαδικασία «έπεφτε» στο επίπεδο μίας θορυβώδους προσπάθειας εκφοβισμού, την περισσότερη ώρα όμως φαινόταν να έχει θετική επίδραση οδηγώντας συχνά σε μία προφανή κάθαρση. Η επιρροή του κέντρου Synanon στο πρόγραμμα αυτό ήταν πολύ εμφανής.
18 Απριλίου, Τμήμα Φαρμακολογίας, Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της California, San Francisco
Συζήτηση με τον Δρ. E. L. Way. Αναφέρθηκε στη Βρετανική πεποίθηση ότι η ηρωίνη θα μπορούσε να αποτελέσει ναρκωτικό συντήρησης. Επιτέθηκε εκ βάθρων στην ιδέα αυτή προτάσσοντας αντικειμενικούς λόγους για την απόρριψή της. Πίστευε ότι τα εξαρτημένα στην ηρωίνη άτομα θα «ζητούσαν συνεχώς κι άλλο» εκτός εάν λάμβαναν πολύ υψηλές δόσεις αυτού του ναρκωτικού που έχει σχετικά μικρή διάρκεια δράσης.
18 Απριλίου, ψυχίατρος στο Palo Alto, California
Αυτός ο ιδιώτης ψυχίατρος φαίνεται ότι αντιπροσωπεύει την πλέον προοδευτική πλευρά του τρόπου σκέψης στην Καλιφόρνια. Χρησιμοποιούσε LSD για την αντιμετώπιση του αλκοολισμού. Μου είπε ότι ο αλκοολισμός «δεν ήταν ασθένεια αλλά αναζήτηση» και ότι σε γενικές γραμμές οι ψυχίατροι έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό στο πλαίσιο της αντιμετώπισής του. Η θεραπεία του αποσκοπούσε σε «μία συγκλονιστική μυστικιστική εμπειρία» και η αποχή δεν αποτελούσε προαπαιτούμενο της απεξάρτησης. Όταν ζήτησα περαιτέρω λεπτομέρειες για τις μεθόδους του, αρνήθηκε οργισμένος να συνεχίσει τη συζήτηση και με διέκοψε με το σχόλιο ότι «σημασία έχουν τα αισθήματα και όχι τα γεγονότα». Μου είπε ότι ο ίδιος είχε πάρει LSD 70 φορές στο πλαίσιο αναζήτησης μίας προσωπικής ενόρασης, αλλά πλέον το είχε αντικαταστήσει με το άλμα με αλεξίπτωτο. Οδηγούσε μία Lotus Elan.
24 Απριλίου, Νοσοκομείο Billings, Chicago, Illinois
Συναντήθηκα με τον Δρ. Jerome H. Jaffe: το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (NIMH) μου τον είχε περιγράψει ως «το πιο λαμπρό μυαλό στο χώρο». Βρέθηκα να συζητάω με κάποιον που είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις υπηρεσίες αντιμετώπισης των εξαρτήσεων ως ένα γενικότερο πληθυσμιακό ζήτημα. Την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη φάση που μόλις λάμβανε τη χρηματοδότησή του, οπότε η συζήτηση περιορίστηκε σε επίπεδο προθέσεων και δεν επεκτάθηκε στις εν λειτουργία υπηρεσίες. Ήταν απόλυτος σε σχέση με την ανάγκη αντικειμενικής αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των διαφόρων θεραπευτικών μεθόδων, αλλά ταυτόχρονα είχε πλήρη γνώση των δυσκολιών διενέργειας ερευνών με ομάδα ελέγχου στο πεδίο αυτό. Επέμενε ότι καμία θεραπευτική προσέγγιση από μόνη της δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες όλων των ασθενών. Αναγνώριζε για παράδειγμα την ανάγκη επέκτασης του προγράμματος συντήρησης με μεθαδόνη, αλλά ταυτόχρονα ήταν πρόθυμος να επενδύσει σε μία Θεραπευτική Κοινότητα. Αναγνώριζε ότι η ιατρική και η ψυχιατρική είχαν να προσφέρουν, ωστόσο επέδειξε προθυμία να συνεργαστεί και με οργανισμούς στερούμενους επιστημονικής κατάρτισης. Ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία ως εργαλείο σχεδιασμού κι όχι ως απλά διακοσμητικά στοιχεία. Μου ανέφερε ότι ο διετής προϋπολογισμός του ανερχόταν σε 2.359.300 δολάρια.
27 Απριλίου, Cambridge, Massachusetts
Επισκέφθηκα τον Δρ. George Vaillant, στο σπίτι του. Καθίσαμε στο γρασίδι κάτω από τους κέδρους. Ήταν ένας ευφυής άνθρωπος με λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Επικεντρώθηκε στην ανάγκη δυναμικής κατανόησης της πορείας της ζωής του εξαρτημένου ατόμου. Πριν αναλάβει την ιδιαιτέρως παραγωγική έρευνα παρακολούθησης της μετά-θεραπευτικής αποτελεσματικότητας (follow-up) για την κλινική Lexington είχε μελετήσει τη σχιζοφρένεια σε διαχρονικό πλαίσιο. Η προσέγγισή του απέρρεε από μία ψυχαναλυτική θέση, αλλά στερούνταν ορολογίας και βασιζόταν σε εμπειρικά στοιχεία. Πίστευε ότι η επιτήρηση είχε υψηλότερες πιθανότητες να αλλάξει την πορεία ζωής του εξαρτημένου ατόμου από οποιαδήποτε «ποσότητα» ψυχοθεραπείας.
28 Απριλίου, Ινστιτούτο Bernstein, Νέα Υόρκη
Συνάντηση με την Δρ. Marie Nyswander. Ήταν μία ενθουσιώδης, αισιόδοξη θεραπεύτρια, η δουλειά της οποίας στηριζόταν σε ένα πολύ διαφορετικό μοντέλο κατανόησης από αυτό ενός μέσου ατόμου που διευθύνει ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης των εξαρτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συχνά συνέκρινε την εξάρτηση με το διαβήτη, θεωρώντας τη μεθαδόνη το αντίστοιχο της ινσουλίνης. Θεωρούσε την εξάρτηση μία σωματική ασθένεια και τους εξαρτημένους λιγότερο διαταραγμένους από ότι συχνά ισχυρίζονταν άλλοι. Θεωρούσε την εμφάνιση διαταραχής προσωπικότητας αποτέλεσμα και όχι αιτία της εξάρτησης. Το κέντρο παρακολουθούσε 420 εξαρτημένους στην ηρωίνη και τους παρείχε ημερησίως δόση μεθαδόνης 100mg χορηγούμενης από το στόμα. Δεν παρέχονταν υπηρεσίες ψυχοθεραπείας ούτε υπήρχαν κοινωνικές παρεμβάσεις. Λειτουργούσε μία ολοκληρωμένη και συνεχώς αναβαθμιζόμενη βάση δεδομένων χωρίς όμως να γίνεται καμία προσπάθεια επιβεβαίωσης της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της αποτελεσματικότητας. Μίλησα με κάποιους ασθενείς, οι οποίοι είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στην αξία της μεθαδόνης ως ουσία συντήρησης και θεωρούσαν ότι δεν τους οδηγούσε στην τοξίκωση και «τους απάλλασσε από τη μεγάλη μάχη».
28 Απριλίου, Νοσοκομείο Rockefeller, Νέα Υόρκη, συνάντηση με τον Δρ. Vincent Dole
Υποστηρίζει ότι για πολλούς εξαρτημένους η μεθαδόνη προσφέρει «την πρώτη ευκαιρία να ανακτήσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους». Μου έδωσε την εντύπωση κάποιου που το κίνητρό του ήταν τόσο η συμπόνια όσο και η επιθυμία επιστημονικής κατανόησης. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να απορρίψει την προσέγγισή του ως τίποτα περισσότερο από μία απλοποιημένη εκδοχή του ιατρικού μοντέλου – ήθελε οι εξαρτημένοι να αναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους ως «ασθενείς και όχι ως εξαρτημένοι» και επιθυμούσε να τους δει να «αφήνονται στα χέρια του γιατρού». Σκόπευε να αποδείξει ότι η εξάρτηση ήταν απόρροια «ενός αναγνωρίσιμου μεταβολικού ελαττώματος». Όταν όμως εμβαθύνει κανείς στο φαινόμενο γίνεται εμφανής μία βαθύτερη συνειδητοποίηση των κοινωνικών και ψυχολογικών παραμέτρων των αιτιών και της θεραπείας της εξάρτησης.
Όσο για τη συντήρηση με μεθαδόνη, ο Δρ. Dole είπε «δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω έρευνας σχετικά με την αποτελεσματικότητα». Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας κατά την άποψη του ήταν πλέον αποδεδειγμένη και αυτό που χρειαζόταν ήταν να βρεθούν τρόποι επέκτασης του προγράμματος προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση. To δικό του θεραπευτικό κέντρο είχε λίστα αναμονής διάρκειας 1,5 έτους.
2 Μαΐου, οδός 84η West, συνάντηση με τον Πατέρα James Gusweller
Απέπνεε έναν ρεαλισμό όντας ένας ιερέας που ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα της ενορίας του την τελευταία δεκαετία. Μου είπε ότι οι φυλετικές διακρίσεις δημιουργούν «τρομερά προβλήματα» στη συγκεκριμένη πόλη χωρίς να διαφαίνεται κανένα στοιχείο ουσιώδους βελτίωσης. Οι λευκοί αποσύρονταν στις κοινότητές του, έπαιρναν τα παιδιά τους από τα παρακμάζοντα δημόσια σχολεία, εκκλησιάζονταν στις δικές τους εκκλησίες και δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ανέχεια που τους περιέβαλλε. Ένα έξυπνο παιδί Αφρό-Αμερικάνικης καταγωγής δεν θα είχε πολλές ευκαιρίες να αποκτήσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και θα μεγάλωνε σε «μία κατάσταση πλήρους απογοήτευσης» με αποτέλεσμα υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας και χρήσης ναρκωτικών. Για τον ιερέα η εξάρτηση «δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σύμπτωμα βαθιά ριζωμένων κακών». Είπε ότι το 20% περίπου των Αμερικανών δεν πίστευαν ότι ανήκαν στη χώρα τους.
3 Μαΐου, Νέα Υόρκη, Γραφείο Συντονιστή Δίωξης Ναρκωτικών
Συνάντηση με τον Διευθυντή, Δρ. Efren Raimirez. Πριν έρθει στην Νέα Υόρκη είχε αποκτήσει σημαντική φήμη στο Πουέρτο Ρίκο. Ήταν θερμός υποστηρικτής της προσέγγισης των Θεραπευτικών Κοινοτήτων ως το επικρατέστερο κατάλληλο μοντέλο για την αντιμετώπιση της εξάρτησης και ισχυριζόταν ότι η συντήρηση με μεθαδόνη θα ήταν κατάλληλη στην καλύτερη περίπτωση για το 10% των περιπτώσεων. Κατά τη γνώμη του, οι σωματικές διαστάσεις της εξάρτησης ήταν «άσχετες» με την κατανόηση της εξάρτησης. Όσο για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει η Βρετανία το πρόβλημα ναρκωτικών, η συμβουλή του ήταν απλή: η χώρα αυτή θα έπρεπε να αντιγράψει τις μεθόδους που εφάρμοζε αυτός στη Νέα Υόρκη και να επενδύσει μεγάλα κεφάλαια στη δημιουργία Θεραπευτικών Κοινοτήτων. Τα λεγόμενα του αυτά καταδεικνύουν μία άγνοια των διαφορετικών πολιτισμικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών των εξαρτημένων στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Από όλες τις απόψεις, το ταξίδι προσέφερε μία ιδιαίτερα πλούσια και γεμάτη προκλήσεις εμπειρία. Διέσχισα τη χώρα από άκρη σε άκρη και είδα μία εικόνα της σύγχρονης Αμερικής, όχι μόνο σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ναρκωτικών αλλά και σε σχέση με τις καινοτομίες που προωθεί, την ενέργεια που έχει αλλά και την ικανότητα της να ενσωματώνει αντικρουόμενες αξίες. Είχα την ευκαιρία να συναντήσω όχι μόνο διακεκριμένους επιστήμονες, αλλά και αστυνομικούς της δίωξης ναρκωτικών, κοινωνικούς λειτουργούς και κληρικούς και άκουσα μέχρι και την άποψη ότι το έγκλημα αποτελεί μέθοδο κοινωνικής πρόνοιας. Παρακολούθησα όπερα αλλά και συναυλία των Grateful Dead και απόλαυσα τη φιλοξενία στα διάφορα σπίτια που επισκέφθηκα. Συνολικά εκείνη η εμπειρία αποτέλεσε περισσότερο αφορμή για κριτική σκέψη παρά για άμεσα και εύκολα συμπεράσματα. Η αποτίμηση της συνολικής εμπειρίας στην πραγματικότητα υπήρξε μια διεργασία η οποία διήρκησε αρκετά χρόνια.
Στο τελευταίο μέρος της εργασίας αυτής δεν θα γίνει καμία απόπειρα λεπτομερούς, ενδελεχούς ανάλυσης της επιρροής του ταξιδιού αυτού στην ανάπτυξη του ερευνητικού κέντρου για τις εξαρτήσεις στο Λονδίνο. Σκοπός δεν είναι η ιστορικής περιγραφή του κέντρου καθώς μεγάλο μέρος του πρώιμου ερευνητικού έργου της μονάδας έχει ήδη εκδοθεί [14].
Η ΑΝΑΓΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ
Παρά την ενέργεια και την ποικιλία των προγραμμάτων που επισκέφτηκα στην Αμερική δεν υπήρχε καμία ένδειξη εκείνη την εποχή για την ύπαρξη εθνικού κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού. Πρέπει φυσικά να ληφθεί υπόψη η παραδοσιακή ανάγκη της Αμερικής να εξισορροπήσει τις Ομοσπονδιακές και Πολιτειακές πολιτικές. Το 1967, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα η Καλιφόρνια, η Νέα Υόρκη και το Ιλλινόις άρχισαν να αναπτύσσουν πολιτικές αντιμετώπισης της εξάρτησης. Στις αρχές του 1970, υπό την ηγεσία του Jerome Jaffe και με τη σύσταση του Ειδικού Γραφείου Δράσης για την Πρόληψη της Χρήσης Ναρκωτικών (Special Action Office on Drug Abuse Prevention: SAODAP) θεσπίστηκε η πρώτη εθνική πολιτική, η οποία έλειπε το 1967. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκαν άλλα 20 χρόνια για την ανάπτυξη ενός παρόμοιου εθνικού σχεδιασμού στην Αγγλία [16]. Η μοναδική προσπάθεια του Jerome Jaffe να σχεδιάσει ένα σύστημα που να καλύπτει ολόκληρη την πολιτεία του Ιλλινόις ήταν εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, λίγο μετά την επίσκεψή μου, επιχειρήθηκε η ανάπτυξη της ιδέας της «εθνικής απάντησης» ως πολύ-παραγοντικό, δυναμικό και διαδραστικό σύστημα. Πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο διεθνής σύσκεψη προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη της παραπάνω ιδέας. Λίγο αργότερα, ο Edwards συνεργάστηκε με τον Jaffe για την περαιτέρω επεξεργασία αυτού του σχεδίου και προετοιμάστηκε ένα κείμενο πολιτικής για την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων της ΠΟΥ, όταν ο Jaffe ανέλαβε καθήκοντα ως πρώτος διευθυντής του SAODAP [17, 18].
Την περίοδο που πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη, η Αμερική έμοιαζε να βρίσκεται μεταξύ εκ διαμέτρου αντίθετων μοντέλων αντίληψης της φύσης και της θεραπείας της εξάρτησης. Υπήρχαν κάποιοι που πίστευαν ότι η εξάρτηση είναι ένα ελάττωμα της προσωπικότητας, άλλοι που τη θεωρούσαν μεταβολική διαταραχή, αλλά και κάποιοι που θεωρούσαν ότι δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα σύμπτωμα της φτώχειας και της ανέχειας. Υπήρχε αμφιθυμία ως προς το εάν η τιμωρία ή η θεραπεία ήταν το πιο ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής. Η κατάσταση φαινόταν να καταδεικνύει ότι η Βρετανία έπρεπε να αποσαφηνίσει τις δικές της απαντήσεις στα διλλήματα αυτά εν μέσω μεταβαλλόμενων συνθηκών, ότι υπήρχε ανάγκη έκφρασης και διαλόγου περί των παραδοχών αντί για απλή απόφαση πολιτικής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση [19]. Υπό το πρίσμα μίας τέτοιας προοπτικής, η πολιτική αντιμετώπισης των ναρκωτικών και οι καθοριστικοί παράγοντες αυτής απετέλεσαν σημαντικό σημείο έμφασης προς μελέτη [20].
Η ΑΝΑΓΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εκείνου ήταν ασυνήθιστο να βρεθεί κάποιος πρόθυμος να αναφερθεί στην επίγνωση της ιστορικής ανάπτυξης των προβλημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά στην Αμερική και στους τρόπους αντιμετώπισης αυτών. Συνεπώς, δεν υπήρχε καμία αίσθηση ότι η ιστορία ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στις σύγχρονες επιλογές πολιτικής ή που θα μπορούσαν να κατευνάσουν τα σύγχρονα πάθη. Η έλλειψη αυτή φυσικά καλύφθηκε σύντομα με την ανάπτυξη διακεκριμένων Αμερικανικών ιστορικών εργασιών [21, 22]. Σύντομα αναπτύχθηκε και μία αντίστοιχη ιστορική έρευνα στη Βρετανία [23] με τους Βρετανούς μελετητές να λαμβάνουν χρηματοδότηση αρχικά από το Ίδρυμα Αντιμετώπισης της Κατάχρησης Ναρκωτικών που εδρεύει στις Η.Π.Α.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΗΡΩΙΝΗΣ
Η δουλειά των Dole και Nyswander είχε εδραιώσει την αποτελεσματικότητα της χορηγούμενης από το στόμα μεθαδόνης ως ουσία συντήρησης. Στη Βρετανία όμως οι νεοϊδρυθείσες κλινικές αντιμετώπισης της κατάχρησης ναρκωτικών επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στη συνταγογράφηση ενέσιμης ηρωίνης [24]. Η επιλογή αυτή μπορεί να μην είχε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα από φαρμακολογικής άποψης, αναδρομικά όμως αντιλαμβάνεται κανείς ότι την περίοδο εκείνη δεν ήταν παράλογη αντίδραση σε ένα σχετικά περιορισμένο εθνικό πρόβλημα ναρκωτικών που δεν υποστηριζόταν από την οργανωμένη μαύρη αγορά. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια επιμονής στο παραδοσιακό «Βρετανικό σύστημα», να αλλάξουν οι συνθήκες με την ανάδυση της εγκληματικής μαύρης αγοράς και της μετάδοσης από άτομο σε άτομο, για να εδραιωθεί στις Βρετανικές κλινικές η χορηγούμενη από το στόμα μεθαδόνη ως η προτιμώμενη ουσία [25].
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Παρά την κατά πολύ μεγαλύτερη την περίοδο εκείνη ανάπτυξη της έρευνας στην Αμερική αναφορικά με το πρόβλημα των ναρκωτικών σε σχέση με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσπάθεια στην Βρετανία δεν φαινόταν να υπάρχει μεγάλη προθυμία για αναζήτηση της σημασίας της κοινωνικής ανέχειας στην γένεση του προβλήματος των ναρκωτικών – παρά τις μαρτυρίες του κ. Brito στο San Antonio και του Πατέρα Guswell στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά του Chein κατέδειξε ότι τέτοιου είδους έρευνα ήταν εφικτή [12]. Οι λόγοι για τους οποίους είχε παραμεληθεί ήταν μάλλον πολιτικοί: απροθυμία αντιμετώπισης της πραγματικότητας της κοινωνικής ανέχειας στην Αμερική. Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο και η έρευνα βασιζόταν κυρίως σε κλινικά δείγματα στον πληθυσμό του Lexington και σε αφηρημένες έννοιες των εθνικών δημοσκοπήσεων παρά στις ίδιες τις κοινότητες. Χωρίς αμφιβολία το μάθημα ήταν ότι μία συνολική εθνική ερευνητική αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών οφείλει να έχει ένα κλινικό μέρος αλλά η έρευνα σίγουρα δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα στενά κλινικά πλαίσια. Περίπου την περίοδο της επίσκεψης ο Lyndon Johnson ξεκίνησε τη «μάχη κατά της φτώχειας», αλλά είναι αμφίβολο εάν η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να φτάσει έως τις θεμελιώδεις ρίζες του τότε σύγχρονου προβλήματος ναρκωτικών της Αμερικής.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Οφείλουμε να παραδεχτούμε κάποιους περιορισμούς αναφορικά με την εμπειρία του ταξιδιού αυτού. Παρά την ευρεία κλίμακα και την ποικιλία των εγκαταστάσεων που επισκέφθηκα και των ατόμων με τα οποία συνομίλησα, αναπόφευκτα υπήρξε επιλεκτικότητα και ένας Βρετανός επισκέπτης από τον έξω κόσμο θα μπορούσε κάποιες φορές να παρερμηνεύσει ή να παρανοήσει την Αμερικανική πραγματικότητα. Δεδομένου αυτού και πέραν των παραπάνω διαστάσεων, υπήρξε και ένα ακόμα μακρόχρονο και διάχυτα θετικό αποτέλεσμα της γενναιόδωρης χρηματοδότησης από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των Η.Π.Α. που μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθώ την Αμερική το 1967. Αυτό αφορά τη δημιουργία και διατήρηση μακρόχρονων επαγγελματικών επαφών και φιλικών σχέσεων.
[1] Τίτλος Πρωτοτύπου: ‘’Seeing America: diary of a drug-focused study tour made in 1967’’, Addiction, Vol. 105, No. 6, June 2010, pp. 984-990
[2] Διεύθυνση αλληλογραφίας: Griffith Edwards, National Addiction Centre, Institute of Psychiatry, King’s College London, London, SE5 8AF, UK. E-mail: jean@addictionjournal.org
Βιβλιογραφικές Παραπομπές
- Ministry of Health and Scottish Home and Health Department. Drug Addiction: the Second Report of the Interdepartmental Committee (2nd Brain Report). London: HMSO; 1965.
- Edwards G. The Home Office Index as a basic monitoring system. In: Edwards G., Busch C., editors. Drug Problems in Britain, A Review of Ten Years. London: Academic Press; 1976, p. 26–50.
- Ministry of Health. Report of the Departmental Committee on Morphine and Heron Addiction (Rolleston Report). London: HMSO: 1926.
- Connell P., Strang J. The creation of the clinics: clinical demand and the formation of policy. In: Strang J., Gossop M., editors. Heroin Addiction and Drug Policy: The British System. Oxford: Oxford University Press; 1994, p. 167–77.
- Bishop J. A commentary on the management and treatment of drug addicts in the UK. In: Nyswander M., editor. The Drug Addict as a Patient. New York: Grune and Stratton; 1956, p. 144–50.
- Lyndesmith A. B. The British system of narcotics control. Law Contemp Probl 1957; 22: 138–54.
- King R. An appraisal of international, British and selected European narcotic drug laws, regulations and policies. In: Drug Addiction Crime or Disease? Report of the Journal Committee of the American Bar Association and the American Medical Association. Bloomington: Indiana University Press; 1961, p. 126–39.
- Schur E. M. Narcotics in Britain and America: The Impact of Public Policy. London: Tavistock; 1963.
- Edwards G. Opiates: a tale of two cities. In: Edwards G., editor. Matters of Substance. London: Allen Lane; 2004, p. 103–21.
- Chambers C. D., Moffett A. D. Negro opiate addiction. In: Ball J. C., Chambers C. D., editors. The Epidemiology of Opiate Addiction in the United States. Springfield, IL: Charles C. Thomas; 1970, p. 178–201.
- Chambers C. D., CuskeyW. R., Moffett A. D. Mexican American opiate addicts. In: Ball J. C., Chambers C. D., editors. The Epidemiology of Opiate Addiction in the United States. Springfield, IL: Charles C. Thomas; 1970, p. 202–21.
- Chein I., Gerard D. L., Lee R. S., Rosenfeld E. Narcotics, Delinquency and Social Policy: The Road to H. London: Tavistock; 1964.
- Edwards G. The trouble with drink: why ideas matter. Addiction 2010; in press.
- Edwards G., Hawks D., Russell M.,MacCafferty M. Drugs and Drug Dependence. Farnborough: Saxon House; 1976.
- Strategy Council on Drug Abuse. Federal Strategy for Drug Abuse and Drug Traffic Prevention. Washington, DC: US Government Printing Office; 1973.
- Lord President of the Council and Leader of the House of Commons, the Secretary of State for the Home Department, the Secretary of State for Health, the Secretary of State for Education and the Paymaster General. Tackling Drugs Together: A Strategy for England 1995–1998. London: HMSO; 1995.
- World Health Organization (WHO). WHO Eighteenth Report of Expert Committee on Drug Dependence, Technical Report Series no. 460. Geneva: WHO; 1970.
- Jaffe J. H. Footnotes in the evolution of the American national response: some little known aspects of the first American strategy for drug abuse and drug traffic prevention. The inaugural Thomas Okey Memorial Lecture. Br J Addict 1987; 82: 587–600.
- Edwards G. Unreason in An Age of Reason. London: Royal Society of Medicine; 1971.
- Babor T., Caulkins J., Edwards G., Fischer B., Foxcroft D., Humphreys K. et al. Drug Policy and the Public Good. New York: Oxford University Press; 2010.
- Musto D. F. The American Disease: Origin of Narcotic Control. New Haven, CT: University of Yale Press; 1973.
- Courtwright D. T., Joseph H., Des Jarlais D. Addicts Who Survive. Knoxville, TN: University of Tennessee Press; 1989.
- Berridge V., Edwards G. Opium and the People: Opiate Use in Nineteenth Century England. London: Allen Lane; 1981.
- Connell P. H. Drug dependence in Great Britain: a challenge to the practice of medicine. In: Steinberg H., editor. Scientific Basis of Drug Dependence. London: Churchill; 1969, p. 291– 300.
- Strang J., Gossop M. The ‘British System’: visionary anticipation or masterly inactivity. In: Strang J., Gossop M., editors. Heroin Addiction and Drug Policy: The British System. Oxford: Oxford University Press; 1994, p. 342–52.