Tuuli Pitkänen2, Anna-Liisa Lyyra, and Lea Pulkkinen,
Μετάφραση Γεωργία Χριστοφίλη
DOI: https://doi.org/10.57160/KFPG1184
Περίληψη
Στόχος: μια μακροχρόνια μελέτη με άνδρες και γυναίκες αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και σε διάφορους δείκτες για τη χρήση αλκοόλ.
Σχεδιασμός, χώρος: κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας μελέτης για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Jyväskylä της Φινλανδίας, συγκεντρώθηκαν στοιχεία μέσω συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων. Τα στοιχεία για την κατανάλωση αλκοόλ συλλέχθηκαν στις ηλικίες των 14, 20, 27, 36 και 42 ετών, ενώ τα στοιχεία για τη συμπεριφορά στην ηλικία των 8 ετών.
Συμμετέχοντες: συνολικά συμμετείχαν 155 γυναίκες και 176 άνδρες. Το 90,4% του αρχικού δείγματος αποτελείτο από 12 ολόκληρες σχολικές τάξεις του 1968.
Μετρήσεις: η ηλικία της έναρξης της χρήσης αλκοόλ καθορίστηκε σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, οι οποίες ήταν πιο κοντά στην πραγματική ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ. Για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις δείκτες: η συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση και οι βαθμολογίες από τα ερωτηματολόγια CAGE και Mm-Mast. Η κοινωνική-συναισθηματική συμπεριφορά στην ηλικία των 8 ετών εκτιμήθηκε βάσει των αξιολογήσεων του δασκάλου και των συμμαθητών.
Ευρήματα: η χρήση αλκοόλ από νεαρή ηλικία συσχετίστηκε με τους τέσσερις δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλική ζωή και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Το επίπεδο της χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή και τα προβλήματα με το αλκοόλ ήταν σημαντικά υψηλότερα για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες. Ο κίνδυνος για μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ήταν υψηλός και για τους άνδρες και για τις γυναίκες, εάν είχαν ξεκινήσει τη χρήση αλκοόλ σε ηλικία μικρότερη των 16 ετών. Η κοινωνική-συναισθηματική συμπεριφορά και η ακαδημαϊκή επιτυχία στην ηλικία των 8 ετών δεν προέβλεπε την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ.
Συμπεράσματα: ένας σημαντικός στόχος για τις προσπάθειες πρόληψης είναι η καθυστέρηση της έναρξης της χρήσης αλκοόλ από την νεαρή εφηβεία στην προχωρημένη εφηβεία. Δεν εντοπίστηκε σαφής ομάδα κινδύνου στα άτομα που ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ νωρίς, βάσει της προηγούμενης συμπεριφοράς τους, ανάμεσα στα άτομα ηλικίας 8 ετών.
Λέξεις Κλειδιά: ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, συχνότητα της χρήσης αλκοόλ, υπερβολική κατανάλωση σε μεμονωμένη περίσταση, CAGE, Mm-MAST, Μακροχρόνια μελέτη, φύλο, κοινωνική-συναισθηματική συμπεριφορά
Εισαγωγή
Η χρήση αλκοόλ αποτελεί πλέον μέρος της κουλτούρας των νέων ανθρώπων σε πολλές από τις δυτικές κοινωνίες. Σύμφωνα με την έρευνα “European School Survey Project on Alcohol and other Drugs” (Hibell et al. 1977), κατά την οποία συγκρίθηκε η χρήση αλκοόλ στους νέους σε 25 χώρες, η Φινλανδία, η Δανία και η Βρετανία ήταν οι τρεις χώρες με τη μεγαλύτερη συχνότητα μέθης και έναρξης της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία για αγόρια και κορίτσια 16 ετών. Ένα ερωτηματολόγιο για την εθνική υγεία, που συμπληρώνονταν ετησίως στα σχολεία (Rimpelä 2004) αποκάλυψε ότι το 2004 στη Φινλανδία σε παιδιά ηλικίας 14 ετών, το 37% των αγοριών και το 39% των κοριτσιών έκαναν χρήση αλκοόλ κάθε μήνα, και το 18% των αγοριών και το 19% των κοριτσιών έπιναν μέχρι μέθης τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Στη Φινλανδία, το νόμιμο όριο ηλικίας για τη χρήση αλκοόλ είναι τα 18 έτη, αυτό όμως συχνά παραβλέπεται, τόσο από τους εφήβους όσο και από τους γονείς τους. Η τάση για χρήση αλκοόλ στη νεαρή ηλικία καθώς και η σοβαρή χρήση αλκοόλ από την προεφηβική ηλικία ακόμη έχει προκαλέσει ανησυχία στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής στη Φινλανδία. Ένα σημαντικό ζήτημα αφορά στο εάν η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ σχετίζεται με τη σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Επιπλέον, ένα ακόμη ζήτημα είναι, εάν οι προσπάθειες πρόληψης θα πρέπει να έχουν ως στόχο τις ομάδες υψηλού κινδύνου, τα άτομα που ξεκινούν τη χρήση νωρίς, τα οποία έχουν εντοπιστεί βάσει της προηγούμενης συμπεριφοράς τους. Η παρούσα μελέτη διερευνά αυτά τα προβλήματα βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από μια μακροχρόνια μελέτη.
Ο πειραματισμός των νέων με το αλκοόλ και τον καπνό έχει θεωρηθεί ως συμπεριφορά μίμησης των ενηλίκων, ως προσπάθεια για αποδοχή από τους ομότιμους και ως προσπάθεια για να ξεπεραστούν οι συνηθισμένες προκλήσεις ψυχολογικής ανάπτυξης. Επίσης, φαίνεται ότι οι έφηβοι ‘ωριμάζουν’ και διακόπτουν αυτή τη μορφή κατάχρησης αλκοόλ με την ανάληψη των ευθυνών της ενήλικης ζωής αργότερα (Grant, Harford & Grigson 1988; Schulendberg et al., 1996; Marlatt et al., 1998). Ωστόσο, η σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ στην εφηβεία έχει βρεθεί από πολλές μελέτες ότι συσχετίζεται με τη μελλοντική προβληματική κατανάλωση αλκοόλ (π.χ. Wechsler & McFadden 1979; Ghodsian & Power 1987; Harford 1993; Pape & Hammer 1996). Οι Labouvie, Bates & AMP Pandina (1997), βάσει της μακροχρόνιας μελέτης που πραγματοποίησαν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση αλκοόλ παρουσιάζει μείωση στη δεκαετία από τα 20-30 χρόνια και ότι η ηλικία της νόμιμης χρήσης δεν φάνηκε να προβλέπει τη χρήση αλκοόλ, ή τις συνέπειές της, στην ηλικία των 20-30 ετών. Ωστόσο, από αρκετές άλλες μελέτες έχει φανεί ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην χρήση αλκοόλ από νεαρή ηλικία και τη μελλοντική σοβαρή χρήση αλκοόλ: η μικρή ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ σχετίζεται με:
(α) τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Parker, Levin & Harford 1996; Lo 2000) στις ηλικίες μεταξύ 19-21 ετών (Samson, Maxwell & Doyle 1989; Flory et al., 2004) και για τους άνδρες στην ηλικία των 26 ετών (Casswell, Pledger & Pratap 2002),
(β) τη βαριά κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Windle 1991), στις ηλικίες μεταξύ 19-21 ετών (Humphrey &Friedman 1986; Samson et al., 1989) καθώς και στις ηλικίες μεταξύ 18-37 (Muthen & Muthen 2000),
(γ) τη σοβαρή κατανάλωση αλκοόλ και τα προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ στις ηλικίες μεταξύ 17-18 ετών (Werner, Walker & Greene 1994; Hawkins et al., 1997), στις ηλικίες των 20 ετών (Pedersen & Skrondal 1998) και στις ηλικίες μεταξύ 18-25 ετών (Barnes, Welte &Dintcheff 1992),
(δ) την προβληματική χρήση αλκοόλ στην ηλικία των 22 ετών (Pitkänen 1999),
(ε) τη διαγνωσμένη κατάχρηση και εξάρτηση από το αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, σύμφωνα με τα κριτήρια του DSM (Hasin & Glick 1992; Grant & Dawson 1997; Prescott & Kendler 1999; Grant, Stinson & Harford 2001; Warner & White 2003) και
(στ) τον αλκοολισμό (Robins & Przybeck 1985; York 1995). Η έναρξη χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία αυξάνει επίσης τον κίνδυνο για τραυματισμούς από αμέλεια μετά την κατανάλωση αλκοόλ (Hingson et al., 2000) καθώς και για χρήση ναρκωτικών ουσιών (Yamaguchi & Kandel 1984; Windle 1991; Lo 2000; Flory et al., 2004).
Σε μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στη Φινλανδία (Lintonen et al., 2000; Pitkänen 1999) ή σε αμερικάνικες μελέτες από τους Flory κ.ά. (2004) και από τους Sampson κ.ά. (1989), δεν έχουν εντοπιστεί διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ. Ενώ σε πολλές άλλες μελέτες δεν αναφέρεται ξεχωριστά η μέση ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ για γυναίκες και άνδρες. Δύο συγχρονικές μελέτες, κατά τις οποίες οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες ήταν 60 ετών, έδειξαν μικρές διαφορές μεταξύ των φύλων σχετικά με την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, και φάνηκε ότι οι άνδρες ξεκινούν τη χρήση σε νεαρότερη ηλικία (York 1995; Pedersen & Skdondal 1998). Ωστόσο, οι συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ των δύο φύλων διαφοροποιούνται στην ενήλικη ζωή: οι άνδρες πίνουν περισσότερο, τις περισσότερες φορές φτάνουν σε μέθη και έχουν περισσότερα προβλήματα από τη χρήση από ό,τι οι γυναίκες που καταναλώνουν αλκοόλ (π.χ. Wechsler & McFadden 1979; Barnes et al., 1992; Nystrom, Perasalo & Salaspuro 1993; Casswell et al., 2002).
Οι κίνδυνοι από την έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία όσον αφορά στη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή είναι σαφείς βάσει των προηγούμενων μελετών. Ωστόσο, η βάση των αποτελεσμάτων που έχουμε για τη σχέση ανάμεσα στην έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία και τη μετέπειτα χρήση αλκοόλ, στηρίζεται κυρίως σε συγχρονικές μελέτες, ή σε μελέτες με σύντομη περίοδο follow-up. Επιπλέον, η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ ορίστηκε με διάφορα κριτήρια και συχνά διερευνήθηκε αναδρομικά. Στην παρούσα μελέτη, συγκεντρώθηκαν μακροχρόνια στοιχεία από αντιπροσωπευτικό δείγμα από την ηλικία των 8 έως και 42 ετών. Η ηλικία έναρξης της χρήσης καθορίστηκε βάσει συγκεκριμένων ερωτήσεων, σε διάφορες ηλικίες. Στις περισσότερες μελέτες η χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή υπολογίζεται με μία μέτρηση, ή ερώτηση, ή ακόμη η χρήση αλκοόλ υποδηλώνεται από τη διάγνωση κατάχρησης, ή εξάρτησης από το αλκοόλ. Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήθηκαν δύο δείκτες ποσότητας-συχνότητας για την κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, καθώς επίσης και δύο διαγνωστικά τεστ για τον αλκοολισμό στην ενήλικη ζωή.
Περισσότερες πληροφορίες είναι απαραίτητες σχετικά με ό,τι προηγήθηκε της έναρξης της χρήσης αλκοόλ. Η αντικοινωνική συμπεριφορά στη διάρκεια της εφηβείας έχει βρεθεί ότι αποτελεί παράγοντα κινδύνου για μεταγενέστερη προβληματική χρήση αλκοόλ (π.χ. Grant et al. 2001; Pulkkinen & Pitkänen 1993; Parker et al. 1996; Warner & White 2003) και συσχετίζεται με την ηλικία έναρξης της κατανάλωσης αλκοόλ (Rose et al. 2001). Ωστόσο ο συσχετισμός ανάμεσα στην αντικοινωνική συμπεριφορά στην εφηβική ηλικία και στην κατανάλωση αλκοόλ δεν δίνει πληροφορίες για μια πιθανή χρονική ακολουθία αυτών των συμπεριφορών. Τα στοιχεία από αυτή τη μακροχρόνια μελέτη επέτρεψαν τη διερεύνηση για την ύπαρξη πιθανών παραγόντων, που προϋπήρχαν της έναρξης της χρήσης αλκοόλ στη νεαρή ηλικία και από την κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά του παιδιού, όταν ελέγχθηκε η ακαδημαϊκή επιτυχία και η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας, πριν οι συμμετέχοντες ξεκινήσουν τη χρήση αλκοόλ.
Βάσει προηγούμενων μελετών, υποθέσαμε ότι η νεαρή ηλικία κατά την έναρξη της χρήσης αλκοόλ θα αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για μελλοντική σοβαρή και προβληματική χρήση αλκοόλ και για τα δύο φύλα. Ακόμη, υποθέσαμε ότι ο κίνδυνος θα ήταν μεγαλύτερος όσο νωρίτερα ξεκινούσε η χρήση αλκοόλ. Επιπλέον, αναμέναμε ότι η μειωμένη ικανότητα αυτό-ελέγχου και η επιθετικότητα εάν είχαν εντοπιστεί πριν από την έναρξη της χρήσης αλκοόλ, θα σχετίζονταν με την έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία. Με αυτά τα στοιχεία έχει φανεί ότι συνδέονται αρκετά μεταγενέστερα αποτελέσματα, όπως είναι η μακροχρόνια ανεργία (Kokko & Pulkkinen 2000), η σωρεία κινδύνων όσον αφορά την κοινωνική λειτουργικότητα (Rönkä & Pulkkinen 1995), η εγκληματική συμπεριφορά (Hämäläinen & Pulkkinen 1996) και η χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (Pulkkinen & Pitkänen 1993, 1994). Η επιθετικότητα είναι ένας παράγοντας κινδύνου, που οδηγεί σε έναν κύκλο προβλημάτων προσαρμογής (Kokko & Pulkkinen 2000). Ο εντοπισμός μιας ομάδας κινδύνου για έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία, θα αποτελούσε σημαντική εξέλιξη στις προσπάθειες πρόληψης της κατάχρησης αλκοόλ.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Συμμετέχοντες
Οι συμμετέχοντες στην παρούσα μελέτη βρέθηκαν από τη συνεχιζόμενη μακροχρόνια φινλανδική μελέτη για την προσωπικότητα και την κοινωνική ανάπτυξη, Jyväskylä (JYLS). Η μελέτη JYLS πραγματοποιείται από την Lea Pulkkinen από το 1968. Τότε επιλέχθηκαν τυχαία για να συμμετέχουν στη μελέτη 12 ολόκληρες σχολικές τάξεις μαθητών στη δευτέρα δημοτικού από την πόλη Jyväskylä (Pulkkinen 1982). Ο συνολικός αριθμός των μαθητών σε αυτές τις τάξεις ήταν 369 (173 κορίτσια και 196 αγόρια). Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών (93%) είχαν γεννηθεί το 1959, και το 71% προέρχονταν από οικογένειες της εργατικής τάξης. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία συγκεντρώθηκαν το 2001.
Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ ήταν διαθέσιμη για 356 συμμετέχοντες, οι οποίοι αποτελούν το 96,5% ολόκληρου του αρχικού δείγματος (n = 369). Μερικά από τα στοιχεία για τη χρήση αλκοόλ στις ηλικίες 36 ή 42 ετών ήταν διαθέσιμα για 331 συμμετέχοντες (155 γυναίκες και 176 άνδρες), ενώ το σύνολο των στοιχείων από όλες τις μετρήσεις ήταν διαθέσιμο για 308 συμμετέχοντες (142 γυναίκες, 166 άνδρες). Τα ποσοστά παραμονής για αυτούς ήταν 90,4% και 84,2%, αντίστοιχα. Ενώ τρεις από τους συμμετέχοντες απεβίωσαν, έτσι το διαθέσιμο δείγμα ενηλίκων ήταν 366 συμμετέχοντες.
Η ανάλυση της απώλειας δείγματος έδειξε ότι η μέση ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ για τους 25 συμμετέχοντες (10 γυναίκες, 15 άνδρες) οι οποίοι δεν εντοπίστηκαν στην ενήλικη ζωή δεν διέφερε από τη μέση ηλικία των 331 συμμετεχόντων, οι οποίοι εντοπίστηκαν στην ενήλικη ζωή. Για αυτούς ήταν διαθέσιμα κάποια από τα στοιχεία για την κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Επίσης η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ για τους 25 δεν διέφερε από τη μέση ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ για τους 308 συμμετέχοντες για τους οποίους ήταν διαθέσιμα όλα τα στοιχεία. Ακόμη, δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στα τελευταία δείγματα όσον αφορά την ηλικία έναρξης της κατανάλωσης αλκοόλ, τους δείκτες χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή και τη χρήση αλκοόλ στις ηλικίες 14, 20 ή 27 ετών. Επίσης, συγκρίναμε τις καταγεγραμμένες παραβάσεις του αρχικού δείγματος (n = 369) με τις παραβάσεις των συμμετεχόντων και στη μελέτη follow-up και δεν εντοπίσαμε διαφορές. Για τις αναλύσεις χρησιμοποιήθηκε το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων, εκτός από όπου αναφέρεται κάτι διαφορετικό.
Τα στοιχεία για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή για την παρούσα μελέτη συγκεντρώθηκαν κυρίως κατά την ηλικία των 42 ετών. Οι ίδιοι δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, χρησιμοποιήθηκαν στην ηλικία των 36 ετών. Αυτά τα στοιχεία αξιοποιήθηκαν για να μη συμπληρωθούν με στατιστικές μεθόδους οι πληροφορίες που έλλειπαν για τους 25 συμμετέχοντες στην ηλικία των 42 ετών αλλά για τους 47 συμμετέχοντες που είχαν λάβει μέρος σε αυτή τη μελέτη στην ηλικία των 36 ετών, οι οποίοι δεν εντοπίστηκαν για το follow-up στα 42 έτη. Αυτοί οι συμμετέχοντες δεν διέφεραν όσον αφορά στη χρήση αλκοόλ στην ηλικία των 36 ετών, από αυτούς που συμμετείχαν στη μελέτη και στην ηλικία των 36 ετών και στην ηλικία των 42 ετών αλλά ούτε στις ηλικίες των 14, 20 ή 27 ετών.
Όπως φαίνεται κι από τη σύγκριση με τα στοιχεία που προέρχονται από τη στατιστική υπηρεσία της Φινλανδίας, οι συμμετέχοντες στην ηλικία των 42 ετών εκπροσωπούσαν το σύνολο της ομάδας των Φιλανδών που είχαν γεννηθεί το 1959 αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, τον αριθμό των παιδιών και τα ποσοστά απασχόλησης (Pulkkinen et al. 2003). Ωστόσο, υπήρχαν πολύ περισσότερες γυναίκες υπάλληλοι και λιγότερες γυναίκες από την εργατική τάξη στο δείγμα, από ό,τι στην ηλικιακή ομάδα που ξεκίνησε. Καμία διαφορά δεν εντοπίστηκε για τους πιο υψηλόβαθμους υπαλλήλους.
Μετρήσεις και μεταβλητές
Τα στοιχεία για τη χρήση αλκοόλ συγκεντρώθηκαν με προσωπικές συνεντεύξεις από ειδικά εκπαιδευμένους συνεντευκτές στις ηλικίες των 14, 20, 27, 36 και 42 ετών ενώ πριν τη συνέντευξη στις ηλικίες 27, 36 και 42 τους είχε αποσταλεί ταχυδρομικά το ερωτηματολόγιο Life Situation Questionnaire (LSQ).
Έναρξη της χρήσης αλκοόλ. Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ καθορίστηκε στις ηλικίες 14, 20, 27, 36 και 42 με ερωτήσεις όπως: «Κάνεις χρήση αλκοόλ;», «Πόσο συχνά χρησιμοποιείς αλκοόλ;», «Έχεις μεθύσει;» και «Σε ποια ηλικία ξεκίνησες τη χρήση αλκοόλ;». Το κριτήριο για την έναρξη της χρήσης αλκοόλ ήταν ο συμμετέχοντας να έχει μεθύσει ή να έχει παραδεχτεί συστηματική χρήση αλκοόλ. Η απλή δοκιμή αλκοόλ δεν θεωρούνταν ένδειξη έναρξης της χρήσης. Προτεραιότητα δόθηκε στην πληροφορία που ήταν πιο κοντινή χρονικά με την πραγματική ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ. Η ηλικία έναρξης της χρήσης χρησιμοποιήθηκε τόσο ως συνεχής μεταβλητή όσο και ως κατηγορική μεταβλητή/ categorical variable: 1= 13 έτη ή νεαρότερη ηλικία, 2= 14–15 έτη, 3= 16–17 έτη, 4= 18 έτη (τον νόμιμο όριο ηλικίας) ή μεγαλύτερη ηλικία.
Η συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ. Στο ερωτηματολόγιο LSQ που ταχυδρομήθηκε στους συμμετέχοντες τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν τον πίνακα ποσότητας-συχνότητας (q–f) όπως αναπτύχθηκε από τους Pulkkinen & Pitkänen (1994), τηρώντας την ακόλουθη οδηγία: «Πόσο αλκοόλ καταναλώνεις σε μία περίσταση; Εάν έχεις σταματήσει τη χρήση αλκοόλ, παρακαλώ ανέφερε πως ήταν η κατάσταση πριν σταματήσεις. Κύκλωσε την πιο κατάλληλη επιλογή όσον αφορά τη συχνότητα σε κάθε γραμμή». Οι οριζόντιας ποσότητας επιλογές αποτελούνταν από διαφορετικές επιλογές δόσεων για κάθε περίσταση (ένα ποτό ή λιγότερο, δύο με τέσσερα ποτά, πέντε με επτά ποτά, οκτώ με δώδεκα ποτά, δεκατρία ή περισσότερα ποτά: στην ηλικία των 42 ετών, υπήρχαν επίσης οι επιλογές δεκατέσσερα με δεκαεννέα ποτά και είκοσι ποτά ή περισσότερο). Ένα ποτό (μία μονάδα αλκοόλ) ορίστηκε ως ένα μπουκάλι (33 cl) μπύρας (4.5% alc.), ένα ποτήρι κρασί (12 cl ~ 12% alc.), ένα ποτήρι δυνατό κρασί (8 cl ~21% alc.) ή ένα σφηνάκι οινοπνευματώδους ποτού 4 cl. Υπήρχαν επτά πιθανές επιλογές κάθετης συχνότητας: 1= καθόλου, 2= το πολύ δύο φορές το χρόνο, 3= μία φορά στους δύο μήνες, 4= μία ή δύο φορές το μήνα, 5= μία φορά την εβδομάδα, 6= δύο με πέντε φορές την εβδομάδα και 7= έξι με επτά φορές την εβδομάδα. Η ετήσια συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ υπολογίστηκε βάσει της εκτίμησης των ημερών κατανάλωσης ανά έτος (0= καθόλου, 2= δύο φορές το χρόνο, 6= μία φορά κάθε 2 μήνες, 18= 1,5 φορές το μήνα, 52= μία φορά την εβδομάδα, 182= 3,5 φορές την εβδομάδα και 338= 6,5 φορές την εβδομάδα) μετρώντας το σύνολο από τις επιλογές συχνότητας στις διαφορετικές ποσότητες. Το άθροισμα της ετήσιας κατανάλωσης περιορίστηκε σε μία φορά ημερησίως, που σημαίνει 365 το χρόνο.
Δεκατρείς από τους συμμετέχοντες ανέφεραν ότι δεν έκαναν χρήση αλκοόλ την περίοδο της συγκέντρωσης των τελικών στοιχείων (10 συμμετέχοντες στην ηλικία των 42 ετών και 3 στην ηλικία των 36 ετών). Για τη σαφή σταθεροποίηση της κατάστασης αποχής από το αλκοόλ, άφησαν να περάσει ένας χρόνος αποχής, καθότι τα άτομα που κάνουν σοβαρή χρήση αλκοόλ κάνουν πολύ συχνά απόπειρες διακοπής. Γι’αυτούς η συχνότητα και η ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ κωδικοποιήθηκε βάση της κατανάλωσης αλκοόλ πριν τη διακοπή. Εννέα από τους συμμετέχοντες είχαν διακόψει την κατανάλωση αλκοόλ 2-29 χρόνια πριν τη συλλογή των στοιχείων, με μέση τιμή τα 4,5 χρόνια. Αυτοί κωδικοποιήθηκαν ως άτομα που δεν έκαναν κατανάλωση αλκοόλ (=0) στη μέτρηση ποσότητας-συχνότητας στην ενήλικη ζωή. Τρεις από αυτούς έκαναν σοβαρή χρήση αλκοόλ, ενώ το πρόβλημα που είχαν με τη χρήση αλκοόλ είχε ορθά εντοπιστεί από το διαγνωστικό τεστ για τη χρήση αλκοόλ στη ζωή, που χρησιμοποιήθηκε από αυτή τη μελέτη.
Υπερβολική χρήση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση. Στο ερωτηματολόγιο LSQ, το οποίο τους ταχυδρομήθηκε, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να θυμηθούν πόσο συχνά τους τελευταίους 12 μήνες είχαν καταναλώσει τόσο πολύ αλκοόλ που να έχουν πραγματικά μεθύσει. Η υπερβολική πόση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση εκφράστηκε βάσει των αναφορών μέθης, αλλά ελέγχθηκε με τη συχνότητα της κατανάλωσης αλκοόλ σε τουλάχιστον πέντε μονάδες αλκοόλ σε κάθε περίσταση, όπως αναφέρθηκε στον πίνακα ποσότητας-συχνότητας (q–f). Το κριτήριο των πέντε μονάδων αλκοόλ για την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Hingson et al. (2000), Schulenberg et al. (1996) και Windle (1991). Η υπερβολική πόση αλκοόλ κωδικοποιήθηκε με 0= καθόλου, 1= μία φορά το χρόνο, 2= λιγότερο συχνά από μία φορά το μήνα, 3= μία με τρεις φορές το μήνα, 4= μία φορά την εβδομάδα και 5= αρκετές φορές την εβδομάδα.
Χρησιμοποιήθηκαν δύο διαγνωστικά τεστ για τον αλκοολισμό. Το ερωτηματολόγιο CAGE (Cutdown, Annoyed, Guilt, Eye-opener) που συντάχθηκε από τους Ewing & Rouse (Ewing 1984) χορηγήθηκε μαζί με το ερωτηματολόγιο LSQ, το οποίο ταχυδρομήθηκε. Περιλάμβανε τέσσερις ερωτήσεις: (α) «Ένιωσες ποτέ την ανάγκη να περιορίσεις την κατανάλωση αλκοόλ;» (β) «Ένιωσες ποτέ να σε ενοχλεί η κριτική για την κατανάλωση αλκοόλ;» (γ) «Νιώθεις ενοχές για την κατανάλωση αλκοόλ;» και (δ) «Ήπιες ποτέ το πρωί αλκοόλ για να σταματήσεις ο πονοκέφαλος που είχες (για να ανοίξουν τα μάτια σου);». Οι απαντήσεις κωδικοποιήθηκαν ως 0= όχι, 1= ορισμένες φορές, 2= συχνά. Ο δείκτης Cronbach alpha ήταν 0.81 για τις γυναίκες και 0.82 για τους άνδρες.
Κάθε συμμετέχοντας συμπλήρωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μια παραλλαγή του ερωτηματολογίου MAST (Michigan Alcoholism Screening Test) το οποίο συντάχθηκε από τον Selzer (1971). Η έκδοση του ερωτηματολογίου που χρησιμοποιήσαμε, Mm-Mast, στηρίχθηκε στη σύντομη μορφή του MAST (Pokorny et al. 1972) που είχε προσαρμοστεί για τις Σκανδιναβικές χώρες από τους Kristenson & Trell (1982) (Malmö έκδοση της σύντομης μορφής τους MAST; Mm-MAST), και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Φινλανδία από τους Seppä, Sillanaukee & Koivula (1990), διερευνά περισσότερο τις προσωπικές συμπεριφορές και συνήθειες από ότι τα συμπτώματα. Το ερωτηματολόγιο Mm-MAST που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα μελέτη, αποτελούνταν από εννέα ερωτήσεις, όπως «Είχες ποτέ τη συνήθεια να πίνεις ένα ποτό πριν πας σε κάποιο πάρτυ;» οι απαντήσεις κωδικοποιήθηκαν 0= όχι, 1= ναι. Ο δείκτης Cronbach alpha ήταν 0.64 για τις γυναίκες και 0.73 για τους άνδρες.
Κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά. Στην ηλικία των 8 ετών, συγκεντρώθηκαν οι ίδιες 33 ερωτήσεις για την κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις του δασκάλου και των ομοτίμων (Pitkänen 1969; Pulkkinen 1987): για παράδειγμα, «Τσακωμοί με τα άλλα παιδιά για το παραμικρό». Ζητήθηκε από το δάσκαλο να βαθμολογήσει με 3 τα παιδιά που είχαν πολύ έντονα αυτά τα χαρακτηριστικά και με 0 όσα δεν είχαν ποτέ εμφανίσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η συμπεριφορά των αγοριών/κοριτσιών θα συγκρίνονταν με τη συμπεριφορά παιδιών αντίστοιχης ηλικίας από το γενικό πληθυσμό. Ακόμη, ζητήθηκε από τους μαθητές να υποδείξουν τουλάχιστον τρία παιδιά του ίδιου φύλου, που παρουσίαζαν αυτή τη συμπεριφορά. Αυτό πραγματοποιήθηκε με μια κατάσταση με τα ονόματα όλων των μαθητών του ίδιου φύλου από την τάξη τους παιδιού. Κάθε μεταβλητή διαμορφωνόταν από τις «ψήφους» που έπαιρνε ένα παιδί από τους συμμαθητές του.
Πέντε μεταβλητές διαμορφώθηκαν ανεξάρτητα από τις τυποποιημένες αξιολογήσεις των δασκάλων και των ομοτίμων, μέσα στο πλαίσιο του μοντέλου συναισθηματικής και συμπεριφορικής ρύθμισης (Pulkkinen 1995, 1996). (1) Δημιουργικότητα, ένα άθροισμα πέντε μεταβλητών, με ρωτήσεις για παράδειγμα: «Δρα λογικά ακόμη και σε ενοχλητικές περιστάσεις». Ο δείκτης Cronbach alpha για τις αξιολογήσεις από το δάσκαλο ήταν 0,89 για τα αγόρια και 0,88 για τα κορίτσια, ενώ για τις αξιολογήσεις από τους ομότιμους 0,90 για τα αγόρια και 0,89 για τα κορίτσια. (2) Συμμόρφωση, άθροισμα τριών μεταβλητών, με ερωτήσεις για παράδειγμα: «Είναι ειρηνικό και υπομονετικό». Ο δείκτης Cronbach alpha για τις αξιολογήσεις από το δάσκαλο ήταν 0,89 για τα αγόρια και 0,85 για τα κορίτσια, ενώ για τις αξιολογήσεις από τους ομότιμους 0,88 για τα αγόρια και 0,90 για τα κορίτσια. (3) Επιθετικότητα, ένα άθροισμα εννέα μεταβλητών, με ρωτήσεις για παράδειγμα: «Επιτίθεται στα άλλα παιδιά όταν θυμώσει π.χ. τα χτυπάει, τα κλωτσάει ή τους πετάει πράγματα». Ο δείκτης Cronbach alpha για τις αξιολογήσεις από το δάσκαλο ήταν 0,91 για τα αγόρια και 0,90 για τα κορίτσια, ενώ οι αξιολογήσεις από τους ομότιμους ήταν 0,96 για τα αγόρια και 0,92 για τα κορίτσια. (4) Χαμηλός αυτό-έλεγχος, ένα άθροισμα τεσσάρων μεταβλητών, με ρωτήσεις για παράδειγμα: «Παρακούει το δάσκαλο;». Ο δείκτης Cronbach alpha για τις αξιολογήσεις από το δάσκαλο ήταν 0,79 για τα αγόρια και 0,73 για τα κορίτσια, ενώ οι αξιολογήσεις από τους ομότιμους ήταν 0,88 για τα αγόρια και 0,82 για τα κορίτσια. (5) Άγχος, ένα άθροισμα τριών μεταβλητών, με ερωτήσεις για παράδειγμα: «Κλαίει εύκολα όταν τα άλλα παιδιά του/της συμπεριφέρονται άσχημα». Ο δείκτης Cronbach alpha για τις αξιολογήσεις από το δάσκαλο ήταν 0,69 για τα αγόρια και 0,74 για τα κορίτσια, ενώ οι αξιολογήσεις από τους ομότιμους ήταν 0,83 για τα αγόρια και 0,73 για τα κορίτσια. Στο δάσκαλο δόθηκαν και ορισμένες έξτρα ερωτήσεις που χρησιμοποιήθηκαν για να εκτιμηθεί η κοινωνική δραστηριότητα—ένα άθροισμα τεσσάρων μεταβλητών, με ερωτήσεις για παράδειγμα: «Πάντοτε απασχολημένος-νη και παίζει πρόθυμα με τα υπόλοιπα παιδιά». Ο δείκτης Cronbach alpha για την αξιολόγηση από το δάσκαλο ήταν 0,79 για τα αγόρια και 0,82 για τα κορίτσια. Ακόμη, ο δάσκαλος κλήθηκε να αξιολογήσει εάν ένιωθε ανησυχία για την αντικοινωνική συμπεριφορά των μαθητών και εάν πίστευε ότι θα βρουν το δρόμο τους στη ζωή αργότερα.
Ακαδημαϊκή επιτυχία. Η ακαδημαϊκή επιτυχία εκτιμήθηκε ζητώντας από τον δάσκαλο της τάξης να ταξινομήσει τα παιδιά σύμφωνα με την επίδοσή τους. Η ταξινόμηση κωδικοποιήθηκε σε πεντάβαθμη κλίμακα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της σχολικής τάξης.
Κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας κωδικοποιήθηκε βάσει του επαγγέλματος του πατέρα (ή το επάγγελμα της μητέρας, εάν επρόκειτο για τη μόνη πηγή εισοδήματος του σπιτιού) σε μια κλίμακα δύο βαθμών: 1= εργατική τάξη και 2= υπάλληλος.
Στατιστική ανάλυση
Οι συσχετισμοί ανάμεσα στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και των δεικτών χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, καθώς και οι εσωτερικοί συσχετισμοί ανάμεσα στους δείκτες, υπολογίστηκαν ξεχωριστά για τις γυναίκες και για τους άνδρες όπως οι συσχετισμοί του Pearson. Όταν ελέγχθηκαν τυχόν διαφορές των δύο φύλων στους συσχετισμούς, χρησιμοποιήθηκε η μετατροπή του συντελεστή συσχετισμού του Fisher.
Οι σημαντικότερες επιρροές της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ και του φύλου, καθώς και η αλληλεπίδραση των τεσσάρων δεικτών για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή μελετήθηκαν με την ανάλυση πολλαπλών μεταβλητών της διακύμανσης (MANOVA) με το λάμδα (λ) τεστ του Wilks. Επειδή έτσι δεν εντοπίστηκε καμία αλληλεπίδραση, η ανάλυση των πολλαπλών μεταβλητών της διακύμανσης πραγματοποιήθηκε χωριστά για τους άνδρες από τις γυναίκες. Οι συγκρίσεις σε ζευγάρια των μέσων όρων των δεικτών μεταξύ των ηλικιακών ομάδων έναρξης της χρήσης αλκοόλ, στηρίχθηκαν στις εκτιμήσεις των παραμέτρων που έδωσε το μοντέλο MANOVA. Ο λόγος της συνολικής μεταβλητότητας (μέγεθος αποτελέσματος) των τεσσάρων δεικτών, ο οποίος οφειλόταν στις ηλικιακές ομάδες έναρξης της χρήσης αλκοόλ, περιγράφηκε από τα στατιστικά του ήτα τετράγωνο (η2), και παρουσιάστηκε ως ποσοστό.
Η κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά στα πρώτα σχολικά χρόνια, η επιτυχία στο σχολείο, η σχολική τάξη καθώς και η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας σε σχέση με την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, μελετήθηκαν με ανάλυση της συμμεταβλητότητας και με ανάλυση παλινδρόμησης με εικονικές μεταβλητές. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, η επιτυχία στο σχολείο και η σχολική τάξη σε σχέση με την ομαδοποίηση της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ, δοκιμάστηκαν με το τεστ χ2 και το ακριβές τεστ με τη μέθοδο Monte Carlo όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο.
Τα έμμεσα αποτελέσματα της κοινωνικο-συναισθηματικής συμπεριφοράς και η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας σε σχέση με την έναρξη της χρήσης αλκοόλ και τους δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, μελετήθηκαν προσθέτοντας αυτούς τους παράγοντες ως συμμεταβλητές στο μοντέλο MANOVA.
Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 11.0.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Περιγραφή των στοιχείων
Όλοι οι συμμετέχοντες έκαναν χρήση αλκοόλ κάποια στιγμή της ζωής τους. Ο μέσος όρος της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ ήταν τα 15,5 έτη (διακύμανση 10-30 ετών, SD= 2.4). Ούτε ο μέσος όρος της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ, αλλά ούτε οι κατανομές είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (Πίνακας 1). Δύο τοις εκατό των συμμετεχόντων ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ στην ηλικία των 10-11 ετών, 9% στην ηλικία των 18 ετών, η οποία είναι και η νόμιμη ηλικία για την κατανάλωση αλκοόλ, και 6,5% αργότερα.
Οι ενήλικοι άνδρες έκαναν χρήση αλκοόλ συχνότερα από ό,τι οι γυναίκες (Πίνακας 1). Η συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ ποικίλε από δύο φορές το χρόνο, ή λιγότερο, (ποσοστό 6,5% για τις γυναίκες και 5,2% για τους άνδρες) έως καθημερινά (ποσοστό 1,3% για τις γυναίκες και 7,5% για τους άνδρες). Η μέση τιμή είναι 52 φορές το χρόνο για τις γυναίκες και 88 φορές το χρόνο για τους άνδρες. Ακόμη, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ήταν πιο συνηθισμένη στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες (Πίνακας 1) σε ποσοστό 3,2% των γυναικών ενώ το 10,9% των ανδρών ανέφεραν ότι είχαν μεθύσει, ή είχαν καταναλώσει αλκοόλ, τουλάχιστον 5 μονάδες σε κάθε περίσταση αρκετές φορές την εβδομάδα. Το 29,0% των γυναικών και το 12,6% των ανδρών δεν είχαν μεθύσει καθόλου τον περασμένο χρόνο. Επιπλέον, οι άνδρες σημείωναν υψηλότερες βαθμολογίες στο διαγνωστικό τεστ για τον αλκοολισμό από ό,τι οι γυναίκες. Οι μέσες τιμές των δεικτών χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή υπολογίστηκαν για όλους τους συμμετέχοντες, σχετικά με τους οποίους υπήρχαν διαθέσιμα έστω και κάποια στοιχεία για τη χρήση αλκοόλ (n = 311–331), και δεν διέφεραν από τους μέσους όρους που υπολογίστηκαν για τους 308 συμμετέχοντες για τους οποίους υπήρχαν όλα τα στοιχεία.
Πίνακας 1 Μέση τιμή έναρξης της χρήσης αλκοόλ και δείκτες της χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή |
Άνδρες | Γυναίκες | |||||||
n | n | Μέση τιμή | SD | n | Μέση τιμή | SD | t-test P | |
Ηλικία έναρξης της χρήσης (min, 10: max, 10 έτη) | 331 | 176 | 15,3 | 2,3 | 155 | 15,6 | 2,6 | 0,298 |
Ετήσια συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ (0-365 ημέρες/ έτη) | 329 | 174 | 132,0 | 117,7 | 155 | 79,9 | 84,1 | 0,000 |
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μεμονωμένη περίσταση (0-5) | 330 | 175 | 2,5 | 1,5 | 155 | 1,5 | 1,4 | 0,000 |
Συνολική βαθμολογία CAGE (0-8 βαθμοί) | 328 | 175 | 2,3 | 2,1 | 153 | 1,3 | 1,7 | 0,000 |
Συνολική βαθμολογία Mm-Mast (0-9 βαθμοί) | 311 | 163 | 4,8 | 2,4 | 148 | 2,8 | 1,9 | 0,000 |
Οι συσχετισμοί ανάμεσα στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και των τεσσάρων δεικτών για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή είχαν μεγάλη σημασία (P < 0.001): οι συσχετισμοί ήταν -0,26 για τις γυναίκες και -0,25 για τους άνδρες όσον αφορά στη συχνότητα της κατανάλωσης αλκοόλ, -0,29 και -0,32 για την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε περίσταση, -0,26 και -0,32 όσον αφορά το CAGE και -0,43 και -0,36 όσον αφορά στο mm-MAST. Οι διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες δεν είχαν στατιστική σημασία. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί ανάμεσα στους δείκτες για τη χρήση αλκοόλ ήταν επίσης σημαντικοί (P < 0,001, εάν δεν αναφέρεται διαφορετικά) αλλά δεν διέφεραν στατιστικά μεταξύ των δύο φύλων. Οι συσχετισμοί ανάμεσα στη συχνότητα της κατανάλωσης αλκοόλ και την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία περίσταση ήταν 0,44 για τις γυναίκες και 0,53 για τους άνδρες, ενώ οι συσχετισμοί ανάμεσα στο CAGE και το Mm-MAST, ήταν αντίστοιχα, 0,58 και 0,70. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ έδειξε υψηλότερο συσχετισμό με τα διαγνωστικά τεστ για τον αλκοολισμό (0,62 και 0,50 για το CAGE, και 0,53 και 0,50 για το mm-MAST, αντίστοιχα) από ό,τι με τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ (0,20 και 0,19 για το CAGE, και 0,35 και 0,20 για το Mm-MAST; P < 0,05 και για τους δύο συσχετισμούς για το CAGE και για τον τελευταίο συσχετισμό για το mm-MAST).
Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ ως παράγοντας πρόβλεψης της χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή
Οι συσχετισμοί έδειξαν ότι η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ σχετιζόταν αντίστροφα με τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή και για τα δύο φύλα. Χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση πολλαπλών παραγόντων για τη διακύμανση έτσι ώστε να εντοπιστεί εάν υπάρχουν περίοδοι όσον αφορά στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, οι οποίες μπορεί να είναι πιο σημαντικές από άλλες σχετικά με τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Καθώς επίσης και για να μελετηθεί εάν οι περίοδοι αυτές ήταν παρόμοιες και για τα δύο φύλα. Οι συμμετέχοντες με πλήρη στοιχεία για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (146 γυναίκες και 162 άνδρες), κατηγοριοποιήθηκαν σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με την ηλικία έναρξης της χρήσης: 13 ετών ή νεαρότερη ηλικία (ποσοστό 15,1% των γυναικών και 19,1% των ανδρών), 14–15 ετών (ποσοστό 45,2% των γυναικών και 43,8% των ανδρών), 16–17 ετών (ποσοστό 24,0% των γυναικών και 24,1% των ανδρών) και 18 ετών ή μεγαλύτερη ηλικία (ποσοστό 15,8% των γυναικών και 13,0% των ανδρών). Οι αναλογίες αυτών των ηλικιακών ομάδων δεν διέφεραν για όσους από τους συμμετέχοντες ήταν διαθέσιμη η ηλικία έναρξης (n= 356).
Το μοντέλο MANOVA έδειξε ότι και το φύλο αλλά και η ηλικία έναρξης της χρήσης είχαν πολύ σημαντική επιρροή στους δείκτες χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (αντίστοιχα, F(4.300,00)= 19,4, P < 0,001; F(12.794,02)= 6,17, P < 0,001). Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φύλο και την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ δεν ήταν σημαντική για κανέναν από τους δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (F12.786,08= 0,782, P= 0,670). Αυτό σημαίνει ότι το φύλο δεν τροποποίησε τη σχέση ανάμεσα στην ηλικία έναρξης χρήσης αλκοόλ και την κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Η επίδραση του φύλου ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της χρήσης αλκοόλ. Έτσι ήταν λογικό να πραγματοποιηθεί ανάλυση ξεχωριστά για τα δύο φύλα.
Στον πίνακα 2 φαίνονται οι μέσες τιμές και η τυπική απόκλιση (SD) των ομάδων στους τέσσερις δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή των ανδρών και των γυναικών, καθώς και οι σημαντικότητες σε ζεύγη διαφορών ανάμεσα στις ομάδες των δύο φύλων. Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ είχε μια σημαντική βασική επίδραση στη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή τόσο για τις γυναίκες (F12.368,05= 3,28, P < 0,001) όσο και τους άνδρες (F12.410,38= 3,57, P < 0,001). Η ηλικιακή ομάδα εξηγούσε το 21% της μεταβλητότητας στις βαθμολογίες από το Mm- MAST για τις γυναίκες αλλά μόνο το 9% για τους άνδρες. Η σημασία της επίδρασης της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση ήταν 13% για τους άνδρες και 11% για τις γυναίκες, ενώ στο CAGE 10% για τους άνδρες και 6% για τις γυναίκες, και για τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ 7% για τους άνδρες και 6% για τις γυναίκες.
Πίνακας 2 Μέση διαφορά στη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή (στις ηλικίες 36/42) σύμφωνα με την ηλικία έναρξης και το φύλο.
Άνδρες n | = 162 | Γυναίκεςn | = 146 | Σημαντική Διαφορά* | |||||
Δείκτης | Ηλικία έναρξης | Μέση τιμή | SD | Μέση τιμή | SD | <13 | 14-15 | 16-17 | >18 |
Συχνότητα κατανάλωση αλκοόλ | 13 ετών ή λιγότερο | 193,0 | 137,8 | 110,0 | 93,0 | _ | 0,290 | 0,044 | 0,011 |
14-15 ετών | 133,5 | 105,1 | 88,8 | 87,8 | 0,017 | – | 0,168 | 0,037 | |
16-17 ετών | 106,3 | 108,4 | 65,4 | 67,5 | 0,002 | 0,236 | – | 0,413 | |
18 years or more | 101,6 | 119,2 | 47,6 | 64,0 | 0,005 | 0,264 | 0,879 | – | |
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μεμονωμένη περίσταση | 13 ετών ή λιγότερο | 3,2 | 1,5 | 1,9 | 1,2 | _ | 0,962 | 0,059 | 0,004 |
14-15 ετών | 2,8 | 1,3 | 1,9 | 1,5 | 0,197 | – | 0,017 | 0,000 | |
16-17 ετών | 1,9 | 1,3 | 1,2 | 1,1 | 0,000 | 0,001 | – | 0,182 | |
18 ετών ή περισσότερο | 1,8 | 1,5 | 0,7 | 1,1 | 0,000 | 0,004 | 0,823 | – | |
CAGE | 13 ετών ή λιγότερο | 3,6 | 2,5 | 1,8 | 1,7 | _ | 0,347 | 0,032 | 0,011 |
14-15 ετών | 2,3 | 1,9 | 1,4 | 1,9 | 0,004 | – | 0,090 | 0,028 | |
16-17 ετών | 1,6 | 2,1 | 0,9 | 1,2 | 0,000 | 0,096 | – | 0,506 | |
18 ετών ή περισσότερο | 1,7 | 2,0 | 0,6 | 1,0 | 0,002 | 0,252 | 0,861 | – | |
Mm-MAST | 13 ετών ή λιγότερο | 5,8 | 2,2 | 3,8 | 1,3 | _ | 0,360 | 0,000 | 0,000 |
14-15 ετών | 5,1 | 2,0 | 3,4 | 1,9 | 0,170 | – | 0,000 | 0,000 | |
16-17 ετών | 4,1 | 2,7 | 2,0 | 1,7 | 0,010 | 0,095 | – | 0,267 | |
18 ετών ή περισσότερο | 3,4 | 2,6 | 1,5 | 1,7 | 0,000 | 0,004 | 0,142 | — |
- Οι σημαντικές διαφορές σε ζεύγη (P < 0.05) εμφανίζονται με έντονα γράμματα, οι γυναίκες είναι πάνω από τη diagonal.
Οι συγκρίσεις σε ζεύγη ανάμεσα στις ομάδες (πίνακας 2) έδειξε με λεπτομέρειες πού εμφανίστηκαν οι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες σχετικά με την ηλικία έναρξης της κατανάλωσης αλκοόλ. Το πιο σταθερό από τα ευρήματα αυτής της μελέτης σχετικά με τα δύο φύλα, ήταν ότι η νεαρότερη ηλικιακή ομάδα (13 ετών, ή μικρότερη) είχε σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες σε όλους τους δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή από ότι η μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα (18 ετών ή μεγαλύτερη). Επίσης είχαν υψηλότερη βαθμολογία στους δείκτες από την ηλικιακή ομάδα 16-17 ετών, εκτός από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση για τις γυναίκες (P= 0,059). Επιπλέον, η ηλικιακή ομάδα 14-15 ετών διέφερε από τις δύο μεγαλύτερης ηλικίας ομάδες όσον αφορά στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση και για τα δύο φύλα. Οι διαφορές που σχετίζονταν με το φύλο εντοπίστηκαν ως εξής: για τους άνδρες, η νεαρότερη ηλικιακή ομάδα διέφερε από την λίγο μεγαλύτερή της, όσον αφορά στη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ και στα αποτελέσματα από το CAGE. Η δεύτερη νεαρότερη ομάδα διέφερε από τη μεγαλύτερη ομάδα στα αποτελέσματα του Mm-MAST. Για τις γυναίκες, η ομάδα των 14-15 ετών είχε σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στο Mm-MAST από τις δύο μεγαλύτερης ηλικίας ομάδες, και υψηλότερη βαθμολογία από την μεγαλύτερη ηλικιακά ομάδα όσον αφορά τη συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ και το CAGE.
Στο σχήμα 1, παρουσιάζονται οι μέσες τιμές των δεικτών χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, βάσει των τυποποιημένων βαθμολογιών σε ολόκληρο το δείγμα. Από το σχήμα φαίνεται ότι το επίπεδο της κατανάλωσης αλκοόλ των ανδρών στην ενήλικη ζωή ήταν υψηλότερο από την τιμή εκκίνησης (= 0) για όλους τους δείκτες, ενώ για τις γυναίκες ήταν χαμηλότερο. Παρά τις διαφορές όσον αφορά στο επίπεδο της κατανάλωσης αλκοόλ, οι μορφές των γραφημάτων ήταν παρόμοιες και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Αυτό σημαίνει, ότι όσο νωρίτερα ξεκινήσει η χρήση αλκοόλ, τόσο υψηλότερες θα είναι οι βαθμολογίες σχετικά με τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ σχετιζόταν ομοίως και για τα δύο φύλα με τη συχνότητα χρήσης αλκοόλ και τα αποτελέσματα του CAGE και με παρόμοιο τρόπο με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και τα αποτελέσματα του Mm-MAST.
Σχήμα 1. Μέσες τιμές με διαστήματα εμπιστοσύνης 95% για τους δείκτες χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή ανάλογα με την ηλικία έναρξης της κατανάλωσης αλκοόλ: τυποποιημένο για ολόκληρο το δείγμα. r=Συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ, Ο= υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε μία μεμονωμένη περίσταση, q=CAGE, =Mm-Mast
Πρόβλεψη της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ σε ηλικία 8 ετών
Στην ηλικία των 8 ετών, υπήρχαν διαθέσιμα για όλους τους συμμετέχοντες στοιχεία βάσει των αξιολογήσεων του δασκάλου και των συμμαθητών σχετικά με την κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά, την ακαδημαϊκή επιτυχία καθώς και την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των γονιών. Η σύγκριση ανάμεσα στα άτομα που δεν συμμετείχαν στο follow-up στην ενήλικη ζωή (n= 38) με αυτά που συμμετείχαν (n= 331) αποκάλυψε δύο σημαντικές διαφορές, κάτι που αφορούσε ωστόσο μόνο στις γυναίκες. Τα κορίτσια που δεν συμμετείχαν είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σχετικά με το άγχος όσον αφορά στην αξιολόγηση από τους συμμαθητές τους [t(df= 171)= 2,7, P= 0,008] και χαμηλότερες βαθμολογίες σχετικά με την επιθετικότητα όσον αφορά στην αξιολόγηση από το δάσκαλο [t(df= 48,2)= -3,7, P < 0,001] από ό,τι τα κορίτσια που συμμετείχαν.
Η σχέση ανάμεσα στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ με την κοινωνικο-συναισθηματική συμπεριφορά του συμμετέχοντα, όπως αξιολογήθηκε από τον δάσκαλο και τους συμμαθητές, καθώς και με την ακαδημαϊκή επιτυχία στην ηλικία των 8 ετών, μελετήθηκε με μεθόδους απλών και πολλαπλών μεταβλητών ελέγχοντας τη σχολική τάξη (12) και την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Για τα αγόρια δεν εντοπίστηκαν σημαντικές σχέσεις. Για τα κορίτσια, ωστόσο, εντοπίστηκαν τρεις σημαντικές σχέσεις με την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, ενώ αυτοί οι παράγοντες σχετίζονταν και μεταξύ τους. Η αξιολόγηση του δασκάλου για χαμηλότερο αυτό-έλεγχο και υψηλότερη επιθετικότητα σχετίζονταν με τη μικρότερη ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ (r= -0,17; P= 0,014 για χαμηλό αυτό-έλεγχο και –0,21; P= 0,003 για την επιθετικότητα). Επιπλέον, το 17% των κοριτσιών των οποίων ο πατέρας ανήκε στην εργατική τάξη (n= 122) ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ σε πολύ νεαρή ηλικία (13 ετών ή νεαρότερες), ενώ μόνο το 2% των κοριτσιών των οποίων ο πατέρας ήταν υπάλληλος (n= 43) ξεκίνησε σε τόσο νεαρή ηλικία [c2 (df= 3)= 10,3, P= 0,016]. Τα κορίτσια που προέρχονταν από οικογένειες εργατών είχαν χαμηλότερο αυτό-έλεγχο [t(df= 105.1)= 3,0, P= 0,003] και υψηλότερη επιθετικότητα [t(df= 120,5)= 2,4, P= 0,017] από ό,τι εκείνα που προέρχονταν από οικογένειες υπαλλήλων. Η επίδραση της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης και τα κοινωνικο-συναισθηματικά χαρακτηριστικά δεν μετρίασαν ωστόσο την επίδραση που είχε η ηλικία έναρξης χρήσης αλκοόλ στην κατανάλωση αλκοόλ κατά την ενήλικη ζωή.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στην παρούσα μακροχρόνια μελέτη, το 90% των συμμετεχόντων παρακολουθήθηκαν από την ηλικία των 8 ετών μέχρι την ηλικία των 36-42 ετών. Για το 84% από το τυχαίο αρχικό δείγμα, υπήρχαν διαθέσιμα όλα τα στοιχεία για την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Η μέση ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ ήταν τα 15,5 έτη χωρίς σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα. Παρά το γεγονός αυτό, οι άνδρες και οι γυναίκες διέφεραν ως προς τη χρήση αλκοόλ στις μεταγενέστερες ηλικίες. Οι άνδρες έκαναν χρήση αλκοόλ σε μεγαλύτερη συχνότητα από τις γυναίκες και πιο συχνά σε βαθμό μέθης, ενώ ταυτόχρονα είχαν υψηλότερες βαθμολογίες από τις γυναίκες σε δυο διαγνωστικά εργαλεία για τον αλκοολισμό τα CAGE και Mm-MAST. Η επίδραση του φύλου στη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή είχε μεγάλη σημασία, όπως επίσης και η επίδραση της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ, η αλληλεπίδρασή τους ωστόσο δεν ήταν τόσο σημαντική. Έτσι, η επίδραση της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ στην κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή ήταν παρόμοια και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Και για τα δύο φύλα, η νεαρή ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ ήταν σημαντικός παράγοντας κινδύνου για υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και προβληματική χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Και οι άνδρες και οι γυναίκες συμμετέχοντες που ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ πριν την ηλικία των 14 ετών, είχαν υψηλότερες βαθμολογίες στους δείκτες χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, από ό,τι τα άτομα που ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ στα 18, ή αργότερα (το νόμιμο όριο ηλικίας). Είχαν βαθμολογίες υψηλότερες ακόμη κι από όσους ξεκίνησαν την κατανάλωση αλκοόλ στην ηλικία των 16-17 ετών. Όσον αφορά στην υπερβολική χρήση αλκοόλ σε μια μεμονωμένη περίσταση, ο υψηλότερος κίνδυνος αφορούσε τους συμμετέχοντες που ξεκίνησαν τη χρήση αλκοόλ στην ηλικία των 14-15 ετών σε σύγκριση με όσους ξεκίνησαν τη χρήση 16 ετών ή αργότερα.
Τα αποτελέσματα συμφωνούσαν με τις ενδείξεις από τις περισσότερες προηγούμενες μελέτες των οποίων τα στοιχεία του follow-up συγκεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο στην εφηβεία (π.χ. Pedersen & Skrondal 1998; Hawkins et al. 1997) ή στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής (π.χ. Pitkänen 1999; Casswell et al. 2002), ή στις οποίες τα στοιχεία για την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ συγκεντρώθηκαν αναδρομικά (π.χ. Barnes et al. 1992; Prescott & Kendler 1999). Οι δείκτες για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή μπορεί να περιορίστηκαν, για παράδειγμα, στον ήδη διαγνωσμένο αλκοολισμό (π.χ. Hasin & Glick 1992; Grant et al. 2001; Warner & White 2003), ή το δείγμα να αποτελούνταν μόνο από γυναίκες (π.χ. Werner et al. 1994). Τα δυνατά σημεία αυτής της μελέτης ήταν (1) ο σχεδιασμός με προοπτική αναφορικά με την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, (2) το τυχαίο δείγμα που περιλάμβανε και άνδρες και γυναίκες και εκπροσωπούσε κοινωνικο-δημογραφικά την ηλικιακή ομάδα, (3) ο μεγάλος χρόνος follow-up, (4) τα υψηλά ποσοστά παραμονής και (5) η χρήση πολλών δεικτών για τη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή. Οι μετρήσεις της ποσότητας και της ποιότητας έδειξαν την τρέχουσα χρήση αλκοόλ και τα διαγνωστικά τεστ για τον αλκοολισμό στη διάρκεια της ζωής, διερεύνησαν την κατανάλωση αλκοόλ που έκανε το άτομο στο παρελθόν, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία για την κατανάλωση αλκοόλ που λήφθηκαν από το ιστορικό του ατόμου. Η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ σχετίστηκε ομοίως και με τους τέσσερις δείκτες για την κατανάλωση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή.
Η έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία, δεν ερμηνεύθηκε ούτε από τα κοινωνικο-συναισθηματικά χαρακτηριστικά του άνδρα συμμετέχοντα και την ακαδημαϊκή του επιτυχία, όπως αυτή εκτιμήθηκε πριν από την έναρξη της χρήσης αλκοόλ, ούτε από την επαγγελματική κατάσταση του πατέρα. Ωστόσο, η αξιολόγηση του δασκάλου, όχι των ομοτίμων, στις γυναίκες συμμετέχοντες, σχετικά με την επιθετικότητα και το χαμηλό αυτό-έλεγχο στα πρώτα χρόνια του σχολείου, προέβλεψαν την έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία. Αυτά τα χαρακτηριστικά και η έναρξη χρήσης αλκοόλ σε πολύ νεαρή ηλικία εμφανίζονταν πιο συχνά σε κορίτσια που ο πατέρας τους (ή η μητέρα τους, εάν αυτή ήταν η μόνη εργαζόμενη του σπιτιού) ανήκε στην εργατική τάξη, από ό,τι σε κορίτσια που ο πατέρας τους ήταν υπάλληλος. Η μόνη ομάδα κινδύνου, σχετικά με την έναρξη της χρήσης αλκοόλ σε νεαρή ηλικία που εντοπίστηκε, αποτελούνταν από κορίτσια τα οποία ανήκαν σε εργατική οικογένεια και σύμφωνα με την εκτίμηση του δασκάλου είχαν δείγματα επιθετικότητας και/ ή χαμηλό αυτό-έλεγχο. Πρακτικά μόνο ο δάσκαλος μπορούσε να εντοπίσει μια τέτοια ομάδα. Οι επιδράσεις της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης και των κοινωνικο-συναισθηματικών χαρακτηριστικών δεν επηρέασαν την επίδραση της ηλικίας έναρξης της χρήσης αλκοόλ όσον αφορά στη χρήση αλκοόλ στην ενήλικη ζωή για τις γυναίκες. Τα αποτελέσματα συμφωνούσαν με τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών που υποδείκνυαν ότι οι παράγοντες πρόβλεψης της έναρξης της χρήσης αλκοόλ ήταν περισσότερο κοινωνικοί (διαθεσιμότητα αλκοόλ) και περιστασιακοί (επιρροή των ομοτίμων) από ότι ψυχολογικοί (Marqulies, Kessler & Kandel 1977; Pedersen & Skrondal 1998; Hawkins et al. 1997). Επιπλέον, τα αποτελέσματα της γενετικής ανάλυσης έδειξαν ότι οι κοινές περιβαλλοντικές επιδράσεις επικρατούν ως επιρροές στην έναρξη της χρήσης αλκοόλ στην πρώιμη εφηβεία (Rose et al. 2001). Από τη στιγμή που θα ενεργοποιηθούν, τα πρότυπα της χρήσης ουσιών μεταξύ των εφήβων επηρεάζονται σημαντικά από γενετικούς παράγοντες (Prescott & Kendler 1999; Rose et al. 2001). Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις που επηρεάζουν την έναρξη της χρήσης αλκοόλ μπορεί να βρίσκονται στην οικογένεια, το σχολείο, ή την ευρύτερη κοινωνία. Χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την έναρξη της χρήσης αλκοόλ και οι οποίοι δεν εμπεριέχονται στην οικογένεια.
Η χρήση αλκοόλ δεν είναι ένα σταθερό φαινόμενο. Στην παρούσα μελέτη όλοι οι συμμετέχοντες είχαν κάνει χρήση αλκοόλ μέχρι την ηλικία των 30 ετών. Στις ηλικίες των 27, 36 και 42 ετών, το 5-7% των συμμετεχόντων ανέφεραν στο ερωτηματολόγιο LSQ, ότι δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση αλκοόλ στη ζωή τους. Για όσους διέκοπταν τη χρήση αλκοόλ, χρειαζόταν να περάσει μια περίοδος ελέγχου ενός έτους για να αποδειχθεί η αξιοπιστία της προσπάθειάς τους να διακόψουν. Η τιμή μηδέν (0) ήταν αποδεκτή για αυτούς τους συμμετέχοντες, όσον αφορά στις μετρήσεις της ποσότητας και της συχνότητας χρήσης αλκοόλ, καθώς θα έπρεπε να επαναλάβουν αυτές τις μετρήσεις στην ηλικία των 40 ετών. Μια άλλη μελέτη θα αποτελούσε η διερεύνηση, με μεγαλύτερο δείγμα συμμετεχόντων, της σχέσης ανάμεσα στην ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ και της ικανότητας να διακοπεί η σοβαρή χρήση αλκοόλ καθώς επίσης και των λόγων που μπορεί να οδηγήσουν εκεί.
Τα ευρήματά μας δείχνουν, ότι η καθυστέρηση της έναρξης της χρήσης αλκοόλ μπορεί να αποτελεί τον καταλληλότερο στόχο για τις προσπάθειες πρόληψης και ότι επίσης κάτι που σχετίζεται πολύ με αυτό είναι το επίπεδο του νομίμου ορίου ηλικίας για τη χρήση αλκοόλ (18 χρονών). Σε ορισμένες χώρες μάλιστα το όριο αυτό είναι υψηλότερο. Οι Prescott & Kendler (1999) έχουν υποστηρίξει, ωστόσο ότι η καθυστέρηση της έναρξης της χρήσης αλκοόλ δεν πρόκειται να επηρεάσει τη βαριά χρήση αλκοόλ, καθώς σε αυτό είναι συνυπεύθυνοι πολλοί ακόμη παράγοντες. Αυτό μπορεί να ισχύει για ορισμένα άτομα, όμως τα αποτελέσματα μιας επιδημιολογικής έρευνας (Grant 1998) καθώς και ένα 7-ετές follow-up που πραγματοποιήθηκε (Hawkins et al. 1997) έχουν δείξει ότι η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ αποτελεί πολύ ισχυρό παράγοντα για εξάρτηση από το αλκοόλ αλλά και κατάχρησή του στη διάρκεια της ζωής. Κι αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού, το στάτους του ατόμου, τη φυλή, το φύλο, την προληπτική συμπεριφορά από τους γονείς, τη δέσμευση με το σχολείο, την έναρξη της χρήσης αλκοόλ από ομοτίμους και την αντίληψη σχετικά με τη βλαπτικότητα της χρήσης αλκοόλ. Επίσης, οι Pedersen & Skrondal (1998) κατέληξαν, ότι η ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ είχε ανεξάρτητη επιρροή τόσο στη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ όσο και στη δημιουργία προβλημάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ.
Είναι πιθανόν ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δράσει καλύτερα και έχει μεγαλύτερη ικανότητα ελέγχου της χρήσης αλκοόλ στην ενήλικη ζωή, όταν το αλκοόλ δεν αποτελεί μέρος της ζωής του ήδη από την πρώιμη εφηβική ηλικία. Καθυστερώντας την ηλικία έναρξης της χρήσης αλκοόλ, μπορεί τουλάχιστον να αποφευχθούν οι επικίνδυνες επιδράσεις της σοβαρής χρήσης αλκοόλ στην εφηβεία. Όπως υποστηρίζει ο Huttunen (2003), για την πρόληψη στο μέλλον των προβλημάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ, είναι απαραίτητη μια αλλαγή στη γενικότερη νοοτροπία. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να γίνει μια κοινή προσπάθεια από όλους, συμπεριλαμβανομένων των γονιών, των ΜΜΕ, των επαγγελματιών και των πολιτικών. Ακόμη, θα χρειαστούν αλλαγές στις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ από τους ενηλίκους.
Ευχαριστίες
Αυτό το άρθρο αποτέλεσε μέρος του προγράμματος (44858) «Ανθρώπινη ανάπτυξη και οι σχετιζόμενοι παράγοντες κινδύνου» το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Ακαδημία της Φινλανδίας ‘Human Development and Its Risk Factors’ (Finnish Centre of Excellence Programme, 2000–05).
1Τίτλος πρωτοτύπου: “Age of Onset of Drinking and the Use of Alcohol in Adulthood: A Follow-up Study from Age 8 to 42 for Females and Males”, Addiction, volume 100, No 5, May 2005
2Διεύθυνση επικοινωνίας: Tuuli Pitkänen, Department of Psychology, University of Jyväskylä, PO Box 35 (Agora), FIN-40041, Jyväskylä, Finland, email: tuuli.pitkanen@nic.fi
References
Barnes, G. M., Welte, J. W. & Dintcheff, B. (1992) Alcohol misuse among college students and other young adults: findings from a general population study in New York State. International Journal of the Addictions, 27, 917–934.
Casswell, S., Pledger, M. & Pratap, S. (2002) Trajectories of drinking from 18 to 26 years: identification and prediction. Addiction, 97, 1427–1437.
Ewing, J. A. (1984) Detecting alcoholism: the CAGE Questionnaire. JAMA, 252, 1905–1907.
Flory, K., Lynam, D., Milich, R., Leukefeld, C. & Clayton, R. (2004) Early adolescent through young adult alcohol and marijuana use trajectories: early predictors, young adult outcomes, and predictive utility. Development and Psychopathology, 16, 193–213.
Ghodsian, M. & Power, C. (1987) Alcohol consumption between the ages of 16 and 23 in Britain: a longitudinal study. British Journal of Addiction, 82, 175–180.
Grant, B. F. (1998) The impact of a family history of alcoholism on the relationship between age at onset of alcohol use and DSM-IV alcohol dependence: results from the National Longitudinal Alcohol Epidemiologic Survey. Alcohol Health and Research World, 22, 144–147.
Grant, B. F. & Dawson, D. A. (1997) Age at onset of alcohol use and its association with DSM-IV alcohol abuse and dependence: results from the National Longitudinal Alcohol Epidemiologic Survey. Journal of Substance Abuse, 9, 103–110.
Grant, B. F., Harford, T. C. & Grigson, M. B. (1988) Stability of alcohol consumption among youth: a national longitudinal study. Journal of Studies on Alcohol, 49, 253–260.
Grant, B. F., Stinson, F. S. & Harford, T. C. (2001) Age at onset of alcohol use and DSM-IV alcohol abuse and dependence: a 12- year follow-up. Journal of Substance Abuse, 13, 493–504.
Hämäläinen, M. & Pulkkinen, L. (1996) Problem behaviour as a precursor of male criminality. Development and Psychopathology, 8, 443–455.
Harford, T. C. (1993) Stability and prevalence of drinking among young adults. Addiction, 88, 273–277.
Hasin, D. S. & Glick, H. (1992) Severity of DSM-III alcohol dependence: United States, 1988. British Journal of Addiction, 87, 1725–1730.
Hawkins, J. D., Graham, J. W., Maguin, E., Abbott, R., Hill, K. G. & Catalano, R. F. (1997) Exploring the effects of age of alcohol use initiation and psychosocial risk factors on subsequent alcohol misuse. Journal of Studies on Alcohol, 58, 280– 290.
Hibell, B., Andersson, B., Bjarnason, T., Kokkevi, A., Morgan, M. & Narusk, A. (1997) Alcohol and Other Drug Use Among Students in 26 European Countries. The 1995 ESPAD Report. Stockholm: Modin Tryck AB.
Hingson, R. W., Heeren, T., Jamanka, A. & Howland, J. (2000) Age of drinking onset and unintentional injury involvement after drinking. JAMA, 284, 1527–1533.
Humphrey, J. A. & Friedman, J. (1986) The onset age of drinking and intoxication among university students. Journal of Studies on Alcohol, 51, 221–232.
Huttunen, J. (2003) Alkoholipolitiikan vuosi 2002—pilvet tummuvat taivaalla [Alcohol policy in Finland in 2002]. In: Heinonen, J., Alho, H., Lindeman, J., Raitasalo, K. & Roine, R., eds. Tommi 2003 [Yearbook of Finnish Alcohol and Drug Research], pp. 6–11. Keuruu: Finnish Society for Alcohol and Drug Research.
Jessor, R., Donovan, J. E. & Costa, F. M. (1991) Beyond Adolescence: Problem Behaviour and Young Adult Development. New York: Cambridge University Press.
Kokko, K. & Pulkkinen, L. (2000) Aggression in childhood and long-term unemployment in adulthood: a cycle of maladaptation and some protective factors. Developmental Psychology, 36, 463–472.
Kristenson, H. & Trell, E. (1982) Indicators of alcohol consumption: Comparisons between a questionnaire (Mm-MAST), interviews and gammaglutamyl transferase (GGT) in a health survey of middle-aged males. British Journal of Addiction, 77, 297–304.
Labouvie, E., Bates, K. E. & Pandina, R. J. (1997) Age of first use: its reliability and predictive utility. Journal of Studies on Alcohol, 58, 638–643.
Lintonen, T., Rimpelä, M., Ahlström, S., Rimpelä, A. & Vikat, A. (2000) Trends in drinking habits among Finnish adolescents from 1977 to 1999. Addiction, 95, 1255–1263.
Lo, C. C. (2000) Timing of drinking initiation: a trend study predicting drug use among high school. Journal of Drug Issues, 30, 525–554.
Marlatt, G. A., Baer, J. S., Kivlahan, D. R., Dimeff, L. A., Larimer, M. E., Quiqley, L. A., Somers, J. M. & Williams, E. (1998) Screening and brief intervention for high-risk college student drinkers: results from a 2-year follow-up assessment. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 66, 604–615.
Marqulies, R. Z., Kessler, R. & Kandel, D. B. (1977) A longitudinal study of onset of drinking among high-school students. Journal of Studies on Alcohol, 38, 897–912.
Muthen, B., O. & Muthen, L. K. (2000) The development of heavy drinking and alcohol-related problems from ages 18–37 in a U.S. national sample. Journal of Studies on Alcohol, 61, 290–300.
Nyström, M., Peräsalo, J. & Salaspuro, M. (1993) Alcohol-use patterns in young University students in Finland. Scandinavian Journal of Primary Health Care, 11, 18–23.
Pape, H. & Hammer, T. (1996) How does young people’s alcohol consumption change during the transition to early adulthood? A longitudinal study of changes at aggregate and individual level. Addiction, 91, 1345.
Parker, D. A., Levin, B. M. & Harford, T. C. (1996) Effects of early drinking and an antisocial orientation on the alcohol use of young Russians. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 20, 1179–1183.
Pedersen, W. & Skrondal, A. (1998) Alcohol consumption debut: Predictors and consequences. Journal of Studies on Alcohol, 59, 32–42.
Pitkänen, L. (1969) A Descriptive Model of Aggression and Nonaggression with Applications to Children’s Behaviour, vol. 19. Jyväskylä, Finland: Jyväskylä Studies in Education, Psychology Social Research.
Pitkänen, T. (1999) Problem drinking and psychological wellbeing: a five-year follow-up study from adolescence to young adulthood. Scandinavian Journal of Psychology, 40, 197–208.
Pokorny, A. D., Miller, B. A. & Kaplan, H. B. (1972) The brief MAST: a shortened version of the Michigan alcoholism screening test. American Journal of Psychiatry, 129, 342–345.
Prescott, C. A. & Kendler, K. S. (1999) Age at first drink and risk for alcoholism: a noncausal association. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 34, 101–107.
Pulkkinen, L. (1982) Self-control and continuity from childhood to late adolescence. In: Baltes, B. P. & Brim, O. G. Jr, eds. Life-Span Development and Behaviour, vol. 4, pp. 63–105. Orlando, FL: Academic Press.
Pulkkinen, L. (1987) Offensive and defensive aggression in humans: a longitudinal perspective. Aggressive Behaviour, 13, 197–212.
Pulkkinen, L. (1995) Behavioural precursors to accidents and resulting physical impairment. Child Development, 66, 1660–1679.
Pulkkinen, L. (1996) Female and male personality styles: a typological and developmental analysis. Journal of Personality and Social Psychology, 70, 1288–1306.
Pulkkinen, L., Fyrstén, S., Kinnunen, U., Kinnunen, M.-L., Pitkänen, T. & Kokko, K. (2003) 40+ Erään ikäluokan selviytymistarina [40+ A successful transition to middle adulthood in a cohort of Finns]. Reports from the Department of Psychology, no. 349. Finland: University of Jyväskylä.
Pulkkinen, L. & Pitkänen, T. (1993) Continuities in aggressive behaviour from childhood to adulthood. Aggressive Behaviour, 19, 249–263.
Pulkkinen, L. & Pitkänen, T. (1994) A prospective study on the precursors to problem drinking in young adulthood. Journal of Studies on Alcohol, 55, 578–587.
Rimpelä, M. (2004) Kouluterveystutkimuksen 2004 valtakunnalliset tulokset [The Results of the National School Health Survey in 2004]. http://www.stakes.fi/kouluterveys/taulukot/2004/paihteet04.htm.
Robins, L. N. & Przybeck, T. R. (1985) Age of Onset of Drug Use as a Factor in Drug and Other Disorders. In: Jones, C. L. & Battjes, R. J., eds. Etiology of Drug Abuse: Implications for Prevention, pp. 178–192. Washington, DC: National Institute on Drug Abuse.
Rönkä, A. & Pulkkinen, L. (1995) Accumulation of problems in social functioning in young adulthood: a developmental approach. Journal of Personality and Social Psychology, 69, 381–391.
Rose, R. J., Dick, D. M., Viken, R. J., Pulkkinen, L. & Kaprio, J. (2001) Drinking or abstaining at age 14? A genetic epidemiological study. Alcoholism: Clinical and Experimental Research, 25, 1594–1604.
Samson, H. H., Maxwell, C. O. & Doyle, T. F. (1989) The relation of initial alcohol experiences to current alcohol consumption in a college population. Journal of Studies on Alcohol, 50, 254–260.
Schulenberg, J., O’Malley, P. M., Bachman, J. G., Wadsworth, K. N. & Johnston, L. D. (1996) Getting drunk and growing up. trajectories of frequent binge drinking during the transition to young adulthood. Journal of Studies on Alcohol, 57, 289– 304.
Selzer, M. L. (1971) The Michigan Alcoholism Screening Test: the quest for a new diagnostic instrument. American Journal of Psychiatry, 127, 1653–1658.
Seppä, K., Sillanaukee, P. & Koivula, T. (1990) The efficiency of a questionnaire in detecting heavy drinkers. British Journal of Addiction, 85, 1639–1645.
Silbereisen, R. & Noack, P. (1988) On the constructive role of problem behaviour in adolescence. In: Bolger, N., Caspi, A., Downey, G. & Moorehouse, M., eds. Persons in Context: Developmental Processes, pp. 152–180. New York: Cambridge University Press.
Warner, L. A. & White, H. R. (2003) Longitudinal effects of age at onset and first drinking situations on problem drinking. Substance Use and Misuse, 38, 1983–2016.
Wechsler, H. & McFadden, M. (1979) Drinking among college student in New England: extent, social correlates and consequences of alcohol use. Journal of Studies on Alcohol, 40, 969–997.
Werner, M. J., Walker, L. S. & Greene, J. W. (1994) Longitudinal evaluation of a screening measure for problem drinking among female college freshmen. Archives of Pediatrics and Adolescent Medicine, 148, 1331–1337.
Windle, M. (1991) Alcohol use and abuse: some preliminary findings from the National Adolescent Student Health Survey. Alcohol Health and Research World, 15, 5–10.
Yamaguchi, K. & Kandel, D. B. (1984) Patterns of drug use from adolescence to young adulthood. III. Predictors of progression. American Journal of Public Health, 74, 673–681.
York, J. L. (1995) Progression of alcohol consumption across the drinking career in alcoholics and social drinkers. Journal on Studies of Alcohol, 56, 328–336.